Ο τυραννικός άνθρωπος (Πολιτείας Θ΄571a – 577b)
Μετά όσα ο Πλάτων εξέθεσε στο όγδοο βιβλίο της Πολιτείας για το τυραννικό πολίτευμα, ανοίγει το 9ο βιβλίο για το θέμα του τυραννικού άνδρα. Θέλει να εξηγήσει πώς γεννιέται από τον δημοκρατικό άνθρωπο, ποιός είναι ο χαρακτήρας του και ποιά είναι η ζωή του – άθλια ή μακάρια. Επειδή όμως το τυραννικό ήθος συνυφαίνεται με την επιθυμία, θα εκκίνηση από κάποια γενικά περί επιθυμιών.
Μεταξύ των μη αναγκαίων ηδονών και επιθυμιών, γράφει, ωρισμένες φαίνονται άλογες και αθέμιτες και είναι έμφυτες στον καθένα. Πιεζόμενες οι επιθυμίες αυτές από τις έλλογες επιθυμίες, σε άλλους εξασθενούν και σε άλλους εξαλείφονται– όμως σε άλλους παραμένουν αμείωτες – ισχυρές και πληθωρικές. Πρόκειται κατ’ εξοχήν για τις ενύπνιες επιθυμίες (τάς περί τόν ὕπνον, 571c), όπου το ήμερο και άρχον της ψυχής λογιστικό κοιμάται, ενώ το θηριώδες και άγριο μέρος της, ερεθισμένο από φαγητό και ποτό μαίνεται ζητώντας να ικανοποίηση τις ορέξεις του (ζητῆ ίέναι καί ἀποπιμπλάναι τά αὐτοῦ ἤθη, 571c). Στην κατάσταση αυτή τολμά τα πάντα χωρίς καμμία ντροπή και φρόνησι. Επιχειρεί να σμίξη με την μητέρα του ή οτιδήποτε άλλο – άνθρωπο, θηρίο ή θεό- να διάπραξη κάθε έγκλημα, να καταβρόχθιση τα πάντα (βρώματός τε ἀπέχεσθαι μηδενός, 571d). Βρίσκεται δηλαδή στους αντίποδες εκείνου ο οποίος πηγαίνει να κοιμηθή με το πνεύμα του εγρήγορο (τό λογιστικόν μέν ἔγειρας ἑαυτοῦ, 57Id) και θρεμμένο με αγαθούς λόγους και σκέψεις, ώστε να φθάνη σε κατάστασι αυτεπιγνώσεως (εἰς σύννοιαν αὐτός αὔτω ἀφικόμενος, 571e) και να κρατά την επιθυμία εκτός στερήσεως και κόρου (τό ἐπιθυμητικόν δε μήτε ἔνδεια δούς μήτε πλησμονή, 571e), χωρίς να ταράζη το λογιστικό με εκρήξεις χαράς ή λύπης, χωρίς να το εκθέτη στην πίεσι των αισθήσεων, ώστε να μπορή να σκεφθή κάτι που αγνοεί από το παρελθόν, το παρόν, ή το μέλλον (ἀλλ’ ἔα αὐτό καθ’ αὐτό μόνον καθαρόν σκοπεῖν καί ὀρέγεσθαί του αἰσθάνεσθαι, ὅ μή οἶδεν, ἤ τί τῶν γεγονότων ἤ ὄντων ἤ καί μελλόντων, 572a). Όταν λοιπόν ηρέμηση το επιθυμητικό και το θυμοειδές και τονώση το λογιστικό, η ψυχή του αγγίζει σχεδόν την αλήθεια και τα παράνομα όνειρα μειώνονται στο ελάχιστο, αφού και στους ισορροπημένους ακόμη ανθρώπους ενυπάρχει κάποιο είδος άγριας έκνομης επιθυμίας που εμφανίζεται στα όνειρα.
O δημοκρατικός άνθρωπος ήταν γόνος ολιγαρχικού ανδρός, φιλοχρήματου και αδιάφορου στις περιττές ανάγκες. Όταν όμως συναναστράφηκε ανθρώπους γεμάτους επιθυμίες περιττές, από αντίδρασι στην φιλοχρηματία του πατέρα του ακολούθησε τις υπερβολές τους και επειδή ήταν καλύτερος από εκείνους που τον παρέσυραν, βρέθηκε ανάμεσα στο ήθος του πατέρα του και στο ήθος των δικών του διαφθορέων. Αυτού πάλι ο γιος θα μεγαλώση μεταξύ συμβιβαστικών αρχών του πατέρα του και αχαλίνωτων επιθυμιών εκείνων οι οποίοι τις αποκαλούν απόλυτη ελευθερία (ἐλευθερίαν ἅπασαν, 572e). Όταν λοιπόν οι διαφθορείς αντιληφθούν ότι είναι αδύνατο να κερδήσουν τον νέο με τους τρόπους τους, τότε του προκαλούν έναν έρωτα προστάτη των περιττών επιθυμιών, κάτι σαν φτερωτό πελώριο κηφήνα (ὑποπτερόν καί μέγαν κηφήνα, 573a). Οι επιθυμίες αυτές κάποτε τον τρελαίνουν και τον κάνουν να πετάξη κάθε ίχνος σωφροσύνης από την ψυχή, για να την γεμίση με την μανία των εξωτερικών πραγμάτων. Μεθυσμένος από επιθυμίες αυτοσκοπούς, γρήγορα θα ανάπτυξη νοοτροπία τυραννική και θα ζητή πλέον ασυγκράτητα να βασιλεύση σε θεούς και ανθρώπους. Τυραννικός, άρα, γίνεται όποιος από την φύσι του ή και τον τρόπο της ζωής του καταντά θύμα αγρίων επιθυμιών (τυραννικός δε, ην δ’ εγώ, ώ δαιμόνιε, άνήρ ακριβώς γίγνεται, ὅταν ἤ φύσει ἤ ἐπιτηδεύμασιν ἤ ἀμφοτέροις μεθυστικός τέ καί ἐρωτικός καί μελαγχολικός γένηται, 573c).
Πώς ζη αυτός ο άνθρωπος; Απάντησι του Πλάτωνος: Με γλέντια, εταίρες και όργια, που κάθε ημέρα θέλει όλο και πιο πολύ. Σ’ αυτά θα ξοδέψη όλα του τα εισοδήματα, γι’ αυτά εν συνεχεία θα δανεισθή και θα σκορπίση την περιουσία του. Τότε οι επιθυμίες τον πιέζουν αχόρταγα ενώ εκείνος ψάχνει σαν το άγριο θηρίο τον άνθρωπο από τον οποίο θα απόσπαση με θεμιτό ή αθέμιτο τρόπο χρήματα. Κι όπως οι τελευταίες απολαύσεις προέχουν των παλαιοτέρων, έτσι και οι πρόσφατες φίλες και φίλοι αποκτούν μεγαλύτερη αξία από τους γονείς του, των οποίων το έχει ο τυραννικός γιος θα προσπαθήση να απόοσπάση δια της βίας, για να κάνη το κέφι του. Και όταν σκορπίση ότι έχουν και δεν έχουν, θα καταντήση κακοποιός για να ικανοποίηση τις ακόρεστες επιθυμίες του. Εννοείται η τυραννία των επιθυμιών αφανίζει μέσα του κάθε παλαιά αξία, οπότε δεν έχει πλέον την παραμικρή αναστολή προκειμένου να εκπληρώση τις επιθυμίες του. Και αν μεν η πόλις γνωρίζη περίοδο κοινωνικής ειρήνης, αυτός και οι λιγοστοί του είδους του περιορίζονται σε απάτες, κλοπές και τα όμοια– εάν όμως οι άνθρωποι αυτού του τύπου γίνουν πολλοί με συναίσθησι της αριθμητικής τους δυνάμεως, τότε με την βοήθεια της μικρόνοιας του λαού αναγορεύουν τον μεταξύ τους χειρότερο σε τύραννο. Και αν οι πολίτες τον αποδεχθούν, έχει καλώς– εάν όμως αντιδράσουν θα το πληρώσουν ακριβά: όσα έκανε στους γονείς του ο τύραννος, θα τα επαναλάβη εναντίον της πατρίδος του. 0 άνθρωπος αυτός δεν έχει δεσμούς και δεν πιστεύει σε τίποτε, δεν γνωρίζει ελευθερία και φιλία αληθινή, είναι ή δεσπότης ή δούλος και άδικος στο έπακρο (ἐν παντί ἄρα τῷ βίω ζῶσι φίλοι μέν οὐδέποτε οὔδενι, ἀεί δέ τοῦ δεσπόζοντες ἤ δουλεύοντες ἄλλω, ἐλευθερίας δέ καί φιλίας ἀληθοῦς τυραννική φύσις ἀεί ἄγευστος, 576a). Ο τύραννος αντιπροσωπεύει το χειρότερο είδος ανθρώπου και η τυραννία το δυστυχέστερο πολίτευμα.
O Πλάτων συνδέει το ήθος του τυραννικού ανδρός με την επιθυμία. Όχι την οποιαδήποτε αλλά την έκνομη, στην οποία οδηγεί ο έρως των περιττών επιθυμιών. Από την αρχή του 9ου βιβλίου της Πολιτείας εξηγεί την μετάλλαξι του δημοκρατικού ανθρώπου σε τυραννικό βάσει της επιθυμίας, την οποία ταυτίζει με τον σκοπό της ηδονής (των μη αναγκαίων ηδονών τε και επιθυμιών, 571b). Φαίνεται να εννοή την επιθυμία ως παρόρμησι προς αίσθησι συγκινήσεως γνωστής ή φαντασιώδους, ως φυσική επιδίωξι ευχαριστήσεως, η οποία συμπεριλαμβάνει την ενέργεια με σκοπό την ευχαρίστησι, όχι όμως και το ίδιο το αίσθημα της ευχαριστήσεως ως πληρότητος.
Η επιθυμία παραπέμπει κατ’ ευθείαν στο επιθυμητικό μέρος της ψυχής, ενώ η γενικώτερη θεματική του κειμένου μας (αλλά και του 8ου βιβλίου περί κατωτέρων πολιτευμάτων) προεκτείνει την σχετική με τα μέρη της ψυχής ανάπτυξι του 4ου βιβλίου. Εκεί μάθαμε ότι η υπεροχή του λογιστικού βασίζεται στην γνώσι του Αγαθού, έστω και αν αυτή η γνώσι είναι διαισθητική μάλλον παρά με αντικειμενικό τρόπο βέβαιη. Την αδυναμία σαφούς γνώσεως της ιδέας του Αγαθού καλύπτει ο συνδυασμός διαισθήσεως της ιδέας του Αγαθού και πρακτικής θεωρήσεως των αρετών, υπό την έννοια ότι οι περί αρετών πεποιθήσεις μας προϋποθέτουν κάποιαν αντίληψι του αγαθού, ώστε να καθίσταται εφικτός ο κατά λόγον προσδιορισμός των σκοπών. Οι άνθρωποι του θυμού και της επιθυμίας στερούνται πρακτικού λόγου των αρετών, ο οποίος με την σειρά του δεν επαρκεί στους ανθρώπους του λογιστικού, προκειμένου να απεργασθούν το καλό της σύνολης ψυχής. Στην τελευταία περίπτωσι το λογιστικό πρέπει να έχη αμεσώτερη αίσθησι του Αγαθού, εάν θέλη να ελέγχη το επιθυμητικό ακόμη και στον ύπνο. Εδώ ο Πλάτων θα βρη στήριγμα στο υπερβατικό ήθος του φιλοσόφου, στην εκστατική «παρείδησιν» του έρωτος της αλήθειας.
Χαρακτηριστικό του τυραννικού ανθρώπου είναι το άλογο και έκνομο των επιθυμιών, η απόλυτη αντίθεσι της επιθυμίας προς το Αγαθό και την άσκησι των αρετών. Ευλόγως, αφού πρόκειται για αναρχούμενο ψυχικώς άτομο. Αν ο λόγος ενεργεί προς όφελος της σύνολης ψυχής και της πόλεως, το επιθυμητικό ενεργεί προς όφελος του επιθυμητικού και μόνο άνδρα. Εξ ου και ο Πλάτων τον χαρακτηρίζει «ἄγευστον φιλίας ἀληθοῦς καί ἐλευθερίας», «ἄπιστον» καί κατ’ ἐπέκτασιν «ἄδικον» (576a).
Όπως η ισόρροπη αρμόνια της ψυχής ανατρέπεται όσο η αρχή του λογιστικού υποχωρεί, έτσι και τα πολιτεύματα χειροτερεύουν όσο επικρατεί η αρχή της επιθυμίας. Σ’ αυτήν την περίπτωσι οι επιθυμίες γίνονται από αναγκαίες μη αναγκαίες και από μη αναγκαίες έκνομες. Οι επιλογές της ζωής ακλουθούν άγριες και σκοτεινές ορέξεις, οι οποίες εξαγριώνουν και τρελλαίνουν τον άνθρωπο (θηριῶδες καί ἄγριον, δεινόν τέ καί ἄγριον, ὑπό μανίας καί οἴστρα, μαινόμενος καί ὑποκεκινηκῶς), τον απομακρύνουν ριζικά από κάθε ιδέα κοινού αγαθού. Όσο το αγαθό ταυτίζεται με ατομιστικώτερη απαίτησι, όσο η αξία του προσμετράται με ικανοποίησι ζωωδών επιθυμιών χωρίς καμμία συνείδησι των αναγκών και των αξιών του συνόλου, με πλήρη αδιαφορία για το ευρύτερο αγαθό, τόσο τα πολιτεύματα ολισθαίνουν προς την τυραννία ως ακραία μορφή αναρχίας. Η απουσία κάθε αναστολής της συνειδήσεως κάνει τον τυραννικό να βιώνη στον ξύπνιο του ό, τι βιώνη ο κοινός άνθρωπος στον ύπνο του, όπου μητρί τέ γάρ ἐπιχειρεῖν μείγνυσθαι… ἀλλω τέ ὄτωουν ἀνθρώπων καί θεῶν καί θηρίων, μιαιφονεῖν τέ ὁτιοῦν, βρώματος τέ ἀπέχεσθαι μηδένος· καί ἔνι λόγω οὐτ’ ἄνοιας οὐδέν ἐλλείπει οὐτ’ ἀναισχυντίας (571d). Κάθε εσωτερικός έλεγχος καταπνίγεται, το δε σκοτεινό θηριώδες εγώ εξοντώνει το πρόσωπο. Ο τυραννικός άνθρωπος καταλαμβάνει μόνο την επιθυμία του άγριου κορεσμού – θέλει να καταβροχθίζη τα πάντα.
Αξίζει να επιμείνωμε στην πλατωνική αντίληψι της επιθυμίας και των αναβαθμών της, αντίληψη η οποία τηρουμένων των αναλογιών θυμίζει εντόνως εκείνη του Φρόυδ. Και στις δύο περιπτώσεις η επιθυμία εξάπτεται τόσο περισσότερο όσο γίνεται αυταξία και αυτοσκοπός, όσο η ζητούμενη απολαυσι συνδέεται με ικανοποίησι απωθημένων παρορμήσεων και παύει να μοιράζεται σε περισσότερα του ενός υποκείμενα. Η παθολογία γεννάται και αναπτύσσεται στο μέτρο που η ορμή αποτελεί σκοπό και αφετηρία της επιθυμίας, η οποία με την σειρά της ορίζει και κατευθύνει την θέλησι, οπότε είτε η θέλησι είναι άβουλη είτε ταυτίζεται με την ορμή. Εφ’ όσον ως περιεχόμενο της θελήσεως υπάρχει η ορμή, τότε τα πιο βαθειά σκοτάδια τυλίγουν την ψυχή του ανθρώπου, διότι δεν έχει εκεί θέσι πλέον η ελευθερία της επιλογής και της διακρίσεως. Το αίτημα της ηδονής αναπτύσσει υψηλό βαθμό εντάσεως, αλλά η έντασι ακριβώς της ηδονής εξοβελίζει από την ηδονή κάθε αξία, αποκλείει την άνοιξι. Η αμέτοχη του αγαθού υπέρβασι των ορίων είναι μηδενισμός. Φρόυδ και Πλάτων διασταυρώνονται χωρίς να ταυτίζωνται. Ο πρώτος αναζητεί αρμονική συνύπαρξι του συνειδητού με το ασυνείδητο, ενώ του δευτέρου επιδίωξι είναι οι δυνάμεις της ψυχής να αποκτήσουν ενιαίο στόχο και να γίνουν έρως του ωραίου και του αγαθού.
Μετά τις αναγκαίες και μη αναγκαίες ή περιττές επιθυμίες ο Πλάτων εισάγει τις παράνομες. Παράνομες είναι οι αθέμιτες, ανώμαλες επιθυμίες. Τέτοιες επιθυμίες υφίστανται σε όλες τις ψυχές, όμως το λογιστικό τις τιθασεύει, τους αποκλείει κάθε διέξοδο, εις τρόπον ώστε να εκδηλώνωνται μόνο στον ύπνο του ανθρώπου. Δεν έχουν θέσι στο φως τα σκοτάδια τους. Οι αθέμιτες επιθυμίες εκδηλώνονται νόμιμα σε μία και μόνο περίπτωσι -στην ζωή του τυραννικού ανθρώπου, την ζωή των άσκοπων απολαύσεων (τῶν ἀρχῶν καί τά ἕτοιμα διανεμομένων ἐπιθυμιῶν, 572e-573a). Στις εύλογες επιθυμίες υπάρχει εκ των πραγμάτων χαλινός και όριο η ικανοποίησι της ανάγκης. Πρόκειται για ανάγκη οργανική και επιθυμία συνεπώς πεπερασμένη. Αυτό δεν ισχύει κατά κανένα τρόπο για τις επιθυμίες εκ του περισσού. Όταν οι επιθυμίες τούτες μεταβληθούν σε ανάγκη, δημιουργούν τέτοιαν εξάρτησι, ώστε ο άνθρωπος να μαίνεται. Η επιθυμία χωρίς πραγματικό αντίκρισμα οδηγεί σε εξαρτήσεις επειδή ακριβώς την πληρώνουμε με την ψυχή μας. Οι ανάγκες πολυτελείας (τότε θυμιάματα, μυρωδικά, στεφάνια, κρασιά κ.λπ.· τώρα ρουχισμός, κοσμήματα, κότερα κ.τ.ο.) εισάγουν ως τέτοιες στην επιθυμία την διάσταση του απείρου. Αυτό διότι συνδέονται με την ίδια την επιθυμία και όχι με κάποιο αίσθημα ικανοποιήσεως, με το γεγονός δηλαδή της απολαύσεως. Προκαλώντας έντονη επιθυμία αντί έντονης ηδονής, μας βγάζουν από κάθε όριο, μας ξελογιάζουν και μας τρελλαίνουν. Στην ψυχή του τυραννικού ανθρώπου κυριαρχεί η επιθυμία και όχι η αίσθησι της ηδονής. Εξ ου και ο έρως της επιθυμίας ως ψυχικό του υπόβαθρο (πρβλ. 572a-573a). Κατ’ αυτόν τον τρόπο η επιθυμία της ψυχής γίνεται άπειρη και στην απειρία της πρέπει να βεβαιώνεται με τον νοσηρό και ανελέητο τρόπο που ισχύει για όλες τις ανάλογες περιπτώσεις. Η πλατωνική ματιά αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά εκπληκτικής οξύτητας και ευθυβολίας.
Η έντασι στην επιθυμία και όχι στην ηδονική αίσθησι γεννά την τυραννική ψυχή και θρέφει την ανισορροπία της. Μεταβαλλόμενη η επιθυμία σε περιεχόμενο της θελήσεως διαλύει την θέλησι. Η διαφορά μεταξύ φιλοσόφου και τυράννου έγκειται στο εκτός και εντός θελήσεως της επιθυμίας. Τίποτε δεν μπορεί να σταθή εκτός -αρχή, αξία, τάξι, όριο- εφ’ όσον η επιθυμία γίνη περιεχόμενο της θελήσεως. Γι’ αυτό και η έντασι της αισθήσεως μετριάζεται, ενώ η διάρκεια της τρέπεται σε προσωρινότητα. Όσο περισσότερο απολαμβάνομε τόσο περισσότερο επιθυμούμε – η απόλαυσι γίνεται στην προσωρινότητα της κόλασι ενός ψυχικού κενού, το οποίο έρχεται να πλήρωση η μανία (μανίας δέ πλήρωση ἐπάκτου, 573b), μια τρέλλα ξένη προς την ανατατική δύναμι της ψυχής. Συμβαίνει κάτι τρομερό: ο τυραννικός άνδρας χάνει την εσωτερική του ζωή. Όσο και αν ακούγεται παράξενο, ο εξηρτημένος από επιθυμίες απολαύσεων έχει φυτική εσωτερική ζωή. Αγνοεί κάθε ιδέα αυθυπερβάσεως, αφ’ ης στιγμής θέλει για να θέλη. Εξ ου και ο τυραννικός ελαχιστοποιεί την συνείδησι και αποκρούει την αυτοσυνειδησία. Το κράτος της επιθυμίας στην θέλησι εξοστρακίζει την αυτοσυνειδησία και σχεδόν μηδενίζει την συνείδησι. Κυριευμένη από επιθυμίες και χωρίς αυτοσυνείδησι η ανάπηρη συνείδησι καταντά άκρως επικίνδυνη. Προκειμένου να χαίρεται τις επιθυμίες ο τυραννικός αποθηριώνεται – οι επιθυμίες αντικαθιστούν τον απόντα εσωτερικό εαυτό. Εσωτερικός εαυτός είναι το πνευματικό περιεχόμενο της συνειδήσεως και εξωτερικός η τρέλλα της επιθυμίας, η δυστυχία μιας ποσότητος χωρίς ποιόν και αίσθημα.
Συνείδηση του τυραννικού ανθρώπου είναι η επιθυμία. Γυμνή η επιθυμία δεν αργεί να γίνη τυραννική και ανικανοποίητη, καθώς η στέρησι βιώνεται σαν ψυχικό σκοτάδι. Ίσως υπό το πρίσμα τούτο να μιλή ο Πλάτων περί αργών επιθυμιών. Το «αργό» δηλώνει μία παθητικότητα. Όντως τον τυραννικό άνθρωπο χαρακτηρίζει η παθητικότητα, τον κατακλύζουν δηλαδή επιθυμίες αλλά στερείται σκοπών. Το περιβάλλον και η παιδεία δεν τού μετέδωσαν συνήθειες και αισθήματα που θα ενεργοποιούσαν παραγωγικά τις επιθυμίες. Ο δημιουργικός άνθρωπος δεν μπορεί να εξελίχθη σε τύραννο. Ο πλατωνικός τύραννος καταβροχθίζει από νοσηρή παθητικότητα, πράττει μόνο την καταστροφή. Είναι μηδενιστής προ του γράμματος. Η επιθυμία ως πραγματικότητα αυθύπαρκτη βρίσκεται στους αντίποδες της δημιουργίας και της συνειδήσεως. Δημιουργώ θα πη: υπάρχω ψυχικώς προς τα μέσα και όχι προς τα έξω τρωκτικώς. Η συνείδησι δεν μεταπλάθει δυναστικά τους φυσικούς ερεθισμούς σε δέον: είναι αντιθέτως κοινωνητικό τους ξεχείλισμα, βαθύς ευγενισμός.
Κάθε άνθρωπος διαθέτει μία ψευδή αυτοσυνείδησι και πολύ περισσότερο ο τύραννος. Πρόκειται για την αίσθησι ή καλύτερα την ψευδαίσθησι της κολακείας. Εάν πραγματικότης του τυραννικού ανθρώπου είναι οι επιθυμίες, στις επιθυμίες αναζητεί και βρίσκει την επιβεβαίωση. Υπό αυτό το πρίσμα η κολακεία συνιστά τρόπο να αποκλείη από την ζωή του κάθε εξωτερική πραγματικότητα και να περιβάλλεται από επιθυμίες. Για την ακρίβεια από εικόνες του, που παίρνει από την επιθυμία. Τα πάντα μετατρέπονται σε εικόνες του δια της επιθυμίας. 0 Πλάτων είναι σαφής επ’ αυτού περιγράφοντας την ζωή του τυράννου, αμέσως μετά όσα είπε για το φυσικό του. Διαβάζουμε (575e): πρῶτον μέν οἷς ἄν συνῶσιν (με όποιους κι αν ζουν οι τυραννικοί άνδρες), ἤ κόλαξιν ἑαυτῶν συνόντες καί πᾶν ἔτοιμοις ὑπηρετεῖν (ή θα είναι κόλακες πρόθυμοι να τους υπηρετήσουν σε κάθε τι), ἤ ἐάν τοῦ τί δέωνται, αὐτοί ὑποπεσόντες (ή αν χρειασθή να ζητήσουν οι ίδιοι κάτι από κάποιον, γίνονται χαλί να τους πατήση), πάντα σχήματα τολμῶντες ποιεῖν ὡς οἰκεῖοι, διαπραξάμενοι δέ ἀλλότριοι (έτοιμοι να παίξουν όλους τους ρόλους, για να επιδείξουν αφοσίωσι, και όταν κάνουν την δουλειά τους τού γυρίζουν την πλάτη).
Το κείμενο είναι γλαφυρό και ευθύβολο. Ο τυραννικός άνθρωπος περιβάλλεται από κόλακες, άτομα κατ’ εικόνα της επιθυμίας του τα οποία του προσφέρουν την προσομοίωσι που χρειάζεται και την υπηρεσία που ζητεί. Η κατοπτρική τούτη σχέσι όμως πολύ εύκολα αντιστρέφεται στην περίπτωσι κατά την οποία ο ίδιος έχει την ανάγκη κάποιου άλλου: μεταβάλλεται σε υποκείμενο δουλικό, κολακικό καθρέφτη για τον αντικείμενο, και όταν πετύχη αυτό που χρειάζεται, κάνει ότι δεν τον ξέρει. Είτε σέρνει είτε σέρνεται ο τυραννικός χάνει ταυτοχρόνως την πραγματικότητα και τον εαυτό του. Και δεν θα μπορούσε να γίνη αλλιώς, αφού η επιθυμητική πραγματικότης ως ψυχικό περιεχόμενο επιτάσσει να είμαστε ρόλοι και όχι πρόσωπα. Ο τύραννος δεν φορεί προσωπείο· είναι ο ίδιος προσωπείο και επομένως ανίκανος να δημιουργήση ειλικρινή σχέσι με οποιονδήποτε – ενσαρκώνει την πλήρη πλαστοπροσωπία. Ο Πλάτων το αντιλαμβάνεται πολύ καλά και γι’ αυτό θα ανακεφαλαιώση αμέσως πιο κάτω τα προηγούμενα (576a) με τον απαράμιλλο τρόπο του. Οι άνθρωποι αυτού του είδους, γράφει, ἐν παντί ἄρα τῷ βίω ζῶσι φίλοι μέν οὐδέποτε οὐδενί, ἀεί δέ τοῦ δεσπόζοντες ἤ δουλεύοντες ἀλλω, ἐλευθερίας δέ καί φιλίας ἀληθοῦς τυραννική φύσις ἀεί ἄγευστος. Πώς να προσφέρουν την φιλία τους ή να δέχωνται την φιλία των άλλων, όταν ενδιαφέρονται αποκλειστικά και μόνο για την επιθυμία τους; Όταν σφραγίζουν τον χαρακτήρα τους η απιστία και η αδικία; Παρά τα επιφαινόμενα ο τύραννος δεν είναι διόλου αυτάρκης. Δεν θα μπορούσε να γίνη αλλιώς, αφού ζη για να κολακεύη και να κολακεύεται. Τον γεμίζει η επιθυμία και όχι το αίσθημα της ηδονικής απολαύσεως. Η επιθυμία του δεν έχει την αυτονομία που θα ήθελε η ψυχολογία του βάθους– είναι ισχυρή μεν αλλά παρασιτική: αντί να τον αποσπά από την βαρύτητα του εαυτού του, τον βυθίζει στο πεδίο της βαρύτητος. Αγαπά ό, τι τον κολακεύει και τον κολακεύουν οι επιθυμίες κατ’ εξοχήν. Την θέσι του εσωτερικού πλατύτερου εαυτού καταλαμβάνει ο εσωτερικός του κόλακας. Αν η έντασι της επιθυμίας βρισκόταν στο αίσθημα, αν πίεζε η ευχαρίστησι προς την ελευθερία από τον εαυτό, τότε ο τυραννικός άνθρωπος θα ζητούσε την έκστασι, αντί να οχυρώνεται μέσα του και να υποβλέπει τους πάντες. Χωρίς την παρασιτική επιθυμία της κολακείας δεν θα υπήρχε τύραννος – την συνθήκη της εν-στάσεως θα καταλάμβανε η λυτρωτική έκστασι.
O τύραννος βρίσκεται διαρκώς σε συνθήκη ελλείψεως. Νοιώθει αενάως στερούμενος, όμως δεν σκέπτεται την πληρότητα αλλά την ικανοποίησι. Την πληρότητα ζητεί ο φιλόσοφος, ο άνθρωπος του αγαθού και της αλήθειας, που όταν τά καλόν ἄρχηται καθορᾶν, σχεδόν ἄν τί ἄπτοιτο τοῦ τέλους (Συμποσίου 21 lb). Εδώ ο Πλάτων συμφωνεί με τον άσπονδο φίλο του, μαθητή κι εκείνον του Σωκράτους, τον Διογένη τον Κυνικό. Όταν κάποτε ρώτησαν τον τελευταίο (απ. 298) ποιος άνθρωπος μπορεί να χαρακτηρισθή πλούσιος, αυτός απήντησε μονολεκτικά: ό αυτάρκης, δηλαδή όποιος δεν έχει ανάγκη τίποτε. Βεβαίως οι δύο αυτάρκειες διαφέρουν: η πλατωνική προϋποθέτει έρωτα του απολύτου, ένωσι των ανθρώπων με τα βάθη τους, και θέλει να είναι άσκησι στον θάνατο (μελέτη θανάτου)· η κυνική αυτάρκεια είναι άρνησι κάθε κοινωνικής συμβάσεως εν ονόματι της ελευθερίας και της απόλυτης διαφάνειας. Και στις δύο περιπτώσεις αντίπαλος είναι η υπαρξιακή πυκνότης που ματαιώνει την γόνιμη επικοινωνία με τον αληθινό μας εαυτό και προκαλεί ψυχική ένδεια ασχέτως υλικών πόρων. Παραδιδόμενος ο τύραννος στο εναγώνιο κυνήγι του φευγαλέου των απολαύσεων χάνει την χαρά της ζωής. Η βουλιμία του δείχνει πνιγηρή ανασφάλεια και η αγωνία της ελλείψεως μαρτυρεί έναν υπέρογκο φόβο θανάτου, που χρησιμοποιεί ως κατευναστικό αντίδοτο την ανελέητη συμπεριφορά. Αυτάρκης θα γίνη ο τύραννος τραγικά, όταν δεν αφήση τίποτε γύρω και μέσα του, όταν τον καταπιή το απέραντο εσώτερο μηδέν που ο ίδιος καθιέρωσε.
Μετά όσα ο Πλάτων εξέθεσε στο όγδοο βιβλίο της Πολιτείας για το τυραννικό πολίτευμα, ανοίγει το 9ο βιβλίο για το θέμα του τυραννικού άνδρα. Θέλει να εξηγήσει πώς γεννιέται από τον δημοκρατικό άνθρωπο, ποιός είναι ο χαρακτήρας του και ποιά είναι η ζωή του – άθλια ή μακάρια. Επειδή όμως το τυραννικό ήθος συνυφαίνεται με την επιθυμία, θα εκκίνηση από κάποια γενικά περί επιθυμιών.
Μεταξύ των μη αναγκαίων ηδονών και επιθυμιών, γράφει, ωρισμένες φαίνονται άλογες και αθέμιτες και είναι έμφυτες στον καθένα. Πιεζόμενες οι επιθυμίες αυτές από τις έλλογες επιθυμίες, σε άλλους εξασθενούν και σε άλλους εξαλείφονται– όμως σε άλλους παραμένουν αμείωτες – ισχυρές και πληθωρικές. Πρόκειται κατ’ εξοχήν για τις ενύπνιες επιθυμίες (τάς περί τόν ὕπνον, 571c), όπου το ήμερο και άρχον της ψυχής λογιστικό κοιμάται, ενώ το θηριώδες και άγριο μέρος της, ερεθισμένο από φαγητό και ποτό μαίνεται ζητώντας να ικανοποίηση τις ορέξεις του (ζητῆ ίέναι καί ἀποπιμπλάναι τά αὐτοῦ ἤθη, 571c). Στην κατάσταση αυτή τολμά τα πάντα χωρίς καμμία ντροπή και φρόνησι. Επιχειρεί να σμίξη με την μητέρα του ή οτιδήποτε άλλο – άνθρωπο, θηρίο ή θεό- να διάπραξη κάθε έγκλημα, να καταβρόχθιση τα πάντα (βρώματός τε ἀπέχεσθαι μηδενός, 571d). Βρίσκεται δηλαδή στους αντίποδες εκείνου ο οποίος πηγαίνει να κοιμηθή με το πνεύμα του εγρήγορο (τό λογιστικόν μέν ἔγειρας ἑαυτοῦ, 57Id) και θρεμμένο με αγαθούς λόγους και σκέψεις, ώστε να φθάνη σε κατάστασι αυτεπιγνώσεως (εἰς σύννοιαν αὐτός αὔτω ἀφικόμενος, 571e) και να κρατά την επιθυμία εκτός στερήσεως και κόρου (τό ἐπιθυμητικόν δε μήτε ἔνδεια δούς μήτε πλησμονή, 571e), χωρίς να ταράζη το λογιστικό με εκρήξεις χαράς ή λύπης, χωρίς να το εκθέτη στην πίεσι των αισθήσεων, ώστε να μπορή να σκεφθή κάτι που αγνοεί από το παρελθόν, το παρόν, ή το μέλλον (ἀλλ’ ἔα αὐτό καθ’ αὐτό μόνον καθαρόν σκοπεῖν καί ὀρέγεσθαί του αἰσθάνεσθαι, ὅ μή οἶδεν, ἤ τί τῶν γεγονότων ἤ ὄντων ἤ καί μελλόντων, 572a). Όταν λοιπόν ηρέμηση το επιθυμητικό και το θυμοειδές και τονώση το λογιστικό, η ψυχή του αγγίζει σχεδόν την αλήθεια και τα παράνομα όνειρα μειώνονται στο ελάχιστο, αφού και στους ισορροπημένους ακόμη ανθρώπους ενυπάρχει κάποιο είδος άγριας έκνομης επιθυμίας που εμφανίζεται στα όνειρα.
O δημοκρατικός άνθρωπος ήταν γόνος ολιγαρχικού ανδρός, φιλοχρήματου και αδιάφορου στις περιττές ανάγκες. Όταν όμως συναναστράφηκε ανθρώπους γεμάτους επιθυμίες περιττές, από αντίδρασι στην φιλοχρηματία του πατέρα του ακολούθησε τις υπερβολές τους και επειδή ήταν καλύτερος από εκείνους που τον παρέσυραν, βρέθηκε ανάμεσα στο ήθος του πατέρα του και στο ήθος των δικών του διαφθορέων. Αυτού πάλι ο γιος θα μεγαλώση μεταξύ συμβιβαστικών αρχών του πατέρα του και αχαλίνωτων επιθυμιών εκείνων οι οποίοι τις αποκαλούν απόλυτη ελευθερία (ἐλευθερίαν ἅπασαν, 572e). Όταν λοιπόν οι διαφθορείς αντιληφθούν ότι είναι αδύνατο να κερδήσουν τον νέο με τους τρόπους τους, τότε του προκαλούν έναν έρωτα προστάτη των περιττών επιθυμιών, κάτι σαν φτερωτό πελώριο κηφήνα (ὑποπτερόν καί μέγαν κηφήνα, 573a). Οι επιθυμίες αυτές κάποτε τον τρελαίνουν και τον κάνουν να πετάξη κάθε ίχνος σωφροσύνης από την ψυχή, για να την γεμίση με την μανία των εξωτερικών πραγμάτων. Μεθυσμένος από επιθυμίες αυτοσκοπούς, γρήγορα θα ανάπτυξη νοοτροπία τυραννική και θα ζητή πλέον ασυγκράτητα να βασιλεύση σε θεούς και ανθρώπους. Τυραννικός, άρα, γίνεται όποιος από την φύσι του ή και τον τρόπο της ζωής του καταντά θύμα αγρίων επιθυμιών (τυραννικός δε, ην δ’ εγώ, ώ δαιμόνιε, άνήρ ακριβώς γίγνεται, ὅταν ἤ φύσει ἤ ἐπιτηδεύμασιν ἤ ἀμφοτέροις μεθυστικός τέ καί ἐρωτικός καί μελαγχολικός γένηται, 573c).
Πώς ζη αυτός ο άνθρωπος; Απάντησι του Πλάτωνος: Με γλέντια, εταίρες και όργια, που κάθε ημέρα θέλει όλο και πιο πολύ. Σ’ αυτά θα ξοδέψη όλα του τα εισοδήματα, γι’ αυτά εν συνεχεία θα δανεισθή και θα σκορπίση την περιουσία του. Τότε οι επιθυμίες τον πιέζουν αχόρταγα ενώ εκείνος ψάχνει σαν το άγριο θηρίο τον άνθρωπο από τον οποίο θα απόσπαση με θεμιτό ή αθέμιτο τρόπο χρήματα. Κι όπως οι τελευταίες απολαύσεις προέχουν των παλαιοτέρων, έτσι και οι πρόσφατες φίλες και φίλοι αποκτούν μεγαλύτερη αξία από τους γονείς του, των οποίων το έχει ο τυραννικός γιος θα προσπαθήση να απόοσπάση δια της βίας, για να κάνη το κέφι του. Και όταν σκορπίση ότι έχουν και δεν έχουν, θα καταντήση κακοποιός για να ικανοποίηση τις ακόρεστες επιθυμίες του. Εννοείται η τυραννία των επιθυμιών αφανίζει μέσα του κάθε παλαιά αξία, οπότε δεν έχει πλέον την παραμικρή αναστολή προκειμένου να εκπληρώση τις επιθυμίες του. Και αν μεν η πόλις γνωρίζη περίοδο κοινωνικής ειρήνης, αυτός και οι λιγοστοί του είδους του περιορίζονται σε απάτες, κλοπές και τα όμοια– εάν όμως οι άνθρωποι αυτού του τύπου γίνουν πολλοί με συναίσθησι της αριθμητικής τους δυνάμεως, τότε με την βοήθεια της μικρόνοιας του λαού αναγορεύουν τον μεταξύ τους χειρότερο σε τύραννο. Και αν οι πολίτες τον αποδεχθούν, έχει καλώς– εάν όμως αντιδράσουν θα το πληρώσουν ακριβά: όσα έκανε στους γονείς του ο τύραννος, θα τα επαναλάβη εναντίον της πατρίδος του. 0 άνθρωπος αυτός δεν έχει δεσμούς και δεν πιστεύει σε τίποτε, δεν γνωρίζει ελευθερία και φιλία αληθινή, είναι ή δεσπότης ή δούλος και άδικος στο έπακρο (ἐν παντί ἄρα τῷ βίω ζῶσι φίλοι μέν οὐδέποτε οὔδενι, ἀεί δέ τοῦ δεσπόζοντες ἤ δουλεύοντες ἄλλω, ἐλευθερίας δέ καί φιλίας ἀληθοῦς τυραννική φύσις ἀεί ἄγευστος, 576a). Ο τύραννος αντιπροσωπεύει το χειρότερο είδος ανθρώπου και η τυραννία το δυστυχέστερο πολίτευμα.
O Πλάτων συνδέει το ήθος του τυραννικού ανδρός με την επιθυμία. Όχι την οποιαδήποτε αλλά την έκνομη, στην οποία οδηγεί ο έρως των περιττών επιθυμιών. Από την αρχή του 9ου βιβλίου της Πολιτείας εξηγεί την μετάλλαξι του δημοκρατικού ανθρώπου σε τυραννικό βάσει της επιθυμίας, την οποία ταυτίζει με τον σκοπό της ηδονής (των μη αναγκαίων ηδονών τε και επιθυμιών, 571b). Φαίνεται να εννοή την επιθυμία ως παρόρμησι προς αίσθησι συγκινήσεως γνωστής ή φαντασιώδους, ως φυσική επιδίωξι ευχαριστήσεως, η οποία συμπεριλαμβάνει την ενέργεια με σκοπό την ευχαρίστησι, όχι όμως και το ίδιο το αίσθημα της ευχαριστήσεως ως πληρότητος.
Η επιθυμία παραπέμπει κατ’ ευθείαν στο επιθυμητικό μέρος της ψυχής, ενώ η γενικώτερη θεματική του κειμένου μας (αλλά και του 8ου βιβλίου περί κατωτέρων πολιτευμάτων) προεκτείνει την σχετική με τα μέρη της ψυχής ανάπτυξι του 4ου βιβλίου. Εκεί μάθαμε ότι η υπεροχή του λογιστικού βασίζεται στην γνώσι του Αγαθού, έστω και αν αυτή η γνώσι είναι διαισθητική μάλλον παρά με αντικειμενικό τρόπο βέβαιη. Την αδυναμία σαφούς γνώσεως της ιδέας του Αγαθού καλύπτει ο συνδυασμός διαισθήσεως της ιδέας του Αγαθού και πρακτικής θεωρήσεως των αρετών, υπό την έννοια ότι οι περί αρετών πεποιθήσεις μας προϋποθέτουν κάποιαν αντίληψι του αγαθού, ώστε να καθίσταται εφικτός ο κατά λόγον προσδιορισμός των σκοπών. Οι άνθρωποι του θυμού και της επιθυμίας στερούνται πρακτικού λόγου των αρετών, ο οποίος με την σειρά του δεν επαρκεί στους ανθρώπους του λογιστικού, προκειμένου να απεργασθούν το καλό της σύνολης ψυχής. Στην τελευταία περίπτωσι το λογιστικό πρέπει να έχη αμεσώτερη αίσθησι του Αγαθού, εάν θέλη να ελέγχη το επιθυμητικό ακόμη και στον ύπνο. Εδώ ο Πλάτων θα βρη στήριγμα στο υπερβατικό ήθος του φιλοσόφου, στην εκστατική «παρείδησιν» του έρωτος της αλήθειας.
Χαρακτηριστικό του τυραννικού ανθρώπου είναι το άλογο και έκνομο των επιθυμιών, η απόλυτη αντίθεσι της επιθυμίας προς το Αγαθό και την άσκησι των αρετών. Ευλόγως, αφού πρόκειται για αναρχούμενο ψυχικώς άτομο. Αν ο λόγος ενεργεί προς όφελος της σύνολης ψυχής και της πόλεως, το επιθυμητικό ενεργεί προς όφελος του επιθυμητικού και μόνο άνδρα. Εξ ου και ο Πλάτων τον χαρακτηρίζει «ἄγευστον φιλίας ἀληθοῦς καί ἐλευθερίας», «ἄπιστον» καί κατ’ ἐπέκτασιν «ἄδικον» (576a).
Όπως η ισόρροπη αρμόνια της ψυχής ανατρέπεται όσο η αρχή του λογιστικού υποχωρεί, έτσι και τα πολιτεύματα χειροτερεύουν όσο επικρατεί η αρχή της επιθυμίας. Σ’ αυτήν την περίπτωσι οι επιθυμίες γίνονται από αναγκαίες μη αναγκαίες και από μη αναγκαίες έκνομες. Οι επιλογές της ζωής ακλουθούν άγριες και σκοτεινές ορέξεις, οι οποίες εξαγριώνουν και τρελλαίνουν τον άνθρωπο (θηριῶδες καί ἄγριον, δεινόν τέ καί ἄγριον, ὑπό μανίας καί οἴστρα, μαινόμενος καί ὑποκεκινηκῶς), τον απομακρύνουν ριζικά από κάθε ιδέα κοινού αγαθού. Όσο το αγαθό ταυτίζεται με ατομιστικώτερη απαίτησι, όσο η αξία του προσμετράται με ικανοποίησι ζωωδών επιθυμιών χωρίς καμμία συνείδησι των αναγκών και των αξιών του συνόλου, με πλήρη αδιαφορία για το ευρύτερο αγαθό, τόσο τα πολιτεύματα ολισθαίνουν προς την τυραννία ως ακραία μορφή αναρχίας. Η απουσία κάθε αναστολής της συνειδήσεως κάνει τον τυραννικό να βιώνη στον ξύπνιο του ό, τι βιώνη ο κοινός άνθρωπος στον ύπνο του, όπου μητρί τέ γάρ ἐπιχειρεῖν μείγνυσθαι… ἀλλω τέ ὄτωουν ἀνθρώπων καί θεῶν καί θηρίων, μιαιφονεῖν τέ ὁτιοῦν, βρώματος τέ ἀπέχεσθαι μηδένος· καί ἔνι λόγω οὐτ’ ἄνοιας οὐδέν ἐλλείπει οὐτ’ ἀναισχυντίας (571d). Κάθε εσωτερικός έλεγχος καταπνίγεται, το δε σκοτεινό θηριώδες εγώ εξοντώνει το πρόσωπο. Ο τυραννικός άνθρωπος καταλαμβάνει μόνο την επιθυμία του άγριου κορεσμού – θέλει να καταβροχθίζη τα πάντα.
Αξίζει να επιμείνωμε στην πλατωνική αντίληψι της επιθυμίας και των αναβαθμών της, αντίληψη η οποία τηρουμένων των αναλογιών θυμίζει εντόνως εκείνη του Φρόυδ. Και στις δύο περιπτώσεις η επιθυμία εξάπτεται τόσο περισσότερο όσο γίνεται αυταξία και αυτοσκοπός, όσο η ζητούμενη απολαυσι συνδέεται με ικανοποίησι απωθημένων παρορμήσεων και παύει να μοιράζεται σε περισσότερα του ενός υποκείμενα. Η παθολογία γεννάται και αναπτύσσεται στο μέτρο που η ορμή αποτελεί σκοπό και αφετηρία της επιθυμίας, η οποία με την σειρά της ορίζει και κατευθύνει την θέλησι, οπότε είτε η θέλησι είναι άβουλη είτε ταυτίζεται με την ορμή. Εφ’ όσον ως περιεχόμενο της θελήσεως υπάρχει η ορμή, τότε τα πιο βαθειά σκοτάδια τυλίγουν την ψυχή του ανθρώπου, διότι δεν έχει εκεί θέσι πλέον η ελευθερία της επιλογής και της διακρίσεως. Το αίτημα της ηδονής αναπτύσσει υψηλό βαθμό εντάσεως, αλλά η έντασι ακριβώς της ηδονής εξοβελίζει από την ηδονή κάθε αξία, αποκλείει την άνοιξι. Η αμέτοχη του αγαθού υπέρβασι των ορίων είναι μηδενισμός. Φρόυδ και Πλάτων διασταυρώνονται χωρίς να ταυτίζωνται. Ο πρώτος αναζητεί αρμονική συνύπαρξι του συνειδητού με το ασυνείδητο, ενώ του δευτέρου επιδίωξι είναι οι δυνάμεις της ψυχής να αποκτήσουν ενιαίο στόχο και να γίνουν έρως του ωραίου και του αγαθού.
Μετά τις αναγκαίες και μη αναγκαίες ή περιττές επιθυμίες ο Πλάτων εισάγει τις παράνομες. Παράνομες είναι οι αθέμιτες, ανώμαλες επιθυμίες. Τέτοιες επιθυμίες υφίστανται σε όλες τις ψυχές, όμως το λογιστικό τις τιθασεύει, τους αποκλείει κάθε διέξοδο, εις τρόπον ώστε να εκδηλώνωνται μόνο στον ύπνο του ανθρώπου. Δεν έχουν θέσι στο φως τα σκοτάδια τους. Οι αθέμιτες επιθυμίες εκδηλώνονται νόμιμα σε μία και μόνο περίπτωσι -στην ζωή του τυραννικού ανθρώπου, την ζωή των άσκοπων απολαύσεων (τῶν ἀρχῶν καί τά ἕτοιμα διανεμομένων ἐπιθυμιῶν, 572e-573a). Στις εύλογες επιθυμίες υπάρχει εκ των πραγμάτων χαλινός και όριο η ικανοποίησι της ανάγκης. Πρόκειται για ανάγκη οργανική και επιθυμία συνεπώς πεπερασμένη. Αυτό δεν ισχύει κατά κανένα τρόπο για τις επιθυμίες εκ του περισσού. Όταν οι επιθυμίες τούτες μεταβληθούν σε ανάγκη, δημιουργούν τέτοιαν εξάρτησι, ώστε ο άνθρωπος να μαίνεται. Η επιθυμία χωρίς πραγματικό αντίκρισμα οδηγεί σε εξαρτήσεις επειδή ακριβώς την πληρώνουμε με την ψυχή μας. Οι ανάγκες πολυτελείας (τότε θυμιάματα, μυρωδικά, στεφάνια, κρασιά κ.λπ.· τώρα ρουχισμός, κοσμήματα, κότερα κ.τ.ο.) εισάγουν ως τέτοιες στην επιθυμία την διάσταση του απείρου. Αυτό διότι συνδέονται με την ίδια την επιθυμία και όχι με κάποιο αίσθημα ικανοποιήσεως, με το γεγονός δηλαδή της απολαύσεως. Προκαλώντας έντονη επιθυμία αντί έντονης ηδονής, μας βγάζουν από κάθε όριο, μας ξελογιάζουν και μας τρελλαίνουν. Στην ψυχή του τυραννικού ανθρώπου κυριαρχεί η επιθυμία και όχι η αίσθησι της ηδονής. Εξ ου και ο έρως της επιθυμίας ως ψυχικό του υπόβαθρο (πρβλ. 572a-573a). Κατ’ αυτόν τον τρόπο η επιθυμία της ψυχής γίνεται άπειρη και στην απειρία της πρέπει να βεβαιώνεται με τον νοσηρό και ανελέητο τρόπο που ισχύει για όλες τις ανάλογες περιπτώσεις. Η πλατωνική ματιά αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά εκπληκτικής οξύτητας και ευθυβολίας.
Η έντασι στην επιθυμία και όχι στην ηδονική αίσθησι γεννά την τυραννική ψυχή και θρέφει την ανισορροπία της. Μεταβαλλόμενη η επιθυμία σε περιεχόμενο της θελήσεως διαλύει την θέλησι. Η διαφορά μεταξύ φιλοσόφου και τυράννου έγκειται στο εκτός και εντός θελήσεως της επιθυμίας. Τίποτε δεν μπορεί να σταθή εκτός -αρχή, αξία, τάξι, όριο- εφ’ όσον η επιθυμία γίνη περιεχόμενο της θελήσεως. Γι’ αυτό και η έντασι της αισθήσεως μετριάζεται, ενώ η διάρκεια της τρέπεται σε προσωρινότητα. Όσο περισσότερο απολαμβάνομε τόσο περισσότερο επιθυμούμε – η απόλαυσι γίνεται στην προσωρινότητα της κόλασι ενός ψυχικού κενού, το οποίο έρχεται να πλήρωση η μανία (μανίας δέ πλήρωση ἐπάκτου, 573b), μια τρέλλα ξένη προς την ανατατική δύναμι της ψυχής. Συμβαίνει κάτι τρομερό: ο τυραννικός άνδρας χάνει την εσωτερική του ζωή. Όσο και αν ακούγεται παράξενο, ο εξηρτημένος από επιθυμίες απολαύσεων έχει φυτική εσωτερική ζωή. Αγνοεί κάθε ιδέα αυθυπερβάσεως, αφ’ ης στιγμής θέλει για να θέλη. Εξ ου και ο τυραννικός ελαχιστοποιεί την συνείδησι και αποκρούει την αυτοσυνειδησία. Το κράτος της επιθυμίας στην θέλησι εξοστρακίζει την αυτοσυνειδησία και σχεδόν μηδενίζει την συνείδησι. Κυριευμένη από επιθυμίες και χωρίς αυτοσυνείδησι η ανάπηρη συνείδησι καταντά άκρως επικίνδυνη. Προκειμένου να χαίρεται τις επιθυμίες ο τυραννικός αποθηριώνεται – οι επιθυμίες αντικαθιστούν τον απόντα εσωτερικό εαυτό. Εσωτερικός εαυτός είναι το πνευματικό περιεχόμενο της συνειδήσεως και εξωτερικός η τρέλλα της επιθυμίας, η δυστυχία μιας ποσότητος χωρίς ποιόν και αίσθημα.
Συνείδηση του τυραννικού ανθρώπου είναι η επιθυμία. Γυμνή η επιθυμία δεν αργεί να γίνη τυραννική και ανικανοποίητη, καθώς η στέρησι βιώνεται σαν ψυχικό σκοτάδι. Ίσως υπό το πρίσμα τούτο να μιλή ο Πλάτων περί αργών επιθυμιών. Το «αργό» δηλώνει μία παθητικότητα. Όντως τον τυραννικό άνθρωπο χαρακτηρίζει η παθητικότητα, τον κατακλύζουν δηλαδή επιθυμίες αλλά στερείται σκοπών. Το περιβάλλον και η παιδεία δεν τού μετέδωσαν συνήθειες και αισθήματα που θα ενεργοποιούσαν παραγωγικά τις επιθυμίες. Ο δημιουργικός άνθρωπος δεν μπορεί να εξελίχθη σε τύραννο. Ο πλατωνικός τύραννος καταβροχθίζει από νοσηρή παθητικότητα, πράττει μόνο την καταστροφή. Είναι μηδενιστής προ του γράμματος. Η επιθυμία ως πραγματικότητα αυθύπαρκτη βρίσκεται στους αντίποδες της δημιουργίας και της συνειδήσεως. Δημιουργώ θα πη: υπάρχω ψυχικώς προς τα μέσα και όχι προς τα έξω τρωκτικώς. Η συνείδησι δεν μεταπλάθει δυναστικά τους φυσικούς ερεθισμούς σε δέον: είναι αντιθέτως κοινωνητικό τους ξεχείλισμα, βαθύς ευγενισμός.
Κάθε άνθρωπος διαθέτει μία ψευδή αυτοσυνείδησι και πολύ περισσότερο ο τύραννος. Πρόκειται για την αίσθησι ή καλύτερα την ψευδαίσθησι της κολακείας. Εάν πραγματικότης του τυραννικού ανθρώπου είναι οι επιθυμίες, στις επιθυμίες αναζητεί και βρίσκει την επιβεβαίωση. Υπό αυτό το πρίσμα η κολακεία συνιστά τρόπο να αποκλείη από την ζωή του κάθε εξωτερική πραγματικότητα και να περιβάλλεται από επιθυμίες. Για την ακρίβεια από εικόνες του, που παίρνει από την επιθυμία. Τα πάντα μετατρέπονται σε εικόνες του δια της επιθυμίας. 0 Πλάτων είναι σαφής επ’ αυτού περιγράφοντας την ζωή του τυράννου, αμέσως μετά όσα είπε για το φυσικό του. Διαβάζουμε (575e): πρῶτον μέν οἷς ἄν συνῶσιν (με όποιους κι αν ζουν οι τυραννικοί άνδρες), ἤ κόλαξιν ἑαυτῶν συνόντες καί πᾶν ἔτοιμοις ὑπηρετεῖν (ή θα είναι κόλακες πρόθυμοι να τους υπηρετήσουν σε κάθε τι), ἤ ἐάν τοῦ τί δέωνται, αὐτοί ὑποπεσόντες (ή αν χρειασθή να ζητήσουν οι ίδιοι κάτι από κάποιον, γίνονται χαλί να τους πατήση), πάντα σχήματα τολμῶντες ποιεῖν ὡς οἰκεῖοι, διαπραξάμενοι δέ ἀλλότριοι (έτοιμοι να παίξουν όλους τους ρόλους, για να επιδείξουν αφοσίωσι, και όταν κάνουν την δουλειά τους τού γυρίζουν την πλάτη).
Το κείμενο είναι γλαφυρό και ευθύβολο. Ο τυραννικός άνθρωπος περιβάλλεται από κόλακες, άτομα κατ’ εικόνα της επιθυμίας του τα οποία του προσφέρουν την προσομοίωσι που χρειάζεται και την υπηρεσία που ζητεί. Η κατοπτρική τούτη σχέσι όμως πολύ εύκολα αντιστρέφεται στην περίπτωσι κατά την οποία ο ίδιος έχει την ανάγκη κάποιου άλλου: μεταβάλλεται σε υποκείμενο δουλικό, κολακικό καθρέφτη για τον αντικείμενο, και όταν πετύχη αυτό που χρειάζεται, κάνει ότι δεν τον ξέρει. Είτε σέρνει είτε σέρνεται ο τυραννικός χάνει ταυτοχρόνως την πραγματικότητα και τον εαυτό του. Και δεν θα μπορούσε να γίνη αλλιώς, αφού η επιθυμητική πραγματικότης ως ψυχικό περιεχόμενο επιτάσσει να είμαστε ρόλοι και όχι πρόσωπα. Ο τύραννος δεν φορεί προσωπείο· είναι ο ίδιος προσωπείο και επομένως ανίκανος να δημιουργήση ειλικρινή σχέσι με οποιονδήποτε – ενσαρκώνει την πλήρη πλαστοπροσωπία. Ο Πλάτων το αντιλαμβάνεται πολύ καλά και γι’ αυτό θα ανακεφαλαιώση αμέσως πιο κάτω τα προηγούμενα (576a) με τον απαράμιλλο τρόπο του. Οι άνθρωποι αυτού του είδους, γράφει, ἐν παντί ἄρα τῷ βίω ζῶσι φίλοι μέν οὐδέποτε οὐδενί, ἀεί δέ τοῦ δεσπόζοντες ἤ δουλεύοντες ἀλλω, ἐλευθερίας δέ καί φιλίας ἀληθοῦς τυραννική φύσις ἀεί ἄγευστος. Πώς να προσφέρουν την φιλία τους ή να δέχωνται την φιλία των άλλων, όταν ενδιαφέρονται αποκλειστικά και μόνο για την επιθυμία τους; Όταν σφραγίζουν τον χαρακτήρα τους η απιστία και η αδικία; Παρά τα επιφαινόμενα ο τύραννος δεν είναι διόλου αυτάρκης. Δεν θα μπορούσε να γίνη αλλιώς, αφού ζη για να κολακεύη και να κολακεύεται. Τον γεμίζει η επιθυμία και όχι το αίσθημα της ηδονικής απολαύσεως. Η επιθυμία του δεν έχει την αυτονομία που θα ήθελε η ψυχολογία του βάθους– είναι ισχυρή μεν αλλά παρασιτική: αντί να τον αποσπά από την βαρύτητα του εαυτού του, τον βυθίζει στο πεδίο της βαρύτητος. Αγαπά ό, τι τον κολακεύει και τον κολακεύουν οι επιθυμίες κατ’ εξοχήν. Την θέσι του εσωτερικού πλατύτερου εαυτού καταλαμβάνει ο εσωτερικός του κόλακας. Αν η έντασι της επιθυμίας βρισκόταν στο αίσθημα, αν πίεζε η ευχαρίστησι προς την ελευθερία από τον εαυτό, τότε ο τυραννικός άνθρωπος θα ζητούσε την έκστασι, αντί να οχυρώνεται μέσα του και να υποβλέπει τους πάντες. Χωρίς την παρασιτική επιθυμία της κολακείας δεν θα υπήρχε τύραννος – την συνθήκη της εν-στάσεως θα καταλάμβανε η λυτρωτική έκστασι.
O τύραννος βρίσκεται διαρκώς σε συνθήκη ελλείψεως. Νοιώθει αενάως στερούμενος, όμως δεν σκέπτεται την πληρότητα αλλά την ικανοποίησι. Την πληρότητα ζητεί ο φιλόσοφος, ο άνθρωπος του αγαθού και της αλήθειας, που όταν τά καλόν ἄρχηται καθορᾶν, σχεδόν ἄν τί ἄπτοιτο τοῦ τέλους (Συμποσίου 21 lb). Εδώ ο Πλάτων συμφωνεί με τον άσπονδο φίλο του, μαθητή κι εκείνον του Σωκράτους, τον Διογένη τον Κυνικό. Όταν κάποτε ρώτησαν τον τελευταίο (απ. 298) ποιος άνθρωπος μπορεί να χαρακτηρισθή πλούσιος, αυτός απήντησε μονολεκτικά: ό αυτάρκης, δηλαδή όποιος δεν έχει ανάγκη τίποτε. Βεβαίως οι δύο αυτάρκειες διαφέρουν: η πλατωνική προϋποθέτει έρωτα του απολύτου, ένωσι των ανθρώπων με τα βάθη τους, και θέλει να είναι άσκησι στον θάνατο (μελέτη θανάτου)· η κυνική αυτάρκεια είναι άρνησι κάθε κοινωνικής συμβάσεως εν ονόματι της ελευθερίας και της απόλυτης διαφάνειας. Και στις δύο περιπτώσεις αντίπαλος είναι η υπαρξιακή πυκνότης που ματαιώνει την γόνιμη επικοινωνία με τον αληθινό μας εαυτό και προκαλεί ψυχική ένδεια ασχέτως υλικών πόρων. Παραδιδόμενος ο τύραννος στο εναγώνιο κυνήγι του φευγαλέου των απολαύσεων χάνει την χαρά της ζωής. Η βουλιμία του δείχνει πνιγηρή ανασφάλεια και η αγωνία της ελλείψεως μαρτυρεί έναν υπέρογκο φόβο θανάτου, που χρησιμοποιεί ως κατευναστικό αντίδοτο την ανελέητη συμπεριφορά. Αυτάρκης θα γίνη ο τύραννος τραγικά, όταν δεν αφήση τίποτε γύρω και μέσα του, όταν τον καταπιή το απέραντο εσώτερο μηδέν που ο ίδιος καθιέρωσε.