Κυριακή 21 Αυγούστου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (11.225-11.280)

225 Νῶϊ μὲν ὣς ἐπέεσσιν ἀμειβόμεθ᾽, αἱ δὲ γυναῖκες
ἤλυθον, ὄτρυνεν γὰρ ἀγαυὴ Περσεφόνεια,
ὅσσαι ἀριστήων ἄλοχοι ἔσαν ἠδὲ θύγατρες.
αἱ δ᾽ ἀμφ᾽ αἷμα κελαινὸν ἀολλέες ἠγερέθοντο,
αὐτὰρ ἐγὼ βούλευον ὅπως ἐρέοιμι ἑκάστην.
230 ἥδε δέ μοι κατὰ θυμὸν ἀρίστη φαίνετο βουλή·
σπασσάμενος τανύηκες ἄορ παχέος παρὰ μηροῦ
οὐκ εἴων πιέειν ἅμα πάσας αἷμα κελαινόν.
αἱ δὲ προμνηστῖναι ἐπήϊσαν, ἠδὲ ἑκάστη
ὃν γόνον ἐξαγόρευεν· ἐγὼ δ᾽ ἐρέεινον ἁπάσας.
235 Ἔνθ᾽ ἦ τοι πρώτην Τυρὼ ἴδον εὐπατέρειαν,
ἣ φάτο Σαλμωνῆος ἀμύμονος ἔκγονος εἶναι,
φῆ δὲ Κρηθῆος γυνὴ ἔμμεναι Αἰολίδαο·
ἣ ποταμοῦ ἠράσσατ᾽ Ἐνιπῆος θείοιο,
ὃς πολὺ κάλλιστος ποταμῶν ἐπὶ γαῖαν ἵησι,
240 καί ῥ᾽ ἐπ᾽ Ἐνιπῆος πωλέσκετο καλὰ ῥέεθρα.
τῷ δ᾽ ἄρα εἰσάμενος γαιήοχος ἐννοσίγαιος
ἐν προχοῇς ποταμοῦ παρελέξατο δινήεντος·
πορφύρεον δ᾽ ἄρα κῦμα περιστάθη, οὔρεϊ ἶσον,
κυρτωθέν, κρύψεν δὲ θεὸν θνητήν τε γυναῖκα.
245 λῦσε δὲ παρθενίην ζώνην, κατὰ δ᾽ ὕπνον ἔχευεν.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ἐτέλεσσε θεὸς φιλοτήσια ἔργα,
ἔν τ᾽ ἄρα οἱ φῦ χειρὶ ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζε·
«Χαῖρε, γύναι, φιλότητι, περιπλομένου δ᾽ ἐνιαυτοῦ
τέξεις ἀγλαὰ τέκνα, ἐπεὶ οὐκ ἀποφώλιοι εὐναὶ
250 ἀθανάτων· σὺ δὲ τοὺς κομέειν ἀτιταλλέμεναί τε.
νῦν δ᾽ ἔρχευ πρὸς δῶμα, καὶ ἴσχεο μηδ᾽ ὀνομήνῃς·
αὐτὰρ ἐγώ τοί εἰμι Ποσειδάων ἐνοσίχθων.»
Ὣς εἰπὼν ὑπὸ πόντον ἐδύσετο κυμαίνοντα.
ἡ δ᾽ ὑποκυσαμένη Πελίην τέκε καὶ Νηλῆα,
255 τὼ κρατερὼ θεράποντε Διὸς μεγάλοιο γενέσθην
ἀμφοτέρω· Πελίης μὲν ἐν εὐρυχόρῳ Ἰαωλκῷ
ναῖε πολύρρηνος, ὁ δ᾽ ἄρ᾽ ἐν Πύλῳ ἠμαθόεντι.
τοὺς δ᾽ ἑτέρους Κρηθῆϊ τέκεν βασίλεια γυναικῶν.
Αἴσονά τ᾽ ἠδὲ Φέρητ᾽ Ἀμυθάονά θ᾽ ἱππιοχάρμην.
260 Τὴν δὲ μέτ᾽ Ἀντιόπην ἴδον, Ἀσωποῖο θύγατρα,
ἣ δὴ καὶ Διὸς εὔχετ᾽ ἐν ἀγκοίνῃσιν ἰαῦσαι,
καί ῥ᾽ ἔτεκεν δύο παῖδ᾽, Ἀμφίονά τε Ζῆθόν τε,
οἳ πρῶτοι Θήβης ἕδος ἔκτισαν ἑπταπύλοιο
πύργωσάν τ᾽, ἐπεὶ οὐ μὲν ἀπύργωτόν γ᾽ ἐδύναντο
265 ναιέμεν εὐρύχορον Θήβην, κρατερώ περ ἐόντε.
Τὴν δὲ μετ᾽ Ἀλκμήνην ἴδον, Ἀμφιτρύωνος ἄκοιτιν,
ἥ ῥ᾽ Ἡρακλῆα θρασυμέμνονα θυμολέοντα
γείνατ᾽ ἐν ἀγκοίνῃσι Διὸς μεγάλοιο μιγεῖσα·
καὶ Μεγάρην, Κρείοντος ὑπερθύμοιο θύγατρα,
270 τὴν ἔχεν Ἀμφιτρύωνος υἱὸς μένος αἰὲν ἀτειρής.
Μητέρα τ᾽ Οἰδιπόδαο ἴδον, καλὴν Ἐπικάστην,
ἣ μέγα ἔργον ἔρεξεν ἀϊδρείῃσι νόοιο,
γημαμένη ᾧ υἷϊ· ὁ δ᾽ ὃν πατέρ᾽ ἐξεναρίξας
γῆμεν· ἄφαρ δ᾽ ἀνάπυστα θεοὶ θέσαν ἀνθρώποισιν.
275 ἀλλ᾽ ὁ μὲν ἐν Θήβῃ πολυηράτῳ ἄλγεα πάσχων
Καδμείων ἤνασσε θεῶν ὀλοὰς διὰ βουλάς·
ἡ δ᾽ ἔβη εἰς Ἀΐδαο πυλάρταο κρατεροῖο,
ἁψαμένη βρόχον αἰπὺν ἀφ᾽ ὑψηλοῖο μελάθρου,
ᾧ ἄχεϊ σχομένη· τῷ δ᾽ ἄλγεα κάλλιπ᾽ ὀπίσσω
280 πολλὰ μάλ᾽, ὅσσα τε μητρὸς Ἐρινύες ἐκτελέουσι.

***
Οι δυο μας συναλλάσσαμε τα λόγια μας ακόμη, αλλά
πλησίασαν κι άλλες γυναίκες τώρα — η φημισμένη Περσεφόνη
τις παρότρυνε· όσες υπήρξαν σύζυγοι και θυγατέρες
διάσημων ηρώων.
Εκείνες γύρω από το μαύρο αίμα σμάρι συναθροίστηκαν,
κι αναρωτήθηκα εγώ πώς να τις ξεχωρίσω και καθεμιά να τη ρωτήσω.
230 Κι όπως το συλλογίστηκα, αυτή η απόφαση μου φάνηκε η καλύτερη·
το κοφτερό σπαθί τραβώντας από το σφιχτό μερί μου,
δεν άφησα να πιουν το μαύρο αίμα όλες μαζί.
Έτσι, με τη σειρά, η μια πίσω απ᾽ την άλλη πίνοντας αίμα,
το γένος της εξιστορούσε, κι εγώ τις ρώτησα όλες.
Πρώτη αντικρίζω την Τυρώ, από πατέρα ευγενικό·
είπε πως είναι του Σαλμωνέα η θυγατέρα, που κανένα ψεγάδι
δεν του βρίσκεις· καυχήθηκε πως έγινε γυναίκα του Κρηθέα,
που υπήρξε γιος του Αιόλου.
Αυτή λοιπόν κάποτε ερωτεύτηκε τον ποταμό Ενιπέα
(θείο ποτάμι, το ωραιότερο απ᾽ όσα τρέχουνε στη γη),
γι᾽ αυτό κατέβαινε συχνά στα πάγκαλα νερά του.
240 Εκεί μια μέρα, με την όψη του Ενιπέα, ο Ποσειδώνας,
που τη γη σαλεύει, μαζί της πλάγιασε στις εκβολές του ποταμού
που στροβιλίζονται· όπου ένα κύμα πορφυρό, λες κι ήταν όρος,
κυρτώθηκε και τους περίζωσε, κρύβοντας τον θεό
και τη θνητή γυναίκα.
Έτσι, της έλυσε της παρθενιάς τη ζώνη, αφού πρώτα τη βύθισε
στον ύπνο· κι όταν τα έργα της αγάπης ο θεός συντέλεσε,
της πιάνει τρυφερά το χέρι και την προσφώνησε μιλώντας:
«Χαρά, γυναίκα, ο έρωτάς μου· κι όπως ο χρόνος θα κυλά,
σου μέλλεται να ξεγεννήσεις τέκνα λαμπρά, γιατί δεν μένουν άκαρπα
των αθανάτων τ᾽ αγκαλιάσματα· δική σου από κει και πέρα
250 η φροντίδα της ανατροφής τους.
Και τώρα πήγαινε στο σπίτι, αλλά να μην προδώσεις τ᾽ όνομά μου·
είμαι εγώ, ο κοσμοσείστης Ποσειδών, που πλάγιασα μαζί σου.»
Έτσι της μίλησε, κι ευθύς βυθίστηκε κάτω απ᾽ το κύμα
της θαλάσσης. Εκείνη γκαστρωμένη γέννησε στην ώρα της·
φέρνει στον κόσμο τον Πελία και τον Νηλέα — δυο γιους γενναίους,
που υπηρέτησαν κι οι δυο τον Δία. Ο ένας, ο Πελίας, κατοικούσε απλόχωρα
στην Ιωλκό με τα πολλά βοσκήματα· στην Πύλο την αμμουδερή ο Νηλέας.
Οι άλλοι γιοι της, της βασιλικής γυναίκας, ήσαν απ᾽ τον Κρηθέα·
Αίσων και Φέρης, ο Αμυθάων, μαχητής περίλαμπρος με το άλογό του.
260 Είδα μετά την Αντιόπη, κόρη του Ασωπού·
καυχιόταν πως κοιμήθηκε στου Δία την αγκάλη
και γέννησε μαζί του τους δυο γιους, Ζήθο κι Αμφίονα,
που πρώτοι θεμελίωσαν τη Θήβα την επτάπυλη και την επύργωσαν
με τείχη, γιατί δεν ήταν φρόνιμο να κατοικούν
πόλη ατείχιστη, τη Θήβα απλόχωρη, όση κι αν είχαν δύναμη.
Είδα και την Αλκμήνη, γυναίκα του Αμφιτρύωνα,
μάνα του Ηρακλή, θρασύ κι ατρόμητου σαν το λιοντάρι,
όταν ο μέγας Ζευς την πήρε στην αγκάλη του.
Είδα και τη Μεγάρη, του κραταιού Κρέοντα θυγατέρα —
270 αυτήν την πήρε ταίρι του ο γιος του Αμφιτρύωνα, ακάματος κι αδάμαστος.
Είδα του Οιδίποδα τη μάνα, την όμορφη Επικάστη,
που έκανε πράξη ανήκουστη, δίχως ο νους της να το ξέρει,
σμίγοντας με τον ίδιο της τον γιο· αμέσως όμως οι θεοί
φανέρωσαν τα ανόσια έργα, κι ο κόσμος βούιξε.
Παρ᾽ όλα αυτά εκείνος ξέμεινε στη λατρευτή του Θήβα,
συφοριασμένος των Καδμείων βασιλιάς, δέσμιος
της φριχτής βουλής των αθανάτων.
Εκείνη όμως πέρασε στον Άδη, άσπλαχνο φύλακα
στις κάτω πύλες, αφού πρώτα σε μια θηλιά κρεμάστηκε,
δένοντας το μακρύ σχοινί απ᾽ την ψηλή οροφή της κάμαρής της —
η απελπισία την έπνιξε.
Άφησε ωστόσο και σ᾽ εκείνον κληρονομιά πόνους πολλούς,
280 όσοι απαιτούν να πέσουν πάνω του οι Ερινύες της μητέρας.

Η Ρώμη και ο κόσμος της: 10. Το πορτρέτο του καλλιτέχνη ως αυτοκράτορα - και αντιστρόφως

10.5. Περιοδεύων θίασος «ο Νέρων»


Πολίτες της Κορίνθου,

Τις επόμενες μέρες η ένδοξη πόλη μας θα ζήσει μερικές από τις πιο λαμπρές στιγμές της ιστορίας της. Ο ρωμαίος αυτοκράτορας Νέρων, με μεγάλη συνοδεία, θα τιμήσει την Κόρινθο με την ισόθεη παρουσία του. Στο πλαίσιο της ιστορικής αυτής επίσκεψης, σύμφωνα με το πρόγραμμα που μας έχει ανακοινωθεί από τον Ρωμαίο φρούραρχο της πόλης, θα αναγγείλει την έναρξη εργασιών για τη διάνοιξη διώρυγας στον ισθμό, ανανεώνοντας έτσι το σχέδιο του αυτοκράτορα Γάιου Καλιγούλα. Σε επίσημη τελετή στον ισθμό, ο αυτοκράτορας θα πραγματοποιήσει την εναρκτήρια εκσκαφή. Για τον σκοπό αυτό ένα από τα πιο διάσημα εργαστήρια χρυσοχοΐας στην περιοχή ετοιμάζει ήδη τη χρυσή σκαπάνη που θα χρησιμοποιήσει ο υψηλός επισκέπτης για τα εγκαίνια του μεγάλου αυτού έργου. Στη συνέχεια ο αυτοκράτορας θα παραστεί σε ειδική διοργάνωση των Ισθμίων Αγώνων, όπου θα ανακοινώσει τιμής ένεκεν ευρείες φορολογικές απαλλαγές και μια σειρά άλλων ευεργετικών πολιτικών αποφάσεων για την ευρύτερη περιοχή μας.

Πολίτες της Κορίνθου,

Η παρουσία των Ρωμαίων στην Ελλάδα είναι στενά δεμένη με την ιστορία αυτής της πόλης. Πριν από δυόμισι σχεδόν αιώνες, ο φιλέλλην στρατηγός Φλαμινίνος την πόλη αυτή επέλεξε για να διακηρύξει την ελευθερία των Ελλήνων, αναγνωρίζοντας με αυτό τον τρόπο όχι μόνο την οφειλή του μεγάλου ρωμαϊκού έθνους στον ελληνικό πολιτισμό αλλά και ειδικότερα τον μεγάλο σεβασμό της Ρώμης για τη μακραίωνη πολιτιστική προσφορά της Κορίνθου. Σε χαλεπούς για όλους καιρούς, πριν από διακόσια σχεδόν χρόνια, ήταν και πάλι η Κόρινθος που κατέβαλε βαρύ το τίμημα της ιστορικής συγκυρίας. Σήμερα, ο πιο ισχυρός άντρας στον κόσμο και ένας από τους πιο αφοσιωμένους φίλους της Ελλάδας έρχεται για να επιβεβαιώσει τους στενούς πολιτιστικούς δεσμούς που συνέδεσαν έκτοτε την Κόρινθο με τη μεγάλη ρωμαϊκή δύναμη.

Κατά την ιστορική αυτή επίσκεψη, θα πρέπει η πόλη σύσσωμη να τιμήσει τις δικές της αρχαίες παραδόσεις φιλοξενίας και να απευθύνει ομόθυμα και μαζικά το «καλώς ήρθες» στον ρωμαίο ηγεμόνα.

Κανείς δεν πρέπει να ξεχάσει ότι ο ισόθεος Νέρων έρχεται σαν προσκυνητής του ελληνικού πολιτισμού και σαν φίλος της πόλης μας. Κανείς δεν πρέπει να λείψει από την υποδοχή.

Δημοτικό Συμβούλιο των Κορινθίων

Ο κύριος λόγος για τον οποίο ο Νέρων αποφάσισε να περιοδεύσει στον ελληνικό χώρο ήταν η πεποίθησή του ότι μόνο οι Έλληνες ήταν ικανοί να εκτιμήσουν το μεγάλο καλλιτεχνικό του ταλέντο. Η περιοδεία πραγματοποιήθηκε και κράτησε σχεδόν έναν ολόκληρο χρόνο (67 μ.Χ.). Ο αυτοκράτορας περιοδεύει σε μια Ελλάδα που εδώ και διακόσια χρόνια έχει χάσει την πολιτική της αυτονομία και αποτελεί μέρος του αχανούς ρωμαϊκού κράτους (imperium). Η ανακοίνωση του δημοτικού συμβουλίου καλεί τους Κορίνθιους να υποδεχτούν τον κατακτητή, αλλά παρηγοριέται με τη σκέψη ότι ο κατακτητής είναι ειλικρινής θαυμαστής και φίλος του ελληνικού πολιτισμού - αλλά, βέβαια, υπάρχει και η προσδοκία για φορολογικές απαλλαγές. Υπάρχουν δύο τρόποι να δει κανείς τα αποτελέσματα της ρωμαϊκής κατάκτησης. Ο ένας είναι ιδεαλιστικός και ρομαντικός: η Ελλάδα μπορεί να έχασε την πολιτική της ελευθερία και αυτονομία αλλά κατέκτησε με τον πολιτισμό της τον Ρωμαίο κατακτητή (το είπε άλλωστε και ο Ρωμαίος Οράτιος). Ο άλλος είναι ο ρεαλιστικός και πολιτικός τρόπος: μετά από δυο αιώνες πολιτικής υποτέλειας, οι δημοτικοί άρχοντες δεν μπορούν να αποφύγουν έναν συνδυασμό κολακείας, αυτοκολακείας και καιροσκοπισμού. Οι άνθρωποι ξέρουν ότι για να επιβιώσεις απέναντι στον ισχυρό χρειάζεται ηρωισμός, χρειάζεται όμως και προσαρμοστικότητα.

Έτσι, μάλλον από προσαρμοστικότητα παρά από ειλικρινή εκτίμηση για τα καλλιτεχνικά του χαρίσματα, οι Έλληνες εκείνη τη χρονιά ανακήρυξαν τον Νέρωνα νικητή σε 1.808 αθλητικούς και καλλιτεχνικούς διαγωνισμούς. Θα είχαν ασφαλώς πληροφορηθεί ότι ο καλός αυτοκράτορας στενοχωριέται πολύ όταν δεν παίρνει το πρώτο βραβείο· θα είχαν ασφαλώς ακούσει και τι μπορεί να συμβεί όταν ο αυτοκράτορας στενοχωριέται πολύ. Και έδειξαν ανάλογη προσαρμοστικότητα, όπως, για παράδειγμα, στους Ολυμπιακούς αγώνες που διοργανώθηκαν προς τιμήν του υψηλού επισκέπτη.

Ο Νέρων πήρε μέρος στους αγώνες αρματοδρομίας με άρμα που έσερναν δέκα καθαρόαιμα άλογα. Στην κλασική πίστα της Ολυμπίας, το αυτοκρατορικό άρμα δεν πήρε καλά τη στροφή και ανατράπηκε. Σε τέτοιες περιπτώσεις, που δεν ήταν σπάνιες, οι θνητοί αρματοδρόμοι εγκατέλειπαν ή δεν είχαν καμιά πιθανότητα να κερδίσουν την κούρσα. Αλλά ο Νέρων ήταν θετός γιος του Κλαύδιου που είχε ανακηρυχθεί επίσημα θεός, και οι ελλανοδίκες τού επέτρεψαν να σηκωθεί, να ξεσκονιστεί, να ξανανεβεί στο άρμα και να τερματίσει πρώτος. Εκείνη τη χρονιά η Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή «άλλαξε λίγο», για ευνόητους λόγους, τους κανονισμούς και έκανε έκπτωση στο λεγόμενο «ολυμπιακό πνεύμα».

Ένα ψήφισμα

Με τη θλιβερή αναγγελία θανάτου του ισόθεου αυτοκράτορα Νέρωνα, το δημοτικό συμβούλιο των Κορινθίων σε έκτακτη συνεδρίασή του αποφάσισε να καθιερώσει ετήσιο μουσικό διαγωνισμό στη μνήμη του και να ανεγείρει ανδριάντα σε περίοπτο σημείο της πόλης με την επιγραφή:

ΣΤΟΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ ΝΕΡΩΝΑ

ΓΙΟ ΤΟΥ ΘΕΪΚΟΥ ΚΛΑΥΔΙΟΥ

ΕΝΘΕΡΜΟ ΦΙΛΕΛΛΗΝΑ

ΚΑΙ ΑΦΟΣΙΩΜΕΝΟ ΦΙΛΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΤΗΣ ΚΟΡΙΝΘΟΥ

Η «Ανάδυση» της Ανώτερης Επίγνωσης

Η Εσωτερική Θεώρηση

Βασικές Γνώσεις, «Λογικής», «Θεωρίας Συστημάτων», «Φυσικής» και «Κβαντικής Φυσικής», βοηθούν γενικότερα στην διεύρυνση της κατανόησής μας.

Υπάρχουν πολλές «Προοπτικές» της Πραγματικότητας, ανάλογα το Βαθμό Συνειδητότητας που έχουμε. Όλες είναι επαληθεύσιμες μέσα στα όριά τους κι όλες είναι «ψεύτικες», όταν βλέπουμε έξω από το συγκεκριμένο σύστημα αντίληψης. Έτσι αναδύεται η ανάγκη μιας Ύστατης Αλήθειας. Ο Δρόμος είναι η Κατανόηση. Η Πραγματικότητα χρωματίζεται από το βάθος της κατανόησής μας. Μόνο Αυτός που είναι Πλήρως Αφυπνισμένος, Πλήρως Συνειδητός, Βλέπει την Πραγματικότητα Άμεσα, όπως Είναι. Αυτή η Άμεση Θέαση της Πραγματικότητας είναι η Υπέρτατη Εμπειρία της Ύπαρξης, η Αλήθεια, η Ζωή.

Η Ύστατη Πραγματικότητα Υπερβαίνει αλλά και «Περιέχει» όλες τις Δυνατότητες (όλες τις Καταστάσεις του Συνειδέναι, όλες τις εκδηλώσεις της Συνειδητότητας). Αυτό είναι το «Φαινόμενο» της Επαλληλίας Διαφορετικών Καταστάσεων του Συνειδέναι. Είναι μια Γενική Αρχή που Ισχύει Παντού, (κατά τον Λόγο του Ερμή), τόσο στον Αόρατο Κόσμο όσο και στον Φυσικό Κόσμο των αισθήσεων. Μιλάμε για Σχέση «Επαλληλίας» (οι «Καταστάσεις» είναι Επάλληλες, ούτε «Υπάλληλες», ούτε «Παράλληλες», ούτε «Επαλλάσσουσες»). Παράδειγμα στον Φυσικό Κόσμο είναι το Φως (Λευκό Φως) που Εμπεριέχει όλες της Ακτινοβολίες (Χρώματα) του Φωτεινού Φάσματος.

Όταν το Συνειδέναι «καταρέει» σε μια συγκεκριμένη Κατάσταση «Προβάλλεται» η Συνειδητότητα του Πεδίου (που Εμπεριέχει πολλά επίπεδα επίγνωσης) με ορίζοντα την Υπέρβαση του Συγκεκριμένου Πεδίου Συνειδητότητας. Έτσι Διευρύνεται η Συνειδητότητα (Βαθαίνει η Επίγνωση) και υπάρχει ποιοτική ανύψωση του Συνειδέναι.

Η Υπέρβαση αποτελεί στην πραγματικότητα μια αντίστροφη διαδικασία στην διαδικασία της «κατάρρευσης». Σε φιλοσοφικούς-ψυχολογικούς όρους μιλάμε για Εστίαση-Απορρόφηση του Συνειδέναι («κατάρρευση») και Απόσπαση-Διάλυση της Συνειδητότητας (Υπέρβαση).

Όλα αυτά ακολουθούν Αντικειμενικούς Νόμους και δεν είναι προϊόντα της τύχης. Υπάρχει Τάξη στην «Δημιουργία».

Από την Άποψη της Αφυπνισμένης Αντίληψης η Πραγματικότητα είναι Μία (αυτή που περιγράψαμε πριν, της «Επαλληλίας»).

Από την άποψη μιας «Διαμορφωμένης Αντίληψης» υπάρχουν Διακριτές Καταστάσεις.

Η Μετάβαση στην Κατάσταση της Μιας Πραγματικότητας είναι δυνατή με την «διάλυση» όλων των «διαμορφωμένων αντιλήψεων».

Μια άλλη περιγραφή:

Υπάρχει Μόνο Μία Συνείδηση που Αποτελεί το Απόλυτο Υπόβαθρο κάθε οργανωτικής δομής της Συνειδητότητας.

Η Συνείδηση Είναι Χωρίς Ιδιότητες, Χώρο, Χρόνο. Την Ονομάζουμε Βασική Συνείδηση. Πάνω σε Αυτή την Βασική Συνείδηση Οργανώνονται όλες οι Καταστάσεις Συνειδητότητας. Τις ονομάζουμε Λειτουργικές Οργανωτικές Δομές.

Μια Συνειδητότητα, ή Λειτουργική Οργανωτική Δομή, φαίνεται σαν αυτόνομη και ξεχωριστή. Αποτελεί μια προσωπική θέαση της Πραγματικότητας.

Συνεπώς πως συνδέεται με την Βασική Συνείδηση και πως αναδυόμαστε από την περιορισμένη συνειδητότητα στην Βασική Συνείδηση;

Η Βασική Συνείδηση Υπάρχει εκ των πραγμάτων, Μόνο Αυτή Υπάρχει. Η Οργανωτική Δομή δεν είναι παρά μια «κατασκευή». Συνεπώς δεν υπάρχουν δύο πραγματικότητες. Δεν υπάρχουν δύο Εαυτοί (Ανώτερος και κατώτερος). Δεν χρειάζεται καμιά εξέλιξη, πραγματοποίηση. Απλά πρέπει να διαλυθεί η «οργανωτική δομή» που λειτουργεί σαν παραμορφωτικός καθρέφτης της πραγματικότητας.

Προσπαθήστε να κατανοήσετε, σε εμπειρικό επίπεδο, την διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στην Άμεση Αντίληψη και την εννοιολογική σκέψη. Άμεση Αντίληψη είναι η πηγαία, αυθόρμητη, ανεμπόδιστη και χωρίς «παρεμβάσεις» σύλληψη αυτού που συμβαίνει (χωρίς «διαδικασία»). Είναι κάτι που συμβαίνει αντικειμενικά. Η εννοιολογική σκέψη έχει περισσότερο «υποκειμενικό» χαρακτήρα, είναι μια δική μας «κατασκευή» και μια «προσωπική» αντίληψη της πραγματικότητας. Το «κάνουμε» εμείς.

Σε φιλοσοφικό επίπεδο, εκεί που έχουν αναλύσει την Αντίληψη, σαν Άμεση Δράση (και Άμεση Θέαση της Πραγματικότητας) και σαν «διαδικασία» στην οποία «συμμετέχουμε» και λίγο-πολύ «καθοδηγούμε», είναι στον Βουδισμό. Αξίζει να μελετήσουμε και να κατανοήσουμε την διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στο Prajna και στο vijnana. Και οι δύο όροι αναφέρονται στην «γνώση» που εκφράζεται μ την ρίζα -jna, Η πρόθεση Pra- στο Prajna σημαίνει το άμεσο, το πηγαίο, το βασικό που γίνεται από μόνο του κι έτσι Prajna, σημαίνει την Βάση της Αντίληψης, την Αρχική Αντίληψη στην οποία δεν έχει γίνει καμία «παρέμβαση». Η πρόθεση vi- στο vijnana σημαίνει «διάκριση» του υποκειμένου από το αντικείμενο (την δυαδική αντίληψη) κι αναφέρεται στην περιορισμένη αντίληψη και στην λογική εννοιολογική σκέψη. Το Prajna, σαν Αντίληψη Βάσης υποστηρίζει το vijnana ( σε οποιοδήποτε επιπέδο), το οποίο δεν είναι παρά «Διαμόρφωση» της Βασικής Αντικειμενικής Αντίληψης. Έτσι το Prajna όχι μόνο «προηγείται» του vijnana αλλά και «παραμένει», σαν Αντικειμενική Αντίληψη, όταν κάθε vijnana έχει «διαλυθεί». Δείτε το.

Η Μετάβαση σε μια Διευρυμένη Κατάσταση Συνειδητότητας (Βαθύτερης Επίγνωσης) συνοδεύεται από κάποια παρατηρήσιμα «φαινόμενα» που φανερώνουν την Διεύρυνση της Συνειδητότητας ή την αλλαγή Αντίληψης της Πραγματικότητας.

1) Καταρχήν υπάρχει μια αίσθηση ελευθερίας, απελευθέρωσης από τον περιορισμένο χώρο της προηγούμενης αντίληψης. Αντιλαμβανόμαστε ελεύθερα, χωρίς τους όρους και τους περιορισμούς που επέβαλε η «κατασκευασμένη» αντίληψή μας.

2) Υπάρχει «αλλοίωση» στην αίσθηση του Χώρου. Ο Χώρος καθίσταται «Ανοιχτός» και τα περιλαμβάνει «όλα», χωρίς την προηγούμενη περιορισμένη «ταξινόμηση».

3) Αλλάζει η αίσθηση του Χρόνου. Υπάρχει μια αίσθηση ανεξαρτησίας από τον συγκεκριμένο ιστορικό χρόνο, ένα Άρωμα Αιωνιότητας.

4) Καθώς διαλύεται το ψυχολογικό κέντρο της προηγούμενης κατάστασης συνειδητότητας αναδύεται μια αίσθηση «μη-εαυτού», μια νέα κατάσταση «μη-δυαδικής συνειδητότητας».

5) Καθώς η νέα συνειδητότητα συμπεριφέρεται ανεξάρτητα (αλλά όχι «ασύνδετα») από το σώμα «γεννιέται» αυθόρμητα μια αίσθηση «άχρονου», αθανασίας. Ο θάνατος του σώματος παύει να έχει σημασία γιατί το κέντρο αίσθησης της ύπαρξης έχει μετατοπιστεί από το σώμα στην εσωτερική αίσθηση της ύπαρξης.

6) Υπάρχουν κι άλλα φαινόμενα που παρατηρούνται αλλά μπορεί κάποιος να τα διαπιστώσει ο ίδιος, μεταβαίνοντας σε αυτή τη νέα συνειδητότητα.

7) Η «Μετάβαση» δεν είναι η Τελική Μετάβαση αλλά μία από τις Καταστάσεις που Συνεχώς Διευρύνονται, ένα «Άνοιγμα» προς την Επέκταση στο Ανοιχτό Άπειρο, μέχρι την Τελική Απελευθέρωση στην Ύστατη Κατάσταση.

Να σημειώσουμε ότι μιλάμε πάντα για Καταστάσεις Συνειδέναι (ή Συνειδητότητας) που μόνο οι περιορισμένες συνειδητότητες αντιλαμβάνονται σαν πραγματικές και ολικές καταστάσεις ύπαρξης.

Η Ερμηνεία της Εικόνα

Η Συνείδηση: Η Πραγματικότητα που τα Περιλαμβάνει Όλα, Το Απόλυτο Υπόβαθρο Κάθε «Δραστηριότητας» (κάθε «Αντικειμενικής» Κατάστασης ή «Υποκειμενικής» Αντίληψης).

Το Συνειδέναι Αποτελεί ένα Ενεργό Όριο (κι ένα «Κλειστό» Σύστημα Αντίληψης ταυτόχρονα). Είναι μια Δυνατότητα Εκδήλωσης που Λειτουργεί σε Διάφορα «Πεδία» κι «επίπεδα».

Αποτελεί επίσης, για κάθε περιορισμένη κλειστή αντίληψη τον Ορίζοντα της Πραγματικότητας και την «Γη» της Ελευθερίας.

Όλες οι Καταστάσεις στο Όριο του Συνειδέναι είναι «Παροδικά Φαινόμενα».

Η Απελευθέρωση από το Όριο είναι δυνατή μόνο με την «διάλυση» κάθε «συνειδέναι» ή λειτουργικής οργανωτικής δομής.

Στην Τελική Πραγματικότητα Όλα Λειτουργούν «Ανεμπόδιστα».

Η Θρησκειολογική Ανάλυση

Η «Ανάδυση» της Ανώτερης Επίγνωσης

1) Η Απελευθερωμένη Επίγνωση

Αγαπητοί φίλοι,…Ο Εσωτερισμός, οι θρησκείες, και πολλές μεταφυσικές διδασκαλίες μιλούν για μία ανώτερη κατάσταση της επίγνωσης (τελείως διαφορετική από αυτήν που «νομίζει» ότι αντιλαμβάνεται ο συνηθισμένος άνθρωπος... και την αποδίδει στον εσωτερισμό... την στιγμή που ο Εσωτερισμός λέει άλλα...).

Η ανώτερη επίγνωση λειτουργεί με ένα τρόπο διαφορετικό από αυτόν του συνηθισμένου ανθρώπου:

Η ανώτερη επίγνωση λειτουργεί σαν ένα κέντρο επίγνωσης (μίας Ευρύτερης Πραγματικότητας που περικλείνει και την Υποκρυπτόμενη Αντικειμενική Πραγματικότητα και τον φυσικό κόσμο), όπου:

1) Οι πληροφορίες «αναφέρονται» κατευθείαν στην επίγνωση κι όχι στο ψυχολογικό κέντρο «εγώ», που είναι απλά μία διανοητική διεργασία (που αναδύθηκε για λόγους βιολογικής επιβίωσης), παγιωμένη, κι αποτελεί πιά ένα ψυχολογικό σύμπλεγμα...

2) Οι διανοητικοί μηχανισμοί δεν καταργούνται, λειτουργούν διαφορετικά, χωρίς «σχολιασμό»...

3) Οι αισθήσεις δεν καταργούνται, λειτουργούν διαφορετικά, χωρίς «επιλεκτική» παραμόρφωση...

4) Το τελικό συμπέρασμα: Η ανώτερη επίγνωση λειτουργεί με μία Ευρύτερη Αντίληψη και με «διαφορετικό» τρόπο μέσα στους διανοητικούς μηχανισμούς και τις αισθήσεις: Απλά έχει αλλάξει ο τρόπος λειτουργίας μας... δεν γινόμαστε ξαφνικά εξωγήινοι... Αυτό το βίωμα (μίας ανώτερης κατάστασης της επίγνωσης, μίας απελευθερωμένης επίγνωσης) δεν είναι κάτι εξωπραγματικό και φανταστικό... Είναι μέσα στα ανθρώπινα όρια, είναι απλά μία δυνατότητα της ανθρώπινης επίγνωσης... και το έχουν βιώσει χιλιάδες άνθρωποι και το περιγράφουν με παρόμοιους τρόπους...

Η αντικειμενικότητα του βιώματος πηγάζει όχι μόνο από την ίδια την φύση της κατάστασης, αλλά κι από το ότι την βιώνουν διάφοροι άνθρωποι, και μπορεί να την βιώσει οποιοσδήποτε ήθελε να κάνει τον κόπο...

2) Η «Ανάδυση» της Ανώτερης Επίγνωσης

Αγαπητοί φίλοι... Νομίζω πως από την αρχή ήμουν πολύ σαφής, σε όσα έχω πει... Μίλησα για την ανθρώπινη ύπαρξη, με όρους που είναι γνωστοί, στην φιλοσοφία, στην ψυχολογία, στον οποιοδήποτε άνθρωπο:

Η επίγνωση (κάποιοι χρησιμοποιούν τον όρο «συνειδέναι» ή καταχρηστικά «συνείδηση»...) είναι κάτι που έχουμε όλοι: έχουμε αντίληψη της ύπαρξής μας, των βιωμάτων μας, της δραστηριότητάς μας... Μιλήσαμε συγκεκριμένα για διανοητικές διαδικασίες, στις οποίες συμπεριλαμβάνουμε και το εγώ (επειδή πρόκειται για σύνθετη διαδικασία), και την διανοητική διαδικασία και την αντίληψη που μας πληροφορεί για το σώμα και το περιβάλλον... Μιλήσαμε για αισθήσεις...

Τι να αναλύσουμε από όλα αυτά;

Το μόνο παραπάνω που είπαμε είναι ότι η επίγνωση (η επίγνωση που είναι ο καθένας μας) μπορεί να λειτουργήσει «διαφορετικά».

Μιλώντας για «ανώτερη επίγνωση» δεν είπαμε ότι είναι κάτι διαφορετικό από την συνηθισμένη μας επίγνωση, που εμφανίζεται από το τίποτα...: Είναι μία δυνατότητα της επίγνωσής μας, που αναδύεται... μία διαφορετική λειτουργία της επίγνωσής μας... Στην ύπαρξή μας αλλάζει απλά η λειτουργία, όχι κάποιο μέρος της ύπαρξής μας...

Θέλετε να αναλύσουμε τι είναι λειτουργία;

Χαρακτηρίσαμε αυτή την διαφορετική λειτουργία «ανώτερη επίγνωση», επειδή είναι μία απελευθερωμένη επίγνωση, που «διευθετεί» τους κατώτερους μηχανισμούς, εγώ, διανόηση, αντίληψη... δεν τους καταργεί... Την χαρακτηρίσαμε «ανώτερη επίγνωση», επειδή λόγω της σχετικής της ελευθερίας από τους κατώτερους μηχανισμούς, τώρα αντιλαμβάνεται με τρόπο ευρύτερο (που συμπεριλαμβάνει αλλά ξεπερνά τον παλιό τρόπο του συνηθισμένου ανθρώπου)... Την χαρακτηρίσαμε «ανώτερη επίγνωση», επειδή, απελευθερωμένη, από τις παρωπίδες των κατώτερων μηχανισμών, αντιλαμβάνεται το «αληθινό είναι» που σχετίζεται με το Παγκόσμιο Είναι...

Για να καταλάβει όμως κάποιος τι σημαίνει αυτή η διαφορετική λειτουργία της επίγνωσης, πρέπει να «λειτουργήσει» διαφορετικά... (Υπάρχουν σαφείς οδηγίες στον Εσωτερισμό, στην έννοια του οποίου συμπεριλαμβάνω όλες τις επιμέρους έννοιες, θρησκείες, μεταφυσικές, διδασκαλίες, κλπ...)...

Πως είναι δυνατόν μία ανώτερη λειτουργία (ανώτερη αντίληψη) να μεταφερθεί στα στενά πλαίσια της διανοητικής αντίληψης; Δεν «χωράει».. δεν υπάρχουν αντιστοιχίες και ανάλογοι όροι για να περιγραφεί... Και δεν καταλάβαμε: ότι δεν διατυπώνεται στην διανόηση δεν είναι Πραγματικό, Αληθινό; Μήπως μπορείτε να μεταφέρετε την αντίληψη του Αϊνστάιν για τον χωροχρόνο μέσα στα στενά πλαίσια της Φυσικής του Νεύτωνα; Μήπως μπορείτε να μεταφέρετε την στερεομετρία (την γεωμετρία του χώρου) επακριβώς στην επιπεδομετρία (στην επίπεδη γεωμετρία); Και τι σημαίνει αυτό; Ότι μία ανώτερη αντίληψη δεν ισχύει επειδή δεν μπορεί να μεταφερθεί σε ένα κατώτερο σύστημα αναφοράς; Μην ζητάτε να χωρέσετε τον ωκεανό σε ένα ποτήρι... είναι ανόητο...

Όλα αυτά, ούτε αναιρούν την αντικειμενικότητα της κατάστασης της «ανώτερης επίγνωσης», ούτε εμποδίζει όσους έχουν αυτή την εμπειρία να καταλαβαίνονται και να συνεννοούνται μεταξύ τους...

Αλλά εφ’ όσον μιλάμε για μία δυνατότητα της επίγνωσής μας, που μπορεί να αναδυθεί από την συνηθισμένη μας επίγνωση (με κατάλληλη αγωγή και συμπεριφορά), έχουμε υποχρέωση να μιλήσουμε γι’ αυτήν και να δείξουμε τον δρόμο για προσωπική επαλήθευση, από τον καθένα

Επίγνωση (που είναι ένας όρος «ψυχολογικός») ή Πνεύμα, ή Νοείν, ή όπως αλλιώς το ονομάσουμε... δεν είναι κάτι διαφορετικό από την ενέργεια-ύλη: Η Πραγματικότητα είναι Μία, με διάφορες εκδηλώσεις, πεδία, κόσμους, (πείτε το όπως θέλετε...)...

Κατά την γνώμη μας η Επίγνωση (λόγω της φύσης της ) «προηγείται» της ενέργειας-ύλης (στην παγκόσμια εξέλιξη...)... Ενυπάρχει σαν Δυνατότητα όταν εμφανίζεται ο φυσικός κόσμος κι αναδύεται όταν ωριμάσουν οι συνθήκες και μορφοποιηθούν τα κατάλληλα «όργανα»...

Λόγω της φύσης της, η ατομική επίγνωση, «πρέπει» να επιβιώνει του αποχωρισμού από το σώμα (θάνατος)... Αυτό με μία απλή συλλογιστική, μπορεί να οδηγήσει στην πίστη στην μετενσάρκωση...

Όλα αυτά όμως είναι απόψεις, απόπειρες να συνθέσουμε μία κοσμοθεωρία... δεν υπάρχει η δυνατότητα να επαληθευθούν άμεσα... Κι όποιος θέλει να μείνει σε αυστηρά αντικειμενικά πλαίσια (δεν λέω επιστημονικά...) δεν προχωρά ποτέ τόσο πολύ...

Ψυχανάλυση και αρχαία Ελληνική θρησκεία: περί της γενέσεως και παρουσίας των θεών στον κόσμο

Ι. Ψυχανάλυση και αρχαία Ελληνική θρησκεία

Η συντριπτική πλειονότητα των 750 περίπου αναφορών που κάνει ο Freud στον κλασικό πολιτισμό αφορά μύθους ηρώων, δηλαδή ανθρώπων δοξασμένων και προ πολλού χρόνου νεκρών. Ο Freud δεν ενδιαφέρθηκε ούτε για τους θεούς ούτε για τις θρησκευτικές τελετουργίες τους. Η διπλή αυτή παράλειψη δεν μειώνει βεβαίως την αξία του έργου του ιδρυτή της ψυχανάλυσης, όπως και η φιλολογική απόδειξη ότι ο σοφόκλειος ήρωας δεν πάσχει από οιδιπόδειο[1] δεν μειώνει την σημασία που έχει η ανακάλυψη του συμπλέγματος. Ο Freud δεν προσποιήθηκε ότι ενδιαφέρεται για την ιστορική κατανόηση των Ελληνικών μύθων. Ωστόσο, από την παράλειψη αυτή, σε συνδυασμό με την ναρκισσιστική αυτάρκεια που έδειχναν μέχρι πρόσφατα οι κλασικές σπουδές, είναι δυνατόν να ερμηνευθεί η μικρή σχετικά επίδραση που άσκησε η ψυχανάλυση στην μελέτη της αρχαίας ελληνικής θρησκείας.

Οι πρώτοι μαθητές του Freud (Otto Rank, Karl Abraham) έδειξαν το ίδιο ενδιαφέρον για τους μύθους των ηρώων και την ίδια αδιαφορία για τους θεούς και τις λατρείες τους.[2] Η προσοχή τους εστιάστηκε στις καθολικές ψυχικές παραστάσεις που μπορεί να προσφέρει η μελέτη των μυθολογιών του κόσμου. Το πρώτο βιβλίο φροϋδικής ερμηνείας των ελληνικών μύθων γράφτηκε σχετικά αργά (1968).[3] Στο σημαντικό αυτό έργο, ο κοινωνιολόγος Peter Slater έκανε την πρώτη συστηματική και εκτενή προσπάθεια ανάδειξης των ιδιαιτεροτήτων της αρχαιοελληνικής οικογένειας και ανέλυσε την αμφίσημη σχέση έλξης και απώθησης μάνας και γιου μέσα σε αυτήν. Ταυτόχρονα έλαβε υπόψη του ορισμένους βασικούς θεούς και πρόσεξε την σημασία της τελετουργίας. Ο Δίας, ο Απόλλων, ο Ήφαιστος και, ιδιαίτερα, ο Διόνυσος παρουσιάστηκαν ως διακριτές και συγκεκριμένες απαντήσεις στα προβλήματα που έθετε η οικογένεια της κλασικής εποχής στον ψυχισμό των αρσενικών μελών της κοινωνίας. Οι θεοί εξελήφθησαν ως οι ιστορικά καθορισμένες προβολές ατομικών αλλά κοινωνικά διαδεδομένων εμπειριών - ματαιώσεων, απωθήσεων και συναισθηματικών αμφισημιών - στην εξωτερική πραγματικότητα. Με παρόμοιο, αλλά πιο περίπλοκο, τρόπο αντελήφθη τις θηλυκές θεότητες της Ελλάδας ο κοινωνικός ανθρωπολόγος George Devereux[4] και στο ίδιο πλαίσο, αλλά με εμφανή την επιρροή του γαλλικού δομισμού έχει κινηθεί και το έργο του Richard Caldwell, του σημαντικότερου αγγλόφωνου εκπροσώπου της ψυχαναλυτικής προσέγγισης στην ελληνική μυθολογία κατά τις τελευταίες δεκαετίες.[5]

Όπως φαίνεται από τα έργα αυτά, οι φροϋδική προσεγγίσεις στην ελληνική μυθολογία και θρησκεία είναι ανθρωποκεντρικές. Δεν αφήνουν μεγάλα περιθώρια για το αληθινό μυστήριο του κόσμου και το θαύμα της πολύμορφης και γεμάτης ένταση ύπαρξης. Μόνον ο μαθητής που λυτρώθηκε από την αυθεντία του πατέρα εγκαινίασε μία γραμμή προσέγγισης των ελληνικών θεών ως θεών ― που σημαίνει ως αρχετυπικών και ανεξέλεγκτων μορφών του συλλογικού ασυνειδήτου. Αν εξαιρέσουμε τον ελευσίνιο μυστηριακό μύθο της Δήμητρας και την ερμηνεία της ψυχογονίας του πλατωνικού Τιμαίου,[6] ο Jung δεν ασχολήθηκε ειδικά με την κλασική ελληνική σκέψη. Η αλχημεία, τα ερμητικά συγγράμματα και η μαγεία κέρδισαν γρήγορα την προσοχή του.[7] Όμως εδώ είναι έκδηλο το ενδιαφέρον του όχι μόνον για το τι οι άνθρωποι πίστευαν και έλεγαν αλλά και για το τι έκαναν. Η αλληλεπίδραση μάλιστα δοξασίας και ενεργειών τονίζεται ειδικά στις αλχημικές μελέτες, όπου για πρώτη φορά ερμηνεύτηκε η δράση και η σκέψη των αλχημιστών ως μία ενότητα που αφορά πολύ λιγότερο τον εμπειρικό φυσικό κόσμο και πολύ περισσότερο τον σύνθετο κόσμο της ψυχής.

Τις βασικές ενοράσεις του Jung σχετικά με την σημασία της θρησκευτικής εμπειρίας εφάρμοσε στον χώρο των κλασικών σπουδών ο συνεργάτης και μαθητής του Carl Kerényi. Συνδυάζοντας την κατάρτιση ενός εξαιρετικού κλασικού φιλολόγου με την ευασθησία του ρομαντικού που πιστεύει, όπως επιγραμματικά το διατύπωσε ο Wilamowitz και το αιστάνθηκαν διάφοροι ποιητές από τον Hölderlin έως τον Rilke, ότι "οι θεοί είναι εδώ", ο Kerényi μας χάρισε μια σειρά έργων που ερμηνεύει το καθένα μία θεότητα ή ένα σύμπλεγμα θεοτήτων ως αρχετυπική εικόνα της ανθρώπινης ψυχής.[8] Ο Διόνυσος, φερ’ ειπείν, είναι το αρχέτυπο της ατελεύτητης και απεριόριστης ζωής που υπερβαίνει την ατομική θνητότητα, ο Ασκληπιός το ψυχικό αρχέτυπο του θεραπευτή, ο Δίας και η ΄Ηρα το αρχέτυπο των συζύγων, η Δήμητρα και η Κόρη το αρχέτυπο της ιδιαζόντως θερμής (ζεστής μαζί και εκρηκτικής) σχέσης μάνας και θυγατέρας.

Τα αρχέτυπα λειτουργούν, κατά τον Jung,[9] σε όλους τους ανθρώπους και δεν δημιουργούνται από τις εμπειρίες της ατομικής ύπαρξης, αν και βεβαίως αναδύονται στο φως αφορμώμενα από προσωπικές εμπειρίες. Όταν έχουν λάβει συγκεκριμένη μορφή στους μύθους και τις τελετουργίες μιας κοινωνίας στην οποία εντάσσεται από την γέννησή του ένα παιδί, τα αρχέτυπα αναδύονται αβίαστα στη συνείδηση, παίρνουν αντικειμενική υπόσταση μέσω των λατρευτικών τελετών και έτσι αποσοβείται η επικινδυνότητα που θα είχε για την ψυχική υγεία η ασυνείδητη δράση τους και τα απρόβλεπτα ξεσπάσματά τους.
.
Υπάρχει μια αξιοσημείωτη, αλλά όχι ευρέως γνωστή, αντιστοιχία ανάμεσα στην θεωρία των αρχετύπων και την πλατωνική θεωρία των Ιδεών και της γνώσης ως ανάμνησης. Επισημαίνω την αντιστοιχία διότι θεωρώ ότι οι μελέτες των Jung και Kerényi βρίσκονται πλησιέστερα στο πνεύμα της αρχαιότητας και αντιμετωπίζουν τον μύθο και την τελετουργία με τρόπο ανάλογο με αυτόν που ένας αρχαίος θα εννοιολογικοποιούσε την εμπειρία των θεών του, αν αισθανόταν την ανάγκη να το κάνει.

Οι πλατωνικές Ιδέες είναι καθαρά νοητές αλλά ζώσες και αναλλοίωτες μορφές που ενσαρκώνονται στα αισθητά πράγματα και επιτρέπουν στον ευαίσθητο παρατηρητή την δυνατότητα ενθουσιαστικής πνευματικής ανόδου και αντίληψης, σε στιγμές καίριου συντονισμού, της ζώσας δύναμης που συνιστά το αισθητό, ακόμα δε και επαφής με τον νοητό υποστάτη του.[10] Το οιονεί μυστηριακό αυτό βίωμα που περιγράφει ιερατικά ο Πλάτων, ιδιαίτερα στους δύο ερωτικούς διαλόγους (Συμπόσιον, Φαίδρον), βρίσκεται πολύ κοντά στις λατρευτικές και μυθικές επιφάνειες των θεών που μας παρουσιάζουν τα ποιητικά κείμενα. Ειδικά όμως στην εκδοχή του Πλωτίνου, ο πολύμορφος κόσμος του Νου όπου υφίστανται οι πλατωνικές Ιδέες θα μπορούσε να παραβληθεί με τον γιουγκιανό Εαυτό (Self) που περιλαμβάνει το ασυνείδητο, το οποίο είναι δυναμικό μεν αλλά όχι ακαθόριστο. Στον Πλωτίνο υπάρχει μια νοητή ύλη που διαμορφώνεται αενάως σε αρχετυπικές Ιδέες από την ίδια την δράση του Νου που λειτουργεί εντός της. Το γιουγκιανό ασυνείδητο είναι μια τέτοια δυναμική ύλη που επιδιώκει την καταύγαση των αρχετυπικών περιεχομένων του και την μεγαλύτερη δυνατή έκφραση και διαφοροποίησή τους στο συνειδητό μέρος της ψυχής. Ο θείος Νους, για τον οποίο μιλάει ο Πλωτίνος, είναι έτσι η ιδεατή μορφή του Εαυτού που βρίσκεται σε πλήρη εξατομίκευση (individuation). Η προσπάθεια αναγωγής, ή καλύτερα βύθισης, σε αυτόν που καταβάλλει ο φιλόσοφος είναι παράλληλη με την προσπάθεια του θεραπευομένου να αποδεχθεί όλο και μεγαλύτερο μέρος των ψυχικών περιεχομένων που βρίσκονται στο σκοτάδι.

Αν υπάρχει οποιαδήποτε σχέση βαθείας και υπόρρητης επιρροής του ελληνικού πολυθεϊσμού πάνω στην πλατωνική σύλληψη της θεωρίας των ιδεών, τότε η θεωρία των αρχετύπων αποτελεί καταλληλότερη οδό εξοικείωσης με την ελληνική θρησκευτική εμπειρία από την οδό των νηπιακών φαντασιώσεων μέσα στην οικογένεια, των παιδικών τραυμάτων και της απώθησης. Οι εργασίες των Jung και Kerényi μας επιτρέπουν να έρθουμε σε επαφή με κάτι που, επειδή μας ξενίζει, ενδέχεται τελικά να εμπλουτίσει την γνώση μας.

Αυτή η γραμμή ερμηνείας δεν είχε συνεχιστές. Όση επίδραση άσκησε η ψυχανάλυση στην μελέτη της ελληνικής θρησκείας πέρασε από την επικρατέστερη φροϋδική παράδοση και μάλιστα από κοινωνικούς ανθρωπολόγους, κοινωνιολόγους και ψυχαναλυτές που έστρεψαν το βλέμμα τους στην κλασική αρχαιότητα. Την πρώτη εξαίρεση στην αυτάρεσκη αδιαφορία των κλασικών φιλολόγων για την φροϋδική θεωρία αποτέλεσε η ιδιαίτερη περίπτωση του Ιρλανδού E.R. Dodds, ο οποίος προσπάθησε να εγκαινιάσει έναν ουσιαστικό διάλογο[11] που όμως δεν είχε την αναμενόμενη συνέχεια. Το αναμφισβήτητο κέρδος ήταν η αναγνώριση του παράλογου στοιχείου στην ζωή των αρχαίων Ελλήνων. 

Ειδικά η Σχολή του Παρισιού (J.-P. Vernant, P. Vidal-Naquet, M. Detienne, N. Loraux), από την δεκαετία του 1960 μέχρι σήμερα, εργάστηκε σκληρά για να αναδείξει αφανείς αντιστοιχίες ανάμεσα στο κοινωνικό και το πνευματικό, την ομοιότητα των βασικών δομών που βρήκαν έκφραση στο σύμπλεγμα μύθου και λατρείας, από την μιά, και στην υψηλή ποίηση και φιλοσοφία, από την άλλη, και τις διάφορες ασυνείδητες τάσεις που υποκινούσαν την αρχαιοελληνική νοοτροπία στην σκέψη και την δράση. Οι Έλληνες εξανθρωπολογίστηκαν. Το όφελος υπήρξε σημαντικό και η ψυχανάλυση δικαιούται μέρος της τιμής ― κυρίως όμως λόγω της έμμεσης επίδρασης που είχε στον τρόπο σκέψης και στο εννοιολογικό οπλοστάσιο των σύγχρονων ανθρώπων και λιγότερο επειδή η ίδια ενδιαφέρθηκε για την ελληνική θρησκεία ή οι μελετητές της γι’ αυτήν. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο σημαντικότερος ζων μελετητής της ελληνικής θρησκείας, ο Walter Burkert, στο πολυσέλιδη παραγωγή του,[12] έχει επηρεαστεί από διάφορους γνωστικούς κλάδους, για παράδειγμα από την ηθολογία και το έργο του Κ. Lorenz Περί Επιθετικότητας, αλλά ελάχιστα από την ψυχανάλυση.

Αν η υπέρβαση της νεωτερικότητας που απαιτεί η μεταμοντέρνα εποχή μας σημαίνει την πραγματική έξοδο από τον μύθο της αέναης προόδου και την κατανόηση του αλλότριου με τους δικούς του όρους, τότε μια σύγχρονη ψυχαναλυτική προσέγγιση στην αρχαία ελληνική θρησκεία οφείλει να διαθέτει και ιστορική πειστικότητα και την αμεσότητα του ζωντανού. Οφείλει, με άλλα λόγια, να μας ‘μεταφράζει’ σε μια άγνωστη, αλλά όχι νεκρή, γλώσσα.

ΙΙ. Περί της παρουσίας των θεών στον κόσμο

Οι αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν συγκεκριμένη λέξη για την θρησκεία. Τόσο πολύ ήταν ο μύθος και η τελετουργία πράγματα συνυφασμένα με τις άλλες, αμεσότερα πρακτικές, δραστηριότητες του βίου, ώστε δεν σκέφτηκαν να αυτονομήσουν την θρησκευτικότητα. Την θρησκεία τους την μάθαιναν στη πράξη. Συμμετέχοντας στις ιερές τελετές, στις πομπές και τους εορτασμούς προς τιμήν των θεών, παρευρισκόμενοι στις θυσίες, προσφέροντας τις απαρχές των καρπών και τελώντας χοές στους νεκρούς, ακούγοντας δε, από πολύ νεαρή ηλικία, τις ιστορίες και τους θρύλους για την ζωή και την δράση θεών και ηρώων, έρχονταν σε επαφή με ολόκληρο εκείνο τον φαντασιακό κόσμο όντων υπεραισθητών που εκφράστηκε τόσο καίρια στην ποίηση και την τέχνη. Η αρχαία ελληνική κοινωνία ήταν πλήρως διαποτισμένη από το αίσθημα του ιερού, από εκείνο το πρωτογενές, όπως λέει ο Rudolf Otto, mysterium tremens et numinosum, το τρομακτικό και συγκλονιστικό μυστήριο της ύπαρξης.

Αναγνωρίζοντας πάντοτε την διαφορά τους από τα καθημερινά πράγματα της εμπειρίας οι αρχαίοι «έβλεπαν» τους θεούς με το μάτι εκείνο της διαισθητικής όρασης που, αν και έχει σημαντικά ατονήσει σήμερα, ωστόσο ακόμα λειτουργεί, απροειδοποίητα και ακούσια, σε στιγμές ξαφνικού συντονισμού με φαινόμενα της φύσης ή της τέχνης. Τέτοιες επιφάνειες θεών μαρτυρούνται συχνά στα ιερά κείμενα των ποιητών και αναντίρρητα συνέβαιναν στις ψυχές των ανθρώπων καθώς έρχονταν σε επαφή με τα λατρευτικά αγάλματα των θεών και τις τελετές τους.

Θεός και θείον στα αρχαία δεν δήλωναν μόνον τα σταθερά πρόσωπα του μύθου και της λατρείας. Τα ονόματα αυτά λειτουργούσαν κυρίως ως κατηγορήματα και μπορούσαν να χαρακτηρίσουν οποιαδήποτε κατάσταση πραγμάτων και το αντίστοιχο πάθημα της ανθρώπινης ψυχής ―τον ξαφνικό έρωτα, την απροσδόκητη νίκη, το δέος ενώπιον του κεραυνού, την ποιητική έμπνευση, την άλογη βία, την ταχέως διαδιδόμενη φήμη, το ασυγκράτητο γέλιο, την οργιαστική μανία ή τον αδικαιολόγητο φόβο― που ενσκήπτει αίφνης σε άτομα ή ομάδες και τους αλλοιώνει την κανονική συνείδηση και συμπεριφορά. Η χαρακτηριστικά αρχαιοελληνική εμπειρία του θείου ανιχνεύεται σε τούτη την δυναμική απροσδιοριστία των καταστάσεων στις οποίες ενδέχεται να εμφανιστεί μια θεότητα. Οργανωμένη θρησκεία ήταν η τοπικά προσδιορισμένη μυθική και λατρευτική ανταπόκριση στις απροσδόκητες εμφανίσεις των θεών που είχε κρυσταλλοποιηθεί σε συγκεκριμένη εορτολογική τάξη.

Μόνον αν προσεγγίσουμε τους ελληνικούς θεούς όχι ως αμετάβλητες δυνάμεις, όπως είναι οι νόμοι της νευτώνειας φυσικής, αλλά ως δυναμικά πεδία που δημιουργούνται από την σχέση ανθρώπου και κόσμου, και ως ζωντανά και απρόβλεπτα πρόσωπα που έρχονται στο φως από την διαλεκτική των εσωτερικών ενορμήσεων και των εξωτερικών δυνάμεων, μπορούμε να κατανοήσουμε την ευκολία με την οποία οι αρχαίοι μπορούσαν να θεοποιούν, μυθικά και λατρευτικά, αφηρημένες έννοιες και την δυσκολία να διακρίνουν ποιος συγκεκριμένος θεός έχει επέμβει κάθε φορά που το μυθικό, λατρευτικό ή φυσικό πλαίσιο της επέμβασης δεν έδινε άμεσα την απάντηση. Η μαγεία της ελληνικής θρησκείας βρίσκεται στην ανοικτότητα προς τον δυναμικό κόσμο των ασυνείδητων παραστάσεων και ενορμήσεων και όχι στον δήθεν αγνωστικιστικό ή σκεπτικιστικό χαρακτήρα της.

ΙΙΙ.1 Περί της γενέσεως των θεών και του κόσμου: Ησίοδος

Δεν γνωρίζουμε πότε και πώς γεννήθηκαν οι Ολύμπιοι θεοί. Όταν τους πρωτοσυναντούμε είναι ήδη ολοκληρωμένες προσωπικότητες. Το ερώτημα της προέλευσής τους δεν απασχόλησε τον Όμηρο. Ο ποιητής έμεινε ικανοποιημένος από την παρουσία τους στον κόσμο και από την νοηματοδότηση της ζωής που παρείχε το πλέγμα των σχέσεών τους. Όταν πρωτοτέθηκε το θέμα της αρχής τους, οι Μούσες χάρισαν στον Ησίοδο το πρώτο ολοκληρωμένο θεογονικό έπος της Ελλάδας. Ιστορικά, η ενοποίηση και ιεραρχική οργάνωση των θεών με την μορφή γενεαλογικού δέντρου ― κατ’ ακρίβεια δύο τέτοιων δέντρων ― ήρθε μετά από την εμπειρία της μυθικής και τελετουργικής παρουσίας τους στον κόσμο. Το ερώτημα ‘πόθεν προέκυψε το πλήθος των θεών;’ είναι μεταγενέστερο της βιωμένης ύπαρξής τους.

Ο μύθος διαδοχής της ησιόδειας Θεογονίας είναι γνωστός, επειδή αποτελεί ένα προφανές σημείο εφαρμογής της ψυχαναλυτικής θεωρίας.[13] Στον μύθο αυτό υπάρχουν όλα τα στοιχεία που θα ζητούσε ο φροϋδικός αναλυτής: και ευνουχισμός και αιμομειξία και ασταμάτητη ερωτική επιθυμία και σύγκρουση των γενεών και έριδα των φύλων και φθόνος και ματαίωση. Η ερμηνεία έχει παρουσιαστεί με πληρότητα και ευαισθησία, αλλά δεν συνάδει εύκολα με τις λεπτομέρειες του ησιόδειου κειμένου. Ας αρκεστούμε αρχικά σε ορισμένα συμπεράσματα που προκύπτουν αβίαστα από την μελέτη της Θεογονίας.

α) Οι θεοί δεν δημιουργούν τον κόσμο, αλλά έρχονται στην ύπαρξη παράλληλα με την διαμόρφωσή του. Η θεογονία είναι ταυτόχρονα κοσμογονία.

β) Οι θεοί και ο κόσμος δεν κατασκευάζονται από ένα νοήμονα τεχνίτη, ούτε αναφύονται με μια δημιουργική πράξη λόγου. Το ησιόδειο μοντέλο δεν είναι ούτε τεχνομορφικό ούτε λογομορφικό: είναι βιομορφικό με τονισμένη την θηλυκή πλευρά της γονιμότητας.

γ) Τα δύο γενεαλογικά δέντρα του Χάους και της Γαίας δεν συμπλέκονται πουθενά μεταξύ τους και ο αρχέγονος Έρωτας μένει δίχως απογόνους.

δ) Ερχόμενοι στην ύπαρξη οι θεοί μάχονται για κυριαρχία. Γέννηση και διαμάχη είναι οι δύο όψεις της ίδιας, μίας, αρχής εξέλιξης: του ησιόδειου Έρωτος.

ε) Η τελική κυριαρχία του Δία βασίζεται στην συμβουλή που παίρνουν οι επικρατήσαντες θεοί από την Γη (Θεογ. 881-885). Αυτός, μόλις αναλαμβάνει την εξουσία, κάνει κάτι που κανένας προηγούμενος κυρίαρχος του κόσμου δεν είχε σκεφθεί: μοιράζει τα πεδία δικαιοδοσίας του κόσμου σε όλους του άλλους Ολύμπιους θεούς και, με τον τρόπο αυτό, περιορίζει την εσωτερική απειλή στο βασίλειό του. Όμως ταυτόχρονα αποδέχεται και μια άλλη μυστική συμβουλή, η οποία προέρχεται από την Γη και τον Ουρανό (Θεογ. 886-894): καταπίνει την Μήτιδα, την πρώτη σύζυγό του που εκπροσωπεί την ευφυά φρόνηση, για να μην γεννηθεί τέκνο που θα τον ανατρέψει. Το μυστικό της επικράτησης του Δία προέρχεται από συμβουλές που παρέχει η Γαία, η θηλυκή θεότητα των απαρχών, και ο Ουρανός, ο γιός της. Για να διατηρήσει την κυριαρχία του, ο Ολύμπιος Δίας αναγκάζεται να ισορροπήσει ανάμεσα στα δύο άκρα του σύμπαντος. Πριν από την αποδοχή του θηλυκού δυναμισμού, η Γαία γεννούσε ακόμη πλάσματα απειλητικά και τερατώδη, όπως ήταν ο Τυφωέας (Θεογ. 820-868).

στ) Στην τελική κατάσταση κοσμικής Δικαιοσύνης που έχει εγκαταστήσει ο Ζευς, το σύμπαν κυβερνάται επιμερισμένα και πολυκεντρικά ― όπως στον Όμηρο. Αλλά ενώ η διοίκηση παρουσιαζόταν εκεί στατικά, ως μία κατάσταση του κόσμου, εδώ παρουσιάζεται δυναμικά, ως μια διαδικασία και ως το αποτέλεσμα σύγκρουσης. Το οριζόντιο πλέγμα σχέσεων των Ολύμπιων θεών έχει τώρα ριζωθεί καθέτως στις χθόνιες πηγές του. Οι Ολύμπιοι αποτελούν, τρόπον τινά, το πολύμορφο φύλλωμα μιας παμπάλαιας βελανιδιάς―όπως στην Δωδώνη.

Με βάση αυτά τα δεδομένα, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε την θεοκοσμογονία του Ησιόδου επίσης ως ψυχογονία. Σε μια εποχή που η ψυχή δεν είχε ακόμα εφευρεθεί ― ή, αν προτιμάτε, ανακαλυφθεί ―οι κινήσεις ανάπτυξης και συγκρότησής της γίνονταν αντιληπτές ως διαδικασίες κοσμικές. Το μέσα και το έξω δεν είχαν διαχωριστεί σαφώς. Ανάμεσα στην γέννηση του σύμπαντος και την γέννηση της ατομικής ψυχής επικρατούσε ισομορφισμός. Οι άνθρωποι, όντας ανοικτοί προς τον κόσμο, έβλεπαν στις διαδικασίες του το εξωτερικό αντίστοιχο των δικών τους ψυχικών διεργασιών. Μάλιστα, επειδή το εξωτερικό εθεωρείτο από κάθε άποψη πρότερο, η κοσμογονία έγινε αυθόρμητα το πρότυπο της γέννησης του εαυτού και της ανάπτυξής του. Επειδή, όμως, το ερώτημα της αρχής των θεών δεν οδηγεί στο ερώτημα της προέλευσης των ανθρώπων, το έναυσμα της ησιόδειας θεογονίας δεν μπορεί αβίαστα να παραλληλιστεί με την διάλυση της συμβιωτικής φάσης, την αναγνώριση της μητέρας και την περιέργεια των παιδιών για το (σεξουαλικό) μυστικό των γονιών τους. Πίσω από την ερώτηση που απηύθυνε ο Ησίοδος στις Μούσες κρυβόταν, πιστεύω, μια βαθειά υπαρξιακή απορία για την δομή του ίδιου του ζωντανού κόσμου και του εαυτού. Πρόκειται για ένα από εκείνα τα ερωτήματα που εντείνονται, δεν σβήνουν, από την απάντηση που το θεϊκό άγγιγμα τους προσφέρει.

Η εμπνευσμένη πρώτη απάντηση των Μουσών παρέχει ένα γονιμικό σύμβολο παρουσιασμένο με την μέγιστη δυνατή γενίκευση: την εικόνα της μήτρας που διανοίγεται για να γεννήσει. Αυτό είναι το Χάος στην ησιόδεια εκδοχή: ένα γόνιμο και υγρό χάσμα, μια αβυσσαλέα σχάση στην πλήρως αδιαφοροποίητη κοσμική ύλη. Το ίδιο αποτελεί το πρώτιστο γέννημα. Γαία είναι το δεύτερο αναίτιο γέννημα: η μητέρα κατ’ εξοχήν. Ο Έρωτας, που αναφύεται μετά, είναι η δύναμη φανέρωσης του νέου που λειτουργεί μέσα στο Χάος και την Γαία.[14] Η υπαρξιακή απορία του ποιητή εστιάζεται σε τούτο το πολύμορφο θαύμα της γέννησης και της ύπαρξης, όχι στον εμπειρικό μηχανισμό αναπαραγωγής ή το τραύμα του χωρισμού από την μητέρα.

Η συνολική εικόνα του κόσμου και του εαυτού που μας παρέχει η ησιόδεια Θεογονία βασίζεται σε ένα επανερχόμενο και υπαινικτικά διατυπωμένο δίπολο: την συμπληρωματική αντίθεση του ουρανού και της γης, του ολύμπιου και του χθόνιου στοιχείου, του φωτός και του σκότους, του έρωτα και της έριδας. Η πολικότητα αυτή είχε πολλαπλές εκφράσεις στις λατρευτικές συνήθειες των αρχαίων και ήταν βαθειά ριζωμένη στην συνείδησή τους.[15] Σε αυτές τις αντιθέσεις το ολύμπιο και φωτεινό έπεται, το χθόνιο και σκοτεινό προηγείται.

Το ερώτημα που απηύθυνε ο Ησίοδος στις Μούσες αποτελεί μια πρώιμη εκδοχή του βασικού μεταφυσικού ερωτήματος: ‘πώς άραγε συμβαίνει να υπάρχει κάτι (= εγώ, κόσμος, ολύμπιοι θεοί) αντί για το απόλυτο τίποτα;’. Το ερώτημα δεν αποσκοπούσε στην ικανοποίηση της γνωστικής περιέργειας. Ο ποιητής ήθελε, βεβαίως, να μάθει πώς η τάξη είναι δυνατόν να προέλθει από τον άτακτο δυναμισμό της ζωής, πώς μέσα από γεννήσεις και μάχες προκύπτει οργάνωση. Όμως το πρόβλημα ήταν βιωμένο ως το μυστήριο της γέννησης του φωτός από το σκότος. Η αποκάλυψη των Μουσών είναι μια εξαίφνης διαύγασή του. Η μυθική σκέψη, όσο είναι ζωντανή, δεν λύνει το μυστήριο της ύπαρξης και, πολύ περισσότερο, δεν το λύνει εννοιολογικά: το εκφράζει παρέχοντας ισχυρές εικόνες με τις οποίες μπορεί κάποιος να συντονιστεί.

ΙΙΙ.2 Περί της γενέσεως των θεών και του κόσμου: ‘Ορφέας’

Αν και έγκυρη λόγω της επαφής του ποιητή με τις Μούσες, η θεογονία του Ησιόδου δεν έμεινε αναπάντητη. Το ζήτημα της γέννησης των θεών και του κόσμου ανακίνησαν κατά τον 6ο αιώνα π.Χ. κάποιοι ποιητές που δεν έμειναν ικανοποιημένοι με την ησιόδεια εκδοχή. Οι άγνωστοι αυτοί ποιητές συνέθεσαν νέες θεογονίες και τις απέδωσαν στην πανάρχαιη, όπως πίστευαν, σοφία του Ορφέα. Η παλαιότερη από αυτές τις θεογονίες σώζεται αποσπασματικά, αλλά γνωρίζουμε την βασική δομή της.[16] Εκεί, η θεογονική διαδοχή στην κορυφή του σύμπαντος περιλάμβανε τα τρία στάδια του Ησιόδου (Ουρανός-Κρόνος-Δίας) μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο.

Πρώτη πρώτη, διηγούνταν, εμφανίστηκε η Νύκτα. Αυτή γέννησε τον Πρωτόγονο, ένα πανέμορφο και λαμπρό τέκνο, όπως το περιέγραφαν αργότερα, με χρυσές φτερούγες που όμως δεν μπορούσε να το δει κανείς. Ο Πρωτόγονος, που αργότερα ονομάστηκε Φάνης, ήταν φανερός μόνον στην μητέρα του. Από αυτήν προήλθε επίσης ο Ουρανός, ο πρώτος βασιλιάς του κόσμου, που ανατράπηκε από τον Κρόνο που ανατράπηκε, με την σειρά του, από τον Δία. Μόλις κατέρριψε τον πατέρα του, το πρώτο πράγμα που έκανε ο Δίας ήταν να ακολουθήσει την συμβουλή της Νύκτας και να καταπιεί τον αφανή Πρωτόγονο. Με την κατάποση αυτή ολόκληρος ο κόσμος, μας λένε οι ορφικοί ποιητές, ενώθηκε μαζί του: τα πάντα έγιναν τώρα Ζευς και ο Ζευς ήταν τα πάντα. Στην συνέχεια ο Δίας δημιούργησε εκ νέου τον κόσμο με βάση το σχέδιο της νοήμονος καρδιάς του.

Η ορφική θεογονία βασίζεται εμφανώς στην ησιόδεια, αλλά την παραλλάσσει καίρια με την εισαγωγή δύο νέων προσώπων και ενός νέου μυθεύματος. Νύκτα και Πρωτόγονος, αφενός, κατάποση του Πρωτόγονου και νέα δημιουργία του κόσμου από τον Δία στον ρόλο του τεχνίτη, αφετέρου, αποτελούν καινοτομίες για τις οποίες τίποτε στο Ησίοδο δεν μας έχει προετοιμάσει. Έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι ο νέος κόσμος που δημιουργεί ο Δίας είναι, σε όλες του τις λεπτομέρειες, πανομοιότυπος με τον παλιό. Και έτσι τίθεται μια σειρά από ερωτήματα: Τι θέλει να εκφράσει αυτή η διπλή δημιουργία του κόσμου; Γιατί οι ορφικοί ποιητές δεν έμειναν ικανοποιημένοι με την ησιόδεια διήγηση; Που αναφέρονται, τελικώς, τα νέα αυτά στοιχεία;

Πειστικές και κοινώς αποδεκτές απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα δεν υπάρχουν. Οι κλασικοί φιλόλογοι συνήθως αρκούνται στην εξιχνίαση των επιρροών και των δανείων που δέχτηκε το νέο ποίημα από την προϋπάρχουσα λογοτεχνία (ελληνική ή ανατολική) και διακρίνουν εκλεκτικές συγγένειες που υφίστανται ανάμεσα σε αυτό και παράλληλες εξελίξεις σε άλλους τομείς της κοινωνίας. Όταν όμως όλες οι επιρροές και όλα τα δάνεια ανακαλυφθούν, και όταν οι υποθετικοί παραλληλισμοί φανούν αρκετά εύλογοι ώστε να γίνουν ευρέως αποδεκτοί, το βασικό ερώτημα του ίδιου του νέου μηνύματος που κομίζει η πρωτότυπη ποιητική σύνθεση εξακολουθεί να παραμένει αναπάντητο, ή μάλλον δεν έχει καν ακόμη τεθεί. Τι λοιπόν θέλει να δηλώσει ο Πρωτόγονος και η κατάποσή του από τον Δία και τι η διπλή εμφάνιση του ίδιου σύμπαντος, πρώτα με την διαδικασία της γέννησης και της έριδας και κατόπιν με ενοποίηση και νοήμονα αναδημιουργία;

Κατά την γνώμη μου, τα νέα στοιχεία αναφέρονται, και πάλι, στην ανάπτυξη της ψυχής. Αποτελούν όμως νέες μυθικές παραστάσεις ψυχικών διαδικασιών ολοκλήρωσης. Τα ιδιαίτερα μάλιστα επεισόδια του ορφικού μύθου αποτελούν, πρεσβεύω, συμβολικές παραστάσεις ψυχικής ανα-γέννησης. Ας δούμε πώς θα μπορούσαμε να τα προσεγγίσουμε αναλυτικά.

Ο Πρωτόγονος-Φάνης εκπροσωπεί το μυστικό της ύπαρξης, το ίδιο το Είναι ― αν μου επιτραπεί να μιλήσω χαϊντεγγεριανά ― στην αντίθεσή του με όλα τα επιμέρους πράγματα του κόσμου, δηλαδή με τα όντα. Αυτό, γέννημα ενός γόνιμου μηδενός που εκπροσωπεί η Νύκτα, βρίσκεται παντού, δηλαδή πουθενά συγκεκριμένα, γιατί δεν είναι κάτι. Για τον λόγο αυτό, αν και είναι (όπως το μεταγενέστερο όνομά του δηλώνει) το πιο φανερό πράγμα στον κόσμο, το ίδιο το φως της ύπαρξης, ωστόσο κανείς δεν το βλέπει. Η παρουσία του είναι αναμεμειγμένη με τα επιμέρους όντα στα οποία και μέσω των οποίων φανερώνεται. Ο κυρίαρχος του κόσμου έμαθε το μυστικό της ύπαρξης, το Είναι καθεαυτό, από το μαύρο μηδέν που το γέννησε και που μόνον αυτό υπήρξε πρότερό του. Αν Νύκτα είναι το ασυνείδητο και Πρωτόγονος το πρώτο φανέρωμα του ασυνειδήτου, η πρώτιστη αφανής θερμότητα της δύναμής του, τότε ο Λόγος-Διας πρέπει να γίνει ένα μαζί του, να το αφομοιώσει πλήρως, αν θέλει η εξουσία του να μην μείνει μετέωρη. Με την πράξη του αυτή, ο Δίας γίνεται για πρώτη φορά κυρίαρχος του εαυτού του. Τώρα επιτυγχάνει την πλήρη κατάφαση της ύπαρξής του. Όσα γίνονταν πριν και του ήταν εξωτερικά, γίνονται εκ νέου με την θέλησή του. Τίποτε εξωτερικό δεν έχει αλλάξει. Όμως όλα έχουν τώρα διαυγαστεί στο φως της κατάφασης του πεπρωμένου. Το αναγκαστικό έχει γίνει ελεύθερο, το τυχαίο αναγκαίο, και το ετερόνομο αυτόνομο και αυτεξούσιο.

Η διαδικασία που περιγράφει η ορφική θεογονία είναι μια διαδικασία συγκρότησης και ολοκλήρωσης του Εαυτού: ανάπτυξης των δυνάμεών του από την μαύρη άβυσσο του ασυνειδήτου, εσωτερικής διαφοροποίησης μεταξύ τους, ανάδυσης του συνειδητού λόγου, επιστροφής του στην άβυσσο και αποδοχής των ασυνείδητων ενορμήσεων και παραστάσεων με πλήρη ταύτιση μαζί τους, και νέου χωρισμού τους από το κέντρο του ψυχικού είναι που εκπροσωπεί ο αναγεννημένος Δίας-Φάνης ως Δημιουργός. Οι σκοτεινές και καταπιεσμένες ρίζες της δημιουργικότητας βρίσκουν τώρα απρόσκοπτη έκφραση και ροή. Ο κόσμος του εαυτού έχει διαυγασθεί, όσο του είναι εφικτό, από το φως του Λόγου.

Μια τέτοια θεώρηση δεν είναι φυσικά μονοθεϊστική. Είναι δυαρχική μαζί και πολυθεϊστική γιατί αποδέχεται τόσο την πολλαπλότητα των παραστάσεων και των ορέξεων της ψυχής όσο και τον διπολισμό του φανερού και του κρυφού, του συνειδητού και του ασυνειδήτου, του ουράνιου και του χθόνιου. Κομίζει, όμως, επίσης το αισιόδοξο μήνυμα της ποθητής ενότητας του Εαυτού γύρω από την ήπια δύναμη του αναγεννημένου μέσα στο ασυνείδητο (και την παννύχια απειρία) συνειδητού νου. Σε σχέση με τον Ησίοδο, το νέο στοιχείο αφορά την νοήμονα ανα-δημιουργία. Η συμβιβαστική δικαιοσύνη του Δία ήταν, στον Ησίοδο, το αξεπέραστο όριο της εξατομίκευσης. Το ορφικό μοντέλο, όντας βιομορφικό αρχικά και τεχνομορφικό στην συνέχεια, πηγαίνει πιο πέρα και αναβαπτίζει τον Εαυτό στην έλλογη γνώση.

Φυσικά, η παραπάνω ερμηνεία πάσχει από υπερβολική εννοιολόγηση. Κανένας σύγχρονος δεν είχε συλλάβει φιλοσοφικές έννοιες όπως το Είναι, η κατάφαση του πεπρωμένου (amor fati), ο Εαυτός κ.λπ. Όμως τα αντίστοιχα των δικών μας εννοιών τα παρείχε άμεσα, με τρόπο μη εννοιολογικό, η τελετουργία.

Οι νέες κοσμοθεογονίες, όπως αυτή που είδαμε, άρχισαν να κυκλοφορούν περί τα μέσα του έκτου αιώνα π.Χ. ως ιεροί μύθοι σχετιζόμενοι οργανικά με μυητικές τελετές. Αποτελούσαν τα μυθικά λεγόμενα, τα ιερά κείμενα και σύμβολα των αντίστοιχων τελετουργιών.[17] Το πλήρες νόημά τους δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό ούτε αν θεωρήσουμε ότι ασκούν κριτική σε προηγούμενες εκδοχές θεογονίας με τον τρόπο που οι σημερινοί επιστήμονες αναθεωρούν, δίχως ψυχική εμπλοκή (disinterestedly), τις απόψεις των προγενεστέρων τους προς χάριν της γνώσης, ούτε αν πιστέψουμε ότι είναι καθαρά λογοτεχνήματα, απλές ποιητικές εκφράσεις συγκινησιακής έκρηξης. Με μια έννοια, είναι και τα δύο και κάτι περισσότερο. Είναι γνώση, αλλά γνώση ζωής, και είναι ποίηση, αλλά ποίηση που δεν έχει αποσχισθεί από τον γνήσιο ενθουσιασμό, από το άγγιγμα του θείου. Οι ορφικές θεογονίες παρουσιάστηκαν ως αποκαλύψεις, ως νέες συνολικές ενοράσεις του κόσμου, του νοήματός του και της θέσης του ανθρώπου εντός του, αλλά, αντίθετα από την ησιόδεια Θεογονία, για την τελετουργική χρήση της οποίας δεν διαθέτουμε καμία μαρτυρία, οι ορφικές θεογονίες υπήρξαν αποκαλύψεις μυθικές και τελετουργικές ταυτόχρονα. Αυτό σημαίνει ότι η αποκάλυψη συνέβαινε ως η βιωματική έλλαμψη του νου κατά την μύηση, όχι ως το αποτέλεσμα μιας διανοητικής προσπάθειας για το ‘νόημα’ του μύθου.

Ψυχολογικά μιλώντας, αποκάλυψη είναι η αυθόρμητη ανάδυση περιεχομένων του ασυνειδήτου στο φως της συνείδησης. Κατά το πολύτιμο και σπάνιο αυτό συμβάν, επιτυγχάνεται μια απροσδόκητη ταύτιση της έννοιας με το σύμβολο, ή αλλιώς μια εξαίφνης διαύγαση του συμβόλου που οδηγεί σε έκρηξη γνωστικής μαζί και συναισθηματικής ενέργειας στο ψυχικό κέντρο. Αποκάλυψη όμως υπάρχει μόνον εκεί που υπάρχει βιωμένο μυστήριο. Κατά την στιγμή της αποκάλυψης η ψυχή απλώνεται σε πράγματα που πριν της ήταν εξωτερικά και ξένα, η διάκριση του μέσα και του έξω προσωρινά καταλύεται και ένας δίαυλος επικοινωνίας διανοίγεται μέσω του οποίου η τυχαία ύπαρξη του ατόμου αποκτά μια αναγκαιότητα νοήματος καθώς εγγράφεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο. Σε τέτοιες εμπειρίες το υπαρξιακό κέντρο του ατόμου είτε ταυτίζεται είτε συντονίζεται με το κέντρο ύπαρξης των πραγμάτων με τα οποία έρχεται σε επαφή. Ως αποτέλεσμα αυτού του συντονισμού αποκτάται η γνώση ότι οι ίδιες ακριβώς αρχές και δυνάμεις που διοικούν τον κόσμο κυβερνούν και ορίζουν την ατομική ψυχή η οποία δεν είναι παρά μια προοπτική μικρογραφία του σύμπαντος.

Αν δούμε το θέμα από την πλευρά της ψυχής θα μιλήσουμε για προβολή των παραστάσεών της στον κόσμο. Αν το δούμε από την πλευρά του κόσμου, θα μιλήσουμε για φυσική δεκτικότητα, ή και παθητικότητα, του ανθρώπινου νου. Αν το δούμε συνδυαστικά, από την διαλεκτική κόσμου και ψυχής, θα μιλήσουμε για θεούς, για αρχέτυπα σύμβολα, η ακριβής μορφοποίηση των οποίων προέρχεται από παράγοντες ιστορικούς, και συνεπώς τροποποιείται για να ανταποκριθεί σε νέες απαιτήσεις και νέες ψυχικές ανάγκες, τις οποίες, με την σειρά της, εμπεδώνει στην συνείδηση των πολλών.

Στον ορφικό μύθο έχει τεθεί το ερώτημα της ενότητας του κόσμου και του έλλογου σχεδιασμού του: πώς τα μέλη του έχουν συν-αρμολογηθεί, εναρμονιστεί μεταξύ τους, ώστε να αποτελούν ένα ζωντανό όλον; Το ερώτημα είναι καινούργιο, φιλοσοφικό, και δεν μπορεί να απαντηθεί με τον παλαιό ησιόδειο μύθο. Όμως πίσω από αυτό το αναντίρρητα υπαρκτό πρόβλημα ίσως κρύβεται ένα άλλο σημαντικότερο ζήτημα: η απομάκρυνση των παραδοσιακών θεών από τον ψυχικό κόσμο των ανθρώπων, η ψυχρή παγίωσή τους σε επαναλαμβανόμενους μύθους και άπνοες τελετές. Η απόσταση προκλήθηκε από την πιο ελκυστική τάση της ελληνικής νοοτροπίας, την καίρια αποστροφή της προς καθετί άμορφο. Όμως κάθε μονομέρεια πληρώνεται. Η σκληρή μορφοποίηση ενέχει τον κίνδυνο της σκλήρυνσης της μορφής ώστε η επαφή μαζί της να καθίσταται πλέον αδύνατη ή δυσχερής.

Η νέα ορφική ποίηση και η μυητική ανάγκη από την οποία προήλθε ήταν προσπάθειες αμεσότερης επαφής με τους θεούς που η παράδοση είχε απομακρύνει στην κορυφή του μακρινού Ολύμπου. Στο νέο μυθικό και μυητικό-τελετουργικό πλαίσιο, οι θεοί της παράδοσης μπορούσαν να αποκατασταθούν για τον μύστη σε μια θαυμαστή λατρευτική αμεσότητα. Οι θεοί που ενώθηκαν με τον Δία και στην συνέχεια αναδημιουργήθηκαν από εκείνον θα ήταν, για κάποιους εκλεκτούς μύστες, το σύμβολο μιας εσαεί τελούμενης δημιουργίας που αντλεί την ενέργειά της από το μεστό πάντων, τουτέστιν γόνιμο, σκότος της Νύκτας. Ο κόσμος μπορούσε έτσι να γίνει, εκ νέου, το πεδίο μιας αιώνιας γέννησης, μιας διαρκούς δημιουργίας και ενός εσαεί τελούμενου θαύματος, καθώς ο καταρράκτης της διαρκούς ροής των φαινομένων καταυγαζόταν με το νέο φως της νοήμονος καρδιάς του Δία. Από αυτήν την σχέση του έλλογου φωτός με την ροή προέκυπτε, τώρα, το ανανεωμένο ουράνιο τόξο των παραδοσιακών θεοτήτων. Με παρόμοιο τρόπο, στην θεωρία των Ιδεών του Πλάτωνα και στην φιλοσοφική άποψη του Πλωτίνου για την δυναμική ενέργεια του θείου Νου, το Αγαθό παράγει τις αιώνιες μορφές καθώς διαχέει το φως του στην δομημένη αλλά αφανή νοητή ύλη που βρίσκεται σε αιώνια κίνηση.
----------------------------
[1] J.-P. Vernant, "Oedipe sans complèxe", J.-P. Vernant―P. Vidal-Naquet, Mythe et tragédie en Grèce ancienne, Paris 1972 (= Myth and Tragedy in Ancient Greece, New York 1990, 85-111).
[2] O. Rank, The Myth of the Birth of the Hero, New York 1952 [1914] και Psychoanlytische Beiträge zur Mythenforschung, Leipzig 1919; Karl Abraham, "Dreams and Myths: a Study in Folk-Psychology", Clinical Papers and Essays on Psychoanalysis, New York 1955, 151-209.
[3] P. Slater, The Glory of Hera: Greek Mythology and the Greek Family, Princeton 1968.
[4] G. Devereux, Femme et mythe, Paris 1982.
[5] R. Caldwell, The Origin of the Gods: A Psychoanalytic Study of Greek Theogonic Myth, Oxford 1989; "The Psychoanalytic Interpretation of Myth", L. Edmunds (ed.), Approaches to Greek Myth, Baltimore 1990, 344-389.
[6] C.G. Jung―C. Kerényi, Introduction to a Science of Mythology, London 1951, C.G. Jung, "A Psychological Approach to the Trinity", Psychology and Religion: West and East, New York 21969 (=Collected Works 11), 107-200 (ειδικά 117-128).
[7] Βλ. ειδικά C.G. Jung, Psychology and Alchemy, New York 21968 (= Collected Works 12); Alchemical Studies, New York 1968 (= Collected Works 13).
[8] C. Kerényi, Asklepios: Archetypal Image of the Physician’s Existence, New York & London 1959 [1947]; Prometheus: Archetypal Image of Human Existence, New York & London 1963 [1959]; Eleusis: Archetypal Image of Mother and Daughter, New York & London 1967 [1960]; Zeus and Hera: Archetypal Image of Father, Husband and Wife, Princeton & London 1975; Dionysos: Archetypal Image of Indestructible Life, Princeton & London 1976.
[9] C.G. Jung, The Archetypes and the Collective Unconscious, New York 21968 (= Collected Works 9.1); AION, New York 21968 (= Collected Works 9.2).
[10] Σ. Ι. Ράγκος, "H εκστατική στιγμή του âξαίφνης", Φιλοσοφία 36 (2006), 93-114.
[11] E.R. Dodds, The Greeks and the Irrational, Berkeley 1951, κυρίως κεφ. 4.
[12] W. Burkert, Structure and History in Greek Mythology and Ritual, Berkeley 1979; Homo Necans: The Anthropology of Ancient Greek Sacrificial Ritual and Myth, Berkeley 1983 [1972]; Greek Religion, Cambridge (MA) 1985 [1977]; The Creation of the Sacred: Tracks of Biology in Early Religions, Cambridge (MA) 1996.
[13] Η πληρέστερη και πειστικότερη φροϋδική ερμηνεία του μύθου έχει παρουσιαστεί από τον Caldwell, The Origin of the Gods (βλ. σημ. 5 παραπάνω), 126-185. Πβ. του ιδίου "Psychocosmogony: The Representation of Symbiosis and Separation-Individuation in Archaic Greek Myth", W. Muensterberger ― L. Boyer (eds.), The Psychoanalytic Study of Society, vol. 9, New York 1981, 93-103.
[14] Μία ερμηνεία αυτών των πρώτιστων όντων και των αρχαίων εξηγήσεών τους έχω προτείνει στην μελέτη "Hσίοδος και φιλοσοφία: η μυθοποιητική καταγωγή της àληθείας τοÜ λόγου στην αρχαϊκή Eλλάδα", Ν. Μπεζαντάκος ― Χ. Τσαγγάλης (επιμ.), Mουσάων àρχόμεθα: O Hσίοδος και η αρχαϊκή επική ποίηση, Aθήνα 2006, 395-540.
[15] Ο ίδιος ο Freud ομολόγησε ότι συνέλαβε το δίπολο των ενστίκτων ζωής και θανάτου μελετώντας τους αρχαϊκούς στοχαστές ― ο Εμπεδοκλής είναι η πιο χαρακτηριστική περίπτωση.
[16] Πρόκειται για την θεογονία που διασώζεται στον περίφημο πάπυρο του Δερβενίου. Για ένα ανεπίσημο κείμενο και μια εξαιρετική συνολική ερμηνεία βλ. G. Betegh, The Derveni Papyrus: Cosmology, Theology and Interpretation, Cambridge 2004.
[17] Πβ. D. Obbink "Cosmology as Initiation vs. Critique of Orphic Mysteries", A. Laks ― G. Most (eds.), Studies on the Derveni Papyrus, Oxford 1997, 39-54.

Θυμήσου ότι όλα θα περάσουν, τίποτα δεν διαρκεί για πάντα

Είναι πολλές οι φορές που νιώθεις πεσμένη τη διάθεσή σου. Αισθάνεσαι απογοήτευση, πίκρα, αβεβαιότητα και μπλοκάρισμα σε ότι θα ήθελες και ονειρεύεσαι.

Γι’ αυτό κάνε μερικές κινήσεις και γρήγορα θα νιώσεις να αλλάζει η ψυχολογία σου.

1. Σήκω ακόμα κι αν θες να μείνεις στο κρεβάτι, κάνε μπάνιο.

2. Φόρεσε άρωμα και κραγιόν.

3. Απλά περιποιήσου την εμφάνισή σου.

4. Φύγε από το σπίτι σου ανεξάρτητα από το αν δεν έχεις κανέναν να επισκεφτείς. Πάρε τον σκύλο. Δεν έχεις σκύλο; Πάρε ένα βιβλίο και πήγαινε στο πλησιέστερο πάρκο.

5. Δώσε ένα χαμόγελο στον πλησίον σου, σιγά σιγά θα το κάνεις χωρίς να το καταλάβεις και θα νιώσεις πολύ καλύτερα.

6. Φάε καλά και υγιεινά. Γυμνάσου, περπάτησε ή τρέξε αν μπορείς.

7. Αγάπησε τον εαυτό σου, κοίταξε τον εαυτό σου στον καθρέφτη με σεβασμό και γαλήνη. Αν δεν έχεις τίποτα καλό να πεις απλά κάνε ησυχία. Θυμήσου ότι ακόμα και η εσωτερική σου φωνή σου μιλάει… μίλα με αγάπη και συμπόνια.

Αν δεν μάθεις να σέβεσαι τη μύτη, το στήθος, το ύψος, τις ραγάδες, την κυτταρίτιδα, είναι εύκολο κάποιος να σε βλάψει με την κριτική του.

8. Θυμήσου ότι όλα θα περάσουν, τίποτα δεν διαρκεί για πάντα. Άσε τα δάκρυά σου να βγουν, αλλά μην στενάζεις στον πόνο σου, μην μένεις αγκυροβολημένος στα βάσανα. Αύριο μπορείς να ξεκινήσεις από την αρχή και θα δεις πώς, παρά τις πληγές σου, θα θεραπευτείς ξανά.

9. Απέβαλλε από τη ζωή σου κάθε άνθρωπο που σε πλήγωσε ή σε έκανε να νιώσεις άσχημα. Δεν εξαρτάσαι από αυτόν για να επηρεάζει τη διάθεσή σου.

10. Μείνε με εκείνους που σε κάνουν να ονειρεύεσαι, που σε ωθούν να υπερβείς τις δυσκολίες, που βλέπουν τη μαγεία μέσα σου και που σε κάνουν ευτυχισμένο άνθρωπο.

Ομηρικές Μυκήνες και άλλα κέντρα

Μυκηναϊκά Κέντρα: Ο πολιτισμός των Αχαιών

Ο πολιτισμός των Ελληνικών φύλων της ηπειρωτικής Ελλάδας κατά τη 2η χιλιετία ήρθε στο φως το 1874 χάρη στον θαυμαστή του Ομήρου Ερρίκο Σλήμαν ενώ το έργο του συνέχισαν άλλοι μεγάλοι αρχαιολόγοι όπως: ο Τσούντας, ο Wace και ο Μυλωνάς.

Ονομάστηκε «μυκηναϊκός» συμβατικά, από το όνομα της πλουσιότερης πόλης της Πελοποννήσου, των Μυκηνών (την ίδρυσε ο Περσέας), η οποία μνημονεύεται στα ομηρικά έπη, ως η σημαντικότερη πόλη των Αχαιών και ως η έδρα του πλουσιότερου αχαϊκού βασιλείου, με διοικητή τον Αγαμέμνονα.

Ο άγνωστος και ξεχασμένος μέχρι τότε πολιτισμός, απέκτησε ταυτότητα αφού ένα πλήθος ευρημάτων «μίλησε» για την ύπαρξή του: Οχυρές ακροπόλεις με ισχυρά τείχη, επιβλητικά ανάκτορα με τοιχογραφίες, αντικείμενα λεπτής τέχνης (χρυσά, ασημένια), πλούσιοι τάφοι, κτερίσματα, κείμενα σε πήλινες πινακίδες, όλα μαζί απεκάλυψαν πως οι Έλληνες της 2ης χιλιετίας έφτασαν σε υψηλό επίπεδο ακμής.

Θεωρείται βέβαιο ότι ο μυκηναϊκός πολιτισμός εξαπλώθηκε γεωγραφικά, στην Ηπειρωτική Ελλάδα, το Αιγαίο, την Κρήτη, την Κύπρο και σε πάρα πολλές μακρινές περιοχές που ήρθαν σε εμπορική επαφή μαζί τους.

Το χρονικό της ανακάλυψης των μυκηναϊκών κέντρων αρχίζει το 1874 όταν ο Σλήμαν αρχίζει ανασκαφές στις Μυκήνες.

Εκεί η κύρια ανασκαφή στράφηκε προς τον εσωτερικό χώρο της Πύλης των Λεόντων και το 1876 ανακαλύφθηκε ένα νεκροταφείο των Μυκηναίων, ο «Ταφικός Κύκλος Α΄»1.

Ο «Ταφικός περίβολος Α΄» είναι ένας κυκλικός χώρος και περιελάμβανε έξι λακοειδείς οικογενειακούς - βασλικούς τάφους, μέσα στους οποίους βρέθηκαν 19 ταφές (σκελετοί) και όπως φαινόταν, μερικοί τάφοι είχαν ξαναχρησιμοποιηθεί, ο ένας περιελάμβανε 5 ταφές.

Η υπόθεση ότι αποτελούν τάφους βασιλέων μαζί με τις βασίλισσές τους οφείλεται στον εκπληκτικό τους πλούτο, ο οποίος απαρτιζόταν από κτερίσματα πολύτιμων υλών (χρυσάφι), ενώ στις ταφές υπήρχε μεγάλη αφθονία όπλων.

Στον πιο πλούσιο βρέθηκαν 2 χρυσά στέμματα, 8 χρυσά διαδήματα, 5 χρυσά ποτήρια, ένα εκ των οποίων έχει επάνω στις λαβές του δύο πουλιά που θυμίζουν έντονα την περιγραφή του Ομήρου για το κύπελλο του Νέστορα, ενώ στον IV και στον V τάφο, μόνο για πέντε ταφές υπήρχαν 50 όπλα.

Οι τάφοι της Περιβόλου Α΄ χρονολογήθηκαν κατά τον 16ο αι, ενώ η τάξη των νεκρών και το γεγονός ότι περιβάλλονταν από κυκλικό τοίχο δείχνει ότι για 200 χρόνια απολάμβαναν τιμές και σεβασμό.

Το υπόλοιπο τμήμα του νεκροταφείου γνωστό ως «Ταφικός Περίβολος Β΄» για να διακρίνεται από το προηγούμενο κύκλο, περιλαμβάνει 14 λακοειδείς τάφους που εικάζεται ότι ήταν τάφοι ευγενών και δείχνουν να είναι «φτωχότεροι» παρ' ότι έχουν και αυτοί κτερίσματα, προσωπεία, σφραγίδες, όπλα, σκεύη, ενώ κάποιοι τάφοι είναι παλιότεροι από τους άλλους (1650-1550π.Χ).

«Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ η Ταφική Περίβολος Α΄ παρέμεινε σεβαστή και ανακαινίστηκε σαν δημόσιο μνημείο, όταν κατά τον 13ο συμπεριλήφθηκε σε μια προέκταση των τειχών της ακροπόλεως, ο Περίβολος Β΄ παραμελήθηκε και μέρος του τάφηκε από τον χωμάτινο όγκο ενός μεταγενέστερου τάφου» παρατηρούν οι Burry & Meiggs2.

Οι μεταγενέστεροι τάφοι είναι διαφορετικοί, λαξευτοί σε βράχο (βρέθηκαν αρκετοί) και θολωτοί που απετέλεσαν μεγαλεπήβολες κατασκευές για βασιλικές ταφές, αφού είναι κτιστοί, με διάδρομο, πύλη, (ανα)κουφιστικό τρίγωνο και επιβλητικό θόλο, ενώ σκεπάζονταν με χώμα δημιουργώντας ένα είδος τύμβου.

Αυτοί αντιπροσωπεύονται με 9 δείγματα τα οποία έχουν συμβατικές ονομασίες «Τάφος του Ατρέα», «Του Αιγίσθου» «Της Κλυταιμνήστρας»….

Έτσι το 1885 – 1887 ο Χρήστος Τσούντας ανακάλυψε στην κορυφή του λόφου των Μυκηνών το ανάκτορο του «Ατρέα» και του «Αγαμέμνονα» και τις έρευνές του συνέχισαν ο Wace, ο Μυλωνάς, ο Shear και ο Ιακωβίδης.

Το ανάκτορο έχει οικοδομηθεί στα μέσα του 13ου αι, στην θέση όπου υπήρχε παλαιότερο ανάκτορο (1350π.Χ) και αποτελεί ένα σύνθετο οικοδόμημα, μια λειτουργική μονάδα.

Ο υπόλοιπος μυκηναϊκός κόσμος.

Οι ανακαλύψεις για τους μυκηναίους δεν περιορίστηκαν στο χώρο των Μυκηνών αφού ανασκαφές διενεργήθηκαν και σ’ όλα τα γνωστά μυκηναϊκά κέντρα όπως μνημονεύονται στον Όμηρο ή στους μύθους.
 
Στην Τύρινθα όντας φημιστή για τα τείχη της, τα οποία έκτισαν οι Κύκλωπες που ήρθαν από την Λυκία, για χάρη του Προίτου, έκαναν ανασκαφές ο Σλήμαν και ο Dorpfeld 3, το Άργος ανέσκαψε ο Ολλανδός αρχαιολόγος W. Vollgraf 4, την Πύλο ο Blegen, που αποκάλυψε τα θεαματικά ερείπια ενός ανακτόρου με πολλές ομοιότητες με των Μυκηνών και της Τύρινθας,5 στην Λακωνία στο Βαφειό ανασκάφηκε το 1888 ένας θολωτός τάφος, που έφερε στο φως μια πολύ πλούσια συλλογή κτερισμάτων6, στην Αθήνα, στην Ακρόπολη βρέθηκαν ίχνη από μυκηναϊκό ανάκτορο7, στην Θήβα οι ανασκαφές έγιναν από τον Κεραμόπουλο και κατόπιν τον Ν. Πλάτων (1964), ενώ εντόπισαν ίχνη από δύο ανάκτορα και στο δεύτερο βρέθηκαν πήλινες πινακίδες σε Γραμμική Β΄, χάντρες από χρυσό και όνυχα και αυτό που απετέλεσε την πιο μεγάλη έκπληξη ήταν η εύρεση μιας συλλογής 36 κυλινδρικών σφραγίδων με ανατολική προέλευση, που χρονολογούνται από την 3η χιλιετία π.Χ έως το 14ο αι π.Χ και προέρχονται από την Βαβυλώνα, το Σουμέρ, τους Μιττάνι και την Ανατολία!

Ανασκάφηκαν επίσης ο Ορχομενός, από τον Σλήμαν8, η Ιωλκός που βρέθηκε ανάκτορο και θολωτός τάφος και πλήθος άλλοι χώροι σ’ όλη την νότια Ελλάδα, την Κρήτη και την Κύπρο.

Τα ευρήματα επιβεβαίωσαν ένα υψηλό πολιτισμό που είχε όχι μόνο δυναμική έκφραση αλλά κυρίως ενότητα, που σημαίνει ότι τον διαχειρίστηκε η ίδια Ελληνική φυλετική ομάδα (ή πολύ συγγενικά φύλα).

Οι επιστήμονες αξιολογώντας τα ευρήματα τοποθέτησαν χρονικά τον μυκηναϊκό πολιτισμό στην Τρίτη Φάση της Εποχής του Χαλκού 9 για την Ελλάδα (Υστεροελλαδική περίοδος) που εκτείνεται από το 1580 -1100 π.Χ.

Το διάστημα αυτό διαιρέθηκε σε τρεις φάσεις:

α) 1580 - 1500 π.Χ
β) 1500 - 1425 π.Χ
γ) 1425 - 1100 π.Χ

Είναι πολύ χρήσιμο να δούμε πως η αρχαιολογία ανασυστήνει τον μυκηναϊκό κόσμο δίνοντάς μας πληροφορίες για τον τρόπο ζωής, την κοινωνική οργάνωση, την τέχνη, την πνευματική έκφραση των Αχαιών, για να μπορέσουμε στην συνέχεια να μιλήσουμε για την ίδια εποχή και τους πολιτισμούς στην Μικρά Ασία.

Παρακολουθώντας πιο αναλυτικά τον μυκηναϊκό πολιτισμό για ν’ αποκτήσουμε μια ευκρινέστερη εικόνα για τους Έλληνες αυτής της εποχής, θα πρέπει να πούμε ότι οι δύο πρώτες φάσεις αποτελούν μια πορεία προς την ακμή την οποία κατακτούν από το 1425 π.Χ. και μετά, πρώτα λοιπόν θα δούμε συνοπτικά τις δύο φάσεις και στην συνέχεια την τρίτη φάση, την περίοδο που επιχειρεί ν’ αναπλάσει ο ποιητής Όμηρος.

Η πρώτη φάση (1580-1500), του μυκηναϊκού πολιτισμού αποτελεί μια πρώιμη περίοδο και είναι εμφανής η μινωική επίδραση.
 
Όπως εικάζεται, οι μυκηναίοι ήδη από τον 17ο αι, ήρθαν σ’ επαφή με την Κρήτη και την ανατολική Μεσόγειο, εισάγοντας σταδιακά πολιτιστικό πλούτο και ιδέες, ενώ δέχτηκαν και την ευεργετική επίδραση τους.

Η τέχνη των αντικειμένων που βρέθηκαν στις ταφές, έχει σαφώς μινωική εμφάνιση, όμως η επαφή με τους πιο πολιτισμένους λαούς, με την ιδιότητα του επιδρομέα ή του μισθοφόρου (Αίγυπτος – Υξώς;) επέφερε πλούτο, δύναμη και παρήγαγε μια γόνιμη επίδραση.

Η δεύτερη φάση (1500-1425), αποτελεί περίοδο ισχυροποίησης και ανάπτυξης των Μυκηναίων.

Την εποχή η επίδραση των μινωιτών σε πολλούς τομείς είναι δεδομένη.

Από τα ευρήματα των σφραγίδων προκύπτει ότι οι μικρογραφικές παραστάσεις εκεί μιμούνται μινωικά πρότυπα (φορέματα, οπλα, κοσμήματα), ενώ ανάλογη είναι και η εικόνα από τα ταφικά ευρήματα (στους βασιλικούς τάφους) αφού οι άνδρες φορούσαν το κρητικό ζώμα και οι γυναίκες φορέματα «μινωικών συρμών», επίσης κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στην καθημερινή ζωή, οπού μιμούνται τα παιγνίδια, την διασκέδαση, τις χορευτικές επιδείξεις των μινωιτών10. Αυτή η τέχνη θ’ αποκτήσει σταδιακά ένα δικό της, «μυκηναϊκό χαρακτήρα», αφήνοντας πίσω την μινωική επίδραση.

Βέβαια είναι διαπιστωμένο ότι πολλά ξένα προϊόντα που εμφανίζονταν στην Ελλάδα από την προηγούμενη φάση, ακόμη και από πιο παλιά, από τον 17ο αι, τα οποία ήταν κυρίως κρητικά, σταδιακά υποχωρούν όταν οι Μυκηναίοι ενισχύουν την παρουσία τους και σταδιακά κατακλύζουν αυτοί τις αγορές.

Περισσότερα όμως στοιχεία για την κοινωνική οργάνωση αυτής της περιόδου δεν έχουμε, διότι οι πήλινες πινακίδες και τα αρχεία που βρέθηκαν στις ανασκαφές αφορούν την Τρίτη φάση του μυκηναϊκού πολιτισμού.

Η Τρίτη φάση (1425- 1100π.Χ) είναι η σπουδαιότερη φάση του μυκηναϊκού πολιτισμού και εκτείνεται στο διάστημα από τον 15ο αι μέχρι τον 11ο («Κάθοδο των Δωριέων»).

Σ’ αυτούς τους αιώνες συντελείται η πιο μεγάλη ακτινοβολία του μυκηναϊκού πολιτισμού και πραγματοποιείται η απόλυτη επικράτηση των μυκηναίων στον χώρο της κεντρικής και της νότιας Ελλάδας.

Η ακμή της δύναμής τους και η αναμφίβολη οικονομική τους κυριαρχία οφείλεται σε κάποια εξακριβωμένα δεδομένα, όπως είναι η αύξηση του πληθυσμού τους, η οργάνωση της διοίκησης, η ανάπτυξη μεγαλυτέρων οικισμών, ο έλεγχος του εμπορίου, η κυριαρχία στην θάλασσα…

Οφείλεται όμως και σε κάποια τυχαία γεγονότα, όπως ήταν η έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας, η οποία τους επέτρεψε να εξαπλωθούν ανεμπόδιστα, όχι μόνο στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου αντικατέστησαν τους μινωίτες, αλλά και στην ίδια την Κρήτη, η οποία σταδιακά γίνεται μέρος του μυκηναϊκού κόσμου.

Ενιαίο μυκηναϊκό κράτος δεν υπήρξε, παρά μόνο ισχυροί βασιλείς που έδρευαν σε διάφορες περιοχές: στις Μυκήνες, στις Θήβες, στην Τύρινθα, την Αθήνα, την Πύλο, τον Ορχομενό, την Ιωλκό.
 
Αυτά τα κρατίδια δεν αναπτύχτηκαν εντελώς μεμονωμένα, δρώντας σ’ ένα τοπικό περιβάλλον αυτοδύναμο, οικονομικά – πολιτιστικά και διοικητικά, αλλά μεταξύ τους υπήρχε επικοινωνία, με πυκνό οδικό δίκτυο.

Οι έδρες λοιπόν των βασιλείων χαρακτηρίζονταν από μεγάλο πλούτο, ο οποίος αντανακλάται στα ευρήματα των βασιλικών τάφων και στα μεγαλόπρεπα κτίρια, που απετέλεσαν τις κατοικίες των βασιλέων.
 
Βέβαια τ’ ανάκτορα που ανακαλύφτηκαν από τους αρχαιολόγους χρονολογούνται περίπου τον 13ο αι π.Χ.

Τα μυκηναϊκά βασίλεια διέθεταν στρατιωτική δύναμη, αγροτο – κτηνοτροφική οικονομική οργάνωση, ανεπτυγμένη βιοτεχνία, μεταλλοτεχνία, εμπόριο και τέχνες.

Φυσικά όλα ελέγχονταν από τους ηγεμόνες, διότι αυτοί ήταν οι γαιοκτήμονες, οι έμποροι, οι επιχειρηματίες.

Ο απλός λαός χωριζόταν σε ελεύθερους γεωργούς, ποιμένες, τεχνίτες αλλά και δούλους, που ήταν ξένοι.

Τα επαγγέλματά τους, έχουν αρκετή εξειδίκευση (κεραμείς, κναφείς, χρυσουργοί) ενώ οι εξειδικευμένοι τεχνίτες εργάζονται για λογαριασμό του ανακτόρου που τους έδινε τις πρώτες ύλες και τους πλήρωνε με τρόφιμα και γη.

Η νομή της γης ακολουθούσε την εξής κατανομή: τα μεγάλα τμήματα ανήκαν στον Άνακτα και στον Λααγέτη, ενώ τα μικρότερα τμήματα ανήκαν σε άτομα και ιερά, τα «κτίμενα», υπήρχαν επίσης κομμάτια που ανήκαν σε δήμους («κεκείμενα») καθώς επίσης και ενοικιαζόμενες εκτάσεις.

Για την καθημερινή τροφή τους είχαν δημητριακά, ελιές, σύκα, φρούτα, κρέας, γάλα, τυρί, θαλασσινά, ενώ χρησιμοποιούσαν αρκετά μυρωδικά και καρυκεύματα.

Η σχέση των μυκηναίων με τον πόλεμο είναι δεδομένη και πιστοποιείται από τα πολλά όπλα που συνόδευαν τις ταφές.
 
Τα όπλα τους ήταν χάλκινα και διακρίνονταν σε επιθετικά: το ξίφος, τα εγχειρίδια, το τόξο, το δόρυ, ο πέλεκυς και σε αμυντικά: θώρακας, κνημίδες, περιχερίδες, ασπίδες, κράνος (χαλκός, δέρμα, ύφασμα, ή δόντια χοίρου συντεριασμένα).

Οι ασπίδες ήταν αρχικά μεγάλες, οκτώσχημες ή ημικυλιννδρικές, αργότερα είχαν μικρές κυκλικές, χρησιμοποιούσαν επίσης πανοπλίες που ήταν χάλκινες.

Ως οχήματα είχαν τα δίτροχα άρματα (για πόλεμο και για κυνήγι), ενώ για υποζύγια είχαν βόδια και γαϊδούρια.

Στην θάλασσα χρησιμοποιούσαν μεγάλα κωπήλατα πλοία που κινούνται με κουπιά και με πανιά.

Η εξουσία εκφράζονταν μέσα από ένα αυστηρά ιεραρχημένο σύστημα αξιωμάτων και καθηκόντων, το οποίο, όπως προκύπτει από τις πινακίδες, ήταν το ακόλουθο:

Η ανώτατη αρχή ασκείται από τον «Άνακτα» (συγκεντρώνει όλες οι εξουσίες εκτός του αρχιερέα).

Υπήρχαν δύο «Λααγέτες» που ήταν επικεφαλείς των ενόπλων δυνάμεων.

Αναφέρονται οι «Επέτες» που ήταν ακόλουθοι του άνακτα, δηλαδή ανώτατοι αξιωματούχοι.

Επίσης το κάθε βασίλειο, σ’ όλη την επικράτειά του, ήταν χωρισμένο σε μικρότερες περιοχές διοίκησης που διοικούνταν από τους «Κορέτες» (χωρητές - κοιρητήρ) και τους «Προκορέτες».

Σημαντική θέση στην διοίκηση είχαν οι «Μόροπες», οι «Τελεστές» και οι «Δαμοκόροι», ενώ ανάμεσα στα υπόλοιπα αξιώματα αναφέρεται και το αξίωμα του «Βασιλέα» καθώς και τα συμβούλια των προκρίτων (γερουσίες).

Ίσως η οργάνωση της εξουσίας ν’ απαιτούσε, για λειτουργικούς σκοπούς, τα οικοδομήματα της διοίκησης να είχαν σύνθετη μορφή (κτηριακή κατασκευή), πιθανόν όμως η μορφή των ανακτόρων να σχετίζεται με τον αυξανόμενο πλούτο, τη δύναμη και το κύρος των μυκηναίων βασιλέων.

Από όσες αρχιτεκτονικές κατασκευές ανασκάφτηκαν η πιο σύνθετη κτιριακή δόμηση είναι το μέγαρο.

Οι μυκηναϊκές ακροπόλεις άλλοτε ήταν οχυρωμένες και άλλοτε ανοχύρωτες.

Τα τείχη κτίζονται κατά το κυκλώπειο σύστημα που θυμίζει χιτιτικά πρότυπα με τεράστιους ογκόλιθους ενώ οι πύλες τους έφεραν προμαχώνες.

Κατά τον 12ο αι και μετά οι οχυρές αυτές ακροπόλεις απέκτησαν υδραγωγεία προσιτά από μέσα. Το νερό ταξίδευε μερικές φορές υπογείως από μακριά για να φτάνει στις ακροπόλεις και να τις τροφοδοτεί μόνιμα με νερό, χρήσιμο ειδικά σε περιόδους πολιορκίας.

Το μέγαρο, ένας τετράπλευρος δόμος με εστία στην μέση, τοιχογραφίες που έβλεπε σε αυλή, με προθάλαμο και ανοιχτή στοά στην πρόσοψη, ήταν η κατοικία του βασιλιά και της βασίλισσας, ενώ παράλληλα αποτελούσε το σπουδαιότερο διοικητικό κέντρο το οποίο είχε την γνωστή από τα ομηρικά έπη διάταξη:
  • Μεγάλη αυλή και κτίριο – μέγαρο που το συνθέτουν τρία μέρη η αίθουσα (η «λάμπουσα» του ομηρικού έπους), ο «πρόδομος» και ο «δόμος».
  • Οι στέγες του ήταν οριζόντιες, ή επικλινείς με κεραμίδια.
  • Οι τοίχοι του ήταν κτισμένοι από πέτρα (ξυλοδεσιές και πλίνθους) και στο εσωτερικό διέθετε μεγάλη, κτιστή, κεντρική εστία με πήλινη καπνοδόχο στην οροφή.
  • Περιβαλλόταν από διαδρόμους με πολλά δωμάτια και σκάλες που οδηγούσαν στον δεύτερο όροφο.
  • Υπήρχαν ακόμη και άλλα δωμάτια με ποικίλη χρήση, όπως: ξενώνες, λουτρά, αρχεία, αποθήκες, εργαστήρια.
Στους τοίχους του μεγάρου χρησιμοποιείται κονίαμα (άσβεστοκονίαμα) και συχνά ήταν στολισμένοι με πολύχρωμες τοιχογραφίες.

Η τεχνική αυτών των τοιχογραφιών αλλά και γενικότερα οι συμβατικοί κανόνες στη μυκηναϊκή ζωγραφική προέρχονται από την Κρήτη.

Οι άντρες ζωγραφίζονται καστανοκόκκινοι, οι γυναίκες άσπρες, ενώ τα πρόσωπα παριστάνονται σε κατατομή (προφίλ). Η προοπτική είναι άγνωστη, ενώ το σχέδιο, που παρουσιάζεται χωρίς λεπτομέρειες, έχει ζωντάνια και φυσικότητα.

Τα θέματα της ζωγραφικής όπως και της αγγειογραφίας είναι στερεότυπα: το κυνήγι, ο πόλεμος, οι τελετές, οι θρησκευτικές πομπές.

Τα χρώματα που χρησιμοποιούνται είναι διαφορετικά από την πραγματικότητα και τα σχέδια δείχνουν κάπως «αφηρημένα».

Μερικές τοιχογραφίες έχουν φυσικό μέγεθος ειδικά αυτές που παριστάνουν πομπές (π.χ. των γυναικών). Η σύγκριση τοιχογραφιών διαφορετικής προέλευσης και χρονολογίας αποδεικνύει πως υπάρχουν τόσες ομοιότητες αναμεταξύ τους που μας οδηγούν στο συμπέρασμα πως χρησιμοποιούσαν έτοιμα σχέδια (όπως γίνεται στις αγιογραφίες)11.

Από τις τοιχογραφίες συμπεραίνουμε ότι στον καθημερινό βίο η ενδυμασία των ανθρώπων μοιάζει με ιερατική στολή. Οι άνδρες φορούν χιτώνα (κοντύτερο από των γυναικών) με περίζωμα και μανίκια, φέρουν επίσης υψηλά υποδήματα και έχουν μαλλιά κοντά. Οι γυναίκες φορούσαν μακρύ άζωτο χιτώνα.12.

Οι μυκηναίοι καλλιέργησαν την τέχνη σ’ όλους τους τομείς.

Στην αρχή του μυκηναϊκού πολιτισμού δημιουργούνται κάποια ανάγλυφα, που είναι άτεχνα και πρωτόγονα13, παρ’ ότι σπουδαία ανάγλυφα συναντάμε στους σφραγιδόλιθους τους οποίους βρίσκουμε παρόντες από παλιά (από τον 16ο και 15ο αι π.Χ.),14 βέβαια δεν σώθηκαν πολλά δείγματα, αν και οι θολωτοί τάφοι έφεραν στα εξωτερικά μέρη γλυπτό διάκοσμο, χαρακτηριστικό δείγμα γλυπτικής αποτελεί το γιγαντιαίο ανάγλυφο από τα δύο όρθια λιοντάρια της πύλης των Μηκηνών (κατά το Εραλδικό πρότυπο).

Εξ’ ίσου σημαντική είναι και η τέχνη των μυκηναϊκών κοσμημάτων, η οποία συναγωνίζεται σε ποιότητα την μινωική τέχνη και την τέχνη της Ανατολής15.

Η τέχνη λοιπόν της χρυσοχοΐας είναι κομμάτι της ανεπτυγμένης μεταλλοτεχνίας που έδωσε καταπληκτικά δείγματα σε σφυρήλατα ή έκκρουστα αντικείμενα (αγγεία, κύπελλα και σκεύη) (π.χ. το κύπελλο του Βαφειού).

Σπουδαία επίσης υπήρξε η τεχνική της εμπίεστης διακόσμησης των όπλων και των αγγείων με μορφές και σχήματα κομμένα σε ελάσματα (χρυσά - αργυρά) και κολλημένα σε φόντο νιέλου, δηλαδή τοποθετημένα σ’ ένα κράμα αργύρου, χαλκού, μολύβδου, θείου και βόρακα, με χρώμα μολύβδου. Μ' αυτόν τον τρόπο αποδόθηκαν ζωντανές κάποιες σκηνές, πάνω σε εγχειρίδια που βρέθηκαν στο Βαφειό, στην Πρόσυμνα, στις Μυκήνες.

Οι Μυκηναίοι όμως υπήρξαν και θαυμάσιοι κατασκευαστές τεχνικών έργων, που οι αρχαιολόγοι ανακαλύπτουν στις ανασκαφές.

Δημιούργησαν λοιπόν, μεγάλους και αξιοθαύμαστους δρόμους (κυριολεκτικά ένα σπουδαίο δίκτυο), οδογέφυρες, φράγματα για την εκτροπή χειμάρων, σήραγγες για αποξηράνσεις, καταπληκτικά τείχη με μεγάλους πέτρινους όγκους, τους οποίους στις εισόδους ελάφρυναν με κουφιστικά τρίγωνα (πύλη λεόντων), κατασκεύαζαν επίσης υπόγειους διαδρόμους, οι οποίοι στις ακροπόλεις οδηγούσαν εκτός των τειχών όταν η πολιορκία το απαιτούσε.

Επίσης υπήρξαν δραστήριοι στο εμπόριο αφού τα προϊόντα τους (αγγεία, υφάσματα, κοσμήματα) εντοπίζονται τόσο στην Ανατολική Μεσόγειο (Ουγκαρίτ, Βύβλος, Παλαιστήνη, Ιορδανία), όσο και στην Αίγυπτο, ή στη Δύση (Λιπάρες νήσοι, Σικελία), αλλά και στην κεντρική Ευρώπη, απ’ όπου εισήγαγαν μέταλλα (πολύτιμα, χαλκό) και δούλους.

Η πνευματική εικόνα του μυκηναϊκού πολιτισμού η οποία μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα λόγω των ομηρικών κειμένων αποτυπώνεται στους μύθους, στην θρησκεία, την μουσική, την ποίηση, στην χρήση της γραφής.

Η καλλιέργεια της μουσικής συνδέθηκε με την ποίηση (έμμετρη απαγγελία, με την συνοδεία μουσικής) ενώ χρησιμοποιείται η λύρα (πεντάχορδη ή οκτάχορδη με στοιχειώδες ηχείο) η οποία μοιάζει με την μεταγενέστερη φόρμιγγα.

Η ποίηση καλλιεργήθηκε, παρ’ ότι στις χιλιάδες πήλινες πινακίδες, τις γραμμένες στην γραφή των Μυκηναίων (την Γραμμική Β΄), δεν σώθηκαν λογοτεχνικά κείμενα παρά «λογιστικά κείμενα» της διοίκησης.

Είναι όμως αναμφισβήτητο γεγονός ότι η ελληνική ποίηση του έπους ξεκίνησε αυτή την εποχή και οι σπουδαίες επικές μορφές της Ελληνικής μυθολογικής παράδοσης τραγουδήθηκαν τότε, ενώ τότε διαμορφώθηκαν και κάποιοι μύθοι της ελληνικής μυθολογίας, όπως υποστήριξε εύστοχα ο Nilson16, αφού ο πυρήνας της Ελληνικής μυθολογίας είναι μυκηναϊκός.

Οι θεοί των Μυκηναίων, ήταν ανθρωπόμορφοι, εκτός μερικών που ήταν ζωόμορφοι και κάποιων που παριστάνονταν ως τερατόμορφοι δαίμονες.

Στις πήλινες πινακίδες ανιχνεύουμε τα ονόματά τους.

Θεές: Ήρα, Αθηνά, Ποσειδάεια, Άρτεμη, Ιφιμέδεια, Ερινύς, Πότνια (;)

Θεοί: Ζευς, Ποσειδών, Ήφαιστος, Άρης – Ενυάλιος, Παιάων, Ερμής, Διόνυσος και ο Δεσπότης (;).

Οι θεοί απεικονίζονται συνήθως στις τοιχογραφίες αλλά και στα ειδώλια, ενώ η λατρεία τους γίνεται τόσο στα ανάκτορα, όσο και στα σπήλαια και περιλαμβάνει σπονδές, αιματηρές θυσίες και αναίμακτες.

Δεν υπήρχε λατρεία των νεκρών, όμως πίστευαν στην μεταθανάτια ζωή.

Οι νεκροί ενταφιάζονταν απευθείας στο χώμα, χρησιμοποιώντας ξύλινα φέρετρα, ή πήλινες λάρνακες.

Τους συνόδευαν με αντικείμενα π.χ. αγγεία, σκεύη, όπλα, κοσμήματα και τρόφιμα. Μερικές φορές τον νεκρό συνόδευαν και τα προσφιλή ζώα τους (σκυλιά, άλογα) π.χ. ο τάφος του Μαραθώνα.

Μετά την αποσάρκωση του νεκρού τα οστά πετιούνταν έξω και τα κτερίσματα ανήκαν στους συγγενείς, μάλιστα μπορούσαν να ξαναχρησιμοποιηθούν.

Στο τέλος της μυκηναϊκής εποχής καθιερώνεται σποραδικά και η καύση των νεκρών.

Συναντώνται τριών ειδών τάφοι: οι Λακοειδείς (παλαιότεροι τάφοι), οι Θαλαμοειδείς και οι Θολωτοί (τάφοι ανάκτων) που ήταν στρογγυλοί θάλαμοι κτισμένοι κατά τον εκφορικό τρόπο, με ογκόλιθους σε σχήμα οξυκόρυφο με κυκλικό θόλο17.

Η γλώσσα.

Το μυστικό της μυκηναϊκής γλώσσας απεκάλυψαν οι χιλιάδες πινακίδες που βρέθηκαν στην Κνωσό, στην Πύλο και στην Θήβα, οι οποίες αποκρυπτογραφήθηκαν από τον Βέντρις.

Οι Μυκηναίοι λοιπόν μιλούσαν Ελληνικά και ανήκουν σ’ εκείνα τα φύλα που αυτή την περίοδο κυριάρχησαν στην κεντρική και νότια Ελλάδα (Αχαιοί…).

Η μορφή της γλώσσας τους είναι κοντινή στην Αρκαδική διάλεκτο, αλλά δεν μπορούμε με ακρίβεια να την ανασυνθέσουμε, γιατί στην καταγραφή της χρησιμοποιήθηκε μια συλλαβογραφία, που ήδη χρησιμοποιούνταν για κάποια άλλη γλώσσα, η οποία είχε τους δικούς της φωνητικούς κανόνες (Γραμμική Α΄).

Δηλαδή τα σύμβολά της Γραμμικής Β΄ είναι συλλαβογράμματα που αποδίδουν αλλού περισσότερους και αλλού λιγότερους φθόγγους, απ’ όσους είχαν οι λέξεις ώστε αυτές να «παραμορφώνονται».

Μάλιστα επειδή οι πινακίδες, καταγράφουν λογιστικά, τυποποιημένα, κείμενα, που είναι βραχυγραφημένα, σύμφωνα με κάποια σταθερά πρότυπα, που ακολουθούσαν οι γραφείς, τους λείπει και η «γραμματική ποικιλία» αλλά και η «συντακτική συνοχή» που χαρακτηρίζει ένα οποιοδήποτε άλλο συνεχές κείμενο.

Η γραφή

Η γραφή των Μυκηναίων ονομάστηκε Γραμμική Β΄ και αποτελεί την μετεξέλιξη της μινωικής γραφής που ο Έβανς ονόμασε «Γραμμική Α΄», η οποία όμως είναι προσαρμοσμένη στην Ελληνική γλώσσα.

Τα κείμενά της γραφόνταν σε οριζόντιους στίχους από αριστερά προς τα δεξιά και χωρίζονταν αναμεταξύ τους με γραμμές.

Η γραφή αυτή (Γραμμική Β΄) αποτελείται από 87 σύμβολα, τα οποία αποδίδουν συλλαβές αποτελούμενες από σύμφωνα με φωνήεντα, αλλά και πέντε φωνήεντα (α,ε,ι,ο,ου). Μερικά από αυτά τα σύμβολα αντιστοιχούν σε διφθόγους, κάποια άλλα σε συλλαβές με δύο σύμφωνα και φωνήεν (πτε ..), ενώ κάποια άλλα είναι ιδεογράμματα και αποδίδουν «βραχυγραφικά» κάποιες έννοιες όπως: άνδρας, άλογο, πρόβατο. (εικόνα με τα σύμβολα)

Υπάρχουν βέβαια και τα αριθμητικά σύμβολα που διασώζονται σ' αυτές (για τις μονάδες, δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες), ενώ χρησιμοποιούνται επίσης μονάδες όγκου και βάρους.
 
Οι πινακίδες που μας διέσωσαν αυτήν την γραφή είναι πήλινες, αρχικά χαράχτηκαν σε νωπό πηλό, ο οποίος κατά την καταστροφή των ανακτόρων ψήθηκε από την πυρκαγιά και έτσι συμπτωματικά διατηρήθηκαν.

Το γεγονός αυτό, ότι ο άψητος πηλός χρησιμοποιούνταν ως υλικό γραφής, σημαίνει ότι πιθανόν να αξιοποιήθηκαν και κάποια άλλα πιο εύχρηστα υλικά γραφής π.χ. ξύλο, ή δέρμα…, έτσι κάποια άλλα κείμενα που πιθανόν να υπήρχαν εκεί (στα ανάκτορα) και να συντηρούνταν γραμμένα πάνω σε ξύλο, ή σε δέρμα, όπως φαίνεται καταστράφηκαν ολοσχερώς.

Αυτή λοιπόν είναι μια τεκμηριωμένη, αρχαιολογικά, «ανάπλαση» της οικονομικής, κοινωνικής και της πνευματικής ζωής των Αχαιών του Ομήρου, με βάση την ερμηνεία των ευρημάτων από τις ανασκαφές.

Τα ευρήματα που εντοπίζονται σε πολύ μακρινά σημεία της Μεσογείου, όπως στην Κύπρο, στην Ουγκαρίτ, στην Παλαιστίνη, στην Αίγυπτο, στην Σικελία… αποδεικνύουν την δυναμική παρουσία των μυκηναίων στην νότια Βαλκανική.

Οι επιστήμονες μελετώντας τα ευρήματα διαπιστώνουν ότι οι μυκηναίοι ταξίδεψαν στην νότια Ιταλία, στην Σικελία, στην Σαρδηνία, στην Ισπανία και πιθανόν μέχρι την Βρετανία.

Εμπορικές επαφές διατηρούσαν με την Αδριατική αλλά και πιο μακρινές ακόμη, με περιοχές του Ευξείνου Πόντου, τα Βαλκάνια, τις περιοχές του Δούναβη και την Βαλτική!

Τα τόσο μακρινά ευρημάτα δεν προκαλούν έκπληξη, αλλά θυμίζουν εκείνο τον στίχο του Ομήρου (Λ-20) που αναφέρει ότι ο Αγαμέμνονας ότι ήταν «ξακουστός στην Κύπρο», και γι' αυτό τον λόγο ο βασιλιάς «Κινύρις» του κάνει δώρο ένα θώρακα, ενέργεια που είναι αρκετά δηλωτική για τις σχέσεις που ανέπτυξαν οι Αχαιοί με άλλες περιοχές.

Η «ανάπλαση» του μυκηναϊκού κόσμου με βάση τις αρχαιολογικές μας γνώσεις, αποκαλύπτει πολλά για την σχέση του Ομήρου με την εποχή που περιγράφει στα έπη του.

Ήδη σ’ άλλο κεφάλαιο (για τον αφηγητή Όμηρο), θ’ αναφέρουμε σε τι επίπεδο τεκμηριώνεται αυτή η σχέση (γνώση), Ομήρου – μυκηναϊκής εποχής, αλλά και η σημαντική του απόκλιση («άγνοια»), από βασικά δεδομένα της, η οποία μας προβληματίζει.

Ενδεικτικά πρέπει να πούμε ότι η σχέση του ποιητή με τον μυκηναϊκό κόσμο ανιχνεύεται σε ζητήματα που δεν είναι τυχαία όπως π.χ. η προσφώνηση «άναξ» για τον ανώτατο άρχοντα και τους θεούς (όπως στις πινακίδες), οι περιγραφές των ανακτόρων και της δομής τους, οι αναφορές στην ανεπτυγμένη τέχνη και τα προϊόντα της (κοσμηματοποιία), οι πληροφορίες για την οπλοτεχνική («φάσγανον αργυρόηλον») και τα είδη των όπλων (ασπίδες, το κράνος από δόντια χοίρου…), τα πολεμικά άρματα και την χρήση τους, την μεταλλοτεχνία (τεχνικές κατεργασίας των ευγενών μετάλλων π.χ. του χρυσού), τα είδη των αντικειμένων καθημερινής χρήσης.

Τις μυκηναϊκές πινακίδες θυμίζουν επίσης, οι ομηρικές ονομασίες των θεοτήτων ή οι προσφωνήσεις τους («πότνια»), αλλά και τα πλούσια κτερίσματα των τάφων με τα πολλά όπλα που αντιστοιχούν κατά πολύ στους ομηρικούς χαρακτηρισμούς για «πολεμόχαρους» Αχαιούς (φιλοπόλεμη διάθεσή).

Ο Όμηρος λοιπόν, γνωρίζει στοιχεία της μυκηναϊκής εποχής και είναι βέβαιος για την ισχύ και τον πλούτο των Μυκηνών, ή για τα σπουδαιότερα μυκηναϊκά κέντρα, το Άργος, την Σπάρτη, την Πύλο, την Αθήνα, αγνοεί όμως βασικά στοιχεία όπως π.χ. την τέλεια γραφειοκρατική οργάνωση των ανακτόρων, τις τοιχογραφίες τους, τον καταμερισμό στην εργασία, την χαμηλή θέση του βασιλικού αξιώματος.

Η ομηρική «γνώση» όπως και η «άγνοια» του ποιητή είναι ένα σημαντικό θέμα που θα μας απασχολήσει αφού δεν περιορίζεται μόνο στα ήθη και στην ζωή των μυκηναίων αλλά απλώνεται και σ’ άλλα ζητήματα, εθνογεωγραφικά π.χ. την κατανομή λαών και φυλετικών ομάδων μέσα στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου κάτι που αποτελεί μια ενδιαφέρουσα παράμετρο στο ζήτημα της ιστορικότητας της Ιλιάδας.

Στην περίπτωση των Ελληνων (Αχαιών) μας ενδιαφέρει η ομηρική κατανομή των επιμέρους φυλετικών ομάδων στον χώρο της νότιας Βαλκανικής, όμως ελέγχοντας και τους αντιπάλους τους, τους Τρώες οι οποίοι συγκροτούν και εκείνοι συμμαχία διαπιστώνουμε ότι έχουμε μια ευρύτατη απογραφή λαών, που απλώνεται από την Θράκη έως τα βάθη της Μικράς Ασίας.

ΔΕΣ


----------------------
1. Αυτός αποτελεί ένα τμήμα του νεκροταφείου διότι τον 13ο αι κτίστηκε το δυτικό κυκλώπειο τείχος αποκόπτοντας το τμήμα του νεκροταφείου που εκτεινόταν έξω από τα τείχη.
2. J.Bury &R.Meiggs Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας 31σελ.
3. Οι ανασκαφές έδειξαν ότι κατοικήθηκε από πολύ παλιά από την Νεολιθική Εποχή, όμως άκμασε την Μυκηναϊκή περίοδο, (1600-1150). Κατά την αρχαιότερη ανακτορική περίοδο διακρίνεται ένα πρώτο ανακτορικό συγκρότημα με δύο κτίρια, μια κάτω Ακρόπολη και μια Άνω, τα οποία καταστρέφονται από σεισμό (Κάτω Ακρόπολη) 13ο αι και από πυρκαγιά της Άνω Ακροπόλεως, έτσι η περιοχή της ακρόπολης αναμορφώνεται τον 12ο αι .
Τα τείχη περιβάλλουν ολόκληρο τον λόφο δημιουργώντας ενιαία οχύρωση μιας περιοχής 20.000 τ.μ και το πλάτος του τείχους φτάνει μέχρι 8 μ ενώ το ύψος υπολογίζεται γύρω στα 13 μ, υπήρχαν δυο υπόγειες γαλαρίες που οδηγούν σε πηγές έξω από την ακρόπολη, ενώ στα νότια και τα αντολικά δύο μακρόστενοι διάδρομοι "σήραγγες" με τοξωτή αλλά οξυκόρυφη στέγη που την αποτελούν ογκόλιθοι οδηγούσαν σε τετράγωνα δωμάτια του τείχους.
4. Από τις ανασκαμμένες θέσεις υπολογίζεται ότι η πρώτη εγκατάσταση των Ελλήνων έγινε στις Ανατολικές παρυφές της Λάρισσας και στις πρόποδες του λόφου του λόφου του προφήτη Ηλία, όπου ανακαλύφτηκαν μεγάλης έκτασης θεμέλια μεγάλων ορθογώνιων και αψιδωτών κτιρίων σε κυκλική διάταξη και υποτίθεται πως έγινε οχύρωση ολοκλήρου του λόφου.
Ανακαλύφτηκε επίσης μυκηναϊκό κτίριο με τοιχογραφίες και στην ακρόπολη της Λάρισσας όπου βρέθηκε το ιερό του Δία και της Αθηνάς, εκεί στην βάση της οχύρωσης βρέθηκε παλιά κυκλώπεια οχύρωση ενσωματωμένη στις μεταγενέστερες οχυρώσεις, συνεπώς εκεί πιθανόν να βρισκόταν η ακρόπολη που χτίστηκε από τον Ακρίσιο .
5. Η κύρια είσοδος οδηγεί σε αυλή, στην συνέχεια ακολουθεί ο προθάλαμος που οδηγεί μέσα στο μέγαρο. Το κεντρικό δωμάτιο έχει διαστάσεις 12,90 Χ 11.00 και στο κέντρο του διαθέτει μεγάλη κυκλική εστία με τέσσερις κίονες, ενώ στο κέντρο του δεξιού τοίχου διακρίνονται τα ίχνη του θρόνου, (όπως και στην Τύρινθα), ενώ το πάτωμα ήταν στρωμένο με κονίαμα και χωρισμένο σε τετράγωνα με έγχρωμα γραμμικά σχέδια, ενώ οι τοίχοι έφεραν τοιχογραφίες.
6. Από αγγεία αργυρά, χάλκινα, πήλινα, δαχτυλίδια χρυσά, μια συλλογή σφραγιδόλιθων και ανάμεσα στα υπόλοιπα δύο περίτεχνα χρυσά κύπελλα με ανάγλυφες παραστάσεις .
7. Και πολυγωνικά τείχη του 13ου αι, που μοιάζουν με τα τείχη της Τύρινθας, ενώ βρέθηκαν ακόμη και πλούσιοι τάφοι του 14ου ,13ου αι.
8. χωρίς θεαματικά αποτελέσματα, όμως εκεί υπάρχει ένας από τους πιο καλοδιατηρημένους θολωτούς τάφους ο οποίος έχει καταπληκτική ομοιότητα με τον "Τάφο του Ατρέα" στις Μυκήνες. Στενή σχέση έχει και το οχυρό του Γλα με το διπλό του ανάκτορο και τα ισχυρά του τείχη κατά το πρότυπο της Αργολίδας ενώ αξιοθαύμαστο είναι το μεγάλο μυκηναϊκό έργο (14ος ή 13ος αι) της αποξήρανσης της λίμνης, το οποίο πραγματοποιήθηκε με κατάλληλους τάφρους, προχώματα και καταβόθρα ώστε να στραγγίζει τα νερά.
9. Οι αρχαιολόγοι για να μπορέσουν ν' ανασυνθέσουν πιο καθαρά την Εποχή του Χαλκού, την οποία καθόρισαν χρονικά από το 2800 π.Χ - 1100 π.Χ. συνδύασαν τα ευρήματα από τις ανεσκαμμένες θέσεις στην ηπειρωτική Ελλάδα, και απεφάνθησαν για τρεις περιόδους:

1. Πρωτοελλαδική περίοδος (Ι,ΙΙ,ΙΙΙ) 2800 -2000 π.Χ.
2. Μεσοελλαδική περίοδος (Ι,ΙΙ,ΙΙΙ) 2000 - 1580 π.Χ
3.Υστεροελλαδική περίοδος (Ι,ΙΙ,ΙΙΙ) 1580 - 1100 π.Χ

ΔΕΣ:

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ - ΠΡΩΤΟΪΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ


ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ

10. Και στην κεραμική που η μινωική μίμηση άλλοτε είναι πιστή και άλλοτε έχει έντεχνο χαρακτήρα, παράγοντας συνδυασμούς, έτσι και στην μεταλλοτεχνία η οι τρόποι (χρυσοκόλληση, έκκρουση, εσωτερική επένδυση, έλαση) και η τέχνη έχουν μινωική προέλευση, παράγοντας σκεύη που είναι πανομοιότυπα με τα μινωικά.
11. Στην αγγειογραφία οι μυκηναίοι μιμούνται τον μινωικό φυσιοκρατικό ρυθμό του 16ου αι γρήγορα, όμως οι παραστάσεις απλουστεύονται σε αφηρημένα εύκολα σχέδια και οι μορφές των ανθρώπων και των ζώων είναι απλά σκίτσα.
12. Τα υφάσματα ήταν μάλλινα - λινά, τα σκεύη τους ήταν πήλινα, μεταλλικά, ξύλινα, τα εργαλεία χάλικινα, λίθινα.
13. Προς το τέλος της ακμής ανήκουν τα χιλιάδες πήλινα ανθρωπόμορφα και ζωόμορφα ειδώλια, ένα ολόγλυφο κεφάλι και οι ταύροι από τον γλυπτό διάκοσμο του τάφου του Ατρέα.
Αξιόλογα ανάγλυφα έργα βρίσκουμε και στην ελεφαντουργία, ως διακοσμητικά όπλων, σκευών και επίπλων, όπου παριστάνουν ανθρώπους, ζώα, σφίγγες, των οποίων η τεχνοτροπία είναι επηρεασμένη ολοφάνερα από την Κρήτη και την Μέση Ανατολή.
14. Είναι γεγονός ότι υπάρχει Μινωική επιρροή. Οι τεχνίτες επιμένουν στην λεπτομέρεια των μορφών, ενώ από τον 14ο αι και μετά, οι όγκοι χάνουν την πλαστικότητά τους, τα σώματα κοιλαίνουν και τα σχήματα διαλύονται.
Λόγω της ατομικής χρήσης των σφραγίδων και της αναγκαίας διαφοροποίησής τους υπάρχει μια μεγάλη ποικιλία σφραγιδολίθων και σχεδίων, αφού καμία δεν είναι όμοια με κάποια άλλη.
Τα θέματά τους είναι άνθρωποι, ζώα, φυτά, σκηνές κυνηγιού, μάχης, μυθικά όντα και αποτελούν ένα είδος μικρογλυπτικής σε πολύτιμους λίθους και σε χρυσό.
15. Δαχτυλίδια (απλά ή με σφενδόνη), περιδέραια με διάφορες χάντρες, βραχιόλια, καρφίτσες …όλα ήταν χρυσά, ή από πολύτιμους λίθους, αργότερα χρησιμοποιούν και το χρωματιστό γυαλί.
Κατασκευάζονται όμορφα έκκρουστα, κοκκιδωτά, συρμάτινα, ή σμαλτωμένα, κοσμήματα, ενώ τα γυάλινα χύνονται σε καλούπι (σε πολλά σχήματα: λουλούδια, σπόροι, φύλλα…).
16. Nilson «Η μυκηναϊκή προέλευση της Ελληνικής Μυθολογίας»
17. Οι Λακοειδείς ήταν παλιότεροι τάφοι που έμοιαζαν με τετράπλευρους λάκους που έφεραν στην οροφή δοκάρια που πάνω έβαζαν κλαδιά και χώμα ή σχιστόπλακες.
Οι Θαλαμοειδείς ήταν υπόγεια δωμάτια στα οποία οδηγούσε κατηφορικός τάφρος. Μετά την ταφή η θύρα έκλεινε με ξερολιθιά και ο δρόμος γέμιζε με χώμα που το αφαιρούσαν πλέον όταν θα έκαναν την επόμενη ταφή.
Οι Θολωτοί ήταν οι τάφοι των Ανάκτων. Ήταν στρογγυλοί θάλαμοι κτισμένοι κατά τον εκφορικό τρόπο, με ογκόλιθους σε σχήμα οξυκόρυφο με κυκλικό θόλο. Έφεραν θύρα στην οποία κατέληγε ένα μακρύς διάδρομος και στο υπέρθυρο αυτής της εισόδου υπήρχε το κουφιστικό τρίγωνο .
Αυτοί ως κτίσματα ήταν αρκετά προσεγμένοι με καλή λιθοδομή, θύρες και προσόψεις με γλυπτό διάκοσμο (π.χ. ο τάφος του Ατρέα).