Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Τρῳάδες (634-685)

ΑΝ. ὦ μῆτερ, οὐ τεκοῦσα κάλλιστον λόγον,
635 ἄκουσον, ὥς σοι τέρψιν ἐμβαλῶ φρενί.
τὸ μὴ γενέσθαι τῷ θανεῖν ἴσον λέγω,
τοῦ ζῆν δὲ λυπρῶς κρεῖσσόν ἐστι κατθανεῖν.
ἀλγεῖ γὰρ οὐδὲν τῶν κακῶν ᾐσθημένος·
ὁ δ᾽ εὐτυχήσας ἐς τὸ δυστυχὲς πεσὼν
640 ψυχὴν ἀλᾶται τῆς πάροιθ᾽ εὐπραξίας.
κείνη δ᾽, ὁμοίως ὥσπερ οὐκ ἰδοῦσα φῶς,
τέθνηκε κοὐδὲν οἶδε τῶν αὑτῆς κακῶν.
ἐγὼ δὲ τοξεύσασα τῆς εὐδοξίας
λαχοῦσα πλεῖον τῆς τύχης ἡμάρτανον.
645 ἃ γὰρ γυναιξὶ σώφρον᾽ ἔσθ᾽ ηὑρημένα,
ταῦτ᾽ ἐξεμόχθουν Ἕκτορος κατὰ στέγας.
πρῶτον μέν, ἔνθα κἂν προσῇ κἂν μὴ προσῇ
ψόγος γυναιξίν, αὐτὸ τοῦτ᾽ ἐφέλκεται
κακῶς ἀκούειν, ἥτις οὐκ ἔνδον μένει,
650 τούτου παρεῖσα πόθον ἔμιμνον ἐν δόμοις·
ἔσω τε μελάθρων κομψὰ θηλειῶν ἔπη
οὐκ εἰσεφρούμην, τὸν δὲ νοῦν διδάσκαλον
οἴκοθεν ἔχουσα χρηστὸν ἐξήρκουν ἐμοί.
γλώσσης τε σιγὴν ὄμμα θ᾽ ἥσυχον πόσει
655 παρεῖχον· ᾔδη δ᾽ ἁμὲ χρῆν νικᾶν πόσιν,
κείνῳ τε νίκην ὧν ἐχρῆν παριέναι.
καὶ τῶνδε κληδὼν ἐς στράτευμ᾽ Ἀχαιικὸν
ἐλθοῦσ᾽ ἀπώλεσέν μ᾽· ἐπεὶ γὰρ ᾑρέθην,
Ἀχιλλέως με παῖς ἐβουλήθη λαβεῖν
660 δάμαρτα· δουλεύσω δ᾽ ἐν αὐθεντῶν δόμοις.
κεἰ μὲν παρώσασ᾽ Ἕκτορος φίλον κάρα
πρὸς τὸν παρόντα πόσιν ἀναπτύξω φρένα,
κακὴ φανοῦμαι τῷ θανόντι· τόνδε δ᾽ αὖ
στυγοῦσ᾽ ἐμαυτῆς δεσπόταις μισήσομαι.
665 καίτοι λέγουσιν ὡς μί᾽ εὐφρόνη χαλᾷ
τὸ δυσμενὲς γυναικὸς εἰς ἀνδρὸς λέχος·
ἀπέπτυσ᾽ αὐτὴν ἥτις ἄνδρα τὸν πάρος
καινοῖσι λέκτροις ἀποβαλοῦσ᾽ ἄλλον φιλεῖ.
ἀλλ᾽ οὐδὲ πῶλος ἥτις ἂν διαζυγῇ
670 τῆς συντραφείσης ῥᾳδίως ἕλκει ζυγόν.
καίτοι τὸ θηριῶδες ἄφθογγόν τ᾽ ἔφυ
ξυνέσει τ᾽ ἄχρηστον τῇ φύσει τε λείπεται.
σὲ δ᾽, ὦ φίλ᾽ Ἕκτορ, εἶχον ἄνδρ᾽ ἀρκοῦντά μοι
ξυνέσει γένει πλούτῳ τε κἀνδρείᾳ μέγαν·
675 ἀκήρατον δέ μ᾽ ἐκ πατρὸς λαβὼν δόμων
πρῶτος τὸ παρθένειον ἐζεύξω λέχος.
καὶ νῦν ὄλωλας μὲν σύ, ναυσθλοῦμαι δ᾽ ἐγὼ
πρὸς Ἑλλάδ᾽ αἰχμάλωτος ἐς δοῦλον ζυγόν.
ἆρ᾽ οὐκ ἐλάσσω τῶν ἐμῶν ἔχει κακῶν
680 Πολυξένης ὄλεθρος, ἣν καταστένεις;
ἐμοὶ γὰρ οὐδ᾽ ὃ πᾶσι λείπεται βροτοῖς
ξύνεστιν ἐλπίς, οὐδὲ κλέπτομαι φρένας
πράξειν τι κεδνόν· ἡδὺ δ᾽ ἐστὶ καὶ δοκεῖν.
ΧΟ. ἐς ταὐτὸν ἥκεις συμφορᾶς· θρηνοῦσα δὲ
685 τὸ σὸν διδάσκεις μ᾽ ἔνθα πημάτων κυρῶ.

***
ΑΝΤ. Μάνα, σωστός δεν είν᾽ αυτός ο λόγος·
κάτι θα πω κι εγώ που θα σ᾽ αρέσει.
Ανυπαρξία και θάνατος είναι ένα,
κι έτσι, από μια ζωή γεμάτη πίκρες
ανώτερο το θάνατο εγώ κρίνω·
δε νιώθεις το κακό, δεν έχεις πόνο·
μα απ᾽ τ᾽ αγαθά στη δυστυχία σαν πέσεις,
640 θυμάται τα παλιά η ψυχή και κλαίει.
Στον κόσμο ως να μην ήρθε η Πολυξένη,
πέθανε, συμφορά καμιά δεν ξέρει.
Εμένα, της ζωής μου τ᾽ όνειρο ήταν
ένα όνομα καλό· το βρήκα· κι όμως
την ευτυχία γι᾽ αυτό ίσα ίσα χάνω.
Ποιές αρετές ζητούν απ᾽ τη γυναίκα;
στου αντρός μου αυτές το σπίτι ακολουθούσα.
Οποιανής πρώτα πρώτ᾽ αρέσει το έξω,
βγάζει όνομα κακό, κι ας βρίσκει ή όχι
σ᾽ αυτό ψεγάδι ο κόσμος· τέτοιον πόθο
650 τον έδιωξα και σπίτι έμενα πάντα·
σε γυναικών κουσκουσουριές κλεισμένη
η πόρτα μου· κανόνιζα μονάχη
πώς να βαδίζω· δάσκαλός μου ο νους μου.
Στον άντρα μου μπροστά σιωπή, ησυχία·
ήξερα σε τί πράματα σωστό ηταν
τον άντρα να νικώ, και πότε πάλι
σ᾽ αυτόν ν᾽ αφήνω θα ᾽πρεπε τη νίκη.
Αυτών των αρετών μου η φήμη πήγε
ως τους Αχαιούς κι αυτό ήταν ο χαμός μου·
όταν με πιάσαν, τ᾽ Αχιλλέα ο γιος
γυναίκα του με θέλησε, και σκλάβα
660 πηγαίνω στων φονιάδων μας τα σπίτια.
Τη μορφή αν διώξω του Έχτορα απ᾽ το νου μου
και την καρδιά στο νέο μου άντρα ανοίξω,
άπιστη θα ᾽μαι στο νεκρό· αν το νέο
μισώ, θα ᾽χω του αφέντη μου την έχθρα.
Μια νύχτα, λένε, αρκεί για να λυγίσει
την αντιπάθεια πὄχει μια γυναίκα
για ενός αντρός τ᾽ αγκάλιασμα· το ξέρω·
για μέ είναι σιχαμένη όποια ξεχνάει
τον πρώτον άντρα κι άλλη αγάπη νιώθει.
Ως κι η φοράδα, αν βγει η συντρόφισσά της
670 απ᾽ το ζευγάρι, σέρνει δίχως κέφι.
Κι όμως το ζώο κατώτερη έχει φύση,
δεν έχει δα ούτε φρόνηση ούτε γλώσσα.
Άντρας δικός μου εσύ ᾽σουν, Έχτορά μου,
τρανός σε νου, γενιά κι αντρεία και πλούτη·
αγνή απ᾽ το πατρικό με πήρες σπίτι,
παρθενική μου η κλίνη εσένα εδέχτη·
και τώρα εχάθης, μ᾽ έπιασαν κι εμένα,
τα πλοία με παίρνουν σκλάβα στην Ελλάδα.
Τί ειν᾽ ο χαμός λοιπόν της Πολυξένης,
680 που τον θρηνείς, μπροστά στις συμφορές μου;
Και το στερνό που μένει στον καθέναν,
η ελπίδα, πάει για μένα, ούτε κι η πλάνη
δε με γελά πως φως θα δω μια μέρα·
κι όμως κι η ιδέα κάποια χαρά σού δίνει.
ΚΟΡ. Κοινή ᾽ναι η συμφορά μας· τα δικά σου
θρηνώντας πάθη λες και τα δικά μου.

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Οι διάλεκτοι της αρχαίας ελληνικής γλώσσας

8.4 Η κοινή νέα ελληνική γεννήθηκε από μια διάλεκτο

Η κοινή ομιλούμενη νέα ελληνική γλώσσα, η δημοτική, βασίστηκε λοιπόν σε μία διάλεκτο. Και αυτό έγινε για ιστορικούς λόγους, γιατί η συγκεκριμένη διάλεκτος ήταν «ισχυρή» σε σύγκριση με άλλες διαλέκτους λόγω του ιστορικού ρόλου των ομιλητών της. 

Αυτό λοιπόν που ονομάζουμε κοινή νέα ελληνική γλώσσα, η δημοτική, είναι μια αναβαθμισμένη διάλεκτος που γενικεύθηκε η χρήση της. Με ανάλογους τρόπους δημιουργήθηκαν και σε άλλες χώρες οι κοινές ομιλούμενες γλωσσικές τους μορφές. Η κοινή αγγλική βασίστηκε σε διαλέκτους την νότιας Αγγλίας, που αποτελούσε το «κέντρο» του αγγλικού κρά­τους. Η κοινή ιταλική βασίστηκε, για αντίστοιχους λόγους, σε διαλέκτους της βόρειας Ιταλίας, και μάλιστα σε διαλέκτους που χρησιμοποιήθηκαν στη λογοτεχνία και γι' αυτό απέκτησαν γόητρο. 

Μπορείτε λοιπόν τώρα να καταλάβετε τη διαφορά μεταξύ των νεοελληνικών διαλέκτων και της κοινής γλώσσας που μιλάμε όλοι μας. Η κοινή γλώσσα δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία από τις πολλές διαλέκτους η οποία, για λόγους ιστορικούς, ξεχώρισε από τις άλλες, αναβαθμίστηκε και κατέληξε να μιλιέται από όλους - έγινε κοινή.

Επειδή κάποιος δε σου έδωσε αρκετά, δε σημαίνει πως δεν αξίζεις τα πάντα

Ο άνθρωπος είναι μοναδικός. Το πρόβλημα είναι ότι δεν το γνωρίζει. Από τη στιγμή που γεννιέται προσπαθεί να μάθει τον εαυτό του μέσα από τους άλλους. Και φυσικά πρώτοι απ’ όλους είναι οι γονείς που συμβάλλουν στη δημιουργία της αυτοεικόνας του.

Εκφράσεις όπως «είσαι άχρηστος», «ο αδερφός σου είναι καλύτερος», «δεν μπορείς να κάνεις τίποτα σωστό» διαγράφονται στον ψυχισμό του παιδιού και μπορεί να τον ακολουθούν όλη του τη ζωή.

Έπειτα, μεγαλώνοντας, συναντάμε δασκάλους, φίλους, σχέσεις, οι οποίοι κι αυτοί με τη σειρά τους τροφοδοτούν την αυτοεικόνα μας.

Το αποτέλεσμα είναι ότι φτάνουμε σε κάποια ηλικία έχοντας μια υποτιθέμενη αντίληψη του εαυτού μας η οποία μπορεί να είναι εντελώς λάθος. Και το χειρότερο είναι ότι αισθανόμαστε τόσο σίγουροι για αυτή την εικόνα που αρχίζουμε να την υπηρετούμε.

Ξαφνικά γινόμαστε άχρηστοι, τεμπέληδες, ανίκανοι να κάνουμε πράγματα στη ζωή μας. Και έτσι έρχεται μια ώρα που νιώθουμε συντετριμμένοι και αρχίζουμε να αναζητούμε απαντήσεις.

Αρχίζουμε την ψυχοθεραπεία, μπαίνουμε σε ομάδες αυτογνωσίας, διαβάζουμε, μελετάμε, ταξιδεύουμε. Και όλα αυτά γιατί; Γιατί μέσα μας υπάρχει κάτι που αντιδρά σε αυτή την ψεύτικη αυτοεικόνα που υπηρετούμε.

Και σιγά – σιγά αρχίζουμε να «ξεφλουδίζουμε» την προσωπικότητά μας και προχωράμε προς τα μέσα σε ένα ταξίδι γνωριμίας με τον πραγματικό μας εαυτό. Και εκεί, σε αυτό το ταξίδι αρχίζουμε να κατανοούμε ότι αυτό που φαινόταν σαν «ο χαρακτήρας μας», ήταν απλά προγράμματα καλά φυτεμένα στον εγκέφαλό μας και αρχίζουμε την προσπάθεια να τα ξεφορτωθούμε.

Αυτός είναι ένας αγώνας που μπορεί να μην τελειώσει ποτέ. Και όλη αυτή η προσπάθεια, γιατί; Επειδή κάποιος μας είπε ότι δεν αξίζουμε όταν εμείς ήμασταν ευάλωτοι; Επειδή κάποιος μας φέρθηκε υποτιμητικά και πιστέψαμε ότι έτσι πρέπει να μας φέρονται όλοι;

Την επόμενη φορά λοιπόν που κάποιος δεν θα σας φερθεί όπως σας αξίζει, υπερασπιστείτε τον εαυτό σας, προστατέψτε τα όριά σας και μην επιτρέψετε στον εαυτό σας να υιοθετήσει οτιδήποτε από όλα αυτά.

Μην ξεχνάτε ότι οι μεγαλύτερες προσωπικότητες που άλλαξαν τον κόσμο ήταν άνθρωποι οι οποίοι απορρίφθηκαν επανειλημμένως, και όμως δεν το έβαλαν κάτω. Επέμειναν στο όνειρό τους, στο όραμά τους… και τα κατάφεραν!

Ίσως η απόρριψη είναι ο τρόπος που η ζωή δοκιμάζει την αποφασιστικότητά μας να υλοποιήσουμε τα όνειρά μας. Ίσως είναι ένα τεστ για να αποδείξουμε ότι όντως αξίζουμε τα πάντα!

Αγάπη είναι να ξαναγεννιέμαι με ένα σου χαμόγελο

Η αγάπη είναι φλόγα, σε ζεσταίνει, γεμίζει την ψυχή μας με τρυφερότητα, γαλήνη και φως. Πάντα εκεί που νιώθεις πως σε αγαπούν αληθινά εκεί αναζητάς να πηγαίνεις. Το πιο μεγάλο, το πιο ασφαλές καταφύγιο και δύναμη μαζί είναι μονάχα η αγάπη.

Σε μια ιστορική ταινία όταν γινόταν μια μεγάλη φυσική καταστροφή, απέμειναν δύο ήρωες μονάχοι στο τέλος. Αφού είχαν παλέψει με όλες τους τις δυνάμεις να κρατηθούν στη ζωή και να επιβιώσουν ήξεραν πως σε λίγο θα τελείωναν όλα αναπόφευκτα. Ένα τεράστιο κύμα ήταν έτοιμο να τους καταποντίσει κι όμως εκείνοι σε μια στιγμή έζησαν όχι απλώς μια ζωή αλλά μια αιωνιότητα. Κέρδισαν την αθανασία γιατί η αγάπη σε κάνει αθάνατο, η αγάπη μένει εις τον αιώνα.

Κοιτάχτηκαν στα μάτια ο άνδρας κι η γυναίκα που αγαπιόντουσαν κι έδωσαν το πιο τρυφερό φιλί την ώρα που το κύμα θα έπεφτε επάνω τους. Δεν κοίταζαν το χάος, τον τρόμο, την καταστροφή που ερχόταν απειλητικά επάνω τους αλλά κοίταζαν ο ένας το πρόσωπο του άλλου. Έβλεπαν στα μάτια τους τον αντικατοπτρισμό του έρωτά τους κι αυτόν τον έρωτα κανένα κύμα κι κανένας θάνατος δεν μπορούσε να τον σβήσει γιατί δεν του το επέτρεπαν οι ίδιοι.

Πόσο όμορφο παράδειγμα για τα ζευγάρια στις δυσκολίες και στις δοκιμασίες της ζωής να μην λυγίζουν, να μην απελπίζονται αλλά να κρατούν ο ένας το χέρι του άλλου σαν να κρατούν τον πιο πολύτιμο θησαυρό. Να προχωρούν μαζί με πίστη, αισιοδοξία και εμπιστοσύνη στο μέλλον.

Ενεργητική ακρόαση στην συντροφικότητα

Αν στα μάτια σου και στο χαμόγελο σου ξαναγεννιέμαι όλος ο κόσμος είναι παράδεισος μονομιάς. Σίγουρα θα υπάρξουν διαφωνίες αλλά υπάρχει τρόπος να επιλυθούν κι ο πιο εποικοδομητικός είναι ο διάλογος με σεβασμό και η ενεργητική ακρόαση.

Χρειάζεται να μάθω να ακούω με την καρδιά μου και με όλη μου την προσοχή για να νιώθεις πως σε αγαπώ και νοιάζομαι αληθινά για εσένα και τα συναισθήματά σου. Μου είσαι πολύτιμη/ος. Τι όμορφο τα ζευγάρια κάθε ημέρα να προσπαθούν να θυμούνται και να καταγράφουν κάπου που να μπορούν να βλέπουν συχνά όλα εκείνα τα θετικά στοιχεία που τους έκαναν αρχικά να ερωτευτούν τον άνθρωπό τους.

Σε κάθε βλέμμα του ανθρώπου που αγαπά σκιρτά η ψυχή του και αποπνέει την τρυφερότητα που πλημμυρίζει και τρέφει την καρδιά του. Αγαπώ σημαίνει εμπιστεύομαι, νοιάζομαι, συμπαραστέκομαι, προσφέρω, ακούω. Αγαπιόμαστε σημαίνει από το εγώ πορευόμαστε στο εμείς.

Το χαμόγελο όπως αποδεικνύουν και ψυχολογικές έρευνες και μελέτες ομορφαίνει τη ζωή μας και μας προσφέρει άπλετη χαρά τόσο σε εμάς τους ίδιους όσο και στους ανθρώπους γύρω μας. Θυμήσου πως με ένα σου χαμόγελο η ζωή αποκτά και πάλι χρώμα και οι άνθρωποι γύρω σου παίρνουν δύναμη και θάρρος.

Επένδυση στην αυθεντική επικοινωνία

Στη σημερινή σύγχρονη εποχή των μεγάλων τεχνολογικών εξελίξεων η ανθρώπινη διαπροσωπική επικοινωνία πολλές φορές γνωρίζει διακυμάνσεις και προβλήματα. Πολλοί άνθρωποι ιδιαίτερα τώρα στην περίοδο της καραντίνας λόγω του κορωνοϊού αισθάνονται απομονωμένοι, νιώθουν πως κανείς δεν νοιάζεται πραγματικά για αυτούς. Αυτό μας φέρνει αντιμέτωπους με μια νέα πραγματικότητα. Είναι η ιδανική εποχή να επενδύσουμε στην αγάπη και στην αυθεντική επικοινωνία με γνώμονα την άνευ όρων αποδοχή και την ενσυναίσθηση.

Ο κόσμος είναι πανέμορφος για όσους μαθαίνουν να βλέπουν με ευγνωμοσύνη τη ζωή και να μοιράζονται προσφέροντας με ελπίδα και καλοσύνη. Στην αγάπη δεν περιμένεις εύσημα κι ανταπόδοση. Η αγάπη είναι το μεγαλύτερο δώρο από μόνη της. Πας να προσφέρεις και διαπιστώνεις πως τελικά σου χαρίστηκε απλόχερα το πιο σπουδαίο δώρο.

Ενσυναίσθηση στη συντροφικότητα

Όταν δύο άνθρωποι φροντίζουν και προσπαθούν να ομορφαίνουν ο ένας τη ζωή του άλλου καθημερινά τότε κάθε στιγμή τους θα είναι γιορτή. Ακόμη και οι δυσκολίες θα ενδυναμώνουν τον μεταξύ τους άρρηκτο σύνδεσμο της αγάπης. Είναι θείο δώρο να αισθάνεσαι πως ο άνθρωπος σου προσπαθεί πραγματικά να σου δείξει ενσυναίσθηση, να καταλάβει τον τρόπο που σκέφτεσαι, τα συναισθήματα, τα όνειρα, τους στόχους σου κι εσύ το ίδιο πράττεις για αυτόν.

Έτσι η σχέση γίνεται φυτώριο αγάπης, τρυφερότητας και η συμπόρευση είναι ένα ταξίδι που το απολαμβάνουν κι οι δύο με όλη τους την καρδιά και τις αισθήσεις.

Αγαπώ σημαίνει εξελίσσομαι και επιχειρώ να είμαι διαλλακτικός. Δεν μένω προσκολλημένος σε δικές μου θέσεις και απόψεις αλλά μπορώ να αφήνω χώρο και χρόνο για τον άνθρωπο μου να ζει ελεύθερα και να μπορεί να μου εκφράζεται ανοιχτά χωρίς φόβους και προκαταλήψεις για όλα τα θέματα.

Η αγάπη είναι συνάντηση

Χρειάζεται να υπάρχει ψυχοσωματική ένωση, να αγκαλιάζονται οι ψυχές και τα σώματα και οι καρδιές να γίνονται μια.

Η προσπάθεια να επενδύσουμε στην αυτογνωσία αλλά και σε μια υγιή συντροφικότητα και συζυγία μπορεί να προσφέρει ψυχοσωματική ευεξία στη ζωή όλων μας.

Οι ψυχές που αγαπιούνται καλούνται να συμπορεύονται και να προσπαθούν για την αρμονική και εποικοδομητική συνέξελιξη τους. Τίποτα δεν μένει στάσιμο κι όλα χρειάζονται και τη δική μας προσπάθεια. Η συντροφικότητα αποζητά την προσοχή μας, τη ζεστή αγκαλιά και το χαμόγελο μας.

Η αγάπη χρειάζεται αρετή, τόλμη και πίστη. Να μπορέσουμε να συνδεθούμε με την πιο ευαίσθητη πλευρά του εαυτού μας, να κάνουμε βουτιά στα ενδόμυχα της ψυχής μας. Μπορεί στην αρχή κάτι τέτοιο να μας τρομάζει αλλά είναι μια απελευθερωτική πορεία που συνεχώς μας βοηθά να γνωρίζουμε τον εαυτό μας και να συμφιλιωνόμαστε με εμάς τους ίδιους όλο και πιο πολύ.

Η αγάπη σε κάνει να ξαναγεννιέσαι με μια τρυφερή αγκαλιά και να ανασταίνεσαι μόνο με ένα βλέμμα!

Τα αντίποινα της ψυχής: Πώς γινόμαστε οι αυτουργοί της μοναξιάς μας και του συναισθηματικού κενού

«Η μοναξιά για την ψυχή είναι ότι η πείνα για το σώμα» Μια λέξη, πόσο μάλλον συναισθηματική, ποτέ δεν έρχεται μόνη της. Ακόμα και η λέξη «μοναξιά» χρειάζεται κάποιον που να υποφέρει από αυτήν. Η μοναξιά συνιστά μια υποκειμενική αίσθηση, μοναδική για τον καθένα.

Η οργάνωση σε ομάδες και η μοναξιά

Η πεποίθηση ότι ο άνθρωπος που βιώνει μοναξιά είναι απομονωμένος στο σπίτι του, μελαγχολικός δίχως ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον εαυτό του και τους άλλους χάνει τη δόξα της, καθώς πολλά ζευγάρια, οικογένειες και φιλικές παρέες, ενώ βρίσκονται μαζί και μοιράζονται τον χωροχρόνο τους, αισθάνονται αποπνικτικά μόνοι.

Παρατηρείται συχνά πόσο μοναχικοί και απομονωμένοι αισθάνονται οι άνθρωποι, παρόλο το γεγονός που συμβιώνουν με άλλους ή έχουν μια επαρκή κοινωνική δικτύωση.

Παντρεμένα ζευγάρια, επιτυχημένοι καριερίστες και ταλαντούχοι επαγγελματίες, αναφέρουν με αυξητική τάση μια οδυνηρή αίσθηση αποσύνδεσης και αποξένωσης.

«Ο εξαναγκασμός για απομόνωση είναι και η πιο επώδυνη συνθήκη μοναξιάς»

Αποτελεί πλέον ιστορικά αποδεδειγμένο ότι η επιβίωση του ανθρώπου στηρίζεται στην οργάνωσή του σε ομάδες, προσδίδοντας στο άτομο ταυτότητα, ασφάλεια και ψυχική ευημερία.

Επειδή όμως πάντα στη ζωή ανασύρονται μεγάλοι κίνδυνοι πίσω από τους οποίους η απειλή της μοναξιάς καραδοκεί, ο άνθρωπος ενστικτωδώς παλεύει να κρατήσει γερή την αλυσίδα που τον συνδέει με την ομάδα του, κάνοντας ότι περνάει από το χέρι του για να γίνεται αποδεκτός, και να νιώθει προστατευμένος και σημαντικός. Ο χωρισμός από την ομάδα, προβλέπει μια θλίψη τόσο επώδυνη που κλονίζει τον υπαρξιακό πυρήνα της ζωής.

Απομόνωση και ένστικτα επιβίωσης

Ειδικότερα, όταν η μοναξιά δεν αποτελεί επιλογή δική μας, πυροδοτούνται αισθήματα δυσφορίας, σύγχυσης, άγχους, κατάθλιψης και ανασφάλειας. Η πανδημία του κορωνοϊού σηματοδοτεί το πιο πρόσφατο αντιπροσωπευτικό και βαθιά βιωματικό γεγονός για τον εγκλεισμό του ανθρώπου, το οποίο επικυρώνει όλο τον συναισθηματικό μαραθώνιο που αναγκάζεται να τρέξει κανείς μέχρι τέλους.

Δεν είναι τυχαίο που η σκληρότερη ποινή στη φυλακή είναι ο εγκλεισμός του ατόμου σε κελί απομόνωσης. Επίσης, σε ορισμένες φυλές η πιο βάρβαρη τιμωρία είναι ο αποκλεισμός από την ομάδα, γεγονός που σπρώχνει το άτομο σε γρήγορο και επώδυνο θάνατο.

Είναι τυχαία η έκφραση «όποιος βγαίνει από το μαντρί τον τρώει ο λύκος»; Πόσα υπαρξιακά ερωτήματα έχουν ειπωθεί όπως «Θα πεθάνω μόνος μου»; Πώς αναπληρώνεται, άραγε, η μοναξιά σε μικρά παιδιά που έχασαν τους γονείς τους εξαιτίας ενός ατυχήματος, μιας ασθένειας ή εξαφάνισης;

Η μοναξιά, λοιπόν, που εισβάλει στη ζωή μας με εξαναγκαστικό ύφος, χωρίς να μας ρωτήσει είναι και η πιο επώδυνη.

Γαντζωμένοι στα δίχτυα «έχω»

Ο ατομισμός αναπαράγεται και διαφημίζεται μέσω μιας ρητορικής που όχι μόνο μας παραπλανεί και μας πείθει για μια ευτυχέστερη ζωή αλλά και μας απομαγνητίζει από τον πυρήνα της ύπαρξής μας.

Συγχέουμε το «είμαι» με το «έχω»

Πλαστές επιθυμίες και ανάγκες πλακώνουν τις φυσικές και αυθεντικές ανάγκες. Όσο περισσότερες είναι οι ευκολίες τόσο περισσότερο φουντώνει η σπίθα του ανικανοποίητου που δύσκολα ελέγχεται και της φιληδονίας, που η γεύση της εθίζει και θεωρείται απαραίτητη.

«Θέλω αυτό, θέλω εκείνο αλλά το άλλο είναι καλύτερο», «Πώς θα ζήσω εάν δεν το έχω; Πώς θα με βλέπουν οι άλλοι;»

Αχ, αυτοί οι άλλοι! Αυτοί οι άλλοι που είναι το άλλο μας μισό!

Η ιδιαίτερη βαρύτητα που δίνεται στην ατομικότητα, την αυτάρκεια και την αυτονομία με την επαναστατική φιγούρα της τεχνολογίας έχει διεγείρει σε πολλούς ανθρώπους την μοναξιά και την απομόνωση.

Συνυπάρχουμε με τους υπολογιστές, γινόμαστε εραστές των κινητών μας και οι πιο πιστοί φίλοι των social media, φουντώνοντας την επιδημία μοναξιάς στην κοινωνία μας. Σαν να προσλαμβάνουμε άλλα σημαντικά αντικείμενα αφού έχουμε απολύσει το υποκείμενο, το εγώ. Αυτό συμβαίνει τόσο εμπειρικά, μέσα από τη ζωή, όσο και ερευνητικά μέσα από την μελέτη της επίδρασης του ατομισμού, της νέας κουλτούρας στον εαυτό και την κοινωνία.

Υποκατάστατα εαυτού

Ο εγκλωβισμός του σύγχρονου ατόμου στην ειδωλοποίηση της εικόνας και ο καταιγισμός των αναρίθμητων «πρέπει» για επένδυση στο «φαίνεσθαι» οδηγούν τελικά στην στέρηση του πραγματικού εαυτού. Η κατάσταση αυτή μοιάζει σαν να εθίζεται ο άνθρωπος με «υποκατάστατα εαυτού», διότι δεν του αρέσει ή έχει πεισθεί ότι δεν του αρέσει ο εαυτός του.

Όσο λιγότερο, λοιπόν, μοιραζόμαστε τις αληθινές και αυθεντικές πτυχές του εαυτού μας, τόσο περισσότερο παγιδεύουμε εμείς οι ίδιοι την ελευθερία μας σε μια φυλακή, βιώνοντας το κενό και συνεπώς την μοναξιά.

Οι ιλιγγιώδεις ρυθμοί ζωής του σήμερα, μας βαραίνουν διαρκώς με νέους ρόλους, υποχρεώσεις, περιορισμούς και καθήκοντα με αποτέλεσμα να διαθέτουμε όλο και λιγότερο ποιοτικό χρόνο για τον εαυτό μας. Αυτό συνιστά ένα πραγματικό εμπόδιο στο να αναζητήσουμε το γνήσιο «είναι» μας και την ευτυχία και να αποφύγουμε την αλλοτρίωση και την αποξένωση.

Το σημείο ισορροπίας

Ειδικότερα, στον επαγγελματικό χώρο πολλά άτομα που διακατέχονται από έντονο ανταγωνισμό και ηγετικές τάσεις, προτιμούν να «παγώσουν» ή να θυσιάσουν κάποιες από τις αρχές τους στο βωμό του χρήματος, του συμφέροντος και του ατομικού κέρδους, κάτι που δεν οδηγεί απαραίτητα στην αυτό-ικανοποίηση και την συναισθηματική πληρότητα.

Όσο βοηθητικά και αν είναι τα μέσα που διαθέτουμε στην σύγχρονη εποχή και μας εξυπηρετούν σε πολλές πλευρές της καθημερινότητας, σίγουρα δεν είναι τόσο ισχυρά ώστε να αντιστρέψουν την φυσική λειτουργία των γονιδίων μας και τις ενστικτώδεις παρορμήσεις και επιθυμίες για κοινωνικοποίηση και ανθρώπινη επαφή.

Το μυστικό είναι η ισορροπία μεταξύ του εξωτερικού με τον εσωτερικό μας κόσμο

Όλα αυτά είναι μια κοινότυπη αλήθεια που εδώ και πολύ καιρό έχει επιβεβαιωθεί. Πρακτικά όμως είναι δύσκολο να εφαρμοσθεί. Δεν μπορούμε ξαφνικά να αφαιρέσουμε τα κινητά και όλες τις ανέσεις από τη ζωή μας, προκειμένου να έρθουμε σε επαφή με τον εαυτό μας. Κανείς δεν το θέλει αυτό. Το μυστικό όμως είναι η επίτευξη της ισορροπίας μεταξύ του εαυτού μας και της κουλτούρας αυτής. Να μάθουμε εμείς να την χειραγωγούμε και όχι αυτή να έχει το πάνω χέρι σε εμάς.

Λύνεται η εξίσωση της μοναξιάς;

Είναι δύσκολο να ερμηνεύσουμε το σύμπλεγμα της μοναξιάς στον άνθρωπο. Η γονιδιακή προδιάθεση, οι περιβαλλοντολογικές συνθήκες, τα προσωπικά βιώματα, η ιδιοσυγκρασία, τα παιδικά τραύματα και η ανασφαλής προσκόλληση του βρέφους/παιδιού με την μητέρα, σηματοδοτούν την ευαλωτότητα του ατόμου απέναντι στην μοναξιά και την ένταση με την οποία τη βιώνει.

Η μοναξιά μπορεί να μπει αιφνίδια στη ζωή ή λόγω κάποιων συνισταμένων σταδιακά να αναπτύσσεται. Μπορεί να είναι εσκεμμένη, θέλοντας κάποιος να αποσυρθεί αυτοβούλως, μπορεί να είναι μια ασυνείδητη τάση χωρίς να καταλαβαίνει το άτομο γιατί απομονώνεται, μπορεί να είναι εξαναγκαστική από τους άλλους, μπορεί να είναι μια αμυντική αντίδραση, μπορεί να είναι η ανασφάλεια και το αίσθημα κατωτερότητας, μπορεί να είναι μια ένδειξη ότι το άτομο ζητάει την προσοχή και την φροντίδα του άλλου, μπορεί να είναι ο,τιδήποτε για τον καθένα.

Κοινά χαρακτηριστικά μοναχικών ανθρώπων

Παρόλο που υπάρχουν ποικίλοι λόγοι για να βιώσουμε μια αίσθηση μοναξιάς και απομόνωσης, τα μεγαλύτερα ποσοστά μοναχικών ανθρώπων που έρχονται στην ψυχοθεραπεία μοιράζονται ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά.

«Τίποτα δεν έχει την δύναμη να μας απομονώσει, παρά μόνο τα μυστικά μας»

Άραγε, φταίμε εμείς; Φταίνε οι άλλοι για την μοναξιά μας;

Υπό το φως των παρακάτω συνηθισμένων περιπτώσεων μπορούμε να προχωρήσουμε και οι ίδιοι σε μια αυτό-αξιολόγηση για το τι θα μπορούσε να μας οδηγήσει στην απομόνωση και την μοναξιά.

Ο ρόλος της κριτικής στη μοναξιά

Ασκούμε κριτική στους άλλους.

«Οι άνθρωποι που ασκούν κριτική, κατά βάθος τρέχουν να προλάβουν την κριτική των άλλων»

Η κριτική είναι ένας παράγοντας που πολλές φορές οδηγεί σε διάρρηξη σχέσεων. Η κριτική είναι η ομπρέλα που στεγάζει συμπληρωματικούς τύπους συμπεριφοράς, όπως η περιφρόνηση, η αποδοκιμασία και η επιθετικότητα.

Ασκώντας κριτική είναι πιθανό η κατάσταση να λάβει προεκτάσεις λεκτικής βίας, αποθαρρύνοντας τον δέκτη μέσω «ενός συναισθηματικού στριμώγματος». Η έντονη κριτική μεταξύ των ανθρώπων μπορεί να εκτοξεύσει τα επίπεδα εγωισμού και ισχυρογνωμοσύνης, γεγονός που παραλύει τη δυνατότητα επικοινωνίας και λύσης οποιουδήποτε προβλήματος.

Συνεπώς, ο δέκτης τι θα μπορούσε άλλο να κάνει παρά να εγκαταλείψει το πεδίο μάχης; Συνήθως φεύγει. Έτσι, καταλήγουμε μόνοι μας με μοναδικό υποστηρικτή τον εαυτό μας.

Η ανατροφή μας, μια αποθήκη πόνου

Πολλοί από εμάς έχουν γαλουχηθεί με επώδυνη κριτική, η οποία έχει καταστήσει τον συναισθηματικό μας πυρήνα τοξικό τρέφοντας εσφαλμένες πεποιθήσεις, πράγμα που απειλεί την ψυχική και κοινωνική πρόοδο. Εφόσον, λοιπόν, η τάση για κριτική έχει περάσει στο αίμα μας μέσω των γονιών μας, μπορεί να αντιδρούμε στην κριτική χτυπώντας το άτομο που μας έχει επικρίνει.

Από την άλλη πλευρά, η αίσθηση κριτικής στην ενήλικη ζωή μας, μπορεί να δημιουργήσει μια αποθήκη πόνου που μας κάνει να θέλουμε να αποσυρθούμε κάθε φορά που ερχόμαστε αντιμέτωποι με επεισόδια κριτικής από άλλους. Και στις δύο περιπτώσεις, της επίθεσης ή της απόσυρσης, καταλήγουμε απομονωμένοι, εφόσον έχουμε κλείσει την πόρτα στους άλλους.

Συνεπώς, κάθε δυνατότητα να χτίσουμε οικειότητα και αμοιβαία επικοινωνία καταρρέει, διότι ξεχνάμε να ακούμε πραγματικά τον άλλον, να δείχνουμε ενσυναίσθηση και τέλος καταρρίπτουμε τη σπουδαία σημασία της αποδοχής. 

Αναγνωρίζοντας τις προσωπικές μας ανάγκες

Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να γινόμαστε πιο προσεκτικοί όταν είμαστε επικριτικοί, παρατηρώντας τα συναισθήματα και τις ανεκπλήρωτες ανάγκες που διέπουν το υπόβαθρο των κριτικών μας. Αντί να πούμε στον σύντροφό μας με έντονο τόνο ότι ποτέ δεν είναι διαθέσιμος ή ότι η εργασία τους είναι πάντα πιο πάνω από τη σχέση μας, μπορούμε να το παραδεχτούμε στον εαυτό μας και να αποκαλύψουμε τη μοναξιά μας, που αυτό μας ωθεί να αναζητήσουμε μια τρυφερή αγκαλιά - ή μια ειλικρινή συνομιλία.

Καθώς αντικαθιστούμε την κριτική με μια πιο ευαίσθητη και αυθεντική έκφραση των τρυφερών συναισθημάτων μας, είναι πιο πιθανό να προσελκύσουμε τον σύντροφό μας, χωρίς να τον απορρίπτουμε, όπως και τα υπόλοιπα άτομα που μας συνοδεύουν στη ζωή.

Γεννώντας στους άλλους την ντροπή

Η επικριτική στάση είναι τοξική επειδή ερεθίζει το αίσθημα της ντροπής.

Πολλοί από εμάς ίσως να ανατράφηκαν με μια νοητική αίσθηση ότι μειονεκτούμε, ότι είμαστε δυσκίνητοι σε διάφορους τομείς, αδιόρθωτοι και ποτέ δεν κάνουμε αυτό που πρέπει. Έτσι, έχουμε ελλοχεύσει ένα γνωστικό σχήμα για τον εαυτό μας που συνεχώς μας ψυθιρίζει ότι κάτι πάει στραβά με εμάς. Όταν κάποιος μας επικρίνει, μπορεί να επιστρέψουμε «στο κακό παιδί» - αυτό δηλαδή που δεν μπορεί ποτέ να κάνει τίποτα σωστό. Έτσι, καλλιεργείται ένα αίσθημα κατωτερότητας, ανεπάρκειας και ανασφάλειας.

Η ντροπή είναι ένα εξαιρετικά επίπονο συναίσθημα που μας απομονώνει. Κρύβει την αρνητική αμηχανία και την επιθυμία να κρυφτούμε ή να εξαφανιστούμε. Όταν ενεργοποιείται, μας υπενθυμίζει τον «ελαττωματικό μας εαυτό», αυτόν που μας έχουν μάθει, ξυπνώντας όλες τις συναισθηματικές μνήμες του παρελθόντος. Οι άνθρωποι όσο επώδυνα και αν βιώνουν την ντροπή απέναντι στα βλέμματα των άλλων, προσπαθούν να εκμαιεύουν τρόπους ώστε να αποσυνδέονται από αυτήν.

Το τραύμα της ντροπής

Ορισμένοι περιγράφουν την ντροπή ως μορφή τραύματος. Η ώθηση μας είναι να το αποφύγουμε απενεργοποιώντας - ή μετατοπίζοντας την ντροπή στο άλλο άτομο, κατηγορώντας το ώστε να θρέψουμε θυμό και αρνητικά συναισθήματα. Η μεταβίβαση ντροπής στο άλλο πρόσωπο αποτελεί ένα φυσικό αντανακλαστικό της ντροπής και μια μέθοδο που φαινομενικά ανακουφίζει το άτομο από το αίσθημα της ντροπής.

Η Ντροπή επίσης φέρνει πολλές φορές και απέχθεια για τον άλλον. Η εσωτερική άρνηση να νιώσουμε και να βιώσουμε την ντροπή αλλά και να συνεργαστούμε με αυτήν θεωρείται καταλύτης για μεγάλο μέρος της απομόνωσης μας. Αντί να ελευθερώσουμε τον εαυτό μας παρατηρώντας την ντροπή, όταν αυτή αρχίζει να αναδύεται, οδηγούμαστε σε ένα συναισθηματικό «φάσκιωμα», τροποποιώντας τα ερεθίσματα γύρω μας αντί να αλλάξουμε εμάς. Απομακρυνόμαστε από το περιβάλλον όταν το αισθανόμαστε τόσο απειλητικό, κάτι που απορυθμίζει το νευρικό μας σύστημα.

Ποιος φταίει για την ντροπή που νιώθω;

Αντί να επιτρέπουμε στην ντροπή να «κουμαντάρει» τον εγκέφαλο, τα κίνητρα και τις πράξεις μας, ας προσπαθήσουμε να την αναγνωρίσουμε, να της αφήσουμε λίγο χώρο και χρόνο ώστε να συνειδητοποιήσουμε ότι η ντροπή έχει προκύψει σε εμάς μέσω ενός αρνητικού συμβάντος, και όχι ότι εμείς είμαστε η ντροπή, ούτε οι υπαίτιοι και οι φταίχτες.

Ο τελειομανής εαυτός μου

«Γιατί φοβόμαστε την τελειότητα; Ούτως ή άλλως κανείς δεν μπορεί να την φτάσει»

Οι τελειοθηρικές τάσεις και συμπεριφορές, ιδιαιτέρως του σύγχρονου ανθρώπου, είναι στην ουσία μια ανοιχτή πληγή που αναγκαζόμαστε συνέχεια να επουλώνουμε, ειδάλλως θα αιμορραγήσουμε ολόκληροι.

Η επιθυμία να είμαστε τέλειοι έχει έναν ύπουλο θα λέγαμε τρόπο να μας δεσμεύει και να μας κρατάει περιορισμένους και απομονωμένους. Η τελειομανία είναι συχνά αποτέλεσμα ντροπής και φόβου. Φόβο απέναντι στην αποτυχία και το ανεκπλήρωτο έργο μας.

Επιμένουμε στην παγιωμένη πεποίθηση, (συνήθως ασυνείδητη), ότι εάν μπορούμε να επιτεύξουμε την τελειότητα τόσο στα λόγια όσο και τις πράξεις μας, τότε κανείς δεν θα έχει αφορμή να μας ντροπιάσει ή να μας επικρίνει. Η πιθανότητα απόρριψης σε περίπτωση που βρεθεί κάποιο ψεγάδι κάνει τον εαυτό μας ευάλωτο και εύθραυστο.

Ο «τέλειος» εαυτός μένει και στο τέλος μόνος του

Ένας τελειομανής χαρακτήρας, λοιπόν, ίσως αισθάνεται πιο ισχυρός όταν είναι καλά προστατευμένος στον εαυτό του, δίχως να απειλείται η ακεραιότητά του από σχόλια και συμπεριφορές τρίτων προσώπων. Επομένως, δεν προτίθεται να βάλει σε κίνδυνο αυτήν τη «ζώνη ασφαλείας» που έχει δημιουργήσει. Η αποτυχία να δεχτούμε τις ατέλειες και τις ελλείψεις μας, έχει υπάρξει σημαντική αιτία στη διακοπή φιλικών σχέσεων και τα διαζύγια.

Αυτό εξηγείται μέσα από τον δισταγμό και την άρνηση να ξεκινήσουμε αυθεντικές, ουσιαστικές και ειλικρινείς συνομιλίες, επειδή φοβόμαστε ότι θα αποτύχουμε - ή ότι τα πράγματα θα εξελιχθούν χειρότερα.

Κρύβοντας τα αληθινά συναισθήματα και τις επιθυμίες, φοβόμαστε ότι αν τα εκθέσουμε, θα απορριφθούμε ή θα ταπεινωθούμε. Η εσωτερική μας πρόθεση είναι να προασπίσουμε τον εαυτό μας από τον πόνο, αλλά με το να τον φυλάμε κρυμμένο ενισχύει μια οδυνηρή αίσθηση απομόνωσης και μοναξιάς.

Καθώς βρίσκουμε περισσότερη εσωτερική δύναμη, συνειδητοποιούμε ότι είναι εντάξει να έχουμε ανθρώπινα ελαττώματα. Μπορούμε να αποδεχτούμε και να αγαπήσουμε τον εαυτό μας, με όλες τις εκφάνσεις του, παρά να επικεντρώνουμε την προσοχή μας στο πώς οι άλλοι ανταποκρίνονται σε εμάς.

Είναι πραγματικότητα ότι δεν μπορούμε να έχουμε κανέναν έλεγχο για το πώς μας αντιλαμβάνονται οι άλλοι. Έχουμε, όμως, τον έλεγχο του τρόπου με τον οποίο προσεγγίζουμε και δίνουμε αξία στον εαυτό μας.

Η ενεργητική ακρόαση απαλύνει τη μοναξιά

Η «ανοιχτή καρδιά» χωράει πολλά εκτός του εγωισμού

Η απλή ακρόαση με ανοιχτή καρδιά είναι αυτή που θα μας ωφελήσει στο να αισθανθούμε λιγότερο απομονωμένοι. Οι βαθύτερες συνδέσεις με τα πρόσωπα στη ζωή μας προσφέρουν το δώρο της μη αμυντικής ακρόασης.

Μια λιγότερο μοναχική ύπαρξη, είναι η ψυχή που αφήνει πίσω της την πεποίθηση ότι εάν δεν μπορούμε να μιλήσουμε, να δουλέψουμε, να ντυθούμε, να φλερτάρουμε, να επιχειρηματολογήσουμε και να πράξουμε ο,τιδήποτε στην τέλεια μορφή του, τότε μην τολμήσουμε να κάνουμε ο,τιδήποτε.

Συχνά βιώνουμε το ίδιο πράγμα που οι άλλοι αισθάνονται αλλά δεν εκφράζουν. Η μοναξιά που μπορεί τότε να νιώθουμε όλοι οι άγνωστοι μεταξύ μας θα θεωρείται ανεξέλεγκτη στην κοινωνία μας. Ας φανταστούμε πως θα διαμορφωνόταν ο κόσμος γύρω μας εάν αποκαλύπταμε τον αυθόρμητο εαυτό μας. Όσα λάθη δικά μας ή των άλλων και αν μας έχουν πονέσει, και πάλι αυτό θα εξασθένιζε την ροπή προς την μοναξιά αλλά και πολλά προβλήματα (ψυχολογικά και σωματικά) που προκύπτουν από αυτήν.

Εξοστρακίζοντας τον κίνδυνο να αλληλεπιδράσουμε με τους ανθρώπους - είτε μέσω του χαμόγελου, του χιούμορ, είτε μέσω της ανταλλαγής των αυθεντικών μας συναισθημάτων - κάνουμε ένα βήμα προς τη θεραπεία της απομόνωσής μας.

Οι άνθρωποι που βιώνουν μια μοναχική ζωή, πάντοτε σκέφτονται κάτι για το οποίο ανυπομονούν να εκφραστούν. Αν τους ανοιχτούμε, θα μας ανοιχτούν και εκείνοι. Έχουν φαίνεται τα δικά τους απόκρυφα μυστικά. Εσύ, τι μυστικό έχεις;

Friedrich Nietzsche: Ό,τι ονομάζουμε «αγάπη»

Αγάπη και φιληδονία! Αλήθεια, πόσο διαφορετικά ακούγονται στις καρδιές μας οι δυο αυτές λέξεις. Κι όμως, θα μπορούσαν να εκφράζουν και οι δυο αυτές λέξεις το ίδιο ένστικτο, βαφτισμένο δυο φορές. Η πρώτη εγκωμιαστικά, απ' την άποψη των ανικανοποίητων και των ακόρεστων που βρίσκουν «καλό» το ένστικτο αυτό· τη δεύτερη με τη χυδαία έννοια, από την άποψη εκείνων που γνωρίζουν καλά πλέον, που έχουν ένα ένστικτο κατοχής κατασιγασμένο κάπως, και που τώρα φοβούνται για τα «αγαθά» τους.

Η «αγάπη για τον συνάνθρωπό» μας δεν είναι τάχα επιτακτική ανάγκη για μια καινούρια ιδιοκτησία; Και αλήθεια, το ίδιο μήπως δεν συμβαίνει και με την αγάπη μας για τη γνώση, για την αλήθεια; Και γενικότερα για κάθε επιθυμία καινούριου;

Κουραζόμαστε με το παλιό, για ό,τι γνωρίζουμε καλά και σίγουρα, έχουμε ανάγκη να τεντώσουμε τα χέρια μας ακόμα πιο μακριά. Και το πιο όμορφο τοπίο, όταν το ζήσουμε, όταν το έχουμε μπροστά στα μάτια μας για τρεις ολόκληρους μήνες, μας κουράζει· δεν είμαστε βέβαιοι για την αγάπη μας γι' αυτό. Κάποια άλλη μακρινή όχθη, μας τραβάει περισσότερο.

Γενικότερα, μια κατοχή μειώνεται με τη χρήση.

Η ευχαρίστηση που αισθανόμαστε για τον εαυτόν μας προσπαθεί να διατηρηθεί με το να μεταμορφώνει πάντοτε κάποιο καινούριο πράγμα μέσα μας· κι αυτό ακριβώς ονομάζεται «κατοχή». Όταν κουραζόμαστε από ένα απόκτημα, κουραζόμαστε με τον ίδιο μας τον εαυτό. (Μπορούμε και να υποφέρουμε απ' το παραπανίσιο· επίσης, και η ανάγκη του να πετάμε, να προσφέρουμε, μπορεί και αυτή να πάρει το κολακευτικό όνομα «αγάπη»).

Όταν βλέπουμε κάποιον να υποφέρει, με μεγάλη προθυμία αρπάζουμε την ευκαιρία που μας προσφέρεται. Αυτό κάνει ο φιλεύσπλαχνος, ο συμπονετικός άνθρωπος· και αυτός, ονομάζει «αγάπη» την επιθυμία ενός νέου αποκτήματος που έχει ξυπνήσει μέσα στη ζωή του και την χαίρεται, όπως χαίρεται κανείς την πρόσκληση μιας καινούριας κατάστασης.

Αλλά εκείνο που παρουσιάζεται σαν επιθυμία απόκτησης είναι η φυλετική αγάπη. Αυτός που αγαπά θέλει να γνωρίζει αποκλειστικά το πρόσωπο που επιθυμεί, θέλει να εξουσιάζει απόλυτα, τόσο την ψυχή του, όσο και το σώμα του, θέλει να αγαπιέται μονάχα αυτός, να κυριαρχεί και να βασιλεύει μέσα στην άλλη ψυχή, σαν το υψηλότερο και πιο επιθυμητό αγαθό.

Αν καθίσουμε και σκεφτούμε προσεκτικά όλα τα παραπάνω, θα δούμε πως αυτό, ούτε λίγο ούτε πολύ, δεν φανερώνει τίποτ' άλλο παρά απ' το να αποκλείουμε ολόκληρο τον κόσμο απ' την απόλαυση ενός αγαθού και μιας πολυτιμότατης ευτυχίας, αν σκεφτούμε πως αυτός που αγαπά προσπαθεί να κάνει φτωχούς και να στερήσει όλους τους άλλους αντιπάλους, και να γίνει ο δράκουλας του θησαυρού του σαν τον πιο αδιάκριτο «κατακτητή» και τον πιο εγωιστή εκμεταλλευτή· αν, τέλος, υποθέσουμε πως ολόκληρος ο υπόλοιπος κόσμος του είναι τελείως αδιάφορος, χωρίς χρώματα και χωρίς καμιά άξια, και πως είναι έτοιμος να κάνει κάθε θυσία, να διαταράξει κάθε καθιερωμένη τάξη, να βγάλει στο περιθώριο κάθε ενδιαφέρον, θα μείνουμε κατάπληκτοι!...

Ναι! Θα μείνουμε κατάπληκτοι και Θα αναρωτηθούμε: Πως αυτή η άγρια φιληδονία, αυτή η παράφρονη αδικία της σεξουαλικής αγάπης, υμνήθηκε και θεοποιήθηκε τόσο πολύ σε όλες τις εποχές της ιστορίας, και ακόμα, πως έβγαλαν από την αγάπη αυτή την ιδέα της αγάπης σαν αντίθετο του εγωισμού, ενώ ίσως αντιπροσωπεύει την πιο αυθόρμητη έκφρασή του.

Η συνήθεια, σ' αυτή την περίπτωση, θα δημιουργήθηκε από αυτούς που δεν είχαν τίποτα και που επιθυμούσαν να αποκτήσουν κάτι.

Είναι σίγουρο πως πάντα θα υπήρχαν και οι παραπανήσιοι. Όσοι άνθρωποι είχαν την τύχη να γνωρίσουν πολλά, να κορεστούν δηλαδή, πετούσαν κάπου κάπου τη λέξη «μανιασμένος δαίμονας», όπως ο αρχαίος Σοφοκλής, ο πιο αξιαγάπητος στους Αθηναίους. Αλλά ο Έρωτας πάντα κοροϊδεύει κάτι τέτοιους βλάσφημους· είναι οι μεγαλύτεροι ευνοούμενοί του.

Βέβαια, υπάρχει εδώ κι εκεί πάνω σ' ολόκληρη τη γη κι ένα είδος επέκτασης του έρωτα, όπου η φιλήδονη επιθυμία που αισθάνονται δυο άνθρωποι ο ένας για τον άλλον, παραχωρεί τη θέση της σε μια καινούρια επιθυμία, σ' έναν καινούριο πόθο, σε μια ύψιστη, κοινή επιθυμία, την επιθυμία ενός ιδανικού που να τους υπερβάλλει και τους δυο τους. Αλλά ποιός γνωρίζει αυτή την αγάπη; Ποιός άνθρωπος την έζησε;

Φρίντριχ Νίτσε, Η θεωρία του σκοπού της ζωής

H αγάπη είναι πύρινη ενέργεια

Η καρδιά είναι το θαυμαστό όργανο της ακαριαίας γνώσης, ο θρόνος της συνειδητότητας, το κέντρο της αγάπης.

Η πιο ιερή ενέργεια στον κόσμο είναι η αγάπη, το πιο ιερό κέντρο είναι η καρδιά. Η αγάπη γεννιέται και γαλουχείται από την καρδιά. Τότε, πόση σύγχυση μαρτυρεί το να ταυτίζεται η αγάπη με την ενστικτώδη σεξουαλική επιθυμία, η οποία εδρεύει στο κέντρο των γεννητικών οργάνων. Ή ακόμα, με τους δεσμούς στοργής των οικείων προσώπων, συναίσθημα που εδρεύει στο ηλιακό πλέγμα και, συνήθως, χαρακτηρίζεται από ιδιοτέλεια, προσωπική επιθυμία και συμφέρον.

Ασφαλώς, είναι δυνατόν τα παραπάνω συναισθήματα να συνυπάρχουν με την αληθινή αγάπη, αλλά σπανίως είναι ο κανόνας. Η αληθινή αγάπη δεν είναι αισθηματολογία ούτε ένστικτο. Είναι μια κατ’ εξοχήν νοήμων ενέργεια.

Γι' αυτό απαιτεί συνειδητότητα καλλιεργημένη, πλούσια, πύρινη. Ακριβώς: πύρινη. Γιατί η αγάπη είναι πύρινη ενέργεια.

Το δέντρο που έδινε

Το “Δέντρο που Έδινε” του Σελ Σιλβερστάιν εκδόθηκε το 1964. Πρόκειται για ένα από τα πλέον αριστουργηματικά κείμενα που διαβάσατε ποτέ σε “παιδικό” βιβλίο. Σε ελάχιστες προτάσεις, δίνεται μια υπέροχη ιστορία που σε μαγεύει.

Το κείμενο του Σιλβερστάιν απορρίφθηκε στην αρχή από εκδοτικούς οίκους ως πολύ λυπημένο για τα παιδιά και πολύ απλοϊκό για τους ενήλικες. Σήμερα, έχει πουλήσει περισσότερα από 9 εκατομμύρια αντίτυπα σε όλο τον κόσμο ενώ σε όλους τους διαγωνισμούς και ψηφοφορίες επιτροπών και ομάδων ανθρώπων εμφανίζεται πάντα στην πρώτη εκατοντάδα με τα καλύτερα παιδικά βιβλία.

Ένα παραμύθι γεμάτο με δυνατά μηνύματα για την προσφορά, τη γενναιοδωρία, την πλεονεξία, την ακόρεστη μανία που οδηγεί στην ανικανοποίηση και αχόρταγη απαίτηση για όλο και περισσότερα, μέχρι που η ζωή φτάνει στο τέλος…

Μία φορά κι έναν καιρό ήταν μια μηλιά… και αγαπούσε ένα αγοράκι. Κάθε μέρα το αγοράκι πήγαινε και μάζευε τα φύλλα της και τα έπλεκε στεφάνι κι έπαιζε τον βασιλιά του δάσους.

Σκαρφάλωνε στον κορμό της κι έκανε κούνια στα κλαδιά της κι έτρωγε μήλα.

Παίζανε και κρυφτό…κι όταν το αγόρι κουραζόταν, αποκοιμιόταν στον ίσκιο της. Το αγόρι αγαπούσε τη μηλιά… πάρα πολύ κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη. Μα πέρασαν τα χρόνια και το αγόρι μεγάλωσε. Και πολλές φορές η μηλιά έμενε μοναχή.

Τότε μια μέρα το αγόρι πήγε στη μηλιά κι η μηλιά είπε: «Έλα αγόρι, έλα να σκαρφαλώσεις στον κορμό μου και να κάνεις κούνια στα κλαδιά μου, να φας μήλα και να παίξεις στον ίσκιο μου από κάτω και να ‘σαι ευτυχισμένο».

«Είμαι μεγάλος πια για να σκαρφαλώνω και να παίζω», είπε το αγόρι. «Θέλω ν’ αγοράσω πράγματα και να καλοπεράσω. Θέλω λεφτά. Μπορείς να μου δώσεις λεφτά;».

«Λυπάμαι», είπε η μηλιά, «μα εγώ δεν έχω λεφτά. Έχω μονάχα φύλλα και μήλα. Πάρε τα μήλα μου, αγόρι, και πούλησέ τα στην πόλη. Έτσι θα ‘χεις λεφτά και θα ‘σαι ευτυχισμένο».

Και τότε το αγόρι σκαρφάλωσε στη μηλιά, μάζεψε τα μήλα της και τα πήρε μαζί του. Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη. Μα το αγόρι έκανε πολύ καιρό να ξαναφανεί… και η μηλιά ήταν λυπημένη.

Ώσπου μια μέρα το αγόρι ξαναγύρισε κι η μηλιά τρεμούλιασε απ' τη χαρά της κι είπε: «Έλα αγόρι, έλα να σκαρφαλώσεις στον κορμό μου και να κάνεις κούνια στα κλαδιά μου και να ‘σαι ευτυχισμένο».

«Δεν έχω πια χρόνο να σκαρφαλώνω», είπε το αγόρι. «Θέλω ένα σπίτι που να δίνει ζεστασιά», είπε. «Θέλω γυναίκα και παιδιά, και γι’ αυτό χρειάζομαι ένα σπίτι. Μπορείς να μου δώσεις ένα σπίτι;» «Εγώ δεν έχω σπίτι», είπε η μηλιά.

«Σπίτι μου είναι το δάσος, μα μπορείς να κόψεις τα κλαδιά μου και να χτίσεις ένα σπίτι. Τότε θα ‘σαι ευτυχισμένο». Κι έτσι το αγόρι έκοψε τα κλαδιά της και τα πήρε μαζί του για να χτίσει το σπίτι του.

Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη. Μα το αγόρι έκανε πολύ καιρό να ξαναφανεί. Κι όταν γύρισε η μηλιά ήταν τόσο ευτυχισμένη που ούτε να μιλήσει καλά – καλά δεν μπορούσε.

«Έλα, αγόρι», ψιθύρισε, «έλα να παίξεις».

«Είμαι πια πολύ γέρος και πολύ λυπημένος για να παίζω» είπε το αγόρι. «Θέλω μια βάρκα να με πάρει μακριά. Μπορείς να μου δώσεις μια βάρκα;».

«Κόψε τον κορμό μου και φτιάξε μια βάρκα», είπε η μηλιά. «Έτσι θα μπορέσεις να φύγεις μακριά…και να ‘σαι ευτυχισμένο».

Και τότε το αγόρι έκοψε τον κορμό της έφτιαξε μια βάρκα κι έφυγε μακριά. Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη… μα όχι πραγματικά. Κι ύστερα από πολύ καιρό το αγόρι ξαναγύρισε.

«Λυπάμαι, αγόρι », είπε η μηλιά, «μα δε μου απόμεινε τίποτα πια για να σου δώσω… Δεν έχω μήλα». «Τα δόντια μου δεν είναι πια για μήλα», είπε το αγόρι. «Δεν έχω κλαδιά», είπε η μηλιά.

«Δεν μπορείς να κάνεις κούνια…» «Είμαι πολύ γέρος πια για να κάνω κούνια», είπε το αγόρι. «Δεν έχω κορμό», είπε η μηλιά. «Δεν μπορείς να σκαρφαλώσεις..»

«Είμαι πολύ κουρασμένος πια για να σκαρφαλώνω», είπε το αγόρι. «Λυπάμαι», αναστέναξε η μηλιά. «Μακάρι να μπορούσα να σου δώσω κάτι… μα δε μου απόμεινε τίποτα πια. Δεν είμαι παρά ένα γέρικο κούτσουρο. Λυπάμαι…»

«Δε θέλω και πολλά τώρα πια», είπε το αγόρι, «μονάχα ένα ήσυχο μέρος να κάτσω και να ξαποστάσω. Είμαι πολύ κουρασμένος».

«Τότε», είπε η μηλιά, κι ίσιωσε τον κορμό της, «τότε, ένα γέρικο κούτσουρο είναι ό,τι πρέπει να κάτσεις και να ξαποστάσεις. Έλα, αγόρι, κάτσε. Κάτσε και ξεκουράσου».

Και το αγόρι έκατσε και ξεκουράστηκε. Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.

Ζω στ’ αλήθεια, σημαίνει ότι είμαι αληθινά αυτός που είμαι

Ζω στ’ αλήθεια, σημαίνει ότι είμαι αληθινά αυτός που είμαι. Ανεξάρτητα και πέρα από το ποιος είσαι εσύ και τι περιμένεις από μένα.

Η παρουσία σου με ολοκληρώνει και με επιβεβαιώνει, ωστόσο, δεν με καθορίζει.

Ζω «στ’ αλήθεια» σημαίνει, επακριβώς, ότι αφήνω πίσω όλες τις ταυτότητες που δημιούργησα για τους άλλους.

Εγκαταλείπω τον ρόλο που επινόησα για να μπω σε μία συγκεκριμένη κοινωνία.

Αφήνω να βγει αυτό που ονομάζω « ο αληθινός εαυτός μου», του οποίου συνώνυμο είναι «ο κρυμμένος ήρωας».

Όμως… πώς θα μάθω αν είμαι αυτός που είμαι πραγματικά, ή αν παίζω τον ρόλο αυτού που μου είπαν πως είμαι;

Πρώτα πρώτα, παίρνοντας σοβαρά υπόψη την τρίτη από τις τρεις αλήθειες μου («πάντα μπορεί κανείς να πει όχι»), και παίρνοντας την (ηρωική, το δίχως άλλο) απόφαση να μην αφήσω ποτέ τον εαυτό μου να πιεστεί να γίνει κάτι που δεν είναι.

Αρκετά μ’ αυτό. Δεν χρειάζεται τίποτ’ άλλο.

Μ’ άλλα λόγια:

Κάνω ό, τι κάνω επειδή το θέλω, ή μήπως προσπαθώ να ευχαριστήσω κάποιον;

Το καλύτερο που διαθέτω, έστω κι αν εσάς δεν σας αρέσει, είναι αυτό που είμαι.

Το καλύτερο που διαθέτει ο καθένας από σας, έστω κι αν δεν αρέσει σε κανέναν, είναι αυτό που είναι ο καθένας σας.

Και μπορεί να είμαστε πολλοί αυτοί που δεν μας αρέσει.

Παρ’ όλα αυτά… αξίζει τον κόπο.

Λέω πάντα, πιο πολύ σαν αστείο και λίγο σοβαρά:

Όταν κανείς προσποιείται, όταν υποδύεται μια προσωπικότητα, κερδίζει ένα σωρό σχέσεις, υποκριτικές, διπλωματικές, με πολύ μικρή αξία και ελάχιστη σημασία. Αντίθετα, όταν είναι κανείς αυτός που είναι… δεν τον πλησιάζει ούτε γάτα!

Kant: Το φιλοσοφικό πρόβλημα της ειρήνης

«Αν θες ειρήνη, προετοίμασε τη δικαιοσύνη» («Si vis pacem, para justitiam»)

Η πραγματεία «για τη διαρκή ειρήνη» γράφτηκε από τον Kant με αφορμή τη λεγόμενη συνθήκη ειρήνης της Βασιλείας του 1795 ανάμεσα στην Πρωσία και τη Γαλλία.

Η λέξη «ειρήνη» του τίτλου της καντιανής πραγματείας φαίνεται κατ’ αρχήν να παραπέμπει σ’ ένα επιμέρους θέμα της πολιτικής στο μέτρο που η τελευταία αναλαμβάνει να πραγματώσει την ειρήνη με τα δικά της μέσα.

Το επίθετο «αιώνια», αν και θυμίζει την «αιώνια ειρήνη» («aeterna pax») του Αυγουστίνου, μια ειρήνη δηλαδή που πραγματώνεται στην άλλη ζωή, ωστόσο δεν παραπέμπει ούτε σ’ έναν άλλο κόσμο ούτε πάλι υποδηλώνει μια χίμαιρα ή μια ουτοπία, αλλά υποδηλώνει ένα ιδεώδες του δικαίου που έργο μας έχουμε να πραγματώσουμε στον κόσμο τούτο.

Διακόσια χρόνια μετά την πρώτη της δημοσίευση, που βρήκε τεράστια απήχηση, η πραγματεία του Kant εξακολουθεί να αποτελεί ένα ορόσημο της θεωρίας του διεθνούς δικαίου και των διεθνών σχέσεων. Πρόκειται για μια πολιτική στο βάθος πραγματεία, η οποία έχει έναν κοσμοπολίτικο και συνάμα «προφητικό» για την πολιτική πραγματικότητα του παρόντος χαρακτήρα.

Για τον Kant η αιώνια ειρήνη ανάμεσα στους λαούς αποτελεί από τη μία μεριά αίτημα του δικαίου κι από την άλλη τον έσχατο σκοπό του ανθρώπινου γένους.

Από τη σκοπιά αυτή η ειρήνη ξεπερνά τα στενά όρια της εκάστοτε πολιτικής που στοχεύει σε μια προσωρινή ειρήνη (στην προσωρινή δηλαδή κατάπαυση των εχθροπραξιών) και γίνεται θεμελιώδης φιλοσοφική έννοια. Το πρόβλημα του Kant δεν είναι η προσωρινή αλλά η αιώνια ειρήνη, η μετάβαση δηλαδή από τη φυσική κατάσταση («status naturalis»), που είναι μια κατάσταση πολέμου, στην κατάσταση της διαρκούς ειρήνης ανάμεσα στους λαούς. Το ερώτημα, με άλλα λόγια, του Kant αφορά τους όρους της δυνατότητας μιας διαρκούς ειρήνης σε διεθνές επίπεδο. Στόχος του είναι η θεμελίωση της αιώνιας ειρήνης ως ιδέας του δικαίου.

Η ειρήνη δεν είναι η συνέχιση της ως τώρα πολιτικής, αλλά η δημιουργία μιας νέας εποχής στην πολιτική σκέψη και πράξη που συνδέεται άμεσα με μια ριζική αλλαγή του τρόπου τού σκέπτεσθαι, μια αλλαγή που αποτελεί αποφασιστική καμπή στην ιστορική εξέλιξη της ανθρώπινης φύσης και χαρακτηρίζεται από την έξοδο του ανθρώπου από την ανωριμότητά του.

Η έξοδος αυτή ονομάζεται από τον Kant «διαφωτισμός». Στον αιώνα του διαφωτισμού όλες οι αξιώσεις της επιστήμης, της θρησκείας και της πολιτικής εξουσίας υποβάλλονται σε ελεύθερο και ανοιχτό έλεγχο από τον λόγο. Ο Kant ονομάζει την ιστορική αυτή καμπή, με αναφορά προπάντων στη θεωρητική του φιλοσοφία και «κριτική». Στην πρακτική φιλοσοφία η κριτική καμπή στην εξέλιξη της ανθρώπινης ιστορίας δηλώνεται με τον όρο «αυτονομία». Αυτό σημαίνει ότι στην εποχή του διαφωτισμού ή της κριτικής η ηθική φιλοσοφία πρέπει να θεμελιωθεί στην έννοια της αυτονομίας, που σημαίνει ότι όλα τα έλλογα όντα οφείλουν να συμμορφώνονται μόνο στους νόμους που υπαγορεύει ο λόγος. Στο πλαίσιο αυτό μπορούμε να καταλάβουμε πως η αιώνια ειρήνη αποτελεί ως αίτημα του λόγου ηθικό χρέος στο μέτρο που μονάχα αυτή διασφαλίζει την ανάπτυξη και τελειοποίηση όλων των ικανοτήτων και καταβολών του ανθρώπου και συνάμα τα ανθρώπινα δικαιώματα σε διεθνές επίπεδο. Η τύχη της ειρήνης εξαρτάται έτσι από μια αρμονική σχέση ηθικής (με την ευρύτερη καντιανή έννοια) και πολιτικής, όπου οι αρχές της ορθής πολιτικής πράξης θα συμφωνούν με την ιδέα του δικαίου.

Ο Kant ασφαλώς γνωρίζει ότι η πραγματική πορεία της ιστορίας καθορίζεται από οικονομικά κυρίως συμφέροντα και ότι οι άνθρωποι δεν πράττουν συνήθως αυτό που επιβάλλει το ηθικό χρέος. Η σύγκρουση συμφερόντων είναι κατά κάποιο τρόπο μια φυσική κατάσταση. Αλλά τότε πώς μπορεί να διασφαλιστεί η αιώνια ειρήνη;

Η οπτική του Kant είναι στο σημείο αυτό ιστορικοφιλοσοφική. Ο Kant βλέπει τη διασφάλιση της ειρήνης σε μια τελεολογία της ανθρώπινης φύσης ή της ιστορίας. Αν η φυσική κατάσταση, που είναι μια κατάσταση πολέμου, απειλεί την ανάπτυξη των φυσικών μας ικανοτήτων, η ίδια ωστόσο η φύση εγγυάται την αιώνια ειρήνη μέσα από μηχανισμούς των εγωιστικών τάσεων του ανθρώπου που θα μπορούσε να ονομάσει κανείς, προκαταλαμβάνοντας τον Hegel, «δόλο της φύσης». Η φύση δηλαδή έχει προνοήσει από ίδιο συμφέρον κατά τέτοιο τρόπο ώστε η σύγκρουση των συμφερόντων ανάμεσα στα άτομα και τα κράτη να ωθεί αναγκαστικά προς εγκαθίδρυση των θεσμών εκείνων που θα οδηγήσουν προοδευτικά προς την υλοποίηση της αιώνιας ειρήνης. Τελεολογία της ιστορίας (η αιώνια ειρήνη ως προϊόν ενός φυσικού μηχανισμού) και ηθική φιλοσοφία (η αιώνια ειρήνη ως ιδέα του πρακτικού λόγου) αποτελούν στον Kant δύο συμπληρωματικές ­ αν και όχι ισότιμες ­ απόψεις του προβλήματος.

Η αιώνια ειρήνη στο στάδιο του διαφωτισμού ή της κριτικής είναι το τελευταίο και μεγάλο πρόβλημα της ανθρωπότητας που πρέπει να λύσει ο λόγος χάριν του σκοπού της φύσης, που δεν είναι άλλος από την ανάπτυξη όλων των ικανοτήτων και καταβολών του ανθρώπου, μια ανάπτυξη που δεν μπορεί ωστόσο να επιτευχθεί, αν οι άνθρωποι ελεύθεροι δεν προχωρήσουν στην υλοποίηση της ιδέας μιας παγκόσμιας τάξης δικαίου. Αντίθετα με τις αντιλήψεις της παλιότερης πολιτικής φιλοσοφίας και του κλασικού διεθνούς δικαίου ο Kant έδειξε ότι η ηθική έχει την ίδια εγκυρότητα στις σχέσεις μεταξύ των λαών και των κρατών που έχει στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Τα κράτη δεν έχουν δικαίωμα στις μεταξύ τους σχέσεις που κινούνται από την επιδίωξη μόνο των συμφερόντων τους, αλλά θα πρέπει να συμμορφώνονται προς το αίτημα του πρακτικού λόγου, ο οποίος κατηγορηματικά επιτάσσει την αποφυγή του πολέμου και την επιδίωξη της ειρήνης. Ολα τα κράτη έχουν το ηθικό χρέος να ξεπεράσουν τη φυσική κατάσταση και να προχωρήσουν σε μια οικουμενική τάξη δικαίου η οποία διασφαλίζει την ελευθερία όλων των λαών. Αυτή η διεθνής τάξη δικαίου, που δεν μπορούν να εγγυηθούν ούτε εκκλήσεις ηθικού χαρακτήρα ούτε τα ίδια συμφέροντα των κρατών, απαιτεί όχι μόνο σεβασμό ορισμένων κανόνων συμπεριφοράς αλλά απαιτεί προπάντων μια μη δεσποτική, δημοκρατική μορφή διακυβέρνησης όπου η πολιτική εξουσία ασκείται σύμφωνα με τη γενική βούληση των πολιτών. Γιατί, στο μέτρο που οι πόλεμοι θα χρειάζονταν την έλλογη συγκατάθεση των πολιτών που θα εμπλέκονταν σ’ αυτούς, σπάνια θα διεξάγονταν.

Η εποχή του Kant δεν είναι ασφαλώς η δική μας. Το «φιλοσοφικό του σχεδίασμα» για την αιώνια ειρήνη, που διακρίνεται για τον ιστορικό οπτιμισμό του και την εμπιστοσύνη στον ανθρώπινο λόγο, αντιμετωπίστηκε συχνά με σκεπτικισμό. Ωστόσο η πραγματεία του Kant θα παραμένει επίκαιρη όσο ο πόλεμος απειλεί να γίνει μέσο της πολιτικής, όπως ακριβώς και στην εποχή του.

Λουκρήτιος: Έτσι προσπαθεί ο καθένας να ξεφύγει από τον εαυτό του

Αν μπορούσαν οι άνθρωποι, εκεί που νιώθουν ένα βάρος να τους πλακώνει την ψυχή και να τους εξουθενώνει, να συλλάβουν τα αίτιά του και να μάθουν από τι προέρχεται τούτος ο όγκος του κακού που τους έχει κάτσει στο στήθος, τότε δεν θα έκαναν τη ζωή που τόσο συχνά τους βλέπουμε να κάνουν τώρα, όπου δεν ξέρουν τι θέλουν, και πάντα αναζητούν ν’ αλλάξουν τόπο, θαρρείς και μπορούν έτσι να ρίξουν χάμω το φορτίο τους.

Να, κάποιος που βαριέται να μένει μες στο σπίτι και βγαίνει έξω συχνά. Ξαφνικά κάτι τον πιάνει και ξαναγυρνάει σπίτι, γιατί έξω δε νιώθει καλύτερα. Ξεκινάει μετά για την εξοχική του βίλα, με την άμαξα και τα’ αλογάκια του, τρέχοντας σαν τρελός θαρρείς κι έχει πιάσει φωτιά η έπαυλη και πάει να προλάβει. Με το που φτάνει στο κατώφλι, αρχίζει να χασμουριέται ή πέφτει βαρύς να κοιμηθεί ζητώντας λησμονιά στον ύπνο` ή πάλι, δεν βλέπει την ώρα να επιστρέψει στην πόλη.

Έτσι προσπαθεί ο καθένας να ξεφύγει από τον εαυτό του` μα παρά τις προσπάθειες, ξέρουμε ότι δεν κατορθώνει ποτέ να δραπετεύσει, μένει δεμένος με τον εαυτό του και τον μισεί` κι αυτό γιατί είναι ένας άρρωστος που δεν ξέρει την αιτία της αρρώστιας του.

Λουκρήτιος, Για τη φύση των πραγμάτων

Κβαντική φυσική και φιλοσοφία

Κατά την παραδοσιακή ή νευτώνεια φυσική, κάθε φαινόμενο της φύσης πρέπει να εξηγείται κατά τρόπο μηχανιστικό, δηλαδή ως αποτέλεσμα μιας αιτίας. H αιτιοκρατική και μηχανιστική αυτή αντίληψη της παραδοσιακής φυσικής κορυφώθηκε με τον ισχυρισμό του Laplace, σύμφωνα με τον οποίο όχι μόνο μπορούμε να γνωρίσομε την παρούσα φάση του σύμπαντος, αλλά, βάσει των κατάλληλων μετρήσεων, είμαστε σε θέση να γνωρίζομε και τη μελλοντική του κατάσταση (αιτιοκρατία).Μία άλλη θεμελιώδης έννοια της παραδοσιακής φυσικής είναι η θεωρία για την αντικειμενικότητα της ύλης. Κατά την ατομική θεωρία του Dalton, ορισμένως, τα πράγματα υπάρχουν ανεξάρτητα από τη συνείδηση μας ως συνθέσεις συμπαγών ατόμων.

H κβαντική φυσική – μία από τις μεγαλύτερες επαναστάσεις στην ιστορία της επιστήμης της φυσικής, που έλαβε την ονομασία της από τα κβάντα, με τα οποία αποδίδεται η στοιχειώδης ποσότητα εκπεμπόμενης ακτινοβολίας, και διαμορφώθηκε μέσω των ερευνών του Louis de Broglie, του Werner Heisenberg, του Paul Dirac και του Neils Bohr – αναίρεσε, μεταξύ άλλων, τα παραπάνω χαρακτηριστικά της παραδοσιακής φυσικής.

Έτσι, στο πλαίσιο της κβαντικής φυσικής, υποστηρίχθηκε ότι, εν αντιθέσει προς την έννοια της αντικειμενικότητας της ύλης, στοιχειώδη σωματίδια, όπως τα φωτόνια, τα ηλεκτρόνια και τα κουάρκς, δεν υφίστανται ως πράγματα, ως υλικά στοιχεία, αλλά ως κυματοδέσμη με δυναμικό χαρακτήρα.

Αυτό σημαίνει ότι ο υλικός κόσμος δεν απαρτίζεται, όπως υπέθεσαν οι εκπρόσωποι της παραδοσιακής φυσικής, από άτμητα υλικά άτομα αλλά ότι βρίσκεται σε ένα διαρκές καθεστώς άπειρων και εύπλαστων δυνατοτήτων.

Κατ’ αντιδιαστολή προς την άποψη της αιτιοκρατίας, εξάλλου, ο Heisenberg διατύπωσε την αρχή της απροσδιοριστίας, σύμφωνα με την οποία είναι αδύνατον να επισημανθούν επακριβώς τα χαρακτηριστικά ενός υποσωματιδίου σε μία δεδομένη στιγμή χωρίς να αλλάξουν την επόμενη. Και τούτο, γιατί η ίδια η διαδικασία της παρατήρησης, μέσω της οποίας, π.χ., μετρούμε μία ιδιότητα ενός φωτονίου, αλλάζει κάποια άλλη του ιδιότητα. Αυτό σημαίνει ότι ο ίδιος ο παρατηρητής παρεμβαίνει στη φύση του παρατηρούμενου αντικειμένου.

H ερμηνεία αυτή προβλήθηκε από τα μέλη της λεγόμενης σχολής της Κοπεγχάγης και ιδιαίτερα από τον αρχηγό της Bohr. Άμεση συνέπεια της ερμηνείας αυτής ήταν η κατάρριψη της άποψης της αιτιοκρατίας. Επειδή δεν μπορούμε να προσδιορίσομε τις ιδιότητες των υποσωματιδίων, παρά μόνον αφού έχομε ήδη παρέμβει στη φύση των ιδιοτήτων αυτών μέσω της παρατήρησης, έπεται ότι δεν μπορούμε να προβλέψομε τις μελλοντικές των κινήσεις.

O Αϊνστάιν δεν δέχθηκε την αντιρεαλιστική αυτή θέση. «Ο Θεός δεν παίζει ζάρια», αναφώνησε αναφερόμενος στην ερμηνεία του Bohr. «Μην λες στο Θεό τι να κάνει και τι να μην κάνει!», λέγεται πως ήταν η απάντηση του Bohr στον Αϊνστάιν.

O Bohr, ο οποίος αντιλαμβανόταν το σύμπαν ως ένα διαρκώς ανοικτό ορίζοντα πιθανοτήτων και δυνατοτήτων, επέμεινε στην άποψη του αυτή παρά τους ισχυρισμούς του Αϊνστάιν για το αντίθετο.

Κλασικό, εν προκειμένω, είναι το νοητό πείραμα του Αυστριακού φυσικού Erwin Schrodinger, γνωστό ως η γάτα του Σρέντινγκερ. Σύμφωνα με το πείραμα αυτό, μία γάτα βρίσκεται σε ένα απολύτως σκοτεινό κουτί, το οποίο συνδέεται με ένα μηχανισμό αποτελούμενο από ένα μετρητή Γκάιγκερ, μία φιάλη δηλητηρίου και ελάχιστη ποσότητα ραδιενεργού υλικού. Οι πιθανότητες να συμβεί κάποια διάσπαση ενός ατόμου του ραδιενεργού υλικού είναι 5θ%. Αν συμβεί τούτο, τότε θα ενεργοποιηθεί ο μετρητής, πράγμα που θα έχει ως συνέπεια ο μηχανισμός να σπάσει το φιαλίδιο και να δηλητηριαστεί η γάτα. Αν δεν συμβεί η διάσπαση, δεν θα απελευθερωθεί το δηλητήριο και η γάτα θα εξακολουθεί να ζει.

O Σρέντινγκερ υποστήριξε ότι, από την πλευρά της κβαντικής θεωρίας, μέχρι ο παρατηρητής να ανοίξει το κουτί και να διαπιστώσει την έκβαση του φαινομένου, η γάτα δεν είναι ούτε ζωντανή ούτε νεκρή. Έως τότε, όμως, καμιά πρόβλεψη ως προς το αν η γάτα είναι ζωντανή ή νεκρή δεν μπορεί να υποστηριχθεί.

Προκειμένου να ελέγξει τη θεωρία της απροσδιοριστίας, ο Αϊνστάιν διεξήγαγε το γνωστό νοητό πείραμα EPR, το οποίο έλαβε την ονομασία αυτή από τα αρχικά των τριών επιστημόνων που συμμετείχαν σε αυτό -του Αϊνστάιν [Einstein], του Podolsky και του Rosen. Το πόρισμα του πειράματος αυτού ήταν πως ένα υποσωματίδιο μπορεί να επιδρά σε ένα άλλο υποσωματίδιο, που στην αρχή ήταν μαζί και χωρίστηκαν οπότε βρίσκονται μακριά το ένα από το άλλο. Ακόμη και αν φαινομενικά ουδεμία σύνδεση υπάρχει μεταξύ των σωματιδίων, εν τούτοις μπορούν να επιδρούν το ένα επί του άλλου (φαινόμενο διεμπλοκής).

Έτσι, αίρεται κάθε μορφής αιτιοκρατία, αφού τα κβαντικά φαινόμενα εξηγούνται, μόνον εάν πολλές και διαφορετικές διαδικασίες συμβαίνουν ταυτόχρονα χωρίς αιτιακή εξάρτηση της μιας από την άλλη. Κατά τον Μπορ, οι φιλοσοφικές συνέπειες της ερμηνείας των κβαντικών φαινομένων από τη σχολή της Κοπεγχάγης υπήρξαν τόσο εντυπωσιακές, όσο εκείνες της κοπερνίκειας επανάστασης. Το γεγονός ότι ο παρατηρητής μετέχει μέσω της διαδικασίας της παρατήρησης στα αποτελέσματα των μετρήσεων σημαίνει ότι δεν μπορούμε να έχομε ακριβείς μετρήσεις των φυσικών φαινομένων. Έτσι, υποστηρίχθηκε μία νέα μορφή αγνωσιαρχίας, σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχει μία αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά υφίστανται πολλές μορφές πραγματικότητας εξαρτημένες από το πρόσωπο που τις μετρά και τις λογίζεται.

O φυσικός Hugh Everett διατύπωσε το 1957 τη θεωρία των πολλών ή παράλληλων συμπάντων θεμελιώνοντας στην κβαντική φυσική την υπόθεση του Λάιμπνιτς για τους δυνατούς κόσμους, ότι δηλαδή ο κόσμος εντός του οποίου ζούμε δεν είναι ο μόνος κόσμος που μπορεί να υπάρχει. H θεωρία των παράλληλων κόσμων παραπέμπει σε ριζοσπαστικές ερμηνείες, όπως ότι, παράλληλα προς το δικό μας σύμπαν, θα μπορούσε θεωρητικά να υπάρχει και ένα άλλο σύμπαν όμοιο με το δικό μας, από όπου, όμως, μπορεί να απουσιάζει η ζωή, επειδή οι συνθήκες δεν το επέτρεψαν. Τέτοιες υποθέσεις αντιμετωπίζονται μεν από πολλούς φυσικούς επιστήμονες και φιλοσόφους με σκεπτικισμό, πλην όμως ερεθίζουν το στοχασμό και δημιουργούν νέα ερωτήματα για την υφή του κόσμου και τη σχέση του ανθρώπου προς τον τελευταίο αυτό.

Επίκουρος: Περί δικαίου και αδίκου

Το φυσικό δίκαιο δεν είναι παρά σύμβαση συμφέροντος, που αποβλέπει στο να μη βλάπτουν και να μη βλάπτονται μεταξύ τους οι άνθρωποι.

Δεν υπάρχει δίκαιο ή άδικο για τα πλάσματα εκείνα που δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν να μη βλάπτουν και να μη βλάπτονται μεταξύ τους· το ίδιο αληθεύει και για τους λαούς που δεν μπόρεσαν ή δεν θέλησαν να συνάψουν συνθήκες ώστε οι άνθρωποι να μη βλάπτουν και να μη βλάπτονται μεταξύ τους.

Δικαιοσύνη αυτή καθαυτή δεν υπήρξε ποτέ. Συνθήκη ήταν πάντα, που κατά τόπους γεννιόταν μέσα από τις αμοιβαίες συναναστροφές των ανθρώπων, και απέβλεπε στο να μη βλάπτουν και να μη βλάπτονται μεταξύ τους.

Η αδικία από μόνη της δεν αποτελεί κακό. Είναι κακό ως προς το φόβο που ελλοχεύει στο μυαλό αυτού που την διαπράττει, ότι δεν θα ξεφύγει από εκείνους που έχουν οριστεί ως τιμωροί αδίκων πράξεων.

Κανένας απ’ αυτούς που κρυφά καταπατούν τα όσα συμφώνησαν μεταξύ τους οι άνθρωποι ώστε να μη βλάπτουν και να μη βλάπτονται, δεν είναι δυνατό να πιστεύει πως θα μένει απαρατήρητος, έστω κι αν μέχρι τώρα έχει ξεφύγει χιλιάδες φορές· γιατί δεν είναι βέβαιο πως θα ξεφεύγει μέχρι το τέλος.

Δεν είναι δυνατόν να μη φοβάται κάποιος που προκαλεί τον φόβο.

Ο δίκαιος είναι ο πιο ατάραχος άνθρωπος, ενώ ο άδικος ζει γεμάτος ταραχή.

Από τα όσα θεωρούνται δίκαια σύμφωνα με τον νόμο, θέση στο χώρο της δικαιοσύνης έχει εκείνο που αποδεδειγμένα ωφελεί όσον αφορά στις ανάγκες των κοινωνικών σχέσεων -είτε αποβαίνει το ίδιο για όλους, είτε όχι. Αν όμως κάποιος θεσπίσει έναν νόμο που δεν αποβαίνει προς όφελος της κοινωνικής ζωής, ο νόμος τούτος δεν έχει τον φυσικό χαρακτήρα του δικαίου. Αυτό που κατά τον νόμο είναι ωφέλιμο, έστω κι αν κάποτε διαφοροποιείται, για ορισμένο χρονικό διάστημα βρίσκεται εναρμονισμένο με την έννοια του δικαίου και δεν παύει, για εκείνο ακριβώς το διάστημα, να θεωρείται δίκαιο από όσους δεν ταράζονται από κούφια λόγια και δεν χάνουν από το βλέμμα τους την πραγματικότητα.

Επίκουρος, Κύριαι δόξαι

Μπέρτραντ Ράσελ: Εκπαίδευση και στοργή

Μια εκπαίδευση σχεδιασμένη για την εξάλειψη του φόβου δεν είναι καθόλου δύσκολο να δημιουργηθεί. Το μόνο που χρειάζεται είναι να μεταχειριζόμαστε το παιδί με ευγένεια, να το βάλουμε σε ένα περιβάλλον όπου η πρωτοβουλία είναι δυνατή χωρίς καταστροφικά αποτελέσματα, και να το σώσουμε από την επαφή με ενήλικες που έχουν παράλογες φοβίες, όπως το σκοτάδι, τα ποντίκια, ή την κοινωνική επανάσταση.

Ένα παιδί, επίσης, θα πρέπει να μην υπόκειται σε αυστηρή τιμωρία, ή σε απειλές, ή σε σοβαρές και υπέρμετρες επιπλήξεις.

Το να σώσουμε ένα παιδί από το μίσος είναι ένα κάπως πιο πολύπλοκο εγχείρημα. Οι καταστάσεις που προκαλούν τη ζηλοτυπία πρέπει, πολύ προσεκτικά, να αποφεύγονται μέσω της ευσυνείδητης και ακριβούς δικαιοσύνης, μεταξύ διαφορετικών παιδιών. Ένα παιδί πρέπει να αισθάνεται το ίδιο, το αντικείμενο της ένθερμης στοργής εκ μέρους ορισμένων, τουλάχιστον, ενηλίκων με τους οποίους έχει να κάνει, και δεν πρέπει να αποθαρρύνεται να επιδίδεται σε φυσικές δραστηριότητες και να εκφράζει τις απορίες του, εκτός όταν υπάρχει κίνδυνος για τη ζωή του ή τίθεται θέμα υγείας. Ειδικότερα, δεν πρέπει να υπάρχουν προκαταλήψεις για τη γνώση ερωτικών θεμάτων, ή για συζητήσεις θεμάτων που οι παραδοσιακοί άνθρωποι θεωρούν ακατάλληλες. Αν αυτοί οι απλοί κανόνες εφαρμόζονται από την αρχή, το παιδί θα είναι άφοβο και φιλικό.

Οπωσδήποτε, με την είσοδο στην ενήλικη ζωή, ένα νεαρό άτομο, τόσο μορφωμένο, θα βρει τον εαυτό του βυθισμένο σε έναν κόσμο γεμάτο αδικία, γεμάτο σκληρότητα, γεμάτο εξαθλίωση που μπορεί να προληφθεί. Η αδικία, η σκληρότητα και η δυστυχία που υπάρχουν στον σύγχρονο κόσμο είναι μια κληρονομιά από το παρελθόν, και βασική πηγή τους είναι οι οικονομικές συνθήκες, αφού ο ανταγωνισμός ζωής και θανάτου για τα μέσα διαβίωσης ήταν στο παρελθόν αναπόφευκτος. Δεν είναι όμως αναπόφευκτος στην εποχή μας.

Με την παρούσα βιομηχανική τεχνική, μπορούμε, αν θέλουμε, να παρέχουμε μια ανεκτή διαβίωση για όλους. Θα μπορούσαμε επίσης να εξασφαλίσουμε, ότι ο πληθυσμός του πλανήτη θα πρέπει να είναι στάσιμος, αν δεν παρεμποδιζόμασταν από την πολιτική επιρροή των εκκλησιών που προτιμούν πόλεμο, επιδημία και έλλειψη αντισύλληψης.

Η γνώση υπάρχει, με την οποία η καθολική ευτυχία μπορεί να επιτευχθεί· το βασικό εμπόδιο για τη χρησιμοποίησή της για τον σκοπό αυτό είναι η διδασκαλία της θρησκείας. Η θρησκεία αποτρέπει τα παιδιά μας από το να έχουν μια ορθολογιστική εκπαίδευση· η θρησκεία μάς εμποδίζει από την απομάκρυνση των βασικών αιτιών του πολέμου· η θρησκεία μάς αποτρέπει από το ηθικό δίδαγμα της επιστημονικής συνεργασίας, σε αντικατάσταση των παλαιών άγριων ​​δογμάτων της αμαρτίας και της τιμωρίας.

Είναι πιθανόν ότι η ανθρωπότητα βρίσκεται στο κατώφλι μιας χρυσής εποχής, αλλά, αν είναι έτσι, θα πρέπει πρώτα να σκοτώσει τον δράκο που φυλάει την πόρτα, κι αυτός ο δράκος είναι η θρησκεία.

Μπέρτραντ Ράσελ

Fr. Nietzsche: Κοινωνία και Πολιτική (1)

Friedrich Nietzsche: 1844–1900

Το κόμμα και το άτομο

§ 1 Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Είναι κοινός τόπος ότι η φιλοσοφία του Νίτσε διακρίνεται για τον αινιγματικό και όχι λιγότερο πολεμικό χαρακτήρα της. Σε μια ορισμένη αναλογία προς αυτό τον χαρακτήρα, ο συγκεκριμένος φιλόσοφος αποτιμήθηκε, κατά κύριο λόγο, ως μηδενιστής, ελευθεριακός, ανελέητος πολέμιος του νεοτερικού ανθρωπισμού κ.λπ. Υπό το κράτος αυτών και άλλων χαρακτηρισμών φαίνεται να περνά σε δεύτερη μοίρα ο προσδιορισμός του ως πολιτικού φιλοσόφου. Τι μπορεί να ισχύει πραγματικά; Ο Νίτσε είναι κατ’ εξοχήν πολιτικός φιλόσοφος· και ακριβώς, επειδή είναι πολιτικός φιλόσοφος, μπόρεσε να εισδύσει πολύ επιδέξια στην πολυπλοκότητα τω προβλημάτων της ανθρώπινης κοινωνίας και να ταράξει τον καθεστωτικό καθωσπρεπισμό των κοινωνικοπολιτικών εγκλεισμών. Αυτός ο «ταραξίας» φιλόσοφος δεν κατασκευάζει κάποιο φιλοσοφικό σύστημα ή κάποια μέθοδο, κατ’ επέκταση δεν βιάζεται να προτείνει έτοιμες λύσεις, συμβατές με τον ένα ή τον άλλο τύπο κοινωνίας, αλλά αναλύει βαθιά και γλαφυρά τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες τα ανθρώπινα άτομα και οι λαοί δύνανται να διασώσουν κάτι από τη ζωτικότητά τους και την ελευθερία δράσης τους. Η πολιτική του σκέψη δεν κολακεύει μάζες, άτομα, ομάδες, κόμματα και παρόμοια μορφώματα ούτε ωραιοποιεί πολιτικά και κοινωνικά συστήματα. Επιχειρεί να καταλάβει την απελευθέρωση του ανθρώπινου πνεύματος μέσα από την «ανατροπή» της παραδοσιακής μεταφυσικής και την αποδόμηση, διά του υπερανθρώπου, της νεοτερικής μετριότητας που παράγει η μαζική κουλτούρα.

§ 2 Κείμενα

1. Ο πιο επικίνδυνος κομματικός άνθρωπος: Σε κάθε κόμμα υπάρχει ένας άνθρωπος που εκφράζει με μεγάλη πίστη τις βασικές αρχές του κόμματος και έτσι παρακινεί τους άλλους σε αποσκίρτηση. (Menschliches Allzumenschliches, 298)

Σχόλιο: Η κομματική πίστη που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση ούτε επιτρέπει αμφισβήτηση από άλλους αποτελεί για το κόμμα τη θρησκευτική του αρχή. Υπό την ισχύ αυτής της αρχής περισσεύει, μέσα στις γραμμές ενός κόμματος, η ελεύθερη ανάπτυξη της σκέψης και της δράσης. Τα παραδείγματα είναι ουκ ολίγα: ας κοιτάξει κανείς δίπλα και γύρω του. Γι’ αυτό και κατά κανόνα το κόμμα ως τέτοιο συγκεντρώνει άσκεπτες μετριότητες, των οποίων η μόνη εκδήλωση «στοχασμού» είναι η οργάνωση του ιδίου οφέλους ή, στην πιο αγνή περίπτωση, η υπηρέτηση –ίσως μη-συνειδητά– αλλότριων συμφερόντων. Όπως σημειώνει στο κείμενο που ακολουθεί ο Νίτσε, ο άνθρωπος του κόμματος είναι δειλός, αξιολύπητος υπηρέτης του κομματικού συμφέροντος. Όταν όμως θυσιάζεται άκριτα γι’ αυτό το συμφέρον παρουσιάζεται προς τα έξω ως μάρτυρας.

2. Ο Μάρτυρας παρά τη θέλησή του: Σε ένα κόμμα υπήρχε ένας άνθρωπος που ήταν πολύ φοβητσιάρης και δειλός, έστω και για να αντιλογήσει στους συντρόφους του: τον χρησιμοποιούσαν για κάθε δουλειά, ζητούσαν και επιτύγχαναν τα πάντα απ’ αυτόν, επειδή ο ίδιος φοβόταν την κακή γνώμη που θα σχημάτιζαν γι’ αυτόν οι σύντροφοί του περισσότερο από τον θάνατο· ήταν μια αξιολύπητη, αδύναμη ψυχή. Οι άλλοι το γνώριζαν αυτό και με βάση τις αναφερθείσες ιδιότητές του τον έκαναν αρχικά ήρωα και τελικά μάρτυρα. Αν και ο δειλός άνθρωπος μέσα του έλεγε πάντα Όχι, με τα χείλη του έλεγε πάντα Ναι, ακόμη και πάνω στο ικρίωμα, όταν πέθανε για τις ιδέες του κόμματός του: πλάι του στεκόταν ένας από τους παλιούς συντρόφους του που τον τυραννούσε τόσο πολύ με τα λόγια και το βλέμμα, ώστε υπέμενε πραγματικά τον θάνατο με τον πιο ευπρεπή τρόπο, και έκτοτε εξυμνήθηκε ως μάρτυρας και ως σπουδαίος χαρακτήρας. (Ό.π., 73)

Σχόλιο: Τι ωφελεί η ηθική υποταγή στις κομματικές εντολές, όταν το έργο του κόμματος είναι καταστροφικό για έναν τόπο. Αυτή ακριβώς η ηθική του δούλου στερεί τον κομματιστή από κάθε πρωτοτυπία λόγου και σκέψης, από κάθε πρωτοβουλία δράσης, εκτός από μία: την πλήρη απογύμνωση του εαυτού εν ονόματι ψευδαισθήσεων ή αυταπατών ότι υπηρετώντας το κομματικό συμφέρον προσφέρει έργο στην πατρίδα του.

3. Να ζητάς να σου δίνουν τον λόγο: Κοινό στοιχείο σε όλα τα σημερινά πολιτικά κόμματα είναι ο δημαγωγικός χαρακτήρας και η πρόθεση να επηρεάζουν τις μάζες: λόγω αυτής της πρόθεσης, όλα είναι υποχρεωμένα να μετατρέπουν τις αρχές τους σε μεγάλες τοιχογραφίες ανοησιών και να τις ζωγραφίζουν έτσι στον τοίχο. Σε τούτο τίποτα πλέον δεν μπορεί να αλλάξει, είναι πράγματι περιττό ακόμη και ένα δάκτυλο μόνο να σηκώνεις ενάντιά του· γιατί σ’ αυτό τον χώρο των κομμάτων ισχύει αυτό που λέει ο Βολταίρος: όταν αρχίζει να σκέπτεται ο λαός, όλα είναι χαμένα [για τους κομματιστές]. (ό.π., 438)

4. Φθόνος και νωθρότητα σε διαφορετική κατεύθυνση: –Τα δύο αντίπαλα κόμματα, το σοσιαλιστικό και το εθνικό –ή όπως αλλιώς ονομάζονται στις διάφορες χώρες της Ευρώπης– είναι αντάξια το ένα του άλλου: φθόνος και οκνηρία είναι οι κινητήριες δυνάμεις σε αμφότερα. Σε εκείνο το στρατόπεδο –το σοσιαλιστικό– θέλουν να εργάζονται χειρωνακτικά όσο γίνεται λιγότερο, ενώ σε τούτο –το εθνικό– πνευματικά όσο γίνεται λιγότερο· στο τελευταίο τούτο στρατόπεδο μισούν και φθονούν τα εξέχοντα άτομα που αναπτύσσονται από μόνα τους, που χρωστούν τη μεγαλοσύνη τους στους ίδιους τους εαυτούς τους και δεν είναι διατεθειμένα να τεθούν σε ζυγό για να υπηρετήσουν τους σκοπούς μιας μαζικής δράσης· στο πρώτο στρατόπεδο μισούν και φθονούν την καλύτερη κάστα της κοινωνίας, η οποία εξωτερικά, από άποψη υλικών συνθηκών, είναι σε πιο ευνοϊκή θέση και που η αυθεντική της αποστολή, δηλαδή η παραγωγή των ύψιστων αγαθών του πολιτισμού, καθιστά την εσωτερική της ζωή πιο δύσκολη και επίπονη. Ζήστε ως ανώτεροι άνθρωποι και ασχοληθείτε πάντοτε με τα έργα της ανώτερης κουλτούρας, – τότε καθετί το ζωντανό σ’ αυτή θα αναγνωρίσει τα δίκια σας, και η τάξη, δηλαδή η οργάνωση, η διάταξη, της κοινωνίας, της οποίας αποτελείτε την κορυφή, θα είναι άτρωτη από κάθε κακό μάτι ή χέρι. (ό.π., 479)

Σχόλιο: Εδώ ο Νίτσε με θαυμαστή ακρίβεια λόγου και νοημάτων ομιλεί ως ένας σύγχρονος στοχαστής ενάντια στη θλιβερή μαζοποίηση (=ισοπέδωση) της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Σε τούτη τη μαζοποίηση πρωταγωνιστούν τα κόμματα και οι διάφορες οργανώσεις συντεχνιακών συμφερόντων. Ως πρωταγωνιστές αυτού του είδους συντελούν στην απολίθωση του βίου, στη ζωοποίηση των ανθρώπων και όχι στην πραγματική απελευθέρωσή τους, εν τέλει στην κατάλυση της αυθεντικά ελεύθερης ανάπτυξης του κοινωνικού ανθρώπου. Η εν λόγω μαζοποίηση συνεπώς συντρίβει την ατομικότητα. Ενάντια σε τούτη τη συντριβή στρέφεται η παρότρυνση των τελευταίων γραμμών για την ενασχόληση με ό,τι το πνευματικό και ανώτερο.

ΠΛΑΤΩΝ: Πρωταγόρας (352a-353b)

[352a] Ἆρ᾽ οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, τῇδέ πῃ καταφανὲς ἂν ἡμῖν γένοιτο; ὥσπερ εἴ τις ἄνθρωπον σκοπῶν ἐκ τοῦ εἴδους ἢ πρὸς ὑγίειαν ἢ πρὸς ἄλλο τι τῶν τοῦ σώματος ἔργων, ἰδὼν τὸ πρόσωπον καὶ τὰς χεῖρας ἄκρας εἴποι· «Ἴθι δή μοι ἀποκαλύψας καὶ τὰ στήθη καὶ τὸ μετάφρενον ἐπίδειξον, ἵνα ἐπισκέψωμαι σαφέστερον,» καὶ ἐγὼ τοιοῦτόν τι ποθῶ πρὸς τὴν σκέψιν· θεασάμενος ὅτι οὕτως ἔχεις πρὸς τὸ ἀγαθὸν καὶ τὸ ἡδὺ ὡς φῄς, δέομαι τοιοῦτόν τι εἰπεῖν· Ἴθι δή μοι, ὦ Πρωταγόρα, [352b] καὶ τόδε τῆς διανοίας ἀποκάλυψον· πῶς ἔχεις πρὸς ἐπιστήμην; πότερον καὶ τοῦτό σοι δοκεῖ ὥσπερ τοῖς πολλοῖς ἀνθρώποις, ἢ ἄλλως; δοκεῖ δὲ τοῖς πολλοῖς περὶ ἐπιστήμης τοιοῦτόν τι, οὐκ ἰσχυρὸν οὐδ᾽ ἡγεμονικὸν οὐδ᾽ ἀρχικὸν εἶναι· οὐδὲ ὡς περὶ τοιούτου αὐτοῦ ὄντος διανοοῦνται, ἀλλ᾽ ἐνούσης πολλάκις ἀνθρώπῳ ἐπιστήμης οὐ τὴν ἐπιστήμην αὐτοῦ ἄρχειν ἀλλ᾽ ἄλλο τι, τοτὲ μὲν θυμόν, τοτὲ δὲ ἡδονήν, τοτὲ δὲ λύπην, ἐνίοτε δὲ ἔρωτα, πολλάκις δὲ φόβον, ἀτεχνῶς [352c] διανοούμενοι περὶ τῆς ἐπιστήμης ὥσπερ περὶ ἀνδραπόδου, περιελκομένης ὑπὸ τῶν ἄλλων ἁπάντων. ἆρ᾽ οὖν καὶ σοὶ τοιοῦτόν τι περὶ αὐτῆς δοκεῖ, ἢ καλόν τε εἶναι ἡ ἐπιστήμη καὶ οἷον ἄρχειν τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ἐάνπερ γιγνώσκῃ τις τἀγαθὰ καὶ τὰ κακά, μὴ ἂν κρατηθῆναι ὑπὸ μηδενὸς ὥστε ἄλλ᾽ ἄττα πράττειν ἢ ἃν ἐπιστήμη κελεύῃ, ἀλλ᾽ ἱκανὴν εἶναι τὴν φρόνησιν βοηθεῖν τῷ ἀνθρώπῳ;
Καὶ δοκεῖ, ἔφη, ὥσπερ σὺ λέγεις, ὦ Σώκρατες, καὶ ἅμα, [352d] εἴπερ τῳ ἄλλῳ, αἰσχρόν ἐστι καὶ ἐμοὶ σοφίαν καὶ ἐπιστήμην μὴ οὐχὶ πάντων κράτιστον φάναι εἶναι τῶν ἀνθρωπείων πραγμάτων.
Καλῶς γε, ἔφην ἐγώ, σὺ λέγων καὶ ἀληθῆ. οἶσθα οὖν ὅτι οἱ πολλοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐμοί τε καὶ σοὶ οὐ πείθονται, ἀλλὰ πολλούς φασι γιγνώσκοντας τὰ βέλτιστα οὐκ ἐθέλειν πράττειν, ἐξὸν αὐτοῖς, ἀλλὰ ἄλλα πράττειν· καὶ ὅσους δὴ ἐγὼ ἠρόμην ὅτι ποτε αἴτιόν ἐστι τούτου, ὑπὸ ἡδονῆς φασιν [352e] ἡττωμένους ἢ λύπης ἢ ὧν νυνδὴ ἐγὼ ἔλεγον ὑπό τινος τούτων κρατουμένους ταῦτα ποιεῖν τοὺς ποιοῦντας.
Πολλὰ γὰρ οἶμαι, ἔφη, ὦ Σώκρατες, καὶ ἄλλα οὐκ ὀρθῶς λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι.
Ἴθι δὴ μετ᾽ ἐμοῦ ἐπιχείρησον πείθειν τοὺς ἀνθρώπους καὶ διδάσκειν ὅ ἐστιν αὐτοῖς τοῦτο τὸ πάθος, ὅ φασιν ὑπὸ [353a] τῶν ἡδονῶν ἡττᾶσθαι καὶ οὐ πράττειν διὰ ταῦτα τὰ βέλτιστα, ἐπεὶ γιγνώσκειν γε αὐτά. ἴσως γὰρ ἂν λεγόντων ἡμῶν ὅτι Οὐκ ὀρθῶς λέγετε, ὦ ἄνθρωποι, ἀλλὰ ψεύδεσθε, ἔροιντ᾽ ἂν ἡμᾶς· «Ὦ Πρωταγόρα τε καὶ Σώκρατες, εἰ μὴ ἔστιν τοῦτο τὸ πάθημα ἡδονῆς ἡττᾶσθαι, ἀλλὰ τί ποτ᾽ ἐστίν, καὶ τί ὑμεῖς αὐτό φατε εἶναι; εἴπατον ἡμῖν.»
Τί δέ, ὦ Σώκρατες, δεῖ ἡμᾶς σκοπεῖσθαι τὴν τῶν πολλῶν δόξαν ἀνθρώπων, οἳ ὅτι ἂν τύχωσι τοῦτο λέγουσιν;
[353b] Οἶμαι, ἦν δ᾽ ἐγώ, εἶναί τι ἡμῖν τοῦτο πρὸς τὸ ἐξευρεῖν περὶ ἀνδρείας, πρὸς τἆλλα μόρια τὰ τῆς ἀρετῆς πῶς ποτ᾽ ἔχει. εἰ οὖν σοι δοκεῖ ἐμμένειν οἷς ἄρτι ἔδοξεν ἡμῖν, ἐμὲ ἡγήσασθαι ᾗ οἶμαι ἂν ἔγωγε κάλλιστα φανερὸν γενέσθαι, ἕπου· εἰ δὲ μὴ βούλει, εἴ σοι φίλον, ἐῶ χαίρειν.
Ἀλλ᾽, ἔφη, ὀρθῶς λέγεις· καὶ πέραινε ὥσπερ ἤρξω.

***
γ) Ο ηγεμονικός ρόλος της σοφίας στις ανθρώπινες ενέργειες.
[352a] Τότε είπα: Μήπως το ζήτημα θα μπορούσε να ξεκαθαριστεί κάπως έτσι; Ας πούμε ότι κάποιος εξετάζει την υγεία ή μια από τις σωματικές λειτουργίες ενός ανθρώπου απ᾽ ό,τι μπορεί να δει εξωτερικά, κι αφού δει το πρόσωπο και τις παλάμες, θα του πει: Τώρα, γιά να δούμε το στήθος και τις πλάτες σου· βγάλε τα ρούχα σου, για να σ᾽ εξετάσω καλύτερα. Κι εγώ, για να προχωρήσει η έρευνα, έχω μια ανάλογη απαίτηση· αφού σημειώσω ότι αυτές είναι οι απόψεις σου επάνω στο καλό και το ευχάριστο —απ᾽ ό,τι λες— επίτρεψέ μου μια τέτοια ερώτηση: Εμπρός, Πρωταγόρα, [352b] αποκάλυψε κι αυτή την περιοχή των σκέψεών σου· ποιά ιδέα έχεις σχηματίσει για τη γνώση; Τί συμβαίνει; και σ᾽ αυτό το θέμα οι γνώμες σου συμφωνούν με τον πολύ κόσμο ή είναι διαφορετικές; Νά ποιά γνώμη έχει ο πολύς κόσμος για τη γνώση: ότι αυτή είναι κάτι αδύναμο, ανίκανο να κρατήσει την πρωτοκαθεδρία και την εξουσία· κατά τη γνώμη τους λοιπόν έχει αυτές τις αδυναμίες και, όπως πιστεύουν, καμιά φορά μπορεί ένας άνθρωπος να έχει μέσα του τη γνώση, κι όμως να μην τον κυβερνά η γνώση, αλλά κάτι άλλο: τη μια η έξαψη, την άλλη η λύπη, πού και πού ο έρωτας, πολλές φορές κι ο φόβος· με δυο λόγια [352c] φαντάζονται τη γνώση σαν κανένα ανδράποδο, που όλα τ᾽ άλλα το σέρνουν πότε αποδώ και πότε αποκεί. Μήπως λοιπόν κι εσύ έχεις κάποια ανάλογη ιδέα γι᾽ αυτή ή πιστεύεις ότι η γνώση είναι κάτι ωραίο και ικανό να κυβερνά τον άνθρωπο και ότι, αν ένας άνθρωπος ξέρει ποιό είναι το καλό και ποιό το κακό, τίποτε δεν του δένει τα χέρια, ώστε να κάνει κάτι άλλο κι όχι εκείνο που του συμβουλεύει η γνώση — δηλαδή πιστεύεις ότι η φρόνηση είναι ένας άξιος βοηθός του ανθρώπου;
Σωκράτη, όχι μονάχα συμφωνώ με τα λόγια σου, αλλά για μένα, [352d] περισσότερο από κάθε άλλον, θα ᾽ταν ντροπή να μην υποστηρίζω ότι απ᾽ όλα όσα έχει ο άνθρωπος τη μεγαλύτερη δύναμη την έχει η γνώση και η σοφία.
Τα λόγια σου έχουν και ομορφιά και αλήθεια, του είπα. Ξέρεις όμως ότι οι πιο πολλοί άνθρωποι δεν ακούν εμένα κι εσένα, αλλά λένε ότι πολλοί γνωρίζουν ποιό είναι το καλύτερο κι όμως, κι ας είναι στο χέρι τους, δεν κάνουν με προθυμία αυτό, αλλά κάνουν άλλα. Ρώτησα πολλούς για ποιά αιτία άραγε συμβαίνει αυτό, και όλοι μου είπαν ότι όσοι κάνουν αυτά, τα κάνουν, [352e] γιατί νικιούνται από την ηδονή ή τη λύπη ή από κάτι άλλο απ᾽ αυτά που ανέφερα.
Δεν είναι μόνο σ᾽ αυτά που πέφτουν έξω οι άνθρωποι, αλλά και σ᾽ ένα σωρό άλλα, νομίζω.
Εμπρός λοιπόν, προσπάθησε μαζί μου να πείσεις τους ανθρώπους και να τους διδάξεις τί ακριβώς παθαίνουν όταν, όπως λεν, [353a] νικιούνται από τις ηδονές, και γι᾽ αυτό τον λόγο δεν κάνουν το καλύτερο, μόλο που, λένε, το γνωρίζουν. Γιατί ίσως, την ώρα που εμείς τους λέγαμε: Άνθρωποί μας, δεν τα λέτε σωστά, πέφτετε έξω, θα μας έκαναν την ερώτηση: Πρωταγόρα και Σωκράτη, μια και αυτό που παθαίνουμε δεν είναι η αδυναμία μας μπροστά στην ηδονή, τί άλλο είναι τέλος πάντων; Εσείς ποιό όνομα του δίνετε; πέστε το, να το ακούσουμε.
Για ποιό λόγο να εξετάσουμε τη γνώμη των πολλών, που λένε ό,τι τους κατεβεί, Σωκράτη;
[353b] Τότε του είπα: Πιστεύω πως κάποια βοήθεια θα μας δώσει κι αυτό, για να ξεδιαλύνουμε το ζήτημα της ανδρείας — δηλαδή σε ποιά σχέση βρίσκεται αυτή με τα άλλα μόρια της αρετής. Λοιπόν θέλεις να μείνουμε σταθεροί στην απόφαση που πήραμε εδώ και λίγη ώρα, δηλαδή εγώ να κατευθύνω τη συζήτηση, με ποιό τρόπο πιστεύω ότι θα γίνει απόλυτα κατανοητό το ζήτημα; Τότε ακολούθησέ με· αν ωστόσο δε θέλεις, για να σου κάνω την καρδιά, βάζω τελεία και παύλα.
Όχι, έχεις δίκιο· προχώρα προς το τέλος, όπως άρχισες.