Δευτέρα 3 Μαΐου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Αἴας (925-973)

925 ΧΟ. ἔμελλες, τάλας, ἔμελλες χρόνῳ [ἀντ.] 
στερεόφρων ἄρ᾽ ἐξανύσσειν κακὰν
μοῖραν ἀπειρεσίων
πόνων. τοῖά μοι
πάννυχα καὶ φαέθοντ᾽
930 ἀνεστέναζες ὠμόφρων
ἐχθοδόπ᾽ Ἀτρείδαις
οὐλίῳ σὺν πάθει.
μέγας ἄρ᾽ ἦν ἐκεῖνος ἄρχων χρόνος
935πημάτων, ἦμος ἀριστόχειρ
‹. . .› ὅπλων ἔκειτ᾽ ἀγὼν πέρι.

ΤΕΚ. ἰώ μοί μοι.
ΧΟ. χωρεῖ πρὸς ἧπαρ, οἶδα, γενναία δύη.
ΤΕΚ. ἰώ μοί μοι.
940 ΧΟ. οὐδέν σ᾽ ἀπιστῶ καὶ δὶς οἰμῶξαι, γύναι,
τοιοῦδ᾽ ἀποβλαφθεῖσαν ἀρτίως φίλου.
ΤΕΚ. σοὶ μὲν δοκεῖν ταῦτ᾽ ἔστ᾽, ἐμοὶ δ᾽ ἄγαν φρονεῖν.
ΧΟ. ξυναυδῶ.
ΤΕΚ. οἴμοι, τέκνον, πρὸς οἷα δουλείας ζυγὰ
945 χωροῦμεν, οἷοι νῷν ἐφεστᾶσι σκοποί.
ΧΟ. ὤμοι, ἀναλγήτων
δισσῶν ἐθρόησας ἄναυδον
ἔργον Ἀτρειδᾶν τῷδ᾽ ἄχει.
ἀλλ᾽ ἀπείργοι θεός.
950 ΤΕΚ. οὐκ ἂν τάδ᾽ ἔστη τῇδε, μὴ θεῶν μέτα.
ΧΟ. ἄγαν δ᾽ ὑπερβριθές γε τἄχθος ἤνυσαν.
ΤΕΚ. τοιόνδε μέντοι Ζηνὸς ἡ δεινὴ θεὸς
Παλλὰς φυτεύει πῆμ᾽ Ὀδυσσέως χάριν.
955 ΧΟ. ἦ ῥα κελαινώπαν θυμὸν ἐφυβρίζει
πολύτλας ἀνήρ,
γελᾷ δὲ τοῖσδε μαινομένοις ἄχεσιν
πολὺν γέλωτα, φεῦ φεῦ,
960ξύν τε διπλοῖ βασιλῆς κλύοντες Ἀτρεῖδαι.

ΤΕΚ. οἳ δ᾽ οὖν γελώντων κἀπιχαιρόντων κακοῖς
τοῖς τοῦδ᾽. ἴσως τοι, κεἰ βλέποντα μὴ ᾽πόθουν,
θανόντ᾽ ἂν οἰμώξειαν ἐν χρείᾳ δορός.
οἱ γὰρ κακοὶ γνώμαισι τἀγαθὸν χεροῖν
965 ἔχοντες οὐκ ἴσασι, πρίν τις ἐκβάλῃ.
ἐμοὶ πικρὸς τέθνηκεν ᾗ κείνοις γλυκύς,
αὑτῷ δὲ τερπνός. ὧν γὰρ ἠράσθη τυχεῖν
ἐκτήσαθ᾽ αὑτῷ, θάνατον ὅνπερ ἤθελεν.
τί δῆτα τοῦδ᾽ ἐπεγγελῷεν ἂν κάτα;
970 θεοῖς τέθνηκεν οὗτος, οὐ κείνοισιν, οὔ.
πρὸς ταῦτ᾽ Ὀδυσσεὺς ἐν κενοῖς ὑβριζέτω.
Αἴας γὰρ αὐτοῖς οὐκέτ᾽ ἔστιν, ἀλλ᾽ ἐμοὶ
λιπὼν ἀνίας καὶ γόους διοίχεται.

***
ΧΟ. Έμελλες, δύστυχε, έμελλες,
αγύριστο μυαλό, τη μαύρη μοίρα σου
με τ᾽ αναρίθμητα δεινά της ν᾽ αποσώσεις.
930 Γι᾽ αυτό αλύγιστος βογκούσες νύχτα μέρα,
γεμάτος μίσος για τους δυο Ατρείδες,
πνιγμένος στο θανάσιμό σου πάθος.
Μοιραία εκείνη η αρχή της συμφοράς,
όταν αγώνας αριστείας στήθηκε
για τα καταραμένα όπλα.
ΤΕ. Οά, Οά.
ΧΟ. Το βλέπω, ο πόνος σου βαθιά μες
στην καρδιά σου φτάνει.
ΤΕ. Οά, Οά.
940 ΧΟ. Δεν απορώ, γυναίκα, για τον διπλό σου σπαραγμό,
που χάνεις πρόσωπο αγαπημένο.
ΤΕ. Εσύ μόνο να τον φαντάζεσαι μπορείς, όμως εγώ
μέσα μου νιώθω να με σφάζει ο πόνος.
ΧΟ. Το συναισθάνομαι και συνομολογώ.
ΤΕ. Γιε μου, σε τί ζυγό δουλείας βαδίζουμε,
με τί λογής αφεντικά πάνω από το κεφάλι μας.
ΧΟ. Οά, για έργο ανείπωτο μιλάς,
των δύο ανάλγητων γιων του Ατρέα,
μπροστά σ᾽ αυτό το πάθος.
Αλλά μακάρι ένας θεός να το εμποδίσει.
ΤΕ. Δεν θα ᾽φτανε ως εδώ το πράγμα, αν οι θεοί
950 δεν έβαζαν το χέρι τους.
ΧΟ. Πολύ βαρύ φορτίο μας φόρτωσαν.
ΤΕ. Είναι δουλειά αυτή της φοβερής κόρης του Δία,
της Παλλάδας· εκείνη έσπειρε το πάθος του κακού,
για χάρη του Οδυσσέα.
ΧΟ. Που τώρα σίγουρα, μαύρη ψυχή, εκείνος ο πολύτλας
θριαμβεύει —φρίκη— τα πάθη της παραφοράς
περιγελώντας με γέλιο ακράτητο, όταν
960 θα τον ακούν κι οι δυο βασιλικοί γιοι του Ατρέα.
ΤΕ. Άσε, ας γελούν, ας επιχαίρουν με τις συμφορές μας.
Μπορεί, όσο ζούσε, να μην τον αγαπούσαν,
μα θα τον κλάψουν όψιμα νεκρό, όταν τους λείψει
στο πεδίο της μάχης.
Γιατί οι μικρόνοοι, όσο κρατούν στο χέρι το καλό,
δεν ξέρουν πώς να το τιμήσουν, παρά μονάχα
αφού το χάσουν.
Πικρός για μένα ο χαμός, λιγότερο γλυκός για κείνους,
όμως γι αυτόν τον ίδιο ευφρόσυνος· ό,τι λαχτάρησε
το απόχτησε, τον θάνατο που θέλησε.
Με τί και πώς μπορούν, λοιπόν, αυτοί να τον περιγελούν;
970 Ο θάνατός του ανήκει στους θεούς, όχι σ᾽ εκείνους.
Ας καμαρώνει ο Οδυσσέας στο κενό·
γι᾽ αυτούς ο Αίας δεν υπάρχει πια, σ᾽ εμένα όμως
άφησε πεθαίνοντας πόνο πικρό, σπαραχτικό.

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία

Αποτέλεσμα εικόνας για ερεβοκτονοσ ΠΛΑΤΩΝ: ΠΕΡΙ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

Εισαγωγή

0.1. Γενικές έννοιες[1]

«Απ᾽ ό,τι κάλλη έχει άνθρωπος, τα λόγια έχουν τη χάρη
να κάμουσι κάθε καρδιά παρηγοριά να πάρει
κι οπού κατέχει να μιλεί με γνώση και με τρόπο
κάνει και κλαίσι και γελούν τα μάτια των ανθρώπω
». -Β. Κορνάρος, Ερωτόκριτος Α' 887-90[2]

Η ελληνική γλώσσα, όπως και κάθε γλώσσα, δίνει σε όσους τη γνωρίζουν τη δυνατότητα να επικοινωνούν, δηλαδή να εκφράζουν τις σκέψεις και τα αισθήματά τους, να μεταδίδουν ο ένας στον άλλον πληροφορίες, να διηγούνται, να διατυπώνουν παρακλήσεις ή εντολές, να υποβάλλουν ερωτήματα κλπ.

Ο καθένας, για να επικοινωνήσει, διαλέγει και συνδυάζει τις λέξεις που αποδίδουν ό,τι έχει να πει και είτε τις εκφέρει προφορικά είτε τις καταγράφει. Και στις δύο περιπτώσεις αποτέλεσμα είναι ένας λόγος: λόγος προφορικός στην πρώτη περίπτωση, λόγος γραπτός στη δεύτερη.[3]

Οι άνθρωποι μιλούμε και γράφουμε συχνά, αλλά όχι πάντα με τον ίδιο τρόπο. Αλλιώς θα μιλήσει ή θα γράψει κανείς στους γονείς του, αλλιώς στους φίλους του, αλλιώς σε κάποιον άγνωστο, αλλιώς στον προϊστάμενό του, αλλιώς στο αγαπημένο πρόσωπο. Και πάλι, διαφορετική μορφή θα πάρει ο λόγος αν προορίζεται απλά και μόνο να μεταδώσει μια πληροφορία, διαφορετική μορφή αν είναι να εκφράσει φόβο, λαχτάρα, ή άλλο συναίσθημα, διαφορετική μορφή αν έχει σκοπό να διασκεδάσει, και πάλι διαφορετική αν προορίζεται για να διδάξει, να πείσει, ή και να γοητέψει τον ακροατή ή τον αναγνώστη. Έτσι, τα είδη του λόγου, ή καλύτερα οι τρόποι της ομιλίας και της γραφής είναι πολλοί, συνδυάζονται συχνά, και μόνο σε γενικές γραμμές μπορούμε να ορίσουμε κάποια κριτήρια και να ξεχωρίσουμε κατηγορίες.

Τα λόγια που ανταλλάσσουν οι άνθρωποι στην καθημερινή τους συναναστροφή είναι συνήθως απλά και αφρόντιστα. Συμβαίνει όμως αυτός που μιλά ή που γράφει να προσπαθήσει, συνειδητά ή ασυναίσθητα, να διαμορφώσει τον λόγο του με τρόπο που να κάνει καλή εντύπωση, να τον πιστέψουν, και γενικά να πετύχει αυτό που επιδιώκει. Στις περιπτώσεις αυτές ο λόγος του λέμε πως είναι ξεχωριστός, φροντισμένος.

Κατά κανόνα, αλλά υπάρχουν και εξαιρέσεις, ο γραπτός λόγος είναι πιο φροντισμένος από τον προφορικό, καθώς όλοι ξέρουμε ότι τα λόγια ακούγονται μια φορά και χάνονται, αλλά τα γραπτά μένουν.

Ιδιαίτερα φροντισμένος είναι συνήθως ο δημόσιος λόγος, τόσο ο προφορικός, όταν απευθύνεται σε μεγάλο ακροατήριο, όσο και ο γραπτός, όταν προορίζεται να πολλαπλασιαστεί με την τυπογραφία ή άλλο μέσο και να δημοσιευτεί.

Η πιο συνηθισμένη περίπτωση φροντισμένου λόγου είναι βέβαια ο έντεχνος λόγος, όπου ο ομιλητής ή ο συγγραφέας ακολουθεί σε γενικές γραμμές τους κανόνες της τέχνης του λόγου - άλλος συνειδητά, αν είναι μελετημένος, άλλος από φυσική κλίση. Και στις δύο περιπτώσεις ο λόγος τους, προφορικός ή γραπτός, εντάσσεται στη λογοτεχνία.

Στον έντεχνο λόγο ανήκουν ολοφάνερα ως λογοτεχνήματα όλα τα ποιητικά έργα, είτε προορίζονται να τραγουδηθούν ή να απαγγελθούν, είτε γράφτηκαν μόνο για να διαβάζονται. Τα ποιητικά έργα έχουν όλα ρυθμό, τα περισσότερα έχουν και μέτρο, δηλαδή χωρίζονται σε ρυθμικές ενότητες με προκαθορισμένη έκταση· τα τραγουδιστικά έχουν και μελωδία.

Έντεχνος δεν είναι βέβαια μόνο ο ποιητικός αλλά και ο πεζός λόγος, γραπτός και προφορικός. Η γιαγιά που διηγείται ένα παραμύθι, ο ρήτορας που αγωνίζεται να πείσει ή να συγκινήσει το πλήθος, ο μυθιστοριογράφος - όλοι, στο μέτρο που συνειδητά ή ασυναίσθητα αξιοποιούν τους τρόπους και τις δυνατότητες του έντεχνου λόγου, χαρακτηρίζονται λογοτέχνες και τα έργα τους ανήκουν στη λογοτεχνία.

Αξιοσημείωτη στην ιδιοτυπία της είναι η λαϊκή λογοτεχνία. Περιλαμβάνει έργα ποιητικά και πεζά (παροιμίες, μύθους, παραμύθια, δημοτικά τραγούδια κλπ.) που διαδίδονται προφορικά, από στόμα σε στόμα. Είναι όλα έργα ανώνυμα, από την άποψη ότι κανείς δεν ξέρει ποιος είχε κάποτε την έμπνευση και ποιος διατύπωσε πρώτος αυτό που όταν ακούστηκε άρεσε, υιοθετήθηκε και στη συνέχεια διαδόθηκε στους πολλούς. Χαρακτηριστικό των έργων της λαϊκής λογοτεχνίας είναι και ότι απαντούν σε πολλές παραλλαγές, καθώς καθένας νιώθει ελεύθερος να τα παρουσιάσει όπως προτιμά, αλλάζοντας ή απομακρύνοντας ό,τι δεν του αρέσει, ή και προσθέτοντας κάτι καινούργιο. Σε αυτή την αδιάκοπη προσαρμογή και βελτίωση οφείλουν τα λαϊκά έργα την υψηλή τους ποιότητα.

Αντικείμενο της γραμματολογίας είναι ο κάθε λόγος, προφορικός ή γραπτός, απλός ή φροντισμένος, έντεχνος ή άτεχνος. Επειδή όμως και τον προφορικό λόγο στο πέρασμα του χρόνου δε μπορεί κανείς να τον εξετάσει παρά μόνο στην καταγραμμένη του μορφή, η γραμματολογία λέμε ότι μελετά τα γράμματα μιας ορισμένης γλώσσας και εποχής. Διαφορετική από τη γραμματολογία, η ιστορία της λογοτεχνίας έχει αποκλειστικό αντικείμενο τον έντεχνο λόγο, τα λογοτεχνήματα μιας ορισμένης εποχής και γλώσσας.[4]
---------------------------------
1 Περισσότερα για τις βασικές γλωσσολογικές έννοιες βλ. Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας.

2 Το ίδιο έχει πει και ένας σοφιστής του 5ου π.Χ. αι., ο Γοργίας, στο Ἑλένης ἐγκώμιον 8: «Ο λόγος είναι μεγάλος δυνάστης, που με σώμα μικρό και φτενό πραγματώνει έργα θεοτικά· μπορεί, βλέπεις, και χαρά να δώσει και λύπη ν᾽ αποδιώξει, και τον φόβο να σταματήσει και τη συμπόνια ν᾽ αβγατίσει».

3 Ο διαχωρισμός του προφορικού από τον γραπτό λόγο δεν είναι πάντα εφικτός. Σε ποια κατηγορία να εντάξουμε π.χ. τα θεατρικά έργα; Σε ποιο είδος λόγου ανήκει μια διάλεξη, όταν ο ομιλητής διαβάζει από χειρόγραφο; Πώς να χαρακτηρίσουμε τα στενογραφημένα πρακτικά της Βουλής και τις απομαγνητοφωνημένες συζητήσεις των συνεδρίων;

4 Στη μελέτη της ελληνικής αρχαιότητας η γραμματολογία και η ιστορία της λογοτεχνίας τείνουν να ταυτιστούν, καθώς όλα σχεδόν τα κείμενα που μας σώζονται είναι φροντισμένα, και τα περισσότερα λογοτεχνικά.

ΕΠΙΚΤΗΤΟΣ

Ο Επίκτητος (50-125) γεννήθηκε στην Ιεράπολη της Φρυγίας, γνωστό κέντρο λατρείας της Θυμέλης. Μεταφέρθηκε στη Ρώμη ως σκλάβος στο σπίτι του Επαφρόδιτου και κατάφερε να παρακολουθήσει τη διδασκαλία του Μουσώνιου Ρούφου, καταξιωμένου στωικού στα χρόνια του Νέρωνα. Στο πολιτικό κλίμα της εποχής, όπου η αυτοκρατορική εξουσία γινόταν ολοένα και πιο δεσποτική, πολλοί αυτοκράτορες δεν παρέλειπαν να συκοφαντούν τους φιλοσόφους. Πο­λυάριθμες παρενοχλήσεις σημειώθηκαν στη διάρκεια μισού αιώνα, με κυριότερες τις εξορίες, κυρίως επί Δομιτιανού. Ο ίδιος ο Επίκτητος έπεσε θύμα αυτής της πολιτικής γύρω στο 93. Εκτός από τους -ευτυχώς μειοψηφούντες- αυτοκρά­τορες που κρατούσαν εχθρική στάση απέναντι στη φιλοσοφία, μια μερίδα Ρω­μαίων είχε σχηματίσει αρνητική άποψη για τη φιλοσοφία. Σε αυτό το φαινόμενο αναφέρεται ο Επίκτητος λέγοντας: «Αν επιθυμείς τη φιλοσοφία, ετοιμάσου να αντιμετωπίσεις των γέλωτα και τον εμπαιγμό του πλήθους». Διευκρινίζει εξάλ­λου ότι απέναντι σε αυτές τις ενοχλήσεις χρειάζεται να κρατάει κανείς γερά, α­κολουθώντας αυτό που του φαίνεται καλύτερο και σκεπτόμενος ότι κάποιος θεός προσέδωσε στη φιλοσοφία τη θέση που κατέχει. Επίσης, συμβουλεύει τον φιλόσοφο να θυμάται ότι, αν δεν λοξοδρομήσει, όσοι αρχικά γελούσαν εις βά­ρος του θα έρθουν να τον θαυμάσουν, αν όμως αποδειχθεί πιο αδύναμος από ε­κείνους, η κοροϊδία εκ μέρους τους θα είναι διπλή (Εγχειρίδιο, 22).

Διαισθανόμαστε πίσω από αυτή τη γλώσσα την ιδέα περί δύναμης της ψυχής που συχνά συναντά κανείς στον Σενέκα. Το ερώτημα στο οποίο καλούμαστε ε­φεξής να απαντήσουμε είναι κατά πόσον ο στωικισμός του Επίκτητου, βαθιά ελ­ληνορωμαϊκός, υπερβαίνει τα παραδοσιακά πλαίσια του ελληνιστικού στωικισμού, και αν αυτή η υπέρβαση αγγίζει ή όχι τα όρια που θα είχαν μπορέσει να τον εντάξουν στον μέσο πλατωνισμό. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: αυτό που χαρακτηρίζει τον ρωμαϊκό στωικισμό, τον ο­ποίο θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «νέο στωικισμό», είναι η σκέψη αναφο­ρικά με τον τρόπο με τον οποίο ο πράττων, χάρη στη δύναμη της ψυχής του, δύναται να αντιμετωπίσει τα γεγονότα. Στον Σενέκα αυτός ο τρόπος πράττειν συνε­πάγεται το αγαθό ως τέτοιο, και άρα επίσης ό,τι είναι ηθικόν (honestum), και αυτό σε μια ενέργεια εμπρόθετη που δημιουργεί ηθελημένα την πράξη αντιμε­τωπίζοντας τα γεγονότα με τρόπο που να ενισχύουν την ψυχή· στον Επίκτητο όμως αφορά μονάχα στον έλεγχο της κατάστασης που είναι ίδιον της πράξης, σύμφωνα με όσα εξαρτώνται από τον πράττοντα, με όσα περνούν από το χέρι του. Εκεί όπου ο Σενέκας τονίζει τη βούληση, ο Επίκτητος προάγει την αξιολό­γηση, εισηγείται μάλιστα και τη συμφωνία με ό,τι είναι φυσικό, η οποία ορίζει το αγαθό. Η διαφορά, μαντεύουμε, είναι σημαντική και μας επιτρέπει να διακρί­νουμε καλύτερα τη στωικίζουσα τάση του μέσου πλατωνισμού που απηχεί ο Σε­νέκας από την αμιγώς στωική τάση της ρωμαϊκής φιλοσοφίας που εκφράζει ο Ε­πίκτητος και συνεχίζει ο Μάρκος Αυρήλιος. Κατά τα άλλα, οι θέσεις αναδίπλω­σης του Επίκτητου -ο οποίος, πιστεύω, δεν διέκρινε επαρκώς το εύρος της ανα­νέωσης που εγκαινίασε ο Σενέκας- είναι σύμφωνες με την προσωπικότητά του, που επιδίωκε την αναχωρητισμό και τη μοναξιά, στάση διαμετρικά αντίθετη από εκείνη του Σενέκα, διαπρεπούς πολιτικού, που είχε πλουτίσει χάρη στις γνωρι­μίες του και μεριμνούσε για την προαγωγή μιας βουλησιαρχικής φιλοσοφίας.

Μετά τον θάνατο του Μουσώνιου Ρούφου (γύρω στο 81), ελεύθερος πια, ο Επίκτητος αρχίζει με τη σειρά του να διδάσκει. Ύστερα όμως από το διάταγμα του 89 κατά των φιλοσόφων αποφάσισε να αυτοεξοριστεί στην Ήπειρο, στη Νικόπολη, όπου άνοιξε μια σχολή στην οποία μαθήτευσαν πολυάριθμοι ταξι­διώτες, συχνά καθ’ οδόν προς τη Ρώμη. Έτσι συνέβη και γύρω στο 108 είχε α­κροατή τον μελλοντικό κυβερνήτη της Καππαδοκίας, Αρριανό από τη Νικομή­δεια, στον οποίο οφείλουμε τη δημοσίευση ενός μέρους από τη διδασκαλία του Επίκτητου σε δύο γνωστά γραπτά, τις Συνομιλίες και το Εγχειρίδιο, το οποίο εκ πρώτης όψεως είναι μια περίληψη του πρώτου, ενώ στην ουσία κρύβει ένα πο­λύ βαθύτερο νόημα.

Πρέπει ωστόσο να γνωρίζουμε ότι, στα χνάρια του Πυθαγόρα, του Σωκράτη, του Πύρρωνα ή και του Ιησού, ο Επίκτητος δεν έγραψε τίποτα. Εντούτοις από τις εξέχουσες αυτές μορφές έχει ως πρότυπο τον Σωκράτη, τον οποίο προσπα­θεί να μιμηθεί χρησιμοποιώντας όχι πλέον τη μαιευτική μέθοδο αλλά τις διατρι­βές, κυρίαρχο λογοτεχνικό είδος της εποχής. Είναι προφανές ότι χωρίς το αξιο­σημείωτο έργο του Αρριανού, που μεταφέρει με έναν κάπως δικό του τρόπο τους λόγους του δασκάλου του, ο Επίκτητος θα μας ήταν άγνωστος. Και ακόμη, αν έλειπε ο Αρριανός, η πνευματική εμπειρία που δοκίμασε η φιλοσοφία εκεί­νης της εποχής, και την οποία αποτύπωσε άριστα ο Pierre Hadot,[1] θα είχε φτάσει ως εμάς ακρωτηριασμένη ή σημαντικά φτωχότερη. Πολλώ δε μάλλον αφού το πλαίσιο μέσα στο οποίο εδραιώνεται δεν μπορεί να συγκριθεί με εκείνο από το οποίο ξεπηδά ο σωκρατικός λόγος. Ο Σωκράτης, όπως είδαμε, είχε επωφεληθεί από τη σοφιστική πρακτική που είχε θέσει στο επίκεντρο του λόγου την ανα­ζήτηση της δόξας, γεγονός που επέτρεψε στον Πλάτωνα να στηριχτεί στον θά­νατό του ώστε να τον εξυμνήσει περισσότερο. Βεβαίως, ο Επίκτητος ευνοείται επίσης από έναν ανοιχτό φιλοσοφικό χώρο, αυτόν της Ρώμης, που βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη και δοξάζεται και αυτός μετά θάνατον από τον Αρριανό. Ε­ντούτοις το πλαίσιο μέσα στο οποίο μορφώνεται φιλοσοφικά, σε ένα περιβάλ­λον όπου ο στωικισμός έχει ήδη διαμορφωθεί, απέχει παρασάγγας από εκείνο της Αθήνας των κλασικών χρόνων. Αν και αληθεύει ότι η πολιτική αλλά και πο­λιτισμική εξύμνηση είχε γίνει συνήθης πρακτική στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είχε δεχτεί τα πυρά ενός συνόλου φιλοσόφων, κυρίως κυνικών και στωικών. Θεωρούμενη ως στάση που ανήκει στα αδιάφορα πράγ­ματα, η δόξα κατ’ αρχήν δεν έπρεπε να συγκινεί έναν (στωικό) φιλόσοφο άξιο αυτού του χαρακτηρισμού. Επιπλέον, η ηθική του Επίκτητου αρνείται μια τέτοια εξωτερίκευση, επειδή, όπως οι τιμές, έτσι και η δόξα δεν εξαρτάται από τον πράττοντα. Για τον Επίκτητο όμως άξιο προσοχής δεν είναι παρά ό,τι εξαρτάται από εμάς, τα πράγματα που είναι στο χέρι μας (τα εφ’ ημίν).

Ο Αρριανός το είχε καταλάβει, και γι’ αυτό στο πρώτο του κείμενο, που τι­τλοφόρησε Συνομιλίες και το οποίο διατηρεί ορισμένα στοιχεία από τις διατρι­βές του δασκάλου του, προσέθεσε ένα δεύτερο με τον ελληνικό τίτλο Εγχειρί­διο - που έχει τη διπλή σημασία του εύχρηστου εργαλείου, και πιο συγκεκριμέ­να του «μαχαιριού». Η επιλογή του συγκεκριμένου όρου σηματοδοτεί μεμιάς μια μείζονα φιλοσοφική στάση: την αναζήτηση μιας φιλοσοφίας εύχρηστης και ταυτοχρόνως παραγωγικής και αμυντικής, με την προϋπόθεση ότι ξέρει κανείς πώς να τη χειριστεί. Εν ολίγοις, το Εγχειρίδιο είναι ένας οδηγός άμυνας και ίασης της ψυχής από τα δεινά που την παραλύουν κατά τη διάρκεια του βίου, με την προϋπόθεση όμως ότι η ψυχή έχει ήδη ασκηθεί να σχηματίζει ορθές παρα­στάσεις. Και ακόμη, τόσο οι Συνομιλίες όσο και το Εγχειρίδιο αποτελούν τη μνήμη όσων ειπώθηκαν προφορικά, με σωκρατικό ύφος. Αυτό σημαίνει ότι ο Αρριανός, αντίθετα με τη θεωρία του Επίκτητου περί πράξης, εξυμνεί τον φι­λόσοφο. Το γεγονός ότι ο θάνατος του Επίκτητου χρησιμοποιήθηκε για την ε­ξύμνησή του δεν είναι το μόνο παράδοξο που αφορά στο πρόσωπό του. Το πα­ράδοξο όμως αυτό δείχνει εξίσου ότι η πρακτική της ανάδειξης ορισμένων στο­χαστών βρίσκεται στο επίκεντρο της φιλοσοφικής πρακτικής ως το στοιχείο ε­κείνο που, μέσα από την πληθώρα τ<ον φιλοσοφικών εμπειριών, αναδύεται για να σταθεροποιηθεί προτού πάρει τον λόγο η ιστορία. Κατ’ αυτή την έννοια, η σκέψη του Επίκτητου μαρτυρεί τον ιστοριακό της χαρακτήρα, πράγμα που έχει επιβεβαιωθεί ήδη από τη Αρχαιότητα.[2] Από αυτή τη σκοπιά, δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι ο Αρριανός έπαιξε τον ρόλο ενός Ξενοφώντα, πιθανότατα για­τί δεν είχε τις αρετές ενός Πλάτωνα ώστε να μυθοποιήσει την προσφιλέστατη του φιλοσοφική μορφή. Έτσι, έχει το προσόν να μεταφέρει με τον πιστότερο δυνατό τρόπο τους λόγους του δασκάλου του.

Εφεξής, πέρα από το γεγονός της απελευθέρωσής του, η εξορία και συνα­κόλουθα η συνάντησή του με τον Αρριανό συνιστούν σημεία-σταθμούς στη ζωή του Επίκτητου. Τα γεγονότα αυτά επηρέασαν και τον τρόπο σκέψης του, αφού ο ίδιος τα ανακαλεί και ο Αρριανός αναφέρεται πλαγίως σε αυτά τουλάχιστον μία φορά μέσα στα γραπτά του. Ουδέποτε όμως έφτασε στο σημείο να θεωρή­σει τον αρνητικό χαρακτήρα ενός φαινομένου ως δοκιμασία που ενδυναμώνει την ψυχή, όπως έκανε ο Σενέκας· αντιθέτως, στηρίζεται στο συγκεκριμένο γε­γονός για να παράσχει έναν κανόνα συμπεριφοράς στον πράττοντα: «Θάνα­τος, εξορία, όλα όσα φαίνονται τρομερά: να τα έχεις μπρος στα μάτια σου κάθε μέρα, και πάνω απ’ όλα τον θάνατο· και έτσι τίποτα ευτελές δεν θα απασχολεί το πνεύμα σου, ούτε καμία υπερβολική επιθυμία για οτιδήποτε» (Εγχειρίδιο, 21). Με άλλα λόγια, το γεγονός, κυρίως το πιο ακραίο -ο θάνατος- πρέπει να γίνει παράγοντας που οδηγεί την παράσταση που έχουμε για τα πράγματα στο σωστό της μέτρο, απομακρύνοντας από το πνεύμα τόσο τις ανώφελες μνησικακίες όσο και τις μάταιες επιθυμίες. Ακριβώς γύρω από αυτό το ερώτημα της παράστασης, που διατυπώθηκε από τον αρχαίο στωικισμό, διαπλέκεται ουσια­στικά η διατύπωση της σκέψης του Επίκτητου.

Η πρωτοτυπία του Επίκτητου αναφορικά με αυτό το ερώτημα της παράστα­σης έγκειται στο γεγονός ότι κάνει έναν συσχετισμό παράστασης και βούλησης στενότερο από ό,τι οι προκάτοχοί του. Σε ένα σημαντικό χωρίο των Συνομιλιών (I, 18) επιχειρεί μια αντιστοιχία, σύμφωνα με τη διατύπωση του J. Moreau, α­νάμεσα στη συναίνεση του πνεύματος με μια παράσταση και τη συγκατάθεση της βούλησης με μια πράξη. Ενώ όμως η πρόσληψη ενός αντικειμένου εμπλέ­κει μια κρίση που άπτεται της πραγματικότητας, η εκούσια απόφαση, η επιλο­γή μιας συμπεριφοράς εμπλέκει μια κρίση που άπτεται της αξίας.[3] Πιο συγκε­κριμένα, πρέπει μάλλον να κάνουμε λόγο, αναφερόμενοι στην πράξη, για ανα­γκαίες αντιλήψεις (υπολήψεις) εν όψει της πράξης, αντιλήψεις που συνεπιφέ­ρουν αξιολογήσεις (δόγματα) που μας καθιστούν κυρίους των πράξεων.

Είμαστε πράγματι κύριοι του γεγονότος ότι κρίνουμε ή δεν κρίνουμε, αλλά διόλου κύριοι των εξωτερικών πραγμάτων (πράγματα).[4] Οι επιλογές μας οφεί­λουν, συνεπώς, να γίνονται σύμφωνα με ανάλογες κρίσεις που άπτονται της ε­λευθερίας μας, και όχι σύμφωνα με πράγματα που δεν είναι αποκλειστικά στο χέρι μας. Στο χέρι μας είναι: η κρίση, η βούληση, η επιθυμία, η αποστροφή που απηχούν τα έργα μας. Δεν είναι στο χέρι μας: το σώμα, τα πλούτη, η δόξα, η ε­ξουσία, ό,τι δηλαδή δεν είναι δικό μας έργο. Τα παραπάνω πράγματα σχηματίζουν μέσα μας παραστάσεις τις οποίες κινδυνεύουμε να θεωρήσουμε ότι είναι στο χέρι μας, με αποτέλεσμα, καθώς δεν μπορούμε να τις ελέγξουμε, να λυπού­μαστε ή να κατηγορούμε θεούς και ανθρώπους (Εγχειρίδιο, 1,1-4). Τέτοιες πα­ραστάσεις ενδέχεται να μας κατακυριεύσουν, να μας αιχμαλωτίσουν όμως δεν πρέπει αυτές να κατευθύνουν τις επιλογές και την πράξη μας, αλλά ό,τι βρίσκε­ται μέσα μας και είναι στο χέρι μας. Αν οι παραστάσεις παρεμβάλλονται ανά­μεσα στον πράττοντα και τα γεγονότα, ορθώνονται σαν οθόνες· επιβάλλεται, ε­πομένως, μια σκέψη και μια αυτοαξιολόγηση ώστε να εμποδίσουμε αυτές τις παραστάσεις να διαστρεβλώσουν τη σχέση ανάμεσα στον λόγο και τα γεγονό­τα. Η σχέση αυτή είναι καθοριστική και δεν αφορά στα πράγματα αλλά στον τρόπο με τον οποίο τα θεωρούμε. Ως εκ τούτου, η πρόθεση καταλαμβάνει κε­ντρική θέση στον τομέα της πράξης.

Επίσης, θέλοντας να ξεκινήσουμε ένα έργο μέσω της βούλησης, αρμόζει να ενεργοποιήσουμε αυτή την πρόθεση εξετάζοντας αρχικά με τον λόγο τα προη­γούμενα και τις συνέπειες. Γιατί ενδέχεται, όταν κάποιος θέλει να πραγματο­ποιήσει ένα σχέδιο (μια πρόθεση), όπως, για παράδειγμα, να γίνει αθλητής, να απαιτείται μια πειθαρχία, μια συγκεκριμένη δίαιτα, να αποφεύγει τα γλυκά, να πρέπει να προπονείται μία ώρα υπό τον καύσωνα, να μην καταναλώνει αναψυ­κτικά και κρασί κ.ο.κ. Άρα, η πραγματοποίηση αυτού του σχεδίου προϋποθέτει την τήρηση όλων αυτών των μέτρων, καθώς και να εξετάσει ο πράττων την ίδια του τη φύση, δηλαδή αν έχει τις κατάλληλες σωματικές αναλογίες που απαιτούνται. Με έναν λόγο, μπορούμε να πράττουμε ελεύθερα μονάχα ως προς αυτά που είναι στο χέρι μας. Το να κάνει κανείς μια τέτοια χρήση των παραστά­σεων, δηλαδή να έχει ως κριτήριο αυτά που είναι στο χέρι του, σημαίνει ότι βά­ζει τον εαυτό του σε μια θέση σε αρμονία με τη φύση και, άρα, μεριμνά για το δικό του καλό (Εγχειρίδιο, 6 και 24). Για να κατορθώσει ωστόσο να επιτύχει το δικό του καλό, πρέπει να λάβει εξίσου υπόψη του τον παράγοντα χρόνο. Οφεί­λει, υποστηρίζει ο Επίκτητος, να προσμετρήσει τον απαιτούμενο χρόνο για την πραγματοποίηση μιας πράξης. Κατά συνέπεια, η χρονικότητα δεν συνδέεται απαραιτήτως ή αποκλειστικώς με την εξωτερική κίνηση, αλλά αφορά επίσης στον εσωτερικό βίο του ανθρώπου. Ο Άγιος Αυγουστίνος θα ενθυμηθεί την εν λόγω υποκειμενική χρονικότητα. Στον Επίκτητο συνδέεται με την ίδια την ύ­παρξη του πράττοντος, καθώς, όταν πρόκειται για μία πράξη, είναι δυνατόν να ανακαλέσουμε διαδοχικές στιγμές: αρχικά τη στιγμή που αγαλλιάζουμε από την απόλαυση που έχουμε αισθανθεί και στη συνέχεια την αμέσως επόμενη στιγμή, που μας βάζει σε σκέψεις και μας πλημμυρίζει με ενοχές· αν όμως έ­χουμε απαρνηθεί μια απόλαυση και τις συνακόλουθες συνέπειες, αισθανόμα­στε δευτερευόντως χαρά και επικροτούμε τον εαυτό μας που δεν ενέδωσε. Προκειμένου να ελέγχουμε την πράξη, αρκεί τις περισσότερες φορές να απο­φύγουμε να γίνουμε δέσμιοι της ηδύτητας, της απόλαυσης ή της αποπλάνησης, δηλαδή να τους ανατάξουμε την «απροσμέτρητα ανώτερη συνειδητοποίηση [το συνειδέναι] ότι πρόκειται για μια νίκη που έχουμε καταφέρει μόνοι μας» (Εγ­χειρίδιο, 34). Το να ελέγχει κανείς τα γεγονότα και τον χρόνο θέλοντας να πολλαπλασιάσει τις προσωπικές του νίκες σημαίνει, επιπλέον, ότι δεν αφήνεται έρμαιο στους νόμους του Πεπρωμένου, αλλά ότι κατευθύνεται ελεύθερα στον επιδιωκόμενο στόχο: την ευτυχία.

Το ερώτημα της τελικότητας επιβάλλεται, κατά τον Επίκτητο, από την ίδια τη ζωή. Μια ματιά στον κόσμο μάς επιτρέπει να αντιληφθούμε ότι στο Σύμπαν βασιλεύει η τελικότητα. Δεν μπορούμε να αρνηθούμε την ύπαρξη μιας θείας Πρόνοιας. Στο εξής η παρουσία του λόγου στον άνθρωπο δεν είναι αποτέλε­σμα της τύχης αλλά θείο δώρο. Και αυτό που διακρίνει τον άνθρωπο από το ζώο δεν είναι ότι απλώς χρησιμοποιεί τις παραστάσεις του, αλλά και ότι τις σκέφτεται και τις αρθρώνει, καθώς η τάξη του πραγματικού πρέπει να αναπαραχθεί στην πράξη. Αυτό θεμελιώνει τη φυσική σχέση ανάμεσα στην ανθρώπι­νη βούληση και το αγαθό (I, 6).

Συνεπώς, η ζωή, προικισμένη με όλα όσα παρέχει στον άνθρωπο η θεία Πρόνοια, είναι μια διαρκής μάχη, επειδή η σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο, με τα γεγονότα που ξεπηδούν ολόγυρά του, προϋποθέτει παραστάσεις τις ο­ποίες χρειάζεται να αξιολογήσει ώστε να επιτύχει την καλύτερη δυνατή σχέση με τα πράγματα, ανάλογα πάντοτε με ό,τι περνά από το χέρι του. Τη σχέση αυ­τή διέπει ο λόγος, ανθρώπινο ανάλογο του θείου Λόγου, ενώ η βούληση πραγ­ματώνει ό,τι αρμόζει να γίνει. Αυτό μας διδάσκει ότι δεν πρέπει να μας παγι­δεύουν παραστάσεις ξένες προς τη δυνατότητα πραγματοποίησης ενός σχε­δίου, καθώς έτσι η βούληση εξουδετερώνεται, ή πορεύεται έναν αδιέξοδο δρό­μο, παραστρατεί λόγω εσφαλμένης κρίσης ή αξιολόγησης. Εν ολίγοις, η ουσία του αγαθού βρίσκεται σε ό,τι περνά από το χέρι μας και μπορεί να γίνει η αφε­τηρία από την οποία θα ξεκινήσει η υποκείμενη στον λόγο βούληση για να ολο­κληρώσει το έργο της. Έτσι λοιπόν, καταφέρνοντας να απελευθερωθούμε από ό,τι δεν περνά από το χέρι μας, εξασφαλίζουμε έναν χώρο για την αγαθή πρά­ξη, για μια πράξη ελεύθερη {Εγχειρίδιο, 19). Αυτή ακριβώς η έννοια της ελευ­θερίας συμπυκνώνει τη -σκέψη του Επίκτητου, του υπόδουλου φιλοσόφου που διψούσε για την ελευθερία και ο οποίος, αφότου γεύτηκε τα αγαθά της, δεν έπαψε να ισχυροποιεί τα θεμέλιά της.

Παρόλο που γεννήθηκε τέσσερα χρόνια νωρίτερα από τον Επίκτητο, είναι καίρια στο σημείο αυτό η αναφορά στο πρόσωπο του Μάρκου Αυρήλιου (121- 180), θετού γιου του αυτοκράτορα Αντωνίνου, ο οποίος παρά την αυτοκρατορική του υπόσταση δεν δίστασε να διατυπώσει μια σκέψη κοντινή με του Επίκτη­του. Ο Μάρκος Αυρήλιος παντρεύτηκε την κόρη του Αντωνίνου και απέκτησε δεκατρία παιδιά. Σε αρκετά προχωρημένη ηλικία, τέσσερα μόλις χρόνια πριν το τέλος της ζωής του, μυήθηκε στα Ελευσίνια Μυστήρια στη διάρκεια ενός τα­ξιδιού στην Ελλάδα, την εποχή κατά την οποία δημιούργησε στην Αθήνα πο­λυάριθμες έδρες φιλοσοφίας σε όλες τις σχολές (Ακαδημία, Λύκειο, Στοά, Κή­πο). Οι πόλεμοι στην Ανατολή και τη Δύση (ενάντια στα γερμανικά φύλα) τον σημάδεψαν τόσο βαθιά ώστε τα συναισθήματά του διαπότισαν το περιώνυμο κείμενό του με τίτλο Σκέψεις ή, για την ακρίβεια, Τα εις εαυτόν (που συνέγρα­ψε από το 170 έως τον θάνατό του). Το κείμενο αυτό προεκτείνει τον Επίκτητο τουλάχιστον σε ένα σημαντικό σημείο: την πιο ενεργή παρουσία των θεών, η ο­ποία θέτει τις βάσεις ενός φιλοσοφικού πολυθεϊσμού, και την αναζήτηση της ε­νότητας του ανθρώπινου κόσμου (κοσμοπολιτισμός) (Σκέψεις, IV, 4· V, 6 και 30) και του φυσικού Κόσμου (η Πολιτεία του Δία) (IV, 23). Η ένωση, η τάξη και η Πρόνοια -στις οποίες αντιπαραβάλλει το χάος, την περιπλοκή και τον πε­ρισπασμό- δείχνουν ότι όλα επιτελούνται σύμφωνα με τη φύση του Όλου, δη­λαδή του Θεού. Ο πανθεϊσμός του αρχαίου στωικισμού μοιάζει να κυριαρχεί σε αυτή τη σκέψη. Γι’ αυτό και ο άνθρωπος θεωρείται ότι μετέχει στην ολική υπό­σταση, από την οποία δεν κατέχει παρά ένα ελάχιστο μέρος, και στην ολική διάρκεια, από την οποία του δίνεται ένα απειροελάχιστο διάστημα (V, 24).

Όσον αφορά στη φιλοσοφία της πράξης, αν τη συγκρίνουμε με αυτήν των άλλων στωικών, φαίνεται να κομίζει ένα σημαντικό στοιχείο στην τάξη της πα­ράστασης που πρέπει να σχηματίσουμε για να πραγματοποιήσουμε το αγαθό. Ξεκινώντας από μια ιδέα κοντινή σε εκείνη που συναντούμε την ίδια εποχή στον χριστιανισμό, διαβεβαιώνει ότι ίδιον του ανθρώπου είναι να αγαπάει α­κόμη και όσους τον θίγουν και υποστηρίζει ότι το μέσο για να το επιτύχει είναι να αντιληφθεί πρώτα από όλα ότι οι άλλοι δεν τον έχουν βλάψει, ότι είναι συγ­γενείς του, ότι αμαρτάνουν από άγνοια και ακουσίως, και ότι αργά ή γρήγορα όλοι μας θα πεθάνουμε. Παίρνοντας ως σημείο αναφοράς για την πράξη αυτές τις παραστάσεις, ελαχιστοποιούμε τις παραλείψεις των άλλων, καθιστώντας δυνατή την επικοινωνία μαζί τους και τη δημιουργία ενός κοινού κόσμου (VII, 22). Από όπου προκύπτει και η κεντρική θέση της σκέψης του, σύμφωνα με την οποία πρέπει να διατηρούμε πάντοτε στο πνεύμα μας δύο αρχές: η πρώτη ορί­ζει να κάνουμε μονάχα πράξεις αγαθής έμπνευσης, νομοθετώντας κατά το συμφέρον των ανθρώπων, και η δεύτερη να αλλάζουμε τη συμπεριφορά μας αν κάποιος κατορθώσει να μας μεταπείθει για κάτι, με την προϋπόθεση ότι το στοιχείο που προκαλεί τη μεταστροφή μας έχει ως κίνητρο τη δικαιοσύνη και το γενικό συμφέρον (IV, 12). Οι αρχές αυτές, που θυμίζουν αξιώματα καντια­νού τύπου, δείχνουν ότι οι στοχασμοί του μέσου πλατωνισμού είχαν προοδεύ­σει, παρόλο που ο Μάρκος Αυρήλιος παραμένει, με τις βάσεις της σκέψης του, στα χνάρια της αμιγέστερης στωικής παράδοσης.[5] Ήρθε λοιπόν η ώρα να κά­νουμε μια χρονική αναδρομή και να επιστρέψουμε στη μελέτη του μέσου πλα­τωνισμού, ξεκινώντας από τον Πλούταρχο, τον εκπρόσωπο της πλατωνίζουσας τάσης του εν λόγω φιλοσοφικού ρεύματος.
----------------------------
[1] Δύσκολα μπορούμε να αποτιμήσουμε επαρκώς τη σημασία της προσφοράς των εργα­σιών του Pierre Hadot σχετικά με το εν λόγω ερώτημα, που έχει συχνά υποτιμηθεί. Κατά τα άλλα, αξιολογότατες είναι οι μελέτες που προτείνονται τα τελευταία χρόνια στον αναγνώστη σχετικά με τον Επίκτητο αλλά και τον Μάρκο Αυρήλιο, καθώς και με αυτό που αντιπροσω­πεύει η φιλοσοφική τους πρακτική. Βλ. κυρίως P. Hadot, Qu’est-ce que laphilosophie antique?, Gallimard / «Folio-Essais», Paris, 1995· του ιδίου, Exercices spirituels et philosophie antique, Paris, 19933· J.-J. Duhot, Epictete et la sagesse sto'icienne, Editions Bayard, Paris, 1996· L. Jaffro, «Introduction», στο Manuel d’Epictete, μτφρ. E. Cattin, GF-Flammarion, Paris, 1997.

[2] Βλ. σχετικά L. Jaffro, «Postface», στο Manuel d’Epictete, ό.π., a. 127 κ.ε., καθώς και Μ. Spaneut, Permanence du sto'icisme. De Ζέηοη a Maltraiix, Gembloux, 1973· J. Lagree (επιμ.), «Le stoicisme aux 16e et 17e siecles», Cahiers de philosophie politique et juridique de L’ Universite de Caen, 25,1994.

[3] J. Moreau, Epictete, Paris, 1964, σ. 21 κ.ε.

[4] Σχετικά με το ερώτημα, βλ. L. Jaffro, «Introduction», ό.π., σ. 29 κ.ε.

[5] Σχετικά με το παρόν ζήτημα, βλ. το αξιολογότατο έργο του P. Hadot, La Citadelle intmeure. Introduction awe Pensees de Marc Aurele, Fayard, Paris, 1992.

Το Άπειρο Βάθος του Είναι

Η Ύπαρξη (το πιο ουσιαστικό μέρος της Ύπαρξης) είναι η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ. Έχουμε Συνείδηση ότι υπάρχουμε. Προβληματιζόμαστε κι αναζητάμε απαντήσεις για την Φύση της Ύπαρξης, τα Όριά της. Ο Μόνος Σωστός Τρόπος για να βρούμε απαντήσεις είναι να βιώσουμε την Ύπαρξη κι όχι μέσα από διδασκαλίες, θεωρίες, σκέψεις (όλα αυτά είναι μετα-ερμηνείες). Βιώνουμε την Ύπαρξη όταν απορρίπτουμε τις δευτερεύουσες δραστηριότητες της ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ. Τότε μόνο μπορούμε να έχουμε Καθαρή Αντίληψη και μπορούμε να νοιώσουμε το ΑΠΕΙΡΟ ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ.

Ο ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΕΑΥΤΟΣ. Ο Πραγματικός Ελεύθερος Εαυτός. Ο Φωτισμένος Μη-Δυαδικός Εαυτός.

Τον περασμένο αιώνα οι υπαρξιστές φιλόσοφοι ξεκινώντας από την Παρούσα Συνείδηση (για τον Χάιντεγκερ Da-Sein, «εδώ είναι», «εδώ συνείδηση»), απορρίπτοντας όλες τις επιφανειακές εκδηλώσεις της Ύπαρξης έφτασαν στην Βίωση της Συνείδησης, του Καθαρού Είναι (για τον Xάιντεγκερ Sein ή Sein διαγραμμένο, Είναι και Μη-Είναι).

Το Είναι (ή Μη-Είναι) των υπαρξιστών για πολλούς είναι ο Θεός ή η Ύστατη Πραγματικότητα (που μπορούμε να την δούμε και αρνητικά σαν «Μηδέν»). Πάντως η ερμηνεία του Χάιντεγκερ είναι διφορούμενη. Το Είναι μπορεί να είναι το Πλήρες Είναι ή το Μη-Είναι, σαν το χωρίς ιδιότητες. Η δυσκολία δεν οφείλεται στο Είναι αλλά στην δική μας αδυναμία να αντιληφθούμε, είναι δηλαδή ερμηνευτικό το πρόβλημα.

Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ Είναι για Πάντα Αυτό που Είναι. Δεν αλλοιώνεται, δεν αυξάνεται, δεν μειώνεται. Δεν υπάρχει παρά μία συγκέντρωση σε μία δραστηριότητα, σε ένα σύνολο από αντιλήψεις και συμπεριφορές που μας «βάζει» σε ένα κύκλο ζωής, μέσα στα σύμπαντα, αόρατα και ορατά. Όλα αυτά όμως συμβαίνουν σε ένα φαντασιακό χώρο (που μόνο από την ατελή συνείδηση θεωρείται πραγματικότητα). Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ούτε πτώση, ούτε λύτρωση, ούτε τίποτα. Όλα συμβαίνουν στον φαντασιακό χώρο και οι δραστηριότητες όλες και οι διαλογιστικές πρακτικές συμβαίνουν στον φαντασιακό χώρο. Το μόνο που υφίσταται είναι η συνειδητοποίηση ότι όλα αυτά είναι ψεύτικα, («ψεύτικα», όχι ανύπαρκτα – θα το εξηγήσουμε αυτό εν καιρώ). Διαλογισμός είναι το σταμάτημα όλης αυτής της μάταιης δραστηριότητας.

Η διατύπωση μίας απορίας, μίας ερώτησης, προϋποθέτει ήδη μία κοσμοαντίληψη, ένα λογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αρθρώνεται ο λόγος, η ερώτηση. Πολλές φορές οι απορίες που διατυπώνονται από τον άνθρωπο είναι λανθασμένες, οδηγούν σε λανθασμένα συμπεράσματα και θεμελιώνουν την ζωή και την δράση σε όχι στέρεες βάσεις. Γιατί όμως διατυπώνονται απορίες με λάθος τρόπο; Επειδή το κοσμοθεωρητικό πλαίσιο είναι εσφαλμένο ο λόγος είναι αδύναμος και η λογική συνέπεια είναι όχι πραγματική αλλά τυπολογική. Απορία, ερώτηση που κάνουν οι άνθρωποι χιλιάδες χρόνια: Υπάρχει Θεός; Τι Είναι Θεός; Πως Τον γνωρίζουμε; πως Τον προσεγγίζουμε; Με αφετηρία αυτή την απορία έχουν δημιουργηθεί θρησκείες, συστήματα, φιλοσοφίες κι έχουν γραφτεί εκατοντάδες χιλιάδες τόμοι. Κι όμως είναι μία λανθασμένη ερώτηση που ξεκινά από μία λανθασμένη αντίληψη, τοποθέτηση. Έτσι όλα είναι στον αέρα, ιστορία, θρησκείες, φιλοσοφίες, δραστηριότητες, είναι όλα διανοητικά σκουπίδια. Γιατί; Ιδού γιατί: Ξεκινάμε από την λανθασμένη αντίληψη ότι ο Θεός Είναι Κάτι, Κάτι έξω από εμάς, ένα Αντικείμενο που μπορούμε να γνωρίσουμε, ίσως με την διαίσθηση, τις διανοητικές ενέργειες, ή ενδεχομένως με την αίσθηση. Αλλά όμως ο Θεός δεν είναι Κάτι. Ο Θεός Είναι το ΕΙΝΑΙ, η Πηγή του Είναι. Εμείς οι ίδιοι (σαν Συνείδηση, Συνείδηση της Ύπαρξης, του «Είναι») ανήκουμε στο ΕΙΝΑΙ. Για να προσεγγίσουμε λοιπόν το ΕΙΝΑΙ πρέπει να το κάνουμε μέσα από την Βίωση του ΕΙΝΑΙ κι όχι θεωρώντας το ΕΙΝΑΙ απέναντί μας, ένα Αντικείμενο. Η θεώρηση του Θεού σαν Κάτι έξω από εμάς, από το Είναι μας, από το ΕΙΝΑΙ, είναι η χειρότερη ειδωλολατρία.

Για να προσεγγίσουμε το ΕΙΝΑΙ πρέπει να το κάνουμε λοιπόν μέσω του ΕΙΝΑΙ που Είμαστε. Το ΕΙΝΑΙ, η Συνείδηση του Είναι, η Συνείδηση, πρέπει να καθαρισθεί από όλες τις διανοητικές παρερμηνείες, από όλες τις διανοητικές δραστηριότητες, για να Αποκαλυφθεί το ΕΙΝΑΙ. Μία τέτοια τοποθέτηση που θεωρεί το ΕΙΝΑΙ σαν το Υπερσύνολο του «όποιου είναι είμαστε» και το προσεγγίζουμε μέσα από την Βίωση του ΕΙΝΑΙ, είναι τελείως διαφορετική από την άλλη αντίληψη, από την αντίληψη που θεωρεί ότι το ΕΙΝΑΙ Είναι έξω από εμάς κι οδηγεί σε άλλα συμπεράσματα και θεμελιώνει την ζωή και την δραστηριότητα σε άλλες βάσεις. Μας κατευθύνει στην Βίωση του ΕΙΝΑΙ, της Ύπαρξης, σε μία εσωτερική αντίληψη κι όχι σε μία εξωτερική δραστηριότητα. Θέτει εξαρχής την Σχέση μας με το ΕΙΝΑΙ, τον Προορισμό μας, την Ολοκλήρωσή μας.

Περισσότερο λοιπόν χρήσιμο από το να διατυπώνουμε απορίες και να δίνουμε απαντήσεις πάνω στις οποίες θεμελιώνουμε την Ύπαρξή μας είναι να δούμε από ποια θεωρητική βάση ξεκινάμε. Η αντίληψη που συνδέει το Είναι μας με το ΕΙΝΑΙ και μας κατευθύνει στην εσωτερική ζωή είναι σαφώς πιο ισχυρή λογικά. Ενώ η αντίληψη που ξεκινά από μία μικρή, αδύναμη, αμαθή, συνείδηση που τα αντιλαμβάνεται όλα έξω από τον εαυτό της είναι ανώριμη κι ανήκει σε παρωχημένες εποχές. Δυστυχώς όμως η ανθρωπότητα αντιλαμβάνεται την Ύπαρξη εντελώς επιπόλαια.

Oscar Wilde: Καμιά άλλη αλήθεια δε συγκρίνεται με την αλήθεια της θλίψης

Στην πραγματικότητα, ο πόνος φωτίζει την καρδιά σαν αποκάλυψη.

Διακρίνεις πράγματα που δεν έβλεπες προηγουμένως. Προσεγγίζεις ολόκληρη την ιστορία του ανθρωπίνου γένους από μια διαφορετική σκοπιά.

Όλ’ αυτά που διαισθανόμουν για την τέχνη, αμυδρά κι από ένστικτο, τα συνειδητοποιώ τώρα νοητικά και συναισθηματικά με απόλυτη καθαρότητα και ακραία ένταση.

Τώρα καταλαβαίνω πως η θλίψη, όντας η υπέρτατη συγκίνηση που μπορεί να νιώσει ο άνθρωπος, αποτελεί δοκιμασία κι επισφράγισμα κάθε μεγάλης τέχνης.

Μόνιμη επιδίωξη του καλλιτέχνη είναι να φτάσει σ’ εκείνο τον τρόπο ύπαρξης, όπου σώμα και ψυχή ενώνονται σε μιαν αδιαίρετη μονάδα — όπου το εξωτερικό είναι έκφραση του εσωτερικού και η μορφή αποκαλύπτει το περιεχόμενο.

Δεν είναι λίγοι οι δρόμοι που οδηγούν σ αυτή την κατάσταση· οι νέοι και οι τέχνες που ασχολούνται με τους νέους μπορούν να χρησιμεύσουν ως υπόδειγμα σε κάποια δεδομένη στιγμή· η σύγχρονη ζωγραφική τοπίων, που αποδίδει τις εντυπώσεις με λεπτότητα κι ευαισθησία, υποβάλλει την ιδέα ότι στα εξωτερικά αντικείμενα κατοικεί ένα πνεύμα που περιβάλλεται από τη γη, τον αέρα, την ομίχλη και τις πολιτείες· με τις νοσηρές της διαθέσεις, την ατμόσφαιρα, τους τόνους και τα χρώματα πραγματώνει για μας παραστατικά αυτό που είχαν πετύχει με απαράμιλλη πλαστική τελειότητα οι Έλληνες.

Ένα σύνθετο παράδειγμα είναι η μουσική, όπου το περιεχόμενο υποτάσσεται στη μορφή κι αποτελεί μιαν αδιαχώριστη ενότητα.

Απλό παράδειγμα θα ήταν ένα λουλούδι ή ένα παιδί.

Το πληρέστερο πρότυπο όμως τόσο στη ζωή όσο και στην τέχνη είναι η θλίψη.

Πίσω απ’ τη χαρά και το γέλιο μπορεί να κρύβεται μια ιδιοσυγκρασία βάναυση, τραχιά, χωρίς ευαισθησίες.

Πίσω απ’ τη θλίψη όμως υπάρχει πάντα η θλίψη.

Ο πόνος, αντίθετα με την απόλαυση, δεν κρύβεται πίσω από μάσκες.

Η αλήθεια στην τέχνη δεν προϋποθέτει αντιστοιχία ανάμεσα στη βασική ιδέα και τη συμπτωματική ύπαρξη δεν είναι ομοιότητα σχήματος και σκιάς, είδωλο της μορφής στο κρύσταλλο του καθρέφτη· δεν είναι ηχώ που επιστρέφει απ΄ τα κοιλώματα του λόφου, ούτε αργυρό πηγάδι στην κοιλάδα, που δείχνει την εικόνα του φεγγαριού στο φεγγάρι και την εικόνα του Ναρκίσσου στο Νάρκισσο.

Η αλήθεια στην τέχνη είναι η ενότητα ενός πράγματος με τον εαυτό του- το εξωτερικό γίνεται έκφραση του εσωτερικού- η ψυχή αποκτά υλική υπόσταση και το σώμα μεταλαβαίνει ψυχικής ουσίας.

Γι’ αυτό το λόγο, καμιά άλλη αλήθεια δε συγκρίνεται με την αλήθεια της θλίψης.

Μερικές φορές μάλιστα, μου φαίνεται πως η θλίψη είναι η μόνη αλήθεια.

Όλα τα υπόλοιπα μοιάζουν με ψευδαισθήσεις, κίβδηλα κατασκευάσματα προορισμένα να τυφλώνουν το μάτι ή να χορταίνουν την επιθυμία.

Από τη θλίψη όμως έχει φτιαχτεί ο κόσμος όλος, και στη γέννηση ενός παιδιού ή ενός άστρου υπάρχει πάντα ο πόνος.

Oscar Wilde, De profundis

Αν δεν προστατεύσεις τον εαυτό σου από το μίσος, τότε το δένεις επάνω σου μαζί με τους ανθρώπους που το προκάλεσαν

Αν δεν προστατεύσεις τον εαυτό σου από το μίσος, τότε δένεις το μίσος επάνω σου μαζί με τους ανθρώπους που το προκάλεσαν. (Τι χαρούμενη ατμόσφαιρα!)

Αλήθεια, δεν έχει τίποτα καλύτερο να κάνει ένας άνθρωπος; Ποιος σώφρων άνθρωπος θέλει ξανά και ξανά να βιώνει τα ίδια επώδυνα πράγματα;

Ποιος σώφρων άνθρωπος γράφει το κάρμα με τα ίδια του τα χέρια και μετά ζητά από την ζωή να τον απαλλάξει;

Ποιος σώφρων άνθρωπος αφήνει το μίσος μέσα του να γράφει με μελανά γράμματα ένα επώδυνο μέλλον;

Η χάρη της ζωής όμως, είναι τόσο μεγάλη! Τόσο μεγάλη είναι η χάρη της, που δίνονται οι τρόποι, ώστε οι άνθρωποι να την έχουν εμπειρία.

Απομάκρυνε τα χέρια σου από το μαύρο μελάνι και μην γράφεις άλλα άσχημα πράγματα.

Απομάκρυνε τη μνήμη σου από τα λάθη και σταμάτα να αποθηκεύεις το μίσος μέσα σου.

Πάρε τη στεναχώρια σου από αυτά που περίμενες και δεν πήρες.

Πάρε τη λύπη σου από αυτά που επένδυσες και δεν απέδωσαν.

Πάρε το πρόσωπο σου από τις μη εύμορφες εικόνες και κοίταξε το φως.

Αλήθεια, πόσο πιο όμορφος είσαι!

Γίνε ελεύθερος!

Σεβασμός. Η αξία που θα πρέπει να μας πλημμυρίζει

Σεβασμός σημαίνει πως εκτιμώ και κατανοώ την γνώμη σου, κι αν διαφωνούμε δεν είναι κακό.

Ο πραγματικός σεβασμός ξεκινάει το πρωί, στην μητέρα μας, στον πατέρα μας. Δεν τον ξεπερνάει καμία οικειότητα. Στον άγνωστο ηλικιωμένο που θα συναντήσουμε στον δρόμο, στον αδέσποτο σκύλο και στην αδέσποτη γάτα που θα τους προσφέρουμε λίγο νερό ή λίγο φαγητό. Σεβασμός σημαίνει πως έχω κατανοήσει πλήρως την αλυσίδα της ζωής και συμβάλλω καθημερινά για την ανάπτυξη της.

Πριν φτάσουμε σε αυτό το σημείο προηγείται ο σεβασμός στον ίδιο μας τον εαυτό. Αναγνωρίζουμε σε βάθος το ίδιο μας το είναι, με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται αυτό. Μαθαίνουμε να συμφιλιωνόμαστε μαζί του. Το αγκαλιάζουμε με τα καλά και τα άσχημα του κι έτσι πορευόμαστε μαχόμενοι να βελτιωθούμε. Πάντα με αγάπη και ευγνωμοσύνη απέναντι στην ίδια την ζωή που μας έπλασε με κάποια συγκεκριμένα στοιχεία για κάποιον συγκεκριμένο σκοπό.

Μείνε ευγενικός για να μπορείς να σέβεσαι πραγματικά. Δεν σου επιτρέπεται να απαιτείς τίποτα και από κανέναν, δεν είναι κανείς κτήμα σου. Ούτε το παιδί σου, ειδικά αυτό. Έστω ότι από μικρό δεν έχει νιώσει τον σεβασμό, δεν μπορεί να ακουστεί η γνώμη και η άποψη του, αντιμετωπίζεται με απαξίωση λόγω του νεαρού της ηλικίας του. Θα του πάρει έπειτα πολύ καιρό να συνειδητοποιήσει πως η γνώμη του θα έπρεπε να είναι σεβαστή, ότι αυτό είναι το υγιές, κι έτσι κι αυτός πλέον ως ενήλικας να μπορεί να το εφαρμόσει στη ζωή του.

‘’ Τα παιδιά σας δεν είναι παιδιά σας.
Είναι οι γιοί και οι κόρες της λαχτάρας της Ζωής.
Για τον εαυτό της.
Δημιουργούνται μέσω αλλά όχι από εσάς, κι αν και βρίσκονται μαζί σας δεν ανήκουν, ωστόσο σε εσάς.
Ίσως τους δίνετε την αγάπη σας, αλλά όχι τις σκέψεις σας, γιατί αυτά έχουν τις δικές τους σκέψεις.
Μπορεί να στεγάζετε τα σώματα τους, αλλά όχι τις ψυχές τους.
Γιατί οι ψυχές τους κατοικούν στο σπίτι του αύριο, που εσείς δεν μπορείτε να επισκεφτείτε, ούτε ακόμα στα όνειρα σας.
Ίσως να παλεύετε να τους μοιάσετε,
αλλά μην αναζητήσετε να τα κάνετε να σας μοιάσουν.
Γιατί η ζωή δεν πάει προς τα πίσω, ούτε χρονοτριβεί με το χθες.
‘’

Καλίλ Γκιμπράν – Ο προφήτης.

Ξεκίνα σαν γονιός να δίνεις τα σωστά εφόδια στο μέλλον, που είναι τα παιδιά, σαν παιδαγωγός, σαν απλός περαστικός, σαν απλός παρατηρητής, κανείς δεν είναι τόσο σπουδαίος όσο φαντάζεται. Με σεβασμό στο κάθε τι, στα δέντρα, στη θάλασσα, στο νερό, στα ζώα στα ερπετά σε ό,τι αποτελεί τον κόσμο μας, σίγουρα θα μπορέσουμε να εξελιχθούμε πιο γρήγορα ως ανθρώπινο είδος.

Η κακή χρήση της έννοιας του καθήκοντος

Πίστη στο καθήκον δε σημαίνει σκλαβιά. Μπορεί κανείς να είναι πιστός στα καθήκοντά του με τιμιότητα και ακεραιότητα, χωρίς να χρειάζεται απαραίτητα να γίνει υπηρέτης τους. Ο σημαντικότερος άνθρωπος στον κόσμο, στον οποίο οφείλει κανείς αιώνια πίστη, είναι ο εαυτός του. Δεν έχεις παρά μια ζωή – και είναι ανόητο να αφήνεις τη δουλειά ή οποιοδήποτε άλλο θεσμό να κυριαρχεί πάνω της, κυρίως αν σκεφτείς πόσες άλλες εναλλακτικές λύσεις υπάρχουν. Εκμετάλλευση της αφοσίωσης στο καθήκον γίνεται κάθε φορά που κάποιοι δίνουν μεγαλύτερη αξία στα κέρδη παρά στον άνθρωπο, καθώς και κάθε φορά που θυσιάζεται το ανθρώπινο πνεύμα στο όνομα του πάντα μεταβαλλόμενου «κοινού καλού».

Το πώς θα χρησιμοποιήσει κανείς την αφοσίωσή του, είναι εντελώς δική του υπόθεση. Πρέπει να πιστέψεις ότι η ευτυχία σου και η υποχρέωσή σου να βοηθάς και να αγαπάς τα μέλη της οικογένειάς σου είναι το σημαντικότερο πράγμα στη ζωή σου. Αυτό δε χρειάζεται να το εξηγήσεις σε κανέναν, αλλά μπορείς ν’ αρχίσεις να οργανώνεις τη ζωή σου γύρω από την έννοια του καθήκοντος προς τον εαυτό σου. Είναι πολύ πιθανό να ανακαλύψεις ότι έτσι γίνεσαι τελικά πιο παραγωγικός στη δουλειά σου και πιο ευχάριστος στους άλλους.

Ένας διευθυντής, που δεν μπορεί να εγκαταλείψει το γραφείο του, δε θα ‘πρεπε να κάθεται καν στο γραφείο αυτό. Εσύ, όμως, είσαι ο διευθυντής της ζωής σου και μπορείς να αποφασίσεις ενεργά να χρησιμοποιήσεις τον χρόνο σου με τρόπους που, χωρίς να προδίδουν την πίστη σου στους φορείς που έχεις διαλέξει, εξυπηρετούν ταυτόχρονα την υγεία σου, την ευτυχία και, το πιο σημαντικό, την αυτοεκπλήρωσή σου.

Η κακή χρήση της έννοιας του καθήκοντος σκοτώνει. Γεμίζει τη ζωή σου με στρες, ένταση, άγχος και ανησυχία και σε οδηγεί στον τάφο πολύ πριν της ώρας σου. Τα πράγματα που είναι πραγματικά σημαντικά για σένα θα παραμερίζονται πάντα, μπροστά σε κάποιο καθήκον που «πρέπει» οπωσδήποτε να γίνει – κι όλο αυτό το αιώνιο τράβηγμα, το πήγαιν’ έλα, οι ατέλειωτες ταλαιπωρίες, θα δικαιολογούνται στο όνομα του καθήκοντος. Στο τέλος, εκείνο ακριβώς, στο οποίο διάλεξες να αφιερώσεις τη ζωή σου, θα είναι ο δολοφόνος σου. Κι εσύ θα το έχεις υποστηρίξει με τις κλασικές εκλογικεύσεις όλων των ηλιθίων, που έζησαν πριν από σένα και που ισχυρίστηκαν ότι η λατρεία του «κοινού καλού» είναι πιο σημαντική από τους ανθρώπους που την υπηρετούν.

Συνέχισε να υπηρετείς αυτές τις ανοησίες, αν δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς κατάλαβε, όμως, ότι γίνεσαι το μεγαλύτερο θύμα του κόσμου, όταν αφοσιώνεσαι σε πράγματα όπως η δουλειά, τα κέρδη ή το καθήκον. Ο Ράντγιαρντ Κίπλιγκ έγραφε κάποτε: «Οι άνθρωποι, που σκοτώνονται από την υπερβολική δουλειά, είναι περισσότεροι απ’ όσο δικαιολογεί η σημασία που αναγνωρίζει στη δουλειά ο κόσμος».

Πραγματικά, οι οργανισμοί και οι υπηρεσίες θα ‘πρεπε να φτιάχνονται για να υπηρετούν τον άνθρωπο – και όχι το αντίστροφο. Η αλήθεια είναι, βέβαια, ότι οι εταιρείες δεν υπάρχουν καθόλου στον πραγματικό κόσμο, τον κόσμο του ανθρώπου. Βγάλε το ανθρώπινο δυναμικό από την Τζένεραλ Μότορς και τι θα απομείνει; Ένας σωρός από άχρηστα μηχανήματα, άδεια εργοστάσια και γραφεία, συρτάρια γεμάτα άχρηστα χαρτιά: ένας άχρηστος εξοπλισμός. Οι άνθρωποι είναι αυτοί που κάνουν τους οργανισμούς να λειτουργούν και, μια και είσαι ένας απ’ αυτούς τους ανθρώπους, πρέπει ολόκληρη η συμμετοχή σου στο κατεστημένο να έχει σαν προσανατολισμό τη βελτίωση της ζωής των ανθρώπων – και πάνω απ’ όλα του εαυτού σου και των ανθρώπων που αγαπάς.

Ο ρυθμός της ζωής μας αποτελεί σοβαρή παράμετρο της ψυχολογίας και της συμπεριφοράς μας

Οι κάτοικοι της γης συγκροτούνται όχι μόνο κατά φυλή, έθνος, θρησκεία ή ιδεολογία, αλλά, κατά κάποιο τρόπο, και σύμφωνα με τη θέση τους στο χρόνο. Εξετάζοντας τους σημερινούς πληθυσμούς σε όλο τον κόσμο, ανακαλύπτουμε ένα πολύ μικρό ποσοστό που ακόμα ζει κυνηγώντας και λεηλατώντας για τροφή, όπως έκαναν οι άνθρωποι πριν από χιλιετηρίδες. Οι άλλοι, η μεγάλη πλειονότητα του ανθρώπινου είδους, δεν εξαρτώνται από το κυνήγι της αρκούδας ή από τη συλλογή καρπών, αλλά από τη γεωργία. Ζουν, από πολλές απόψεις, όπως οι πρόγονοί τους, πριν από αιώνες. Αυτές οι δύο ομάδες μαζί αποτελούν ίσως το 70% όλων των ανθρώπινων υπάρξεων. Είναι οι άνθρωποι του παρελθόντος.

Αντίθετα, ένα ποσοστό κάπως μεγαλύτερο από το 25% του πληθυσμού της γης, βρίσκεται στις βιομηχανοποιημένες κοινωνίες. Η ζωή τους είναι σύγχρονη· Αποτελούν προϊόντα των πρώτων πενήντα χρόνων του 20ού αιώνα, βγαλμένοι από ομοιόμορφα καλούπια της μηχανοποίησης και της μαζικής εκπαίδευσης, διαπαιδαγωγημένοι με τις επίμονες αναμνήσεις του αγροτικού παρελθόντος της χώρας τους. Αυτοί ουσιαστικά, είναι οι άνθρωποι του παρόντος.

Ωστόσο, το υπόλοιπο 2% ή 3% του πληθυσμού της γης, δεν μπορεί πια να ενταχθεί ούτε στο παρελθόν, ούτε στο παρόν. Διότι μέσα στις κύριες εστίες της τεχνολογικής και πολιτισμικής αλλαγής, στη Σάντα Μόνικα, στην Καλιφόρνια και στο Καίμπριτζ, στη Μασσαχουσέτη, στη Νέα Υόρκη, στο Λονδίνο και στο Τόκιο, υπάρχουν εκατομμύρια άντρες και γυναίκες, που μπορούν να θεωρηθούν ότι ήδη ζουν με τον τρόπο ζωής του μέλλοντος. Οι πρωτοπόροι, χωρίς να το συνειδητοποιούν, ζουν σήμερα όπως εκατομμύρια άλλοι άνθρωποι θα ζήσουν αύριο. Και ενώ αποτελούν μόνο ένα μικρό ποσοστό του συνολικού πληθυσμού, σχηματίζουν ήδη μια διεθνή κοινότητα του μέλλοντος ανάμεσά μας. Είναι οι προελαύνοντες αντιπρόσωποι των ανθρώπων, οι πρώτοι πολίτες στις ωδίνες της γέννησης της παγκόσμιας υπερ-βιομηχανικής κοινωνίας.

Τι είναι αυτό που τους κάνει να διαφέρουν απ’ το υπόλοιπο ανθρώπινο είδος; Σίγουρα είναι πλουσιότεροι, πιο μορφωμένοι, πιο δραστήριοι από τους υπόλοιπους ανθρώπους. Εκτός αυτού, ζουν και περισσότερο. Αλλά αυτό που ιδιαίτερα προσδιορίζει τον άνθρωπο του μέλλοντος είναι ο ήδη σαφής προσανατολισμός του σε έναν νέο, γρήγορο ρυθμό ζωής. «Ζει πιο γρήγορα» από τους άλλους γύρω του.

Μερικούς ανθρώπους τους συναρπάζει αυτός ο έντονος ρυθμός ζωής —στην προσπάθειά τους να τον προκαλέσουν ξεπερνούν ακόμη και τον εαυτό τους και αισθάνονται αμηχανία, άγχος και ένταση όταν ο ρυθμός επιβραδύνεται. Διεκδικούν εναγωνίως να είναι παρόντες εκεί όπου «βρίσκεται η δράση». (Είναι αλήθεια ότι κάποιοι αδιαφορούν πλήρως για το αντικείμενο της δράσης, αρκεί να γίνεται με την αρμόζουσα μεγάλη ταχύτητα). Ο Τζέημς Α. Ουίλσον θεωρούσε, για παράδειγμα, ότι η γοητεία του γρήγορου ρυθμού ζωής συνιστά μια απ ’ τις κρυφές κινητήριες δυνάμεις της ευρέως γνωστής μαζικής μετανάστευσης Ευρωπαίων επιστημόνων στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά. Αφού μελέτησε τις περιπτώσεις 517 Βρετανών επιστημόνων και τεχνικών, ο Ουίλσον κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτά που τους δελέασαν, δεν ήταν μόνο οι υψηλότεροι μισθοί ή οι καλύτερες συνθήκες έρευνας, αλλά και ο ταχύτερος ρυθμός ζωής. Οι μετανάστες, γράφει, «δεν αποθαρρύνονται καθόλου από τον ταχύτερο ρυθμό της Β. Αμερικής. Πέρα από οτιδήποτε άλλο, δείχνουν να προτιμούν αυτόν το ρυθμό ζωής». Ακόμη, ένας λευκός βετεράνος του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα στον Μισσισιπή, αναφέρει: «Οι άνθρωποι που είναι συνηθισμένοι σε μια έντονη αστική ζωή… δεν μπορούν να αντέξουν για πολύ στον Αγροτικό Νότο. Αυτός είναι ο λόγος που οδηγούν συνεχώς χωρίς συγκεκριμένο προορισμό και σκοπό. Τα ταξίδια είναι το βάλσαμο του Κινήματος». Αν και επιφανειακά άσκοπη, αυτή η περιπλάνηση αποτελεί έναν αντισταθμιστικό μηχανισμό. Όταν αντιληφθούμε τη δυνατή έλξη που μπορεί να ασκήσει στο άτομο ένας ορισμένος ρυθμός ζωής, τότε μόνο θα είμαστε σε θέση να εξηγήσουμε πολλά που, διαφορετικά, συνιστούν μια ανεξήγητη ή «άσκοπη» συμπεριφορά.

Αλλά αν κάποιοι άνθρωποι ευημερούν με τον νέο ταχύ ρυθμό , κάποιοι άλλοι τον αποστρέφονται έντονα και κάνουν ό,τι μπορούν για να τον σταματήσουν. Απαραίτητη προϋπόθεσή για να συμβαδίσει κανείς με την ανατέλλουσα υπερ-βιομηχανική κοινωνία, είναι να συμβαδίζει με έναν κόσμο που κινείται ταχύτερα από ποτέ άλλοτε. Αυτοί όμως προτιμούν να αποσυρθούν, να πορευτούν σύμφωνα με τους δικούς τους αργούς ρυθμούς και δεν είναι καθόλου τυχαίο που ένα μιούζικαλ με τίτλο Σταματήστε τον κόσμο – Θέλω να κατέβω, σημείωσε εκπληκτική επιτυχία στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη.

Ο εφησυχασμός και η αναζήτηση νέων τρόπων «απόσυρσης» ή «απόδρασης» που χαρακτηρίζει κάποιους, αν όχι όλους τους χίπις, μπορεί να οφείλεται λιγότερο στην κραυγαλέα αποστροφή τους για τις αξίες ενός τεχνολογικού πολιτισμού και πιο πολύ σε μια ασυνείδητη προσπάθεια να αποδράσουν από ένα ρυθμό ζωής που πολλοί βρίσκουν αβάσταχτο. Προφανώς δεν αποτελεί απλή σύμπτωση το γεγονός ότι περιγράφουν την κοινωνία σαν ένα διαρκή «αθέμιτο ανταγωνισμό» — με έναν όρο δηλαδή που παραπέμπει πολύ συγκεκριμένα στον ταχύ βηματισμό της κοινωνίας.

Μεγαλύτεροι σε ηλικία άνθρωποι είναι ακόμα πιο πιθανόν να αντιδράσουν έντονα ενάντια σε οποιαδήποτε περαιτέρω επιτάχυνση της αλλαγής. Υπάρχει μια στέρεη μαθηματική βάση για το γεγονός ότι συχνά η μεγάλη ηλικία συσχετίζεται με τον συντηρητισμό: για τους ηλικιωμένους ο χρόνος κυλάει πιο γρήγορα.

Όταν ένας πενηντάχρονος πατέρας λέει στον δεκαπεντάχρονο γιο του ότι θα πρέπει να περιμένει δύο χρόνια για να αποκτήσει δικό του αυτοκίνητο, αυτό το μεσοδιάστημα των 730 ημερών αντιπροσωπεύει χρονικά μόνο ένα 4% της περιόδου ζωής του πατέρα και περισσότερο από 13% της ζωής του παιδιού. Δεν είναι καθόλου παράξενο που στο παιδί η καθυστέρηση φαίνεται τρεις ή τέσσερις φορές μεγαλύτερη απ ’ ό,τι στον πατέρα. Για τον ίδιο λόγο, δύο ώρες στη ζωή ενός τετράχρονου παιδιού αποτελεί το ακριβές αντίστοιχο των δώδεκα ωρών στη ζωή της εικοσιτετράχρονης μητέρας του. Όταν ζητάμε από το παιδί να περιμένει ένα κομμάτι γλυκό, είναι σαν να ζητάμε από τη μητέρα να περιμένει δεκατέσσερις ώρες για έναν καφέ.

Μπορεί, επίσης να υπάρχει και μία βιολογική βάση για αυτές τις διαφορές στην υποκειμενική αντίδραση στο χρόνο. Ο ψυχολόγος Τζον Κοέν, του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ, γράφει ότι με το πέρασμα της ηλικίας, τα ημερολογιακά χρόνια προοδευτικά φαίνονται να συρρικνώνονται. Εκ των υστέρων, κάθε χρόνο φαίνεται συντομότερος από αυτόν που μόλις συμπληρώθηκε, πιθανόν σαν αποτέλεσμα μιας βαθμιαίας επιβράδυνσης των «μεταβολικών Εργασιών». Στους ηλικιωμένος, σε σχέση με επιβράδυνση των δικών τους βιολογικών ρυθμών, ο κόσμος φαίνεται να κινείται ταχύτερα, ακόμα κι αν αυτό στην πραγματικότητα δε συμβαίνει.

‘Όποιοι κι αν είναι οι λόγοι οποιαδήποτε επιτάχυνση της αλλαγής, που έχει σαν αποτέλεσμα τη συσσώρευση περισσότερων καταστάσεων μέσα στο εμπειρικό κανάλι σ * ένα δεδομένο χρονικό διάστημα, στη συνείδηση του ηλικιωμένου υπερβάλλεται. Καθώς ο ρυθμός της αλλαγής στην κοινωνία αυξάνεται, ολοένα και πιο πολλοί μεγαλύτεροι σε ηλικία άνθρωποι αισθάνονται τη διαφορά πολύ έντονα. Γίνονται κι αυτοί απόβλητοι της κοινωνίας, αποσυρόμενοι σ’ ένα περιχαρακωμένο περιβάλλον, μειώνοντας στο ελάχιστο την επικοινωνία με τον ταχέως κινούμενο εξωτερικό κόσμο και, τελικά, υπολειτουργούν μέχρι το θάνατό τους. Μπορεί ποτέ να μην μπορέσουμε να λύσουμε τα ψυχολογικά προβλήματα των ηλικιωμένων, αν δεν ανακαλύψουμε τους τρόπους — μέσω της βιοχημείας ή της επιμόρφωσης— που θα μας επιτρέψουν να αλλάξουμε την αντίληψή τους για το χρόνο, ή να τους προσφέρουμε καλά στεγανοποιημένους χώρους, μέσα στους οποίους ο ρυθμός της ζωής θα ελέγχεται, ή ακόμη και θα διευθετείται σύμφωνα με ένα ημερολόγιο «κινητής κλίμακας», το οποίο θα αντανακλά τη δική τους υποκειμενική αίσθηση του χρόνου.

Πολλές συγκρούσεις που, διαφορετικά, θα ήταν ακατανόητες ανάμεσα στις γενιές, στους γονείς και τα παιδιά, στους συζύγους— μπορούν να αποδοθούν στις διαφορετικές αντιδράσεις απέναντι στην επιτάχυνση του ρυθμού της ζωής. Το ίδιο ισχύει και για τις αντιθέσεις ανάμεσα σε διαφορετικούς πολιτισμούς.

Κάθε πολιτισμός έχει τον δικό του χαρακτηριστικό βηματισμό. Ο F. Μ. Esfantaiary, ο Ιρανός συγγραφέας, αναφέρθηκε στη σύγκρουση δύο συστημάτων διαφορετικών ρυθμών, όταν Γερμανοί μηχανικοί πριν από τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, ανέλαβαν την κατασκευή ενός σιδηροδρόμου στη χώρα του. Οι Ιρανοί και, γενικότερα, οι προερχόμενοι από τη Μέση Ανατολή, χαρακτηρίζονται από μια πιο χαλαρή στάση απέναντι στο χρόνο έναντι των Αμερικανών και των Δυτικοευρωπαίων. Όταν τα συνεργεία των Ιρανών καθυστερούσαν συστηματικά κατά δέκα λεπτά για να φτάσουν στο χώρο εργασίας, οι Γερμανοί, απόλυτα συνεπείς οι ίδιοι και, πάντα βιαστικοί, προέβαιναν σε μαζικές απολύσεις, οι Ιρανοί μηχανικοί δυσκολεύτηκαν να τους πείσουν ότι, με τα δεδομένα της Μ. Ανατολής, οι εργάτες ήταν ηρωικά συνεπείς και ότι αν οι απολύσεις συνεχίζονταν πολύ σύντομα δε θα έμενε κάνεις για να εργαστεί, παρά μόνο γυναίκες και παιδιά.

Αυτή η απάθεια απέναντι στο χρόνο εξοργίζει τους ανθρώπους που κινούνται με γρήγορους και προγραμματισμένους ρυθμούς. Έτσι οι Ιταλοί από τις βιομηχανικές πόλεις του Βορρά, το Μιλάνο ή το Τορίνο, περιφρονούν τους σχετικά βραδύρρυθμους Σικελούς, των οποίων η ζωή ακόμα χαρακτηρίζεται από τους βραδύτερους αγροτικούς ρυθμούς. Οι Σουηδοί της Στοκχόλμης ή του Γκαίτεμπουργκ αισθάνονται την ίδια περιφρόνηση για τους κατοίκους του Λαπλάντ. Οι Αμερικανοί λοιδορούν τους Μεξικανούς, για τους οποίους το manana σημαίνει, στην πραγματικότητα, αρκετά σύντομα. Στις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι Βόρειοι θεωρούν τους Νότιους αργοκίνητους, και οι μεσοαστοί Μαύροι κατακρίνουν τους ομοφύλους τους της εργατικής τάξης που συμμετέχουν στην οργάνωση «Η εποχή των Μαύρων». Αντίθετα, σε σύγκριση με όλους σχεδόν τους άλλους, οι λευκοί Αμερικανοί και Καναδοί θεωρούνται δραστήριοι και πολυμήχανοι.

Οι λαοί μερικές φορές αντιστέκονται σθεναρά σε μια αλλαγή του ρυθμού. Αυτό το γεγονός εξηγεί και την παθολογική αντίδρασή ενάντια στη λεγάμενη «Αμερικανοποίηση» της Ευρώπης. Η νέα τεχνολογία στην οποία βασίζεται η θεωρία του υπερ-βιομηχανισμού και, σε μεγάλο βαθμό, προγραμματίζεται στα Αμερικάνικα ερευνητικά εργαστήρια, συνεπάγεται μια αναπόφευκτη επίσπευση της κοινωνικής αλλαγής και μια συνακόλουθη επιτάχυνση του ρυθμού της ιδιωτικής ζωής. Οι αντι-Αμερικανοί ρήτορες, αν και επιλέγουν για στόχο τους τους κομπιούτερ και την Κόκα-Κόλα, η πραγματική τους αντίρρηση μπορεί εύκολα να εντοπιστεί στην εισβολή στην Ευρώπη μιας ξένης αντίληψης για τον χρόνο. Η Αμερική, ως η αιχμή του δόρατος του υπερ-βιομηχανισμού, αντιπροσωπεύει έναν νέο, ταχύτερο και άκρως ανεπιθύμητο ρυθμό.

Αυτό ακριβώς το πρόβλημα αποκαλύπτει χαρακτηριστικά η έντονη αποδοκιμασία ‘μα την πρόσφατη εμφάνιση των αμερικανικού τύπου καταστημάτων αναψυκτικών, καλλυντικών και φάρμακων στο Παρίσι. Για πολλούς Γάλλους, η ύπαρξή τους συνιστά κραυγαλέα μαρτυρία ενός δυσοίωνου «πολιτισμικού ιμπεριαλισμού» των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι Αμερικανοί δυσκολεύονται να κατανοήσουν μια τόσο εμπαθή αντίδραση σε ένα, απόλυτα αθώο, πρατήριο αναψυκτικών, όπου ο δικασμένος Γάλλος πίνει γρήγορα ένα μιλκ-σέικ, αντί να χασομερά για δύο ώρες με κάποιο απεριτίφ σε ένα υπαίθριο μπιστρό. Αξίζει να σημειωθεί ότι, καθώς η νέα τεχνολογία τα τελευταία χρόνια έχει επεκταθεί, περίπου 30.000 μπιστρό έκλεισαν, θύματα, σύμφωνα με το Time ενός «βραχυπρόθεσμου πολιτισμού». (Πράγματι, μπορεί οι λόγοι της ευρέως διαδεδομένης Ευρωπαϊκής αντιπάθειας για το Time να μην είναι εξ ολοκλήρου πολιτικοί, αλλά, ασυνείδητα, να απορρέει από τους συνειρμούς που δημιουργεί ο τίτλος του. To TIME με την ακριβολογία του και το, χωρίς ανάσα, στιλ, του, εξάγει κάτι πολύ περισσότερο από τον Αμερικάνικο Τρόπο Ζωής. Ενσαρκώνει και εξάγει τον Αμερικάνικο Ρυθμό Ζωής).

Η προσδοκία της διάρκειας

Για να κατανοήσουμε γιατί η επιτάχυνση του ρυθμού ζωής μπορεί να αποδείχνει ενοχλητική και αποδιοργανωτική, είναι πολύ σημαντικό να να συλλάβουμε την έννοια της «προσδοκίας της διάρκειας».

Η αντίληψη του ανθρώπου για το χρόνο συνδέεται στενά με τους εσωτερικούς του ρυθμούς. Αλλά η αντίδρασή του στο χρόνο βρίσκεται σε αντιστοιχία με την πολιτισμική του τοποθέτηση. Ένα μέρος αυτής της αντιστοιχίας συνίσταται στη δημιουργία μιας σειράς προσδοκιών στο παιδί, σε σχέση με τη διάρκεια των γεγονότων, των λειτουργιών ή των σχέσεων. Πράγματι, ένα απ ’ τα πιο σημαντικά είδη γνώσεων που μεταδίδουμε στο παιδί, είναι η γνώση της διάρκειας των πραγμάτων. Αυτή η γνώση μεταβιβάζεται με αδιόρατους, άτυπους και συχνά μηχανικούς τρόπους. Παρ’ όλ ’ αυτά, χωρίς ένα πλούσιο σύνολο κοινωνικά αποδεκτών προσδοκιών της διάρκειας, κανένα άτομο δε θα μπορούσε να λειτουργήσει κανονικά.

Από τη βρεφική ηλικία το παιδί μαθαίνει, για παράδειγμα, ότι όταν ο μπαμπάς φεύγει το πρωί για τη δουλειά του, αυτό σημαίνει ότι δε θα επιστρέφει πριν περάσουν πολλές ώρες. (Εάν επιστρέφει, κάτι δεν πάει καλά, το πρόγραμμα χάλασε. Το παιδί το διαισθάνεται. Ακόμη και ο σκύλος της οικογένειας —έχοντας κι αυτός αποκτήσει μια σειρά προσδοκιών της διάρκειας— έχει επίγνωση της αλλαγής της ρουτίνας). Το παιδί, πολύ σύντομα, μαθαίνει ότι η ώρα του φαγητού δεν είναι υπόθεση ενός λεπτού, ούτε πέντε ωρών, αλλά ότι συνήθως διαρκεί από δεκαπέντε λεπτά έως μία ώρα. Μαθαίνει ότι ένα φιλμ διαρκεί δύο έως τέσσερις ώρες, αλλά μια επίσκεψη στον παιδίατρο σπάνια ξεπερνά τη μία ώρα. Μαθαίνει ότι η σχολική μέρα συνήθως διαρκεί έξι ώρες και η σχέση του με έναν καθηγητή, ένα σχολικό έτος, αλλά ότι η σχέση του με τον παππού και τη γιαγιά του προορίζεται να είναι πολύ μεγαλύτερης διάρκειας. Πραγματικά, κάποιες σχέσεις προορίζονται να διαρκέσουν μια ολόκληρη ζωή. Η συμπεριφορά των ενηλίκων, ουσιαστικά όλες οι πράξεις μας, από το να ταχυδρομήσουμε ένα γράμμα μέχρι το να κάνουμε έρωτα, υπόκεινται σε συγκεκριμένες, ειπωμένες ή μη, προϋποθέσεις σχετικά με τη διάρκεια.

Αυτές ακριβώς οι προσδοκίες της διάρκειας, διαφορετικές σε κάθε κοινωνία, αλλά από νωρίς διαμορφωμένες και βαθιά ριζωμένες, είναι που κλονίζονται όταν αλλάζει ο ρυθμός της ζωής.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο φαίνεται και η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα σ ’ εκείνους που υποφέρουν από τον εντεινόμενο ρυθμό ζωής και σ’ εκείνους που είναι σε θέση να τον αξιοποιήσουν δημιουργικά. Αν ένα άτομο δεν προσαρμόσει τις προσδοκίες του για τη διάρκεια, έτσι ώστε να αντιστοιχούν στη συνεχή επιτάχυνση, είναι πιθανόν να φανταστεί ότι δύο καταστάσεις που, κατά τα άλλα, μοιάζουν μεταξύ τους, ταυτίζονται και ως προς τη διάρκεια. Είναι όμως βέβαιο ότι οι ορισμένες τουλάχιστον καταστάσεις θα συμπτυχθούν χρονικά, σαν αποτέλεσμα της επιταχυντικής ώθησης.

Το άτομο, το οποίο έχει αφομοιώσει την αρχή της επιτάχυνσης -που αισθάνεται, φυσικά και διανοητικά, ότι τα πράγματα στον κόσμο γύρω του κινούνται ταχύτερα— δημιουργεί ένα αυτόματο, ασυνείδητο αντιστάθμισμα της χρονικής σύμπτυξης. Προβλέποντας ότι οι καταστάσεις θα διαρκέσουν λιγότερο, σπάνια παρουσιάζεται απροετοίμαστο ή συγκλονισμένο, σε αντίθεση με το άτομο, που δεν προβλέπει σταθερά τη συνεχή συρρίκνωση της διάρκειας των καταστάσεων, αλλά οι προσδοκίες του για τη διάρκεια είναι στατικές.

Εν ολίγοις, ο ρυθμός της ζωής πρέπει να θεωρείται σαν κάτι περισσότερο από μία τετριμμένη φράση, μια αιτία αστεϊσμών, παραπόνων ή εθνικών καταστολών. Αποτελεί μία ψυχολογική μεταβλητή κρίσιμης σημασίας. Σε προηγούμενες εποχές, όταν οι ρυθμοί της κοινωνικής αλλαγής ήταν αργοί, οι άνθρωποι παρέμεναν ανυποψίαστοι σε σχέση μ ’ αυτή τη μεταβλητή. Καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου ζωής ενός ανθρώπου, ο ρυθμός είναι δυνατόν, σε κάποιο βαθμό, να ποικίλλει, αλλά η επιταχυντική ώθηση τον μεταβάλλει ριζικά. Διότι, ακριβώς μέσα από την επιτάχυνση του ρυθμού ζωής, η αυξημένη ταχύτητα μιας ευρείας επιστημονικής, τεχνολογικής αλλαγής, μετατρέπεται σε δύναμη δύναμη πίεσης στη ζωή του ατόμου. Ένα μεγάλα μέρος της της ανθρώπινης συμπεριφοράς, προκαλείται από την έλξη ή τον ανταγωνισμό απέναντι στον ρυθμό ζωής, που επιβάλλεται στο άτομο από την κοινωνία ή από την κοινωνική στην οποία είναι ενταγμένο. Η αποτυχία του να αφομοιώσει αυτή τη γενική αρχή, οφείλεται στην επικίνδυνη ανικανότητα του εκπαιδευτικού συστήματος και της ψυχολογίας να προετοιμάσουν τους ανθρώπους για τη δημιουργική συμμετοχή τους σε μια υπερ-βιομηχανική κοινωνία.

Ο Σωκράτης και τα αδιέξοδα της θεϊκής ηθικής

«Εσείς, ούτε σε αυτό να πιστεύετε αβασάνιστα τον θεό, αλλά να εξετάζετε χωριστά καθεμιά από τις φράσεις του» -Απολογία Σωκράτους, Ξενοφών

«Ένα είναι και των θεών
και των ανθρώπων το γένος.
Από μια μητέρα γεννηθήκαμε.
Μόνη διαφορά μας είναι η δύναμη.
» -Πίνδαρος


Στον Πλατωνικό διάλογο Ευθύφρωνο Σωκράτης καταφτάνει στη βασίλειο στοά γιατί μόλις έμαθε ότι κάποιος τον κατηγορεί για ασέβεια προς τους θεούς και διαφθορά των νέων. Μόλις φτάνει, βρίσκει τον Ευθύφρωνα, ο οποίος είναι εκεί γιατί αυτός ο ίδιος κατηγορεί κάποιον, για μια παρεκτροπή παρόμοια με του Σωκράτη. Όταν ρωτάει τον Ευθύφρωνα για λεπτομέρειες, του λέει πως κατηγορεί τον πατέρα του, επειδή έκανε έναν άδικο φόνο, δηλαδή κάτι «ανόσιο». Είχε πιάσει έναν εργάτη που σκότωσε έναν υπηρέτη του, και αφού τον έδεσε και τον έριξε σε λάκκο, έστειλε να του φέρουν έναν εξηγητή (οι εξηγητές ήταν νομομαθείς που ερμήνευαν ασάφειες και κενά της νομοθεσίας). Τον παράτησε όμως δεμένο και μόνο του, με συνέπεια να πεθάνει από την πείνα, το κρύο και τα δεσμά. Ο Σωκράτης εκφράζει τη χαρά του που βρίσκει την ευκαιρία να μάθει τι ακριβώς θεωρείται «όσιο» και τι «ανόσιο», αφού ο ίδιος δεν ξέρει, και ουσιαστικά αυτό είναι το κατηγορητήριο εναντίον του. Ο Ευθύφρων είχε τη φήμη ότι ήταν σοφός περί του θέματος (ήταν μάντης και θεολόγος), αλλά και το γεγονός ότι κατηγορεί τον πατέρα του, δείχνει ότι πρέπει να είναι απόλυτα σίγουρος για τη γνώση του αυτή, αφού φτάνει στο σημείο να οδηγήσει απέναντι στους δικαστές ένα τόσο κοντινό του πρόσωπο.

 
Με άλλα λόγια, αν είναι να διακινδυνεύσει το μέλλον του πατέρα του, καλά θα κάνει να ξέρει για τι πράγμα μιλάει. Αφήνοντας λοιπόν προσωρινά την δικιά του υπόθεση, αρχίζει την ανάκριση του θεολόγου, ενδιαφερόμενος (δήθεν;) να μάθει από αυτόν τι είναι όσιο, κάτι που ίσως τον βοηθήσει και στην δική του δίκη.
 
Η αφήγηση του Πλάτωνα μας παρουσιάζεται με την προσπάθεια ορισμού μιας έννοιας – «τι είναι όσιο;» – αλλά ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τον προβληματισμό αυτόν και σαν αφορμή για να δείξει πως το κατηγορητήριο εναντίον του δασκάλου του ήταν άδικο. Ο διάλογος γράφτηκε μετά την θανάτωση του φιλοσόφου, και μας δείχνει και τον λόγο που θανατώθηκε. Ο Σωκράτης δεν αναγνώριζε την αυθεντία κανενός, και όποιον συναντούσε που ισχυριζόταν ότι είναι σοφός, τον ανέκρινε για να μελετήσει τι ακριβώς ξέρει, και εν τέλει να του αποδείξει ότι δεν ξέρει τίποτα. Κάτι που όμως ενοχλούσε, και που δημιούργησε έχθρες και καχυποψία εναντίον του, συκοφαντία και κακή φήμη, που στο τέλος τον οδήγησαν στο δικαστήριο με την κατηγορία ότι δήθεν ήταν άθεος και βλάσφημος και ότι διέφθειρε τους νέους με αυτά που δίδασκε. Τι καλύτερο λοιπόν για τον Πλάτωνα, από το να μας παρουσιάσει έναν Σωκράτη που αναζητά να μάθει αυτά που υποτίθεται ότι δίδασκε (και με τα οποία διέφθειρε όσους τον άκουγαν), και να αναζητά την έννοια του οσίου, δηλαδή την έννοια της ηθικής (στον διάλογο το «όσιο» ταυτίζεται με ό,τι είναι καλό, ωραίο, δίκαιο), με θεολογικούς όρους. Ο Πλάτωνας δηλαδή μας δείχνει ταυτόχρονα ότι ο Σωκράτης ούτε δίδασκε (αφού δεν γνώριζε) ούτε ήταν άθεος και βλάσφημος (αφού μιλώντας για την έννοια του οσίου την ενάλλασσε με την έννοια του δικαίου και μάλιστα έχοντας σαν κέντρο του προβληματισμού του τις επιθυμίες των θεών), αλλά και ότι πρόσβαλε και ενοχλούσε τους συνομιλητές του (πράγμα που αποτέλεσε την πραγματική αιτία θανάτου του).
 
Ο Ευθύφρων υποστηρίζει πως ό,τι είναι αγαπητό στους θεούς είναι όσιο, και ό,τι είναι θεομίσητο είναι ανόσιο. Ο Σωκράτης όμως λέει πως, όπως και οι άνθρωποι, οι θεοί διαφωνούν για το τι είναι δίκαιο, ωραίο ή καλό. Πώς λοιπόν θα ξέρουμε τι είναι όσιο, αφού δεν ξέρουμε τι είναι αγαπητό στους θεούς, και μάλιστα τη στιγμή που και οι ίδιοι οι θεοί δεν συμφωνούν μεταξύ τους γι’ αυτό; Είναι λογικό για τον Σωκράτη να αναρωτηθεί κάτι τέτοιο, αφού στον πολυθεϊστικό κόσμο που ζούσε, με τους θεούς να φέρονται με όση συνέπεια διαθέτουν και οι άνθρωποι, ο κάθε θεός διάλεγε στρατόπεδα ανάλογα με την δικιά του ιδιοσυγκρασία. Στον πόλεμο της Τροίας, για παράδειγμα, άλλοι θεοί ήταν με το μέρος των Τρώων και άλλοι με τους Αχαιούς. Πώς λοιπόν θα ξέρουμε εμείς οι άνθρωποι τι είναι όσιο, αφού και οι θεοί οι ίδιοι διαφωνούν γι’ αυτό;
 
Η απάντηση που δίνει ο Ευθύφρων είναι πως όσιο είναι αυτό που όλοι οι θεοί θεωρούν αρεστό. Είναι κάποια πράγματα δηλαδή, για τα οποία ξέρουμε ότι σίγουρα είναι αρεστά σε όλους τους θεούς και άλλα που σίγουρα όλοι οι θεοί μισούν. «Οι θεοί δεν διαφωνούν μεταξύ τους σχετικά με το θέμα τούτο, ότι δεν πρέπει να τιμωρείται όποιος σκοτώνει κάποιον άδικα» του λέει για να του δείξει πόσο σίγουρος είναι πως έχει δίκιο που κατηγορεί τον πατέρα του για άδικο φόνο. Ο Σωκράτης όμως δεν αρκείται σε αυτήν την απάντηση, ούτε στο παράδειγμα του άδικου φόνου: «Γιατί, μήπως άκουσες, Ευθύφρων, κάποιον άνθρωπο να αμφισβητεί ότι δεν πρέπει να τιμωρείται όποιος διαπράττει φόνο άδικα;». Δεν χρειαζόμαστε τους θεούς να μας πουν αν πρέπει να τιμωρείται ο αδικοπραγήσας. Κανένας δεν υπερασπίζεται τον εαυτό του λέγοντας ότι, ναι μεν έπραξε άδικα, αλλά δεν του αρμόζει τιμωρία˙ μόνο υποστηρίζει ότι δεν αδίκησε. Το πρόβλημα παραμένει: πώς θα ξέρουμε αν κάτι είναι δίκαιο ή όχι; Ο Σωκράτης λοιπόν αναρωτιέται αν όσιο είναι κάτι επειδή αρέσει στους θεούς, ή αν αρέσει στους θεούς επειδή είναι όσιο.
 
Ο Σωκράτης κάνει μια πολύ σημαντική ερώτηση, που ακόμα μας προβληματίζει. Από πού προέρχεται η ηθική; Ο θεός είναι ο συγγραφέας των ηθικών αξιών ή απλά τις επαναλαμβάνει και τις επιβάλλει; Και αν ισχύει το δεύτερο, ποια είναι η πηγή τους; (Σ’ αυτήν την περίπτωση η απάντηση ίσως βρίσκεται στους μεταφυσικούς στοχασμούς ηθικών φιλοσόφων ή στις υλιστικές προσεγγίσεις βιολόγων και κοινωνιολόγων ή ίσως τελικά ανιχνευτεί μετά από χιλιάδες σελίδες ερευνών της νευροεπιστήμης˙ αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία…)
 
Ο Σωκράτης (σε αυτόν τον διάλογο) επικεντρώνεται στη σχέση του δικαίου με τη θεϊκή επιθυμία. Και αν προβληματίζεται από το γεγονός ότι οι θεοί δε συμφωνούν μεταξύ τους, ο μονοθεϊσμός προσφέρει φαινομενικά μια λύση, με την ύπαρξη ενός μόνο, αιώνιου και παντογνώστη θεού, που πρέπει να γνωρίζει τι είναι δίκαιο και τι είναι άδικο και προτείνεται να μας το πει, ώστε να ζήσουμε σωστά. Αν ο θεός έχει απαγορεύσει κάτι, σίγουρα είναι αμαρτία. Αρκεί όμως αυτό; Θα έπαυε ο Σωκράτης τη συζήτηση εδώ; Γιατί κάτι είναι αμαρτία; Επειδή το απαγορεύει ο θεός; Ή μήπως ο θεός το απαγορεύει επειδή είναι αμαρτία; Ο θεός μας δίνει ηθικές αξίες, ή τις γνωρίζουμε από πριν και τις βάζουμε στο στόμα του;
 
Στον Χριστιανισμό, ο μονοθεϊστικός θεός μας έχει δώσει τις απόψεις του γραπτά˙ ξέρουμε τι είναι θεάρεστο και τι θεομίσητο από τη Βίβλο. Ένας θεολόγος ίσως να έλεγε πως, ό,τι προστάζει ο θεός είναι καλό και ταυτόχρονα ό,τι είναι καλό το προτείνει και ο θεός. Αυτό όμως δεν φαίνεται να πείθει τον σύγχρονο άνθρωπο, ο οποίος απορρίπτει ρητά τη Βίβλο, όταν σε αυτήν αναγράφεται, π.χ., πως αν κάποιος βρει ότι η σύζυγός του δεν είναι παρθένα την πρώτη νύχτα του γάμου τους, πρέπει να τη λιθοβολήσει μέχρι θανάτου έξω από τη πόρτα του πατέρα της (Δευτερονόμιο 22:13-21). Αυτό σίγουρα δεν το θεωρούμε σωστό, δίκαιο, καλό, ηθικό. Αντιθέτως, το θεωρούμε ανήθικο και χυδαίο. Κι όμως, είναι κάτι που προστάζει ο θεός. Άρα, το «ό,τι λέει ο θεός είναι ηθικό» δεν ισχύει.
 
Ούτε ισχύει όμως και το «ό,τι είναι ηθικό, αυτό προτείνει και ο θεός». Στην Βίβλο, για όποιον ψάχνει σαν τον Σωκράτη να ορίσει την ηθική με θεολογικούς όρους, υπάρχουν πολλές άλλες προσταγές και απαγορεύσεις όπου μπορεί να απευθυνθεί, με κύριο σημείο τον Δεκάλογο.
 
 Όμως, στην εντολή «ουκ επιθυμήσεις το σπίτι, την γυναίκα, τους είλωτες, τα ζώα ή οτιδήποτε άλλο του γείτονα» (Έξοδος 20:17), βρίσκουμε την ομαδοποίηση της γυναίκας μαζί με ζώα, δούλους και υλικά αγαθά του άλλου (και μάλιστα με τη γυναίκα δεύτερη στη σειρά), κάτι που μάλλον προδίδει την ταυτότητα του συγγραφέα (άνδρας), παρά μας προσφέρει μια χρήσιμη οδηγία για το πώς να ζήσουμε μια καλή ζωή. Ποιος θα έλεγε σήμερα αυτήν την πρόταση χωρίς να συναντήσει την απέχθειά μας για τον προφανή μισογυνισμό του, αφού περιλαμβάνει τη γυναίκα στην περιουσία του συζύγου της; Η απαγόρευση δε της ίδιας της σκέψης απόκτησης κάποιου πράγματος που ανήκει σε άλλον (δηλαδή η απαγόρευση της επιθυμίας) είναι μάλλον αποπροσανατολιστική. Οι ποινικοποίηση των επιθυμιών μας θυμίζει περισσότερο τα «εγκλήματα σκέψης» του 1984 που συνέβαλαν στην ολοκληρωτική υποδούλωση των υποτελών του Μεγάλου Αδερφού, παρά τα λόγια ενός πανάγαθου θεού. Γιατί οι πράξεις είναι που κάνουν κακό, όχι οι σκέψεις.
 
Το «τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου, για να γίνεις μακροχρόνιος επάνω στη γη, που σου δίνει ο Κύριος ο θεός σου» (Έξοδος 20:12), το συναντάμε και σε άλλες θρησκείες, αν και όχι σε τόσο απόλυτη μορφή. Προφανώς, ένας αλκοολικός γονιός που κακοποιεί τα παιδιά του δεν αξίζει τον σεβασμό τους, και ο κοσμικός νόμος δεν θεωρεί τέτοια σχέση σαν ελαφρυντικό σε περιπτώσεις κακοποίησης (μάλλον το αντίθετο). Ο σεβασμός, όπως και η αγάπη, είναι κάτι που το κερδίζουμε, δεν μπορεί να απαιτηθεί. Αν λοιπόν η φράση αναγνωστεί απόλυτα είναι άτοπη, ενώ αν αναγνωστεί κριτικά γίνεται κοινότοπη˙ ποιος χρειάζεται κάποιον θεό για να νιώσει το χρέος του προς τους γονείς που τον μεγάλωσαν δίκαια; Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή η αρετή συνοδεύεται από την υπόσχεση ανταμοιβής (μακροζωίας), και όπως και άλλες εντολές που μας έρχονται με την απειλή τιμωρίας, δεν προτείνεται ως αυτοσκοπός. Δεν αρκεί να κάνουμε ή να μην κάνουμε κάτι επειδή είναι καλό ή κακό, αλλά για να κερδίσουμε μια ανταμοιβή ή να αποφύγουμε μια τιμωρία.
 
Το μόνο που μένει* είναι το τρίπτυχο «ου κλέψεις, ου φονεύσεις, ου ψευδομαρτυρήσεις». Είναι εντολές που συναντάμε σε κάθε θρησκεία που λατρεύεται στη Γη, και δεν εξαρτώνται από την ιδιοσυγκρασία του εκάστοτε θεού. Σε ποιον θεό θα αναγνωρίζαμε σοφία, αν δεν καταδίκαζε το ψέμα, το κλέψιμο ή τον φόνο; Ποια θρησκεία που θα έλεγε ότι το ψέμα δεν είναι αμαρτία (ή έστω ότι «δεν πειράζει») θα άξιζε τη λατρεία οποιουδήποτε; Όπως λέει κι ο Σωκράτης «κανένας θεός ή άνθρωπος δεν τολμά να πει τούτο, ότι δεν πρέπει να τιμωρείται ο άδικος». Και όλοι οι άνθρωποι ξέρουν ότι το να σκοτώνεις είναι άδικο, γιατί οι άνθρωποι ξέρουν από μόνοι τους τι είναι ηθικό και τι είναι κακό. Αν οι Εβραίοι της Παλιάς Διαθήκης περίμεναν τον θεό να τους πει ότι ο φόνος «είναι κάτι κακό», μάλλον δεν θα είχαν καταφέρει να φτάσουν καν μέχρι το Όρος Σινά για να παραλάβουν τις Δέκα Εντολές. Ο θεός δεν έχει τη δύναμη να μην καταδικάσει το φόνο.
 
Οι ηθικές αξίες λοιπόν δεν πηγάζουν από τη διδασκαλία του θεού ή του Ιησού. Και δεν χρειάζεται να μείνουμε στις Δέκα Εντολές˙ ούτε οι υπόλοιπες ηθικές αξίες του Χριστιανισμού δεν οφείλονται σε αυτόν, αλλά μπορούν να ανιχνευτούν σε παλιότερους πολιτισμούς. Ο λεγόμενος Χρυσός Κανόνας («κάνε στους άλλους ό,τι θα ήθελες να κάνουν σε σένα») προέρχεται από τον Κομφούκιο (απ’ όσο γνωρίζουμε – μπορεί να είχε ήδη διατυπωθεί και νωρίτερα) και το «αγάπα τους εχθρούς σου» το βρίσκουμε στον Τζαϊνισμό, τον Βουδισμό, τον Ταοϊσμό και αλλού. Άρα ο Χριστιανισμός όχι μόνο δεν δημιούργησε τις διδαχές αυτές, αλλά ούτε την αποκλειστικότητά τους έχει, είτε ιδωθεί σαν θρησκεία είτε σαν σύστημα ιδεών (ο Βουδισμός για παράδειγμα δεν είναι θρησκεία και μοιράζεται πολλές ηθικές αξίες των αβρααμικών θρησκειών).
 
Θα μπορούσε κάποιος να πει βέβαια, πως όσα από τα παραπάνω αποτελούν προτροπές σε πράξεις (όπως ο λιθοβολισμός της μη παρθένας) ή σκέψεις (όπως η θέαση της γυναίκας σαν περιουσία) που σήμερα θεωρούνται ανήθικες, προκύπτουν ως τέτοιες μόνο αν τις δούμε αναχρονιστικά. Ότι δηλαδή είναι άδικο να κρίνουμε τις απόψεις ανθρώπων που ζούσαν 3.000 χρόνια πριν, με σύγχρονη οπτική. Πρέπει λοιπόν να επιλέξουμε τις ηθικές προσταγές του θεού με τις οποίες συμφωνούμε κι εμείς. Αυτό παρουσιάζει ένα λογικό πρόβλημα, αφού αναιρούμε εδώ, κάτι που μέχρι τώρα, σιωπηλά, το θεωρήσαμε δεδομένο (ότι η Βίβλος είναι ο λόγος του θεού, στον οποίον δεν μπορούμε να παρέμβουμε). Ακόμα κι έτσι όμως, προκύπτει ότι οι ηθικές προσταγές δεν μπορεί να προέρχονται από τον θεό, αλλά οι άνθρωποι τις ξέρουν ήδη, και καλούνται μόνο να διαγράψουν από τη Βίβλο όσες δεν περιλαμβάνονται στο σύστημα αξιών της εποχής. Ή, όπως θα έλεγε ο Σωκράτης σε έναν μονοθεϊστή Ευθύφρωνα, «κάτι, αρέσει στον θεό, επειδή είναι ηθικό», και όχι «είναι ηθικό επειδή αρέσει στον θεό». Άρα από ό,τι φαίνεται, η θεϊκή ηθική ακολουθεί την ανθρώπινη, και όχι το αντίστροφο. Έτσι όμως, παραμένει το ερώτημα «γιατί κάτι είναι αμαρτία;» ή «από πού προέρχεται η ηθική;». Η επιμονή να την συνδέουμε με τον θεό δεν μας δίνει απαντήσεις. Δεν χρειαζόμαστε καμιά θρησκεία για να μάθουμε τι είναι ηθικό ή για να γίνουμε ηθικοί, μόνο νομίζουμε ότι τις χρειαζόμαστε.
 
Αλλά και να μην κάνουμε την παραπάνω παραδοχή, αν δηλαδή αναζητήσουμε τις ηθικές αρχές αποκλειστικά στις διδαχές της θρησκείας (με τον ίδιο τρόπο που και ο Σωκράτης και ο Ευθύφρων προσεγγίζουν τον προβληματισμό τους για το τι είναι δίκαιο, στη σχέση των ανθρώπων με τα θεία), παραμένουν οι Δέκα Εντολές, και άλλες προτροπές του θεού και του Ιησού, σαν προσταγές συμπεριφοράς ενός παντοδύναμου θεού, που αν τον παρακούσουμε θα μας τιμωρήσει με τη χειρότερη δυνατή τιμωρία, και αν τον υπακούσουμε θα μας ανταμείψει με τη μεγαλύτερη δυνατή ανταμοιβή, ακόμα κι αν διαφωνούμε με κάποιες από αυτές. Η έννοια της αμαρτίας δηλαδή, παραμένει και διαφοροποιείται από την έννοια της ανηθικότητας. Αυτό που οφείλουμε να κάνουμε, μας διδάσκει η θρησκεία (ή τουλάχιστον, η Βίβλος), δεν είναι κάτι που θα αυξήσει την ανθρώπινη ευημερία, αλλά αυτό που λέει ο θεός. Καλός Χριστιανός δεν είναι ο ηθικός Χριστιανός, αλλά ο υπάκουος.
 
Ο Σωκράτης, σαν πολυθεϊστής, μπορούσε να αναζητήσει μόνος του τι είναι καλό και τι όχι, αφού δεν υπήρχε μία αυθεντία που θα του δώσει μια τελεσίδικη απάντηση. Ίσως να έκανε την ίδια αναζήτηση αν εντόπιζε τις αντιφάσεις στα λόγια ενός μοναδικού θεού, όπως τις βρίσκουμε στη Βίβλο. Οι δικοί του θεοί, που όλους αναγνώριζε σαν σοφούς, ήταν ιδιοσυγκρασιακοί, ο καθένας έλεγε άλλα. Ίσως γι’ αυτό και ο διάλογος δεν καταλήγει σε κάποιο συγκεκριμένο συμπέρασμα για το τι είναι όσιο και τι ανόσιο. Ο Ξενοφώντας στην Απολογία Σωκράτους παρουσιάζει τον φιλόσοφο να λέει σχετικά με τον χρησμό της Πυθίας πως «έκρινε ότι υπερτερώ κατά πολύ από τους άλλους ανθρώπους. Εσείς, ούτε σε αυτό να πιστεύετε αβασάνιστα τον θεό, αλλά να εξετάζετε χωριστά καθεμιά από τις φράσεις του».
 
Έτσι κι εμείς, αν αναζητήσουμε κάποιον ηθικό προσανατολισμό στη βιβλική αφήγηση, είτε θα απογοητευτούμε αν κάνουμε μια κυριολεκτική ανάγνωσή της (αφού θα συναντήσουμε πράγματα που θεωρούμε ανήθικα να παρουσιάζονται σαν προσταγές) είτε θα αναγκαστούμε να ερμηνεύσουμε, να εκλογικεύσουμε ή να παραφράσουμε αυτά που θα βρούμε, για να ταιριάζουν στα δικά μας προϋπάρχοντα ηθικά κριτήρια. Μα αν έχουμε ήδη ηθικά κριτήρια, γιατί να αναζητήσουμε την ηθική στη Βίβλο; Ποια είναι η ιδιαιτερότητά της σε αυτό το πλαίσιο; Γιατί να μην την θεωρήσουμε σαν ένα ακόμα βιβλίο όπως τόσα άλλα, από το οποίο μόνο να εμπνευστούμε μπορούμε, κόβοντας και ράβοντας ό,τι ήδη μας αρέσει, συμφωνώντας με άλλα, και με άλλα διαφωνώντας;
 
Γιατί και τον Ιησού να συναντούσε ο Σωκράτης, μην ξέροντας πως είναι γιος του θεού, δεν θα του αναγνώριζε κάποια σοφία αυθαίρετα, αφού θα του παρουσιαζόταν στην ανθρώπινη μορφή του, όπως και τόσοι άλλοι που θεωρούνταν σοφοί από τους συνανθρώπους τους. Αλλά θα τον εξέταζε για να βρει αν όντως δικαιολογείται αυτή η φήμη του ή αν νόμιζε πως είναι κάτι που δεν είναι (πώς ξέρει ο Ιησούς αυτά που λέει ότι ξέρει; Έχει πρόσβαση σε γνώση που δεν έχει ο Σωκράτης;). Είναι να αναρωτιέται κανείς, αν αυτός ο διάλογος θα ήταν ο μόνος όπου δεν θα επαληθευόταν ο χρησμός της Πυθίας, πως δεν υπάρχει σοφότερος από τον αυτόν.
----------------------
* Παραβλέπουμε τις αρχικές εντολές του δεκαλόγου, όπου βρίσκουμε πιο «αυθαίρετες» απαγορεύσεις, όπως το να μην λατρεύουμε άλλους θεούς, να μην φτιάχνουμε είδωλα και να μην αναφέρουμε το όνομα του θεού άσκοπα, όπως και την προσταγή να τηρούμε το Σάββατο σαν «ιερή μέρα» (με πρώτη εντολή το «εγώ είμαι ο θεός» που δεν είναι καν εντολή, αλλά μάλλον δήλωση). Αυτές οι εντολές λίγη σχέση έχουν με την ηθική, αφού οι πράξεις που μας απαγορεύονται δεν βλάπτουν κανέναν συνάνθρωπο, ούτε και τον θεό φυσικά (πώς θα μπορούσαμε να απειλήσουμε τον θεό εξάλλου;).
 
Πλάτων, Ευθύφρων (ή περί του οσίου)

Ο έρωτας στον Πλάτωνα

Ο Πλάτων θα αφιερώσει δύο από τους ωραιότερους διαλόγους του στον έρωτα –Το Συμπόσιο και τον Φαίδρο-, ενώ το μοτίβο του φιλοσοφικού έρωτα διατρέχει το έργο του από τον πρώιμο Χαρμίδη, όπου η αρετή της σωφροσύνης εισάγεται ως το αντίθετο της ερωτικής άκρατης ορμής, μέχρι την ύστερη 7η Επιστολή.

Ο «έρωτας» στα αρχαία ελληνικά διατηρεί πάντοτε ως πρωτεύουσα σημασία του τη σεξουαλική έλξη. Δεν περιγράφει μια κατάσταση ή ένα συναίσθημα, αλλά μια ορμή κίνησης προς ένα αντικείμενο επιθυμίας. Και είναι μια ορμή που δεν προϋποθέτει αμοιβαιότητα: οι ρόλοι του εραστή και του ερωμένου προσώπου παραμένουν σαφώς διακριτοί.

Ο Αριστοτέλης στα Μετά τα φυσικά αναζητά προδρόμους του δικού του ποιητικού αιτίου, της δύναμης δηλαδή που κινεί τα πράγματα:

Θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι ο πρώτος που αναζήτησε μια τέτοιου είδους αιτία ήταν ο Ησίοδος, ή και κάποιος άλλος που έθεσε ως αρχή ανάμεσα στα όντα τον έρωτα ή την επιθυμία, όπως για παράδειγμα ο Παρμενίδης. Γιατί λέει ο Παρμενίδης περιγράφοντας τη δημιουργία του σύμπαντος: «πρώτον απ’ όλους τους θεούς συνέλαβε τον έρωτα»,[1] και ο Ησίοδος: «πρώτα απ’ όλα τα πράγματα το Χάος γεννήθηκε, κι έπειτα η ευρύστερνη Γη και ο Έρωτας, που ξεχωρίζει ανάμεσα στους αθανάτους»,[2] σαν να πρέπει να υπάρχει ανάμεσα στα όντα κάποια αιτία που θα κινεί και θα συναρμόζει τα πράγματα. (Α 984b23-31)

Ο Αριστοτέλης θα συσχετίσει τον έρωτα του Ησιόδου και του Παρμενίδη με τη «φιλότητα» του Εμπεδοκλή (που δεν ισοδυναμεί με τον έρωτα, αλλά είναι πάντως μια δύναμη ένωσης των ομοειδών), δίνοντας με τον συνήθη περιεκτικό του τρόπο τη λειτουργία που θα μπορούσε να έχει ο έρωτας στην προσωκρατική σκέψη: ο έρωτας είναι η προσωποποίηση της δύναμης ή της αιτίας κίνησης των όντων στο σύμπαν.

Στη φιλοσοφία του Πλάτωνα τη λειτουργία αυτή θα την αναλάβει η ψυχή. Η κοσμική ψυχή διευθύνει και κινεί τα πάντα στο σύμπαν, όπως η ανθρώπινη ψυχή ελέγχει και κινητοποιεί τον ανθρώπινο οργανισμό. Στον έρωτα ο Πλάτων θα αναθέσει έναν διαφορετικό ρόλο και πρωτόγνωρο : ο έρωτας, η πιο ισχυρή και πολύπλοκη ανθρώπινη επιθυμία, λειτουργεί ως ανέλπιστος εσωτερικός σύμμαχος μας στο δρόμο προς την αληθινή φιλοσοφία. Η ερωτική έλξη ξεκινά ως άλογο πάθος, έχει όμως τη δυνατότητα να μετασχηματιστεί σε ένα είδος θεϊκής μανίας, που ωθεί τον άνθρωπο προς την ένωση με τις ιδέες. Για τον Πλάτωνα, ο έρωτας έχει κάτι το φιλοσοφικό, γιατί όπως ο φιλόσοφος (ο «φιλών την σοφίαν») βρίσκεται ανάμεσα στη σοφία και την άγνοια, έτσι και ο έρωτας, που είναι εξ ορισμού ανικανοποίητος, είναι ένας δαίμων που παλινδρομεί ανάμεσα στην έλλειψη και την πλήρωση, την ασχήμια και την ωραιότητα, τη θνητότητα και την αθανασία.

Στο Συμπόσιο, τον ωραιότερο του ίσως διάλογο, ο Πλάτων παρουσιάζει τη συνομιλία έξι φίλων (του Φαίδρου, του Παυσανία, του Ερυξίμαχου, του Αγάθωνα, του Αριστοφάνη και του Σωκράτη), ιστορικών και διάσημων προσώπων του 5ου αιώνα π. Χ., ο καθένας από τους οποίους αναλαμβάνει να δώσει ένα εγκώμιο του έρωτα. Οι διαδοχικοί λόγοι οδηγούνται σε κορύφωση, όταν τελευταίος μιλά ο Σωκράτης και μας μεταφέρει όσα έμαθε για τον έρωτα από μια μυστηριώδη γυναίκα, την ιέρεια Διοτίμα. Για τον Σωκράτη ο έρωτας είναι δαίμων, γιος του Πόρου, θεού της επίνοιας και της ευρετικότητας, και της ζητιάνας Πενίας. Από τους δύο γονείς του αντλεί την αντιφατική του φύση: είναι φτωχός, άσχημος και σκληρός, «ανυπόδητος και άστεγος» ̇ είναι όμως ταυτοχρόνως γενναίος, ενεργητικός, εφευρετικός, γητευτής, πολυμήχανος, κυνηγός του ωραίου, αιωνίως ανικανοποίητος (142c-e). Η ενδιάμεση φύση του ορίζει και τη σχέση του με τη γνώση και τη σοφία: ο έρωτας «βρίσκεται ανάμεσα στη σοφία και την αμάθεια». Οι θεοί, οι απόλυτοι γνώστες, δεν φιλοσοφούν, γιατί κατέχουν τη γνώση. Ούτε όμως και οι ανόητοι φιλοσοφούν, αφού δεν συνειδητοποιούν την άγνοιά τους.

Φιλο-σοφούν, δηλαδή έλκονται από τη σοφία, μόνο αυτοί που αντιλαμβάνονται την αξία και την ωραιότητα της σοφίας, χωρίς να την κατέχουν. Ο έρωτας λοιπόν ως κυνηγός του ωραίου ρέπει προς τη σοφία, «είναι ο ίδιος φιλόσοφος» (204b).

Αντικείμενο του έρωτα είναι το ωραίο, και μάλιστα ο «τόκος» - η δημιουργία- μέσα στην ωραιότητα. Στόχος του η κατάκτηση της αθανασίας: αθανασία σωματική, που επιτυγχάνεται με τη σεξουαλική αναπαραγωγή, κυρίως όμως αθανασία πνευματική, μέσω των έργων της ψυχής που διεκδικούν ένα μερίδιο στην αιωνιότητα.

Ο Πλάτων σκιαγραφεί μια κλίμακα ερωτικής ανάβασης που διαδοχικά καλύπτει την έλξη προς ένα ωραίο σώμα, την έλξη προς όλα τα ωραία σώματα, την έλξη προς τις ωραίες ψυχές, την έλξη προς τις ωραίες δημιουργίες και μαθήσεις, για να καταλήξει στην αποκάλυψη ότι το πραγματικό κίνητρο του έρωτα είναι η ταύτισή του με το ιδεατό Ωραίο, με την ιδέα της ωραιότητας.

Όποιος λοιπόν διαπαιδαγωγηθεί στην ερωτική τέχνη και μάθει να βλέπει σωστά τη μια μετά την άλλη τις διάφορες μορφές του ωραίου, όταν φτάσει στο τέρμα της ερωτικής μυσταγωγίας, θα αντικρύσει ξαφνικά ένα κάλλος αξιοθαύμαστο –εκείνο ακριβώς το κάλλος χάριν του οποίου καταβλήθηκαν όλες οι προηγούμενες προσπάθειες. Αυτό το Ωραίο είναι κάτι αυθύπαρκτο, ενιαίο στη μορφή, αιώνιο ̇ όλα τα άλλα ωραία πράγματα μετέχουν σ’ αυτό με τέτοιον τρόπο, ώστε ενώ εκείνα γεννιούνται και πεθαίνουν, αυτό ούτε αυξάνεται ούτε μειώνεται ούτε υφίσταται την παραμικρή αλλαγή. Όταν λοιπόν χάρη στο «ορθώς παιδεραστείν» ανεβεί από τα φαινόμενα αυτού του κόσμου και αρχίσει να βλέπει το ίδιο το Ωραίο, έχει σχεδόν φθάσει στο τέλος. Γιατί αυτή είναι η σωστή ερωτική οδός που πρέπει να πάρει κανείς μόνος του ή να οδηγηθεί από άλλον. (Συμπόσιον, 210e -211b)

Αν ωστόσο το Συμπόσιο είναι ένα αριστούργημα, δεν το οφείλει μόνο στη βαρυσήμαντη διήγηση της Διοτίμας. Το σπουδαιότερο λογοτεχνικό του εύρημα είναι η ξαφνική είσοδος του Αλκιβιάδη στη σκηνή, και το εγκώμιο του Σωκράτη που εκφωνεί. Ο μεθυσμένος Αλκιβιάδης, ήδη διάσημος στην εποχή του Συμποσίου, εξιστορεί τη δική του νεανική ερωτική ιστορία με τον Σωκράτη. Η ίδια η διήγηση είναι τολμηρή και απολαυστική. Το πιο ωραίο όμως στοιχείο της είναι η ταύτισή του Σωκράτη με τον έρωτα – με τον έρωτα-φιλόσοφο, που μόλις είχε περιγράψει ο ίδιος ο Σωκράτης στο λόγο του. Ο Σωκράτης του Αλκιβιάδη είναι η επίγεια προσωποποίηση και του έρωτα και της φιλοσοφίας. Είναι κι αυτός άσχημος, σκληρός, φτωχός, ανυπόδητος, γοητευτικός και ανικανοποίητος ̇ είναι κυρίως «άτοπος», όπως ο φιλοσοφικός έρωτας.

«Είναι εκπληκτικό, αλλά αυτός ο άνθρωπος δεν μοιάζει με κανέναν, ούτε από τους παλαιότερους ούτε από τους τωρινούς. Όσο κι αν ψάξεις δεν θα βρεις κανέναν σαν κι αυτόν ̇ τόσο “άτοπος” είναι και ο ίδιος και οι λόγοι του» (221cd). Περιφρονεί το χρήμα, τις τιμές και τα ακριβά ρούχα και προτιμά να κυκλοφορεί ξυπόλητος ̇ έχει απίστευτη αντοχή στις κακουχίες, στο ξενύχτι και στο πιοτό ̇ δεν χάνει ποτέ την αυτοκυριαρχία του. Είναι «υβριστής», του αρέσει να ειρωνεύεται τους συνομιλητές του, δίνει την εντύπωση ότι παίζει συνομιλώντας, μιλά για σοβαρά θέματα χρησιμοποιώντας παράδοξα παραδείγματα από την καθημερινή ζωή, «κάτι για γαϊδάρους σαμαρωμένους και για χαλκωματάδες και πετσωτήδες και βυρσοδέψες». Και όμως στο τέλος οι συνομιλητές του αντιλαμβάνονται ότι «οι δικές του συζητήσεις είναι οι μόνες που έχουν πραγματικό νόημα» (221e-222a), οι λόγοι του μαγεύουν, «αιχμαλωτίζουν και εκστασιάζουν τους ανθρώπους», έχουν τη δύναμη να τους κάνουν να «αντιλαμβάνονται ότι δεν αξίζουν να ζουν όπως ζουν» (215d-216a).

Ο λόγος του Αλκιβιάδη στο Συμπόσιο είναι και ένα αφηγηματικό τέχνασμα, που προσφέρει τη δυνατότητα στον Πλάτωνα να μιλήσει για πρώτη φορά εκτενώς για τον πρωταγωνιστή των διαλόγων του. Αντιλαμβανόμαστε έτσι πως ο ερωτικός Σωκράτης του Συμποσίου, ο παθιασμένος κυνηγός των ωραίων εφήβων, ο γνώστης της ερωτικής τέχνης, είναι ο ίδιος άνθρωπος με τον εκλεπτυσμένο διαλεκτικό του Πρωταγόρα, τον πολιτικό στοχαστή του Γοργία, τον γαλήνιο μπροστά στον θάνατο φιλόσοφο του Φαίδωνα. Η εικόνα αυτή δεν θα αλλάξει ουσιαστικά στον μεταγενέστερο Φαίδρο. Θα συμπληρωθεί ωστόσο με ορισμένα νέα στοιχεία.

Η ανθρώπινη ψυχή συλλαμβάνεται πλέον ως σύνθετη ολότητα. Αποτελείται από τρία διαφορετικά μέρη (το «λογιστικό», το «θυμοειδές» και το «επιθυμητικό»), η ισορροπία των οποίων δεν είναι δεδομένη. Οπότε αντιστοίχως και η ερωτική έλξη γίνεται πολυσύνθετη και αντιφατική. Το επιθυμητικό μέρος της ψυχής ρέπει προς τη σαρκική επαφή με το αντικείμενο του έρωτα, ενώ το λογιστικό προς την πνευματική. Ο Πλάτων δείχνει για πρώτη φορά να αντιλαμβάνεται την πιθανότητα της «ακρασίας», δηλαδή της εσωτερικής σύγκρουσης του ευγενούς σκοπού και της αδυναμίας της σάρκας. Ο φιλοσοφικός έρωτας συστήνεται ως αποκλειστική πνευματική έλξη και επαφή, ανάμεσα σε ανθρώπους διαφορετικής ηλικίας, ωριμότητας και σοφίας – υποψιάζομαι ότι από τον Φαίδρο προέκυψε η τρέχουσα αντίληψη περί πλατωνικού έρωτα.

Η προνομιακή σχέση του έρωτα προς το Ωραίο, που εκδηλώνεται με την έλξη προς κάθε ωραία αισθητή μορφή ή πραγμάτωση, ανοίγει μια επίγεια προοπτική προς τις Ιδέες. Ο Πλάτων παραδέχεται ότι στον κόσμο που ζούμε «είναι δυσθεώρητες η δικαιοσύνη και η σωφροσύνη και όσα άλλα είναι πολύτιμα για τις ψυχές». Από τις πλατωνικές Ιδέες «μόνο το Ωραίο είχε τη μοίρα να είναι κάτι κατάφωτο και αξιαγάπητο» (Φαίδρος, 250de), και σ’ αυτό μπορεί να μας οδηγήσει η θεϊκή μανία του έρωτα.

Στον Φαίδρο όμως ο Πλάτων μας δίνει και την πληρέστερη στους διαλόγους του εικόνα για το πώς αντιλαμβάνεται τη φύση της αληθινής φιλοσοφίας.

Η φιλοσοφία ορίζεται ως «μάθημα», ως διαδικασία διδαχής, που προϋποθέτει έναν «ειδότα» και έναν «μανθάνοντα». Ο φιλοσοφικός λόγος είναι ο λόγος του δασκάλου και όχι εν γένει ο λόγος του γνώστη. Και είναι λόγος με συγκεκριμένη απεύθυνση: στοχεύει στη διαμόρφωση του «ήθους» του μαθητή, στην καλλιέργεια της ψυχής του. Η φιλοσοφία καλλιεργείται με τη «σπορά έμψυχων και γόνιμων» λόγων, που έχουν τη δυνατότητα «να υπερασπίσουν τον εαυτό τους» και να «βοηθήσουν τον εισηγητή τους» (Φαίδρος, 276a,e), με τη δια ζώσης δηλαδή εκφορά εύπλαστων επιχειρημάτων και θεωριών, που μπορούν μέσω του διαλόγου να ελεγχθούν, να επαναδιατυπωθούν και να μετασχηματιστούν γεννώντας νέα επιχειρήματα και νέες θεωρίες. Η φιλοσοφία καλλιεργείται λοιπόν με τη ζωντανή ανταλλαγή των λόγων.

Η σπορά και η γονιμοποίηση των λόγων γίνεται μόνο στο κατάλληλο εύφορο έδαφος, στην «προσήκουσα ψυχή» του «μανθάνοντος» ̇ εκεί γονιμοποιούνται οι λόγοι του δασκάλου, εκεί αποδεικνύονται αθάνατοι, εκεί παράγεται η ανθρώπινη ευδαιμονία (Φαίδρος, 277a). Η αναζήτηση της κατάλληλης αποτελεί ουσιαστικό μέρος της δράσης του φιλοσόφου, αφού η φιλοσοφία είναι «ψυχαγωγία», αγωγή δηλαδή της ψυχής. Η ανεύρεση της και η επίγνωση της πραγματικής της φύσης επηρεάζει τη μορφή των εκφερομένων φιλοσοφικών επιχειρημάτων και θεωριών. Έδρα επομένως του φιλοσοφείν είναι η ανθρώπινη ψυχή.

Καταλαβαίνουμε τώρα γιατί ο έρωτας αποτελεί την προσφιλή μεταφορά του Πλάτωνα για την κατάδειξη της φύσης της φιλοσοφίας. Αν η φιλοσοφία είναι ζωντανή διαδικασία μάθησης, που προϋποθέτει δύο ανισότιμους πόλους το δάσκαλο και το μαθητή, τότε η ερωτική συνομιλία είναι η ανθρώπινη δραστηριότητα που πλησιάζει περισσότερο σ’ αυτό το ιδεώδες. Σαν τον εραστή που προσπαθεί αενάως να κατακτήσει το αντικείμενο του έρωτά του χωρίς να το καταφέρνει ποτέ πλήρως, ο φιλόσοφος είναι αιωνίως διψασμένος για την αληθινή γνώση, και, όπως ο Σωκράτης, αναζητεί τις κατάλληλες νεανικές ψυχές που θα του προσφέρουν γόνιμο έδαφος για τη σπορά των λόγων του.

Ο Πλάτων αναδεικνύει το ρόλο του εραστή – δασκάλου και όχι του ερωμένου – μαθητή, ίσως γιατί το κίνητρο του δεύτερου είναι πιο εμφανές. Ο ερωμένος και ο μαθητής προσδοκούν ίσως από την επαφή κάποια οφέλη. Το κίνητρο όμως του εραστή και του φιλοσόφου είναι πιο δυσδιάκριτο. Η ερωτική κατάκτηση και η φιλοσοφική μύηση δεν αποτελούν αυτοσκοπό για τον Πλάτωνα. Ο πλατωνικός εραστής στοχεύει μέσω της ερωτικής κατάκτησης στην πνευματική δημιουργία (στον «τόκον εν τω καλώ»), που θα του εξασφαλίσει συμμετοχή στην αθανασία. Ο πλατωνικός φιλόσοφος, από την άλλη πλευρά, έχει αντιληφθεί ότι η φιλοσοφία δεν είναι μοναχική ενασχόληση, αλλά δημιουργικός διάλογος με νεαρά και προικισμένα άτομα. Στη δική τους ψυχή θα γραφεί ο φιλοσοφικός λόγος, εκεί θα βλαστήσουν οι νέες ιδέες, που ίσως οδηγήσουν κάποια στιγμή στην αποκάλυψη της αληθινής γνώσης των όντων.[3] Η μέριμνα αυτή βρίσκεται πίσω από την απόφαση του Πλάτωνα να ιδρύσει την Ακαδημία, ένα θεσμό σταθερής συνύπαρξης δασκάλου και μαθητών, παλαιών και νέων στη φιλοσοφία. Το κυρίαρχο στοιχείο της Ακαδημίας είναι ο κοινός τρόπος ζωής των μελών της, η κοινή αναζήτηση, ο δημιουργικός διάλογος, μέσα από το οποίο η νέα γενιά των μαθητών βρίσκει το δρόμο της. Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά τον Πλάτωνα, μολονότι το ερωτικό στοιχείο δεν προβάλλεται πλέον με την ίδια ένταση, η φιλοσοφική μύηση στον αρχαίο κόσμο γίνεται πάντοτε σε έναν δάσκαλο ή στο εσωτερικό μιας φιλοσοφικής σχολής.
----------------------------
[1] Παρμενίδης, αποσπ. 13.
[2] Ελεύθερη απόδοση των στίχων 116-20 της Θεογονίας. Είναι πάντως ενδιαφέρων ότι η σύνδεση των ονομάτων του Ησιόδου και του Παρμενίδη με την πρωτοκαθεδρία και την παλαιότητα του έρωτα επιχειρείται πρώτη φορά από τον Πλάτωνα στο λόγο του Φαίδρου στο Συμπόσιο (178ab).
[3] Στην 7η Επιστολή ο Πλάτων, ως πραγματικό δρόμο της φιλοσοφίας, θα σκιαγραφήσει μια πορεία ζωής, επίπονη, καθημερινή και μακρόχρονη, μια πορεία με οδηγό έναν γνώστη, μια κοινή αναζήτηση, που μπορεί να οδηγήσει τελικά στον ξαφνικό φωτισμό της ψυχής του ανθρώπου (341d, 344b).