Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2024

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία

3.9. Παράρτημα: «από τον μύθο στον λόγο»[1]

Στον μισόδρομο της ελληνικής αρχαιότητας σταματούμε να θεωρήσουμε σε γενικές γραμμές την ως τώρα πορεία μας.

Ξεκινήσαμε από τα ομηρικά έπη, έμμετρα αφηγηματικά έργα συνθεμένα σε άνετη, βαριοστολισμένη, τραγουδιστική ποιητική λαλιά - έργα που αναφέρονται στον μυθικό κόσμο των θεών και των ηρώων. Καταλήξαμε στα πεζά επιστημονικά υπομνήματα του Αριστοτέλη, γραμμένα σε συνοπτικό, απέριττο ύφος - έργα που αναφέρονται στον πραγματικό, όχι στον μυθικό κόσμο. Ο δρόμος ήταν μακρύς, μεσολάβησαν πολλά, και η διαφορά, αρχή και τέλος, μεγάλη.

Ωστόσο, όταν μιλούμε για την πορεία από τον μύθο στον λόγο, δεν εννοούμε μόνο τη σταδιακή μετακίνηση των ενδιαφερόντων από τον μυθικό κόσμο στην πραγματικότητα, ούτε μόνο τη βαθμιαία μετάβαση από τους ποιητικούς στους πεζολογικούς τρόπους γλωσσικής επικοινωνίας, αλλά και κάτι σημαντικότερο: την προοδευτική μεταβολή στον τρόπο που οι αρχαίοι αντιλαμβάνονταν, αναζητούσαν και παρουσίαζαν το καλό και την αλήθεια.

Στα πρώιμα χρόνια, του Ομήρου, του Ησιόδου και των λυρικών, το καλό και η αλήθεια προέρχονταν πρώτα και πάνω απ᾽ όλα από τους θεούς. Από αυτούς αντλούσαν τη γνώση τους οι μάντεις, από αυτούς και οι ποιητές. Φυσικά, μια τέτοια γνώση από θεού δεν επιδέχεται αμφισβήτηση και δε χρειάζεται απόδειξη - αλλά βέβαια είχαν δίκιο οι Μούσες όταν αποκάλυψαν στον Ησίοδο ότι «ξέρουν να λεν και τις αλήθειες, ξέρουν να λεν και ψέματα που μοιάζουν με αλήθειες» (Θεογονία 27-8).

Αναπόδειχτοι έμεναν οι ισχυρισμοί και όταν ο ομιλητής, όποιος και αν ήταν, για να δυναμώσει την άποψή του έφερνε ένα παράδειγμα που τις περισσότερες φορές προερχόταν από τη μυθολογία. Έτσι, για να μεταπείσει τον Αχιλλέα ο γερο-Φοίνικας παρουσίασε το παράδειγμα του Μελέαγρου (I 527-99)· έτσι, για να αποδείξει τη δύναμη του έρωτα η Σαπφώ χρησιμοποίησε το παράδειγμα της ωραίας Ελένης (απόσπ. 195 P.).

Άλλος τρόπος να ενισχύσει κανείς τις απόψεις του ήταν να επικαλεστεί ως τεκμήριο ένα μύθο σαν του Αισώπου, μια παροιμία («κατάλοιπο παλιάς σοφίας που σώθηκε για τη συντομία και την πετυχημένη της διατύπωση», Αριστοτέλης, απόσπ. 13), ή και μιαν αναπόδειχτη γνώμη, συνήθως επώνυμη, του Ομήρου π.χ., του Ησιόδου, ή των Επτά σοφών. Αντίστοιχα, όχι μόνο ο Θαλής, που συγκαταλέγεται στους Επτά σοφούς, αλλά και άλλοι προσωκρατικοί δε δίστασαν να διατυπώσουν επιγραμματικά τις πεποιθήσεις τους, δογματικά, χωρίς καθόλου να νοιάζονται και να τις αποδείξουν.

Οι παραπάνω τρόποι να προσεγγίσει και να παρουσιάσει κανείς την άποψή του για το καλό και την αλήθεια ήταν πάντα, και είναι ακόμα σήμερα, συνηθισμένοι· όμως καθώς περνούσαν τα χρόνια, όλο και περισσότερο οι άνθρωποι ανακάλυπταν το πνεύμα,[2] και μάθαιναν να χρησιμοποιούν τις συλλογιστικές δυνατότητες: τους ορισμούς, τις κρίσεις, τις λογικές αποδείξεις κλπ. Έτσι, στα κλασικά χρόνια οι ρήτορες και οι σοφιστές ήξεραν καλά πως όταν υπάρχουν δύο ή περισσότερες γνώμες, σωστό είναι να αντιπαραταχτούν με επιχειρήματα και αποδεικτικούς συλλογισμούς, οπότε ο κρείττων λόγος, ο πιο σωστός, αν υποστηριχτεί ορθολογικά θα υπερτερήσει.

Όχι σπάνια, έχοντας διερευνήσει σε βάθος τους αποδεικτικούς τρόπους, οι σοφιστές, είτε για να υπερισχύσουν στους αγώνες λόγων και στους εριστικούς διάλογους, είτε για να επιδείξουν τη νοητική τους δεινότητα, εκμεταλλεύονταν τις συλλογιστικές δυνατότητες όχι μόνο για να λένε, όπως οι Μούσες, αλλά και για να υποστηρίζουν πειστικά, με λογικά επιχειρήματα, «ψέματα που μοιάζαν με αλήθειες». Παράλληλα, την ίδια εποχή, ο Σωκράτης συζητούσε τις διάφορες απόψεις για το καλό και την αλήθεια, δείχνοντας με την ιδιότυπη διαλεκτική του πως οι περισσότερες δεν άντεχαν σε λογικό έλεγχο.

Ένα βήμα πέρα από τον Σωκράτη, που σταματούσε στον έλεγχο χωρίς ο ίδιος να καταλήγει σε αμετάκλητες απόψεις, οι μαθητές του, με πρώτο και σπουδαιότερο τον Πλάτωνα, πίστεψαν πως πια μπορούσαν να συλλάβουν συλλογιστικά και να στηρίξουν με ακλόνητα επιχειρήματα οριστικές θέσεις για το καλό και την αλήθεια.

Τελευταίος στις εξελίξεις που παρακολουθούμε, ο Αριστοτέλης δεν περιορίστηκε στο να εκθέτει συστηματικά και τεκμηριωμένα τις απόψεις του για τα πολλά και ποικίλα θέματα που τον απασχόλησαν, αλλά φρόντισε, σε μια σειρά από διατριβές, να συστηματοποιήσει και να μελετήσει σε βάθος τη λογική σκέψη, δηλαδή το ίδιο το Όργανο που επιτρέπει στον άνθρωπο να αναζητήσει με τον νου και να γνωρίσει το καλό και την αλήθεια.

Σύδδετες με τις παραπάνω εξελίξεις ήταν, όπως θα το περιμέναμε, και οι μεταβολές στα εκφραστικά μέσα. Από όπου και αν προερχόταν, ο αναπόδεικτος λόγος έπρεπε, για να γίνει πιο πειστικός, να επιστρατεύσει τα εξωλογικά, μαγικά σχεδόν, μέσα της ποίησης και της μουσικής. Έτσι, από τις αρχές και για ένα μεγάλο διάστημα που ξεπερνά το κατώφλι της κλασικής εποχής, η λογοτεχνική παραγωγή ήταν στο μεγαλύτερο μέρος προφορική, έμμετρη και τραγουδιστή.

Αργότερα, στην εποχή της δημοκρατικής ακμής, των μεγάλων ιδεολογικών και πολιτικών συγκρούσεων, των σοφιστών και του Σωκράτη, η διερεύνηση των συλλογιστικών τρόπων, η επίπονη αναζήτηση του σωστού και της αλήθειας, ο έλεγχος και η αντιπαράθεση των διαφόρων απόψεων ευνοούσαν άλλους εκφραστικούς τρόπους. Έτσι, αναπτύχτηκαν και κυριάρχησαν (στα δικαστήρια, στην εκκλησία του δήμου, στις σοφιστικές επιδείξεις και αλλού) προφορικά πάλι είδη, ο αγώνας λόγων και ο διάλογος.

Τέλος, τον 4ο π.Χ. αιώνα, από τη μια οι σωκρατικοί χρησιμοποίησαν ως εκφραστικό μέσο τον διάλογο, σε γραπτή παγιωμένη μορφή που όλο και περισσότερο τον απομάκρυνε από την αρχική του ζωντάνια, από την άλλη ο νηφάλιος γραπτός πεζός λόγος κυριάρχησε στις κάθε λογής πραγματείες ως το μόνο κατάλληλο μέσο για να παρουσιαστούν το καλό και η αλήθεια, απογυμνωμένα από κάθε στολίδι, με μόνο στήριγμα τη λογική.

Ξεχωριστή θέση σε όλα αυτά κατέχει το θέατρο, όπου μέσα του συνυπάρχουν ο μυθικός με τον λογικό τρόπο σκέψης και το τραγούδι με τον διάλογο - και βέβαια τώρα καταλαβαίνουμε καλύτερα πώς και γιατί στην εξέλιξη του θεάτρου τα τραγουδιστικά χορικά ολοένα και λιγόστευαν, ώσπου σχεδόν εξαφανίστηκαν για χάρη του διαλόγου.

Ένα ιδιαίτερο φαινόμενο διαπιστώνουμε και στη ρητορεία, όπου οι ομιλητές, για να πείσουν ευκολότερα ή και για να παραπλανήσουν τους ακροατές τους, δε διστάζουν μαζί με τα λογικά τους επιχειρήματα να χρησιμοποιούν και τα γοργίεια σχήματα, που βέβαια ανήκουν στα εξωλογικά, «μαγικά», ποιητικά και μουσικά μέσα.

Τελευταία, ίσως περιττή, παρατήρηση: η πορεία από τον μύθο στον λόγο, δηλαδή η βαθμιαία μετάβαση από τον μυθικό-θεολογικό στον ορθολογικό τρόπο σκέψης, και συνάμα από τους ποιητικούς στους πεζολογικούς εκφραστικούς τρόπους, δεν περιορίστηκε στους συγγραφείς και στους διανοούμενους, αλλά αφορούσε το σύνολο της αρχαιοελληνικής κοινωνίας - ουσιαστικά τον τρόπο που οι αρχαίοι αντιλαμβάνονταν και ερμήνευαν τον κόσμο.
-------------------------
1. Από τον μύθο στον λόγο είναι ο πετυχημένος τίτλος ενός βιβλίου του γερμανού φιλολόγου Β. Νέστλε (1940). Οι ιστορικοί του πνεύματος τον χρησιμοποιούν συχνά όταν περιγράφουν πώς εξελίχτηκε ο τρόπος σκέψης των Ελλήνων από τον Όμηρο ως το τέλος της κλασικής εποχής.

2. Η ανακάλυψη του πνεύματος είναι ένας ακόμα πετυχημένος τίτλος βιβλίου, όπου σε μια σειρά από δοκίμια ο γερμανός φιλόλογος Μ. Σνελ σχολιάζει την εξέλιξη του αρχαιοελληνικού πολιτισμού από τις αρχές ως αργά στα ελληνιστικά χρόνια.

O Διόνυσος και η πρόσληψη του αρχαίου θεάτρου

Συχνά μιλάμε για το αρχαίο θέατρο της κλασικής περιόδου, για τους λεγόμενους μεγάλους τραγικούς και κωμικούς ποιητές. Μελετάμε τα κείμενά τους, σε όσες περιπτώσεις έχουμε την τύχη να μάς έχουν σωθεί, με βασικά ερωτήματα ιστορικο-πολιτικής ανάλυσης στο νου οι πιο ευαίσθητοι, άντε και με αναζητήσεις πάνω στο τελετουργικό υπόβαθρο του θέματος οι πιο υποψιασμένοι. Λοιπόν, με τα σωσμένα κείμενα ως μόνα εφόδια, μιλάμε και διδάσκουμε, εικάζουμε και γράφουμε.

Αυτό που σπανιότερα προσπαθούμε είναι ν’ ανασυνθέσουμε στη σκέψη μας το θέατρο εκείνο ως χωρο-χρονικά προσδιορισμένη πρακτική και βιωμένη εμπειρία, πράγμα που, ωστόσο, έχει άμεσες συνέπειες και στην εικόνα που σχηματίζουμε για τις πολιτικές του αναφορές. Θα αντιγυρίσει, βέβαια, κανείς, και με το δίκιο του: μα, δεν μας σώζονται πηγές για κάτι τέτοιο. Μας λείπουν, για παράδειγμα, γνώσεις πάνω στη μορφή που είχαν τα κοστούμια και οι μάσκες, πληροφορίες για τη μουσική επένδυση των χορικών και τα στοιχεία της όρχησης. Άλλο τόσο αγνοούμε τις αναλυτικές σκηνοθετικές οδηγίες. Κι όσο για τις σκηνογραφικές λεπτομέρειες, φτωχότατες οι γνώσεις κι οι υποθέσεις μας γι’ αυτές.

Κι όμως, υπάρχει κάτι βασικό που θα μπορούσε να προσανατολίσει τη σκέψη, αλλά συνήθως παρακάμπτεται. Γιατί αυτό για το οποίο υπάρχει απόλυτη βεβαιότητα είναι το πού πρωτοπαρουσιάστηκαν τα μεγάλα δραματικά έργα των χρόνων της ακμής. Μιλάω για το θέατρο του Διονύσου, στη νότια κλιτύ της Ακρόπολης, στο οποίο οι εργασίες αναστήλωσης τώρα πια ολοκληρώνονται.

Βέβαια, είναι αλήθεια ότι, για λόγους διάφορους, συσκοτίζεται η σκέψη μας πάνω στο θέμα. Σε μεγάλο βαθμό, από τη δύναμη που ασκεί η Επίδαυρος πάνω στις εντυπώσεις μας για το αρχαίο δράμα. Η Επίδαυρος, με τη θαυμαστή της θεατρική αρχιτεκτονική και την απαράμιλλη ακουστική της, λειτουργεί στο σημείο αυτό σαν παραμορφωτικός καθρέφτης. Και η εικόνα μας ακόμη περισσότερο θολώνει από τη διοργάνωση των σύγχρονων φεστιβάλ αρχαίου δράματος εκεί, με την glamorous ατμόσφαιρα, τις νυχτερινές παραστάσεις υπό τους ήχους των τριζονιών μέσα στο δάσος και το υπερθέαμα των οπτικο-ακουστικών εφφέ. Και έτσι, το ξεχνάμε ότι κανένας απ’ τους ποιητές που ονομάζουμε μεγάλους ούτε είχε στη διάθεσή του την τεχνολογική ισχύ του ηλεκτρικού ρεύματος, κι ούτε και είχε συνθέσει ποτέ έστω και ένα δράμα αλληθωρίζοντας προς Επίδαυρο μεριά. Γιατί το θέατρο εκεί χτίστηκε σε χρόνους κατά πολύ μεταγενέστερους, για να φιλοξενεί επαναλήψεις παραστάσεων των αρχαιότερων δραμάτων ή υστερότερες πρωτότυπες παραγωγές, όμως πολύ φτωχές σε περιεχόμενο και ανάξιες εν γένει ιδιαίτερης μνείας.

Κι ακόμα κι όταν κρατάμε τη σκέψη μας καθαρή, απαλλαγμένη από κάθε παραμόρφωση, και το διατυπώνουμε ρητά – όπως είναι το σωστό – ότι το “μεγάλο” δράμα της κλασσικής περιόδου ήταν αυστηρά αθηναϊκή υπόθεση και αποκλειστικό προϊόν της άμεσης δημοκρατίας του 5ου π.Χ. αιώνα, εστιάζοντας, άρα, στο θέατρο του Διονύσου στην καρδιά του αστικού χώρου κάτω από την Ακρόπολη, και πάλι κάτι δεν μας κάθεται καλά. Αυτό το θέατρο μάς φαίνεται μικρό, υπερβολικά μικρό για να έχει γεννήσει αριστουργήματα. Και το κυριότερο, πόσο, μα πόσο δύσκολο μάς είναι να το σκεφτούμε γυμνό από την (κατά πολύ υστερότερη των χρόνων της ακμής) επιμαρμάρωσή του. Αδυνατούμε να φανταστούμε το θέατρο του Διονύσου στην εξωφρενική απλότητα που είχε αρχικά, τότε που παρήγαγε τα έργα της ακμής. Ο λόγος είναι ένας: η απλότητα του θεάτρου του Διονύσου ενοχλεί και εκ βάθρων αμφισβητεί τις δικές μας στερεοτυπικές και βλοσυρά παγιωμένες αντιλήψεις για τα θέματα πολιτισμού.

Έτσι λοιπόν, πεισματικά αρνιόμαστε να φανταστούμε: ένα χώρο κυκλικό ως ορχήστρα για τον χορό σε χαμηλότερο επίπεδο, μια ξύλινη σκηνή στο βάθος για να παίζουν δύο με τρεις υποκριτές, και πιο ψηλά το χώμα και τα βραχάκια της Ακρόπολης για να κάθονται οι θεατές, χωρίς ακόμα να υπάρχουν οριστικοποιημένα διαζώματα και κερκίδες, διαχωρισμένες μεταξύ τους μέσω διόδων ή κλιμάκων. Και μπροστά μπροστά, βία δύο με τρεις σειρές ξύλινα έδρανα για επισήμους. Κι όμως, αυτό ήτανε το διονυσιακό θέατρο των χρόνων της ακμής: εν πολλοίς άναρχο στην εικόνα του, χωρίς αυστηρή χωροταξική διαμόρφωση, έτσι που, αν χρειαζόταν ο καθήμενος να μετακινηθεί για λίγο, μπορεί και να σκόνταφτε πάνω στα απλωμένα πόδια του διπλανού του.

Ακόμα δυσκολότερα μπορούμε να αναλογιστούμε τον ακριβή όγκο του κοινού σ’ αυτόν εκεί τον χώρο. Να κάνω έναν πρόχειρο υπολογισμό. Αν οι πολίτες στα χρόνια της ακμής ήταν γύρω στις τριάντα χιλιάδες (μιλάω βεβαίως για τον άρρενα πληθυσμό), δεν θα πήγαιναν οι μισοί τουλάχιστον να παρακολουθήσουν τους δραματικούς αγώνες, ειδικά κατά τις δεκαετίες που το χρήμα των έρμων των “συμμάχων” (και φόρου υποτελών) διοχετευόταν άφθονο στην πόλη και για τους Αθηναίους υπήρχε το προνόμιο του δωρεάν εισιτηρίου στο θέατρο; Να σκεφτώ μικρότερο αριθμό; Δέκα χιλιάδες; Πέντε χιλιάδες; Δύο χιλιάδες; Με όποιο υπολογισμό, ο πλέον minimum αριθμός που προκύπτει, εμάς μας φαίνεται ασύλληπτος!

Και θα ’ταν όλοι ετούτοι κάτοικοι του τειχισμένου άστεως; Δεν θα προσέρχονταν στη μεγάλη ανοιξιάτικη διονυσιακή γιορτή πολίτες κι από τη συνοριακή Οινόη, τον Μαραθώνα ή την ευρύτερη Λαυρεωτική; Μάλλον ναι. Να μην ξεχνάμε επίσης τους εκπροσώπους των “συμμαχικών” πόλεων που ταξιδεύανε από τα νησιά τους και επισκέπτονταν το κλεινόν άστυ την περίοδο των Μεγάλων Διονυσίων για να παρακολουθήσουν τα μοναδικά θεατρικά events, που όμοιά τους δεν υπήρχανε στον κόσμο! Για να παρακολουθήσουν, δηλαδή, όλοι αυτοί μαζί, επί τέσσερις συνεχείς ημέρες, παραστάσεις τριών έως τεσσάρων έργων την ημέρα, από την ανατολή του ήλιου μέχρι τη δύση του. Έβρισκαν όλοι αυτοί συγγενείς στο άστυ να φιλοξενηθούν ή πανδοχεία να καταλύσουν; Δεν θα ’ταν και απίθανο, νομίζω, αρκετοί να κατέλυαν πρόχειρα είτε στον ίδιο το κοίλον του θεάτρου ή κάπου κοντά, με τις κουρελούδες, το κολατσιό και το κρασάκι τους. Και, τελικά, υπό συνθήκες τέτοιες ή περίπου τέτοιες, άκουγαν όλοι και έβλεπαν όλοι; Με άλλα λόγια, παρακολουθούσαν όλοι, όλες αυτές τις μέρες, όλες αυτές τις ώρες, όλες αυτές τις παραστάσεις με κατανυκτική προσήλωση; Ενδεχομένως όχι.

Κάνω αυτές τις σκέψεις, όχι για να υποστηρίξω την εικόνα ενός κοινού ασεβούς ή αδιάφορου. Οι αθηναϊκοί δραματικοί αγώνες αποτελούσαν την κορύφωση της διονυσιακής λατρείας. Τελούνταν προς τιμήν της δεύτερης μεγαλύτερης θεότητας της πόλης. Κι ένα σωρό ακόμα λόγοι μάς βεβαιώνουν ότι τα Μεγάλα Διονύσια του άστεως περιβάλλονταν με τη δέουσα λαμπρότητα.

Χρειάζεται, ωστόσο, να αποδομήσουμε την αποστεωμένη σοβαροφάνεια που έχει πλάσει η δική μας η κουλτούρα για το αρχαίο θέατρο. Να το κρατάμε κατά νου: το “μεγάλο” θέατρο της άμεσης δημοκρατίας εντασσόταν στο τελετουργικό πλαίσιο των διονυσιακών εορτασμών και, συνεπώς, δεν του έλειπε ούτε η χαρά, ούτε κι η γενικότερη ευωχία.

Η Αιωνιότητα

Οι άνθρωποι που θέλουν να ξεφύγουν από το Πραγματικό (Αυτό που Συμβαίνει Εδώ, Τώρα, το Απλό Γεγονός) καταφεύγουν στη σκέψη, όμοια με αυτούς που θέλοντας να ξεφύγουν από τη ζωή τους καταφεύγουν στο κρασί και στην μέθη… Θυσιάζουν την Αλήθεια για την φαντασία και το παράλογο.

Το να χάνεσαι στα οράματα της σκέψης, ή στην ενατένιση των αισθήσεων και του κόσμου δεν θα ήταν κακό… αν ήξερες μονάχα πως ονειρεύεσαι.

Το να ελευθερωθείς από την σκέψη είναι το πιο απλό από όλα… Στο κάτω-κάτω η σκέψη είναι μονάχα μνήμη ή άρρωστη φαντασία… δεν υπάρχει στο Εδώ, Τώρα, στο Πραγματικό… μονάχα εσύ ανασταίνεις τις πεθαμένες εικόνες του χρόνου που έχει φύγει, ή υψώνεις νέα είδωλα αυτών που βλέπεις θεωρώντας τα πιο πραγματικά…

Η Αιωνιότητα μοιάζει με τον Άδειο Χώρο που απλώνεται πέρα από όλα τα όρια της σκέψης… μα η ζωή μοιάζει σαν τη φευγαλέα πνοή του ανέμου που αργοσαλεύει τα κλαδιά και τα φύλλα της δραστηριότητας… για ν’ απομείνει στο τέλος πάλι η σιωπή και η ακινησία.

Η Αιωνιότητα είναι Έμφυτη σε κάθε Ον (όντας η Ίδια η Ουσία του)… Αν δεν ήταν έτσι τότε κανένα ον δεν θα εύρισκε τον Δρόμο Προς Την Αιωνιότητα και το Άχρονο… κι ακόμα ακόμα εξαιτίας αυτού του γεγονότος είναι βέβαιο ότι κανένα πλάσμα δεν θα χαθεί, αλλά όλα θα φτάσουν κάποτε στη Λύτρωση, ακόμα κι αν χρειαστούν χιλιάδες ζωές…

Η Ουσία του Ζεν: Ταξίδι στον Μυστικισμό

Εισαγωγή

Σε έναν κόσμο που κυριαρχείται από θόρυβο, βιασύνη και απόσπαση της προσοχής, η αρχαία πρακτική του Ζεν προσφέρει μια γαλήνια όαση ηρεμίας και ενδοσκόπησης. Με τις ρίζες του στον Βουδισμό, το Ζεν είναι κάτι περισσότερο από μια απλή φιλοσοφία ή τρόπος ζωής. είναι ένας διασυνδεδεμένος ιστός εμπειριών που παρασύρει τον αναζητητή σε μια βαθιά κατανόηση της ύπαρξης. Αυτό το άρθρο στοχεύει να εξερευνήσει τις μυστικιστικές διαστάσεις του Ζεν, αποκαλύπτοντας πώς οι διδασκαλίες του μπορούν να φωτίσουν το μονοπάτι προς την εσωτερική ειρήνη, την αυτοανακάλυψη και μια βαθύτερη σύνδεση με το σύμπαν.

Οι Ιστορικές Ρίζες του Ζεν

Το Ζεν προήλθε από την Κίνα κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Τανγκ ως Βουδισμός Τσαν και αργότερα εξαπλώθηκε στην Ιαπωνία, όπου έγινε γνωστό ως Ζεν. Η λέξη "Zen" προέρχεται από την ιαπωνική προφορά της κινεζικής λέξης "Chan", η οποία, με τη σειρά της, εντοπίζει την προέλευσή της στον σανσκριτικό όρο "Dhyana", που σημαίνει διαλογισμός. Κεντρική θέση στην πρακτική του Ζεν είναι η ιδέα ότι η φώτιση - satori - μπορεί να επιτευχθεί όχι μέσω διανοητικής συλλογιστικής ή γραφής, αλλά μέσω άμεσης εμπειρίας και διαισθητικών ενοράσεων.

Η θρυλική φιγούρα Μποντιντάρμα, που συχνά θεωρείται ο πρώτος πατριάρχης του Ζεν, τόνισε τη σημασία του διαλογισμού ως μέσου αφύπνισης του νου. Οι διδασκαλίες του υπαινίσσονταν ένα μυστήριο που περίμενε όσους ήταν πρόθυμοι να εμβαθύνουν στα βάθη της συνείδησής τους. Καθώς το Ζεν ωρίμαζε με την πάροδο των αιώνων, αποστάχθηκε σε διάφορες σχολές και στυλ, καθένα από τα οποία συνεισέφερε μοναδικές προοπτικές, ενώ παρέμεινε επικεντρωμένο στην αναζήτηση της φώτισης.

Οι μυστικιστικές διαστάσεις του Ζεν

1. Η φύση της πραγματικότητας

Μία από τις πιο μυστικιστικές πτυχές του Ζεν είναι η οπτική του για τη φύση της πραγματικότητας. Στον πυρήνα του, το Ζεν διδάσκει ότι η πραγματικότητα δεν είναι μια σταθερή κατάσταση αλλά μάλλον μια διαρκώς μεταβαλλόμενη διαδικασία. Αυτό ευθυγραμμίζεται με την έννοια της «παροδικότητας», μια θεμελιώδη διδασκαλία στον Βουδισμό που υπογραμμίζει την παροδική φύση όλων των πραγμάτων.

Το Ζεν προσκαλεί τους ασκούμενους να αντιληφθούν την πραγματικότητα άμεσα, χωρίς την παρέμβαση της εννοιολογικής σκέψης. Αυτή η άμεση εμπειρία οδηγεί σε μια βαθιά συνειδητοποίηση: ο διαχωρισμός μεταξύ του εαυτού και του άλλου είναι μια ψευδαίσθηση. Στο Ζεν, στιγμές διαύγειας προκύπτουν όταν κάποιος κατανοεί τη διασύνδεση όλης της ζωής - μια εμπειρία που συχνά περιγράφεται ως να βλέπεις το σύμπαν σε έναν κόκκο άμμου.

2. Η πρακτική του Ζαζέν

Το Ζαζέν, ή ο καθιστός διαλογισμός, είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της πρακτικής του Ζεν. Είναι ταυτόχρονα μια φυσική στάση και μια πόρτα στο μυστικιστικό τοπίο του νου. Κατά τη διάρκεια του ζαζέν, οι ασκούμενοι κάθονται σε μια σταθερή θέση, εστιάζοντας στην αναπνοή τους ενώ παρατηρούν τη ροή των σκέψεων και των αισθήσεων χωρίς προσκόλληση.

Καθώς κάποιος εμβαθύνει στο ζαζέν, το μυαλό συχνά παρασύρεται σε μια κατάσταση «μη σκέψης», όπου η αδιάκοπη φλυαρία ησυχάζει και αναδύεται η καθαρή επίγνωση. Σε αυτή την κατάσταση, εκδηλώνονται βαθιές γνώσεις. Οι εμπειρίες ενότητας με τον κόσμο, οι αισθήσεις της διαχρονικότητας και οι αναλαμπές της αληθινής φύσης κάποιου αποτελούν μέρος της μυστικιστικής εμπειρίας που είναι εγγενής στην πρακτική του Ζεν.

3. Κοάνς: Το Μυστήριο της Γλώσσας

Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες και αινιγματικές πτυχές του Ζεν είναι η χρήση κοάν, παράδοξων γρίφων ή δηλώσεων που αμφισβητούν τη συμβατική λογική. Τα Κοάνς έχουν σχεδιαστεί για να αναστέλλουν τη λογική σκέψη, ωθώντας τους ασκούμενους πέρα ​​από τη δυϊστική σκέψη σε μια σφαίρα άμεσης διορατικότητας.

Για παράδειγμα, το περίφημο κοάν "Τι είναι ο ήχος του ενός χεριού που χτυπάει;" καλεί τον στοχασμό που δεν μπορεί να επιλυθεί μέσω της ορθολογικής επεξεργασίας αλλά μάλλον μέσω μιας βιωματικής κατανόησης που υπερβαίνει τη γλώσσα. Το κοάν χρησιμεύει ως πνευματικός καταλύτης, προτρέποντας τον αναζητητή να αντιμετωπίσει τις έννοιες της πραγματικότητας και του εαυτού του, οδηγώντας τελικά στο σατόρι.

4. Η τέχνη του αφήνοντας να πάει

Κεντρική θέση στον μυστικισμό του Ζεν είναι η πρακτική του «αφήστε να πάει». Οι διδασκαλίες του Ζεν τονίζουν τη σημασία της απελευθέρωσης προσκολλήσεων σε σκέψεις, επιθυμίες και προσδοκίες. Αυτή η πράξη εγκατάλειψης δεν είναι παθητική, αλλά μια ενεργή δέσμευση με τον κόσμο, επιτρέποντας στις εμπειρίες να προκύψουν και να εξαφανιστούν φυσικά.

Μέσα από το φακό του Ζεν, η προσκόλληση θεωρείται πηγή οδύνης, ενώ το να αφήνεις να φύγει αποκαλύπτει την ελευθερία που είναι εγγενής σε κάθε στιγμή. Αυτή η αλλαγή παραδείγματος ανοίγει την πόρτα σε μια μυστικιστική μορφή ζωής—που αγκαλιάζει το παρόν ως φευγαλέο και αιώνιο, συνηθισμένο αλλά και υπερβατικό.

5. Η φύση ως Δάσκαλος

Το Ζεν συχνά αντλεί έμπνευση από τη φύση, αναγνωρίζοντας ευλαβικά τα μαθήματα που δίνει. Η ησυχία ενός δάσους, η ροή ενός ποταμού και η άνθιση ενός λουλουδιού είναι όλα αντανακλάσεις της αλήθειας που περιμένουν να ανακαλυφθούν. Οι ασκούμενοι του Ζεν συχνά επιδίδονται σε τελετουργίες και πρακτικές που δίνουν έμφαση στη σύνδεση με τη φύση, αναγνωρίζοντάς την ως καθρέφτη για την κατανόηση του εαυτού.

Στην ήσυχη μοναξιά ενός κήπου, ή ανάμεσα στα θρόισμα των φύλλων ενός δάσους, οι διαλογιστές βρίσκονται τυλιγμένοι στη μαγεία της ύπαρξης. Ο φυσικός κόσμος γίνεται δάσκαλος, αποκαλύπτοντας τη διασύνδεση όλων των όντων και εμπνέοντας μια αίσθηση θαυμασμού που υπερβαίνει τη γλωσσική έκφραση.

Η Μεταμορφωτική Δύναμη του Ζεν

Οι μυστικιστικές διαστάσεις του Ζεν εκτείνονται πέρα ​​από την ατομική πρακτική. αντηχούν μέσα στη συλλογική ανθρώπινη εμπειρία. Οι διδασκαλίες του Ζεν έχουν τη δύναμη να μεταμορφώνουν ζωές, βοηθώντας τα άτομα να περιηγηθούν στην πολυπλοκότητα της σύγχρονης ύπαρξης. Καλλιεργώντας την επίγνωση, την παρουσία και τη συμπόνια, οι ασκούμενοι μπορούν να καλλιεργήσουν αρμονικές σχέσεις με τον εαυτό τους και τους άλλους, συμβάλλοντας τελικά σε έναν πιο ειρηνικό κόσμο.

Συμπέρασμα

Σε έναν κατακερματισμένο κόσμο, το Ζεν χρησιμεύει ως καθοδηγητικό φως, εφιστώντας την προσοχή στην ομορφιά της ακινησίας και στην απλότητα της ύπαρξης. Οι μυστικιστικές του πτυχές μας καλούν να αγκαλιάσουμε την αβεβαιότητα, να διαλύσουμε τα εμπόδια μεταξύ του εαυτού και του άλλου και να απολαύσουμε τη λαμπερή λάμψη κάθε στιγμής.

Για όσους ξεκινούν το ταξίδι στο Ζεν, είναι ένα μονοπάτι που ξεπερνά το δόγμα και την παράδοση, προσφέροντας μια διαρκώς βαθύτερη εξερεύνηση των βαθιών μυστηρίων της ύπαρξης. Είτε μέσω του διαλογισμού, της ενατένισης της φύσης ή της σοφίας που βρίσκεται στα κοάν, το Ζεν μας καλεί να αφυπνιστούμε για τις θαυμάσιες περιπλοκές της ζωής και να ενσαρκώσουμε την ουσία της ειρήνης, της παρουσίας και της αγάπης.

Ελευθερία

Η Ομορφιά της ζωής βρίσκεται στον τρόπο που βλέπουμε την ζωή, όχι στην ίδια την ζωή. Ο Σοφός Άνθρωπος ζει την ζωή όπως ξετυλίγεται. Ο ανόητος άνθρωπος προσπαθεί να αλλάξει την ζωή σύμφωνα με την φαντασία του.

Τα προβλήματα των κοινωνιών τα δημιουργεί η ανωριμότητα των ανθρώπων. Άνθρωποι! διορθώστε την ανωριμότητά σας και τα προβλήματα θα διορθωθούν από μόνα τους.

Αλήθεια είναι αυτό που ανακαλύπτεις μόνος σου, όταν ζυγίζεις τα πράγματα μόνος σου, με τα ζύγια της δικαιοσύνης, και της ισότητας, και της αρετής, όχι αυτό που σου παρουσιάζουν οι άλλοι, ή τα βιβλία.

Τους Ορίζοντες στη ζωή, το Βάθος, και το Εύρος της ζωής, τα καθορίζεις εσύ, όχι η φύση, ή οι άλλοι άνθρωποι.

Η Ψυχή σου μοιάζει με απέραντο ουρανό, ποιος μπορεί να βρει τα όριά της, να την χειραγωγήσει, ή να την περιορίσει; Η σκλαβιά είναι η ελευθερία που εσύ παραχωρείς στην φύση, ή στους άλλους, ή στις καταστάσεις.

Ακολουθώντας το Ρεύμα

Η ΦΥΣΗ Υπάρχει χωρίς να την έχει δημιουργήσει κανείς. Αναπτύχθηκε Μόνη της. Από πού; Δεν γνωρίζουμε.

Η Ζωή Κυλάει χωρίς να την καθοδηγεί κανείς.

Η Εξέλιξη δεν έχει αδιέξοδα.

Όλα Δένουν μεταξύ τους σε μια Ειρηνική Συνύπαρξη.

Το Άγνωστο που τυλίγει το Μυστήριο της Ύπαρξης Απλώνεται Χωρίς Όρια.

Η ΦΥΣΗ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ κι ο άνθρωπος είναι ΦΥΣΗ, Μέσα στη ΦΥΣΗ, Μέρος της ΦΥΣΗΣ. Κι όταν – σαν Ρεύμα Ύπαρξης – Ρέει μαζί με την Φύση κανένα πρόβλημα δεν υπάρχει.

Η ΦΥΣΗ ΡΕΕΙ ΕΛΕΥΘΕΡΑ, Ειρηνικά, Χωρίς Προβλήματα. Όλη η σύγχυση βρίσκεται στο «νου» των ανθρώπων. Τα προβλήματα είναι προβλήματα λογικής αντίληψης κι ο άνθρωπος τα «προβάλει» στην Φύση. Αλλά άλλο πράγμα είναι ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε κι άλλο η Φύση που Απλώνεται Ειρηνικά χωρίς να υπολογίζει τις αντιλήψεις των ανθρώπων.

Αφού λοιπόν τα προβλήματα δεν είναι της Φύσης αλλά του «νου» των ανθρώπων, είναι προβλήματα πλασματικά, χωρίς σημασία. Απλά τα αγνοείς… δεν υπάρχουν. Όταν το Κατανοήσεις αυτό, όταν αφήσεις το «νου» στην άκρη, τότε Βλέπεις πως Η Φύση Εξακολουθεί να Κυλάει Πάντα Ειρηνικά, Χωρίς Προσπάθεια.

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ αντί να ακολουθεί την Φύση στην Ειρηνική Πορεία της προσπαθεί να κυριαρχήσει στη Φύση, να αλλάξει την Φύση, να κατευθύνει την Φύση… Κι όσο μεγαλύτερη δύναμη αποκτά και το «πετυχαίνει», τόσο παρεκτρέπεται, και τόσο πιο δυστυχισμένος γίνεται.

Γιατί;

Επειδή δεν Συμπορεύεται με την Φύση αλλά «αντιστέκεται» στην Φύση.

Ο ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΔΡΟΜΟΣ είναι ο Δρόμος όπου τίποτα δεν «επιδιώκεται». Όλα Έρχονται από μόνα τους, περνούν και φεύγουν… κι Ό,τι Έρχεται είναι το «καλύτερο» για εμάς. Αν «προσπαθήσουμε» να πιέσουμε την εξέλιξη έχουμε χαθεί στα αδιέξοδα μονοπάτια της φαντασίας.

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΣΟΦΟΣ είναι ο άνθρωπος που λύνει τα προβλήματα της ζωής με την μικρότερη προσπάθεια. Ούτε η σύγχυση, ούτε η ταραχή, ούτε η διαμάχη, ούτε η προσπάθεια, οδηγούν πουθενά. Ακολούθα την ροή των πραγμάτων κι όπου κι αν σε βγάλουν να ξέρεις πως εκεί έπρεπε να φτάσεις.

Εθισμοί: Πώς να απαλλαγείτε από αυτούς

Στο άκουσμα της λέξης “εθισμός” το μυαλό των περισσοτέρων κάνει συνειρμούς που σχετίζονται με τις εξαρτήσεις, όπως για παράδειγμα το αλκοόλ, τον καπνό, τις διάφορες εθιστικές ουσίες, ίσως να φτάνει το πολύ μέχρι τον τζόγο και τα τυχερά παιχνίδια. Ωστόσο οι εθισμοί δεν αφορούν αυτήν καθεαυτή τη χρήση μιας ουσίας, ούτε αναφέρονται μονάχα στην εκάστοτε ουσία που κάποιος χρησιμοποιεί. Η έννοια εθισμοί ψυχολογικά εμπεριέχει πολύ περισσότερες συνδηλώσεις, συναισθηματικές, νοητικές, περιβαλλοντικές, ψυχικές κοκ.

Ο ψυχισμός περνάει διάφορα στάδια στην ωρίμανση και ανέλιξη του, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τη δομή της προσωπικότητας και σε αυτά τα πλαίσια οι εξαρτήσεις ή προσκολλήσεις μπορεί να συμπυκνώνουν ποικίλα βιώματα, ανάγκες, απωθήσεις και πηγές απόλαυσης, που καθηλώνουν τον ψυχισμό ή τον επαναφέρουν σε μια πρότερη κατάσταση ύπαρξης και λειτουργίας. Έτσι, λοιπόν, ο ψυχισμός μπορεί να εθίζεται, να εξαρτάται ή να προσκολλάται σε διάφορα πράγματα, σε ανθρώπους, σε ουσίες ή σε καταστάσεις κοκ. Κατά βάση, όμως, δεν εθίζεται ο ψυχισμός, αλλά είναι η προσωπικότητα που προσκολλάται και έτσι μπορούμε να δούμε ποικίλους εθισμούς ανάλογα και με τη φύση της εξάρτησης.

Ένας άνθρωπος μπορεί να είναι εθισμένος στο τσιγάρο, στο αλκοόλ, στον τζόγο, στο κινητό, στο χρήμα, στην ασφάλεια, στην εξουσία, στο σεξ ή τις σχέσεις, στην απόλαυση, στον εγωισμό, στην υπερηφάνεια, στον ναρκισσισμό, στα κοινωνικά δίκτυα, στο να υποφέρει και γενικά σε ένα πλήθος καταστάσεων, ανθρώπων, αντικειμένων ή ουσιών.

Ωστόσο το πρόβλημα δεν είναι η ουσία ή το αντικείμενο, αλλά η αιτία που υποβόσκει στο υπόστρωμα και έτσι είναι σημαντική η επίγνωση της αρχικής αιτίας έτσι ώστε να απαλλαγεί κάποιος από έναν εθισμό, ασχέτως της λέξης που μεταχειρίζεται για να ονομάσει την έξη του ή ακόμη και εάν την κατανοεί ως προσκόλληση. Οι περισσότεροι άνθρωποι, λοιπόν, δεν αντιλαμβάνονται ότι είναι προσκολλημένοι σε κάτι καθώς ο ορισμός του τι είναι εθισμός φαίνεται να είναι κοινωνικά και νοηματικά πολύ συγκεκριμένος και στενότερος από ότι ισχύει στην πραγματικότητα.

Ακόμη και όταν πρόκειται για αναγνωρισμένο εθισμό, το ζήτημα της λειτουργικότητας διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στην ύπαρξη και ένταση μιας εξάρτησης. Βέβαια, όταν συνυπάρχει ζήτημα λειτουργικότητας σε οποιοδήποτε επίπεδο, σωματικό, συναισθηματικό, νοητικό, σχεσιακό, επαγγελματικό ή ψυχικό, τότε είναι σημαντικό να αναγνωρισθεί η ύπαρξη του εθισμού ως πρόβλημα και να αντιμετωπισθεί σωστά, λαμβάνοντας κάθε δυνατή επαγγελματική βοήθεια από έναν θεράποντα ιατρό, ψυχολόγο ή λειτουργό της ψυχικής υγείας. Η κατανόηση των αιτίων που οδηγούν σε μια επανάληψη μιας έξης είναι όχι απλώς διαφωτιστική, μα άκρως απαραίτητη προκειμένου για να επιλυθεί το πρόβλημα και να θεραπευθεί.

Μια βασική συνθήκη που αποτελεί το έδαφος της ανάπτυξης ενός εθισμού είναι η μη ικανοποίηση από την πραγματικότητα και επομένως μια συνακόλουθη αποξένωση από το παρόν της ζωής. Είναι ίδιον της φύσεως του ανθρώπου να αναζητά την απόλαυση και να αποφεύγει τον πόνο, κάτι που ο Φρόιντ το σχηματοποίησε εννοιολογικά με την αντιπαράθεση της αρχής της ηδονής προς την αρχή της πραγματικότητας.

Δεν χρειάζεται, βέβαια, να είναι κάποιος ψυχαναλυτής προκειμένου να διαπιστώσει ότι η οι εν λόγω αρχές ισχύουν στην πραγματικότητα και πώς όλοι οι άνθρωποι προτιμούν την ικανοποίηση από τον πόνο. Αληθεύει έτσι όταν υπάρχει βίωμα πόνου, όχι μονάχα σωματικού, αλλά επίσης συναισθηματικού ή όποιου άλλου “πόνου” ή απογοήτευσης/ματαίωσης από την πραγματικότητα, τότε ο άνθρωπος επιχειρεί να αναπληρώσει με συμπληρώματα απόλαυσης τη ζωή του.

Ενώ, όμως, φαίνεται ότι οι επιλογές μπορεί να είναι είτε πιο υγιεινές και αποδεκτές κοινωνικά, σε σύγκριση με άλλες που είναι πιο βλαβερές, εν κατακλείδι όλες οι προσκολλήσεις απαιτούν ένα τίμημα και φυσικά αυτό θα πληρωθεί στην ώρα του. Ο άνθρωπος λειτουργεί καλύτερα, αρμονικά και με υγεία όταν μπορεί να απολαμβάνει χωρίς να υπόκειται σε αρνητικές συνέπειες, είτε είναι βλάβες σωματικές, είτε συναισθηματικές, σχεσιακές, νοητικές, ψυχικές κοκ. Επομένως άνθρωπος ελεύθερος είναι εκείνος που ορίζει τον εαυτό του και δεν εξαρτάται, από οτιδήποτε και οποιονδήποτε και αυτός μπορεί να απολαμβάνει ελεύθερα και υπεύθυνα, όπως θα έλεγα παραφράζοντας τις διαφημίσεις…

Ποιος είναι, όμως, ένας τρόπος απαλλαγής από έναν εθισμό ή μια προσκόλληση;

Το πρώτο που θα πρέπει να κατανοηθεί είναι ότι οι προσκολλήσεις δεν είναι συνειδητές, καθώς εφορμούν μέσα από ασυνείδητα κίνητρα, από βιολογικές ορμές ή ένστικτα, ψυχικές άμυνες και διαμορφώσεις σχηματισμών που κάποτε στο παρελθόν είχαν ενδεχομένως παράσχει ασφάλεια και ικανοποίηση, αλλά με έναν αμυντικό τρόπο και ελαχιστοποιώντας τις “απειλές ή όποιες βλάβες”, εις βάρος της συνειδητής θέλησης και της αυτόνομης λειτουργίας μας.

Επομένως αρχικώς θα πρέπει να αναγνωρίσουμε τα ασυνείδητα κίνητρα και να παρατηρήσουμε τον εαυτό σε κάθε χρονική στιγμή σκέψης ή συμπεριφοράς της έξης, καθώς έξη ισούται με δευτέρα φύση όπως λέγανε οι αρχαίοι. Άρα για να απαλλαγούμε από κάτι που προσομοιάζει πλέον στη φύση μας, παρότι δεν είναι, θα πρέπει να αποταυτιστούμε από το σώμα, τη σκέψη, το συναίσθημα ή την όποια πράξη της απαίτησης να ικανοποιηθεί η έξη και δεν ανοίγουμε πολεμική μαζί τους, ούτε επιχειρούμε να ελέγχουμε κάτι που δεν γνωρίζουμε πώς συμβαίνει.

Επομένως θα είναι καλό να μάθουμε τι συμβαίνει, πώς, πού, πότε και γιατί συμβαίνει, μέσα από την παρατήρηση, αλλά και μέσα από την συνειδητοποίηση αυτού που μέχρι πρότινος ήταν μία αυτόματη απόκριση. Μπορούμε ακόμη να παρατηρήσουμε διερωτώμενοι με τον εαυτό μας ανοίγοντας έναν γόνιμο δρόμο προς το εσωτερικό να εκφρασθεί και να φέρουμε επίγνωση σε μέρη όπου πριν ήταν σκιώδη και ασυνείδητα, φωτίζοντας τα και κάνοντας τα συνειδητά.

Υπάρχουν κάποιες ερωτήσεις που θα σε βοηθήσουν στο να διερευνήσεις τι συμβαίνει και γιατί, ενόσω θα σου επιτρέψουν να αλλάξεις τα μοτίβα αυτά των προσκολλήσεων. Έτσι κάθε φορά που θα παρατηρείς ότι νιώθεις αποξενωμένος από το εδώ και τώρα στη ζωή σου μπορείς να ρωτήσεις τον εαυτό σου:

-Τι συμβαίνει αυτήν τη στιγμή;

Προκειμένου να απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα μην χρησιμοποιήσεις το λογικό μυαλό ή το εγώ σου για να δικαιολογήσεις, να σκεφτείς ή να ερμηνεύσεις το τι συμβαίνει. Απλώς παράθεσε τα γεγονότα του τι συμβαίνει, όπως ποιος, τι, πότε, πού και πώς. Μια απλή καταγραφή θα φέρει περισσότερη συνειδητοποίηση και αποταύτιση ταυτόχρονα. Έπειτα αναρωτήσου:

-Τι συγκεκριμένο συναίσθημα βιώνω;

Απαντώντας σε αυτό, πες τι νιώθεις και όχι τι σκέφτεσαι. Λέξεις που περιγράφουν συναισθήματα είναι: ανήσυχος, θυμωμένος, βαριεστημένος, μόνος, ντροπαλός, ευερέθιστος, ενοχλημένος, απογοητευμένος, μπερδεμένος, λυπημένος, καταθλιπτικός, αναστατωμένος, φοβισμένος, αγανακτισμένος, εχθρικός, ζηλιάρης, γεμάτος θλίψη, ένοχος, τεταμένος, νευρικός, κ.λπ.)

-Τι λέω στον εαυτό μου αυτήν τη στιγμή;

Ποιες είναι οι λέξεις με τις οποίες περιγράφω αυτό που συμβαίνει και αυτά που νιώθω; Ανταποκρίνονται σε ό,τι συμβαίνει πραγματικά ή πρόκειται για φαντασιακές καταστάσεις που δημιουργεί το μυαλό μου και οι απαιτήσεις του Εγώ;

-Ποιοι πόνοι ή εντάσεις προκαλούνται στο σώμα μου αυτήν τη στιγμή;

Το σώμα σου θα σου δώσει απαντήσεις μεταφορικά σχετικά με το τι συμβαίνει και τι είδους αναστάτωση ή άγχος βιώνεις. Το σημείο του σώματος που βρίσκεται σε ένταση μεταδίδει ένα συμβολικό μήνυμα. Για παράδειγμα εάν νιώθεις πίεση ή σφίξιμο στο στήθος ή την καρδιά, ίσως αφορά στις σχέσεις ή την αγάπη, κάποια έλλειψη αγάπης, κάποια ένταση σε μια σχέση με ένα αγαπημένο πρόσωπο, ίσως να μη νιώθεις ότι σε αποδέχονται και σε αγαπούν. Εάν αντιληφθείς τι σου λέει το σώμα μπορείς να κατανοήσεις τι κενό καλύπτει ο εθισμός. Εδώ φυσικά μπορεί να υπεισέλθει ο νους σου μιλώντας και δικαιολογώντας, οπότε μπορείς να αναρωτηθείς:

-Ποια είναι τα κόλπα που κάνει το λογικό μυαλό μου για να αποδείξει ότι έχω δίκιο και σε όλους τους άλλους λάθος;

Εδώ θα δεις με διαύγεια τα διάφορα τρικ και τα επιχειρήματα που επιχειρεί να προβάλλει ο νους σου προκειμένου να δικαιολογήσει τα όσα κρίνει ότι χρειάζονται υπεράσπιση, ακόμη και την ίδια την εξάρτηση, αφού άλλωστε είναι μια άμυνα κι εκείνη που σχετίζεται με τα δικά του τεχνάσματα. Έτσι μπορεί να σε οδηγήσει εύκολα σε έναν ρόλο θύματος και να σε επιβραβεύσει μέσω του εθισμού με μια πρόσκαιρη απόλαυση αντί για τη βαθιά ικανοποίηση να αλλάξεις κάτι και να είσαι σε διαρκή αρμονία. Εδώ θα καταλάβεις τι είδους κατάσταση επιθυμεί να διατηρήσει το εγώ σου και ότι δεν είναι τα ίδια συμφέροντα με τα δικά σου. Οπότε εδώ αναρωτήσου:

-Τι θέλω να αλλάξω στον έξω κόσμο αντί να κάνω την απαραίτητη εσωτερική δουλειά να αλλάξω τη δική μου απάντηση σε αυτό;

Εδώ είναι εύκολο να παρασυρθείς στην αποποίηση ευθυνών και να δικαιολογήσει ο νους σου οτιδήποτε κάνεις καθώς ευθύνεται κάποιος άλλος για ό,τι σου συμβαίνει. Έτσι αποφεύγει ο νους να ασχοληθείς εσύ με τον εαυτό σου ουσιαστικά και σε βάθος, καθώς αυτό θα συνιστούσε απειλή για τα δικά του κεκτημένα. Εδώ επίσης θα δεις πολλά τεχνάσματα σε δράση, όπως για παράδειγμα την κριτική, τη δικαιολόγηση, το θυμό, την παραπλάνηση, την προβολή και πολλά άλλα. Εάν επιμείνεις να δεις το έργο όπως το παρουσιάζει δίχως ενοχή, κριτική ή συναισθηματική φόρτιση, αποταυτισμένος από τις νοητικές διεργασίες, τότε θα ακούσεις την εσωτερική σου φωνή να σου δείχνει λύσεις και το τι χρειάζεσαι πραγματικά να κάνεις για εσένα. Εδώ ενδεχομένως να διαπιστώσεις επαναληπτικά σου μοτίβα που συνδέονται με κάτι που ένιωθες και έκανες στο παρελθόν οπότε αναρωτήσου:

-Ποια γεγονότα του παρελθόντος ήταν ιδιαίτερα επώδυνα ώστε να δώσουν στον νου μου αυτούς τους αυτοματισμούς/προγράμματα που με αναστατώνουν όταν συμβαίνει ένα παρόμοιο γεγονός;

Κάνοντας αυτήν την ερώτηση θα ανασυρθούν στη μνήμη σου περιστατικά από τη ζωή σου στα οποία ένιωσες όπως αισθάνεσαι τη στιγμή που ο νους σου επιδιώκει την έξη ή αναπαράγει τα εθιστικά προγράμματά του. Θα δεις παρόμοια μοτίβα και θα διαπιστώσεις τις συνδέσεις, ενόσω νιώθεις να υποφέρεις από τα εξωτερικά γεγονότα της ζωής σου. Όμως είναι ο νους που ανασύρει τον νοητικό πόνο και συμπαρασύρει τα συναισθήματά σου έτσι ώστε να σε κάνει να υποφέρεις εκ νέου. Οπότε εδώ είναι χρήσιμο να ρωτήσεις τον εαυτό σου:

-Έχω υποφέρει αρκετά; Θέλω πραγματικά να είμαι απαλλαγμένος από αυτήν την αυτόματη απόκριση κάθε φορά που το εδώ και τώρα της ζωής μου με ελέγχει;

Τότε θα κατανοήσεις ότι δεν επιθυμείς να υποφέρεις ωστόσο το επιβάλλεις στον εαυτό σου κάθε φορά που ο νους σου το επιδιώκει συμπαρασύροντάς σε. Με αυτήν τη διαύγεια και μια αποστασιοποίηση από το νου, ενεργοποιείς τη δική σου θέληση και ήδη μέσα από την αναγνώριση και αποδοχή του τρόπου των αυτοματισμών του νου σου, θα μπορείς να τους αλλάξεις και να ενεργοποιήσεις νέα πρότυπα σκέψης και συμπεριφορών. Θα δεις ότι μέχρι τότε έκανες αυτά που έλεγε ο νους σου καθώς ένιωθες ίσως κάποιου είδους απειλή και υπερασπιζόσουν την ασφάλεια ή την διατήρηση μιας κατάστασης οικείας μεν, αλλά δυστυχισμένης δε. Οπότε είναι καλό να αναρωτηθείς εδώ τι ακριβώς υπερασπιζόσουν και τι μάσκες ή προσωπεία φόραγες μέσα από τις παροτρύνσεις του λογικού σου νου. Θα δεις ότι αυτά τα προσωπεία άλλοτε σαν θύμα, άλλοτε σαν σωτήρες και άλλοτε ως κατήγοροι, έβαλλαν μονάχα εσένα και δεν ένιωθες πραγματική ικανοποίηση παρά μονάχα περιστασιακά και έπειτα ένιωθες πάλι πόνο ή κενό. Οπότε αναρωτήσου:

-Τι απαιτώ για να νιώσω ευτυχισμένος και αρκετός; Τι απαιτώ από τον εαυτό μου, από τους άλλους και από τον περιβάλλοντα έξω κόσμο; Ποιο είναι το μοντέλο που έχω για τον τρόπο που πρέπει να είμαι, πρέπει να είμαι ή πρέπει να είμαι; Ποιο είναι το μοντέλο του τρόπου με τον οποίο πρέπει να μου φέρονται;

Οι απαντήσεις σε αυτού του είδους τα ερωτήματα θα σε οδηγήσουν να συνειδητοποιήσεις ότι έπαιζες έναν ρόλο αδικημένου και που αναζητούσες δικαιοσύνη και απόλαυση, ασφάλεια και αποδοχή με τρόπους που δεν σε βοηθούσαν μόνιμα μα ούτε και ικανοποιητικά. Μεσοβέζικες λύσεις που σε έκαναν να νιώθεις αντίθετα πιο ανασφαλής και μη ικανοποιημένος. Οι λύσεις όμως που αναζητάς δεν βρίσκονται έξω από εσένα, ούτε ευθύνονται κάποιοι άλλοι πέραν από εσένα. Τότε θα δεις επίσης ότι έχεις ενδοβάλλει πρότυπα και στάσεις για το πώς πρέπει να είσαι και πώς να φέρεσαι και να σου φέρονται, τα οποία δεν είναι καν δικά σου, αλλά τα ενστερνίστηκες, τα αφομοίωσες, τα υπηρέτησες και τα υπερασπίζεσαι ενώ δεν σε εξυπηρετούν.

Έτσι αυτές οι επιγνώσεις θα σου δώσουν άλλη νέα προοπτική και θα μπορείς να ανασύρεις τη δική σου θέληση παύοντας τα παλαιά πρότυπα και αλλάζοντάς τα τώρα. Θα δεις ότι είναι πιο εύκολο όταν εσύ έχεις την επίγνωση και έπειτα τη θέληση και να θυμάσαι ότι εκεί όπου υπάρχει θέληση ανοίγουν δρόμοι. Θα αντιληφθείς ότι η ευτυχία εξαρτάται από εσένα και δεν εξαρτάσαι εσύ από κάποιον ή κάτι άλλο για να είσαι ευτυχής. Μπορείς να επιτρέψεις να είσαι ο εαυτός σου και να φερθείς με αγάπη, αποδοχή, κατανόηση και φροντίδα στον εαυτό σου, δίνοντάς του αυτά που χρειάζεται αντί να τα περιμένεις από έξω.

Η αυτοανάληψη είναι μεγάλη υπόθεση και η αρχή μιας υγιούς, ισορροπημένης και ευτυχισμένης ζωής. Κάθε στιγμή είναι κατάλληλη για αυτό και μπορείς να αρχίσεις εδώ και τώρα, αναγνωρίζοντας τα εθιστικά απαιτητικά προγράμματα του νου σου και εφαρμόζοντας τη δική σου θέληση για ζωή. Εάν χρειαστεί ζήτα βοήθεια, άλλωστε είναι κάτι που όταν χρειάζεται να το κάνεις, φανερώνει δύναμη και ψυχικό σθένος, όχι αδυναμία. Αδυναμία είναι να επιτρέπεις στον εαυτό σου να καταστρέφεται ή να υποφέρει όταν δεν υπάρχει κανένας λόγος για κάτι τέτοιο.

Έτσι το να ζητήσεις βοήθεια είναι ένα μεγάλο βήμα όταν αυτό θα σε βοηθήσει. Μπορείς ακόμη να βοηθήσεις κι εσύ τον εαυτό σου, ξεκινώντας να αναγνωρίζεις και να παρατηρείς αυτά τα μοτίβα της αυτοματοποιημένης νοητικής προσκόλλησης σε ανθρώπους, σχέσεις, καταστάσεις ή ουσίες. Ο εσωτερικός διάλογος, η παρατήρηση, ενδοσκόπηση και επιβολή της θέλησής σου θα σε βοηθήσουν να κάνεις αλλαγές. Να θυμάσαι ότι πάντα υπάρχουν άνθρωποι που σε αγαπούν και σε στηρίζουν, έτσι να αγαπάς και εσύ τον εαυτό σου και τους άλλους.

Η αρχή της αυταγάπης είναι να αναγνωρίζουμε πότε κάτι χρήζει εξισορρόπησης ή θεραπείας και να φροντίζουμε τον εαυτό μας με αγάπη και παρέχοντας του τα ωφέλιμα σε κάθε επίπεδο λειτουργίας του εαυτού και της ζωής. Η ζωή είναι όμορφη για να την απολαύσεις αρκεί να είσαι εσύ που θα επιλέγεις ελεύθερα, με τόλμη και με αγάπη. Η ζωή είναι γεμάτη αλλαγές και η ωρίμανση το ίδιο, το νερό είναι καθαρό όταν κινείται και όχι όταν είναι στάσιμο, καθώς εκεί βρωμίζει. Να κρατάς καθαρό τον εαυτό σου και όσα αγαπάς, να ζεις, να αγαπάς, να κινείσαι και να αντιδράς, ακόμη και όταν νιώθεις ότι η ζωή ή οι συνθήκες της δεν το επιτρέπουν, κινήσου πέρα από ό,τι είναι οικείο και βολικό!

Ο μόνος δρόμος που αληθεύει, εντός του Είναι

Ο άνθρωπος ερχόμενος στην ζωή, σύντομα διαπιστώνει πως πρέπει να προσαρμοστεί στη ροή της. Ο σύγχρονος δε τρόπος ζωής, απαιτεί για την ανάγκη της επιβίωσης, να τρέχουμε συνεχώς.

Η κάθε διακοπή αυτής της ροής, ερμηνεύεται ως χάσιμο χρόνου, που εμποδίζει την καταξίωση μας. Ακόμα και οι βιολογικές μας ανάγκες, για συχνά διαλείμματα και ξεκούραση, παραβλέπονται και καταπατούνται εις βάρος της επιτυχίας μας.

Έτσι σύντομα έρχεται η κόπωση και συχνά ακολουθεί η εξουθένωση. Μην μπορώντας να κάνει διαφορετικά ο άνθρωπος, αναζητά στη μονότονη και εξουθενωτική πολλές φορές έρημο της ζωής που διαβαίνει, την όαση που θα ξεδιψάσει την ύπαρξή του. Όλοι όσοι έχουν την οικονομική δυνατότητα στη ζωή, θα αναζητούν ταξίδια και διακοπές, ώστε να αλλάξουν παραστάσεις. Θα θελήσουν να ξεφύγουν από τη ρουτίνα στην οποία ζούν στην καθημερινότητά τους, για να πάρουν δύναμη και ανάσες ζωής, ώστε να μπορούν να συνεχίσουν. Η καθιέρωση σύντομων διαλειμμάτων αποτελεί το ζητούμενο, το οποίο με κάθε τρόπο επιζητούν να εφαρμόσουν στη ζωή τους. Είναι επίσης φορές που οι άνθρωποι ρηγμένοι στα προβλήματα τους, δεν μπορούν να διαθέσουν ούτε καν λίγο χρόνο αυτοσυγκέντρωσης, ώστε να βοηθηθούν.

Αν όμως ο άνθρωπος ασχοληθεί με τον εαυτό του, ώστε να εντοπίσει το πραγματικό σκοπό που βρίσκεται στη γη και δεν παγιδευτεί στις γήινες επιθυμίες του, ίσως να ανακαλύψει και μία άλλη πλευρά που αγνοεί και έχει στερηθεί. Αυτή που αποκρύβει την ουσία της ύπαρξής του: το Είναι του. Έτσι, η ψευδής αίσθηση της ανυπαρξίας του ως απειλή θανάτου, πάντα θα αποστρέφει τη προσοχή από αυτά που θεωρεί σημαντικά. ώστε να ακολουθήσει αληθινούς στόχους: την συνάντηση με το Είναι του. Η παλίρροια της καθημερινής ζωής με τη συνεχή ροή της, τον καλεί να ισορροπήσει μεταξύ των αναγκών του και το βαθύτερο σκοπό του να υπάρχει. Προς την υλοποίηση αυτού του σκοπού, συχνά θα επιδιώκει να αντιστέκεται στο ρεύμα που οι αισθήσεις του επιβάλλουν να ακολουθήσει. Με την συνδρομή του νου, θα αναζητά να αναδείξει νοητούς δρόμους, που θα τον οδηγήσουν στο βάθος της ύπαρξης του: το Είναι του.

Ο άνθρωπος που μαθαίνει να καταφεύγει μέσα του, μπροστά στα όποια τυχόν προβλήματα προκύπτουν, θα ανακαλύπτει νέους νοητικούς δρόμους ύπαρξης, που θα τον εξοικειώνουν με τις βαθύτερες επιθυμίες του: την γαλήνη και την ευτυχία του νου. Όσο περισσότερο προσεγγίζει την ουσία της ύπαρξης στο βυθό του Είναι του, στο λαβύρινθο του νου και των συναισθημάτων, τόσο περισσότερο θα βιώνει τα ευεργετικά αποτελέσματα των αναζητήσεων του.

Για να αποκτήσει κάποιος την εμπειρία της ζωής, απαιτείται η καταγραφή του νοητικού και του συναισθηματικού βιώματος. Όσο βλέπουμε το φως γύρω μας και το παραλληλίζουμε με το φως που υπάρχει μέσα μας, δεν θα χάσουμε τον δρόμο.

Η όραση και οι σκέψεις μας θα φωταγωγούν και θα νοηματοδοτούν, κάθε τι που θα οδηγεί στο εσωτερικό μονοπάτι. Εκεί που το Είναι διαφυλάσσει τη συνέχεια της ύπαρξης μας. Όπως προϋποθέτουμε την ύπαρξη του φωτός, για να αντιληφθούμε ένα πράγμα, ομοίως προϋποτίθεται και η συνδρομή του νου, για να αντιληφθούμε την κατεύθυνση των σκέψεων μας. Όταν οι σκέψεις προσκολλώνται στον ορατό κόσμο, ταυτόχρονα μας αποστρέφουν την προσοχή από τον πραγματικό και αληθινό κόσμο του Είναι εντός μας. Μόνο όταν ανακαλύψουμε την ομορφιά του αθέατου κόσμου μέσα μας, -ο οποίος συνιστά τη πραγματικότητα- θα εκτιμήσουμε την ομορφιά αυτών που μας περιβάλλουν γύρω μας. Αυτό που συνδέει της ουσίας της ύπαρξης εντός μας, με ό,τι συνιστά τον κόσμο έξω μας, είναι το κοινό μας Είναι. Όλα περιεχόμενα του Είναι. Τα όποια αντίθετα ως συμπληρωματικά συνυπάρχουν εντός Του.

Εντός του Είναι

Τι είναι λοιπόν αυτό το Είναι, εντός του οποίου όλα συνυπάρχουν, παρ’ όλη την ρευστότητα τους, ενώ το ίδιο παραμένει ακέραιο και συμπαγές;

Είναι εκείνο που δεν εξαρτάται από τα περιεχόμενα του, αλλά τα συνιστά. Κρατά τη συνοχή του ακέραια στην επάρκεια της ολότητας του, ενώ ταυτόχρονα μπορεί να μεταβάλλει εσωτερικούς συσχετισμούς που ανασχηματίζουν άπειρες εσωτερικές κινήσεις και συντεταγμένες διαδρομές. Εντός Αυτού θεμελιώνεται ο κόσμος που μπορούμε να νοήσουμε και να συμμετέχουμε. Κάθε υπόσταση αποκτά το νόημα της ύπαρξής της ένεκα τη σχέσης με το Είναι της. Μέσα από την αυθεντικότητα της σχέσης μας με το Είναι αληθεύουμε. Νοηματοδοτούμε πορείες και αναγνωρίζουμε αληθείς διαδρομές, μόνο εντός Του.

Κάθε υπαρκτή μορφή σχέσης έχει ως πρότυπο, το μέτρο της σχέση της με το Είναι. Εκεί γίνονται όλα αναγνωρίσιμα, μέσα από τις σχέσεις και τους δεσμούς τους με το Είναι, ως το κοινό εργαστήρι που θεμελιώνει τα πάντα. Αν και το θεμέλιο της υπόσταση μας είναι το ίδιο το Είναι, εν τούτοις αποδεικνύεται ότι δεν μπορούμε να το εξερευνήσουμε και να το ανακαλύψουμε εξ ολοκλήρου, ούτε όμως και να το εννοήσουμε. Αυτό όμως που μπορούμε να κάνουμε, είναι να βιώσουμε την προσφορά της αγάπης Του: την ζωτικότητα Του που μας δανείζει τον παλμό Του.

Για να βιωθεί το απόλυτο τη σχέσεις μας με το Είναι, θα πρέπει να χάσουμε τις την ψευδή αίσθηση του εαυτού ως «εγώ». Η υπόσταση του ανθρώπου, επειδή ακριβώς θεμελιώνεται από το Είναι της, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να απειληθεί ποτέ από κάτι αντίθετο. Είναι η αρχέτυπη μήτρα από την οποία προκύπτουν τα πάντα, χωρίς τα ίδια να γνωρίζουν το μυστικό της δημιουργίας τους.

Ο άνθρωπος εκπροσωπεί το Είναι στο εδώ Του. Στο εδώ-του-Είναι περιδιαβαίνουμε στον διάκοσμο, όταν Αυτό διανοίγεται προς εμάς με Ανατολές. Στο βαθμό που το ερμηνεύουμε αυθεντικά όταν μας διανοίγεται, γινόμαστε κι εμείς αυθεντικοί, ως προς τη σχέση μας με Αυτό. Ζούμε δηλ. στην αλήθεια Του.

Στο ποίημα του Παρμενίδη, η θεά της αλήθειας παρουσιάζει δύο δρόμους. Τον δρόμο της αλήθειας και το δρόμο της δοξασίας(πλάνης). Ο δρόμος της αλήθειας αποκαλύπτει τη αυθεντική μας σχέση με το Είναι. Τότε το Είναι καθίσταται εμφανές. Φανερώνει δηλ. την εν-φάνεια Του. Το ενιαίο συν-έχειν Του.

Ο δε άλλος δρόμος, της δοξασίας, είναι αυτός που μας αποκρύπτει την αλήθεια. Η απόκρυψη δηλώνει τον τρόπο που ο άνθρωπος ερμηνεύει τη σχέση του με το Είναι. Η διαφορά των δύο συνιστά την οντολογική διαφορά. Το εδώ-του-Είναι πάντα στην αλήθεια του ήδη είναι, αλλά και μεσ’ την αναλήθεια του. Στο βαθμό που κατανοούμε την οντολογική διαφορά, το Είναι μας αποκαλύπτει την αλήθεια Του.

Η διαφορά αυτού που πιστεύουμε ότι είμαστε (ως δοξασία) και αυτό που πραγματικά είμαστε (ως αλήθεια), καθορίζει και το βαθμό κατανόησης της σχέσης μας με το Είναι.

Το Είναι πάντα εκ-τίθεται προς θέαση, δείχνεται δηλ. στον άνθρωπος. Επιτρέπει Εαυτόν στην διάθεση του ανθρώπου να το συναντήσει.

Στον άνθρωπο μπορεί να δοθεί η ευκαιρία, να ταξιδέψει σε κάθε γωνιά της γης. Αν όμως δεν ταξιδέψει μέσα του και επικοινωνήσει με την ουσία της ύπαρξής του το ίδιο το Είναι του, τότε το μυστικό της ζωής θα παραμείνει κρυφό και θα εξακολουθεί να του διαφεύγει. Αυτό που χάνει τελικά ο άνθρωπος, είναι η δυνατότητα να ανακαλύψει εκείνο που κρύβεται μεσ’ την καρδιά και το εκπροσωπεί επάξια. Στερεί στον εαυτό του τη δυνατότητα της ανταμοιβής της γαλήνιας παρουσίασης που κρύβει εντός του. Εκεί υπάρχει ο φωτισμός, όπως και εκεί μπορεί να γίνει η ανακάλυψη του ποιοι στα αλήθεια είμαστε. Ο κάθε άνθρωπος είναι η αντανάκλαση του φωτός του Είναι, μέσω του οποίου καθίσταται κάτι ορατό και φωτίζει το κόσμο που ζει και κινείται εντός Του. Η συνειδητοποίηση αυτής της αλήθειας, θα καταστήσει κάθε άλλη πορεία δευτερεύουσα, ενώ θα του φωταγωγεί υπέρλαμπρα την λεωφόρος εντός του: αυτή του Είναι.

Για το Είναι δεν υπάρχει αργά ή νωρίς, διότι όλα γίνονται στην ώρα τους, στο «παρόν» τους με χτύπους. Ας ενσκήψουμε στο άγος των προκαταλήψεων που μας δημιουργούν άγχος και ας εμπιστευτούμε τον εαυτό μας και τις πορείες μας οι οποίες δεν μπορούν να παρεκκλίνουν από τις ράγες του Είναι. Η ανυπέρβλητη δυναμική εξ-έλξεως της αγάπη Του και προς τον εαυτό μας στρέφεται και είναι δεδομένη αλλά και αναπόφευκτη. Μια μικρή επιβράδυνση στις πορείες μας, ενδέχεται να βοηθήσει να αφουγκραστούμε τα βήματα που προαγγέλλουν την παρουσία Του.

Γιατί το Είναι μας ήδη βρίσκεται εκεί που θέλουμε να πάμε.

Αν αγκαλιάσουμε σφιχτά λοιπόν νοητικά τον εαυτό μας, θα αισθανθούμε την απόκριση Του μέσα από τους χτύπους της καρδιάς μας ως παρ-ουσία. Άλλωστε όλα είναι στη θέση του κενού που τα υποδέχεται ως Ένα-Είναι, με χτύπους και παύσεις αληθεύουν απαύστως εντός μας την παρουσία Του.

Ακόμα και αυτό το φοβισμένο σκίρτημα της ανθρώπινης ψυχής, αποκρύβει το θάρρος του Είναι να υπάρχει αιώνια στις επάρκειας Τους την αναζήτηση, ώστε να παραμένει ενιαίο και ατρεμές: στο εδώ-του-Είναι, μην και χάσουμε την Ελπίδα.

Εν τέλει, αυτό που η ζωή μας χαρίζει απλόχερα ως θαυμαστό δώρο εκ του Είναι της να ζήσουμε, είναι το ίδιο που θα πρέπει να της επιστρέψουμε, αν επιθυμούμε να κοινωνούμε την αλήθεια της -και αυτή ως δική Του.

ΜΕΛΑΜΠΟΥΣ: Ο ΠΡΩΤΟΣ ΨΥΧΙΑΤΡΟΣ – ΜΕΛΑΜΠΟΔΕΙΟ ΙΕΡΟ ΑΙΓΟΣΘΕΝΩΝ

Ο Μελάμπους, ο αρχαιότατος ψυχίατρος μάντις, υπήρξε τέταρτος απόγονος του Δευκαλίωνος και γενάρχης του μαντικού γένους των Μελαμποδιδών. Ήταν υιός του Αμυθάονος (υιού του Κρηθέως του Αιόλου) και της Ειδομένης, κόρης του Φέρητος, αδελφός του Βίαντος. Επειδή η μητέρα αυτού όταν γεννήθηκε, τον άφησε σε τόπο σύνδεδρο, ο ήλιος έκαψε τα πόδια του, ώστε έγιναν μελανά.

Ο πατέρας του Μελάμποδος είχε μετοικήσει από την Θεσσαλία στην Πύλο. Ο Μελάμπους κατοικούσε αρχικά στα κτήματα του πατέρα του, όπου κοντά στο σπίτι του υπήρχε μια βελανιδιά με φωλιά φιδιών. Οι υπηρέτες φόνευσαν τα φίδια, αλλά ο Μελάμπους πήρε τα μικρά τους και τα’ανάθρεψε. Αργότερα καθώς κοιμόταν μια μέρα, τα φίδια τον πλησίασαν και με τις γλώσσες τους του καθάρισαν τ’αυτιά. Έτσι όταν ξύπνησε, ήταν σε θέση να καταλαβαίνει την γλώσσα των πουλιών «και παρ’εκείνων μανθάνων προέλεγε τοις ανθρώποις τη μέλλοντη». Οιωνός στα αρχαία ελληνικά σημαίνει πτηνό, μεταφορικώς δε μαντεία που συνάγεται από τους κρηγμούς και το πέταγμα των πτηνών. Ο όφις θεωρείτο ιερό ζώο της Γης, καθώς μπαινοβγαίνει αθόρυβα στις γήινες ρωγμές. Στους Δελφούς η Πυθία κατέβαινε στο Άδυτο για να είναι σε επαφή με την Γη, ενώ δίπλα της βρισκόταν πάντα ο λίθινος ομφαλός, ο τάφος του Πύθωνος. Για όποιο άτομο είχε μαντικές ικανότητες, είχε επιβιώσει η έκφραση, ότι διέθετε «πνεύμα Πύθωνος». Στα δελφικά νομίσματα δίπλα στον τρίποδα εικονιζόταν και ο ιερός όφις της Γης ο Πύθων. Ο συμβολισμός του φιδιού πέρασε και στον Ασκληπιό. Με την έλευση του Χριστιανισμού τα ιερά σύμβολα των Ελλήνων δαιμονοποιήθηκαν.

Ο Μελάμπους έμαθε επίσης να μαντεύει και από τις θυσίες, αλλά και από τον Απόλλωνα, τον οποίο συνάντησε στον Αλφειό ποταμό. Ο Μελάμπους υπήρξε πατέρας του Άβαντος, δισέγγονος του Μελάμποδος ήταν ο περίφημος μάντις Αμφιάραος.

Σύμφωνα με τις έρευνες των ιατρών και καθηγητών του Πανεπιστημίου, Γεωργίου Τσουκάντα, Δ. Κουρέτη, οι οποίοι στηρίχθηκαν στην προσεκτική μελέτη των αρχαίων κειμένων και στα διασωθέντα σχετικά αριστουργήματα τέχνης του 5ου π. Χ. αιώνα απεκαλύφθη ότι ορισμένες σύγχρονες εφευρέσεις ήταν κτήμα των αρχαίων προγόνων μας. Τα επιστημονικά πρακτικά και οι ανακοινώσεις δημοσιεύτηκαν στα εξής περιοδικά : «Η Ψυχοκαθαρτική Μέθοδος της ατεκνίας του Ιφίκλου από τον Μελάμποδα», με τη συνεργασία του Καθηγητού του Πανεπιστημίου Δ. Κουρέτα. Περιοδικό Πλάτων έτος Ζ´,τευχ. Β´ 1955 και Ελληνική Ιατρική τομ. 24ος, 11ον, Θεσσαλονίκη. «Ο Πρώτος Έλλην ψυχοσωματιστής ιατρός». Ανακοίνωση στην Ιατροχειρουργική Εταιρεία Αθηνών 6-2-1957. Ανάτυπον εκ των πρακτικών της Ετ. «Ψυχιατρικαί και ψυχαναλυτικαί μέθοδοι στη προϊστορία». Ανακοίνωση στην Ιατρική Εταιρεία Ι. Κ. Α. Αθήνα 1961)

Σύμφωνα με τους ιατρούς ο μύθος των Προιτίδων και Μελάμποδος αποτελεί κατά τον 14ο π. Χ. αιώνα θεραπείες νοσημάτων ψυχογενούς αιτιολογίας. Ο βασιλεύς της Τίρυνθος Προίτος είχε 3 θυγατέρες την Ιφινόη, την Λυσίππη και την Ιφιάνασσα. Ήσαν ωραιότατες αλλά πολύ περιορισμένες λόγω αυστηρών ηθών του πατέρα τους Προίτου, ο οποίος και για να κολυμπήσουν ακόμα τους είχε κατασκευάσει υπόγειες στοές από τα ανάκτορα προς τη θάλασσα, όπου είχε κτίσει σε περίφρακτη και αθέατη ακτή, ιδιαίτερους κολυμβητικούς θαλάμους. Την εποχή εκείνη ο Μελάμπους είχε μεταφέρει στην Πελοπόννησο τη λατρεία του Διονύσου. Οι Προιτίδες μόλις ενηλικιωθήκαν εμάνησαν και επλανώντο ακόσμως, όπως οι Βάκχες,στα όρη της Αργολίδος. Διάφορες αιτίες της τρέλας των Προιτίδων αναφέρουν οι αρχαίοι συγγραφείς, επικρατέστερα είναι εκείνη που λέει ότι εμάνησαν διότι δεν δέχθηκαν τη λατρεία του Διονύσου. Ίσως να ήταν και αποτέλεσμα τoυ περιορισμού, συνήθως η καταπίεση φέρνει αντίθετα αποτελέσματα. Για την θεραπεία των εκλήθη ο Μελάμπους από την Ηλία αλλά επειδή ζήτησε ως αμοιβή το τρίτο του βασιλείου, ο Προίτος δεν εδέχθη. Το κακό όμως μεγάλωσε, εμάνησαν οι Προιτίδες περισσότερο και παρέσυραν ομαδικώς πλήθος γυναικών οι οποίες τράπηκαν προς τα βουνά της Αργολίδος, Αρκαδίας και όλης της Πελοποννήσου σχίζοντας τις ίδιες των σάρκες και κατασπαράζοντας τα βρέφη των. Ο Προίτος τότε μετεκάλεσε εκ νέου τον Μελάμποδα και δέχθηκε να θεραπεύσει το κακό υπό βαρύτερους όρους, δηλαδή παραχωρεί στον ιατρομάντη τα 2/3 του βασιλείου του. Έτσι ο Μελάμπους επιστράτευσε τους ωραιότερους και δυνατότερους άνδρες του Άργους και εξώρμησεν εναντίων των μαινόμενων γυναικών. Δια αλαλαγμών, ενθουσιαστικών χορών και άλλων Διονυσιακών εκδηλώσεων ανάγκασε τις Προιτίδες να κατέλθουν στη Συκίωνα. Εκει η Ιφινόη η πρεσβυτέρα πέθανε από τις ταλαιπωρίες ενώ οι δύο άλλες δια των ψυχοθεραπευτικών μεθόδων του Μελάμποδος ιάσθησαν.

Άλλη εκδοχή ως τόπος θεραπείας αναφέρει ένα σπήλαιο στους Λουσούς της Κλειτορίας, πλησίον της Στυγός. Εκεί τις συνέλαβε και τις κατέβασε σε ένα ιερό της Αρτέμιδος όπου με απόρρητες θυσίες και καθαρμούς τις θεράπευσε. Οι κάτοικοι, λόγω του γεγονότος, εκεί μέχρι των ιστορικών χρόνων λάτρευαν την «Ημερασίαν Αρτέμιδα». Αναφέρεται, ότι ο Μελάμπους χορήγησε στις Προιτίδες και Ελλέβορον. Κατά τον Θεόφραστο ο ελλέβορος ο μαύρος θεωρούνταν τόσο τοξικός που λέγεται ότι προκαλούσε μεθυστική επίδραση στους βοτανοσυλλέκτες που τον ξέθαβαν αφού η τοξίνη του μπορούσε ν’απορροφηθεί από το δέρμα τους. Για να εξουδετερώσουν τη ναρκωτική επίδραση του φυτού, οι βοτανοσυλλέκτες έτρωγαν σκόρδο, έπιναν ανέρωτο κρασί, προσεύχονταν στον Απόλλωνα και τον Ασκληπιό, και παρακολουθούσαν το πέταγμα του αετού, ζώο-προστάτης του φυτού. Σύμφωνα με τη φαρμακολογία των βοτάνων ο Ελλέβορος ή Βέρατρο, κοινώς Στερογιάννι είναι φυτό που περιέχει τη Βερατρίνη, ουσία πολύ τοξική, τη Ζερβίνη, Ζερβικό οξύ, άμυλο και γκόμμα κλπ. . Ο ελλέβορος θεωρούνταν τόσο αιτία παραφροσύνης όσο και αντίδοτο σ’αυτήν, δηλ. λειτουργεί σαν ομοιοπαθητικό. Επίσης χρησιμοποιείται ως αναλγητικό, διουρητικό στην περίπτωση αρθριτισμού και ως καταπραϋντικό της καρδιάς. Είναι δυνατό καθαρτικό, εμετικό και πτερνιστικό. Εξωτερικώς χρησιμοποιείται ως πομάδα κατά της νευραλγίας και των ρευματικών πόνων και κατά της φθειριάσεως. Υπάρχουν πολλά είδη Βεράτρου με λίγο ή πολύ ανάλογες ιδιότητες. Ο Μελάμπους επίσης πρώτος μεταχειρίστηκε το σίδηρο, το χαλκό, τη σκύλλα και το θαλάσσιο ύδωρ και άλλα προς θεραπεία των πασχόντων.

Τρίτη παράδοση ως τελικό τόπο ίασης των Προιτίδων αναφέρει το άντρον των Ανιγρίδων Νυμφών ( νυν λουτρά Καϊάφα, δυστυχώς η ωραιότατη περιοχή έγινε παρανάλωμα του πυρός) όπου ο Μελάμπους έρριψε τα απορρίμματα της κάθαρσης στον Άνιγρο ποταμό, τα νερά του οποίου έγιναν δύσοσμα και τα ψάρια μη φαγώσιμα. Η παράδοση αυτή συμπίπτει με την εκδοχή ότι οι Προιτίδες έπαθαν λέπρα ή εκζαματική δερματίτιδα από εκδίκηση της Αφροδίτης, επειδή εκαύχωντο, ότι ήταν ωραιότερές της. Εδώ βλέπουμε ότι ο Μελάμπους εγνώριζε την ιαματική ιδιότητα του Καϊάφα ιδίως στα δερματικά νοσήματα. Το γεγονός αυτό της θεραπείας των τρελλών θυγατέρων του Πτοίτου έκανε μεγάλη εντύπωση στην αρχαιότητα και διεδίδετο από στόμα σε στόμα και από κείμενο σε κείμενο μέχρι και στην Ρωμαϊκή Περίοδο. Επιδέξιοι καλλιτέχνες του 5ου και του 4ου π. Χ. αιώνος έχοντας υπόψη αυτές τις παραδόσεις φιλοτέχνησαν σε αγγεία εξαίσιες παραστάσεις. Δυστυχώς τα έργα αυτά βρίσκονται στο εξωτερικό, ένα δε μόνο στην Ελλάδα.

Οι αρχαίοι Έλληνες ιατροί του 1400 π. Χ. γνώριζαν επομένως την ψυχοθεραπεία, την ομαδική ψυχοθεραπεία, την ψυχοσωματική και την ψυχανάλυση. Ο καθηγητής ψυχιατρικής Δημ. Κουρέτας ανακοίνωσε στο 16ο Διεθνές Συνέδριον Ιατρών Λογοτεχνών (Αθήναι 15-18 Απριλίου 1971) εργασίαν υπό τον τίτλο «ψυχοκατακλυσμική ή ενδοεκρηκτική μέθοδος θεραπείας των νευρώσεων (φοβιών), μέθοδος που ομοιάζει με εκείνη την οποία μεταχειρίστηκε πρώτος ο Μελάμπους προς θεραπεία της μανίας των Προιτίδων.
 
Στα Αιγόστενα ή Αιγόσθενα (νυν Πόρτο Γερμανό) της Μεγαρίδος, στις νότιες υπώρειες του μυθικού όρους Κιθαιρώνα (1409 μ. ) μέσα στο αρχαίο οχυρό βρίσκονται τα ερείπια του ιερού του Μελάμποδος και το πρώτο ψυχοθεραπευτήριο της προϊστορικής Ελλάδας. Μία πρωτότυπη ερμηνεία που δίνεται από τον αείμνηστο ερευνητή Δημήτρη Δημόπουλο σχετικά με την ετυμολογία των Αιγόστενων είναι ότι η λέξη σημαίνει «κατακλυσμένα στενά». Πράγματι, τα Αιγόσθενα βρίσκονται στα στενά μεταξύ των βουνών Κιθαιρώνα και Πατέρα απέναντι από τις σεισμογενείς Αλκυονίδες νήσους. Τείχη, πύργοι και άλλα λείψανα οικοδομών βρίσκονται σήμερα καταποντισμένα μέσα στη θάλασσα και μπορεί κανείς κολυμπώντας να τα θαυμάσει. Αξίζει να επισκεφθεί κανείς το πανέμορφο βουνό του Κιθαιρωνα.

Ένα χειμώνα, θεωρώντας ήπιο το κλίμα της Αττικής είχα υποτιμήσει τις ξαφνικές αλλαγές του καιρού. Στο δρόμο μεταξύ Βίλλια και Αιγόσθενα ξέσπασε ξαφνικά μία χιονοθύελλα, μη έχοντας αντιολισθητικές αλυσίδες, καθώς ο δρόμος είναι όλο στροφές, ξαφνικά βρέθηκα ευτυχώς σ’ένα χαντάκι και όχι σε γκρεμό. Στον Κιθαιρώνα εκτυλίχθηκαν πολλά και σημαντικά γεγονότα της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. Ο Κιθαιρών ονομάστηκε έτσι από τον αρχαιότατο βασιλιά των Πλαταιών. Εθεωρείτο ο Κιθαιρών ιερό βουνό του Διονύσου, επειδή εβάκχευαν εκεί οι Μαινάδες. Εκεί σκοτώθηκαν από τον Απόλλωνα τα παιδιά της Νιόβης, εκεί εγκατέλειψε ο άσπλαχνος βασιλιάς Λάϊος τον γιό του, τον Οιδίποδα, εκεί ο Ηρακλής ανδρώθηκε κοντά σε βοσκούς. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, σε μία σπηλιά που βλέπει προς τα βορειοδυτικά, δηλ. προς την κατεύθυνση του Ελικώνα, υπήρχε το μαντείο των Σφραγιτίδων Νυμφών και της Κιθαιρώνιας Ήρας. Εκεί δόθηκε ο χρησμός και επικαλέστηκαν τη βοήθεια της Ήρας και των Νυμφών για να νικήσουν τους Πέρσες στις Πλαταιές. Με τον Δημόπουλο ψάξαμε το μαντείο. Η υποψία μας οδήγησε στο μοναστήρι της Αγίας Άννας αλλά οι καλόγριες ήσαν πολύ επιφυλακτικές και έτσι δεν μπορέσαμε να δούμε την σπηλιά, πιθανό οι μοναχές να είχαν σφραγίσει την είσοδο του μαντείου. Το μόνο που είδαμε ήταν αρχαία δομικά υλικά εντοιχισμένα στη παλιά μονή. Παρά την απογοήτευση που είχαμε αποζημιωθήκαμε όταν φθάσαμε στο ιερό του Μελάμποδος. Έκτοτε επισκέπτομαι συχνά τα Αιγόσθενα εξ αιτίας της υπέροχης περιοχής, κατάφυτη από πεύκα και ελαιώνες που φτάνουν μέχρι την πεντακάθαρη θάλασσα. Ο επισκέπτης μπορεί να συνδυάσει πεζοπορία, μπάνια και αρχαιολογικές εξορμήσεις. Η ιστορία των Αιγοσθένων δεν είναι πολύ γνωστή, καλύπτεται από ένα πέπλο μυστηρίου. Οι μόνες αναφορές που έχουμε είναι από τον Παυσανία στα «Αττικά» και από τον Ξενοφώντα στα «Ελληνικά». Σχετικές πληροφορίες και φωτογραφίες παρουσιάζει ο γράφων στο Ελληνικό Πανόραμα, τεύχος 20 του 2001 με θέμα τα «Οχυρά της Αττικής « όπου αναφέρω το μαντείο του Μελάμποδος επειδή βρίσκεται μέσα στο οχυρό των Αιγοσθένων. Τα Αιγόσθενα είναι μια αρχαία καστροπολιτεία η οποία περικλείει μέσα της σύγχρονα σπίτια. Η είσοδος είναι ελεύθερη.
 
Ο Παυσανίας μνημονεύει τα Αιγόσθενα μόνο χάρη του Μελαμποδείου ιερού και της ετήσιας γιορτής. Εντύπωση του έκανε πως η τοπική λατρεία είχε αποστερήσει τον Μελάμποδα την ιατρο-μαντική του ιδιότητα. Άγνωστη παραμένει η ιδιοτυπία της λατρείας. Στα αυτοκρατορικά χρόνια, σε νόμισμα των Αιγοσθένων, απεικονίζεται ένα παιδί θηλαζόμενο από κατσίκα. Ίσως πρόκειται για ένα θεϊκό βρέφος που το εγκατέλειψαν στον Κιθαιρώνα και που το μεγάλωσε θεόσταλτη αίγα. Μερικοί πιστεύουν πως το τοπωνύμιο Αιγόσθενα οφείλεται στον τοπικό θεό που ήταν αρχικά αιγόμορφος, και το όνομα Μελάμπους αποτελεί υπαινιγμό στην αρχική φύση του θεού ως μαυρόποδος κατσικιού. Ας σημειωθεί ότι ο Διόνυσος είχε και το επίθετο μελάναιγις, η λατρεία του οποίου παρέμειναν στενά σχετισμένοι οι τράγοι. Ίσως ο αιγόμορφος Μελάμπους του Κιθαιρώνα αρχικά ήταν διαφορετικός θεός από τον αργείο μάντι Μελάμποδα, προς τον οποίο αργότερα ταυτίστηκε.

Μολονότι ο Μελάμπους έδρασε κυρίως στην Αργολίδα, στα Αιγόσθενα σώζονται κατάλοιπα ενός ιερού του. Εκεί ο Μελάμπους ή ένας εκ των απογόνων του δια της ψυχοκαθαρτικής μεθόδου θεράπευσε τον Άλκαθο, βασιλέα των Μεγάρων ( από το γένος των Πελοπιδών ), πάσχοντα από μελαγχολία. Του χορήγησε μάλιστα γάλα αιγών που έτρωγαν ελλέβορο. Στην περιοχή φυτρώνει ο ελλέβορος και στην αρχαιότητα ονομαζόταν «Μελαμπόδιον χόρτον».
 
Το ιερό του Μελάμποδος ήταν ιδρυμένο μέσα σε πελασγικό τείχος, με πολυγωνική δόμηση της Μυκηναϊκής περιόδου. Αργότερα οι Αθηναίοι ξαναχτίσανε το φρούριο μεγαλοπρεπές, με την κλασική ορθογώνια δόμηση. Το ιερό επιβίωσε μέχρι και την Ρωμαϊκή εποχή, ενώ επάνω του ανηγέρθη αργότερα χριστιανική βασιλική με χρήση αρχαίου υλικού, μετά δε και την δική της ερείπωση κτίσθηκε το σημερινό εκκλησάκι της Αγίας Άννας. Στο εκκλησάκι βρίσκονται εντοιχισμένες αρκετές επιγραφές του Μελαμπόδειου ιερού, μια από αυτές αναφέρει το ΄όνομα «Μελαμπόδωρα Αχέλωνος». Επίσης μεγάλοι ενεπίγραφοι λίθοι έχουν χρησιμοποιηθεί ως παραστάδες και ιδίως ως υπέρθυρο στο εκκλησάκι. Στον 4ο μ. Χ. αιώνα το αρχαίο ιερό υπήρχε ακόμα στη θέση του κρίνοντας από το χάλκινο ανδριάντα που έστησαν οι αιγοσθενίτες προς τιμή του Φλαβίου Κωνσταντίνου. Το μαρμάρινο βάθρο βρέθηκε από τον Αν. Ορλάνδο στα θεμέλια της βασιλικής. Οι πρωτοχριστιανοί για να γίνει αποδεκτή η καινούρια θρησκεία από τους κατοίκους συνήθιζαν να κτίζουν τους ναούς στις ίδιες θέσεις όπου υπήρχαν οι ναοί των αρχαίων αφού τους γκρέμιζαν πρώτα (ες έδαφος φέρειν). Άλλοι αρχαίοι ναοί δεν είχαν την ίδια τύχη, τα δομικά υλικά είχαν καταλήξει στα ασβεστοκαμίνια. Οι θέσεις των ιερών δεν ήταν τυχαίες, τις καθόριζε ο νόμος ή τα πυθόχρησα ο μαντεία. Οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν την αστρονομία, την γεωμετρία την γεωδαισία και τα μαθηματικά.
 
Κρίνοντας τις λέξεις που κρύβουν τα μαντεία όπως Πυθία, Δελφοί και χρησιμοποιώντας στοιχεία γλωσσολογίας, γενεαλογίας, και γεωμυθολογίας μπορεί κανείς να χρονολογήσει την έναρξη λειτουργίας των μαντείων σε εποχή όχι νεότερη της 4ης χιλιετίας! Στην βαθύτατη και άγνωστη ελληνική προϊστορία διαβλέπουμε παράλληλα και μία διαδοχή θεοτήτων προστάτιδων της Μαντικής και θεραπευτικής τέχνης. Από την Γη, τον Πάνα και την Θέμιδα, μέχρι τον Απόλλωνα και τον Διόνυσο. Η διαδοχή αυτή αντικατοπτρίζει χιλιετηρίδες λειτουργίας των μαντείων-θεραπευτηρίων.

Η "μυστική αντίληψη" της θεότητας

chr myst1Οι μύστες της κάθε θρησκευτικής παράδοσης ανέκαθεν προειδοποιούν ενάντια στην κάθε προσπάθεια ορισμού της θεότητας. Η μυστική αντίληψη της θεότητας ξεκινούσε από την καλλιέργεια της φαντασίας και γρήγορα εξελισσόταν σε κάποια άρρητη εμπειρία. Είχε να κάνει με ένα εσωτερικό ταξίδι και όχι με κάποιο εξωτερικό ‘εκεί επάνω’ ή ‘εκεί έξω’.

Αυτή η εσωτερική έρευνα κατέληγε σε μία μεταμορφωμένη εξυψωμένη ανθρωπότητα.Έδινε έτσι την ευκαιρία στον μύστη να δραπετεύσει από τα ανθρώπινα όρια χωρίς να παραβιάζει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Την ίδια στιγμή, αυτή η θαυμάσια, μυστική εμπειρία της Θεότητας δεν καταντούσε τους ανθρώπους αδύναμα και εξαρτώμενα νήπια, έρμαια κάποιου επιτακτικού εξωτερικού Θεού. Αντίθετα, καλούσε την ανθρώπινη ζωή πέρα από κάθε σύνορο μέχρι που η ίδια αυτή ζωή να εκφρασθεί ως η αποκάλυψη της θεότητας που ξεπροβάλλει μέσα από τα βάθη της ζωής.

Η μυστική παράδοση θεωρεί ότι όλη η κτίση είναι τελικά ικανή να αποκαλύψει την θεότητα μέσα από τα βάθη της ύπαρξης της. Οπότε για τον μύστη, ο Θεός του ενός ανθρώπου δεν είναι ποτέ ίδιος με τον Θεό του άλλου. Στην μυστική παράδοση κανένας δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι η εμπειρία του ή η κοσμοθεωρία του είναι αντικειμενική. Ο κάθε άνθρωπος καλείται να ταξιδεύσει μέσα στο μυστήριο της θεότητας μέσα από την πορεία της αναδυόμενης προσωπικότητας του. Ο κάθε άνθρωπος λοιπόν θεωρείται ικανός, να αποτελέσει μία Θεοφάνια, ένα σημείο της θεϊκής παρουσίας, αλλά κανένα πρόσωπο, θεσμός ή τρόπος ζωής δεν μπορεί να αλλοιώσει αυτήν την αποκάλυψη.

Αρχαία Ελληνική θρησκεία και Χριστιανικός "μυστικισμός"

«Τι σημαίνει τώρα το ότι ο Μωυσής μπαίνοντας στο σκοτάδι, είδε έτσι το Θεό μέσα σ' αυτό; Το κείμενο της Γραφής μας διδάσκει εδώ ότι, όπως ο νους προοδεύει και με μια μεγαλύτερη και τελειότερη προσοχή κατορθώνει να κατανοήσει τι είναι η γνώση της πραγματικότητας, όσο περισσότερο πλησιάζει στη θεωρία τόσο βλέπει ότι η θεία φύση δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο στοχασμού. Γιατί, αφήνοντας πίσω κάθε εξωτερική εμφάνιση, όχι μόνον εκείνα που μπορούν να συλλάβουν οι αισθήσεις, αλλά κι εκείνα που η λογική νομίζει ότι βλέπει, προχωρεί συνεχώς προς αυτό που βρίσκεται πιο μέσα, ωσότου με τη δράση της διανοίας εισχωρεί μέσα σ' αυτό που δεν μπορεί να θεαθεί ή να κατανοηθεί· και εκεί βλέπει το Θεό. Η αληθινή γνώση και το αληθινό όραμα αυτού που ψάχνουμε συνίστανται ακριβώς σ' αυτό -στη μη όραση· γιατί αυτό που ψάχνουμε υπερβαίνει όλη τη γνώση, και παντού είναι αποκομμένο από μας με το σκοτάδι της ακαταληψίας.» -Άγ. Γρηγόριος Νύσσης

Στην Ελληνιστική περίοδο και στην τεράστια αυτοκρατορία που έχει δημιουργηθεί από τον μεγάλο Αλέξανδρο αναπτύσσετε κυρίως στην Αλεξάνδρεια ένας θεολογικός συγκρητισμός λόγω της πολυσυλλεκτικότητας των εθνών, και της ελεύθερης διακίνησης εμπορευμάτων και ιδεών. Ο Έλληνας πολίτης δεν αντιλαμβάνεται πλέον όπως πριν τον εαυτό του μόνο σε σχέση με την έννοια της πόλης. Τώρα πια αποτελεί έναν υπήκοο μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας, όπου τα εμπορεύματα, οι ιδέες και οι θρησκείες επηρεάζουν η μία την άλλη.

Ήδη από πολύ πιο πριν, η αρχαίο Ελληνική θρησκεία είχε αρχίσει να κλονίζεται μιας και οι Έλληνες κατηγορούσαν τους Θεούς για τις συμφορές και την κακοτυχία τους. Έως τότε οι Έλληνες άνθρωποι πίστευαν πως οι Θεοί τους προστάτευαν την χώρα, όπως έγινε στην επιδρομή των Περσών το 480 π.χ, κάτι που δεν έγινε όμως όταν ο Αλάριχος το 397 κατέστρεψε τους Δελφούς, την Ελευσίνα, και την Ολυμπία...

Οι Θεοί είτε ήταν δυσαρεστημένοι είτε δεν ενδιαφέρονταν πιά . Χαρακτηριστικό είναι πως όταν ο Δημήτριος ο πολιορκητής κατέλαβε την Αθήνα τον 3ο π.χ, οι Αθηναίοι όχι μόνο του επετράπη να εγκατασταθεί με εταίρες στον Παρθενώνα , αλλά τον αναγόρευσαν ωε τον μόνο αληθινό θεό, ενώ άλλοι Ολύμπιοι θεοί να είναι αδύναμοι πλέον…. Του κάνανε δεήσεις , τον ικέτευαν και προσεύχονταν σ' αυτόν... Ο Δούρις ο Σάμιος στο εικοστό δεύτερο βιβλίο των Ιστοριών του αναφέρει και αυτόν τον ιθύφαλλο:

« …γιατί οι μέγιστοι και πιο αγαπητοί απ' τους θεούς στην πόλη είναι παρόντες. Γιατί εδώ τη Δήμητρα και το Δημήτριο μαζί τους έφερε ο καιρός.
Εκείνη τα σεπτά της Κόρης μυστήρια έρχεται να τελέσει, εκείνος ιλαρός, όπως ταιριάζει σε θεό, και ωραίος και γελαστός παραβρίσκεται. Σαν κάτι θείο μοιάζει, όλοι τριγύρω οι φίλοι, στη μέση τους αυτός: όμοια σαν να 'ναι αστέρια οι φίλοι του κι αυτός να είναι ο ήλιος. Γιε του θεού του πιο δυνατού, του Ποσειδώνα, χαίρε, και της Αφροδίτης. Οι άλλοι θεοί ή απέχουν μακριά ή δεν έχουν αυτιά, ή δεν υπάρχουν, ή για τίποτα σημασία δε δίνουν σε μας.
Εσένα, όμως, παρόντα σε βλέπουμε, όχι ξύλινο, όχι λίθινο, αλλά αληθινό. Σε σένα προσευχόμαστε: πρώτα κάνε ειρήνη, φίλτατε, γιατί κυρίαρχος είσαι.
Και τη Σφίγγα, όχι των Θηβών, αλλά εκείνη που εξουσιάζει όλη την Ελλάδα (κάποιος Αιτωλός καθισμένος πάνω σε πέτρα, όπως η Σφίγγα η παλιά, τα σώματα όλων μας τα παίρνει αρπάζοντάς τα και δεν μπορώ να πολεμήσω μαζί του.
Γιατί των Αιτωλών είναι να αρπάζουν των γειτόνων τα πράγματα, τώρα και εκείνων που μένουν πιο μακριά τους) πάνω από όλα τιμώρησε την ο ίδιος. Αν όχι ο ίδιος, βρες τουλάχιστον κάποιον Οιδίποδα, που τη Σφίγγα αυτή ή να γκρεμίσει ή σπίνο να την κάνει.»

Από την Ελληνιστική κυρίως περίοδο και μετά, η πρόσμιξη ξένων στοιχείων ήταν τέτοια που ο Πλούταρχος αναφέρει ότι η Πυθία αντέδρασε με σπασμούς όταν την υποχρέωσαν να απαντήσει σε αλλοδαπούς.

Κατά την διάρκεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας επικρατούσε ένα συνονθύλευμα από δοξασίες και λατρείες διαφορετικών χωρών, οι οποίες συνδέονταν μεταξύ τους με μία αναγκαία ανοχή, στα όρια της αυτοκρατορίας και έναν συγκρητισμό, χάρη στον οποίο Θεοί από διάφορες χώρες ταυτίζονταν μεταξύ τους, ενώ και οι μύθοι τους συνυφαίνονταν μέσα στο γενικό πλαίσιο της ελληνικής μυθολογίας.

Οι Αιγύπτιοι λάτρευαν ζωοκέφαλους Θεούς, στη Συρία και στην Καρχηδονιακή Βόρειο Aφρική λάτρευαν ένα πλήθος από τοπικούς Βάαλ και Αστάρτες, στην Mικρά Ασία την Κυβέλη και την Εφεσία Άρτεμη, οι Θράκες λάτρευαν έφιππους πολεμικούς Θεούς, στην Ιλλυρία τον Ανίκητο Ήλιο, ενώ στις Κελτικές χώρες επικρατούσε η λατρεία της φύσης.

Επικεφαλής του πανθέου στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν οι επίσημοι θεοί της Ρώμης, οι οποίοι με την σειρά τους δεν ήταν άλλοι από τους Ολύμπιους Θεούς των Ελλήνων. Υπό αυτές τις συνθήκες βέβαια το επίσημο πάνθεο ελάχιστο νόημα είχε στον Ρωμαϊκό κόσμο, και ακόμη λιγότερο θρησκευτικό περιεχόμενο είχε η επίσημη λατρεία των αυτοκρατόρων. Παραδείγματος χάριν η μητέρα του Αλέξανδρου Σέβηρου, Ιουλία Μαμμαία, διατηρούσε στον ιδιωτικό της Ναΐσκο αγάλματα του Αβραάμ, του Ορφέα, του Χριστού και του Απολλώνιου Τυεαννέα.

Αλλά και η φιλοσοφία είχε απομακρυνθεί από την ελληνική αφετηρία της, καθώς είχε αναμιχθεί με την θεουργία την μαγεία και την αλχημεία.

Έτσι η εποχή αυτή χαρακτηρίζεται από μυστικισμό, μία έντονη πίστη στην ύπαρξη υπερφυσικών δυνάμεων και επηρεασμού τους με τη μαγεία. (1)

Η θρησκεία της εποχής χαρακτηρίζεται επίσης από απαισιοδοξία για τα εγκόσμια, καθώς το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού ήταν οικονομικά εξαθλιωμένο, με αποτέλεσμα να έχει χαθεί την ελπίδα ότι θα βρεθεί σε αυτή την ζωή η ευτυχία ή δικαιοσύνη και ευημερία. Έτσι οι άνθρωποι έστρεφαν τις σκέψεις τους σε μια μέλλουσα ζωή μακριά από τον υλικό κόσμο, και είχαν εναποθέσει τις ελπίδες τους σε διαφόρους προφήτες και μεσσίες...

Σε ένα τέτοιο Μεσσιανικό περιβάλλον αναπτύχθηκε ο Χριστιανισμός, ο οποίος είχε πολλά κοινά στοιχεία με τις μυστηριακές θρησκείες. Έναν Σωτήρα Θεό που γεννήθηκε σε σπήλαιο πέθανε και αναστήθηκε, βαθμούς μυήσεως στα μυστήριά, Μυστικό Δείπνο, σύμβολα, κ.λπ.

Η νέα θρησκεία απευθυνόταν όπως και οι άλλες μυστηριακές λατρείες, κυρίως στις κατώτερες τάξεις. Η διάφορα με τις άλλες λατρείες ήταν πως οι οπαδοί της αρνιόνταν να προσκυνήσουν άλλους Θεούς, δεν παρακολουθούσαν τις δημόσιες εορτές, τις αθλητικές συναντήσεις ή τις θεατρικές παραστάσεις.

Οι Χριστιανοί βασιζόμενοι στον «μεσσιανισμό», και προφητεύοντας το επερχόμενο τέλος του κόσμου έδιναν την εντύπωση στους Ρωμαίους αντιδραστικών στοιχείων. Μετέθεσαν κατά αυτό τον τρόπο την ουσιαστική ζωή και την αλήθεια στην μετά θάνατο ζωή, αδιαφορούσαν για την τύχη της αυτοκρατορίας και αρνιόντουσαν να καταταγούν στον στρατό, προτάσσοντας την ατομική σωτηρία έναντι της κοινής.

Καθώς μάλιστα οι βαρβαρικές επιδρομές αύξαναν η άρνηση των Χριστιανών να ενισχύσουν την πληττόμενη αυτοκρατορία και η περιφρόνησή τους προς το πρόσωπο και τον θεσμό του αυτοκράτορα μπορούσε να εκληφθεί μόνο ως απόδειξη προδοσίας. Αυτό που φάνταζε εντελώς παράδοξο ήταν η προθυμία των Χριστιανών να πεθάνουν όχι για την πατρίδα αλλά για κάτι που δεν αποδεικνυόταν.

Η απάντηση του Χριστιανού Ωριγένη στις κατηγόριες ήταν πως οι Χριστιανοί με τις προσευχές τους βοηθούσαν περισσότερο την αυτοκρατορία από ότι οι στρατιώτες…

Εξάλλου για εκείνους που είχαν ανατραφεί με την Ελληνική παιδεία «πίστις» σήμαινε την χαμηλότερη βαθμίδα γνωστικής λειτουργίας. Ήταν η πνευματική κατάσταση Των απαίδευτων, που πίστευαν διαδόσεις δίχως να είναι ικανοί να τεκμηριώσουν τις θέσεις τους. Από την άλλη μεριά ο Απ. Παύλος ακολουθώντας την Εβραϊκή παράδοση είχε παρουσιάσει την πίστη ως το πραγματικό θεμέλιο της Χριστιανικής ζωής.

Τέλος λόγω της μυστικοπάθειας των Χριστιανών πιστεύονταν πως επιδίδονται σε ακολασίες κατά τις μυστικές «εορτές της αγάπης», κάνοντας αποτρόπαιες τελετουργίες θυσιάζοντας παιδιά.

Τα αιτία της επικράτησης της νέας θρησκείας και της παρακμής της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας περιγράφονται από τον Άγγλο ιστορικό Edward Gibbon, 1737 – 1794 στην κλασσική του μελέτη «Παρακμή και Πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας».

Σύμφωνα με τον Gibbon οι συνεχείς νίκες του στρατού και η επακόλουθη pax romana επέφεραν αλαζονεία και χαλάρωση της πειθαρχίας του κράτους. Η συγκέντρωση πλούτου Ρώμη είχε ως συνέπεια την επέκταση της πολυτέλειας στο σύνολο των πολιτών και των στρατιωτών. Σταδιακά με την διαφθορά να επικρατεί σε κάθε τμήμα και σημείο του Ρωμαϊκού κράτους η αυτοκρατορία άρχισε πλέον να βασίζεται σε μισθοφορικά σώματα βαρβάρων, κυρίως Κελτών και Γερμανών, για να προφυλάξει την εκτεταμένη επικράτειά της.

Το γεγονός αυτό σε συνάρτηση με το διάταγμα του Καράκαλλα που έδινε το δικαίωμα της ρωμαϊκής υπηκοότητας σε όλους τους κάτοικους της αυτοκρατορίας το 212 μ.Χ. διέβρωσε την Ρωμαϊκή συνείδηση και εξασθένησε την κεντρική εξουσία της Ρώμης. Από την άλλη η αυστηρή φορολογία που επιβάρυνε τα κατώτερα κοινωνικά κυρίως στρώματα ανάγκασε πολλούς πτωχούς να καταφύγουν σε στάσεις και ληστρικές επιδρομές.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον λοιπόν για ακόμη μία φορά το Ελληνικό φιλοσοφικό πνεύμα επηρέασε τα μέγιστα την νέα θρησκεία, για δυο κυρίως λόγους:

1. Η Ελληνική γλώσσα με τον πλούτο της και την διεθνικότητα της έγινε το κατάλληλο μέσο διάδοσης της νέας θρησκείας.

2. Η Ελληνική φιλοσοφία έδωσε στον Χριστιανισμό τους όρους και τα λογικά σχήματα για την συστηματική διατύπωση της διδασκαλίας του, για να απευθυνθεί προς του φιλοσοφικά μορφωμένους. (ειδικά η Ηθική αντίληψη των Στωικών δάνεισε στους Χριστιανούς πολλές έννοιες).

Ο Χριστιανισμός αποδεσμεύτηκε από τον Ιουδαϊσμό το 49 μ.Χ. με απόφαση της Αποστολικής Συνόδου των Ιεροσολύμων. Έτσι, ενώ ο Ιουδαϊσμός δεν δέχτηκε τον ερχομό του Χριστού και συνεχίζει να τον αναμένει, ο Χριστιανισμός ως «καινή κτίσις» ακολούθησε το δρόμο που χάραξε ο Θεάνθρωπος Χριστός. Η θρησκεία του Ιησού όπως αυτή αντικατοπτρίζεται μέσα από τα Ευαγγελία περιγράφει ένα Θεό Πατέρα του κόσμου, και μία επίγεια ζωή η οποία καταλήγει για τους πιστούς σε μια Βασιλεία του Θεού.

Η νέα θρησκεία με την εμφάνιση του Ιησού προκάλεσε ένα πρωτοφανή θρησκευτικό σεισμό ο οποίος επηρέασε ολόκληρο τον κόσμο, έως σήμερα.

Η ένωση των «θεόπνευστων» κατά την εκκλησία, κειμένων στην μορφή που ξέρουμε σήμερα έγινε στα μισά του 4ου αιώνα. Έως τότε κυκλοφορούσαν διάφορα Χριστιανικά «θεόπνευστα» κείμενα... Τα κείμενα της Καινής διαθήκης συντάχθηκαν και ανασυντάχθηκαν αρκετές φορές, κυρίως κατά τη διάρκεια των 2 πρώτων αιώνων. Κανόνας της Καινής Διαθήκης αποτελείται από 27 κείμενα:

4 Ευαγγέλια (Ματθαίος, Μάρκος, Λουκάς, Ιωάννης), Πράξεις των Αποστόλων (του Λουκά),14 επιστολές του Παύλου, 2 του Πέτρου, 3 του Ιωάννη, 1 του Ιακώβου, 1 του Ιούδα και την Αποκάλυψη του Ιωάννη.

Ο Χριστιανισμός όπως προαναφέρθηκε είχε πολλά κοινά με τις αρχαίες θρησκείες όπως σύμβολα και αρχέτυπα, αλλά και γνώσεις που δεν προσφέρονταν σε όλους, κατά το πρότυπο των αρχαίων μυστηρίων. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρέυς (Στρωμματείς 7.11) χρησιμοποιώντας όρους και πρακτικές των παγανιστικών μυστηρίων, μιλά συχνά για «την εποπτεία Θεού», η οποία όπως και στα αρχαία μυστήρια δεν προσφέρονταν σε όλους:

«Δεν αποκάλυψε (ο κύριος) στους πολλούς αυτό που δεν ανήκε στους πολλούς, αλλά το αποκάλυψε μονάχα στους λίγους για τους οποίους έκρινε ότι ταιριάζει, σε εκείνους που ήταν ικανοί να ο συλλάβουν και να διαπλαστούν με αυτό. Γιατί ο Θεός εμπιστεύτηκε το άφατο μυστήριο του στον Λόγο, όχι στην γραπτή λέξη. Ο Θεός τοποθέτησε την εκκλησία ως αποστόλους, άλλους ως προφήτες, άλλους ως ευαγγελιστές, για την τελειοποίηση των αγίων, για το έργο της ιεροσύνης, για την εποικοδόμηση του σώματος του Χριστού.»

Ο Ωριγένης αναφέρει ότι:

«Συχνά μάρτυς μου ο Θεός, αισθάνθηκα τον Νυμφίο να με πλησιάζει και να βρίσκεται μαζί μου, όσο μπορεί να συμβεί αυτό, ύστερα εξαφανιζόταν ξανά και δεν μπορούσα να βρω εκείνο που ζητούσα». Hom. In Cant., 1.7.

Αλλά και ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης περιγράφει την μυστική εμπειρία ως ξύπνημα από το σώμα ή ανάβαση σε παρατηρητήριο, ως συνείδηση της θείας παρουσίας, απόκτηση της ιδιότητας του θεϊκού φωτός και ταύτιση με αυτό το οποίο αντιλαμβάνεται. Ας δούμε πως περιγράφει την μυστική αυτή εμπειρία:

«Φαντάσου έναν κατακόρυφο απόκρημνο βράχο, με μιαν άκρη να προεξέχει στην κορφή. Τώρα φαντάσου τι θα αισθανόταν ίσως ένα πρόσωπο, αν έβαζε το πόδι του στην άκρη αυτού του γκρεμού και, κοιτάζοντας κάτω προς το χάος, δεν έβλεπε ούτε στέρεο πάτημα ούτε κάτι για να πιαστεί. Αυτό είναι, νομίζω, η εμπειρία της ψυχής όταν πηγαίνει περ' απ' το πάτημα στα υλικά πράγματα, στην αναζήτησή της γι' αυτό που δεν έχει διάσταση και υπάρχει προαιώνια. Γιατί δεν υπάρχει τίποτε απ' όπου να μπορεί να κρατηθεί, ούτε χώρος, ούτε χρόνος, ούτε μέτρο, ούτε τίποτε άλλο· το μυαλό μας δεν μπορεί να το προσεγγίσει. Κι έτσι η ψυχή, γλιστρώντας σε κάθε σημείο απ' όπου δεν μπορεί να πιαστεί, ζαλίζεται και παθαίνει σύγχυση και ξαναγυρίζει γι' άλλη μια φορά σ' αυτό που της είναι σύμφυτο, ευχαριστημένη τώρα που ξέρει απλώς αυτό για το Υπέρτατο, ότι είναι τελείως διαφορετικό από τη φύση των πραγμάτων που η ψυχή γνωρίζει» (2)

Όσο βέβαια αυξάνονταν οι πιστοί του Χριστιανισμού, τόσο μειώνονταν ο μυστηριακός του χαρακτήρας. Έτσι δημιουργήθηκαν δύο Χριστιανικοί ατραποί. Ο Ένας ο επίσημος φορέας της διδασκαλίας η Εκκλησία, και ο άλλος το «εσωτερικό» μονοπάτι του Ιησού, η μυστικιστική πλευρά που απευθύνεται στην ανάγκη για ένωση με το Θείο, ο πρώτος συλλογικός, ο δεύτερος προσωπικός.

Από τον τρίτο κιόλας αιώνα άρχισε η πρακτική του ασκητισμού, από ανθρώπους που αναζητούσαν την πνευματική τελείωση τους, σε καθαρά προσωπικό βιωματικό επίπεδο, πέρα από τα συλλογικά δόγματα της εκκλησίας. Ως πατέρας και ιδρυτής του κοινοβιακού μοναχισμού θεωρείται ο όσιος Παχώμιος που περί το 323 μ.χ ίδρυσε την πρώτη μεγάλη πρότυπη κοινοβιακή κοινότητα στην Αίγυπτο.

Ο Χριστιανικός μυστικισμός έχει τις ρίζες του στον μοναχισμό και στην ασκητική ζωή. Η ουσιώδης διάφορα σε σχέση με τις άλλες μυστηριακές θρησκείες είναι πως η γέφυρα προς την θέωση είναι ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος διά της ενανθρώπησης και του έργου του, συνυψώνει μαζί του την ανθρώπινη φύση και την μεταμορφώνει συνεχώς.

«Αναχωρώ» σημαίνει αποχωρίζομαι από τα εγκόσμια, και δένομαι αδιάσπαστα μόνο με τον Θεό. Με την αποχώρηση και την «φώτιση» αποκαλύπτεται το ΟΝ που αληθινά υπάρχει. Έτσι φτάνει ο κανείς στην απάθεια που είναι «θάνατος της ψυχής και θάνατος του νου, πριν από το θάνατο του σώματος».

Το να γίνεις «απαθής» -με την Πατερική και όχι τη Στωική έννοια του όρου - εξηγεί ο π. Θεόκλητος Διονυσιάτης, παίρνει καιρό και θέλει σκληρή δουλειά, με αυστηρή ζωή, νηστεία και αγρυπνία, προσευχή, ιδρώτα αίματος, ταπείνωση, την καταφρόνια του κόσμου, σταύρωση, τα καρφιά, τη λόγχη στην πλευρά, το ξύδι και τη χολή, εγκατάλειψη απ' τον καθένα, προσβολές από τρελούς αδελφούς συνσταυρωμένους, βλαστήμιες απ' τους περαστικούς: και μετά -ανάσταση εν Κυρίω, την αθάνατη αγιότητα του Πάσχα.

Κατά αυτόν τον τρόπο ο ασκητής απομονώνει τα ανθρώπινα πάθη ενδύεται ένα άλλο αναγεννημένο «εγώ» . Ο ιστορικός Προκόπιος είχε ονομάσει τη ζωή του μοναχού «τέλεια μελέτη του θανάτου». Τι είναι όμως ο θάνατος για τον ασκητή; Θάνατος είναι ο χωρισμός από το Θεό. (3)

Κάτι που μας θυμίζει σαφώς τα λόγια του Πλάτωνα στον Φαίδωνα:

«Είναι πιθανόν οι άνθρωποι να μη αντιλαμβάνονται ότι όλοι όσοι προσφεύγουν στην ενασχόληση με την φιλοσοφία εκπαιδεύονται για ένα πράγμα μόνο τον θάνατο..», εννοώντας ο Πλάτωνας τον θάνατο της αμαθείας και την αναγέννηση ενός πνευματικού ανθρώπου. Όπως χαρακτηριστικά παραδέχεται και ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος: «παράξενο, ότι και οι Έλληνες είπαν κάτι ανάλογο, γιατί ορίζουν τη φιλοσοφία ως μελέτη του θανάτου».

Υπάρχει βέβαια μία διαφορά προσέγγισης. Ο Χριστιανικός μυστικισμός δεν θεωρεί απαραίτητη την γνώση ή την σοφία όπως για παράδειγμα ο Πλάτωνας. (Υπάρχει επίσης και η άποψη πως η στάση του Πλάτωνα είναι περισσότερο διαλεκτική, κάτι που είναι σαφές πως δεν ισχύει. Ο Πλάτωνας ήταν πάνω από όλα μύστης).

Υπάρχουν και άλλες διαφορές βέβαια όπως θα διαπιστώσουμε στην συνέχεια. Για τον Χριστιανικό λ.χ μυστικισμό ο κόσμος οι ψυχές και η ύλη είναι δημιουργήματα και όχι απορροές του Θεού. Απορρίπτεται επίσης η πλήρη ένωση της ανθρώπινης ψυχής με τον Θεό σε μια Πανθεϊστική έννοια. Τέλος αντιλαμβάνεται τον μυστικισμό όχι ως ένωση με την «Θεία ουσία» αλλά ως θέα τηςΘείας δόξας, ως ένωση αγάπης, ως μετοχή στις άκτιστες ενέργειες του θεού, με τις οποίες ο άνθρωπος φτάνεις την «Θέωση», γίνεται «κατά χάριν» Θεός.

Ο Χριστιανικός μυστικισμός αποσκοπεί σε μια τελειότητα ζωής, είναι κανόνας ηθικής και φιλοσοφίας αλλά αρνείται ότι η γνώση μπορεί να οδηγήσει στην θέωση του ανθρώπου, καθώς δίνει τα πρωτεία στην καρδιά. Ο ησυχασμός, όπως κάθε μυστικισμός, επιδιώκει το «βύθισμα» σε μία ατμόσφαιρα ενορατική για να γνωρίσουμε στο Θεό. (4)

Θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως ο Ησυχασμός είναι η Ελληνική Ορθόδοξη ατραπός προς την εσωτερική μύηση, κάτι αντίστοιχο με τις εσωτερικές μεθόδους της ανατολής που οδηγούν στην Νιρβάνα. Με την διαφορά πως για τον Ορθόδοξο ο Θεός δεν είναι μεταφυσικός, αλλά υπερβατικός και παρών στην φύση δια των άκτιστων ενεργειών του. Ο Θεός στην Ορθοδοξία παραμένει Θεός, και ο άνθρωπος παραμένει άνθρωπος. Ο άνθρωπος γίνεται Θεός κατά χάρη, αλλ' όχι Θεός ως προς την ουσία. Αυτή η διάκριση μεταξύ Δημιουργού και δημιουργήματος συνεχίζεται ακόμη· γεφυρώνεται με την αμοιβαία αγάπη αλλά δεν εξαφανίζεται. Ο Θεός, όσο κοντά κι αν έρθει στον άνθρωπο, πάντα παραμένει ο «Όλως Έτερος».

Υπάρχει επίσης διαφορά ανάμεσα στον διαλογισμό και στην Χριστιανική προσευχή. Η χριστιανική προσευχή δεν είναι απλώς μία «στροφή προς τα έσω», ως μία υπερβατική ενέργεια που προέρχεται από τον ίδιο τον άνθρωπο μέσω τεχνικών διαλογισμού, αλλά απευθύνεται πάντοτε προς τον «απέναντι του ανθρώπου», που είναι ο Θεός και επικαλείται την αγάπη Του, το έλεός Του, και την «Θεία χάρη», για να το επιτύχει αυτό.

Η προσευχή είναι ένα «άνοιγμα» τού ανθρώπου στην Θεία αγάπη, τού ανθρώπου που είναι αδύναμος να υψωθεί πέρα από την κτιστή πραγματικότητα. Έτσι επικαλείται την αγάπη και την δωρεά τού Θεού. Η απάντηση στην προσευχή δεν προέρχεται από τον ίδιο τον άνθρωπο, αλλά από τον Θεό.

Η ησυχαστική παράδοση βασίζεται σε τρία στάδια τελείωσης:

1. Στην κάθαρση της καρδιάς
2. Στον φωτισμό του Νου
3. Στην θέωση (5)

Οι τεχνικές της ησυχαστικής μεθόδου (που ομοιάζουν με τεχνικές τόσο του Βουδισμού όσο και των Σούφι) είναι τρεις:

Α) Εξωτερική στάση. Ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναίτης συνιστά το κάθισμα σε ένα κοντό σκαμνί, περίπου είκοσι πέντε πόντους ύψος. Το κεφάλι και οι ώμοι θα πρέπει να είναι κυρτωμένοι, και τα μάτια προσηλωμένα προς το μέρος της καρδιάς. Δέχεται ότι αυτή η στάση θα αποδειχθεί εξαιρετικά άβολη μετά από ένα διάστημα.

Β) Έλεγχος της αναπνοής. Η αναπνοή πρέπει να γίνει βραδύτερη και συγχρόνως να συντονιστεί με τον ρυθμό της προσευχής. Συχνά το πρώτο μέρος «κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ θεού» λέγεται όταν εισπνέουμε και το δεύτερο μέρος «ελέησαν με τον αμαρτωλό» όταν εκπνέουμε.

Γ) Εσωτερική εξερεύνηση. Όπως και στην Γιόγκα διδάσκεται η συγκέντρωση της σκέψης σε συγκεκριμένα σημεία του σώματος, έτσι και ο Ησυχαστής συγκεντρώνει την σκέψη του στο καρδιακό κέντρο. Αναπνέει διάμεσο της μύτης και προωθεί την αναπνοή του στους πνεύμονες του, κάνει τον Νου του να κατέρχεται με την αναπνοή του και ερευνά εσωτερικά για την θέση της καρδία.

Η προσευχή αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη της Εσωτερικής ηρεμίας και της προσέγγισης του Θεού. O Oσιος Θεόγνωστος περιγράφει ως εξής αυτή την εμπειρία:

«Κι αν με την καθαρή προσευχή που ενώνει αυλα με τον Θεό τον αυλο νου έφτασες να δεις σαν σε καθρέφτη τη ζωή που θα διαδεχθεί το τέλος της εδώ ζωής σου, επειδή δέχτηκες τον αρραβώνα του Πνεύματος και Απόκτησες μέσα σου τη βασιλεία των ουρανών με όλες τις αισθήσεις και τις σκέψεις σου, κι αν το κατόρθωσες αυτό, μην ανεχθείς όμως να απολυθείς από τη σάρκα σου χωρίς να έχεις προβλέψει τον θάνατο σου· αλλά και να προσεύχεσαι θερμά για αυτό και να ελπίζεις ότι θα το πετύχεις, κοντά στην έξοδο σου αν σε συμφέρει. Και να προετοιμάζεις τον εαυτό σου για αυτή την έξοδο αποβάλλοντας κάθε δειλία· ώστε να μπορέσεις να διαπεράσεις τον αέρα, να ξεφύγεις από τα πονηρά πνεύματα και να περάσεις θαρραλέα και άφοβα τις ουράνιες αψίδες, να ενωθείς με τις αγγελικές τάξεις, να προστεθείς στους εκλεκτούς και τους δίκαιους όλων των αιώνων, και να βλέπεις τον Θεό όσο αυτό είναι δυνατό. Θα χαίρεσαι τα αγαθά που χαρίζει ο Θεός και θα νοιώθεις τον Λόγο του Θεού να ακτινοβολεί τα υπερουράνια και να τον λατρεύουν με την άχραντη σάρκα Του, σε κοινή προσκύνηση μαζί με τον Πατέρα και το Πνεύμα, ολόκληρη η επουράνια στρατιά και όλοι οι άγιοι ». περί ιεροσύνης,75

Η προσευχή διακρίνεται σε τρεις κατηγορίες:

· Η προφορική προσευχή
· Η νοητική προσευχή
· Η καρδιακή προσευχή

Στην προσευχή λέει ο επίσκοπος Θεοφάνης ο Ερημίτης (1815-94), το πρωταρχικό είναι να συνεχίζεις να στέκεσαι μπροστά του ακατάπαυστα μέρα και νύκτα μέχρι το τέλος της ζωής σου. Να προσεύχεσαι σημαίνει να στέκεσαι μπροστά στον Θεό, να έρχεσαι σε άμεση και προσωπική σχέση με αυτόν. Είναι να γνωρίζεις σε κάθε επίπεδο της ύπαρξης σου, από το ενστικτώδες έως το διανοητικό, από το υποσυνείδητο έως το υπερσυνείδητο, ότι υπάρχεις ΜΕΣΑ στον Θεό και αυτός είναι εντός σου. (6)

Προσευχή είναι ο Θεός, όχι δηλαδή κάτι που εμείς αρχίζουμε, αλλά κάτι στο οποίο συμμετέχουμε. Πρώτιστα δεν είναι κάτι που εμείς κάνουμε αλλά κάτι που ο Θεός κάνει μέσα μας. Κατά την ρήση του Άγιου Παύλου, «ζω δε ουκέτι εγώ, ζει δε εν εμοί Χριστός Γαλ. Β’210.

Ο σκοπός της προσευχής είναι, «γίνε ότι είσαι». Γίνε συνειδητά και ενεργά αυτό που ήδη είσαι εν δύναμη και μυστικά, επειδή έχεις πλαστεί σύμφωνα με την ιερή εικόνα και έχεις ξαναγεννηθεί με το Βάπτισμα. Γίνε ότι είσαι ακριβέστερα ξαναγύρισε στον εαυτό σου. Ανακάλυψε Αυτόν που είναι ήδη δικός σου. Άκουσε αυτόν που δεν παύει ποτέ να μιλάει μέσα σου. Κάνε κτήμα σου αυτόν που ακόμα και τώρα σε έχει για δικό του τούτο. Αυτό είναι το μήνυμα του Θεού σε όποιον θέλει να προσευχηθεί, «Δεν θα με αναζητούσες ποτέ αν δεν με είχες ήδη βρει» (7). Ο επίσκοπος Θεοφάνης περιγράφει την κατάσταση που βιώνει αυτός που προσεύχεται:

«...Η ουσία είναι να ενοικείς στο Θεό, και αυτή η παρουσία σου μπρος στον Θεό σημαίνει ότι ζεις με την συνεχή διαβεβαίωση της συνείδησης σου πως ο Θεός υπάρχει εντός σου και σε όλα. Ζεις με την σταθερή πεποίθηση ότι βλέπει κάθε τι που είναι μέσα σου, γνωρίζοντας σε καλύτερα από ότι εσύ γνωρίζεις τον εαυτό σου. Αυτή η επίγνωση ότι το μάτι του Θεού βλέπει βαθιά μέσα σου δεν πρέπει να συνοδεύεται από καμία οπτική αντίληψη αλλά πρέπει να περιορίζεται σε μία απλή πεποίθηση ή αίσθηση». Ο τελικός σκοπός της προσευχής είναι η «Θέωση». Όπως αναφέρει ο αρχιμανδρίτης Σέργιος Μπουλγκάνοφ, «Το όνομα του Ιησού, παρών στην ανθρώπινη καρδιά, φέρνει μαζί του την δύναμη της θεοποίησης».

Ο Λόγος έγινε άνθρωπος λέει ο Άγιος Αθανάσιος για να γίνει ο άνθρωπος Θεός. Αυτός που είναι από την φύση Θεός πήρε την ανθρώπινη υπόσταση μας, ώστε εμείς οι άνθρωποι με την χάρη του να μπορέσουμε να μοιραστούμε την Θεότητα του «γινόμενοι κοινωνοί θείας φύσεως» (Β’ Πετρ.α’4).

Ο άνθρωπος μεταμορφώνεται δια τής «Θείας Χάρης». Η κατάσταση τής «Θείας Χάρης» είναι η φανέρωση και η κυριαρχία τής άφατου αγάπης του θεανθρώπου Ιησού Αυτού, πού «έτι αμαρτωλών όντων ημών υπέρ ημών απέθανεν» (Ρωμ. 5, 8).

Στην ησυχαστική παράδοση το μυστήριο της θέωσης λαμβάνει την μορφή της θέας φωτός, όχι όμως το κτιστό φως που γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις.

Σε αυτό το σημείο είναι σημαντικό να γίνει μία σημαντική διευκρίνηση στους όρους Κτιστό και άκτιστο. Στην Ορθοδοξία υπάρχει διάκριση μεταξύ κτιστού και άκτιστου.

Άκτιστος είναι ο Θεός και οι ενέργειές Του, ενώ κτιστός είναι ο κόσμος. Υπάρχει μία σαφώς διαφορετική οντολογία μεταξύ των δύο, αφού το άκτιστο δεν έχει αρχή, φθορά και τέλος, ενώ το κτιστό έχει συγκεκριμένη αρχή, διακρίνεται για την φθορά και δεν έχει τέλος, όχι γιατί αυτό οφείλεται στην φύση του, αλλά γιατί έτσι το θέλησε αυθαίρετα ο Δημιουργός του. Συνεπώς οντολογικά υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ κτιστού και ακτίστου, εν τούτοις η άκτιστη ενέργεια, χωρίς να μετατρέπεται σε κτίσμα, εισέρχεται μέσα σε όλα τα κτιστά, οπότε έτσι αποφεύγεται ο αγνωστικισμός και ο πανθεϊσμός. (8)

Για τους ησυχαστές υπάρχει σαφής διάκριση του Νου («πνεύματος» του ανθρώπου) και του Λόγου (διανοίας). O Νους είναι ο «οφθαλμός» της ψυχής και όργανο θεογνωσίας».

Σκοπός του Ησυχασμού είναι η κάθαρση της καρδίας και του Νου, αντίστοιχα, από τα πάθη και από τους λογισμούς. Η διαδικασία αυτή ονομάζεται πατερικά «θεραπεία», διότι μέσω αυτής θεραπεύεται ο νους και ανακτά τη φυσική λειτουργία του. Με την έλευση του Αγίου Πνεύματος, που ακολουθεί την «θεραπεία», ο Νους γίνεται «ναός» του (Α' Κορ.6, 19) και ο άνθρωπος μέλος του σώματος του Χριστού (Α' Κορ.12, 27· Ρωμ. 8, 9). Το πνευματικό αυτό στάδιο ονομάζεται στη «φωτισμός» και είναι η προϋπόθεση της Θεώσης, του δοξασμού μέσα στην άκτιστη φυσική Χάρη (ενέργεια) της Αγίας Τριάδος. Κατ’ αυτό τον τρόπο:

«Οι άγιοι φτάνουν να γίνουν κάτι που ποτέ δεν θα μπορούσε να ανήκει αποκλειστικά στην φυσική δύναμη, αφού η φύση δεν κατέχει καμία ικανότητα που θα ήταν ικανή να αποκτήσει αυτό που ξεπερνάει την φύση. Κανένα είδος θεοποίησης δεν είναι πραγματικά παράγωγο της φύσης, αφού η φύση δεν μπορεί να κατανοήσει τον Θεό.» Πατρολογία τομος 90, 321 Α (9)

Παραπομπές:

1 Η Μαγεία ήταν κατά βάση η τέχνη της χρήσης των θείων δυνάμεων του ανθρώπου για να καθυποτάσσει τις τυφλές δυνάμεις της φύσης και οι οπαδοί της αρχικά ονομάστηκαν μάγοι-εκ παραφθοράς της λέξης «Μάγκ» που σημαίνει σοφός, μορφωμένος άνθρωπος.
2 Ο Ορθόδοξος Δρόμος, Κάλλιστος Γουέαρ, Επίσκοπος Διοκλείας, myriobiblos.gr
3 Β.N.Τατάκη - Ο Βυζαντινός Μυστικισμός (Κυριώτερα Ρεύματα)
4 ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΣΕΛ 176 Ν. ΧΕΙΛΑΔΑΚΗΣ ΕΚΔ. ΑΡΧΕΤΥΠΟ
5 Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ WARE ΣΕΛ 11
6 Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ WARE ΣΕΛ 15
7 Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ WARE ΣΕΛ 73-4
8 Γεώργιος Μεταλληνός - Ησυχαστές και Ζηλωτές
9, 10, 11, 12 Β.N.Τατάκη - Ο Βυζαντινός Μυστικισμός (Κυριώτερα Ρεύματα)
13, 14 Ο Ορθόδοξος Δρόμος, Κάλλιστος Γουέαρ, Επίσκοπος Διοκλείας, myriobiblos.gr