Οι μύστες της κάθε θρησκευτικής παράδοσης ανέκαθεν προειδοποιούν ενάντια στην κάθε προσπάθεια ορισμού της θεότητας. Η μυστική αντίληψη της θεότητας ξεκινούσε από την καλλιέργεια της φαντασίας και γρήγορα εξελισσόταν σε κάποια άρρητη εμπειρία. Είχε να κάνει με ένα εσωτερικό ταξίδι και όχι με κάποιο εξωτερικό ‘εκεί επάνω’ ή ‘εκεί έξω’.
Αυτή η εσωτερική έρευνα κατέληγε σε μία μεταμορφωμένη εξυψωμένη ανθρωπότητα.Έδινε έτσι την ευκαιρία στον μύστη να δραπετεύσει από τα ανθρώπινα όρια χωρίς να παραβιάζει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Την ίδια στιγμή, αυτή η θαυμάσια, μυστική εμπειρία της Θεότητας δεν καταντούσε τους ανθρώπους αδύναμα και εξαρτώμενα νήπια, έρμαια κάποιου επιτακτικού εξωτερικού Θεού. Αντίθετα, καλούσε την ανθρώπινη ζωή πέρα από κάθε σύνορο μέχρι που η ίδια αυτή ζωή να εκφρασθεί ως η αποκάλυψη της θεότητας που ξεπροβάλλει μέσα από τα βάθη της ζωής.
Η μυστική παράδοση θεωρεί ότι όλη η κτίση είναι τελικά ικανή να αποκαλύψει την θεότητα μέσα από τα βάθη της ύπαρξης της. Οπότε για τον μύστη, ο Θεός του ενός ανθρώπου δεν είναι ποτέ ίδιος με τον Θεό του άλλου. Στην μυστική παράδοση κανένας δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι η εμπειρία του ή η κοσμοθεωρία του είναι αντικειμενική. Ο κάθε άνθρωπος καλείται να ταξιδεύσει μέσα στο μυστήριο της θεότητας μέσα από την πορεία της αναδυόμενης προσωπικότητας του. Ο κάθε άνθρωπος λοιπόν θεωρείται ικανός, να αποτελέσει μία Θεοφάνια, ένα σημείο της θεϊκής παρουσίας, αλλά κανένα πρόσωπο, θεσμός ή τρόπος ζωής δεν μπορεί να αλλοιώσει αυτήν την αποκάλυψη.
Αρχαία Ελληνική θρησκεία και Χριστιανικός "μυστικισμός"«Τι σημαίνει τώρα το ότι ο Μωυσής μπαίνοντας στο σκοτάδι, είδε έτσι το Θεό μέσα σ' αυτό; Το κείμενο της Γραφής μας διδάσκει εδώ ότι, όπως ο νους προοδεύει και με μια μεγαλύτερη και τελειότερη προσοχή κατορθώνει να κατανοήσει τι είναι η γνώση της πραγματικότητας, όσο περισσότερο πλησιάζει στη θεωρία τόσο βλέπει ότι η θεία φύση δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο στοχασμού. Γιατί, αφήνοντας πίσω κάθε εξωτερική εμφάνιση, όχι μόνον εκείνα που μπορούν να συλλάβουν οι αισθήσεις, αλλά κι εκείνα που η λογική νομίζει ότι βλέπει, προχωρεί συνεχώς προς αυτό που βρίσκεται πιο μέσα, ωσότου με τη δράση της διανοίας εισχωρεί μέσα σ' αυτό που δεν μπορεί να θεαθεί ή να κατανοηθεί· και εκεί βλέπει το Θεό. Η αληθινή γνώση και το αληθινό όραμα αυτού που ψάχνουμε συνίστανται ακριβώς σ' αυτό -στη μη όραση· γιατί αυτό που ψάχνουμε υπερβαίνει όλη τη γνώση, και παντού είναι αποκομμένο από μας με το σκοτάδι της ακαταληψίας.» -Άγ. Γρηγόριος Νύσσης
Στην Ελληνιστική περίοδο και στην τεράστια αυτοκρατορία που έχει δημιουργηθεί από τον μεγάλο Αλέξανδρο αναπτύσσετε κυρίως στην Αλεξάνδρεια ένας θεολογικός συγκρητισμός λόγω της πολυσυλλεκτικότητας των εθνών, και της ελεύθερης διακίνησης εμπορευμάτων και ιδεών. Ο Έλληνας πολίτης δεν αντιλαμβάνεται πλέον όπως πριν τον εαυτό του μόνο σε σχέση με την έννοια της πόλης. Τώρα πια αποτελεί έναν υπήκοο μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας, όπου τα εμπορεύματα, οι ιδέες και οι θρησκείες επηρεάζουν η μία την άλλη.
Ήδη από πολύ πιο πριν, η αρχαίο Ελληνική θρησκεία είχε αρχίσει να κλονίζεται μιας και οι Έλληνες κατηγορούσαν τους Θεούς για τις συμφορές και την κακοτυχία τους. Έως τότε οι Έλληνες άνθρωποι πίστευαν πως οι Θεοί τους προστάτευαν την χώρα, όπως έγινε στην επιδρομή των Περσών το 480 π.χ, κάτι που δεν έγινε όμως όταν ο Αλάριχος το 397 κατέστρεψε τους Δελφούς, την Ελευσίνα, και την Ολυμπία...
Οι Θεοί είτε ήταν δυσαρεστημένοι είτε δεν ενδιαφέρονταν πιά . Χαρακτηριστικό είναι πως όταν ο Δημήτριος ο πολιορκητής κατέλαβε την Αθήνα τον 3ο π.χ, οι Αθηναίοι όχι μόνο του επετράπη να εγκατασταθεί με εταίρες στον Παρθενώνα , αλλά τον αναγόρευσαν ωε τον μόνο αληθινό θεό, ενώ άλλοι Ολύμπιοι θεοί να είναι αδύναμοι πλέον…. Του κάνανε δεήσεις , τον ικέτευαν και προσεύχονταν σ' αυτόν... Ο Δούρις ο Σάμιος στο εικοστό δεύτερο βιβλίο των Ιστοριών του αναφέρει και αυτόν τον ιθύφαλλο:
« …γιατί οι μέγιστοι και πιο αγαπητοί απ' τους θεούς στην πόλη είναι παρόντες. Γιατί εδώ τη Δήμητρα και το Δημήτριο μαζί τους έφερε ο καιρός.
Εκείνη τα σεπτά της Κόρης μυστήρια έρχεται να τελέσει, εκείνος ιλαρός, όπως ταιριάζει σε θεό, και ωραίος και γελαστός παραβρίσκεται. Σαν κάτι θείο μοιάζει, όλοι τριγύρω οι φίλοι, στη μέση τους αυτός: όμοια σαν να 'ναι αστέρια οι φίλοι του κι αυτός να είναι ο ήλιος. Γιε του θεού του πιο δυνατού, του Ποσειδώνα, χαίρε, και της Αφροδίτης. Οι άλλοι θεοί ή απέχουν μακριά ή δεν έχουν αυτιά, ή δεν υπάρχουν, ή για τίποτα σημασία δε δίνουν σε μας.
Εσένα, όμως, παρόντα σε βλέπουμε, όχι ξύλινο, όχι λίθινο, αλλά αληθινό. Σε σένα προσευχόμαστε: πρώτα κάνε ειρήνη, φίλτατε, γιατί κυρίαρχος είσαι.
Και τη Σφίγγα, όχι των Θηβών, αλλά εκείνη που εξουσιάζει όλη την Ελλάδα (κάποιος Αιτωλός καθισμένος πάνω σε πέτρα, όπως η Σφίγγα η παλιά, τα σώματα όλων μας τα παίρνει αρπάζοντάς τα και δεν μπορώ να πολεμήσω μαζί του.
Γιατί των Αιτωλών είναι να αρπάζουν των γειτόνων τα πράγματα, τώρα και εκείνων που μένουν πιο μακριά τους) πάνω από όλα τιμώρησε την ο ίδιος. Αν όχι ο ίδιος, βρες τουλάχιστον κάποιον Οιδίποδα, που τη Σφίγγα αυτή ή να γκρεμίσει ή σπίνο να την κάνει.»
Από την Ελληνιστική κυρίως περίοδο και μετά, η πρόσμιξη ξένων στοιχείων ήταν τέτοια που ο Πλούταρχος αναφέρει ότι η Πυθία αντέδρασε με σπασμούς όταν την υποχρέωσαν να απαντήσει σε αλλοδαπούς.
Κατά την διάρκεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας επικρατούσε ένα συνονθύλευμα από δοξασίες και λατρείες διαφορετικών χωρών, οι οποίες συνδέονταν μεταξύ τους με μία αναγκαία ανοχή, στα όρια της αυτοκρατορίας και έναν συγκρητισμό, χάρη στον οποίο Θεοί από διάφορες χώρες ταυτίζονταν μεταξύ τους, ενώ και οι μύθοι τους συνυφαίνονταν μέσα στο γενικό πλαίσιο της ελληνικής μυθολογίας.
Οι Αιγύπτιοι λάτρευαν ζωοκέφαλους Θεούς, στη Συρία και στην Καρχηδονιακή Βόρειο Aφρική λάτρευαν ένα πλήθος από τοπικούς Βάαλ και Αστάρτες, στην Mικρά Ασία την Κυβέλη και την Εφεσία Άρτεμη, οι Θράκες λάτρευαν έφιππους πολεμικούς Θεούς, στην Ιλλυρία τον Ανίκητο Ήλιο, ενώ στις Κελτικές χώρες επικρατούσε η λατρεία της φύσης.
Επικεφαλής του πανθέου στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν οι επίσημοι θεοί της Ρώμης, οι οποίοι με την σειρά τους δεν ήταν άλλοι από τους Ολύμπιους Θεούς των Ελλήνων. Υπό αυτές τις συνθήκες βέβαια το επίσημο πάνθεο ελάχιστο νόημα είχε στον Ρωμαϊκό κόσμο, και ακόμη λιγότερο θρησκευτικό περιεχόμενο είχε η επίσημη λατρεία των αυτοκρατόρων. Παραδείγματος χάριν η μητέρα του Αλέξανδρου Σέβηρου, Ιουλία Μαμμαία, διατηρούσε στον ιδιωτικό της Ναΐσκο αγάλματα του Αβραάμ, του Ορφέα, του Χριστού και του Απολλώνιου Τυεαννέα.
Αλλά και η φιλοσοφία είχε απομακρυνθεί από την ελληνική αφετηρία της, καθώς είχε αναμιχθεί με την θεουργία την μαγεία και την αλχημεία.
Έτσι η εποχή αυτή χαρακτηρίζεται από μυστικισμό, μία έντονη πίστη στην ύπαρξη υπερφυσικών δυνάμεων και επηρεασμού τους με τη μαγεία. (1)
Η θρησκεία της εποχής χαρακτηρίζεται επίσης από απαισιοδοξία για τα εγκόσμια, καθώς το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού ήταν οικονομικά εξαθλιωμένο, με αποτέλεσμα να έχει χαθεί την ελπίδα ότι θα βρεθεί σε αυτή την ζωή η ευτυχία ή δικαιοσύνη και ευημερία. Έτσι οι άνθρωποι έστρεφαν τις σκέψεις τους σε μια μέλλουσα ζωή μακριά από τον υλικό κόσμο, και είχαν εναποθέσει τις ελπίδες τους σε διαφόρους προφήτες και μεσσίες...
Σε ένα τέτοιο Μεσσιανικό περιβάλλον αναπτύχθηκε ο Χριστιανισμός, ο οποίος είχε πολλά κοινά στοιχεία με τις μυστηριακές θρησκείες. Έναν Σωτήρα Θεό που γεννήθηκε σε σπήλαιο πέθανε και αναστήθηκε, βαθμούς μυήσεως στα μυστήριά, Μυστικό Δείπνο, σύμβολα, κ.λπ.
Η νέα θρησκεία απευθυνόταν όπως και οι άλλες μυστηριακές λατρείες, κυρίως στις κατώτερες τάξεις. Η διάφορα με τις άλλες λατρείες ήταν πως οι οπαδοί της αρνιόνταν να προσκυνήσουν άλλους Θεούς, δεν παρακολουθούσαν τις δημόσιες εορτές, τις αθλητικές συναντήσεις ή τις θεατρικές παραστάσεις.
Οι Χριστιανοί βασιζόμενοι στον «μεσσιανισμό», και προφητεύοντας το επερχόμενο τέλος του κόσμου έδιναν την εντύπωση στους Ρωμαίους αντιδραστικών στοιχείων. Μετέθεσαν κατά αυτό τον τρόπο την ουσιαστική ζωή και την αλήθεια στην μετά θάνατο ζωή, αδιαφορούσαν για την τύχη της αυτοκρατορίας και αρνιόντουσαν να καταταγούν στον στρατό, προτάσσοντας την ατομική σωτηρία έναντι της κοινής.
Καθώς μάλιστα οι βαρβαρικές επιδρομές αύξαναν η άρνηση των Χριστιανών να ενισχύσουν την πληττόμενη αυτοκρατορία και η περιφρόνησή τους προς το πρόσωπο και τον θεσμό του αυτοκράτορα μπορούσε να εκληφθεί μόνο ως απόδειξη προδοσίας. Αυτό που φάνταζε εντελώς παράδοξο ήταν η προθυμία των Χριστιανών να πεθάνουν όχι για την πατρίδα αλλά για κάτι που δεν αποδεικνυόταν.
Η απάντηση του Χριστιανού Ωριγένη στις κατηγόριες ήταν πως οι Χριστιανοί με τις προσευχές τους βοηθούσαν περισσότερο την αυτοκρατορία από ότι οι στρατιώτες…
Εξάλλου για εκείνους που είχαν ανατραφεί με την Ελληνική παιδεία «πίστις» σήμαινε την χαμηλότερη βαθμίδα γνωστικής λειτουργίας. Ήταν η πνευματική κατάσταση Των απαίδευτων, που πίστευαν διαδόσεις δίχως να είναι ικανοί να τεκμηριώσουν τις θέσεις τους. Από την άλλη μεριά ο Απ. Παύλος ακολουθώντας την Εβραϊκή παράδοση είχε παρουσιάσει την πίστη ως το πραγματικό θεμέλιο της Χριστιανικής ζωής.
Τέλος λόγω της μυστικοπάθειας των Χριστιανών πιστεύονταν πως επιδίδονται σε ακολασίες κατά τις μυστικές «εορτές της αγάπης», κάνοντας αποτρόπαιες τελετουργίες θυσιάζοντας παιδιά.
Τα αιτία της επικράτησης της νέας θρησκείας και της παρακμής της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας περιγράφονται από τον Άγγλο ιστορικό Edward Gibbon, 1737 – 1794 στην κλασσική του μελέτη «Παρακμή και Πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας».
Σύμφωνα με τον Gibbon οι συνεχείς νίκες του στρατού και η επακόλουθη pax romana επέφεραν αλαζονεία και χαλάρωση της πειθαρχίας του κράτους. Η συγκέντρωση πλούτου Ρώμη είχε ως συνέπεια την επέκταση της πολυτέλειας στο σύνολο των πολιτών και των στρατιωτών. Σταδιακά με την διαφθορά να επικρατεί σε κάθε τμήμα και σημείο του Ρωμαϊκού κράτους η αυτοκρατορία άρχισε πλέον να βασίζεται σε μισθοφορικά σώματα βαρβάρων, κυρίως Κελτών και Γερμανών, για να προφυλάξει την εκτεταμένη επικράτειά της.
Το γεγονός αυτό σε συνάρτηση με το διάταγμα του Καράκαλλα που έδινε το δικαίωμα της ρωμαϊκής υπηκοότητας σε όλους τους κάτοικους της αυτοκρατορίας το 212 μ.Χ. διέβρωσε την Ρωμαϊκή συνείδηση και εξασθένησε την κεντρική εξουσία της Ρώμης. Από την άλλη η αυστηρή φορολογία που επιβάρυνε τα κατώτερα κοινωνικά κυρίως στρώματα ανάγκασε πολλούς πτωχούς να καταφύγουν σε στάσεις και ληστρικές επιδρομές.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον λοιπόν για ακόμη μία φορά το Ελληνικό φιλοσοφικό πνεύμα επηρέασε τα μέγιστα την νέα θρησκεία, για δυο κυρίως λόγους:
1. Η Ελληνική γλώσσα με τον πλούτο της και την διεθνικότητα της έγινε το κατάλληλο μέσο διάδοσης της νέας θρησκείας.
2. Η Ελληνική φιλοσοφία έδωσε στον Χριστιανισμό τους όρους και τα λογικά σχήματα για την συστηματική διατύπωση της διδασκαλίας του, για να απευθυνθεί προς του φιλοσοφικά μορφωμένους. (ειδικά η Ηθική αντίληψη των Στωικών δάνεισε στους Χριστιανούς πολλές έννοιες).
Ο Χριστιανισμός αποδεσμεύτηκε από τον Ιουδαϊσμό το 49 μ.Χ. με απόφαση της Αποστολικής Συνόδου των Ιεροσολύμων. Έτσι, ενώ ο Ιουδαϊσμός δεν δέχτηκε τον ερχομό του Χριστού και συνεχίζει να τον αναμένει, ο Χριστιανισμός ως «καινή κτίσις» ακολούθησε το δρόμο που χάραξε ο Θεάνθρωπος Χριστός. Η θρησκεία του Ιησού όπως αυτή αντικατοπτρίζεται μέσα από τα Ευαγγελία περιγράφει ένα Θεό Πατέρα του κόσμου, και μία επίγεια ζωή η οποία καταλήγει για τους πιστούς σε μια Βασιλεία του Θεού.
Η νέα θρησκεία με την εμφάνιση του Ιησού προκάλεσε ένα πρωτοφανή θρησκευτικό σεισμό ο οποίος επηρέασε ολόκληρο τον κόσμο, έως σήμερα.
Η ένωση των «θεόπνευστων» κατά την εκκλησία, κειμένων στην μορφή που ξέρουμε σήμερα έγινε στα μισά του 4ου αιώνα. Έως τότε κυκλοφορούσαν διάφορα Χριστιανικά «θεόπνευστα» κείμενα... Τα κείμενα της Καινής διαθήκης συντάχθηκαν και ανασυντάχθηκαν αρκετές φορές, κυρίως κατά τη διάρκεια των 2 πρώτων αιώνων. Κανόνας της Καινής Διαθήκης αποτελείται από 27 κείμενα:
4 Ευαγγέλια (Ματθαίος, Μάρκος, Λουκάς, Ιωάννης), Πράξεις των Αποστόλων (του Λουκά),14 επιστολές του Παύλου, 2 του Πέτρου, 3 του Ιωάννη, 1 του Ιακώβου, 1 του Ιούδα και την Αποκάλυψη του Ιωάννη.
Ο Χριστιανισμός όπως προαναφέρθηκε είχε πολλά κοινά με τις αρχαίες θρησκείες όπως σύμβολα και αρχέτυπα, αλλά και γνώσεις που δεν προσφέρονταν σε όλους, κατά το πρότυπο των αρχαίων μυστηρίων. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρέυς (Στρωμματείς 7.11) χρησιμοποιώντας όρους και πρακτικές των παγανιστικών μυστηρίων, μιλά συχνά για «την εποπτεία Θεού», η οποία όπως και στα αρχαία μυστήρια δεν προσφέρονταν σε όλους:
«Δεν αποκάλυψε (ο κύριος) στους πολλούς αυτό που δεν ανήκε στους πολλούς, αλλά το αποκάλυψε μονάχα στους λίγους για τους οποίους έκρινε ότι ταιριάζει, σε εκείνους που ήταν ικανοί να ο συλλάβουν και να διαπλαστούν με αυτό. Γιατί ο Θεός εμπιστεύτηκε το άφατο μυστήριο του στον Λόγο, όχι στην γραπτή λέξη. Ο Θεός τοποθέτησε την εκκλησία ως αποστόλους, άλλους ως προφήτες, άλλους ως ευαγγελιστές, για την τελειοποίηση των αγίων, για το έργο της ιεροσύνης, για την εποικοδόμηση του σώματος του Χριστού.»
Ο Ωριγένης αναφέρει ότι:
«Συχνά μάρτυς μου ο Θεός, αισθάνθηκα τον Νυμφίο να με πλησιάζει και να βρίσκεται μαζί μου, όσο μπορεί να συμβεί αυτό, ύστερα εξαφανιζόταν ξανά και δεν μπορούσα να βρω εκείνο που ζητούσα». Hom. In Cant., 1.7.
Αλλά και ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης περιγράφει την μυστική εμπειρία ως ξύπνημα από το σώμα ή ανάβαση σε παρατηρητήριο, ως συνείδηση της θείας παρουσίας, απόκτηση της ιδιότητας του θεϊκού φωτός και ταύτιση με αυτό το οποίο αντιλαμβάνεται. Ας δούμε πως περιγράφει την μυστική αυτή εμπειρία:
«Φαντάσου έναν κατακόρυφο απόκρημνο βράχο, με μιαν άκρη να προεξέχει στην κορφή. Τώρα φαντάσου τι θα αισθανόταν ίσως ένα πρόσωπο, αν έβαζε το πόδι του στην άκρη αυτού του γκρεμού και, κοιτάζοντας κάτω προς το χάος, δεν έβλεπε ούτε στέρεο πάτημα ούτε κάτι για να πιαστεί. Αυτό είναι, νομίζω, η εμπειρία της ψυχής όταν πηγαίνει περ' απ' το πάτημα στα υλικά πράγματα, στην αναζήτησή της γι' αυτό που δεν έχει διάσταση και υπάρχει προαιώνια. Γιατί δεν υπάρχει τίποτε απ' όπου να μπορεί να κρατηθεί, ούτε χώρος, ούτε χρόνος, ούτε μέτρο, ούτε τίποτε άλλο· το μυαλό μας δεν μπορεί να το προσεγγίσει. Κι έτσι η ψυχή, γλιστρώντας σε κάθε σημείο απ' όπου δεν μπορεί να πιαστεί, ζαλίζεται και παθαίνει σύγχυση και ξαναγυρίζει γι' άλλη μια φορά σ' αυτό που της είναι σύμφυτο, ευχαριστημένη τώρα που ξέρει απλώς αυτό για το Υπέρτατο, ότι είναι τελείως διαφορετικό από τη φύση των πραγμάτων που η ψυχή γνωρίζει» (2)
Όσο βέβαια αυξάνονταν οι πιστοί του Χριστιανισμού, τόσο μειώνονταν ο μυστηριακός του χαρακτήρας. Έτσι δημιουργήθηκαν δύο Χριστιανικοί ατραποί. Ο Ένας ο επίσημος φορέας της διδασκαλίας η Εκκλησία, και ο άλλος το «εσωτερικό» μονοπάτι του Ιησού, η μυστικιστική πλευρά που απευθύνεται στην ανάγκη για ένωση με το Θείο, ο πρώτος συλλογικός, ο δεύτερος προσωπικός.
Από τον τρίτο κιόλας αιώνα άρχισε η πρακτική του ασκητισμού, από ανθρώπους που αναζητούσαν την πνευματική τελείωση τους, σε καθαρά προσωπικό βιωματικό επίπεδο, πέρα από τα συλλογικά δόγματα της εκκλησίας. Ως πατέρας και ιδρυτής του κοινοβιακού μοναχισμού θεωρείται ο όσιος Παχώμιος που περί το 323 μ.χ ίδρυσε την πρώτη μεγάλη πρότυπη κοινοβιακή κοινότητα στην Αίγυπτο.
Ο Χριστιανικός μυστικισμός έχει τις ρίζες του στον μοναχισμό και στην ασκητική ζωή. Η ουσιώδης διάφορα σε σχέση με τις άλλες μυστηριακές θρησκείες είναι πως η γέφυρα προς την θέωση είναι ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος διά της ενανθρώπησης και του έργου του, συνυψώνει μαζί του την ανθρώπινη φύση και την μεταμορφώνει συνεχώς.
«Αναχωρώ» σημαίνει αποχωρίζομαι από τα εγκόσμια, και δένομαι αδιάσπαστα μόνο με τον Θεό. Με την αποχώρηση και την «φώτιση» αποκαλύπτεται το ΟΝ που αληθινά υπάρχει. Έτσι φτάνει ο κανείς στην απάθεια που είναι «θάνατος της ψυχής και θάνατος του νου, πριν από το θάνατο του σώματος».
Το να γίνεις «απαθής» -με την Πατερική και όχι τη Στωική έννοια του όρου - εξηγεί ο π. Θεόκλητος Διονυσιάτης, παίρνει καιρό και θέλει σκληρή δουλειά, με αυστηρή ζωή, νηστεία και αγρυπνία, προσευχή, ιδρώτα αίματος, ταπείνωση, την καταφρόνια του κόσμου, σταύρωση, τα καρφιά, τη λόγχη στην πλευρά, το ξύδι και τη χολή, εγκατάλειψη απ' τον καθένα, προσβολές από τρελούς αδελφούς συνσταυρωμένους, βλαστήμιες απ' τους περαστικούς: και μετά -ανάσταση εν Κυρίω, την αθάνατη αγιότητα του Πάσχα.
Κατά αυτόν τον τρόπο ο ασκητής απομονώνει τα ανθρώπινα πάθη ενδύεται ένα άλλο αναγεννημένο «εγώ» . Ο ιστορικός Προκόπιος είχε ονομάσει τη ζωή του μοναχού «τέλεια μελέτη του θανάτου». Τι είναι όμως ο θάνατος για τον ασκητή; Θάνατος είναι ο χωρισμός από το Θεό. (3)
Κάτι που μας θυμίζει σαφώς τα λόγια του Πλάτωνα στον Φαίδωνα:
«Είναι πιθανόν οι άνθρωποι να μη αντιλαμβάνονται ότι όλοι όσοι προσφεύγουν στην ενασχόληση με την φιλοσοφία εκπαιδεύονται για ένα πράγμα μόνο τον θάνατο..», εννοώντας ο Πλάτωνας τον θάνατο της αμαθείας και την αναγέννηση ενός πνευματικού ανθρώπου. Όπως χαρακτηριστικά παραδέχεται και ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος: «παράξενο, ότι και οι Έλληνες είπαν κάτι ανάλογο, γιατί ορίζουν τη φιλοσοφία ως μελέτη του θανάτου».
Υπάρχει βέβαια μία διαφορά προσέγγισης. Ο Χριστιανικός μυστικισμός δεν θεωρεί απαραίτητη την γνώση ή την σοφία όπως για παράδειγμα ο Πλάτωνας. (Υπάρχει επίσης και η άποψη πως η στάση του Πλάτωνα είναι περισσότερο διαλεκτική, κάτι που είναι σαφές πως δεν ισχύει. Ο Πλάτωνας ήταν πάνω από όλα μύστης).
Υπάρχουν και άλλες διαφορές βέβαια όπως θα διαπιστώσουμε στην συνέχεια. Για τον Χριστιανικό λ.χ μυστικισμό ο κόσμος οι ψυχές και η ύλη είναι δημιουργήματα και όχι απορροές του Θεού. Απορρίπτεται επίσης η πλήρη ένωση της ανθρώπινης ψυχής με τον Θεό σε μια Πανθεϊστική έννοια. Τέλος αντιλαμβάνεται τον μυστικισμό όχι ως ένωση με την «Θεία ουσία» αλλά ως θέα τηςΘείας δόξας, ως ένωση αγάπης, ως μετοχή στις άκτιστες ενέργειες του θεού, με τις οποίες ο άνθρωπος φτάνεις την «Θέωση», γίνεται «κατά χάριν» Θεός.
Ο Χριστιανικός μυστικισμός αποσκοπεί σε μια τελειότητα ζωής, είναι κανόνας ηθικής και φιλοσοφίας αλλά αρνείται ότι η γνώση μπορεί να οδηγήσει στην θέωση του ανθρώπου, καθώς δίνει τα πρωτεία στην καρδιά. Ο ησυχασμός, όπως κάθε μυστικισμός, επιδιώκει το «βύθισμα» σε μία ατμόσφαιρα ενορατική για να γνωρίσουμε στο Θεό. (4)
Θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως ο Ησυχασμός είναι η Ελληνική Ορθόδοξη ατραπός προς την εσωτερική μύηση, κάτι αντίστοιχο με τις εσωτερικές μεθόδους της ανατολής που οδηγούν στην Νιρβάνα. Με την διαφορά πως για τον Ορθόδοξο ο Θεός δεν είναι μεταφυσικός, αλλά υπερβατικός και παρών στην φύση δια των άκτιστων ενεργειών του. Ο Θεός στην Ορθοδοξία παραμένει Θεός, και ο άνθρωπος παραμένει άνθρωπος. Ο άνθρωπος γίνεται Θεός κατά χάρη, αλλ' όχι Θεός ως προς την ουσία. Αυτή η διάκριση μεταξύ Δημιουργού και δημιουργήματος συνεχίζεται ακόμη· γεφυρώνεται με την αμοιβαία αγάπη αλλά δεν εξαφανίζεται. Ο Θεός, όσο κοντά κι αν έρθει στον άνθρωπο, πάντα παραμένει ο «Όλως Έτερος».
Υπάρχει επίσης διαφορά ανάμεσα στον διαλογισμό και στην Χριστιανική προσευχή. Η χριστιανική προσευχή δεν είναι απλώς μία «στροφή προς τα έσω», ως μία υπερβατική ενέργεια που προέρχεται από τον ίδιο τον άνθρωπο μέσω τεχνικών διαλογισμού, αλλά απευθύνεται πάντοτε προς τον «απέναντι του ανθρώπου», που είναι ο Θεός και επικαλείται την αγάπη Του, το έλεός Του, και την «Θεία χάρη», για να το επιτύχει αυτό.
Η προσευχή είναι ένα «άνοιγμα» τού ανθρώπου στην Θεία αγάπη, τού ανθρώπου που είναι αδύναμος να υψωθεί πέρα από την κτιστή πραγματικότητα. Έτσι επικαλείται την αγάπη και την δωρεά τού Θεού. Η απάντηση στην προσευχή δεν προέρχεται από τον ίδιο τον άνθρωπο, αλλά από τον Θεό.
Η ησυχαστική παράδοση βασίζεται σε τρία στάδια τελείωσης:
1. Στην κάθαρση της καρδιάς
2. Στον φωτισμό του Νου
3. Στην θέωση (5)
Οι τεχνικές της ησυχαστικής μεθόδου (που ομοιάζουν με τεχνικές τόσο του Βουδισμού όσο και των Σούφι) είναι τρεις:
Α) Εξωτερική στάση. Ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναίτης συνιστά το κάθισμα σε ένα κοντό σκαμνί, περίπου είκοσι πέντε πόντους ύψος. Το κεφάλι και οι ώμοι θα πρέπει να είναι κυρτωμένοι, και τα μάτια προσηλωμένα προς το μέρος της καρδιάς. Δέχεται ότι αυτή η στάση θα αποδειχθεί εξαιρετικά άβολη μετά από ένα διάστημα.
Β) Έλεγχος της αναπνοής. Η αναπνοή πρέπει να γίνει βραδύτερη και συγχρόνως να συντονιστεί με τον ρυθμό της προσευχής. Συχνά το πρώτο μέρος «κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ θεού» λέγεται όταν εισπνέουμε και το δεύτερο μέρος «ελέησαν με τον αμαρτωλό» όταν εκπνέουμε.
Γ) Εσωτερική εξερεύνηση. Όπως και στην Γιόγκα διδάσκεται η συγκέντρωση της σκέψης σε συγκεκριμένα σημεία του σώματος, έτσι και ο Ησυχαστής συγκεντρώνει την σκέψη του στο καρδιακό κέντρο. Αναπνέει διάμεσο της μύτης και προωθεί την αναπνοή του στους πνεύμονες του, κάνει τον Νου του να κατέρχεται με την αναπνοή του και ερευνά εσωτερικά για την θέση της καρδία.
Η προσευχή αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη της Εσωτερικής ηρεμίας και της προσέγγισης του Θεού. O Oσιος Θεόγνωστος περιγράφει ως εξής αυτή την εμπειρία:
«Κι αν με την καθαρή προσευχή που ενώνει αυλα με τον Θεό τον αυλο νου έφτασες να δεις σαν σε καθρέφτη τη ζωή που θα διαδεχθεί το τέλος της εδώ ζωής σου, επειδή δέχτηκες τον αρραβώνα του Πνεύματος και Απόκτησες μέσα σου τη βασιλεία των ουρανών με όλες τις αισθήσεις και τις σκέψεις σου, κι αν το κατόρθωσες αυτό, μην ανεχθείς όμως να απολυθείς από τη σάρκα σου χωρίς να έχεις προβλέψει τον θάνατο σου· αλλά και να προσεύχεσαι θερμά για αυτό και να ελπίζεις ότι θα το πετύχεις, κοντά στην έξοδο σου αν σε συμφέρει. Και να προετοιμάζεις τον εαυτό σου για αυτή την έξοδο αποβάλλοντας κάθε δειλία· ώστε να μπορέσεις να διαπεράσεις τον αέρα, να ξεφύγεις από τα πονηρά πνεύματα και να περάσεις θαρραλέα και άφοβα τις ουράνιες αψίδες, να ενωθείς με τις αγγελικές τάξεις, να προστεθείς στους εκλεκτούς και τους δίκαιους όλων των αιώνων, και να βλέπεις τον Θεό όσο αυτό είναι δυνατό. Θα χαίρεσαι τα αγαθά που χαρίζει ο Θεός και θα νοιώθεις τον Λόγο του Θεού να ακτινοβολεί τα υπερουράνια και να τον λατρεύουν με την άχραντη σάρκα Του, σε κοινή προσκύνηση μαζί με τον Πατέρα και το Πνεύμα, ολόκληρη η επουράνια στρατιά και όλοι οι άγιοι ». περί ιεροσύνης,75
Η προσευχή διακρίνεται σε τρεις κατηγορίες:
· Η προφορική προσευχή
· Η νοητική προσευχή
· Η καρδιακή προσευχή
Στην προσευχή λέει ο επίσκοπος Θεοφάνης ο Ερημίτης (1815-94), το πρωταρχικό είναι να συνεχίζεις να στέκεσαι μπροστά του ακατάπαυστα μέρα και νύκτα μέχρι το τέλος της ζωής σου. Να προσεύχεσαι σημαίνει να στέκεσαι μπροστά στον Θεό, να έρχεσαι σε άμεση και προσωπική σχέση με αυτόν. Είναι να γνωρίζεις σε κάθε επίπεδο της ύπαρξης σου, από το ενστικτώδες έως το διανοητικό, από το υποσυνείδητο έως το υπερσυνείδητο, ότι υπάρχεις ΜΕΣΑ στον Θεό και αυτός είναι εντός σου. (6)
Προσευχή είναι ο Θεός, όχι δηλαδή κάτι που εμείς αρχίζουμε, αλλά κάτι στο οποίο συμμετέχουμε. Πρώτιστα δεν είναι κάτι που εμείς κάνουμε αλλά κάτι που ο Θεός κάνει μέσα μας. Κατά την ρήση του Άγιου Παύλου, «ζω δε ουκέτι εγώ, ζει δε εν εμοί Χριστός Γαλ. Β’210.
Ο σκοπός της προσευχής είναι, «γίνε ότι είσαι». Γίνε συνειδητά και ενεργά αυτό που ήδη είσαι εν δύναμη και μυστικά, επειδή έχεις πλαστεί σύμφωνα με την ιερή εικόνα και έχεις ξαναγεννηθεί με το Βάπτισμα. Γίνε ότι είσαι ακριβέστερα ξαναγύρισε στον εαυτό σου. Ανακάλυψε Αυτόν που είναι ήδη δικός σου. Άκουσε αυτόν που δεν παύει ποτέ να μιλάει μέσα σου. Κάνε κτήμα σου αυτόν που ακόμα και τώρα σε έχει για δικό του τούτο. Αυτό είναι το μήνυμα του Θεού σε όποιον θέλει να προσευχηθεί, «Δεν θα με αναζητούσες ποτέ αν δεν με είχες ήδη βρει» (7). Ο επίσκοπος Θεοφάνης περιγράφει την κατάσταση που βιώνει αυτός που προσεύχεται:
«...Η ουσία είναι να ενοικείς στο Θεό, και αυτή η παρουσία σου μπρος στον Θεό σημαίνει ότι ζεις με την συνεχή διαβεβαίωση της συνείδησης σου πως ο Θεός υπάρχει εντός σου και σε όλα. Ζεις με την σταθερή πεποίθηση ότι βλέπει κάθε τι που είναι μέσα σου, γνωρίζοντας σε καλύτερα από ότι εσύ γνωρίζεις τον εαυτό σου. Αυτή η επίγνωση ότι το μάτι του Θεού βλέπει βαθιά μέσα σου δεν πρέπει να συνοδεύεται από καμία οπτική αντίληψη αλλά πρέπει να περιορίζεται σε μία απλή πεποίθηση ή αίσθηση». Ο τελικός σκοπός της προσευχής είναι η «Θέωση». Όπως αναφέρει ο αρχιμανδρίτης Σέργιος Μπουλγκάνοφ, «Το όνομα του Ιησού, παρών στην ανθρώπινη καρδιά, φέρνει μαζί του την δύναμη της θεοποίησης».
Ο Λόγος έγινε άνθρωπος λέει ο Άγιος Αθανάσιος για να γίνει ο άνθρωπος Θεός. Αυτός που είναι από την φύση Θεός πήρε την ανθρώπινη υπόσταση μας, ώστε εμείς οι άνθρωποι με την χάρη του να μπορέσουμε να μοιραστούμε την Θεότητα του «γινόμενοι κοινωνοί θείας φύσεως» (Β’ Πετρ.α’4).
Ο άνθρωπος μεταμορφώνεται δια τής «Θείας Χάρης». Η κατάσταση τής «Θείας Χάρης» είναι η φανέρωση και η κυριαρχία τής άφατου αγάπης του θεανθρώπου Ιησού Αυτού, πού «έτι αμαρτωλών όντων ημών υπέρ ημών απέθανεν» (Ρωμ. 5, 8).
Στην ησυχαστική παράδοση το μυστήριο της θέωσης λαμβάνει την μορφή της θέας φωτός, όχι όμως το κτιστό φως που γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις.
Σε αυτό το σημείο είναι σημαντικό να γίνει μία σημαντική διευκρίνηση στους όρους Κτιστό και άκτιστο. Στην Ορθοδοξία υπάρχει διάκριση μεταξύ κτιστού και άκτιστου.
Άκτιστος είναι ο Θεός και οι ενέργειές Του, ενώ κτιστός είναι ο κόσμος. Υπάρχει μία σαφώς διαφορετική οντολογία μεταξύ των δύο, αφού το άκτιστο δεν έχει αρχή, φθορά και τέλος, ενώ το κτιστό έχει συγκεκριμένη αρχή, διακρίνεται για την φθορά και δεν έχει τέλος, όχι γιατί αυτό οφείλεται στην φύση του, αλλά γιατί έτσι το θέλησε αυθαίρετα ο Δημιουργός του. Συνεπώς οντολογικά υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ κτιστού και ακτίστου, εν τούτοις η άκτιστη ενέργεια, χωρίς να μετατρέπεται σε κτίσμα, εισέρχεται μέσα σε όλα τα κτιστά, οπότε έτσι αποφεύγεται ο αγνωστικισμός και ο πανθεϊσμός. (8)
Για τους ησυχαστές υπάρχει σαφής διάκριση του Νου («πνεύματος» του ανθρώπου) και του Λόγου (διανοίας). O Νους είναι ο «οφθαλμός» της ψυχής και όργανο θεογνωσίας».
Σκοπός του Ησυχασμού είναι η κάθαρση της καρδίας και του Νου, αντίστοιχα, από τα πάθη και από τους λογισμούς. Η διαδικασία αυτή ονομάζεται πατερικά «θεραπεία», διότι μέσω αυτής θεραπεύεται ο νους και ανακτά τη φυσική λειτουργία του. Με την έλευση του Αγίου Πνεύματος, που ακολουθεί την «θεραπεία», ο Νους γίνεται «ναός» του (Α' Κορ.6, 19) και ο άνθρωπος μέλος του σώματος του Χριστού (Α' Κορ.12, 27· Ρωμ. 8, 9). Το πνευματικό αυτό στάδιο ονομάζεται στη «φωτισμός» και είναι η προϋπόθεση της Θεώσης, του δοξασμού μέσα στην άκτιστη φυσική Χάρη (ενέργεια) της Αγίας Τριάδος. Κατ’ αυτό τον τρόπο:
«Οι άγιοι φτάνουν να γίνουν κάτι που ποτέ δεν θα μπορούσε να ανήκει αποκλειστικά στην φυσική δύναμη, αφού η φύση δεν κατέχει καμία ικανότητα που θα ήταν ικανή να αποκτήσει αυτό που ξεπερνάει την φύση. Κανένα είδος θεοποίησης δεν είναι πραγματικά παράγωγο της φύσης, αφού η φύση δεν μπορεί να κατανοήσει τον Θεό.» Πατρολογία τομος 90, 321 Α (9)
Παραπομπές:
1 Η Μαγεία ήταν κατά βάση η τέχνη της χρήσης των θείων δυνάμεων του ανθρώπου για να καθυποτάσσει τις τυφλές δυνάμεις της φύσης και οι οπαδοί της αρχικά ονομάστηκαν μάγοι-εκ παραφθοράς της λέξης «Μάγκ» που σημαίνει σοφός, μορφωμένος άνθρωπος.
2 Ο Ορθόδοξος Δρόμος, Κάλλιστος Γουέαρ, Επίσκοπος Διοκλείας, myriobiblos.gr
3 Β.N.Τατάκη - Ο Βυζαντινός Μυστικισμός (Κυριώτερα Ρεύματα)
4 ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΣΕΛ 176 Ν. ΧΕΙΛΑΔΑΚΗΣ ΕΚΔ. ΑΡΧΕΤΥΠΟ
5 Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ WARE ΣΕΛ 11
6 Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ WARE ΣΕΛ 15
7 Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ WARE ΣΕΛ 73-4
8 Γεώργιος Μεταλληνός - Ησυχαστές και Ζηλωτές
9, 10, 11, 12 Β.N.Τατάκη - Ο Βυζαντινός Μυστικισμός (Κυριώτερα Ρεύματα)
13, 14 Ο Ορθόδοξος Δρόμος, Κάλλιστος Γουέαρ, Επίσκοπος Διοκλείας, myriobiblos.gr