Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Φιλοκτήτης (1045-1080)

1045 ΧΟ. βαρύς τε καὶ βαρεῖαν ὁ ξένος φάτιν

τήνδ᾽ εἶπ᾽, Ὀδυσσεῦ, κοὐχ ὑπείκουσαν κακοῖς.
ΟΔ. πόλλ᾽ ἂν λέγειν ἔχοιμι πρὸς τὰ τοῦδ᾽ ἔπη,
εἴ μοι παρείκοι· νῦν δ᾽ ἑνὸς κρατῶ λόγου.
οὗ γὰρ τοιούτων δεῖ, τοιοῦτός εἰμ᾽ ἐγώ·
1050 χὥπου δικαίων κἀγαθῶν ἀνδρῶν κρίσις,
οὐκ ἂν λάβοις μου μᾶλλον οὐδέν᾽ εὐσεβῆ.
νικᾶν γε μέντοι πανταχοῦ χρῄζων ἔφυν,
πλὴν ἐς σέ· νῦν δὲ σοί γ᾽ ἑκὼν ἐκστήσομαι.
ἄφετε γὰρ αὐτόν, μηδὲ προσψαύσητ᾽ ἔτι·
1055 ἐᾶτε μίμνειν. οὐδὲ σοῦ προσχρῄζομεν,
τά γ᾽ ὅπλ᾽ ἔχοντες ταῦτ᾽· ἐπεὶ πάρεστι μὲν
Τεῦκρος παρ᾽ ἡμῖν, τήνδ᾽ ἐπιστήμην ἔχων,
ἐγώ θ᾽, ὃς οἶμαι σοῦ κάκιον οὐδὲν ἂν
τούτων κρατύνειν, μηδ᾽ ἐπιθύνειν χερί.
1060 τί δῆτα σοῦ δεῖ; χαῖρε τὴν Λῆμνον πατῶν.
ἡμεῖς δ᾽ ἴωμεν. καὶ τάχ᾽ ἂν τὸ σὸν γέρας
τιμὴν ἐμοὶ νείμειεν, ἣν σὲ χρῆν ἔχειν.
ΦΙ. οἴμοι· τί δράσω δύσμορος; σὺ τοῖς ἐμοῖς
ὅπλοισι κοσμηθεὶς ἐν Ἀργείοις φανῇ;
1065 ΟΔ. μή μ᾽ ἀντιφώνει μηδέν, ὡς στείχοντα δή.
ΦΙ. ὦ σπέρμ᾽ Ἀχιλλέως, οὐδὲ σοῦ φωνῆς ἔτι
γενήσομαι προσφθεγκτός, ἀλλ᾽ οὕτως ἄπει;
ΟΔ. χώρει σύ· μὴ πρόσλευσσε, γενναῖός περ ὤν,
ἡμῶν ὅπως μὴ τὴν τύχην διαφθερεῖς.
1070 ΦΙ. ἦ καὶ πρὸς ὑμῶν ὧδ᾽ ἐρῆμος, ὦ ξένοι,
λειφθήσομαι δὴ κοὐκ ἐποικτερεῖτέ με;
ΧΟ. ὅδ᾽ ἐστὶν ἡμῶν ναυκράτωρ ὁ παῖς. ὅσ᾽ ἂν
οὗτος λέγῃ σοι, ταῦτά σοι χἡμεῖς φαμεν.
ΝΕ. ἀκούσομαι μὲν ὡς ἔφυν οἴκτου πλέως
1075 πρὸς τοῦδ᾽· ὅμως δὲ μείνατ᾽, εἰ τούτῳ δοκεῖ,
χρόνον τοσοῦτον, εἰς ὅσον τὰ τῆς νεὼς
στείλωσι ναῦται καὶ θεοῖς εὐξώμεθα.
χοὖτος τάχ᾽ ἂν φρόνησιν ἐν τούτῳ λάβοι
λῴω τιν᾽ ἡμῖν. νὼ μὲν οὖν ὁρμώμεθον,
1080 ὑμεῖς δ᾽, ὅταν καλῶμεν, ὁρμᾶσθαι ταχεῖς.

***
ΧΟΡ. Βαρύς και βαριά λόγια σου ᾽πε κι ούτε
στη δυστυχία να υποταχθεί δε λέει.
ΟΔΥ. Θα ᾽χα πολλά να λέω σ᾽ αυτά πού ειπε,
αν ο καιρός το συγχωρούσε· τώρα
ένα μονάχα λόγο εξουσιάζω:
Όπου τέτοιοι χρειάζουνται, είμαι τέτοιος
εγώ· κι όπου είναι πάλι να κριθούνε
1050 οι δίκαιοι κι οι ενάρετοι, κανένα
δε θα ᾽βρισκες καλύτερο από μένα.
Μα έτσι βέβαια γεννήθηκα, να θέλω
να ᾽χω παντού τη νίκη πάνω σ᾽ όλους —
έξω από σένα· γιατί τώρα εμπρός σου
θα το θελήσω εγώ να υποχωρήσω.
Αφήστε του τα χέρια· τραβηχτείτε
και παρατήστε τον εδώ· καμιά σου
ανάγκη πια δεν έχομε, μια πού ειναι
τα τόξ᾽ αυτά δικά μας· στο στρατό μας
είναι κι ο Τεύκρος, πὄχει αυτή την τέχνη,
και ᾽γώ πιστεύω πως καθόλου κάτω
από σένα δεν πέφτω, ούτε στου τόξου
το χειρισμό κι ούτε στο ίσιο σημάδι.
Τί σε χρειαζόμαστε λοιπόν εσένα;
1060 Χαίρε και χαίρου τη Λήμνο σου· εμείς
πηγαίνομε· κι ίσως το δώρο αυτό,
που σου είχαν δώσει για τιμή, μου φέρει
εμένα την τιμή πού ηταν συ να ᾽χεις.
ΦΙΛ. Αχ, τί να κάμω ο δύστυχος; εσύ
με τα δικά μου τα όπλα στολισμένος
θα παρουσιαστείς μπρος στους Αργείους;
ΟΔΥ. Δεν έχω πια ν᾽ ακούσω λόγο· φεύγω.
ΦΙΛ. Ω σπέρμα του Αχιλλέα, ούτε τη δική σου
θ᾽ ακούσω καν φωνή, μα έτσι θα φύγεις;
ΟΔΥ. Προχώρει εσύ, μην τον κοιτάζεις, αν και
γενναίος είσαι, μη μου τα χαλάσεις.
1070Φ ΙΛ. Μα και σεις, φίλοι, θα μ᾽ αφήσετ᾽ έρμον
έτσι και δε θενα με σπλαχνιστείτε;
ΧΟΡ. Κύριος του καραβιού μας είναι ο νέος
αυτός κι ό,τι να πει, τα ίδια θα λέμε.
ΝΕΟ. Θ᾽ ακούσω βέβαι᾽ απ᾽ αυτόν πως είμαι
γεμάτος ψυχοπόνια, μ᾽ αν το θέλει
κι ο Φιλοχτήτης, μείνετε, ώσπου οι ναύτες
το καράβι ετοιμάσουνε και στους θεούς
προσευχηθούμε· ίσως κι αυτός σε τούτο
το μεταξύ πιο φρόνιμη να πάρει
απόφαση. Λοιπόν οι δυο μας τώρα
πηγαίνομε και σεις έτοιμοι να ᾽στε,
1080 ευτύς που σας καλέσομε, να ᾽ρθείτε.

ΟΜΗΡΟΣ: Ἰλιάς (8.357-8.424)

Τὴν δ᾽ αὖτε προσέειπε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη·
«καὶ λίην οὗτός γε μένος θυμόν τ᾽ ὀλέσειε,
χερσὶν ὑπ᾽ Ἀργείων φθίμενος ἐν πατρίδι γαίῃ·
360 ἀλλὰ πατὴρ οὑμὸς φρεσὶ μαίνεται οὐκ ἀγαθῇσι,
σχέτλιος, αἰὲν ἀλιτρός, ἐμῶν μενέων ἀπερωεύς·
οὐδέ τι τῶν μέμνηται, ὅ οἱ μάλα πολλάκις υἱὸν
τειρόμενον σώεσκον ὑπ᾽ Εὐρυσθῆος ἀέθλων.
ἤτοι ὁ μὲν κλαίεσκε πρὸς οὐρανόν, αὐτὰρ ἐμὲ Ζεὺς
365 τῷ ἐπαλεξήσουσαν ἀπ᾽ οὐρανόθεν προΐαλλεν.
εἰ γὰρ ἐγὼ τάδε ᾔδε᾽ ἐνὶ φρεσὶ πευκαλίμῃσιν,
εὖτέ μιν εἰς Ἀΐδαο πυλάρταο προὔπεμψεν
ἐξ Ἐρέβευς ἄξοντα κύνα στυγεροῦ Ἀΐδαο,
οὐκ ἂν ὑπεξέφυγε Στυγὸς ὕδατος αἰπὰ ῥέεθρα.
370 νῦν δ᾽ ἐμὲ μὲν στυγέει, Θέτιδος δ᾽ ἐξήνυσε βουλάς,
ἥ οἱ γούνατ᾽ ἔκυσσε καὶ ἔλλαβε χειρὶ γενείου,
λισσομένη τιμῆσαι Ἀχιλλῆα πτολίπορθον.
ἔσται μὰν ὅτ᾽ ἂν αὖτε φίλην γλαυκώπιδα εἴπῃ.
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν νῶϊν ἐπέντυε μώνυχας ἵππους,
375 ὄφρ᾽ ἂν ἐγὼ καταδῦσα Διὸς δόμον αἰγιόχοιο
τεύχεσιν ἐς πόλεμον θωρήξομαι, ὄφρα ἴδωμαι
ἢ νῶϊ Πριάμοιο πάϊς κορυθαίολος Ἕκτωρ
γηθήσει προφανέντε ἀνὰ πτολέμοιο γεφύρας,
ἦ τις καὶ Τρώων κορέει κύνας ἠδ᾽ οἰωνοὺς
380 δημῷ καὶ σάρκεσσι, πεσὼν ἐπὶ νηυσὶν Ἀχαιῶν.»
Ὣς ἔφατ᾽, οὐδ᾽ ἀπίθησε θεὰ λευκώλενος Ἥρη.
ἡ μὲν ἐποιχομένη χρυσάμπυκας ἔντυεν ἵππους
Ἥρη, πρέσβα θεά, θυγάτηρ μεγάλοιο Κρόνοιο·
αὐτὰρ Ἀθηναίη κούρη Διὸς αἰγιόχοιο
385 πέπλον μὲν κατέχευεν ἑανὸν πατρὸς ἐπ᾽ οὔδει
ποικίλον, ὅν ῥ᾽ αὐτὴ ποιήσατο καὶ κάμε χερσίν,
ἡ δὲ χιτῶν᾽ ἐνδῦσα Διὸς νεφεληγερέταο
τεύχεσιν ἐς πόλεμον θωρήσσετο δακρυόεντα.
ἐς δ᾽ ὄχεα φλόγεα ποσὶ βήσετο, λάζετο δ᾽ ἔγχος
390 βριθὺ μέγα στιβαρόν, τῷ δάμνησι στίχας ἀνδρῶν
ἡρώων, τοῖσίν τε κοτέσσεται ὀβριμοπάτρη.
Ἥρη δὲ μάστιγι θοῶς ἐπεμαίετ᾽ ἄρ᾽ ἵππους·
αὐτόμαται δὲ πύλαι μύκον οὐρανοῦ, ἃς ἔχον Ὧραι,
τῇς ἐπιτέτραπται μέγας οὐρανὸς Οὔλυμπός τε,
395 ἠμὲν ἀνακλῖναι πυκινὸν νέφος ἠδ᾽ ἐπιθεῖναι.
τῇ ῥα δι᾽ αὐτάων κεντρηνεκέας ἔχον ἵππους.
Ζεὺς δὲ πατὴρ Ἴδηθεν ἐπεὶ ἴδε χώσατ᾽ ἄρ᾽ αἰνῶς,
Ἶριν δ᾽ ὤτρυνε χρυσόπτερον ἀγγελέουσαν·
«βάσκ᾽ ἴθι, Ἶρι ταχεῖα, πάλιν τρέπε μηδ᾽ ἔα ἄντην
400 ἔρχεσθ᾽· οὐ γὰρ καλὰ συνοισόμεθα πτόλεμόνδε.
ὧδε γὰρ ἐξερέω, τὸ δὲ καὶ τετελεσμένον ἔσται·
γυιώσω μέν σφωϊν ὑφ᾽ ἅρμασιν ὠκέας ἵππους,
αὐτὰς δ᾽ ἐκ δίφρου βαλέω κατά θ᾽ ἅρματα ἄξω·
οὐδέ κεν ἐς δεκάτους περιτελλομένους ἐνιαυτοὺς
405 ἕλκε᾽ ἀπαλθήσεσθον, ἅ κεν μάρπτῃσι κεραυνός·
ὄφρα ἰδῇ γλαυκῶπις ὅτ᾽ ἂν ᾧ πατρὶ μάχηται.
Ἥρῃ δ᾽ οὔ τι τόσον νεμεσίζομαι οὐδὲ χολοῦμαι·
αἰεὶ γάρ μοι ἔωθεν ἐνικλᾶν ὅττι κεν εἴπω.»
Ὣς ἔφατ᾽, ὦρτο δὲ Ἶρις ἀελλόπος ἀγγελέουσα,
410 βῆ δ᾽ ἐξ Ἰδαίων ὀρέων ἐς μακρὸν Ὄλυμπον.
πρώτῃσιν δὲ πύλῃσι πολυπτύχου Οὐλύμποιο
ἀντομένη κατέρυκε, Διὸς δέ σφ᾽ ἔννεπε μῦθον·
«πῇ μέματον; τί σφῶϊν ἐνὶ φρεσὶ μαίνεται ἦτορ;
οὐκ ἐάᾳ Κρονίδης ἐπαμυνέμεν Ἀργείοισιν.
415 ὧδε γὰρ ἠπείλησε Κρόνου πάϊς, ᾗ τελέει περ,
γυιώσειν μὲν σφῶϊν ὑφ᾽ ἅρμασιν ὠκέας ἵππους,
αὐτὰς δ᾽ ἐκ δίφρου βαλέειν κατά θ᾽ ἅρματα ἄξειν·
οὐδέ κεν ἐς δεκάτους περιτελλομένους ἐνιαυτοὺς
ἕλκε᾽ ἀπαλθήσεσθον, ἅ κεν μάρπτῃσι κεραυνός·
420 ὄφρα ἰδῇς, γλαυκῶπι, ὅτ᾽ ἂν σῷ πατρὶ μάχηαι.
Ἥρῃ δ᾽ οὔ τι τόσον νεμεσίζεται οὐδὲ χολοῦται·
αἰεὶ γάρ οἱ ἔωθεν ἐνικλᾶν ὅττι κεν εἴπῃ·
ἀλλὰ σύ γ᾽ αἰνοτάτη, κύον ἀδεές, εἰ ἐτεόν γε
τολμήσεις Διὸς ἄντα πελώριον ἔγχος ἀεῖραι.»

***
Τότε η γλαυκόματη Αθηνά στην Ήραν αποκρίθη:
«Εύκολ᾽ από των Δαναών τα χέρια την ανδρείαν
και την ζωήν θα ᾽χανε αυτός στο πατρικό του χώμα·
360 αλλ᾽ ο πατέρας μου κακά μανίζει ο διεστραμμένος
που πάντοτε ό,τι εγώ ποθώ και βούλομαι εμποδίζει.
Λησμόνησε πόσες φορές το τέκνον του έχω σώσει,
όταν το εβασάνιζαν οι αγώνες του Ευρυσθέως.
Στον ουρανόν εκλαίονταν εκείνος, και ο Κρονίδης
365 εμέν᾽ από τα ουράνια βοηθόν τού προβοδούσε.
Αν τούτα ο νους μου πρόβλεπεν όταν την είχε στείλει
στον Άδη, από το Έρεβος στον κόσμον ν᾽ ανεβάσει
τον σκύλον που ο τρομακτικός θεός στην πύλην έχει,
δε θα ᾽βγαινε από της στυγός το απέραντο ποτάμι.
370 Και τώρα εμέ μισεί και ιδού τον πόθον φέρ᾽ εις τέλος
της Θέτιδος, που πρόσπεσε κλιτή στα γόνατά του,
να της τιμήσει τον υιόν πολιορκητήν Πηλείδην.
Θα έλθ᾽ η ώρα να με ειπεί και πάλι αγαπητήν του.
Αλλά συ τώρα ευτρέπισε τα δυνατά πουλάρια,
375 ώσπου να ζώσω τ᾽ άρματα στο δώμα του πατρός μου
να ετοιμασθώ στον πόλεμον, να μάθ᾽ ο λοφοστείστης
ο Έκτωρ του Πριάμου υιός αν θα γελάσει οπόταν
ν᾽ αναφανούμε μας ιδεί στους δρόμους του πολέμου.
Τρώες θα πέσουν πάμπολλοι σιμά στα κοίλα πλοία
380 και τα πουλιά στες σάρκες των και οι σκύλοι θα χορτάσουν».
Είπε και την υπάκουσεν η Ήρα η λευκοχέρα.
Πήγε τα χρυσοστέφανα πουλάρια να ευτρεπίσει
η Ήρα σεβαστή θεά του Υψίστου Κρόνου η κόρη,
κι η Αθηνά κόρη σεμνή του αιγιδοφόρου Δία
385 εις του πατρός το έδαφος τον πέπλον απολύει
τον αγανόν και πλουμιστόν που εκέντησεν εκείνη,
και τον χιτώνα ως έλαβε του αστραποφόρου Δία
στην μάχην την πολύθρηνην να ορμήσει αρματωνόνταν.
Ανέβηκε στο φλογερόν αμάξι και κοντάρι
390 φούκτωσε μέγα, στερεό —μ᾽ αυτά δαμάζ᾽ ηρώων
τα πλήθη, αν η πατράγαθη θεά μ᾽ αυτούς θυμώσει.
Κι η Ήρα με την μάστιγα σφοδρά κεντά τους ίππους.
Βρόντησε τότε τ᾽ Ουρανού η πύλη και του Ολύμπου
αφ᾽ εαυτού της· την φρουρούν οι Ώρες πόχουν έργον
395 το πυκνό νέφος ν᾽ αφαιρούν ή να το επαναφέρουν.
Και ως τα κεντούσαν, τ᾽ άλογα περάσαν απ᾽ την πύλην.
Τους ξάνοιξε και οργίσθηκεν ο Ζευς από την Ίδην,
κι έλεγε προς την Ίριδα, χρυσόπτερην μηνύτραν:
«Γοργόποδ᾽ Ίρι, πήγαινε και οπίσω γύρισέ τες,
400 να ᾽λθουν μ᾽ εμένα εις πόλεμον κακόν μη τες αφήσεις.
Κι ιδού το λέγω φανερά και ο λόγος μου θα γίνει·
θα τους χολώσω τ᾽ άλογα στα αμάξια τους ζεμένα·
αυτές θα ρίξω απ᾽ το θρονί, τ᾽ αμάξι θα συντρίψω
και χρόνοι δέκα δεν θ᾽ αρκούν να κλείσουν οι πληγές των
405 όσες χαράξει ο κεραυνός· και τότε η γλαυκομάτα
θα ιδεί τι είναι πόλεμον να κάμει στον πατέρα.
Στην Ήραν δεν χολεύομαι και δεν θυμώνω τόσο,
τι ξέρω που αντιφέρεται σ᾽ όποιον κι αν είπω λόγον».
Είπε, κι ευθύς εκίνησεν η ανεμόποδ᾽ Ίρις
410 προς τον υψηλόν Όλυμπον της Ίδης απ᾽ τα όρη·
στην πύλην τες σταμάτησε του πολυλόφου Ολύμπου
ως βγαίναν και τους είπ᾽ ευθύς τον λόγον του Κρονίδη:
«Πού τρέχετε, τι μάνητα τον νουν σας συνεπήρε;
Δεν στέργει ο Ζευς των Δαναών βοηθοί να κατεβείτε.
415 Και ακούτε ό,τ᾽ είπε, και άσφαλτα θα κάμει ο υιός του Κρόνου·
θα σας χολώσει τ᾽ άλογα στ᾽ αμάξια σας ζεμένα,
εσάς θα ρίξει απ᾽ το θρονί, τ᾽ αμάξι θα συντρίψει,
και χρόνοι δέκα δεν θ᾽ αρκούν να κλείσουν οι πληγές σας,
που θα χαράξει ο κεραυνός· και τότε, ω γλαυκομάτα,
420 θα ιδείς τι είναι πόλεμον να κάμνεις του πατρός σου.
Της Ήρας δεν χολεύεται και δεν θυμώνει τόσο
τι ξέρει ότι αντιφέρεται σ᾽ όποιον κι αν είπει λόγον.
Αλλά συ σκύλ᾽ αδιάντροπη, συ πάγκακη, αν τωόντι
στον Δία το θεόρατο κοντάρι θα σηκώσεις».

Σε επαφή με τα συναισθήματά μου

Συναισθήματα είναι όλα όσα νοιώθω.

Χαρά, λύπη, ευτυχία, δυστυχία, στεναχώρια, θλίψη, θυμό, ευχαρίστηση, αγανάκτηση είναι μερικά από τα πιο »διάσημα» συναισθήματα...

Το να τα νοιώθω είναι αναποφευκτό. Έτσι είμαστε φτιαγμένοι, αυτό είναι το φυσιολογικό.

Το να είμαι σε επαφή με αυτό που κάθε φορά νοιώθω είναι το ζητούμενο.

Να μπορώ να αναγνωρίζω, να αποδέχομαι και να διαχειρίζομαι τα συναισθήματά μου.

Συχνά αυτήν την διαδικασία την μπλοκάρουμε.

Αναγνωρίζουμε επιφανειακά το τι νοιώθουμε και το αφήνουμε μέσα μας, δεν το βγάζουμε, δεν το κάνουμε κάτι...

Συνήθως γίνετε αυτό με τα δυσάρεστα συναισθήματα, συχνά όμως μας συμβαίνει και με τα ευχάριστα: ούτε αυτά δεν ξέρουμε τι να τα κάνουμε καμιά φορά!

Τα κλείνουμε μέσα λοιπόν... Μέσα κι αυτά – όλα μέσα!

Και μπλοκάρουμε...

Δεν είναι ότι δεν νοιώθουμε, αλλά έχουμε μπλοκάρει τα συναισθήματά μας.

Μόνο που εδώ το προκαλούμε εμείς οι ίδιοι στον εαυτό μας.

Καταλαβαίνω ότι είναι πολύ απλοϊκό να πει κανείς «απελευθερώσου», «ανοίξου», «εκφράσου», απλοϊκό υπό την έννοια του ευχολόγιου...

Ωστόσο η απάντηση (λύση) στο μπλοκάρισμα -σε πάσης φύσεως μπλοκάρισμα- δεν μπορεί παρά να είναι το άνοιγμα, η αλλαγή, η μετατόπιση...

Τα συμπεράσματα δικά σας.

Για τη φύση του ανθρώπου

Το ερώτημα που έχει ταλανίσει όλους τους εκπροσώπους των ανθρωπιστικών επιστημών και το οποίο δεν έχει καταφέρει να απαντηθεί είναι «ποια η φύση του ανθρώπου»; Είναι άραγε ο άνθρωπος καλός η κακός; Θεός ή Δαίμων; Λύκος η πρόβατο;

Στον πυρήνα του ερωτήματος που έχει βασανίσει επιστήμονες και φιλοσόφους, κρύβεται μια πλάνη. Πριν από χιλιάδες χρονιά, ο Λάο Τσε είχε κατανοήσει απόλυτα το ότι η χαρακτηρολογική προσέγγιση ενός προβλήματος είναι η Αχίλλειος πτέρνα της επίλυσης του, διότι δε μας βοηθά να κατανοήσουμε το πρόβλημα.

Όταν χαρακτηρίζουμε κάτι ως καλό, εμφαίνει, κάτι άλλο γίνεται αυτόματα κακό, όταν αποκαλούμε κάτι ωραίο κάτι άλλο πρέπει να είναι άσχημο. Υπό την έννοια αυτή, η κατανόηση της φύσης του προβλήματος υπερβαίνει κάθε ηθική προσέγγιση και εισέρχεται βαθειά στη ριζά του προβλήματος.

Ο άνθρωπος ως ον είναι ένα κράμα βιολογικών, ψυχολογικών και κοινωνικών δυναμικών παραγόντων που βρίσκονται σε άμεση αλληλεπίδραση μεταξύ τους. Η συμπεριφορά του ανθρώπου υποκινείται από πανίσχυρα πρωτόγονα ένστικτα καθώς και από εξίσου ισχυρές ενδοψυχικες ανάγκες.

Ο ψυχολογικός και βιολογικός παράγοντας είναι άμεσα συνδεδεμένοι μεταξύ τους και βρίσκονται σε πλήρη αρμονία σε ένα υγιές και ολοκληρωμένο άτομο. Σε πολλές όμως περιπτώσεις αυτός ο ομοιοστατικος μηχανισμός που τους κρατά σε αρμονία διαταράσσεται την αρμονία διαδέχεται η δυσαρμονία και η δυσφορια.

Οι δυο βασικότερες κινητήριες δυνάμεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ο όποιες αν δεν εκφραστούν κατάλληλα προκαλούν τη μεγαλύτερη δυσαρμονία, είναι η επιθετική ενορμηση και η ανάγκη του σχετίζεσθαι με τους άλλους.

Η επιθετικότητα συγκαταλέγεται ανάμεσα στα πιο αρχέγονα ένστικτα του ανθρώπου, είναι γραμμένη στα γονίδια του και σκοπό έχει να μας προστατευσει από έναν επαπειλούμενο κίνδυνο. Η επιθετικότητα ως ένστικτο λοιπόν προστατεύει τη ζωή. Η επιθετικότητα όμως έχει και ένα δεύτερο σκοπό που δεν είναι άλλος από την επιβολή της δύναμης και της κυριαρχίας ενός ανθρώπου πάνω σε κάποιον άλλο, η μιας ομάδας ανθρώπων σε κάποια άλλη. Όλη η ιστορία της ανθρωπότητας θα μπορούσε να περιγραφεί ως ένας αιματηρός αγώνας για δύναμη και κυριαρχία.

Παρότι φαινομενικά παράδοξο και αντιφατικό, αν παρατηρήσουμε πιο προσεκτικά την ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού, βλέπουμε ότι οικοδομήθηκε πάνω στην ανάγκη του «σχετίζεσθαι» με τους άλλους.

Η ανάγκη του ανθρώπου να σχετιστεί με «τον άλλο» είναι η πιο ισχυρή ψυχολογική και παράλληλα ενστικτώδης καθώς και βιολογικά καθοριζόμενη ανάγκη. Το βρέφος γνωρίζει ότι αν δεν αναπτύξει δεσμό με τη μητέρα δε θα επιβιώσει διότι δε μπορεί να εξασφαλίσει την τροφή του. Στην ενήλικη ζωή το «σχετίζεσθαι» με τους άλλους εξασφαλίζει συναισθηματική τροφή που είναι εξίσου σημαντική για την ωρίμανση και ανάπτυξη του ανθρώπου

Στο κοινωνικό επίπεδο, μία κοινωνία είναι «αρκετά καλή» όταν καταφέρει να ικανοποιήσει παραγωγικά την ανάγκη του ανθρώπου να αναπτύξει δεσμούς με τους γύρω του. Μάλιστα, ένα τέτοιο είδος μοντέλου κοινωνίας δομείται και θεμελιώνεται πάνω σε αυτή την ανάγκη.

Η «αρκετά καλή» κοινωνία δεν αγνοεί την επιθετική ενόρμηση του ανθρώπου, ούτε προσπαθεί να την καταπνίξει. Αντιθέτως, τη μετουσιώνει ενθαρρύνοντας έτσι την εκτόνωση της μέσω κοινωνικά αποδεκτών τρόπων. Η «αρκετά καλή» κοινωνία φροντίζει και τις παραγωγικές και τις καταστροφικές δυνάμεις του ανθρώπου, αξιοποιώντας τις πρώτες και κατευθύνοντας τις δεύτερες, κατανοώντας πλήρως τη δυναμική και τη φύση του ανθρώπου.

Το μαθητευόμενο τέρας

Αισθάνομαι μια πολύ μεγάλη δύναμη στα μπράτσα, στα χέρια, στη ράχη. Έχω μιαν άλλη φύση. Μόλις αναγνωρίζω την μητέρα μου, είναι ξένη για την κατάστασή μου, την δράση μου. Θα μπορούσα να διηγούμαι τις εντυπώσεις μου ώρες ολόκληρες, εντυπώσεις από αναρίθμητες παρεκκλίσεις. Μόλις δείπνησα. Κυρίως μετά το δείπνο, το βράδυ, έχω την εντύπωση μιας πολύ μεγάλης δύναμης.

Απαρτίωσα μέσα μου τον πρωτόγονο και μέσω αυτού το ζώο. Νιώθω πολύ δυνατός, πολύ ελεύθερος. Το τοπίο μού είναι παράδοξο, δεν αναγνωρίζω πάλι το σπίτι πού γεννήθηκα. Δεν είναι πια ή παθολογική εντύπωση τού αγνώστου ή τού γνωστού, είναι μια άλλη αίσθηση. Το χωριό μου δεν είναι το χωριό μου. Κατοικώ στα άγρια υψίπεδα της Αριζόνας ή στις άγριες πεδιάδες τού Γκραν Κάνυον, τού Κολοράντο. ’Ονομάζομαι τρελό άλογο ή μάτι της πέρδικας. Η μητέρα μου δεν είναι ή μητέρα μου, είμαι αγόρι Ινδιάνων. Επιθυμώ να ζήσω ανάμεσα τους, έτσι, θα είμαι στο στοιχείο μου. Επιθυμώ να καβαλικέψω το άλογο, να ρίξω τα βέλη. Αισθάνομαι ότι γίνομαι άγριος, νιώθω ν’ ανεβαίνει μέσα μου μία δύναμη άγρια. Τούτο με φοβίζει. Κάνω έναν περίπατο μέσα στο δάσος. Διασχίζω ένα πυκνό δάσος και είναι σχεδόν νύχτα.

Αισθάνομαι σαν ένα μέρος τού δάσους, γίνομαι άγριος, άγριος. Μέσα μου αναβλύζει μια τρομερή επιθετικότητα, βγάζω άγριες κραυγές όπως ό γάτος, ό τίγρης, το κοράκι. Νιώθω μια δύναμη φανταστική, μυθική, να κυλά έως τα δάκτυλά μου. Η καρδιά μου δεν κτυπά σχεδόν καθόλου. Είμαι ένα θηρίο, πώς είναι αυτό παράδοξο! Δεν δοκιμάζω αισθήματα ένοχης ούτε μπροστά στους ανθρώπους ούτε μπροστά στην φύση. Είμαι ικανός να αντιμετωπίσω τον λέοντα. Ας έρθουν αυτά τα ζώα πού έχω δει στα όνειρά μου. Αισθάνομαι δυνατός, είμαι ο Προμηθέας, ο Θεός! Ποιος είναι αυτός;

Περπατώντας, νιώθω την αλλόκοτη δύναμη να κατακλύζει το σώμα μου. Ανέρχομαι στον χρόνο. Είμαι εκατό χιλιάδων ετών. Βαδίζω πολύ γρήγορα, σκυφτός λιγάκι μπροστά, για να πάω καλύτερα. Οι ώμοι μου είναι πεσμένοι. Οι δυνάμεις αυξαίνουν όλο και περισσότερο στη ράχη μου, στα γόνατα, στα μπράτσα. Το χέρι μου δεν είναι δικό μου, είναι κάποιου άλλου. Είναι το χέρι ενός ανθρώπου σκληρυμένου από την φύση και από τον πόλεμο. Αισθάνομαι στο χέρι μια δύναμη πού θα μπορούσε να λυγίσει το σίδερο. Είμαι ένας άλλος, ένας άλλος, ξαναγίνομαι ένα κτήνος, μια πραγματική ύαινα. Φοβάμαι ότι αυτή ή κατάσταση μπορεί να γίνει τελειωτική. Αυτό μου προξενεί λίγο φόβο μολονότι αισθάνομαι καλά, μες στο πετσί της ύαινας, εξαιρετικά καλά. Δεν είμαι καθόλου κουρασμένος, θα μπορούσα να μετακινήσω τα όρη, θα έλεγες ότι όλη ή βιολογική δύναμη τού σύμπαντος και της ιστορίας κυλάει μέσα μου.

Όταν διατρέχω τον συνηθισμένο μου δρόμο, αυτός δεν είναι ο ίδιος δρόμος αλλά ένα μονοπάτι των Ινδιάνων. Ξαναγυρνώ από το βάθος των αιώνων. Ξαναζώ τον ενστικτώδη βίο των προγόνων μας. Θα ήθελα να σκοτώσω, ν’ αρπάξω, να κατασπαράξω. Γίνομαι ένα κτήνος, ένα κτήνος. Τι παράξενος καταποντισμός... Είναι το ασυνείδητο τού ζώου πού αναβλύζει μέσα μου, ένα ζώο αρπακτικό, τρομακτικά επιθετικό. Παρ’ όλα αυτά έχω κάποιο φόβο, ότι το ομαδικό ασυνείδητο κατακλύζοντας όλη μου την προσωπικότητα θα μ’ εξουθενώσει σε μια πρωτόγονη κατάσταση. Τί αντίθεση με το «μικρό αγόρι» το πολιτισμένο και φοβισμένο του περασμένου έτους ή του εδώ και ενός μηνάς! Είναι απίστευτο. Αισθάνομαι το ζωώδες και το ανθρώπινο να κυλάει μέσα μου. Είναι όλοι οι αιώνες της ανθρωπότητας πού κυλούν μέσα στους μυς, μέσα στο αίμα μου. Νιώθω το νευρικό μου σύστημα να έρχεται απειλητικό από τα βάθη.

Είναι σαν κάποιο αλλόκοτο φυτό, ριζωμένο μέσα μας, μες στα τάρταρα της βιολογικής μας ύλης, αινιγματικό και μεγαλειώδες. Ποιές εμπειρίες και μεταμορφώσεις κρύβονται κι εκτινάσσονται από τις σκοτεινές του σπηλιές, από τα τέλεια, τα γεωμετρικά του δώματα, τις άπειρες προβολές του; Ποιά τέρατα καλύπτει μέσα στις πτυχές του, όντα πού κάποτε υπήρξαν, άλλα πού θα υπήρχαν ίσως δυνητικά, όμως γκρεμίσθηκαν στα βάραθρα ή απορροφήθηκαν σιγά-σιγά μέσα σε λίμνες αίματος με τριχωτούς απρόβλεπτους βυθούς. ’'Αν στους προγόνους μας ανήκουν φυσικά όλα τα τέρατα της βιολογικής μας επετηρίδας, σκέπτομαι, πόσα άλλα επίσης πού ήταν έτοιμα σχεδόν να δημιουργηθούν, δεν περιμένουν την ανθρώπινη φύση για να τα ολοκληρώσει, το νευρικό μας σύστημα που ξεπερνώντας κάποτε το τέρας μέσα μας για να το στήσει ξαφνικά μπροστά μας με κάποιον άλλο τρόπο, άλλη πιο απίθανη και τρομερή μορφή!

Νύχτες μακρόσυρτες

Νιώθω σαν να ζω δυο πραγματικότητες. Μία το βράδυ και μία το πρωί.

Τη μέρα όλα κινούνται γρήγορα, υπάρχει συγκεκριμένος ρυθμός, πρόγραμμα.

Και έρχεται το βράδυ και είναι σαν ο χρόνος να επιμηκύνεται, ακόμα και να σταματά.

Αφήνεσαι σε μονοπάτια αναπόλησης, μιλάς με ανθρώπους και οι κουβέντες σας είναι πιο βαθιές, πιο ουσιαστικές, λες και η νύχτα τις μετάλλαξε. Σαν να σου δίνει άλλους ρόλους και αρμοδιότητες και σου επιτρέπει να κινηθείς σε μονοπάτια μυστικά. Λες και η νύχτα σού δίνει δικαίωμα και αφορμή να συνδεθείς αλλά και να ονειρευτείς· με τα μάτια ανοιχτά.

Ίσως φταίει η ησυχία της. Όλα γύρω σου ηρεμούν και το μόνο που ακούς είναι οι σκέψεις σου. Όλα γύρω σου κοιμούνται και ζωντανή νιώθεις μόνο την καρδιά σου.

Τότε θες να λύσεις ό,τι σε βασανίζει.

Η δυαδικότητα του σώματος και της ψυχής... Πόσο ξεκάθαρα φαίνεται μπροστά μου πλέον η μη ένωσή τους.

Νύχτες. Νύχτες μακρόσυρτες και αποπνικτικές.

Μόνο όταν το σώμα κουρασμένο από φορτωμένες μέρες προδίδει το πνεύμα, μόνο τότε νωχελικά παραδίνεσαι στον κόσμο των ονείρων και οι νύχτες σου γνωρίζουν την ήττα της ημέρας. Ίσως ανακουφίζεσαι ώρες-ώρες και χαίρεσαι που δεν πάλεψες, που έχασες αμαχητί από το φορτίο της ημέρας.

Άλλες πάλι νύχτες σε βρίσκουν πιο ανεκτικό και σε κυριεύουν. Τότε αφήνεσαι σε ένα τρομακτικά δομημένο σύμπαν. Άλλη διάσταση -έτσι το αντιλαμβάνομαι- αφού σου δίνει ταυτόχρονα δύναμη και αδυναμία. Δύναμη γιατί επιτέλους αναλύεις, αφουγκράζεσαι τους φόβους, τα βαθύτερα θέλω σου, τους κρυμμένους προβληματισμούς σου που οι γρήγοροι ρυθμοί της μέρας δε σου επιτρέπουν να αποφυλακίσεις, που το φως τούς εξοστρακίζει σε σκιερές γωνιές μέχρι το σκοτάδι να αναλάβει την κυριαρχία του πάνω σου. Δύναμη γιατί επιτέλους στέκεσαι απέναντί τους. Αδυναμία, όμως, γιατί πλέκεις σενάρια... χιλιάδες μίτοι απλώνονται μπροστά σου και δεν ξέρεις ποιος μπορεί να σε οδηγήσει στο Μινώταυρο, αν το να τον βρεις είναι θεμιτό ή αθέμιτο, αν υπάρχει ένας ή πολλοί. Αδυναμία γιατί υποτάσσεσαι σε μονοπάτια ατέρμονα, γιατί κυριεύεσαι από άγχος, απελπισία, τα αισθήματά σου διογκώνονται, η λήθη είναι ανύπαρκτη· όσα με προσοχή έκρυψες εμφανίζονται και σε στοιχειώνουν.

Βυθίζεσαι, παραληρείς· ο λυρισμός ξεπροβάλλει σε κάθε λεπτομέρεια της νύχτας σου. Οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι που έχασες, που σε πλήγωσαν, που σου λείπουν. Οι προοπτικές, οι δυνατότητες, το μέλλον, οι ευκαιρίες, οι αποφάσεις. Οι ανησυχίες, οι αναζητήσεις, η γνώση, η άγνοια. Το εγώ, το εμείς, οι αξίες, ο χρόνος, ο κόσμος. Ξαφνικά φαίνεσαι φιλόσοφος αλλά κι επαναστάτης. Ποιητής και μουσικός. Νιώθεις οι σκέψεις σου να πολλαπλασιάζονται και να αναδύονται ολοένα και περισσότερες ατελείς συνθήκες - απαγορεύοντας σου να λυτρωθείς.

Αλλά...

«Ακόμα και η πιο σκοτεινή νύχτα θα τελειώσει και ο ήλιος θα ανατείλει ξανά» - Βίκτωρ Ουγκώ

Κι όταν ανατείλει, θέλω να πάρω μαζί μου όλη τη δύναμη της νύχτας. Να κάνω πράξη όσα η νύχτα μου τάζει και όσα ξυπνάνε μαζί της. Για να κάνω τη μέρα μου όσο ζωντανή, θορυβώδης, έντονη, μυστηριώδης, φιλόδοξη είναι και η νύχτα που τη διαδέχεται.

Η Αναζήτηση

Αν πιάναμε τη ζωή από την αρχή της τότε ποιο θα ήταν το νόημα της; Το βρήκες; Τώρα που ξεκίνησες από τη μέση; Το γνωρίζεις έτσι; Η ημιμάθεια είναι η φθορά της μονάδος και προς επέκταση του συνόλου. Στη ζωή σου, στη καθημερινότητά σου, στο σπίτι σου, στη δουλειά σου, στις σχέσεις σου με την οικογένειά σου και με τους γύρω σου. Το νόημα της ζωής δε κρύβεται ούτε στην αρχή, ούτε στη μέση, ούτε στο τέλος. Είναι μέσα μας, χωρίς τη ζωτική ενέργεια, το θάνατο, τη γέννηση, τη δημιουργία. Δε θα υπήρχε αρχή και τέλος. Ξέρεις αν με ρωτούσες εσύ, δε θα σου απαντούσα ολοκληρωμένα γιατί θα έλειπε το δικό σου σκέλος της απάντησης.

Όλοι είμαστε τόσο γεμάτοι μα και τόσο κενοί ταυτόχρονα. Τι σημαίνει όμως γεμάτος και τι κενός; Τι σημαίνει η φράση νιώθω πλούσιος; Τι σημαίνει η φράση νιώθω μόνος; Η κοινωνικότητα και η μοναχικότητα πόσο σε βοηθάνε και πόσο σε φθείρουνε ταυτόχρονα; Έχεις αναρωτηθεί ποτέ; Έχεις κάτσει να ζυγίσεις πόσες φορές ξεπέρασες τον εαυτό σου και αν αυτό άξιζε; Έμαθες κάτι ή έμεινες αποσβολωμένος μπροστά στο κενό σου; Το κενό που προσπαθούσε ένα κομμάτι σου να σε αποτραβήξει, όμως ένα άλλο σου έλεγε να συνεχίσεις. Το γιατί το αναρωτήθηκες; Γιατί; Να συνεχίσεις;

Πως ένιωσες όταν άνοιξες τα μάτια σου για πρώτη φορά; Τα άνοιξες; Τότε; Τι είδες; Πότε ένιωσες πραγματικά εσύ; Έχεις καθίσει να σκεφτείς; Ποιος έχει τον έλεγχο; Κανείς; Η κάποιος;

Πόσες φορές ένιωσες να περνάνε στιγμές δευτερόλεπτα, λεπτά, ώρες και μέρες και συ να μένεις στάσιμος στο ίδιο σημείο. Απλά να κινείσαι σαν εκκρεμές δεξιά, αριστερά, δεξιά και αριστερά. Ζαλισμένος από τα πρέπει, από φωνές και γυρνάς στο τέλος που; Σε ένα ζεστό στρώμα; Η μια ψυχρή αγκαλιά; Προσπαθείς να ξεφύγεις να αποδράσεις, μα δε ξέρεις από που και από τι; Ποιος είναι ο εχθρός σου; Ποιος σε κυνηγάει; Θέλεις το τίποτα γιατί τα 'χεις όλα; Η τα θέλεις όλα γιατί νομίζεις πως δεν έχεις τίποτα;

Προσπαθείς να σκεφτείς και να ζυγίσεις πράγματα και καταστάσεις. Να δώσεις ορισμούς στη χαοτική τάξη των ενεργειών που πάνε και έρχονται όμως κλείσε τα χέρια σου, τα μάτια σου άνοιξε το μυαλό σου. Χάος εκεί μέσα ε;

Επικεντρώσου στο τίποτα και τότε θα βρεις τα πάντα.

Ερευνητές του ΜΙΤ ετοιμάζονται να αναζητήσουν ζωή στην... Αφροδίτη

Ερευνητές του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Μασαχουσέτης, του περίφημου MIT, υποστηρίζουν ότι η Αφροδίτη ίσως τελικά να μην είναι ο απόλυτα τοξικός για τη ζωή κόσμος που γνωρίζουμε αλλά στην ατμόσφαιρά της να υπάρχουν συνθήκες κατάλληλες για την παρουσία κάποιων μορφών ζωής έστω και μικροβιακό επίπεδο.

«Η Αφροδίτη είναι ένας πλανήτης που θα πρέπει να αναζητήσουμε τα ίχνη της ζωής επειδή η θερμοκρασία και ορισμένες χημικές ανωμαλίες στα ατμοσφαιρικής της στρώματα δημιουργούν συνθήκες άγνωστης σε εμάς χημείας όπου πιθανώς να δημιουργεί περιβάλλον φιλικό στην παρουσία της ζωής» αναφέρουν οι επιστήμονες του MIT οι οποίοι έχουν σχεδιάσει ένα ερευνητικό πρόγραμμα με την ονομασία VLF (Venus Life Finder).

Πρόκειται για ένα πρόγραμμα αποστολών εξερεύνησης της Αφροδίτης οι οποίες όπως λέει και το όνομα του προγράμματος είναι σχεδιασμένες για την αναζήτηση ζωής εκεί.

Οι εμπνευστές της αναφέρουν ότι είναι ιδιαίτερα χαμηλού κόστους αποστολές που θα μπορούν να λειτουργήσουν συμπληρωματικά στις δύο μεγάλες αποστολές εξερεύνησης που έχουν ανακοινώσει ότι θα οργανώσουν στην Αφροδίτη τα επόμενα χρόνια η NASA και ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Διαστήματος.

Η ερευνητική ομάδα υποστηρίζει ότι η πρώτη αποστολή VLF θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί πολύ σύντομα, ίσως και εντός του 2023, αν φυσικά υπάρξει ενδιαφέρον από κάποια διαστημική υπηρεσία και αποφασίσει την υλοποίηση της.

Η κατάρρευση της εποχής προκαλείται από την προσωπική συμβολή του καθενός μας

Η κατάρρευση της εποχής προκαλείται από την προσωπική συμβολή του καθενός μας, οι μεν συμβάλλουν με την προδοσία, οι δε με την αδικία, την τυραννία, την απληστία, την ωμότητα, ανάλογα με το πόσο ισχυροί είναι· οι πιο αδύναμοι συμβάλλουν με την ηλιθιότητα, τη ματαιοδοξία, την οκνηρία, και σε αυτούς ανήκω και 'γω.

Φαίνεται πως η εποχή των μάταιων πραγμάτων είναι τότε που οι δυστυχίες μάς βαραίνουν. Σε μια εποχή όπου το να κάνεις κακό είναι τόσο κοινό, είναι σχεδόν αξιέπαινο να κάνεις κάτι άχρηστο. 

Παρηγορούμαι με τη σκέψη ότι θα είμαι από τους τελευταίους που θα πρέπει να τιμωρηθούν.

Όσο θα φροντίζουν για τα πιο επείγοντα, θα έχω το χρόνο να διορθωθώ.

Γιατί μου φαίνεται ότι θα ήταν αντίθετο στη λογική να καταδιώκουν τα μικρά αδικήματα όταν μας μαστίζουν τα μεγάλα..

Εντούτοις, σχετικά με αυτό, είδα πριν κάποια χρόνια ότι ένα σημαντικό πρόσωπο, του οποίου τη μνήμη έχω σε ιδιαίτερη εκτίμηση, κατά τη διάρκεια των μεγάλων μας δεινών, ενώ δεν υπήρχαν ούτε νόμοι, ούτε δικαιοσύνη, ούτε δικαστής που να κάνει το καθήκον του, δημοσίευσε δεν ξέρω και 'γω τι ασήμαντες αλλαγές πάνω στην ενδυμασία, την κουζίνα και τη στρεψοδικία.

Πρόκειται για θέματα με τα οποία τρέφουν έναν κακοποιημένο λαό, ώστε να ισχυρίζονται ότι δεν τον έχουν εντελώς ξεχάσει.

Και τούτοι εδώ οι άλλοι κάνουν το ίδιο, που περιορίζονται στο να απαγορεύουν επίμονα κάποιες εκφράσεις, χορούς και παιχνίδια, σε ένα λαό κατεστραμμένο από κάθε είδους απαίσιες φαυλότητες.
Δεν είναι ώρα να πλενόμαστε και να καθαριζόμαστε όταν έχουμε υψηλό πυρετό.

Μόνο στους Σπαρτιάτες ταίριαζε να χτενίζονται και να στρώνουν προσεχτικά τα μαλλιά τους τη στιγμή που θα ρίχνονταν σε κάποια φοβερή μάχη διακινδυνεύοντας τη ζωή τους.

Όσο για μένα, έχω κι αυτή την πολύ άσχημη συνήθεια, αν φορέσω κάτι στραβά, να αφήσω στραβά και τα υπόλοιπα, απεχθάνομαι τις μεσοβέζικες λύσεις. Όταν είμαι σε άσχημη κατάσταση, πέφτω με μανία στα δυσάρεστα· εγκαταλείπομαι από απελπισία και αφήνομαι να οδηγηθώ στην πτώση και, όπως λέμε, καταθέτω τα όπλα.

Επιμένω στην επιδείνωση και δεν θεωρώ πλέον τον εαυτό μου άξιο της φροντίδας μου,
ή εντελώς καλά ή εντελώς άσχημα.

Θεωρώ χάρη το γεγονός ότι η παρακμή αυτού του κράτους συμπίπτει με την παρακμή της ηλικίας μου, ανέχομαι πιο εύκολα να μεγαλώνουν τώρα οι δυστυχίες μου παρά να είχε παλιότερα διαταραχθεί η καλή μου κατάσταση.

Τα λόγια που εκφράζω όταν είμαι δυστυχισμένος είναι λόγια οργής. Το θάρρος μου αναπτερώνεται αντί να κάμπτεται. Και, αντίθετα με τους άλλους, εμφανίζομαι πιο ευλαβής απέναντι στην καλή τύχη παρά στην κακοτυχία, ακολουθώντας τη συμβουλή του Ξενοφώντα1, αν όχι την εξήγηση που δίνει γι’ αυτήν2 και γλυκοκοιτάζω ευκολότερα τον ουρανό για να τον ευχαριστήσω παρά για να τον ικετέψω.

Φροντίζω περισσότερο να βελτιώσω την υγεία μου όταν μου χαμογελάει παρά να την ξαναβρώ όταν την έχω χάσει. Η ευημερία είναι άσκηση και μάθημα για μένα, όπως είναι για τους άλλους οι αντιξοότητες και οι τιμωρίες.

Λες και είναι ασυμβίβαστη η καλή τύχη με την καθαρή συνείδηση και οι άνθρωποι γίνονται καλοί μόνο στις κακοτυχίες.

Η καλή τύχη είναι για μένα κίνητρο για μετριοπάθεια και μετριοφροσύνη.

Η παράκληση με κερδίζει, η απειλή με απωθεί·
η χάρη με κάμπτει, ο φόβος με κάνει σκληρό.
-------------------------
1 Να τιμούμε τους θεούς όταν ευημερούμε.
2 Για να έχουμε τους θεούς με το μέρος μας όταν τους χρειαζόμαστε.

ΤΟΜΑΣ ΧΟΜΠΣ: Απαίσια, κτηνώδης και σύντομη

Ο Τόμας Χομπς (1588-1679) ήταν ένας από τους σπουδαιότερους Άγγλους πολιτικούς στοχαστές. Λιγότερο γνωστό είναι ότι ήταν φανατικός με τη σωματική άσκηση. Κάθε πρωί έκανε έναν μακρύ περίπατο, δρασκελίζοντας λόφους μέχρις εξάντλησης. Σε περίπτωση που του ερχόταν καμιά καλή ιδέα ενόσω ήταν έξω, είχε ένα ειδικό ραβδί με ένα σκαφτό μελανοδοχείο στη λαβή. Αυτός ο ψηλός, ερυθροπρόσωπος, εύθυμος άνδρας με το μουστάκι και το κοντό μουσάκι υπήρξε φιλάσθενο παιδί. Όμως ως ενήλικας ήταν εξαιρετικά υγιής, και σε μεγάλη ηλικία έπαιζε μάλιστα και τένις. Έτρωγε πολλά ψάρια, έπινε ελάχιστο κρασί, και τραγούδαγε – σε κλειστά δωμάτια, χωρίς να ακούγεται- για να εξασκεί τους πνεύμονές του. Και, φυσικά, όπως πολλοί φιλόσοφοι, το μυαλό του ήταν άκρως δραστήριο. Ίο αποτέλεσμα ήταν να ζήσει 91 χρόνια, ένα εκπληκτικό νούμερο για τον 17ο αιώνα, όταν το μέσο προσδόκιμο ζωής ήταν 35 χρόνια.

Παρά τον προσηνή χαρακτήρα του, ο Χομπς, όπως και ο Μακιαβέλλι, δεν είχε σε ιδιαίτερη εκτίμηση τους ανθρώπους. Πίστευε πως είμαστε όλοι εγωιστές και πως μας παρακινούν ο φόβος του θανάτου και η ελπίδα του προσωπικού κέρδους. Όλοι μας πασχίζουμε να εξουσιάζουμε τους άλλους, είτε το συνειδητοποιούμε είτε όχι. Αν δεν αποδέχεστε την εικόνα που έχει ο Χομπς για την ανθρωπότητα, γιατί κλειδώνετε την πόρτα όταν φεύγετε από το σπίτι; Μήπως επειδή ξέρετε ότι υπάρχουν πολλοί εκεί έξω που ευχαρίστως θα έκλεβαν όλα σας τα υπάρχοντα; Ωστόσο, θα υποστηρίζατε πως μόνο κάποιοι άνθρωποι είναι εγωιστές. Ο Χομπς διαφωνούσε. Πίστευε πως κατά βάθος όλοι είμαστε εγωιστές, και ότι αυτό που πραγματικά μας αναχαιτίζει είναι η ισχύς του νόμου και η απειλή της τιμωρίας.

Το αποτέλεσμα όλων αυτών, όπως πίστευε, ήταν ότι αν η κοινωνία διαλυόταν και έπρεπε να ζήσετε σε αυτό που ονόμαζε «φυσική κατάσταση», δίχως νόμους ή κανέναν με την εξουσία να τους φτιάξει, εσείς, όπως όλοι, θα κλέβατε και θα σκοτώνατε αν ήταν απαραίτητο. Τουλάχιστον, θα έπρεπε να το κάνετε προκειμένου να συνεχίζατε να ζείτε. Σε έναν κόσμο ανεπαρκών φυσικών πόρων, ιδίως αν παλεύατε να βρείτε τροφή και νερό για να επιβιώσετε, θα ήταν λογικό να σκοτώσετε άλλους ανθρώπους προτού σας σκότωναν εκείνοι. Στην αξιομνημόνευτη περιγραφή του Χομπς, η ζωή εκτός κοινωνίας θα ήταν «μοναχική, φτωχή, απαίσια, κτηνώδης και σύντομη».

Αφαιρέστε την εξουσία του κράτους να εμποδίζει τους ανθρώπους από το να καταπατούν τη γη των άλλων και να σκοτώνουν όποιον θέλουν, και το αποτέλεσμα είναι ένας ατέλειωτος πόλεμος όλων εναντίον όλων. Δύσκολα φανταζόμαστε χειρότερη κατάσταση. Σε αυτό τον κόσμο της ανομίας ακόμα και οι ισχυροί δε θα ήταν ασφαλείς για πολύ. Όλοι μας πρέπει να κοιμόμαστε, και όταν πέφτουμε για ύπνο είμαστε ευάλωτοι στην επίθεση. Ακόμα και οι ανίσχυροι, αν είναι αρκούντως πανούργοι, θα μπορούσαν να καταστρέψουν τους ισχυρούς.

Θα φανταζόσασταν πως ένας τρόπος να αποφύγουμε τον θάνατο θα ήταν να συμπράξουμε με φίλους. Το πρόβλημα είναι ότι δε θα ήσασταν σίγουροι ποιος είναι αξιόπιστος. Αν οι άλλοι σας υπόσχονταν βοήθεια, τότε μπορεί κάποια στιγμή να τους συνέφερε να αθετήσουν την υπόσχεσή τους. Κάθε δραστηριότητα που θα απαιτούσε συνεργασία, όπως η παραγωγή τροφής σε μεγάλη κλίμακα ή το χτίσιμο σπιτιών, θα ήταν αδύνατη δίχως ένα στοιχειώδες επίπεδο εμπιστοσύνης. Δε θα ξέρατε ότι σας έχουν ξεγελάσει παρά όταν θα ήταν πια αργά, και ίσως μέχρι εκείνη τη στιγμή θα σας την είχαν φέρει κυριολεκτικά πισώπλατα. Κανείς δε θα βρισκόταν εκεί για να τιμωρήσει τον άνθρωπο που θα σας μαχαίρωνε πισώπλατα. Οι εχθροί σας θα μπορούσαν να είναι παντού. Θα ζούσατε όλη σας τη ζωή μόνοι σας, με τον φόβο της επίθεσης. Αυτή η προοπτική δεν είναι καθόλου ελκυστική.

Η λύση, υποστήριξε ο Χομπς, είναι να θέσουμε επικεφαλής ένα ισχυρό άτομο ή κοινοβούλιο. Τα άτομα στη φυσική κατάσταση θα πρέπει να συστήσουν ένα «κοινωνικό συμβόλαιο», τη συμφωνία να εγκαταλείψουν μερικές από τις επικίνδυνες ελευθερίες τους για χάρη της ασφάλειας. Δίχως αυτό που αποκαλούσε «κυρίαρχος», η ζωή θα ήταν μια κόλαση. Αυτός ο κυρίαρχος θα είχε λάβει το δικαίωμα να τιμωρεί αυστηρά όποιον υπερέβαινε τα όρια. Ο Χομπς πίστευε πως υπάρχουν ορισμένοι φυσικοί νόμοι τους οποίους θα αναγνωρίζαμε ως σημαντικούς, όπως ότι οφείλουμε να μεταχειριζόμαστε τους άλλους όπως θα περιμέναμε να μας μεταχειρίζονται αυτοί. Οι νόμοι δεν έχουν αξία αν δεν υπάρχουν κάποια άτομα ή πράγματα αρκούντως ισχυρά ώστε να κάνουν τους πάντες να τους τηρούν. Δίχως νόμους και δίχως έναν ισχυρό κυρίαρχο, οι άνθρωποι στη φυσική κατάσταση πρέπει να αναμένουν τον βίαιο θάνατο. Η μόνη παρηγοριά είναι ότι μια τέτοια ζωή θα ήταν συντομότατη.

Ο Λεβιάθαν (1651), το σημαντικότερο βιβλίο του Χομπς, εξηγεί λεπτομερώς τα αναγκαία βήματα για να κινηθούμε από την εφιαλτική συνθήκη της φυσικής κατάστασης σε μια ασφαλή κοινωνία όπου η ζωή είναι ανεκτή. Ο «Λεβιάθαν» ήταν ένα γιγάντιο θαλάσσιο τέρας που περιγράφεται στη Βίβλο. Για τον Χομπς, είναι μια αναφορά στη μεγάλη ισχύ του κράτους. Ο Λεβιάθαν αρχίζει με την εικόνα ενός γίγαντα πάνω σε έναν λόφο, ο οποίος κρατά ένα σπαθί και ένα σκήπτρο. Αυτή η μορφή τελείται από πολλούς μικρότερους ανθρώπους που αναγνωρίζονται ως μεμονωμένα άτομα. Ο γίγαντας αντιπροσωπεύει το ισχυρό κράτος με τον κυρίαρχο επικεφαλής. Δίχως έναν κυρίαρχο, πίστευε ο Χομπς, όλα θα κατέρρεαν και η κοινωνία θα αποσυντίθετο σε ξεχωριστούς ανθρώπους έτοιμους να αλληλοσπαραχτούν για να επιβιώσουν.

Τα άτομα στη φυσική κατάσταση έχουν συνεπώς πολύ καλούς λόγους να θέλουν να συνεργαστούν και να αναζητήσουν την ειρήνη. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος να προστατευτούν. Ειδάλλως, η ζωή τους θα ήταν φοβερή. Η ασφάλεια είναι σημαντικότερη από την ελευθερία. Ο φόβος του θανάτου ωθεί τους ανθρώπους στον σχηματισμό μιας κοινωνίας. Ο Χομπς πίστευε ότι οι άνθρωποι θα συναινούσαν στην παραχώρηση αρκετής ελευθερίας προκειμένου να συστήσουν ένα κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ τους, μια υπόσχεση να αφήσουν τον κυρίαρχο να τους επιβάλλει νόμους. Μια ισχυρή εξουσία είναι προτιμότερη από έναν πόλεμο όλων εναντίον όλων.

Όπως πολλοί στοχαστές της εποχής του, ο Χομπς δεν ήταν μόνο φιλόσοφος – ήταν αυτό που αποκαλούμε αναγεννησιακός άνθρωπος. Ενδιαφερόταν βαθιά για τη γεωμετρία και την επιστήμη, καθώς και για την αρχαία ιστορία. Αγαπούσε τη λογοτεχνία και όταν ήταν νεαρός έγραφε και μετέφραζε λογοτεχνία. Στη φιλοσοφία, με την οποία ασχολήθηκε όταν έγινε μεσήλικας, ήταν υλιστής, δηλαδή πίστευε ότι οι άνθρωποι είναι απλώς σωματικά όντα. Δεν υπάρχει ψυχή: είμαστε απλώς σώματα, δηλαδή πολύπλοκες μηχανές.

Οι επικριτές του Χομπς πιστεύουν πως το παρατράβηξε κατά το ότι επέτρεψε στον κυρίαρχο, είτε ήταν βασιλιάς είτε βασίλισσα είτε κοινοβούλιο, να έχει μες στην κοινωνία τόση εξουσία πάνω στο άτομο. Το κράτος που περιγράφει είναι αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε αυταρχικό: ένα κράτος όπου ο κυρίαρχος έχει σχεδόν απεριόριστη εξουσία πάνω στους πολίτες. H ειρήνη μπορεί να είναι επιθυμητή, και ο φόβος του βίαιου θανάτου ένα ισχυρό κίνητρο για να υποκύπτουμε σε δυνάμεις που αποβλέπουν στη διατήρηση της ειρήνης. Αλλά το να παραχωρούμε τόση εξουσία σε ένα άτομο ή μια ομάδα ατόμων είναι ίσως επικίνδυνο. Ο Χομπς δεν πίστευε στη δημοκρατία, δεν πίστευε στην ικανότητα των ανθρώπων να λαμβάνουν αποφάσεις για τον εαυτό τους. Αν όμως γνώριζε τα τρομερά εγκλήματα των τυράννων στον 20ό αιώνα, μπορεί να άλλαζε γνώμη.

Η αμφισημία της λέξης δραστηριότητα

Λέγοντας «δραστηριότητα» με την τρέχουσα σημασία της λέξης, εννοούμε συνήθως μία δράση ή οποία επιφέρει κάποια μεταβολή σε μία υπάρχουσα κατάσταση, και προϋποθέτει αντίστοιχη δαπάνη ενέργειας. Επομένως, ένας άνθρωπος θεωρείται δραστήριος αν ασχολείται με επιχειρήσεις, αν σπουδάζει ιατρική, αν εργάζεται σε μία ατελείωτη αλυσίδα παραγωγής, αν φτιάχνει ένα τραπέζι ή αν κάνει αθλήματα. Το κοινό που έχουν όλες αυτές οι δραστηριότητες μεταξύ τους είναι ότι όλες αποσκοπούν στην επίτευξη ενός εξωτερικού σκοπού. 

Αυτό το οποίο δεν λαμβάνεται υπόψη είναι το κίνητρο της δραστηριότητας. Ας πάρουμε σαν παράδειγμα έναν άνθρωπο ο οποίος καταφεύγει στην εργασιομανία εξαιτίας ενός βαθύτατου συναισθήματος ανασφάλειας και μοναξιάς` ένας άλλος όμως μπορεί να κάνει το ίδιο πράγμα αλλά κινούμενος από φιλοδοξία ή από απληστία για το χρήμα. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, το άτομο είναι σκλάβος ενός πάθους και στην πραγματικότητα η δραστηριότητά του είναι «παθητικότητα», επειδή εξωθείται σε αυτήν` δεν είναι αυτός που ενεργεί αλλά αυτός που «υφίσταται». 

Από την άλλη πλευρά, ένας άνθρωπος ο οποίος κάθεται ήρεμα και στοχάζεται, χωρίς άλλη επιδίωξη ή σκοπό εκτός από το να γνωρίσει τον εαυτό του και να νιώσει την ενότητά του με τον κόσμο, θεωρείται συνήθως «παθητικός» επειδή «δεν κάνει» κάτι. Στην πραγματικότητα, αυτή η στάση του εστιασμένου διαλογισμού είναι η υψηλότερη μορφή δραστηριότητας που υπάρχει, μια δραστηριότητα της ψυχής που είναι δυνατή μόνο με την προϋπόθεση της εσωτερικής ελευθερίας και ανεξαρτησίας. 

Ένας ορισμός της έννοιας της «δραστηριότητας», ο οποίος σήμερα επικρατεί, αναφέρεται στη χρησιμοποίηση ενέργειας για την επίτευξη εξωτερικών στόχων` ο άλλος ορισμός της έννοιας της «δραστηριότητας» αναφέρεται στη χρήση των εσωτερικών και έμφυτων δυνάμεων του ανθρώπου, άσχετα από το αν θα επέλθει ή όχι κάποια εξωτερική μεταβολή. 

Τη δεύτερη αυτή έννοια της «δραστηριότητας» τη διατύπωσε πιο ξεκάθαρα από οποιονδήποτε άλλο ο Σπινόζα. Ο Σπινόζα διακρίνει τις ψυχικές καταστάσεις σε «ενεργητικές» και «παθητικές», σε «δράσεις» και «πάθη». Και όταν ο άνθρωπος ασκεί μία δράση, τότε είναι ελεύθερος, είναι κύριος της δράσης του` όταν βρίσκεται κάτω από την επίδραση ενός πάθους, τότε απλώς εξωθείται, ενώ ο ίδιος δεν έχει επίγνωση των κινήτρων που τον άγουν και τον φέρουν. Έτσι ο Σπινόζα φτάνει στο συμπέρασμα πως η αρετή και η δύναμη είναι ένα και το αυτό. 

Ο φθόνος, η ζήλια, η ματαιοδοξία και κάθε είδους απληστία είναι πάθη` η αγάπη είναι μία δράση, είναι η άσκηση της δύναμης του ανθρώπου, που μπορεί να εκδηλωθεί μόνο σε συνθήκες ελευθερίας και ποτέ ως αποτέλεσμα καταναγκασμού.

Το μονοπάτι ενός λαβυρίνθου είναι κυκλικό και ελικοειδές, αλλά δεν έχει αδιέξοδα

Η αλήθεια είναι ότι, καθώς ο αγώνας για επιβίωση έχει καταλαγιάσει, ανακύπτει το ερώτημα: επιβίωση για ποιο πράγμα; “Όλο και περισσότεροι ἀνθρωποι σήμερα έχουν τα μέσα για να ζουν, αλλά δεν έχουν κάποιο νόημα για το οποίο να ζουν.” (Βίκτορ Φρανκλ.)

Σε όλο το έργο του ο Φρανκλ παρατηρούσε ότι, όταν δε μας απασχολεί η φυσική μας επιβίωση, τότε το ερώτημα μετατρέπεται σε επιβίωση για ποιο πράγμα; Παρόλο που όλο και περισσότεροι άνθρωποι σήμερα έχουν τα οικονομικά μέσα για να ζουν, παλεύουν με το ερώτημα: Για ποιο πράγμα ζούμε; Παρ’ όλη την υλική αφθονία, το εσωτερικό μας κενό, ή «υπαρξιακό κενό» σύμφωνα με τα λόγια του Φρανκλ, έχει γίνει ακόμα πιο πιεστικό. Κατά τον Φρανκλ, τόσο η θέληση για ευχαρίστηση του Φρόιντ όσο και η θέληση για δύναμη του Άντλερ αποτελούσαν ενδείξεις ότι κάτι έλειπε. Στην πραγματικότητα, η ανάγκη ή η παρόρμηση να αναζητάμε την ευχαρίστηση κατά Φρόιντ και η αδυσώπητη επιδίωξη δύναμης κατά Άντλερ δεν ήταν παρά προσπάθειες να καλυφθεί –και όχι να πληρωθεί- ένα κενό νοήματος στη ζωή των ανθρώπων. Επειδή η θέλησή τους για νόημα είχε ματαιωθεί, για οποιονδήποτε λόγο, επέλεγαν να ακολουθήσουν εναλλακτικά μονοπάτια, μονοπάτια που βασίζονταν στην υπόθεση ότι η ευχαρίστηση ή η δύναμη (ή και τα δύο) θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν αυτό που έλειπε.

Όταν οι άνθρωποι νιώθουν άδειοι μέσα τους, στρέφονται προς τα έξω. Αναζητούν την παρηγοριά στην ευχαρίστηση και στα υλικά πράγματα. Αναζητούν την επιβεβαίωση στη δύναμη και στην προσπάθεια να ελέγχουν τους ανθρώπους και τα πράγματα γύρω τους. Σκέφτονται: Αν μπορέσω να βρω ευχαρίστηση ή να ελέγξω τα πράγματα, θα βρω νόημα στη ζωή μου. Δυστυχώς, κάνουν λάθος.

Λαβύρινθοι νοήματος

Ο λαβύρινθος είναι μια αναλογία για τη ζωή. Δεν είναι ένας λαβύρινθος ή ένας γρίφος προς επίλυση, αλλά μια πορεία νοήματος προς βίωση. Το μονοπάτι ενός λαβυρίνθου είναι κυκλικό και ελικοειδές, αλλά δεν έχει αδιέξοδα. Το κέντρο είναι εκεί, αλλά το μονοπάτι μάς πάει μέσα από αμέτρητες στροφές και ελιγμούς. Στην πραγματικότητα, δε χανόμαστε ποτέ, αλλά ούτε και μπορούμε ποτέ να δούμε πού πάμε. Το σημαντικό είναι ότι πρέπει να πιστεύουμε πως είμαστε πάντα στο σωστό μονοπάτι. Πράγματι, δεν υπάρχουν λάθος μονοπάτια, μια και κάθε βήμα που κάνουμε, κάθε εμπειρία, μας διδάσκει κάτι για τη ζωή μας. Κάθε βήμα έχει νόημα. Στην πορεία, κάποιες φορές προχωράμε με άνεση και σιγουριά, κάποιες φορές κάνουμε διστακτικά, φοβισμένα βήματα, κάποιες φορές νιώθουμε την ανάγκη να σταματήσουμε και να αναλογιστούμε και άλλες φορές νιώθουμε την έντονη επιθυμία να αποτραβηχτούμε. Πρόκειται για ένα ιερό μονοπάτι ατομικότητας, και κανείς δεν μπορεί να το διαβεί παρά μόνο εμείς οι ίδιοι.

ΕΠΙΚΤΗΤΟΣ: Για την αγάπη και την λογική

Ένας αξιωματούχος επισκέφτηκε τον Επίκτητο. Αρχικά μιλήσανε για διάφορα θέματα. Κατόπιν o Επίκτητος τον ρώτησε αν είχε γυναίκα και παιδιά. O άλλος απάντησε πως ναι. Τότε ο Επίκτητος τον ρώτησε:

— Πώς σου φαίνεται η οικογενειακή ζωή;
— Δυστυχία…
— Γιατί; Γι’ αυτό παντρεύονται και κάνουν παιδιά οι άνθρωποι; Για να δυστυχήσουν κι όχι για να ευτυχήσουν;
— Όχι. Αλλά η έγνοια για τα παιδάκια μου μ’ έχει διαλύσει. Πρόσφατα η κορούλα μου αρρώστησε και λέγανε πως κινδύνευε να πεθάνει. Μα εγώ δεν άντεχα να σταθώ κοντά της όσο ήταν άρρωστη, αλλά έφυγα απ’ το σπίτι κι έμενα αλλού μέχρι να ‘ρθει κάποιος να μου μηνύσει πως έγινε καλά.
— Και τι πιστεύεις; Σου φαίνεται ότι φέρθηκες σωστά;
— Μου φαίνεται ότι φέρθηκα φυσιολογικά.
— Αν εσύ με πείσεις ότι φέρθηκες φυσιολογικά, τότε κι εγώ θα σε πείσω πως καθετί που γίνεται σύμφωνα με τη φύση γίνεται σωστά.
— Έτσι αισθανόμαστε όλοι οι πατεράδες ή έστω οι περισσότεροι.
— Εγώ δεν αμφισβητώ το αν αυτό συμβαίνει. Η διαφωνία μας είναι για το αν αυτό είναι σωστό. Γιατί τότε θα έτρεπε να μου πεις ότι και τα σπυριά γίνονται για το καλό του σώματος, μιας και τα σπυριά συμβαίνουν. Και γενικότερα ότι το λάθος είναι σύμφωνο με τη φύση, μιας και όλοι σχεδόν ή τέλος πάντων οι περισσότεροι, κάνουμε λάθη. Δείξε μου λοιπόν πως η συμπεριφορά σου είναι φυσιολογική.
— Δεν μπορώ να το δείξω. Καλύτερα εσύ να μου το δείξεις, γιατί δεν είναι φυσιολογική και γιατί δεν είναι σωστή.
— Ωραία. Αν ψάχναμε να βρούμε αν κάτι είναι μαύρο ή άσπρο, ποιο κριτήριο θα επικαλούμασταν για να ξεχωρίσουμε;
— Την όραση.
— Κι αν ψάχναμε να βρούμε αν κάτι είναι κρύο ή ζεστό, σκληρό ή μαλακό;
—Την αφή.
— Ωραία, τώρα που η διαφωνία μας έχει να κάνει με το τι είναι φυσιολογικό και με το τι γίνεται σωστά ή όχι σωστά, ποιο κριτήριο θες να επικαλεστούμε;
— Δεν ξέρω.
— Συμφωνείς όμως ότι αν τύχει και δεν γνωρίζουμε ποιο είναι το κριτήριο των χρωμάτων, των οσμών ή των γεύσεων δεν χάνουμε και πάρα πολλά, ενώ αν δεν γνωρίζουμε ποιο είναι το κριτήριο του καλού και του κακού, φυσιολογικού και του μη φυσιολογικού, τότε η ζημιά είναι πολύ μεγάλη;
— Μεγαλύτερη δεν υπάρχει.
— Ωραία. Αυτά που κάποιοι τα θεωρούν πρέποντα και αρμόζοντα είναι όντως τέτοια; Οι Εβραίοι, οι Σύριοι, οι Αιγύπτιοι και οι Ρωμαίοι έχουν αντιλήψεις για το τι είναι πρέπον να τρώμε, σωστά; Είναι όλες τους σωστές;
— Πώς είναι δυνατόν να είναι όλες σωστές;
— Πράγματι, μου φαίνεται ότι αναγκαστικά, εάν οι αντιλήψεις των Αιγυπτίων είναι σωστές, τότε οι αντιλήψεις των υπολοίπων δεν θα είναι σωστές. Κι αν είναι σωστές οι αντιλήψεις των Εβραίων, τότε των άλλων δεν είναι, σωστά;
— Προφανώς.
— Εκεί που υπάρχει άγνοια, εκεί υπάρχει ασχετοσύνη και απαιδευσιά για τα πράγματα τα αναγκαία, σωστά;
— Συμφωνώ.
— Εσύ τώρα, αφού το αντιλήφθηκες αυτό, δεν θα ασχοληθείς με τίποτε άλλο ούτε θα μελετήσεις τίποτε άλλο παρά μονάχα πώς θα βρεις το κριτήριο του τι είναι σύμφωνο με τη φύση. Κι αφού το βρεις, θα χρησιμοποιήσεις το κριτήριο αυτό για να ξεχωρίσεις τι είναι φυσιολογικό στις συγκεκριμένες περιπτώσεις. Για την ώρα όμως μπορώ να σου προσφέρω μια βοήθεια σ’ αυτό που ζητάς. Θεωρείς ότι η αγάπη είναι κάτι φυσικό και ωραίο;
— Προφανώς.
— Εντάξει . H αγάπη είναι κάτι φυσικό και ωραίο. H λογική δεν είναι;
— Προφανώς και είναι.
— H αγάπη συγκρούεται με τη λογική;
— Δε νομίζω.
— Αν συγκρουόταν, όμως, τότε από τη στιγμή που δυο πράγματα συγκρούονται μεταξύ τους και το ένα είναι φυσικό, και το άλλο αφύσικο. Σωστά;
— Σωστά.
— Επομένως, αν βρούμε κάτι που αποτελεί δήλωση αγάπης και την ίδια στιγμή είναι κάτι το λογικό, τότε θα πούμε με αποφασιστικότητα γι’ αυτό ότι και σωστό είναι και ωραίο. Συμφωνείς;
— Συμφωνώ.
— Ωραία. Δεν νομίζω ότι θα αμφισβητήσεις πως το να εγκαταλείψεις το παιδί σου άρρωστο και να πας να μείνεις αλλού είναι λογικό. Μένει να εξετάσουμε αν αποτελεί εκδήλωση της αγάπης σου.
— Ας το εξετάσουμε.
— Λες ότι επειδή αγαπάς το παιδί σου, σωστά έκανες κι έφυγες και το παράτησες, ναι; H μάνα, όμως, δεν το αγαπά το παιδί;
— Το αγαπάει.
— Έπρεπε να το εγκαταλείψει κι αυτή ή όχι;
— Δεν έπρεπε.
— Η παραμάνα; Το αγαπάει;
— Το αγαπάει.
— Μήπως έπρεπε κι αυτή να το εγκαταλείψει;
— Όχι, όχι.
— Ο δάσκαλος του παιδιού: Δεν το αγαπάει;
— Το αγαπάει.
— Έπρεπε μήπως να εγκαταλειφθεί το παιδί έρημο κι αβοήθητο απ’ την πολλή αγάπη των γονιών του και των ανθρώπων των δικών του; Έπρεπε μήπως v’ αφεθεί να πεθάνει στα χέρια εκείνων που ούτε το αγαπούν ούτε το νοιάζονται;
— Όχι, προφανώς όχι…
— Ναι, αλλά δεν είναι άδικο και εγωιστικό αυτά που θεωρείς ότι είναι θεμιτό να τα κάνεις εσύ εξαιτίας της πολλής αγάπης σου, να μην τα επιτρέπεις και σ’ όποιον άλλο αισθάνεται την ίδια αγάπη με σένα;
— Δεκτό.
— Εντάξει, για πες τώρα. Αν εσύ ήσουν άρρωστος, θα ήθελες μήπως όλοι οι κοντινοί σου άνθρωποι, μα και τα παιδιά σου κι η γυναίκα σου, να σ’ αγαπάνε τόσο πολύ που να σ’ αφήσουν μόνο κι αβοήθητο;
— Όχι, καθόλου…
— Θα προσευχόσουν να σ’ αγαπάνε τόσο πολύ οι δικοί σου, ώστε εξαιτίας της υπερβολικής αγάπης τους εσύ να μένεις πάντα μόνος στις αρρώστιες; ‘H μήπως θα προσευχόσουν έτσι να σ’ αγαπούν οι εχθροί σου, αν γινόταν, ώστε αυτοί τουλάχιστον να σ’ αφήνουν στην ησυχία σου; Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε προκύπτει ότι η συμπεριφορά σου διόλου δεν ήταν από αγάπη.
— Ναι, αλλά τι σημαίνει αυτό;
— Τι ήταν εκείνο σ’ έσπρωξε να εγκαταλείψεις το παιδί; Διότι κάτι ήταν. Ήταν το ίδιο πράγμα που έσπρωξε κι έναν άνθρωπο στη Ρώμη, ο οποίος όταν έτρεχε τo άλογο που υποστήριζε στις ιπποδρομίες είχε καλυμμένο με τα χέρια του το πρόσωπό του. Κι όταν αργότερα το άλογο κέρδισε ανέλπιστα τον αγώνα, αυτός λιποθύμησε κι έπρεπε να του βάλουν βρεγμένες πετσέτες στο πρόσωπο για να τον συνεφέρουν. Τι πράγμα λοιπόν ήταν αυτό;
Δεν είναι της ώρας μια εξήγηση επιστημονική. Αρκεί εδώ να πειστούμε γι’ αυτό που λένε οι φιλόσοφοι, ότι δηλαδή το πράγμα αυτό δεν πρέπει να το αναζητήσουμε έξω από εμάς, αλλά πάντοτε ένα είναι αυτό που μας κάνει να κάνουμε κάτι ή να μην το κάνουμε, να πούμε κάτι ή να μην το πούμε, να περηφανευτούμε για κάτι ή να ντραπούμε γι’ αυτό, να επιδιώξουμε κάτι ή να το αποφύγουμε. Αυτό το ένα πράγμα είναι που και τώρα κάνει εσένα να έρθεις εδώ να κάτσεις να μ’ ακούσεις, κι εμένα να σου μιλάω. Ποιο είναι αυτό; Οι αντιλήψεις μας για το τι είναι σωστό τι όχι. Συμφωνείς;
— Συμφωνώ.
— Κι αν μας είχε φανεί καλύτερο να κάνουμε κάτι άλλο, θα κάναμε το άλλο, σωστά; Επομένως, η αιτία του πένθους του Αχιλλέα δεν είναι ο θάνατος του Πάτροκλου (γιατί άλλοι άνθρωποι δεν ένιωσαν το ίδιο αίσθημα όταν πέθανε o σύντροφός τους), αλλά η αντίληψή που σχημάτισες για το τι είναι σωστό. Κι αν πάλι έμενες, αιτία θα ήταν η αντίληψή σου. Και τώρα πηγαίνεις στη Ρώμη, γιατί αυτό νομίζεις καλύτερο. Κι αν αλλάξεις γνώμη, δεν θα πας στη Ρώμη. Και ούτε η εξορία ούτε η ταλαιπωρία ούτε τίποτα τέτοιο δεν είναι η αιτία που κάνουμε ή δεν κάνουμε κάτι, αλλά οι αντιλήψεις και οι ιδέες μας για τον θάνατο, την εξορία κ.λπ. Σε πείθω ή όχι;
— Με πείθεις.
— Σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα θα προκύψει ανάλογα με την αιτία του. Επομένως, από σήμερα και στο εξής, όταν συμπεριφερόμαστε με τρόπο που δεν είναι σωστός, δε θα κατηγορούμε τίποτα άλλο παρά τη δική μας αντίληψη, την αντίληψη εκείνη που μας έκανε να φερθούμε με τον τρόπο που φερθήκαμε. Και θα προσπαθούμε να ξεριζώσουμε και να αφαιρέσουμε την αντίληψη αυτή περισσότερο κι απ’ τα σπυριά και τ’ αποστήματα του κορμιού μας. Την ίδια αιτία θα θεωρήσουμε ότι έχουν και οι συμπεριφορές που είναι πράγματι σωστές.
Και στο εξής δεν θα κατηγορούμε ούτε τον υπηρέτη μας ούτε τον γείτονα ούτε τη γυναίκα μας ούτε τα παιδιά μας ως τον υπεύθυνο για τα όποια δεινά μας. Γιατί θα γνωρίζουμε ότι τις δικές μας πράξεις τις προκαλούν οι δικές μας αντιλήψεις. Και τις αντιλήψεις μας, το τι θα πιστέψουμε ή όχι, το εξουσιάζουμε εμείς και τίποτε έξω από εμάς.
— Σωστά.
— Από σήμερα και στο εξής, τίποτε άλλο δεν θα εξετάσουμε, για το αν είναι καλό ή όχι, για το αν είναι αυτό που πρέπει ή όχι, ούτε το χωράφι μας ούτε το προσωπικό μας ούτε τα άλογα ή τα σκυλιά μας, αλλά μονάχα τις αντιλήψεις μας.
— Μακάρι.
— Το αντιλαμβάνεσαι λοιπόν κι ο ίδιος ότι, αν θέλεις να μελετήσεις πραγματικά τις αντιλήψεις σου, θα πρέπει να γίνεις το ζώο εκείνο που οι πάντες κοροϊδεύουν: άνθρωπος που σπουδάζει. Και το καταλαβαίνεις και μόνος σου ότι αυτό δεν είναι υπόθεση της μιας ώρας ή της μιας μέρας.

ΕΠΙΚΤΗΤΟΣ, Η Ελευθερία

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της

Ελεφαντοστέινο αγαλμάτιο γυμνής θεάς 
από το νεκροταφείο του Κεραμεικού, 
τρίτο τέταρτο του 8ου αι. π.Χ. 
Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
1.8.1. Το κόκαλο, το ελεφαντόδοντο και το ξύλο


Οι τεχνίτες της γεωμετρικής εποχής χρησιμοποιούσαν και άλλα υλικά για την κατασκευή αγαλμάτων και αναγλύφων. 

Ένα από αυτά ήταν το κόκαλο, κυρίως από κέρατα ελαφιών, από το οποίο έφτιαχναν μικρά αγαλμάτια και πλακίδια. Πολύ σπανιότερο και ακριβότερο ήταν το ελεφαντόδοντο, την κατεργασία του οποίου οι Έλληνες την έμαθαν στην Ανατολή. Το περιζήτητο αυτό υλικό ερχόταν κυρίως από την Αφρική, διανύοντας μεγάλες αποστάσεις. Τα έργα από ελεφαντόδοντο συχνά έχουν ανατολικά πρότυπα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ένα αγαλμάτιο γυμνής θεάς που βρέθηκε σε έναν τάφο πλούσιας γυναίκας των χρόνων γύρω στο 740 π.Χ. στο νεκροταφείο του Κεραμεικού στην Αθήνα. Η «γυμνή θεά» προέρχεται από τη Συρία και οι Έλληνες τη γνώρισαν από τα ταξίδια τους στην ανατολική Μεσόγειο και από τους Φοίνικες εμπόρους που έρχονταν στη χώρα τους. Ενδιαφέρον είναι ότι το αγαλμάτιο του Κεραμεικού, παρ᾽ όλη τη στενή του σχέση με τη Συρία, είναι έργο Ελληνικό — φτιαγμένο σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις στην Αττική, αλλά βασισμένο σε ανατολικά πρότυπα.

 Ένα άλλο σημαντικό κομμάτι της τέχνης της γεωμετρικής εποχής (αλλά και γενικότερα της αρχαίας τέχνης), από το οποίο μας έχουν σωθεί πολύ λίγα δείγματα, είναι η ξυλογλυπτική.

Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι: Ι. ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΛΗ ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ

7.10. Ο κόσμος και ο άνθρωπος


Η θεωρία των Ιδεών είναι αναμφίβολα η κορυφαία σύλληψη του Πλάτωνα και το ενοποιητικό στοιχείο της φιλοσοφίας του. Οι πλατωνικές Ιδέες σηματοδοτούν το ανώτερο επίπεδο του Όντος, προσφέρουν το κριτήριο της αλήθειας, λειτουργούν ως απόλυτες ηθικές αξίες - ενοποιούν δηλαδή τα φιλοσοφικά πεδία της οντολογίας, της γνωσιολογίας και της ηθικής.

Η κατάκτηση των Ιδεών οδηγεί τον άνθρωπο στην ευδαιμονία. Μόνο που η κατάκτηση αυτή είναι εξαιρετικά δύσκολη. Ελάχιστοι έχουν τη φυσική προδιάθεση και την υπεράνθρωπη επιμονή να ακολουθήσουν τις δύσβατες διαδρομές, που συμβολικά υποδεικνύει ο Πλάτων (τον δρόμο του θανάτου, τις βαθμίδες του πλατωνικού έρωτα, τα τριάντα χρόνια της αυστηρής πειθαρχίας και εκπαίδευσης), και να φτάσουν στις απρόσιτες Ιδέες. Ο μέσος άνθρωπος αισθάνεται εντελώς αποκομμένος από το σύμπαν των Ιδεών. Ο Πλάτων του δείχνει ότι ζει μέσα στην αδικία και την ανορθολογικότητα, του ανατρέπει τις γνωστικές του βεβαιότητες, τον καλεί να καταπιέσει τις επιθυμίες και τις φιλοδοξίες του, με μόνο αντίβαρο την υπόσχεση μιας πολύ μακρινής και πολύ αμφίβολης επιβράβευσης.

Στα περισσότερα έργα του ο Πλάτων δείχνει συμβιβασμένος με την άποψη ότι η αληθινή φιλοσοφία απευθύνεται τελικά σε μια μικρή μειοψηφία. Οι φιλόσοφοι, τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη, ανήκουν σε μια κοινωνική ελίτ. Μόνο προς το τέλος της ζωής του μπορεί να διακρίνει κανείς κάποια αλλαγή στάσης. Στον Τίμαιο στρέφει το ενδιαφέρον του προς τον φυσικό κόσμο, τον οποίο τόσο αυτός όσο και ο δάσκαλός του είχαν περιφρονήσει. Στον Φίληβο υποστηρίζει ότι η σωστή ζωή συνίσταται σε ένα αρμονικό μείγμα φρόνησης και ηδονής. Και στους Νόμους, το τελευταίο του έργο, η ηθική και πολιτική τάξη δεν ανατίθεται στον φωτισμένο φιλόσοφο-βασιλέα αλλά στον συνετό και προνοητικό νομοθέτη. Η πλατωνική φιλοσοφία γίνεται λιγότερο απόκοσμη, το δυνητικό της ακροατήριο διευρύνεται. Κάποιοι λένε ότι ο Πλάτων απογοητεύτηκε από την αποτυχημένη ανάμειξή του στην πολιτική, και προτίμησε να συμβιβαστεί. Ίσως να επηρεάστηκε από τις κριτικές στη θεωρία των Ιδεών, που διατυπώθηκαν ακόμη και μέσα στην ίδια την Ακαδημία (ο πλατωνικός διάλογος Παρμενίδης μας δίνει μια εικόνα τέτοιων ενστάσεων). Ίσως πάλι, απλώς η σκέψη του να μετεξελίχθηκε.

Στον Τίμαιο ο Πλάτων υιοθετεί τον μυθικό τρόπο αφήγησης για να εξιστορήσει τη δημιουργία του κόσμου από έναν γεωμέτρη θεό. Ο ουρανός παρουσιάζεται ως ένα πεδίο τελειότητας, αφού η μοναδική μεταβολή που τον χαρακτηρίζει είναι η αιώνια και τακτική περιστροφική κίνηση, το αλάνθαστο ρολόι του χρόνου. Ο Πλάτων επιστρατεύει την τελευταία λέξη της μαθηματικής αστρονομίας, προκειμένου να αποδείξει ότι κάθε κίνηση στον ουρανό, ακόμη και η περίπλοκη κίνηση των πλανητών, είναι στην πραγματικότητα κυκλική και ομαλή. Στον άτακτο και ανορθολογικό κόσμο μας υπάρχει επομένως ένας χώρος όπου βασιλεύει η τάξη. Στον άνθρωπο τώρα, που παρουσιάζεται ως ένα ατελές δημιούργημα, ως μια μικρογραφία του κόσμου, ο αντίστοιχος χώρος είναι το αθάνατο μέρος της ψυχής, εκεί όπου εδρεύει η νόηση. Δυνητικά, τουλάχιστον, όλοι οι άνθρωποι μπορούν να αναπτύξουν αυτό το μέρος της ψυχής τους, να κινητοποιήσουν σωστά τις νοητικές τους δυνάμεις. Ενώ όμως παλαιότερα ο Πλάτων θα υποστήριζε ότι αυτό γίνεται μόνο με τη γνώση των Ιδεών, τώρα υποδεικνύει μια πιο προσιτή διέξοδο, μια διέξοδο μάλιστα που αξιοποιεί και τις απατηλές ανθρώπινες αισθήσεις.

Η παρατήρηση της μέρας και της νύχτας, των μηνών, της εναλλαγής των ετών, των ισημεριών και των τροπικών, μας οδήγησε στην επινόηση του αριθμού, μας έδωσε την έννοια του χρόνου και μας ώθησε στη διερεύνηση της φύσης του σύμπαντος. Από αυτή την πηγή αντλήσαμε τη φιλοσοφία, το μεγαλύτερο αγαθό που δώρισαν ή θα δωρίσουν ποτέ οι θεοί στους θνητούς. Ας πούμε απλώς και μόνον ότι η όραση είναι η αιτία του μέγιστου αγαθού: ο Θεός την ανακάλυψε και μας τη δώρισε για να μπορούμε να παρατηρούμε στον ουρανό τις αδιατάρακτες κυκλικές κινήσεις του νου και να τις προσαρμόζουμε στις συγγενικές αλλά ταραγμένες περιφορές της δικής μας διάνοιας.

Πλάτων, Τίμαιος 47a-c

Αν οι άνθρωποι στρέψουν τα μάτια τους στον ουρανό και τον παρατηρήσουν υπομονετικά και προσεκτικά, θα ανακαλύψουν την κανονικότητα και την περιοδικότητα των κινήσεών του, θα συλλάβουν την έννοια του χρόνου. Ο χρόνος όμως είναι η ρυθμική κίνηση του σύμπαντος, είναι συνυφασμένος με τον αριθμό. Και οι αριθμοί, για τον Πλάτωνα, είναι η βασιλική οδός προς τη φιλοσοφία.

Η φιλοσοφική γνώση, και η ευδαιμονία που τη συνοδεύει, γίνεται τώρα πιο προσιτή, και μάλιστα προσιτή σε όλους τους ανθρώπους και όχι μόνο σε μια μικρή ομάδα προικισμένων φιλοσόφων. Συντελείται μέσα στο αισθητό σύμπαν και όχι σε έναν υπερουράνιο τόπο. Δεν επιζητεί τον εκμηδενισμό του σώματος και των αισθήσεων, αλλά απλώς την άσκηση του νου, συνδυάζεται μάλιστα και με την ηδονή, όπως θα μας πει ο Πλάτων στον Φίληβο.

Ο Πλάτων αποφασίζει στην τελευταία φάση της ζωής του να στραφεί στην κοσμολογία και τη φυσική, αναιρώντας στην πράξη την περιφρόνησή του προς τα φαινόμενα, γιατί αντιλαμβάνεται ότι με το να «παραχωρήσει» αυτό τον τομέα της γνώσης στους αντιπάλους του, αδυνατεί να αντιμετωπίσει τον ολέθριο σχετικισμό στο πεδίο της ηθικής και πολιτικής συμπεριφοράς. Αν δεχτούμε ότι όλο το φυσικό σύμπαν είναι άλογο και χαοτικό (και για τον Πλάτωνα άλογο και χαοτικό είναι οτιδήποτε στερείται σχεδίου και σκοπού), τότε με ποιον τρόπο, σε ποια θεμέλια και με ποια πειθώ θα υπερασπιστούμε την ορθολογικότητα της ανθρώπινης πράξης; Αντί να διασώσουμε μια ειδική ομάδα ανθρώπων με εξαιρετικές προδιαγραφές από το γενικό χάος, ευελπιστώντας ότι η απόδοση της εξουσίας σε αυτούς θα επιφέρει εντέλει τάξη και στην πόλη, είναι προτιμότερο να αντιστρέψουμε την εικόνα της φύσης. Κλειδί σε αυτή την αντιστροφή της εικόνας είναι η μαθηματική αστρονομία που αποκαθιστά την τάξη του ουρανού. Σε ένα έλλογο και τακτικό σύμπαν η κατά γενική ομολογία ανορθολογική συμπεριφορά των ανθρώπων φαίνεται πλέον και παράταιρη και ιάσιμη.