Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (18.394-18.428)

Ὣς ἄρα φωνήσας σφέλας ἔλλαβεν· αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
395 Ἀμφινόμου πρὸς γοῦνα καθέζετο Δουλιχιῆος,
Εὐρύμαχον δείσας. ὁ δ᾽ ἄρ᾽ οἰνοχόον βάλε χεῖρα
δεξιτερήν· πρόχοος δὲ χαμαὶ βόμβησε πεσοῦσα,
αὐτὰρ ὅ γ᾽ οἰμώξας πέσεν ὕπτιος ἐν κονίῃσι.
μνηστῆρες δ᾽ ὁμάδησαν ἀνὰ μέγαρα σκιόεντα,
400 ὧδε δέ τις εἴπεσκεν ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον·
«αἴθ᾽ ὤφελλ᾽ ὁ ξεῖνος ἀλώμενος ἄλλοθ᾽ ὀλέσθαι
πρὶν ἐλθεῖν· τῶ κ᾽ οὔ τι τόσον κέλαδον μετέθηκε.
νῦν δὲ περὶ πτωχῶν ἐριδαίνομεν, οὐδέ τι δαιτὸς
ἐσθλῆς ἔσσεται ἦδος, ἐπεὶ τὰ χερείονα νικᾷ.»
405 Τοῖσι δὲ καὶ μετέειφ᾽ ἱερὴ ἲς Τηλεμάχοιο·
«δαιμόνιοι, μαίνεσθε καὶ οὐκέτι κεύθετε θυμῷ
βρωτὺν οὐδὲ ποτῆτα· θεῶν νύ τις ὔμμ᾽ ὀροθύνει.
ἀλλ᾽ εὖ δαισάμενοι κατακείετε οἴκαδ᾽ ἰόντες,
ὁππότε θυμὸς ἄνωγε· διώκω δ᾽ οὔ τιν᾽ ἐγώ γε.»
410 Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ὀδὰξ ἐν χείλεσι φύντες
Τηλέμαχον θαύμαζον, ὃ θαρσαλέως ἀγόρευε.
τοῖσιν δ᾽ Ἀμφίνομος ἀγορήσατο καὶ μετέειπε
Νίσου φαίδιμος υἱός, Ἀρητιάδαο ἄνακτος·
«ὦ φίλοι, οὐκ ἂν δή τις ἐπὶ ῥηθέντι δικαίῳ
415 ἀντιβίοις ἐπέεσσι καθαπτόμενος χαλεπαίνοι·
μήτε τι τὸν ξεῖνον στυφελίζετε μήτε τιν᾽ ἄλλον
δμώων, οἳ κατὰ δώματ᾽ Ὀδυσσῆος θείοιο.
ἀλλ᾽ ἄγε, οἰνοχόος μὲν ἐπαρξάσθω δεπάεσσιν,
ὄφρα σπείσαντες κατακείομεν οἴκαδ᾽ ἰόντες·
420 τὸν ξεῖνον δὲ ἐῶμεν ἐνὶ μεγάροις Ὀδυσῆος
Τηλεμάχῳ μελέμεν· τοῦ γὰρ φίλον ἵκετο δῶμα.»
Ὣς φάτο, τοῖσι δὲ πᾶσιν ἑαδότα μῦθον ἔειπε.
τοῖσιν δὲ κρητῆρα κεράσσατο Μούλιος ἥρως,
κῆρυξ Δουλιχιεύς· θεράπων δ᾽ ἦν Ἀμφινόμοιο·
425 νώμησεν δ᾽ ἄρα πᾶσιν ἐπισταδόν· οἱ δὲ θεοῖσι
λείψαντες μακάρεσσι πίον μελιηδέα οἶνον.
αὐτὰρ ἐπεὶ σπεῖσάν τ᾽ ἔπιόν θ᾽ ὅσον ἤθελε θυμός,
βάν ῥ᾽ ἴμεναι κείοντες ἑὰ πρὸς δώμαθ᾽ ἕκαστος.

***
Τελειώνοντας, χουφτώνει ένα σκαμνί· ο Οδυσσέας όμως,
από τον φόβο μήπως τον βρει ο Ευρύμαχος, τραβήχτηκε
στα γόνατα του Αμφινόμου. Χτύπησε το σκαμνί
το χέρι το δεξί του κεραστή, βρόντηξε το λαγήνι πέφτοντας
στο δάπεδο, κι αυτός, βογγώντας απ᾽ τον πόνο,
ανάσκελα σωριάστηκε στη σκόνη.
Σήκωσαν οι μνηστήρες θόρυβο, αντήχησε η φωνή τους
στη μισοφωτισμένη αίθουσα· οπότε, ο ένας βλέποντας τον άλλον,
400 καθένας έλεγε στον διπλανό του:
«Άμποτε ο ξένος, που περιφέρεται εδώ κι εκεί, να ᾽χε ξοφλήσει
αλλού, πριν φτάσει εδώ· έτσι, δεν θα ᾽φερνε σ᾽ εμάς την τόση ταραχή του,
που τώρα συγχυζόμαστε με κουρελήδες — χάλασε κι η απόλαυση
από το πλούσιο δείπνο μας, αφού μας βρήκαν τα χειρότερα.»
Μπήκε στη μέση όμως ο γενναίος Τηλέμαχος, για να τους πει:
«Ακαταλόγιστοι, θαρρώ πως χάσατε τα λογικά σας, φαίνεται
δεν σηκώνετε το τόσο φαγητό και το πιοτό, εκτός κι αν
σας επείραξε κάποιος θεός.
Ώρα ωστόσο, χορτάτοι για καλά, να πάτε τώρα να κουρνιάσετε
στο σπίτι σας, αν βέβαια κι εσείς το επιθυμείτε —
εγώ πάντως κανένα σας δεν διώχνω.»
410 Ακούγοντας τα λόγια του, όλοι οι μνηστήρες τα ᾽χασαν
δαγκώνοντας τα χείλη τους, που μίλησε ο Τηλέμαχος με τόσο θάρρος.
Τότε ο Αμφίνομος, του Νήσου φημισμένος γιος, ο εγγονός του Αρήτου,
μεσολαβώντας ομολόγησε:
«Φίλοι, δεν πρέπει κάποιος, στον δίκαιο λόγο που άκουσε,
να αντιμιλά με εμπάθεια κι άσχημα να θυμώνει.
Λοιπόν, μη βασανίζετε κι άλλο τον ξένο, μήτε και δούλους
που κυκλοφορούν εδώ στα δώματα του θεϊκού Οδυσσέα.
Καιρός ο κεραστής τις κούπες να γεμίσει,
πρώτα να κάνουμε σπονδή, κι ύστερα πάμε να ξαπλώσουμε,
καθένας στο δικό του σπίτι.
420 Τον ξένο ας τον αφήσουμε στου Οδυσσέα τα δώματα,
κι ας τον νοιαστεί ο Τηλέμαχος, αφού στο σπίτι το δικό του
έφτασε ικέτης.»
Όλοι τους με τα λόγια του συμφώνησαν, κι ευθύς ο Μούλιος,
κήρυκας του Αμφινόμου και παιδόπουλό του, απ᾽ το Δουλίχιο κι αυτός,
συγκέρασε μες στον κρατήρα το κρασί και μοίρασε τις κούπες.
Πρώτα σταλάζουν στους μάκαρες θεούς, ήπιαν μετά
γλυκόπιοτο κρασί, κι ύστερα κίνησαν να φύγουν, πήγε ο καθένας
να πέσει στο κρεβάτι του.

Η Ρώμη και ο κόσμος της: 13. Εις την οδόν Φιλελλήνων

13.1. Και φίλοι και γραικύλοι

Δεκέμβρης του 60 π.Χ. Ο Κικέρων γράφει από τη Ρώμη επιστολή στον αδελφό του Κόιντο, ο οποίος είναι διοικητής στη ρωμαϊκή επαρχία της Μ. Ασίας.

Αγαπητέ μου Κόιντε,

Πολλά και ενδιαφέροντα τα νέα που περιέχει η τελευταία επιστολή σου, πολλές, όπως καταλαβαίνω, και οι έγνοιες που συνοδεύουν το αξίωμα και τα καθήκοντά σου. Αναρωτιέσαι αν είναι αγαθή τύχη ή κατάρα που σου έλαχε να διοικείς Έλληνες. Θα έλεγα ότι είναι και τα δύο. Ας υποθέσουμε ότι ήσουν διοικητής σε κάποια γαλατική, ισπανική ή αφρικανική επαρχία. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι ο κόσμος στις επαρχίες αυτές είναι απαίδευτος και κοινωνικά καθυστερημένος, με μια λέξη «βάρβαρος». Τι θα έκανες στην περίπτωση αυτή; Δεν θα προσπαθούσες να επιβάλεις μια στοιχειώδη τάξη και να δημιουργήσεις, όσο περνούσε από το χέρι σου, τις προϋποθέσεις για τη βελτίωση του επιπέδου αυτών των λαών; Αυτή θα ήταν, ασφαλώς, η αποστολή σου γιατί αυτό επιτάσσουν οι ανθρωπιστικές μας παραδόσεις. Οι θεοί ευλογούν τη Ρώμη και της έχουν αναθέσει την αποστολή να δαμάσει το τραχύ ήθος των υποτελών της και να τους δώσει την ευκαιρία να γευτούν τα αγαθά της πολιτικής οργάνωσης και της πνευματικής ζωής στο πλαίσιο μιας πολιτισμένης κοινωνίας. Σου λέω, βέβαια, πράγματα που γνωρίζεις.

Θα πρέπει να γνωρίζεις το ίδιο καλά ότι ο τόπος και ο κόσμος που διοικείς έχει μια πολύ ξεχωριστή ιστορία. Ο πολιτισμός, αν μπορώ να το πω έτσι, είναι ελληνική εφεύρεση· η παιδεία έχει ελληνικές ρίζες και από τις ρίζες αυτές τραφήκαμε κι εμείς σαν έθνος. Δεν θα διστάσω ποτέ να ομολογήσω ότι το λαμπρό οικοδόμημα της Ρώμης δεν θα μπορούσε να υψωθεί χωρίς τη συμβολή του ελληνικού πολιτισμού· και ότι όσα πετύχαμε εμείς οι Ρωμαίοι τα πετύχαμε υιοθετώντας την εκπαίδευση, την τέχνη και τις επιστήμες των Ελλήνων. Και η εκπολιτιστική αποστολή της Ρώμης είναι κι αυτή συνέχεια του ελληνικού φωτός. Γι᾽ αυτούς τους λόγους, είμαστε σήμερα ηθικά υποχρεωμένοι να αντιμετωπίσουμε τους Έλληνες με τον σεβασμό που αρμόζει στη μεγάλη τους ιστορία, και με την πολιτική μας συμπεριφορά να ξεπληρώσουμε κατά κάποιο τρόπο το χρέος μας απέναντί τους.

Έχω αρκετή πολιτική πείρα για να ξέρω, βέβαια, ότι ο σχεδιασμός της πολιτικής δράσης δεν μπορεί πάντα να καθοδηγείται από ιστορικούς συναισθηματισμούς. Και ξέρω καλά ότι οι δυσκολίες που αντιμετωπίζεις στην παρούσα περίοδο υπαγορεύουν μια σθεναρή, για να μην πω παραδειγματικά αυστηρή, στάση, προκειμένου να τεθούν έγκαιρα υπό τον έλεγχό σου οι αντιδράσεις του τοπικού πληθυσμού στις πρόσφατες φορολογήσεις. Παρ᾽ όλα αυτά, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι υπήκοοί σου έχουν μακρά παράδοση πολιτικής σκέψης και πράξης, προσπάθησε να συζητήσεις με τους εκπροσώπους τους, χωρίς να δίνεις την εντύπωση ότι όλα είναι προαποφασισμένα και τίποτε δεν είναι διαπραγματεύσιμο. Αν μη τι άλλο, οι Έλληνες είναι πρόθυμοι να κάνουν συζήτηση και εκτιμούν αυτούς που τους δίνουν την ευκαιρία να μιλήσουν. Και φυσικά θα το εκτιμήσουν ακόμη περισσότερο αν τους φιλοδωρήσεις και με ολίγα ελληνικά. Είμαι βέβαιος ότι έχεις μάθει αρκετά για να μπορείς να τους κάνεις μια τέτοια φιλοφρόνηση. Πιστεύουν -και δεν έχουν και άδικο, εδώ που τα λέμε- ότι μιλούν την πιο πλούσια, ωραία και εκφραστική γλώσσα του κόσμου· και θα γίνουν πιο δεκτικοί όταν ακούσουν τον ρωμαίο διοικητή τους να τους υποδέχεται στο κυβερνείο «ελληνιστί». Δεν θα είχες, ασφαλώς, παρόμοια προβλήματα και υποχρεώσεις αν είχες να κάνεις με Γαλάτες, σκέψου όμως αν θα προτιμούσες να βλέπεις από το παράθυρο του κυβερνείου τις καλύβες του Βερκινγκετόριξ με φόντο τα βουνά και τις βελανιδιές ή τους ναούς, τα θέατρα και τις βιβλιοθήκες της Ιωνίας.

Στη Ρώμη ο καιρός είναι καλός και έχουμε σχετική ησυχία. Δεν ξέρω πόσο θα κρατήσει αυτό αλλά, αν το χειρότερο σενάριο που έχω στο μυαλό μου ισχύει, σίγουρα κάποιος στρατηγός ετοιμάζεται να επιτεθεί με «ανήθικους σκοπούς» εναντίον της πολύπαθης δημοκρατίας μας. Αλλά ας μη μελαγχολήσω περισσότερο για σήμερα.

Να είσαι πάντα καλά.

Αν υπήρχαν φιλέλληνες στη Ρώμη, ο Κικέρων ήταν σίγουρα ένας απ᾽ αυτούς. Ο Κόιντος, πάντως, δεν θεωρούσε την ιστορική θέα από το μεγάλο παράθυρο του κυβερνείου αρκετή για να ξεχάσει τα μεγάλα προβλήματα που τον έζωναν. «Και ελληνικά τους μίλησα», απάντησε, «και επί μακρόν συζήτησα με τους εκπροσώπους τους. Αλλά αυτοί δεν μπορούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους· οι μεν διαβάλλουν τους δε και όλοι μαζί κάνουν ό,τι μπορούν για να φανούν αφερέγγυοι και αναξιόπιστοι. Δεν είμαι βέβαιος αν μισούν τη ρωμαϊκή διοίκηση περισσότερο από ό,τι επιβουλεύονται ο ένας τον άλλον. Τι έχεις να πεις επ᾽ αυτού;»

Αγαπητέ μου Κόιντε,

Από ό,τι φαίνεται έχεις πολλά να μάθεις ακόμη. Τίποτε από αυτά που μου γράφεις δεν μου κάνει εντύπωση. Και για να πάψεις να εντυπωσιάζεσαι και εσύ, σκέψου ότι οι άνθρωποι αυτοί έχουν χάσει τις πολιτικές τους ελευθερίες εδώ και έναν σχεδόν αιώνα. Ναι, δυστυχώς, εδώ και πολύν καιρό ο χαρακτήρας τους διαμορφώνεται περισσότερο από την πολιτική τους υποτέλεια παρά από τις παραδόσεις του παρελθόντος τους. Πολλοί από αυτούς έχουν γίνει καιροσκόποι και κόλακες και, όπως διαπίστωσες και μόνος σου, ενώ έχουν ισχνή αίσθηση της σύγχρονης πολιτικής τους κατάστασης, διατηρούν ακέραιη την ικανότητά τους να πλατειάζουν και να θεωρητικολογούν με τον πιο άκαιρο τρόπο. Υπήρξα και εγώ ο ίδιος αποδέκτης της ελληνικής επιπολαιότητας και δουλοπρέπειας. Απλούστατα, από έναν ενστικτώδη σεβασμό για όλα εκείνα που επισήμανα στην προηγούμενη επιστολή μου προσπάθησα πάντα να ανακαλύψω τους καλούς, έντιμους και αξιοπρεπείς Έλληνες, αυτούς που τιμούν την ιστορία τους. Δεν είναι πάντα εύκολο να τους εντοπίσεις, αλλά ασφαλώς υπάρχουν. Τα υπόλοιπα είναι ζήτημα προσωπικής σου εκτίμησης και προσωπικών χειρισμών. Αν τα συμφέροντα της ρωμαϊκής διοίκησης επιβάλλουν να τους στενοχωρήσεις, κάν᾽ το. Μάλλον καλό θα τους κάνει.

Υγίαινε.

Εδώ έπεσε πολύ νερό στο φιλελληνικό κρασί. Ο Κικέρων αγαπάει, ή έστω συμπαθεί, τους Έλληνες υπό ορισμένες προϋποθέσεις, και η κυριότερη από αυτές είναι «να μοιάζουν με τους ένδοξους προγόνους τους», αυτούς που, όπως του είχαν πει οι δάσκαλοί του στο ρωμαϊκό σχολείο, είχαν μεγαλουργήσει και είχαν δώσει τα φώτα του πολιτισμού και στην ίδια τη Ρώμη. Οι σύγχρονοι Έλληνες (λέει) είναι κατά κανόνα «ξεπεσμένοι» και μόνο κατ᾽ εξαίρεση άξιοι της ιστορίας τους.

Οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν τρεις εθνικούς όρους για να αναφερθούν στους Έλληνες: (α) Graius. Σπάνιο, ποιητικό και εξιδανικευτικό. Παραπέμπει περισσότερο στους Έλληνες μιας μυθικής και ηρωικής εποχής, μορφές απρόσιτες, σχεδόν πέρα από τον χρόνο και τις ιστορικές συγκυρίες, σαν τον Όμηρο, ας πούμε, (β) Graecus. Ο πιο συχνός και ουδέτερος όρος. (γ) Graeculus. («γραικύλος», όπως το ακούμε καμιά φορά και σήμερα). Είναι υποκοριστικό και σημαίνει τον «μικρό Έλληνα». Η συχνότητα εμφάνισής του αυξάνεται στα χρόνια που ακολούθησαν την τελική υποταγή της Ελλάδας στη Ρώμη, το 146 π.Χ. Σπάνια δείχνει κάποια συγκαταβατική συμπάθεια· συνήθως σημαίνει τον «σύγχρονο Έλληνα της παρακμής» πάντα σε αντιδιαστολή προς τους «παλιούς, καλούς Έλληνες». Ο Κικέρων (σε άλλη επιστολή του) διακηρύσσει και το παινεύεται που είναι φιλέλληνας· απλώς οι γραικύλοι είναι γραικύλοι, και ο Κόιντος πρέπει να φυλάγεται από αυτούς.

Ο Κικέρων ήταν μεγάλη προσωπικότητα και θεωρείται ένας από τους «Πατέρες» της δυτικής κουλτούρας. Τα παιδιά ακούν (γενικά) τους πατεράδες, και, ακόμη και όταν δεν το συνειδητοποιούν, επηρεάζονται από τις απόψεις τους. Τα «παιδιά» του Κικέρωνα στη Δύση, για αιώνες πολλούς και με ποικίλους τρόπους, θυμούνται τα λόγια του Κικέρωνα όταν αναφέρονται στην Ελλάδα και τους Έλληνες. Οι μεγάλοι ευρωπαίοι φιλέλληνες του 18ου και 19ου αιώνα είναι φιλέλληνες για τους ίδιους πάνω κάτω λόγους που είναι και ο Κικέρων· και παρόλο που δείχνουν μεγαλύτερη συμπάθεια και κατανόηση για τους «ραγιάδες» της Τουρκοκρατίας, νοσταλγούν το ελληνικό παρελθόν με τον ίδιο περίπου τρόπο που το νοσταλγεί και ο Ρωμαίος. Η ιστορία του φιλελληνισμού αρχίζει ουσιαστικά στη Ρώμη· και από τη Ρώμη ο σύγχρονος κόσμος κληρονόμησε τον θαυμασμό για την ιδανική Ελλάδα, την απογοήτευση για την Ελλάδα που δεν ήταν «και τόσο ιδανική» και τις επιφυλάξεις του για τους Έλληνες που, σαν τους υπηκόους του Κόιντου, δεν κατάφερναν «να αρθούν στο ύψος της προγονικής κληρονομιάς τους».

Πέρα από το Υποκείμενο

Πέρα από το υποκείμενο / Πρώτη Εσωτερική Θεώρηση

Υπάρχει Μόνο Συνείδηση, χωρίς χώρο, χρόνο, ιδιότητες. Απέραντη Άδεια Αντίληψη, χωρίς κάποιο περιεχόμενο. Ανοιχτή Αγνή Επίγνωση της Αδειοσύνης. Αυτά τα τρία (Συνείδηση Αντίληψη, Επίγνωση), έτσι όπως περιγράφονται (ή δεν περιγράφονται) μοιάζουν να είναι το ίδιο. Είναι το ίδιο και ταυτόχρονα διαφέρουν στην λειτουργία τους.

Μέσα στην Συνείδηση, (στην Αντίληψη - στην Επίγνωση) αναδύονται όλες οι αντικειμενικές καταστάσεις και οι υποκειμενικές αντιλήψεις. Όλα αυτά είναι δραστηριότητες της Συνείδησης, δεν είναι κάτι διαφορετικό. Έτσι, η Πραγματικότητα είναι Μία: το περιεχόμενο της Συνείδησης (Αντίληψης - Επίγνωσης). Υπάρχει Μόνο Αυτή η Πραγματικότητα. Δεν υπάρχουν δύο πραγματικότητες, η Συνείδηση και η Δημιουργία (ο Κόσμος). Η Συνείδηση είναι ο Κόσμος. Ο Κόσμος είναι η Δραστηριότητα της Συνείδησης.

Όλα είναι Συνείδηση. Το κάθε τι είναι η Συνείδηση που εκδηλώνεται μέσα σε ιδιαίτερες συνθήκες. Έτσι, το Συγκεκριμένο είναι η Συνείδηση. Είναι οι περιορισμοί (Συνειδητότητα), οι προσδιορισμένες καταστάσεις (Επίγνωση).

Εφόσον υπάρχει μόνο Συνείδηση κάθε συνείδηση (που εμφανίζεται σαν ιδιαίτερη συνείδηση) είναι η Συνείδηση που λειτουργεί μέσα από περιορισμούς, μέσα σε συγκεκριμένες συνθήκες. Όλες αυτές οι ιδιαίτερες λειτουργίες, υποκειμενικές αντιλήψεις, ατομικότητα, σκέψη, αισθήσεις, μορφή, είναι δραστηριότητες της Συνείδησης. Είναι «οικεία» και συνεπώς ελέγξιμα και διαχειρίσιμα.

Όταν η Συνείδηση, σαν προσοχή, απορροφιέται σε μια ιδιαίτερη λειτουργία, (ατομικότητα, σκέψη, αίσθηση, εμπειρίες του εξωτερικού υλικού κόσμου) αντιλαμβάνεται μέσα από αυτά. Η Συνείδηση είναι πάντα η Βάση κάθε αντίληψης, κάθε επίγνωσης, αλλά οι ιδιαίτερες «αντιλήψεις» χρωματίζονται ανάλογα με την λειτουργία που χρησιμοποιούμε. Επειδή αυτά είναι δραστηριότητες της Συνείδησης μπορούν να ελεγχθούν, να σταματήσουν οπότε επιστρέφουμε στην Φυσική Αντίληψη.

Όταν η Συνείδηση κατανοεί ότι η μόνη Ορθή Αντίληψη είναι η Φυσική Αντίληψη και όλες οι άλλες ιδιαίτερες αντιλήψεις είναι σχετικές και προσωρινές, δεν υπάρχει πρόβλημα. Μπορεί να χρησιμοποιεί την ιδιαίτερη αντίληψη χωρίς να ξεχνιέται μέσα στις ιδιαίτερες προοπτικές της.

Όταν όμως η Συνείδηση απορροφιέται τελείως, (ταυτίζεται) με την ιδιαίτερη αντίληψη, (ατομικότητα, σκέψη και λοιπά) θεωρεί ότι αυτό είναι η μοναδική πραγματικότητα. Όταν ταυτιζόμαστε με την ατομικότητα αυτόματα λειτουργούμε μέσα από ένα αντιληπτικό κέντρο. Βλέπουμε δυαδικά τον κόσμο απέναντι. Είμαστε ένα υποκείμενο που ζει στον αντικειμενικό κόσμο.

Στην πραγματικότητα ή Συνείδηση (σαν Φυσική Αντίληψη), είναι πάντα η βάση κάθε αντίληψης, αλλά η Φυσική Αντίληψη παραβλέπεται και προβάλλεται η ιδιαίτερη αντίληψη, ή δυαδική αντίληψη. Βλέποντας μέσα από την ατομική νοητικότητα κάποια στιγμή γίνεται αντιληπτό ότι η Πραγματικότητα είναι Μία. Αλλά όσο επιμένουμε να λειτουργούμε μέσα από την ατομική αντίληψη, βιώνουμε την δυαδικότητα.

Η Ορθή Δράση, αν θέλουμε να επανέλθουμε στην Πραγματική Φυσική Αντίληψη, είναι να σταματήσουμε να λειτουργούμε έτσι, να σταματήσουμε την ατομική λειτουργία. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν το κάνουν.

Κάποιοι, πεπεισμένοι (από Σοφούς, Ιερά κείμενα, Διδασκάλους, διδασκαλίες) ότι η Πραγματικότητα είναι Μια, υιοθετούν αυτή την αντίληψη και αρνούνται ή αγνοούν την ατομική δραστηριότητα. Στην πραγματικότητα αυτή δεν είναι η Ολοκληρωμένη Ελεύθερη Κατάσταση. Είναι η νοητικότητα που μιμείται την Μη δυαδικότητα της Πραγματικότητας. Είναι μια υπνωτική κατάσταση όπου η ατομικότητα αντιγράφει την Μη δυαδική κατάσταση. Το εγώ πιστεύει ότι είναι η κατάσταση της φώτισης, της Μη δυαδικότητας της Πραγματικότητας. Δεν είναι.

Ή άλλη δράση της ατομικότητας (του εγώ) είναι να προσπαθεί, μέσω της πειθαρχίας, της πνευματικής άσκησης και πρακτικής, να υπερβεί τις κατώτερες λειτουργίες (σκέψη, αισθήσεις, εμπειρίες). Αυτό, εκτός του ότι φανερώνει την δυαδικότητα, μια αντίθεση ανάμεσα σ εμάς και τις λειτουργίες, (που θεωρούμε αντίθετες και εχθρικές), στην πραγματικότητα είναι αδιέξοδο γιατί τονώνει και επεκτείνει διαρκώς το εγώ.

Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στην Συνείδηση που έχει Φυσική Αντίληψη και στην συνείδηση που λειτουργεί μέσα από την ατομικότητα με μια δυαδική αντίληψη; Η Φυσική Συνείδηση αποδέχεται την ατομικότητα σαν μια λειτουργία της, που χρησιμοποιεί. Αλλά δεν αφήνει να την επηρεάσει. Κατανοεί ότι είναι κάτι περιορισμένο και προσωρινό. Η απορροφημένη συνείδηση ταυτίζεται με την λειτουργία της ατομικότητας. Θεωρεί ότι είναι η πραγματική κατάσταση και ότι όσα αντιλαμβάνεται είναι αληθινά. Παραβλέπει το Φυσικό Φόντο πάνω στο οποίο σχεδιάζει την ιδιαιτερότητά της και βλέπει μόνο τους «σχεδιασμούς» της.

Πέρα από το υποκείμενο / Δεύτερη Εσωτερική Θεώρηση

Υπάρχει Μόνο Συνείδηση. Όλα είναι Συνείδηση. Όλα αναδύονται και χάνονται μέσα στη Συνείδηση. Η Συνείδηση Είναι ο Κόσμος. Όλα όσα συμβαίνουν είναι πραγματικά, δεν είναι ψεύτικα. Είναι απλά συνειδησιακά φαινόμενα.

Όταν η Συνείδηση Περιορίζεται στην Ατομικότητα κι όταν λειτουργούμε μέσα από τον περιορισμένο δυαδικό νου, μέσα από την σκέψη, ενώ όσα συμβαίνουν είναι απλά συνειδησιακά φαινόμενα εμείς λανθασμένα πιστεύουμε ότι είναι ανεξάρτητα φαινόμενα. Έτσι οδηγούμαστε στον διαχωρισμό του υποκείμενου από τα αντικείμενα. Οδηγούμαστε με αυτόν τον τρόπο στο Κομμάτιασμα της Ενότητας της Πραγματικότητας και μιλάμε για διαφορετικά πράγματα (Συνείδηση, σκέψη, αισθήσεις, υλικός κόσμος). Και βρισκόμαστε δεμένοι μέσα στη σκέψη, στις αισθήσεις, στο σώμα τα οποία θεωρούμε σαν κάτι ανεξάρτητο από εμάς (την Συνείδηση) με την δική του πραγματικότητα, ενώ είναι απλά λειτουργίες μας. Και αναζητούμε τρόπο να ξεφύγουμε από τα δεσμά, να απελευθερωθούμε.

Δεν κατανοούμε τι συμβαίνει πραγματικά. Ξεκινάμε από μία λανθασμένη αντίληψη και προσπαθούμε να λύσουμε ένα ψευδό-πρόβλημα. Όταν είσαι δεμένος (με τα σχοινιά της αυταπάτης) υπάρχουν πολλοί τρόποι να δράσεις. Μπορείς να σταματήσεις να σκέφτεσαι τα δεσμά, να τα «αγνοήσεις». Έτσι έχεις την ψευδαίσθηση ότι είσαι ελεύθερος. Ή μπορείς να προσπαθείς, με διάφορους τρόπους να ξεπεράσεις τα δεσμά. Ή μπορείς απλά να λύσεις τα δεσμά. Ο πρώτος κι ο δεύτερος δρόμος είναι νοητική δράση που δεν οδηγεί στην πραγματική απελευθέρωση. Ο τρίτος δρόμος είναι η πραγματική δράση που οδηγεί στην πραγματική απελευθέρωση.

Το εγώ, η νόηση, η σκέψη, οι αισθήσεις, το σώμα, είναι πραγματικά κι είναι περιορισμοί, είναι «δεσμά». Δεν μπορείς να τα αγνοήσεις, να πεις είναι ψεύτικα, δεν με δεσμεύουν. Αυτό είναι θεωρία, ευσεβής πόθος. αλλά δεν οδηγεί στην απελευθέρωση αλλά στον «ύπνο» μέσα στο όνειρο. Πρέπει πραγματικά να λύσεις τα δεσμά. Η απελευθέρωση συμβαίνει αντικειμενικά όχι μέσα στην σκέψη. Πάλι όταν προσπαθείς να ξεπεράσεις κάτι από το οποίο διαχωρίζεσαι λειτουργείς λάθος γιατί πολεμάς στην πραγματικότητα ενάντια στον εαυτό σου. Η Σκέψη, οι αισθήσεις, το σώμα δεν είναι κάτι έξω από εσένα, κάτι εχθρικό. Είναι Εσύ, λειτουργίες σου. Πρέπει λοιπόν να αλλάξεις την θεώρηση των πραγμάτων. Πρέπει να τα δεις όλα μέσα στην Ενότητα της Συνείδησής σου.

Τι είναι πραγματικά η σκέψη, οι αισθήσεις, το σώμα; Είναι Μέσα στην Συνείδηση κι είναι λειτουργίες της Συνείδησης. Όταν Βλέπουμε Αντικειμενικά βλέπουμε ότι όλα αυτά είναι συνειδησιακά φαινόμενα, λειτουργίες της Συνείδησης. Ο δυαδικός νους τα βλέπει σαν κάτι ξεχωριστό από εμάς (την Συνείδηση). Και ο Αντικειμενικός Νους και ο δυαδικός νους βλέπουν τα φαινόμενα αλλά τα βλέπουν διαφορετικά. Ο δυαδικός νους επιδιώκει και διδάσκει την απελευθέρωση από τα «αντικειμενικά» (όπως θεωρεί) δεσμά. Ο Αντικειμενικός Νους μιλά μόνο για την ανάγκη να εγκαταλειφθούν οι εξωτερικές λειτουργίες για να Βιώσουμε το Μέσα. Υπάρχει διαφορετική θεώρηση και διαφορετική δράση. Ο Αντικειμενικός Νους Βιώνει την Ενότητα της Πραγματικότητας (Όλα Είναι Συνείδηση) ενώ ο δυαδικός νους λειτουργεί μέσα στην αντίληψη ενός δυαδικού κόσμου.

Μόνο όταν κατανοούμε την Ενότητα των Πάντων Μέσα στην Συνείδηση έχουμε ορθή αντίληψη των πραγμάτων. Όλα Είναι Συνείδηση. Μέσα στην Συνείδηση εκδηλώνονται σκέψη, αισθήσεις, σώμα. Δεν είναι οντότητες ανεξάρτητες από την Συνείδηση, με την δική τους πραγματικότητα (όπως, λανθασμένα τις βλέπει ο δυαδικός νους). Στην πραγματικότητα όλα αυτά η σκέψη αίσθηση στο σώμα δεν είναι παρά λειτουργίες της Συνείδησης. Μπορούμε να τις ελέγξουμε. Μπορούμε να στραφούμε Έσω και να επανέλθουμε στην Πραγματική μας Κατάσταση, στην Βάση της Συνείδησης (που δημιουργεί τα φαινόμενα).

Ερμηνεία της Εικόνας

Στην εικόνα απεικονίζεται η Συνείδηση με όλες τις Περιοχές της Συνειδητότητας (Επίγνωσης).

Ο Εσωτερικός Κύκλος αντιπροσωπεύει τον «περιορισμό. Είναι η Ατομικότητα που λειτουργεί σαν ένα «κέντρο» αντίληψης και αντιλαμβάνεται δυαδικά (το «περιβάλλον» απέναντι).

Το Τετράγωνο (της Λογικής, της Ορθής Κρίσης) αντιπροσωπεύει την Σταθερότητα, την Ισορροπία, τον Δυναμισμό.

Είναι η «Μη-δυαδική» Συνείδηση (Συνειδητότητα, Επίγνωση) η οποία κατανοεί την Ενότητα της Πραγματικότητας και σαν Ανοιχτή Επίγνωση αγκαλιάζει τα πάντα (χωρίς διαχωρισμούς).

Το Ανοδικό Τρίγωνο αναπαριστάνει την Παγκόσμια Συνείδηση η Οποία «Χάνεται» στην Απεραντοσύνη του Μεγάλου Υποκειμένου, της Κοσμικής (Δημιουργικής) Συνείδησης (της Θείας Εικόνας).

Ο Εσωτερικός Κύκλος είναι το «Όριο» ανάμεσα στην Συνειδητότητα της Δημιουργίας και το Απόλυτο Μυστήριο της Λευκής Συνείδησης, που Είναι Χωρίς Όρια ή Προσδιορισμούς, Χωρίς Χώρο, Χρόνο, Ιδιότητες, η Ανοιχτή Απεραντοσύνη της Θεότητας.

Το Λευκό Φόντο είναι η Συνείδηση που Στηρίζει τα Πάντα.

Όλα Είναι Εδώ κι είναι Πραγματικά, η Απεραντοσύνη της Συνείδησης κι οι Περιορισμοί, η Συνείδηση κι οι Συνειδητότητες (κι η Επίγνωση), η Συνείδηση κι ο Κόσμος, όλα Μέσα στην Ενότητα της Πραγματικότητας.

Πέρα από το υποκείμενο / Η Θρησκειολογική Ανάλυση

Αυτό το κείμενο απευθύνεται στον εγκλωβισμένο στο «υποκείμενο» άνθρωπο... αλλά και σε όλους τους φίλους που μας παρακολουθούν.... Κι οι ερωτήσεις , είναι ρητορικές, χάριν της συζήτησης...

Καταλαβαίνετε, άγνωστε φίλε, ότι, στην συνηθισμένη ζωή, λειτουργείτε και αντιλαμβάνεστε σαν υποκείμενο (ακόμα κι αν βασίζεστε στην δήθεν επιστήμη... που δεν μπόρεσε ακόμα να διατυπώσει μία «γενική θεωρία για τα φαινόμενα του σύμπαντος»...) και προσπαθείτε να εντάξετε μέσα σε αυτή την υποκειμενική σύλληψη την αντικειμενικότητα... Ασφαλώς είναι αδύνατο...

Εμείς δεν μιλάμε, σε όλες αυτές τις δημοσιεύσεις, μέσα στα πλαίσια αυτής της υποκειμενικίστικης θεώρησης.

Σας λέμε ότι πρέπει να βγείτε έξω από το υποκείμενο – καταργώντας τους μηχανισμούς παρέμβασης στην αντίληψη – να απελευθερώσετε την αντίληψή σας... και τότε θα έχετε εμπειρία της «ενότητας των πάντων» .

Δεν μιλάμε για μία υποκειμενική σύλληψη, για μία θεωρία, όπως αυτή του «Εν το Παν», ή για την φιλοσοφία των Ελεατών και δεν ξέρουμε τι άλλο... Μιλάμε για εμπειρία της ενότητας των πάντων. Εμπειρία! (τόσο δύσκολο είναι να γίνει κατανοητό;) ...

Και σας λέμε ακόμα, ότι δεν μπορείτε να μιλάτε για κάτι που δεν γνωρίζετε, που δεν έχετε εμπειρία... Οι διαλογιστικές πρακτικές των ανατολικών, οι πρακτικές προσευχής των ησυχαστών της ορθοδοξίας, κλπ., δεν έκαναν τίποτα περισσότερο από αυτό: να απελευθερώσουν την αντίληψη (από τους περιοριστικούς μηχανισμούς), ώστε να αντιληφθεί την Πραγματικότητα, την Αντικειμενική Πραγματικότητα...

Αυτό είναι Εμπειρία που μπορεί να βιώσει ο κάθε άνθρωπος – προφανώς κι εσείς- ...

Μιλάμε για εμπειρία, για μία επίγνωση ανώτερη από την υποκειμενική αντίληψη της ύπαρξης, για αντικειμενική συνείδηση... Δεν αναμασάμε ηλίθιες θεωρίες της υποκειμενικίστικης αντίληψης (όλα αυτά είναι διανοητικά σκουπίδια)...

Μιλάμε για εμπειρία που μπορείτε να επαληθεύσετε αν θέλετε...

Μια ζωή διαλεγμένη από γούστα άλλων, από κριτήρια ξένα

Τίποτα μα τίποτα δεν εξοργίζει τον άνθρωπο όσο το να του στερούν την ελευθερία του, να μην του επιτρέπουν να είναι ο εαυτός του, είτε το καταλαβαίνει συνειδητά είτε όχι.

Θα επαναλάβουμε πως δεν είμαστε μόνο αυτό που ξέρουμε και που καταλαβαίνουμε, δεν είμαστε μονάχα το συνειδητό μας.

Υπάρχει πάντα μαζί μας ένας άγνωστος εαυτός, που παίζει δραματικό ρόλο στα αισθήματα και στις συμπεριφορές μας και που κάθε τόσο η απρόβλεπτη αντίδρασή του μας αφήνει άναυδους.

Κι έτσι η ζωή μας συνεχίζει να είναι -ενίοτε μέχρι τέλους- μια ζωή διαλεγμένη από γούστα άλλων, από κριτήρια ξένα.

Γι ΄αυτό και είμαστε ανεξήγητα ανικανοποίητοι, καταθλιπτικοί, θυμωμένοι γενικώς.

Γιατί δε ζούμε, παίζουμε ρόλους.

Δε δρούμε, αντιδρούμε ή υποτασσόμαστε -για λίγη γονεϊκή έγκριση, για κάποιο "μπράβο" τους τσιγκούνικο που μας έλειψε, ξεπουλάμε τη ζωή μας.

Μαθαίνουμε από πολύ νωρίς να οργανώνουμε χορούς μεταμφιεσμένων, αγωνιούμε μην πέσουν οι μάσκες μας, μην φανερωθεί γυμνό το βλέμμα μας ακόμη και μέσα στον δικό μας καθρέφτη.

Είναι ασύλληπτα κουραστικό αυτό, και ασύλληπτα βλακώδες.

Όταν κάποιος μας μιλάει και μας μιλάει, να προσπαθούμε, πιο πολύ από τα λόγια του, να παρατηρούμε τα μάτια του, τη φόρτιση της φωνής, τις κινήσεις των χεριών.

Αυτά τα ανεξέλεγκτα κομμάτια της παρουσίας του είναι κατά πολύ περισσότερο ειλικρινή γιατί ο ίδιος δεν τα παρατηρεί εύκολα.

Θέλεις να μάθεις γιατί σε κρατάω σε απόσταση;

Για ποιο λόγο κάποιοι άνθρωποι δείχνουν να αδιαφορούν για τις σχέσεις και αντιστέκονται σθεναρά στις προσπάθειές μας να τους προσεγγίσουμε; Γιατί αντιλαμβάνονται το πλησίασμά μας ως απειλή στην ελευθερία τους;

Η Θεωρία του Δεσμού λέει ότι έχουν αυτό το απορριπτικό στυλ στον τρόπο που σχετίζονται, επειδή αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο σχετίστηκαν ως παιδιά με εκείνους που τους φρόντιζαν [1].

Φυσικά, δεν είναι ο μόνος τρόπος να σχετίζεται κανείς. Εκτός από το απορριπτικό, που αφορά την αποφυγή των άλλων, υπάρχουν ακόμα τρία στυλ δεσμού [2]: το ασφαλές (άνεση με τις σχέσεις), το υπερεμπλεκόμενο (γαντζώνομαι από τον άλλο) και το φοβικό (τρέμω στην ιδέα να έρθω κοντά).

Για την ώρα, θα εστιάσουμε στο πώς σκέφτεται, αισθάνεται και φέρεται στις σχέσεις του ένας άνθρωπος με απορριπτικό στυλ δεσμού, έχοντας υπόψη ότι μιλάμε για ένα ύφος ή μία τάση και όχι για κάποιο σταθερό και αναλλοίωτο χαρακτηριστικό που καθορίζει τον άνθρωπο.

Κι αν από κάποιου είδους κοινωνική προκατάληψη φαντάζεστε ότι οι συνήθεις ύποπτοι απορριπτικού στυλ είναι οι άντρες, σας ενημερώνω ότι οι γυναίκες είναι, πάνω κάτω, το ίδιο «ένοχες» [3, *].

Δεν καταλαβαίνω την ερώτηση, τι εννοείτε πώς αισθάνομαι;

Όταν λέμε άνθρωπος με απορριπτικό στυλ δεσμού, εννοούμε έναν άνθρωπο, από τον οποίο η συναισθηματική έκφραση απουσιάζει σχεδόν ολοκληρωτικά.

Φαίνεται να ζει σε ένα δικό του κόσμο, απορροφημένος στον εαυτό του και αποκομμένος από ό,τι συμβαίνει γύρω του. Νομίζεις ότι αποκρύπτει όσα αισθάνεται, ότι δεν έχει επαφή με όσα αισθάνεται ή ότι δεν αισθάνεται τίποτα. Μπορεί να γενικολογεί, αναλύει και επιχειρηματολογεί με δεινότητα, αλλά όταν η συζήτηση αγγίξει κάποιο συναίσθημα, θα σου πει «δεν ξέρω», «δεν καταλαβαίνω» ή δεν θα μιλήσει καθόλου.

Η αντίληψη της συναισθηματικής έκφρασης των άλλων, επίσης απουσιάζει.

Σε έντονες συναισθηματικά στιγμές είναι πιθανό να κατεβάσει ρολά και να μην αντιδράσει καθόλου. Μπορεί να σε δει να κλαις, να γελάς ή να οργίζεσαι και να στέκεται απαθής και ανέκφραστος. Σαν να μπερδεύεται, να νιώθει άβολα ή να μην καταλαβαίνει τι αναμένεται από εκείνον.

Δύο είναι οι επικρατέστερες υποθέσεις γι' αυτή τη γενικευμένη συναισθηματική ένδεια: είτε είναι φτιαγμένος από πέτρα, είτε βίωσε απόρριψη, κριτική και αδιαφορία ως παιδί [4] και αποφάσισε να πετρώσει.

Τίποτα δεν μπαίνει πάνω από την ανεξαρτησία μου

Η αίσθηση της ελευθερίας είναι το βασικότερο ζητούμενό του, ενώ η αίσθηση της εξάρτησης από τους άλλους, ο χειρότερος εχθρός του.

Περιφρουρεί με τέτοια ένταση κι εμμονή την ανεξαρτησία του, που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν κάτι πήγε στραβά την εποχή που ήταν απόλυτα εξαρτημένος. Αναρωτιέσαι μήπως κάποιοι χλεύασαν ή παραμέλησαν τις φυσιολογικές τάσεις εξάρτησης της ηλικίας του ή μήπως του πέρασαν το μήνυμα ότι αν δεν είναι αυτόνομος και αυτάρκης δεν αξίζει την αγάπη τους.

Ό,τι και να συνέβη, εκείνος φαίνεται να πήρε όρκο ότι ποτέ ξανά δεν θα πέσει στην ανάγκη κανενός.

Έχει καταφέρει να είναι αυτορρυθμιζόμενος και αυτοκυριαρχούμενος κι είναι πολύ υπερήφανος
γι' αυτό. Έχει τόσο θετική εικόνα για τον εαυτό του [5], που μοιάζει σχεδόν αλαζονικός. Αισθάνεται ότι δεν χρειάζεται κανέναν και τίποτα, κι αυτό του δίνει έναν αέρα ανωτερότητας απέναντι στους «αδύναμους» και υποδεέστερους άλλους.

Οι σχέσεις είναι αναγκαίο κακό

Μετριοπαθώς μιλώντας, η σχέση του με την οικειότητα είναι διαταραγμένη: την αποφεύγει, την υποτιμά, δεν την αντέχει ή δεν την καταλαβαίνει.

Καταρχάς, δεν εμπιστεύεται τους ανθρώπους [6], η εμπειρία του λέει ότι δεν μπορείς να βασιστείς επάνω τους για τίποτα, κι ακόμα δεν έχει καθόλου καλή εικόνα για κείνους [7], τους περισσότερους από τους οποίους, σε αντίθεση με τον εαυτό του, θεωρεί μαλθακούς, εξαρτημένους και γεμάτους πιεστικές και ανικανοποίητες ανάγκες.

Δυσκολεύεται να συντονιστεί με τους άλλους, σαν να μην μπορεί να βρει σημείο επαφής ή σύνδεσης μαζί τους. Το μυαλό σου πάει στα παιδιά που δεν αναπτύσσουν συναισθηματικό συντονισμό, επειδή εκείνοι που τα φροντίζουν δεν μπορούν να συγχρονιστούν με τις ανάγκες τους, ας πούμε, τα διώχνουν όταν εκείνα ζητάνε αγκαλιά ή τα ενοχλούν όταν εκείνα θέλουν να μείνουν μόνα.

Τις φορές που αποφασίζει να σχετιστεί, σχετίζεται από θέση άμυνας, δίνοντας την εντύπωση ότι εξαναγκάζεται ή ότι μετά βίας το ανέχεται:

Εξαφανίζεται στα καλά καθούμενα και δεν ξέρεις πότε θα τον ξαναδείς. Κρατάει ολόκληρα κομμάτια ή περιόδους της ζωής του στο σκοτάδι. Διατηρεί ταυτόχρονα πολλές «χλιαρές» σχέσεις με πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους, που ο ένας αγνοεί την ύπαρξη του άλλου. Βαριέται πολύ γρήγορα και αναζητά διαρκώς εναλλαγές, προκλήσεις και νέα ερεθίσματα. Δηλώνει ότι δεν είναι έτοιμος για σχέση, αλλά συνεχίζει να μένει στη σχέση ή, αντίστροφα, δηλώνει ότι είναι έτοιμος για σχέση, αλλά κάνει τα πάντα για να σαμποτάρει τη σχέση.

Συλλέγω ενάρξεις

Παρόλο που θεωρεί ότι είναι εξαιρετικά σπάνιο να βρει κανείς κάποιον να ερωτευτεί [8], πολύ συχνά σου δίνει την εντύπωση ότι είναι ερωτευμένος.

Ενθουσιάζεται με κάθε νέα σχέση και πέφτει με τα μούτρα, κάνοντας δηλώσεις και δίνοντας υποσχέσεις χωρίς να το πολυσκεφτεί, ενώ, μετά από λίγο, κάτι συμβαίνει και όλος αυτός ο ενθουσιασμός εξαφανίζεται και τα παίρνει όλα πίσω.

Αποδεικνύεται ότι, παρά τα φαινόμενα, δεν παύει στιγμή να βρίσκεται σε επιφυλακή. Έχει το βλέμμα συνεχώς στραμμένο προς την έξοδο κινδύνου, ώστε να διαφύγει εγκαίρως σε περίπτωση που η οικειότητα υπερβεί τα ανεκτά επίπεδα.

Όταν εμφανίζονται συναισθηματικές «απαιτήσεις», όταν γίνονται εξομολογήσεις, όταν η σχέση γίνεται σεξουαλική ή όταν κάποιος πλησιάσει τόσο ώστε να διαπεράσει τοίχους και άμυνες, το ένστικτό του τού λέει να το βάλει στα πόδια.

Τότε ψάχνει και βρίσκει χίλια δυο ελαττώματα στον άλλο και πλείστες άλλες δικαιολογίες, προκειμένου να βρει τρόπους να απεμπλακεί, να φρενάρει τη σχέση ή να την κινήσει με την όπισθεν. Η κλασική κι αγαπημένη στρατηγική εξόδου, που βγαίνει πρώτη από το μανίκι είναι, φυσικά, η λάθος στιγμή, το κακό timing.

Σε αυτό το σημείο, αν για κάποιο λόγο συνεχιστεί η σχέση, θα είναι μόνο με τους δικούς του όρους. Ο άλλος θα κληθεί να συμμαζευτεί και να συμβιβαστεί με μία χαμηλής εμπλοκής σχέση, δηλαδή μια σχέση αρκετά επιφανειακή και απρόσωπη ώστε να μην τον πιέζει και να μην απειλεί την ελευθερία του.

Αν τελικά τερματιστεί η σχέση, δεν θα του πάρει καιρό να την «ξεπεράσει». Αποσυνδέεται εύκολα γιατί σπανίως συνδέεται, κανείς δεν γίνεται τόσο σημαντικός ώστε να τον αγγίξει η έλλειψή του. Θα αποσυρθεί στη μοναξιά του ή θα βρει κάποιον άλλο, ανεξοικείωτο με τους τρόπους του, με τον οποίο θα μπορέσει να ξεκινήσει από μηδενικό επίπεδο οικειότητας.

Αν όμως τύχει και ο άλλος προλάβει να τον εγκαταλείψει πρώτος, θα πέσει από τα σύννεφα και θα το πάρει πολύ βαριά. Στο μυαλό του, η αδιάφορη και ψυχρή στάση που επιδεικνύει στις σχέσεις του, είναι ένας «κανονικός» και συνηθισμένος τρόπος να σχετίζεται κανείς, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει αιτία εγκατάλειψης.

Η ειρωνεία είναι ότι, συχνά, αφού πλέον έχει αποσοβηθεί ο κίνδυνος της οικειότητας, εξιδανικεύει εκείνον που φεύγει, καθώς «θυμάται» κατόπιν εορτής πόσο σημαντικός του ήταν. Αν αργότερα βρεθεί σε μια επόμενη σχέση, το φάντασμα αυτής της εξιδανικευμένης, αστέριωτης σχέσης από το παρελθόν, θα προστεθεί ψηλά στη λίστα με τις δικαιολογίες, δίπλα στο timing...

Ο ΤΡΟΠΟΣ ΝΑ ΝΙΩΣΩ ΑΣΦΑΛΗΣ ΕΙΝΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑ

Πολλοί που παρατηρούν απέξω, χαρακτηρίζουν τη συμπεριφορά του από ακατανόητη έως απαράδεκτη. Η αίσθησή μου είναι ότι, όσα κάνει και όσα συμβαίνουν στις σχέσεις του, προβληματίζουν και τον ίδιο.

Από τη μία βλέπει ότι οι άνθρωποι τον ερωτεύονται, τον διεκδικούν και επιθυμούν να σχετιστούν μαζί του κι από την άλλη δεν μπορεί να καταλάβει τι τους πιάνει και θέλουν να τον πνίξουν έπειτα από πέντε λεπτά συναναστροφής μαζί του.

Βρίσκεται μπλεγμένος σε καταστάσεις όπου οι άνθρωποι τον κατηγορούν, τον επικρίνουν, τον ειρωνεύονται, τον αποκαλούν αναίσθητο ή εγωκεντρικό, του απαριθμούν όλους τους τρόπους με τους οποίους τους πληγώνει, του υποδεικνύουν ότι έχει πρόβλημα και πρέπει να δει ειδικό, κι αμφισβητούν τις προθέσεις του ακόμα και τις σπάνιες φορές που εκείνος, κόντρα στη φύση του, κάνει μια ζεστή κίνηση.

Μπροστά σε όλο αυτό το χαμό, εκείνος απορεί. Πραγματικά δεν καταλαβαίνει ποιο είναι το θέμα. Αισθάνεται ότι κάνει το καλύτερο που μπορεί, αλλά ότι κανένας δεν το αναγνωρίζει ούτε το εκτιμά. Νιώθει πληγωμένος, αδικημένος, μπερδεμένος, θυμωμένος, αποσύρεται τελείως ή αποκλείει τους άλλους και δεν καταλαβαίνει γιατί οι σχέσεις του παίρνουν τέτοια τροπή.

Η ιστορία της ζωής του είναι αυτή. Οι άλλοι να προσπαθούν να πλησιάσουν κι εκείνος να αντιστέκεται, εκείνοι να σπρώχνουν κι εκείνος να απωθεί. Κάθε φορά επικυρώνεται και ενισχύεται η πεποίθησή του ότι μετά την «παράσταση» της αρχής, οι μάσκες πέφτουν και οι άνθρωποι φανερώνουν το αληθινό ανθρωποφάγο πρόσωπό τους, απαιτώντας πράγματα που εκείνος δεν θέλει ή δεν μπορεί να δώσει.

Αν εξέταζε τη δική του συμμετοχή σε όσα του συμβαίνουν, δεν αποκλείεται να έβγαζε κάποια άκρη, αλλά σπανίως μπαίνει σε αυτή τη διαδικασία. Μερικές φορές αναρωτιέται αν ευθύνονται οι επιλογές του για την κακοδαιμονία του, αλλά είναι μια σκέψη φευγαλέα αυτή, δεν κάθεται να την εξετάσει σοβαρά.

Γιατί το πιθανότερο είναι ότι, όπως όλοι, έτσι κι εκείνος ελκύει και ελκύεται από ανθρώπους που επιβεβαιώνουν όσα πιστεύει για τον εαυτό του, τους άλλους και τις σχέσεις.

Με κάποιο διαισθητικό τρόπο, κατάλαβε από πολύ νωρίς ότι οι μόνοι άνθρωποι που μπορούν να τον αντέξουν και να υπομείνουν την ψυχρή συμπεριφορά του, είναι εκείνοι με υπερεμπλεκόμενο στυλ δεσμού, δηλαδή εκείνοι που είναι αρκετά ανασφαλείς ώστε να κρεμαστούν από πάνω του. Βεβαίως είναι οι ίδιοι άνθρωποι που εκείνος υποτιμά και δεν εκτιμά, αλλά, από την άλλη, είναι οι μόνοι με τους οποίους μπορεί να έχει την αίσθηση ή ψευδαίσθηση του απόλυτου ελέγχου.

Πιστεύει ότι μαζί τους θα είναι ελεύθερος να κάνει ό,τι θέλει χωρίς ιδιαίτερες συνέπειες, θα μπορεί να απολαμβάνει αμέριστη προσοχή και ενδιαφέρον χωρίς την υποχρέωση να δώσει ανταλλάγματα και θα έχει το κεφάλι του ήσυχο ότι, παρά τα έντονα παράπονα και την καθημερινή γκρίνια τους, εκείνοι δεν θα τον εγκαταλείψουν ποτέ.

Μέσα σε τέτοιες δυσλειτουργικές σχέσεις επιβεβαιώνονται όλες οι πεποιθήσεις του: ότι εκείνος είναι «ανώτερος», ανεξάρτητος και κυρίαρχος, ότι οι άλλοι είναι τσιμπούρια που θέλουν να του πιουν το αίμα κι ότι οι σχέσεις είναι σκέτη ταλαιπωρία.

ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΑΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΛΟΓΟΣ ΝΑ ΑΛΛΑΞΩ

Θα μπορούσε φυσικά να κάνει διαφορετικές επιλογές.

Θα μπορούσε να διαλέξει συντρόφους που αποφεύγουν την οικειότητα όπως ο ίδιος, αλλά δεν φαίνεται να το κάνει. Κι ακόμα θα μπορούσε να διαλέξει συντρόφους που ενώ δεν αποφεύγουν την οικειότητα, διατίθενται να του δώσουν το χώρο που χρειάζεται, αλλά ούτε αυτό το κάνει.

Καταρχάς, αν διάλεγε για σύντροφο κάποιον σαν τον εαυτό του, η σχέση δεν θα ξεκινούσε καν. Κανένας από τους δύο δεν θα έμπαινε στον κόπο να πλησιάσει τον άλλο – ο ένας θα περίμενε από τον άλλο να κάνει το πρώτο βήμα, να πάρει έστω ένα τηλέφωνο.

Από την άλλη, αν διάλεγε έναν άνθρωπο αρκετά σίγουρο για τον εαυτό του, που θα έμενε κοντά του κρατώντας απόσταση ασφαλείας ώστε να μην τον στριμώξει, η σχέση, παρόλο που θα μπορούσε να λειτουργήσει «μεταμορφωτικά» καταλαγιάζοντας τον πανικό του, στην πράξη μάλλον δεν θα λειτουργούσε.

Απαιτεί τόσο πολύ χρόνο αυτή η «μεταμόρφωση» που, συνήθως, ο άλλος άνθρωπος, έστω απογοητευμένος και με βαριά καρδιά, στρέφεται σε κάποιον περισσότερο έτοιμο να ανταποκριθεί συναισθηματικά. Και από την άλλη, ο «απορριπτικός» αισθάνεται εντελώς έξω από τα νερά του σε μια τέτοια σχέση. Προσλαμβάνοντας την διακριτική απόσταση του άλλου ως έλλειψη ενδιαφέροντος (!), προσπαθεί να κάνει αυτό που ξέρει να κάνει καλά: να τον αποσταθεροποιήσει και να τον προκαλέσει να αντιδράσει με άγχος, πράγμα που, πολύ συχνά, το καταφέρνει [9].

Μοιάζει εγκλωβισμένος, αμετακίνητος στις αντιλήψεις του και, από τη στιγμή που δεν έχει εγκαταλείψει εξολοκλήρου τις σχέσεις, καταδικασμένος να βλέπει την ίδια ιστορία να επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά.

ΑΝ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΜΕ ΑΠΟΔΕΧΤΕΙΣ ΔΕΝ ΔΙΚΑΙΟΥΣΑΙ ΝΑ ΜΕ ΑΓΑΠΑΣ

Κανείς δεν ξέρει με ποιο τρόπο αλλάζει το στυλ δεσμού ενός ανθρώπου [10], αλλά ακόμα και να ξέραμε, πόσο μας επιτρέπεται και τι νόημα έχει να προσπαθούμε να αλλάξουμε έναν άνθρωπο αν ο ίδιος δεν αισθάνεται ότι χρειάζεται αλλαγή;

Αν σχετιζόμαστε με κάποιον «απορριπτικό» τύπο και τον κατηγορούμε για εγωκεντρισμό ή αλαζονεία, καλό είναι να αναρωτηθούμε μήπως είναι επίσης εγωκεντρικό και αλαζονικό εκ μέρους μας, να πιστεύουμε ότι μπορούμε να τον κάνουμε να σταματήσει να σχετίζεται με τον τρόπο που σχετίζεται τα τελευταία 30, 40 ή 50 χρόνια. Δεν είναι αλαζονικό να πιστεύουμε ότι η αγάπη μας θα τον «θεραπεύσει», ενώ δεν έχουμε μπει καν στον κόπο να τον ρωτήσουμε, αφενός αν θέλει να «θεραπευτεί» και, αφετέρου, αν η αγάπη μας είναι αυτό που χρειάζεται;

Μπορούμε να επιμένουμε όσο θέλουμε φυσικά. Μπορούμε να τον κυνηγάμε, να τον παρακαλάμε ή να τον απειλούμε, αλλά πρέπει να καταλάβουμε ότι το μόνο που καταφέρνουμε σχετιζόμενοι μαζί του με αυτόν τον αγωνιώδη, αγχώδη τρόπο, είναι να τον ωθούμε στο απορριπτικό στυλ δεσμού και στις άμυνές του ακόμα περισσότερο και να επιβεβαιώνουμε τις πεποιθήσεις του ότι οι σχέσεις είναι πεταμένα λεφτά.

Κι ακόμα πρέπει να καταλάβουμε ότι εκείνος, προφανώς, έχει τους λόγους του να επιλέγει να σχετίζεται με τον τρόπο που σχετίζεται. Η αδυναμία ή έλλειψη επιθυμίας του να αλλάξει τρόπους, δεν μπορεί να είναι απόρριψη του ποιοι είμαστε εμείς ως άνθρωποι, τα έχουμε πει αυτά.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν μπορούμε να τον σεβαστούμε, να τον αποδεχτούμε και, γιατί όχι, να τον αγαπήσουμε έτσι όπως ακριβώς είναι. Γιατί αν δεν μπορούμε είναι καλύτερα να τον αφήσουμε στην ησυχία του.

Να θυμάστε πάντως: Οι μετρήσεις με παλμογράφο σε μωρά με απορριπτικό στυλ δεσμού έχουν δείξει ότι, κάτω από το παγερό κι απόμακρο παρουσιαστικό τους, η καρδούλα τους χτυπάει με μεγάλη ένταση και αγωνία μπροστά στην απομάκρυνση ή αδιαφορία των άλλων [11]...
-------------------------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

* Για την αποφυγή υπερφόρτωσης του κειμένου με συνεχή δηλωτικά του φύλου (ο/η, του/της, τον/την), επέλεξα να χρησιμοποίησω τυχαία το αρσενικό γένος για να αναφερθώ και στα δύο φύλα. Η σύμβαση αυτή σε καμία περίπτωση δεν δηλώνει ούτε υπονοεί ταύτιση του ανδρικού φύλου με το απορριπτικό στυλ δεσμού.

[1, 5] Ainsworth, M. S. & Bowlby, J. (1991). An ethological approach to personality development. American Psychologist, 46(4):333-341.

[2] Bartholomew, K. & Horowitz, L. M. (1991). Attachment styles among young adults: a test of a four-category model. Journal of Personality and Social Psychology, 61(2): 226-244.

[3, 6] Feeney, J. A. & Noller, P. (1990). Attachment style as a predictor of adult romantic relationships. Journal of Personality and Social Psychology, 58(2):281-291.

[4, 8, 9] Hazan, C. & Shaver, P. (1987). Romantic love conceptualized as an attachment process. Journal of Personality and Social Psychology, 52(3): 511-524.


[7] Holmes, B. M. & Johnson, K. R. (2009). Adult attachment and romantic partner preference: A review. Journal of Social and Personal Relationships, 26 (6–7):833-852.

[10, 11] Fraley, R. C. (2010). A Brief Overview of Adult Attachment Theory and Research. Ανασύρθηκε από http://internal.psychology.illinois.edu/~rcfraley/attachment.htm την 22.11.14.

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΤΟΝ ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ

Το γνωσιολογικό και μεθοδολογικό πλαίσιο ενός διαλόγου με το έργο του Θουκυδίδη

Στο παρόν άρθρο προτιθέμεθα να διεξαγάγουμε έναν απευθείας διάλογο με τον Θουκυδίδη και να διεξέλθουμε ορισμένες καίριες πτυχές του έργου του ώστε, υπό το πρίσμα αυτό, να υποβάλουμε την προβληματική του στη δοκιμασία της ανθρωποκεντρικής κοσμοϊστορίας εστιάζοντας ειδικότερα στη συγκριτική αναλογία της εποχής του με ομόλογα φαινόμενα της εποχής μας.

Οι σύγχρονοι στοχαστές αναγνωρίζουν στον Θουκυδίδη την ιδιότητα του κορυφαίου αναλυτή της διεθνούς πολιτικής, δηλαδή των διακρατικών σχέσεων. Μάλιστα, αξιολογούν το έργο του ως άριστο αναλυτικό παράδειγμα ερμηνείας των φαινομένων που διέρχονται ενώπιον μας σήμερα.

Διαπιστώνουμε, πράγματι, την ύπαρξη πολλών σταθερών που συνθέτουν το πλαίσιο της διακρατικής πολιτικής σχέσης, τις οποίες οι νεότεροι διακρίνουν κατά τρόπο υποδειγματικό στον Θουκυδίδη. Ο Τσόρτσιλ (αναφέρουμε τον συγκεκριμένο πολιτικό επειδή ο ίδιος τόνιζε συχνά ότι ο Θουκυδίδης αποτέλεσε οδηγό του), ο Ελευθέριος Βενιζέλος (ο οποίος μετέφρασε τον Ιστορικό) καθώς και οποιοσδήποτε άλλος σοβαρός πολιτικός της πράξης θα έλεγε ότι ο Θουκυδίδης μπορεί να αποτελέσει ένα θεμελιώδες παράδειγμα που, παρά την απόσταση του χρόνου εισφέρει έναν ακριβή γνωσιολογικό οδηγό προκειμένου να προσεγγίσουμε επίκαιρα σύγχρονα ζητήματα για την κατανοη­τή των οποίων δεν διαθέτουμε τα αναγκαία γνωστικά εργαλεία.

Πράγματι, οι σταθερές που διακρίνουν το έργο του Θουκυδί­δη είναι η επιστημονική αυστηρότητα, η αναλυτική και η ερμηνευτική πειθαρχία, η διεξοδική προσέγγιση και, κυρίως, η προσήλωση στην ακρίβεια των γεγονότων. Όπως υπογραμμίζει ο Θουκυδίδης, πηγές για την Ιστορία του είναι οι πραγματικότη­τες του καθημέραν βίου στο εσωτερικό των πόλεων και στις δι­ακρατικές τους σχέσεις. Αυτό σημαίνει ότι συνδέει κατά τρόπο άρρηκτο την εσωτερική πολιτική ζωή με τις εξωτερικές πολι­τικές σχέσεις προκειμένου να αιτιολογήσει το διακύβευμα του πολέμου και της ειρήνης και να διαλευκάνει σημαίνουσες πτυχές του. Κατά τούτο, δεν περιορίζεται στην καταγραφή των γε­γονότων, αλλά διεισδύει βαθιά στην ερμηνεία τους και καταγί­νεται με το κινούν αίτιο των ανθρώπινων πράξεων. Συνάγεται, επομένως, ότι ο Θουκυδίδης διαθέτει μέθοδο αλλά και γνωστικό επιχείρημα στην προσέγγιση των γεγονότων αναγνωρίσιμα διά γυμνού οφθαλμού ακόμα και στον μη εξοικειωμένο αναγνώστη.

Ωστόσο, εδώ εντοπίζεται ένα κεφαλαιώδες πρόβλημα το οποίο σχετίζεται με τις χρήσεις ή τις μεθερμηνείες των πορισμά­των και των αναλυτικών εργαλείων του Θουκυδίδη από τους νε­ότερους προκειμένου να εξηγήσουν ή και να νομιμοποιήσουν πολιτικές, σκοπιμότητες ή πρακτικές που αποβλέπουν στην εξυ­πηρέτηση του δικού τους συμφέροντος. Εν προκειμένω το έργο του Θουκυδίδη δεν είναι το μόνο. Η αυτή τύχη επιφυλάσσεται και στο έργο άλλων στοχαστών, όπως του Πλάτωνα, του Αρι­στοτέλη κ.λπ.

Εντούτοις, όπως θα διαπιστώσουμε, το μείζον πρόβλημα που ορθώνεται ως ανυπέρβλητο τείχος για την κατανόηση του έρ­γου του Αλιμούσιου Ιστορικού εκπορεύεται από το γνωσιολογικό αβαθές της νεοτερικής «επιστήμης», το οποίο δεν της επιτρέ­πει να διακρίνει τη διαφορά φύσεως ή μάλλον φάσης που αντιθέτει την κλασική εποχή της πόλης με την αντίστοιχη των ημε­ρών μας.

Παράλληλα, παραμένει γεγονός ότι ο Θουκυδίδης δεν ηδύνατο να προβλέψει τις εξελίξεις, ιδίως την είσοδο του κοινωνικού ανθρώπου στη λεγόμενη «νεοτερικότητα», δηλαδή στη φάση της μεγάλης κλίμακας μέσω του δυτικού δρόμου, ώστε να του προσφέρει την κατάλληλη μέθοδο που θα επέτρεπε στον μεταχρονολογημένο αναγνώστη του έργου να θέσει σε συγκριτική δοκιμασία τις υποθέσεις του, να συνεκτιμήσει, επομένως, τις θεμέλιες διαφορές μεταξύ της ολοκληρωμένης κρατοκεντρικής φάσης από την οποία διήρχετο η κλασική εποχή των πόλεων και της ομόλογης πρώιμης φάσης που διάγει η σύγχρονη περίοδος των εθνικών κρατών.

Εντούτοις, η πραγματεία του για την εσωτερική εξέλιξη του κόσμου των πόλεων και των διαπολεοτικών πραγμάτων από τις απαρχές των ελληνικών χρόνων έως τη στιγμή που ξέσπασε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος καθώς και οι αναζητήσεις του ως προς τα βαθύτερα αίτια που οδήγησαν σε αυτόν προσφέρουν εξαιρετικά εργαλεία, ικανά να δικαιολογήσουν τη διαχρονική επικαιρότητα του Αλιμούσιου Ιστορικού. Η επισήμανσή του ότι η ανατροπή των συσχετισμών ισχύος στο διακρατικό πεδίο αποτελεί μια κρίσιμη παράμετρο του πολέμου εμπεριέχει το σπέρμα μιας διαχρονικής αξίας: «Η αληθεστάτη, πραγματικώς, αλλ’ ανομολόγητος αιτία [του Πελοποννησιακού Πολέμου] υπήρξε, νομίζω η αυξανόμενη δύναμις των Αθηνών, η οποία επτόησε τους Λακεδαιμονίους και τους εξώθησεν εις πόλεμον».

Η διαπιστωμένη ανατροπή των συσχετισμών ανάμεσα στη Μάρτη και στην Αθήνα συνδυάζεται με την επίκληση του (πολεοτικού, πολιτειακού, κοινωνικού) συμφέροντος ως κινούντος αιτίου που καθοδηγεί τις αποφάσεις των ανθρώπων και των κρα­τών. Αποτελεί δε μια ικανή βάση που δύναται να ερμηνεύσει τη διχαστική αντιπαράθεση στον νεότερο κόσμο, όπως εκείνη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης με τις Ηνωμένες Πολιτείες, η οποία απέληξε στην κατάρρευση της πρώτης και στην κατάληψη του ζωτικού χώρου της ρωσικής ομοσπονδίας στην ανατολική Ευ­ρώπη από τη Δύση ουσιαστικά χωρίς μάχη.

Όμως από μόνη της η εν λόγω παράμετρος δεν εξηγεί τη στα­θερά του κρατοκεντρισμού, δεν αιτιολογεί γιατί ανάμεσα στα κράτη διαμορφώνονται εξ αντικειμένου σχέσεις ηγεμονίας ή συμμαχίας και από την άλλη υποταγής οι οποίες συστοιχίζονται με την εσωτερική πολιτική πραγματικότητα. Και, εν πάση περιπτώσει, δεν απαντά στο ερώτημα εάν υπάρχει η δυνατότητα να υπερβεί ο κοινωνικός άνθρωπος τον κρατοκεντρισμό. Δεν εγεί­ρει καν το ερώτημα αυτό. Εντούτοις, είναι κρίσιμο να διευκρινισθεί ποια φάση αντιπροσωπεύει η θουκυδίδεια περίοδος του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος μικρής κλίμακας με την οποία διαλέγεται προκειμένου να κατανοηθεί η έννοια της ανα­τροπής των συσχετισμών και το διακύβευμα του συμφέροντος.

Ο Θουκυδίδης δεν παραλείπει να επισημάνει ότι η ζωή των ανθρώπινων κοινωνιών δεν κινείται με γνώμονα το τυχαίο, επο­μένως υφίστανται συγκεκριμένοι παράγοντες που κινούν την εξέλιξη και είναι εντέλει υπεύθυνοι για τα γεγονότα που διαμορ­φώνουν την Ιστορία. Η διαβεβαίωση αυτή του Αλιμούσιου Ιστο­ρικού δένει αρμονικά με τη μεθοδολογική υπόθεση της Κοσμοσυστημικής Γνωσιολογίας ότι οι κοινωνίες συγκροτούν έναν βι­ολογικό οργανισμό και εξελίσσονται με γνώμονα τη δυναμική των παραμέτρων τους, δηλαδή σε ένα περιβάλλον όπου εγγράφεται η λειτουργία της ανθρώπινης κατάστασης.

Ο Θουκυδίδης δεν υπεισέρχεται στην αποτίμηση του Πελοποννησιακού Πολέμου με μέτρο τη θέση του στην κοσμοϊστορία - άλλωστε δεν μπορούσε να υπεισέλθει στο ζήτημα αυτό αφού δεν διέθετε τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις από άλλα ιστο­ρικά παραδείγματα. Τούτο συνάγεται από τις αναλύσεις του, δηλαδή από το ίδιο το σκεπτικό της στρατηγικής που εκδιπλώνουν οι πρωταγωνιστές του στις δημηγορίες.

Πράγματι, τα αίτια και το διακύβευμα εντέλει αυτού του κα­θολικού για τον κοσμοσυστημικό ελληνισμό πολέμου αναδεικνύονται μέσα από τον λόγο των πρωταγωνιστών του, ο οποίος, σε τελική ανάλυση, υποστασιοποιεί τη δυναμική της υπέρβασης του κρατοκεντρισμού και της μετάβασης σε μια μοναδική φάση, εκείνη της οικουμένης. Όπως θα διαπιστώσουμε, το αποτέλεσμα του συγκεκριμένου διακυβεύματος που θα επιχειρήσει να πραγματοποιήσει η Αθήνα θα το καρπωθεί μια άλλη δύναμη, πέραν των πρωταγωνιστών του μεγάλου πολέμου, και ιδίως πέραν των Αθηνών, η Μακεδονία, η οποία θα οδηγήσει εντέλει τις εξελίξεις προς το μέλλον. Ο Αλκιβιάδης, μεταξύ των άλλων, καθώς αναλύει ενώπιον των Σπαρτιατών τον σκοπό της εκστρατείας στη Σικελία, ξεδιπλώνει χωρίς περιστροφές το στρατηγικό σχέδιο των Αθηναίων να οδηγήσουν το ελληνικό/ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα από τον κρατοκεντρισμό στην οικουμένη. Το γεγονός ότι η δυναμική της μετάβασης αυτής δεν αποτελεί συνειδητή παράμετρο της σκέψης του κόσμου της εποχής, αλλά συμπλέκεται με τη σκοπούμενη ηγεμονία των Αθηναίων είναι άνευ σημασίας και, εν πάση περιπτώσει, αποτελεί τη μια γνώριμη σταθερά της εξέλιξης.

Όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις αυτές, οι ηγέτες (οι δυνάμεις, οι χώρες) που οδηγούν τις εξελίξεις, ιδίως στις μείζονες στιγμές της Ιστορίας, συνήθως δεν έχουν σαφή συνείδηση του διακυβεύματος, οσφραίνονται όμως την κατεύθυνσή της και κινούν τα νήματά τους. Σε αυτήν την κατηγορία εγγράφεται η ηγεμονική φιλοδοξία της αθηναϊκής δημοκρατίας της κλασικής εποχής, τη λογική της οποίας αποδίδει με παραδειγματικό τρόπο ο Θουκυδίδης ως Ιστορικός. Ωστόσο, δεν ηδύνατο να τη συλλάβει υπό το πρίσμα της κοσμοσυστημικής φάσης την οποία σηματοδοτούσε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, όπως άλλωστε δεν τη συνέλαβε ούτε ο Αριστοτέλης, μολονότι υπήρξε ο δάσκαλος του ηγέτη που ανέλαβε και την έφερε σε πέρας, του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Κατά τούτο, μοιάζει φυσικό η νεοτερικότητα, βεβαρημένη με πλείστες όσες ιδεολογικές προσημειώσεις και με το γνωσιολογικό της έλλειμμα, να αδυνατεί να συλλάβει τη φύση της διαφο­ράς μεταξύ της ολοκληρωμένης κρατοκεντρικής φάσης που διήνυε ο κόσμος των πόλεων της κλασικής εποχής και της πρώι­μης ανθρωποκεντρικής φάσης από την οποία διέρχεται η εποχή μας προκειμένου να τοποθετήσει στον αντίστοιχο τόπο και χρό­νο την ερμηνευτική της για το έργο του Θουκυδίδη.

Οι νεοτερικές παλινωδίες στην προσέγγιση του πολιτικού φαινομένου και η αδυναμία κατανόησης θεμελιωδών παραμέ­τρων του αναδεικνύεται εν προκειμένω σε μείζον διακύβευμα. Όπως έχουμε διαπιστώσει αλλού, απουσιάζει ένα σύστημα γνώ­σης που να επιτρέπει να γίνουν αντιληπτά τα κοινωνικά φαινό­μενα υπό το πρίσμα της βιολογίας τους, δηλαδή της εξελικτικής λογικής που οδηγεί στην εκδίπλωσή τους στον ιστορικό χρόνο. Αντί αυτής επιχειρείται μία καθολικού χαρακτήρα ιδεολογική μεθάρμοση των κοινωνικών φαινομένων, που μάλιστα ενδύεται τον λόγο της επιστήμης. Το εγχείρημα υποστήριξε μια θεαματι­κή αποκένωση των εννοιών από το περιεχόμενο που τους απέ­δωσε ο οικείος κοσμοσυστημικός χρόνος προκειμένου να ορί­σει φαινόμενα που απλώς βιώνει η εποχή μας, πλην όμως ανή­κουν σε άλλη φάση της ανθρώπινης κατάστασης. Έτσι, η νεο­τερικότητα κατόρθωσε να εγκιβωτίσει τον κοινωνικό άνθρωπο στο δόγμα μιας ενιαίας σκέψης που αποβλέπει στη νομιμοποίη­ση του παρόντος, με αποτέλεσμα να αδυνατεί να παρακολουθή­σει το διατακτικό της εξελικτικής του βιολογίας.

Η εκδίκηση καθ’ εαυτή βασίζεται σε ένα αίσθημα ανημποριάς

Η λαχτάρα για εκδίκηση είναι η πιο σημαντική από τις πηγές της μνησικακίας. Η λέξη «μνησικακία» υποδεικνύει αφ’ εαυτής ότι έχουμε μια θυμική παρόρμηση που άρχεται από τη σύλληψη της θυμικής κατάστασης ενός άλλου προσώπου, ότι πρόκειται δηλαδή για μιαν αντί-δραση. Και για να διαπιστώσουμε ότι η λαχτάρα για εκδίκηση ανήκει όντως σε αυτήν την τάξη, αρκεί να την αντιτάξουμε στις άμεσες και ενεργείς ροπές, στην εχθρότητα ή στη φιλία. 

Η λαχτάρα για εκδίκηση συνεπάγεται προσβολή ή πρότερη βλασφημία. Σημειωτέον όμως ότι, εν προκειμένω, αυτή η λαχτάρα δεν συγχέεται επ’ ουδενί με μια ροπή για απόκρουση ή άμυνα, που θα συνοδεύεται από θυμό, λύσσα ή αγανάκτηση. Το ζώο που πιάστηκε και δαγκώνει τον κυνηγό δεν ζητάει να εκδικηθεί. Παρόμοια, η άμεση ανταπόδοση μιας γροθιάς δεν συνιστά εκδίκηση. 

Για να υπάρξει αληθινή εκδίκηση απαιτείται ένα μακρύ σχετικά «διάστημα χρόνου», στη διάρκεια του οποίου η ροπή για άμεση ανταπόδοση και οι συναφείς ορμές του μίσους και του θυμού θα παραμείνουν συγκρατημένες και ανεσταλμένες∙ από την άλλη μεριά, απαιτείται η πράξη της ανταπόδοσης να επιχειρηθεί σε πιο κατάλληλη ευκαιρία και στιγμή («περίμενε και θα δεις την άλλη φορά!»). Μάλιστα αυτό που συγκρατεί την άμεση ανταπόδοση είναι η πρόβλεψη για μιαν ενδεχόμενη αποτυχία η οποία υποθάλπεται από ένα διακριτό συναίσθημα «ανημποριάς» και «ανικανότητας». 

Συνεπώς βλέπουμε ότι η εκδίκηση καθ’ εαυτή βασίζεται σε ένα αίσθημα ανημποριάς∙ ανήκει πάντα και προπάντων σε κάποιον «αδύναμο» (όποια κι αν είναι η μορφή της αδυναμίας του). Κατ’ ουσίαν δεν περιέχει ποτέ το φρόνημα του ανθρώπου που αντιδρά επί τόπου και ουδέποτε εκδηλώνεται σαν θυμική αντίδραση. Ετούτα τα γνωρίσματα καθιστούν τη λαχτάρα για εκδίκηση ένα πεδίο τόσο ευνοϊκό για το θέριεμα της μνησικακίας.

Η απόλυτη αλήθεια είναι μία. Είσαι ένας υπέροχος άνθρωπος

Οι άνθρωποι πιστεύουμε σε άπειρα ψέματα. Μερικά από αυτά είναι τόσο λεπτοφυή και πειστικά ώστε βασίζουμε πάνω τους ολόκληρη την εικονική πραγματικότητά μας, χωρίς καν να προσέχουμε ότι είναι ψέματα. Τα ψέματα που πιστεύουμε για τον εαυτό μας μπορεί να είναι δύσκολο να τα αναγνωρίσουμε, επειδή τα έχουμε συνηθίσει τόσο που μας φαίνονται φυσιολογικά.

Για παράδειγμα, εάν πιστέψουμε στο κοινό ψέμα: «Δεν αξίζω», αυτό το ψέμα θα ζει στον νου μας μόνο και μόνο επειδή το πιστεύουμε. Δεν πιστεύουμε τους ανθρώπους που μας λένε πόσο υπέροχοι είμαστε, επειδή πιστεύουμε το αντίθετο. Έχουμε ήδη επενδύσει την πίστη μας σε μια πεποίθηση που δεν είναι αληθινή. Είναι ένα ψέμα, αλλά η πίστη μας καθοδηγεί τις πράξεις μας. Όταν αισθανόμαστε ότι δεν αξίζουμε, τότε πώς εκφράζουμε τον εαυτό μας μπροστά στους άλλους ανθρώπους; Είμαστε ντροπαλοί. Πώς μπορούμε να ζητήσουμε κάτι όταν πιστεύουμε ότι δεν το αξίζουμε; Αυτό που πιστεύουμε για τον εαυτό μας, το προβάλουμε στους άλλους και τότε αυτό θα πιστεύουν κι εκείνοι για εμάς. Βέβαια, αυτός θα είναι και ο τρόπος που θα μας φέρονται, πράγμα που με τη σειρά του θα ενισχύει την πίστη μας ότι δεν αξίζουμε. Ενώ ποια είναι η αλήθεια; Η αλήθεια είναι ότι αξίζουμε. Όλοι αξίζουμε.

Αν πιστέψουμε στο ψέμα ότι δεν μπορούμε να μιλήσουμε μπροστά σε κοινό, τότε: γενηθήτω το θέλημά μας! Όταν προσπαθήσουμε να μιλήσουμε μπροστά στο κοινό, θα φοβόμαστε. Ο μόνος τρόπος να σπάσουμε αυτή τη συμφωνία πίστης είναι να αναλάβουμε τα ηνία και να το κάνουμε. Τότε θα αποδείξουμε ότι είναι απλώς ένα ψέμα και θα πάψουμε να φοβόμαστε.

Αν πιστέψουμε ότι δεν μπορούμε να έχουμε μια σχέση αγάπης τότε: γενηθήτω το θέλημά μας. Αν αισθανόμαστε ότι δεν αξίζουμε την αγάπη, ακόμα και αν αυτή βρίσκεται κοντά μας, απλώς δεν θα την πάρουμε, επειδή είμαστε τυφλοί και δεν τη βλέπουμε. Βλέπουμε μόνο αυτό που θέλουμε να δούμε και ακούμε μόνο αυτό που θέλουμε να ακούσουμε. Κάθε τι που αντιλαμβανόμαστε είναι απλώς μια επιπλέον ώθηση για τα ψέματά μας.

Αν κατανοείτε αυτά τα παραδείγματα, τότε μπορείτε να φανταστείτε πόσα ψέματα πιστεύετε για τον εαυτό σας και πόσα ψέματα πιστεύετε για τους γονείς, τα παιδιά, τα αδέλφια ή τον σύντροφό σας. Κάθε φορά που τους κρίνετε, δίνετε βήμα στα ψεύτικα πιστεύω που βρίσκονται στο Δέντρο της Γνώσης σας. Δίνετε τη δύναμή σας σε αυτά τα ψέματα. Ποιο είναι το αποτέλεσμα; Θυμός ή ζήλια ή ακόμα και μίσος. Όλο αυτό το συναισθηματικό δηλητήριο συσσωρεύεται, ώσπου κάποια στιγμή χάνετε τον έλεγχο.

Μπορείτε να δείτε τη δύναμη αυτών που μοιράζομαι μαζί σας; Έχετε τη δυνατότητα να αλλάξετε τη ζωή σας αρνούμενοι να πιστέψετε τα ψέματά σας. Μπορείτε να ξεκινήσετε με τα κύρια ψέματα που περιορίζουν την έκφραση της ευτυχίας και της αγάπης σας. Αν αποσύρετε την πίστη σας από αυτά, τότε θα χάσουν τη δύναμη που έχουν πάνω σας.

Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΑΠΟΙΚΙΣΜΟΣ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΑΡΑΟΥΚΑΝΩΝ ΤΗΣ ΧΙΛΗΣ

Οι δύο αετοί του Διός / Ζηνός (Ζεν - Ζεν στα Αραουκανικά), ιστάμενοι εκατέρωθεν του Ομφαλού -κεντρικού σημείου της Γήινης Σφαίρας, ενσαρκωτές της Ελληνικής Διασποράς ανά τον Πλανήτη Γή και ακατάλυτοι φύλακες της Μυστικής (Α)Δελφικής Ενότητος του Ελληνισμού...

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΑΡΑΟΥΚΑΝΩΝ ΤΗΣ ΧΙΛΗΣ

Περιεχόμενα:

1.-Η δημιουργία για τους Αραουκανούς
2.-Ποιοί είναι οι Αραουκανοί
3.-Η Προέλευσή τους
4.-Ο ρόλος του Μαντείου των Δελφών
5.-Το Αραουκανικό Ημερολόγιο
6.-Το Κράτος τους
7.-Το Αριθμητικό τους Σύστημα
8.-Η Προμ-ηθεϊκή Σημειογραφία
9.-Η Αραουκανική Γλώσσα
10.-Πώς η Αραουκανική Φυλή διατήρησε την γνώση της Ελληνικής Καταγωγής της

1.-Η δημιουργία για τους Αραουκανούς 

Ο καλύτερος τρόπος να αρχίσουμε αυτό το άρθρο είναι να “ανοιχτούμε” σε ένα άλλο πεδίο, ένα πεδίο καθαρής ποίησης. Ας πετάξουμε για λίγο με τα φτερά του αραουκανικού Μύθου της Δημιουργίας:

“Ο Ζεν-Ζεν δημιούργησε τον Ουέντρου (Άντρα) και τον τοποθέτησε, σε μια κοιλάδα στην οροσειρά των Άνδεων. Επειδή όμως αυτός αισθανόταν μόνος, η θεά Γαία επεσήμανε στον Ζεν-Ζεν την ανάγκη μιας συντρόφου για τον Ουέντρου.

Έτσι ο Ζεν-Ζεν δημιούργησε την Κούρρε (Κούρη) και την τοποθέτησε σε μια άλλη πολύ μακρινή κοιλάδα, δίνοντάς της την εντολή “Αναζήτησε τον Ουέντρου”.

Εκείνη άρχισε την αναζήτησή της, βαδίζοντας μέσα από λόφους, βουνά, χαράδρες και δύσβατα μονοπάτια, ώσπου τα σκληρά χαλίκια πλήγωσαν τα πόδια της, Μόλις η Γαία το αντιλήφθηκε αυτό, ζήτησε από τον Ζεν-Ζεν να καλύψει τα χαλίκια με ένα στρώμα, και τότε εκείνος δημιούργησε τη χλόη.

Η γυναίκα μπορούσε τώρα να τρέχει πάνω σε ένα απαλό χαλί, αλλά οι πληγές της δεν καλυτέρευαν, και ο θεός με την παράκληση της Γαίας έδωσε σε κάθε χόρτο κι από μια θεραπευτική δύναμη.

Τα πόδια της, τώρα, γιατρεύτηκαν κι απόκτησαν μεγαλύτερη γρηγοράδα· όμως ο ήλιος έκαιγε το δέρμα της. Η επί πάντων αγρυπνούσα Γαία παρενέβη και πάλι και ο Ζεν-Ζεν δημιούργησε μια σκεπή, τα δέντρα, κι έτσι τώρα η Κούρρε μπορούσε να τρέχει άνετα μέσα στο δάσος.

Σύντομα, τα φυτά και τα δέντρα άνθισαν, πλημμυρίζοντας, τον κόσμο με το άρωμα και τα χρώματά τους. Η Κούρρε μάζευε το άνθη των φυτών και τα πετούσε προς τα πάνω· τα πέταλα ριγούσαν, ζωντάνευαν και μετατρέπονταν σε φτερά, κι ύστερα πετούσαν ελεύθερα, έχοντας γίνει πεταλούδες, μέλισσες, και μια ατέλειωτη ποικιλία πουλιών...

Το ουράνιο τόξο εμφανίστηκε στον ουρανό, έχοντας μαζέψει όλα τα χρώματα των ανθέων και καθοδηγούσε την Κούρη στην αναζήτησή της... Ώσπου μια μέρα άκουσε μια μυστηριακή μουσική, απαλή σαν τα ροδοπέταλα της αυγής...

Πλησίασε, χωρίς να κάνει τον παραμικρό θόρυβο, για να μην χάσει ούτε μια νότα, κι εκεί σε ένα άνοιγμα, κάτω από μερικά ρωμαλέα δέντρα Κογιάν, γεμάτα από άνθη, δίπλα σε ένα ποτάμι που κυλούσε τα διάφανα νερά του... βρισκόταν ο Ουέντρου, που συνέθετε μουσική με το όργανο Τρμπ... Τότε η Κούρρε κατάλαβε τι ήθελε να πει η μουσική και γνώρισε τι θα πει αγάπη...”

Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς! Την καθαρότητα της αντίληψης; Την άγρυπνη παρουσία της Γαίας-Μητέρας Φύσης στην προώθηση της δημιουργικής διαδικασίας; Τον απόλυτο σεβασμό στη γυναίκα ως φορέα και συνδημιουργό της ζωής; Την αγαστή συνεργασία μεταξύ Ουρανού και Γης; Τον ρόλο της μουσικής στη σχέση Άντρα -Γυναίκας και το ότι η Γυναίκα αναζητάει τον Άντρα;

Παρατηρήστε ότι εδώ δεν υπάρχουν τραύματα, ανυπακοές, προδοσίες, προπατορικά αμαρτήματα και τιμωρίες. Η αγάπη του θεού Ζεν (λέξη επαναλαμβανόμενη στα Αραουκανικά δηλώνει υπερθετικό βαθμό: Ζεν-Ζεν -ο Υπέρτατος Θεός της Ζωής, ο Ζών, ο Ζεύς) κυλάει πατρικά προς τα παιδιά του και τα δώρα φθάνουν στη Γη μέσω της γυναίκας, γι΄ αυτό και της αξίζει κάθε σεβασμός...

Ο μύθος αυτός πέρα από την ομορφιά του κωδικοποιεί ταυτοχρόνως πολλά σημαντικά πράγματα. Αρκεί να επισημάνουμε ότι το ελληνικότατο όνομα Κούρρε (Κούρη) που αποδίδουν οι Αραουκανοί στην πρώτη γυναίκα, κωδικοποιεί τον τρόπο “δημιουργίας” της: Κούρρε σημαίνει η αποκοπείσα (από το αρχαίο ρήμα κείρω = κόπτω)· αποκοπείσα ασφαλώς από τον Άντρα ολόκληρο - κι όχι από ένα μόνο πλευρό του! Η θεϊκή παρέμβαση (Ζεν) μετά από υπόδειξη των αναγκών τής εξελικτικής διαδικασίας (Γαίας) “διακόπτει” τη μοναξιά της μονάδος και δημιουργείται η δυάδα για να κινηθεί η διαδικασία της ζωής. Η Γυναίκα αναζητάει τον Άντρα για να γνωρίσει την αιτία της δημιουργίας της και ο Άντρας συντηρεί την αναζήτηση της, εργαζόμενος με τη μουσική...

2.-Ποιοί είναι οι Αραουκανοί 

Οι Αραουκανοί είναι μία μυστηριώδης φυλή της Νοτίου Αμερικής. Έχει προκαλέσει τον παγκόσμιο θαυμασμό για τις αρετές της και ιδίως για την ακατάβλητη μαχητικότητά της μέσα στην πρόσφατη ιστορία, αφού αντιστάθηκε με επιτυχία επί τρεισήμισυ αιώνες και ποτέ δεν κατακτήθηκε από τους Ισπανούς, ούτε με τα όπλα ούτε μέσω της θρησκείας... Το εκπληκτικό γι' αυτούς, είναι ότι προέβαλαν σθεναρή και οργανωμένη αντίσταση απέναντι στην υπερδύναμη της εποχής, τους Ισπανούς που με την υπεροπλία που διέθεταν εκείνη την εποχή έδειχναν “σαν να θέλουν να κατακτήσουν ακόμη και το άστρα”, όπως σχεδόν προφητικά επεσήμανε σε λόγο του ο αρχηγός των Αραουκανών Αντουπιγιάν (Antupillan) εν έτει 1593 μ.χ. μπροστά στον Κυβερνήτη Μαρτίν Ονιέθ ντε Λογιόλα, λόγος ο οποίος και διασώζεται από ισπανούς χρονογράφους.

Ολόκληρο το κείμενο του εκπληκτικού λόγου που εκφώνησε ο Αντουπιγιάν, εκπροσωπώντας το έθνος του, κατά την υπογραφή μιας από τις πολλές συνθήκες που έγιναν με του Ισπανούς, βρίσκεται στο βιβλίο “Η Ελληνική Καταγωγή των Αραουκανών της Χιλής” σελ. 33-36, Εκδόσεις Ηλιοδρόμιον.

Η κοιτίδα των Αραουκανών, η περιοχή της Αραουκανίας, βρίσκεται στη σημερινή κεντρονότιο Χιλή, μεταξύ των ποταμών Βίο-Βίο και Τολτέν, που σύμφωνα με τις αραουκανικές παραδόσεις αποτελεί “την καρδιά της Χιλής”.

Από πού αντλούσαν τη δύναμή τους, ποιά ήταν η καταγωγή και η κοσμοαντίληψη των αξιοθαύμαστων αυτών ανθρώπων;

Μέχρι πρόσφατα είχαν διατυπωθεί μόνο θεωρίες, πολλές από τις οποίες πλησίασαν και ορισμένες μάλιστα άγγιξαν την αλήθεια. Oι άνθρωποι αυτοί ανήκουν στη λευκή φυλή, έχουν ευρωπαϊκή καταγωγή, έφτασαν στη Χιλή από τα δυτικά, κλπ.

3.-Η Προέλευσή τους 

Σύμφωνα με τις αποκαλύψεις του Λόνκο Κιλαπάν, που είναι ο Επεουτούβε τής φυλής (Επεοτύπης, Επεοταγός = επίσημος ιστορικός των Αραουκανών, αφηγητής των επών -έπεου) γύρω στο 600 με 800 π.χ. ξεκίνησε μια αποστολή αποίκισης από την Ελλάδα, συγκεκριμένα από την Σπάρτη, και περνώντας από την Μικρά Ασία ακολούθησε τον παραδοσιακό δρόμο προς την Άπω Ανατολή, περνώντας βορειο-ανατολικά της Ινδίας, έφτασε στην περιοχή του Λάος -που προέρχεται από το ελληνικό “λαός”. Στη συνέχεια κατέβηκαν προς την Χερσόνησο της Μαλαισίας -που στον χάρτη του Πτολεμαίου ονομάζεται απλώς Χερσόνησος- και από κει πέρασαν στον Ειρηνικό Ωκεανό, που οι Έλληνες ονόμαζαν απλώς Ωκεανό, ως τον κατ' εξοχήν Ωκεανό της Γης.

Χρησιμοποιώντας ως γέφυρα τα νησιωτικά συμπλέγματα της Ινδονησίας, Μικρονησίας, Μελανησίας και Πολυνησίας, έφθασαν τελικά ώς τα νησιά Γαλάπαγος (Galapagos, σύνθετη λέξη εκ των γάλα καί πάγος, που θα πει λευκοί βράχοι), και από εκεί πέρασαν στη αμερικανική ΄Ηπειρο (Περού). Όλα τα παραπάνω νησιωτικά συμπλέγματα φέρουν σύνθετα ελληνικά ονόματα: “Ινδο-νησία”, “Μικρο-νησία”, “Μελα-νησία”, “Πολυ-νησία”... Όλα έχουν ως δεύτερο συνθετικό την λέξη -νησία, δηλαδή, “σύνολο νησιών”, “νησιωτικό σύμπλεγμα”, ενώ το πρώτο συνθετικό είναι δηλωτικό κυρίας ιδιότητος των νήσων αυτών ή των κατοίκων τους. Τα ονόματα αυτά δεν τους τα έδωσαν οι δυτικοί θαλασσοπόροι αλλά τα είχαν από πριν.

Οι Σπαρτιάτες, αναζητώντας κατάλληλο μέρος για εγκατάσταση της νέας αποικίας, οδηγήθηκαν τελικά σε ανάλογο γεωγραφικό πλάτος με αυτό της Ελλάδος, μεταξύ του 36ου και 40ου παραλλήλου, νοτίως του Ισημερινού. Εκεί θεμελίωσαν την καινούργια πολιτεία - κράτος και έδωσαν στην περιοχή το όνομα Φυλή, από παραφθορά του οποίου προέκυψε η σημερινή ονομασία της χώρας Χιλή (Chile). Πράγματι, η ονομασία Φυλή υπήρχε ως τοπωνύμιο και στον ελλαδικό χώρο και είχε (εκτός της πρώτης σημασίας, από το ρήμα “φύω”) και μια δεύτερη σημασία αυτήν της φύλαξης, του φυλακίου (από το ρήμα “φυλάσσω”).

4.-Ο ρόλος του Μαντείου των Δελφών 

Όμως, τί πήγαν να “φυλάξουν” οι Σπαρτιάτες άποικοι -και πράγματι διαφύλαξαν με ακατάβλητο σθένος- στην άλλη άκρη της Γης; Γιατί το Μαντείο των Δελφών απέστειλε εκεί μία ελληνική αποικία και μάλιστα δωρική, δηλ. μια αποικία πολεμιστών; Ο Λόνκο Κιλαπάν κάνει λόγο για αντίποδες... του νοτίου ημισφαιρίου, ενώ αξιόλογοι ερευνητές στην Ελλάδα (Ταξιάρχης Τσιόγκας, Ευάγγελος Δρούγκας, κ.ά. ) έχουν επισημάνει ότι: Οι Έλληνες εκτός τής Ελλάδος είχαν επιλέξει ως δεύτερο σημείο ελέγχου της χθονίου σφαίρας (Γης) την Κολχίδα, δηλ. το Περού ή άλλως Χώρα των (Υ)περβορείων... (ή Υπερ-νοτίων, αν προτιμάτε).

Είναι γνωστό ότι, κατά τους χρόνους εκείνους, καμμία αποικιστική αποστολή δεν ξεκινούσε αν δεν είχε πρώτα την έγκριση και την υπόδειξη του Μαντείου για τον τόπο προορισμού, αλλά και για την διαδρομή που θα ακολουθούσε. Έτσι, το Μαντείο των Δελφών είχε μετατραπεί σε ένα είδος “Γραφείου Αποικιακής Έρευνας” όλης της Υδρογείου, γι' αυτό και όφειλε να έχει αρχειοθετημένες γεωγραφικές γνώσεις όλου του τότε γνωστού κόσμου. Ο τότε “γνωστός κόσμος” για τους πανεπιστήμονες ιερείς του Μαντείου φαίνεται ότι ήταν κατά πολύ ευρύτερος απ' όσο σήμερα νομίζουμε... Το Μαντείο όφειλε να έχει στα αρχεία του στοιχεία για τις ακτές της Νότιας Αμερικής, από τη στιγμή που εξουσιοδότησε μια σπαρτιατική αποικία να εγκατασταθεί εκεί. “Εν τη πολυσχιδεί πολιτική δράσει του Μαντείου των Δελφών εν των μεγαλειωδεστάτων αυτού μεγαλουργημάτων ήτο και το του απέραντου ελληνικού αποικισμού, όστις διήρκεσε τρεις κυρίως αιώνας, από του 8ο - 6ο αι. π.Χ.”, γράφει ο Δημήτριος Γουδής στο θαυμάσιο σύγγραμμά του "Το Μαντείον των Δελφών" (Αθήνα 1937, επανέκδοση από τις Εκδόσεις Δημιουργία, Αθήνα 1997) και συνεχίζει: “Διότι το Δελφικόν ιερατείον είχε τας ευρυτέρας και ακριβέστερας γεωγραφικάς γνώσεις και περί αυτών των μεμακρυσμένων χωρών και τηρούν αρραγή τον σύνδεσμον προς πάσαν εκάστοτε ιδρυόμενη αποικίαν κατέγραφε πάσας τας γεωγραφικάς πληροφορίας, ας ελάμβανεν εκείθεν και είχε καθολικήν και περιληπτικήν γνώσιν πλείστων χωρών. Όθεν ουδείς άλλος ηδύνατο να παρέχη εις τους ερωτώντας περί αυτών ασφαλεστέρας πληροφορίας ή το πολυθάμιστον εκείνο κέντρον, ο τόπος διαρκούς συγκεντρώσεως ανθρώπων από πάσης της γης γωνίας.. Οι πολυπράγμονες του μαντείου ιερείς συνέλεγον επιμελώς και κατέγραφον πάσας ταύτας τας πληροφορίας, ήσαν παγκόσμιον γεωγραφικών γνώσεων ταμείον...”

0 αρχηγός στην Χιλή διατηρούσε, από παλιά το όνομα Άπο, αφού η εξουσία του προερχόταν ακριβώς από τον Απόλλωνα, αποκαλύπτει ο Λ. Κιλαπάν. Οι Αραουκάνοι, ως λακωνίζοντες, είχαν τη συνήθεια να συντέμνουν τα ονόματα· έτσι το Από-λλων γίνεται Άπο, το Προμηθεύς γίνεται Προμ, το Λυκούργος γίνεται Κούργο. κτλ. Μάλιστα το όνομα Άπο ταυτίστηκε ευρύτερα με την έννοια του “κύριος, αρχηγός, επικεφαλής” στην αραουκανική γλώσσα, πράγμα το οποίο συμφωνεί απόλυτα με την προσωνυμία “Αρχαγέτας ή Αρχηγέτης” που έφερε ο Θεός στις Ελληνικές αποικίες... Έξαλλου, ο Απόλλων εθεωρείτο κατ΄ εξοχήν ιδρυτής πόλεων και λέγεται ότι αυτός ήταν που θεμελίωσε και την πολιτεία τής Σπάρτης. Τα συνηθέστερα δε ονόματα των αποικιών ήταν επωνυμίες του θεού, όπως: Απολλωνία, Πυθόπολις, Φοίβη, Φοιβία... Στην αρχαιότητα αναφέρονται και είναι γνωστές τουλάχιστον είκοσι τέσσερις αποικίες με το όνομα Απολλωνία. Το Μαντείο των Δελφών επιτέλεσε πράγματι έναν άγνωστο “μεγαλουργόν άθλον”, κατά τα λεγόμενα του Δ. Γουδή, που όμοιό του δεν συναντάμε στην παγκόσμιο ιστορία... Βάσει ποίου μεγαλοφυούς σχεδίου διέσπειρε τις ελληνικές αποικίες ανά την Υφήλιο, σε προεπιλεγμένα νευραλγικά σημεία, δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε... Εκείνο όμως που γνωρίζουμε είναι ότι οι Αραουκάνοι “φύλαξαν” καλά τα μυστικά τους για πάνω οπό 2.000 χρόνια... Είναι σαν μια χρονοκάψουλα που άνοιξε εν καιρώ...

5.-Το Αραουκανικό Ημερολόγιο 

Σύμφωνα με το αραουκανικό ημερολόγιο βρισκόμαστε ήδη στο έτος 2804... Η χρονολόγηση αυτή συμπίπτει σχεδόν με το ολυμπιακό ημερολόγιο· ολυμπιακό, εφόσον λαμβάνεται ως συμβατική αρχή μέτρησης η θεωρούμενη ως πρώτη ολυμπιάδα, που έγινε το 776 π.χ., που προσεγγίζει το έτος 800 π.χ. του αραουκανικού ημερολογίου..

6.-Το Κράτος τους 

Το κράτος που ίδρυσαν ανταποκρινόταν στα Ελληνικά πρότυπα, τόσο γεωγραφικά όσο και πολιτικά. Με τη Χιλή στο κέντρο, βόρεια είχαν τους Πικούντσες (pikun = βορράς), νότια τους Ουιλλίτσες (willi = Νότος), ενώ από την πλευρά των Άνδεων τους Πεουέλτσες (puel = Ανατολή). Αυτοί οι σύμμαχοι λαοί είχαν τους ίδιους θεούς, την ίδια γλώσσα, τους ίδιους νόμους, χρησιμοποιούσαν τα ίδια όπλα, ντύνονταν το ίδιο, αλλά είχαν δική τους ανεξάρτητη διοίκηση και μόνο σε περίπτωση πολέμου ενώνονταν κάτω από έναν κοινό αρχηγό.

Οι Σπαρτιάτες άποικοι έφεραν μαζί τους τη νομοθεσία του Λυκούργου, την οποία εφάρμοσαν στις πόλεις τους. Με τον καιρό, πήρε το όνομα “Αντμαπού” (Admapu) που θα μπορούσε να αποδοθεί ως: ο “νόμος των προγόνων”, το “πάτριον ήθος”. Έφεραν τους ίδιους θεούς και διατήρησαν τις ίδιες παραδόσεις.

Χαρακτηριστικά αναφέρουμε: τα μαντεία, όπου ιερουργούσε η Μάτσι (Machi =Μάντις), με καθήκοντα ιέρειας ανάλογα με αυτά της Πυθίας, το ίδιο ιερό δέντρο, τα ίδια όπλα και την ίδια εκπαίδευση όπως στην Ελλάδα, τον μύθο της Σειρήνας, και την ίδια γαμήλια τελετή που ήταν τελετή αρπαγής της νύφης, κατά το πρότυπο της Μυθολογίας... Με τον καιρό, ο πληθυσμός τους σταθεροποιήθηκε στις 36.000 ψυχές και ήταν κατανεμημένος σε εννέα κύριες πόλεις των 40.000 κατοίκων η καθεμιά. Ο τέλειος αυτός αριθμός αποσκοπούσε σε μια τέλεια οργάνωση στηριζόμενη στον ελληνικό πολιτειακό “κανόνα” -τον οποίο αναφέρει αργότερα και ο Αριστοτέλης- ότι δηλαδή, μια πόλη δεν θα πρέπει να υπερβαίνει ούτε να υπολείπεται των 40.000 κατοίκων διότι στην πρώτη περίπτωση θα είναι εκτός ελέγχου (υπερβολή), ενώ στην δεύτερη περίπτωση δεν θα είναι καν πόλη (έλλειψη). Σε μια πιο απλή γλώσσα, περισσότεροι θα προκαλούσαν έλλειψη τροφής και στέγης για τους υπόλοιπους· λιγότεροι θα ήταν ευάλωτοι σε ενδεχόμενη εξωτερική επίθεση.

Οι Αραουκανοί είχαν λύσει αυτό το πρόβλημα, με τον ίδιο τρόπο που το είχαν λύσει οι Σπαρτιάτες: ασκούσαν έλεγχο γεννήσεων, εξάλειφαν τους εκ γενετής ελαττωματικούς, προκαλούσαν στείρωση με ειδικά βότανα σε ορισμένες γυναίκες που δεν έπρεπε να τεκνοποιήσουν, και είχαν θεσμοθετήσει την πολυγαμία, έτσι, η φυλή άγγιξε και υλοποίησε συστηματικά ανώτερα πρότυπα ομορφιάς, ψυχοσωματικής υγείας και ακεραιότητας, δηλαδή, ανέπτυξε στο έπακρο όλες εκείνες τις ιδιότητες που χαρακτηρίζουν τον άνθρωπο-πολεμιστή.

7.-Το Αριθμητικό τους Σύστημα 

Το αριθμητικό σύστημα των Αραουκανών είναι αντιγραφή - μεταφορά του δεκαδικού συστήματος των Ελλήνων, αν και δεν έχουν διατηρηθεί οι ονομασίες των αριθμών, εκτός από αυτή που αποτελεί και την βάση του συστήματος: το δέκα. Τα χέρια υπαγόρευαν τον αριθμό δέκα, αφού δέκα είναι τα δάχτυλα· από εδώ προέρχεται και το όνομα του συστήματος δεκα-δικό. Στην Αραουκανική Γλώσσα το δέκα λέγεται μάρε (mare) και “μάρη” στα αρχαία ελληνικά σημαίνει χέρι. Στα ελληνικά χρησιμοποιούμε και σήμερα τη σύνθετη λέξη ευ-μάρεια (ευ+μάρη) που σημαίνει ευ-χέρεια, κυρίως οικονομική.

Η τέχνη της μέτρησης έχει τρία στάδια: στο πρώτο μετράει κανείς με αντικείμενα και οριοθετήσεις· στο δεύτερο στάδιο οι αριθμοί έχουν δικά τους ονόματα και πολύπλοκα συστήματα αρίθμησης· στο τρίτο στάδιο εμφανίζεται ένα λογικό σύστημα αρίθμησης με γραπτά σύμβολα, το οποίο χρησιμοποιούν οι πολιτισμένοι λαοί. Μέσα από τα αραουκανικά αριθμητικά είναι σημαντικό να παρατηρήσουμε την λογική που τα διέπει, για ν΄ αντιληφθούμε και τις πολιτισμικές τους βάσεις, αφού ο αριθμός ως “σοφώτατον των όντων”, κατά τον Πυθαγόρα, είναι απόδειξη πολιτισμού.

8.-Η Προμ-ηθεϊκή Σημειογραφία 

Φαντασθήτε να σας χαρίσουν ένα πολύχρωμο υφαντό... κι εσείς να στολίσετε με αυτό το σπίτι σας, χωρίς ποτέ να υποψιαστείτε ότι πιθανόν εκεί να “κρύβονται” κωδικοποιημένες γνώσεις, που ενδεχομένως θα άλλαζαν τη ζωή σας, ή τουλάχιστον τις αντιλήψεις σας για την ζωή... Κάπως έτσι έχουν το πράγματα με την υφαντική σημειογραφία των Αραουκάνων, την οποία ονομάζουν Προμ (από σύντμηση του ονόματος Προμ-ηθεύς, Prom-eteo)...

“Μα βρήκα και τον αριθμό, βαθιά σοφία,

και των γραμμάτων το συνταίριασα.

Μητέρα των Τεχνών, της εργασίας και της μνήμης”, λέει ο Προμηθέας, μνημονεύοντας το δώρα του προς την Ανθρωπότητα.

Ο αριθμητικός υπολογισμός με τα νήματα της σημειογραφίας Προμ γίνεται ως εξής:

• Οι μονάδες αντιπροσωπεύονται από αντίστοιχους κόμπους πάνω σε κόκκινο νήμα.

• Οι δεκάδες πάνω σε κίτρινο νήμα.

• Οι εκατοντάδες πάνω σε γαλάζιο νήμα.

• Οι χιλιάδες πάνω σε πράσινο νήμα.

• Τα εκατομμύρια πάνω σε μαύρο νήμα.

Κάθε νήμα είχε δέκα διαιρέσεις και ο αριθμός έπρεπε να τοποθετηθεί στην αλλαγή του υφαδιού, αφού κάθε νήμα διαιρείτο σε δέκα ίσα τμήματα μέσω άλλων εναλλακτικών νημάτων (εκτός των πέντε βασικών). Για παράδειγμα, στην δεύτερη μάχη των Αραουκάνων κατά των Ίνκας, συγκρούσθηκαν 250.000 εισβολείς με 30.000 Αραουκανούς πολεμιστές (κόνας).

Πρέπει να διευκρινίσουμε ότι η σημειογραφία αυτή “διαβάζεται” από τα δεξιά προς το αριστερά. Αριστερόστροφες γραφές (γραφές "επί τα λαιά" ) έχουν βρεθεί και στην Σπάρτη. Αν ο αριθμός ήταν στρογγυλός, για παράδειγμα 4.000. τότε κόμπος γινόταν στο ύψος του τέσσερα πάνω στο πράσινο νήμα. Αν ο αριθμός ήταν μεγαλύτερος, για παράδειγμα 9.000.000, τότε ο κόμπος γινόταν στο ύψος του εννιά στο μαύρο νήμα, Όταν οι χιλιάδες ή τα εκατομμύρια ήταν πάνω από δέκα, σημειωνόταν η ποσότητα πάνω στο νήμα των δεκάδων ή εκατοντάδων και η χιλιάδα ή το εκατομμύριο υποδεικνυόταν μέσω κόμπου πάνω στο αντίστοιχο νήμα. Μετά ο αριθμός διαβαζόταν αρχίζοντας από την μεγαλύτερη ποσότητα.

9.-Η Αραουκανική Γλώσσα 

Σύμφωνα με τα όσα παραδόθηκαν στον Λόνκο Κιλαπάν από τον δάσκαλο και προκάτοχό του Επεουτουβε Κανίο, όταν οι Έλληνες άποικοι έφτασαν από την Δύση, βρέθηκαν μπροστά στο δίλημμα να προσπαθήσουν να διδάξουν την γλώσσα τους στους ιθαγενείς με τους οποίους ήρθαν σε επιμιξία ή να μάθουν οι ίδιοι την ομιλούμενη γλώσσα εκείνης της χώρας, την μάπου-ντούγκου (mapudugu), έκλιναν κυρίως προς την δεύτερη επιλογή, αλλά εφαρμόζοντας τους γραμματικούς κανόνες της δικής τους γλώσσας. Ταυτόχρονα δίδαξαν στους ντόπιους τις βασικές λέξεις της γλώσσας τους όπως Ζευς ή Ζαν (Ζεν), Γαία (Γούε) κτλ. Επίσης, πολλά τοπωνυμία που διατηρούνται ακόμη και σήμερα σε βουνά, ποταμιά, νησιά, χωριά και περιοχές της Χιλής, είναι ελληνικής προέλευσης, όπως Άνδεις (=αυτές που ευχαριστούν, που τέρπουν, από το ρήμα ανδάνω). Αιμόν (=αίμων, αιματώδης). Κορίκο (=Κώρυκος), Κίδο (=Κύδος), Ακουίλεο (= Αχιλλεύς) κ.α.

Η Αραουκανική Γλώσσα διαθέτει τόσο πλούσιο λεξιλόγιο που υπερβαίνει πολλές από τις λεγόμενες Σύγχρονες Γλώσσες. Βασιζόμενος σε μια αρχική εκτίμηση και τονίζοντας το γεγονός ότι η Αραουκανική δεν ήταν γραπτή γλώσσα ο Λόνκο Κιλαπάν βεβαιώνει ότι ένα 20% τουλάχιστον του λεξιλογίου που διατηρείται ακόμα και σήμερα εν χρήσει είναι ελληνικά.

Ορισμένες λέξεις διατηρούνται αυτούσιες και άλλες έχουν παραφθαρεί με την πάροδο τόσων χρόνων και πολλές ακολουθώντας τον γραμματικό κανόνα της συναίρεσης, ο οποίος υπάρχει και στις δύο γλώσσες έχουν συντμηθεί και δεν είναι εύκολα αναγνωρίσιμες.

Όταν αναφέρονται στη γη ως τόπο, χώμα, χρησιμοποιούν την λέξη μάπου (mapu), όταν όμως αναφέρονται στην Γη αυτή καθαυτή, ως γήινη σφαίρα, ως θηλυκή ζώσα οντότητα, χρησιμοποιούν λέξη Γούε (Gue) δηλαδή Γαία.

Χαρακτηριστική είναι η σχέση των Αραουκανών με το φως, αφού σύμφωνα με αυτό “ζουν, κινούνται και υπάρχουν". Σε όλες τις σύγχρονες “πολιτισμένες” γλώσσες χρησιμοποιείται συνήθως η ίδια λέξη για να δηλωθούν περιφραστικά τα διάφορα “είδη” φωτός.

Στα Αραουκανικά, όμως, το κάθε φως δηλώνεται με το δικό του ξεχωριστό όνομα· έτσι οι Αραουκανοί λένε:

• το φως γενικά πελόν (pelon)

• το φως της αυγής ελλαμπούν (ellabun)

• το φως της εσπέρας γιαντού (guiantu)

• το φως του ήλιου αϊπίν (aipin)

• το φως της σελήνης άλε (ale)

• το φως των άστρων αϊρκούν (airkun), κ.λ.π.

Είναι πραγματικά εκπληκτική αυτή η ποικιλία, τη στιγμή που δεν χρησιμοποιείται η ίδια ρίζα για να δηλώσει τα διάφορα είδη φωτός. Στα Ελληνικά υπάρχει κάτι αντίστοιχο, οφείλουμε να παρατηρήσουμε όμως ότι οι λέξεις είναι σύνθετες, τουλάχιστον αυτές που είναι γνωστές και χρησιμοποιούνται σήμερα, έτσι:

• το φως της αυγής το λέμε λυκαυγές

• τα φως της εσπέρας λυκόφως και μούχρωμα

•το φως του Ηλίου με μια λέξη ηλιόφως

•το φως της Σελήνης σεληνόφως και φεγγαρόφωτο, κτλ.

Οι Αραουκανοί έχουν διαφορετικές λέξεις για να δηλώσουν το κύμα της θάλασσας και το κύμα του ποταμού, τα καρποφόρα και τα μη καρποφόρα δέντρα· έχουν όνομα για κάθε μετάλλευμα, για κάθε άστρο, για την ψυχή και το πνεύμα· έχουν λέξεις για αφηρημένες έννοιες όπως κιγνέουεν που σημαίνει ενότης κτλ.

Gne-chen (Γνε-τσεν) είναι ο Δημιουργός στα Αραουκανικά, “ο Γενέ-τωρ του κόσμου” Από το πρώτο συνθετικό της λέξης δηλώνεται ξεκάθαρα η ελληνική προέλευση του ονόματος.

10.-Πώς η Αραουκανική Φυλή διατήρησε την γνώση της Ελληνικής Καταγωγής της; 

Σ' αυτό το πραγματικά “καυτό” για μας ερώτημα, ο Δον Λόνκο Κιλαπάν, Επεουτούβε της Αραουκανικής Φυλής, μας απαντά (σε μια επιστολή του το Φθινόπωρο του 1995) με έναν αφοπλιστικό τρόπο, που αξίζει να προβληματίσει τους Έλληνες της Μητροπολιτικής Ελλάδος. Μεταφέρουμε αυτούσια την απάντησή του, μαζί με τις απαντήσεις και άλλων σημαντικών ερωτημάτων που είχα και πιθανόν θα έχετε κι εσείς:

- Πώς διατηρόταν η γνώση της ελληνικής καταγωγής μέσα στην Αραουκανική Φυλή;

Η επιστήμη και η ιστορία σε όλες τις φυλές βρισκόταν στα χέρια των ανώτερων τάξεων: κυβερνήτες, στρατιωτικοί και ιερείς, με την πάροδο του χρόνου υπέκυπταν στον λαό και μαζί με αυτούς εξαφανιζόταν η Επιστήμη και η Ιστορία τους, όπως είναι η περίπτωση των Μάγιας, Ίνκας, Αιγυπτίων, κλπ. Αυτό δεν θα μπορούσε να συμβεί ποτέ στην Αραουκάνικη Φυλή, η οποία καθώς είχε προβλέψει κάτι τέτοιο, είχε πάντοτε τρεις Ιστορικούς που δεν έπρεπε να γνωρίζονται μεταξύ τους. Καθένας από αυτούς όφειλε να έχει μια Ομάδα, αποτελούμενη από όλες τις ηλικίες, και από αυτή την ομάδα έβγαινε ο διάδοχος Ιστορικός. Στην δική μου περίπτωση έχω 25 άτομα, διασκορπισμένα από τον βορρά μέχρι το νότο της χώρας, τους οποίους κανείς άλλος δεν γνωρίζει, οι δε ηλικίες τους είναι από 6 μέχρι 72 ετών. Όλοι τους έχουν παραψυχολογικές ικανότητες (αυτό το απαιτεί ο Νόμος), εξαιρετική μνήμη, ανεπτυγμένη κρίση και υπευθυνότητα στην αντιμετώπιση κάθε δοκιμασίας. Κανείς δεν μπορεί να αφηγηθεί με ακρίβεια ένα ιστορικό γεγονός" θα προσθέσει ενδεχομένως δικά του πράγματα και θα ξεχάσει άλλα' μπορεί μόνο να αφηγηθεί ένα γεγονός που αφορά έναν δικό του πρόγονο αλλά και τούτο όχι δημόσια εδώ πρέπει να φωνάξουν τον Ιστορικό.

-Πριν από την δημοσίευση του βιβλίου σας (το 1974), υπάρχουν ίσως άλλες δημοσιεύσεις ή σχετικές ανακοινώσεις;

Όχι, διότι η δημοσιοποίηση μέρους της Ιστορίας μας και η παράδοση στρατιωτικών μυστικών στον Χιλιανό Στρατό αποφασίστηκε στο Συμβούλιο των Γερόντων το έτος 1972. Υπάρχουν μόνο δικές μου δημοσιεύσεις σε εφημερίδες ή περιοδικά, διότι κανείς δεν μπορεί να γράψει για την Ιστορία, όπως εξήγησα προηγουμένως.

-Ποια είναι η σημερινή κατάσταση των Αραουκανών στην Χιλή;

Έχουν συνείδηση της Ελληνικής Καταγωγής τους;

Στις απογευματινές συζητήσεις πάντοτε υπενθυμίζεται η καταγωγή της Φυλής και καλείται ν' ακουσθεί ο Ιστορικός, αν η συνάντηση είναι πιο σημαντική. Είμαστε διασκορπισμένοι σε όλη την Χιλή, στα Πανεπιστήμια, στο Στρατό Ξηράς, στο Ναυτικό, στην Αεροπορία, κλπ. Το να μέναμε όλοι στη γη μας θα είχαμε φθορά μετά από κάθε γενιά και θα είμασταν τώρα στην ίδια θέση με αυτή των Μαπούτσες, που δεν έκαναν ό,τι κάναμε εμείς, γι' αυτό και έμειναν ελάχιστοι στους κάμπους.

- Διατηρείται η Αραουκανική Γλώσσα και γραφή; Υπάρχει εκμάθηση της Αραουκανικής Γλώσσας στα σχολεία της Χιλής;

Η γλώσσα διατηρείται καθώς και η γραφή με τρίγωνα, που είναι ίδια στη μορφή με την γραφή των αριθμών. Πριν από πέντε χρόνια διηύθυνα ένα σεμινάριο για δασκάλους της Αραουκανικής Γλώσσας και σήμερα στο Τεμούκο έχει εισαχθεί πειραματικά στα Δημοτικά Σχολεία.

- Πότε ιδρύθηκε και ποιοι είναι οι σκοποί της Αραουκανικής Συνομοσπονδίας;

Η Αραουκανική Συνομοσπονδία υπάρχει από πάντα, μόνο το όνομα έχει προσαρμοστεί στην σημερινή εποχή. Οι σκοποί της είναι μια μέρα οι Χιλιανοί να ζήσουν όπως εμείς, να υιοθετήσουν τον δικό μας Νόμο και να ελέγξουν την γεννητικότητα, διότι ο υπερπληθυσμός είναι η αιτία όλων των πολέμων στον κόσμο...

- Υπάρχουν Αραουκανοί στην Αργεντινή; Πότε καθιερώθηκε για πρώτη φορά και τί σημαίνει η λέξη Αράουκο;

Δεν υπάρχουν Αραουκανοί στην Αργεντινή" εκεί κατοίκησε η Φυλή Μαπούτσε η οποία πέρασε στη Χιλή τον περασμένον αιώνα προσπαθώντας ν' αποφύγουν τις διώξεις, που έγιναν κυρίως επί κυβερνήσεως του Στρατηγού Ρόκα. Με τους Αργεντινούς έχουμε εν γένει επαφές. Εγώ έγραψα στην εφημερίδα Κούγιο της Μεντόσα: "Η Οροσειρά των Άνδεων δεν είναι το φράγμα που διαχωρίζει αλλά η σπονδυλική στήλη που ενώνει την Χιλή και την Αργεντινή". Η λέξη arauco (Αράουκο) προέρχεται από την ομώνυμη περιοχή Rauco (Ράουκο) νότια του ποταμού Βίο-Βίο απ' όπου αρχίζει η Αραουκανία. Τους κατοίκους αυτής της περιοχής οι Ισπανοί τους ονόμαζαν Ραουκάνους και ο ποιητής Ερθίγια διέδωσε την ονομασία Α-ραουκάνοι / Α-ραουκανοί. Η λέξη Ράουκο προέρχεται από το ρήμα Ράουν= Ρέειν μετά βοής και το ουσιαστικό Κο == Ύδωρ, Νερό- επομένως Ράουκο (και Αράουκο) σημαίνει τόπος όπου ηχεί το βουητό των υδάτων.

- Λέτε ότι δεν υπάρχουν ίχνη ελληνικής παρουσίας σε όλη την Αμερική, εκτός από την Χιλή... Πώς το δικαιολογείτε αυτό;

Εκείνο που εγώ βεβαιώνω είναι ότι από την Χιλή και προς την Δύση υπάρχουν παντού ελληνικές και αραουκανικές λέξεις, ενώ από την Χιλή προς την Ανατολή: Αργεντινή και Βραζιλία δεν υπάρχουν, ή τουλάχιστον δεν υπάρχουν στους χάρτες...

- Ο ποιητής Πάμπλο Νερούδα είναι Αραουκανός;

Ναι. Γεννήθηκε στα όρια του αρχαίου κράτους των Αραουκάνων (Γιεκμόντσε), μεταξύ των ποταμών Μάουλε και Βίο-Βίο. Ο Νερούδα είχε συνείδηση της καταγωγής του γι' αυτό κάνει αναφορά στους ήρωες της Αραουκανίας και έγραψε στο "Κάντο Χενεράλ" αυτό που και εσείς αναφέρετε: "...οι Αραουκανοί προγονοί μου" και "Το ελληνικό αίμα κατεβαίνει μέχρι τις θάλασσες της Χιλής..."

Ο Δρόμος της εσωτερικής όρασης και των Μουσών

Κάποιοι σοφοί του παρελθόντος μας είπαν πως υπάρχει ένα κομμάτι από το Παν στο βάθος του εαυτού μας, το οποίο βρίσκεται ταυτόχρονα παντού γύρω και πέρα από τον εαυτό μας σε ότι μας περιβάλλει, ορατό και αόρατο.

Μας προέτρεψαν να επανασυνδεθούμε με την φύση, με το κομμάτι εκείνο του εαυτού μας το οποίο αποτελεί απειροελάχιστο και ομοούσιο τμήμα της, να συντονιστούμε με αυτό, να εξισώσουμε τον εαυτό μας με αυτή. Είμαστε ένα αναπόσπαστο κομμάτι από το ορατό και αόρατο Σύμπαν. Είμαστε ένα. Οι δυνάμεις που δουλεύουν εντός μας, οι δυνάμεις που μας συντηρούν στην ζωή, οι δυνάμεις που μας οδηγούν στο βιολογικό μας τέλος, είναι, σίγουρα, και δικές του δυνάμεις [1]. Πως θα το κάνουμε αυτό;

Κάποιοι μας έδειξαν το δρόμο:

Ανάπνευσε, το φως της αυγής, τα αρώματα της γης που χαρίζει τροφή σε όλους μας, την θέα των υψηλών βουνών, την αύρα των ωκεανών, την λάμψη των άστρων!

Συντονίσου στον χτύπο της καρδιάς, στον ρυθμό της αναπνοής, στα οράματα του νου. Είσπνευσε την ζωή και το μέλλον, εξέπνευσε το παρελθόν και τον θάνατο. Κάθε στιγμή πεθαίνουμε, κάθε στιγμή δημιουργούμε το μέλλον!

Αμέσως μόλος γεννηθούμε στην ύλη, αρχίζει και η επιστροφή· ταυτόχρονα το ξεκίνημα και ο γυρισμός. Κάθε στιγμή πεθαίνουμε. Μα και ευθύς μόλις γεννηθούμε, αρχίζει και η προσπάθεια να δημιουργήσουμε, να συνθέσουμε, να κάμουμε την ύλη ζωή· κάθε στιγμή γεννιόμαστε. Νοιώσε όλο το Σύμπαν να φωλιάζει μέσα σου, και να σε ακολουθεί σαν σώμα. [2]

Κλείνοντας τα μάτια άλλαξε την όρασή σου και ξύπνα μια άλλη, που ενώ την έχουν όλοι, λόγοι τη χρησιμοποιούν. Αποσύρσου στον εαυτό σου και κοίτα• και αν δεις τον εαυτό σου να μην είναι ακόμη ωραίος, όπως ο δημιουργός του αγάλματος που πρέπει να γίνει ωραίο αφαιρεί, λαξεύει, λειαίνει και καθαρίζει μέχρις ότου φανεί πάνω στο άγαλμα ένα ωραίο πρόσωπο, έτσι κι εσύ αφαίρεσε τα περιττά και ίσιωσε τα στραβά, και όσα είναι σκοτεινά κάνε τα να γίνουν λαμπρά καθαρίζοντάς τα, και μην πάψεις να σμιλεύεις το άγαλμά σου, ως ότου λάμψει πάνω του η θεόμορφη λαμπρότητα της αρετής. Διότι μόνον το εσωτερικό μάτι βλέπει τη μεγάλη Ομορφιά.[3]

Αύξησε (νοητά) τον εαυτό σου σε μέγεθος χωρίς μέτρο, βγες από το σώμα, ύψωσε τον εαυτό σου έξω από τον χρόνο, γίνε αιωνιότητα, τότε θα κατανοήσεις το μυστικό της συμπαντικής εξέλιξης, όλες τις τέχνες, τις επιστήμες και τη φύση κάθε ζωντανού όντος.

Υψώσου ψηλότερα από το πιο υψηλό ύψος, και κατέβα χαμηλότερα από κάθε βάθος. Με τις αισθήσεις σου γνώρισε κάθε πλάσμα της δημιουργίας, της φωτιάς, του νερού, του ξηρού και του υγρού, φαντάσου ότι βρίσκεσαι παντού, στη γη, στη θάλασσα, στον ουρανό, ότι δεν γεννήθηκες ακόμη στην κοιλιά της μητέρας σου, όντας νέος, γέρος, νεκρός, πέραν του θανάτου.

Αν κατανοήσεις τα πάντα μεμιάς, χρόνους, τόπους, πράγματα, ποιότητες, ποσότητες, πως αυτό που αποκαλούν οι άνθρωποι θεότητα με εκατοντάδες ονόματα, δεν βρίσκεται στην πραγματικότητα, ούτε σε κάποιο παράδεισο, ούτε σε κάποιο συγκεκριμένο δέντρο, κτήριο ή όρος. Είναι παντού, σε κάθε άτομο του ορατού και του αόρατου Κόσμου.! [4].

Ο άνθρωπος οφείλει να σέβεται και να προστατεύει την τροφό της υλικής του φύσης, την Γαία. Ταυτόχρονα οφείλει να φροντίζει το πνεύμα του και να συντονίζεται με τον πνευματικό κόσμο. Το πνεύμα ο Ουρανός ενυπάρχει στην Γη με ένα Ουράνιο τρόπο, και η Γη ενυπάρχει στον Ουρανό με ένα γήινο τρόπο.

Το πνεύμα γίνεται γη, και η γη, επιδιώκει να γίνει πνεύμα. Στο σύμπαν τα πάντα βρίσκονται σε μία Ενότητα, τα πάντα είναι Ένα, τίποτα δεν είναι διαχωρισμένο. Το κάθε τι συνδέεται με κάθε τι άλλο. Υπάρχει μία αόρατη αλλά υπαρκτή συμπαντική αρμονική σύνδεση.

Ένας βώλος λάσπη είναι η ανθρωπότητα, τέτοιος βώλος λάσπη είναι ο καθένας μας. Ποιο είναι το χρέος μας; Να μαχόμαστε να ανθίσει ένα μικρό πνευματικό λουλούδι απάνω στο λίπασμα τούτο της σάρκας και του νου μας. Πάλεψε με τις φυσικές δυνάμεις, ανάγκασε τις να ζευτούν σε σκοπό ανώτερο τους. Λευτέρωσε το πνεύμα που αγωνίζεται μέσα τους και λαχταράει να σμίξει με το πνεύμα που αγωνίζεται στα σωθικά σου.

Είμαστε ένα γράμμα ταπεινό, μια συλλαβή, μια λέξη από τη γιγάντια Οδύσσεια. Είμαστε βυθισμένοι σε ένα γιγάντιο τραγούδι και λάμπουμε όπως λάμπουν τα ταπεινά βότσαλα όσο είναι βυθισμένα στη θάλασσα. Ποιο είναι το χρέος μας; Να ανασηκώσουμε το κεφάλι από το κείμενο, μια στιγμή, όσο αντέχουν τα σπλάχνα μας, και να αναπνεύσουμε το υπερπόντιο τραγούδι.

Να σμίξουμε τις περιπέτειες, να δώσουμε νόημα στο ταξίδι, να παλεύουμε ακατάλυτα με τους ανθρώπους, με τους θεούς και με τα ζώα. [5]

Το νόημα στο ταξίδι του ανθρώπου το έδωσε η φιλοσοφία, οι επιστήμες, οι τέχνες. Οι τέχνες ήταν το δώρο των Μουσών στον άνθρωπο. Στην αρχαία Ελλάδα υπήρχαν τελετές για τις μούσες. Η τραγωδία, ο χορός και κάθε ρυθμική κίνηση υπηρετούσε την αρμονία του Κόσμου.

Πολλά έχουν λεχθεί για την ομορφιά, αλλά η σπουδαιότητα της αρμονίας λίγο κατανοείται. Η ομορφιά είναι μια εξυψωτική έννοια και κάθε προσφορά στην ομορφιά είναι μια προσφορά στην ισορροπία του Κόσμου.

Οι Μούσες δεν ήταν παρά τα γήινα σύμβολα των Θεϊκών δυνάμεων, που παρέχουν τάξη και αρμονία στο σύμπαν. Κατά τον ίδιο τρόπο που τα αγάλματα των Μουσών ήταν στραμμένα προς την εστία στης σχολής του Πυθαγόρα (συμβολίζοντας το κέντρο του Παντός), έτσι και οι μαθητές έπρεπε να είναι στραμμένοι προς το κεντρικό πυρ, το Θείο πνεύμα, ώστε να συντονίζονται με τις ενέργειες του..!
------------------------------
1/2. Ασκητική Καζαντζάκης Ν.

3. Πλωτίνος, Εννεάδες, «Περί του Καλού» 1, 6, 8-9.

4. Ερμητικά κείμενα.

5. Ασκητική Καζαντζάκης Ν.

O «νους» του Αναξαγόρα

Όταν πριν από περίπου δεκαπέντε χρόνια εξέταζα, μέσα σε μια σειρά μελετών(1), την εξέλιξη της σημασίας της λέξης Νους και των παραγώγων της από την εποχή του Ομήρου ως το Δημόκριτο και τους σοφιστές, παρέλειψα τον Νου του Αναξαγόρα, γιατί δεν ήθελα να ενταχθεί μέσα σ’ αυτή την ιστορία της εξέλιξης της σημασίας. Μάλιστα, δεν ταιριάζει καθόλου μέσα σ’ αυτή την ιστορία εξέλιξης, ακριβώς χάρις στην ιδιαιτερότητά του. Πολύ σπουδαία όμως εμφανίζεται η εξέταση αυτού του ιδιόμορφου γεγονότος, όπως επίσης και η προσπάθεια για την εξεύρεση απάντησης στο ερώτημα: «ποια είναι η προέλευση εκείνου του στοιχείου στην αναξαγόρεια έννοια του Νου, το οποίο τον κάνει να έχει έναν εξέχοντα ρόλο μέσα στη γενική εξέλιξη, η οποία συνεχίζεται με κάποιο γνωστό τρόπο ως τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη;»

Για να δείξουμε πού έγκειται το πρόβλημα, πρέπει πρώτα να συνοψίσουμε τα κύρια πορίσματα των προηγουμένων ερευνών. Με βάση τη σημασία με την οποία εμφανίζεται η λέξη στα ομηρικά έπη, αποδεικνύεται με σιγουριά πως η ετυμολογία της λέξης που παράγεται από το «σνόρος» («σνόφος»;) (πρβλ, το αγγλικό to sniff, γερμανικό schnüffeln — οσμίζομαι, οσφραίνομαι, αντιλαμβάνομαι με τη βοήθεια της μυρουδιάς), είναι η ορθή. Αυτό φαίνεται σαφέστατα στο ρήμα «νοείν», το οποίο προέρχεται απ’ το Νους. Αυτό το ρήμα πολύ συχνά σημαίνει τη σύλληψη μιας κατάστασης, προπάντων επικίνδυνης ή σπουδαίας — για το άτομο που λαμβάνει γνώση — όπως ακριβώς συμβαίνει και με κάποιο ζώο ή κι όπως υπαινισσόμαστε με την έκφραση «κρούω τον κώδωνα του κινδύνου» ή όπως, με κάποια άλλη σημασία στα αγγλικά, αποδίδουμε με το «I smell a rat»: πρόκειται παντού για μεθόδους, που έχουν σχέση με την όσφρηση. Αυτή η ερμηνεία επιβε-βαιώνεται με την παράδοση(2) που λέει πως οι Πυθαγόρειοι απέδιδαν στα ζώα Νου, (κι όχι φρένες)• η παράδοση αυτή πρέπει να είναι γνήσια, γιατί δεν μπορεί να έχει επινοηθεί σε κάποια μεταγενέστερη εποχή, όταν πια ο Νους είχε καθιερωθεί ως χαρακτηρισμός της υψηλής γνωστικής ικανότητας που ανήκει μόνο στον άνθρωπο.

Το πέρασμα από τη μια στην άλλη έννοια, ωστόσο, δεν είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτό. Η σύλληψη μιας κατάστασης με την ευρύτερη σημασία της είναι κάτι καθολικό και, κατά κάποιο τρόπο, είναι κάτι που εισχωρεί βαθύτερα απ’ αυτό που γίνεται απλώς αντιληπτό ή απ’ αυτό που γνωρίζουμε με την έννοια της αποκάλυψης της ταυτότητάς του. Έτσι, μπορεί κανείς να παρατηρήσει όχι σπάνια στον Όμηρο, ακριβώς, μια διαβά-θμιση της γνωστικής διαδικασίας από το «ιδείν» μέσω του «γνώναι» στο «νοείν» — όπου το «ιδείν» περίπου σημαίνει την απλή αντίληψη της παρουσίας ενός ανθρώπου, το «γνώναι» την αναγνώρισή του ως ορισμένου προσώπου (ή, αν πρόκειται για κάποιο αντικείμενο, περίπου τον εντοπισμό του ως δέντρου ή ειδικότερα ως οξυάς) και τέλος, το «νοείν» την γνώση, δηλαδή τη γνώση της ιδιότητας, που συνδέεται μαζί του: εάν, π.χ. έχει φιλικές ή εχθρικές διαθέσεις ή ακόμα πώς κρύβει τις εχθρικές του προθέσεις, πίσω από ένα φιλικό προσωπείο. Ιδίως στην τελευταία περίπτωση, το «νοείν» χαρακτηρίζει σαφώς τη γνώση η οποία εμβαθύνει περισσότερο από εκείνο το οποίο φαίνεται αμέσως και γίνεται απευθείας αντιληπτό με την όραση. Αυτό μπορεί, ακόμα και στον Όμηρο, να επεκταθεί και στη γνώση προσώπων ή αντικειμένων, τα οποία δεν προσφέρουν τη θέα εκείνου του οποίου την ιδιότητα κατέχουν πραγματικά, όπως, ας πούμε, όταν ένας Θεός παίρνει τη μορφή ενός ανθρώπου κι ο άνθρωπος, μπροστά στον οποίο εμφανίζεται μ’ αυτη τη μορφή, ξαφνικά αντιλαμβάνεται (νοείν), πως όχι άνθρωπος, αλλά Θεός μιλάει ή έχει ήδη μιλήσει.(3) Τέλος, έχει σχέση με μια ακόμα σημασία: αυτήν που παριστάνει, ας το πούμε έτσι, την (ανάλογη με την παρούσα θέση) μεταφορά της γνώσης μιας κατάστασης στο μέλλον. Με τη γνώση μιας επικίνδυνης ή, εν πάση περιπτώσει σημαίνουσας κατάστασης, συνδέεται αυτονόητα η αντίληψη για το πώς θα μπορούσαν τα πράγματα να εξελιχθούν καλύτερα, ώστε να καταφέρουν να αντιμετωπίσουν αυτή την κατάσταση την οποία έχει προσεγγίσει η γνώση. Η λέξη «νοείν» κερδίζει έτσι, με την πάροδο του χρόνου, επιπλέον τη σημασία του σχεδιασμού (αγγλ. planning). Όπως θα αποδειχτεί, αυτό δεν είναι ασήμαντο γεγονός για την έννοια του Νου στον Αναξαγόρα.

Αρχικά, ωστόσο, η φιλοσοφική χρήση των λέξεων Νους και νοείν ακολουθεί την ομηρική σημασία των λέξεων, σύμφωνα με την οποία αυτές χαρακτηρίζουν κάποια γνώση που εμβαθύνει πιο πολύ — με μόνη διαφορά ότι αυτή η γνώση που εμβαθύνει περισσότερο δεν αναφέρεται τώρα σε κάποια κρυμμένη πρόθεση ή κάτι άλλο παρόμοιο, αλλά στην αληθινή οντότητα (ον, είναι, Sein) που βρίσκεται πίσω από την ορατότητα. Έτσι λοιπόν, στον Παρμενίδη, ο Νους, ακόμα κι όταν παραπλανάται με τα λόγια «κράσις μελετών πολυπλάγκτων»(4) ώστε κι ο ίδιος να γίνει ένας «νους πλαγκτός»(5), πάντοτε και συνεχώς κατά κάποιο τρόπο βρίσκεται σ’ επαφή με το ον, έτσι ώστε να μπορεί να ειπωθεί πως δεν υφίσταται νοείν δίχως το «υπάρχον», μέσα ή κοντά στο οποίο αποκαλύπτεται.(6) Τα ίδια αναφέρονται ακόμα και στον Δημόκριτο, ο οποίος αντιπροσωπεύει το τέλος της προσωκρατικής φιλοσοφίας: αυτός είπε ότι η αλήθεια βρίσκεται κρυμμένη μέσα σε μια άβυσσο(7) , ο Νους όμως, ως όργανο της «γνήσιας»(8) γνώσης, η οποία αντιλαμβάνεται την «ατομική» συγκρότηση του κόσμου, έχει την εξής ικανότητα και λειτουργία: βρίσκεται αντίθετος με τη «σκοτεινή» γνώση που προσφέρεται από τα αισθησιακά μέσα της αντίληψης, με τα οποία τα πράγματα εμφανίζονται στους ανθρώπους σε κάποια κίβδηλη μορφή, λες και συνδέονται με μια σειρά ιδιοτήτων (χρώματος, γεύσεως, οσμής κλπ.), τα οποία στην πραγματικότητα δεν αρμόζουν στο χώρο των αληθινών γεγο-νότων και καταστάσεων. Τέλος, για τον Πλάτωνα ο Νους είναι το όργανο του πνεύματος, με τη βοήθεια του οποίου ο άνθρωπος πετυχαίνει μια πρόσβαση στο βασίλειο των Ιδεών(9)˙ και ανήκει επίσης στον καθαυτό κόσμο του αληθινού όντος, αντίθετα με τον κόσμο της δημιουργίας και της φθοράς (του γίγνεσθαι και του χάνεσθαι, Werden und Vergehen), ο οποίος βέβαια κατά τον Πλάτωνα (εν αντιθέσει με τον απατηλό κόσμο που προσλαμβάνουν οι αισθήσεις κατά τον Παρμενίδη ή, ως έναν ορισμένο βαθμό, και κατά τον Δημόκριτο), δεν είναι ένας κόσμος απατηλός, αλλά κάποιος ο οποίος, έναντι του κόσμου των Ιδεών, είναι μόνο ένα παράγωγο ον ένα ον δεύτερης κλάσης, και μέσα στον οποίο είναι αδύνατη μία βέβαιη γνώση.

Με διαφορετικό τρόπο απ’ αυτόν του Παρμενίδη, — κατά τον οποίο όλα κατευθύνονται καθαρά προς τη γνώση —, και (πολύ περισσότερο) αντίθετα από τον Δημόκριτο, ο οποίος έχει προσπαθήσει από την ατομική θεωρία να βγάλει και κάποια ηθική, — η οποία ωστόσο έχει πολύ χαλαρή σχέση με τη θεωρητική του φιλοσοφία —, η γνώση του αληθινού κόσμου με τον Νου, κατά τον Πλάτωνα αποκτάει μια αποφασιστική σημασία για τη συμπεριφορά, επειδή η γνώση της «ιδέας του αγαθού» οδηγεί στις ορθές πράξεις. Στον Αριστοτέλη, τέλος, εμφανίζεται το ενεργητικό στοιχείο, μέσα στην γνωστική αρχή του Νου, πολύ ισχυρότερο, και μάλιστα όχι μόνο στην ανθρώπινη δράση, αλλά και στα κοσμικά συμβάντα. Παντού, όπου συμβαίνει κάτι τέτοιο, γνώση και ενέργεια βρίσκονται σε στενή σχέση εξάρτησης και κάθε ενέργεια ή συμπεριφορά που απορρέει από την ύψιστη γνώση αποβλέπει στην πραγματοποίηση του «βέλτιστου».

Ακριβώς λοιπόν εδώ βρίσκεται η δυσκολία στον Αναξαγόρα, — δυσκολία που, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Πλάτωνος, παρατηρήθηκε ήδη από τον Σωκράτη. Στο Φαίδωνα(10) λέει τα εξής: όταν εκείνος (ο Σωκράτης) άκουσε κάποιον να διαβάζει από ένα βιβλίο του Αναξαγόρα και κατάλαβε από την απαγγελία αυτή, ότι ο Νους βάζει σε τάξη τα πάντα και αποτελεί το αίτιο των πάντων, χάρηκε πολύ. Γιατί τώρα θα ήθελε να ακούσει ακόμα, με ποιό τρόπο ο Νους τα κατατάσσει όλα έτσι,(11) ώστε να επιτυγχάνεται το καλύτερο αποτέλεσμα. Όταν όμως πήρε ο ίδιος τα κείμενα και τα μελέτησε στο σύνολό τους με το μεγαλύτερο ζήλο, ανακάλυψε πως είχε γελαστεί μ’ αυτή την προσδοκία του. Διότι όσο προχωρούσε περισσότερο τη σπουδή του, τόσο πιο πολύ διαπίστωνε ότι ο Αναξαγόρας δεν κάνει καμιά χρήση του Νου και μάλιστα ούτε αναφέρει τους λόγους(12) για τη δεδομένη τάξη της ολότητας των πραγμάτων, αλλά μάλλον καθιστά υπεύθυνους για τα συμβάντα τα σύννεφα, τους ανέμους και το νερό και άλλα πράγματα που συνδέονται κατά εντελώς περίεργο τρόπο.

Οι παρατηρήσεις του Σωκράτη πάνω στην ιδιόμορφη χρησιμοποίηση ή μάλλον την μη-χρήση, από τον Αναξαγόρα της καθολικής αρχής του Νου, επιβεβαιώνεται από μερικές άλλες πολύτιμες μαρτυρίες (και συμπληρώνεται επίσης από αυτές). Έτσι, λοιπόν, ο Αριστοτέλης θα πει ότι ο Αναξαγόρας, χρησιμοποιεί τον Νου σαν ένα είδος μηχανής(13) για την ερμηνεία της δημιουργίας του κόσμου, — μια μηχανή που την καλεί να τον βοηθήσει όταν φτάνει σε αμηχανία και αδυνατεί να εξηγήσει την αιτία της αναγκαιότητας κάποιου πράγματος (γιατί είναι κάτι έτσι όπως είναι)• κατά τα άλλα, καθιστά υπεύθυνα για τα φαινόμενα όλα τα άλλα και όχι τον Νου. Τέλος, ο μαθητής του Αριστοτέλη και ιστορικός της επιστήμης Εύδημος ο Ρόδιος λέει τα εξής: Ο Αριστοτέλης, στην ερμηνεία του κόσμου αφήνει τις περισσότερες φορές τον Νου έξω από το παιχνίδι, με το ν’ αφήνει τα περισσότερα πράγματα να δημιουργούνται η να συμβαίνουν «αφ’ εαυτού»(14).

Αν κοιτάξει, λοιπόν, κανείς αμέσως ύστερα από αυτά, τα σωζόμενα αποσπάσματα του φιλοσοφικού έργου του Αναξαγόρα, θα συναντήσει κάποια ασυνέπεια. Πρώτ’ απ’ όλα ο Νους εμφανίζεται σε πολλά σημεία ως δύναμη που οδηγεί στη γνώση. Είναι αυτό που καθοδηγεί(15) τη δράση και τη συμπεριφορά όλων των εμβίων όντων που είναι προικισμένα με ψυχή. Αλλά και ως «κοσμική αρχή» αναγνωρίζει τα πάντα που υπήρξαν, είναι και θα υπάρχουν(16). Απ’ αυτή την άποψη μπορεί λοιπόν να φανεί κατά πόσον ο Αναξαγόρας εξύψωσε, με απλό τρόπο, εκείνο το οποίο είναι η βαθύτερη αντίληψη μιας κατάστασης όπως αυτή είναι δυνατή ακόμα και σε κάποιο ζώο, πόσον εξύψωσε την υψίστη γνωστική δύναμη του ανθρώπου, σε μια «κοσμική αρχή» (Kosmisches Prinzip). Ναι, αυτή η γνωστική αρχή η οποία δεν γνωρίζει μόνο το παρελθόν και το παρόν, αλλά και το μέλλον, φαίνεται, ως δημιουργική αρχή, να αντικρύζει και κάποιο «άμεινον» με τη σωκρατική έννοια˙ γιατί το θέμα είναι ότι όχι μόνο στον κόσμο μας, αλλά και αλλού, δηλαδή σε άλλους κόσμους, οι άνθρωποι σχηματίζονται κάτω από την επίδραση του Νου και κατοικούν σε πόλεις και καλλιεργούν αγρούς όπως κι εμείς, και συσσωρεύουν στα καταλύμματά τους τα ωφελιμότερα από τα πολυποίκιλα αγαθά, τα οποία παράγει η γή τους(17).

Αυτό λοιπόν, φαίνεται σαν να έρχεται σε αντίθεση με τη γνώση του Σωκράτη στον Φαίδωνα του Πλάτωνος ότι δηλαδή με τον Νου του Αναξαγόρα δεν περιστρέφεται η συζήτηση γύρω από κάποιο «άμεινον» το οποίο προσπαθεί να πραγματοποιήσει ο Νους. Αν όμως παρατηρήσει κανείς σωστά, ποια δραστηριότητα ή δραστηριότητες αποδίδονται λοιπόν in concreto στον Νου, τότε πρέπει κανείς πάλι να δώσει δίκιο στον Σωκράτη, στον Αριστοτέλη και στον Εύδημο, όταν εκείνοι απορούν με το γεγονός ότι ο Αναξαγόρας κάνει μια ασήμαντη — ή ελάχιστη — χρήση του Νου, και ότι ο Νους φαίνεται να προσεγγίζει το «άμεινον» με περίεργο τρόπο, όταν αυτός θέλει να το προσεγγίσει.

Στην αρχή, μαθαίνουμε(18) πως όλα ήταν ως την παραμικρή λεπτομέρεια τόσο συγκεχυμένα, ώστε ήταν αδύνατο να ξεχωρίσει κανείς τις οποιεσδήποτε ιδιότητες ή να αναγνωρίσει καθοριστικά αντικείμενα. Τότε όμως άρχισε ο Νους, με ορμητήριο κάποια θέση, να θέτει τα πάντα σε μια περιστροφική κίνηση(19). Αυτή η περιστροφή είχε ως αποτέλεσμα το διαχωρισμό των στοιχείων, που προηγουμένως ήταν εντελώς ανακατωμένα• αυτός βέβαια ο διαχωρισμός δεν πρόκειται ποτέ να τελειοποιηθεί˙ με τη συνέχεια όμως της περιστροφικής κίνησης θα προοδεύει(20). Κατά την πορεία αυτής της διαδικασίας του διαχωρισμού δημιουργήθηκαν και τα εκάστοτε — κάθε λογής — πράγματα, ανάμεσά τους τα έμβια όντα και στο τέλος οι άνθρωποι(21) και ως τελικό αποτέλεσμα απ’ όλα αυτά έγινε ο κόσμος, ή η τάξη του σύμπαντος (geordnete Welt), μέσα στην οποία ζούμε.

Αυτή λοιπόν είναι η ιδιόμορφη άποψη, η οποία φαίνεται ν’ αποτελεί τη βάση των πάντων: μια παγκόσμια αρχή, η οποία λαμβάνει γνώση και ταυτόχρονα δημιουργεί και η οποία όχι μόνο προβλέπει, αλλά θέλει και να προκαλέσει μια όμορφη τάξη των πραγμάτων του κόσμου, μια αρχή, η οποία όμως δεν δρα όπως ένας καλλιτέχνης, ένας αρχιτέκτονας ή κάθε άνθρωπος, ο οποίος θέλει να παράγει κάτι ωραίο, να συναθροίσει τα υλικά που του προσφέρονται σε άπειρες φάσεις, να σχηματίσει, να επεξεργαστεί, να τοποθετήσει στην ορθή τους θέση τα πάντα, ωσότου το προβλεπόμενο από αυτόν έργο να ολοκληρωθεί, αλλά εκείνο το οποίο θέτει σε κίνηση είναι μόνο μια πολύ απλή χειρονομία• και διατηρείται σ’ αυτή την κατάσταση. Όλα τα άλλα όμως τα αφήνει στον εαυτό τους, με την προοπτική ότι το επιθυμητό αποτέλεσμα θα εμφανιστεί με τη φυσική αλληλοεξάρτηση αιτίων και επιδράσεων. Πού πρέπει ν’ αναζητηθεί η πηγή αυτής της παράξενης άποψης, η οποία φαίνεται ν’ απομακρύνεται τόσο από όλες τις πρώιμες ή ύστερες απόψεις πάνω στην ουσία και πιθανή δράση κάποιου Νου;

Ίσως είναι σκόπιμο ν’ αρχίσουμε την παραπέρα έρευνα με έναν φιλόσοφο ο οποίος προηγείται, χρονικά, του Αναξαγόρα, και στον οποίο φαίνεται πως ο Νους κατά κάποιο τρόπο δεν κατέχει μόνο μια γνωστική, αλλά και μια — σε παγκόσμια κλίμακα — καθοδηγητική λειτουργία. Πρόκειται για τον Ξενοφάνη τον Κολοφώνιο, ο οποίος αναφέρει για το Θεό πως «νόου φρεσί πάντα κραδαίνει»(22). Εδώ ήδη υφίστανται βέβαια, από τυπική άποψη, μια ολόκληρη σειρά από όχι εντελώς ασήμαντες διαφορές. Κατ’ αρχήν εδώ δεν είναι άμεση καθοδηγητική αρχή ο ίδιος ο Νους, αλλά ο ένας Θεός, τον οποίο ο Ξενοφάνης είχε τοποθετήσει στη θέση των πολλών θεών της ελληνικής λαϊκής θρησκείας. Αυτός ο Θεός δεν καθοδηγεί τον κόσμο άμεσα με τον Νου του, αλλά με τους «φρένες» του Νου του. Το τελευταίο όμως αυτό αποτελεί μόνο μια έκφραση της παρατηρούμενης προσπάθειας της παλιότερης ορολογίας(23), για ευρύτερη διαφοροποίηση και ακρίβεια, μέσα στην οποία ακόμη φαίνεται σαφώς η διαφορά ανάμεσα στο «νοείν» ως καθαρή κατανόηση —, το οποίο βέβαια με την μορφή του προνοητικού σχεδιασμού εξαπλώνεται ήδη προς την κατεύθυνση του μέλλοντος — και στις λέξεις που παράγονται από τη ρίζα «φρην», οι οποίες χαρακτηρίζουν τη μετατροπή της γνώσης σε δράση — ή τη γνώση που κατευθύνεται προς τη δράση. Το γεγονός ότι ο Αναξαγόρας παραλείπει τους «φρένες» ενώ βάζει τον Νου να δράσει, εξηγείται λοιπόν μόνο μέσα στη γενική ροή της εξέλιξης της γλώσσας, η οποία με την αύξηση της αφηρημένης και γενικευμένης σκέψης ολοένα και περισσότερο προβαίνει σε απαλοιφή των ακριβών διαχωρισμών της παλιότερης γλώσσας. Αυτό το γενικό φαινόμενο, θα αποδειχθεί ότι δεν ήταν δίχως σημασία για τη δημιουργία της θεωρίας του Νου μέσα στη σκέψη του Αναξαγόρα.

Όταν, απ’ την άλλη πλευρά, στην περίπτωση του Ξενοφάνους δεν κατευθύνει άμεσα τον κόσμο ο Νους ή ακόμα και οι «φρένες» του Νου, αλλά ένας Θεός με τη βοήθεια της γνωστικής του δύναμης που χαρακτηρίζεται ως Νους, τότε μπορεί κανείς να δει σ’ αυτό μια πολύ σημαντική διαφορά έναντι του Αναξαγόρα. Ο ένας Θεός όμως του Ξενοφάνη, ο οποίος δεν έχει καμιά μορφή, αλλά διαπερνά τον κόσμο και είναι πανταχού παρών, δίχως να ταυτίζεται με τα πράγματα, έχει βέβαια με όλες αυτές τις ιδιότητες επίσης μια μεγάλη συγγένεια με τον Νου του Αναξαγόρα. Μέσα του φαίνεται να είναι κάτι δεδομένο, το οποίο απ’ τη μια πλευρά συνδέεται με παλιότερες παραστάσεις, απ’ την άλλη προμηνύει τον Νου του Αναξαγόρα, έτσι που κάποιος να υποθέτει, ότι εδώ ίσως να βρίσκεται κάποια λύση του αινίγματος γύρω απ’ την ιστορική προέλευση του τελευταίου. Όμως, φαίνεται ότι ακριβώς στο αποφασιστικό σημείο ο Θεός του Ξενοφάνους ξεχωρίζει toto coelo από τον Νου του Αναξαγόρα. Πραγματικά καθοδηγεί τον κόσμο «νόου φρεσί»: δεν είναι μόνο πανταχού παρών, αλλά επεμβαίνει και παντού καθοδηγώντας. Δεν αρκείται μονάχα στο να θέτει, από κάποιο σημείο, τον κόσμο σε κίνηση, με τη βεβαιότητα ή την προϋπόθεση ότι όλα θα τακτοποιηθούν από μόνα τους κατά τον καλύτερο τρόπο.

Για να μπορούμε τώρα να διαπιστώσουμε αν, παρ’ όλα αυτά, υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ του Θεού του Ξενοφάνη και του Νου του Αναξαγόρα, θα είναι αναγκαίο πρώτα να πλουτίσουμε τη γνώση μας με στοιχεία πάνω στην προέλευση της άποψης περί Θεού του Ξενοφάνη και στη θέση της σε σχέση με την ανάπτυξη της φιλοσοφικής σκέψης των Ελλήνων. Κατά κάποιο τρόπο ο Ξενοφάνης φαίνεται να βρίσκεται κάπως έξω από την ιστορία της πρώιμης ελληνικής φιλοσοφίας. Αυτό εκφράζεται και με το γεγονός ότι, όπου γίνεται απόπειρα κατάταξής του μέσα σ’ αυτήν την ιστορία, η θέση του αποβαίνει κάπως επισφαλής. Επειδή γι’ αυτόν, σύμφωνα με τις παραδοσιακές απόψεις της αρχαιότητας, δεν φαίνεται να υπάρχει κάποιο σταθερό σημείο αναφοράς προς τα πίσω, έχει γίνει ακόμα και προσπάθεια(24), να τον κάνουν μαθητή του Παρμενίδη — αν και δεν μπορεί να υφίσταται η παραμικρή αμφιβολία, ότι από καθαρά χρονολογική σκοπιά υπήρξε πάρα πολύ παλαιότερος από εκείνον(25).

Ωστόσο, η φιλοσοφική πορεία του Ξενοφάνη δεν είναι εντελώς άσχετη με την προηγηθείσα ή τη σύγχρονη μ’ αυτόν φιλοσοφία του Θαλή, του Αναξίμανδρου, του Αναξιμένη, όπως θα έδειχνε μια πρώτη παρατήρηση. Κατ’ αρχήν συμφωνεί με τους φιλοσοφικούς του προδρόμους — αλλά και συγχρόνους του — ως προς το αρνητικό σημείο, ότι δηλαδή δεν θεώρησε τον κόσμο φτιαγμένο ή χτισμένο ή ταξινομημένο ή καθοδηγημένο από λίγο-πολύ ανθρωπόμορφους θεούς. Αν παραβλέψει κανείς τον Θαλή, από τη φιλοσοφία του οποίου, εν πάση περιπτώσει, είναι πολύ λίγα γνωστά με βεβαιότητα, και για τον οποίο η παράδοση αναφέρει ότι είπε πως «όλα είναι γεμάτα από θεούς»(26), ο Αναξίμανδρος είχε θεωρήσει την προέλευση του κόσμου(27) οπωσδήποτε μέσα από ένα αγώνα αντιθέτων κι απρόσωπων αρχών, από ένα «καυτό» και ένα «ψυχρό». Και βέβαια, αυτές οι απρόσωπες αρχές παρουσιάζουν, κατά κάποιον τρόπο, έναν κάπως ανθρωπόμορφο χαρακτήρα, εφόσον μπορεί γι’ αυτές να ειπωθεί ότι «πρέπει η μια να εκδηλώσει προς την άλλη τάσεις μετάνοιας για την αδικία τους κατά την τάξη που επιβάλλεται από το χρόνο ή τήν εποχή»(28). Κι ακόμα, από μιαν άλλη άποψη, συμβαίνει να παρουσιάζουν κάτι το ανθρωπόμορφο: Πρόκειται για μια ενότητα υλών, ιδιοτήτων και δυναμικών επιδράσεων, που δεν μπορούν να ξεχωρίσουν καθαρά μεταξύ τους(29). Όμως, και πάλι δεν γίνεται διάκριση ανάμεσα σε φυσιολογικές ή συγκινησιακές ιδιότητες. Με άλλα λόγια: ο χαρακτηρισμός ψυχικών ή συγκινησιακών καταστάσεων ως ζεστών ή κρύων, ως στεγνών ή «υγρών»(30), δεν εμφανίζεται ως «με-ταφορική» μετάβαση από τη φυσική σφαίρα στη συγκινησιακή• οι ιδιότητες που χαρακτηρίζονται με την ίδια λέξη και στις δύο σφαίρες θεωρούνται ιδιότητες αυτές καθ’ εαυτές. Αν λοιπόν τώρα συγκρίνει κανείς μ’ αυτό, τον Θεό του Ξενοφάνη, τότε δίχως αμφιβολία η αποπροσωποποίηση της αρχής που δημιουργεί και καθοδηγεί τον κόσμο δεν οδηγείται τόσο μακριά όπως στον Αναξίμανδρο, επειδή αυτή η αρχή δεν χαρακτηρίζεται, απρόσωπα, ως κάτι το «θεϊκό» (θείον) αλλά προσωπικά, ως Θεός. Προπάντων όμως ο Θεός του Ξενοφάνη διακρίνεται από τον Νου του Αναξαγόρα διότι ο Θεός κατευθύνει συνειδητά τον κόσμο σύμφωνα με τη βούλησή του, ενώ οι πρωταρχικές αρχές (Urprinzipien) του Αναξίμανδρου επιφέρουν την ύπαρξη του κόσμου, ας τό πούμε έτσι: μόνο μ’ ένα τυχαίο τρόπο, ύστερα από την αναμεταξύ τους διαμάχη.

Αν πάρει ωστόσο κάποιος να μελετήσει τον Ξενοφάνη και τον Αναξίμανδρο μαζί, τότε θ’ ανακαλύψει, εν μέρει και στους δύο κι άλλοτε στον ένα ή στον άλλον ξεχωριστά, ήδη το μεγαλύτερο μέρος από αυτό το οποίο χαρακτηρίζει το Νου του Αναξαγόρα ως δημιουργό και καθοδηγητή ενός κόσμου όπου κυριαρχεί η τάξη: στον Αναξίμανδρο, την παράσταση (Vorstellung) αρχών που βρίσκονται σε δράση, οι οποίες παράγουν το αποτέλεσμα της τάξης του κόσμου μονάχα με την καθαυτή τους επίδραση και χωρίς να έχουν συντονισθεί συνειδητά προς αυτόν το στόχο, όπως κάνει ένας καλλιτέχνης κάθε στιγμή• στον Ξενοφάνη, την παράσταση (Vorstellung) μιας μοναδικής αρχής, η οποία καθοδηγεί τα πάντα — και ταυτόχρονα κατανοεί — και, αντίθετα από τις αρχές επίδρασης του Αναξίμανδρου, δεν συνδέεται με την ύλη κι ούτε ταυτίζεται μ’ αυτήν, αλλά — και σ’ αυτό μοιάζει ολότελα με το Νου του Αναξαγόρα — ναι μεν διεισδύει στα πάντα, όμως ξεχωρίζει ολοφάνερα από το κάθε τι που είναι υλικό, ως κάτι το τελείως διαφορετικό. Έχει όμως σημασία να δοθεί προσοχή στο γεγονός ότι ο Αναξίμανδρος, παρά τα πολύ έντονα ανθρωπομορφικά στοιχεία στην εξήγηση του κόσμου, παρατηρεί τη δημιουργία πολύ λιγότερο τελεολογικά απ’ ό,τι ο Αναξαγόρας, του οποίου η έλλειψη κάποιας διαμορφωμένης τελεολογίας είχε προκαλέσει την απορία στον Σωκράτη. Γιατί ο Νους του Αναξαγόρα δεν πράττει τίποτα, εν πάση περιπτώσει, για να προκαλέσει την εμφάνιση μιας ομορφιάς και τάξης μέσα στον κόσμο. Επειδή όμως, κατά τη θεωρία του Αναξαγόρα, γνωρίζει εκ των προτέρων, ότι ήδη η απλή περιστροφική κίνηση, — στην τροχιά της οποίας τοποθετεί την τέλεια ανάμιξη όλων των υλικών και μέσα από την οποία τα εξάγει —, θα έχει στην παραπέρα πορεία της ως αποτέλεσμα μια ομορφιά και μια τάξη στον κόσμο, φαίνεται ότι και η βούλησή του κατευθύνεται εκ των προτέρων προς κάτι τέτοιο. Όσον αφορά στις πρωταρχικές αρχές (Urprinzipien) της δημιουργίας των κόσμων, όπως αυτές επινοήθηκαν από τον Αναξίμανδρο, φαίνεται ότι — όσο μπορεί να γίνει αντιληπτό — πουθενά δεν γίνεται λόγος για κάποια βούληση δημιουργίας με οποιοδήποτε τρόπο κάποιου κόσμου μέσα από τον ανταγωνισμό τους: παλεύουν η μια ενάντια στην άλλη μέσα στο κράτος της αδικίας τους, δηλαδή η καθεμιά επιζητάει να υπερισχύσει της άλλης: τότε περιγράφεται, πώς κατά τη διάρκεια αυτού του αγώνα και πώς με τη βοήθειά του δημιουργείται ο κόσμος.

Από τους φιλοσόφους που βρίσκονται χρονικά ανάμεσα στον Αναξίμανδρο και στον Ξενοφάνη από τη μια, και στον Αναξαγόρα από την άλλη, σημασία έχει — προπάντων για το ερώτημα που εξετάζεται εδώ — ο Εμπεδοκλής: εκείνος, ο οποίος σύμφωνα με τη μαρτυρία του Αριστοτέλη(31) ήταν βέβαια νεότερος στην ηλικία από τον Αναξαγόρα, είχε όμως προηγηθεί στη διαμόρφωση της φιλοσοφικής του ερμηνείας του κόσμου και στη διάδοσή της. Ως προς τις δυνάμεις που επιδρούν στη δημιουργία μιας τάξης μέσα στον κόσμο, παίρνει ήδη μια ενδιάμεση θέση ανάμεσα στο Αναξίμανδρο και στον Ξενοφάνη. Σ’ αυτόν επίσης διαφέρουν μεταξύ τους και ξεχωρίζουν οι δρώσες αρχές, οι οποίες θέτουν σε κίνηση τον κόσμο και τον διατηρούν σ’ αυτή την κατάσταση, από τις υλικές αρχές, οι οποίες κατά κάποιον τρόπο συντηρούν, ως ποιότητες, τον χαρακτήρα τους. Αντίθετα, όμως, απ’ ό, τι στον Ξενοφάνη (και στον Αναξαγόρα), δεν συλλαμβάνεται η έννοιά τους ως γνωστικών, αλλά ως συγκινησιακών αρχών. Αυτό τουλάχιστον φαίνεται να εκφράζεται στον χαρακτηρισμό τους «φιλία» και «νείκος» (αγάπη και μίσος). Σπουδαιότερο είναι το γεγονός ότι ακριβώς σ’ αυτόν τον χαρακτήρα τους (με παρόμοιο τρόπο όπως στο Νου του Αναξαγόρα) έγκειται μια ιδιόμορφη διττή φύση, για να μην πούμε αντιφατικότητα. Από την μια πλευρά φαίνονται να είναι εντελώς εκείνο το οποίο δηλώνουν οι ονομασίες τους: δηλαδή η αγάπη λέγεται τρυφερή, θαυμάσια(32), φιλική, ενώ το μίσος τρομακτικό και καταστροφικό(33) συναίσθημα. Ναι, σε δεδομένη κατάσταση μπορούν να εμφανίζονται ως μεγάλες μυθικές μορφές, όπως άλλωστε συμβαίνει και σε παλιότερους ποιητές, ιδίως στον Ησίοδο: οι μεγάλες δυνάμεις της ανθρώπινης ζωής μετατρέπονται σε μυθικές μορφές.

Αν κοιτάξει κανείς, όμως, το πραγματικό νόημα του ρόλου τους στη δημιουργία του κόσμου από πιο κοντά, τότε σχεδόν τίποτα απ’ όλα αυτά δεν μένει. Στο πεδίο των εμβίων όντων, διατηρεί βέβαια ο έρωτας το ρόλο του ως κινητήρια δύναμη για την αναπαραγωγή• στην ίδια τη διαδικασία δημιουργίας του κόσμου ωστόσο, φαίνεται πως δεν έχει καμιά άλλη λειτουργία, παρά μόνο το ανακάτωμα των διαφορετικών στοιχείων από τα οποία αποτελείται ο κόσμος — και μάλιστα με έναν τόσο ριζικό και τέλειο τρόπο, ώστε όταν αυτός (ο έρωτας) κερδίσει την πλήρη κυριαρχία στο τέλος κάποιας παγκόσμιας περιόδου, να βρίσκονται όλα σε μια κατάσταση τέλειας ανακατωσούρας και τίποτα να μην ξεχωρίζει πια ως κάτι το αυτοτελές. Ακριβώς με παρόμοιο τρόπο, και το μίσος δεν έχει άλλη αποστολή από το να προσπαθεί, όσο το δυνατόν καλύτερα, να πετύχει το διαχωρισμό των βασικών στοιχείων, ώστε στο τέλος της παγκόσμιας περιόδου, κατά την οποία αυτό κερδίζει σταδιακά έδαφος, τα τέσσερα βασικά στοιχεία να έχουν χωριστεί τελείως το ένα από το άλλο. Και στη μια όπως και στην άλλη περίπτωση, όμως, δεν υφίσταται τελικά κάτι, το οποίο δίκαια θα μπορούσε κάποιος να ονομάσει κόσμο. Ένας κόσμος δημιουργείται μόνο στις ενδιάμεσες περιόδους, δηλαδή στο διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα στην πλήρη επικυριαρχία της μιας ή της άλλης δύναμης, και καθόλου, και με κανέναν τρόπο, ως αποτέλεσμα των συνειδητών τους σχεδιασμών. Στα αποσπάσματα του φιλοσοφικού ποιήματος του Εμπεδοκλή που έχουν διασωθεί, αποδεικνύεται, αντίθετα, με κάθε λεπτομέρεια, πως τα πράγματα δημιουργούνται εντελώς τυχαία και γρήγορα πάλι καταρρέουν(34), ωσότου ξανά ορισμένα — από σύμπτωση — καταφέρουν να συγκροτηθούν σε οργανισμούς ικανούς προς επιβίωση και αναπαραγωγή. Τότε τα διάφορα είδη και φύλα εξακολουθούν να υπάρχουν για κάποιο μακρύτερο χρονικό διάστημα, ωσότου αναγκαστικά καταστραφούν, αφού περιέλθουν κάτω από την κυριαρχία (την αυξανόμενη) της μιας ή της άλλης κινητήριας αρχής (bewegendes Prinzip), οι οποίες υποχρεώνουν τα συστατικά τους στοιχεία ή να αναμιχθούν πλήρως, ή να διασπαστούν και να αποβληθούν εξίσου.

Αν τώρα κανείς συνοψίσει όλη αυτή την εξέλιξη, γίνεται φανερό, ότι στο Νου του Αναξαγόρα έχουν συναντηθεί δύο — μεταξύ τους αρκετά ανεξάρτητες— εξελικτικές ακολουθίες. Η μιά είναι η εξέλιξη, την οποία προσπάθησα να ξεδιαλύνω στις πρώτες μου εργασίες, και στην οποία από μια γνώση η οποία περικλείει την ουσία μιας κατάστασης που δεν γίνεται άμεσα αντιληπτή έχει επιτευχθεί η πιο βαθιά γνώση του αληθινού όντος που κρύβεται πίσω απ’ τα φαινόμενα — και, βέβαια, ο Νους του Αναξαγόρα δεν βρίσκεται εντελώς στο τέλος αυτής της εξελικτικής ακολουθίας, αλλά έχει συμπεριλάβει μέσα του στοιχεία προηγουμένων βαθμίδων. Το άλλο μπορεί να το ονομάσει κανείς σταδιακή απομυθοποίηση, απομάκρυνση από τον αθρωπομορφισμό και την τελεολογία(35) των δυνάμεων οι οποίες παράγουν το σύμπαν ως κόσμο — ως μια λογική τάξη — και καθορίζουν και κινούν την εξέλιξη και την ιστορία του. Μέσα σ’ αυτή τη σειρά εξέλιξης υπεισέρχεται ο Νους μόνο ως μια από τις πολυποίκιλες δυνατότητες, που χαρακτηρίζουν και καθορίζουν από πιο κοντά αυτές τις δυνάμεις που σχηματίζουν και καθοδηγούν τον κόσμο.

Αλλά και μέσα σ’ αυτήν την εξελικτική σειρά ο Νους του Αναξαγόρα δεν βρίσκεται σε κάποιο ακραίο τέρμα. Και βέβαια, σ’ αυτό εδώ το σημείο έχει πλήρως συντελεστεί η αποδέσμευση της δρώσας αρχής από τις διάφορες ύλες και ιδιότητες. Αυτό όμως είχε ήδη συμβεί με το Θεό του Ξενοφάνη. Σπουδαιότερη είναι η τοποθέτηση του Νου στη διαδικασία απομάκρυνσης από τον ανθρωπομορφισμό και την τελεολογία. Εδώ φαίνεται λοιπόν ακριβώς στο Νου του Αναξαγόρα, ότι οι δύο αυτές έννοιες (της απόρριψης του ανθρωπομορφισμού και της τελεολογίας) δεν ταυτίζονται με κανέναν τρόπο μεταξύ τους. Και στις πρωταρχικές (primär) δρώσες δυνάμεις του Αναξίμανδρου (Wirkkräfte), στο «καυτό» και στο «ψυχρό» υφίσταται ακόμα κάτι το ανθρωπομορφικό, όχι μόνο επειδή εδώ ακόμη δεν ξεχωρίζουν φυσικές και συγκινησιακές ποιότητες, αλλά προπάντων επειδή αυτές όχι μόνο «με μεταφορική έννοια», αλλά με κυριολεξία, δηλαδή όπως τα έμβια όντα, φαίνονται να παλεύουν η μια με την άλλη, άλλωστε γι’αυτό γίνεται λόγος για την άδικη συμπεριφορά τους και για τη μετάνοια την οποία οφείλει η μια στην άλλη. Με παρόμοιο τρόπο φανερώνεται το ανθρωπομορφικό στοιχείο στις «κοσμικές» (kosmische) δυνάμεις του Εμπεδοκλή: στην αγάπη και στο μίσος.

Από την άλλη πλευρά, η απομάκρυνση από την τελεολογία, και στις δύο μεθόδους του Αναξαγόρα, είναι σχεδόν πλήρης. Γιατί και στις δύο περιπτώσεις οι κοσμικές δυνάμεις είναι φανερό πως ενεργούν τελείως τυφλά και η τάξη του κόσμου προκαλείται «στην τύχη» ή οπωσδήποτε δίχως την πρόθεση τους, η οποία στον Εμπεδοκλή ακριβώς κατευθύνεται σε μια εντελώς διαφορετική κατάσταση. Αν και ο Νους του Αναξαγόρα εξομοιώνεται επίσης με το Νου ο οποίος βρίσκεται στους ανθρώπους και ίσως, ως ένα ορισμένο βαθμό, σε άλλα έμβια όντα, η απομάκρυνση από τον ανθρωπομορφισμό έχει προχωρήσει σ’ αυτόν μάλλον περισσότερο, παρά στους Αναξίμανδρο και Εμπεδοκλή: ο κοσμικός Νους που διακρίνει και προβλέπει τα πάντα, βρίσκεται πιο μακριά από το Νου του ανθρώπου, από όσο απέχουν οι συμπαντικές συγκινησιακές δυνάμεις του Αναξίμανδρου ή του Εμπεδοκλή από τα ανθρώπινά τους ισοδύναμα (Aquivalente). Ή, αν κανείς δεν θέλει να παραδεχτεί ότι ισχύει κάτι τέτοιο, ο Αναξαγόρας, ως προς την απομάκρυνση από τον ανθρωπομορφισμό, οπωσδήποτε δεν βρίσκεται πίσω από τους προδρόμους του. Τελείως διαφορετικά πράγματα ισχύουν για την απομάκρυνση από την τελεολογία. Εδώ φαίνεται σχεδόν ότι ο Αναξαγόρας έχει προβεί στη σύναψη μιας συνειδητής συγκατάβασης ανάμεσα στην τελεολογική και στην μη τελεολογική ή αντιτελεολογική ερμηνεία του κόσμου. Γιατί αν και η κοσμική του αρχή, ο Νους, όπως οι πρωταρχικές αντιθέσεις (Urgegensätze) του ζεστού και του κρύου στον Αναξίμανδρο ή του έρωτα και του μίσους στον Εμπεδοκλή, κάνει μόνο ΕΝΑ πράγμα, ενεργεί μόνο πρός μια κατεύθυνση, δεν το κάνει ωστόσο τυφλά αλλά με τη πρόβλεψη και την αλάνθαστη (καθόλου απατηλή) εκ των προτέρων βεβαιότητα ότι μ’ αυτόν τον τρόπο θα προέλθει μια τάξη στο σύμπαν, ένας κόσμος (geordnete Welt/Kosmos). Του είχε γίνει συνείδηση αυτό το γεγονός: ως συμβιβασμός, ή όχι; Οπωσδήποτε είναι ολοφάνερο, ότι από αυτή την άποψη καταλαμβάνει μια ενδιάμεση θέση, ανάμεσα στον Ξενοφάνη από τη μια και τους Αναξίμανδρο και Εμπεδοκλή από την άλλη.

Με αυτή την εξακρίβωση των δύο νημάτων εξέλιξης, τα οποία συντείνουν στη θεωρία του Αναξαγόρα γύρω από το Νου ως κοσμικής αρχής, μπορεί να ειπωθεί ότι έχει απαντηθεί ίσως το καθαρά ιστορικό ερώτημα πάνω στην προέλευση αυτής της θεωρίας. Απομένει όμως το σπουδαιότερο και βαθύτερο ερώτημα, πώς ήρθε αυτή η εξέλιξη και τι σημαίνει από φιλοσοφική σκοπιά, αν συμπεριληφθεί η συμβιβαστική λύση, η οποία παριστάνει ολοφάνερα τη θεωρία του Αναξαγόρα.

Οι θετικιστές φιλόσοφοι θα ανταποκριθούν πολύ γρήγορα σ’ αυτό το ερώτημα, θεωρώντας την απάντηση κατάδηλη, ώστε να μην αξίζει σχεδόν καθόλου η ερώτηση. Η απάντηση φαίνεται πραγματικά δεδομένη με το γεγονός ότι η δεύτερη σειρά εξέλιξης — και μόνο γι’ αυτήν πρόκειται — έχει χαρακτηριστεί ως διαδικασία — (μια απ’ όλες) — για την απομάκρυνση από τον ανθρωπομορφισμό και την τελεολογία. Αυτή η διαδικασία ακριβώς δέν κατορθώθηκε να διεκπεραιωθεί ακόμη από τους πρώτους έλληνες φιλοσόφους, ακόμα κι αν εκείνοι βρίσκονταν στη αξιοθαύμαστη αυτή πορεία και κατέβαλαν προσπάθειες γι’ αυτό˙ και σε κάποιον από αυτούς παρέμεινε, τελικά, κάτι το παραπανίσιο ανθρωπομορφικό, σε άλλον περισσότερο κάτι το τελεολογικό, γεγονότα τα οποία οδηγούν λίγο-πολύ στο ίδιο αποτέλεσμα, αν δεν θέλει κάποιος να κάνει λεπτούς διαχωρισμούς. Τι άλλο περισσότερο να ειπωθεί εδώ;

Αν τώρα κάποιος ρωτήσει, πώς έφτασαν λοιπόν οι πρώτοι Έλληνες φιλόσοφοι να πάρουν αυτό το σωστό δρόμο, η απάντηση θα έχει ως εξής: αυτό εξαρτήθηκε από τη σταδιακή ανακάλυψη των φυσικών νόμων. Εδώ όμως αποδεικνύεται, ότι η απάντηση δεν πρέπει να δίνεται ίσως έτσι εύκολα, όπως φαίνεται να συμβαίνει στους εκπροσώπους μιας μοντέρνας θετικιστικής φιλοσοφίας. Γιατί αν σκεφτούμε έστω μόνο με την κατά προσέγγιση έννοια αυτής της λέξης πρέπει να ρωτήσουμε: ποίοι φυσικοί νόμοι αποτελούν τη βάση των θεωριών του Αναξίμανδρου για την πάλη του καύσωνα και του ψύχους, ή την πάλη της αγάπης και του μίσους στον Εμπεδοκλή; Οπωσδήποτε δεν μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός, ότι ο τρόπος θεώρησης που απομακρύνεται από τον ανθρωπομορφισμό και την τελεολογία, που εκφράζεται στην τοποθέτηση αυτών των δυνάμεων ως πρωταρχικών αρχών (Urprinzipien), έπαιξε αργότερα στην ανακάλυψη των φυσικών νόμων — με την σύγχρονη έννοια της λέξης — έναν τελείως αποφασιστικό ρόλο• ναι, αυτός ο ρόλος θα ήταν ίσως αδύνατος δίχως εκείνον τον τρόπο θεώρησης. Το ιδιότυπο όμως είναι το εξης: η διαδικασία απομάκρυνσης της εξήγησης του κόσμου από τον ανθρωπομορφισμό και την τελεολογία προηγήθηκε της ανακάλυψης των φυσικών νόμων και δεν τους ακολούθησε. Από πού λοιπόν αντλήθηκε η ορμή της;

Βέβαια δεν είναι δυνατόν, μέσα σε μια έρευνα η οποία είναι αφιερωμένη στο εντελώς ειδικό πρόβλημα της ιστορικής προέλευσης της θεωρίας του Αναξαγόρα, να δοθεί η λύση του γενικού προβλήματος το οποίο τίθεται εδώ. Είναι όμως ίσως δυνατό και χρήσιμο να αποδείξουμε, πού έγκειται και κατά πόσο εμφανίζεται στον Αναξαγόρα με μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα μορφή.

Όπως προσπάθησα να αποδείξω σε κάποιο άλλο σημείο, οι Μικρασιάτες Έλληνες της εποχής εκείνης βρίσκονταν στην καθαυτή περίοδο της αρχής της ελληνικής φιλοσοφίας, όπως δίκαια ονομάζεται ύστερα από τις πρώτες φιλοσοφικοϊστορικές απόπειρες της αρχαιότητας• σε μια κατάσταση, δηλαδή, στην οποία ξύπνησε ανάμεσα στους πιο δραστήριους πνευματικά, η αυθόρμητη επιθυμία, απέναντι στο πολύπλοκο πλήθος εξηγήσεων του κόσμου — εν μέρει αντιφατικών —, να λάβουν μια θεωρητικά και πρακτικά κυρίαρχη θέση μέσα στον τότε γνωστό κόσμο, ανάμεσα στις γειτονικές χώρες, οι οποίες μάλιστα κατείχαν τότε ανώτερα επίπεδα πολιτισμού από εκείνους: με άλλα λόγια, να κατακτήσουν μια σταθερή και ακριβή βάση της γνώσης και του παγκόσμιου προσανατολισμού. Μια τέτοια βάση θα προσφερόταν τότε μόνο, αν κάποιος ξεκινούσε από ένα (τουλάχιστον φαινομενικά) βέβαιο γεγονός, από κάτι οπωσδήποτε προσιτό στον καθένα και κατανοητό από τον καθένα, και αν προσπαθούσε από εκεί και πέρα να οικοδομήσει τη θεωρία του. Κάτι τέτοιο εντελώς απλό, κάτι αυτονόητο, δεν υπάρχει στο χώρο της ζωής. Ο παλαιότερος τρόπος σκέψης, τον οποίο ονομάζουμε μυθολογικό, χαρακτηρίζεται ακριβώς από το γεγονός, ότι συλλαμβάνει τα πάντα σαν κάτι το ζωντανό (Lebendiges), ιδίως δε ό,τι συμβαίνει, ως αποτέλεσμα της φυσικής δραστηριότητας απ’ όπου προκύπτει ό, τι θεωρούμε ως πρακτική εφαρμογή φυσικών νόμων έτσι, π.χ. η εφαρμογή των νόμων των μοχλών στην κωπηλασία, γίνεται αντιληπτή ως μαγικός εξαναγκασμός πάνω σε έμβια όντα, στην περίπτωσή μας, ας πούμε, σε αόρατους δαίμονες του νερού. Επειδή όμως τώρα, μέσα στο πεδίο του πραγματικά ζωντανού δεν υπάρχει το εντελώς απλό και κατανοητό, προκύπτει — από την αναζήτηση του εντελώς απλού — κατ’ ανάγκην το κίνητρο (Zwang) για την απομάκρυνση από τον ανθρωπομορφισμό, χωρίς αυτός ωστόσο να χρειάζεται να έχει συνειδητοποιήσει εκ των προτέρων και αμέσως αυτή την ιδιότητά του. Αυτό γίνεται ολοφάνερο αμέσως στις πρωταρχικές αρχές της δημιουργίας του κόσμου και των φαινομένων, όπως τις βρίσκουμε στον Αναξίμανδρο (αν και διατηρούν κατά πολύ τα ανθρωπόμορφα χαρακτηριστικά τους, ως το σημείο τουλάχιστον που δεν αντιφάσκει με τη βασική απαίτηση, που θέλει το είδος της δράσης τους να είναι εντελώς απλό και κατανοητό).

Πολύ πιο ενδιαφέρουσα είναι η επίδραση της τάσης απλούστευσης πάνω στην τελεολογία. Όπου ακολουθεί ο άνθρωπος σκοπούς και ιδίως, όπου κατασκευάζει σχήματα που αντιστοιχούν ή εξυπηρετούν τους σκοπούς αυτούς, είναι αναγκασμένος να κάνει χρήση φυσικών νόμων που υφίστανται από παλιά και λειτουργούν ομαλά, ανεξάρτητα από το πόσον εκείνος τους αναγνωρίζει ως τέτοιους ή πόσο γνωρίζει να τους διατυπώνει με ακρίβεια, ή αν τους θεωρεί νόμους μαγικών εξαναγκασμών πάνω σε ζώντες δαίμονες, ή αν δεν έχει κάνει καμιά άλλη σκέψη πάνω σ’ αυτό το θέμα και απλώς προχωράει σύμφωνα με τα πορίσματα της καθημερινής του εμπειρίας. Όταν θέλει να φτάσει το σκοπό του, πρέπει να κατέχει τη χρήση του κάθε νόμου που παίζει κάποιο ρόλο τόσο, όσο είναι αναγκαίο για την επίτευξη αυτού του σκοπού. Ωστόσο, δεν είναι καθόλου αναγκαίο να γνωρίζει τους νόμους αυτούς σ’ όλο τους το εύρος ή να τους συλλαμβάνει και να τους εκφράζει με ακρίβεια.

Οι πρώτοι Έλληνες φιλόσοφοι αποβλέπουν, πάντως, στην ακριβή σύλληψη των νόμων. Και όσο αφορά τον επιτυχή χειρισμό των σχετικά απλών πρακτικών ζητημάτων, είναι αξιέπαινοι. Επιζητούν όμως να εξηγήσουν τη δημιουργία του κόσμου και των φαινομένων μέσα σ’ αυτόν ως μια ολότητα. Πρόκειται για το πλέον περιεκτικό και πολύπλοκο αντικείμενο που υπάρ-χει. Είναι φυσικό λοιπόν να προκύπτει μια τεράστια απόσταση ανάμεσα στα απλά και κατανοητά μέσα της ερμηνείας και στον πολυπόθητο σκοπό: Η κατάσταση, και σήμερα ακόμη, δεν διαφέρει καθόλου, παρόλους τους φυσικούς νόμους που έχουν στο μεταξύ ανακαλυφθεί και μάλιστα διατυπωθεί με μαθηματική ακρίβεια˙ ας αναλογιστεί κάποιος πως ανακοινώνουν πότε-πότε οι εφημερίδες, ότι τώρα η λύση του παγκόσμιου αινίγματος ή του αινίγματος της ζωής είναι κοντά και ότι χρειάζεται ακόμη μονάχα η επεξεργασία ενός συνοπτικού τύπου ή η επιτυχία ενός επιπροσθέτου πειράματος, ώστε να κερδηθεί η λύση.

Το ερώτημα έχει ωστόσο κι άλλη μια πλευρά. Όσο πολλά άτακτα, ακατάστατα και, ας επικρατεί η έκφραση, «αντιτακτά» (Widerordentliches) πράγματα κι αν υπάρχουν στον κόσμο, όπου ζούμε, δεν θα είμαστε καθόλου σε θέση, να τα αισθανθούμε έτσι ('αντιτακτά')• μάλιστα, όπως ήδη ισχυρίστηκε ο Πλάτων, δεν θα είμασταν διόλου σε θέση να αντιληφθούμε ο,τιδήποτε, αν ο κόσμος, όπως μας είναι δεδομένος, δεν ήταν ο ίδιος μια τάξη. Στο κράτος των εμβίων όντων ωστόσο, είναι κατάδηλο το γεγονός ότι αυτή η τάξη είναι μια τάξη τελεολογική. Πρόκειται για μια αδιάκοπη καθημερινή εμπειρία, που λέει ότι όλα τα ζώντα πλάσματα εξελίσσονται κατά τη διάρκεια της ανάπτυξής τους προς την κατεύθυνση κάποιου ορισμένου τέλους (Telos): ο σπόρος του κουκουναριού γίνεται έλατο, ο βολβός της τουλίπας γίνεται μια τουλίπα και τίποτα άλλο. Αυτό διδάσκει η εμπειρία. Οι αιτίες των πραγμάτων και των φαινομένων, αντίθετα, δεν βρίσκονται στην επιφάνεια και πρέπει ν’ αναζητηθούν με κόπους. Λαμπρό παράδειγμα για την τύφλωση που επιδεικνύεται απέναντι στα πλέον καταφανή γεγονότα και για το σε ποιες — ιστορικά περιορισμένες συνήθειες σκέψης μπορούν να οδηγήσουν τέτοια φαινόμενα: σύγχρονοι φιλόσοφοι απορούν, πώς έφτασε ο άνθρωπος στην παράξενη σκέψη, να ανακαλύψει «τέλη» στη φύση (τα οποία βέβαια — καθημερινά και παντού στο κράτος των εμβίων όντων — παρουσιάζονται από μόνα τους) και ταυτόχρονα πιστεύουν ότι η πεποίθηση, ότι κάθε φαινόμενο πρέπει να έχει την αιτία του, πηγάζει από την εμπειρία. Οι Hume και Kant είδαν, ο καθένας με τον τρόπο του, οπωσδήποτε πιο σωστά το πρόβλημα.

Ακριβώς επειδή η εμπειρία που λέει ότι όλα τα έμβια όντα αναπτύσσονται με στόχο τα «τέλη», είναι μια εμπειρία και τίποτε περισσότερο, — και ταυτόχρονα η εμπειρία μιας διαδικασίας η οποία μπορεί να εμφανίζεται σε μια άπειρη πολλαπλότητα παραλλαγών —, δεν εξηγεί βέβαια τίποτα, και μ’ αυτό σημαίνει ότι δεν εξυπηρετεί διόλου και τη μορφή εκείνης της ερμηνείας, που αποτελείται από αίτια, τα οποία πρέπει να είναι εντελώς απλά και κατανοητά, δηλαδή να αποδεικνύονται ως αποτελεσματικά μόνο σε κάποια εκάστοτε ορισμένη κατεύθυνση. Έτσι γεννιέται το δίλημμα, το οποίο παρουσιάζεται τόσο φανερά στη φιλοσοφία του Νου του Αναξαγόρα. Αν θέλει κανείς να φέρει σ’ επαφή την απείρως πολυσχιδή τάξη — η οποία βέβαια αναμφίβολα είναι τάξη —, με τα αίτια, τότε υπάρχουν μόνο δύο δυνατότητες: Είτε τοποθετεί κάποιος την πολλαπλότητα του αιτίου. (Αυτό έκανε ο Ξενοφάνης με το Θεό του και αυτό κάνουν όλες οι θρησκείες, οι οποίες αναθέτουν τη δημιουργία και την διακυβέρνηση του κόσμου σε έναν Θεό). Είτε προσπαθεί να προκαλέσει όλη τη δημιουργία και την τήρηση της τάξης από τα απλά αίτια, τα οποία επιδρούν εκάστοτε προς κάποια κατεύθυνση από σύμπτωση (τύχη, Sufall), δηλαδή δίχως κάποια επιθυμία ή σχεδιασμό (ungewollt, αθέλητα / ungeplant, απρογραμμάτιστα), όπως έκαναν οι Αναξίμανδρος και Εμπεδοκλής. Η πρώτη «εξήγηση», αν είναι τέτοια, πρέπει να αρκεστεί στο ασύλληπτο, η δεύτερη κερδίζει — ή πιστεύει πως κερδίζει— κάτι που γίνεται αντιληπτό, κι όσο για τα μέσα επέμβασης και αλλαγής του ρου των φαινομένων, τα κερδίζει πράγματι και αυτά: μόνο που αυτό δεν είναι «εξήγηση του κόσμου» — και παρόλες τις προόδους παραμένει η απόσταση μεταξύ των μέσων και του σκοπού πάντα απείρως μεγάλη. Ο Αναξαγόρας —τώρα φαίνεται πολύ φανερά— προσπάθησε κατά κάποιο τρόπο να συνδυάσει και τα δύο, θέτοντας μια πρώτη αρχή, η οποία απ’ τη μια πλευρά αντιλαμβάνεται κι επιζητάει την τάξη, η οποία την αναδεικνύει, απ’ την άλλη πλευρά όμως χρειάζεται να επιδράσει μόνο προς μια κατεύθυνση, προκειμένου να φτάσει το στόχο της, ως μια εντελώς απλή δρώσα δύναμη (Wirkkraft) εκ των πραγμάτων/2 που είναι/1. Και φυσικά δεν έλυσε μ’ αυτόν τον τρόπο το δίλημμα. Η φιλοσοφία του ωστόσο δείχνει ολοφάνερα την ουσία αυτού του διλήμματος και σε τι έγκειται τούτο. Αυτός εδώ δεν είναι ο κατάλληλος χώρος(36) για να προβληματιστούμε περισσότερο μ’ αυτό το δίλημμα και με τις ιστορικές μορφές, με τις οποίες εμφανίζεται.
---------------
Σημειώσεις
1. Παράβαλε Κ. von Fritz, «Νους and νοείν in the Homeric Poems» εις Classical Philology, XXXVIII (1943), 79-93 και «Νους, νοείν, and their derivatives in presocratic philosophy (excluding Anaxagoras)» Ibidem XL (1945), 223-242 και XLI (1946), 12-34. Η λεπτομερειακή ανάλυση και οι αποδείξεις για την αρχική σημασία της λέξης «νους», προ πάντων στην πρώτη από τις δύο παραπάνω μελέτες.

2. Αλέξανδρος Πολυίστωρ στον Διογένη Λαέρτιο VIII, 1, 19, 30.

3. Παράβαλε, π.χ. Ίλιάδα, III, 396 και op. coll. p. 85 για την ερμηνεία του σημείου αυτού.

4. Diels/Kranz, Fragmente der Vorsokratiker, 28b, 16, I.

5. ibidem b6, 6.

6. ibidem b8, 34 και συνέχεια• για την ερμηνεία του δύσκολου σημείου ίδε Classical Philology XL, p. 238 f.

7. Diels/Kranz 68 bl7.

8. Ibidem b11. Βέβαια εκεί οι λέξεις «νους» και «νοείν» δεν «κληροδοτούνται», αλλά συμπληρώνεται το «νώσαι» από τον Diels. Επίσης, στον Δημόκριτο έχει ήδη σβήσει ο αυστηρός διαχωρισμός των διαφόρων ειδών της γνώσης, ο οποίος είναι χαρακτηριστικός για τον Όμηρο και τους παλαιότερους φιλοσόφους όπου οι έννοιες γνώμη, φρην και νους χρησιμοποιούνται λίγο-πολύ φύρδην μίγδην. Αυτή τη στιγμή όμως αυτό δεν ενδιαφέρει, αν και το ανακάτωμα των λέξεων φρην και νους, όπως θα αποδειχθεί, χαράζει την πορεία του ήδη από την εποχή του Αναξαγόρα. Παράβαλε p. 91 f και την ερμηνεία του αναφερθέντος εδάφους του Δημοκρίτου: Class. Phil. XLI, p. 26 και συνέχεια.

9. Παράβαλε προπάντων Πολιτεία VI, 511 d.

10. Φαίδων 97 b. Παράβαλε ακόμα Diels/ Kranz 59 a 47.

11. Η έκφραση είναι «διακοσμών» και η επανάληψή της άλλοτε με την πρόθεση «διά», άλλοτε δίχως αυτή, δείχνει φανερά ότι επιδιώκεται κάποια διάταξη, με την οποία εξασφαλίζεται μια όμορφη και σκόπιμη τάξη των πραγμάτων. Πολύ ενδιαφέρον και σημαντικό γεγονός είναι το είδος του τρόπου με τον οποίο χρησιμοποιούνται σ’ αυτή τη σχέση οι έννοιες «αιτία» και «ανάγκη». Επειδή λέγεται με σαφήνεια ότι και οι δύο αυτές έννοιες ορίζονται με το «άμεινον», με την «αιτία» δεν εννοείται ένα τυφλό αίτιο, αλλά ο συνετός λόγος, εξαιτίας του οποίου ο «νους» κάνει κάτι έτσι ή αλλιώς — και αντίστοιχα «ανάγκη» δεν σημαίνει εδώ την τυφλή αναγκαιότητα, με την οποία τα αποτελέσματα έχουν κάποια αφορμή, αλλά αναγκαιότητα που θέλει να γίνει κάτι έτσι κι όχι αλλιώς, για να γίνει κάτι καλό ή ωραίο.

12. Και πάλι: οι «αιτίαι» σημαίνουν πρώτ’ απ’ όλα λόγους• όταν όμως ακολουθεί η άποψη πως υπεύθυνος για τα φαινόμενα είναι οι άνεμοι και το νερό (αιτιώμενον), τότε στη θέση των λόγων γλυστρούν —απαρατήρητες— μηχανικές αιτίες.

13. Η λέξη είναι «μηχανή», κι αυτή βέβαια σημαίνει κάποιο είδος μηχανήματος ή έναν μηχανικό χειρισμό. Ίσως ο Αριστοτέλης να σκέφτηκε σ’ αυτό το σημείο ταυτόχρονα και τη μηχανή του θεάτρου, θέλοντας να πει, ότι ο «νους» του Αναξαγόρα εμφανίζεται κατά κάποιο τρόπο στο ρόλο του «από μηχανής Θεού», ο οποίος παρουσιάζεται ή χρησιμοποιείται όταν δεν φαίνεται δυνατή μια κάποια λύση.

14. Η λέξη που χρησιμοποιήθηκε είναι «αυτοματίζων». «Αυτόματον» είναι εκείνο (σύμφωνα με τους Περιπατητικούς), το οποίο συμβαίνει ή δημιουργείται δίχως πρόθεση. Η έννοια λοιπόν σημαίνει ότι ο Αναξαγόρας αφήνει τα περισσότερα πράγματα να συμβαίνουν δίχως πρόθεση, δηλαδή χωρίς την επέμβαση κάποιας βούλησης που (θέλει να) επιβάλλει μια τάξη πραγμάτων σε κάθε περίπτωση.

15. Παράβαλε Diels/Kranz 59 b 12, 4/5.

16. Παράβαλε ibidem b 12,8 και συνέχεια. Όλο το απόσπασμα έχει ως εξής: «και τα συμμισγόμενά τε και αποκρινόμενα και διακρινόμενα πάντα έγνω νους και οποία έμελλεν έσεσθαι και οποία ην, ασσα νυν μη εστι και όσα νυν εστι και οποία έσται, πάντα διεκόσμησε νους, και την περιχώρησιν ταύτην, ην νυν περιχωρέει τα τε άστρα και ο ήλιος» κτλ. Οι Diels/Kranz βάζουν μια τελεία μετά το «πάντα έγνω νους». Υπάρχει όμως πάλι ένα νόημα, αν γίνει μια παύση αργότερα, μετά το «άσσα νυν μη έστι». Όπως και να χωρίσει κανείς τη φράση από την άποψη της γραμματικής, δεν θα πρέπει να υφίσταται αμφιβολία ότι αυτό το οποίο ακολουθεί, το «έγνω νους», δεν μπορεί να αναφέρεται, —σύμφωνα με το αντικείμενο του θέματος—, μόνο στη δραστηριότητα για την επιβολή κάποιας τάξης από το νου, αλλά και στην αναγνώρισή του, στο γνώναι (αυτού του ιδίου του νου).

17. Diels/Kranz 59 b 4, 8 και συνέχεια.

18. Ibidem 59 b 1 και b4, 17 και συνέχεια.

19. Παράβαλε ibidem 59 b 12, 12f.

20. Παράβαλε ibidem και για λεπτομερέστερη εξήγηση 59 Α 41 και 42 (Σιμπλίκιος και Ιππόλυτος από τον Θεόφραστο).

21. Αυτό δεν εκφράζεται με βεβαιότητα στα αποσπάσματα που έχουν διασωθεί. Όμως η έκφραση «συμπαγήναι» σε σχέση με τη δημιουργία των ανθρώπων στο 59 b4,8 υποδεικνύει σαφώς ότι ο Αναξαγόρας δέχεται τη δημιουργία τους μέσα από το τυχαίο ανακάτωμα βασικών υλικών, με τρόπο δηλαδή παρόμοιο εκείνου που είχε ήδη δεχθεί ο Εμπεδοκλής (παράβαλε επίσης κάτω p. 97 και συνέχεια).

22. Diels/Kranz 21 b 25.

23. Παράβαλε πάνω σ’αυτό για περισσότερες λεπτομέρειες Classical Philology XLI, (1946), 31 και συνέχεια.

24. Παράβαλε Karl Reinhardt, Parmenides˙ για την ανασκευή των θεωριών του Reinhardt, όπως και άλλων συγγενών, παράβαλε το άρθρο μου για τον Ξενοφάνη, το οποίο θα εμφανιστεί αρχικά στην RE.

25. Ο Ξενοφάνης χρονολογείται περίπου γύρω στο 570 ως το 470 π.Χ., ο Παρμενίδης αντιστοιχεί περίπου στο 520 ως το 450 π.Χ. Ο Ξενοφάνης λοιπόν θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον 70 χρόνων, όταν θα επηρεαζόταν καθοριστικά από τον —περίπου μισό αιώνα— νεότερο Παρμενίδη!

26. Παράβαλε Diels/Kranz 11 Α 22.

27. Παράβαλε, ibidem 12 Α 10.

28. Παράβαλε Diels/Kranz 12b I.

29. Παράβαλε πάνω σ’ αυτό Class. Phil. XLI, 23 f και το άρθρο μου για τον Πρωταγόρα στην RE.

30. Παράβαλε π.χ. ο Ηράκλειτος για τις στεγνές και τις υγρές ψυχές, Diels/ Kranz 22b 117/18, όπου είναι σαφέστατη η ταυτότητα του φυσικού (φυσιολογικού) και του —για μας— «μεταφορικού».

31. Αριστοτέλης, Μετά τα φυσικά A, 984a. 11.

32. Παράβαλε Diels/Kranz 31b, 35, 10.

33. Ibidem 31b 22, 6/7˙ b 27 a˙ b 109, 3.

34. Παράβαλε ibidem 31b 47/48.

35. Στα βιβλία ιστορίας της φιλοσοφίας ή ιστορίας της τελεολογικής ερμηνείας της φύσης συνηθίζεται βέβαια να αναφέρεται ότι η τελεολογία εισάγεται για πρώτη φορά στην αρχαία φιλοσοφία από τον Διογένη τον Απολλωνιάτη. Αυτό όμως είναι σωστό ως ένα σημείο: στον Διογένη τον Απολλωνιάτη τονίζονται, για πρώτη φορά, τελεολογικές πορείες σκέψης και παρουσιάζονται με φιλοσοφική μορφή. Κατά τα άλλα, η τελεολογική σκέψη είναι βέβαια πανάρχαιη.

36. Για μια εκτενέστερη εξέταση μιας άλλης ειδικής άποψης του προβλήματος, κυρίως για το νόημα της αριστοτέλειας τελεολογίας, το οποίο έχει παρεξηγηθεί τελείως από τους σύγχρονους, και μάλιστα ακριβώς από τους σύγχρονους «βιταλιστές», παράβαλε Studium Generale XIV, 10, 546 και συνέχεια, ιδίως 564 και συνέχεια και 570 και συνέχεια όπως επίσης 11, 622 και συνέχεια.