Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2024

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία

3.6.Γ. Επιστήμες


Την επιστήμη, δηλαδή τη γνώση,[1] αρχικά την κατείχαν και τη φανέρωναν οι ποιητές, όπως τους την υπαγόρευαν οι Μούσες· παράλληλα, την αποκτούσαν με εμπειρία και σκέψη και την εδίδασκαν οι φιλόσοφοι, που τη θεωρούσαν μία και ενιαία. Οι φυσικοί φιλόσοφοι, θυμίζουμε, δεν περιορίζονταν σε ένα μονάχα γνωστικό πεδίο: όλοι τους λίγο πολύ ασχολήθηκαν και με την κοσμολογία και με τα μαθηματικά και με τη φυσική και με τις επιστήμες του ανθρώπου, μερικοί και με την ιατρική.

Την Κλασική εποχή οι διάφορες επιστήμες, όπως τις γνωρίζουμε σήμερα, άρχισαν σιγά σιγά να ξεχωρίζουν, και οι εργάτες τους να ειδικεύονται. Οι σοφιστές και ο Σωκράτης ασχολήθηκαν εντατικά με τα καθαυτό φιλοσοφικά, ηθικά, κοινωνικά και άλλα ανθρώπινα προβλήματα, οι ιστορικοί υιοθέτησαν τα γεωγραφικά και εθνολογικά ενδιαφέροντα των λογογράφων, άλλοι συνέχισαν να καλλιεργούν τα μαθηματικά, τη φυσική, την αστρονομία κλπ. Τα συγγράμματά τους, αν εξαιρέσουμε τα ιατρικά, έχουν όλα χαθεί, και δε μένει παρά να συνθέσουμε έναν κατάλογο με τα ονόματα, την ειδικότητα και ορισμένες πληροφορίες για τους σπουδαιότερους ειδικούς ας τους πούμε επιστήμονες των κλασικών χρόνων:

Ο πυθαγορικός Μενέστορας από τη Σύβαρη ήταν ο πρώτος που ασχολήθηκε συστηματικά με τη βοτανική.

Ο Ιππόδαμος από τη Μίλητο ήταν αρχιτέκτονας και πολεοδόμος, με προτίμηση στα ορθογώνια οικοδομικά τετράγωνα και στους κάθετους μεταξύ τους δρόμους. Δικά του ήταν τα σχέδια του Πειραιά, της αποικίας των Θουρίων και της Ρόδου. Ο Αριστοτέλης σημειώνει ότι «θεωρούσε τον εαυτό του γνώστη ολόκληρης της φύσης», αλλά και ότι «από όσους δεν πολιτεύονται, πρώτος αυτός επιχείρησε να μιλήσει για το καλύτερο πολίτευμα» (Πολιτικά 1267b).

Ο πυθαγορικός Ίππασος από το Μεταπόντιο της Κάτω Ιταλίας ως φυσικός συμφώνησε με τον Ηράκλειτο ότι η φωτιά ήταν το πρωταρχικό στοιχείο του σύμπαντος, και ως μαθηματικός απόδειξε ότι η τετραγωνική ρίζα του 2 είναι αριθμός ασύμμετρος.

Ο πυθαγορικός Ικέτας, αστρονόμος από τις Συρακούσες, υποστήριξε ότι η γη γυρίζει γύρω από τον άξονά της, ενώ τα άλλα ουράνια σώματα μένουν ακίνητα.

Ο Φιλόλαος από τον Κρότωνα λέγαν πως πρώτος κατάγραψε τις θεωρίες των Πυθαγορικών σε ένα βιβλίο, που αργότερα ο Πλάτωνας το αγόρασε πανάκριβα από τους συγγενείς του. Ως γεωμέτρης και αστρονόμος ήταν ο πρώτος που υποστήριξε πως η γη δεν είναι το κέντρο του κόσμου, αλλά πως περιστρέφεται, μαζί με άλλα ουράνια σώματα, γύρω από μιαν εστία (φωτιά).

Ο πυθαγορικός Θεόδωρος από την Κυρήνη μαθήτεψε στον Πρωταγόρα, αφοσιώθηκε στα μαθηματικά, και συνέχισε τις έρευνες του Ιππάσου στους ασύμμετρους αριθμούς. Σε ένα του διάλογο ο Πλάτωνας τον παρουσιάζει ως δάσκαλο της γεωμετρίας, της αστρονομίας, της αριθμητικής και της αρμονίας[2] (Θεαίτητος 145c).

Ο Φιλέας από την Αθήνα ήταν γεωγράφος, συγγραφέας μιας παγκόσμιας γεωγραφίας με τίτλο Γῆς περίοδος.

Ο Ιπποκράτης από τη Χίο μελέτησε ως μαθηματικός και γεωμέτρης τους μηνίσκους· ως αστρονόμος υποστήριξε ότι οι κομήτες δεν έχουν ουρά και πως ό,τι βλέπουμε είναι η υγρασία που μαζεύουν καθώς περιφέρονται στο διάστημα. Ο Αριστοτέλης εκθέτει στα Μετεωρολογικά τη θεωρία του αλλά διαφωνεί (343a).

Ο Οινοπίδης, αστρονόμος, φυσικός και γεωμέτρης από τη Χίο, μελέτησε τον ζωδιακό, δηλαδή την τροχιά που διαγράφει σε ένα χρόνο ο ήλιος περνώντας ανάμεσα στα ζώδια, βελτίωσε το ημερολόγιο και πρότεινε τις γεωμετρικές κατασκευές με τον κανόνα και τον διαβήτη.

Ο Μέτων από την Αθήνα ήταν αστρονόμος και γεωμέτρης. Συσχετίζοντας τις ηλιακές περιόδους με τους σεληνιακούς μήνες πρότεινε ένα σημαντικά βελτιωμένο ημερολόγιο, που όμως δεν ξέρουμε αν ποτέ εφαρμόστηκε. Στην κωμωδία του Ὄρνιθες ο Αριστοφάνης τον παρουσίασε ως ξιπασμένο πολεοδόμο να δίνει «γεωμετρώντας τον αέρα» λύση στο πολυσυζητημένο πρόβλημα του τετραγωνισμού του κύκλου.

Ο Ευκτήμων από την Αθήνα (5ος/4ος π.Χ. αι.), συνεργάτης του Μέτωνα, αστρονόμος και μετεωρολόγος, μελέτησε τη σχέση ανάμεσα στις τροπές του ήλιου και τις καιρικές αλλαγές.

Μαθητής του πυθαγορικού Θεόδωρου και μέλος της πλατωνικής Ακαδημίας ήταν ο μαθηματικός Θεαίτητος (414-369 π.Χ.), που ειδικεύτηκε στη στερεομετρία και μελέτησε τα πέντε κανονικά σχήματα των πολυέδρων.

Ο πυθαγορικός Αρχύτας από τον Τάραντα (5ος/4ος π.Χ. αι.) ήταν επιτυχημένος πολιτικός, φυσικομαθηματικός, μηχανικός και φίλος του Πλάτωνα. Ως φυσικομαθηματικός μελέτησε τις τονικές κλίμακες και δημοσίευσε διατριβή με τον τίτλο Ἁρμονικός· ως μηχανικός παραδίδεται ότι ἐποίησε περιστερὰν ξυλίνην πετομένην!

Μαθητής του Αρχύτα ήταν ο Εύδοξος από την Κνίδο (390-340 π.Χ.), ιδιοφυής μαθηματικός, αστρονόμος και γεωγράφος. Μετά τις σπουδές του στη Μεγάλη Ελλάδα, στην Αθήνα και στην Αίγυπτο, ο Εύδοξος ίδρυσε πρώτα δική του σχολή στην Κύζικο, αλλά τελικά εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου για ένα διάστημα ανάλαβε τη διδασκαλία των θετικών επιστημών στην πλατωνική Ακαδημία.

Στους γεωγράφους ανήκει ο Πυθέας από τη Μασσαλία, που περίπου στα χρόνια του Μεγαλέξανδρου ταξίδεψε έξω από τις στήλες του Ηρακλή, έφτασε ακτοπλοϊκά ως ψηλά στην Αγγλία και την «παγωμένη θάλασσα», και έγραψε Τὰ περὶ τοῦ Ὠκεανοῦ, απ᾽ όπου μας σώζονται μερικά αποσπάσματα.

Στα κλασικά χρόνια ανήκουν και μια σειρά από καλλιτέχνες που θέλησαν, πέρα από τη συγκεκριμένη παραγωγή τους, να καταγράψουν και θεωρητικά τους κανόνες και τα μυστικά της τέχνης τους. Έτσι, ο Σοφοκλής έγραψε τη διατριβή Περὶ Χοροῦ, ο γλύπτης Πολύκλειτος από το Άργος δημοσίευσε τον Κανόνα, ο αρχιτέκτονας Ικτίνος σχολίασε σε ένα έργο του τον Παρθενώνα, έργο δικό του και του Καλλικράτη, και ο σκηνογράφος Αγάθαρχος από τη Σάμο, που είχε διακοσμήσει το σπίτι του Αλκιβιάδη, έγραψε ένα υπόμνημα για τη ζωγραφική τέχνη της προοπτικής - όλα εξαιρετικά πολύτιμα αλλά χαμένα.

ΑΡΙΣΤΟΞΕΝΟΣ (περ. 370; π.Χ.)

Ο Αριστόξενος από τον Τάραντα προερχόταν από την πυθαγορική παράδοση, αλλά μαθήτεψε και στον Αριστοτέλη. Οι πολλές και σημαντικές μουσικολογικές πραγματείες του αποτελούν αφετηρία και βάση όσων γνωρίζουμε για την αρχαιοελληνική μουσική θεωρία.

Μας σώζονται τρία σχεδόν ολόκληρα βιβλία από τα Ἁρμονικά, που ίσως να αποτελούν νεότερη σύνθεση από δύο διαφορετικά του έργα, ένα μεγάλο τμήμα από τα Ρυθμικὰ στοιχεῖα και αρκετά μικρότερα αποσπάσματα από τα έργα του Περὶ μουσικῆς, Περὶ μελοποιίας, Περὶ ὀργάνων, Περὶ χορῶν, Περὶ τόνων κ.ά. Γενική του τάση, και συνηθισμένο φαινόμενο στην ιστορία της μουσικής, ήταν να εκθειάζει τις παλαιότερες πειθαρχημένες μουσικές μορφές και να κατηγορεί τους τολμηρούς νεωτερισμούς των συγχρόνων του.

Ο Αριστόξενος έγραψε πολλά: 453 βιβλία (!) καταμετρά η παράδοση, σχετικά με πᾶν εἶδος παιδείας, ανάμεσά τους μια σειρά από βιογραφίες, του Πυθαγόρα και των Πυθαγορικών, αλλά και του Σωκράτη, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη κ.ά.

Ξεχωριστή θέση στις επιστήμες κατείχε και κατέχει πάντα η ιατρική. Χαρακτηριστικό της η διπλή σύνδεση, από τη μια με τη θρησκεία, από την άλλη με την εμπειρική γνώση και πράξη. Κιόλας οι δύο πρώτοι επώνυμοι γιατροί του τρωικού μυθολογικού κύκλου ήταν παιδιά του Ασκληπιού ἰατῆρος, γιου του Απόλλωνα παιήωνος (γιατρευτή), αλλά και ειδικευμένοι: διαγνωστικός παθολόγος ο Ποδαλείριος, χειρούργος ο Μαχάων. Γιατρός με χειρουργικές ικανότητες ήταν στον μύθο και ο κένταυρος Χείρων. Μαθητές του ήταν ο Ασκληπιός, που ως θεός γρήγορα ξεπέρασε τον δάσκαλό του, και ο Αχιλλέας, που σε μια κύλικα εικονίζεται να γιατροπορεύει τον πληγωμένο Πάτροκλο.

Στα ιστορικά χρόνια οι πρώτοι που ξέρουμε να έχουν πραγματευτεί ιατρικά θέματα ανήκουν στους προσωκρατικούς φιλοσόφους. Παλαιότερος ο Αλκμαίων από τον Κρότωνα, που μελέτησε ανατομικά το νευρικό σύστημα των ζώων και διαπίστωσε τη σύνδεση των αισθήσεων με τον εγκέφαλο. Ως γιατρός παραδίδεται ότι τολμούσε επεμβάσεις στα μάτια. Επιδράσεις από τον Αλκμαίωνα δέχτηκαν ο Εμπεδοκλής, ἰατρῶν ἄριστος (Βίος), ο Διογένης από την Απολλωνία και οι Ιπποκρατικοί που ακολούθησαν.

Η χειρόγραφη παράδοση μας έχει διασώσει ένα σώμα από 58 ιατρικές πραγματείες (73 συνολικά βιβλία) που αποδίδονται στον Ιπποκράτη, αλλά βέβαια δεν είναι όλες δικές του. Χρονολογικά το ιπποκρατικό σώμα καλύπτει την περίοδο από το 450 ως το 300[3] π.Χ., και περιέχει έργα που προέρχονται τόσο από το διάσημο ιατρικό κέντρο (ή σχολή) της Κω, τους Ασκληπιάδες,[4] όσο και από το εξίσου σημαντικό ιατρικό κέντρο (ή σχολή) της Κνίδου, απέναντι από την Κω, στη Μικρασία - πραγματείες που αφορούν τη διαγνωστική, τη χειρουργική, τη διαιτητική, την υγιεινή, τη γυναικολογία, τη φαρμακολογία και άλλα γενικότερα ή ειδικότερα ιατρικά θέματα. Συνεχίζοντας την παράδοση των ιώνων φυσικών φιλοσόφων, που πρώτοι διαμόρφωσαν επιστημονικό λόγο, οι πραγματείες είναι γραμμένες όλες στην ιωνική διάλεκτο, χωρίς ρητορικές ή άλλες λογοτεχνικές επιδράσεις.

ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ (περ. 460-370 π.Χ.)

Ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν.[5]
Ἐπιδημίαι 1.11

Γεννήθηκε στην Κω από ιατρική οικογένεια, εκπαιδεύτηκε ως Ασκληπιάδης, διακρίθηκε στην ιατρική θεωρία και πράξη, απόχτησε μεγάλη φήμη και ταξίδεψε πολύ. Ο θάνατος τον βρήκε σε μεγάλη ηλικία στη Λάρισα, όπου ο τάφος του σωζόταν ως και τον 2ο μ.Χ. αιώνα.

Η συζήτηση για το ποια από τα έργα που παραδίδονται με το όνομά του του ανήκουν πραγματικά ξεκίνησε ήδη στην αρχαιότητα και συνεχίζεται χωρίς να έχει καταλήξει σε αναντίρρητα αποτελέσματα. Οι περισσότεροι συμφωνούν ότι τις τελευταίες δεκαετίες του 5ου π.Χ. αιώνα ο Ιπποκράτης έγραψε (α) Περὶ ἀέρων, ὑδάτων, τόπων:[6] πραγματεία για το πώς το φυσικό περιβάλλον επηρεάζει την υγεία των ανθρώπων, με αντιπαράθεση των σχετικών ευρωπαϊκών και ασιατικών δεδομένων, (β) Περὶ ἱερῆς νούσου: έργο σταθμό στην ιατρική σκέψη, καθώς ο Ιπποκράτης ερμηνεύει φυσιολογικά την επιληψία, αρρώστια που τη θεωρούσαν ιερή και διάφοροι τσαρλατάνοι (μάγοι τε καὶ καθαρταὶ καὶ ἀγύρται καὶ ἀλαζόνες) επιχειρούσαν να τη γιατρέψουν με καθαρμούς, με ξόρκια, με νηστείες κ.τ.ό., και (γ) ορισμένα βιβλία των Ἐπιδημιῶν:[7] κλινικές σημειώσεις για την πορεία μιας ασθένειας από τα πρώτα συμπτώματα ως την ανάρρωση, ή τον θάνατο, του συγκεκριμένου αρρώστου.

Αρκετές πιθανότητες να είναι γνήσια έργα του Ιπποκράτη έχουν ακόμα (δ) το Προγνωστικόν, στοιχεία που επιτρέπουν στον γιατρό να προβλέψει τα συμπτώματα και την πορεία της ασθένειας για να προγραμματίσει την κατάλληλη θεραπεία, (ε) το Περὶ διαίτης ὀξέων («Οδηγίες για βαριές αρρώστιες»), όπου ο συγγραφέας διαφωνεί με τις αντίστοιχες απόψεις των γιατρών της σχολής της Κνίδου, και δύο χειρουργικά έργα: (Ϛ) Περὶ ἀγμῶν («Για τα κατάγματα»), και (ζ) Περὶ ἄρθρων ἐμβολῆς («Για την αποκατάσταση των εξαρθρωμάτων»).

Τα παραπάνω συγγράμματα και ορισμένες μεταγενέστερες μαρτυρίες μάς οδηγούν να πιστέψουμε ότι ο Ιπποκράτης πέτυχε να συνδυάσει τη θεωρητική καθολική αντιμετώπιση των ανθρώπινων φαινομένων και την αναζήτηση των αιτίων με την πρακτική εμπειρική γνώση. Η διδασκαλία και η δράση του θεμελίωσαν την επιστήμη της ιατρικής, που πια για αιώνες ακολούθησε, ως ένα σημείο και ακολουθεί ακόμα, δικούς του δρόμους.

Στο ιπποκρατικό σώμα ξεχωρίζουν ορισμένα πρώιμα σημαντικά έργα που όμως δεν ανήκουν στον Ιπποκράτη: (α) το Περὶ ἀρχαίης ἰητρικῆς, όπου ο συγγραφέας απορρίπτει τις φιλοσοφικές θεωρίες που επιχειρούσαν να υποτάξουν την ιατρική σε γενικές αρχές και αξιώματα, και επαινεί την πατροπαράδοτη θεραπευτική μέθοδο με αφετηρία την παρατήρηση και τη συσσωρευμένη εμπειρία· (β) το Περὶ φύσιος ἀνθρώπου, έργο θεωρητικό, γραμμένο γύρω στα 400 π.Χ. από τον Πόλυβο, που είχε παντρευτεί την κόρη του Ιπποκράτη.

Γύρω στα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα έζησε και έδρασε στην Αθήνα ο Διοκλής από την Κάρυστο, διάσημος γιατρός που συνδύασε την ιπποκρατική με τη σικελική ιατρική παράδοση του Εμπεδοκλή. Ο ίδιος έδωσε μεγάλη σημασία στην προσωπικότητα των αρρώστων, υποστηρίζοντας ότι η ίδια θεραπεία δεν έχει τα ίδια σε όλους αποτελέσματα. Τα έργα του (Ὑγιεινὰ πρὸς Πλείσταρχον· Πάθος, αἰτία, θεραπεία· Ἀνατομή), γραμμένα σε αττική διάλεκτο (!), έχουν για μας χαθεί· όμως η επίδρασή τους στους μεταγενέστερους ήταν μεγάλη.

Τον 4ο π.Χ. αιώνα χρονολογούνται πολλά ακόμα έργα από τη σχολή της Κω που απηχούν, όπως θα το περιμέναμε, και προεκτείνουν τις ιδέες και τη μέθοδο του Ιπποκράτη. Σημαντικότερα ανάμεσά τους: (α) οι Ἀφορισμοί, όπου κατά καιρούς συγκεντρώθηκαν επιγραμματικά διατυπωμένες ιατρικές επιταγές και γνώμες, όπως το γνωστό ὁ βίος βραχὺς ἡ δὲ τέχνη μακρά, (β) τα υπόλοιπα πέντε βιβλία των Ἐπιδημιῶν, και (γ) ο Ὅρκος.

Ο ιπποκρατικός όρκος διατυπώθηκε το δεύτερο μισό του 4ου π.Χ. αιώνα· το περιεχόμενό του όμως συμπυκνώνει ολόκληρη την πρώιμη ιατρική δεοντολογία, όπως θα ονομάζαμε σήμερα τους κανόνες της ορθής συμπεριφοράς των γιατρών: την εχεμύθεια, την υποχρέωση να ωφελούν όσο μπορούν περισσότερο τους ασθενείς όλους, τη δέσμευση να μη χορηγούν θανάσιμα φάρμακα κλπ. Τον ίδιο όρκο, με ορισμένες αναπροσαρμογές, δίνουν και σήμερα σε όλο τον κόσμο, πριν ασκήσουν το επάγγελμά τους, οι απόφοιτοι των ιατρικών σχολών.

Ο ιπποκρατικός όρκος όριζε μάρτυρες τους θεούς, και θα ήταν λάθος να πιστέψουμε ότι η επιστήμη της ιατρικής, όπως αναπτύχτηκε στα κλασικά χρόνια, αποδεσμεύτηκε τελείως από τη θρησκεία. Είναι αλήθεια ότι ο Ιπποκράτης διάψευσε τον ιερό τάχα χαρακτήρα της επιληψίας και κατάγγειλε τις απόκρυφες παραϊατρικές πρακτικές· είναι αλήθεια ότι στα κλασικά χρόνια το ιατρικό επάγγελμα αποσυνδέθηκε από το ιερατικό λειτούργημα· ωστόσο, αν όχι και από την πλευρά των γιατρών, σίγουρα από την πλευρά των αρρώστων, η θρησκευτική πίστη ποτέ δεν έπαψε να αποτελεί σημαντικό θεραπευτικό παράγοντα. Το πιο σωστό θα ήταν να μιλήσουμε για ένα συμβιβασμό της ιατρικής με τη θρησκεία, καθώς από τη μια οι γιατροί καλλιεργούσαν τη σύνδεσή τους με τον Απόλλωνα, τον Ασκληπιό, την Υγεία κλπ., από την άλλη οι ιερείς στα Ασκληπιεία και στα άλλα θρησκευτικά-ιαματικά κέντρα ενημερώνονταν για τα πορίσματα της επιστημονικής θεραπευτικής και ακολουθούσαν τις επιταγές της.
--------------------------
1. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα ἐπίσταμαι, που σημαίνει «γνωρίζω».

2. Η μελέτη της μουσικής αρμονίας σχετίζεται στενά με τα μαθηματικά.

3. Αυτό δεν αποκλείει το σώμα να περιλαμβάνει και έργα νεότερα, π.χ. το Παραγγελίαι, που είναι επηρεασμένο από την επικούρεια φιλοσοφία και πρέπει να γράφτηκε τον 2ο π.Χ. αιώνα, αν όχι αργότερα.

4. Ἀσκληπιάδαι αυτονομάζονταν τα μέλη της ιατρικής συντεχνίας στην Κω, γιατί ήταν, όπως ισχυρίζονταν, απόγονοι του Ποδαλείριου, γιου του Ασκληπιού. Εξαρχής όμως ο ίδιος όρος χρησιμοποιήθηκε και για τους γιατρούς γενικά.

5. Ο γιατρός πρέπει «να ωφελεί, ή (τουλάχιστο) να μη βλάφτει».

6. Το θέμα του έργου είναι και ενιαίο και συγκεκριμένο· όμως στα νεοελληνικά επικράτησε να χρησιμοποιούμε την έκφραση «περί ανέμων και υδάτων» όταν αναφερόμαστε σε μεγάλη και ακαθόριστη ποικιλία θεμάτων.

7. Ο όρος ἐπιδημίαι σημαίνει «επισκέψεις σε ξένους τόπους», όπου ο γιατρός παρακολούθησε τις περιπτώσεις που καταγράφει. Διαφορετικό είναι το νόημα της λέξης ἐπιδημία όταν δηλώνει, όπως και σήμερα, ότι μια αρρώστια «επισκέπτεται» ένα συγκεκριμένο τόπο.

Αυλητρίδες, Ορχηστρίδες

Στους Σφήκες του Αριστοφάνη, ο νεαρός Βδελυκλέων παλεύει να αποσπάσει το ενδιαφέρον του γέροντα πατέρα του απ’ το σασπένς των ηλιαστικών δικαστηρίων. Ο γέρος είναι αυστηρών ηθών, δημοκρατικός απ’ την κοψιά των Μαραθωνομάχων, φύτρα των Διακρίων. Κι έχει μονομανία να μηνύει κάθε μέρα αριστοκράτες. Σκέφτεται να τον δελεάσει ο γιος με άλλες ηδονές. Θα τον παρασύρει σε συμπόσιο. Πρέπει όμως να διδάξει τον ανεπιτήδειο τρόπους. Τον καλοντύνει και τον βάζει να προβάρει πώς να φερθεί στο ξένο σπίτι. Αρχίζει να τον δασκαλεύει (στ. 212-22):

“ΒΔ: Άπλωσ’ τα γόνατα, χαλάρωσε
με ευλυγισία το σώμα, χώσου στα στρώματα νωχελικά.
Κατόπιν, πες κανα δυο επαίνους για τα χάλκινα κανάτια,
περιεργάσου το ταβάνι, θαύμασε την αρμονία της αυλής.
Νερό για τα χέρια! Ας φέρουν μέσα τα τραπέζια!
Δειπνούμε τώρα! Σφουγγιζόμαστε! Προσφέραμε ήδη της σπονδές.


ΦΙΛ: Θεοί! Σε όνειρο γλυκό δειπνούμε έτσι…

ΒΔ: Άρχισε το κορίτσι να φυσά αυλό. Συμπότες μας
είναι ο Θέωρος, ο Αισχίνης, ο Φανός κι ο Κλέων
και κάποιος ξένος του Ακέστορα, στην πιο τιμητική τη θέση.
Έχοντας τέτοιους γύρω σου, να ιδώ πως θε να πιάσεις το σκόλιο το συμποτικό
.”

Τα καταφέρνει ο Φιλοκλέων. Προσαρμόζεται στο γλέντι. Βουλιάζει στην καλοπέραση. Τόσο που, στην τελευταία σκηνή του έργου, αισθάνεται μεμυημένος, διαφορετικός από εκείνον που ήτανε “πρὸ τῶν μυστηρίων” (στ. 1363). Κλέβει την αυλητρίδα του οικοδεσπότη (στ. 1345 και 1368-69) την ώρα που ήταν έτοιμη ν’ αρχίσει να χαϊδολογιέται (λεσβιᾶν, στ. 1346) με όλους. Και τώρα, τους έχει όλους να τον κυνηγούν και να απειλούνε με μηνύσεις. Ωστόσο, αυτός δεν νοιάζεται. Παίρνει σπίτι του το κορίτσι, καλοπιάνοντάς το με γλυκόλογα αρκεί να συνεχίσει να τρίβει το “σαπρόν… σχοινίον” του (στ. 1342-43). Την λέει “χρυσοσκάθαρό” του (χρυσομηλολόνθιον, στ. 1341) και “χοιρίον” ‒γνωστή αθυροστομία του Αριστοφάνη όταν αναφέρεται στο γυναικείο αιδοίο. Και υπόσχεται, όταν πεθάνει ο τσιγγούνης γιος του, να εξαγοράσει την ελευθερία της (λυσάμενος, στ. 1353) για να την έχει σύντροφο.

Δεν χρειαζόταν να είναι εταίρα μια γυναίκα για να τραβήξει την αντρική προσοχή στα συμπόσια. Το ίδιο συνέβαινε ακόμη και με μια αυλητρίδα ή χορεύτρια, μια μικρή δούλα δηλαδή ‒γιατί μόνο η κοινωνική θέση διαφοροποιούσε τα κορίτσια αυτά από το λαμπρότερο status των ειδικών της ηδονής, το οποίο εξάλλου, στην εξέλιξή τους, μπορούσαν να πετύχουν αν η τύχη τα ευνοούσε.

Για μια τέτοια παιδίσκη ξεσπούσε τσαμπουκάς μεγάλος στα συμπόσια. Ειδικά από τη στιγμή που η οινοποσία προχωρούσε κι άρχιζε να θολώνει τη νηφάλια κρίση. Τέτοια φερσίματα ήταν αναμενόμενα αν μεταξύ των προσκεκλημένων βρίσκονταν αγροίκοι. Γι’ αυτούς, η απόσταση από την αρχική αμηχανία και συστολή μέχρι τον άγριο καβγά ήταν μια κούπα παραπάνω. Το ίδιο μπορούσε να συμβεί και σε ανθρώπους που δεν θα το περίμενε κανείς. Οι Δειπνοσοφισταί (ΧΙΙΙ 607c-e) του Αθήναιου θυμούνται το εξής περιστατικό:

“Όσοι επιθυμούν να ενεργούν με μεγάλη σωφροσύνη, κρατάνε αυτή τη στάση στα συμπόσια μέχρις ενός σημείου. Κι έπειτα, όταν μεσολαβήσει το κρασάκι, δείχνουν κάθε λογής ασχημοσύνη. Αυτό έγινε και παλιότερα με τους θεωρούς από την Αρκαδία που είχαν επισκεφθεί τον Αντίγονο. Αρχικά, γευμάτιζαν με μεγάλη σοβαρότητα κι ευπρέπεια, όπως πίστευαν, χωρίς να σηκώνουν το βλέμμα ούτε προς εμάς, ούτε καν μεταξύ τους. Καθώς όμως προχωρούσε η οινοποσία και μπήκαν κι άλλα θεάματα στο πρόγραμμα, κι άρχισαν να χορεύουνε οι Θεσσαλές ορχηστρίδες καλυμμένες μόνο με περιζώματα και κατά τα άλλα γυμνές όπως το συνηθίζουν, οι άντρες δεν μπορούσαν πλέον να κρατηθούν, αλλά πετιούνταν απ’ τα ανάκλιντρα και φώναζαν σαν να έβλεπαν το πιο θαυμαστό θέαμα, κι αποκαλούσαν μακάριο τον βασιλιά που μπορούσε να έχει τέτοιες απολαύσεις, κι έκαναν και πολλές άλλες παρόμοιες απρέπειες. Και κάποιος φιλόσοφος που έπινε μαζί μας, όταν είχε μπει μέσα η νεαρή αυλητρίδα κι ήθελε να καθίσει δίπλα του, δεν της το επέτρεψε και την αποπήρε, παρ’ όλο που υπήρχε πολύς χώρος. Αλλά όταν, αργότερα, άρχισε η διαδικασία της πώλησης του κοριτσιού όπως συνήθως συμβαίνει στα συμπόσια, εκείνος άρχισε να την διεκδικεί με ζήλο νεανικό και αμφισβήτησε την πώλησή της, ότι έγινε κάπως γρήγορα, όταν ένας άλλος πλειοδότησε. Ισχυριζόταν πως η διαδικασία δεν είχε προλάβει να ολοκληρωθεί. Στο τέλος, ο φιλόσοφος έφτασε να παίξει μέχρι και μπουνιές. Εκείνος ο αταλάντευτος που, στην αρχή, δεν είχε καν αφήσει την αυλητρίδα να καθίσει πλάι του.”

Τα κορίτσια σερβίρονταν στα αριστοκρατικά συμπόσια σαν να ήταν μεζεδάκια, για να ’ναι ο κώμος επιτυχής. Το ίδιο μπορούσε να συμβεί και σε πιο λαϊκά περιβάλλοντα, όπως στα πανδοχεία που προορίζονταν για ταξιδιώτες. Στους Βατράχους του Αριστοφάνη, ο Διόνυσος κατεβαίνει στον Άδη συνοδευόμενος από τον υπηρέτη του, αλλά, επειδή φοβάται να μπει μέσα, εξαναγκάζει τον δούλο του σε αλλαγή ρόλων. Ο Ξανθίας ευνοείται απ’ τον αιφνιδιασμό γιατί ο πανδοχέας τον προσκαλεί έχοντας στρώσει τραπέζι με ψωμιά και φάβα, σούπες και βραστά, βόδι ολάκερο στα κάρβουνα, πιτάκια και κουλούρια, καβουρντισμένα στραγάλια, τραγιά και πουλερικά, και μαζί άφθονο γλυκύτατο κρασί (στ. 508-11). Και καθώς εκείνος ακόμη διστάζει να μπει, στο μενού προστίθενται μια ωραιότατη αυλητρίδα και δυο τρεις ορχηστρίδες. “Πώς; Ορχηστρίδες;” ‒ρωτάει ο Ξανθίας έκπληκτος. “Μπουμπούκια και φεσκο-αποτριχωμένες” ‒τον διαβεβαιώνει ο πανδοχεύς (ἡβυλλιῶσαι κἄρτι παρατετιλμέναι, στ. 516).

Ήταν μεγάλη η ικανότητα των κοριτσιών αυτών να προσφέρουν θελκτικά θεάματα και ακροάματα. Την έδειξε το απόσπασμα από τους Δειπνοσοφιστές που πριν λίγο παραθέσαμε. Μπορούμε να την υποθέσουμε και από τους πινδαρικούς στίχους (απ. 122/Snell), τους οποίους έχουμε με άλλη αφορμή συζητήσει ‒είχαν συντεθεί προς τιμήν του Κορίνθιου Ολυμπιονίκη που είχε αναθέσει “μεριά εκατό”, πενήντα δηλαδή χορεύτριες, ως ιερόδουλες στην Αφροδίτη της Κορίνθου για να ορχούνται εναλλάξ στο συμποτικό μουσικό του σκόλιον.

Στο Συμπόσιο του Ξενοφώντα, βρίσκουμε κι άλλες πληροφορίες σχετικά με τα ηδονικά θεάματα και ακροάματα που γαρνίριζαν την εστίαση των κραιπαλοκώμων. Το γλέντι διοργανώνεται στην Αθήνα, στο σπίτι του Καλλία, προς τιμήν του Αυτόλυκου που είχε νικήσει στο παγκράτιο. Συμμετέχει κι ο Σωκράτης. Όταν το γεύμα ολοκληρώθηκε και τα τραπέζια απομακρύνθηκαν, μπήκε στην αίθουσα ένας πλανώδιος Συρακούσιος. Είχε μαζί του μια καλή αυλητρίδα, μια ορχηστρίδα για ακροβατικά κι ένα ωραίο αγόρι κιθαριστή και χορευτή, και παρουσίαζε τις τέχνες τους έναντι αμοιβής (ἔχων τε αὐλητρίδα ἀγαθὴν καὶ ὀρχηστρίδα τῶν τὰ θαύματα δυναμένων ποιεῖν, καὶ παῖδα πάνυ γε ὡραῖον καὶ πάνυ καλῶς κιθαρίζοντα καὶ ὀρχούμενον. ταῦτα δὲ καὶ ἐπιδεικνὺς ὡς ἐν θαύματι ἀργύριον ἐλάμβανεν, ΙΙ 2-3).

Το θέαμα ξεκίνησε με την αυλητρίδα να παίζει. Η άλλη κοπέλα, τότε, άρχισε να χορεύει εκσφενδονίζοντας ψηλά και ξαναπιάνοντας στεφάνια, τα οποία τής προμήθευε ο νεαρός, δώδεκα στο σύνολο ‒τα χειριζόταν υπολογίζοντας να εναρμονίζεται η κίνησή τους με τον ρυθμό της μουσικής (ἐκ τούτου δὴ ηὔλει μὲν αὐτῇ ἡ ἑτέρα, παρεστηκὼς δέ τις τῇ ὀρχηστρίδι ἀνεδίδου τοὺς τροχοὺς μέχρι δώδεκα, ἡ δὲ λαμβάνουσα ἅμα τε ὠρχεῖτο καὶ ἀνερρίπτει δονουμένους συντεκμαιρομένη ὅσον ἔδει ῥιπτεῖν ὕψος ὡς ἐν ῥυθμῷ δέχεσθαι αὐτούς, ΙΙ 7).

Έπειτα έστησαν γύρω από τη χορεύτρια όρθια σπαθιά σε κύκλο κι εκείνη άρχισε να κάνει φιδωτές τούμπες τριγύρω τους, τόσο τολμηρές που οι παρόντες φοβηθήκανε μην πάθει κάτι (μετὰ δὲ τοῦτο κύκλος εἰσηνέχθη περίμεστος ξιφῶν ὀρθῶν. εἰς οὖν ταῦτα ἡ ὀρχηστρὶς ἐκυβίστα τε καὶ ἐξεκυβίστα ὑπὲρ αὐτῶν. ὥστε οἱ μὲν θεώμενοι ἐφοβοῦντο μή τι πάθῃ, ΙΙ 11).

Η εξέλιξη των θεαμάτων στο Συμπόσιο συνεπαίρνει τους συμπότες. Συζητούν τώρα για τις δυνατότητες του σώματος και τις επιθυμίες της σάρκας, τα αρώματα και τις ηδονές, μέχρι που κάποιοι προσπαθούν μέχρι και να αντιγράψουνε τα ακροβατικά που παρακολουθούν, καταλήγοντας φυσικά σε άκομψες καρικατούρες τους. Καθώς η νύχτα παίρνει μια τέτοια τροπή, ο Σωκράτης προσπαθεί να μετατοπίσει την κουβέντα γύρω απ’ τον έρωτα του πνεύματος.

Όμως το θέμα της μίμησης, για το οποίο τα θεάματα έχουν εξωθήσει τη συντροφιά να μιλάει, το οδηγεί σε οργασμική κορύφωση ο Συρακούσιος ὀρχηστοδιδάσκαλος στο τέλος της γιορτής. Η αυλητρίδα τώρα παίζει βακχικούς σκοπούς κι η ορχηστρίδα με τον νέο παρουσιάζουν παντομίμα της ιερογαμίας Αριάδνης και Διονύσου (ΙΧ 2-7). Οι κινήσεις είναι αρχικά μετρημένες, τέτοιες που υποδεικνύουν ντροπαλοσύνη. Όταν όμως ο Διόνυσος κάθεται στα γόνατα της Αριάδνης κι αρχίζει να την χαϊδεύει και να την φιλάει ασυγκράτητα κι ορκίζεται έρωτα αληθινό κι εκείνη ανταπαντάει, οι περιπτύξεις γίνονται πραγματικές. Σαν να υπερβαίνουν τις στάσεις της σεμνότητας που είχαν ‒αν είχαν πράγματι‒ υποδειχθεί απ’ τον σκηνοθέτη (ἐῴκεσαν γὰρ οὐ δεδιδαγμένοις τὰ σχήματα). Σαν να αναλογούν σε δυο εραστές που για καιρό επιθυμούσαν φλογερά ο ένας τον άλλον (ἀλλ᾽ ἐφειμένοις πράττειν ἃ πάλαι ἐπεθύμουν). Οι εραστές πάνε προς το κρεβάτι. Οι συνδαιτυμόνες έχουν ήδη σηκωθεί όρθιοι, σε πλήρη έκσταση, και φεύγουν από το σπίτι του Καλλία αναζητώντας γυναίκα. Πριν φύγει, το κοινό είχε ζητήσει encore (ἐβόων αὖθις).

Η Εμπειρία του ''Θεού'' είναι η Αληθινή Θρησκεία

Οι άνθρωποι που δεν έχουν Εμπειρία της Θείας Πραγματικότητας, που δεν Βιώνουν Αυτό που Υπάρχει πραγματικά, αλλά θεωρούν θρησκεία «όσα τους δίδαξαν», εξωτερικές δραστηριότητες, λατρευτικές πράξεις… μοιάζουν με τους ανθρώπους που ονειρεύονται να ταξιδέψουν σε ένα παραμυθένιο τόπο, κι όλο μιλούν για το ταξίδι, αλλά δεν το πραγματοποιούν ποτέ.

Όταν δεν Έχεις Εμπειρία της Πραγματικότητας, Αυτού που Υπάρχει, του Αληθινού, όταν δεν το Έχεις Ζήσει να Δεις Μόνος σου Τι Είναι Αυτό… αλλά μιλάς για τον Θεό, την Αλήθεια, τα Δόγματα της Θρησκείας, την λατρευτική ζωή, την Σωτηρία, όλα αυτά, απλά μιλάς για ιδέες που έχουν συσσωρεύσει οι άνθρωποι… είναι σαν να είσαι τυφλός και να οδηγείς άλλους τυφλούς… πόσο μακριά θα πάτε;

Αν νομίζεις πως μια απλή διαίσθηση της Παρουσίας του Θεού, ή οι θεολογικές γνώσεις των βιβλίων, ή οι λατρευτικές πράξεις που διαλύονται στον αέρα, όπως η σκόνη στον άνεμο, είναι θρησκεία, τότε μοιάζεις με εκείνον που νομίζει πως έφτασε στον προορισμό του, επειδή ξεκίνησε κι έκανε ένα βήμα…

Αν έχεις Γνωρίσει Άμεσα, Βιωματικά, τον Θεό, το Υπέρτατο, τότε όλη σου η «φύση» έχει μεταμορφωθεί… δεν έχεις πλέον μέσα σου σκιές, μήτε οι πράξεις σου είναι σκοτεινές… από τα έργα του φαίνεται ο καθένας.

Πως είναι δυνατόν να λες πως Βαδίζεις την Οδό του Θεού, αλλά να σε παραπλανά ακόμα η σκέψη, να έχεις κοσμικές επιθυμίες ή να καταναλώνεις τον χρόνο σου σε ανούσιες δραστηριότητες; Κάπου έχεις λοξοδρομήσει χωρίς να το αντιληφθείς…

Ο Άνθρωπος της Αληθινής Θρησκείας, που Βιώνει την Ενότητα με Όλα, ενδιαφέρεται για το Κοινό Καλό, εργάζεται για αυτό, με όποιο τρόπο μπορεί… δεν ενδιαφέρεται για προσωπική ανάπτυξη, για προσωπικές επιτεύξεις, ή για την δική του ιδιαίτερη ζωή.. ζει μέσα σε όλους, μέσα από όλους, για αυτό νοιάζεται για όλους.

Ο Δρόμος του Θεού, δεν είναι απλά μια «ηθική συμπεριφορά», μήτε μια «πίστη»… είναι πολύ περισσότερο το Άγγιγμα του Αιώνιου, πέρα από την σκέψη, και τις εξωτερικές δραστηριότητες… είναι Ζωή, η Αληθινή Ζωή, που Ζούμε Εδώ, Τώρα, πέρα από τον χρόνο.

Όποιος έχει Γνωρίσει τον Θεό είναι Ένα με Όλα, Αποδέχεται τα πάντα… Είναι Φως, Βαδίζει στο Φως, διαλύει τις σκιές και προχωρά πέρα… γιατί η Στιγμή δεν περιμένει, προχωρά πάντα… δεν μπορεί να γίνει μνήμη, ούτε να λοξοδρομήσει σε φαντασίες.

Στο Δρόμο για τον Θεό δεν επιζητείς τίποτα, ούτε ακόμα τον Θεό… σου φτάνει να Ζεις Μέσα στην Παρουσία Του.

Όσο Προχωράς στην Οδό δεν μπορείς να υπερηφανευθείς για τίποτα, μέχρι να Φτάσεις… Αλλά κι όταν Φτάσεις, πάλι δεν μπορείς να υπερηφανευθείς, γιατί δεν υπάρχει πλέον κανείς να υπερηφανευθεί… Όλα Είναι Ένα!

Ζώντας στο Φως

Η Αλήθεια είναι Ολοφάνερη! Αν οι άνθρωποι δεν την «βλέπουν», ή την «βλέπουν» αλλά δεν την «ακολουθούν», είναι γιατί κρίνουν σύμφωνα με τα δικά τους ζύγια, με το εγωιστικό συμφέρον, την έλλειψη Δικαιοσύνης, και την αδιαφορία για τους συνανθρώπους τους.

Η Είσοδος στο Αληθινό Πνευματικό Μονοπάτι, σημαίνει να αφήσεις πίσω σου, παλιές νοοτροπίες, συνήθειες και δραστηριότητες, και να βλέπεις μόνο Μπροστά, βαδίζοντας Εκεί που σου Ανοίγει Δρόμο το Φως… Η Αντίληψή σου γίνεται Φως, η ζωή σου είναι Φως, κι οι πράξεις σου σκορπίζουν Φως.

Οι Άνθρωποι του Φωτός είναι Ένα με Όλα, έχουν τα πάντα και τίποτα δικό τους, έτσι μπορούν να μοιράζονται με ευκολία, το Φως, την Αγάπη, την Αδελφοσύνη… Οι άνθρωποι της σκιάς, οχυρωμένοι στο εγώ τους, «εκμεταλλεύονται» τους πάντες, τα πάντα, για να υπερασπίσουν ένα φρούριο που σε λίγα χρόνια θα είναι ερείπια…

Οι Άνθρωποι του Φωτός γνωρίζουν το Σωστό και το κάνουν πράξη, κάθε στιγμή… Οι άνθρωποι της σκιάς γνωρίζουν το Σωστό αλλά δεν το ακολουθούν… μοιάζουν με τον άρρωστο που έχει στο προσκεφάλι του το φάρμακο αλλά αρνείται να το πάρει, γιατί νοιώθει καλύτερα μέσα στην αρρώστια του.

Οι Άνθρωποι του Φωτός ακολουθούν πάντα την Αληθινή Θρησκεία της Ενότητας, της Αγάπης και της Ταπεινότητας… Οι «επαγγελματίες της θρησκείας» που κοροϊδεύουν τον εαυτό τους και τους άλλους, δεν αποδεικνύουν την αποτυχία της θρησκείας, αποδεικνύουν μονάχα την δική τους αποτυχία να ακολουθήσουν το Φως.

Οι Άνθρωποι του Φωτός μοιράζονται με όλους ό,τι έχουν… Οι άνθρωποι της σκιάς δίνουν ελεημοσύνη στους εξαθλιωμένους που οι ίδιοι, με την συμπεριφορά τους, και την αδιαφορία τους, δημιούργησαν… και με την ελεημοσύνη τους τους αφαιρούν και ό,τι τους απόμεινε, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Ο Θεός Είναι Πνεύμα, Σε Αυτόν Στηρίζονται Όλα και σαν Απαλό Χάδι Διαπερνά τα Πάντα… Ο Θεός δεν χρειάζεται θρησκείες, δεν χρειάζεται ναούς, δεν χρειάζεται λατρείες, δεν χρειάζεται προσφορές… Μόνο στην Σιωπή, στην πλήρη ταπεινότητα, στη πλήρη παράδοση, Τον νοιώθεις στον αληθινό ναό του σώματός σου… να σε γεμίζει, να σε μεταμορφώνει σε φως.

Μην λες, ο κόσμος είναι σκοτεινός, οι άνθρωποι παραπλανημένοι, τρελαμένοι, χωρίς κατεύθυνση… Άλλαξε εσύ τον κόσμο, ξεκινώντας από τον εαυτό σου, με υπομονή και ταπεινότητα σκόρπα γύρω σου το φως… κι οι άνθρωποι θα βρουν τον δρόμο τους…

Κανένας Αληθινός Άνθρωπος δεν «προβάλλεται», δεν έχει τίποτα να «προβάλλει»… στέκει παράμερα, ευχαριστημένος με την ύπαρξή του απλά, ευτυχισμένος που δεν έχει επιθυμίες και χορτάτος με ό,τι του στέλνει η ζωή… ακόμα και στον θάνατο πηγαίνει με χαμόγελο.

Η Αληθινή Θρησκεία είναι Μία, να Είσαι Ένα με το Θεό, Εδώ, Τώρα, Μέσα σου, στο ανθρώπινο σώμα σου… αληθινός «θεοφόρος», «άγγελος» στη γη, να ζεις ήδη την Αιωνιότητα, πέρα από τον χρόνο.

Αγκαλιάζοντας τη Ροή της Ζωής: Η Μυστικιστική Πορεία προς την Εσωτερική Γαλήνη

Στη μεγάλη ταπισερί της ύπαρξης, η ζωή ξετυλίγεται σε μια σειρά φυσικών γεγονότων, με κάθε νήμα συνυφασμένο με το άλλο, δημιουργώντας ένα απρόσκοπτο ύφασμα ύπαρξης. Όταν μαθαίνουμε να βλέπουμε αυτά τα γεγονότα ως μέρος της φυσικής ροής, αποδεχόμενοι τον ρυθμό της ζωής, αρχίζουμε να κινούμαστε αρμονικά μέσα σε αυτόν. Αυτή η αποδοχή δεν είναι να παραδοθούμε στη μοίρα, αλλά μάλλον να κατανοήσουμε και να αγκαλιάσουμε την ουσία του ταξιδιού μας. Για να έχουμε ειρήνη, πρέπει να ρέουμε με τη ζωή, όχι εναντίον της.

Η Φύση της Ειρήνης

Η αληθινή ειρήνη δεν βρίσκεται στην απομόνωση ή στην απουσία εξωτερικού χάους. Βρίσκεται στα βάθη της ύπαρξής μας, σε ένα μέρος ανέγγιχτο από τον θορυβώδη θόρυβο του κόσμου. Είναι ένα εσωτερικό καταφύγιο όπου κατοικεί η ψυχή, ένα βασίλειο όπου είμαστε ελεύθεροι από τους περιορισμούς του χρόνου, των γεγονότων και των τυχαίων περιστατικών. Σε αυτή την κατάσταση, είμαστε στο σπίτι όπου κι αν βρισκόμαστε, είτε σε αυτή τη ζωή είτε στην άλλη. Αυτή η βαθιά αίσθηση οικειότητας προκύπτει από την άμεση επαφή με την ουσία της ζωής και την κατανόηση που υπερβαίνει τα εξωτερικά φαινόμενα.

Η ψευδαίσθηση του ελέγχου

Τα ανθρώπινα όντα συχνά προσπαθούν να ερμηνεύσουν την τάξη του κόσμου μέσα από τον κατακερματισμένο φακό της ατομικής λογικής. Προσπαθούμε να διαχειριστούμε, να ελέγξουμε και να αλλάξουμε τη φυσική ροή, δημιουργώντας μια αντίληψη απομόνωσης. Αυτή η άστοχη προσπάθεια οδηγεί σε σύγχυση, διαμάχες και συγκρούσεις—μια αδιάκοπη πάλη για ασήμαντα θέματα. Προσπαθώντας να επιβάλουμε την τάξη, χάνουμε την επαφή με την αρμονική ροή της ζωής, μπλέκοντας τους εαυτούς μας σε έναν ιστό δικής μας κατασκευής.

Η τέχνη του να αφήνεις να φύγει

Το να επιτύχουμε την ειρήνη δεν σημαίνει να αποσυρθούμε σωματικά από τον κόσμο, αλλά να απομακρυνθούμε από τις φρενήρεις επιδιώξεις και πεποιθήσεις της κοινωνίας. Σημαίνει να κινείσαι με το ρεύμα της ζωής, αντί να παρασύρεσαι από τις φαντασιώσεις και τις αυταπάτες των ανθρώπων. Αυτή η εσωτερική γαλήνη μας επιτρέπει να υπάρχουμε στον κόσμο, αλλά να παραμένουμε ανεπηρέαστοι από την αναταραχή του. Γινόμαστε σαν παρατηρητές σε μια βωβή ταινία, παρακολουθώντας τις πράξεις και τις χειρονομίες των άλλων χωρίς να παρασυρόμαστε στο θόρυβο και τη σύγχυσή τους.

Ζώντας σε ειρηνική σιωπή

Στη σιωπή της εσωτερικής γαλήνης, όλα ανακτούν το πραγματικό τους νόημα. Τα φυσικά γεγονότα, απογυμνωμένα από το χάος που επιβάλλει η ανθρώπινη παρέμβαση, αποκαλύπτουν την εγγενή ομορφιά και τον σκοπό τους. Η ζωή γίνεται μια συμφωνία αρμονικών αλληλεπιδράσεων και βρισκόμαστε σε μια κατάσταση αέναης ευδαιμονίας. Αυτό είναι το αληθινό βασίλειο της ζωής, ένα βασίλειο όπου η ειρήνη και η ηρεμία κυριαρχούν.

Η διαδρομή στη Μαεστρία

Οι διδασκαλίες των μεγάλων δασκάλων τονίζουν τη σημασία του να είσαι στον κόσμο αλλά όχι εκ του κόσμου. Αυτή η βαθιά σοφία μας καλεί να ασχοληθούμε πλήρως με τη ζωή, αλλά να παραμείνουμε αδέσμευτοι στα φευγαλέα της φαινόμενα. Καλλιεργώντας την εσωτερική γαλήνη, πλοηγούμαστε στα ρεύματα της ζωής με χάρη και κατανόηση. Γινόμαστε κύριοι του πεπρωμένου μας, όχι ελέγχοντάς το, αλλά ρέοντας μαζί του.

Συμπέρασμα

Η αγκαλιά της ροής της ζωής είναι ένα μυστικιστικό ταξίδι προς την εσωτερική γαλήνη. Απαιτεί να αφήσουμε την ανάγκη μας για έλεγχο, να αποδεχθούμε τη φυσική τάξη των γεγονότων και να βρούμε παρηγοριά στη σιωπή μέσα μας. Όταν επιτύχουμε αυτή την κατάσταση, υπερβαίνουμε τους περιορισμούς του υλικού κόσμου, εισερχόμενοι σε ένα βασίλειο της καθαρής ύπαρξης. Εδώ, στο άδυτο της ψυχής μας, ανακαλύπτουμε την αληθινή ουσία της ζωής - την ειρήνη, την κατανόηση και την ευδαιμονία. Αυτός είναι ο απόλυτος προορισμός του πνευματικού μας ταξιδιού, το αληθινό βασίλειο της ζωής.

Η Αληθινή Διδασκαλία… κι οι ψεύτικες θεωρίες

Η Αληθινή Διδασκαλία σε Οδηγεί πέρα από την σκέψη, να αντιληφθείς Αυτό που υπάρχει πραγματικά… Είναι οι ψεύτικες θεωρίες που σου ζητούν να πιστέψεις σε «Κάτι», να δέχεσαι πράγματα που δεν μπορείς να ελέγξεις, και σε κρατούν μέσα στη διαδικασία της σκέψης.

Η Αληθινή Διδασκαλία περιορίζεται μόνο σε ό,τι είναι Αληθινό και μπορείς να Δεις Άμεσα, με τις δικές σου ανθρώπινες δυνάμεις… Είναι οι ψεύτικες θεωρίες που υποστηρίζουν ότι το Αληθινό είναι Απρόσιτο, κι ότι χρειάζονται μεσολαβητές για να το Προσεγγίσεις.

Η Αληθινή Διδασκαλία σε Καθοδηγεί στο Απεριόριστο πέρα από όλα τα όρια, υποδεικνύοντάς σου την άγνοια και τις αυταπάτες σου…. Είναι οι ψεύτικες θεωρίες που σε κρατούν στους περιορισμούς, που σε στρέφουν σε αδιέξοδες δραστηριότητες και σε καταναλώνουν μέσα σε κοσμικούς σκοπούς.

Η Αληθινή Διδασκαλία σου Δείχνει να Βιώσεις το Ορθό στην πράξη, να το Δοκιμάσεις και να Δεις που Οδηγεί… Είναι οι ψεύτικες θεωρίες που θέτουν τελείως αυθαίρετα το σωστό και το λάθος, κανόνες, και πειθαρχίες, και δραστηριότητες, και πράξεις, χωρίς να ελέγχουν την αποτελεσματικότητά τους.

Η Αληθινή Διδασκαλία σε Απελευθερώνει από το εγώ και τα δεσμά του και σε Ανυψώνει στην Ενότητα της Ύπαρξης όπου Όλα Είναι Ένα, Όλα Είναι Αγάπη, και Προσφορά… Είναι οι ψεύτικες θεωρίες που επιδιώκουν εξουσία, συσσωρεύουν πλούτη κι έχουν άλλους σκοπούς από την υπηρεσία του ανθρώπου.

Η Αληθινή Διδασκαλία Εξαγνίζει την Φύση σου, απαλλάσσοντάς την από όλα τα ψεύτικα που της έχουν φορτώσει η άγνοια, η κοινωνία, η ζωή, πραγματώνοντας την Βασιλεία των Ουρανών στη γη… Είναι οι ψεύτικες θεωρίες που ευλογούν επίγειους σκοπούς και εγωιστικές δραστηριότητες.

Η Αληθινή Διδασκαλία έχει ένα Μοναδικό Άμεσο Σκοπό, να σε Τοποθετήσει πέραν της άγνοιας, πέραν της σκέψης, πέραν του χρόνου… Είναι οι ψεύτικες θεωρίες που σε παρασύρουν σε φανταστικές θεωρητικές περιπλανήσεις, σε αναποτελεσματικές πρακτικές, και σε κατασπατάληση της Ενέργειας σε μάταιες δραστηριότητες.

Η Αληθινή Διδασκαλία Φροντίζει να σε Τελειοποιήσει, πρώτα εσένα τον ίδιο, πριν σε κατευθύνει στην κοινότητα των ανθρώπων… Είναι οι ψεύτικες θεωρίες που υποστηρίζουν ότι άνθρωποι Χωρίς Αληθινή Εμπειρία Της Θείας Πραγματικότητας, μπορούν να φτιάξουν εκκλησίες και κοινωνίες.

Η Αληθινή Διδασκαλία Αναγνωρίζει μόνον τις Πραγματικές Εσωτερικές Δυνάμεις του Ανθρώπου, κι αυτές καλλιεργεί κι αναπτύσσει για να Πραγματοποιηθεί ο Υπέρτατος Σκοπός της Αληθινής Αυτογνωσίας της Αιώνια Φύσης μας… Είναι οι ψεύτικες θεωρίες που μιλούν για Εξωτερικές Δυνάμεις, για ανεπίτευκτους σκοπούς και για φανταστικές τελειοποιήσεις.

Η Αληθινή Διδασκαλία είναι η Πραγματική Εργασία που μας μεταφέρει, Εδώ, Τώρα, στην Αιωνιότητα, πέρα από τον χρόνο, πέρα από τις αυταπάτες… Είναι οι ψεύτικες θεωρίες που υπόσχονται πραγματοποιήσεις στο μέλλον, ή παραδείσους που θα ζήσουμε σε άλλες εποχές, ή σε άλλους χώρους… που αντί για Αλήθεια σου προσφέρουν το «όνειρο»…

Λιαντίνης: οι Έλληνες δε γράψανε, οι Έλληνες ζήσανε

«Η παιδεία των νέων, είναι το δυνατό αίμα και ο αέρας ιωδίου για το μέλλον των λαών… Όμως, της δικής μας παιδείας το αίμα, έχει αιματοκρίτη λευχαιμίας». -Δημήτρης Λιαντίνης

Τα Αρχαία Ελληνικά τα αντιπαθούν όλοι οι έλληνες.

Αν κάνει κανείς μια δημοσκόπηση σήμερα, το αποτέλεσμα που θα του δοθεί θα το βρει πελώριο. Στους εκατό θα ανακαλύψει πως οι ενενήντα τόσοι τα Αρχαία Ελληνικά δε θέλουν ούτε να τ ̓ ακούσουν.

Και το χειρότερο είναι πως την ίδια αποστροφή την αισθάνεται και η πλειονότητα των φιλολόγων που διδάσκει το μάθημα στα σχολεία.

Σήμερα όταν μιλήσεις σε κάποιονε για τα Αρχαία Ελληνικά, αμέσως θα τον χτυπήσει ναυτία. Ένα πνευματικό ανακάτωμα παραγουλιάζει ολόκληρη την υπόστασή του.

Μονόπτωτα ρήματα, ετερόπτωτοι διορισμοί, τρίπτωτες προθέσεις, βαρείες, οξείες, ερωτηματικές, εγκλιτικά και εγκλίσεις, παραγωγή και έτυμα, προληπτικό κατηγορούμενο.

Είναι μια στοίβα τσάνταλα που ξεχειλίζουν το ψυχοσωματικό μας και χύνουνται σαν ερευγμοί, κρυάδες, νυστάλα, χασμήματα, και όλα τα ουά του ιουδαϊκού όχλου[1].

Οι σχετικές μνήμες από τη σχολική εμπειρία ανακαλούν στους ενήλικους πλήξη νεότητας, ψυχικά τραύματα, κατακάθια νευρωτικά, έλλειψη αέρα, δυσχέρεια ύπαρξης.

«Κύρος ανεβαίνει, Κύρος κατεβαίνει, και γαμώ τους έλληνες και όλους τους δασκάλους». Έτσι άκουσα να καταριέται κάποτε κάποιος τα εφηβικά του χρόνια. Την αθωότητα, δηλαδή, και την πιο τρυφερή ώρα της ηλικίας του.

Βέβαια για τα φορτία όλου αυτού του κακού ο τελευταίος που ευθύνεται είναι οι έλληνες και τα κείμενά τους.

Στο θρυλικό «τις πταίει» του Τρικούπη η απόκριση είναι: οι δάσκαλοι φταίνε· οι δάσκαλοι και οι διδακτικοί. Ο βασιλιάς τα φταίει[2]! που φώναξε ο Λαέρτης στον Άμλετ.

Και κύρια φταίνε οι δάσκαλοι των δασκάλων. Εννοώ τους πανεπιστημιακούς που τόσο μοχθήσανε για να μάθουν τους δασκάλους να δασκαλίζουν.

Να πιθηκίζουν δηλαδή στις έδρες και στις τάξεις. Να ψιττακίζουν το «Καλημέρα» του Ζαχαρία Παπαντωνίου. Να γρυλίζουν και να σουσουνίζουν, πάντα τους σχολαστικοί και ομπρελοφόροι. Από πού, και γιατί τόση δυστυχία στη χώρα!

Η ακολουθία πράξης όλου αυτού του κακού μεταφράζεται στην εικόνα μιας πραγματικότητας πολύ μίζερης. Η δυστυχία από το σχολείο απλώθηκε στην κοινωνία μας. Όπως είναι φυσικό.

Η τελευταία συνέπεια του πράγματος δηλαδή, η πιο επώδυνη και η πιο κολαστική, είναι πως η σύγχρονη Ελλάδα λογαριάζεται ο ουραγός και το μπαίγνιο των εθνών σε όλες τις σφαίρες και σε όλες τις συμπεριφορές.

Το αποτέλεσμα το καταμετράς από την κατάσταση της εθνικής οικονομίας ως τα ποδόσφαιρα, και από την επιστημονική έρευνα ως τις σκουπιδοφόρες ακτές της πανάρχαιης ελληνικής θάλασσας.

Εκεί που ο ποιητής Ρίλκε έλεγε κάποτε das uralte griechische Meer[3], και έσκυβε την κεφαλή με κατάνυξη.

Γιατί τάχα. Και οι Ιταλοί στην γειτονική μας χερσόνησο κατοικούν το Λάτιο και την αρχαία Καμπανία, όπως κι εμείς κατοικούμε την αρχαία Ήλιδα και το Ληλάντιο πεδίο.

Γιατί οι Ιταλοί σήμερα μετριούνται στους εφτά ανεπτυγμένους λαούς του κόσμου, κι εμείς καταντήσαμε να γίνουμε οι κατσίβελοι της Ευρώπης;

Λέω πως ωφελεί: στη διδακτική των Αρχαίων Ελληνικών να διδάσκεις την ιστορία και το σκοπό του μαθήματος· να διδάσκεις τη διαίρεση και τους κλάδους του· να διδάσκεις πώς θα διδάξεις από το πρωτότυπο και πώς θα διδάξεις από τη μετάφραση· πώς θα διδάξεις τη γραμματική, το συντακτικό, τη λεξιμάθεια, τη χρηστομάθεια· πώς θα διδάξεις την πορεία και τις μεθόδους της διδασκαλίας.

Αλλά αυτό γίνεται μέχρι σήμερα. Αυτό ήταν τα σαρανταλείτουργα και τα ευχέλαια του Εξαρχόπουλου.

Όλα τούτα τα λέμε και τα ξαναλέμε κατά συρροή και κατά πλήθος. Τα εξαντλήσαμε πια ως την ίνα και ως την κεραία.

Τώρα ό,τι έμεινε είναι να κουρεύουμε το στραγάλι, και να συναχώνουμε τη σουλφαμίδα.

Γυρνάμε από δεξιά περί τον εαυτό μας, γυρνάμε από αριστερά περί τον πυρήνα του προβλήματος, και παίζουμε το ηλεκτρόνιο του υδρογόνου, ώσπου να γίνουμε δευτέριο.

Σήμερα μάλιστα που είμαστε «και τέλος πάντων, να, τραβούμε εμπρός», που λένε οι ηλεκτρονικοί και ο πολιτικός αναμορφωτής του Καβάφη, στη διδακτική των Αρχαίων Ελληνικών θα χρησιμοποιήσουμε και την «προηγμένη τεχνολογία».

Υπολογιστές, μικροδιδασκαλίες, κλειστά κυκλώματα, βιντεοκασέτες, οπτικοακουστικά, και τα συναφή.

Όλα αυτά είναι έγκριτα και να τα χαιρετάς.

Το πρόβλημα όμως βρίσκεται αλλού. Και το πρόβλημα, είναι το ένα, που έχουμε μόνο τη δική του ανάγκη και κανενός άλλου.

Όπως ακριβώς κάποτε το είπε και ο Ιησούς, δάσκαλος πρώτος, καθώς επιτιμούσε τρυφερά τη Μάρθα, και κοίταζε έμπιστα την Μαρία.

Το πρόβλημα λοιπόν διατυπώνεται έτσι: Δεν έχει νόημα να διδάσκεις τη διδακτική των Αρχαίων Ελληνικών, έστω κι αν η δεξιοτεχνία σου ξεπερνά τις «ηλεκτρικές τρίπλες» του Μαραντόνα, όταν δεν έχεις ιδέα για το τι είναι ο κλασικός κόσμος. Όταν δεν άκουσες ποτέ σου το λόγο: οι έλληνες δε γράψανε, οι έλληνες ζήσανε. Το ξέρουμε αυτό;
--------------------------------
[1] Πρβλ, Μάρκου ΙΕ’, 29: οὐά, ὁ καταλύων τὸν ναὸν καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις οἰκοδομῶν
[2] Πρβλ. τα λόγια του Λαέρτη στη Β’ σκηνή της Ε’ πράξης του Άμλετ: The king, the king’s to blame.
[3] Η πανάρχαιη ελληνίδα θάλασσα.

Δημήτρης Λιαντίνης, Τα Ελληνικά

Η ατιμία του βλάκα είναι δεδομένη- πίσω από τη μνησικακία, την κακοήθεια, τον φθόνο

Τα άνθη της βλακείας δεν είναι μόνο οι εμφανείς ανοησίες, γκάφες, λάθη και αρλούμπες, αυτά είναι η ορατή και αναμενόμενη πλευρά· τα σοβαρά, όπως συμβαίνει πάντα, είναι τα κρυφά, τα ύπουλα και δηλητηριώδη.

Η ατιμία του βλάκα είναι δεδομένη- πίσω από τη μνησικακία, την κακοήθεια, τον φθόνο, τη συκοφαντία, τη ρουφιανιά, την εμπάθεια, τη χυδαιότητα, τη χολή, την κολακεία, τη δουλικότητα, την έπαρση, τη μικροπρέπεια κρύβεται πάντα ένα μεγάλο κουσούρι· αν δεν είναι κάτι εμφανές σωματικό ή ψυχικό, τότε πρόκειται ασφαλώς για την ηλιθιότητα που μετέρχεται τα μόνα μέσα που διαθέτει.

Αν γυρίσουμε το μέσα έξω του παλιάνθρωπου, κατά πάσα πιθανότητα θα βρούμε κρυμμένο έναν άξεστο ηλίθιο· η παρατήρηση έχει προηγηθεί: «η ανηθικότης είναι αποκλειστικόν προϊόν των βλακών».

Γι’ αυτό, όταν λένε «να φοβάσαι τον βλάκα άνθρωπο» δεν εννοούν μόνο τις ανοησίες του, που δεν είναι πάντα για φόβο, αλλά επειδή είναι τόσο μοχθηρός και ιδιοτελής που μπορεί «να σου κάψει το σπίτι για να τηγανίσει δυο αβγά».

Μόνο ακίνητος γλιτώνεις απ’ τα φίδια.

Είναι γνωστό ότι τη φήμη και την επιτυχία ακολουθεί η συκοφαντία- έτοιμοι είναι οι άλλοι, στημένη την έχουν να ρίξουν το δηλητήριο, να πάρουν το κεφάλι που ξεχώρισε, να αφήσουν αισχρά υπονοούμενα- «η ανθρώπινη φύση μισεί καθετί που υπερέχει» (Θουκυδίδης).

Για το φθονερό ζωντόβολο η συκοφαντία είναι ακατανίκητη έξη- προσφέρει μια αυταπάτη μεγάλης ανακούφισης, καθώς του δίνει την ψευδαίσθηση ότι έτσι εξισώνεται με αυτόν που βρίζει: «ο φθόνος είναι συντετριμμένος θαυμασμός» (Κίρκεγκορ).

Κατά κανόνα οι βλάκες και οι ελλειμματικοί λυσσάνε και βγάζουν αφρούς ιδίως γι’ αυτό που τραβάνε προσωπικό ζόρι, που τρώει τα δικά τους σωθικά: ο πολιτικός θάβει τον πολιτικό, ο συγγραφέας κακολογεί τον συγγραφέα, ο πρώην εραστής τον νυν και οι εξ επαγγέλματος παντογνώστες δημοσιογράφοι δεν αφήνουν κανέναν ακουσκουσούρευτο.

Πίσω από κάθε δηλητηριώδη επίθεση και αισχρό υπονοούμενο κραυγάζει το πληγωμένο εγώ του ανεπαρκούς ηλίθιου: «Μπορώ να συγχωρήσω τα πάντα, εκτός από το να είσαι αυτό που είσαι – εκτός από το να μην είμαι αυτό που είσαι εσύ» (Σέλερ)

Oι δύο τύποι του δράματος

Στον πρώτο τύπο του δράματος εφαρμόζεται κατά γράμμα η συμβουλή που έδωσε ο τύραννος της Μιλήτου Θρασύβουλος στο συνάδελφό του της Κορίνθου Περίανδρο, όταν αυτός τον ρώτησε ποιά πολιτική ν’ ακολουθήσει για να κυβερνά ήσυχος, απερίσπαστος από τους αντιπάλους του. Την ιστορία την αφηγείται με τη γνωστή του χάρη ο Ηρόδοτος:

«Ο Θρασύβουλος τον άνθρωπο που έστειλε ο Περίανδρος, τον επήρε και τον έβγαλε έξω από την πόλη, μπήκε μέσα σ’ ένα σπαρμένο χωράφι και καθώς περπατούσε μαζί του μέσα στο σπαρτό, ρωτούσε τον αποσταλμένο για το ταξίδι του από την Κόρινθο, γυρίζοντας πάντα στο ίδιο θέμα- μόλις όμως έβλεπε κανένα στάχυ να υπερέχει από τα άλλα, του έκοβε την κεφαλή και το πετούσε χάμω, έως ότου με αυτό τον τρόπο κατέστρεψε ότι καλύτερο και υψηλότερο υπήρχε μέσα στο σπαρτό. Κι’ αφού πέρασε το χωράφι ως την άκρη, έστειλε πίσω τον αποσταλμένο χωρίς να του πει λέξη.

Όταν αυτός γύρισε στην Κόρινθο, ο Περίανδρος ανυπομονούσε να μάθει τη συμβουλή που περίμενε. Εκείνος του είπε ότι δεν του έδωσε καμιά συμβουλή ο Θρασύβουλος, απορούσε μάλιστα σε τι είδους άνθρωπο τον έστειλε, τρελό κατά τη γνώμη του, που δεν ξέρει τι του γίνεται και του διηγήθηκε τα όσα τον είχε ιδεί να κάνει. Ο Περίανδρος Όμως μπήκε στο νόημα και εξήγησε το φέρσιμο του Θρασύβουλου, ότι ο τύραννος τον συμβούλευε να σκοτώνει τους κορυφαίους των πολιτών, και τότε πια έδειξε όλη τη σκληρότητά του προς τους συμπολίτες του».

Αυτήν ακριβώς την τακτική εφαρμόζουν και οι κατέχοντες τα αγαθά και την εξουσία του «κόσμου τούτου» για να απαλλαγούν από τους κήρυκες των νέων ιδεών, που κλονίζουν την κυριαρχία τους: βάζουν τα πειθήνια όργανα τους ή το ίδιο (το ανύποπτο και αστόχαστο) πλήθος να τους εξαφανίσει. Τα μέσα ποικίλλουν (το κώνειο, ο σταυρός, η πυρά, άλλα και η συκοφάντη, ο διασυρμός, το ανάθεμα)· ο σκοπός όμως παραμένει ένας: να φύγουν από τη μέση όσοι με του νου τη δύναμη την ακαταγώνιστη απειλούν — όπως φοβούνται οι ισχυροί της ώρας —την τάξη και την ειρήνη του «λαού».

Ο δεύτερος τύπος του δράματος έχει μιαν άλλη πλοκή, εξίσου ή και πιο συγκλονιστική από την προηγούμενη:

οι κορυφαίοι, τα «σκεύη της εκλογής», για να κερδίσουν τα πλήθη με το μέρος τους κατεβάζουν στα μέτρα του κοινού ανθρώπου το μήνυμά τους· το μαλακώνουν, το αποδυναμώνουν, το προσαρμόζουν στις ανθρώπινες, όπως λέγονται, ανάγκες. Αλλά τότε, αντί να τραβήξουν αυτοί τον «κόσμο» προς τις υψηλές ιδέες που ευαγγελίζονται, παρασύρονται από το αντίρροπο ρεύμα, φθείρονται και ξεπέφτουν «— τούς έχει καταπιεί ο «κόσμος» με τη σαγήνη του: την ευμάρεια και τις τιμές.

Αυτή την τραγική πτώση την περιγράφει, μέσα σε μια θαυμάσια σελίδα του Ημερολογίου του ο Κίρκεγκορ με το μύθο της αγριόχηνας:

«Καθένας που γνωρίζει έστω και λίγο τη ζωή των πουλιών» γράφει ο Δανός στοχαστής που έμεινε ως το τέλος της ζωής του με σφιγμένα δόντια προφήτης της ερήμου «ξέρει ότι ανάμεσα στην αγριόχηνα και στις χήνες τις ήμερες, παρ’ όλες τις διαφορές τους, υπάρχει ένα είδος συνεννόησης. 'Όταν ακούγονται να περνούν στον αέρα άγριες χήνες και κάτω υπάρχουν χήνες εξημερωμένες, αυτές οι τελευταίες το αισθάνονται αμέσως και ως ένα βαθμό καταλαβαίνουν αυτό τι σημαίνει- ξεσηκώνονται λοιπόν πάνω από τη γη, χτυπούν τα φτερά τους, βγάζουν κραυγές και πετούν μέσα σε σύγχυση καιν αταξία, χωρίς χάρη, ένα μικρό φτερούγισμα ίσια πάνω κάτι» με το έδαφος... και έπειτα όλη η περιπέτεια τελειώνει εκεί.

Μια φορά κ’ έναν καιρό ήταν μια αγριόχηνα. Το φθινόπωρο στο πέταγμα της αποδημίας παρατήρησε μερικές οικόσιτες χήνες. Αισθάνθηκε στοργή και τρυφερότητα γι’ αυτές, της φάνηκε κρίμα να τις εγκαταλείψει, έλπισε να τις κερδίσει στη δική της ζωή, τόσο που να μπορέσουν να την ακολουθήσουν όταν ξεκινήσει για τα ταξίδι. Για να το επιτύχει, άρχισε με όλους τους τρόπους να τις πλησιάζει, προσπάθησε να τις τραβήξει να υψωθούν ολοένα περισσότερο και κάθε φορά να πετούν πάντοτε λίγο πιο ψηλά, για να μπορέσουν να ακολουθήσουν ίσως τη μεγάλη αποδημία κ’ έτσι να σωθούν απ’ αυτή την ευτελή και μίζερη ζωή του κυλίσματος στο χώμα, που είναι η ζωή των έντιμων χηνών της αυλής.

Στην αρχή οι ήμερες χήνες το βρήκαν αρκετά αστείο, αγαπούσαν αυτή την αγριόχηνα. Σε λίγο όμως κουράστηκαν, την έκαναν πέρα με λόγια χοντρά, την είπαν επιτιμητικά τρελή, ονειροπαρμένη, χωρίς πείρα και φρόνηση. Αλίμονο! η αγριόχηνα είχε στο μεταξύ παραπολύ, δυστυχώς, εξοικειωθεί με τις ήμερες χήνες, λίγο λίγο αυτές είχαν αποκτήσει πολύ μεγάλη δύναμη απάνω της, τόσο πού τα λόγια τους δεν άργησαν να την επηρεάσουν... και το αποτέλεσμα υπήρξε ότι στο τέλος η αγριόχηνα βρέθηκε ημερωμένη. Θα μπορούσε βέβαια να πει κανείς ότι ήταν ωραίο από μέρος της ότι θέλησε αυτή τη συντροφιά, ωστόσο ήταν λάθος· γιατί είναι νόμος μια ήμερη χήνα να μη γίνεται ποτέ άγρια, μια άγρια όμως μπορεί πολύ καλά να εξημερωθεί»

Σπάνια λουλούδια του όρθιου γκρεμού οι εκλεκτοί που έρχονται στον κόσμο για να γράψουν την ιστορία του, έχουν μοίρα τραγική. Άλλοτε το πλήθος παραπλανημένο τους εξοντώνει βάναυσα, άλλοτε πάλι οι ισχυροί της στιγμής με πανουργία τους φυλακίζουν στη σέρα της «επισημότητας» κ’ εκεί χάνουν το δριμύ άρωμά τους. Κάτι ωστόσο μένει στους επίγονους από το θησαυρό της ψυχής τους· αυτό ακριβώς που κάνει αξιοβίωτη τη ζωή του ανθρώπου: η ορμή της πνευματικής δημιουργίας.

Αποσυμβολισμός των Άθλων του Θησέα

O ΘΗΣΕΑΣ

O Θησέας κατέχει περίοπτη θέση στους Ήρωες των Ιώνων, καθώς πραγματοποίησε πολλούς άθλους, πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία, πολέμησε με τον Ηρακλή εναντίον των Αμαζόνων, αλλά και ένωσε τις πόλεις της Αττικής σε μία, δίνοντας τους το όνομα «αι Αθήναι», προς τιμήν της Θεάς Αθηνάς. (Η οποία είχε κερδίσει τον Ποσειδώνα στον αγώνα για την πόλη στα χρόνια του Κέκροπα).

Πατέρας του Θησέα ήταν ο Αιγέας, και μητέρα του η Αίθρα, κόρη του βασιλιά της Τροιζήνας. Παρόλο που είχε παντρευτεί ήδη δύο φορές ο Αιγέας δεν μπορούσε να αποκτήσει διάδοχο, για αυτό τον λόγο ζήτησε χρησμό από το Μαντείο των Δελφών.

Το Μαντείο του έδωσε τον ακόλουθο χρησμό: «Μην ανοίξεις το ασκί του κρασιού σου πριν φτάσεις στην Αθήνα».

Ο Αιγέας μη κατανοώντας τον χρησμό, επισκέφθηκε τον φημισμένο για την σοφία του βασιλιά της Τροιζηνίας Πιτθέα, με σκοπό να ζητήσει τη συμβουλή του. O Πιτθέας κατάλαβε πως ο Αιγέας θα αποκτούσε σύντομα ένα γιο, και πως θέλημα των θεών ήταν το παιδί αυτό να γεννηθεί στην Αθήνα, έτσι ώστε να υπάρξει συνεχεία στη γενιά του βασιλιά. Υποκρίθηκε όμως πως δεν μπορούσε να ερμηνεύσει τον χρησμό.

Ο Πιτθέας που είχε μία κόρη σε ηλικία γάμου την Αίθρα, και θέλοντας να επωφεληθεί της περιστάσεως διοργάνωσε γιορτή προς τιμήν του Αιγέα. Το κρασί έρεε άφθονο, και στο τέλος ο Αιγέας μεθυσμένος πέρασε τη νύχτα με την Αίθρα. Το επόμενο πρωί καταλαβαίνοντας τι είχε γίνει, ο Αιγαίας είπε στην Αίθρα πως εάν αποκτούσε παιδί από την συνεύρεση του μαζί της το προηγούμενο βράδυ, θα έπρεπε να μην το μάθει κανείς. Και αυτό διότι οι Παλλαντίδες οι 50 γιοι του αδελφού του Πάλλαντα, διεκδικούσαν το θρόνο του.

Φεύγοντας όμως άφησε πίσω το ξίφος του και ένα ζευγάρι σανδάλια κάτω από ένα βράχο, και είπε στην Αίθρα πως αν το παιδί ήταν αγόρι, όταν θα γινόταν έφηβος, θα έπρεπε να σηκώσει τον βράχο και αφού έπαιρνε το ξίφος και τα σανδάλια, θα έπρεπε να πάει να τον βρει στην Αθήνα.

Όντως η Αίθρα έκανε ένα αγόρι τον Θησέα, ο οποίος μεγάλωσε στην Τροιζήνα.

Πριν ακόμα γίνει 7 ετών, επισκέφθηκε την Τροιζήνα ο Ηρακλής. Ο Θησέας έπαιζε με άλλα παιδιά όταν είδαν τον Ηρακλή ο οποίος φόραγε την τρομερή του λεοντή. Και ενώ όλα τα παιδιά φοβήθηκαν και κρύφτηκαν, ο Θησέας νομίζοντας πως η λεοντή ήταν πραγματικό λιοντάρι, άρπαξε ένα τσεκούρι και όρμησε να το σκοτώσει ξαφνιάζοντας τον Ηρακλή.!!!

Όταν ο Θησέας έγινε 16 χρονών η Αίθρα τον οδήγησε στο σημείο που είχε αφήσει ο πατέρας του Αιγαίας το ξίφος και τα σαντάλια του. Ο Θησέας σήκωσε με ευκολία την μεγάλη πέτρα, και αποφάσισε να πάει στην Αθήνα για να βρει τον πατέρα του Αιγέα. Ο Παππούς του Πιτθέας και η μητέρα του Αίθρα, τον παρακαλούσαν να ταξιδέψει με πλοίο, διότι ο δρόμος ήταν εξαιρετικά επικίνδυνος και γεμάτος ληστές. Ο Θησέας όμως ήθελε να νικήσει τους ληστές και γίνει ήρωας σαν τον Ηρακλή, που τόσο θαύμαζε.

ΟΙ ΑΘΛΟΙ

1. Στον δρόμο του για την Αθήνα η πρώτη δοκιμασία που έπρεπε να φέρει εις πέρας ήταν αντιμετώπιση του ληστή Περιφήτη (ο περιώνυμος), ο οποίος ήταν γιος του Ήφαιστου, και δρούσε στο βουνό Αραχναίο, κοντά στην Επίδαυρο. Εκεί έστηνε καρτέρι στους περαστικούς και τους σκότωνε με ένα μεγάλο μεταλλικό ρόπαλο, γι’ αυτό ονομαζόταν και Κορυνήτης (από την «κορύνη», που στα Αρχαία Ελληνικά σήμαινε «ρόπαλο»). Αφού ο Θησέας σκότωσε τον Περιφήτη, πήρε μαζί του την κορύνη.

2. Όταν ο Θησέας έφθασε στις Κεγχρεές κοντά στον Ισθμό, συνάντησε τον γιο του Ποσειδώνα, Σίνι τον Πιτυοκάμπτη. Ο Σίνις σκότωνε τους περαστικούς δένοντας τους σε λυγισμένες κορυφές πεύκων τις οποίες ξαφνικά άφηνε ελεύθερες, σχίζοντας έτσι τα θύματα του στα δύο. Ο Σίνις μετά από σύντομη μάχη με τον Θησέα, νικήθηκε και τιμωρήθηκε από τον Θησέα με τον ίδιο τρόπο που τιμωρούσε τα θύματα του.

3. Περνώντας την Κόρινθο, έφτασε στον Κρομμύωνα. Εκεί σκότωσε την άγρια γουρούνα Φαία (σκοτεινή) κόρη του Τυφώνα και της Έχιδνας και μητέρα του Καλυδώνιου και του Ερυμάνθιου κάπρου, η οποία έκανε προκαλούσε καταστροφές στην περιοχή.

4. Στην συνέχεια στις Σκιρωνίδες Πέτρες (σημερινή Κακιά Σκάλα), συνάντησε τον Σκίρωνα γιο του Κορίνθου και εγγονό του Πέλοπα, σε ένα σημείο όπου ο δρόμος κατέληγε σε ένα στενό μονοπάτι, το οποίο χώραγε ένα μόνο ένα ταξιδιώτη. Εκεί ο Σκίρωνας υποχρέωνε τους περαστικούς να σκύψουν να του πλύνουν τα πόδια. Τότε τους κλώτσαγε και έπεφταν στον γκρεμό, όπου βρισκόταν μια τεράστια σαρκοφάγα χελώνα, που τους καταβρόχθιζε. Ο Θησέας πλήρωσε το Σκίρωνα με το ίδιο νόμισμα, ενώ αργότερα κατέβηκε στην παραλία και σκότωσε τη χελώνα, κάνοντας το καβούκι της ασπίδα.

5. Στην Ελευσίνα ο Θησέας νίκησε τον γιο του Ποσειδώνα Πυγμάχο Κερκύονα, ο οποίος προκαλούσε τους διαβάτες σε μάχη μέχρι θανάτου. Ο Θησέας τον σήκωσε ψηλά και τον προσεδάφισε με τόση δύναμη, που σκοτώθηκε.

6. Στο έκτο του κατόρθωμα ο Θησέας αντιμετώπισε το γιο του Ποσειδώνα ληστή Προκρούστη. Ο Προκρούστης προσφερόταν να παράσχει φιλοξενία στους περαστικούς, αλλά τους υποχρέωνε να ξαπλώσουν σε δύο κρεβάτια που είχε. Τους ψηλούς τους έβαζε σε ένα μικρό κρεβάτι, ενώ τους κοντούς σε ένα μεγάλο. Από τους μεν ψηλούς έκοβε το εξέχον άκρο, από τους δε κοντούς τους έδενε με λουριά και τους τέντωνε μέχρι να φτάσουν το απαιτούμενο μήκος. Και στις δύο περιπτώσεις, αφού ολοκλήρωνε τα βασανιστήριά του, τους σκότωνε και έπαιρνε τα χρήματα τους. Και ο Προκρούστης είχε την τύχη των προηγούμενων ληστών, καθώς ο Θησέας τον σκότωσε με τον ίδιο τρόπο που αυτός σκότωνε τα θύματά του.

Τον Θησέα στην συνέχεια καλωσόρισαν στην Ιερά οδό οι Φυταλίδες προσφέροντας θυσίες στον τον Δία, εξαγνίζοντας τον παράλληλα για τους φόνους των ληστών. Εκείνη την εποχή ο Αιγέας ήταν νυμφευμένος με τη μάγισσα Μήδεια, κόρη του βασιλιά Αιήτη της Κολχίδας. Η Μήδεια γνώριζε την ταυτότητα του Θησέα, σε αντίθεση με τον Αιγέα. Η Μήδεια προειδοποιούσε τον Αιγέα πως ο Θησέας θα ερχόταν να καταλάβει το βασίλειο του, αποφεύγοντας να του αποκαλύψει ότι ήταν ο γιος του, που είχε πια ενηλικιωθεί. Κατ’ αυτόν τον τρόπο τον έπεισε να σκοτώσει το Θησέα, όταν αυτός θα έφτανε στην Αθήνα.

Όντως ο Αιγέας υποδέχτηκε με τιμές το Θησέα, του οποίου τα κατορθώματα τον είχαν κάνει ήδη διάσημο στην πόλη, και διοργάνωσε προς τιμήν του συμπόσιο στο οποίο του προσέφερε ένα κρασί με δηλητήριο επηρεασμένος από τα ψέματα της Μήδειας. Κατά την τελετή της σπονδής ο Θησέας σήκωσε το σπαθί του για να κόψει ένα κομμάτι από το θυσιασμένο ζώο. Τότε ο Αιγέας αναγνώρισε το ξίφος και τα σαντάλια του, και πέταξε το δηλητήριο από τα χέρια του Θησέα, αναγνωρίζοντας πως είναι πράγματι ο γιος του.

Στην συνέχεια θέλοντας να τιμωρήσει τη Μήδεια που τον είχε ξεγελάσει, την εξόρισε στην πατρίδα της και παρουσίασε Θησέα στο λαό των Αθηνών. Οι ανιψιοί του (γιοι του Πάλλαντα), χωρίστηκαν σε δύο ομάδες και προσπάθησαν να δολοφονήσουν το Θησέα. Ο Θησέας κατάφερε να πληροφορηθεί τον σκοπό τους από τον κήρυκα Λεώς (λαός), και σκότωσε πολλούς από αυτούς, ενώ όσοι γλίτωσαν τράπηκαν σε φυγή. Ο Θησέας συνεπώς με τη βοήθεια του «λαού» όμως υποδεικνύει η ιστορία, εξασφάλισε την κυριαρχία του στην Αττική.

Λίγο μετά την άφιξη του στην Αθήνα, ο Θησέας συνόδεψε τον Ηρακλή στην άθλο της ζώνης της Αμαζόνας Ιππολύτης. Εκεί ο Θησέας ερωτεύτηκε τη βασίλισσά των Αμαζόνων Αντιόπη, την οποία πήρε μαζί του στην Αθήνα και την έκανε γυναίκα του. Οι Αμαζόνες για να εκδικηθούν την αρπαγή της Ιππολύτης κατευθύνθηκαν με εχθρικές διαθέσεις προς την Αθήνα. Ο Θησέας τις νίκησε, αλλά η Αντιόπη πέθανε μαχόμενη στο πλευρό του άνδρα της.

7. Ο επόμενος άθλος του ήταν η αιχμαλωσία ενός ταύρου που σύμφωνα με μία εκδοχή ήταν εκείνος που αναδύθηκε από τη θάλασσα στην Κρήτη με τον οποίο έσμιξε η βασίλισσα Πασιφάη, γεννώντας τον Μινώταυρο. Τον ταύρο τον είχε φέρει ο Ηρακλής από την Κρήτη μετά από εντολή του Ευρυσθέα. Στο δρόμο για τον Μαραθώνα έπιασε καταιγίδα και τον Θησέα φιλοξένησε μία ηλικιωμένη γυναίκα η Εκάλη (σε αυτή οφείλει το όνομα της η σημερινή ομώνυμη περιοχή), θέλοντας να τον ευχαριστήσει επειδή είχε σκοτώσει τον Κερκύονα, θύματα του οποίου ήταν και οι δύο γιοι της. Ο Θησέας κατόρθωσε να αιχμαλωτίσει ζωντανό τον ταύρο. Τον οδήγησε στην Αθήνα δεμένο από τα κέρατα, ανέβηκε στην Ακρόπολη και εκεί τον θυσίασε στο βωμό του Δελφινίου Απόλλωνα.

8. Αργότερα ο Θησέας θέλησε να τερματίσει το βάναυσο φόρο αίματος που πλήρωνε η πόλη κάθε εννιά χρόνια με εφτά νέους και εφτά νέες στην Μινωική Κρήτη. Η βάναυση αυτή ποινή είχε οριστεί από τον Μίνωα διότι ο γιος του Μίνωα Ανδρόγεως, είχε πάρει μέρος σε αγώνες στα Παναθήναια επιτυγχάνοντας πολλές νίκες, προκαλώντας έτσι τον φθόνο των Αθηναίων, οι οποίοι τον σκότωσαν. Ο Μίνωας για να τιμωρήσει τους Αθηναίους κήρυξε νικηφόρο πόλεμο στην Αθήνα. Ως ποινή των Αθηναίων όρισε κάθε χρόνο εφτά νέοι Αθηναίοι και εφτά νέες Αθηναίες, να στέλνονται στην Κρήτη και να θυσιάζονται στον σαρκοφάγο Μινώταυρο. Ποίος όμως ήταν ο Μινώταυρος; Πριν ο Μίνωας γίνει βασιλιάς ζήτησε από το θεό Ποσειδώνα ένα σημάδι για το ποίος αυτός ή ο αδερφός του, έπρεπε να ανέβουν στο θρόνο. Ο Θεός έστειλε έναν όμορφο λευκό ταύρο και ζήτησε από το Μίνωα να θυσιάσει αυτόν τον ταύρο στον ίδιο. Ο Μίνωας όμως εντυπωσιασμένος από τον ταύρο, θυσίασε έναν άλλο ελπίζοντας ότι ο Θεός δε θα το προσέξει.

Ο Ποσειδώνας όμως κατάλαβε τι είχε γίνει εξοργίστηκε, και έκανε τη γυναίκα του Μίνωα Πασιφάη να ερωτευτεί τον ταύρο. Η γυναίκα δεν μπορούσε να ικανοποιήσει το πάθος της, και ζήτησε βοήθεια από το μηχανικό Δαίδαλο. Αυτός κατασκεύασε ένα κενό ομοίωμα αγελάδας η Πασιφάη μπήκε μέσα σε αυτό, και ο ταύρος ζευγάρωσε μαζί της. Από την άνομη αυτή ένωση γεννήθηκε ο Μινώταυρος, ένα αιμοσταγές τέρας που είχε την μορφή μισού ανθρώπου και μισού ταύρου.

Μην μπορώντας να ανεχτεί την θυσία των Αθηναίων ο Θησέας, συμμετείχε εθελοντικά στους νέους που θα πήγαιναν στην Κρήτη, θυσιαζώμενοι στον τρομερό Μινώταυρο. Το πλοίο σάλπαρε με μαύρα πανιά σημάδι πένθους. Ο Αιγέας για την επιστροφή τους είχε δώσει και λευκά πανιά, τα οποία θα χρησιμοποιούσαν εάν ο Θησέας επέστρεφε νικητής.

Όταν ο Θησέας έφτασε στην Κρήτη τον είδε η Αριάδνη κόρη του Βασιλιά Μίνωα και τον ερωτεύτηκε. Για αυτό τον λόγο, λίγο πριν οι νέοι Αθηναίοι οδηγηθούν στο Λαβύρινθο (τον οποίο είχε επινοήσει ο Δαίδαλος), του έδωσε ένα κουβάρι από κλωστή (τον γνωστό μίτο της Αριάδνης), συμβουλεύοντάς τον να δέσει το ένα άκρο του στην είσοδο του Λαβύρινθου και καθώς προχωρούσε να ξετυλίγει το κουβάρι, ώστε να μπορέσει να βρει το δρόμο προς την έξοδο.

Ο Θησέας κατάφερε να νικήσει τον Μινώταυρο, γλίτωσε τους συντρόφους του και χρησιμοποιώντας το μίτο της Αριάδνης, κατόρθωσαν να βγουν από το Λαβύρινθο. Μαζί με τους συντρόφους του αλλά και την Αριάδνη απέπλευσαν κρυφά από το λιμάνι της Κνωσού.

Στο δρόμο τους σταμάτησαν στην Νάξο (η οποία τότε ονομαζόταν Δία), όπου και παρέμεινε η Αριάδνη, καθώς στο όνειρο του Θησέα εμφανίστηκε ο Θεός Διόνυσος, λέγοντας του πως θα έπρεπε να φύγουν από το νησί δίχως την Αριάδνη, η οποία θα έπρεπε ήταν γραφτό να γίνει γυναίκα του Θεού.
Πλησιάζοντας στην Αθήνα πλέοντας σε πελάγη ευτυχίας, κανένας δεν θυμήθηκε να αλλάξει τα μαύρα πανιά του πλοίου και να βάλει τα λευκά. Έτσι ο Αιγέας που περίμενε στο Σούνιο την επιστροφή του γιου του, βλέποντας το πλοίο να φτάνει με μαύρα πανιά, συμπέρανε πως ο γιος του είχε πεθάνει και θλιμμένος έπεσε και πνίγηκε στο πέλαγος, το οποίο ονομάστηκε προς τιμή του Αιγαίο.

Αργότερα και σε ηλικία πενήντα ετών, ο Θησέας είδε την ωραία Ελένη να χορεύει στον ναό της Ορθίας Αρτέμιδος και θέλησε να την αποκτήσει. Ο Θησέας την άρπαξε και την άφησε στην φροντίδα της μητέρας του Αίθρας στις Αφίδνες. Τότε ήταν η πρώτη φορά που η ωραία Ελένη στάθηκε αφορμή ενός αιματηρού πολέμου (η δεύτερη ήταν με τον Τρωικό πόλεμο), καθώς τα αδέλφια της ήρθαν να τη διεκδικήσουν και έτσι συγκρούστηκαν με τους υπερασπιστές των Αφιδνών. Οι Διόσκουροι κατάφεραν να πάρουν πίσω την Ελένη και μαζί της την Αίθρα η οποία μάλιστα την ακολούθησε αργότερα στην Τροία.

9. Οι άθλοι του Θησέως τελειώνουν με ένα παράτολμο επιχείρημα. Την κάθοδο του μαζί με τον φίλο του Πειρίθο στον Άδη, με σκοπό την αρπαγή της Περσεφόνης (την σύζυγο του Πλούτωνα). Μπήκαν στο βασίλειο των νεκρών από μία είσοδο στο ακρωτήριο Ταίναρο, ξεγέλασαν τον βαρκάρη Χάροντα και κατάφεραν ζωντανοί να περάσουν στην απέναντι όχθη. Στα ανάκτορα του κάτω κόσμου τούς σταμάτησαν οι Ερινύες οι οποίες κατ’ εντολή του Άδη τους έδεσαν σε θρόνους σκαλισμένους πάνω στον βράχο της λήθης. Η λήθη κράτησε τους δυο επίδοξους άρπαγες αιχμάλωτους βυθισμένους στη λησμονιά. Η ύβρις που είχαν διαπράξει με την εισβολή τους στον Κάτω Κόσμο, και κυρίως η πρόθεση τους να απαγάγουν την Περσεφόνη κι έτσι να διαταραχθεί η κοσμική ισορροπία, δεν μπορούσε να μείνει ατιμώρητη. Η σωτηρία ήρθε μέσω του Ηρακλή. Ο Ηρακλής συνάντησε τους δυο ήρωες όταν κατέβηκε στον Άδη με σκοπό την αιχμαλωσία του Κέρβερου. Έσωσε τον καταδικασμένο Θησέα ελευθερώνοντάς τον, δεν μπόρεσε όμως να κάνει το ίδιο και για τον Πειρίθο. Ο πιστός φίλος του Θησέα είχε ήδη κατασπαραχθεί από τον Κέρβερο, τον τρικέφαλο φύλακα της πύλης του άλλου κόσμου.

Το τέλος του Θησέα ήρθε από τον βασιλιά Λυκομήδη στην Σκύρο, όταν ο δεύτερος τον έριξε από ένα απόκρημνο βράχο. Τα λείψανα του Θησέα βρέθηκαν πολλά χρόνια αργότερα στη Σκύρο, έπειτα από υπόδειξη του μαντείου των Δελφών. «Σκάψτε κάτω από το λόφο όπου έχει τη φωλιά του ένας πελώριος αετός» είχε πει η ιέρεια.

Πράγματι εκεί βρέθηκαν τα οστά του Θησέα τα οποία μεταφέρθηκαν αργότερα στην Αθήνα και τοποθετήθηκαν στο σημερινό Θησείο, το οποίο καθιερώθηκε ως τόπος λατρείας του ήρωα.

Αυτή είναι εν τάχη η ιστορία του Θησέα σύμφωνα με την μυθολογία.

Θα ακολουθήσει μία προσπάθεια ερμηνείας των άθλων σε ένα δεύτερο επίπεδο αποσυμβολισμού του μύθου.

Θα πρέπει αρχικά να επισημανθεί πως οι ήρωες για τους αρχαίους Έλληνες σηματοδοτούσαν την ικανότητα υπέρβασης και εξύψωσης του ανθρώπου, καθώς οι ήρωες θεωρήθηκαν Θείας προελεύσεως. Συμβόλιζαν τον σύνδεσμο με το παρελθόν και τους ένδοξους προγόνους, ήταν αυτοί που ακολουθούσαν την δύσκολη ατραπό, που υπερέβαιναν τα ανθρώπινα. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν ταυτόχρονα υποταγμένοι στο πεπρωμένο και τις επιταγές των Θεών. Δια μέσω όμως της τραγικότητα της πορείας τους, υπήρξαν οι λυτρωτές της γενιάς τους, καθώς μέσα από τον πόνο και τον θάνατο, έβγαιναν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θριαμβευτές, αφήνοντας παρακαταθήκη στον χρόνο, την λαχτάρα του θνητού ανθρώπου για αθανασία, την συμμετοχή στο Θείο, την αναζήτηση εν τέλη του αληθινού προορισμού της ψυχής. Αυτό στην αρχαιότητα φαίνεται πως επιτυγχανόταν, και με την μύηση στις κατά τόπους μυητικές τελετές.

Η ΜΥΗΣΗ

Ο Θησέας υπήρξε ήρωας που μυήθηκε στα Ελευσίνια και στα Κρητικά «μυστήρια», και ήρθε αντιμέτωπος με τις ορατές και αόρατες δυνάμεις, ακόμα και με τον ίδιο ακόμα τον θάνατο (τον Άδη), καθώς θέλησε με την αρπαγή της Περσεφόνης να νικήσει τον θάνατο και την κοσμική τάξη.

Τα «μυστήρια» αφορούσαν ιερουργίες και δρώμενα σε σκοτεινά σπήλαια και ναούς υπό άκρα μυστικότητα. Εκεί τελούνταν αλληγορικές αναπαραστάσεις υπό τον μύθο κάποιας Θεότητας που συνήθως πέθαινε και αναγεννιόταν, συμβολίζοντας το πεπρωμένο της ψυχής μετά θάνατον, αλλά ταυτοχρόνως και την ενότητα που συνδέει όλα τα όντα.

Η μυητική διαδικασία αποσκοπούσε στην διεύρυνση της συνείδησης, ώστε να κατανοηθεί ο εαυτός του στην ολότητα του, και η πραγματική θέση του ανθρώπου στο σύμπαν. Ένα σύμπαν που καταστρέφεται (πεθαίνει) και δημιουργείται (ανασταίνεται) αέναα.

Αυτό που επιτυγχανόταν δια μέσω μίας «έκτακτης και εκστατικής εμπειρίας μετάβασης» από το υλικό στο πνευματικό πεδίο, η οποία ενδυναμώνονταν μέσω της κατάλυσης του ισχυρότερου ανθρώπινου φόβου, του θανάτου.

Η μυητική βιωματική εμπειρία του θανάτου κατ’ αντιστοιχία του κύκλου των εποχών του θανάτου και της αναγέννησης, ενίσχυε την αρχέγονη παράδοση που θεωρούσε ότι τα πάντα στον κόσμο αλληλοσυνδέονται ως μέρη μιας και μοναδικής ουσίας με ομογενή ποιότητα και σύσταση (Αρχαίες πεποιθήσεις που συναντούν σήμερα, τα πορίσματα της κβαντικής φυσικής).

Η διαδικασία αυτή υπερέβαινε την καθημερινή γνωστική λειτουργία, για αυτό τον λόγο είχε ανάγκη από ειδικά εργαλεία:

Τα σύμβολα, τις εικόνες, τον μη κοινό λόγο. Ο συμβολικός, «μυητικός Θάνατος» σε ένα τέτοιο επίπεδο αποτελεί μια «Π-ύλη», το πέρασμα από την ύλη στο πνεύμα την μήτρα όλων των όντων.

Αρχικά στις πρωτόγονες κοινωνίες δια μέσω της μύησης γίνονταν δεκτοί στην φυλή οι νέοι και οι νέες που ενηλικιώνονταν. Μέσα από το τελετουργικό της μύησης τα νεαρά μέλη της φυλής που ενηλικιώνονταν, υποβάλλονταν σε μια μυητική τελετή που συνίστατο στην αποδοχή εκ μέρους τους των ηθών και των εθίμων και των παραδόσεων της τοπικής κοινωνίας στην οποίαν ανήκαν, αλλά και κατόπιν αυτού, στην αμοιβαία αποδοχή τους από το κοινωνικό σύνολο.

Οι μυήσεις απαιτούσαν αυτές την απομάκρυνση για ένα χρονικό διάστημα από την οικογενειακή εστία και στη σκληραγώγηση των νέων μέσω ενός αυστηρού τρόπου ζωής. Αυτό αποσκοπούσε στο να αποβάλλουν την παιδική τους άγνοια και μυηθούν στη γνώση, μαθαίνοντας οι μυούμενοι να αντιμετωπίζουν μόνοι τους τις δυσκολίες της ζωής και να επιβιώνουν σε δυσμενείς συνθήκες.

Ο μυούμενος καλούταν μέσα από τις ιερές τελετουργίες να αποδεχθούν τους ιερούς και απαράβατους νόμους και κανόνες της φυλής, και αφού αποδείκνυε την αξία του, στο τέλος «πέθαινε» για να «ξαναγεννηθεί» ως ισότιμο και ενήλικο μέλος της φυλής.

Κάθε τελετουργικό μετάβασης σύμφωνα με τον Arnold van Gennep χαρακτηρίζεται από τρία στάδια. Πρώτο είναι το στάδιο του «αποχωρισμού», κατά το οποίο το άτομο αποστασιοποιείται από το σύνολο όπου ανήκε ή την ταυτότητα που είχε ως τότε. Έπειτα το άτομο υπεισέρχεται σε μια διαδικασία «μετάβασης» από το προηγούμενο στάδιο της ζωής του στο νέο. Εν τέλει το άτομο βρίσκεται στο τρίτο στάδιο της «ενσωμάτωσης» ή «ένταξης», κατά τη διάρκεια του οποίου γίνεται μέλος του νέου τρόπου ζωής του. Έτσι, το άτομο μεταβαίνει από κάτι παλαιό, σε κάτι ενδιάμεσο και τέλος σε κάτι νέο.

Ο άνθρωπος ως βρέφος ασυνείδητα περνά από τρία μυητικά στάδια που τον προετοιμάζουν να ενταχθεί για πρώτη φορά στο σκληρό εξωτερικό περιβάλλον. Αρχικά αναγκάζεται να εγκαταλείψει το σκοτάδι και τη σιγουριά της μήτρας της μητέρας του, (παραπέμπει στο σκότος και στα σπήλαια των μυητικών τελετών), στην συνέχεια αγωνίζεται και μοχθεί να εγκλιματιστεί στις νέες σκληρές εξωτερικές συνθήκες. Το σοκ είναι μεγάλο, (δοκιμασίες των μυητικών τελετών) δεν επιθυμεί την έξοδο του από την μήτρα της «μακαριότητας», όμως εντέλει υπακούοντας στο κάλεσμα της φύσης και του προορισμού του, βγάζει τα τελευταία υγρά από τους πνεύμονες του αναπνέοντας αέρα, γευόμενος για πρώτη φορά το γάλα από τον μαστό της μητέρας του. Ανήκει πλέον σε μια οικογένεια, σε μία χώρα, στην ανθρωπότητα...

Αυτό είναι το πρώτο ακούσιο τελετουργικό μετάβασης, καθορισμένο και οργανωμένο από την ίδια τη φύση. Kάπως έτσι ξεκινά για όλους μας το επίπονο ταξίδι της ζωής.

Ο ΑΠΟΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ

Οι άθλοι του Θησέα θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως «μυητικά στάδια» που περνάει ο ήρωας στην πορεία του προς την «Θέωση». Οι άθλοι του Θησέα είναι εννέα. Εννέα διαρκούσαν οι ημέρες μυήσεως στα Ελευσίνια μυστήρια, καθώς το εννέα ως αριθμός, συμβολίζει το κλείσιμο ενός κύκλου και την αρχή κάποιας άλλης. Κάτι που φανερώνει και ο επόμενος αριθμός, το δέκα, που περιέχει την μονάδα και το μηδέν. Ας εξετάσουμε τους άθλους έναν προς ένα.

Στον πρώτο άθλο, ο Θησέας ως πρώτο σταθμό της μύησης αντιμετωπίζει τον Περιφήτη. Ο Περιφήτης είναι γιος του Ηφαίστου (του μόνου Θεού που χρησιμοποιούσε τα χέρια του κατασκευάζοντας όπλα και εργαλεία, για αυτό και αποτελούσε ντροπή για τον Δία). Ο Περιφήτης χρησιμοποιεί ρόπαλο. Το ρόπαλο είναι φαλλικό σύμβολο δύναμης και εξουσίας, το oποίο αν χρησιμοποιηθεί ανορθολογικά προκαλεί πόνο. Η νίκη του Πυθέα συμβολίζει την νίκη πάνω στην ύλη και τις εσωτερικές βίαιες παρορμήσεις.

Στον δεύτερο άθλο, αντιμετωπίζει τον Σίνι γιο του Ποσειδώνα, κυρίαρχου των Θαλασσών (του αστρικού κόσμου και κόσμου των συναισθημάτων). Ο Σίνις χρησιμοποιεί δύο πεύκα. Τα δύο πεύκα συμβολίζουν τις δύο αντίθετες δυνάμεις που δρουν στο σύμπαν, και τον τρόπο που μπορεί ο απλός άνθρωπος να τις αντιληφθεί, το θετικό και το αρνητικό, το καλό και το καλό, το αρσενικό και το θηλυκό. Οι δύο αντίρροπες δυνάμεις που αποτυπώνονται στο Κηρύκιο του Ερμή, και στο γιν και γιανκ. Όταν ο άνθρωπος καταφέρει να διακρίνει πίσω από τις αντίθετες δυνάμεις την ενοποιό εκείνη δύναμη από την οποία αποτελούνται και οι δύο, τότε αποκτά μία νέα «ολιστική συνειδητότητα».

Στον τρίτο άθλο ο Θησέας σκοτώνει την γουρούνα Φαία (σκοτεινή) κόρη τεράτων, συμβολίζοντας την νίκη στα κατώτερα πάθη και στις υλικές εξαρτήσεις. Δεν είναι τυχαίο πως θυσίαζαν θηλυκούς χοίρους για εξιλέωση προς τιμήν της Δήμητρας και της Κόρης στα Ελευσίνια Μυστήρια, ούτε επίσης πως η Κίρκη μεταμόρφωνε σε χοίρους του συντρόφους του Οδυσσέα λόγω της βουλιμίας τους.

Στον τέταρτο άθλο αντιμετωπίζει τον Σκίρωνα. Το μονοπάτι της γνώσης που επιλέγει ο μύστης είναι δύσκολο και εγκυμονεί κινδύνους, εφόσον θα κληθεί να αντιμετωπίσει τους κρυμμένους στο υποσυνείδητο χειρότερους φόβους του (χελώνα) με κίνδυνο να τρομοκρατηθεί από αυτούς. Εάν όμως καταφέρει να ξεπεράσει τις δοκιμασίες τότε θα μπορέσει να ελέγξει τα συναισθήματα του (θάλασσα) και με ταπεινότητα (πλύσιμο ποδιών) ίσως καταφέρει να γνωρίσει τον πραγματικό εαυτό του.

Η νίκη επί του βάρβαρου πρωτόγονου σε ένστικτα πυγμάχου Κερκύωνα στον πέμπτο άθλο επιτυγχάνεται με την συμβολική «ανύψωση» του από το έδαφος. Ο μύστης πρέπει να «ανυψωθεί πνευματικά στον ανώτερο του εαυτό», κατακτώντας την ισορροπία και την αρμονία.

Στον έκτο άθλο αντιμετώπισε τον Προκρούστη, ο μύστης καλείται να αφήσει πίσω του όλα όσα τον δεσμεύουν στην πνευματική του εξέλιξη, ενώ στην καθημερινή ζωή του καλείται να εφαρμόσει την διδαχή «παν μέτρον άριστον».

Στoν έβδομο άθλο ο Θησέας αιχμαλώτισε τον ταύρο που είχε φέρει ο Ηρακλής στον Μαραθώνα ύστερα από εντολή του Μίνωα, τον οποίο θυσίασε στο βωμό του Ηλιακού Θεού Απόλλωνα που συμβολίζει την ακτινοβόλα όψη της ψυχής του.

Αυτός ο άθλος θα πρέπει να ερμηνευτεί σε σχέση με τον όγδοο, καθώς τους συνδέει η πάλη ενάντια σε ταύρο. Ο Θησέας συμβολίζει τον συνειδητό εαυτό που είναι αρκετά δυνατός για να αντιμετωπίσει τα «θηρία», δηλαδή τα πρωτόγονα ένστικτα.

Ο Μινώταυρος όπως και όλα τα τερατόμορφα όντα στην μυθολογία εκπροσωπούν τα ζωώδη πάθη, τις ψυχικές αδυναμίες, ελαττώματα, διαστροφές και φοβίες, που διαλύονται όταν έρθουν στο φως του Ήλιου, όταν δηλαδή φωτισθούν τα αίτια τους από την εσωτερική γνώση (Ήλιος - Απόλλωνας).

Χωρίς στη δύναμη «μετουσίωσης της συνείδησης» σε αυτό το μονοπάτι, ο μύστης κινδυνεύει να εγκλωβιστεί στις κατώτερες όψεις της δημιουργικότητας, που σχετίζονται με τη σεξουαλικότητα. Ο Ταύρος εκπροσωπεί επίσης την μητριαρχική κοινωνία, και τον κόσμο του άλλου «έτερου» κόσμου, της μαγείας και των αόρατων δυνάμεων της Σελήνης, καθώς τα κέρατα του συμβολίζουν το φεγγάρι. Ο Λαβύρινθος συμβολίζει το υποσυνείδητο, και τις ανεξερεύνητες όψεις και δυνατότητες του Νου. Ένας κόσμος σκοτεινός, άγνωστος, φοβερός, και ανεξερεύνητος. Εάν κάποιος προσπαθήσει να εισέλθει εκεί απροετοίμαστος, θα βρεθεί αντιμέτωπος με ένα «τέρας», που δεν είναι άλλο από τα πρωτόγονα και ανεξέλεγκτα ένστικτα.

Η λέξη Λαβύρινθος προέρχεται από την λέξη «λάβρυς», που σημαίνει διπλός πέλεκυς. Ο διπλός πέλεκυς είναι επίσης ένα σεληνιακό σύμβολο.

Ο μίτος της Αριάδνης (Άρι= πολύ αδνή= αγνή σκέψη) εξασφαλίζει τον δρόμο της εξόδου στον Θησέα. Ίσως ο Κρητικός Λαβύρινθος να υπήρξε μια μυητική τελετή καθόδου και της επακόλουθης ανόδου από τον Κάτω Κόσμο, μια τελετουργική διαδικασία θανάτου και αναγέννησης. Ήταν εκείνη που οδηγούσε τον μυούμενο στον θάνατο και εκείνη που του δίδασκε τον τρόπο για να επιστρέψει!

Αυτό ίσως ενισχύεται από το γεγονός πως ο Μινώταυρος λεγόταν και Αστέριος (Σε απεικονίσεις παρουσιάζεται με το σώμα του διάστικτο από άστρα).

Με το ίδιο αυτό όνομα προσφωνούνταν και ο Διόνυσος σαν αγόρι και παιδί των μυστηρίων. Ο Διόνυσος φαίνεται να ταυτίζεται στην ουσία του με τον Μινώταυρο. Γενικότερα όπου η μινωική επιρροή υπήρξε έντονη, ο Διόνυσος λατρευόταν ξεκάθαρα ως ταύρος.

Σκοτώνοντας ο Θησέας τον Μινώταυρο, νίκησε τον προηγούμενο «εαυτό του» και αφού πέρασε το κατώφλι του θανάτου, αντίκρισε τον Αστέριο, τον Θείο/Διονυσιακό αναγεννημένο στην υπέρτατη γνώση εαυτό του με τη μορφή του ουράνιου, συμπαντικού παιδιού. Έτσι -πάντα υπό την καθοδήγηση της Αριάδνης αναδύθηκε ένας νέος ολοκληρωμένος άνθρωπος.

Αφού ο Θησέας σκότωσε τον Μινώταυρο, πήρε μαζί του την Αριάδνη που τον βοήθησε, αλλά περνώντας από τη Νάξο την εγκαταλείπει, εφόσον εκεί τελείται «Ιερός Γάμος» της Αριάδνης με τον Διόνυσο.

Ιστορικά είναι προφανές πως ο μύθος περιγράφει επίσης ένα μεταίχμιο εποχής, καθώς ο Μινώταυρος είναι εκπρόσωπος ενός μητριαρχικού και «χθόνιου» ιερατείου. Πεθαίνει από τον Θησέα, κομιστή του πατριαρχικού Ολύμπιου ιερατείου, και την θέση του παίρνει ο Θεός της έκστασης Διόνυσος που κάνει γυναίκα του την «αγνή κόρη-παρθένα». Ο Διόνυσος όμως είναι ταυτόχρονα και χθόνιος Θεός. Από τις πρώτες ζωομορφικές μορφές του Διονύσου την πρώτη θέση κατέχει ο Ταύρος. Στις «Βάκχες» ο Χορός τον αποκαλεί σαν ταύρο, και ο Πενθέας τον βλέπει να έρχεται σαν ταύρος.

Στον Ορφικό μύθο ο Διόνυσος παιδί του Δία και της Περσεφόνης (Θεάς του κάτω κόσμου) ως μωρό «Ζαγρεύς» (κυνηγό των ψυχών), κοίταζε ένα καθρέφτη (η αντίληψη όχι των πραγματικών καταστάσεων και όντων αλλά μία ψευδής αντανάκλαση...) Εκείνη ακριβώς τη στιγμή οι Τιτάνες όρμησαν καταπάνω του με τα μαχαίρια τους, για να τον σκοτώσουν. Τότε ο μικρός Θεός για να τους αποφύγει άρχισε να μεταμορφώνεται: έγινε έφηβος Δίας, Κρόνος, φίδι με κέρατα, άλογο, τίγρη, ταύρος. Η Ήρα παρ' όλα αυτά ενθαρρύνει τους Τιτάνες να μη διστάσουν, κι έτσι με διαταγή της κομματιάζουν το Ζαγρέα την ώρα που είχε τη μορφή ταύρου, έβρασαν το κρέας του και το έφαγαν.

Ο Δίας οργίστηκε τόσο, ώστε κατακεραύνωσε τους Τιτάνες και τους έστειλε στα Τάρταρα. Από την στάχτη τους γεννήθηκε το ανθρώπινο γένος το οποίο έφερε μέσα του το θεϊκό στοιχείο καθώς οι Τιτάνες είχαν φαει τον Θεό. Ο Διόνυσος ο Ζαγρεύς πεθαίνει ως χθόνια θεότητα και ανασταίνεται ως «Διόνυσος ο Ελευθερέας» δηλαδή ως ελευθερωτής των ανθρωπίνων ψυχών, από τα δεσμά της ύλης. Ο θάνατος του Διόνυσου του Ζαγρέα συμβολίζει, τον θάνατο της τιτανικής του φύσεως. Κατ’ αντιστοιχία στο ανθρώπινο επίπεδο ο θάνατος της τιτανικής του φύσης συμβολίζει τον θάνατο των παθών του, δηλαδή την αποβολή των ελαττωμάτων του. Κατόπιν ανασταίνεται και μεταμορφώνεται σε ουράνια θεότητα, τον Διόνυσο τον Ελευθερέα.

Ο Ορφικός Διόνυσος είναι κάτοχος και φύλακας των μυστηρίων της ζωής και του θανάτου, το θείο πνεύμα σ’ εξέλιξη μέσα στο σύμπαν, η καρδιά του οποίου πρέπει να αναζητηθεί με σκοπό την αναγέννηση του ανθρώπινου πνεύματος και την εξάγνιση της ψυχής. Γι’ αυτό και επονομάζεται και «Ζαγρεύς», δηλαδή κυνηγός που «κυνηγάει» τις ψυχές και τις οδηγεί προς την έξοδο από το σώμα ώστε να φτάσουνε στη «θέωση».

Στη λατρεία του Διόνυσου «Ζαγρέα» θυσίαζαν ταύρους, επειδή άρεσε στο θεό να μεταμορφώνεται σε ταύρο. Οι μύστες τρώγοντας τις ωμές σάρκες του ταύρου πίστευαν πως αφομοίωναν τη σάρκα του ίδιου του θεού και ότι έτσι έρχονταν σε απόλυτη επικοινωνία μαζί του. Μετά το θάνατό τους πίστευαν πως θα τους αναγνώριζε ο «Διόνυσος Ζαγρέας», και χάρη σ’ αυτόν θα ζούσαν σε άλλα σώματα, καθώς οι ορφικοί πίστευαν στη μετεμψύχωση.

Στον ένατο και τελευταίο άθλο ο Θησέας κατεβαίνει στο Άδη. Είναι η απόλυτη στιγμή όπου με τον μυητικό θάνατο της προσωπικότητάς του, επιχειρείται η Ένωση με την Θεότητα, και η κατάλυση του θανάτου, καθώς αναγνωρίζει πως τίποτα στην πραγματικότητα δεν χάνεται. Πως τα πάντα είναι απλώς αλλαγή κατάστασης ή ενέργειας και μορφής. Είναι η στιγμή όπου τα πάντα «είναι ένα», το μέρος που όλα ενώνονται, όπου τίποτα δεν υφίσταται διαχωρισμένο ακόμα και η ψυχή. Είναι ο χρόνος και ο τόπος που ο ήρωας, ο μύστης ή φιλόσοφος αφού έχει νικήσει τα τρομερά τέρατα, έχει νικήσει το σκότος «βλέπει το φως του μεσονυκτίου».

Ο φωταγωγός, απ' όπου μπορούμε να καταδυθούμε στην «αληθινή Άβυσσο», την ψυχή του ανθρώπου. Ο Πλούταρχος το περιγράφει στο έργο του Περί του Σωκράτους Δαιμονίου (590Β): «Η ανθρώπινη Ψυχή προήλθε από τον θείο Νου. Ένα μέρος της, καθώς αναμιγνύεται με τα πάθη της ύλης, αλλοιώνεται, αλλά ένα άλλο θαυμάσιο μέρος της μας κρατάει ψηλά το κεφάλι, ώστε να αναπνέουμε τον ελεύθερο αέρα, σαν αεραγωγός επικοινωνών με το σκάφανδρο ανθρώπου που έχει καταδυθεί στον βυθό. Το μέρος εκείνο που βρίσκεται στο υποβρύχιο σώμα ονομάζεται Ψυχή. Ενώ, γι' αυτό που δεν αλλοιώνεται, οι πολλοί, βλέποντάς το ως ανταύγεια επί εσόπτρου, πιστεύουν ότι βρίσκεται μέσα τους. Όσοι όμως διαισθάνονται σωστά, γνωρίζουν ότι αυτό βρίσκεται έξω από αυτούς, και το αποκαλούν Δαίμονα».

Ο Θησέας στα Τάρταρα έχει παγιδευτεί στην λήθη. Αυτό είναι ένα επικίνδυνο ταξίδι διότι εάν ο άνθρωπος χάσει την ατομικότητα του, μπορεί να παγιδευτεί σε έναν άλλο κόσμο, ξεχνώντας τα εγκόσμια. Η μάχη πρέπει να δίνεται στον παρόντα χρόνο, αναζητώντας την αρμονία και την ισορροπία, ώστε να τιμούμε ισότιμα την ύλη αλλά και το πνεύμα. Για αυτό τον λόγο ο Ηρακλής με την μυϊκή δύναμη του, βοήθησε τον Θησέα να απεγκλωβιστεί από την λήθη, και τα δεσμά του θανάτου.

Αυτός που θα καταφέρει βρει την αρμονία και να εντοπίσει το «ιερό μέσα του» θα έχει κερδίσει την μάχη, θα έχει καταφέρει να ξεπεράσει τον κόσμο των σκιών και της αυταπάτης, θα έχει βγει από την σπηλιά του Πλάτωνα. Θα έχει επιτευχθεί ο στόχος της πνευματικής του ολοκλήρωσης.

Αυτή είναι η μυθολογική ιστορία του Θησέα, η οποία εάν εξηγηθεί αλληγορικά κατά το πρότυπο του Πλάτωνα και των Στωικών, μας αποκαλύπτει αρχετυπικές αλήθειες που συντροφεύουν τον άνθρωπο από την αρχή της ιστορίας του έως σήμερα.

Η Ερμηνεία των μύθων χρειάζεται μεγάλη προσοχή και ενέχει πολλούς κινδύνους παρερμηνείας. Η παρούσα προσπάθεια αποσυμβολισμού του μύθου, δεν διεκδικεί την ορθότητα ή την μοναδικότητα της ερμηνείας του. Το δόγμα εξάλλου δεν έχει θέση στην αναζήτηση της γνώσης και της ιστορίας. Το μόνο βέβαιο «μήνυμα» που οι ιστορίες αυτές μας μεταφέρουν είναι πώς κανένα δόγμα και κανένα τελετουργικό δεν μπορεί να μας οδηγήσει στην «αυτοπραγμάτωση», παρά μόνο η δική μας ειλικρινής «εσωτερική» προσπάθεια.

Η ουσία ΙΧΩΡ

Κατά την Ελληνική μυθολογία ο ιχώρ[1] είναι το αιθέριο χρυσό υγρό[2] που είναι το αίμα των θεών, αλλά και των αθανάτων που ξεχώριζαν από τους κοινούς θνητούς.

Μια από τις πρώτες αναφορές βρίσκεται στον Όμηρο [Ιλιάδα Ε.340], όπου στο πεδίο της μάχης ο Διομήδης πληγώνει με δόρυ τη θεά Αφροδίτη, από το χέρι της οποίας "έτρεχε το αθάνατο θεϊκό αίμα ιχώρ" (ρέε δ’ άμβροτον αίμα θείο, ιχώρ, οις περ τε ρέει μαχάρεσση θεοίσιν). Στην αρχαία ελληνική γραμματεία αναφέρεται από τον Πλάτωνα στον Τίμαιο (83c5) και σε πολλούς ασθενείς του Ιπποκράτη[3][4][5][6]. Αυτό το αιθέριο ρευστό λέγεται ότι διατηρεί τις ιδιότητες των τροφίμων και των ποτών των αθανάτων, [7] δηλαδή την αμβροσία και το νέκταρ. Θεωρείται ότι είναι χρυσό στο χρώμα, καθώς και θανάσιμα τοξικό για τους θνητούς. Σύμφωνα με κάποιες αναφορές, κατά τις επιθέσεις εναντίον θεών γνωστών ημίθεων και ηρώων, σε περίπτωση τραυματισμού των τελευταίων, απελευθερωνόταν ιχώρ. Αναφέρεται ως το περιεχόμενο του κυκλοφορικού συστήματος του χάλκινου προστάτη γίγαντα της Κρήτης, Τάλω. Κατ' άλλους όμως το "αίμα" του γίγαντα ήταν υδράργυρος. Ο θείος ΙΧΩΡ του παρείχε την ιδιότητα να πυρακτώνεται και να έχει τεράστιες δυνάμεις.

Κατά την άποψη των φιλοσόφων και αρκετών Ελλήνων σοφών και ανθρώπων του πνεύματος, πιστεύεται ότι ο ΙΧΩΡ είναι αθάνατη, άφθαρτη ουσία και δεν υπόκειται στούς νόμους σύνθεσης και αποσύνθεσης. Είναι η ουσία που έρεε στο αίμα των Ολύμπιων θεών και ρέει στο αίμα των πυροφόρων Ελλήνων. Είναι η ουσία που ενεργοποιείται από την ακτινοβολία του Σείριου και αφυπνίζει όσους έχουν Ελληνικά γονίδια.

Λέγεται επίσης ότι ιχώρ και όχι νερό κυλά στον ποταμό της Στύγας, σε μια από τις πύλες του Κάτω Κόσμου. Ο Ωριγένης αναφέρει ότι όταν τρυπήθηκε ο Χριστός με την λόγχη στο σταυρό δεν ήταν στην φύση του ιχώρ. (οὐκ ἦν ἰχώρ) [8] Αντίστοιχη είναι και η ιστορία που αναφέρεται από τον Απολλώνιο τον Ρόδιο, που έγραψε στ' "Αργοναυτικά" (Βιβλίο 3) πως από τον ιχώρα του Προμηθέα, που έσταξε μέσα από την πληγή που άνοιξαν οι αετοί του Δία, βλάστησε ένα θαυματουργό φυτό.
------------------------------
1. Πλάτων: δὲ ἐν τῷ Τιμαίῳ τοιοῦτόν τι σημαίνει διὰ τῆς ἰχώρων προσηγορίας ὧδέ πως λέγων· “ἰχὼρ δὲ ὁ μὲν αἵματος ὀρρὸς πρᾷος, ὁ δὲ μελαίνης χολῆς ὀξείας τε ἄγριος.

2. ἐκ τοῦδε φανερὸν τῶν χυμῶν οἱ μὲν ἐκ τοῦ φλέγματος γίνονται ὡς τὸ φλέγμα καὶ ἰχὼρ, οἱ δὲ μετὰ τοῦ αἵματος ὡς ἡ 'ξανθὴ χολὴ καὶ ὁ μέλας χυμός.

3. Γυναικὶ, ἐν Ἀβδήροισι, καρκίνωμα ἐγένετο περὶ τὸ στῆθος, καὶ διὰ τῆς θηλῆς ἔῤῥεεν ἰχὼρ ὕφαιμος· ἐπιληφθείσης δὲ τῆς ῥύσιος, ἔθανεν.

4. Καὶ τῷ Φανίου καὶ τῷ Εὐέργου· πελιαινομένων δὲ τῶν ὀστέων καὶ πυρεταινόντων, ἀφίστατο τὸ δέρμα ἀπὸ τοῦ ὀστέου, καὶ πῦον ὑπεμένετο· τούτοισι τρυπωμένοισιν ἐξ αὐτοῦ τοῦ ὀστέου ἀνήρχετο ἰχὼρ λεπτὸς, ὀῤῥώδης, ὕπωχρος, κάκοδμος, θανάσιμος.

5. Μετὰ δὲ τὴν ἑβδόμην ἐξῄει ἰχὼρ ἐπιεικῶς· μετὰ ταῦτα τῇ γλώσσῃ οὐ πάντα ἔφη δύνασθαι ἑρμηνεύειν· πρόῤῥησις· ὀπισθότονος· ξυνεφέροντο αἱ γνάθοι ξυνερειδόμεναι, ἔπειτα ἐς τράχηλον, τριταῖος ὅλος ἐσπᾶτο ἐς τοὐπίσω ξὺν ἱδρῶτι· ἑκταῖος ἀπὸ τῆς προῤῥήσιος ἀπέθανεν.

6. Ἡγησιπόλιος παιδίον σχεδὸν τέσσαρας μῆνας ἄλγημα περὶ ὀμφαλὸν βρωτικὸν εἶχεν· προϊόντος δὲ, ἐπέτεινεν ἡ ὀδύνη, ἔκοπτε τὴν γαστέρα, ἐτίλλετο, θέρμαι ἐπελάμβανον· ἐτήκετο· ὀστέα ἐλείφθη· τὰ πόδια ἐπῴδει, ὄρχιες· γαστρὸς τὸ περὶ ὀμφαλὸν πεφυσημένον ἄρα, οἷον οἷσι μέλλουσι κοιλίαι ἐκταράσσεσθαι· ἀπόσιτος ἐγένετο, γάλα μοῦνον προσεδέχετο· ὑπόγυον, καὶ ἡ κοιλίη καθυγράνθη, καὶ ὕφαιμος ἰχὼρ ὑπῄει κάκοδμος· κοιλίη ἐπίμπρατο.

7. Ομήρου Ιλιάδα, Ε340

8. Παίζων γοῦν τὸ ἐπὶ τῷ σταυρῷ προχυθὲν αἷμα τοῦ Ἰησοῦ φησιν ὅτι οὐκ ἦν ἰχώρ, οἷός περ τε ῥέει μακάρεσσι θεοῖσιν.

Αρχαίες Μυητικές τελετές, το μυστήριο του θανάτου και της ανάστασης

«Σε όλους τους ναούς της Μύησης του παρελθόντος, και πολύ πριν από τον Ιησού, οι Ιεροφάντες αποκάλυπταν στους μαθητές τους πώς να αναστηθούν για να μπουν στην τάξη των αθανάτων. Την Ανάσταση οι Μύστες τη μελέτησαν πρώτα στη φύση που πάντα υπήρξε ο οδηγός τους. Παρατηρούσαν τη φύση και, μέσα από τη μεταμόρφωση της κάμπιας σε πεταλούδα π.χ. ή του σπόρου που πρέπει να πεθάνει για να καρποφορήσει, καταλάβαιναν τα μαθήματά της.

Ο Ιησούς είπε: «‘Άν δεν πεθάνετε δεν θα ζήσετε». Η ιδέα της Ανάστασης είναι υποχρεωτικά ενωμένη με αυτή του θανάτου, της αποσύνθεσης. Όσο ο σπόρος δεν πεθαίνει, αντιστέκεται στην εκδήλωση αυτής της δύναμης της Ζωής που είναι χωμένη μέσα του.

Στον άνθρωπο είναι η κατώτερη φύση που πρέπει να πεθάνει για να αφήσει τη θέση στο πνεύμα, σ΄αυτή τη θεϊκή αρχή που βρίσκει τότε τη δυνατότητα να ελευθερωθεί για να δράσει και να αλλάξει τα πάντα.

Το μυστικό της Ανάστασης είναι εδώ μπροστά μας, μέσα στη φύση, και περιμένει να το καταλάβουμε, να αποφασίσουμε να πεθάνουμε συνειδητά για να βγει από μέσα μας ένας καινούργιος άνθρωπος. Πολύ λίγοι, ακόμα και ανάμεσα στους Μύστες, πέτυχαν να αναστηθούν για να γίνουν αθάνατοι, γιατί δεν υπάρχει πιο δύσκολο πράγμα από το να θανατώσεις την κατώτερη φύση που είναι εξαιρετικά επιδέξια, πονηρή, και που ξέρει τι πρέπει να κάνει για να μας βάλει στο δικό της δρόμο. Για να γλυτώσετε από αυτή, χρειάζεται μεγάλη ικανότητα διάκρισης, μια αμετάβλητη αγάπη και μια δυνατή θέληση» (Omraam Mikhaël Aïvanhov)

Σε όλες σχεδόν τις θρησκείες, ως γνωστόν, ο κεντρικός τους ήρωας πεθαίνει και κατόπιν ανασταίνεται κατά την εαρινή ισημερία π.χ. ο Καδμίλος των Καβείρων, ο Άδωνις των Φοινίκων, ο Κρίσνα των Ινδουιστών, ο Διόνυσος στην Ελληνική θρησκεία και ο Ιησούς στην χριστιανική θρησκεία. Αυτό σημαίνει ότι αυτός ο θάνατος και η εν συνεχεία ανάσταση έχει κάποια κρυμμένη σημασία και δεν πρέπει να την θεωρήσουμε ως τον θάνατο του υλικού οργανισμού τους.

Για να γίνει περισσότερο κατανοητό το θέμα του θανάτου και της ανάστασης πρέπει να δούμε σε μια πρώτη προσέγγιση πρώτα ποία είναι η μυσταγωγική έννοια της ζωής και ποία του θανάτου. Ως ζωή στα μυστήρια νοείται παν το υπάρχον και όχι μόνο η ζωή των όντων. Ο θάνατος στα μυστήρια είναι αλληγορία και σημαίνει την μεταμόρφωση, γιατί θάνατος στην Φύση, με την βέβηλη έννοια του εξαφανισμού, δεν υπάρχει. Οι Μύστες δια του θανάτου εικονίζουν την Μεταμόρφωση. Συνεπώς ο Σταυρός, σε πρώτη εκτίμηση, είναι η εικόνα της αέναης μεταμόρφωσης κάθε ύπαρξης η οποία επιτυγχάνεται με την βοήθεια των μεταμορφωτικών δυνάμεων της Φύσης.

Στον Χριστιανισμό

«Αν δεν πεθάνεις πριν πεθάνεις, δεν θα πεθάνεις όταν πεθάνεις!»

Η αλληγορική εικόνα του θανάτου και της εν συνεχεία αναστάσεως στον χριστιανισμό εμφανίζεται με τον οδυνηρό σταυρικό θάνατο του Ιησού και ακολούθως την ανάστασή του. Ο θάνατος και εν συνεχεία η ανάσταση του Ιησού δεν τιμάται από τους χριστιανούς σε κάποια συγκεκριμένη ημερομηνία, όπως θα έπρεπε να γίνει αν επρόκειτο για ένα ιστορικό γεγονός αλλά κατά την πρώτη Κυριακή μετά την πρώτη πανσέληνο της εαρινής ισημερίας.

Εδώ έχει ιδιαίτερη σημασία να επισημανθεί ότι έχει συνδυαστεί:

α) με το αστρονομικό γεγονός της εαρινής ισημερίας

β) με την πρώτη πανσέληνο μετά την εαρινή ισημερία που, ως γνωστόν για όσους έχουν μελετήσει την ελληνική παράδοση, αρχίζει η κυριαρχία της Θεάς Αθηνάς. Η σχετική παράδοση αναφέρει επίσης ότι ο Ιησούς μετά την ανάστασή του παραμένει στο γήινο επίπεδο και εμφανίζεται συχνά στους μαθητές του επί 40 ημέρες και κατόπιν έχουμε την ανάληψή του που σημαίνει την απομάκρυνσή του από το γήινο επίπεδο και η οποία γίνεται λίγο πριν από την θερινή τροπή του Ηλίου.

Στην Αρχαία Ελληνική παράδοση

Στην Ελληνική παράδοση έχουμε τους πλέον αποκαλυπτικούς συμβολισμούς σχετικά με τον θάνατο και την ανάσταση που συμβαίνουν κατά την εαρινή ισημερία ως και την αποθέωση του μύστου που λαμβάνει χώραν κατά την θερινή τροπή του Ηλίου.

Κατά την εαρινή ισημερία

Οι Ορφικοί συμβόλιζαν την εαρινή ισημερία με τον θάνατο του Διονύσου του Ζαγρέως και την εκ νέου γέννηση του, με την παρέμβαση της Θεάς Αθηνάς (δηλαδή του σοφού πνεύματος), από την φύση του Ολυ­μπίου Διός ως Διο­νύ­σου του Άνθιου, ο οποίος κατόπιν μεταμορφώνεται στον Διόνυσο τον Ελευ­θερέα, δηλαδή τον ελευ­θερωτή των ανθρωπίνων ψυχών εκ των δεσμών της ύλης και της εν γέ­νει υλο­βαρούς τους φύσεως. Έτσι ο Διό­νυσος ο Ζαγρεύς πεθαίνει ως χθόνια θεό­τητα και αυτό συμβολίζει τον θάνατο της τιτανικής φύσεως του ανθρώπου δηλαδή την αποβολή των παθών. Κατόπιν ανασταίνεται και με­τα­μορφώ­νεται σε ουράνια θεό­τητα, τον Διό­νυσο τον Ελευ­θερέα.

Την ημέρα της εαρινής ισημερίας οι Ορφικοί τε­λού­σαν συμπόσια τα λεγό­μενα ωμοφάγια κατά τα οποία θυσίαζαν τον Διονυσιακό Ταύρο και έτρω­γαν από τις σάρ­κες του. Αλλά ποίος ήταν ο Διονυ­σια­κός Ταύρος; Με την αλλη­γορία αυτήν ο θείος Ορ­φέας έκρυψε επι­μελώς μια μεγάλη αλή­θεια που μόνο άκρως μεμυημέ­νοι στα Ορφικά μυστήρια μπορού­σαν να κατανοή­σουν.

Επί του σημείου αυ­τού μόνον τα εξής λίγα μπο­ρούν να λεχθούν: Ο Διό­νυσος είναι τέ­κνο του θεού Διός. Ο Ταύρος εί­ναι μία εκ των πτυχών του Νό­μου του Φάνη­τος, ο οποίος αφομοιωθείς στην φύση του Διός, έδωσε στον Δία τις πνευματικές εξου­σίες του Ουρανού και αυτό απεικονίζει την αποθέωση και την αιωνιότητα.

Ένα από τα τέκνα του θεού Διός φέρει ως σύμ­βολό του τον Ταύρο και εκείνος από τους Μύστες των Ορφι­κών μυστηρίων που θα γνώριζε και θα εκτιμούσε αυτό το τέκνο του θεού Διός θα εν­νοούσε και την συμβο­λική έννοια του Ταύρου. Ο συνδυασμός του Διο­νύ­σου και του Ταύρου αποτε­λούν την βάση της με­γά­λης αποκαλυφθείσης αλήθειας του θείου Ορ­φέα, γιατί αποτελούν την λύση του προβλήματος περί της αθανασίας της αν­θρώπινης ψυ­χής.

Στα Ελευσίνια μυστήρια η εα­ρινή ιση­μερία συμ­βολιζό­ταν με την απε­λευθέρωση της Περσεφόνης από το βασίλειο του Πλού­τωνα (που είναι χθόνια θεό­τητα). Την απελευθέρωσή της την πραγματοποιεί ο Διόνυσος ο Ελευ­θερέας (που είναι πλέον ουράνια θεό­τητα), ο οποίος την με­ταφέ­ρει στον Όλυ­μπο όπου η Περσεφόνη με­ταμορ­φώνεται σε ου­ράνια θεότητα. Ο συμ­βολι­σμός αυτός των Ελευσί­νιων μυστηρίων, δείχνει και την περαιτέρω δράση των πνευμα­τικών οντοτή­των.

Επίσης θεωρούσαν ότι η εαρινή ισημε­ρία αντι­προ­σω­πεύει τον θάνατο της τιτανικής φύσεως των αν­θρωπίνων ψυ­χών και την μεταμόρφωσή και την αναγέννησή της στις πνευ­ματικές φύ­σεις του πνευ­ματικού κό­σμου με την απόκτηση της αιωνίας ζωής δηλαδή της αιωνιότητας. Τελούσαν (κατά την εαρινή ισημερία) την γιορτή των Πανα­θη­ναίων, ενώ πα­ράλ­ληλα γι­νό­ντουσαν και εσωτερικές τελετές που όμως δεν μας είναι γνωστές.

Εκ των προαναφερθέντων συνάγεται ότι η εαρινή ισημερία του ηλίου συμβολίζει τον θάνατο της τιτανικής φύσεως της αν­θρώπινης ψυχής και την πνευματική της αναγέννηση. Θάνατος της τιτανικής φύσεως του ανθρώπου σημαίνει τον θάνατο των παθών του δηλαδή την απαλλαγή του από τα πάθη και τις ψευδείς δοξασίες. Η αποβολή των παθών και των ψευδών δο­ξασιών είναι η βασική προϋπόθεση για να οδεύσει η ψυχή του ανθρώπου στην κατάκτηση της Σοφίας και της πνευματικής της αναγεννήσεως που είναι το πέμπτο ιερό δράμα της εξελικτικής πορείας της Φύσεως.

Η σοφία θα επιτρέψει στον μύστη, ο οποίος απαλλάχθηκε από τα πάθη του, να έλθει σε επικοινωνία με τον Ουρανό και να αποκτήσει τα μεταμορφωτικά εκείνα μέσα που θα του επιτρέ­ψουν να αποκτήσει τον πνευματικό του οργανισμό, ώστε να έχει την δυνατότητα να οδεύσει στους χώρους του ανέσπερου φωτός.

Τι είναι πάθη και πως εξαλείφονται

ΠΑΘΗ είναι οι από πλάνη σχηματισμένες ιδέες στην διά­νοιά μας οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα να εκδηλώνουμε κακίες και να οδηγούμεθα σε πράξεις εσφαλμένες, οι οποίες είναι αντίθετες προς τον σκοπό και προορισμό μας ως πνευματικών οντοτήτων. Τα πάθη είναι συσσω­ρευμένες ενέρ­γειες, τις οποίες όταν επιχει­ρήσουμε να εξαλείψουμε ή να περιο­ρί­σουμε, μεγα­λώνουν και αν δεν βρουν διέ­ξοδο μπορεί να γί­νουν δυνατότερες από την λο­γική. Το σημαντικότερο από τα πάθη είναι ο εγωι­σμός που αποτελεί το βάθρο εδράσεως όλων των παθών. Όμως τα πάθη βασίζονται στις ψευδής δοξασίες που έχουμε και οι οποίες μας έχουν καλλιεργηθεί μέσα στο κοινωνικό περιβάλλον που ζούμε.

ΨΕΥΔΕΙΣ ΔΟΞΑΣΙΕΣ είναι πίστη που σχη­ματίζουμε στη διά­νοιά μας από τις εκ πλάνης σχη­ματισμένες ιδέες. Αυτό σημαίνει ότι οι ψευδείς δοξασίες είναι εκείνο το νοητικό υπόβαθρο το οποίο αφενός μεν μας εξωθεί σε εκδήλωση παθών και αφετέρου δε μας παρεμποδίζει να κατανοήσουμε ότι έχουμε πάθη ώστε να εξαλείψουμε. Ο άνθρωπος γενικά κυριαρχείται από ψευδείς δοξασίες όταν διάγει μη φυσικό βίο και βρίσκεται σε σκοτεινό περι­βάλλον. Οι ψευδείς δοξασίες συνήθως προέρχονται από θρησκευτικά ή πολιτικά ή κοινωνικά πιστεύω και καλλιεργεί και εκτρέφει πάθη και ιδιαίτερα τον εγωισμό. Οι σημαντικότερες από τις ψευδείς δοξασίες είναι αυτές που προέρχονται από τα θρη­σκευτικά πιστεύω με τα οποία μας γαλουχούν από την τρυφερή παιδική ηλικία.

Ο άνθρωπος εκείνος που ζει καθη­λωμένος στα πάθη του και τις ψευ­δείς του δοξασίες δεν έχει την δυνατότητα να απαλλαγεί εύκολα απ’ αυτά γιατί ο ίδιος τα εκτρέφει. Η αποβολή των παθών για τον κάθε άνθρωπο είναι μια οδυνηρή εμπειρία, γι’ αυτό και ο θάνατος του κεντρικού ήρωα στις θρησκείες, που υπαινίσσεται τον θάνατο των παθών δηλαδή την εξάλειψη των παθών, αναφέρεται ως οδυνηρός. Η εξάλειψη των παθών γίνεται από την διάνοια εκείνη που της το επιτρέπει ο τρόπος ζωής και το περι­βάλλον στο οποίο ευρίσκεται. Συνεπώς προϋ­πό­θεση για την απαλλαγή μας από τα πάθη εί­ναι ο φυ­σικός βίος και το κατάλληλο περι­βάλλον.

Τα πάθη όμως δεν εξαλείφονται εύκολα γιατί ομοιά­ζουν με τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας, που όταν ο Ήρωας Ηρακλής έκοβε ένα, στη θέση του φύτρω­ναν δύο νέα. Απαι­τείται ηρωισμός για να κοπούν όλα τα κεφά­λια της Λερναίας Ύδρας που εδρεύει μέσα μας και που δεν είναι άλλη από τον εγωισμό. Την μετα­τροπή όλων των παθών σε ιδανικά και την εξάλειψη του εγωι­σμού θα την πε­τύχουμε με την δύναμη εκείνη που δημιούρ­γησε τον άνθρωπο. Η δύναμη αυτή είναι η παγκόσμια αγάπη που αποτελεί τη συγκολλούσα το άπειρο δύ­ναμη και τη συγκρατούσα αυτό σε αρμο­νία.

Η ΑΓΑΠΗ είναι ο υπέρ­τερος Νό­μος της Φύ­σεως και εκδηλώνεται στην ψυχή εκεί­νου που έχει εκ­δηλώσει τον Νόμο της Δι­καιοσύνης και τον Νόμο της Αρμονίας.

Η περίοδος από την εαρινή ισημε­ρία μέχρι την θερινή τροπή του Ήλιου

Στα Ορφικά μυστήρια η τρίτη μύηση­ λάμβανε χώρα κατά την εαρινή ισημερία του Ήλιου.

Ο χρό­νος από της μυήσεως αυτής μέχρι την επομένη μύ­ηση που ελάμβανε χώρα κατά την θερινή τροπή του Ήλιου ήταν ο χρόνος κατά τον οποίο ο μυούμενος έπρεπε να εκδηλώσει αρμονική ιδεολογία ανάλογη προς τα εκδηλούμενα χρώματα των ανθέων αυτής της εποχής καθώς και αρμονική εκδήλωση αισθη­μάτων ανάλογη προς τα αρώ­ματα των αν­θέων αυ­τής της εποχής. Κατά τους Ορφικούς τα αρώματα και τα χρώματα αυτής της εποχής αναπαριστούν την βαίνουσα προς αποθέ­ωση ανθρώπινη ψυχή, η οποία απέβαλε το έρεβος και προ­ορίζεται πλέον σε θεία πνευματική ανάσταση.

Κατά τους μύστες της Ελευσίνας, η εποχή που περιλαμβάνε­ται μεταξύ εαρινής ιση­με­ρίας και θερι­νής τροπής του Ηλίου είναι η περί­οδος κατά την οποία το ανιστά­μενο πνεύμα έρχεται στην αποθέ­ωση και την απόκτηση της αιώνιας ζωής.

Εκ των προαναφερθέντων συνάγεται ότι η περίοδος από την εαρινή ισημε­ρία μέχρι την θερινή τροπή του Ήλιου είναι η περίοδος της ανα­γεννήσεως και μεταμορφώσεως των ανθρω­πί­νων ψυχών στις πνευματικές φύ­σεις του πνευματι­κού κόσμου, καθώς και της προε­τοιμασίας για τον πλήρη απο­χωρισμό τους από το έρε­βος.

Η θερινή τροπή του Ηλίου

Οι Ορφικοί κατά την θερινή τροπή του Ηλίου τελούσαν γιορτές που αναφέρονταν στον θρί­αμβο κατά του νόμου του θανάτου, της τιτανικής φύσεως του Διονύσου. Κατά τις εορτές αυτές εξέφραζαν την λα­τρεία τους προς την θεία δη­μιουρ­γία που έφθασε δια των εκδηλώ­σεων των Νόμων της στην εμ­φά­νιση των νόμων της αποθεώσεως των όντων της που είναι το έκτο ιερό δράμα της δημιουργίας. Επίσης εξέφραζαν την ευ­γνωμοσύνη τους προς τα αποθεωθέντα τέκνα της, υπό την προστασία των οποίων ετίθεντο με την θέ­λησή τους.

Στις γιορτές που τελούσαν οι Ορφικοί κατά την θερινή τροπή του Ηλίου λάμβαναν μέρος μόνον εκείνοι που είχαν διέλθει όλους τους βαθ­μούς της ορφικής μυήσεως και τα συμπόσιά τους δεν τα αποτε­λούσαν πλέον τα ωμοφάγια, αλλά τροφή που την αποκαλού­σαν αμ­βροσιακή και ποτό που απο­καλούσαν Διονυσιακό οίνο. Αποκορύφωση των εκ­δηλώσεων των Ορφικών αποτελούσε η εκδήλωση της ευγνωμοσύνης τους προς τον Θεό Απόλλωνα, τον Θεό της αιωνίας νεότητας, ο οποίος, κατ’ αυτήν την ώρα του έτους, παρέδιδε την λύρα του στον Θείο Ορφέα για να κρούει τις χορδές της και να με­ταδίδει στις ψυχές των μυστών τους ήχους της ώστε να εναρμονίζουν τις πνευματικές τους δυνάμεις προς την πνευματική φύση του Θεού της αιωνίας νεότητας.

Η τετάρτη και τελευ­ταία μύηση­ των Ορ­φικών μυστηρίων γινόταν κατά την θε­ρινή τροπή του Ηλίου που οι ακτίνες του φω­τός Του είναι ζωη­ρότερες και οι καρποί ωριμάζουν. Η θερμότητα των Ηλιακών ακτίνων αυτής της εποχής αναπαρι­στούσε το φωτο­βόλο των σκέψεων των τε­λείων μυστών και το γόνιμο των καρπών της θείας ιδεο­λογίας που οι ιεροφάντες κληροδοτού­σαν στους διαδόχους τους.

Οι Μύστες της Ελευσίνας τελούσαν κατά την θερινή τροπή του Ηλίου γιορτή σε δόξα και ανά­σταση της Κόρης Περσεφόνης και σε δόξα Διονύ­σου του Ελευθε­ρέως, δηλαδή του ελευθερωτή των ανθρω­πί­νων ψυ­χών. Η Περσεφόνη είναι η ψυχή της Γης, η οποία διήλθε απ’ όλες τις καταστάσεις των τεσσά­ρων εποχών και κατόπιν ήλθε στον Όλυ­μπο, δη­λαδή στην χώρα της αιώνιας ζωής του πνεύματος. Πριν όμως έλθει στην χώρα της αιώ­νιας ζωής συνε­ζεύχθη τον Διόνυσο τον Ελευθερέα και έτσι θα ζή­σει μετ’ αυ­τού την αιώ­νια νεότητα και ευθυμία. Ιδού ποιος είναι ο κλήρος της ψυχής των θείων Μυστών και σαφώς τον απεκά­λυψαν οι Θείοι Μύ­στες της Ελευσίνας.

Επίσης οι Μύστες της Ελευσίνας έλεγαν ότι κατά την θερινή τροπή ωριμά­ζει ο σίτος του οποίου η σπορά, η βλά­στηση και η ωρίμανση εικο­νίζει την ψυχή του μύστη την εξε­λισσόμενη προς την απο­θέωση. Την καλλιέρ­γεια του σίτου δίδαξε η Δήμητρα που είναι η θεά της Γης. Ο σίτος εικονίζει με­ταμορφω­τικό μέσο. Μεταβάλ­λεται σε σώμα του Χριστού, πα­ντός Χριστού. Μετά το σίτο εμφανίζεται η στα­φυλή, σύμβολο του Διονύσου. Ο χυμός της σταφυλής ει­κονί­ζει άλλο μετα­μορφωτικό μέσο. Εί­ναι το αίμα του Χρι­στού, παντός Χριστού.

Οι Μύστες των Δελφών κατά την θερινή τροπή του Ηλίου τε­λούσαν ανάλογη τελετή σε δόξα του Φοίβου Απόλλωνος.

Εκ των προαναφερθέντων συνάγεται ότι η θερινή τροπή του Ήλιου συμβολίζει τον θρί­αμβό της ψυχής του μύστου επί του νόμου του θανάτου και τον οριστικό αποχωρισμό της από το έρεβος που είναι το έκτο ιερό δράμα της εξελικτικής πορείας της Φύσεως. Από το έρεβος απο­χωρίζεται η ανθρώπινη ψυχή που απόκτησε τον πνευματικό της οργανισμό και απελευ­θερώθηκε από τα δεσμά του περι­βάλλοντός της.

Ο θρίαμβος της ανθρώπινης ψυχής επί του νόμου του θανάτου σημαίνει ότι η ανθρώπινη ψυχή δεν θα ξαναπεράσει πια από την διαδικασία του θανάτου γιατί έχει πλέον αποκτήσει τον πνευματικό της οργανισμό που είναι ένα αιώνιο οργανικό μέσο που της εξασφαλίζει την αιωνιότητα.