Τρίτη 30 Ιουνίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἡρακλεῖδαι (869-891)

ΑΛ. ὦ Ζεῦ, χρόνωι μὲν τἄμ᾽ ἐπεσκέψω κακά,
870 χάριν δ᾽ ὅμως σοι τῶν πεπραγμένων ἔχω·
καὶ παῖδα τὸν ἐμὸν πρόσθεν οὐ δοκοῦσ᾽ ἐγὼ
θεοῖς ὁμιλεῖν νῦν ἐπίσταμαι σαφῶς.
ὦ τέκνα, νῦν δὴ νῦν ἐλεύθεροι πόνων,
ἐλεύθεροι δὲ τοῦ κακῶς ὀλουμένου
875 Εὐρυσθέως ἔσεσθε καὶ πόλιν πατρὸς
ὄψεσθε, κλήρους δ᾽ ἐμβατεύσετε χθονὸς
καὶ θεοῖς πατρώιοις θύσεθ᾽, ὧν ἀπειργμένοι
ξένοι πλανήτην εἴχετ᾽ ἄθλιον βίον.
ἀτὰρ τί κεύθων Ἰόλεως σοφόν ποτε
880 Εὐρυσθέως ἐφείσαθ᾽ ὥστε μὴ κτανεῖν;
λέξον· παρ᾽ ἡμῖν μὲν γὰρ οὐ σοφὸν τόδε,
ἐχθροὺς λαβόντα μὴ ἀποτείσασθαι δίκην.
ΑΓ. τὸ σὸν προτιμῶν, ὥς νιν ὀφθαλμοῖς ἴδοις
†κρατοῦντα† καὶ σῆι δεσποτούμενον χερί.
885 οὐ μὴν ἑκόντα γ᾽ αὐτὸν ἀλλὰ πρὸς βίαν
ἔζευξ᾽ ἀνάγκηι· καὶ γὰρ οὐκ ἐβούλετο
ζῶν ἐς σὸν ἐλθεῖν ὄμμα καὶ δοῦναι δίκην.
ἀλλ᾽, ὦ γεραιά, χαῖρε καὶ μέμνησό μοι
ὃ πρῶτον εἶπας ἡνίκ᾽ ἠρχόμην λόγου,
890 ἐλευθερώσειν μ᾽· ἐν δὲ τοῖς τοιοῖσδε χρὴ
ἀψευδὲς εἶναι τοῖσι γενναίοις στόμα.

***
ΑΛΚ. Ω Ζευ, αργά τα κοίταξες τα βάσανά μου,
870 μα για την καλοσύνη σου χάρη σού θέλω.
Ω! πριν που δεν το καλοπίστευα ότι ο γιος μου
με τους θεούς βρισκιέται, τώρα πια το ξέρω.
Λευτερωμένοι από τα πάθια, ω παιδιά, τώρα
κι από τον κακοθάνατον τον Ευρυσθέα
λευτερωμένοι θα ᾽στε και θα ξαναδείτε
την πόλη του πατέρα σας και θέλει μπείτε
μες στα χωράφια του και θέλετε θυσιάσει
τους πατρικούς θεούς σας, που πριν, έχοντάς τους
στερηθεί, πλανιόσαστε ξένοι, ζωήν άθλια
περνώντας. Μα ποιόν κρύβοντας σκοπόν ο Ιόλαος
880 ζωντανό φύλαξε τον Ευρυσθέα;
Πε μου· γιατί για μένανε σοφό δεν είναι
τους οχτρούς πιάνοντας να μην τους εκδικιέσαι.
ΘΕΡ. Προτίμησε ναν τον ιδείς με τα δικά σου
τα μάτια αιχμάλωτον και παίγνιο των χειρών σου.
Χωρίς να θέλει τον ανάγκασε με βία
να τονε δέσουν, τι δεν ήθελε μπροστά σου
ζωντανός νά ᾽ρθει και την τιμωρία να λάβει.
Χαίρε, ω γερόντισσα, θυμούμενη τον λόγο
που μου πρωτόπες στην αρχή της δήγησής μου,
890 πως θα με λευτερώσεις· και στις τέτοιες πρέπει
περίστασες οι ευγενικοί να μη απατούνε.

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της, Η τέχνη της αρχαϊκής εποχής

3.3.3. Οι πρώτοι κούροι από την Αττική

Μεγάλων διαστάσεων κούρους συναντούμε την ίδια εποχή (δηλαδή στο τέλος του 7ου και στις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ.) και στην Αττική. Ιδιαίτερα εντυπωσιακοί είναι εκείνοι που ανακαλύφθηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα (συγκεκριμένα το 1906) στο ιερό του Ποσειδώνα στο Σούνιο, οι περισσότεροι σε μικρά ή μεγαλύτερα θραύσματα. Ο καλύτερα σωζόμενος από τους κούρους του Σουνίου έχει ύψος λίγο μεγαλύτερο από 3 m, χρονολογείται στην πρώτη εικοσαετία του 6ου αιώνα π.Χ. και μαρτυρεί τον πλούτο του παραγγελιοδότη και την ικανότητα του γλύπτη. Αν παρατηρήσουμε το άγαλμα από κοντά, μπορούμε να αντιληφθούμε καλύτερα πώς δούλευε ο αρχαίος καλλιτέχνης. Πέρα από τις αναλογίες του σώματος, που ακολουθούν, όπως είπαμε, κατά προσέγγιση τον σαϊτικό κανόνα των Αιγυπτίων, βλέπουμε με πόση ακρίβεια και προσοχή στις λεπτομέρειες έχουν αποδοθεί τα ανατομικά στοιχεία του κορμού και του κεφαλιού. Στα σκέλη διακρίνονται καθαρά τα περιγράμματα των μυών και των επιγονατίδων, στον κορμό διαγράφονται οι λαγόνες, οι κοιλιακοί μύες, το στήθος, οι ωμοπλάτες και η σπονδυλική στήλη, ενώ στους βραχίονες ξεχωρίζουν οι αγκώνες και οι καρποί των χεριών. Όλα όμως αυτά τα ανατομικά στοιχεία δηλώνονται σχεδιαστικά, δηλαδή με απλές εγχάρακτες ή ανάγλυφες γραμμές επάνω στις κατά τα άλλα λείες επιφάνειες, και όχι πλαστικά, δηλαδή ως εξογκώματα. Αυτό τον τρόπο απόδοσης τον συναντούμε, όπως και το σύστημα των αναλογιών, στα μεγάλα όρθια ανδρικά αγάλματα από την αρχαία Αίγυπτο.
 
Η ίδια προσοχή στην απόδοση των λεπτομερειών, αλλά μαζί και η ίδια διάθεση για σχηματοποίηση, διακρίνεται και στην απόδοση των χαρακτηριστικών του κεφαλιού. Εντύπωση προκαλούν πρώτα πρώτα τα μεγάλα μάτια, που θα έδιναν στην Αρχαιότητα μεγάλη ζωντάνια στο πρόσωπο, καθώς η ίριδα και η κόρη αποδίδονταν με έντονα χρώματα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η σχηματική απόδοση του πτερυγίου του αφτιού, το οποίο μοιάζει σαν γραμμικό κόσμημα που απολήγει σε δύο ανόμοιους έλικες. Τα μακριά μαλλιά συγκρατούνται γύρω από το κεφάλι με μια πλατιά ταινία και πέφτουν στους ώμους χτενισμένα σε μακριούς, περίτεχνα κατσαρωμένους βοστρύχους, που και αυτοί αποδίδονται σχηματικά, ενώ πάνω από το μέτωπο τυλίγονται σε διακοσμητικούς ρόδακες. Η εικόνα που φέρνει μπροστά στα μάτια μας ο κούρος είναι εκείνη ενός ρωμαλέου νέου άνδρα με εξαιρετικά φροντισμένη εμφάνιση· ένας αγένειος ακόμη έφηβος από μεγάλη γενιά, καμάρι των δικών του και του τόπου του.
 
Οι κούροι του Σουνίου, στημένοι στο ιερό του Ποσειδώνα, ήταν αναθήματα, δηλαδή αφιερώματα, φτιαγμένα για να ευχαριστήσουν τον θεό, αλλά και για να προβάλουν τον πλούτο και τη δόξα των αναθετών που τα είχαν στήσει. Παρόμοιοι κούροι, λίγο μικρότεροι σε μέγεθος (γύρω στα 2 m), στήνονταν όμως και επάνω σε τάφους νέων αριστοκρατών. Ένα τέτοιο άγαλμα από την Ανάβυσσο της Αττικής, που σώζεται ακέραιο και βρίσκεται σήμερα στη Νέα Υόρκη, χρονολογείται γύρω στο 600 π.Χ., είναι δηλαδή λίγο παλαιότερο από τον μεγάλο κούρο του Σουνίου. Ο κούρος της Νέας Υόρκης είναι έργο ενός διαφορετικού εργαστηρίου, όπως φαίνεται από το πιο μακρόστενο σχήμα του κεφαλιού και την απόδοση του σώματος και των μαλλιών. Με το εργαστήριο αυτό συνδέονται αντίθετα οι γλύπτες που σμίλεψαν δύο άλλους κούρους της ίδιας εποχής, οι οποίοι ήταν στημένοι στο νεκροταφείο του Κεραμεικού στην Αθήνα, κοντά στο Δίπυλο. Από τον έναν, που είναι λίγο παλαιότερος, σώζεται μόνο το κεφάλι, έργο δεξιοτεχνικό, και το δεξί άκρο χέρι· ο άλλος βρέθηκε σχεδόν ολόκληρος το 2001 λίγο έξω από το κλασικό τείχος της πόλης, κάτω από το πλακόστρωτο της Ιεράς Οδού, που οδηγεί στην Ελευσίνα.

Πώς μετριέται η επιθυμία στον έρωτα;

Ποια είναι η μονάδα μέτρησης της επιθυμίας; Πώς μπορεί κανείς να προσδιορίσει με απλές κουβέντες το “θέλω”, χωρίς γραφικότητες και ανώφελες εξηγήσεις; Απλά, σταράτα και ξεκάθαρα;

Συναισθήματα που πυροδοτούνται με ένα άγγιγμα, με δύο λέξεις και ξεχειλίζουν από αντιδράσεις. Από θυμό, λύπη, ανάγκη, πάθος, πόθο, νοιάξιμο και αγάπη, πάντα αγάπη. Κινητήρια δύναμη, φωτιά, καταστροφή κι ανάσα. Πηγή ζωής κι αιτία χαμού.

Οξυμένες αισθήσεις, τόσο έντονα, τόσο επίμονα, που πονάνε. Αφή, όσφρηση, ακοή, όραση, γεύση, όλα να λειτουργούν σε ρυθμούς αδυσώπητους και απολαυστικούς.

Και να γίνεται το “θέλω” σου, όλο και πιο αχόρταγο, απαιτητικό, εγωιστικό. Να καταλαγιάζει μόνο όταν εκείνη η παρουσία, η αγαπημένη, βρίσκεται στο χώρο γύρω σου και να ορθώνεται άγρια, στα πρώτα λεπτά απουσίας. Να απαιτεί, να σου απαιτεί, εκείνον, ξανά και ξανά, σε οποιαδήποτε εκδοχή του.

Στα καλά του και στα κακά του. Αρκεί να τον νιώθεις κοντά σου.

Έχει χρώμα η επιθυμία; Ήχο; Πώς τη χαλιναγωγείς και πώς την κρύβεις; Πώς την παραδέχεσαι; Σαν να παίζεις μια παρτίδα χαρτιά με τον άλλον κι αυτός να κρατάει φανερούς τους άσσους του, ενώ εσύ, αντίθετα της λογικής να ποντάρεις συνεχώς, με τη θέληση να χάσεις και να αφεθείς επιτέλους σε δυο χέρια, που κρύβουν τη λύτρωση απ’ όλο αυτό το κρυφτό.

Και το “θέλω” σου, καταραμένο κι ευλογημένο, να διεκδικεί το θάρρος και τις αντοχές σου, να σε προδίδει και να σε οδηγά, σε δευτερόλεπτα απ’ τον παράδεισο στην κόλαση και το αντίθετο.

Και μόνο όταν εκείνο το βλέμμα, εκείνο το χαμόγελο, εκείνο το φιλί, σου δίνονται απλόχερα, μόνο τότε, να καταλαβαίνεις πως όλες οι θυσίες αξίζουν, γιατί έτσι, απλά, ενώνονται τα κομμάτια της καρδιάς σου, που είχε μείνει για τόσο καιρό, παγωμένη και άδεια.

Νίτσε: Αχ, πόσο βαρέθηκα τους ποιητές

Για τους ποιητές

«Από τότε που γνώρισα καλύτερα το σώμα — είπε ο Ζαρατούστρα σ' έναν από τους μαθητές του — το πνεύμα είναι για μένα μόνο ούτως ειπείν πνεύμα. και καθετί "άφθαρτο"— είναι μόνο μια παραβολή́.»

«Σ' έχω ακούσει κι άλλοτε να το λες αυτό́, απάντησε ο μαθητής και είχες προσθέσει "αλλά οι ποιητές ψεύδονται υπερβολικά́." Γιατί είπες λοι­πόν ότι οι ποιητές ψεύδονται υπερβολικά́;»

«Γιατί́; απάντησε ο Ζαρατούστρα. Ρωτάς γιατί́; Δεν ανήκω σ' εκεί­ νους που έχει κανείς το δικαίωμα να ρωτά το γιατί τους.

Είναι λοιπόν το βιώμά μου του χτες; Πάει πολύς καιρός που βίωσα τις αιτίες των γνωμών μου.

Δεν θα έπρεπε να είμαι ένα βαρέλι μνήμης, αν ήθελα να έχω τις αιτίες μου μαζί μου;

Είναι ήδη πολύ για μένα να διατηρώ τις γνώμες μου. και όλο και κά­ ποιο πουλί θα μου φύγει.

Και μερικές φορές βρίσκω στον περιστερεώνα μου ένα ζώο τρυπωμένο εκεί́, που μού είναι ξένο και που τρέμει όταν ακουμπώ το χέρι μου πάνω του.

Τι σου είπε λοιπόν κάποτε ο Ζαρατούστρα; Ότι οι ποιητές ψεύδονται υπερβολικά́; — Και ο Ζαρατούστρα όμως είναι ποιητής.

Πιστεύεις πως είπε εδώ την αλήθεια; Γιατί την πιστεύεις;»

Ο μαθητής απάντησε: «πιστεύω στον Ζαρατούστρα».

Ο Ζαρατούστρα όμως κούνησε το κεφάλι και χαμογέλασε.

«Η πίστη δεν με κάνει μακάριο, είπε, τουλάχιστον η πίστη σε μένα.

Αν υποτεθεί όμως πως κάποιος είπε με κάθε σοβαρότητα πως οι ποιη­τές ψεύδονται υπερβολικά́: έχει δίκιο — ψευδόμαστε υπερβολικά́.

Ξέρουμε επίσης πολύ λίγα και μαθαίνουμε δύσκολα: γι' αυτό πρέπει να λέμε ψέματα.

Και ποιος από μας τους ποιητές δεν θα νόθευε το κρασί του; Πολλά δηλητηριώδη μείγματα έγιναν στα κελάρια μας, πολλά απερίγραπτα πρά­γματα ετοιμάστηκαν.

Κι επειδή ξέρουμε λίγα, μας αρέσουν οι πτωχοί τω πνεύματι, ιδιαίτερα όταν είναι νεαρές γυναικούλες!

Και είμαστε άπληστοι και για τα πράγματα που διηγούνται οι γριού­λες τα βράδια. Αυτό το ονομάζουμε μέσα μας αιώνιο θήλυ.

Και σαν να υπήρχε ένα ιδιαίτερο κρυφό πέρασμα για τη γνώση, πέρασμα που θάβεται για εκείνους που μαθαίνουν κάτι, πιστεύουμε στο λαό και στη "σοφία" του.

Αυτό όμως πιστεύουν όλοι οι ποιητές: ότι όποιος στήνει αφτί ξαπλωμέ­νος στο χορτάρι ή σε μοναχική πλαγιά́, μαθαίνει κάτι από τα πράγματα που βρίσκονται μεταξύ ουρανού και γης.

Κι αν τους έρχονται τρυφερές συγκινήσεις, οι ποιητές πιστεύουν πάντα ότι η ίδια η φύση είναι ερωτευμένη μαζί τους: και ότι γλιστράει στο αφτί τους για να τους πει μυστικά πράγματα και ερωτιάρικα κολακευτικά λόγια: γι' αυτό φουσκώνουν το στήθος τους και περηφανεύονται μπροστά σ' όλους τους θνητούς!

Αχ, υπάρχουν τόσο πολλά πράγματα μεταξύ ουρανού και γης, τα ο­ποία έχουν ονειρευτεί μόνον οι ποιητές!

Και ιδίως πάνω από τον ουρανό: γιατί όλοι οι θεοί είναι παραβολές και μαγειρέματα των ποιητών!

Αληθινά́, πάντα κάτι μας τραβά — δηλαδή́, προς το βασίλειο των σύν­νεφων: πάνω σ' αυτά αποθέτουμε τα πολύχρωμα τομάρια μας και τα ονο­μάζουμε κατόπιν θεούς και υπεράνθρωπους:

Είναι βέβαια αρκετά ελαφριοί για αυτές τις καρέκλες! — όλοι αυτοί οι θεοί και οι υπεράνθρωποι.

Αχ, πόσο βαρέθηκα όλα τα ανεπαρκή πράγματα που θέλουν με το ζόρι να είναι γεγονότα!

Αχ, πόσο βαρέθηκα τους ποιητές!»

Φρίντιχ Νίτσε, Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα

Το βιβλίο των Πέντε Κύκλων

Το Βιβλίο των Πέντε Κύκλων αποτελεί το αριστούργημα, το κύκνειο άσμα του Μουσάσι. Πέρασε την τελευταία περίοδο της ζωής του γραφοντάς το και πέθανε ένα χρόνο αφότου ολοκλήρωσε το έργο. Το έργο είναι ένας οδηγός σε όποιον θέλει να μάθει την τεχνική του Μουσάσι, Νι Τεν Ιτσι Ρίου, σε συνδυασμό με πρακτικές διδασκαλίες, καθοδηγήσεις και συμβουλές που περιέχονται στο βιβλίο. Φυσικά, η φιλοσοφική θεώρηση τόσο της πολεμικής τέχνης του σπαθιού όσο και του πεύματος δεν λείπουν από το σύγγραμα. Ο Μουσάσι δεν δίνει τεχνικές κατευθύνσεις για την σωματική διάπλαση ή την τεχνική κατάρτιση, αλλά περισσότερο για την δημιουργία ενός δυνατού μυαλού, ετοιμοπόλεμου και υπερβατικού.

Στο έργο Το Βιβλίο των Πέντε Κύκλων, γραμμένο την ίδια περίπου περίοδο με το έργο του Τακουάν, ο Μιγιαμότο Μουσάσι παρουσιάζει την σκέψη της σχολής του, Nι Τεν Ιτσι Ρίου. Το έργο έχει σαφώς ομοιότητες με αυτό του Τακουάν, μιας και η σκέψη της θεάς Κάνον είναι από τις σημαντικότερες στην εκμάθηση της πολεμικής τέχνης. (ΔΕΣ: “Ανοιχτός Νους, Υπερβατισμός και Πολεμικές Τέχνες)

Το βιβλίο του Μουσάσι χωρίζεται σε πέντε κύκλους, τέσσερις από τους οποίους είναι τα στοιχεία της φύσης, γη, νερό, φωτιά, αέρας, και ο τελευταίος αποτελεί τον κύκλο του Κενού. Στο έργο του Μουσάσι γίνεται λίγη αναφορά στη φιλοσοφία του Κενού σε σύγκριση με την έκταση των προηγούμενων κεφαλαίων, αυτός όμως που ξέρει να διαβάσει ανάμεσα από τις λέξεις μπορεί να καταλάβει το σκοτάδι που κρύβεται από πίσω.

«Στο κενό δεν υπάρχει κακία, αλλά μόνο αρετή. Η σοφία έχει ύπαρξη, η αρχή έχει ύπαρξη, ο Δρόμος έχει ύπαρξη, το πνεύμα είναι ανυπαρξία.»

Μία ακόμη φράση γραμμένη μέσα στο βιβλίο «κατάλαβε όλα όσα δε φαίνονται με γυμνό μάτι, ακόμα και τα πιο ασήμαντα.» υποδεικνύει πως η τεχνική του χαραγκέι ήταν μια προϋπόθεση για να προχωρήσει ο μυημένος σε οποιαδήποτε πολεμική τέχνη. Φυσικά, η έννοια του Νερού κατέχει μεγάλη θέση στη φιλοσοφία του Μουσάσι. Το Νερό από την αρχέγονη εποχή αποτελούσε μία γέφυρα με τη μεταφυσική. Στην φιλοσοφία του Μουσάσι, η τέχνη του Νι Τεν Ιτσι Ρίου είναι νερό, ο Νούς του είναι νερό.

Έχουμε ξαναπεί, ότι στην ανατολική σκέψη δεν υπάρχει δυισμός. Το σώμα δεν θεωρείται κατώτερο της σκέψης, δεν θεωρείται κλουβί της σκέψης. Ο άνθρωπος είναι ένα ψυχοσωματικό όν και οι δυνατότητες του φτάνουν στο έπακρο όταν συνδυάζονται όλα τα μέρη του στο ύψιστο των δυνατοτήτων τους.

Το Νερό αποτελεί την έκφραση με την οποία θα συνδυαστούν αυτά. Φυσικά πρέπει να καταλάβουμε ότι όταν χρησιμοποιείτο στον λόγο τα στοιχεία της Φύσης, είναι με την μεταφορική έννοια τους. Έτσι όπως το Νερό κυλάει ασταμάτητα και δεν εμποδίζεται από τίποτα, το ίδιο πρέπει να γίνεται όχι μόνο με το Νου, αλλά και το σώμα. Οι κινήσεις είναι η μία συνέχεια της άλλης σαν ένας αρμονικός χορός. Ο Νους ανοιχτός και σε ετοιμότητα για τα πάντα. Η ετοιμότητα ωστόσο, δεν τον κάνει να κολλά σε συγκεκριμένη κατεύθυνση. Μιας και είναι ανοιχτός, οποιοδήποτε ερέθισμα δεχτεί, μπορεί να απαντήσει.

Η υπερβατικότητα στον Μουσάσι κρύβεται ακριβώς εκεί όπου ζητά από τον Νου να αφυπνιστεί. Φυσικά υπάρχει μια τεράστια διαφορά ανάμεσα στον Μουσάσι και τον Τακουάν. Ο πρώτος ήταν σαμουράι, ο οποίος δεν ηττήθηκε ποτέ και ο δεύτερος ήταν βουδιστής ζεν. Για τον Μουσάσι πρώτιστη σημασία είχε η πλήρης αποδοχή του θανατού, ενώ για τον Τακουάν πρώτιστης σημασίας ήταν η ζωή. Σε αυτό το σημείο μπορούμε να επαληθεύσουμε αυτό που είπαν και οι δύο για τους δρόμους. Δρόμοι υπάρχουν πολλοί. Ο καθένας διαλέγει ότι είναι πιο κοντά «στη φύση» του. Ότι του αρέσει περισσότερο, ότι του ταιριάζει περισσότερο. Όμως όσοι Δρόμοι κι αν υπάρχουν, προορισμός είναι ένας!

Τι σημαίνει πνεύμα; Να μπορείς να δεις ότι νομίζεις πως δεν θα μπορούσες να δεις. Να μπορείς να αισθανθείς ότι πίστευες πως δεν ήταν «αληθινό». Να μπορέσεις να δεις τον εαυτό σου ένα μέρος του κόσμου. Όταν ο Νους ανοίξει τότε τα υλικά όρια θα αναιρεθούν. Γιατί όλα βρίσκονται μπροστά μας, κάτω από τη μύτη μας και περιμένουν να τα «δούμε».

Η ευτυχία δεν είναι στόχος, είναι τρόπος

Η ευτυχία δεν είναι ένας σταθμός στον οποίο φτάνεις, αλλά ένας τρόπος να ταξιδεύεις. -Margaret Lee Runbeck

Ευτυχία είναι να ξέρεις τα όριά σου και να σου αρέσουν. -Romain Rolland

Και μόνο το γεγονός ότι υπάρχεις είναι αληθινή ευτυχία. -Blaise Cendrars

Η ευτυχία έχει γίνει η συλλογική ψευδαίσθηση με την οποία ζει η εποχή μας. -Pascal Bruckner

Η ευτυχία είναι μια κατεύθυνση, δεν είναι μέρος. -Sydney J. Harris

«You can’t always get what you want
But if you try sometime you find
You get what you need».
Rolling Stones

Υπάρχουν δυο δρόμοι για την ευτυχία.

Ο πρώτος είναι να βελτιώσεις τις εξωτερικές συνθήκες.

Ο δεύτερος είναι να βελτιώσεις τις εσωτερικές συνθήκες.

Στην πρώτη οδό υπάρχει η σπάνια περίπτωση της τυχαίας βελτίωσης. Αυτή μπορεί να είναι οικονομική (το τζόκερ, μια απροσδόκητη κληρονομιά), αισθηματική (να «πέσεις» πάνω στο άλλο σου μισό), κοινωνική (να τύχουν όλες οι συγκυρίες ώστε η χώρα-πόλη-γειτονιά όπου ζεις, να αναβαθμιστεί -χωρίς να χρειαστεί να εξεγερθεί και να πεθάνει κανένας).

Στην περίπτωση της τυχαίας βελτίωσης είσαι απλώς τυχερός, αν και συνήθως δεν γίνεσαι τόσο ευτυχισμένος όσο νομίζεις ότι θα γινόσουν. Γιατί δεν έχεις προσπαθήσει για τίποτα, οπότε δεν σου «αξίζει» αυτή η βελτίωση. Και το νιώθεις.

Έρευνες που έκαναν νευροψυχολόγοι έδειξαν ότι μετά από μια τέτοια σπάνια τύχη το επίπεδο ευτυχίας ανεβαίνει για λίγο καιρό, αλλά μετά επιστρέφει στα προηγούμενα επίπεδα (Το ίδιο συμβαίνει με τραγικούς τραυματισμούς και απώλειες συγγενικών προσώπων: Μετά την αρχική άνοδο της δυστυχίας το άτομο επιστρέφει στο προηγούμενο επίπεδο).

Πιο συνηθισμένο και πιο αποτελεσματικό είναι να αλλάξεις εσύ τις εξωτερικές συνθήκες. Αυτό απαιτεί πρώτα απ’ όλα θάρρος. Θάρρος να αντιμετωπίσεις την αλήθεια.

Να αναρωτηθείς: «Γιατί δεν είμαι αρκετά ικανοποιημένος με όσα ζω;» Ή «γιατί είμαι δυστυχισμένος;»

Αν κατηγορείς μόνο τους άλλους, τότε δεν μπορείς ν’ αλλάξεις τίποτα. Γιατί περιμένεις ν’ αλλάξουν εκείνοι, ενώ πιστεύεις ότι εσύ ποτέ δεν έκανες κάποιο λάθος.

Αν κατηγορείς μόνο τον εαυτό σου, πάλι κάνεις λάθος. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάς ότι γεννιέσαι μέσα σε κάποια ready made κοινωνία -και είναι μερικώς προκαθορισμένος ο ρόλος που «πρέπει» να παίξεις.

Για ν’ αλλάξουν οι εξωτερικές συνθήκες, για να βελτιωθεί η ζωή σου (όχι τυχαία) πρέπει ν’ αγωνιστείς, να παλέψεις.

Δεν γίνεται να περιμένεις απ’ τους πολιτικούς να φτιάξουν μια πιο δίκαιη κοινωνία.

Ούτε μπορείς να γίνεις σπουδαίος καλλιτέχνης-επιστήμονας-επαγγελματίας-γονιός-άνθρωπος, ενώ ξοδεύεις τις μέρες σου άσκοπα, χωρίς κόπο, πιστεύοντας ότι το αδιάφορο σύμπαν θα συνομωτήσει για να πάνε όλα καλά.

Δεν μπορείς να είσαι το «άλλο μισό» ενός ανθρώπου χωρίς να κάνεις τίποτα γι’ αυτόν. Ο έρωτας χρειάζεται αυταπάρνηση, όπως κι η τέχνη, όπως κι η επανάσταση.

Για ν’ αλλάξεις τις εξωτερικές συνθήκες πρέπει να τα δώσεις όλα. Αλλά και πάλι, αυτό δεν αρκεί.

Ποτέ δεν θα καταφέρεις να φτιάξεις μια τέλεια κοινωνία, ένα τέλειο έργο, να ζήσεις για πάντα έναν τέλειο έρωτα.

Δεν υπάρχει «τελειότητα», είναι μία ακόμα ανθρώπινη λέξη -δίχως νόημα πέρα από αυτό που της δίνουμε.

Ο δεύτερος δρόμος προς την ευτυχία περνάει από μέσα μας.

Δεν θα τον αποκαλέσω αυτογνωσία, γιατί αυτή είναι μια λέξη που έχει κοσμήσει -και διακοσμήσει- πολλούς Οδηγούς Ευτυχίας.

Ας τον πούμε καλύτερα συνειδητότητα.

Ο άνθρωπος που κατέχει υψηλό βαθμό συνειδητότητας αντιλαμβάνεται καλύτερα τις δυνάμεις του. Ξέρει τι μπορεί να κάνει και τι δεν μπορεί, τι μπορεί ν’ αλλάξει -πόσα μπορεί ν’ αλλάξει. Και προσπαθεί να αγαπήσει, να αποδεχτεί τουλάχιστον, αυτό που ήδη έχει.

Δεν αλλάζει τον κόσμο, αλλάζει τον τρόπο που βλέπει τον κόσμο.

Ψάχνει αιτίες και λόγους που θα κάνουν πιο ενδιαφέρουσες τις ήδη υπάρχουσες εξωτερικές συνθήκες. Αλλάζοντας το υποκειμενικό πρίσμα βελτιώνει τη θέση του.

Αντί να ψάχνει για κάποια καλύτερη δουλειά, εστιάζει στα πλεονεκτήματα της δουλειάς που έχει. Αντί να προσπαθεί για μια τέλεια κοινωνία δίνει τον εαυτό του στην κοινωνία όπου ζει. Αντί να γυρεύει το «άλλο μισό», απολαμβάνει τη σχέση που ήδη έχει -με όλα τα προβλήματά της.

Ίσως θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο πρώτος δρόμος προς την ευτυχία είναι ο δρόμος της εξωστρέφειας, ενώ ο άλλος της εσωστρέφειας.

Το σίγουρο είναι ότι για να φτάσεις όσο γίνεται πιο κοντά στην πολυπόθητη ευτυχία πρέπει να περπατάς και στους δύο δρόμους. (Ή μήπως η ευτυχία είναι ο ίδιος ο δρόμος;)

Αν ξεχαστείς στον δρόμο της εξωστρέφειας, και παλεύεις διαρκώς για ν’ αλλάξεις τις εξωτερικές συνθήκες, θα κουραστείς πολύ γρήγορα. Όχι γιατί «αυτός ο κόσμος δεν αλλάζει ποτέ», αλλά γιατί ποτέ οι αλλαγές δεν θα είναι ικανοποιητικές.

Αν ξεχαστείς στο δρόμο της εσωστρέφειας ίσως να νιώσεις περισσότερο ικανοποιημένος. Χαμένος στη στωική αποδοχή των πάντων νομίζεις ότι είσαι ευτυχισμένος, ότι είσαι ελεύθερος ίσως.

Μαθαίνεις να αρκείσαι σε όσα έχεις-είσαι-κάνεις, και επαναπαύεσαι.

Oι σχέσεις σου είναι εντάξει-μωρέ, η ζωή σου είναι εντάξει-μωρέ, κι είσαι εντάξει (μωρέ) που έζησες άλλη μια μέρα, ακόμα και στο κάτεργο.

Αν θέλαμε να προσωποποιήσουμε τους δύο δρόμους στην υπερβολή τους θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο πρώτος είναι του «αγωνιστή» που ποτέ δεν χαίρεται τίποτα, γιατί ποτέ αυτό δεν είναι αρκετό.

Η Καζαντζακική ρήση «φτάσε όπου δεν μπορείς» έχει καταστρέψει πολλές ζωές.

Ο κατά Καζαντζάκη αγωνιστής θέλει λίγη περισσότερη ελευθερία, λίγη παραπάνω ευθύνη, λίγο παραπάνω χρήμα, λίγη πιο πραγματική δημοκρατία, περισσότερους θαυμαστές, περισσότερους αναγνώστες, περισσότερους αγοραστές, περισσότερη διασκέδαση, περισσότερα επιτεύγματα, περισσόττερη δικαιοσύνη, περισσότερη αναγνώριση, περισσότερο έρωτα-σεξ, όλο και κάτι περισσότερο.

Από την άλλη έχουμε τον εκνευριστικά γαλήνιο άνθρωπο (αναφερόμαστε πάντα στην υπερβολή της) που ενώ τριγύρω ο κόσμος μας καταρρέει πίνει το φρέντο του και σφυρίζει αδιάφορα, περιμένοντας ν’ ανθίσουν οι γαρδένιες.

Αυτόν τον τύπο ανθρώπου ας τον πούμε «think positive whatever happens».

Η Παουλοκοελική ρήση «αν θέλεις κάτι πραγματικά…» έχει καταστρέψει ακόμα περισσότερες ζωές.

Αν η κοινωνία μας αποτελούνταν μόνο από τα δύο αυτά άκρα τύπων, θα είχαμε ήδη εξαλειφθεί ως είδος.

Γιατί δεν μπορεί να υπάρξει ευτυχία δίχως αγώνα για τελειότητα ούτε όμως δίχως αποδοχή της ατέλειας.

Ο συνειδητοποιημένος άνθρωπος ευτυχεί και προσφέρει περισσότερα. Δίνεται σ’ αυτό που αγαπάει, αλλά ξέρει μέχρι πού μπορεί να φτάσει η προσφορά του. Παίρνει όσα μπορεί να πάρει, αλλά αποδέχεται και την αβαρία -ως μέρος της πραγματικότητας όπου ζει.

Ο άνθρωπος που περπατάει σαν σχοινοβάτης, ξέρει πότε πρέπει να σταματήσει την προσπάθεια για ν’ αγναντεύσει το ηλιοβασίλεμα.

Μια ζωή χωρίς απολαύσεις είναι μισή ζωή ή -έστω- βαρετή ζωή («Βίος ανεόρταστος μακρά οδός απανδόκευτος», έγραφε ο ατομικός Δημόκριτος).

Οι εμμονές βλάπτουν την ψυχική υγεία και την κοινωνία.

Ένας άνθρωπος δογματικός, προσκολλημένος στο στόχο του, ακόμα κι αν θεωρείται ευγενής στόχος, θ’ αφήσει πολλά πτώματα πίσω του, αφού ο σκοπός (του) αγιάζει τα μέσα (του).

Το τελευταίο πτώμα θα είναι το δικό του.

Κι εκείνος που αποδέχεται τον κόσμο στωικά, έτσι όπως έρχεται, βλέποντας όμορφα αστέρια στο κίτρινο Αστέρι του Δαυίδ που τον ανάγκασαν να φοράει, θα συναντήσει στωικά τον δημιουργό του στα κρεματόρια.

Βασιλική οδός για τη γεωμετρία δεν υπάρχει, είχε πει ο Ευκλείδης σε κάποιον βασιλιά. Αν θες να εξελιχτείς, σε οποιονδήποτε τομέα σε ενδιαφέρει, πρέπει να αγωνιστείς.

Όσο όμως αγωνίζεσαι θυμήσου να σταματάς για λίγο, να πηγαίνεις στο πανδοχείο του Δημόκριτου, και να απολαμβάνεις αυτό που ήδη έχεις.

Η ευτυχία βρίσκεται στη μέση οδό. Ανάμεσα στο τέλειο και στο ατελές, ανάμεσα στο όλα και στο τίποτα, ανάμεσα στο για πάντα και το τώρα.

Όπως είπε κι ένας πυγμάχος στον συγγραφέα Φίλιπ Ροθ: «Κάνε ό,τι μπορείς, με ό,τι έχεις.»

Αλλά μη σκας και πολύ, είσαι περαστικός, όχι ιδιοκτήτης αυτού του κόσμου -μπορείς ν’ αφήσεις και λίγα νοίκια απλήρωτα όταν μετοικήσεις.

Όπως φαίνεται απ’ την εποχή του Θαλή του Μιλήσιου μέχρι σήμερα οι άνθρωποι ψάχνουν κι αναρωτιούνται για την Ευτυχία.

Κι ακόμα δεν έχουν καταλήξει κάπου.

Αν ο νους σου είναι φρέσκος, είναι φρέσκος και ο κόσμος

Χάνε το παρόν και θα ζεις μια ζωή πληκτική, βαρετή, ανιαρή. Να είσαι στο παρόν και θα εκπλαγείς που τίποτα δεν είναι πληκτικό.

Άρχισε κοιτάζοντας γύρω σου λίγο περισσότερο σαν παιδί. Γίνε και πάλι παιδί! Έχεις ξεχάσει την αμεσότητα, την οικειότητα.

Έχεις κόψει τις γέφυρες. Η γνώση λειτουργεί σαν τοίχος. Η αθωότητα λειτουργεί σαν γέφυρα.
Άρχισε να κοιτάζεις πάλι σαν παιδί.

Πήγαινε στην παραλία κι άρχισε να μαζεύεις κοχύλια. Δες ένα παιδί που μαζεύει κοχύλια. Είναι τόσο συγκλονισμένο, λες κι έχει ανακαλύψει ολόκληρο ορυχείο διαμαντιών.

Δες το παιδί που φτιάχνει κάστρα από άμμο, πόσο απορροφημένο είναι, σαν να μην υπάρχει τίποτα σπουδαιότερο στον κόσμο από το να φτιάχνει κάστρα.

Μη ζεις σαν να γνωρίζεις. Δεν γνωρίζεις τίποτα! Τη στιγμή που γνωρίζεις κάτι, εμφανίζεται η πλήξη. Η διαδικασία της γνώσης είναι τέτοια περιπέτεια, στην οποία δεν μπορεί να υπάρξει η πλήξη. Με τη γνώση, ασφαλώς μπορεί να υπάρξει. Με τη διαδικασία της γνώσης όμως δεν υπάρχει.

Και να σου θυμίσω ότι δεν μιλάω για καμιά θεϊκή γνώση, για καμιά εσωτερική γνώση, απλώς μιλάω γι' αυτήν εδώ τη ζωή.

Απλώς κοίταξε γύρω σου με λίγο περισσότερη καθαρότητα, λίγο περισσότερη διαύγεια και θα δεις η ζωή δεν είναι καθόλου πληκτική, αλλά ότι είναι καταπληκτική.

Αν όλα σου φαίνονται παλιά, αυτό σημαίνει ο νους σου είναι παλιός, έχει μουχλιάσει.

Αν ο νους σου είναι φρέσκος, είναι φρέσκος και ο κόσμος. Το ζήτημα δεν είναι ο κόσμος, αλλά ο καθρέφτης.

Αν υπάρχει σκόνη πάνω στον καθρέφτη, τότε ο κόσμος είναι παλιός. Αν δεν υπάρχει σκόνη, τότε πως μπορεί να είναι παλιός;

Αν τα πράγματα παλιώνουν, τότε νιώθεις πλήξη. Όλοι νιώθουν πλήξη μέχρι θανάτου.

Κοίταξε τα πρόσωπα των ανθρώπων.

Κουβαλάνε τη ζωή σαν βάρος, τη βαριούνται, δεν έχει νόημα γι’ αυτούς, μοιάζει με εφιάλτη, με κακό αστείο, με κόλπο που κάνει κάποιος εναντίον τους για να τους βασανίσει. Έτσι, η ζωή δεν είναι γιορτή, δεν μπορεί να είναι. Πώς να είναι γιορτή, όταν ο νους είναι βαρύς, γεμάτος αναμνήσεις; Μα ακόμα κι όταν γελάς, το γέλιο σου κουβαλάει την πλήξη σου. Κάνεις προσπάθεια για να γελάσεις και γελάς μόνο από ευγένεια.

Τι σε ενδιαφέρει το τι κάνει ο άλλος;

“Για αυτούς που μισούν κάτι που τυχαία δεν είναι.”

Σε όλη την υφήλιο, τα ανθρώπινα όντα αντί να συνειδητοποιήσουν ότι έχουν μόνο ο ένας τον άλλον, δηλητηριάζουν όπως μπορούν ο ένας τον άλλον…!

Πολλές φορές έχουμε σκεφτεί την αιτία που τους οδηγεί σε αυτή την αρνητική στάση ζωής. Ευθύνεται η οικογένεια και τα πρότυπα συμπεριφοράς που προβάλλει, θα υποστηρίξει πιθανόν ένας κοινωνιολόγος. Είναι ψυχολογικό πρόβλημα, θα επισημάνει ο ψυχολόγος, αλλά όλοι πολύ καλά γνωρίζουμε ότι λόγω της ολέθριας πραγματικότητας που βιώνουμε οδηγείται κάνεις σε κάτι τέτοιο.

Το άτομο δεν έχει συμπεριλάβει στο λεξικό του τις λέξεις αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση.

Με αυτόν τον ευάλωτο ψυχισμό θα οδηγηθεί στο ρατσισμό με σκοπό να νιώσει “καλύτερα”.
Τι γίνεται;

Το αίσθημα της ουτοπίας χάθηκε.

Όταν δεν αντέχεις να παλεύεις με τη πραγματικότητα, σταματάς την αυτοκριτική και αρχίζεις την κριτική. Αυτό είναι το πρώτο λάθος.

Άνθρωπε μου ,τι σε ενδιαφέρει το τι κάνει ο άλλος;

Στη συνέχεια, δεν αρκείσαι μόνο σε αυτή, αλλά αρχίζεις τις υποδείξεις και τα ειρωνικά σχόλια. Σφάλμα δεύτερο.

Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να υποτιμάς την αξιοπρέπεια του άλλου. Γίνεσαι αγενής, χάνεις τη παιδεία που τόσα χρόνια πάσχιζες να αποκτήσεις και μένεις με την εκπαίδευση και μόνο.

Αφού λοιπόν τα είπες και ησύχασες, θέλω να σε δω πως θα κοιμάσαι. Χωρίς Ερινύες; Είσαι πλέον χαρούμενος, κάλυψες όλες τις ανασφάλειες σου μειώνοντας τον άλλο και τώρα νιώθεις τέλειος;
Γελιέσαι. Αυτή είναι η αρχή του τέλους σου!

Σου αρέσει λοιπόν . Θυμήσου όμως το πόσο σοφό είναι το να μην κάνεις αυτό που δε θες να σου κάνουν. Σκέψου να ήσουν στη θέση του…

Άραγε αν πράττεις έτσι, σου αξίζει ο χαρακτηρισμός “άνθρωπος” ή μήπως όχι;

Η "ανάγκη" για αγάπη δημιουργεί εξάρτηση και φέρνει μόνο δυστυχία

Η εξάρτηση είναι μια κατάσταση στην οποία εμπλέκεται κάποιος, όταν στην προσωπικότητα του έχει εξαρτητικά στοιχεία που προκαλούνται από ελλείμματα κυρίως της παιδικής του ηλικίας. Οι τραυματικές εμπειρίες του παρελθόντος ασκούν καταλυτική επίδραση στην δόμηση της αυτοεκτίμησης του και επιζητά μέσα από σχέσεις ή καταστάσεις, στις οποίες εμπλέκεται με πάθος, να θεραπευτεί μέσα από αυτές. Τα αλλεπάλληλα γιατί, που έχουν στοιχειώσει την σκέψη του, σκηνοθετούν ένα πέπλο ομίχλης, το οποίο τον εμποδίζει να αντικρίσει καθαρά την πραγματικότητα όπως ξετυλίγεται και να πάρει αποφάσεις για την στάση που θα κρατήσει σε αυτήν.

Η προσκόλληση σε ένα άνθρωπο συντηρεί την ψευδαίσθηση ότι αυτή η σχέση θα του παρέχει το μαγικό φίλτρο που θα γιατρέψει τις πληγές του, θα τον σώσει από τον όλεθρο του παρελθόντος. Εκείνο που κυριαρχεί είναι το πάθος, ο έλεγχος, η τάση να αλλάξει ο ένας τον άλλον, η έλλειψη εκτίμησης, η πίεση, η ανυπομονησία, η υπερβολή κι η εξάρτηση του ενός από τον άλλον, η δεκτικότητα στον πόνο και ένα αίσθημα ανικανοποίητου, σαν κάτι να λείπει το οποίο δεν καλύπτεται ποτέ.

Η εξάρτηση υφαίνεται γύρω από την ανάγκη να καλυφθούν τα ελλείμματα και για αυτό εστιάζεται σε σημεία, από τα οποία θαμπώνονται και οι δυο και βιάζουν την σχέση, ώστε να πάρει ο ένας από τον άλλον, συχνά με αρπακτική διάθεση, αυτό που χρειάζονται για να ολοκληρωθούν.

Νιώθουν ασφάλεια και άνεση μόνο στην ομοιότητα, ενώ παραμένουν μαζί από φόβο, ανασφάλεια, μοναξιά. Οι φίλοι παραμελούνται, η κοινωνική ζωή περιορίζεται. Δεν μπορούν να ενθαρρύνουν ο ένας την εξέλιξη του άλλου, γιατί φοβούνται τις αλλαγές. Υπάρχουν συναισθήματα ζήλειας, κτητικότητας, ανταγωνισμού, ανάγκη προστασίας των "κεκτημένων", παθητική ή επιθετική χειραγώγηση και προσπάθεια αλλαγής του άλλου σύμφωνα με τα εκάστοτε πρότυπα.

Δεν υπάρχει αυτονομία, γιατί κατακυριεύονται από τα προβλήματα της σχέσης, από τις επιπτώσεις τους στα συναισθήματά τους και από την επίλυσή τους. Οι συζητήσεις γίνονται με βάση τις κατηγορίες, την υπεράσπιση του εαυτού ή τον χειρισμό του άλλου σε ένα αδιέξοδο κλίμα. Το σεξ αποτελεί μέσο πίεσης από φόβο, ανασφάλεια και ανάγκη για άμεση ικανοποίηση.

Όσοι συνδέονται εξαρτητικά, νιώθουν απεγνωσμένα την ανάγκη να ελέγχουν τον άνθρωπο που αγαπάνε, επειδή στην παιδική τους ηλικία η οικογένεια τους δεν μπορούσε να αποτελέσει πηγή προστασίας και ασφάλειας για εκείνους και προσπαθούσαν συνεχώς να ελέγξουν την κατάσταση για να μη ξεχειλίσει. Έτσι έμαθαν να ελέγχουν τα συναισθήματά τους και να μην τα αφήνουν ελεύθερα να ξεδιπλώνονται σε μια συναισθηματική σχέση, επειδή καθετί μη ελέγξιμο εντείνει την ανασφάλεια και τον τρόμο του κενού, στον οποίο βυθίστηκαν στο παρελθόν.

Η δέσμευση με τους άλλους τους προκαλεί πανικό, από τον οποίο προκειμένου να προστατευτούν, ελέγχουν τα συναισθήματά τους, τους ανθρώπους τους και την κατάσταση την οποία ζουν. Υπερπροστατεύουν, λυπούνται, υποδεικνύουν, κινώντας τα νήματα του άλλου, αλλά δε συνδέονται. Αναζητούν συναισθηματική επαφή, αλλά, επειδή φοβούνται μήπως κατακλυστούν από τη δική τους ανάγκη για στοργή και φροντίδα, που έμεινε παραμελημένη χρόνια να επαιτεί, νιώθουν ασφάλεια μόνο αν διατηρούνται οι συναισθηματικές αποστάσεις και η αγωνία για την εξέλιξη της σχέσης. Αρχίζουν να νιώθουν φόβο και ανασφάλεια, αν κάποιος τους δίνεται πρόθυμα και επειδή υποτιμούν την αξία τους, μειώνουν την αξία των συναισθημάτων που δέχονται.

Η οργή, η δυσαρέσκεια, η ενοχή σαρώνουν τον ήδη ισοπεδωμένο ψυχικό τους κόσμο και μια αδικαιολόγητη αυτοκριτική αναστέλλει τις προσπάθειες τους για λύτρωση, ενώ οι αναίτιες αλλαγές διάθεσης τους εξαιτίας της πυρπόλησης των συναισθημάτων που δεν βρίσκουν διαφυγή, απανθρακώνουν την δύναμη τους και συνθλίβουν τον ψυχισμό τους. Ο παρορμητισμός εξαιτίας της έντασης των συναισθημάτων που προσπαθούν να αποφορτιστούν, αποδιοργανώνει την σκέψη τους και αποσυντονίζει τις πράξεις τους.

Η παθητικότητα εναλλάσσεται με την επιθετικότητα, ώσπου αυτά τα δυο σχηματίζουν ένα φαύλο κύκλο στον οποίο εγκλωβίζονται. Δεν ασχολούνται με σημαντικές αποφάσεις της ζωής τους, με τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους και δεν αξιοποιούν τα συναισθήματα τους, προκειμένου να πάρουν τις σωστές επιλογές για την βελτίωση της ζωής τους, αλλά ξοδεύουν την ενεργητικότητα τους με λάθος τρόπο.

Είναι εθισμένοι στον συναισθηματικό πόνο, γιατί έζησαν με αυτόν και αποτελεί πλέον αναπόσπαστο τμήμα του εαυτού τους. Επειδή η ψυχή τους έχει απορροφήσει οδύνη, αναζητούν έντονες συναισθηματικές εμπειρίες, ανακυκλώνοντας την αγωνία που νιώθουν, γιατί δυσκολεύονται να αποδεχτούν τα επώδυνα συναισθήματα που υπάρχουν μέσα τους τον πόνο, τον φόβο, την οργή και να μάθουν να τα αξιοποιούν.

Η σκέψη αποπροσανατολίζεται και προσωρινά ο πόνος καταλαγιάζει, εξαιτίας του ενθουσιασμού που προσφέρει η νέα σχέση, που τρέφει τις ψευδαισθήσεις τους. Αυτοί οι άνθρωποι βέβαια αποδεικνύονται για μια ακόμα φορά ο εφιάλτης τους και αναβιώνουν τα ίδια συναισθήματα μαζί τους, μπαίνοντας σε ένα λαβύρινθο χωρίς διέξοδο και για τους δυο τους, ώσπου έρχεται η κατάθλιψη να σκεπάσει με το θολερό της μανδύα τη ζωή τους.

Οι επιτυχίες σε επαγγελματικό ή μορφωτικό επίπεδο δεν τους προσφέρουν ικανοποίηση, γιατί δεν μπορούν να αντισταθμίσουν την αποτυχία που αισθάνονται κάθε φορά που ο σύντροφος δεν ανταποκρίνεται στα συναισθήματά τους, τη ματαίωση που σαν θύελλα ανεμοδέρνει την ελπίδα τους, την προδοσία που εξαργυρώνει την ανέλπιδη προσπάθεια τους.

Έτσι η αυτοπεποίθηση τους μειώνεται συνεχώς, η θετική εικόνα του εαυτού συρρικνώνεται, τα συναισθήματα αποτυχίας τους κατακλύζουν, ενώ σιγά-σιγά εξασθενούν τα ενδιαφέροντά τους, μέχρι που χάνονται. Δεν απολαμβάνουν την χαρά, γιατί φοβούνται πως πάντα κάτι κακό θα συμβεί που θα ανατρέψει την αισιοδοξία τους και θα επιφέρει τον όλεθρο, οπότε η ελπίδα δεν βρίσκει μια γρίλια ελευθερίας να τους διαπεράσει και να τους φωτίσει.

Αισθάνονται πως κάτι δεν πάει καλά με εκείνους, ντρέπονται για τον εαυτό τους, δεν προβάλλουν τα επιτεύγματά τους, κι όταν το κάνουν κατακλύζονται από δυσβάσταχτα αμφιθυμικά συναισθήματα που επισκιάζουν την ικανοποίησή τους, γιατί υπόγειες κραυγές απαξίωσης γιγαντώνουν τους φόβους τους, που με τις φλόγες τους καίνε την επιθυμία τους.

Οι σπόροι της επιθυμίας τους φυτρώνουν σε μια Προκρούστεια κλίνη, όπου όταν συνειδητοποιήσουν πως αυτό που λαχταρούν είναι μεγαλύτερο από εκείνο που τους υπαγορεύει η σκιώδης τους εικόνα, το πετσοκόβουν αλύπητα, ενώ, αν είναι μικρότερο, το επικρίνουν αυστηρά, τραβώντας χωρίς έλεος τα άκρα του, να μεγαλώσει πρόωρα και ας συρρικνώνεται εκείνο τελικά κάτω από την αδίστακτη κριτική τους.

Σταδιακά έρχονται τα επαγγελματικά και οικονομικά προβλήματα να τους αποδυναμώσουν, η συναισθηματική δυσφορία τυλίγεται σαν βρόχος στο λαιμό τους, και ο αέρας ελευθερίας παύει να πνέει στις αποφάσεις τους. Αρχίζουν να αποφεύγουν ανθρώπους που διευκολύνουν το αίσθημα απελευθέρωσης μέσα τους, γιατί τους κάνουν να έρχονται σε επαφή με την αλήθεια τους και επιλέγουν εκείνους που τους ελέγχουν και τους κρατούν αιχμάλωτους στην παθητική τους στάση, εξουσιάζοντας τα συναισθήματά τους, όπως κάνουν και εκείνοι στα δικά τους.

Η εύθραυστη ψυχική τους υγεία εντείνει την εξαρτητική τους διάθεση και εμφανίζονται συμπτώματα όπως λαιμαργία ή ανορεξία, η εξάρτηση από το αλκοόλ, τα χάπια, ή κατατρύχονται από ψυχικές διαταραχές, οι οποίες επιδεινώνουν την σωματική τους υγεία. Όλη τους την ενέργεια τη δίνουν στην εργασία τους, στην οποία δίνονται με μανιακό τρόπο, προσκολλούνται σε ενδιαφέροντα που τους κρατάνε μακριά από το σπίτι τους, αισθάνονται μίσος και ζήλεια για όλους εκείνους που προσπαθούν για την ζωή τους με φυσιολογικό τρόπο, ενώ ο παράλογος τρόπος σκέψης κλονίζει την ψυχική τους ισορροπία και παρουσιάζονται φαινόμενα, όπως παραλογισμός, ακαθόριστοι φόβοι, και είτε αδυνατούν να αντιδράσουν είτε η επιθετικότητα τους γίνεται βία που εκδηλώνεται με αυτοκαταστροφικό τρόπο ή εξαπολύεται στους άλλους. Το νόημα της ζωής τους ασθενεί και συννεφιασμένες σκέψεις ρίχνουν το πέπλο σε κάθε αχτίδα φωτός, η οποία χρειάζεται πίστη για να προβάλει διάχυτα και να τους λούσει με ελπίδα για την ζωή τους.

Η βαθιά και ουσιαστική αγάπη είναι μια βαθιά δέσμευση, όπου δυο άνθρωποι μοιράζονται συναισθήματα, επιθυμίες, βασικές αξίες, ενδιαφέροντα και στόχους, ενώ τα μεστά στοιχεία της σχέσης τους είναι η αμοιβαία αποδοχή, η συναισθηματική κατανόηση, η επιθυμία του ενός για τον άλλον. Η κατανόηση και η αποδοχή ομορφαίνει τον εσωτερικό τους κόσμο, πλουταίνει την αξία τους, δίνει ώθηση στις πρωτοβουλίες τους και ενισχύει την αίσθηση αυτονομίας τους.

Η έγνοια του ενός προς τον άλλον είναι εμφανής, ενώ συνάμα σέβονται τον εαυτό τους και η συναισθηματική κατάσταση του ενός δεν επηρεάζει τη διάθεση του άλλου και την αποφασιστικότητά του να δράσει ανεξάρτητα, όταν χρειάζεται. Η εξέλιξη του καθενός ενθαρρύνεται, γιατί νιώθουν ασφάλεια με τον εαυτό τους και δίνουν αξία στον σύντροφό τους. Η γαλήνη τούς περιτυλίγει και κάνει καθετί καλό μέσα τους να αναδύεται και να θέλουν να το επικοινωνήσουν με τους άλλους.

Η εμπιστοσύνη και η αποδοχή της ατομικότητας του άλλου γεννούν την άνεση και την ευχαρίστηση ανάμεσά τους. Το σεξ αποτελεί έκφραση οικειότητας, όπου το σώμα παραδίδεται στην επιθυμία και μέσω αυτής ανοίγεται στην αμοιβαιότητα της απόλαυσης. Η επικοινωνία κυλάει ελεύθερη ανάμεσά τους και οι διαφορές επιλύονται με σεβασμό ανάμεσά τους. Είναι ειλικρινείς μεταξύ τους και το αίσθημα οικειότητας χαρίζει το ζεστό άγγιγμα στην ψυχή τους, όπου επιτρέπει στον καθένα να είναι πιο εκφραστικός στα συναισθήματά του, πιο δημιουργικός σε εκείνα που οραματίζεται και πλάθει, πιο παραγωγικός σε εκείνα που ποθεί να κυοφορήσει.

Η εποποιία του υλισμού

Αν πιστέψουμε τον ίδιο, ο Ρωμαίος Λουκρήτιος, ο οποίος έζησε τον 1ο αιώνα π.Χ., δεν είχε άλλο σκοπό, γράφοντας το De natura rerum, παρά να αποδώσει σε στίχους την κάπως στεγνή ελληνική σοφία του Έλληνα Επίκουρου: το ποιητικό μέλι θα εξευγένιζε το πικρό φιλοσοφικό ποτήρι.

Πράγματι, βρίσκουμε, διατρέχοντας τους 7.400 στίχους, τις περισσότερες από τις σημαντικές θέσεις της επικουρικής παράδοσης. Ωστόσο το άφθονο, ζωντανό, πολύχρωμο κείμενο ξεφεύγει κατά πολύ από το διδακτικό αυτό πλαίσιο. Οι ήχοι ξεσπούν, οι εικόνες ταράζουν· το ποίημα ζει τη δική του ζωή, εξερευνά νέες τονικότητες. Το De natura rerum είναι ταυτόχρονα μία φιλοσοφική πραγματεία και ένα επικό θέαμα. Μεταφρασμένο σε πρόζα ή σε στίχους, το πυροτέχνημα αυτό διατηρεί και σήμερα μια εκπληκτική δύναμη.
 
Αλλά ο ισχυρός ποιητικός μηχανισμός του Λουκρήτιου νοείται ως πολεμική μηχανή, υπενθυμίζοντας και απεικονίζοντας μερικές ενοχλητικές αλήθειες: ο κόσμος (δεν) είναι (παρά) ύλη· το κάθε πράγμα, το σώμα όπως και η ψυχή, είναι το προϊόν μιας συνάντησης ατόμων, που μέλλει να διαλυθεί· η ζωή πρέπει να τείνει προς την ευχαρίστηση και την ειρήνη ·ο άνθρωπος πρέπει να φυλάγεται από την δεισιδαιμονία, να απελευθερώνεται από τους φόβους που ενσταλάζει και συντηρεί η θρησκεία. Βάζοντας έτσι σε μια τάξη το σώμα και τα πάθη, διώχνοντας τους θεούς, ο Λουκρήτιος φαίνεται αποφασισμένος να επωμιστεί το σκάνδαλο.
 
Σύμφωνα με τον σπουδαίο ιταλό φιλόλογο Luciano Canfora, ο οποίος προσπάθησε, βασιζόμενος σε πενιχρά στοιχεία, να ανασυνθέσει τη ζωή του ποιητή, το ανατρεπτικό αυτό περιεχόμενο του De natura rerum προκάλεσε γρήγορα την εχθρική αντίδραση του ρωμαϊκού κατεστημένου. Το ποίημα εμφανίστηκε ως μια “ενοχλητική παρουσία” στην εποχή του αυτοκράτορα Αυγούστου, και ακόμη περισσότερο στον χριστιανικό κόσμο του τέλους της Αρχαιότητας και του Μεσαίωνα. Σύμφωνα με τον Canfora, έτσι εξηγείται η αφάνεια στην οποία περιέπεσε ο Λουκρήτιος, παράλληλα με τους συκοφαντικούς θρύλους που συνδέθηκαν με το όνομά του (ο Άγιος Ιερώνυμος τον περιγράφει, πέντε περίπου αιώνες αργότερα, ως έναν δαιμονισμένο που κατέληξε στην αυτοκτονία).
 
Πριν από μερικά χρόνια, στο Quattrocento (εκδ. Flammarion, 2013), ένα βιβλίο που σημείωσε μεγάλη επιτυχία, ο Stephen Greenblatt εξιστόρησε την ανακάλυψη του χειρογράφου από τον Ιταλό ουμανιστή Poggio Bracciolini το 1417. Για τον Greenblatt, η ανάδυση αυτού του “πλήρους κιτ νεωτερικότητας”, με επίκεντρο τον άνθρωπο, τη φύση, τη δυναμική των ατόμων και της επιθυμίας, τη δυνατότητα της γνώσης και της εφεύρεσης, πρέπει να υπήρξε το προοίμιο της μεγάλης πνευματικής επανάστασης της Αναγέννησης.
 
Η επανακυκλοφόρηση του κειμένου του Λουκρήτιου, θα έθετε τα θεμέλια μιας υλιστικής και αθεϊστικής νεωτερικότητας και θα τροφοδοτούσε πνεύματα τόσο σημαντικά όσο οι Michel de Montaigne, Giordano Bruno, William Shakespeare και Thomas Hobbes.

Ενοχλημένος από την κάπως χολυγουντιανή αυτή ιστορία, ο φιλοσόφος Pierre Vesperini αφιέρωσε με τη σειρά του ένα ολόκληρο βιβλίο, που χαρακτηρίζεται από οξυδέρκεια και ευρυμάθεια, για να καταρρίψει την αφήγηση του Greenblatt.
  • Ο Λουκρήτιος; Περισσότερο δεξιοτέχνης στιχοποιός παρά ένθερμος οπαδός του Επίκουρου. Δούλευε για έναν φιλόδοξο αφεντικό που ήθελε να ωφεληθεί από το κύρος της ελληνικής φιλοσοφίας.
  • Το ποίημα; Δεν πρόκειται για φιλοσοφικό μανιφέστο, αλλά για ένα όμορφο σύνθετο αντικείμενο, μια σειρά από ετερογενή λαμπερά χωρία.
  • Ο αντίκτυπος του κειμένου; Πουθενά, μας διαβεβαιώνει ο Vesperini, δεν απαγορεύτηκε.
  • Ο Λουκρήτιος δεν εξαφανίστηκε ποτέ: διαβάστηκε, αντιγράφηκε, μελετήθηκε καθόλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα, χωρίς να υπερεκτιμηθεί η ανατρεπτικότητά του. Όσο για τον Pogge, ήταν ένας ουμανιστής με υψηλές γνωριμίες, που απείχε πολύ από το να είναι ριζοσπάστης.
Ούτε πραγματική απόκρυψη του έργου, ούτε μεγάλη λουκρητιανή επανάσταση επομένως; ‘Ισως. Αλλά το 1516, εκατό χρόνια μετά την ανακάλυψη του Pogge, μια σύνοδος καταδίκαζε εκ νέου το De natura rerum ως “ένα έκφυλο και επικίνδυνο έργο, στο οποίο γίνεται προσπάθεια με κάθε τρόπο να αποδείχθεί η θνησιμότητα της ψυχής”. Στις αρχές του δέκατου έβδομου αιώνα, όσοι υποστήριζαν, με τον τρόπο του Λουκρητίου, ατομιστικές, νατουραλιστικές ή υλιστικές θέσεις διέτρεχαν ακόμη μεγάλο κίνδυνο. Όπως συνέβη με τον Bruno, που εκτελέστηκε στη Ρώμη το 1600, ή με τον Giulio Cesare Vanini, που ρίχτηκε στην πυρά στην Τουλούζη το 1619.
 
Δεκαεπτά αιώνες μετά τη συγγραφή του, οι ιδέες του De natura rerum μύριζαν ακόμη καμένο ξύλο.

Fr. Kafka: Ίχνη ανα-τροπής

Φραντς Κάφκα: 1883–1924

Οι δεινοπαθούντες και οι αλυσίδες τους

§1

Τι καινούριο θα μπορούσε να αναζητήσει κανείς μέσα στο έργο του Κάφκα; Σε κάθε περίπτωση, η αξία αυτού του έργου έχει αποτιμηθεί και συνεχίζει να αποτιμάται δεόντως από την οπτική της αυστηρά λογοτεχνικής γραφής. Μέσα στην χειμαρρώδη ροή αυτής της γραφής υφαίνεται καθορισμένος χώρος του ανθρώπου που ομιλεί τη γλώσσα ενός ελευθεριακού ρομαντισμού και μιας σκεπτικιστικής δυσπιστίας απέναντι στις βολικές και όχι λιγότερο βολεματικές, αλλά και ξέπνοες ιδεολογίες της «προόδου». Συγχρόνως, στα σπλάχνα τούτης της γραφής κυοφορούνται όχι σπάνια εκρηκτικές αντι-στάσεις λόγου «σε μια εξουσία χωρίς όρια» (Adorno). Πράγματι, ένα προσεκτικό βλέμμα διακρίνει στα περισσότερα κείμενα του Κάφκα μια δρώσα αντί–δραση σε αλυσίδες «φτιαγμένες από γραφειοκρατικά χαρτιά»· αλυσίδες, με τις οποίες δεσποτικές εξουσίες ακινητοποιούν τους ανθρώπους και τους καταδικάζουν να βασανίζονται μέσα στην υποτέλεια. Έχοντας βιώσει ο ίδιος την αυταρχική

συμπεριφορά του πατέρα επεξεργάζεται ένα αντιαυταρχικό θεώρημα ζωής, που το θεματοποιεί μέσα στο έργο του ως αντίπαλο δέος των απανταχού δρώντων απρόσωπων μηχανισμών. Στο ημιτελές μυθιστόρημά του: ο Πύργος ο Κάφκα γίνεται αινιγματικά αποκαλυπτικός. Ένας ολόκληρος κόσμος είναι εγκλεισμένος, κατά τη συμβολική γλώσσα του τίτλου, εδώ μέσα σαν μέσα στην κόλαση. Η λύτρωση είναι απούσα. Αλλά η κόλαση αυτή δεν παραπέμπει μόνο στην έκπτωση του ανθρώπου, παρά θέτει και μια κάποια αναγκαιότητα της λύτρωσης.

§2

Η λύτρωση τούτη είναι ο κόσμος της αλήθειας, τον οποίο πρέπει να επιδιώκουμε να εγκαταστήσουμε μέσα στη ζωή. Το θέμα έτσι, μέσω της λογοτεχνικής γραφής, τίθεται οντολογικά. Ο Πύργος –γερμανικά: das Schloss=κλείσιμο-εγκλεισμός– ως πύργος άριστα απηχεί την έδρα μιας ενσώματης εξουσίας, η οποία μακρόθεν κατοπτεύει και εξουσιάζει το χωριό που είναι ο χώρος των βασανισμένων ανθρώπων. Πώς το κατοπτεύει και το εξουσιάζει μακρόθεν; Μέσω των απρόσωπων γραφειοκρατικών μηχανισμών με τα απρόσωπα «πρόσωπα». Αυτά εδώ μόνο ανθρώπινα πρόσωπα δεν είναι. Παραμένουν άξεστα, αγροίκα, άτεγκτα, αναίσθητα. Χωρίς ένα τέτοιο γραφειοκρατικό σύμπαν κανένα είδος δεσμών, αλυσίδων, για τη βασανισμένη ανθρωπότητα δεν θα μπορούσε να κατασκευαστεί, καμιά εθνική μειοδοσία δεν θα παρουσιαζόταν σε έναν εξαθλιωμένο λαό ως «εθνοσωτηρία». Απέναντι όμως σε τούτη την κόλαση του Πύργου, ήτοι πύργου, υψώνει ανάστημα ο χωρομέτρης, βασική μορφή του μυθιστορήματος. Αυτός αναδύεται ως λύτρωση. Η παρουσία του στο χωριό, στον χώρο δηλαδή των θνητών που συνθλίβονται, συνδέεται με την εναντίωση στην αλαζονεία της εξουσίας, με τη σθεναρή άρνηση να είναι εθελουσίως δούλος. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια εξεγερμένη φωνή, η οποία πρεσβεύει την ατομική ανυποταξία. Αυτό ωστόσο δεν αρκεί, γι’ αυτό και μέσα στο μυθιστόρημα συναντούμε και άλλες παρόμοιες φωνές. Όπως κι αν έχει τελικά το πράγμα, μια, δυο τρεις … τέτοιες φωνές αποτελούν σήματα, μέσα στην ιστορικότητα των ανθρώπινων όντων, για πιο προωθημένες μορφές εναντίωσης στις εξουσίες.

ΔΕΣ: Εξερευνώντας τον κόσμο του Κάφκα

ΠΛΑΤΩΝ: Ἴων (531c-532b)

[531c] ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Τί οὖν ποτε περὶ μὲν Ὁμήρου δεινὸς εἶ, περὶ δὲ Ἡσιόδου οὔ, οὐδὲ τῶν ἄλλων ποιητῶν; ἢ Ὅμηρος περὶ ἄλλων τινῶν λέγει ἢ ὧνπερ σύμπαντες οἱ ἄλλοι ποιηταί; οὐ περὶ πολέμου τε τὰ πολλὰ διελήλυθεν καὶ περὶ ὁμιλιῶν πρὸς ἀλλήλους ἀνθρώπων ἀγαθῶν τε καὶ κακῶν καὶ ἰδιωτῶν καὶ δημιουργῶν, καὶ περὶ θεῶν πρὸς ἀλλήλους καὶ πρὸς ἀνθρώπους ὁμιλούντων, ὡς ὁμιλοῦσι, καὶ περὶ τῶν οὐρανίων παθημάτων καὶ περὶ τῶν ἐν Ἅιδου, καὶ γενέσεις καὶ θεῶν [531d] καὶ ἡρώων; οὐ ταῦτά ἐστι περὶ ὧν Ὅμηρος τὴν ποίησιν πεποίηκεν;
ΙΩΝ. Ἀληθῆ λέγεις, ὦ Σώκρατες.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Τί δὲ οἱ ἄλλοι ποιηταί; οὐ περὶ τῶν αὐτῶν τούτων;
ΙΩΝ. Ναί, ἀλλ᾽, ὦ Σώκρατες, οὐχ ὁμοίως πεποιήκασι καὶ Ὅμηρος.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Τί μήν; κάκιον;
ΙΩΝ. Πολύ γε.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Ὅμηρος δὲ ἄμεινον;
ΙΩΝ. Ἄμεινον μέντοι νὴ Δία.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Οὐκοῦν, ὦ φίλη κεφαλὴ Ἴων, ὅταν περὶ ἀριθμοῦ πολλῶν λεγόντων εἷς τις ἄριστα λέγῃ, γνώσεται δήπου τις [531e] τὸν εὖ λέγοντα;
ΙΩΝ. Φημί.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Πότερον οὖν ὁ αὐτὸς ὅσπερ καὶ τοὺς κακῶς λέγοντας, ἢ ἄλλος;
ΙΩΝ. Ὁ αὐτὸς δήπου.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Οὐκοῦν ὁ τὴν ἀριθμητικὴν τέχνην ἔχων οὗτός ἐστιν;
ΙΩΝ. Ναί.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Τί δ᾽; ὅταν πολλῶν λεγόντων περὶ ὑγιεινῶν σιτίων ὁποῖά ἐστιν, εἷς τις ἄριστα λέγῃ, πότερον ἕτερος μέν τις τὸν ἄριστα λέγοντα γνώσεται ὅτι ἄριστα λέγει, ἕτερος δὲ τὸν κάκιον ὅτι κάκιον, ἢ ὁ αὐτός;
ΙΩΝ. Δῆλον δήπου, ὁ αὐτός.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Τίς οὗτος; τί ὄνομα αὐτῷ;
ΙΩΝ. Ἰατρός.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Οὐκοῦν ἐν κεφαλαίῳ λέγομεν ὡς ὁ αὐτὸς γνώσεται ἀεί, περὶ τῶν αὐτῶν πολλῶν [532a] λεγόντων, ὅστις τε εὖ λέγει καὶ ὅστις κακῶς· ἢ εἰ μὴ γνώσεται τὸν κακῶς λέγοντα, δῆλον ὅτι οὐδὲ τὸν εὖ, περί γε τοῦ αὐτοῦ.
ΙΩΝ. Οὕτως.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Οὐκοῦν ὁ αὐτὸς γίγνεται δεινὸς περὶ ἀμφοτέρων;
ΙΩΝ. Ναί.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Οὐκοῦν σὺ φῂς καὶ Ὅμηρον καὶ τοὺς ἄλλους ποιητάς, ἐν οἷς καὶ Ἡσίοδος καὶ Ἀρχίλοχός ἐστιν, περί γε τῶν αὐτῶν λέγειν, ἀλλ᾽ οὐχ ὁμοίως, ἀλλὰ τὸν μὲν εὖ γε, τοὺς δὲ χεῖρον;
ΙΩΝ. Καὶ ἀληθῆ λέγω.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Οὐκοῦν, εἴπερ τὸν εὖ λέγοντα [532b] γιγνώσκεις, καὶ τοὺς χεῖρον λέγοντας γιγνώσκοις ἂν ὅτι χεῖρον λέγουσιν.
ΙΩΝ. Ἔοικέν γε.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Οὐκοῦν, ὦ βέλτιστε, ὁμοίως τὸν Ἴωνα λέγοντες περὶ Ὁμήρου τε δεινὸν εἶναι καὶ περὶ τῶν ἄλλων ποιητῶν οὐχ ἁμαρτησόμεθα, ἐπειδή γε αὐτὸς ὁμολογῇ τὸν αὐτὸν ἔσεσθαι κριτὴν ἱκανὸν πάντων ὅσοι ἂν περὶ τῶν αὐτῶν λέγωσι, τοὺς δὲ ποιητὰς σχεδὸν ἅπαντας τὰ αὐτὰ ποιεῖν.

***
[531c] ΣΩ. Πώς γίνεται λοιπόν στον Όμηρο να είσαι αυθεντία, στον Ησίοδο όμως όχι — κι ούτε και στους άλλους ποιητές; Ή μήπως ο Όμηρος μιλάει για κάποια άλλα πράγματα, διαφορετικά απ᾽ ό,τι όλοι οι άλλοι ποιητές; Για τον πόλεμο κυρίως δεν έχει μιλήσει κι αυτός, και για σχέσεις ανάμεσα σε ανθρώπους καλούς και κακούς, ανθρώπους που δεν κατέχουν μια τέχνη κι άλλους επιτήδειους σε κάτι, για σχέσεις των θεών μεταξύ τους και με τους ανθρώπους, πώς φέρονται στους ανθρώπους, επίσης για όσα συμβαίνουν στον ουρανό, και για όσα συμβαίνουν στον Άδη, και για τις γενεαλογίες των θεών [531d] και των ηρώων; Αυτά δεν είναι τα θέματα γύρω από τα οποία στρέφεται ο Όμηρος στην ποίησή του;
ΙΩΝ. Σωστά λες, Σωκράτη.
ΣΩ. Αλλά κι οι άλλοι ποιητές; Για τα ίδια πράγματα δεν μιλούν κι αυτοί;
ΙΩΝ. Ναι, αλλά όχι όμοια με τον Όμηρο.
ΣΩ. Τί δηλαδή, χειρότερα;
ΙΩΝ. Πολύ χειρότερα.
ΣΩ. Κι ο Όμηρος τα λέει καλύτερα;
ΙΩΝ. Ε, μά τον Δία, καλύτερα.
ΣΩ. Γλυκέ μου Ίωνα, όταν μιλούν πολλοί για αριθμούς και κάποιος από αυτούς λέει το σωστό, υπάρχει κανείς που θα αναγνωρίσει [531e] ποιός τα λέει σωστά;
ΙΩΝ. Έτσι λέω.
ΣΩ. Άραγε ο ίδιος που θα διακρίνει κι όσους δεν τα λένε σωστά ή κάποιος άλλος;
ΙΩΝ. Ο ίδιος, ασφαλώς.
ΣΩ. Κι αυτός βέβαια δεν θα είναι εκείνος που κατέχει την επιστήμη των αριθμών;
ΙΩΝ. Ναι.
ΣΩ. Αλλά κι όταν μιλούν πολλοί για τις τροφές —ποιές από αυτές είναι οι υγιεινές— και κάποιος από όλους λέει τα σωστά, άραγε άλλος θα διακρίνει αυτόν που λέει τα σωστά, ότι μιλάει σωστά, και άλλος τον χειρότερο, ότι τα λέει άσχημα, ή ο ίδιος και τους δύο;
ΙΩΝ. Ο ίδιος βέβαια· είναι ολοφάνερο.
ΣΩ. Ποιός είναι αυτός; Πώς τον λέμε;
ΙΩΝ. Γιατρό.
ΣΩ. Μπορούμε λοιπόν, συγκεφαλαιώνοντας, να πούμε ότι κατά την άποψή μας, όταν για τα ίδια πράγματα μιλούν πολλοί, [532a] πάντοτε ένας και ο αυτός θα διακρίνει ποιός λέει τα σωστά και ποιός τα λαθεμένα· με άλλα λόγια, άμα δεν διακρίνει αυτόν που μιλάει λαθεμένα, δεν θα διακρίνει ούτε αυτόν που λέει τα σωστά, σε σχέση φυσικά με το ίδιο πράγμα.
ΙΩΝ. Έτσι.
ΣΩ. Επομένως, ο ίδιος άνθρωπος θα έχει την ικανότητα να διακρίνει και τους δύο· συμφωνείς;
ΙΩΝ. Ναι.
ΣΩ. Εσύ τώρα υποστηρίζεις ότι ο Όμηρος και οι άλλοι ποιητές, ανάμεσά τους ο Ησίοδος και ο Αρχίλοχος, μιλούν βέβαια για τα ίδια πράγματα, όχι όμως κατά τον ίδιο τρόπο, αλλά ότι εκείνος μεν τα λέει με τρόπο πετυχημένο, ενώ οι άλλοι χειρότερα από αυτόν· έτσι;
ΙΩΝ. Έτσι· κι είναι αλήθεια αυτό που λέω.
ΣΩ. Επομένως, αφού διακρίνεις αυτόν που τα λέει καλά, [532b] θα μπορούσες να διακρίνεις κι εκείνους που τα λένε λιγότερο καλά — ότι δεν λένε σωστά πράγματα.
ΙΩΝ. Έτσι τουλάχιστον φαίνεται.
ΣΩ. Άρα λοιπόν, φίλε μου, αν πούμε ότι ο Ίων είναι το ίδιο καλός και στον Όμηρο και στους άλλους ποιητές, δεν θα πέσουμε έξω, αφού κι εσύ ο ίδιος παραδέχεσαι ότι ένας και ο αυτός άνθρωπος θα είναι ικανός να κρίνει όλους όσους μιλούν για τα ίδια πράγματα — και οι ποιητές, όλοι τους σχεδόν, καταπιάνονται με τα ίδια πράγματα.