Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Οἰδίπους Τύραννος (618-648)

ΟΙ. ὅταν ταχύς τις οὑπιβουλεύων λάθρᾳ
χωρῇ, ταχὺν δεῖ κἀμὲ βουλεύειν πάλιν.
620 εἰ δ᾽ ἡσυχάζων προσμενῶ, τὰ τοῦδε μὲν
πεπραγμέν᾽ ἔσται, τἀμὰ δ᾽ ἡμαρτημένα.
ΚΡ. τί δῆτα χρῄζεις; ἦ με γῆς ἔξω βαλεῖν;
ΟΙ. ἥκιστα· θνῄσκειν, οὐ φυγεῖν σε βούλομαι.
ΚΡ. ὅταν προδείξῃς οἷόν ἐστι τὸ φθονεῖν. . .
625 ΟΙ. ὡς οὐχ ὑπείξων οὐδὲ πιστεύσων λέγεις;
ΚΡ. οὐ γὰρ φρονοῦντά σ᾽ εὖ βλέπω. ΟΙ. τὸ γοῦν ἐμόν.
ΚΡ. ἀλλ᾽ ἐξ ἴσου δεῖ κἀμόν. ΟΙ. ἀλλ᾽ ἔφυς κακός.
ΚΡ. εἰ δὲ ξυνίης μηδέν; ΟΙ. ἀρκτέον γ᾽ ὅμως.
ΚΡ. οὔτοι κακῶς γ᾽ ἄρχοντος. ΟΙ. ὦ πόλις πόλις.
630 ΚΡ. κἀμοὶ πόλεως μέτεστιν, οὐχὶ σοὶ μόνῳ.
ΧΟ. παύσασθ᾽, ἄνακτες· καιρίαν δ᾽ ὑμῖν ὁρῶ
τήνδ᾽ ἐκ δόμων στείχουσαν Ἰοκάστην, μεθ᾽ ἧς
τὸ νῦν παρεστὸς νεῖκος εὖ θέσθαι χρεών.
ΙΟΚΑΣΤΗ
τί τὴν ἄβουλον, ὦ ταλαίπωροι, στάσιν
635 γλώσσης ἐπήρασθ᾽; οὐδ᾽ ἐπαισχύνεσθε γῆς
οὕτω νοσούσης ἴδια κινοῦντες κακά;
οὐκ εἶ σύ τ᾽ οἴκους σύ τε, Κρέων, κατὰ στέγας,
καὶ μὴ τὸ μηδὲν ἄλγος ἐς μέγ᾽ οἴσετε;
ΚΡ. ὅμαιμε, δεινά μ᾽ Οἰδίπους ὁ σὸς πόσις
640 δρᾶσαι δικαιοῖ δυοῖν ἀποκρίνας κακοῖν,
ἢ γῆς ἀπῶσαι πατρίδος, ἢ κτεῖναι λαβών.
ΟΙ. ξύμφημι· δρῶντα γάρ νιν, ὦ γύναι, κακῶς
εἴληφα τοὐμὸν σῶμα σὺν τέχνῃ κακῇ.
ΚΡ. μή νυν ὀναίμην, ἀλλ᾽ ἀραῖος, εἴ σέ τι
645 δέδρακ᾽, ὀλοίμην, ὧν ἐπαιτιᾷ με δρᾶν.
ΙΟ. ὦ πρὸς θεῶν πίστευσον, Οἰδίπους, τάδε,
μάλιστα μὲν τόνδ᾽ ὅρκον αἰδεσθεὶς θεῶν,
ἔπειτα κἀμὲ τούσδε θ᾽ οἳ πάρεισί σοι.

***
ΟΙΔ. Όπως κρυφά και βιαστικά
μ᾽ επιβουλεύεται
πρέπει κι εγώ με βιάση να σκεφτώ το πράγμα.
620 Αμέριμνος αν αδρανώ
θα πραγματώσει τα σχέδιά του
και τα δικά μου θα καταρρεύσουν.
ΚΡΕ. Τί θες λοιπόν; Να μ᾽ εξορίσεις;
ΟΙΔ. Καθόλου· νεκρό σε θέλω κι όχι φυγάδα.
ΚΡΕ. Και πώς θ᾽ αποδείξεις
το λόγο που σε ζήλεψα;
ΟΙΔ. Θ᾽ αρνηθείς να πειθαρχήσεις;
ΚΡΕ. Θαρρώ πως παραφέρεσαι.
ΟΙΔ. Κρατώ τη γνώμη μου.
ΚΡΕ. Μα πρέπει να σκεφτείς και τη δική μου.
ΟΙΔ. Είσαι κακός εκ φύσεως.
ΚΡΕ. Κι αν πέφτεις έξω;
ΟΙΔ. Γονάτισε στην εξουσία.
ΚΡΕ. Όταν οι άρχοντες αυθαιρετούν
δε γονατίζω.
ΟΙΔ. Ω πόλη, ω πόλη.
630 ΚΡΕ. Δεν είσαι μόνος· είμαι πολίτης κι εγώ.
ΧΟΡ. Άρχοντες, πάψτε.
Πάνω στην ώρα βλέπω να ᾽ρχεται
απ᾽ το παλάτι προς τα δω
την Ιοκάστη.
Μαζί της είναι χρέος σας να λύσετε
την τωρινή φιλονικία κατ᾽ ευχή.

ΙΟΚΑΣΤΗ
Αστόχαστοι, γιατί τροχίζετε τη γλώσσα σας
στον παραλογισμό;
Τη χώρα που νοσεί δεν ντρέπεστε
και στα προσωπικά σας πάθη
ρίχνετε λάδι στη φωτιά;
Δεν πας εσύ στο δώμα σου
και συ στο σπίτι σου, Κρέων,
μήπως από το τίποτα
φουντώσει το κακό;
ΚΡΕ. Ο άντρας σου Οιδίπους, αδερφή,
απειλεί φοβερά να μου κάνει
640 και θα διαλέξει ανάμεσα στα δυο:
θα με συλλάβει και θα με σκοτώσει
ή από την πατρική γη θα μ᾽ εξορίσει.
ΟΙΔ. Ακριβώς.
Τον έπιασα να μηχανεύεται
ανείπωτα δεινά για τη ζωή μου.
ΚΡΕ. Μη σώσω να χαρώ ζωή,
καταραμένος να χαθώ
αν έπραξα και το παραμικρό
απ᾽ όσα μου κατηγορείς.
ΙΟΚ. Για το θεό, πίστεψέ τον, Οιδίπου.
Τον όρκο του σεβάσου στους θεούς,
σεβάσου και τους γέροντες και μένα.

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια, 12. Το κλέος

12.1. Φήμη και δόξα


Ο εντονότερος και πλέον επιθυμητός στόχος των ηρωικών μορφών στα ομηρικά έπη είναι να αποκτήσουν κλέος. Σ᾽ έναν κατά βάση ανταγωνιστικό κόσμο, όπου η υπόληψη ενός ήρωα ή μιας ηρωίδας εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από το πώς τους βλέπουν και τους συζητούν οι άλλοι, το κλέος είναι το θεμελιώδες μέτρο για την αξία τους απέναντι στον εαυτό τους και στους άλλους. Σημαδεύει την κοινωνική τους ταυτότητα μέσα στο έπος, την ιστορία τους, που επιβιώνει στο στόμα των άλλων.

Η λέξη κλέος έχει στα δύο ομηρικά έπη δύο κύριες (συχνά συμπληρωματικές μεταξύ τους και επικαλυπτόμενες) σημασίες. Στην πρώτη, κάπως ουδέτερη, σημασία του το κλέος (με συναφές το ρήμα κλύω «ακούω») αναφέρεται σε «ό,τι ακούγεται» για ένα πράγμα, γεγονός ή ηρωικό υποκείμενο· κατ᾽ επέκταση, στη φήμη και στις διαδόσεις που κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα και αποτελούν συχνά είδηση. Στην Ιλιάδα ο Αγαμέμνονας ντύνεται για την επικείμενη αριστεία του τον θώρακά του, που του τον δώρισε, λέει ο ποιητής, ο Κινύρας από την Κύπρο, μόλις έφτασε στο νησί του η μεγάλη είδηση (μέγα κλέος, Λ 21) για την αναχώρηση των Αχαιών στην Τροία. Στην Οδύσσεια ο Τηλέμαχος ρωτά τον χοιροβοσκό Εύμαιο για τη φήμη (κλέος, π 461) που κυκλοφορεί στην πόλη της Ιθάκης σχετικά με την επιστροφή του νεαρού ήρωα από την Πελοπόννησο.

Ακόμη και αντικείμενα, μέρη, μνημεία και γεγονότα έχουν κλέος ή χαρακτηρίζονται με το επίθετο κλυτός «ξακουστός», καθώς, άμεσα συνδεδεμένα με την ταυτότητα και τον ρόλο των ηρωικών μορφών, οι άλλοι τα συζητούν και έχουν να διηγηθούν κάτι γι᾽ αυτά τόσο στο παρόν όσο και στο μέλλον.

Στη δεύτερη -επιτονισμένη προέκταση της πρώτης- σημασία του το κλέος (με συγγενή τον επικό ρηματικό τύπο [ἐπι]κλείω «επαινώ, δοξάζω»), δηλώνει τη δόξα. Στην Ιλιάδα ο τρωαδίτης επίκουρος Ιφιδάμαντας, επιδιώκοντας τη δόξα σε βάρος των Αχαιών (κλέος Ἀχαιῶν, Λ 227), εγκατέλειψε τον γαμήλιο θάλαμό του και ήρθε να πολεμήσει στην Τροία. Κοιμήθηκε ωστόσο νιόγαμπρος τον χάλκινο ύπνο, μένοντας διάσημος με 27 περίπου στίχους. Στην Οδύσσεια η θεά Αθηνά αναφέρει στον Τηλέμαχο πως ο Ορέστης κατέκτησε δόξα (κλέος, α 298) πανανθρώπινη εξοντώνοντας τον Αίγισθο, που σκότωσε τον ξακουστό (κλυτόν, α 300) πατέρα του νεαρού ήρωα.

Το κλέος έχει σαφέστερη εγκωμιαστική χροιά στη σύνδεσή του με την αοιδή. Εξάλλου, το μέσο που διαδίδει και συντηρεί στα ομηρικά έπη το κλέος (στον πληθυντικό κλέα) είναι το τραγούδι. Οι αοιδοί δοξάζουν (κλείουσιν) τα ἔργα ἀνδρῶν τε θεῶν τε (α 338), ενώ τα κλέα ἀνδρῶν είναι το κεντρικό θέμα των τραγουδιών τους (θ 73, πρβ. I 189, Ησίοδος Θεογονία 99-100). Το κλέος έτσι δεν είναι μια αφηρημένη και απροσδιόριστη έννοια, καθώς η ύπαρξή του προϋποθέτει την επική ιστορία. Στα ομηρικά έπη αοιδοί και ποιητής ψάλλουν και διηγούνται κατορθώματα θεών και ηρώων που έχουν κλέος, προσδίδοντάς τους παράλληλα κλέος. Έτσι, μέσα στο επικό τραγούδι τα γεγονότα αποκτούν ένα είδος μονιμότητας και αντικειμενικής ύπαρξης που, σε σχέση με τη σύντομη ζωή των ακροατών, τα εδραιώνει στη σφαίρα της αιωνιότητας.

Κατά κάποιον τρόπο έξω από το έπος δεν υπάρχει κλέος. Οι ηρωικές μορφές αποκτούν φήμη και δόξα και έτσι γίνονται αοίδιμοι, άξιοι να τους θυμούνται μέσα από το επικό τραγούδι οι επόμενες γενιές. Στην Ιλιάδα ἀοίδιμοι για τις συμφορές που προκάλεσαν σε Αχαιούς και Τρώες θα γίνουν από τους κατοπινούς ανθρώπους η Ελένη με τον Αλέξανδρο (Ζ 357-358), ενώ στην Οδύσσεια το κλέος της Πηνελόπης θα διαιωνιστεί με ωραίο τραγούδι (ω 196-198). Επίσης, το κλέος ανακλάται μέσα στο επικό τραγούδι, όταν ο Αχιλλέας ψάλλει κλέα ἀνδρῶν (I 189) και ο Οδυσσέας αυτοεπαινείται στους Φαίακες για το ανυπέρβλητο κλέος του (ι 20), που λίγο πριν έψαλλε ο αοιδός Δημόδοκος.

Η έγνοια των ηρώων και των ηρωίδων να επιβιώσουν μέσα στο επικό τραγούδι αντιστοιχεί στο ενδιαφέρον του ίδιου του ποιητή να προσδώσει μιαν ανάλογη ποιότητα στα γεγονότα που συνθέτουν το κλέος, εφόσον αυτό είναι το κύριο θεματικό υλικό της επικής του ιστορίας. Αν και ο Όμηρος δεν ομολογεί στο έπος το δικό του κλέος, δοξάζοντας ωστόσο τους ήρωες και τις ηρωίδες του παρελθόντος, προεξοφλεί κατά κάποιον τρόπο τη φήμη του δικού του έργου. Κατ᾽ επέκταση, ο έπαινος του ποιητή για το κλέος των ηρωικών του μορφών μπορεί να εκληφθεί και ως εγκώμιο για την ποίησή του.

Η σημασία που έχει το κλέος στα ομηρικά έπη προκύπτει και από το ότι εμπλέκεται στη σχέση εξάρτησης του ποιητή και του αοιδού από τις Μούσες, με την παρέμβαση των οποίων κατοχυρώνεται στη μνήμη των ακροατών η φήμη και η δόξα των ηρωικών μορφών. Ο ποιητής στην Ιλιάδα, λίγο πριν αρχίσει ο Κατάλογος των Πλοίων, επικαλείται τη βοήθεια των Μουσών, για να μπορέσει να αρχίσει την εκτενή διήγηση των δυνάμεων των Αχαιών που μετείχαν στον πόλεμο της Τροίας (Β 484-492):

Ψάλετέ μου τώρα, Μούσες, που ζείτε στα Ολύμπια παλάτια, γιατί εσείς είστε θεές, και βρίσκεστε παντού, και τα ξέρετε όλα· εμείς μόνο τη φήμη [κλέος] ακούμε και δεν ξέρουμε τίποτε: ποιοι ήταν οι αρχηγοί των Δαναών και οι κυβερνήτες; Για τους πολλούς δε θα μπορούσα να μιλήσω, ούτε να πω τα ονόματά τους, κι αν ακόμα είχα δέκα γλώσσες και δέκα στόματα και φωνή που δε θα έσπαζε και είχα ατσαλένια καρδιά μέσα μου, εκτός αν οι Ολυμπιάδες Μούσες, οι κόρες του Δία που κρατεί την αιγίδα, μου θύμιζαν πόσοι ήρθαν κάτω από το Ίλιο.

Οι Μούσες γνωρίζουν και ελέγχουν τα πάντα (παρελθόντα, παρόντα και μέλλοντα, κοντινά και μακρινά). Η πανταχού παρουσία και παντογνωσία τους εγγυάται την αλήθεια, την ακριβή και αξιόπιστη γνώση, η οποία στην επική παράδοση συνδέεται με τη Μνημοσύνη (Ησίοδος Θεογονία 52-53). Αντίθετα προς τις Μούσες, οι θνητοί/ποιητές αγνοούν την αλήθεια των γεγονότων, υποστηρίζοντας τη διήγησή τους μόνο με φήμες (κλέος) που ακούν, με τις προφορικές διαδόσεις και παραδόσεις. Έτσι, αρχικά το κλέος, με τη σημασία της φήμης, της επαναλαμβανόμενης πληροφορίας που κυκλοφορεί ανάμεσα στους ανθρώπους, υποστηρίζει την αντίθεση ανάμεσα στην άγνοια των θνητών/ποιητών και στην παντογνωσία των Μουσών. Όμως, με την προσφυγή του ποιητή στις Μούσες, για να του θυμίσουν τους αρχηγούς των Αχαιών και τα καράβια τους, κατοχυρώνεται κατά κάποιον τρόπο η αντικατάσταση του «κλέους-φήμη» με το αξιόπιστο, θεϊκής προέλευσης, κλέος, που του υποβάλλουν ως μάρτυρες των γεγονότων οι κόρες του Δία. Διακρίνεται έτσι το έργο του ποιητή από άλλες προφορικές παραδόσεις (τῶν πρόσθεν κλέα ἀνδρῶν | ἡρώων, I 524-525) που διηγούνται οι ήρωες στο έπος. Στην Οδύσσεια, εξάλλου, ο ποιητής αναφέρει πως η Μούσα εμπνέει στον αοιδό Δημόδοκο τα κλέα ἀνδρῶν (θ 73, πρβ. 481, 488, Ησίοδος Θεογονία 22-23):

η Μούσα παρακίνησε τον αοιδό να ψάλει τα κατορθώματα
γενναίων ανδρών [κλέα ἀνδρῶν].

Κατ᾽ επέκταση, ποιητές και αοιδοί στα ομηρικά έπη εμφανίζονται ως διαμεσολαβητές των Μουσών, ώστε δικαιολογημένα το έργο του ποιητή να συνοψίζεται στο «ακούω τη φήμη, δοξάζω τα έργα, τέρπω τους ανθρώπους» (Schadewaldt 1980, 99). Ωστόσο, η εξαρτημένη σχέση του ποιητή από τις Μούσες μπορεί και να μην είναι μόνο δείγμα υποταγής ή μετριοπάθειας, αλλά και ευέλικτος και αποτελεσματικός τρόπος διαφήμισης της δικής του τέχνης. Στην πραγματικότητα ο ίδιος ο ποιητής είναι τεχνίτης του κλέους. Το ίδιο το ομηρικό ποίημα αποφέρει δόξα, με αποτέλεσμα το μήνυμα (κλέος) να εμφανίζεται ως δημιουργία του μέσου (της αοιδής) που το διαδίδει.

Η ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΠΑΤΗΣ

Η Αλήθεια δεν χρειάζεται επιχειρήματα, ούτε αποδείξεις, ούτε συζητήσεις. Είναι Ολοφάνερη! Μόνο η «ερμηνεία της πραγματικότητας» χρειάζεται επιχειρήματα για να «πείσουν» ότι «τα πράγματα είναι έτσι». Αλλά μόνο ηλίθιοι «πείθονται» από επιχειρήματα. Οι αληθινοί άνθρωποι απλά «Βλέπουν».
Γνωρίζουμε ότι Υπάρχει Μια Πραγματικότητα πέρα από το Κοσμικό Όνειρο. Γνωρίζουμε ότι Υπάρχουν Ανώτεροι Πνευματικοί Κόσμοι, Αόρατοι για τους ανθρώπους. Γνωρίζουμε ότι στο Σύμπαν υπάρχουν εκατομμύρια κατοικημένοι πλανήτες με πολιτισμούς ανώτερους από αυτόν της γης. Είναι ηλιθιότητα του ανθρώπου να πιστεύει και να διακηρύττει ότι το Σύμπαν «φτιάχτηκε» για αυτόν.
Συνήθως δεν ασχολούμαστε με τον κόσμο και την γη, πέρα από το να μαρτυρήσουμε την Αλήθεια, μέχρι το βάθος που την κατανοούμε. Μερικές φορές όμως, από ιστορική άποψη (αν και η γήινη ιστορία δεν έχει και πολύ σημασία) ασχολούμαστε με αυτά που συμβαίνουν γύρω μας.

Μια «Δημοκρατία» στην οποία οι συμμετέχοντες είναι εξαρχής «άνισοι» και όπου δεν υπάρχει προοπτική να αλλάξει η κοινωνική κατάσταση ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, δεν είναι ένα Σταθερό Πολιτικό Σύστημα Ελευθερίας, Ισότητας, Ισονομίας. Είναι ένα Ανελεύθερο Σύστημα που επιβάλλει ακόμα και με την απειλή τιμωρίας και ποινής μια ΑΔΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ. Εμπεριέχει Αυταρχισμό, Βία, Αδικία, κι Ανισορροπία.

Ποιος είπε ότι αυτού του τύπου οι ψευτοδημοκρατίες είναι το καλύτερο πολιτικό σύστημα; Μόνο όσοι εξυπηρετούνται από αυτή την κοινωνική κατάσταση το ισχυρίζονται και τα πρόβατα που τους ακολουθούν, είτε για να εξασφαλίσουν την βοσκή τους, είτε για να μην χάσουν την ησυχία του μαντριού.

Η Αλήθεια είναι πέρα από την ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΠΑΤΗ της ψευτοδημοκρατίας, έξω από την βρώμικη κοινωνία που φτιάχνουν βρώμικοι άνθρωποι.

Σε όλες τις εποχές και σε όλα τα μέρη της γης, τις πιο πολλές φορές στην «Εξουσία» (πολιτική, οικονομική, κοινωνική, θρησκευτική…) δεν βρίσκονται σοφοί και δίκαιοι άνθρωποι, αλλά ανθρωπάκια… ανθρωπάκια χωρίς ψυχή, χωρίς αρετή, χωρίς δικαιοσύνη, χωρίς αξίες, αλλά με πολύ μετριότητα, με πολύ ανικανότητα, με πολύ θράσος και με πολύ παλιανθρωπιά… Η ιστορία των ανθρώπων, όπως την διηγούνται (για τον προσεκτικό παρατηρητή) δεν είναι παρά η εξιστόρηση της γελοιότητας.

Ο «κοινοβουλευτισμός» (και μάλιστα όπως εφαρμόζεται, σχεδόν παντού) δεν είναι Δημοκρατία, είναι απάτη, φτηνή απομίμηση Δημοκρατίας, γελοιοποίηση της Δημοκρατίας… Το «σύνταγμα», εκτός του ότι δεν στηρίζεται στην Δικαιοσύνη και δεν εξασφαλίζει τα δικαιώματα όλων των ανθρώπων, περιέχει πολλές αντιφάσεις κι αυτοαναιρείται, δεν ταιριάζει σε μια πολιτισμένη κοινωνία… Οι νόμοι που νομοθετούν είναι «νόμοι κατά παραγγελία»: νομιμοποιούν την παρανομία και χαρακτηρίζουν άνομο και παράνομο το «δίκηο του λαού». Εκβιάζουν την εφαρμογή των «άνομων νόμων» τους με κυρώσεις και τιμωρίες κι αφήνουν ελεύθερα τα παράσιτα που πλουτίζουν ενώ κυνηγούν τους φτωχούς ανθρώπους… Κι ενώ όλοι αυτοί (το πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό και θρησκευτικό κατεστημένο) είναι μέσα στην ανομία έχουν το θράσος να μιλάνε για «έννομο κράτος»… αλλά το ίδιο μπορεί να προβάλλει κι ο πιο κτηνώδης δικτάτορας, κι αυτός «εφαρμόζει νόμο». Έχουν το θράσος να απαιτούν από τους πολίτες να υπακούν στους «νόμους». Ποιους νόμους; Τους άδικους, άθλιους, νόμους που νομοθετούν; Λες και η νομοθέτηση «νομιμοποιεί» οποιοδήποτε εκτρωματικό νομικό κείμενο. Μας θεωρούν ηλίθιους; Ή έχουν χάσει πιά κάθε ντροπή;

Σε ένα «άδικο κράτος» κι όταν η ίδια η «εξουσία» παρανομεί κανένας πολίτης δεν έχει υποχρέωση (ηθική, νομική, οποιουδήποτε είδους) να υπακούει σε «άδικους νόμους». Αντίθετα, θα λέγαμε ότι σε ένα «άδικο κράτος» έχει Ηθική Υποχρέωση να Αντισταθεί, αλλιώς γίνεται συνένοχος στο Άδικο και στην Ανομία και στην Παρανομία: Όποιος σιωπά μπροστά στο Άδικο δεν έχει δικαίωμα να διαμαρτύρεται εκ των υστέρων ότι τον αδικούν.

Η Αντίσταση στο Άδικο πρέπει να είναι Ενεργή, όχι παθητική…

Παντού, όλα συμβαίνουν «ανάποδα»: Επωφελούνται οι «λιγοστοί», οι αχυράνθρωποι, τα παράσιτα και οι διεφθαρμένοι και το υγιές σώμα του λαού λιώνει μέσα στον ηθικό, ψυχολογικό, οικονομικό και υλικό μαρασμό.

Δυστυχώς, δεν πιστεύουμε ότι μπορούν οι σύγχρονοι λαοί να αφυπνιστούν, να αντιδράσουν. Τελικά δεν υπάρχει καμμιά Ενεργή Αντίσταση στην ηθική, πολιτική, οικονομική αποσύνθεση. Οι σύγχρονοι κάτοικοι του πλανήτη περιμένουν παθητικά το «μοιραίο».

Κι αν υπάρχει κάποια παθητική ανυπακοή στις εντολές των κυβερνώντων κι όσων παρασίτων έχουν (ή νομίζουν ότι έχουν) συμφέροντα μέσα σε αυτή την «κατάσταση», είναι όχι γιατί οι πολίτες γνωρίζουν το Αληθινό και το Δίκαιο και θέλουν επιτέλους να το δουν στη ζωή τους, αλλά από αδυναμία, από εξάντληση και από αηδία: Παρανομούν γιατί δεν έχουν κίνητρα σε ένα ανήθικο και άδικο και σαπισμένο κράτος να είναι νόμιμοι (μόνο από φόβο είναι νόμιμοι, όσοι είναι). Ζουν έχοντας στραγγίσει από «ζωή»…

Τελικά, απλά διαπιστώνουμε τα συμπτώματα της τελικής αποσύνθεσης όλων των εθνών. Υπάρχει Ελπίδα; Όχι Δεν Υπάρχει Ελπίδα! Μόνο άνθρωποι μεμονωμένοι μπορούν να «διασωθούν».

ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΕΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΠΑΤΗΣ

Οι κοινωνίες, εδώ και χιλιάδες χρόνια σέρνονται μέσα στην ιστορία. Ο πολιτισμός που δημιούργησαν οι άνθρωποι είναι ένας πολιτισμός της βαρβαρότητας… Ό,τι καλό δημιούργησαν οι άνθρωποι, στην φιλοσοφία, στην τέχνη, στη ζωή, δεν το δημιούργησαν σαν κοινωνίες… κάποια ιδιαίτερα άτομα που ξεχώρισαν, σήκωσαν τα μάτια στον ουρανό, ένοιωσαν το βάθος του ορίζοντα, και χάραξαν δρόμους με στέρεα βήματα… πόσοι όμως ακολουθούν;

Κοινωνία σημαίνει ομαδική ψυχή, ομαδικό «πνεύμα», ισότιμη συμμετοχή, συνεργασία, κοινή ζωή… Κάθε κοινωνία έχει την ποιότητα των ανθρώπων που την αποτελούν… Πως οι κάτοικοι τούτου του πλανήτη, οι εγώ-άνθρωποι να φτιάξουν κοινωνία; Για αυτό όλες οι κοινωνίες είναι προβληματικές.

Οι ανθρώπινες κοινωνίες είναι πάντα προβληματικές. Ο λόγος είναι απλός. Η «κοινωνία» απαιτεί ομαδικότητα. Οι κοινωνίες όμως καλλιεργούν πάντα τον ατομισμό, τον ατομικισμό, το ίδιον συμφέρον. Κοινωνία και εγωισμός είναι αντιφατικές έννοιες, κανένας δεν γνωρίζει πώς να τις εξισορροπήσει. Αυτή η αντιφατικότητα περνάει στην συμπεριφορά των ανθρώπων. Το αποτέλεσμα μπορεί κάποιος να το δει γύρω του.

Ο Θεός (όπως κι αν τον καταλαβαίνουν οι άνθρωποι, αν τον καταλαβαίνουν) είναι η Απόλυτη Εξουσία που Στηρίζει τα Πάντα… Κι όμως! Πόσο Διακριτικά Κρατά τα Πάντα στην Αγκαλιά Του… σαν να Μην Υπάρχει, Χωρίς να Φαίνεται. Κι είναι πολλοί που λένε «δεν υπάρχει». Παρών αλλά Αόρατος Συμπεριφέρεται σαν η Απόλυτη Μη-Εξουσία… Όμως οι εξουσίες των ανθρώπων χειραγωγούν, κατευθύνουν και καταπιέζουν τους ανθρώπους. Άρα οι ανθρώπινες εξουσίες δεν είναι του Θεού, προέρχονται από το σκοτάδι της ανθρώπινης ψυχής… Τελικό Συμπέρασμα: Κάθε ανθρώπινη εξουσία είναι βρώμικη. Κι όποιος σκύβει το κεφάλι σε ανθρώπινες εξουσίες ομολογεί ότι είναι δούλος.

Το πολιτικό καθεστώς που έχει επιβληθεί εδώ και 10.000 χρόνια στις ανθρώπινες κοινωνίες, και που πέρασε από τις βασιλείες και τις αυτοκρατορίες για να καταλήξει στις σημερινές ψευτοδημοκρατίες και διεθνείς λυκοσυμμαχίες, είναι το χειρότερο πολιτικό σύστημα που μπορεί να υπάρξει. Στηρίζεται στην απατηλή ιδέα της ατομικής ιδιοκτησίας και στην φανταστική δυνατότητα του ατομικού πλουτισμού. Έτσι ενώ είναι οι λίγοι που κατέχουν τον πλούτο στον πλανήτη, οι πολλοί ηλίθιοι υιοθετούν την απατηλή ιδεολογία της ατομικής επιβίωσης και πέφτουν στην παγίδα που τους έχουν στημένη χιλιετηρίδες τώρα… τελικά οι ηλίθιοι βολεύονται με το κοινωνικό ξεροκόμματό τους και μασουλάνε αμέριμνοι τα ψίχουλά τους, κι η ζωή περνάει… τόσο ήσυχα, τόσο ειρηνικά, στο μαντρί.

Η Πραγματική Οικονομία έχει να κάνει με πράγματα που υπάρχουν. Αν θέλετε να δείτε τι είναι πραγματική οικονομία διαβάστε τον «Ροβινσόνα Κρούσο» του Ντανιέλ Ντιφόου… Το Χρηματοπιστωτικό Σύστημα που εφαρμόζεται σε ολόκληρο σχεδόν τον πλανήτη δεν έχει παρά μικρή σχέση με την Πραγματική Οικονομία, αφού διαχειρίζεται πλασματικά «μεγέθη», πράγματα που δεν υπάρχουν… Πρόκειται για μια μεγάλη απάτη (αυτών που έχουν την πραγματική εξουσία στον πλανήτη) που έχει σκοπό την χειραγώγηση των πληθυσμών… Πως; Γιατί; Τι; Καθένας πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες του σε αυτό τον ασήμαντο τελικά πλανήτη.

Η Δικαιοσύνη και το Δίκαιο όχι μόνο δεν είναι ταυτόσημες ή συγγενείς (φιλοσοφικοπολιτικές) έννοιες, αλλά, είναι εξολοκλήρου αντίθετες. Αυτό ακούγεται παράδοξο. Αν όμως διαθέτετε λίγη νοημοσύνη στοχαστείτε το και θα το διαπιστώσετε. Η Δικαιοσύνη είναι συνυφασμένη με την ανθρώπινη αξία της Ισότητας, του Ίσου μοιράσματος, κλπ. Το Δίκαιο αντίθετα, καθορίζει, περιγράφει κι επιζητεί να δώσει λύση σε σχέσεις μεταξύ ατομικών υπάρξεων και συμφερόντων, να βρει ισορροπίες ανάμεσα σε διαχωρισμένα κι αντιμαχόμενα μέρη. Ολόκληρος ο πολιτισμός των ανθρώπινων κοινωνιών δεν βασίζεται στη Φυσική Αίσθηση Δικαιοσύνης, αλλά σε μια τεράστια νομολογία που προσπαθεί να δώσει λύση σε όλες τις ανθρώπινες συγκρούσεις… κι είστε τόσο αφελείς να πιστεύετε ότι αποδίδεται δικαιοσύνη; Το βλέπετε γύρω σας;

Όταν σε μια κοινωνία οι νόμοι είναι άδικοι, τότε οι πολίτες Οφείλουν στην Δικαιοσύνη, στην Φυσική Αίσθηση Δικαιοσύνης, αν θέλουν να είναι ελεύθεροι, να είναι «παράνομοι»… αλλιώς καταντούν δούλοι.

Η Πραγματικότητα Είναι Πολύ Ευρύτερη κι Έχει Απροσδιόριστο Βάθος, που δεν μπορεί να προσεγγίσει η ανθρώπινη αντίληψη… Πάντως πραγματικότητα δεν είναι η πραγματικότητα που διαμορφώνουν οι επίσημες κυβερνήσεις κι οι πολιτικοί και προβάλλουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης… Όταν με τον προβολέα φωτίζεις ένα σημείο δεν σημαίνει ότι ο υπόλοιπος κόσμος δεν υπάρχει. Η τέχνη της κατασκευής της πραγματικότητας (καθώς και τα μέσα επιβολής της στους πληθυσμούς) είναι πολύ-πολύ παλιά τέχνη στις ανθρώπινες κοινωνίες… Αλλά αφού οι λαοί είναι ευχαριστημένοι έτσι που τους κυβερνούν, τι να πούμε;

ΣΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΜΑΝΤΡΙΑ

Μόνο ένας τρόπος υπάρχει να βρει κάποιος την πνευματική ισορροπία του. Να μην χρησιμοποιεί το δίκτυο, ή τουλάχιστον να διαγραφεί από τα ηλίθια μέσα κοινωνικής δικτύωσης, να σταματήσει να βλέπει τηλεόραση και να διαβάζει εφημερίδες, και να ξεχάσει ό,τι ηλιθιότητα του έχουν διδάξει μέχρι σήμερα… να σταματήσει να αποδέχεται την πραγματικότητα που άλλοι κατασκευάζουν για αυτόν και να βγει από τον τάφο του… Τότε θα ανακαλύψει ότι Ψηλά υπάρχει ένας Ουρανός, και κάτω, η γη είναι στέρεη κάτω από τα πόδια του.

Όλες οι θρησκευτικές, πολιτικές, κάθε είδους, εξουσίες είναι διεφθαρμένες και χρησιμοποιούν ψεύτικη γλώσσα που διαστρέφει την πραγματικότητα… πως μπορούν να μιλήσουν για την Αλήθεια, για το Δίκαιο, για την Ζωή;

Χιλιάδες χρόνια τώρα οι πολιτικές εξουσίες δεν έλυσαν τα κοινωνικά προβλήματα. Και δεν πρόκειται να τα λύσουν. Όσοι είναι βολεμένοι στο «σύστημα» σηκώνουν τους ώμους… όσοι πεινάνε είναι ανήμποροι να αντιδράσουν… Κι έτσι ο κόσμος πορεύεται ειρηνικά.

Οι άνθρωποι, αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι, που δημιουργούν τα προβλήματα μέσα στην κοινωνία των ανθρώπων, τσακώνονται μεταξύ τους για την καλύτερη λύση… και τελικά δεν κάνουν τίποτα ή στραβώνουν χειρότερα τα πράγματα, κι η κοινωνία σέρνεται

Αν Υπήρχε Δικαιοσύνη δεν θα χρειαζόταν να υπάρχουν νόμοι!

Ζητάμε να μας αγαπήσουν όπως δεν μπορούμε ν’ αγαπήσουμε εμάς

Όλοι θέλουμε να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε· είναι κάτι σαν αίσθημα επιβίωσης για την κάθε μας πραγματικότητα. Χρειαζόμαστε την αγάπη κι έχουμε ανάγκη τον άνθρωπο. Ένα υποκείμενο λατρείας, ζωντανό σαν τη φύση που μας περιβάλλει και σταθερό στη ζωή μας σαν το άγαλμα που έχουμε σχηματίσει στο μυαλό μας για εκείνον. Ποθούμε τόσο έντονα κάποιον που δεν έχουμε συναντήσει ακόμα, μεθούμε με την αίσθηση της ιδέας του τόσο πολύ, που ξεχνάμε πως η αγάπη είναι ένας κύκλος. Ένα ολοκληρωμένο σχήμα που η πρώτη τελεία ξεκινά από εμάς τους ίδιους, από μέσα μας για το μέσα μας κι όχι για κάποιον άλλον άνθρωπο.

Αγαπώ σημαίνει βλέπω καθαρά πρώτα από όλα εμένα κι όμως κάποιοι επιλέγουμε να γίνουμε τυφλοί. Ξεχνάμε εμάς κι αφοσιωνόμαστε στον άλλον ολοκληρωτικά, ζητώντας από εκείνον να να μας αγαπήσει και για λογαριασμό του αλλά και για λογαριασμό του εαυτού μας. Αρκούμαστε σε ό,τι κι όσα μπορεί να μας δώσει ο άλλος, εξαρτόμαστε από τον άλλον γιατί τον χρειαζόμαστε. Είναι η πηγή και ο πυρήνας της αγάπης. Κάποιες φορές δε δίνουμε τίποτα γιατί περιμένουμε από εκείνον να μας μάθει να αγαπάμε, να συλλαβίζουμε το αλφαβητάρι των συναισθηματικών αποχρώσεων της αγάπης σαν παιδιά.

Κάποιες στιγμές (παρα)δίνουμε τα πάντα: σώμα, ψυχή και καρδιά γιατί ανησυχούμε μήπως και φύγει μακριά μας και χάσουμε τον άνθρωπο που θα μας μάθει να πορευόμαστε στη ζωή. Υπάρχουμε για εκείνον μήπως κι υπάρξουμε για εμάς τους ίδιους. Μα αυτό είναι μια φοβική συμπεριφορά. Τρέμουμε από τη μια να εκδηλωθούμε κι από την άλλη διστάζουμε να ζητήσουμε ακόμα και τις πιο μικρές αλλαγές. Εισπράττουμε τον εαυτό του άλλου ως ανταμοιβή, ως στόχο και μέσο. Ο άλλος είναι το παν για εμάς αλλά ο κύκλος μας είναι μισός, λειψός και καταδικασμένος να καταρρεύσει λόγω της ανεπάρκειάς του. Προσοχή λοιπόν στο κενό μεταξύ ονειρικής ψευδαίσθησης κι ουσιαστικής πραγματικότητας!

Ζητάμε από τους ανθρώπους να μας αγαπήσουν όπως θα θέλαμε να μπορούσαμε να αγαπήσουμε εμείς τον εαυτό μας γιατί -πολύ απλά κι οδυνηρά – δεν τον αγαπάμε. Βιώνουμε μια επαναλαμβανόμενη άρνηση να αισθανθούμε ασφαλείς με το ποιοι είμαστε, να εκτιμήσουμε τον εαυτό μας και να πάψουμε να φτιάχνουμε το είδωλό μας στον καθρέπτη ανάλογα με τις προτιμήσεις των άλλων. Το κλουβί μας είναι πανέμορφα καταστροφικό για εμάς. Ο καθένας μπορεί να μας «πουλήσει» και μια άλλη αγάπη που θα προσκολλάται σε μια ρωγμή μας. Το τραγικά αληθινό είναι πως εμείς θα την αγοράσουμε και σε χαμηλή μάλιστα τιμή, όσο μπαλωμένη και βρώμικη κι αν είναι. Θα είναι μια αγάπη για εμάς, που δεν είχαμε ποτέ.

Αναζητούμε και πιανόμαστε από ανθρώπους-φάρους που είμαστε πεπεισμένοι λόγω της εξωτερικής σταθερότητας και της λάμψης τους πως θα μας κατευθύνουν στον σωστό δρόμο. Αργότερα όμως, ανακαλύπτουμε με τρόμο πως πέφτουμε πάνω στα βράχια και κινδυνεύουμε να ναυαγήσουμε και να πνιγούμε. Οι άνθρωποι αυτοί πολλές φορές (τις περισσότερες) αποδεικνύονται σειρήνες.

Υπόσχονται πως είναι οι σωτήρες του κόσμου μας, που θα καταφέρουν να σχηματίσουν ολόκληρο τον κύκλο της αγάπης και θα τον γεμίσουν μάλιστα με κάθε λογής συναισθήματα. Κι εμείς τους πιστεύουμε. Πιστεύουμε πως κανείς δε θα εκμεταλλευόταν την ανάγκη του ανθρώπου για αγάπη, μα εκείνοι δε διστάζουν· αρπάζουν την ευκαιρία από τα χέρια και μας τραβούν σε άγνωστα μονοπάτια που δύσκολα πολλές φορές βρίσκουμε τον δρόμο της διαφυγής από αυτά.

Αγαπώ σημαίνει δίνομαι και δίνομαι ολοκληρωτικά δίχως εγωισμούς και πισωγυρίσματα. Αγαπώ σημαίνει μεγαλώνω, εξελίσσομαι κι αλλάζω. Μαθαίνω ποιος είμαι κι αναζητώ τον άνθρωπο που θα το δει αυτό, εκείνον που θα με αγαπήσει για τη δική μου πραγματικότητα κι όχι για εκείνη που έχει δημιουργήσει στο μυαλό του για εμένα. Οι ζητιάνοι της αγάπης θα βρεθούν, είτε απογοητευμένα κυνικοί, είτε πληγωμένοι ονειροπόλοι. Γιατί στην αγάπη πρέπει να ξέρεις τι ζητάς και τι ποθείς, οφείλεις στον εαυτό σου να είσαι εκείνος που θα καθορίσει τα όρια του κύκλου σου.

Στο τέλος, εσύ θα είσαι που θα έχει αφήσει ο άλλος πάνω σου κάθε τι και θα κληθείς να δεις τι αξίζει και τι όχι, τι πρέπει να πετάξεις και τι πρέπει να κρατήσεις. Μα ποτέ δεν μπορείς να είσαι προσεκτικός με αυτά. Κανένας άνθρωπος που σέβεται τον εαυτό του δεν υποστηρίζει πως μπορεί να αγαπήσει τον άλλον με τον ίδιο τρόπο που θα το έκανε ο εαυτός του, γιατί αυτού του είδους η αγάπη είναι μοναδική.

Ζήλια: Το σύνδρομο του Οθέλλου

Στο έργο του Σαίξπηρ ο Οθέλλος ήταν ένας νεόνυμφος ερωτευμένος άνδρας που σκότωσε τη Δεισδαιμόνα, την αθώα σύζυγό του, όταν ένας στρατιώτης, ο Ιάγος, τον έπεισε ότι η γυναίκα του έχει συνευρεθεί σαρκικά με έναν άλλο άνδρα. Έπειτα, ο Οθέλλος αυτοκτόνησε. Ο Οθέλλος αποτελεί ένα πρότυπο ζήλιας, που έχει ολέθρια αποτελέσματα.

Το Σύνδρομο του Οθέλλου αναφέρεται στην παθολογική ζήλια, η οποία όμως μπορεί να βιωθεί ως ένα συναίσθημα στο πλαίσιο μιας σχέσης από τους περισσότερους ανθρώπους.

Η ζήλια στην περίπτωση του Οθέλλου συνδέεται άμεσα με τη βία. Η ζήλια συνδέεται με συζυγικούς ξυλοδαρμούς, την παιδική κακοποίηση, βιαιοπραγίες, φθορά ξένης περιουσίας και ανθρωποκτονίες.

Η βίαιη συμπεριφορά του ατόμου ως συνέπεια σφοδρών αισθημάτων ζήλιας θεωρείται τμήμα του συλλογικού υποσυνειδήτου. Ωστόσο, οι συνέπειες της ζήλιας δεν είναι πάντα άμεσα παρατηρήσιμες.

Μιλώντας για ζήλια αναφερόμαστε στην έμμονη ζήλια.

Η ζήλια είναι καταστροφική για τη σχέση;

«Το σύνδρομο του Οθέλλου δεν είναι κατ' ανάγκη ολέθριο –για τον δεσμό ή τα εμπλεκόμενα μέρη. Ορισμένοι άνθρωποι διατηρούν, τιμούν και διαφυλάττουν τη σχέση τους ακόμη και μετά την έλευση της ζήλιας. Άλλοι δεν κατορθώνουν να κρατήσουν τις ισορροπίες και υφίστανται δριμύτατες επιπτώσεις.

Η διαφορά, από τη μία κατάσταση στην άλλη, εξαρτάται συχνά από τον βαθμό συνειδητοποίησης της φάσης που διερχόμαστε και την έγκαιρη λήψη μέτρων για την αποκατάσταση των ισορροπιών» (Ruge & Lenson, 2005, σελ. 53). Το αίσθημα της ζήλιας δεν είναι σίγουρο ότι θα οδηγήσει σε χωρισμό ή σε σφοδρές εκρήξεις.

Ένα είδος ζήλιας είναι η νοσηρή ζήλια, που θεωρείται πιο συχνή στους άνδρες παρά στις γυναίκες. Η νοσηρή ζήλια είναι ένα φαινόμενο που εκδηλώνεται με παθολογικά συμπτώματα, χωρίς να έχουν δοθεί λαβές ώστε να υπάρχουν υποψίες για απιστία.

Η ζήλια αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μια αφορμή για τερματισμό μιας σχέσης και να οφείλεται στην έντονη επιθυμία για εξεύρεση νέου συντρόφου. Όταν σε μια σχέση εμφανιστούν ένας ή περισσότεροι εξωσυζυγικοί δεσμοί τότε μπορεί να εμφανιστούν φαινόμενα ζήλιας μέσα στη σχέση.

Ένα ερώτημα είναι πως διαφοροποιείται η φυσιολογική από την παθολογική ζήλια;

Ως παθολογικά καθορίζονται τα συμπτώματα έντονης ζήλιας, που εκδλώνονται με διάφορες συμπεριφορές, όπως:

Έμμονη ιδέα ότι το ταίρι τους απατά, ακόμη και όταν δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη.

Έντονα εχθρικά ή επιθετικά συναισθήματα απέναντι σε όσους εκδηλώνουν κάποιο ενδιαφέρον προς το ταίρι τους.

Προσπάθεια απόκρυψης του συντρόφου από όσους θεωρούν πιθανούς εραστές. Αποκλεισμό του συντρόφου από επαγγελματικές δραστηριότητες ή κοινωνικές συναθροίσεις.

Εμφάνιση βίαιων ή κακοποιητικών συμπεριφορών λόγω ζήλιας με θύματα το σύντροφο, τα παιδιά που έχουν προκύψει από το δεσμό ή πρόσωπα που θεωρούνται πιθανοί εραστές.

Τη ζήλια και τη σοβαρότητά της δεν την αντιλαμβανόμαστε από την αρχή καθώς την ερμηνεύουμε ως ένδειξη πάθους, αγάπης, ενδιαφέροντος και προσοχής. Ωστόσο, θα πρέπει τις έντονες ή επίμονες συμπεριφορές που παρατηρούμε και υποδηλώνουν έντονη –παθολογική- ζήλια να τα αξιολογούμε αναλόγως...

Τι είναι αυτό που μας οδηγεί στην εμφάνιση έντονης ζήλιας;

Η απώλεια της εμπιστοσύνης σε προηγούμενους δεσμούς: μήπως έχουμε βιώσει έντονα ζήλια και αμφιβολία σε προηγούμενες σχέσεις ή μήπως ο σύντροφός μας ή κάποιος προηγούμενος είχε ιστορικό παράλληλων σχέσεων; Μήπως έχουμε βιώσει έντονη προδοσία σε κάποια από τις σχέσεις μας;

Οικογενειακοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες: μήπως είναι αποτέλεσμα υιοθέτησης ορισμένων οικογενειακών προτύπων; Σε τι οικογενειακό περιβάλλον έχουμε μεγαλώσει και τι συμπεριφορές είχαν οι γονείς μας στη δική τους σχέση; Μήπως ο ένας σύντροφος ξενοκοιμόταν και ο άλλος ζήλευε σε υπερβολικό βαθμό; Μήπως οι γονείς μας πήραν διαζύγιο ή έχουμε βιώσει ένα δυστυχισμένο γάμο των γονέων μας;

Έντονη εξιδανίκευση καταστάσεων και ρομαντικές πεποιθήσεις: τι προσδοκίες έχουμε από μια σχέση με βάση όσα διαβάζουμε στα βιβλία και όσα βλέπουμε στις ταινίες; Πόσο μαγική και ανίκητη θεωρούμε τη δύναμη του έρωτα και πόσο ισχυρή για την επίλυση όλων των προβλημάτων στη ζωή μας;

Οι προσδοκίες της κοινωνίας από τους άνδρες και τις γυναίκες: τι προσδοκίες έχει η κοινωνία για τους ρόλους των δύο φύλων;

Σταδιακή απομάκρυνση μέσα σε μια σχέση.

Αίσθηση εγκλωβισμού μέσα σε μια σχέση, στην οποία υπάρχουν αρκετά ανεπίλυτα ζητήματα, τα οποία αποφεύγουμε να συζητήσουμε, όπως σεξουαλικά ζητήματα, οικονομικά θέματα, γονεϊκά προβλήματα, προστριβές και συγκρούσεις, ζητήματα που αφορούν σημαντικά πρόσωπα, μείωση του θαυμασμού και της εκτίμησης για τον γάμο και άλλα.

Η συναισθηματική απιστία:

Όταν ο ένας από τους δύο συντρόφους επιλέγει να επενδύσει περισσότερο σε ένα φιλικό δεσμό παρά στην ερωτική του σχέση. Στο πλαίσιο μιας συζυγικής σχέσης, αυτό συμβαίνει συνήθως με ένα ετερόφυλο φιλικό πρόσωπο. Είναι η εξέλιξη μιας φιλίας, στην οποία το άτομο προσκολλάται χωρίς όμως να υπάρχει ερωτισμός- τουλάχιστον χωρίς εμφανή ερωτισμό.

Η προσκόλληση σε μια τέτοια φιλία οφείλεται στην αυξημένη αίσθηση της μοναξιάς μέσα στο γάμο. Το άτομο οδηγείται στην έντονη επένδυση στη φιλία, που ταυτόχρονα οδηγεί σε ακόμη μεγαλύτερη αποξένωση των δύο συντρόφων. Ουσιαστικά, ο σύζυγος που επενδύει σε μια φιλία διοχετεύει σε αυτή σκέψεις, συναισθήματα και φροντίδες που κανονικά θα απευθύνονταν στο γάμο.

Δηλώσεις- σκέψεις που θα πρέπει να μας προβληματίσουν...

Αν ο σύντροφός μου με απατούσε, θα είχα κάθε δικαίωμα να εκδικηθώ με βίαιο τρόπο την πράξη της απιστίας.

Η απιστία είναι μια ασυγχώρητη πράξη. (μήπως θεωρούμε πολύ πιθανή την απιστία του συντρόφου μας και έχουμε αποφασίσει και τον τρόπο αντίδρασής μας;)

Εξακολουθώ να τρέφω μια πικρία για πρώην συντρόφους με τους οποίους δεν έχω πλέον καμία επαφή (δεν μπορούμε να συγχωρούμε τους πάντες. Όμως θα πρέπει να μην ξεχνάμε ότι οι μνησικακίες και οι ανοιχτοί λογαριασμοί σκιάζουν τη ζωή μας και μας γεμίζουν με προσδοκίες ότι και στην τρέχουσα σχέση μας κάτι μπορεί να πάει στραβά. Μπορούμε επίσης να σκεφτούμε μήπως επιθυμούμε να πάει κάτι στραβά προκειμένου να χωρίσουμε κι από αυτό το δεσμό;)

Θα απατούσα το ταίρι μου αν ήταν βέβαιο ότι δεν θα το μάθει ποτέ (μήπως παραμένουμε πιστοί μόνο για να αποφύγουμε την ευθύνη της εκτροπής, τις μομφές και τον κίνδυνο διάλυσης του δεσμού μας ή παραμένουμε πιστοί επειδή όντως έχουμε επενδύσει πολλά στο ταίρι μας;)

Αν διέθετα περισσότερη δύναμη και επιρροή, μάλλον δεν θα βρισκόμουν στο πλευρό του ανθρώπου με τον οποίο μοιράζομαι σήμερα τη ζωή μου (πώς αξιολογούμε τον εαυτό μας και πώς τις επιλογές μας; Πώς νιώθουμε με αυτές τις επιλογές μας και πόσο επιτρέπουμε σε μια τέτοια σχέση να κατακτήσει ένα επίπεδο ουσιαστικής και βαθιάς επαφής και ολοκλήρωσης;)

Μερικές φορές νιώθω ότι υπερτερώ έναντι του συντρόφου μου σε ομορφιά, εξυπνάδα ή καλοσύνη (μήπως βιώνουμε ένα αίσθημα αποξένωσης από το σύντροφό μας σε βασικούς τομείς της κοινής μας ζωής; Μήπως υπάρχει κάποια λανθάνουσα εχθρότητα ή αντιπαλότητα σε αυτή τη σχέση;)

Νιώθω την ανάγκη να κερδίσω την επιδοκιμασία και την αγάπη του συντρόφου μου (συχνά προσπαθούμε να φανούμε αντάξιοι της στοργής και του σεβασμού των συντρόφων μας, ωστόσο, μήπως νιώθουμε κάποια ανεπάρκεια απέναντι στο σύντροφό μας, μήπως ο σύντροφός μας έχει μια έντονη τάση να συμπεριφέρεται αυταρχικά ή να μας χειραγωγεί;)

Εκπλήσσομαι που ο σύντροφός μου διάλεξε εμένα για σύντροφο (πόση ισοτιμία μεταξύ των δύο μπορεί να υπάρχει σε μια τέτοια σχέση; Πόσο υποδεέστερος νιώθει ο σύντροφος που το σκέφτεται αυτό;)

Είναι πολύ σημαντικό για μένα να διαπιστώνω ότι ασκώ έλξη σε άτομα εκτός της σχέσης μου (μήπως υπάρχει μια υπέρμετρη επένδυση στην προσωπική μας ελκυστικότητα ή μια έντονη ανασφάλεια;)

Μου αρέσει ο εαυτός μου (τι γίνεται όμως όταν έχουμε χαμηλό αυτοσεβασμό; Ο χαμηλός αυτοσεβασμός μπορεί να μας οδηγήσει σε υπέρμετρη εξάρτηση από το σύντροφό μας, με απώτερο στόχο τη διατήρηση της αυτοεκτίμησης, ή σε μια τάση εκδήλωσης υπερβολικής καχυποψίας όσον αφορά το βαθμό αφοσίωσης του συντρόφου μας.

Ανασφάλεια, ο μεγαλύτερος εχθρός στις ανθρώπινες σχέσεις

Η ανασφάλεια φοράει πολλές μάσκες, το αποτέλεσμα της όμως είναι προφανές. Σκοτώνει τις ανθρώπινες σχέσεις, την χαρά σου και την υγεία της σχέσης.

Κρύβει μέσα μισά συναισθήματα, εμμονή με το εγώ, επιτηδευμένη στεναχώρια προς το άλλο άτομο.

Όλοι έχουμε περάσει μέσα από τέτοιες σχέσεις, όπου πάντα υπάρχει η αίσθηση πως μονίμως υπάρχει μια κόντρα και μια επίδειξη ικανοτήτων. Μια αίσθηση του ανολοκλήρωτου και της απόστασης.

Το άτομο που κουβαλάει τόση ανασφάλεια δεν θα αλλάξει απ' τη μια στιγμή στην άλλη. Το καλύτερο που μπορείς να κάνεις είναι να ψάξεις έναν άνθρωπο με υγιή συναισθήματα. Αυτή η κατάσταση συνέχεια θα ρουφάει τη χαρά σου και την οικειότητα σου.

Καθημερινά όλοι καλό θα ήταν να δουλεύουμε με τον εαυτό μας, να περνάμε χρόνο μαζί του, να τον αγαπάμε και να αποβάλλουμε όλα τα αρνητικά συναισθήματα που μπορεί να λιμνάζουν ανά διαστήματα μέσα μας. Όποιος θεωρεί πως χωρίς να το κάνει αυτό , είναι ισορροπημένος, υπάρχει η συνέπεια πολλών αρνητικών συναισθημάτων προς τον περίγυρο του και κατά κύριο λόγο στον εαυτό του.

Μια σχέση με ανασφάλεια λοιπόν, έχει ασταθή χαρακτήρα και ποιότητα, είναι πολύ ρευστή και ποτέ δεν μπορεί να σου δώσει πραγματική αγάπη. Μην εθελοτυφλείς δεν μπορείς να κάνεις κάτι απ' τη μεριά σου, μόνο να είσαι ανικανοποίητος και στο τέλος να τα βάλεις κι εσύ με τον εαυτό σου πιστεύοντας πως και εσύ φταις γι' αυτή την κατάσταση. Όμως όχι! Η πιο σοφή επιλογή είναι να βγάλεις το λουρί απ' αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση και απλά να βρεις ανθρώπους οι οποίοι είναι έτοιμοι για όμορφα συναισθήματα. Όπου θα ανεβάζει ο ένας τον άλλον θα μπορείτε να επικοινωνείτε σε ένα όμορφο πλαίσιο, καλοπροαίρετα και δίχως να υπάρχουν υποχθόνιες σκέψεις.

Δεν χρειάζεται να χάνουμε χρόνο με ανθρώπους που δεν μας φέρονται ισάξια. Ο θησαυρός πάει με τον θησαυρό. Και δεν χρωστάς τίποτε και σε κανέναν για να λαμβάνεις υποδεέστερα συναισθήματα! Η ζωή ρέει και πάντα υπάρχει κάτι καλύτερο!

Σημαντικό, δεν είναι μόνο το φως που χρησιμεύει σ’ εμένα, αλλά κι αυτό που χρησιμοποιώ για να μπορέσουν να δουν κι οι άλλοι

Μεταξύ μας, εγώ πιστεύω πως το να μη γεράσεις εξαρτάται μέχρις ενός ορισμένου σημείου κι από σένα. Εφόσον συνειδητοποιήσεις ότι το κλειδί στην υπόθεση της ζωής είναι η συνεχής ανάπτυξη, μπορείς να καθυστερήσεις τα γηρατειά. Όταν κάποιος σκεφτεί: “Ωραία, φτάνει, καλά ήταν ως εδώ, αρκετά. Δε μ’ ενδιαφέρει να αναπτυχθώ παραπάνω, γιατί να μάθω περισσότερα, γιατί να θέλω ν’ ακούσω κι άλλα”, σημαίνει ότι έχει χάσει το τρένο. Εδώ αρχίζει πραγματικά η διαδικασία της γήρανσης, όταν σταματήσεις ν’ αναπτύσσεσαι. Το κλειδί της νεότητας είναι η ανάπτυξη, η συνεχής και αέναη εξέλιξη, η αναζήτηση καινούργιων πραγμάτων, η έρευνα, οι στόχοι, τα σχέδια και οι επιθυμίες.

«Ναι, έτσι είναι… Πάρε για παράδειγμα τον Πικάσο, που στα 80 του, ζωγράφιζε σαν 20χρονος. Εδώ φαίνεται ότι δεν γερνούσε, ότι συνέχιζε να ψάχνει και να κάνει καινούργια πράγματα, ενώ στην αντίθετη περίπτωση, όπως λες, η ζωγραφική του μπορεί να είχε μείνει στάσιμη ή να ήταν κατώτερης ποιότητας. Λέγεται ότι αυτό συμβαίνει, γενικά, σ’ εκείνους που ασχολούνται με τη δημιουργία.»

«Αυτή η ατέρμονη αναζήτηση της ανάπτυξης δεν έχει λόγο να αφορά αποκλειστικά και μόνο τον εαυτό μας. Το είδος της ανάπτυξης που “σε ξανανιώνει” εντοπίζεται επίσης, -και ίσως περισσότερο απ’ οπουδήποτε αλλού— στη βοήθεια που παρέχουμε σε όποιον μπορεί να μάθει.

Αναπτυσσόμαστε και όταν δίνουμε, όχι μόνο όταν παίρνουμε. Καθένας από εμάς μπορεί να μεταδώσει τα λιγοστά που ξέρει, κι έτσι να κάνει ένα βήμα πιο μπροστά.»

Υπάρχει μια παμπάλαιη ιστορία που περιγράφει πολύ ωραία αυτήν την ιδέα.

Πριν από εκατοντάδες χρόνια, σ’ ένα χωριό της Ανατολής, ήταν ένας τύπος που μια νύχτα περπατούσε στα σκοτεινά δρομάκια του χωριού κρατώντας ένα αναμμένο φανάρι. Το χωριό, νύχτα χωρίς φεγγάρι, ήταν πάντα κατασκότεινο. Κάποια στιγμή, ο τύπος πέφτει πάνω σ’ έναν φίλο του. Τον κοιτάζει ο φίλος, κι αμέσως τον αναγνωρίζει: είναι ο Γκούμο, ο τυφλός του χωριού. Δεν κρατιέται και του λέει:

«Καλά, Γκούμο, τι κάνεις με το φανάρι στο χέρι; Αφού εσύ δεν βλέπεις…»

Και ο τυφλός του απαντάει:

«Το φανάρι δεν το έχω για να βλέπω. Εγώ, και στο σκοτάδι ακόμα, ξέρω τους δρόμους από μνήμης. Το φανάρι το έχω για να βρίσκουν τον δρόμο τους οι άλλοι βλέποντας εμένα.»

«Σημαντικό, δεν είναι μόνο το φως που χρησιμεύει σ’ εμένα, αλλά κι αυτό που χρησιμοποιώ για να μπορέσουν να δουν κι οι άλλοι. Ο καθένας μας μπορεί να φωτίσει τον δρόμο για λογαριασμό του, αλλά και για να φέξει στους υπόλοιπους — χωρίς να είναι και υποχρεωμένος.»

Τα πράγματα δεν μας ελκύουν παρά μόνο όταν δεν μας αγγίζουν

Όσο τελούμε υπό το κράτος των επιθυμιών, υπό την κυριαρχία της θέλησης, όσο αφηνόμαστε στις ελπίδες που μας καταπιέζουν, στους φόβους που μας κατατρύχουν, δεν υπάρχει για μας ούτε ανάπαυση ούτε μόνιμη ευτυχία. Είτε ριχνόμαστε με πάθος στην πραγματοποίηση κάποιας επιδίωξης, είτε φεύγουμε να σωθούμε από κάποιον επικείμενο κίνδυνο, αν δηλαδή αισθανόμαστε μεγάλη ταραχή από την αδημονία στην πρώτη περίπτωση ή από το καρδιοχτύπι στη δεύτερη, κατά βάθος είναι το ίδιο: οι έγνοιες που μας προξενούν οι απαιτήσεις της θέλησης σε όλες της τις μορφές, δεν παύουν να διαταράσσουν και να βασανίζουν την ύπαρξή μας. Έτσι, ο άνθρωπος, δούλος της θέλησης [του βουλητικού του στοιχείου], περιστρέφεται συνεχώς στον τροχό του Ιξίωνα, χύνει νερό στο πιθάρι των Δαναΐδων, είναι ο Τάνταλος που τυραννιέται από την αιώνια δίψα.

Όταν όμως μια ξένη, ανεξάρτητη από μας περίσταση -ή η εσωτερική μας αρμονία- μας ανασηκώνει και μας βγάζει για μια στιγμή έξω από τον ατέλειωτο χείμαρρο της επιθυμίας, το πνεύμα απαλλάσσεται από την καταπίεση της θέλησης, η προσοχή μας εκτρέπεται από καθετί που την προσελκύει, και τα πράγματα μάς παρουσιάζονται απαλλαγμένα από τη γοητεία της ελπίδας, από κάθε προσωπικό συμφέρον, μας παρουσιάζονται δηλαδή ως αντικείμενα ανιδιοτελούς σκέψης και όχι ως αντικείμενα που εποφθαλμιούμε- είναι τότε ακριβώς που η ανάπαυλα αυτή, η οποία μάταια αναζητήθηκε στους ανοιχτούς δρόμους της επιθυμίας, με αποτέλεσμα να μας διαφεύγει συνεχώς, παρουσιάζεται κατά κάποιον τρόπο από μόνη της και μας δίνει το αίσθημα της γαλήνης σε όλη του την πληρότητα. Είναι αυτή ακριβώς η, απαλλαγμένη από πόνους, κατάσταση που εξυμνούσε ο Επίκουρος ως το πιο μεγάλο απ’ όλα τα αγαθά, ως την ευδαιμονία των θεών διότι σ’ αυτή την περίπτωση είμαστε προς στιγμήν απαλλαγμένοι από τη βαριά καταπίεση της θέλησης, γιορτάζουμε το Σάββατο της αργίας μετά τα καταναγκαστικά έργα που μας επιβάλλει η θέληση, ο τροχός του Ιξίωνα σταματάει… Τι σημασία έχει τότε αν βλέπει κανείς τη δύση του ηλίου από το παράθυρο ενός παλατιού ή μέσα από τα κάγκελα μιας φυλακής!

Εσωτερική αρμονία, επικράτηση της καθαρής σκέψης απέναντι στη θέληση – αυτό μπορεί να προκύψει σε κάθε τόπο. Μάρτυρες αυτοί οι θαυμάσιοι Ολλανδοί ζωγράφοι, οι οποίοι μπόρεσαν να δουν με τόσο αντικειμενικό τρόπο τα μικρά πράγματα και οι οποίοι μας άφησαν, στις σκηνές εσωτερικού χώρου, μια διαχρονική απόδειξη του ελεύθερου και γαλήνιου πνεύματός τους. Ο θεατής δεν μπορεί να παρατηρήσει τα έργα αυτά χωρίς να συγκινηθεί, χωρίς ν’ αναλογιστεί την ήσυχη, ειρηνική, γεμάτη γαλήνη πνευματική κατάσταση του καλλιτέχνη, μια κατάσταση απαραίτητη για να μπορέσει κανείς να συγκεντρώσει την προσοχή του σε αντικείμενα ασήμαντα, αδιάφορα, και να τα αναπαραστήσει με τόση φροντίδα· και η εντύπωση είναι ακόμη πιο ισχυρή όταν, κάνοντας μιαν ενδοσκόπηση, μένουμε κατάπληκτοι από την αντίθεση μεταξύ αυτών των τόσο ήρεμων ζωγραφικών έργων και των πάντοτε σκοτεινών δικών μας αισθημάτων, που διαρκώς αναστατώνονται από ανησυχίες και επιθυμίες.

Αρκεί να εστιάσει κανείς την προσοχή του σε έναν οποιονδήποτε άνθρωπο, σε μια οποιαδήποτε σκηνή της καθημερινής ζωής και να τα αναπαραστήσει με το μολύβι ή το πινέλο: τότε, όλα θα φανούν ευθύς αμέσως εξαιρετικά ενδιαφέροντα, χαριτωμένα και επιθυμητά. Αν ωστόσο συμβεί να βρεθούμε αντιμέτωποι με την εν λόγω σκηνή ή να μετέχουμε οι ίδιοι στη σκηνή, ε, τότε! Μόνο ο διάβολος θα μπορούσε, όπως λέει κανείς συχνά, ν’ αντέξει μια τέτοια κατάσταση.

Είναι η σκέψη του Γκαίτε:

Όλα εκείνα που μας θλίβουν στη ζωή,
όταν αναπαριστώνται από τη ζωγραφική μας θέλγουν…


Όταν ήμασταν νέοι, υπήρξε μία περίοδος όπου προσπαθούσαμε διαρκώς να φαντάζομαστε όλες τις πράξεις μας σαν να ήταν ενός άλλου – πιθανότατα για να τις απολαμβάνουμε καλύτερα.

Τα πράγματα δεν μας ελκύουν παρά μόνο όταν δεν μας αγγίζουν. Η ζωή δεν είναι ποτέ ωραία, υπάρχουν μόνο οι απεικονίσεις της ζωής που είναι ωραίες, όταν ο καθρέφτης της ποίησης τις φωτίζει και τις αντικατοπτρίζει, ιδίως στα νεανικά χρόνια της ζωής μας, όταν δεν ξέρουμε ακόμα τι σημαίνει να ζεις.

ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ: Τι διακρίνει έναν φίλο από έναν απλώς γνωστό;

Κατ’ αρχάς, μπορούμε να στοχαστούμε σχετικά με το τι πιστεύουμε πως είναι ένας φίλος, όπως και σχετικά με το τι διακρίνει έναν φίλο από μια απλή γνωριμία ή έναν ξένο. Σύμφωνα με τον Επίκουρο, ένα από τα καθοριστικά χαρακτηριστικά του αληθινού φίλου είναι ότι μπορούμε να βασιζόμαστε σε αυτόν σε ώρα ανάγκης. Αντιστρόφως, εάν εμείς είμαστε αληθινοί φίλοι, τότε οι άλλοι θα μπορούν να βασίζονται σε εμάς. Οι φίλοι νοιάζονται ο ένας για τον άλλο με τρόπο που συνήθως δεν συμβαίνει στις εφήμερες γνωριμίες.

Επομένως, φίλος είναι κάποιος στον οποίο μπορούμε να βασιστούμε όταν χρειαζόμαστε βοήθεια. Ελπίζουμε ότι δεν θα χρειαστεί να εξαρτιόμαστε πολύ συχνά από αυτόν, αλλά τουλάχιστον γνωρίζουμε ότι είναι εκεί. Πράγματι, ο Επίκουρος πίστευε ότι αυτό ήταν εξίσου σημαντικό, αν όχι πιο σημαντικό, από την άμεση πρακτική βοήθεια. 

Το κλειδί είναι να γνωρίζουμε ότι έχουμε ανθρώπους στους οποίους μπορούμε να στραφούμε σε μια κρίση, ακόμα και αν τη βοήθειά τους θα τη ζητήσουμε σπάνια ή ποτέ. Όπως το έθεσε ο ίδιος ο Επίκουρος, αυτό που έχει σημασία δεν είναι τόσο η άμεση βοήθεια, όσο η βεβαιότητα ότι υπάρχει αυτή η βοήθεια εάν ποτέ τη χρειαστούμε. Η γνώση ότι αυτό το είδος υποστήριξης βρίσκεται εκεί έξω και είναι διαθέσιμο μπορεί να μειώσει σημαντικά το άγχος μας για το μέλλον, πίστευε.

Μετά από όλα αυτά, λοιπόν, κάποιος που αντιμετωπίζει τους φίλους του απλώς και μόνο ως ένα δίκτυο υποστήριξης πιθανότατα δεν είναι καθόλου φίλος. Κατ’ αρχάς, η υποστήριξη πρέπει να είναι αμφίδρομη: πρέπει να είμαστε πρόθυμοι να παρέχουμε υποστήριξη άμεσα, όπως θα ανακουφιζόμασταν αν λαμβάναμε υποστήριξη τη στιγμή που θα τη χρειαζόμασταν περισσότερο. Άρα τίθεται ένα ζήτημα ισορροπίας. Κάποιος που συνεχώς ζητά ή αναμένει βοήθεια μπορεί να θεωρηθεί ότι υπερβαίνει το όριο του τι μπορούμε εύλογα να αναμένουμε από έναν φίλο. Οι υπερβολικές απαιτήσεις του θα μπορούσαν επίσης να κάνουν τη σχέση μονόπλευρη. 

Στον αντίποδα, ένας φίλος που δεν ζητάει ούτε δέχεται ποτέ βοήθεια μπορεί να φαίνεται πολύ αποκομμένος. Και όχι μόνο, μπορεί να νιώθει σχετικά αμήχανα στην προοπτική να στραφεί σε κάποιον φίλο για βοήθεια σε μια κρίση, εάν ο ίδιος δεν έχει αποδεχθεί ποτέ βοήθεια για κάτι. Επομένως, πρέπει να υπάρχει μια αμοιβαία και αμφίδρομη ροή υποστήριξης. Πόση υποστήριξη ακριβώς θα εξαρτηθεί αναμφίβολα από τη φιλία, αρκεί και τα δύο μέρη να νιώθουν ότι παίρνουν από αυτή τόσο όσο καταθέτουν. Ορισμένες φιλίες περιλαμβάνουν ένα συνεχές δούναι και λαβείν πρακτικής και ηθικής υποστήριξης· άλλες μπορεί να είναι λίγο πιο εγκρατείς. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Επίκουρο, για να θεωρείται μια φιλία σωστή, θα υπάρχει πάντα αυτή η άρρητη γνώση ότι, αν τα πράγματα πάρουν στροφή προς το χειρότερο, υπάρχει κάποιος που γνωρίζουμε ότι μπορούμε να βασιστούμε πάνω του. Ο καλύτερος τύπος φίλου, σχολίαζε ο Επίκουρος, δεν υποβιβάζει τη σχέση σε απλή αμοιβαία υποστήριξη, αλλά ούτε και αρνείται τον ρόλο που διαδραματίζει μια τέτοια υποστήριξη. Όπως το έθεσε, το πρώτο είδος φίλου υποβιβάζει τη φιλία σε μια απλή εμπορική συναλλαγή, ενώ το δεύτερο είδος φίλου καταστρέψει κάθε αίσθηση ασφάλειας για το μέλλον.

Όλα αυτά θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν να εξηγήσουμε γιατί η φιλία μπορεί μερικές φορές να είναι μια εύθραυστη υπόθεση. Είναι μια περίπλοκη πράξη εξισορρόπησης βασισμένη σε μια σειρά από άρρητες συνήθως εικασίες. Μπορεί να μην πούμε ρητά και κατηγορηματικά στους φίλους μας ότι θα είμαστε εκεί για να τους υποστηρίξουμε σε μια περίοδο κρίσης και είναι ακόμα λιγότερο πιθανό να τους ζητήσουμε να επιβεβαιώσουν ότι θα είναι κι εκείνοι εκεί για να μας υποστηρίξουν. Όλα αυτά δεν λέγονται. Οι αληθινοί φίλοι δεν σημειώνουν πόσο συχνά το ένα άτομο βοήθησε το άλλο –πράγματι, αυτό θα μείωνε τη φιλία σε κάτι ελάχιστα περισσότερο από μια εμπορική συναλλαγή-, αλλά ταυτόχρονα, εάν η ροή υποστήριξης είναι μόνο προς τη μια πλευρά, η φιλία μπορεί να γίνει μονόπλευρη και να δυσκολευτεί να αντέξει στον χρόνο. Αναμφίβολα, θα υπάρχουν εξαιρετικές περιπτώσεις όπου αυτές οι αρχές δεν εφαρμόζονται επακριβώς, αλλά σε γενικές γραμμές οι σκέψεις του Επίκουρου για τη φιλία φαίνεται να συλλαμβάνουν κάτι σημαντικό. Είναι μια σχέση αμοιβαίας φροντίδας και υποστήριξης που αποτρέπει το κατρακύλισμα σε μια απλή ανταλλαγή εξυπηρετήσεων.

Πέρα από αυτή την πρακτική υποστήριξη, η φιλία μπορεί επίσης να περιλαμβάνει αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε ηθική υποστήριξη, με τη μορφή συμπάθειας και ανεκτικότητας. Όταν στοχάζεται σχετικά με τον ρόλο της φιλίας, ο Οράτιος ισχυρίζεται ότι οι φίλοι είναι πολύ πιο πιθανό να είναι γενναιόδωροι όταν περιγράφουν ο ένας τα λάθη του άλλου: ο τσιγκούνης φίλος περιγράφεται ως «προσεκτικός με τα χρήματα», ενώ η επιδειξιομανία ονομάζεται «διασκεδαστική συντροφιά».

Ανεχόμαστε τις ιδιορρυθμίες και τα λάθη των φίλων μας και ελπίζουμε ότι θα κάνουν κι εκείνοι το ίδιο για εμάς. «Οι ευγενικοί μου φίλοι θα με συγχωρήσουν αν, ως αποτέλεσμα της ανοησίας μου, κάνω κάτι λάθος», έγραψε ο Οράτιος, προσθέτοντας, «κι εγώ με τη σειρά μου θα παραβλέψω ευχαρίστως τα ολισθήματά τους». Γιατί η φιλία ήταν τόσο σημαντική για τον Επίκουρο; Νομίζω ότι υπάρχουν δύο λόγοι για τους οποίους έδωσε τόσο μεγάλη προσοχή. Ο πρώτος είναι η ιδέα ότι η γνώση πως έχουμε ανθρώπους στους οποίους μπορούμε να απευθυνθούμε σε περιόδους δυσκολίας, ακόμα και αν αυτό δεν χρειαστεί ποτέ, μπορεί να βοηθήσει στη μείωση του άγχους σχετικά με το μέλλον. Η απαλοιφή αυτού του άγχους συμβάλλει άμεσα στον στόχο της φιλοσοφίας του Επίκουρου: την επίτευξη της ψυχικής γαλήνης. Ο δεύτερος λόγος αφορά μια παρέκκλιση από τον ευρύτερο στοχασμό του για την πολιτική.

Ο Επίκουρος ήταν αρκετά δύσπιστος σε ό,τι αφορούσε τη συμβατική πολιτική. Δεν ασχολήθηκε με τα πολιτικά θέματα της Αθήνας και συμβούλευε τους οπαδούς του να «ζουν απαρατήρητοι» αντί να εμπλέκονται σε τέτοια θέματα. Προβληματιζόταν επίσης σχετικά με τα θεμέλια πάνω στα οποία ισχυρίζονταν ότι βασίζονταν οι πολιτικές κοινότητες. Σε πολλές περιπτώσεις, αυτό ήταν, σιωπηρά τουλάχιστον, μια εκδοχή αυτού που οι άνθρωποι σήμερα αποκαλούν «θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου». Πρόκειται για την ιδέα ότι οι άνθρωποι υποτάσσονται πρόθυμα στο σύστημα δικαιοσύνης που έχει δημιουργήσει μια πολιτική κοινότητα για να επωφεληθούν από την προστασία που προσφέρει. Η κατάσταση της φύσης, όπως το έθεσε ο Τόμας Χομπς, σχεδόν δύο χιλιάδες χρόνια αργότερα, είναι ένας πόλεμος όλων εναντίον όλων, κι έτσι οι άνθρωποι ενώνονται για να σχηματίσουν κοινότητες, ανταλλάσσοντας μερικές από τις ελευθερίες τους προς χάρη της αμοιβαίας ασφάλειας. 

Σύμφωνα με τον Επίκουρο, έτσι προέκυψε η έννοια της δικαιοσύνης. Είναι το προϊόν ενός συμβολαίου μεταξύ ανθρώπων που φροντίζουν να μη βλάπτουν τους άλλους ή να μη ζημιωθούν οι ίδιοι. Μια πολιτική κοινότητα που οργανώνεται σύμφωνα με ένα τέτοιο σύστημα δικαιοσύνης βασίζεται τελικά σε αισθήματα καχυποψίας και φόβου — καχυποψίας σχετικά με τα κίνητρα των άλλων ανθρώπων και φόβου ότι θα μπορούσαν να ζημιωθούν εάν δεν υπήρχε το σύστημα δικαιοσύνης για να χαλιναγωγήσει τις συμπεριφορές τους. Μόλις τεθεί σε εφαρμογή αυτό το σύστημα, οι άνθρωποι αναμένεται να ακολουθούν τους κανόνες της κοινότητας, και πάλι λόγω της αίσθησης του φόβου – μήπως συλληφθούν και τιμωρηθούν εάν παραβιάσουν τους κανόνες. Αυτό δύσκολα μπορεί να είναι ένα υγιές θεμέλιο για μια κοινότητα, πίστευε ο Επίκουρος. Αντίθετα, μια κοινότητα ανθρώπων βασισμένη στην επικούρεια ιδέα της φιλίας θα στηριζόταν στην αμοιβαία φροντίδα και υποστήριξη, με άρρητες διαβεβαιώσεις βοήθειας και όχι με τυπικούς κανόνες και κανονισμούς. Αυτός, λοιπόν, είναι ένας δεύτερος λόγος για τον οποίο ο Επίκουρος έδωσε τόσο μεγάλο βάρος στη φιλία: προσφέρει ένα πολύ διαφορετικό και πιο θετικό μοντέλο για το πώς μπορεί να μοιάζει μια κοινότητα ανθρώπων και πιθανώς ήταν το πρότυπο για τη δική του κοινότητα στον Κήπο.

Οι κεντρικές και διακριτές ικανότητες που όλοι οι άνθρωποι θα ήταν εύλογο να έχουν

Ένας κατάλογος των κεντρικών ικανοτήτων (δηλαδή των λειτουργικών ευκαιριών που όλοι οι άνθρωποι θα ήταν εύλογο να έχουν) που αντιστοιχούν στις θεμελιώδεις ελευθερίες με άξονα την ιδέα μιας ζωής αντάξιας της ανθρώπινης αξίας.

Οι κεντρικές και διακριτές ικανότητες είναι δέκα:

Πρώτη είναι η ικανότητα στη ζωή, το να μπορεί δηλαδή κάποιος να ζει μια ζωή κανονικού μήκους και να μην περιορίζεται πρόωρα σε μια κατάσταση που δεν αξίζει πια να τη ζει
Δεύτερη, η ικανότητα στη σωματική υγεία, η οποία προϋποθέτει τουλάχιστον κατάλληλη διατροφή και κατάλληλη στέγη.
Τρίτη, η ικανότητα στη σωματική ακεραιότητα σημαίνει το να μπορεί κάποιος να κινείται ελεύθερος από μέρος σε μέρος, χωρίς τον φόβο της σωματικής ή σεξουαλικής επίθεσης, χωρίς ενδοοικογενειακή βία. Στην ικανότητα αυτή συγκαταλέγεται η ύπαρξη ευκαιριών σε ζητήματα σεξουαλικής ικανοποίησης, αλλά και η επιλογή σε ζητήματα αναπαραγωγής.
Τέταρτη, είναι η ικανότητα στη σκέψη, στη χρήση του λόγου, στις αισθήσεις και στη φαντασία, η ικανότητα του να κάνει κάποιος πράγματα ή να προβαίνει σε επιλογές μετά από εκπαίδευση, πληροφόρηση και καλλιέργεια.
Πέμπτη, η ικανότητα στη συναισθηματική ζωή, στην αγάπη, στο πένθος, στην έγνοια, στην επιθυμία, στον δικαιολογημένο θυμό,
Έκτη, η ικανότητα στον πρακτικό λόγο, στην ανάπτυξη μιας αντίληψης περί του αγαθού και στον κριτικό αναστοχασμό πάνω στο σχέδιο βίου.
Έβδομη είναι η ικανότητα προς το σχετίζεσθαι, δηλαδή η ικανότητα να δημιουργεί κάποιος ανθρώπινες σχέσεις, να είναι κοινωνικός, που προϋποθέτει την ικανότητα να φανταστεί κάποιος τον εαυτό του στη θέση του άλλου. Η Νουσμπάουμ παρατηρεί ότι σε αυτή ακριβώς την ικανότητα, στην ικανότητα δηλαδή να μπορεί κάποιος να βιώσει τον εαυτό του στη θέση του άλλου, εδράζεται η βάση του σεβασμού, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, καθώς και της απαγόρευσης διάκρισης.
Όγδοη είναι η ικανότητα να νοιάζεται κάποιος για τα άλλα είδη και τα έμβια όντα, να ζει με ενδιαφέρον και σεβασμό γι’ αυτά
Ένατη είναι η ικανότητα για παιχνίδι, για γέλιο και για διασκέδαση.
Τέλος, δέκατη είναι η ικανότητα να ασκεί κάποιος μια μορφή ελέγχου επί του περιβάλλοντος του, πρώτον επί του πολιτικού, συμμετέχοντας στη συλλογική διακυβέρνηση και στον δημόσιο διάλογο, και δεύτερον επί του υλικού περιβάλλοντος του, μέσα από την ιδιοκτησία, την ευκαιρία για θέσεις εργασίας, αλλά και, τρίτον, επί του σώματός του, ως ελευθερία από την αυθαίρετη σύλληψη ή κράτηση.

Τέλος, η στέρηση κάθε μιας από αυτές τις ευκαιρίες είναι μια ανικανότητα, ενώ κάποιες ανικανότητες δημιουργούν περαιτέρω ανικανότητες, έχουν δηλαδή, ένα «διαβρωτικό» μειονέκτημα.

Η μεταρρύθμιση του Κλεισθένη

Καθώς φαίνεται ο Κλεισθένης, την εποχή που ήταν άρχων ο αντίπαλος του Ισαγόρας (508/507), κατόρθωσε να περάσει, με την υποστήριξη του δήμου, μια μεταρρύθμιση που μετέβαλε τον αριθμό των φυλών και «έδινε την πολιτεία στο λαό», κατά την έκφραση του Αριστοτέλη.  Πράγματι, βλέποντας πως έχαναν την εξουσία, ο Ισαγόρας και οι οπαδοί του έκαναν έκκληση στο βασιλιά της Σπάρτης. Ο Κλεισθένης λοιπόν έφυγε. Όταν όμως ο Ισαγόρας προσπάθησε να διαλύσει τη βουλή που είχε θεσπίσει ο μεταρρυθμιστής, συνάντησε την ισχυρή αντίστασή της ο λαός εξανάγκασε τους Λακεδαιμονίους να εγκαταλείψουν την Αττική. Στη συνέχεια, «οι Αθηναίοι κάλεσαν πίσω τον Κλεισθένη» (Ηρόδοτος, 5. 73).

Θα πρέπει τώρα να επανέλθουμε στη μεταρρύθμιση αυτή καθαυτή. Ο Κλεισθένης, αναδιαρθρώνοντας το σώμα της πόλης και δημιουργώντας νέα πολιτικά όργανα, τροποποιούσε ταυτόχρονα και τους υπάρχοντες θεσμούς. Ως προς την αναδιάρθρωση του σώματος των πολιτών ο Ηρόδοτος είναι σύντομος και αναφέρει: την αύξηση του αριθμού των φυλών, που από τέσσερις γινόταν δέκα, και την αλλαγή των ονομάτων τους. Κατά τον Αριστοτέλη, η αύξηση του αριθμού των φυλών απέβλεπε στην ευρύτερη συμμετοχή του λαού στην πολιτεία, με άλλα λόγια ήθελε να εντάξει τους νεοπολίτες· είναι αυτοί στους οποίους ο Κλεισθένης είχε δώσει πολιτικά δικαιώματα και που τον βοήθησαν να αντισταθεί στους αντιπάλους του. Η αναδιοργάνωση των φυλών συμβάδιζε με τη δημιουργία 30 ομάδων από δήμους, τις λεγόμενες τριττύες· έτσι, 10 τριττύες αναλογούσαν στην Αθήνα και στα περίχωρα, άλλες 10 στο έδαφος της Παραλίας, και οι τελευταίες 10 στην ενδοχώρα, τη Μεσογαία. Κάθε φυλή αποτελείτο από 3 τριττύες, μία της πόλης, μία της ακτής, μία του εσωτερικού, και το αποτέλεσμα ήταν να σπάσουν οι δεσμοί της τοπικής αλληλεγγύης και να υπονομευθεί η δύναμη της παλιάς αριστοκρατίας. Επρόκειτο λοιπόν για μια αναδιοργάνωση του χώρου της πόλης που σήμαινε ότι όλα τα μέλη της πολιτειακής κοινότητας, ευγενείς και μη, παλιοί και νέοι πολίτες, θα ήταν στο εξής ίσοι μεταξύ τους, τουλάχιστον θεωρητικά, ως προς την άσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων (πολιτεία).

Πράγματι, η οργάνωση των θεσμών της πόλης βασίζεται πια στο νέο σύστημα της διαίρεσης των φυλών, και πρώτα πρώτα η οργάνωση του δεσπόζοντος θεσμού, του σώματος των πεντακοσίων, της βουλής. Οι βουλευτές κληρώνονται κάθε χρόνο, πενήντα από κάθε φυλή. Βέβαια θα πρέπει να περάσει μισός ακόμα αιώνας, ώσπου ο Εφιάλτης να της παραχωρήσει τις λειτουργίες που ασκούσε ο Άρειος Πάγος, και να γίνει η βουλή των Πεντακοσίων η «κυβέρνηση’ της πόλης.

Ενδεικτικό είναι και το γεγονός ότι ο Κλεισθένης δεν φαίνεται να διατήρησε την εξουσία μετά την επιστροφή του, παρόλο που έγινε, όπως λέει ο Αριστοτέλης, ο «προστάτης» του δήμου.

Ακόμη και αν δεν ίδρυσε πράγματι τη δημοκρατία όπως την ξέρουμε ύστερα από τις μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη και την καθιέρωση της μισθοφορίας από τον Περικλή, ο Κλεισθένης ήταν αυτός που δημιούργησε τις συνθήκες που έκαναν εφικτή την ίδρυσή της, εισάγοντας στο χώρο της πόλης την ισονομία, την ισότητα εν ονόματι του νόμου και απέναντι στο νόμο που ήταν μια από τις πιο θαυμαστές εφευρέσεις της Αθήνας.

ΑΡΡΙΑΝΟΣ - Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (6.12.1-6.13.3)

[6.12.1] Ἐν ᾧ δὲ Ἀλέξανδρος αὐτοῦ μένων τὸ τραῦμα ἐθεραπεύετο, ἐς τὸ στρατόπεδον, ἔνθενπερ ὡρμήθη ἐπὶ τοὺς Μαλλούς, ὁ μὲν πρῶτος λόγος ἧκεν ὅτι τεθνηκὼς εἴη ἐκ τοῦ τραύματος. καὶ τὰ μὲν πρῶτα οἰμωγὴ ἦν τῆς στρατιᾶς ξυμπάσης ἄλλου ἄλλῳ παραδιδόντος τὴν φήμην· παυσάμενοι δὲ τῆς οἰμωγῆς ἄθυμοί τε καὶ ἄποροι ἦσαν, ὅστις μὲν ἐξηγούμενος ἔσται τῆς στρατιᾶς [6.12.2] (πολλοῖς γὰρ δὴ ἐν ἴσῳ τὰ τῆς ἀξιώσεως ἐδόκει πρός τε αὐτοῦ Ἀλεξάνδρου καὶ πρὸς Μακεδόνων καθεστηκέναι), ὅπως δὲ ἀποσωθήσονται ἐς τὴν οἰκείαν, τοσούτων μὲν ἐθνῶν μαχίμων περιειργόντων σφᾶς ἐν κύκλῳ, τῶν μὲν οὔπω προσκεχωρηκότων, ἃ δὴ ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας εἴκαζον ἀγωνιεῖσθαι καρτερῶς, τῶν δὲ ἀποστησομένων ἀφαιρεθέντος αὐτοῖς τοῦ Ἀλεξάνδρου φόβου, ποταμῶν τε ἐν μέσῳ ἀδιαβάτων τότε δὴ ἐδόκουν εἶναι καὶ πάντα σφίσιν ἄπορα καὶ ἀμήχανα ἐρήμοις Ἀλεξάνδρου ἐφαίνετο. ὡς δὲ ἧκέ ποτε λόγος ὅτι ζῇ Ἀλέξανδρος, τούτῳ μὲν μόγις ξυνεχώρησαν, εἰ δὲ καὶ βιώσιμός ἐστιν, οὔπω ἐπιστεύετο. [6.12.3] ὡς δὲ καὶ γράμματα παρ᾽ αὐτοῦ ἧκεν ὅτι ὅσον οὔπω κατελεύσεται ἐπὶ τὸ στρατόπεδον, οὐδὲ ταῦτα τοῖς πολλοῖς ὑπὸ τοῦ ἄγαν δέους πιστὰ ἐφαίνετο, ἀλλὰ πλάττεσθαι γὰρ πρὸς τῶν ἀμφ᾽ αὐτὸν σωματοφυλάκων τε καὶ στρατηγῶν εἰκάζετο.
[6.13.1] Καὶ ταῦτα ἐννοήσας Ἀλέξανδρος, μή τι νεωτερισθείη ἐν τῇ στρατιᾷ, ὅτε πρῶτον ἠδυνήθη κομίζεται ἐπὶ τοῦ ποταμοῦ τοῦ Ὑδραώτου τὰς ὄχθας· καὶ πλέων κατὰ τὸν ποταμόν (ἦν γὰρ τὸ στρατόπεδον ἐπὶ ταῖς ξυμβολαῖς τοῦ τε Ὑδραώτου καὶ τοῦ Ἀκεσίνου, ἵνα Ἡφαιστίων τε ἐπὶ τῆς στρατιᾶς ἦν καὶ Νέαρχος τὸ ναυτικὸν αὐτῷ εἶχεν), ὡς [δὲ] ἐπέλαζεν ἡ ναῦς ἤδη τῷ στρατοπέδῳ τὸν βασιλέα φέρουσα, κελεύει δὴ ἀφελεῖν τὴν σκηνὴν ἀπὸ τῆς πρύμνης, ὡς καταφανὴς εἶναι πᾶσιν. [6.13.2] οἱ δὲ ἔτι ἠπίστουν, ὡς νεκροῦ δῆθεν κομιζομένου Ἀλεξάνδρου, πρίν γε δὴ προσχούσης τῆς νεὼς τῇ ὄχθῃ ὁ μὲν τὴν χεῖρα ἀνέτεινεν ἐς τὸ πλῆθος· οἱ δὲ ἀνεβόησαν, ἐς τὸν οὐρανὸν ἀνασχόντες τὰς χεῖρας, οἱ δὲ πρὸς αὐτὸν Ἀλέξανδρον· πολλοῖς δὲ καὶ δάκρυα ἐπὶ τῷ ἀνελπίστῳ προεχύθη ἀκούσια. καὶ οἱ μὲν τῶν ὑπασπιστῶν κλίνην προσέφερον αὐτῷ ἐκκομιζομένῳ ἐκ τῆς νεώς, ὁ δὲ τὸν ἵππον προσαγαγεῖν ἐκέλευσεν. [6.13.3] ὡς δὲ ἐπιβὰς τοῦ ἵππου ὤφθη αὖθις, κρότῳ δὴ πολλῷ ἐπεκτύπησεν ἡ στρατιὰ πᾶσα, ἐπήχησαν δὲ αἵ τε ὄχθαι καὶ αἱ πλησίον αὐτῶν νάπαι. προσάγων δὲ ἤδη τῇ σκηνῇ καταβαίνει ἀπὸ τοῦ ἵππου, ὥστε καὶ βαδίζων ὀφθῆναι. οἱ δὲ ἐπέλαζον ἄλλος ἄλλοθεν, οἱ μὲν χειρῶν, οἱ δὲ γονάτων, οἱ δὲ τῆς ἐσθῆτος αὐτῆς ἁπτόμενοι, οἱ δὲ καὶ ἰδεῖν ἐγγύθεν καί τι καὶ ἐπευφημήσαντες ἀπελθεῖν· οἱ δὲ ταινίαις ἔβαλλον, οἱ δὲ ἄνθεσιν, ὅσα ἐν τῷ τότε ἡ Ἰνδῶν γῆ παρεῖχε.

***
[6.12.1] Ενώ ο Αλέξανδρος θεράπευε το τραύμα του παραμένοντας εκεί, έφθασε πρώτα η είδηση στο στρατόπεδο, από το οποίο ακριβώς ξεκίνησε εναντίον των Μαλλών, ότι είχε πεθάνει από το τραύμα. Στην αρχή όλος ο στρατός θρηνούσε, καθώς ο ένας μετέδιδε στον άλλο τη φήμη. Όταν σταμάτησαν να θρηνούν, ήταν αποθαρρημένοι και δεν ήξεραν ποιός θα αναλάβει την αρχηγία του στρατού [6.12.2] (γιατί βέβαια κατά τη γνώμη και του ίδιου του Αλεξάνδρου και των Μακεδόνων πολλοί ήταν εξίσου ικανοί) και πώς θα επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Τους περιέβαλαν ολόγυρα τόσοι πολεμικοί λαοί, από τους οποίους άλλοι δεν είχαν ακόμη υποταχθεί και, όπως υπέθεταν, θα πολεμούσαν γενναία για την ελευθερία τους, ενώ άλλοι θα επαναστατούσαν τώρα που είχε εκλείψει ο φόβος τους για τον Αλέξανδρο. Νόμιζαν, λοιπόν, τότε ότι βρίσκονταν ανάμεσα σε αδιάβατους ποταμούς και όλα τους φαίνονταν δύσκολα και αδύνατα χωρίς τον Αλέξανδρο. Και όταν έφθασε κάποτε η είδηση ότι ζούσε ο Αλέξανδρος, με δυσκολία την πίστευαν· ότι θα επιζήσει, καθόλου δεν γινόταν πιστευτό. [6.12.3] Ακόμη και όταν έφθασε επιστολή του Αλεξάνδρου ότι θα κατέβαινε σε λίγο στο στρατόπεδο, ούτε και αυτή φαινόταν πιστευτή στους περισσότερους επειδή ήταν υπερβολικά πτοημένοι, αλλά υπέθεταν ότι η επιστολή ήταν πλαστή και είχε επινοηθεί από τους σωματοφύλακες και τους στρατηγούς του.
[6.13.1] Επειδή αντιλήφθηκε αυτά ο Αλέξανδρος και για να μη συμβεί καμιά ανταρσία στον στρατό, μόλις μπόρεσε ζήτησε να τον μεταφέρουν στις όχθες του ποταμού Υδραώτη και έπλευσε κατά μήκος του ποταμού (γιατί το στρατόπεδο βρισκόταν στη συμβολή του Υδραώτη και του Ακεσίνη, όπου ο Ηφαιστίων διοικούσε τον στρατό και ο Νέαρχος είχε το ναυτικό του Αλεξάνδρου). Όταν πλησίαζε πλέον στο στρατόπεδο το πλοίο που μετέφερε τον βασιλιά, διέταξε ο Αλέξανδρος να αφαιρεθεί από την πρύμνη η σκηνή, ώστε να είναι εντελώς ορατός από όλους. [6.13.2] Οι στρατιώτες όμως ακόμη δεν το πίστευαν νομίζοντας ότι μεταφερόταν τάχα νεκρός ο Αλέξανδρος, ώσπου πλησίασε το πλοίο στην όχθη και σήκωσε ο Αλέξανδρος το χέρι του προς το πλήθος. Τότε οι στρατιώτες φώναξαν δυνατά υψώνοντας τα χέρια τους προς τον ουρανό και άλλοι προς τον ίδιο τον Αλέξανδρο, ενώ πολλοί, χωρίς να το θέλουν, έχυσαν ακόμη και δάκρυα για το ανέλπιστο γεγονός. Μερικοί υπασπιστές του πρόσφεραν φορείο, για να κινηθεί από το πλοίο στην ξηρά, ο Αλέξανδρος όμως διέταξε να του φέρουν το άλογό του. [6.13.3] Όταν τον είδαν και πάλι ανεβασμένο στο άλογό του, χειροκρότησαν με πολύ θόρυβο όλοι οι στρατιώτες και αντήχησαν οι όχθες και τα φαράγγια που ήταν κοντά. Πλησίαζε πλέον στη σκηνή του, όταν κατέβηκε από το άλογο, ώστε να τον δουν και να βαδίζει. Εκείνοι άρχισαν να τον πλησιάζουν άλλος από δω και άλλος από κει, άλλοι να πιάνουν τα χέρια του, άλλοι τα γόνατά του, άλλοι τα ρούχα του και άλλοι για να τον δουν μόνο από κοντά και να φύγουν, αφού του εκφράσουν τη χαρά τους· άλλοι του έριχναν μικρά στεφάνια και άλλοι τον έραιναν με όσα λουλούδια έβγαζε την εποχή εκείνη η ινδική γη.