Τρίτη 2 Νοεμβρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Τραχίνιαι (633-662)

ΧΟ. ὦ ναύλοχα καὶ πετραῖα [στρ. α]
θερμὰ λουτρὰ καὶ πάγους
635 Οἴτας παραναιετάοντες, οἵ τε μέσσαν
Μαλίδα πὰρ λίμναν,
χρυσαλακάτου τ᾽ ἀκτὰν Κόρας,
ἔνθ᾽ Ἑλλάνων ἀγοραὶ
Πυλάτιδες κλέονται,

640 ὁ καλλιβόας τάχ᾽ ὑμῖν [ἀντ. α] 
αὐλὸς οὐκ ἀναρσίαν
ἀχῶν καναχὰν ἐπάνεισιν, ἀλλὰ θείας
ἀντίλυρον μούσας.
ὁ γὰρ Διὸς Ἀλκμήνας κόρος
645 σοῦται πάσας ἀρετᾶς
λάφυρ᾽ ἔχων ἐπ᾽ οἴκους·

ὃν ἀπόπτολιν εἴχομεν [στρ. β]
παντᾷ, δυοκαιδεκάμηνον ἀμμένουσαι
χρόνον, πελάγιον, ἴδριες οὐ-
650 δέν· ἁ δέ οἱ φίλα δάμαρ
τάλαιναν δυστάλαινα καρδίαν
πάγκλαυτος αἰὲν ὤλλυτο·
νῦν δ᾽ Ἄρης οἰστρηθεὶς
ἐξέλυσεν ἐπίπονον ἁμέραν.

655 ᾽ ἀφίκοιτο· μὴ [ἀντ. α] 
σταίη πολύκωπον ὄχημα ναὸς αὐτῷ,
πρὶν τάνδε πρὸς πόλιν ἀνύσει-
ε, νασιῶτιν ἑστίαν
ἀμείψας, ἔνθα κλῄζεται θυτήρ·
660 ὅθεν μόλοι πανάμερος,
τᾶς πειθοῦς παγχρίστῳ
συντακεὶς θηρὸς ὕπο παρφάσει.

***
ΧΟΡ. Σεις που καθόσαστε πλάι
στ᾽ ακροθαλασσινά και στα βουνίσια
θερμά λουτρά και στης Οίτης τους βράχους,
κι όσοι ακόμα τριγύρω στις όχθες
του κόρφου της Μηλίδας
και στις ακτές της χρυσότοξης Κόρης,
όπου η Πυλαία φημίζεται
σύναξη εκεί των Ελλήνων.

Γρήγορα θα γυρίσει
640 για σας η λυγερόφωνη η φλογέρα,
κι όχι σκοπούς θλιβερούς, μα σαν λύρα
θεϊκές θ᾽ αντηχήσει υμνωδίες.
Γιατί όπου να ᾽ναι και φτάνει
ο διογέννητος γιος της Αλκμήνης
στα παλάτια του, φέρνοντας
ασύγκριτα λάφυρ᾽ αντρείας.

Που ενώ μακριά αυτός στα ξένα
γυρνούσε παντού, δώδεκα μήνες εμείς
τον προσμέναμε, πέρ᾽ απ᾽ τα πέλαγα,
δίχως να ξέρομε τίποτα·
650 κι η ακριβή του η γυναίκα
με βαριά πάντα καρδιά η βαριόμοιρη
μες στο δάκρυ της έλιωνε.
Τώρα όμως ο Άρης λυσσάζοντας
μια για πάντα τον γλίτωσε πια
απ᾽ της κάθε του ημέρας τους μόχτους.

Μ᾽ ας έρθει τέλος ας έρθει,
και του καραβιού το μυριόκουπο άρμενο
ας μη σταματήσει το δρόμο του
πουθενά, πριν τον βγάλει ίσα εδώ
στο δικό μας λιμάνι,
μια και φύγει απ᾽ το νησί, που, όπως μάθαμε,
μένει ακόμα θυσιάζοντας·
660 κι απ᾽ όπου ας ερθεί ποθοπλάνταχτος,
με τα μάγια αλειφτός της Πειθώς
καθώς το ᾽χει ορμηνέψει το Αγρίμι.

ΟΜΗΡΟΣ: Ἰλιάς (3.369-3.417)

Ἦ, καὶ ἐπαΐξας κόρυθος λάβεν ἱπποδασείης,
370 ἕλκε δ᾽ ἐπιστρέψας μετ᾽ ἐϋκνήμιδας Ἀχαιούς·
ἄγχε δέ μιν πολύκεστος ἱμὰς ἁπαλὴν ὑπὸ δειρήν,
ὅς οἱ ὑπ᾽ ἀνθερεῶνος ὀχεὺς τέτατο τρυφαλείης.
καί νύ κεν εἴρυσσέν τε καὶ ἄσπετον ἤρατο κῦδος,
εἰ μὴ ἄρ᾽ ὀξὺ νόησε Διὸς θυγάτηρ Ἀφροδίτη,
375 ἥ οἱ ῥῆξεν ἱμάντα βοὸς ἶφι κταμένοιο·
κεινὴ δὲ τρυφάλεια ἅμ᾽ ἕσπετο χειρὶ παχείῃ.
τὴν μὲν ἔπειθ᾽ ἥρως μετ᾽ ἐϋκνήμιδας Ἀχαιοὺς
ῥῖψ᾽ ἐπιδινήσας, κόμισαν δ᾽ ἐρίηρες ἑταῖροι·
αὐτὰρ ὁ ἂψ ἐπόρουσε κατακτάμεναι μενεαίνων
380 ἔγχεϊ χαλκείῳ· τὸν δ᾽ ἐξήρπαξ᾽ Ἀφροδίτη
ῥεῖα μάλ᾽ ὥς τε θεός, ἐκάλυψε δ᾽ ἄρ᾽ ἠέρι πολλῇ,
κὰδ δ᾽ εἷσ᾽ ἐν θαλάμῳ εὐώδεϊ κηώεντι.
αὐτὴ δ᾽ αὖθ᾽ Ἑλένην καλέουσ᾽ ἴε· τὴν δ᾽ ἐκίχανε
πύργῳ ἐφ᾽ ὑψηλῷ, περὶ δὲ Τρῳαὶ ἅλις ἦσαν·
385 χειρὶ δὲ νεκταρέου ἑανοῦ ἐτίναξε λαβοῦσα,
γρηῒ δέ μιν ἐϊκυῖα παλαιγενέϊ προσέειπεν
εἰροκόμῳ, ἥ οἱ Λακεδαίμονι ναιεταώσῃ
ἤσκειν εἴρια καλά, μάλιστα δέ μιν φιλέεσκε·
τῇ μιν ἐεισαμένη προσεφώνεε δῖ᾽ Ἀφροδίτη·
390 «δεῦρ᾽ ἴθ᾽· Ἀλέξανδρός σε καλεῖ οἶκόνδε νέεσθαι.
κεῖνος ὅ γ᾽ ἐν θαλάμῳ καὶ δινωτοῖσι λέχεσσι,
κάλλεΐ τε στίλβων καὶ εἵμασιν· οὐδέ κε φαίης
ἀνδρὶ μαχεσσάμενον τόν γ᾽ ἐλθεῖν, ἀλλὰ χορόνδε
ἔρχεσθ᾽, ἠὲ χοροῖο νέον λήγοντα καθίζειν.»
395 Ὣς φάτο, τῇ δ᾽ ἄρα θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ὄρινε·
καί ῥ᾽ ὡς οὖν ἐνόησε θεᾶς περικαλλέα δειρὴν
στήθεά θ᾽ ἱμερόεντα καὶ ὄμματα μαρμαίροντα,
θάμβησέν τ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζε·
«δαιμονίη, τί με ταῦτα λιλαίεαι ἠπεροπεύειν;
400 ἦ πῄ με προτέρω πολίων εὖ ναιομενάων
ἄξεις, ἢ Φρυγίης ἢ Μῃονίης ἐρατεινῆς,
εἴ τίς τοι καὶ κεῖθι φίλος μερόπων ἀνθρώπων·
οὕνεκα δὴ νῦν δῖον Ἀλέξανδρον Μενέλαος
νικήσας ἐθέλει στυγερὴν ἐμὲ οἴκαδ᾽ ἄγεσθαι,
405 τοὔνεκα δὴ νῦν δεῦρο δολοφρονέουσα παρέστης;
ἧσο παρ᾽ αὐτὸν ἰοῦσα, θεῶν δ᾽ ἀπόεικε κελεύθου,
μηδ᾽ ἔτι σοῖσι πόδεσσιν ὑποστρέψειας Ὄλυμπον,
ἀλλ᾽ αἰεὶ περὶ κεῖνον ὀΐζυε καί ἑ φύλασσε,
εἰς ὅ κέ σ᾽ ἢ ἄλοχον ποιήσεται ἢ ὅ γε δούλην.
410 κεῖσε δ᾽ ἐγὼν οὐκ εἶμι —νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη—
κείνου πορσανέουσα λέχος· Τρῳαὶ δέ μ᾽ ὀπίσσω
πᾶσαι μωμήσονται· ἔχω δ᾽ ἄχε᾽ ἄκριτα θυμῷ.»
Τὴν δὲ χολωσαμένη προσεφώνεε δῖ᾽ Ἀφροδίτη·
«μή μ᾽ ἔρεθε, σχετλίη, μὴ χωσαμένη σε μεθείω,
415 τὼς δέ σ᾽ ἀπεχθήρω ὡς νῦν ἔκπαγλα φίλησα,
μέσσῳ δ᾽ ἀμφοτέρων μητίσομαι ἔχθεα λυγρά,
Τρώων καὶ Δαναῶν, σὺ δέ κεν κακὸν οἶτον ὄληαι.»

***
Και όρμησ᾽ ευθύς, τον άρπαξεν απ᾽ το δασύ του κράνος,
370 τον έστριψε, τον έσερνε στων Αχαιών τα πλήθη·
τον έπνιγε στον τρυφερόν λαιμό του ανεβασμένο
το πολυκέντητο λουρί της περικεφαλαίας·
κι είχε τον σύρει και λαμπρήν την δόξαν θ᾽ αποκτούσε,
αλλ᾽ έγκαιρα το ενόησεν η Αφροδίτ᾽ η θεία
375 κι έκοψε αμέσως το λουρί, σκληρό βοδιού τομάρι·
άδειο το κράνος πήγαινε με τ᾽ ανδρειωμένο χέρι
του Ατρείδη, ώσπου το πέταξε στων Αχαιών τα πλήθη·
κι οι σύντροφοι το εδέχθηκαν· κι όρμησε αυτός οπίσω
λυσσώντας με το χάλκινο κοντάρι να τον σχίσει.
380 Αλλ᾽ εύκολα, ωσάν θέαινα, τον σήκωσ᾽ η Αφροδίτη·
με καταχνιά τον έζωσε και μες στον μυροβόλον
θάλαμον τον εκάθισε· κι η ίδια την Ελένην
εβγήκε να καλέσει ευθύς, και την εβρήκ᾽ επάνω
στον πύργον κι είχε Τρώισσες πολλές ολόγυρά της.
385 Απ᾽ το νεκτάριο φόρεμα την τράβηξε κι εφάνη
με την μορφήν γερόντισσας, οπού την είχε γνέστραν
η Ελένη στην πατρίδα της να της δουλεύει ωραία
κάθε πολύτιμο μαλλί και την υπερηγάπα·
με αυτήν ομοιώθηκε η θεά και της Ελένης είπε:
390 «Έλα και ο Πάρις σε καλεί στο σπίτι να γυρίσεις·
στον θάλαμον, στα τορνευτά κλινάρια λαμπροφόρος
αστράφτει από την ομορφιά· δεν θα ᾽λεγες πως ήλθε
εκείνος απ᾽ τον πόλεμον, αλλ᾽ ότ᾽ ή θα πηγαίνει
εις τον χορόν, ή από χορόν ν᾽ αναπαυθεί καθίζει».
395 Είπε και την ετάραξε μες στης καρδιάς τα βάθη·
αλλ᾽ άμα είδε της θεάς τα ερωτεμένα στήθη
και τον πανώραιον λαιμόν και των ματιών την λάμψιν
φόβος την πήρεν έξαφνα και προς εκείνην είπε:
«Παμπόνηρη, τι προσπαθείς μ᾽ αυτά να με πλανέσεις;
400 Εις ποίαν χώραν μακρινήν ακόμη θα με βγάλεις,
στης Μαιονίας τον τερπνόν αέρα ή της Φρυγίας,
αν κάποιον έχεις ως και αυτού θνητόν αγαπημένον,
αφού τώρα ο Μενέλαος, που ενίκησε τον Πάριν,
βούλετ᾽ εμέ την μισητήν να πάρει στην πατρίδα;
405 Δια τούτο εδώ κατέβηκες με δόλο να με πιάσεις;
Άμε, μαζί του κάθισε, μακράν των Αθανάτων,
και οι πόδες σου στον Όλυμπον να μη σε ξαναφέρουν,
αλλά να λιώνεσαι μ᾽ αυτόν, να τον προσέχεις μείνε,
ως να θελήσει σύντροφον ή δούλην να σε κάμει.
410 Θα ήταν καταισχύνη μου να υπάγω εκεί που θέλεις,
να είμ᾽ εκείνου ομόκλινη· και οι σεβαστές μητέρες
της Τροίας θα με ονείδιζαν και αρκούν όσα υποφέρω».
Οργίσθη και αποκρίθηκεν η Αφροδίτ᾽ η θεία:
«Μη με θυμώνεις, δύστυχη, με αυτά και μ᾽ αναγκάσεις,
415 αφού πολύ σ᾽ αγάπησα, πολύ να σε μισήσω,
και ιδείς να σπείρω ανάμεσα των Αχαιών και Τρώων
έχθρητες νέες, φοβερές και κακοθανατίσεις».

Υπερθυμητικό σύνδρομο

Το να έχεις μνήμη ελέφαντα ή αλλιώς το να θυμάσαι με λεπτομέρειες κάθε σκηνικό στη ζωή σου και να αποτυπώνεις πληροφορίες που άλλοι θα ήθελαν βδομάδες ολόκληρες για να αποστηθίσουν, μπορεί εκ πρώτης όψεως να μοιάζει πολύ βολικό. Ποιος υπολογιστής, ποια ημερολόγια και σημειωματάρια όταν το μυαλό αποθηκεύει άνευ ορίων και οποιαδήποτε στιγμή σε αφήνει να ανασύρεις δεδομένα χωρίς να σπας το κεφάλι σου;

Το υπερθυμητικό σύνδρομο αποτελεί μια σπάνια πάθηση, στην οποία ο εγκέφαλος νικάει τα μηχανήματα, μιας και λειτουργεί από μόνος του ως κάρτα μνήμης. Συνήθως το θυμητικό έχει την τάση να λειτουργεί σαν τον κοινό εγκέφαλο, να θυμάται δηλαδή με λεπτομέρειες γεγονότα όταν κάτι τον συμφέρει ή τον καίει πολύ (όπως συμβαίνει με τα ερωτικά μας ένα πράγμα). Για να καταλάβουμε πόσο εντυπωσιακό είναι αυτό το σύνδρομο αρκεί να σκεφτούμε πως μπορεί κανείς να ανασύρει ένα γεγονός από τη μνήμη -ακόμα κι αν συνέβη πριν από 30 χρόνια- με την ταχύτητα ενός υπολογιστή. Το άτομο θα αναφέρει λεπτομέρειες που σε καμία περίπτωση δεν είναι δυνατόν να έχει κρατήσει ένας συνηθισμένος νους, ενώ μπορεί να φέρει στην επιφάνεια ακόμα και μνήμες από την προσχολική ηλικία και να τις περιγράψει αναλυτικά.

Το υπερθυμητικό σύνδρομο αποτελεί σχετικά νέα έννοια στην ψυχολογία που χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά το 2016 από μια ομάδα ερευνητών στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια. Σε μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Neurocase, παρουσίασαν 40χρονη γυναίκα που μπορούσε να θυμηθεί με ακρίβεια τι είχε κάνει σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία. Το 2008, οι ερευνητές τής ζήτησαν να φτιάξει μέσα σε 10 λεπτά μια λίστα με το τι είχε συμβεί τις ημέρες του Πάσχα του 1980. Εκείνη κατέγραψε με ακρίβεια -και σωστά κατόπιν επιβεβαίωσης- τι συνέβη και τις 24 μέρες, ενώ μόνο σε μία μέρα έκανε κάποιο λάθος.

Μετά τη δημοσιοποίηση της συγκεκριμένης περίπτωσης έκαναν την εμφάνισή τους κι άλλα άτομα που μοιράστηκαν τη συγκεκριμένη ικανότητα, ενώ μέχρι σήμερα υπολογίζεται πως περίπου 20 άτομα στον κόσμο έχουν επίσημα διαγνωσμένο υπερθυμητικό σύνδρομο. Σ’ αυτούς ανήκουν ο Ben Pridmore, ένας λογιστής από το Derby που μπορεί να απομνημονεύσει μια τυχαία ανακατεμένη τράπουλα σε λιγότερο από 25 δευτερόλεπτα, και ο Dominic O ‘Brien που μπορεί να θυμηθεί τη σειρά 2808 καρτών μόνο με ένα κοίταγμα.

Από τη 40χρονη γυναίκα της έρευνας αξίζει να ρίξουμε μια ματιά στα εξής λόγια: «Είναι σαν να έχω μέσα μου όλους τους προηγούμενους εαυτούς μου, τον άνθρωπο που ήμουν κάθε μέρα της ζωής μου, είτε μου άρεσε είτε όχι». Η αλήθεια είναι πως το να θυμάσαι με κάθε λεπτομέρεια δεν είναι πάντα καλό, γιατί το μόνο σίγουρο είναι πως δεν ανακαλούνται μόνο όμορφες στιγμές ή τι καιρό έκανε μια Δευτέρα πριν 15 χρόνια. Τα γεγονότα που φέρνει στη μνήμη ένας άνθρωπος με υπερθυμητικό σύνδρομο είναι ολιστικά και φυσικά οι αρνητικές μνήμες δεν παραμένουν κατ’ επιλογήν στο πίσω μέρος του μυαλού. Ως εκ τούτου θα λέγαμε πως είναι αρκετά οδυνηρό να ανακαλούνται άσχημες φάσεις που αναπαράγονται με κάθε λεπτομέρεια και προκαλούν τα αντίστοιχα συναισθήματα σαν να παίζονται σε ζωντανή μετάδοση απ’ την αρχή.

Αν αφήσουμε κατά μέρους τις ημερομηνίες γενεθλίων, γιορτές και επετείους, που οι περισσότεροι θυμόμαστε, οι πιθανότητες να θυμάται κάποιος με ακρίβεια τι ακριβώς έκανε κάποια μια συγκεκριμένη ημερομηνία είναι μηδαμινές. Ο άνθρωπος που δεν μπορεί να ξεχάσει ζει και ξαναζεί πολλούς, μικρούς ή μεγάλους, ευχάριστους, στενάχωρους ή αδιάφορους κύκλους μέσα από τις μνήμες του. Αν και από τη μία αυτό το σύνδρομο μπορεί να θεωρηθεί εντυπωσιακό, από την άλλη ίσως δεν είναι και λαχείο για τα άτομα που το έχουν. Άραγε αυτοί με το υπερθυμητικό σύνδρομο τι πρέπει να κάνουν για να ξεχάσουν;

Υπερπροσφορά: Το περίσσιο χαλάει το ίσιο τελικά;

«Να είσαι σωστός, να κάνεις το καλό», «να δίνεις και να προσφέρεις αγάπη», αλλά τελικά ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι περνάνε την πόρτα του θεραπευτή, ψάχνοντας να βρουν το «γιατί έχασαν» και «γιατί πόνεσαν» ενώ έδωσαν και με το παραπάνω. Αυτό το «παραπάνω» είναι το πρόβλημα. Μέτρον άριστον!

Όταν διψάμε, το σκεφτόμαστε πρώτα και μετά ζητάμε να πιούμε νερό. Σκεφτείτε πώς θα ήταν ο κόσμος αν πριν γεννηθεί η ανάγκη και η επιθυμία, είχαν ικανοποιηθεί. Για να εκτιμήσουμε το νερό πρέπει να διψάσουμε. Αν μας το δώσουν πριν το επιθυμησουμε τότε χάνει την αξία του. Έτσι, γίνεται και με τις πράξεις που μας προσφέρει κάποιος που ονομάζουμε «καλό άνθρωπο».

Στο τέλος της ημέρας τον καλό άνθρωπο τον παραμερίζουμε και προσπαθούμε να ευχαριστήσουμε τον δύστροπο και τον παράξενο. Θεωρώντας τον πρώτο ανιαρό και αδιάφορο.

Η φύση του ανθρώπου εμπεριέχει το στοιχείο του κυνηγού, του δίνει κίνητρο για δράση και ενέργεια. Παρατηρήστε ότι όπου υπάρχει προσπάθεια, υπάρχει και ζήλος. Αλλάζουν όμως τα πράγματα όταν αυτό γίνεται προσποιητά, δηλαδή όταν επίτηδες μέσα σε μια σχέση αγνοούμε για να προκαλέσουμε το ενδιαφέρον εκεί μιλάμε για μια κατάσταση διαφορετική.

Πάντα να ψάχνουμε μέσα στην ψυχή μας, να βλέπουμε τι γίνεται κάθε φορά. Σε κάθε σχέση, είτε αυτή είναι επαγγελματική, φιλική ή ερωτική, υπάρχουν δείγματα γραφής για το πώς είναι η σχέση αυτή.

Υπερβολική δοτικότητα

Ικανοποιώντας διαρκώς τους άλλους, πιέζουμε τον εαυτό μας και αυτό έχει ως αποτέλεσμα, το αίσθημα του ανικανοποίητου και της απογοήτευσης.

Περιμένουμε από τον άλλο να μας δώσει σημασία. Περιμένουμε βασικά να μας κάνει χαρούμενους η ύπαρξη του άλλου ανθρώπου και οι επιλογές του. Θέλουμε να είμαστε εμείς οι τελικοί αποδέκτες και να απολαμβάνουμε τα αποτελέσματα των πράξεών του απέναντι μας, λέγοντας ότι μας αγαπάει και μας προσέχει. Είναι όμως έτσι; Θα έλεγα πως όχι. Η οριοθέτηση είναι βασική προϋπόθεση σε μια σχεσιακή κατάσταση.

Αυτός που βάζει τα όρια καλείται να φροντίσει για τη διατήρησή τους. Οι συνέχεις εκπτώσεις δε βοηθούν πουθενά. Μετακινούν τα όρια και μετατρέπουν την ανεκτικότητα σε εξάντληση.

Δυστυχώς στο παιχνίδι των σχέσεων, υπερισχύει εκείνος που θα βάλει πρώτος τη γραμμή του ορίου του και οι υπόλοιποι θα ακολουθήσουν αυτήν την γραμμή. Είναι λίγοι αυτοί που αλλάζουν τους όρους και τα όρια και δεν τα αποδέχονται αν δεν τα αντέχουν ή έστω τα τροποποιούν.

Ποιος γονιός μεγαλώνει το παιδί του λέγοντάς του να μάθει να αγαπάει τον εαυτό του με έναν τρόπο εποικοδομητικό και όχι εγωιστικό; Ελάχιστοι.

Στην πλειοψηφία όλοι οι γονείς αναλώνονται γύρω από την πρόταση «να είσαι καλό παιδί»... για τους άλλους, για τους απέναντι, για την κοινωνία. Γίνεται, λοιπόν, συνήθεια η προσφορά και πολλές φορές η περίσσια προσφορά γίνεται και αυτοσκοπός.

Σε όλα τα επίπεδα διαδραματίζεται αυτή η κατάσταση. Στο επαγγελματικό περιβάλλον, ας δούμε το προφίλ του καλού και πρόθυμου εργαζομένου. Στο συγγενικό περιβάλλον ας δούμε τον αδελφό, τον ξάδελφο, το γονιό και τον σύζυγο που είναι εκεί για όλους και προσπαθεί να τους ικανοποιήσει όλους. Στον ερωτικό τομέα ας δούμε εκείνον που τα δίνει όλα χωρίς να υπερτονίσει τίποτα.

Κι όμως, ενώ θεωρητικά και πρακτικά αυτή η στάση και η συμπεριφορά είναι αποδεκτή και κοινωνικά αρεστή, τελικά δε φέρει θετικό πρόσημο. Και εδώ τίθεται το ερώτημα: Ποια στάση είναι η σωστή;

Εξερευνώντας την ύπαρξή μας

Το συμπέρασμα στο οποίο έχω καταλήξει, μιλώντας με τόσους ανθρώπους, όλα αυτά τα χρόνια στην καριέρα μου, είναι πως καμία στάση δεν βαπτίζεται σωστή ή λάθος αν αυτή δεν πηγάζει από τον ίδιο τον άνθρωπο που την ακολουθεί. Σημασία έχει να εφαρμόζει τη στάση αυτή γιατί είναι απόλυτα εναρμονισμένη με την ψυχοσύνθεση του και όχι γιατί «έτσι πρέπει» και «έτσι του έμαθαν». Μεγαλώνοντας είναι πολύ σημαντικό να αποβάλουμε στάσεις και συμπεριφορές που αποκτήσαμε και μας βασανίζουν ή μας καθηλώνουν.

Είναι σημαντικό να ψάξουμε μέσα μας να δούμε ποιοι είμαστε και τι θέλουμε από την ύπαρξη μας. Να μη ζούμε σαν τους ναρκωμένους και να δίνουμε νόημα στην κάθε στιγμή μας. Η υπερβολική καλοσύνη, υποχωρητικότητα, ανεκτικότητα και προσφορά, είναι αρκετές φορές το ίδιο λανθασμένη ως συμπεριφορά, με τον εγωισμό, την αγένεια και την κτητικότητα.

Τελικά, όμως αν ένας άνθρωπος δεν προσπαθήσει στη ζωή του να μάθει να βάζει όρια και να τα προστατεύει, είναι αδύνατο να καταφέρει να μεταμορφωθεί σε κάποιον που δεν είναι. Τι είναι αυτό που θα βοηθήσει στην αλλαγή; Η αγανάκτηση και η κούραση.

Πόσες φορές δεν έχουμε δει ανθρώπους γύρω μας, ή ακόμα και τον ίδιο μας τον εαυτό, να φτάνει σε όρια και στην εκπνοή να γίνεται η ανατροπή. Ανατροπή σε όλα όσα αφήσαμε να θεωρηθούν δεδομένα εν γνώση. Εκεί κατά την γνώμη μου, βρίσκεται όλη η αλήθεια, γιατί οτιδήποτε γίνεται εν γνώση, τότε είναι και ελεγχόμενο και μπορεί να τροποποιηθεί.

Για να είναι η οποιαδήποτε συμπεριφορά «εν γνώση» πρέπει να έχει προηγηθεί, γνωριμία με τον ίδιο μας τον εαυτό. Μη σας ακούγεται παράξενο. Κοινωνικές έρευνες έχουν αποδείξει, ότι μεγάλη μερίδα ανθρώπων, συμπεριφέρονται παθητικά μιμητικά και έχουν στάσεις και απόψεις αποκτημένες από κεκτημένη ταχύτητα.

Τι θα πει αυτό; Θα πει ότι δέχονται τις πληροφορίες, δεν τις επεξεργάζονται και τις οικειοποιούνται απλά και μόνο γιατί είναι αρεστές στο κοινωνικό σύνολο.

Το περίσσιο λοιπόν μπορεί να μην χαλάει το ίσιο αρκεί να ξέρουμε το γιατί και το πώς. Όλα ξεκινάνε και τελειώνουν στο πόσο καλά γνωρίζουμε τον ίδιο μας τον εαυτό. Και κάθε πράξη μας ας γίνεται με βάση τα δικά μας θέλω και όχι τη γνώμη του γείτονα.

Taedium vitae

Μήπως η θλίψη δεν είναι παρά μετριασμένη κατάθλιψη; Δεν υπάρχει κατάπτωση, πτώση μέσα στη θλίψη. Ζήτημα διάθεσης, κατάστασης: η στάθμη της διάθεσης είναι χαμηλή. Ούτε καλή ούτε κακή. Επιδίδομαι στις ασχολίες μου, κενός.

Νεκρός χρόνος. Όσοι μισούν τις Κυριακές, τις "γιορτές", τους άδειους δρόμους, τα κατεβασμένα ρολά των μαγαζιών, τον βαρύ ουρανό.

Η θλίψη σκοτώνει τη φαντασία.

Μάλλον συγχέω τη θλίψη με την πλήξη, αυτές τις δύο μορφές άρνησης.

Όταν είμαι θλιμμένος, σημαίνει ότι μου αρνήθηκαν κάτι. Όταν βυθίζομαι στην πλήξη (αν και προτιμώ τη σκέψη ότι αυτή με πλήττει), εγώ είμαι εκείνος ο οποίος αρνείται οτιδήποτε θα μπορούσε να είναι δώρο.

Taedium vitae, χειρότερο κι από την αηδία: δεν έχω όρεξη για τίποτε.

Γεύομαι τη ζωή, απολαμβάνω: καθεμιά αίσθησή μας μπορεί να γίνει όργανο απόλαυσης.

Παραδόξως, οι ζωγράφοι νεκρών φύσεων είναι εκείνοι που αποκαθιστούν για χάρη μας την εφήμερη γεύση των πραγμάτων, τη γεύση όλων εκείνων που μας περιβάλλουν.

Υπάρχει τίποτα πιο θλιβερό από ένα θλιμμένο παιδί; Ποιος του έκοψε τη φόρα;

Ένα παιδί πλήττει: σημαίνει πως έπαψε να πιστεύει στη δύναμη της αυταπάτης.

Ξάφνου σταματά το παιχνίδι. Όχι όμως για να πάει να μελετήσει τα μαθήματα που απαιτεί το σχολείο.

Όχι, τίποτα δεν το ελκύει. Προοιωνίζεται τον αργόσχολο άνθρωπο.

Σοπενχάουερ: Oδηγίες ζωής για τους ανθρώπους με εσωτερικό πλούτο

Συγκεκριμένα, η ατονία του πνεύματος συνδέεται σταθερά με την ατονία της αισθαντικότητας και της διεγερσιμότητας, ένα ποιόν που καθιστά κάποιον λιγότερο δεκτικό για πόνους και θλίψεις κάθε είδους κι έντασης.

Από την άλλη πλευρά, ακριβώς απ' αυτήν την ατονία του πνεύματος προέρχεται εκείνη η εσωτερική κενότητα που αποτυπώνεται σε αμέτρητα πρόσωπα και που προδίδεται από την διαρκώς ζωηρή προσοχή για όλα, ακόμη και για τα πιο ασήμαντα συμβάντα του εξωτερικού κόσμου, κενότητα που αποτελεί την πηγή της ανίας και ποθεί διακαώς να θέσει σε κίνηση το πνεύμα και το θυμικό με οποιοδήποτε μεσοαστών δε εκλογή του μέσου δεν είναι καθόλου απαιτητική, όπως πιστοποιείται από την ευτέλεια των διασκεδάσεων στις όποιες οι άνθρωποι καταφεύγουν, ομοίως δε από το είδος της κοινωνικότητας και των συζητήσεων τους κι εξίσου και από το πλήθος των ανθρώπων που στέκονται στην πόρτα τους η στο παράθυρό τους χαζεύοντας.

Απ' αυτήν την κενότητα, εκπηγάζει η μανία για συντροφιά, διασκέδαση, ψυχαγωγία και πολυτέλεια κάθε είδους, η όποια παρασύρει πολλούς στην σπατάλη και κατόπιν στην ένδεια.

Από τούτο το παραστράτημα, τίποτε δεν προφυλάσσει καλύτερα απ' ότι ο εσωτερικός πλούτος, ο πλούτος του πνεύματος, καθώς αυτός αφήνει τόσο λιγότερο χώρο στην ανία όσο περισσότερο έκτακτος είναι.

Η αστείρευτη μάλιστα ικμάδα των σκέψεων, το παιχνίδισμά τους το διαρκώς ανανεούμενο από τα ποικίλα φαινόμενα του εσωτερικού κι εξωτερικού κόσμου, η δύναμη και η ορμή για νέους και διαφορετικούς πάντα συνδυασμούς σκέψεων τοποθετούν το εκτατό μυαλό, εξαιρουμένων στιγμών χαλάρωσης, εκτός της επικράτειας της ανίας.

Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, η υψηλή ευφυΐα έχει ως άμεση προϋπόθεση της μία αυξημένη ευαισθησία και ως ρίζα της μία σφοδρή βούληση, άρα και πάθος. Από την σύζευξη της με τις ιδιότητες αυτές, προκύπτει μία πολύ μεγαλύτερη ένταση όλων των συγκινήσεων και μία αυξημένη ευαισθησία για τους ψυχικούς, ακόμη και για τους σωματικούς πόνους, καθώς μάλιστα και μία μεγαλύτερη επίσης ανυπομονησία σχετικά με όλα τα εμπόδια και προσκόμματα- στην δε επίταση των χαρακτηριστικών αυτών συνεισφέρει τα μέγιστα η οφειλόμενη στην ισχυρή φαντασία ζωηρότητα όλων των νοητικών παραστάσεων, ακόμη και των αποκρουστικών.

Τα λεχθέντα -τηρουμένων των αναλογιών- ισχύουν για όλες τις διαβαθμίσεις πού καλύπτουν το αχανές διάστημα ανάμεσα στον πιο αποχαυνωμένο ηλίθιο και στην πιο έκτακτη μεγαλοφυΐα.

Κατά συνέπεια, ο καθένας βρίσκεται, αντικειμενικά όπως επίσης και υποκειμενικά, τόσο κοντά στην μία πηγή των δεινών τού ανθρώπινου βίου όσο μακριά βρίσκεται από την άλλη- κι επομένως, η φυσική του ροπή τον καθοδηγεί απ' αυτή την άποψη να προσαρμόζει το αντικειμενικό στο υποκειμενικό, να λαμβάνει, άρα, τις μεγαλύτερες προφυλάξεις κατά της πηγής εκείνης των δεινών στην οποία είναι περισσότερο επιρρεπής.

Ό άνθρωπος με πλούσιο πνεύμα πασχίζει προφανώς γι' αναλγησία, αταραξία, ηρεμία και σχόλη, επιζητεί άρα έναν βίο ήσυχο, ολιγαρκή, όμως απαρακώλυτο και, κατά συνέπεια, αφού γνωρίσει αρκετά αυτούς πού καλούνται «άνθρωποι», θα επιλέξει τον αποτραβηγμένο βίο, και μάλιστα, σε περίπτωση ιδιαίτερης ευφυΐας, την μοναχικότητα- και τούτο επειδή, βέβαια, όσο περισσότερα έχει κανείς καθ' εαυτόν τόσο λιγότερα χρειάζεται έξωθεν και τόσο λιγότερα μπορούν να σημαίνουν οι άλλοι γι' αυτόν. Για τον λόγο τούτο, τα έκτακτα πνευματικά χαρίσματα οδηγούν στην αντικοινωνικότητα.

Εάν η ποιότητα της συντροφιάς μπορούσε να υποκατασταθεί από την ποσότητά της, τότε θ' άξιζε τον κόπο να ζει κανείς σ' ευρύ κοινωνικό κύκλο. Όμως, δυστυχώς, ένας σωρός εκατό ελεεινών παλιάτσων δεν ισοδυναμεί μ' έναν γνωστικό άνθρωπο.

Ό άνθρωπος, αντίθετα, του άλλου άκρου, μόλις η ένδεια του επιτρέψει να πάρει μία ανάσα, θ' αναζητήσει πάση θυσία διασκέδαση και συντροφιά αρκούμενος σ' οτιδήποτε και μη αποφεύγοντας τίποτε άλλο περισσότερο απ' ότι τον ίδιο του τον εαυτό, καθώς στην μοναχικότητα, ως την κατάσταση εκείνη στην όποια ο καθένας έχει αποσυρθεί στον εαυτό του, γίνεται εμφανές τι έχει ο καθένας καθ' εαυτόν και τότε ο περιβεβλημένος με πορφυρά βλάξ βαριαναστενάζει υπό το αφόρητο βάρος της ατομικότητας του, ενώ ο υπερχαρισματικός γεμίζει και ζωντανεύει με το πνεύμα του και το πιο έρημο και πληκτικό μέρος·.

Για τον λόγο αυτόν, είναι αληθής η ρήση του Σενέκα: "κάθε ηλιθιότητα υποφέρει από υπερκορεσμό για τον εαυτό της" όπως, επίσης, αληθεύει και το απόφθεγμα: ο βίος του μωρού είναι δεινότερος από τον θάνατο.

Συνολικά, λοιπόν, καταλήγει κανείς στην διαπίστωση ότι ο βαθμός κοινωνικότητας κάθε ανθρώπου βρίσκεται σε ευθεία αναλογική σχέση με το πόσο πνευματικά ενδεής και γενικά φαύλος είναι, καθώς στην ζωή δεν έχει κανείς και πολλές επιλογές πέραν από εκείνη μεταξύ μοναχικότητας και φαυλότητας

Arthur Schopenhauer, Aφορισμοί – για την πρακτική σοφία της ζωής

Η αξιοπρέπεια είναι κάτι πολύ σπάνιο

Η αξιοπρέπεια είναι κάτι πολύ σπάνιο.

Ένα γραφείο ή μία αξιοσέβαστη θέση δίνουν αξιοπρέπεια.

Είναι σαν να φοράς γραβάτα.

Η γραβάτα, το κοστούμι, το πόστο, δίνουν αξιοπρέπεια.

Ένας τίτλος ή μια θέση δίνουν αξιοπρέπεια.

Ξεγύμνωσε όμως τους ανθρώπους απ’ όλα αυτά και θα δεις ότι πολύ λίγοι θα έχουν εκείνη την ποιότητα της αξιοπρέπειας που δίνει η ελευθερία τού να μην είσαι τίποτα.

Οι άνθρωποι λαχταρούν να είναι κάτι, και με το να είναι κάτι, παίρνουν θέση στην κοινωνία που θεωρείται σεβαστή.

Οι άνθρωποι κατατάσσονται σε διάφορες κατηγορίες -έξυπνοι, πλούσιοι, επιστήμονες, άγιοι- κι όποιος δε μπορεί να καταταγεί σε μια κατηγορία αναγνωρισμένη από την κοινωνία, θεωρείται πρόσωπο περιθωριακό.

Η αξιοπρέπεια δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν κάτι δεδομένο, δεν μπορεί να καλλιεργηθεί, και αν κανείς είναι συνειδητά αξιοπρεπής, σημαίνει ότι όλη την ώρα νοιάζεται μόνο για τον εαυτό του, που σημαίνει ότι είναι ασήμαντος, μικροπρεπής.

Το να είσαι τίποτα σημαίνει ότι είσαι ελεύθερος από την ιδέα τού να είσαι κάτι.

Αληθινή αξιοπρέπεια υπάρχει, όταν δεν ανήκεις ή βρίσκεσαι σε κάποια ξεχωριστή θέση.

Αυτό δε μπορεί κανείς να σ’ το αφαιρέσει, θα υπάρχει πάντα.

Το ν’ αφήνεις τη ζωή να κυλάει ελεύθερα, χωρίς να μένει πίσω της κανένα κατακάθι, σημαίνει ύπαρξη πραγματικής επίγνωσης.

Ο ανθρώπινος νους είναι σαν το κόσκινο, που άλλα κρατάει κι άλλα αφήνει να περνάνε.

Εκείνα που κρατάει έχουν το μέγεθος των επιθυμιών του και οι επιθυμίες, όσο κι αν είναι βαθιές, δυνατές ή ευγενικές, είναι μικρές κι ασήμαντες γιατί η επιθυμία είναι κατασκεύασμα του νου.

Χρειάζεται ολοκληρωτική επίγνωση να μη συγκρατείς τη ζωή, αλλά να την αφήνεις να κυλάει ελεύθερα, χωρίς να κάνεις καμιά επιλογή.

Πάντοτε διαλέγουμε και κρατάμε -διαλέγουμε εκείνα που έχουν σημασία και τα κρατάμε για πάντα.

Αυτό είναι που ονομάζουμε εμπειρία, και τον πολλαπλασιασμό των εμπειριών τον ονομάζουμε πλούτο της ζωής.

Ο πλούτος της ζωής είναι η απελευθέρωση από την αποθήκευση εμπειριών.

Η εμπειρία που παραμένει, που κρατιέται, εμποδίζει εκείνη την κατάσταση όπου το γνωστό δεν υπάρχει.

Το γνωστό δεν είναι ο θησαυρός, αλλά ο νους προσκολλιέται σ’ αυτό κι έτσι καταστρέφει ή ρυπαίνει το άγνωστο.

Είμαστε – οι περισσότεροι τουλάχιστον – πλάσματα της διάθεσης ή μιας ποικιλίας από διαθέσεις.

Λίγοι από μας ξεφεύγουν απ’ αυτό.

Για μερικούς έχει σχέση με τη σωματική τους κατάσταση, για άλλους με τη διανοητική και μας αρέσει αυτή η «μια πάνω μια κάτω» κατάσταση, νομίζουμε ότι αυτή η αλλαγή διάθεσης είναι μέρος της ύπαρξης ή πάλι απλώς αφήνει κανείς να παρασύρεται μια από τη μία διάθεση και μια από την άλλη.

Υπάρχουν όμως μερικοί που δεν είναι πιασμένοι σ’ αυτό το «πάνω κάτω», που είναι ελεύθεροι από το να παλεύουν να γίνουν κάτι, έτσι που εσωτερικά υπάρχει μια σταθερότητα που δεν είναι αποτέλεσμα θέλησης, μια σταθερότητα που δεν έχει καλλιεργηθεί, που δεν είναι σταθερότητα από συγκεντρωμένο ενδιαφέρον σε κάτι, ούτε είναι αποτέλεσμα κάποιας δραστηριότητας σαν τις παραπάνω.

Εμφανίζεται, όταν η θέληση παύει να δρα.

Τα χρήματα πραγματικά καταστρέφουν τους ανθρώπους.

Οι πλούσιοι έχουν μια ιδιαίτερη αλαζονεία.

Με πολύ λίγες εξαιρέσεις, σε κάθε χώρα, οι πλούσιοι έχουν γύρω τους εκείνη την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα ότι μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν οποιονδήποτε, ακόμα και τους θεούς, και μπορούν πράγματι ν’ αγοράσουν τους δικούς τους θεούς.

Αυτή η ατμόσφαιρα όμως δεν υπάρχει μόνο στον πλόυτο, αλλά και στις ικανότητες, τα ταλέντα, που μπορεί να έχει κανείς.

Οι ικανότητες δίνουν στον άνθρωπο μια παράξενη αίσθηση ελευθερίας.

Τον κάνουν να νιώθει επίσης ότι είναι ανώτερος από τους άλλους, ότι είναι διαφορετικός.

Όλα αυτά τού δίνουν μια αίσθηση υπεροχής: κάθεται ικανοποιημένος και κοιτάζει τους άλλους να πασχίζουν και να ντροπιάζονται -δεν έχει συναίσθηση της δικής του άγνοιας και σε τι σκοτάδι βρίσκεται ο νους του.

Τα λεφτά και οι ικανότητες προσφέρουν μια πολύ καλή φυγή απ’ το σκοτάδι.

Αλλά και η φυγή είναι ένα είδος αντίστασης που γεννάει τα δικά της προβλήματα.

Η ζωή είναι μια περίεργη ιστορία.

Ευτυχισμένος είναι ο άνθρωπος που δεν είναι τίποτα.

Αν το έχεις ονειρευτεί, μπορείς να το πετύχεις

Δεν υπάρχει κανένας άνθρωπος που δεν φέρει μέσα από την μοναδικότητα του κάποια μοναδικά ταλέντα και χαρίσματα. Η αξία σου είναι αδιαμφισβήτητη. Ή τουλάχιστον έτσι θα έπρεπε.

Οι προγραμματισμοί που έχεις υποστεί συχνά λειτουργούν ως κουκούλι γύρω από αυτό που έχεις μέσα σου:

• Αυτό για το οποίο έχεις έρθει.

• Αυτό για το οποίο είσαι φτιαγμένος και φτιαγμένη.

• Αυτό για το οποίο η Ύπαρξη σε περιμένει, και περιμένει να το βρεις, να το δεις και να το πιστέψεις προκειμένου να την εμπλουτίσεις και να την επεκτείνεις. Απολαμβάνοντας ασφαλώς την διαδρομή.

Ο δρόμος δεν είναι ποτέ ίσιος. Κι αυτό είναι εντάξει. Είναι μέρος της διαδικασίας, αλλά και της εκπαίδευσής σου.

Δεν υπάρχει κανένας που δεν έχει κάτι να προσφέρει. Όμως πολλές φορές οι φαύλοι κύκλοι μέσα απ’ τους οποίους βιώνουμε την ζωή μας, καθιστούν φαινομενικά αδύνατο ή δύσκολο να στρέψουμε το είναι μας σε αυτή την κομβική ερώτηση:

Τι έχω έρθει εδώ να κάνω;

Το γιατί πίσω από αυτή την ερώτηση, καθώς και η απάντηση που αναπόφευκτα κάποια στιγμή θα ακολουθήσει, θα πυροδοτήσει τέτοιες αλλαγές που σαν τις βιώσεις, όπως ένα λάστιχο, δεν θα μπορέσεις να επανέλθεις ποτέ στην αρχική σου κατάσταση. Στον παλιό εαυτό.

Όλα ξεκινήσαν από μια ιδέα. Μια σκέψη που ζωοποιήθηκε από ένα συναίσθημα. Και μετά ακολούθησε μια δράση. Κοίτα τριγύρω σου, οτιδήποτε βλέπεις δημιουργήθηκε από μια ιδέα ή από την έλλειψή της. Μία πρόθεση με δράση, έναν ενθουσιασμό, ή μια έλλειψή του. Τόσο η ευτυχία όσο και η δυστυχία. Όλα ξεκινούν από μια ιδέα: «Για φαντάσου να…», «Πως θα ήταν αν…».

Αναρωτήσου – Ονειρέψου – Ερωτεύσου.

Πρέπει να ερωτευτείς αυτή την ιδέα, η οποία δεν είναι άλλη παρά μια ιδέα από την δική σου φαντασία. Από εσένα για εσένα. Μια ιδέα όπου θα φέρεις από το ίσως κάπου κάποτε στο εδώ και τώρα, η οποία θα σε ενθουσιάσει και θα πυροδοτήσει την δική σου ασταμάτητη κινητοποίηση σε τέτοιο βαθμό, όπου οτιδήποτε εκτός θα δείχνει μικρό ή ανούσιο. Το ρυάκι σου θα γίνει ασταμάτητο και μέχρι να γίνει χείμαρρος, απλά θα ελίσσεται και θα μαθαίνει από κάθε εμπόδιο.

Ερωτεύσου την ιδέα του:

• να βάλεις στην άκρη οτιδήποτε δεν σε εξυπηρετεί,

• ζώντας την κατασκευή της «δικής σου» πραγματικότητας,

• με αγάπη ενθουσιασμό και αυθεντικότητα,

• έχοντας παρέα τον ίδιο σου τον εαυτό, και γιατί όχι, και άλλους συνταξιδιώτες όπου θα έχετε μια παρόμοια νοοτροπία.

Μετακινήσου λοιπόν από το «μια μέρα θα», και κάνε σήμερα και τώρα την «Μέρα Ένα» της καινούριας σου ζωής !

«Αν το έχεις ονειρευτεί, μπορείς να το πετύχεις» -Zig Ziglair

Όποιος τολμά, μιλάει με λέξεις. Η σιωπή, είναι για τους δειλούς

Βαρέθηκα να ακούω για το μεγαλείο της σιωπής.

Για εκείνη την σιωπή που κραυγάζει, που λέει λέξεις και που κερδίζει κι όλας.

Μπούρδες!!! (την αγάπησα αυτή τη λέξη τελευταία...)
Ναι ρε φίλε μπούρδες!
Η σιωπή είναι βολική.
Μεταφράζεται κατά το συμφέρον και ομολογεί την απουσία.
Δεν έχει μέσα της ούτε γενναιότητα ούτε μεγαλοσύνη.

Δειλία έχει.
Φόβο έχει.
Ενοχές έχει.

Αυτή είναι η σιωπή κι όσο κι αν προσπαθήσεις να της φορέσεις πανοπλία και να την βαφτίσεις γενναίο πολεμιστή, πάλι θόρυβο θα κάνει, μόνο που θα είναι θόρυβος άδειου ντενεκέ.

Γιατί έρχονται κάτι ώρες φίλε μου, που δεν χωράει η σιωπή.
Δεν χωράει το είμαι εδώ και σε στηρίζω με την σιωπή μου.

Ή είσαι εδώ ή τράβα παρακάτω γιατί εμποδίζεις την κυκλοφορία
Ή είσαι εδώ και μετριέσαι στους παρόντες ή κάνε μας την χάρη και πάρε την σκιά σου παραπέρα γιατί κρύβεις τον ήλιο.

Ναι, οι λέξεις πονάνε.
Οι λέξεις εκθέτουν και με το που τις ξεστομίζεις, παίρνεις και την ευθύνη τους και πληρώνεις το τίμημά τους.
Ευθύνη, ακούς;;

Γιατί αν αγαπάς, βγαίνεις και το φωνάζεις.
Όχι στους περιττούς, όχι στους πολλούς, μα σε εκείνον που πρέπει να το ξέρει.
Κι αν είσαι φίλος, στα δύσκολα δεν δηλώνεις σιωπηλό παρόν.
Βροντοφωνάζεις την παρουσία σου.
Κι αν θύμωσες, κι αν πληγώθηκες, κι αν προσβλήθηκες, πάρε την ευθύνη των λέξεων και ρίχτες χύμα να αναμετρηθούν με την αλήθεια.
Και στο τέλος, κάτι θα χαθεί, κάτι θα μείνει, δεν έχει σημασία, γιατί σίγουρα δεν θα έχει χαθεί η αξιοπρέπεια.

Ναι, εκείνη την ώρα, την ώρα που η ζωή σου στέλνει προσκλητήριο να σταθείς στους ανθρώπους σου, δεν έχεις δικαίωμα να σιωπήσεις. Δεν έχεις δικαίωμα να γραφτείς στο απουσιολόγιο.
Γιατί την ώρα που θα επιλέξεις την σιωπή, είναι η ώρα που η ίδια η ζωή θα σε φτύσει κι όχι για να μην σε ματιάσει.
Γιατί την ώρα που θα επιλέξεις την σιωπή, είναι η ώρα που στο ταμπελάκι σου θα γραφτεί η τιμή σου, όχι η αξία σου.
Και ξέρεις, αυτά τα ρημάδια τα ταμπελάκια, έχουν μια πολύ παράξενη ιδιότητα. Γράφουν μόνο τις φτηνές τιμές.
Τις μεγάλες αξίες δεν τις χωράνε.
Γιατί οι μεγάλης αξίας άνθρωποι δεν έχουν τιμή.
Γιατί οι μεγάλης αξίας άνθρωποι δεν έχουν κόστος.
Γιατί ότι και να κάνεις, οι λέξεις κοστίζουν και τις πληρώνει όποιος έχει ψυχή.
Οι λοιποί.. στην σιωπή.
Αόρατοι, άφωνοι, άχρωμοι κι ανάξιοι και σε αυτούς, η σιωπή επιβάλλεται.

Με την απαλλαγή των εγωιστικών επιθυμιών, απαλλάσσεται κάποιος από τις εσωτερικές συγκρούσεις

Ο Ταοϊσμός πρωτοπαρουσιάστηκε στην Κίνα κατά τη μέση περίοδο της βασιλείας, γύρω στον τρίτο ή τέταρτο αιώνα π.Χ., από τον Λάο Τσε σε ένα σύντομο έργο με λιγότερες από 6.000 λέξεις,που ονομαζόταν “Το Ταό” (Ο Δρόμος).Η φιλοσοφία του επεκτάθηκε αργότερα και ερμηνεύτηκε από έναν ιδιοφυή φιλόσοφο και ποιητή, τον Τσουάνγκ Τσου, κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του τέταρτου αιώνα π.Χ..

Ο κύριος στόχος της ταοϊστικής φιλοσοφίας είναι η εσωτερική ολοκλήρωση και αρμονία κάθε ατόμου. Σαν τέτοιος, δεν είναι ένας βολικός δρόμος. Προβάλλει ότι καθένας από μας μπορεί να πετύχει να φθάσει στην πλήρη ανθρώπινη φύση του μέσα από τη διαδικασία της λησμονιάς όσων έχει ήδη μάθει, ώστε να του δοθεί η ευκαιρία να επιστρέψει στην αρμονία με όλα τα πράγματα, όπως ήταν στην αρχή.

Ο εγωισμός θεωρείται ότι βρίσκεται στη ρίζα όλης της δυσαρμονίας κι έτσι ο κύριος αιτιολογικός παράγοντας της ανθρώπινης δυστυχίας. Για το λόγο αυτό, ο άνθρωπος πρέπει ν’ αγωνιστεί ν’ απαλλαγεί από τον εγωισμό του. Με την απαλλαγή των εγωιστικών επιθυμιών, απαλλάσσεται κάποιος και από τις εσωτερικές συγκρούσεις.

Ο Λάο Τσε υποδήλωνε έτσι, ότι τα ολοκληρωμένα άτομα θα είχαν λίγες επιθυμίες και δεν θα προσκολλώνται σε ανθρώπους ή σε πράγματα. Θα ζούσαν με τη δική τους κρίση και όχι με εκείνη των άλλων. Θα πάλευαν για τη φυσική απλότητα και την αυθόρμητη ζωή και θα απαλλάσσονταν από την επιφανειακότητα και τον καταναγκασμό.

Οι ολοκληρωμένοι Ταοϊστές δεν είναι στο έλεος των παρορμήσεών τους.

Αγωνίζονται να διατηρήσουν τον εαυτό τους σωστά σε σχέση με τις φανερές δυνατότητες και αδυναμίες τους. Θεωρούν τον εαυτό τους μοναδικό και γι’ αυτό με κανέναν ανταγωνιστικό.
Εξασκούνται στην “αδράνεια”. Η αδράνεια για τον Ταοϊστή δεν είναι μια παθητική κατάσταση, αλλά μάλλον μια λεπτή μορφή δράσης. Η πορεία του νερού χρησιμοποιείται σαν συνηθισμένη μεταφορά γι’ αυτό. Με τα λόγια του Λάο Τσε, καθώς η μαλακή υποχώρηση του νερού σχίζει την ισχυρή πέτρα. Έτσι και η υποχώρηση στην ζωή επιλύει το άλυτο: Η υποχώρηση, έμαθα, είναι να επιστρέφεις πίσω ξανά.
Αλλʹ αυτό το άγραφο μάθημα, αυτό το εύκολο παράδειγμα, χάθηκε από τους ανθρώπους.

Οι Ταοϊστές βλέπουν τη δύναμη στην ηθική και γι’ αυτό είναι ευαίσθητοι προς την κοινωνία και τα συναισθήματα των άλλων. Δεν κρίνουν και προσπαθούν ν’ ανταποκρίνονται στη στάση των άλλων περισσότερο απ’ ό,τι στις ενέργειές τους. Απορρίπτουν τη βία, την καταπίεση και την εξουσία.

Αρνούνται να συμμετάσχουν στην κατάκτηση της φύσης ή την εκμετάλλευση άλλων. Περισσότερο, παλεύουν να γίνουν οι φιλικοί συνεργάτες των ανθρώπων και της φύσης. Ο στόχος τους είναι η αρμονία με όλα τα πράγματα, επιτρέποντας σε όλα τα πράγματα να πραγματοποιήσουν τον προορισμό τους.

Ανταίος ηττημένος

Ο Ανταίος ήταν γίγαντας, ή ίσως ημι-γίγαντας, γιος της θεάς Γαίας, της Μητέρας Γης, και του Ποσειδώνα, του θεού της θάλασσας. Ο Ανταίος είχε μια περίεργη ενασχόληση ανάγκαζε όποιον περνούσε από τη χώρα του, τη Λιβύη, να παλέψει μαζί του- ουσιαστικά ακινητοποιούσε τα θύματά του στο έδαφος και μετά τα συνέθλιβε. Αυτή η αποτρόπαιη συνήθεια ήταν προφανώς έκφραση αφοσίωσης προς τον πατέρα του- ο Ανταίος σκόπευε να κατασκευάσει έναν ναό προς τιμήν του πατέρα του, Ποσειδώνα, χρησιμοποιώντας ως πρώτη ύλη τα κρανία των θυμάτων του.

Ο Ανταίος θεωρούνταν αήττητος, αλλά υπήρχε κόλπο. Η δύναμή του πήγαζε από την επαφή με τη μητέρα του, τη Γη. Όταν δεν άγγιζε κυριολεκτικά τη Γη, έχανε όλες τις δυνάμεις του. Ο Ηρακλής, στο πλαίσιο των δώδεκα άθλων του (σε μια παραλλαγή της ιστορίας), ανέλαβε να νικήσει τον Ανταίο. Ο Ηρακλής κατάφερε να τον σηκώσει από το έδαφος και τον αποτελείωσε συνθλίβοντάς τον, ενώ κρατούσε τα πόδια του μακριά από τη μάνα του.

Αυτό που κρατάμε από αυτή την ιστορία είναι ότι, όπως ο Ανταίος, ούτε εμείς μπορούμε να αποκόψουμε από την επαφή με τη βάση του. Και η επαφή με τον πραγματικό κόσμο πραγματοποιείται μέσω του προσωπικού διακυβεύματος -όταν εκτιθέμεθα στον πραγματικό κόσμο και πληρώνουμε το τίμημα για τις συνέπειες , καλές ή κακές. Τα σημάδια που αφήνουν οι συνέπειες μας καθοδηγούν να μάθουμε και να ανακαλύψουμε περισσότερα , σαν μηχανισμός φυσικής σηματοδότησης, παθήματα μαθήματα όπως έλεγαν οι Έλληνες (” η μάθηση καθοδηγείται μέσω πόνου” , κάτι που οι μητέρες μικρών παιδιών γνωρίζουν αρκετά καλά).

Δύναμη είναι η έγκαιρη δράση, όχι η γρήγορη δράση

Ο διάσημος ζωγράφος Μινγκ του 17ου αιώνα, Τσου Γιουνγκ, αφηγείται μια ιστορία η οποία άλλαξε τη συμπεριφορά του για πάντα. Αργά ένα χειμωνιάτικο απομεσήμερο ξεκίνησε για να επισκεφτεί μια πόλη που βρισκόταν πέρα από τον ποταμό, απέναντι από τη δική του πόλη. Μετέφερε μερικά σπουδαία βιβλία και έγγραφα μαζί του και είχε αναθέσει σε ένα νεαρό αγόρι να τον βοηθήσει να τα κουβαλήσουν. Καθώς το καραβάκι πλησίαζε στην άλλη όχθη του ποταμού, ο Τσου Γιουνγκ ρώτησε τον πορθμέα αν θα είχαν χρόνο να φτάσουν στην πόλη πριν κλείσουν οι πύλες της, διότι η πόλη απείχε ένα μίλι και κόντευε να νυχτώσει. Ο πορθμέας έριξε μια ματιά στο αγόρι και στη στοίβα από τα χαλαρά δεμένα χαρτιά και βιβλία. «Ναι», απάντησε, «αν δεν περπατάτε πολύ γρήγορα».

Καθώς ξεκίνησαν, ο ήλιος έδυε. Ο Τσου και το αγόρι περπατούσαν όλο και βιαστικότερα, διότι φοβόντουσαν μήπως τους κλειδώσουν έξω από την πόλη και γίνουν λεία των ληστών, ώσπου τελικά άρχισαν να τρέχουν. Ξαφνικά, ο σπάγκος γύρω από τα χαρτιά έσπασε και τα έγγραφα έπεσαν στο έδαφος. Χρειάστηκαν μερικά λεπτά για να τα ξανασυναρμολογήσουν και όταν πια έφτασαν στις πύλες της πόλης ήταν πολύ αργά.

Όταν βιάζεσαι λόγω φόβου ή ανυπομονησίας, δημιουργείς προβλήματα που πρέπει να λυθούν και καταλήγεις να χρειάζεσαι περισσότερο χρόνο απ’ ό,τι αν δεν είχες βιαστεί. Αυτοί που βιάζονται μπορεί κάποιες φορές να φτάνουν γρηγορότερα, αλλά τα χαρτιά τους σκορπίζονται παντού, προκύπτουν νέοι κίνδυνοι και βρίσκονται διαρκώς σε μια κατάσταση κρίσης ενώ προσπαθούν να διορθώσουν τα προβλήματα που οι ίδιοι δημιούργησαν στους εαυτούς τους. Μερικές φορές η καλύτερή σου κίνηση είναι να μην κάνεις τίποτα όταν έρχεσαι αντιμέτωπος με κινδύνους – περιμένεις και βραδυπορείς σκόπιμα. Καθώς ο χρόνος περνάει τελικά θα σου προσφέρει ευκαιρίες που ούτε τις φαντάστηκες.

ΑΙΩΝΙΑ ΣΠΑΡΤΗ: ΟΙ ΠΕΡΙ ΘΕΙΟΥ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΕΜΙΣΤΟΥ ΠΛΗΘΩΝΟΣ

Η καλύτερη κατανόηση των περί Θείου απόψεων του Γεμιστού προϋποθέτει και τη γνώση της ουσίας στη διαμάχη μεταξύ Νέοπλατωνικών και Χριστιανών, έτσι όπως αυτή είχε διαμορφωθεί από τα πρώτα χρόνια του Βυζαντίου. Ο διωγμός της Ακαδημίας των Αθηνών, δεν ήταν καθόλου άσχετος με τις απόψεις του Πρόκλου περί «αϊδιότητος του Κόσμου». Ο Ιωάννης Φιλόπονος από την Αλεξάνδρεια, είχε απαντήσει στα μέσα του έκτου αιώνα στον Έλληνα φιλόσοφο με τη γνωστή πραγματεία «Κατά των Πρόκλου περί αϊδιότητος του Κόσμου επιχειρημάτων», και σε πλήρη σύγχυση είχε προσπαθήσει να απαντήσει με επιχειρήματα μέσα από τον Πλάτωνα και από τον Αριστοτέλη, μολονότι ο πρώτος δεχόταν την ύπαρξη της ουσίας προ της Δημιουργίας και ο δεύτερος, με λίγες διαφορές, συμφωνούσε με τον Πρόκλο.

Άλλωστε, είναι γνωστό ότι ουδέποτε η Ελληνική Σκέψη δέχτηκε «έξωθεν και εκ του μηδενός» Δημιουργό του Κόσμου. Η δημιουργία του Κόσμου έτσι όπως δίνεται από τη Γένεση των Ιουδαίων, δεν μπορεί να γίνει κατανοητή από τον Έλληνα Άνθρωπο. Τα ενδιάμεσα επίπεδα μεταξύ Υπέρτατου Θεού και ανθρώπων ικανοποιούν τη φύση του στο να μη βλέπει αποξενωμένο το Θείο από το ανθρώπινο. Αυτή η κλιμακούμενη διάταξη των Θεών, αυτή η διαβαθμισμένη ιεραρχία των Θείων, με μια πλήρωση από πάνω προς τα κάτω και όχι δια υποβολής, αποτέλεσε το πρότυπο του Πλήθωνος για το δικό του Πάνθεον.

Το βασικό πρόβλημα που αντιμετώπιζε ο Γεμιστός στην υπέρβαση του κοινωνικού κατεστημένου, ήταν πρώτα απ’ όλα το ξεπέρασμα της βυζαντινής παράδοσης που ήθελε τον αυτοκράτορα ως τάχα δικαίως αυταρχικό όργανο μιας θείας πολιτικής. Όπως και αλλού ήδη περιγράψαμε, ο «ελέω Θεού» μονάρχης ήταν ο αντικατοπτρισμός στη γη ενός μονοθεϊστικού μοντέλου, στην προκειμένη περίπτωση του Χριστιανισμού, που κατά τον Γεμιστό πάση θυσία έπρεπε να αντικατασταθεί με κάποιο άλλο μοντέλο, το οποίο θα παρείχε μεγαλύτερο βαθμό συνάφειας με την Ιδανική Πολιτεία του. Έψαξε δηλαδή για μια θρησκεία που θα μπορούσε να στηρίξει την ανάλογη πολιτική του μεταρρύθμιση, τη «σπουδαία» Πολιτεία του όπως τόνιζε στο Θεόδωρο. Για τον σκοπό αυτό, κατέφυγε στον Πλάτωνα. Η σημασία λοιπόν της νεοπλατωνικής θεώρησής του ήταν ο ηθικός κώδικας που έβγαινε από αυτή. Η δε Κοσμολογία του, όπως θα δούμε, έδινε μεγαλύτερη αξία στον υλικό κόσμο. Στον Πλήθωνα, το χάσμα της αποξένωσης μίκραινε σε εκπληκτικό βαθμό. Ο άνθρωπος έστρεφε το βλέμμα του πιο πολύ προς το Φυσικό Κόσμο και το αχανές και ψυχρό διάστημα ξανακέρδιζε μέρος της χαμένης μοναξιάς του. Ο Massai γράφει χαρακτηριστικά: «Η ψυχή που δεν έχει ενσαρκωθεί, δεν ευρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση από εκείνη που έχει ενσαρκωθεί. Η παρούσα ζωή είναι εξ ίσου ουσιώδης και διαρκής, εφόσον η ανθρώπινη ζωή θα πρέπει διαδοχικώς να λαμβάνει και να εγκαταλείπει το φθαρτό σώμα. Γι’ αυτό ο Πλήθων προτιμά την προσφορά της παρούσης ζωής από κάθε μελλοντική υπόσχεση και ελπίδα.

Η βασική του Κοσμολογική Αρχή παραμένει πιστή στην Ελληνική Παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο Κόσμος όλος είναι φτιαγμένος από άφθαρτες και αιώνιες ουσίες και δεν μπορεί ποτέ του να καταστραφεί. Άποψη που έντονα είχε καταδιώξει η χριστιανική σκέψη, υποστηρίζοντας αντίθετα τις βιβλικές αντιλήψεις. Το μη φθαρτό του Κόσμου εξουδετέρωνε την εσχατολογική φύση του Μονοθεϊσμού, όπως και την σχετικά δουλική αναγωγή του υπαρκτού σήμερα στο μακρινό και ασαφές προσδοκόμενο. Ακύρωνε την καθοσίωση μιας ζωής βασάνων και δυστυχίας, όπου το μέλλον έφτανε να προσδιορίζεται μόνο μέσα από την προσμονή, και ολόκληρη η ανθρώπινη ύπαρξη μέσα από την προσδοκία.

Η γενικευμένη υποδούλωση του ανθρώπου ήταν γεγονός. Άνθρωπος-υπήκοος ενός δήμιου-δημιουργού, εξόριστος σκλάβος σε έναν κόσμο υποταγμένο μέχρι τα σπλάχνα του στην βία, κατακάθι ενός χαμένου ουρανού, ξένος πάνω στην ίδια του τη γη. Ο άνθρωπος βρισκόταν εξόριστος πάνω σε ένα πλανήτη πού δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, όπως και φυλακισμένος μέσα σ’ ένα σώμα πού δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μία φυλακή για δυστυχισμένες ψυχές . (Αποτέλεσμα αυτής της βιοαντίληψης και οι γνωστές σε όλους μας «καλύτερες μέρες», το προσφιλές σύνθημα όλων των υποψήφιων εξουσιαστών της γής, «προοδευτικών» ή «συντηρητικών», που αν και λίαν συντόμως μεταλλάσσεται σε απογοήτευση, εντούτοις κάθε φορά το αόριστο μέλλον γίνεται επίσης αυτομάτως και μια νέα αρχή για μια νέα ακόμη προσδοκία. Στην «Άριστη» Πολιτεία, η πραγμάτωση του πολίτη έρχεται μέσα σε αυτή την ίδια τη ζώσα πραγματικότητα και όχι σε ένα ασαφές μέλλον, μιας και αυτό, ειδωμένο μόνο ως χυδαίο επενδυτικό έδρανο, είναι παντελώς άγνωστο στον Κόσμο των Ελλήνων).

Στον ίδιο τον Άνθρωπο, ο Πλήθων, σύμφωνα με την κλασσική πλατωνική αντίληψη, διακρίνει ψυχή αθάνατη και σώμα θνητό, που και τα δυο όμως έχουν την αιτία τους στο Θεό. Η αντίληψη αυτή επεκτείνεται και στα ζώα, τα φυτά, τους πλανήτες, που την ύπαρξή τους οφείλουν σε κάποιες διαφορετικές χρονικά αιτίες, οι οποίες εκφράζουν ξεχωριστές δυναμικότητες, και όλες μαζί έχουν την αιτία τους στον «Άκρως Ένα». Πρόκειται για έναν εσωκοσμικό Δημιουργό, αυτογένητο, αθάνατο, μέγιστο, εκ της ουσίας του αγαθό, πατέρα και αιτία όλων των πραγμάτων. Στην συνέχεια έχουν δημιουργηθεί οι υπόλοιπες θεότητες, που γεννήθηκαν από αυτόν και σε αυτόν έχουν την αιτία.. Αυτοί οι Θεοί, ανάλογα με τη δημιουργία τους και τις ιδιότητές τους, διακρίνονται σε διάφορες τάξεις. Οι πρώτοι, είναι τα παιδιά του Διός, είναι δηλαδή τα Έργα. Οι δεύτεροι, τα παιδιά των παιδιών του Διός, είναι τα Έργα των Έργων. Οι Θεοί που έχουν γεννηθεί απ’ ευθείας από τον Δία λέγονται Υπερουράνιοι, και είναι απαλλαγμένοι από το σώμα και την ύλη. Μετά τους Υπερουράνιους Θεούς ακολουθούν οι Ουράνιοι Θεοί, με τελευταίο μεταξύ αισθητού Κόσμου και Θεών τον Άνθρωπο, ο οποίος αποτελείται από ύλη και ψυχή.


Για την αντίθετη άποψη ΔΕΣ: Πλήθων ο Γεμιστός - Ο διαφθορεύς της Ελλάδος και της Ευρώπης (sic)

Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι: Ι. ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΛΗ ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ

1.3. Είναι ο Θαλής ο πρώτος φιλόσοφος;


Αναφέραμε ήδη ότι η ένταξη του Θαλή στους φιλοσόφους συνδέεται με τις θεωρίες του για το νερό. Για να εξακριβώσουμε το τι μπορεί να είπε ο Θαλής για το νερό είμαστε αναγκασμένοι να στηριχτούμε αποκλειστικά στον Αριστοτέλη. Βέβαια ο Αριστοτέλης γράφει διακόσια πενήντα χρόνια αργότερα χωρίς να έχει στα χέρια του κάποιο κείμενο του Θαλή ή των άμεσων επιγόνων του, και γι᾽ αυτό είναι πολύ επιφυλακτικός όταν μεταφέρει τις απόψεις του. Ας δούμε τι λέει:

Ο Θαλής, ο ιδρυτής αυτής της φιλοσοφίας, λέει ότι η αρχή είναι το νερό (γι᾽ αυτό και υποστήριξε ότι και η Γη επιπλέει στο νερό). Θα πρέπει μάλλον να κατέληξε σ᾽ αυτή την αντίληψη επειδή παρατήρησε ότι η τροφή των πάντων είναι υγρή και ότι η ίδια η θερμότητα γεννιέται και διατηρείται ζωντανή από την υγρασία (αυτό όμως από το οποίο γεννιούνται όλα τα πράγματα, αυτό είναι και η αρχή τους). Αυτή πρέπει να ήταν η προέλευση της αντίληψής του για το νερό, και ακόμη το γεγονός ότι τα σπέρματα όλων των όντων έχουν υγρή φύση, ενώ η αρχή της φύσεως των υγρών πραγμάτων είναι το νερό.

Αριστοτέλης, Μετά τα φυσικά 983b20-27

Κατά τον Αριστοτέλη, λοιπόν, ο Θαλής θα πρέπει να ξεκίνησε από την παρατήρηση ότι η τροφή όλων των όντων αλλά και τα σπέρματα όλων των οργανισμών βρίσκονται σε υγρή μορφή. Αυτό όμως που κάνει τα πράγματα υγρά είναι το νερό. Άρα το νερό αποτελεί προϋπόθεση της ζωής: από το νερό γεννιούνται τα πάντα. Το νερό λοιπόν είναι η αρχή των πάντων, είναι αυτό που ενυπάρχει σε όλα τα πράγματα και διατηρείται σταθερό ενώ όλα τα άλλα μεταβάλλονται. Έχοντας αντιληφθεί τη σημασία του νερού, ο Θαλής υποστήριξε επιπλέον ότι και η Γη ισορροπεί πάνω στο νερό, όπως μια ξύλινη βάρκα επιπλέει πάνω στη θάλασσα.

Ο Αριστοτέλης λοιπόν αποδίδει τρεις θέσεις στον Θαλή:

1η θέση: Τα πάντα γεννιούνται από το νερό.

2η θέση: Το νερό είναι αρχή των πάντων.

3η θέση: Η Γη επιπλέει πάνω στο νερό.

Οι τρεις αυτές θέσεις έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: είναι επιγραμματικές, συνοψίζουν δηλαδή σε μια σύντομη πρόταση πληθώρα πολύπλοκων φυσικών φαινομένων και διαδικασιών. Διέπονται δηλαδή από λεκτική οικονομία, και η οικονομία των λέξεων είναι συνήθως ένδειξη οικονομίας της σκέψης - στη φιλοσοφική γλώσσα αυτό ονομάζεται «αφαίρεση». Ταυτοχρόνως όμως πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οι τρεις αυτές θέσεις δεν είναι ισοδύναμες, δεν μας λένε το ίδιο πράγμα. Ούτε η μια προκύπτει κατ᾽ ανάγκην από την άλλη. Μπορεί δηλαδή κάποιος να φτάσει σε μία από αυτές τις θέσεις, χωρίς ποτέ να προχωρήσει στην επόμενη. Αξίζει επομένως τον κόπο να εξετάσουμε την καθεμία ξεχωριστά.

Η πεποίθηση ότι το νερό βρίσκεται στην αφετηρία της ζωής, ότι αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση της ζωής, μπορεί πράγματι να προέκυψε από εμπειρικές παρατηρήσεις. Όποιος ασχολείται με την καλλιέργεια της γης είναι απολύτως εξοικειωμένος με την αναγκαιότητα της ύπαρξης του νερού στη διαδικασία της βλάστησης. Σε περιοχές μάλιστα άνυδρες, όπως είναι ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής γης, η σημασία του νερού είναι λογικό να υπερτονίζεται. Η ύπαρξη ενός ποταμού σε μια περιοχή αποτελούσε πάντοτε σημαντικό πλεονέκτημα, ενώ η συχνότητα της βροχής ήταν το μετεωρολογικό φαινόμενο που βρισκόταν υπό στενή παρακολούθηση. Με λίγη παρατηρητικότητα, μπορεί να αντιληφθεί κανείς τη λειτουργικότητα του υγρού στοιχείου και στη διαδικασία γέννησης και αναπαραγωγής των ζωικών οργανισμών - αρκεί, για παράδειγμα, να παρατηρήσει τον οργασμό της ζωής που συντελείται σε ένα έλος. Η διαπίστωση λοιπόν ότι το νερό διευκολύνει την ανάπτυξη της ζωής προκύπτει από απλά φαινόμενα της καθημερινής ζωής των ανθρώπων. Πόση απόσταση χωρίζει αυτή την κοινή διαπίστωση από τη θέση του Θαλή ότι τα πάντα γεννιούνται από το νερό; Ίσως όχι πολύ μεγάλη, αρκεί βεβαίως κανείς να έχει ήδη συνειδητοποιήσει την ανάγκη να βάλει σε μια χρονολογική, γενεαλογική τάξη τα υπάρχοντα πράγματα. Το να πει κανείς «χωρίς το νερό δεν υπάρχει ζωή» είναι κάτι σημαντικό, αφού προϋποθέτει μια αφαιρετική λειτουργία της σκέψης: εξάγεται ένα γενικό συμπέρασμα από ένα πλήθος διαφορετικών γεγονότων. Το να πει κανείς «τα πάντα γεννιούνται από το νερό» είναι ένα βήμα παραπέρα: το νερό δεν είναι μόνο τροφοδότης της ζωής, αλλά γίνεται και μια κοσμογονική δύναμη, είναι ο πρώτος κρίκος σε μια αλυσίδα γεννήσεων που οδηγεί στη σημερινή πραγματικότητα.

Η κοσμογονία, η τάση δηλαδή να αναχθεί η γέννηση του κόσμου σε μια πρωταρχική δύναμη, σε ένα πρωταρχικό στοιχείο ή υλικό, αποτελεί ουσιαστική πλευρά της πρώιμης φιλοσοφικής σκέψης. Μετά τον Θαλή, ο Αναξίμανδρος θα υποστηρίξει την προτεραιότητα του «απείρου», ο Αναξιμένης του αέρα, ο Ηράκλειτος της φωτιάς. Η κατάδειξη ενός πρωταρχικού υλικού, από το οποίο γεννιούνται όλα τα άλλα πράγματα, προσδίδει στην πραγματικότητα μια στοιχειώδη τάξη και οργάνωση. Η προσπάθεια αυτή των πρώτων φιλοσόφων είναι αναμφίβολα καινοτομική. Θα ήταν ωστόσο λάθος να μην επισημάνουμε ένα σημαντικό προηγούμενο. Όταν ο Ησίοδος συνθέτει την επική του Θεογονία έναν αιώνα πριν από τον Θαλή, επιδιώκει ουσιαστικά κάτι ανάλογο με τους πρώτους φιλοσόφους: θέλει να εναρμονίσει τις διάσπαρτες μυθολογικές διηγήσεις των αρχαίων Ελλήνων σε ένα συνεκτικό πλαίσιο, να βάλει τάξη στο χαοτικό σύμπαν των θεών. Και το επιτυγχάνει ακριβώς μέσω μιας συστηματικής γενεαλογίας, μιας «θεογονίας», η οποία μάλιστα ξεκινά από προσωποποιημένες φυσικές δυνάμεις (το Χάος, η Γη, ο Έρωτας) για να φτάσει χωρίς λογικά χάσματα στο γνωστό Δωδεκάθεο. Θα έλεγε λοιπόν κανείς ότι η φιλοσοφική κοσμογονία αξιοποιεί μια γραμμή σκέψης που προϋπήρχε στην ησιόδεια θεογονία, μεταφέροντας βέβαια το βάρος από τον κόσμο των θεών στον φυσικό κόσμο. Είναι σημαντικό να αντιληφθούμε ότι η ανθρώπινη σκέψη δεν προχωρά με απότομα και ανεξήγητα άλματα. Ο μύθος προηγείται του λόγου, αποτελεί τη μήτρα από όπου αναδύθηκε ο λόγος. Η μετάβαση από τη μυθική στην ορθολογική σκέψη, η γέννηση της φιλοσοφίας, είναι μια περίπλοκη και αργή διαδικασία, όπου η συνέχεια συνυπάρχει με την τομή και τη ρήξη.

Είναι λοιπόν πολύ πιθανό να διατύπωσε ο Θαλής τη θέση ότι τα πάντα γεννιούνται από το νερό, εγκαινιάζοντας μια κοσμογονική αναζήτηση που είναι τώρα φυσιοκρατική και όχι θεολογική. Στο νερό μπορεί όντως να έφτασε από εμπειρικές παρατηρήσεις, όπως υποθέτει και ο Αριστοτέλης, αφού την προσωπικότητα του Θαλή τη χαρακτηρίζει το πνεύμα της εμπειρικής έρευνας και της επιτόπιας παρατήρησης. Η πεποίθησή του για την πρωταρχική σημασία του νερού θα ενισχύθηκε μάλιστα σημαντικά από την επαφή του με τους ανατολικούς πολιτισμούς. Ήταν οφθαλμοφανές ότι τόσο η Αίγυπτος όσο και η Μεσοποταμία όφειλαν την ευμάρειά τους, αλλά και την επιβίωσή τους, στη σχέση τους με μεγάλους ποταμούς - με τον Νείλο στην μια περίπτωση, με τον Τίγρη και τον Ευφράτη στην άλλη. Η εξάρτηση αυτών των πολιτισμών από το νερό των ποταμών αποτυπώνεται και στους κοσμολογικούς τους μύθους, όπου γίνεται λόγος για την προΰπαρξη αρχέγονων νερών μέσα από τα οποία αναδύεται κάποια στιγμή η ξηρά. Ο Θαλής θα γνώριζε αυτούς τους μύθους, καθώς μάλιστα στα αρχαϊκά χρόνια φαίνονται να αποτελούν μέρος της κοινής κληρονομιάς των λαών της ανατολικής Μεσογείου. Στην Παλαιά Διαθήκη γίνονται αποσπασματικές αναφορές σε αρχέγονα νερά, ενώ και ο Όμηρος σε δύο αινιγματικούς στίχους της Ιλιάδας (Ξ 200, 244) χαρακτηρίζει τον Ωκεανό, το μυθικό δηλαδή ποτάμι που ρέει γύρω από τη Γη, γεννήτορα των θεών και όλων των πραγμάτων.

Ανατολικές ρίζες ίσως να έχει και η αντίληψη του Θαλή ότι η Γη ισορροπεί επιπλέοντας πάνω στο νερό (η 3η θέση που προηγουμένως απομονώσαμε). Φαίνεται ότι στην Ελλάδα μια τέτοια θέση διατυπώνεται για πρώτη φορά, αφού δεν γνωρίζουμε κάποιο μυθολογικό προηγούμενο. Είναι αλήθεια ότι στα ομηρικά έπη δεν θα βρει κανείς μια συστηματική περιγραφή της μορφής του κόσμου. Ωστόσο, από διάσπαρτες αναφορές προκύπτει ότι η Γη ήταν κοινώς αντιληπτή ως ένας εκτεταμένος επίπεδος δίσκος, που περικλείεται από τον κυκλικό Ωκεανό και καλύπτεται από τον συμπαγή θόλο του Ουρανού. Η ακινησία και η σταθερότητα της Γης μάλλον θα πρέπει να είχε εκληφθεί ως αυτονόητο γεγονός που δεν χρειαζόταν εξήγηση. Πάντως βαθιά κάτω από τη Γη εκτεινόταν ο Τάρταρος, και αν η Γη χρειαζόταν ρίζες για να σταθεροποιηθεί, τότε οι ρίζες αυτές θα πρέπει να ξεκινούσαν από τον βαθύ Τάρταρο (Ησίοδος, Θεογονία 728). Στους κοσμολογικούς όμως μύθους της Ανατολής η αντίληψη ότι υπάρχουν νερά κάτω από τη Γη είναι κυρίαρχη. Στην Αίγυπτο η Γη είναι ένας δίσκος που στηρίζεται στα υποχθόνια νερά, ενώ στα βαβυλωνιακά έπη η αρχέγονη θάλασσα διατηρείται και μετά την ανάδυση της Γης για να την στηρίξει, όπως μια σχεδία επιπλέει πάνω στην επιφάνεια του νερού. Υπάρχει επομένως εντυπωσιακή ομοιότητα ανάμεσα στην αντίληψη του Θαλή για τη θέση της Γης και στους ανατολικούς μύθους. Θα μπορούσε βέβαια να υποστηρίξει κανείς ότι η ομοιότητα αυτή είναι συμπτωματική, και ότι ο Θαλής έφτασε στη δική του αντίληψη από τον δρόμο της εμπειρικής έρευνας και της παρατήρησης. Στην περίπτωση όμως αυτή δεν μπορούμε να φανταστούμε ποιο εμπειρικό υλικό θα στήριζε την τολμηρή σύλληψη μιας Γης η οποία επιπλέει πάνω στο νερό. Άρα είναι μάλλον πιο πιθανή η υπόθεση ότι η ιδέα αυτή έχει ανατολική προέλευση.

Ο Θαλής λοιπόν ανέδειξε τη σημασία του νερού, το διαχώρισε από τις άλλες φυσικές δυνάμεις και του απέδωσε κοσμολογική βαρύτητα, αφού, όπως είδαμε, υποστήριξε ότι τα πάντα γεννιούνται από το νερό και ότι το νερό υποβαστάζει την ακίνητη Γη. Απομένει να εξετάσουμε αν έκανε και ένα βήμα παραπέρα: αν δηλαδή θεώρησε ότι το νερό είναι η αρχή των πάντων.

Το βήμα αυτό μοιάζει σε πρώτη ματιά απλό. Έχει άραγε τόσο μεγάλη διαφορά το να πει κανείς ότι το νερό είναι η αφετηρία των πάντων από το να πει ότι το νερό είναι η αρχή των πάντων; Και όμως η διαφορά αποδεικνύεται πολύ μεγάλη. Στην ουσία είναι η διαφορά που χωρίζει την αρχαϊκή σοφία από τη φιλοσοφία.

Όταν ο Αριστοτέλης ισχυρίζεται ότι ο Θαλής είναι ο πρώτος φιλόσοφος γιατί θεώρησε ότι το νερό είναι η αρχή των πάντων, το βάρος του ισχυρισμού του δεν πέφτει στην ανάδειξη της σημασίας του νερού αλλά στη σύλληψη της έννοιας της «αρχής». Ο φιλόσοφος Αριστοτέλης δεν προβάλλει την ερευνητική διάθεση του Θαλή, τη δημιουργική του σχέση με την ανατολική σοφία, το ορθολογικό πνεύμα, την εφευρετικότητα - όλες αυτές τις αξιοθαύμαστες ικανότητες που έκαναν τον Θαλή να ξεφύγει από τη μυθική σκέψη και να τονίσει την κοσμική δύναμη και τη χρονική προτεραιότητα του νερού. Ο Θαλής δικαιούται μια περίοπτη θέση στην ιστορία της φιλοσοφίας απλώς και μόνο γιατί είχε την πνευματική τόλμη να συλλάβει το νερό ως «αρχή».

Η λέξη «αρχή» ανήκει στο οπλοστάσιο της φιλοσοφίας. Καθιερώνεται από τον Αριστοτέλη και αναδρομικά προβάλλεται και στους παλαιότερους φιλοσόφους. Σημαίνει τη βαθύτερη φύση, την ουσία, το κυρίαρχο στοιχείο, την αυθεντική πραγματικότητα. Στην έννοια της αρχής εμπεριέχεται και η σημασία του χρονικά πρότερου, της αφετηρίας, αυτή όμως η σημασία είναι δευτερεύουσα. «Αρχή» δεν είναι αυτό που προηγείται χρονικά, αλλά αυτό που κυριαρχεί, που αποκαλύπτει, που καθορίζει. Όταν λοιπόν κάποιος διατείνεται ότι το νερό ή οποιαδήποτε άλλη οντότητα είναι η αρχή των πάντων, εννοεί ότι η οντότητα αυτή είναι η αληθινή φύση όλων των πραγμάτων, η ουσία τους, αυτό που βρίσκεται πίσω από τις συνεχείς μεταβολές των πραγμάτων. Εννοεί, με άλλα λόγια, ότι το νερό είναι τα πάντα. Η αρχή επομένως είναι η βαθύτερη πλευρά της πραγματικότητας που παραμένει σταθερή σε έναν κόσμο που αλλάζει διαρκώς. Είναι η θεμελιώδης επινόηση των φιλοσόφων στην προσπάθειά τους να προσδώσουν σταθερότητα, τάξη και νόημα στον κόσμο.

Τώρα γίνεται κατανοητή η απόσταση που χωρίζει αυτή τη συνολική ερμηνεία του κόσμου, τη φιλοσοφική σύλληψη της πραγματικότητας, από την αντίληψη ότι όλα τα πράγματα προέρχονται από ένα πρωταρχικό υλικό. Η γενεαλογική οπτική των πραγμάτων, που ξεκίνησε ως θεογονία με τον Ησίοδο και επεκτάθηκε στο πεδίο της φυσικής πραγματικότητας με τον Θαλή, αποτελεί ένα σημαντικό προστάδιο για τη φιλοσοφική κατανόηση του κόσμου· δεν ισοδυναμεί με τη φιλοσοφική κατανόηση του κόσμου. Για να περάσουμε από τη θέση «τα πάντα γεννιούνται από το νερό» στη θέση «το νερό είναι η αρχή των πάντων» απαιτείται μια επίπονη διαδικασία αφαιρετικής σκέψης, και πρέπει να ομολογήσουμε ότι δεν έχουμε κανένα πειστήριο ότι ο Θαλής διέτρεξε αυτή την απόσταση. Τα στοιχεία μάλιστα που διαθέτουμε για τη ζωή και τη δράση του Θαλή δεν συνηγορούν προς ένα τέτοιο συμπέρασμα. Τα πολλά ταξίδια και οι γνώσεις που αποκόμισε από αυτά δεν θα τον βοήθησαν ιδιαίτερα στην πορεία προς την αφηρημένη σκέψη, αφού τίποτε ανάλογο με τη φιλοσοφία δεν υπήρξε στους πολιτισμούς της Ανατολής. Το φιλοπερίεργο πνεύμα, η εμπειρική έρευνα και η πρακτική δεξιότητα δεν είναι επίσης καθόλου βέβαιο ότι ευνοούν πάντοτε τη φιλοσοφική ανάλυση.

Ο Θαλής δεν διατύπωσε ποτέ την πρόταση «το νερό είναι αρχή των πάντων», αφού η «αρχή» είναι αριστοτελική έννοια, και άρα πολύ μεταγενέστερη. Είναι όμως απίθανο ακόμη και να σκέφτηκε το νερό ως αρχή, υιοθετώντας κάποιο άγνωστο σε μας λεξιλόγιο. Πιο λογική είναι η εκδοχή ότι ο Θαλής αντιπροσωπεύει έναν συνδετικό κρίκο ανάμεσα στον «σοφό» της αρχαϊκής Ελλάδας και στον φιλόσοφο. Ο Αναξίμανδρος, μια γενιά μετά τον Θαλή, πατάει πλέον στο ασφαλές έδαφος της φιλοσοφίας.