Κυριακή 24 Αυγούστου 2025

Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι


Βαβυλωνιακός χάρτης
της Οικουμένης (6ος ή 5ος αι. π.Χ.)
2.4. Η θέση της Γης στο κέντρο του κόσμου

Μιλήσαμε ήδη για τον χάρτη της Γης, που πρώτος σχεδίασε ο Αναξίμανδρος, όπως και για τη θυμηδία που αυτοί οι πρώιμοι χάρτες προκαλούν στον Ηρόδοτο. Οι αρχαιολόγοι υποστηρίζουν ότι ένα πρόσφατο εύρημα, μια πήλινη βαβυλωνιακή πλάκα του 6ου ή 5ου αιώνα π.Χ., που έχει χαραχθεί με τη βοήθεια ενός πρωτόγονου διαβήτη, αποτελεί έναν τέτοιο χάρτη της οικουμένης (βλ. εικόνα). Η αντίδραση λοιπόν του Ηροδότου δεν είναι παράλογη, αφού αυτός ο χάρτης θα ήταν εντελώς άχρηστος σε έναν ταξιδιώτη ή σε έναν ναυτικό. Ήθελε όμως ο Αναξίμανδρος να βοηθήσει τους ταξιδιώτες και τους ναυτικούς με τον «χάρτη» του, ή μήπως το σχεδίασμα αυτό της Γης δεν ήταν παρά εφαρμογή της κοσμολογικής του έκθεσης;

Στον χάρτη του Αναξίμανδρου η επιφάνεια της Γης θα πρέπει να απεικονιζόταν σαν ένας κυκλικός δίσκος με συμμετρική κατανομή των γνωστών περιοχών της οικουμένης. Αν παρακάμψουμε προς στιγμήν την έμφαση στη συμμετρία, η εικόνα αυτή δεν έρχεται σε αντίθεση με την παλαιότερη, παραδοσιακή σύλληψη της μορφής της Γης. Τόσο στα ομηρικά έπη όσο και στις κοσμολογικές αφηγήσεις των ανατολικών λαών η Γη θεωρείται ακίνητη και επίπεδη, καταλαμβάνει κεντρική θέση στο σύμπαν, και μάλλον έχει σχήμα κυκλικό. Η αντίληψη αυτή υιοθετείται και από τον Θαλή, με τη διαφορά ότι ο Θαλής προβληματίζεται πλέον για το υποστήριγμα της ακίνητης Γης, για να καταλήξει τελικά στο συμπέρασμα ότι η Γη επιπλέει στο νερό.

Η εξήγηση της ακινησίας της Γης απασχολεί και τον Αναξίμανδρο. Η δική του όμως απάντηση είναι εντελώς απρόσμενη και επαναστατική.

Τὴν δὲ γῆν εἶναι μετέωρον ὑπὸ μηδενὸς κρατουμένην, μένουσαν δὲ διὰ τὴν ὁμοίαν πάντων ἀπόστασιν.
Η Γη είναι μετέωρη και δεν κυριαρχείται από τίποτε. Ισορροπεί γιατί απέχει ίση απόσταση από τα πάντα.

Ιππόλυτος, Έλεγχος 1.6.3

Δεν χρειάζονται ούτε ρίζες ούτε σταθερό υποστήριγμα για να σταθεί η Γη ακίνητη, υποστηρίζει ο Αναξίμανδρος. Η Γη είναι μετέωρη, δεν στηρίζεται πουθενά, δεν κυριαρχείται από τίποτε. Παρ᾽ όλα αυτά μένει ακίνητη, απλώς και μόνο γιατί βρίσκεται στο κέντρο - «γιατί απέχει ίση απόσταση από τα πάντα». Η «ίση απόσταση» θα πρέπει να είναι η απόσταση της Γης από κάποια ακραία σημεία, από τις εσχατιές του σύμπαντος. Αυτή είναι άλλωστε και η ερμηνεία του Αριστοτέλη: «Υπάρχουν και κάποιοι, όπως ο Αναξίμανδρος, που υποστηρίζουν ότι η Γη μένει ακίνητη εξαιτίας της ομοιομορφίας· γιατί, αν κάτι έχει εξαρχής καταλάβει το κέντρο και βρίσκεται σε ίση απόσταση από τα άκρα, δεν θα κινηθεί ούτε προς τα επάνω ούτε προς τα κάτω ούτε προς τα πλάγια» (Περί ουρανού 295b10).

Είναι όμως τόσο αυτονόητο ότι κάτι που βρίσκεται στο μέσο δεν θα κινηθεί προς τα επάνω, προς τα κάτω ή προς τα πλάγια; Σε ποια ανθρώπινη εμπειρία αντιστοιχεί αυτή η εικόνα; Στον κόσμο που ζούμε είναι εντελώς παράλογη η ισοτιμία των δυνατών διευθύνσεων. Όλα τα σώματα έχουν βάρος και επομένως, ακόμη κι αν βρεθούν προς στιγμήν σε κάποιο κεντρικό σημείο, έχουν τη φυσική τάση να πέφτουν προς τα κάτω. Οι αρχαίοι πίστευαν ότι κάποια άλλα σώματα είναι από τη φύση τους ελαφρά, όπως λ.χ. η φωτιά και ο καπνός, και γι᾽ αυτά ισχύει το αντίθετο: ανεβαίνουν πάντοτε προς τα επάνω. Ούτε το δεξιό είναι ισότιμο με το αριστερό - αρκεί κανείς να σκεφτεί τη σταθερή διαδρομή του Ήλιου, τον προσανατολισμό των ιερών των ναών ή τη διαφορά στη δύναμη των δύο χεριών του ανθρώπου. Ο μόνος χώρος όπου υπάρχει αυτή η ισοτιμία και η ομοιομορφία είναι ο κόσμος των σχημάτων, ο κόσμος της γεωμετρίας, και κανείς ποτέ ως τότε δεν είχε διανοηθεί να συσχετίσει αυτό τον κόσμο της αφαίρεσης με τον δικό μας κόσμο, τον κόσμο μέσα στον οποίο κάθε μέρα ζούμε.

Πράγματι η εξήγηση του Αναξίμανδρου για την ακινησία της Γης κατά κάποιο τρόπο προϋποθέτει τον ορισμό του κύκλου ή της σφαίρας. Αργότερα, στην αυστηρή γλώσσα των μαθηματικών, ο κύκλος θα οριστεί ως εκείνο το σχήμα του οποίου όλα τα σημεία ισαπέχουν από το κέντρο. Ο Αναξίμανδρος δεν γνωρίζει βεβαίως αυτό τον ορισμό, αφού ακόμη δεν έχει γίνει κατανοητή η σημασία των μαθηματικών ορισμών. Γνωρίζει όμως χωρίς αμφιβολία τον πρακτικό τρόπο σχεδίασης των κύκλων με κάποιους πρωτόγονους διαβήτες ή με κάποιο σχοινί δεμένο σε ένα σταθερό καρφί. Η αρχή που διέπει τέτοιες πρακτικές κατασκευές είναι η ίση απόσταση των σημείων της περιφέρειας του κύκλου από το κέντρο. Ακόμη λοιπόν και σε ένα τέτοιο στοιχειώδες σχήμα το κέντρο είναι σταθερό γιατί δεν έχει κανένα λόγο να κινηθεί ούτε προς τα πάνω ούτε προς τα κάτω ούτε προς τα πλάγια. Η επαναστατική σύλληψη του Αναξίμανδρου συνοψίζεται στο γεγονός ότι μετέφερε τις ιδιότητες των σχημάτων στο σύμπαν, ότι συνέλαβε τη Γη ως γεωμετρικό κέντρο. Οι αισθήσεις των ανθρώπων και η εμπειρία τους υποχωρούν μπροστά στην ομοιογένεια και τη συμμετρία των γεωμετρικών σχημάτων.

Γεωμετρικό είναι και το σχήμα της Γης, κατά τον Αναξίμανδρο. Είναι κι αυτό «στρογγυλό» και παρομοιάζεται με τον σπόνδυλο ενός κίονα - είναι δηλαδή μάλλον κυλινδρικό. Οι άνθρωποι κατοικούν μόνο στη μία βάση του κυλίνδρου, ενώ η δεύτερη πρέπει να είναι ακατοίκητη και αόρατη σε μας (Ιππόλυτος, Έλεγχος 1.6.3). Άρα η οικουμένη είναι λογικό να σχεδιάζεται ως κυκλικός δίσκος.

Οι κοσμολογικές αντιλήψεις του Αναξίμανδρου ήταν πολύ καινοτομικές για την εποχή του και δεν βρήκαν άμεσους συνεχιστές. Ο Αναξιμένης θα επανέλθει στην αναγκαιότητα του υποστηρίγματος της Γης, θέτοντας τώρα ως υπόστρωμα τον αέρα. Ακόμη και ο Δημόκριτος, 150 χρόνια αργότερα, θα μιλήσει για δίνες που στηρίζουν την πεπλατυσμένη Γη. Χρειάστηκε να φτάσουμε στον Πλάτωνα για να αποδειχθεί η γονιμότητα της σύλληψης του Αναξίμανδρου: στην πλατωνική κοσμολογία η Γη είναι πλέον σφαιρική και ισορροπεί ακίνητη στο κέντρο του κλειστού, ομοιόμορφου και σφαιρικού σύμπαντος.

Δεν γνωρίζουμε πώς ο Αναξίμανδρος έφτασε σε ένα τόσο προχωρημένο στάδιο αφαίρεσης. Οι φυσιοκρατικές του αντιλήψεις, όπως είδαμε, στηρίχθηκαν σε μεγάλο βαθμό στην προσεκτική παρατήρηση των φυσικών φαινομένων· τίποτε όμως από όσα παρατηρεί κανείς στη φύση δεν υποβάλλει την ιδέα του γεωμετρικού σύμπαντος. Αν τα μαθηματικά είχαν αναπτυχθεί νωρίτερα στην αρχαία Ελλάδα, τότε θα μπορούσαμε να αναζητήσουμε εκεί την πηγή της έμπνευσης του Αναξίμανδρου. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη. Η μαθηματική επιστήμη θα γίνει το υπόδειγμα της έγκυρης γνώσης μόνο στο τέλος του 5ου αιώνα π.Χ.

Μια πρόσφατη γοητευτική ερμηνεία ίσως μας δίνει ένα κλειδί για τη σωστή απάντηση. Ο γάλλος ιστορικός Ζαν-Πιερ Βερνάν (Μύθος και σκέψη στην αρχαία Ελλάδα, σ. 183 κ.ε.) επισήμανε την αντιστοιχία που υπάρχει ανάμεσα στην κοσμολογία του Αναξίμανδρου και την ανάπτυξη της αρχαίας ελληνικής πόλης‒κράτους. Στην αρχαϊκή πόλη η εξουσία έχει την κάθετη δομή μιας πυραμίδας: στην κορυφή βρίσκεται ο κληρονομικός βασιλιάς, το ανάκτορο και η ακρόπολη της πόλης, και στη βάση της πυραμίδας ο ανίσχυρος λαός. Κατά τον 6ο και τον 5ο αιώνα όμως η κάθετη αυτή δομή ανατρέπεται και βαθμιαία δίνει τη θέση της στη δημοκρατική οργάνωση της πόλης, η οποία είναι ουσιαστικά κυκλική. Οι θεσμοί της δημοκρατικής εξουσίας (η Εκκλησία του Δήμου, η αρχαία Αγορά) καταλαμβάνουν το κέντρο, και η πόλη αναπτύσσεται ακτινωτά προς όλες τις δυνατές κατευθύνσεις. Στο κοσμολογικό επίπεδο οι εξελίξεις ήταν αντίστοιχες. Με τον Αναξίμανδρο εγκαταλείπεται η κάθετη οργάνωση του κόσμου, όπου κυρίαρχη είναι η διάσταση του επάνω και του κάτω, και φτάνουμε στην κυκλική οργάνωση, στην πρωτοκαθεδρία του κέντρου. Υπάρχει επομένως μια σύνδεση των πολιτικών και των πνευματικών διεργασιών. Υπό αυτό το πρίσμα αποκτά ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι οι διανοητικές αλλαγές για τις οποίες συζητούμε (η ίδια η γέννηση της φιλοσοφίας) συντελούνται στη Μίλητο, δηλαδή σε μια πόλη η οποία, αν και δεν είναι ακόμη δημοκρατική, είναι η πιο ανεπτυγμένη και η πιο φιλελεύθερη ελληνική πόλη του 6ου αιώνα π.Χ.

Ο Θεός ΑΝΕΥΘΥΝΟΣ... και ΑΝΥΠΑΡΚΤΟΣ!

"Η Αρετή είναι κτήμα ΑΔΕΣΠΟΤΟ και καθένας θα πάρει απ 'αυτό το μερτικό του.

Ανάλογα με τη τιμή ή τη ...
περιφρόνηση που θα της έχει.

Ο καθένας είναι υπεύθυνος για την εκλογή του...

Ο Θεός ΑΝΕΥΘΥΝΟΣ... και ΑΝΥΠΑΡΚΤΟΣ!"

Σωκράτης

Η Διοτίμα και ο Έρως

Η Διοτίμα (δηλ. αυτή που τιμά τον Δία) φέρεται ότι έζησε στο β' μισό του 5ου αι. π.Χ. και συγκαταλέγεται μαζί με τους Πυθαγόρα, Σωκράτη, Ιπποκράτη και Πλάτωνα, στους μεγάλους κλασσικούς δασκάλους του αρχαίου ελληνικού κόσμου.

Φέρεται σαν ιέρεια στην Αρχαία Μαντινεία, φιλόσοφος, Πυθαγόρεια και μάλιστα γνώστρια της πυθαγόρειας αριθμοσοφίας. Η κύρια αναφορά και η φιλοσοφική φυσιογνωμία της Διοτίμας βρίσκεται στο λόγο του Σωκράτη στο "Συμπόσιο" (ή "περί Έρωτος") του Πλάτωνα, όπου εμφανίζεται σαν πολύ σημαντικό πρόσωπο. Στο ίδιο έργο ο Σωκράτης αναφέρεται σ'αυτήν ως δασκάλα του λέγοντας ότι ήταν ιέρεια στην Μαντίνεια και ότι τελούσε τον καθαρμό των Αθηναίων μετά το λοιμό του 429 π. Χ. Ο Σωκράτης δηλώνει ότι οφείλει σ' αυτήν ακριβώς τις απόψεις του για τον έρωτα, ως πόθο και κίνητρο για το ωραίο και αληθινό. Σύμφωνα με μιαν άποψη, πρόκειται για πρόσωπο επινοημένο από το Πλάτωνα, ο οποίος παρουσιάζει το Σωκράτη να μεταφέρει απλώς στους συνομιλητές του όσα η Διοτίμα του αποκάλυψε για την ουσία του Αληθινού Έρωτα, για να δικαιολογήσει το γεγονός ότι εδώ ο σωκρατικός λόγος παίρνει τη μορφή θετικής διδασκαλίας και όχι, όπως συνήθως, μαιευτικής αναζήτησης. Ο Πρόκλος θεωρούσε τη Διοτίμα Πυθαγόρεια. Αλλά και ο Ξενοφών την μνημονεύει, αναφέροντας ότι ήταν καλή γνώστρια των μαθηματικών και μάλιστα και των πλέον δυσκολονόητων γεωμετρικών θεωρημάτων. Από τις υπάρχουσες πηγές είναι πολύ πιθανόν ανάμεσα στα πλούσια ιερά της αρχαίας Μαντινείας να υπήρχε μαντείο φημισμένο για την εποχή εκείνη, όπου ιέρεια ήταν η Διοτίμα. Ωστόσο δεν έχει εξακριβωθεί απόλυτα αν πρόκειται για ιστορικό πρόσωπο ή για ηρωϊδα της πλατωνικής φαντασίας.

Ο Έρως για τη Διοτίμα δεν είναι θεός, αλλά «κάτι μεταξύ θνητού και αθάνατου». Γιος της Πενίας και του Πόρου, «είναι κάθε άλλο παρά απαλός και όμορφος» και είναι αιώνια φτωχός επειδή έχει τη φύση της μητέρας του. «Όμως, σύμφωνα πάλι με τη φύση του πατέρα του, δολερά ρίχνει τα δίχτυα του στα ωραία και στ’αγαθά κι είναι γενναίος και ριψοκίνδυνος κι ορμητικός και φοβερός κυνηγός κι όλο καινούργια τεχνάσματα σκαρώνει, επιθυμητής μα και προμηθευτής της φρόνησης, φιλοσοφώντας σ’ όλη του τη ζωή», όπως κάνουν εκείνοι που βρίσκονται στα μισά του δρόμου ανάμεσα στη γνώση και την αμάθεια. «Ο Έρωτας είναι έρωτας προς το ωραίο» και αγωνίζεται να το κατακτήσει. Όμως η κατοχή του ωραίου δεν αποτελεί παρά ένα μέσο που αποβλέπει σε κάποιο σκοπό, όπως η κατοχή του αγαθού είναι ένα μέσο για την απόκτηση της ευτυχίας. Αναφορικά με τι λοιπόν, το ωραίο αποτελεί αντικείμενο του έρωτα; «Το αντικείμενο του έρωτα, λέει -η Διοτίμα-, είναι η κυοφορία και ο τοκετός μέσα στην ομορφιά, σωματική και ψυχική»: ο έρωτας-εραστής είναι βασικά δημιουργός τόσο στο πνευματικό όσο και στο φυσικό επίπεδο.

 Σε ένα μεγάλο μέρος ο λόγος του είναι η αφήγηση του διαλόγου περί Έρωτος που είχε με αυτήν. Ουσιαστικά πρόκειται για το λόγο και τη διδασκαλία της Διοτίμας. Το διάλογο αυτό ο Σωκράτης μεταφέρει στους φίλους του, διδάσκοντας ό,τι ο ίδιος είχε προηγουμένως μάθει για τον Έρωτα από αυτήν, η οποία "σε αυτό το θέμα ήταν πολύ σοφή". Στη συνέχεια ο Σωκράτης μεταφέρει στους μαθητές του το διάλογό του με τη Διοτίμα η οποία μιλά για την ουσία και σημασία του έρωτα, όπως και για τη θέση της γυναίκας, όπου μεταξύ άλλων δηλώνει ότι ο έρως είναι "ο τόκος εν τω καλώ" «-Καλά, Σωκράτη, δεν γνωρίζεις, είπε γελάσασα η σοφή Διοτίμα, ότι ο Έρως είναι παιδί του Πόρου και της Πενίας!

- Μα γι΄αυτό ακριβώς ήρθα μέχρι τη μακρινή Μαντίνεια, Διοτίμα, γιατί έχω ανάγκη από δασκάλους
Την ώρα λοιπόν που γεννήθηκε η Αφροδίτη είχανε τραπέζι οι Θεοί και οι άλλοι και ο γιος της Μήτιδος, ο Πόρος. Όταν πια αποδείπνησαν, καθώς δα ἠτανε συμπόσιο, ήλθε για να επαιτήσει η Πενία και έστεκε στις θύρες. Ο Πόρος τότε μεθυσμένος από το νέκταρ, γιατί κρασί δεν ύπαρχε ακόμα, μπήκε στον κήπο του Διός βαρύς-βαρύς και αποκοιμήθηκε. Η Πενία λοιπόν έχοντας στο νου της, εξαιτίας που ήταν άπορη, να κάμει παιδί με τον Πόρο, ξαπλώνεται κοντά του και συνέλαβε τον Έρωτα. Για τούτο δα έγινε και της Αφροδίτης συνοδός και δούλος, γιατί γεννήθηκε στα γενέθλια εκείνης και ακόμα γιατί από φυσικού του είναι εραστής της ομορφιάς και η Αφροδίτη είναι δα όμορφη. Επειδή λοιπόν είναι του Πόρου και της Πενίας γιος ο Έρως βρίσκεται σ΄αυτήν εδώ την κατάσταση.

Και πρώτα -πρώτα είναι πάντα φτωχός και κάθε άλλο παρά απαλός και τρυφερός, όπως νομίζουν οι πολλοί, αλλά σκληρός και ακατάστατος και ανυπόδητος και άστεγος, πλαγιάζει πάντα χάμω και χωρίς στρώμα, κοιμάται στο ύπαιθρο, στις θύρες και στους δρόμους, έχοντας της μητέρας του τη φύση, πάντα με τη φτώχεια σύντροφος. Και κατά τον πατέρα του πάλιν είναι επίβουλος στους όμορφους και στους καλούς, όντας ανδρείος και φιλοκίνδυνος και σφριγηλός, δεινός κυνηγός, πάντα πλέκοντας κάποια σχέδια κι επιθυμητής της φρόνησης και είναι άξιος και να εύρει φιλοσοφώντας σ΄ όλη του τη ζωή, δυνατός γοητευτής και φαρμακευτής και σοφιστής. Και ούτε σαν αθάνατος είναι από τη φύση του ούτε σαν θνητός, αλλά μέσα στην ίδια ημέρα πότε ανθίζει και ζη, όταν εύρει αφθονία, πότε πάλιν πεθαίνει και πάλιν ξαναγεννιέται, γιατί το έχει από τη φύση τού πατέρα του. Και ό,τι κερδίζει πάντα το χάνει έτσι που μήτε άπορος είναι ποτέ ο Έρως μήτε πλούσιος. Και πάλιν είναι ανάμεσα στη σοφία και στην αμάθεια».

Αποκάλυψη του Περάσματος: Μια μυστικιστική προοπτική στις αυταπάτες και τις ψευδαισθήσεις

Στους δαιδαλώδεις δρόμους της ανθρώπινης αντίληψης, όπου η σκιά και το φως αναμειγνύονται σε σκοτεινά μοτίβα, συναντάμε τη μεγαλύτερη απάτη μας: την πίστη στη σταθερότητα αυτού που βλέπουμε, αισθανόμαστε και σκεφτόμαστε. Υπάρχει μια περίεργη ειρωνεία στη συνεχή αναζήτηση της αλήθειας, του Θεού ή μιας απόλυτης Πραγματικότητας, ενώ ταυτόχρονα παγιδευόμαστε στις ίδιες τις κατασκευές του μυαλού μας. Σαν κουρασμένος ταξιδιώτης που κυνηγάει αντικατοπτρισμούς σε μια έρημο, σκοντάφτουμε σε ψευδαισθήσεις, πιστεύοντας ότι είναι στέρεο έδαφος, μόνο για να τις κάνουμε να διαλυθούν κάτω από τα πόδια μας.

Δεν υπάρχει καθαρό φως εδώ, κανένας φάρος που να αποκαλύπτει μια απόλυτη προοπτική. Βρισκόμαστε σε ένα αέναο λυκόφως, ψαχουλεύοντας για κάτι που δεν μπορούμε να καταλάβουμε. Το εγώ, αυτό το άυλο αντιληπτικό κέντρο στο οποίο κολλάμε, γίνεται ο αρχιτέκτονας της δικής του φυλακής, δημιουργώντας εμπειρίες που επιβεβαιώνουν την ύπαρξή του και ενισχύουν τις αντιλήψεις του. Όσο περισσότερο προσπαθούμε να διακρίνουμε μια καθαρή, αντικειμενική άποψη, τόσο περισσότερο συνειδητοποιούμε ότι είμαστε παγιδευμένοι σε μια αίθουσα με καθρέφτες, με κάθε αντανάκλαση να παραμορφώνει την επόμενη. Η «αλήθεια» που αναζητούμε γίνεται απλώς μια άλλη επιφάνεια πάνω στην οποία το εγώ προβάλλει τη σκιά του.

Η Φύση της Σκέψης και ο Απατηλός Εαυτός

Τι υπάρχει, λοιπόν, σε αυτό το νεφελώδες έδαφος; Οι δραστηριότητες της σκέψης και μόνο - κινήσεις μέσα στο μυαλό που σμιλεύουν τα περιγράμματα του εγώ, οργανώνουν εμπειρίες και αποκρυσταλλώνουν τις αντιλήψεις σε φαινομενικά σταθερές πεποιθήσεις. Ωστόσο, αυτή η κατασκευή δεν είναι παρά ένα φευγαλέο όνειρο. Οι σκέψεις γεννιούνται, συγκλίνουν και διαλύονται σαν ομίχλη. Δίνουν μορφή σε ό,τι είναι άμορφο, στερεοποιούν το εφήμερο και κάνουν συγκεκριμένο το αιθέριο. Και σε αυτό το κοσμικό θέατρο, βρισκόμαστε να παίζουμε το ρόλο και του δημιουργού και του αιχμάλωτου.

Ονειρευόμαστε μαζί, κατασκευάζοντας μια κοινή αλλά κατακερματισμένη πραγματικότητα, μια κοσμική συναίνεση που χαρακτηρίζεται από προσωπικές αποκλίσεις. Τα αστέρια, το φεγγάρι, οι ίδιοι οι δρόμοι κάτω από τα πόδια μας - όλα γίνονται σύμβολα μέσα σε αυτή τη μεγάλη ψευδαίσθηση, σκιές που ρίχνονται από μια μεγαλύτερη πηγή φωτός που ούτε μπορούμε να δούμε ούτε να καταλάβουμε. Ονειρευόμαστε βασισμένοι σε κάποια αντικειμενικά στοιχεία, ίσως, αλλά η αφήγηση του ονείρου είναι έντονα προσωπική. Κάθε άτομο είναι ένας καλλιτέχνης της αντίληψης, ζωγραφίζοντας τον κόσμο του σε αποχρώσεις ελπίδας, φόβου, επιθυμίας και αποστροφής.

Το Μεγάλο Λάθος: Συγχέοντας το όνειρο με την πραγματικότητα

Αλλά εδώ βρίσκεται το μεγάλο μας λάθος: η συγχώνευση ονείρου και πραγματικότητας. Περπατάμε στη ζωή ως υπνοβάτες, μπερδεύοντας τα φαντάσματα των σκέψεών μας με την αλήθεια της ύπαρξης. Κοιτάμε τις παραισθήσεις μας και τις βλέπουμε ως πραγματικότητα. Κάθε πεποίθηση, κάθε αντίληψη που κολλάμε — γίνονται τα θεμέλια του κόσμου μας, ωστόσο αυτά τα θεμέλια στηρίζονται στην κινούμενη άμμο. Στερεώνουμε τις αυταπάτες μας, μπερδεύοντάς τες με το θεμέλιο του Άπειρου, την απεριόριστη έκταση που λαχταρούμε να κατανοήσουμε.

Τι μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα βρούμε σε μια τέτοια κατάσταση; Αν όλα όσα βιώνουμε, σκεφτόμαστε και αντιλαμβανόμαστε είναι απλώς μια κατασκευή του μυαλού, τότε οποιαδήποτε «Αλήθεια» ή «Θεός» που συναντάμε θα είναι μια αντανάκλαση αυτού του ονείρου - μια προσομοίωση, μια σκιά μιας σκιάς. Όπως οι κρατούμενοι στο σπήλαιο του Πλάτωνα, μπερδεύουμε τις σκιές με τις πραγματικές μορφές. Και ακόμη και όταν απελευθερωνόμαστε, ανεβαίνοντας προς το φως, εξακολουθούμε να περιοριζόμαστε από τους περιορισμούς της ικανότητας του μυαλού μας να αντιλαμβάνεται ό,τι βρίσκεται πέρα από τη σκέψη.

Το Μονοπάτι της Απελευθέρωσης: Βλέποντας Πέρα από τις Ψευδαισθήσεις

Ωστόσο, υπάρχει ένας τρόπος - ένα μονοπάτι που οδηγεί έξω από τον λαβύρινθο. Δεν γίνεται μέσω της αναζήτησης πιο περίπλοκων οραμάτων ή πιο πειστικών αληθειών. Μάλλον, γίνεται μέσα από μια ήσυχη αλλά ριζική αναγνώριση: μια αναγνώριση της παραμορφωτικής φύσης της ίδιας της σκέψης. Το να το δεις αυτό καθαρά σημαίνει να δεις μέσα από τα πέπλα, να καταλάβεις ότι η αδιάκοπη δραστηριότητα του νου είναι η πηγή όλων των ψευδαισθήσεων και η γένεση κάθε ψευδαίσθησης.

Η στιγμή της σαφήνειας είναι λεπτή αλλά μεταμορφωτική. Σε εκείνη τη στιγμή, συνειδητοποιεί κανείς ότι η ίδια η πράξη της αναζήτησης σταθεροποιεί το όνειρο. Το να επιδιώκεις μια ψευδαίσθηση, όσο ευγενής ή θεϊκή κι αν είναι, εξακολουθεί να επιβεβαιώνει την ύπαρξή της. Η αληθινή απελευθέρωση, λοιπόν, δεν είναι να βρεις μια καλύτερη ψευδαίσθηση, ένα πιο ικανοποιητικό όνειρο. Έχει να κάνει με το να βγούμε εντελώς έξω από το όνειρο.

Έξω από το όνειρο: Μια μυστικιστική αφύπνιση

Τι σημαίνει να είσαι «έξω από το όνειρο»; Δεν είναι μια κατάσταση υπέρβασης όπου κάποιος βρίσκεται σε έναν νέο κόσμο ή σε ένα ανώτερο επίπεδο ύπαρξης. Είναι απλώς η διακοπή της ίδιας της ονειρικής λειτουργίας. Όταν το όνειρο σταματά, δεν υπάρχει πια εγωισμός για να κυνηγήσει ψευδαισθήσεις ή να αντιληφθεί ψευδαισθήσεις. Υπάρχει απλώς καθαρή όραση, αγνό ον — μια κατάσταση όπου δεν υπάρχει «εγώ» να συλλάβω, να οργανώσω, να ερμηνεύσω. Είναι μια κατάσταση κενού, ακινησίας, σιωπής.

Αλλά αυτή η σιωπή δεν είναι κενό. Είναι μια πληρότητα πέρα από την κατανόηση, μια Παρουσία που δεν μπορεί να ονομαστεί. Είναι σε αυτήν την Παρουσία που τελικά συνειδητοποιεί κανείς τη ματαιότητα κάθε αναζήτησης. Γιατί αυτό που αναζητούσαμε έξω - στους δρόμους της αντίληψης, στα σοκάκια της σκέψης, στους ουρανούς της πίστης - ήταν πάντα εδώ, στο ήσυχο κέντρο της ίδιας μας της ύπαρξής μας.

Και έτσι, το ερώτημα παραμένει: το βλέπουμε; Αν το κάνουμε, το δούμε αληθινά, τότε το όνειρο θρυμματίζεται και στεκόμαστε έξω από αυτό, δεν ψάχνουμε πια, δεν κυνηγάμε πια. Αλλά αν αμφιβάλλουμε, έστω και για μια στιγμή, τραβάμε πίσω στην σύλληψη του ονείρου και ο κύκλος συνεχίζεται.

Τελικές λέξεις: Κάλεσμα για αφύπνιση

Αδερφέ, ως Αδελφός μιλάω: ΔΕΣ ΤΟ! ΑΦΗΣΕ ΤΟ! ΦΥΓΕ ΑΠΟ ΑΥΤΟ!

Το να γράψεις ένα μακρύ μυστικιστικό άρθρο, να επεξεργαστείς αυτά τα θέματα, είναι από μόνο του μέρος της λειτουργίας του ονείρου. Αλλά ίσως, στην άρθρωση, στο μοίρασμα αυτών των ιδεών, ένα μυαλό μπορεί να ρίξει μια ματιά στη διέξοδο - το μονοπάτι χωρίς μονοπάτι που οδηγεί πέρα από την αυταπάτη, πέρα από την ψευδαίσθηση, πέρα από το ίδιο το μυαλό.

Λοιπόν, μπείτε στη σιωπή. Εγκαταλείψτε την αναζήτηση. Αυτό που αναζητάς είναι ήδη εδώ, περιμένει στο χώρο όπου οι σκέψεις σβήνουν και το όνειρο τελειώνει.

Το Βασίλειο της Πραγματικότητας: Διαλύοντας στο Ένα

Πέρα από το πέπλο της αυταπάτης, πέρα από τον περίπλοκο ιστό της σκέψης και του εαυτού, βρίσκεται το Βασίλειο της Πραγματικότητας. Δεν είναι ένας μακρινός κόσμος, ούτε ένας τόπος που πρέπει να φτάσει κανείς μέσα από χρόνο και προσπάθεια. Είναι εδώ, τώρα, αιώνια παρόν, ανέγγιχτο από τα παροδικά κύματα του νου. Εκείνοι που έχουν περάσει πέρα από τη λαβή του εγώ, πέρα από το πέπλο της δυαδικότητας, δεν αναζητούν τον Θεό, ούτε μιλούν για τον Θεό σαν να ήταν κάτι ξεχωριστό. Για αυτούς, δεν υπάρχει πλέον αντικείμενο προς αναζήτηση· υπάρχει μόνο Ύπαρξη, ακτινοβόλα και ολόκληρη.

Για τον νου που είναι παγιδευμένος στην αυταπάτη του διαχωρισμού, υπάρχει πάντα η ιδέα του μακρινού Θείου, μιας απομακρυσμένης τελειότητας. Φαντάζεται ένα μονοπάτι που οδηγεί στην Αλήθεια, μια διαδικασία αναζήτησης και εύρεσης. Όμως, στο Βασίλειο της Πραγματικότητας, δεν υπάρχει αναζητητής, ούτε μονοπάτι, ούτε άφιξη. Υπάρχει μόνο η αναγνώριση: η άμεση εμπειρία ότι αυτό που αναζητούνταν πάντα είναι η ίδια η φύση του ίδιου του Είναι. Ο αναζητητής που πραγματικά βρίσκει δεν λέει, «Έφτασα στον Θεό», γιατί έχει χαθεί. Μόνο ο Θεός παραμένει.

Η Αυταπάτη του Εγώ

Το εγώ είναι το πέπλο ανάμεσα στον εαυτό και την Πραγματικότητα. Είναι το σύννεφο που κρύβει τον Ήλιο, οι κυματισμοί που παραμορφώνουν την αντανάκλαση στο νερό. Είναι η πεποίθηση του διαχωρισμού, η υπόθεση ότι «εγώ» υπάρχω ξεχωριστά από το Όλο. Αυτή η αυταπάτη, βαθιά ριζωμένη και αρχέγονη, γεννά την αίσθηση ενός εαυτού που παλεύει, υποφέρει και αναζητά. Και όμως, αυτός ο εαυτός δεν είναι παρά ένα φάντασμα, μια οφθαλμαπάτη που δημιουργείται από την αδιάκοπη κίνηση της σκέψης.

Για να εισέλθει κανείς στο Βασίλειο της Πραγματικότητας, το εγώ πρέπει να διαλυθεί σαν την ομίχλη στο φως του πρωινού. Αυτό δεν επιτυγχάνεται με τη βία, ούτε μπορεί να γίνει με τη θέληση, γιατί η προσπάθεια ανήκει στο πεδίο του εγώ. Μόνο μέσω της ταπεινότητας—μέσω της παράδοσης του εαυτού—ανοίγει η πόρτα προς την Πραγματικότητα. Αυτός που υποκλίνεται, εξαφανίζεται· αυτός που εξαφανίζεται, συγχωνεύεται· και αυτός που συγχωνεύεται, γίνεται το Άπειρο.

Η Ανατολή του Ήλιου

Όταν ο Ήλιος της Αλήθειας ανατέλλει, όλα τα μικρότερα φώτα ξεθωριάζουν. Οι αυταπάτες του νου, τα αμέτρητα ονόματα και μορφές, οι διαχωρισμοί του παρελθόντος και του μέλλοντος, του εαυτού και του άλλου—όλα αυτά δεν είναι παρά μακρινά αστέρια, που χάνονται μέσα στη λάμψη της Αφύπνισης. Μέσα σε αυτό το Φως, όλα φαίνονται ως Ένα. Δεν υπάρχει ανάγκη για τη γλώσσα της αναζήτησης, γιατί η Πραγματικότητα δεν χρειάζεται λέξεις. Είναι πέρα από τη γλώσσα, πέρα από τους περιορισμούς της έννοιας και της πεποίθησης.

Για να γνωρίσει κανείς αυτό το Φως, πρέπει να γίνει αυτό. Όχι ως άτομο που γνωρίζει κάτι εξωτερικό, αλλά ως κύμα που γνωρίζει ότι είναι ο ωκεανός. Ο μικρός εαυτός εξαφανίζεται και μόνο η απέραντη έκταση του Είναι παραμένει. Αυτός που βλέπει με αυτόν τον τρόπο δεν ισχυρίζεται ότι έχει φτάσει στη φώτιση, δεν μιλά για προσωπική συνειδητοποίηση, γιατί δεν υπάρχει «εγώ» που να μπορεί να το κάνει. Υπάρχει μόνο η σιωπηλή, αιώνια ανάπτυξη της ίδιας της Πραγματικότητας.

Ο Δρόμος της Ταπεινότητας

Εκείνοι που ακόμα αισθάνονται τον Θεό ως κάτι μακρινό, που ακόμα μιλούν για τον Θεό σαν να ήταν κάποιος άλλος, δεν έχουν ακόμα περάσει πέρα από το πέπλο του εγώ. Κρατούν την αίσθηση της ξεχωριστής ύπαρξής τους και έτσι παραμένουν στην επιθυμία. Ο Μοναδικός Δρόμος προς τον Θεό είναι η ταπεινότητα, η ησυχία του εαυτού, η αναγνώριση ότι το κύμα δεν είναι ξεχωριστό από τη θάλασσα. Αυτή δεν είναι μια διδασκαλία που πρέπει να μάθει κανείς· είναι μια εμπειρία που πρέπει να ζήσει.

Για τον νου που είναι γεμάτος υπερηφάνεια, η ταπεινότητα φαίνεται σαν απώλεια. Για εκείνον που κρατιέται από την ταυτότητά του, η παράδοση μοιάζει με θάνατο. Όμως, στο μεγάλο παράδοξο της Αλήθειας, είναι χάνοντας τον εαυτό που κάποιος πραγματικά βρίσκεται. Είναι παραδίδοντας που απελευθερώνεται. Είναι διαλύοντας που γίνεται Ολόκληρος.

Η Σιωπηλή Παρουσία

Η Πραγματικότητα δεν χρειάζεται να αναζητηθεί, μόνο να ιδωθεί. Δεν χρειάζεται να κατακτηθεί, μόνο να αναγνωριστεί. Ο νους που αναζητά είναι σαν ένα χέρι που αναταράσσει μια λίμνη προσπαθώντας να δει την αντανάκλασή του. Μόνο μέσα στην ακινησία αναδύεται η καθαρότητα. Μόνο μέσα στη σιωπή γίνεται εμφανής η Παρουσία.

Οι σοφοί δεν κυνηγούν την Αλήθεια· αναπαύονται σε αυτήν. Δεν μιλούν πολύ για το Θείο, γιατί είναι βυθισμένοι μέσα σε Αυτό. Ο αληθινός μύστης δεν ισχυρίζεται ότι γνωρίζει, γιατί έχει γίνει το Άγνωστο. Σε αυτήν την κατάσταση, δεν υπάρχει ανάγκη για αναζήτηση, δεν υπάρχει ανάγκη για ερωτήσεις, γιατί Αυτός που ρωτούσε έχει διαλυθεί. Αυτό που παραμένει είναι η Πραγματικότητα—καθαρή, απέραντη και αιώνια παρούσα.

Εισερχόμενοι στο Βασίλειο

Το να περάσεις πέρα είναι να εισέλθεις μέσα σου. Για να γνωρίσει κανείς το Άπειρο, πρέπει να διαλυθεί. Μην αναζητάς, μην αρπάζεις. Άφησε τον μικρό εαυτό να σβήσει σαν σκιά μπροστά στην ανατολή του ήλιου. Μέσα σε αυτό το φως, θα δεις: δεν υπάρχει αναζητητής, δεν υπάρχει μονοπάτι, δεν υπάρχει απόσταση. Υπάρχει μόνο Αυτό που Είναι. Και Αυτό, πέρα από όλες τις λέξεις, πέρα από όλες τις σκέψεις, πέρα από όλες τις μορφές, είσαι Εσύ.

Η Κατάσταση της Ενότητας της Ύπαρξης: Ένα Μυστικιστικό Ταξίδι στην Παγκόσμια Συνειδητότητα

Υπάρχει μια σφαίρα πέρα από τα όρια της σκέψης και πέρα από τα όρια της αντίληψης—μια σφαίρα που δεν είναι ούτε μια μακρινή γη ούτε ένα ξεχωριστό πεδίο, αλλά η ίδια η ουσία της ύπαρξης. Είναι η Κατάσταση της Ενότητας, η παγκόσμια συνειδητότητα που υποβαστάζει και διαπλέκει τα πάντα σε μία ενιαία, αδιαίρετη ύπαρξη. Δεν είναι κάτι που επιτυγχάνεται μέσω εξωτερικής αναζήτησης, ούτε μπορεί να κατανοηθεί από τον νου και μόνο. Αντιθέτως, αποκαλύπτεται όταν διαλύεται η ψευδαίσθηση του διαχωρισμού και αναγνωρίζεται η αιώνια ενότητα που υπήρχε πάντοτε.

Η Εσωτερική Άφιξη

Το να φτάσει κανείς στον εαυτό του δεν σημαίνει να ξεκινήσει ένα ταξίδι σε φυσικές αποστάσεις, ούτε να συσσωρεύσει γνώση όπως συλλέγει θησαυρούς. Αντιθέτως, είναι ένα ξύπνημα, μια βαθιά αναγνώριση ότι όλες οι διακρίσεις—μεταξύ εαυτού και άλλου, μεταξύ παρατηρητή και παρατηρούμενου—είναι απλά πέπλα που κρύβουν την αιώνια αλήθεια.

Η αληθινή άφιξη δεν πραγματοποιείται μέσω του μόχθου του νου, ούτε μέσω απλής σκέψης ή πίστης, αλλά μέσω κατανόησης. Είναι μια συνειδητοποίηση που ανατέλλει στη σιωπή, όταν οι άνεμοι του νου παύουν την ανήσυχη κίνησή τους και τα βάθη της ύπαρξης γίνονται ήρεμα σαν μια γαλήνια λίμνη, αντανακλώντας τον ατελείωτο ουρανό της ύπαρξης.

Σε αυτή την ιερή στιγμή, τα εμπόδια διαλύονται. Η ιδέα του εαυτού, αυτό το εύθραυστο κατασκεύασμα του ονόματος και της μορφής, της μνήμης και της προσδοκίας, χάνεται μέσα στην απεραντοσύνη της παρουσίας. Τα τείχη της ταυτότητας καταρρέουν, αποκαλύπτοντας έναν άπειρο χώρο όπου όλα υπάρχουν ως μία συνεχής, αδιάσπαστη πραγματικότητα. Αυτό είναι το κατώφλι της Ενότητας, η πύλη προς τη Θεία Εμμένεια σε όλα.

Η Αγάπη: Η Ιερή Προσευχή της Ύπαρξης

Όταν η συνειδητοποίηση της Ενότητας δεν είναι απλώς μια αφηρημένη ιδέα αλλά μια αναμφισβήτητη εμπειρία, η αγάπη παύει να είναι ένα συναίσθημα δεσμευμένο από όρους. Παύει να είναι ένα απόκτημα που μπορεί να κερδηθεί ή να χαθεί. Γίνεται η ίδια η ανάσα της ύπαρξης, ο ίδιος ο καρδιακός παλμός του σύμπαντος.

Η αγάπη, σε αυτή την κατάσταση, δεν είναι προσωπική ούτε περιορισμένη· είναι η ακτινοβόλος αγκαλιά της ζωής καθαυτής, που ρέει αβίαστα προς όλα τα όντα, όλα τα πράγματα, χωρίς κρίση, χωρίς δισταγμό.

Δεν έχει σημασία αν κάποιος είναι μόνος σε ένα σιωπηλό βουνό ή ανάμεσα στα αμέτρητα πλήθη μιας πολύβουης πόλης· η αγάπη διαπερνά τα πάντα. Διότι η αγάπη στην ύψιστη μορφή της δεν εξαρτάται από εξωτερικές περιστάσεις—δεν είναι μια πράξη αλλά μια κατάσταση ύπαρξης, μια φυσική ακτινοβολία της αναγνωρισμένης Ενότητας.

Σε αυτή την αγάπη, η προσευχή δεν είναι πλέον λόγια που εκφέρονται προς μια απόμακρη θεότητα, αλλά μια ζωντανή παρουσία, μια ιερή φωτιά που φωτίζει το μονοπάτι όλων. Είναι η πιο αποτελεσματική δράση, διότι υπερβαίνει τις ψευδαισθήσεις του χρόνου και του χώρου. Είναι η πιο αληθινή βοήθεια, διότι αγγίζει όχι μόνο το ορατό αλλά και το αόρατο, κυματίζοντας μέσα στον ιστό της ύπαρξης σαν φως πάνω στα νερά.

Η Μυστικιστική Σιωπή της Ύπαρξης

Σε αυτή την Κατάσταση της Ενότητας, δεν υπάρχει ανάγκη να πείσει κανείς, να επιχειρηματολογήσει ή να ισχυριστεί την ανωτερότητα ενός μονοπατιού έναντι ενός άλλου. Διότι όλα τα μονοπάτια, όταν βαδίζονται με ειλικρίνεια, οδηγούν στον ίδιο απέραντο ωκεανό.

Οι σοφοί δεν επιδιώκουν να επιβάλλουν αλλά να ακτινοβολούν. Ο μύστης δεν επιδιώκει να διδάξει αλλά να είναι. Η σιωπή γίνεται η πιο βαθιά γλώσσα, διότι μέσα στη σιωπή, η αλήθεια ακούγεται χωρίς παραμόρφωση.

Αυτή η σιωπή δεν είναι η απουσία ήχου αλλά η παρουσία της αιωνιότητας. Είναι η ηρεμία μέσα στην οποία αντηχεί ολόκληρο το σύμπαν με το αιώνιο τραγούδι του, το βαθύ, δονούμενο άσμα της ύπαρξης.

Το να διαμένει κανείς μέσα σε αυτή τη σιωπή σημαίνει να αγγίζει τον πυρήνα της πραγματικότητας, να πίνει από την αστείρευτη πηγή της ύπαρξης, να γνωρίζει χωρίς να γνωρίζει.

Γινόμενος η Φλόγα

Όταν ανατέλλει η Κατάσταση της Ενότητας, κάποιος γίνεται σαν φλόγα—όχι φωτιά που κατακαίει, αλλά φως που φωτίζει. Δεν είναι πλέον δεμένος από τις ψευδαισθήσεις του διαχωρισμού, αλλά κινείται μέσα στον κόσμο όχι ως μια απομονωμένη οντότητα, αλλά ως ένα κύμα πάνω στην άπειρη θάλασσα της συνειδητότητας.

Κάθε δράση, τότε, γίνεται μια προσφορά· κάθε βήμα, ένας χορός του Θείου.

Ο κόσμος δεν χρειάζεται περισσότερη διαίρεση, περισσότερη σύγκρουση ή περισσότερες άκαμπτες ιδεολογίες. Χρειάζεται εκείνους που έχουν δει την ενότητα πέρα από κάθε φαινομενική διάσπαση, εκείνους που ζουν ως ενσαρκώσεις αυτής της απέραντης αγάπης.

Τέτοια όντα δεν δεσμεύονται από δόγματα, ούτε προσκολλώνται στα ονόματα που δίνονται στην αλήθεια. Ζουν ως σιωπηλές φλόγες, διαλύοντας απαλά το σκοτάδι, ανάβοντας τις καρδιές όλων όσων συναντούν με την ήρεμη φωτιά της συνειδητοποίησης.

Το Αιώνιο Τώρα

Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει μέλλον να αναζητήσει κανείς, ούτε παρελθόν να κρατηθεί. Υπάρχει μόνο το αιώνιο, αδιάκοπα αποκαλυπτόμενο Τώρα. Και μέσα σε αυτό το Τώρα, η ολότητα της ύπαρξης αναπνέει ως μία.

Έτσι, το κάλεσμα δεν είναι να αγωνιστεί κανείς ή να παλέψει, αλλά να παραδοθεί—να διαλυθεί στην αιώνια αγκαλιά της Ύπαρξης, να αφήσει την ψευδαίσθηση του διαχωρισμού και να δει με τα μάτια του απείρου.

Διότι μέσα σε αυτή τη θέαση, μέσα σε αυτή την ύπαρξη, κάποιος δεν βρίσκει απλώς αγάπη· γίνεται η ίδια η αγάπη, η ιερή προσευχή της ύπαρξης, η φωτεινή ανάσα του Θείου σε όλα.

Και σε αυτό, όλα είναι Ένα.

Η Σιωπηλή Συμφωνία της Πραγματικής Εμπειρίας

Στις ήσυχες εσοχές της ψυχής, όπου οι λέξεις χάνουν το νόημά τους και οι σκέψεις διαλύονται στην απεραντοσύνη της ύπαρξης, υπάρχει μια ιερή σιωπή. Αυτή η σιωπή δεν είναι απλώς η απουσία ήχου ή η ησυχία του μυαλού. είναι η ουσία της Πραγματικής Εμπειρίας. Είναι μια εμπειρία που ξεπερνά τους περιορισμούς της γλώσσας, τις κατασκευές της σκέψης και τα όρια του μυαλού. Είναι μια εμπειρία τόσο βαθιά που δεν μπορεί να περιγραφεί με λέξεις, ούτε τις απαιτεί.

Η άφατη φύση της πραγματικής εμπειρίας

Η Πραγματική Εμπειρία είναι μια κατάσταση όπου ο νους είναι ακίνητος και η καρδιά είναι ανοιχτή στο άπειρο. Είναι ένας χώρος όπου το εγώ διαλύεται, και ο αληθινός Εαυτός αναδύεται, απαλλαγμένος από τα όρια της νόησης και τις επιθυμίες του υλικού κόσμου. Αυτή η εμπειρία δεν είναι κάτι που μπορεί να διδαχθεί ή να μεταδοθεί με λόγια. Είναι μια εσωτερική γνώση, μια άμεση συνάντηση με την ίδια την ουσία της ύπαρξης.

Όταν η Πραγματική Εμπειρία περιορίζεται σε απλές έννοιες, διδασκαλίες ή πρακτικές, χάνει τη δύναμή της. Γίνεται μια εμπειρία του νου, που υπόκειται στις στρεβλώσεις και τους περιορισμούς της σκέψης. Ο νους, στην ατέρμονη αναζήτησή του για κατανόηση, συχνά μπερδεύει τις σκιές της αλήθειας με την ίδια την αλήθεια. Προσκολλάται σε μνήμες, διδασκαλίες και λέξεις, πιστεύοντας ότι κρατούν το κλειδί για το Πραγματικό. Αλλά στην πραγματικότητα, αυτές είναι απλές αντανακλάσεις, ωχρές απομιμήσεις της ζωντανής εμπειρίας που βρίσκεται πέρα από το μυαλό.

Η πλήρης και τελική εμπειρία

Η Πραγματική Εμπειρία, όταν είναι πλήρης, οριστική και μόνιμη, γίνεται ζωντανή πραγματικότητα, βιωμένη σε κάθε στιγμή. Δεν είναι κάτι που μπορείς να το πιάσεις ή να το κρατήσεις. Δεν είναι μια ανάμνηση ή μια διδασκαλία, αλλά μια συνεχής, αδιάκοπη ροή συνείδησης που διαπερνά κάθε πτυχή της ύπαρξης. Είναι η πάντα παρούσα επίγνωση που βρίσκεται στην καρδιά όλων των πραγμάτων, ο σιωπηλός μάρτυρας του χορού της ζωής.

Όταν αυτή η εμπειρία δεν πραγματοποιηθεί πλήρως, κατακερματίζεται, αραιώνεται από τις δραστηριότητες του νου. Γίνεται κάτι που πρέπει να αναζητηθεί, κάτι που πρέπει να επιτευχθεί ή να πραγματοποιηθεί. Αλλά η αληθινή απελευθέρωση δεν είναι κάτι που μπορεί κανείς να αναζητήσει για τον εαυτό του. Δεν είναι ένας στόχος που πρέπει να επιτευχθεί ή ένα έπαθλο που πρέπει να κερδίσετε. Είναι η φυσική κατάσταση της ύπαρξης, η συνειδητοποίηση της ενότητας της ύπαρξης που μοιράζεται αυθόρμητα τον εαυτό της με όλους μέσω της αγάπης, της προσφοράς και της θυσίας.

Οι κίνδυνοι της πνευματικής φιλοδοξίας

Στον τομέα της πνευματικής πρακτικής, υπάρχει μεγάλος κίνδυνος στην επιδίωξη δύναμης, γνώσης ή προσωπικού κέρδους. Χωρίς την καθοδήγηση της ταπεινοφροσύνης, της ανιδιοτέλειας και της απάρνησης κάθε επιθυμίας, οι πνευματικές ικανότητες μπορούν εύκολα να παρασύρουν κάποιον. Ο νους, όταν αφεθεί ανεξέλεγκτος, μπορεί να κρυφτεί στις παγίδες της πνευματικής γνώσης, δημιουργώντας μια ψευδή αίσθηση ανωτερότητας ή φώτισης. Αλλά αυτή δεν είναι η Πραγματική Εμπειρία. είναι η προσπάθεια του εγώ να διεκδικήσει το αζήτητο, να κατέχει το άπειρο.

Ο διαλογισμός, όταν ασκείται με στόχο να πετύχει κάτι για τον εαυτό του, μπορεί επίσης να οδηγήσει σε επικίνδυνα μονοπάτια. Ο νους μπορεί εύκολα να εξαπατήσει τον εαυτό του, μπερδεύοντας την ηρεμία του διαλογισμού για το πέρασμα πέρα από τη σκέψη, στην απεραντοσύνη της ύπαρξης. Αλλά ο αληθινός διαλογισμός δεν αφορά την επίτευξη μιας κατάστασης γαλήνης ή ηρεμίας. πρόκειται για την πλήρη διάλυση του νου, την είσοδο στον ιερό χώρο της πραγματικότητας που δεν έχει όρια ή διαχωρισμούς.

Η απλότητα και η καθαρότητα της πραγματικής εμπειρίας

Η πραγματική εμπειρία είναι πολύτιμη, ακόμα κι όταν φαίνεται απλή ή φτωχή. Δεν είναι κάτι που πρέπει να διακοσμηθεί με υπέροχες περιγραφές ή να καλύπτεται με μυστήριο. Το μυαλό, στην ατελείωτη αναζήτηση του νοήματος, δημιουργεί συχνά περίτεχνες ιστορίες ή φαντασίες γύρω από την εμπειρία της πραγματικότητας. Αλλά αυτά δεν είναι η Πραγματική Εμπειρία. είναι οι προσπάθειες του μυαλού να συλλάβει αυτό που δεν μπορεί να συλληφθεί.

Η εμπειρία της πραγματικότητας είναι πέρα από κάθε εγκόσμιο σκοπό. Δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως γνώση, δύναμη ή κέρδος. Είναι η αγάπη, αγνή και απλή, που μοιράζεται εξίσου με όλους. Και ενώ μοιράζεται, παραμένει ανεξάντλητο στην ουσία του, μια απεριόριστη πηγή συμπόνιας και καλοσύνης.

Το μονοπάτι προς την αληθινή απελευθέρωση

Για να βρει κανείς το μονοπάτι που οδηγεί στο αληθινό, πρέπει να παραμερίσει όλες τις εγκόσμιες επιθυμίες, επιδιώξεις και δραστηριότητες. Οι δραστηριότητες της σκέψης πρέπει να εγκαταλειφθούν και οι διακρίσεις του εγώ πρέπει να διαλυθούν. Μόνο τότε μπορεί κανείς να εισέλθει στον ιερό χώρο της πραγματικότητας, όπου αποκαλύπτεται η γεύση της αιωνιότητας. Είναι ένας δρόμος που απαιτεί μεγάλο θάρρος, ταπεινοφροσύνη και παράδοση. Αλλά είναι επίσης ένα μονοπάτι που οδηγεί στην απόλυτη ελευθερία, τη συνειδητοποίηση της ενότητας κάθε ύπαρξης.

Η σημασία της φιλίας και της ισότητας

Σε αυτό το μονοπάτι, είναι απαραίτητο να έχεις φίλους με τους οποίους μπορείς να μοιραστείς τα πάντα. Η πνευματική εξουσία, οι μαθητές και οι θαυμαστές μπορούν εύκολα να οδηγήσουν σε πνευματικό εγωισμό, δημιουργώντας μια ψευδή αίσθηση ανωτερότητας ή χωρισμού. Είναι καλύτερο να είμαστε ίσοι μεταξύ ίσων, να βαδίζουμε στο δρόμο της ταπεινότητας και της ανιδιοτέλειας. Οι αληθινοί φίλοι θα σας τιμήσουν γι' αυτό που είστε, χωρίς φθόνο ή απόρριψη. Θα σας στηρίξουν στο ταξίδι σας και μαζί θα βρείτε τη δύναμη να περπατήσετε στο μονοπάτι της αγάπης, της προσφοράς και της θυσίας.

Το Φως της Αλήθειας

Στο φως της αλήθειας, όλες οι σκιές και οι ψευδαισθήσεις διαλύονται. Δεν υπάρχει χώρος για εγωισμό ή αυτοεξευτελισμό. Υπάρχει μόνο ελευθερία, γαλήνη, ειρήνη, αγάπη και καλοσύνη. Υπό αυτό το πρίσμα, η Πραγματική Εμπειρία αποκαλύπτεται στο πλήρες της μεγαλείο, μια σιωπηλή συμφωνία που αντηχεί με τους χτύπους της καρδιάς του σύμπαντος.

Η πραγματική εμπειρία είναι το απόλυτο δώρο, το πολύτιμο μαργαριτάρι της εξαιρετικής τιμής. Είναι ο σιωπηλός μάρτυρας του ξεδιπλώματος της ζωής, η αιώνια παρουσία που βρίσκεται πέρα από κάθε σκέψη και φαντασία. Είναι η εμπειρία της πραγματικότητας που μοιράζεται με όλους, και ενώ μοιράζεται, παραμένει ανεξάντλητη στην ουσία της. Είναι ο δρόμος προς την αληθινή απελευθέρωση, η συνειδητοποίηση της ενότητας κάθε ύπαρξης και η απόλυτη έκφραση αγάπης, προσφοράς και θυσίας.

Είθε όλοι να περπατήσουμε αυτό το μονοπάτι με ταπεινοφροσύνη, ανιδιοτέλεια και θάρρος, και είθε το φως της αλήθειας να μας οδηγήσει στην Πραγματική Εμπειρία που βρίσκεται πέρα από κάθε λέξη και σκέψη.

Ελέγχοντας το μυαλό μας

Υπάρχει μέσα σου μια τεράστια δύναμη και μια αλάνθαστη διαίσθηση που είναι συνυφασμένες διαρκώς με τις σκέψεις και τα λόγια σου. Καθώς μαθαίνεις να ελέγχεις το μυαλό σου με τη συνειδητή επιλογή σκέψεων, ευθυγραμμίζεσαι μ’ αυτήν τη δύναμη.

Μην έχεις την εντύπωση πως το μυαλό σου σε ελέγχει. Εσύ ελέγχεις το μυαλό σου. Εσύ χρησιμοποιείς το μυαλό σου. Γι’ αυτό μπορείς να ανασκευάσεις όλες τις παλιές σου σκέψεις.
'Όταν σε στιγμές αδυναμίας κάποιες παλιές σου σκέψεις προσπαθούν να επιστρέψουν και λένε "Είναι τόσο δύσκολο να αλλάξεις!" Πάρε τον έλεγχο στα χέρια σου και πες στον εαυτό σου: "Επιθυμώ τώρα να πιστέψω πως είναι όλο και πιο εύκολο για μένα να κάνω αλλαγές".

Μπορεί να χρειαστεί να κάνεις τη συζήτηση αυτή με το μυαλό σου πολλές φορές μέχρι να συνειδητοποιήσεις πως εσύ έχεις τον έλεγχο και πως αυτά που λες τώρα ισχύουν.

Μόνο την παρούσα σκέψη σου μπορείς να ελέγξεις. Οι παλιές σου σκέψεις έχουν πια φύγει. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτε πια γι' αυτές εκτός από το να μελετήσεις τις εμπειρίες που προκάλεσαν. Οι μελλοντικές σου σκέψεις δεν έχουν ακόμα σχηματιστεί και δε γνωρίζεις ποιες μπορεί να είναι. Την παρούσα σκέψη σου όμως, αυτήν που κάνεις τούτη εδώ τη στιγμή, αυτήν μπορείς να την ελέγξεις απόλυτα.

Παράδειγμα: Αν έχεις ένα μικρό παιδί στο οποίο επιτρέπεις για αρκετό καιρό να πηγαίνει πολύ αργά για ύπνο και ξαφνικά αποφασίζεις να του αλλάξεις αυτή την κακή του συνήθεια, πώς νομίζεις ότι θα περάσει την πρώτη του νύχτα; Το παιδί θα επαναστατήσει στους καινούριους κανόνες και μπορεί να κλοτσάει και να ουρλιάζει, κάνοντας ό,τι μπορεί για να αντιδράσει. Αν υποχωρήσεις εκείνη τη στιγμή, τότε το παιδί θα έχει νικήσει και θα προσπαθήσει να σε έχει κάτω από τον έλεγχό του για πάντα.

Αν όμως επιμείνεις σταθερά στη δεύτερη επιλογή σου και του δείξεις με ήρεμο τρόπο πως αυτή είναι η τελική απόφασή σου, τότε η αντίδρασή του σταδιακά θα μειωθεί. Σε δύο ή τρία το πολύ βράδια θα έχει συνηθίσει την καινούρια ώρα του ύπνου.

Το ίδιο συμβαίνει και με το μυαλό σου. Είναι φυσικό να επαναστατήσει στην αρχή, γιατί δε θέλει καινούρια εκπαίδευση. Αν όμως εσύ έχεις τον έλεγχο κι αν επιμείνεις σταθερά στην απόφασή σου, σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα ο νέος τρόπος σκέψης θα καθιερωθεί. Κι εσύ τότε θα νιώθεις καλύτερα, αφού δε Θα είσαι το αβοήθητο θύμα των ίδιων σου των σκέψεων, αλλά αντίθετα ο κύριός τους.

Πόσες φορές δεν έχουμε παραπονεθεί για κάτι που δε θέλουμε; Μήπως αυτό μας οδήγησε στ’ αλήθεια σ’ εκείνο που επιθυμούσαμε; Η μάχη με το αρνητικό είναι σπατάλη χρόνου αν στ’ αλήθεια θέλουμε να κάνουμε αλλαγές στη ζωή μας.

Όσο περισσότερο συγκεντρωνόμαστε σ’ αυτό που δε θέλουμε, τόσο περισσότερο το αυξάνουμε. Ό,τι αντιπαθούσαμε πάντα στον εαυτό μας και στη ζωή μας μένει πάντα μέσα μας.

Αυτό στο οποίο συγκεντρώνουμε την προσοχή μας αυξάνεται και γίνεται μόνιμο στη ζωή μας. Ας απομακρυνθούμε λοιπόν από το αρνητικό και ας συγκεντρώσουμε την προσοχή μας σ’ αυτό που πραγματικά θέλουμε να γίνουμε ή να αποκτήσουμε. Ας μετατρέψουμε τις πιο πάνω αρνητικές δηλώσεις σε θετικές:

Ο δρόμος της αγάπης για τον εαυτό μας

Όπως είδαμε και πιο πάνω, όποιο κι αν είναι το πρόβλημα ο κύριος τρόπος για να βρεθούν λύσεις είναι η ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ. Αυτό είναι το "μαγικό ραβδί" με το οποίο λύνονται όλα τα προβλήματα. Ας θυμηθούμε πόσο καλά πήγαινε η ζωή μας τις φορές που νιώθαμε καλά με τον εαυτό μας. Αλλά και όταν ήμαστε ερωτευμένοι φαινόταν να μην είχαμε κανένα πρόβλημα! Η αγάπη για τον εαυτό μας, λοιπόν, θα μας γεμίσει με τόσο καλά συναισθήματα και τύχη, που θα νιώθουμε ότι βρισκόμαστε στον έβδομο ουρανό. ΟΤΑΝ ΑΓΑΠΑΣ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ ΝΙΩΘΕΙΣ ΚΑΛΑ.

Είναι αδύνατο να αγαπήσουμε πραγματικά τον εαυτό μας αν πρώτα δε μάθουμε να τον αποδεχόμαστε και να τον επιδοκιμάζουμε όπως ακριβώς είναι. Αυτό σημαίνει πως ποτέ δε θα ασκήσουμε εναντίον του κανενός είδους κριτική.

Είμαι έτοιμος τώρα να ακούσω αμέσως όλες τις αντιρρήσεις σας:

"Μα εγώ πάντα έκανα αυτοκριτική".
"Μα πώς μπορεί να μου αρέσει αυτό για τον εαυτό μου;"
"Οι γονείς, οι δάσκαλοι, οι φίλοι, οι εραστές μου πάντα με επέκριναν".
"Τι θα με παρακινήσει να το κάνω αυτό;"
"Μα θα είναι λάθος μου αν κάνω αυτά τα πράγματα".
"Μα πώς θα αλλάξω αν δεν κάνω την αυτοκριτική μου";

Εκπαιδεύοντας το μυαλό

Η αυτοκριτική δεν είναι παρά σκέψεις που ακολουθούν την παλιά τους τακτική. Καταλαβαίνεις πώς έχει εκπαιδευτεί το μυαλό μας ώστε να μας επικρίνει και να αντιστέκεται στην κάθε αλλαγή; Ας αγνοήσουμε όμως αυτές τις σκέψεις και ας συνεχίσουμε τη σημαντική δουλειά που ξεκινήσαμε.

Ας ξαναγυρίσουμε στην άσκηση που κάναμε προηγουμένως. Κοίταξε πάλι μέσα στον καθρέφτη και πες: "Αγαπώ και αποδέχομαι τον εαυτό μου ακριβώς όπως είναι". Πώς νιώθεις τώρα; Είναι πιο εύκολο ύστερα από τις ασκήσεις συγχώρησης που κάναμε; Η αποδοχή και η επιδοκιμασία του εαυτού μας είναι το βασικό ζήτημα, είναι το κλειδί για τις θετικές αλλαγές μας.

Τον καιρό που αρνιόμουν τον εαυτό μου έρχονταν στιγμές που ήθελα πολύ να τα βάλω μαζί του. Δε γνώριζα τότε τη σημασία της αποδοχής του. Η πεποίθησή μου για τις ελλείψεις και τα όριά μου ήταν ισχυρότερη από καθετί που θα μπορούσε να μου πει κάποιος για το αντίθετο. Αν κάποιος μου έλεγε πως όλοι γύρω μου με αγαπούσαν, η άμεση αντίδρασή μου ήταν:

"Μα πως είναι δυνατόν; Τι θα μπορούσαν άραγε να βρίσκουν σε μένα";

Έκανα την κλασική σκέψη: "Αν ήξεραν πώς είμαι οτ’ αλήθεια μέσα μου, δε θα μ’ αγαπούσαν".

Δεν είχα την επίγνωση να παραδεχτώ πως κάθε καλό ξεκινάει από τη στιγμή που θα αποδειχτείς αυτό που είναι μέσα σου και θα το αγαπήσεις. Χρειάστηκε χρόνος για να αναπτύξω μια ειρηνική και στοργική σχέση με τον εαυτό μου.

Αρχικά προσπάθησα να ανακαλύψω μέσα μου όλα εκείνα που πίστευα πως ήταν "καλές ιδιότητες". Όμως και αυτό με βοήθησε αρκετά, γιατί και η υγεία μου άρχισε να καλυτερεύει. Η καλή υγεία συμβαδίζει με την αγάπη για τον εαυτό μας. Το ίδιο και η ευημερία, η αγάπη και η δημιουργική έκφραση. Αργότερα έμαθα να αγαπώ και να αποδέχομαι τα πάντα στον εαυτό μου, ακόμα και εκείνες τις ιδιότητες που δεν ήταν "αρκετά καλές". Τότε ήταν που άρχισα πραγματικά να κάνω μεγάλες προόδους.

Λουκιανός: Διδάσκεται η Φιλοσοφία;

Ο Στωικός Δάσκαλος του Ερμότιμου

ΛΥΚΙΝΟΣ: Ερμότιμε, από το βιαστικό σου περπάτημα κι από το βιβλίο σου, είναι φανερό ότι τραβάς γραμμή για τον δάσκα­λο. Κι όπως προχωρούσες, κάτι είχες στον νου σου και σάλευες τα χείλη, μουρμούριζες και κούναγες το χέρι πέρα δώθε, σαν νά ’κανες απαγγελία στον εαυτό σου. Κάποιο από ’κείνα τα μπερ­δεμένα προβλήματα θα σκεφτόσουν ή τίποτε σοφιστικά ζητήματα θα μελετούσες, έτσι για να μη μένεις άπραγος ούτε κι όταν βαδίζεις στον δρόμο, αλλά να ’σαι πάντα απασχολημένος με κάτι σοβαρό που θα σε βοηθήσει να προκόψεις στη μάθηση.

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Κάτι τέτοιο, Λυκίνε, μα τον Δία. Το χτεσινό μάθημα έφερνα στον νου μου και λογάριαζα ένα-ένα τα όσα μας είπε. Δεν πρέπει ν’ αφήνουμε ευκαιρία ανεκμετάλλευτη, αφού συμφωνούμε με ’κείνο που είπε ο Ιπποκράτης, ότι «ο μεν βίος βραχύς, η δε τέχνη μακρά». Εκείνος βέβαια τό ’λεγε για την ιατρική που μαθαίνεται πιο εύκολα. Τη φιλοσοφία όμως δεν μπορείς να την κατακτήσεις, ακόμη κι αν έχεις πολύ χρόνο στη διάθεσή σου, εκτός κι αν είσαι πάντα σε εγρήγορση και την ατενίζεις με ξύπνιο βλέμμα. Και δεν είναι μικροπράγματα αυτά που διακινδυνεύεις: ή που θα χαθείς σαν κακομοίρης μες στον συρφετό των απλών ανθρώπων ή που θα κερδίσεις την ευδαιμονία1 μέσα από την φιλοσοφία.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Τα έπαθλα που είπες, Ερμότιμε, είναι θαυμάσια. Φαντάζομαι πως όπου νά ’ναι θα τα κερδίσεις, αν κρίνω από τον χρόνο που αφιερώνεις στη φιλοσοφία αλλά κι από τον μόχθο που καταβάλλεις εδώ και πολύ καιρό, μου φαίνεται. Γιατί, αν θυμάμαι καλά, σχεδόν είκοσι χρόνια τώρα δε σε βλέπω να κάνεις τίποτ’ άλλο από το να πηγαίνεις στους δασκάλους, και τον περισσότερο καιρό να είσαι σκυμμένος πάνω από ένα βι­βλίο και να κρατάς σημειώσεις από τα μαθήματα, χλωμός και μαραμένος από την πολλή μελέτη. Μου φαίνεται πως ούτε και στα όνειρά σου δεν ησυχάζεις, τόσο πολύ έχεις μπει σ’ αυτήν την υπόθεση. Κι επειδή τα προσέχω αυτά, έχω την εντύπωση ότι δεν απέχεις πολύ από την κατάκτηση της ευδαιμονίας1. Έκτος βέβαια κι αν την είχες σύντροφο από παλιά κι εμείς δεν το είχαμε προσέξει.

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Από πού κι ως πού, Λυκίνε; Τώρα αρχίζω και μισομπαίνω σ’ αυτόν τον δρόμο. Όπως λέει ο Ησίοδος, η Αρετή κατοικεί πολύ μακριά και το μονοπάτι που οδηγεί σ’ αυτή είναι μακρύ και ανηφορικό και τραχύ, κι ο οδοιπόρος πρέπει να ιδρώσει πολύ.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Εσύ, Ερμότιμε, δεν ίδρωσες, δεν περπάτησες αρκετά;

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Όχι, σου λέω. Τίποτε δε θα μ’ εμπόδιζε να είμαι πανευτυχής, αν είχα φτάσει στην κορυφή. Για την ώρα, Λυκίνε, είμαι ακόμα στο ξεκίνημα.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Ναι αλλά ο ίδιος ο Ησίοδος είπε ότι η αρχή είναι το ήμισυ του παντός, οπότε δεν πέφτουμε έξω αν πούμε πως έφτασες κιόλας στα μισά της ανηφόρας.

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Όχι, για την ώρα ούτε καν αυτό. Θά ’πρεπε νά ’χα κάνει πολύ δρόμο.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Τότε, σε ποιο σημείο της διαδρομής να πούμε ότι βρίσκεσαι;

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Ακόμα είμαι κάτω στους πρόποδες, Λυκίνε, παρ’ όλο που τώρα τελευταία έκανα μεγάλη προσπάθεια να προχωρήσω. Ο δρόμος είναι ολισθηρός και τραχύς και χρειά­ζεται χέρι βοηθείας.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Οπότε ο δάσκαλος σου από ψηλά απ’ την κορυ­φή μπορεί να σου ρίξει, τις διαλέξεις του -όπως ο Ομηρικός Δίας τη χρυσή αλυσίδα- και να σε τραβήξει και να σε φέρει επάνω κοντά του και κοντά στην αρετή, μιας και ο ίδιος έχει ανεβεί προ πολλού.

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Έτσι είναι, Λυκίνε, όπως τα είπες. Αν ήταν στο χέρι του, θα με είχε τραβήξει εδώ και πολύ καιρό και θα βρισκόμουν μαζί τους. Εγώ ο ίδιος όμως έχω ακόμη ελλεί­ψεις.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Θέλει νά ’χεις κουράγιο και ψυχή, την ώρα που κοιτάς προς το τέλος της διαδρομής και την ευτυχία εκεί πά­νω, μιας και σε βοηθάει και ’κείνος με τόση προθυμία. Αλλά για πότε σου δίνει ελπίδες πως θ’ ανεβείς; Τι υπολόγισε, ότι θα φτάσεις στην κορυφή τον επόμενο χρόνο, μετά τα Παναθήναια ή τα άλλα Μυστήρια;

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Λίγο λες, Λυκίνε.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Τότε στην επόμενη Ολυμπιάδα;

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Κι αυτό λίγος χρόνος είναι για να ασκηθείς στην αρετή και να κερδίσεις την ευτυχία.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Σίγουρα πάντως μετά από δύο Ολυμπιάδες, έ­τσι; Αλλιώς μπορεί να σας κατηγορήσουν για μεγάλη νωθρότητα, αν δεν τα καταφέρετε ούτε σε τόσο χρόνο, όσο θέλει για να πάει κανείς άνετα τρεις φορές από τις Ηράκλειες Στήλες μέχρι την Ινδία και να γυρίσει πίσω, ακόμα κι αν δεν προχωράει κατευθείαν αλλά τριγυρνάει και ανάμεσα στα έθνη που θα συναντάει στον δρόμο. Πόσο πιο ψηλή και πιο γλιστερή θες να υποθέσουμε πως είναι η κορυφή που κατοικεί η Αρετή σας, από την Άορνο2, που την κυρίεψε κατά κράτος ο Αλέξανδρος μέσα σε λίγες μέρες;

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Δεν είναι το ίδιο, Λυκίνε, ούτε έχει το πράγμα όπως το φαντάζεσαι, ώστε να κερδηθεί ή να κυριευτεί μέσα σε λίγο χρόνο, ακόμη κι αν της επιτεθούν δέκα χιλιάδες Αλέξανδροι. Άμα ήταν έτσι, πολλοί θα είχαν ανεβεί. Τώρα όμως πολλοί ξεκινούν την πορεία με πολλές δυνάμεις και προχωρούν, άλλοι λιγότερο, άλλοι περισσότερο. Όμως σαν φτάσουν στα μισά του δρόμου, βρίσκουν πολλά αδιέξοδα και δυσκολίες, τα παρατάνε και γυρνούν πίσω λαχανιασμένοι και καταϊδρωμένοι, γιατί δεν αντέχουν την κούραση. Ενώ όσοι αντέξουν μέχρι τέλους, φτάνουν στην κορυφή κι από 'κει και πέρα είναι ευτυχισμένοι και περνούν θαυμάσια την υπόλοιπη ζωή τους, βλέποντας από ψηλά τους άλλους σαν μυρμήγκια.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Πω, πω, Ερμότιμε, πόσο μικρούς μάς κάνεις, ούτε καν Πυγμαίους· μα τελείως χαμερπείς, ένα με τη γη. Φυσικό είναι: γιατί είσαι ήδη υψηλόφρων και τα βλέπεις από πάνω. Εμείς, βέβαια, ο συρφετός κι όσοι σερνόμαστε χάμω, όταν εσείς φτάσετε πάνω από τα σύννεφα, εκεί όπου σπεύδετε από καιρό, θα προσευχόμαστε και σε σας κι όχι μόνο στους θεούς.

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Να μπορούσα ν’ ανεβώ, Λυκίνε. Αλλά έχω πολύ δρόμο ακόμη.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Δεν είπες όμως πόσο, για να το καθορίσουμε χρο­νικά.

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Ούτε κι εγώ ο ίδιος ξέρω ακριβώς, Λυκίνε. Υποθέτω όμως πως δε θα είναι πάνω από είκοσι χρόνια. Μετά, σίγουρα θα έχω φτάσει στην κορυφή.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Για όνομα του Ηρακλή, πολύ λες.

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Είναι γιατί κοπιάζω για σπουδαία πράγματα, Λυκίνε.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Ίσως είναι αλήθεια. Σου υποσχέθηκε όμως ο δά­σκαλός σου ότι θα ζήσεις πάνω από είκοσι χρόνια; Οπότε, δεν είναι μόνο σοφός άλλα και μάντης ή χρησμολόγος ή απ’ αυτούς που κατέχουν τις μεθόδους των Χαλδαίων - λένε πως τουλάχιστον αυτοί ξέρουν από τέτοια. Γιατί δεν είναι λογικό να υπομένεις τόσους κόπους και να ταλαιπωρείσαι νύχτα και μέρα, χωρίς νά ’σαι βέβαιος ότι θα ζήσεις μέχρι να φτάσεις στην αρετή, χωρίς να ξέρεις αν, πλησιάζοντας πια στην κορυ­φή, δεν επέλθει το μοιραίο και σ’ αρπάξει από το πόδι προτού εκπληρωθεί η προσδοκία σου.

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Άει στην ευχή! Με γρουσουζεύεις, Λυκίνε. Ας ήταν να ζήσω έστω και μια μέρα την ευδαιμονία, έχοντας γίνει σοφός.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Και σου φτάνει μια μέρα για όλους αυτούς τους κόπους;

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Μου φτάνει ακόμα και μια στιγμή.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Ναι αλλά πού το ξέρεις ότι εκεί πάνω υπάρχει ευδαιμονία1 και άλλα τέτοια ώστε ν’ αξίζει να υπομείνεις τα πάντα για χάρη τους; Αφού εσύ ο ίδιος δεν έχεις ανεβεί ακόμη.

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Πιστεύω τα λόγια τού δασκάλου μου. Ξέρει πολλά, αφού είναι ήδη στην πιο ψηλή κορυφή.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Για όνομα των θεών, σου έλεγε ποια είναι η κα­τάσταση εκεί πάνω και τι είδους ευδαιμονία υπάρχει; Τίποτε πλούτη και δόξα και αξεπέραστες απολαύσεις;

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Σώπα, φίλε μου. Αυτά δεν έχουν καμία σχέση με τον ενάρετο βίο.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Αν όχι αυτά, τότε τι το καλό λέει πως θ’ αποκτή­σει οποίος πετύχει τον σκοπό της άσκησης;

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Τη σοφία, την ανδρεία, την ομορφιά την ίδια, τη δικαιοσύνη και τη βεβαιότητα ότι γνωρίζει τα πράγματα όπως πραγματικά είναι. Τα πλούτη και τις δόξες και τις ηδο­νές και ό,τι έχει να κάνει με το σώμα, όλα αυτά τά ’χει αφήσει κάτω κι ανεβαίνει κανείς γυμνός, σαν τον Ηρακλή, που όπως λένε κάηκε στην Οίτη κι έγινε θεός: γιατί κι ο Ηρακλής, αφού πέταξε από πάνω του ό,τι ανθρώπινο είχε από τη μάνα του, κρατώντας καθαρό κι αμόλυντο το θεϊκό στοιχείο που τό ’χε ξεχωρίσει η φωτιά, ανέβηκε ψηλά στους θεούς. Έτσι κι αυτοί με τη φιλοσοφία, σαν νά ’ταν μια άλλη φωτιά, αφαιρούν από πάνω τους όλα όσα οι υπόλοιποι κακώς θεωρούν αξιοθαύμα­στα, ανεβαίνουν στην κορυφή κι είναι ευτυχισμένοι, και δε θυμούνται πια πλούτη, δόξα και απολαύσεις, και κοροϊδεύουν όσους πιστεύουν ότι αυτά υπάρχουν.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Μα τον Ηρακλή της Οίτης, αυτοί όπως τους περιγράφεις, Ερμότιμε, είναι ανδρείοι και ευδαίμονες. Για πες μου όμως, κατεβαίνουν ποτέ από την κορυφή, άμα το θελήσουν, για να χρησιμοποιήσουν όσα άφησαν εδώ κάτω; Ή είναι αναγκασμένοι, άπαξ και ανέβηκαν, να μείνουν εκεί και να κάνουν παρέα με την αρετή κοροϊδεύοντας τον πλούτο, τη δόξα και τις απολαύσεις;

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Όχι μόνο αυτό, Λυκίνε, αλλά όποιος τελειο­ποιηθεί στην αρετή παύει να είναι δούλος της οργής, του φόβου και των επιθυμιών κι ούτε στεναχώριες έχει πια ούτε τέτοιου είδους συναισθήματα γενικώς.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Ε, λοιπόν, για να πω την αλήθεια χωρίς δισταγ­μό... μα καλύτερα να σωπάσω, θαρρώ. Θα ήταν ασέβεια να ρωτήσω τι κάνουν οι σοφοί.

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Όχι καθόλου. Πες τι εννοείς.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Κοίτα να δεις που διστάζω, φίλε μου!

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Μη φοβάσαι, λεβέντη μου, μόνο σε 'μένα μι­λάς.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Ερμότιμε, παρακολουθούσα τη διήγησή σου και πίστευα πως γενικά έτσι έχουν τα πράγματα, ότι δηλαδή γίνονται σοφοί, ανδρείοι, δίκαιοι και τα λοιπά. Και κάπως μαγεύτηκα από τα λόγια σου. Όταν όμως είπες ότι περιφρονούν τον πλούτο και τη δόξα και τις απολαύσεις και ότι δεν οργίζονται ούτε στενοχωριούνται, εδώ ακριβώς -είμαστε μόνοι οι δυο μας- κόλλησα, γιατί θυμήθηκα αυτά που είδα τις προάλλες να κάνει - θες να σου πω ποιος; Ή δεν είναι απαραίτητο να πω όνομα;

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Όχι, πες μου ποιος ήταν.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Ο ίδιος σου ο δάσκαλος - που κατά τα άλλα εί­ναι άνθρωπος αξιοσέβαστος και παππούς, στα τελευταία του.

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Τι έκανε λοιπόν;

ΛΥΚΙΝΟΣ: Τον ξέρεις τον ξένο από την Ηράκλεια, που ήταν μαθητής του και για καιρό σπούδαζε κοντά του φιλοσοφία, εκείνον τον ξανθό, τον καυγατζή;

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Ξέρω ποιον λες. Δίωνα τον λένε.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Αυτόν ακριβώς. Πριν λίγο καιρό, επειδή δεν πλή­ρωνε τα δίδακτρα στην ώρα τους, τον άρπαξε και τον πήγε στον άρχοντα, αφού πρώτα του τύλιξε το πανωφόρι γύρω από τον λαιμό. Και φώναζε κι ήταν έξω φρενών κι αν δεν έμπαιναν στη μέση κάποιοι γνωστοί να τραβήξουν τον νεαρό απ’ τα χέ­ρια του, νά ’σαι σίγουρος πως ο γέρος θά ’χε κολλήσει πάνω του και θα τού ’χε φάει τη μύτη, τέτοια τσατίλα είχε.

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Γιατί εκείνος είναι μια ζωή κακοπληρωτής κι αχάριστος, Λυκίνε. Στους άλλους όμως που τους δανείζει, κι είναι πολλοί, ποτέ δεν έχει φερθεί έτσι. Γιατί εκείνοι δεν καθυστερούν να του πληρώσουν τους τόκους.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Μα και να μην πληρώσουν, τι τον πειράζει αυτόν, βρε μακάριε άνθρωπε; Αυτός έχει καθαρθεί με τη φιλοσοφία και δεν έχει πια ανάγκη από τα όσα άφησε πίσω του στην Οίτη.

EΡMΟTΙMΟΣ: Νομίζεις πως τό ’κάνε για τον εαυτό του; Έχει μικρά παιδιά και φροντίζει να μην περάσουν τη ζωή τους μες στην ανέχεια.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Θα έπρεπε, Ερμότιμε, να τ’ ανεβάσει κι αυτά στην αρετή, για να ζουν μαζί του ευτυχισμένα και να περιφρονούν τα πλούτη.

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Δεν έχω χρόνο, Λυκίνε, να συζητήσω μαζί σου γι’ αυτά. Τρέχω ν' ακούσω το μάθημά του, μην τύχει και μείνω πίσω χωρίς να το πάρω χαμπάρι.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Κουράγιο, καλέ μου. Για σήμερα έχει ανακοινω­θεί αργία. Σε γλυτώνω απ’ την υπόλοιπη διαδρομή.

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Τι εννοείς;

ΛΥΚΙΝΟΣ: Ότι αυτή την ώρα δεν μπορείς να τον δεις, αν βέβαια πρέπει να πιστέψουμε την ανακοίνωση. Πάνω από την πύλη είχε κρεμασμένη μια πινακίδα που έλεγε με μεγάλα γράμματα: “ΣΗΜΕΡΑ ΔΕ ΘΑ ΣΥΜΦΙΛΟΣΟΦΗΣΟΥΜΕ”. Έλε­γαν μάλιστα ότι χθες έφαγε στο σπίτι του περιβόητου Ευκράτη πού ’χε ετοιμάσει τραπέζι για τα γενέθλια της κόρης του, και ότι στο συμπόσιο συμφιλοσόφησε πολύ και μάλωσε κάπως με τον Ευθύδημο τον Περιπατητικό3 και του αμφισβήτησε τα επιχειρήματα που συνήθως προβάλλουν αυτοί ενάντια στους Στωικούς. Η συγκέντρωση κράτησε, λένε, μέχρι τα μεσάνυ­χτα, κι απ’ τις πολλές φωνές καταΐδρωσε ο άνθρωπος και τον έπιασε πονοκέφαλος. Στο μεταξύ, νομίζω ήπιε και παραπά­νω απ’ ό,τι έπρεπε, γιατί οι καλεσμένοι, ως συνήθως, έκαναν συνέχεια προπόσεις· κι έφαγε και περισσότερο απ’ όσο κάνει να τρώει ένας ηλικιωμένος. Κι έτσι, με το που γύρισε σπίτι ξέρασε, λένε, τ’ άντερά του και μετά το μόνο που έκανε ήταν να μετρήσει και να κλειδώσει με προσοχή τα κομμάτια το κρέ­ας πού ’χε δώσει να τα κρατάει ο δούλος που στεκόταν πίσω του, κι από 'κείνη την ώρα κοιμάται, έχοντας δώσει εντολή να μην επιτρέψουν να μπει κανείς. Αυτά άκουσα να τα λέει ο υπηρέτης του ο Μίδας σε κάποιους μαθητές του, που γύριζαν κι αυτοί πίσω, πολλοί μαζί.

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Ποιος από τους δυο νίκησε, Λυκίνε, ο δάσκα­λος η ο Ευθύδημος; Είπε τίποτε γι’ αυτό ο Μίδας;

ΛΥΚΙΝΟΣ: Στην αρχή, λένε, ήταν ισόπαλοι, στο τέλος όμως, Ερμότιμε, η νίκη ήταν με το μέρος σας κι ο γέρος υπερείχε κατά πολύ. Απ’ ό,τι λένε τουλάχιστον, ο Ευθύδημος δεν απο­χώρησε αναίμακτα, αλλά μ’ ένα τεράστιο τραύμα στο κεφάλι. Επειδή ήταν αλαζονικός και επικριτικός και δεν ήθελε να πει­στεί κι ούτε έδινε εύκολα λαβές για κριτική, ο καλός σου ο δά­σκαλος, όπως τον είχε δίπλα του, τον κοπάνισε μ’ ένα κύπελλο βαρύ σαν του Νέστορα κι έτσι επικράτησε.

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Εύγε! Έτσι πρέπει να φέρεται κανείς σε όσους δε θέλουν να υποχωρήσουν μπροστά στον καλύτερό τους.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Πολύ λογικό, Ερμότιμε. Τι τον έπιασε τον Ευθύδημο και τον νευρίασε γέρο άνθρωπο, τόσο πράο και υπεράνω θυμών και με τέτοιο βαρύ κύπελλο στο χέρι; Αλλά μιας κι έ­χουμε χρόνο, γιατί δε λες και σε ’μένα πού ’μαι φίλος σου με τι τρόπο άρχισες ν’ ασχολείσαι με τη φιλοσοφία, έτσι ώστε κι εγώ, αρχίζοντας από τώρα αν γίνεται, να γίνω συνοδοιπόρος σας. Φίλοι είστε και φυσικά δε θα μ’ αφήσετε απ’ έξω.

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Φτάνει νά ’χεις τη θέληση, Λυκίνε. Σύντομα θα δεις πόσο θα διαφέρεις από τους άλλους. Να είσαι βέβαιος ότι όλους τους άλλους θα τους θεωρείς παιδιά σε σύγκριση με ’σένα, τόσο θα τους περιφρονήσεις.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Εμένα θα μού ’φτάνε αν μετά από είκοσι χρόνια γινόμουν όπως είσαι εσύ τώρα.

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Μείνε ήσυχος. Κι εγώ στην ηλικία σου ήμουν όταν άρχισα να καταγίνομαι με τη φιλοσοφία, σαραντάρης σχεδόν· όσο εσύ τώρα, φαντάζομαι.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Τόσο ακριβώς, Ερμότιμε. Λοιπόν, τραβά τον δρόμο σου, παίρνοντας κι εμένα μαζί σου - δίκαια πράγματα. Και πρώτα πες μου το εξής: επιτρέπετε στους μαθητές να φέρνουν αντιρρήσεις αν τους φανεί ότι κάτι δε λέγεται σωστά, ή δεν το επιτρέπετε αυτό στους νεότερους;

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Όχι και τόσο. Εσύ όμως, άμα θες, ρώτα στο μεταξύ και κάνε αντίλογο. Έτσι θα μάθεις πιο εύκολα.
----------------------------
1. Ευδαιμονία...

2. Άορνος: που δεν τον φτάνουν ούτε τα πουλιά. Έτσι είχε ονο­μαστεί ο απόκρημνος οχυρός βράχος κοντά στον Ινδό ποταμό, που κυριεύθηκε το 337 από τους στρατιώτες τού Μ. Αλέξανδρου.

3. Ιδρυτής της Περιπατητικής Σχολής ήταν ο Αριστοτέλης· η ονο­μασία της θα πρέπει να οφείλεται στο ότι ο Αριστ. συνήθιζε τα απο­γεύματα να διδάσκει περπατώντας.
Εικάζουμε ποια θα μπορούσαν να είναι τα επιχειρήματα ενός αριστοτελικού ενάντια στους στωικούς, και αντιστρόφως: οι αριστοτελικοί δε συμφωνούσαν με την στωική θέση ότι η αρετή φτάνει και περισσεύει για την ευδαιμονία, και επέμεναν στην ανάγκη υλικών απολαβών - διά φίλων και πλούτου και πολίτικης δυνάμεως, όπως έγραψε ο Αριστοτέ­λης (Ηθικά Νικομάχειa 1099a 31)· Φυσικά οι στωικοί απέρριπταν την αριστοτελική άποψη μετά βδελυγμίας.

Λουκιανός, Περί των σχολών της φιλοσοφίας ή Ερμότιμος

Νίκος Τσιφόρος: O Κέκροπας κι οι σοφοί

Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε ένας Κέκροπας. Τούτος δω ο Κέκροπας ήτανε βασιλιάς.

Είχε το λοιπόν μια πολιτεία, μικρή σα μανιτάρι, είχε και το παλάτι του, τους ανθρώπους του, έβαζε φόρους, έκοβε και κάνα αυτί άμα τσακώνανε τίποτα λωποδύτες, γενικά καλός άνθρωπος ήτανε.

Φαγάς κι όλας, καραμπουζουκλής και λεβέντης, το ’τσούζε κομματάκι, έτρωγε φακή, σκόρδα κι ελιές, στις γιορτές που ψήνανε τα σφαχτά έστελνε την κνίσα να τη γευτούνε οι θεοί, του λόγου του τρελαινόταν για τα γλυκάδια και τ’ αμελέτητα, ζωή χαρισάμενη περνούσε ο Κέκροπας.

Έναν καημό είχε. Την πολιτεία του. Τι όνομα να της δώσει;

Βλέπεις, τον καιρό εκείνο, δεν ήτανε τα ονόματα εύκολα, σαν και σήμερα, που κάνεις έναν δρόμο και τον λες Γιαν Σματς να πούμε, για να μπερδεύεις τον κόσμο.

Τότες ήτανε δύσκολα τα ονόματα κι ακριβά. Να φέρεις από την Αμερική; Ούτε κουβέντα. Πρώτα, δεν υπήρχανε τα παπόρια και, το χειρότερο, ούτε υπήρχε Αμερική.

Σήμερον, ό,τι θέλεις το φέρνεις. Και τανκς Σέρμαν, που λέει ο λόγος και κάλτσες νάυλον και ρολόι της Ελβετίας. Κι άμα είσαι ξύπνος, βρίσκεις μια μηχανή, τα βάζεις μέσα σ’ ένα διπλωματικό δέμα και σκαπουλάρεις και το τελωνείο.

Τότε πώς να το γελάσεις το τελωνείο, που δεν υπήρχανε τελωνεία; Και τανκς ποιος σου ’δίνε τότε; Οι άνθρωποι δεν πολυξοδιαζόντουσαν να σε βάλουνε να φαγωθείς . με τον διπλανό σου, γιατί δεν είχαν ακόμα ανακαλύψει τη μηχανή, που λέγεται «ελευθερίες της ανθρωπότητος».

Κι ούτε «παραπετάσματα» υπήρχανε να αναταράζουνε τον κοσμάκη. Άμα είχανε τίποτις παραπετάσματα, τα βάζανε στο παράθυρο να τα κουνήσει ο αέρας. Γενικά, φριχτά ζούσανε οι άνθρωποι κείνη την εποχή Φριχτά και τεμπέλικα. Ο Κέκροπας λιαζότανε, χασμουριόταν) λιγούρευε καμιά πιτσιρίκα και την έννοια του είχε.

Ώσπου να σου ένα πρωί, έρχουνται μπροστά του ο θεός ο Ποσειδώνας κι η θεά η Αθηνά.

-Γεια σου, ρε Κέκροπα, λέει ο Ποσειδώνας.

-Γεια χαρά.

-Με ξέρεις;

Τον ήξερε ο Κέκροπας. Γιατί ο Ποσειδώνας θεός της θάλασσας ήτανε. Κοχύλια και κοράλλια τον στολίζανε, κι είχε και μια πιρούνα, άμα πείναγε, ανακάτευε τα ψάρια κι έκανε τη θάλασσα κακκαβιά,

-Γιατί δεν δίνεις, ρε, στην πολιτεία σου τ’ όνομά μου; λέει ο Ποσειδώνας. Να η θάλασσα. Μπροστά σου απλώνεται. Κι εγώ να δεις πώς θα τη στολίσω.

-Θα το σκεφτώ, είπ’ ο Κέκροπας.

Όπου μπαίνει στη μέση η Αθηνά.

-Τρίχες, του λέει. Τι να το κάνεις το λουλάκι. Να ξεβγάζεις χαώδες; Με τι νερό θα το ξεβγάζεις; Και την κόκκινη μπογιά να γράφεις συνθήματα στον τοίχο; Ζήτω το ΕΑΜ. Αμ’ στον Άι-Στράτη θα καταλήξεις, καημένε μου. Και τα σφουγγάρια τι τα θες; Να σου πιουνε τον Μαραθώνα; Όοοχι! Αθήνα να την πεις την πολιτεία. Και πού ’σαι; Όλα που σου λέει ο Ποσειδώνας, μπούρδες είναι. Εγώ θα σου δώσω ένα μεγάλο δώρο. Τη σοφία θα σου δώσω. Εδώ μέσα θ’ ανθίσουνε ούλοι οι σοφοί.

Την άκουσ’ ο Κέκροπας, σάμπως καλύτερα από τον Ποσειδώνα να τ’ άρεσε. Αθήνα την είπε την πολιτεία.

Ζοχάδα ο Ποσειδώνας. Δεν είναι να τα βάζεις με τους θεούς. Εδώ μ 'έναν εφοριακό τα βάζεις και σε τυλίγει σε μια κόλλα χαρτί και σε χάνει δέμα. Όχι να τα βάλεις με κοτζάμ Ποσειδώνα! Καταριέται λοιπόν κατάρες μεγάλες.

Πρώτον, σαν θεός των νερών που ήτανε, τραβάει τα νερά και τα πεταει αλλού. Κατάρα μεγάλη δίνει, μια εταιρία «Ούλεν» να ’ρθει, λες να μας κορακιάσει στη δίψα και να της πληρώνουμε τον αέρα χρυσάφι και το νερό διαμάντι, λέει. Και γίνηκε.

Δεύτερον, με τα βαπόρια μας τα ’βάλε. Βαπόρι να ’χουμε και βατηρι να μη σταυρώνουμε, λέει. Έτσι κι αποχτήσαμε πλεούμενο, ξένη σημαία να το χαίρεται, λέει, Παναμάς και Οντούρα στους παπαφίγκους να κυματίζουνε, κι οι εφοπλιστές το φράγκο τους να μη δούμε. Και γίνηκε.

Ύστερα τον «ΟΛΠ» καταράστηκε. Καλά παιδιά κει μέσα να μπουνε και να τα φάνε μέχρι σιλόβιδα. Τα φράγκα μας σαμπάνια να γινουνε, να πίνουνε οι ξένες κοκότες να σουρώνουνε, τα έμπορέυμαατα, τα σκυλόψαρα να τα χαίρουνται, τ’ αλευριά μας μαύραγοριτες να τα διαφεντεύουνε. Και γίνηκε.

ΚΙ άλλες κατάρες ο Ποσειδώνας έδωσε. Ένα σωρό. Μα η Αθηνά λεβέντρα, περδικόστηθη και αστρογαλανομάτα, γέλασε.

-Τι σε νοιάζει; του λέει του Κέκροπα. Εσύ τους σοφούς σου δε θα ’χεις; Όλες του οι κατάρες στάχτη και μπούρμπερη.

Τρομάρα να της έρθει της Αθηνάς. Ω, ρε και να το ’ξερες κατά-καημένε Κέκροπα! Γιατί τη μεγάλη κατάρα δεν την έδωσε ο Ποσειδώνας. Η Αθηνά την έδωσε. Τους σοφούς. Μας κάψανε. Ασε τη φαγωμάρα τους, άσε τη στραβομάρα τους, άσε την κουταμάρα τους... Το άλλο, αδέρφια μου... το άλλο... Τη στομαχάρα τους.

Δεν πιστεύετε δηλαδή; Ε, άμα δεν πιστεύετε, ανοίξτε το ραδιόφωνο κι ακούστε τις προεκλογικές τους δηλώσεις.

Όχι, τι;

Νίκος Τσιφόρος, Ο κόσμος κι ο κοσμάκης

Ο Πυθαγόρας, οι Μούσες, και η Εστία

Σύμφωνα με τον Εδουάρδο Συρέ, στο εσωτερικού του ναού των Μουσών όπου δίδασκε ο Πυθαγόρας, υπήρχαν αγάλματα των εννέα Μουσών, ενώ στο κέντρο τυλιγμένη με το πέπλο της, βρισκόταν η μυστηριώδης θέα Εστία.*

Με το αριστερό της χέρι φαινόταν να προστατεύει το άσβεστο πυρ, ενώ με το δεξί της έδειχνε το Ουρανό.

Οι Μούσες δεν ήταν παρά τα γήινα σύμβολα των Θεϊκών δυνάμεων, μέσα από τα οποία όφειλε ο μαθητής να συλλάβει τις ενέργειες και το κάλλος που παρέχουν.

Κατά τον ίδιο τρόπο που τα αγάλματα των Μουσών ήταν στραμμένα προς την εστία, από όπου προέρχεται το Παν, έτσι και οι μαθητές πρέπει να είναι στραμμένοι προς το κεντρικό πυρ, το Θείο πνεύμα, ώστε να συντονίζονται με τις ενέργειες του..
-----------------------
*Η Εστία έκαιγε ασταμάτητα στο κέντρο των σπιτιών, των ναών, των πόλεων. Η φωτιά άναβε πάντα από το φως του Ηλίου. Στο κέντρο της οικίας βρισκόταν πάντα η εστία, ο βωμός όπου πάντα έκαιγε φωτιά προς τιμή της θεάς. Το Ιερό Πυρ, για τους Έλληνες είχε διπλό συμβολισμό.

Τον υλικό καθώς σε υλικό επίπεδο, δια του πυρός παρασκευάζεται η τροφή, αλλά και σε ψυχο-πνευματικό επίπεδο, καθώς στην οικογενειακή εστία ο άνθρωπος εκδηλώνει τα αγνότερα των αισθημάτων αυτά της ανιδιοτελούς αγάπης, της ενότητας της οικογένειας, αλλά και του παντός… Για αυτό τον λόγο οι αρχαίοι Έλληνες της είχαν αφιερώσει το σπουδαιότερο μέρος της οικίας, στο μέσον της, όπου έκαιγε η φωτιά και συγκεντρώνονταν όλα τα μέλη της οικογένειας τριγύρω της.

Ο ιδιοκτήτης κάθε οικείας αλλά και οι «Εστιάδες» ιέρειες, είχαν ιερή υποχρέωση να διατηρούν το πυρ άσβεστο ημέρα και νύχτα. Εάν το ιερό πυρ έσβηνε κακοτυχία και συμφορές αναμένονταν στο σπίτι ή την Πόλη.

ΔΙΚΑΙΩΜΑ

Δικαίωμα είναι το παρεχόμενο προς όλα τα κοινωνικά άτομα μέσο της συντηρήσεως και δυναμικής τους ανελίξεως εκ της λειτουργίας των φυσικών νόμων, όπως το δικαίωμα της υπάρξεως της ζωής τους, το δικαίωμα της ενεργείας της ψυχής τους δια των οργανικών τους φύσεων, γιατί όλα τα κοινωνικά άτομα δεν είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους κατά την ενεργητική τους ζωή, δεν είναι ανεξάρτητα της όλης λειτουργίας των κόσμων ούτε από μόνα τους κεχωρισμένα δύνανται να υπάρξουν και ανελιχθούν, ούτε από μόνα τους υπήρξαν ποτέ ανεξάρτητα κατά την ανέλιξή τους μέχρι του σημείου ή της εξελικτικής βαθμίδας στην οποία ευρίσκονται ήδη και χαρακτηρίζονται ως νοητικά όντα

Το ότι η λειτουργία της φύσεώς τους είναι άρρηκτα συνδεδεμένη προς τις λειτουργίες των κόσμων μέσα στους οποίους ευρίσκονται, ζουν και ενεργούν, το ότι επίσης η ψυχή τους είναι συνδεδεμένη άρρηκτα προς την ενότητά του όλου των κόσμων, αυτό τους παρέχει το δικαίωμα να απολαμβάνουν όλα τα μέσα της ζωής και προόδου τους, τα παρεχόμενα από τις λειτουργίες του όλου των με ενότητα εργαζομένων κόσμων.

Ουδέν των νοητικών δύναται να αρνηθεί τα δικαιώματα αυτά των άλλων, γιατί δεν δύναται να διασπάσει την ενότητα αυτών προς το όλο των κόσμων. Η άρνηση της αποδοχής των δικαιωμάτων αυτών των όντων είναι άρνηση του καθήκοντος το οποίο έχουν να πληρούν προς τα άλλα όντα. Και η άρνηση αυτή εκδηλουμένη εμφανίζει τα (όντα) εκ των οποίων εξεδηλώθει ότι δεν έχουν συνείδηση ούτε του σκοπού της ύπαρξής τους, ούτε καν και αυτού του ΕΙΝΑΙ τους, το οποίο έφερε η θεία δημιουργία στην νοητική του κατάσταση.

Τα νοητικά όντα είναι προορισμένα από την θεία δημιουργία να εκδηλώσουν και ενεργήσουν δια γνώσεως. Δι’ αυτής προάγονται και κατανοούν το έργο αυτής και τις σχέσεις τους προς την ενότητα του όλου των κόσμων και στις ηθικές αρχές οι οποίες πρέπει να διακανονίζουν τις σχέσεις τους, όπως δι’ αυτών εκπληρούται η ανελικτική διανοητική τους πρόοδος και η εξέλιξή τους προς τα πεδία των νοητικών κόσμων.

ΗΘΙΚΗ ΑΡΧΗ

ΗΘΙΚΗ ΑΡΧΗ για τα νοητικά όντα είναι η αναγνώριση των φυσικών τους δικαιωμάτων, η αναγνώριση των φυσικών δικαιωμάτων των άλλων και η προστασία τους. Η αναγνώριση αυτή δεν είναι τίποτε άλλο παρά εκπλήρωση καθήκοντος, καθήκοντος το οποίο επιβάλει αυτή η ίδια η λειτουργία της Φύσεώς τους, αυτό το ίδιο το ψυχικό τους ΕΙΝΑΙ, να εκπληρούται, όπως μη διασπάται η ενότητα αυτών και παρεμποδίζεται η ανελικτική τους πρόοδος.

Η γνώση των δικαιωμάτων επί της ζωής και της προόδου των όντων και η αναγνώριση των δικαιωμάτων των άλλων, τα υποχρεώνει να είναι πάντοτε εναρμονισμένα στις σχέσεις τους προς το σύνολο των νοητικών όντων. Το γεγονός αυτό τα χαρακτηρίζει ως ενεργούντα με συνείδηση του σκοπού τους δηλαδή ως έχοντα διανόηση από την οποία διέπονται οι πράξεις τους. Αντίθετες ενέργειες δια των πράξεών τους τα χαρακτηρίζει ως ασυνείδητα. Ασυνείδητες δε ενέργειες δια πράξεων είναι επαναστατικές κατά του έργου της θείας δημιουργίας, κατά των όρων της φυσικής τους ζωής, κατά της προόδου αυτών, κατά της ηθικής τους εμφανίσεως και κατά του σκοπού τους.

Οι μύστες, προς τους οποίους αποκαλύπτονται οι θείες αλήθειες της Φύσεως, δεν δύνανται να εμφανίζονται στα διανοητικά τους έργα ως ασυνείδητοι γιατί το αντίθετο θα τους εκτόπιζε του σκοπού τους.

Οι άνθρωποι, τα πλέον εξελιγμένα νοητικά όντα της γης, όταν δεν κατανοούν τα φυσικά τους δικαιώματα ούτε εκδηλώνουν προς εκπλήρωση το καθήκον τους, δια του οποίου αναγνωρίζονται τα δικαιώματα των άλλων, όταν δεν εκδηλώνουν τον νόμο της αγάπης και τον νόμο της ελευθερίας στις σχέσεις τους, όταν τις σχέσεις τους δεν τις διέπουν αυτές οι ηθικές αρχές, όταν δεν ασκούν πράξεις αρετής, δεν δύναται να δοθεί σ’ αυτούς άλλος χαρακτηρισμός, παρά ότι ενεργούν ασυνείδητα και προς την ίδια τους ζωή και πρόοδο και προς (την ζωή και πρόοδο) των άλλων και ότι βαδίζουν ασυνείδητα προς εκπλήρωση του σκοπού και του σκοπού των άλλων.

Οι άνθρωποι βαδίζοντες ασυνείδητα δεν αναγνωρίζουν τα δικαιώματά τους, δεν εκπληρώνουν καθήκον με την αναγνώριση των δικαιωμάτων των άλλων και ως εκ τούτου στις σχέσεις τους επικρατούν μόνον ανωμαλίες και συγχύσεις.

Οι μύστες έχουν να εκπληρώνουν και άλλα καθήκοντα εκτός της αναγνωρίσεως των δικαιωμάτων των άλλων, τα καθήκοντα να αποκαλύπτουν μετά προπαρασκευή, τις θείες αλήθειες της Φύσεως, τις πραγματικές γνώσεις προς τους αμύητους προς αυτές ανθρώπους, προς τον σκοπό να προαχθούν αυτοί νοητικά για να γνωρίσουν τα φυσικά τους δικαιώματα και να εκπληρώνουν το καθήκον τους προς τους άλλους. Τα δικαιώματα αυτά επιβάλλονται προς τους μύστες και όταν πράγματι τα ασκούν τότε προάγονται ψυχικά και τότε μόνον αποκτούν το δικαίωμα της αποκαλύψεως προς αυτούς από θειότερα πνεύματα, θειοτέρας γνώσεως, σχέση έχουσα προς την μεταμόρφωσή της οργανικής τους φύσεως και απόκτηση ενεργητικού μέσου της ψυχής τους καθαρά πνευματικού.

Η μη άσκηση των ηθικών αρχών της αγάπης, της ελευθερίας, του δικαιώματος και του καθήκοντος των μυστών, ο μη χαρακτηρισμός τους ως διαβιούντων ενάρετα, τους αποστερεί κάθε πνευματικής συνδρομής και αποκαλύψεως θειοτέρων γνώσεων. Διότι η εμφανιζόμενη κατάστασή τους δια της μη ασκήσεως των ηθικών αρχών δεν είναι ούτε ηθική, ούτε ενάρετη ούτε δύναται να κατανοήσει και ασκήσει άλλες αρετές, τις οποίες ασκούν υπέρτερες του ανθρώπου πνευματικές υπάρξεις.

Η υπερπήδηση των ορίων της βαθμίδας της ανθρωπίνης ζωής υπό των ανθρωπίνων ψυχών προαπαιτεί διανόηση φωτεινή. Φωτεινή διανόηση είναι εκείνη η οποία συνεχώς τροφοδοτείται υπό υπερτέρων πνευματικών όντων τα οποία ενσυνείδητα συνεχίζουν στους πνευματικούς κόσμους το έργο της θείας δημιουργίας, το έργο της μεταμορφώσεως των ενεργητικών τους μέσων, εκ των οποίων εκπέμπονται ακτίνες φωτός δια να δημιουργούν νέες αρμονίες στους νοητικούς κόσμους του Σύμπαντος.

Για να τροφοδοτείται αυτή η διανόηση πρέπει να είναι δεκτική αυτών των ακτίνων. Δεκτική διανόηση είναι εκείνη η οποία στις ενεργητικές της σχέσεις ασκεί τις ηθικές αρχές και δι’ αυτών εμφανίζει αρμονίες προς τις άλλες, εκείνη η οποία συναισθάνεται την ενότητα αυτής προς τους νόμους της θείας δημιουργίας, εκείνη η οποία συνεχίζει το έργο της θείας δημιουργίας.

Στη συνέχεια θα εξετάσουμε αναλυτικότερα την έννοια των αρετών τις οποίες πρέπει να ασκούν οι μύστες στις καθόλου προς τους ομοίους τους σχέσεις και προς τις ενέργειές τους τις αναφερόμενες στην διανοητική και ηθική τους προαγωγή αλλά και προς εκπλήρωση του καθήκοντός τους να διδάσκουν τις αρετές προς άλλους ανθρώπους για να προάγονται βάσει αυτών οι ανθρώπινες κοινωνίες.

ΤΑ «ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ» ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΘΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ

Ο λεγόμενος «Μονοθεϊσμός» έχει επικρατήσει, εκεί που έχει επικρατήσει, με κύριο εργαλείο του την ομολογουμένως υπεραποδοτική διαχείριση του ανθρώπινου φόβου. Εκείνο που κατεξοχήν φοβούνται οι αφιλοσόφητοι άνθρωποι είναι η «απώλεια», η «ανυπαρξία» και όλοι οι ανάλογοι όροι που ωστόσο σε συμπαντικό επίπεδο στερούνται νοήματος, αφού τίποτε μέσα στο Είναι δεν μπορεί να «απωλεσθεί». Καμία απολύτως «απώλεια» δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσα σε ένα δεδομένο και άφθαρτο σύνολο, το οποίο απλώς φιλοξενεί μέσα του μία ατελείωτη αλλαγή μορφών και καταστάσεων.

Ο αφιλοσόφητος άνθρωπος στην πραγματικότητα αγωνιά για το εάν ή όχι θα απωλέσει το πρόσκαιρο όσο και ασήμαντο «εγώ» του. Ως συνέπεια αυτού, νοιώθει ανασφαλής και αναδιπλώνεται ακόμα περισσότερο προς την εξατομικευμένη προσωπικότητα, προσπαθώντας να «οχυρωθεί» πίσω από το αυθαίρετο σύμπλεγμα χαρακτηριστικών προσωπικότητας που εκλαμβάνει λανθασμένα ως εαυτό. Ενισχυτικός σε αυτού του είδους τις «οχυρώσεις» είναι ο Χριστιανισμός, μία Θρησκεία που προσανατολίζει τον πιστό να «σώσει» αποκλειστικά την «δική του» ψυχή (1).

Όλη αυτή όμως η κολοσσιαία αγωνία για μια μεταθανάτια ζωή θα φάνταζε όχι μόνον παράλογη αλλά και αρρωστημένη στα μάτια ενός αρχαίου Έλληνα, όσο τουλάχιστον παράλογη αλλά και αρρωστημένη φαντάζει και στα μάτια ενός σύγχρονου εθνικού: το ερώτημα περί αθανασίας ή όχι της ψυχής, δηλαδή της αόρατης αρχικής αιτίας των βιοφυσιολογικών εκδηλώσεων, απαντάται δίχως δισταγμό καταφατικά, όπως ακριβώς απαντάται το ερώτημα περί αθανασίας κάθε υλικής υπόστασης (από το ρήμα «υφίστημι») ενός άναρχου και ατελεύτητου υλικού Όλου. Η ψυχή είναι αθάνατη, αλλά και μη προσωπική και, κυρίως, δεν υπάρχει περί αυτής καμία απολύτως εκκρεμότητα για το εάν ή όχι θα... «σωθεί».

Σε όλες τις ελληνικές οντολογικές - φιλοσοφικές σχολές, εκείνο που έχει γίνει εμφανές στο επίπεδο της γήϊνης ζωής, δίνοντας την ζωή και την κίνηση στις θνητές υπάρξεις, μετά τον βιολογικό θάνατό τους περνάει στην αφάνεια, όπως το έχει όμορφα διατυπώσει ο Παρμενίδης (2), επιστρέφοντας στα Αθάνατα. Σε αυτό εξαντλεί το ενδιαφέρον της για τα «μετά θάνατον» πράγματα η Ελληνική Εθνική Θρησκεία, η οποία, αντίθετα από τους διαχειριστές των φοβιών των ανθρώπων, ασχολείται πρωτίστως με, και φυσικά τιμά, την ζωή. Η μη προσωπική ουσία του θνητού ανθρώπου, επιστρέφει μετά το βιολογικό τέλος του εκεί που ανήκει, δηλαδή στο Αιώνιο, το Τέλειο, το Μακάριο, το Φωτεινό. Δίχως περιφράσεις, ο θείος Ηράκλειτος το έχει πει σε όλους όσους έχουν την δυνατότητα να κατανοούν έναν στοιχειωδώς πυκνό λόγο: «ΑΘΑΝΑΤΟΙ ΘΝΗΤΟΙ, ΘΝΗΤΟΙ ΑΘΑΝΑΤΟΙ, ΖΩΝΤΕΣ ΤΟΝ ΕΚΕΙΝΩΝ ΘΑΝΑΤΟΝ, ΤΟΝ ΔΕ ΕΚΕΙΝΩΝ ΒΙΟΝ ΤΕΘΝΕΩΤΕΣ». Που πάει να πει ότι το Θείο περιοδικώς «ανασταίνεται» με τον θάνατο των θνητών όντων και «πεθαίνει» κάθε φορά που κατέρχεται σε αυτά για να εμψυχώσει την βιοφυσιολογική ύπαρξή τους.

Σε αρκετούς που δεν έχουν ασχοληθεί σε βάθος με την Ελληνική Κοσμοαντίληψη, υπάρχει η εσφαλμένη εντύπωση ότι οι διάφορες οντολογικές - φιλοσοφικές σχολές των εθνικών Ελλήνων (λ.χ. η κυρίαρχη των Υλοζωϊστών και οι διαφοροποιημένες πυθαγοροπλατωνική και ατομική) είχαν αλληλοσυγκρουόμενες θέσεις για την μετά τον βιολογικό θάνατο των θνητών πορεία της ψυχής. Τουναντίον, καμία τους δεν υποβίβασε την ψυχή σε κεντρική φιγούρα μίας ηθικοθρησκευτικής εσχατολογίας και καμία τους δεν απαξίωσε την παρούσα, απτή και πραγματική ζωή των θνητών όντων προς χάριν ενός «μεταθανάτιου» ονειροπολήματος ή κανονικού εκφοβισμού.

Στους Έλληνες, όπως προείπαμε, η μη προσωπική ουσία του θνητού ανθρώπου, επιστρέφει μετά το βιολογικό τέλος του στους κόσμους των Θεών. Σε αρκετά σημεία του υπέροχου εκείνου κειμένου του «Τα ες Εαυτόν», ο εστεμμένος φιλόσοφος Μάρκος Αυρήλιος τονίζει αυτή την στενότατη αλλά άγνωστη για τους αφιλοσόφητους συγγένεια: «να έχεις ασφαλή τον εσωτερικό σου δαίμονα από προσβολή και βλάβη... o Θεός που είναι μέσα σου να κυβερνά αληθινόν άνδρα, ηλικιωμένο, με διάνοια πολίτου, άρχοντα που έχει τακτοποιημένα τα δικά του και θέση πολεμιστή, που περιμένει έτοιμος το σύνθημα της αποχωρήσεως και ούτε όρκους χρειάζεται ούτε μαρτυρίες άλλων.... αν εκτελείς εκείνα που απαιτεί η κάθε στιγμή, ακολουθώντας τον ορθό λόγο με επιμέλεια, με θάρρος και καλή θέληση και χωρίς πάρεργα, τότε κρατείς τον δαίμονα του εαυτού σου διαρκώς αγνό, ωσάν να επρόκειτο άμεσα να τον επιστρέψεις... την ύπαρξή σου έλαβες ως μέρος ενός συνόλου. Θα εξαφανισθείς αργότερα μέσα σ' εκείνο που σε γέννησε. Ή μάλλον θα μεταβληθείς και θ' αναληφθείς στον Λόγο που σε δημιούργησε... Δεν είναι κακό ότι τα πράγματα μεταβάλλονται ούτε καλό ότι κάποια αποκτούν ύπαρξη από την μεταβολή...»

Πριν αναφερθούμε στην πλατωνική εικόνα για την αθανασία της ψυχής, θα ανοίξουμε εδώ μία σύντομη παρένθεση για ένα ακόμη λάθος που διαπράττουν όσοι δεν έχουν ασχοληθεί σε βάθος με την Ελληνική Κοσμοαντίληψη, και συγκεκριμένα για την αντίληψη της εικόνας του βασιλείου του Άδου όπως αυτό περιγράφεται στα ομηρικά έπη, αλλά και σε έργα της κλασικής εποχής, ως «παρόμοιου» με το ασαφές επέκεινα στο οποίο υποτίθεται, κατά τους χριστιανούς, ότι «ζουν» οι προσωπικές ψυχές των δικών τους νεκρών. Η εικόνα όμως του βασιλείου του Άδου είναι χρονικά παράλληλη με τις οντολογικές - φιλοσοφικές αντιλήψεις που με σαφήνεια τηρούν απόσταση από την αυταπάτη περί προσωπικών ψυχών. Αυτό που ζει στον Άδη δεν είναι η πραγματική ψυχή των τεθνεώτων, αλλά η «σκιά» της βιογραφίας τους, μία αποθήκευση τον «σκληρό δίσκο» του αιώνιου Όντως Όντος, που υπάρχει μόνον στο μέτρο που κάποιος θα έλθει να κάνει ένα «διπλό κλικ» επάνω της. Με μνημόνευση, με απόδοση τιμών, με τελετή...

Όπως έχει επισημάνει ο Ζαν Πιέρ Βερνάν, η αθανασία της ψυχής που απασχολεί τον Πλάτωνα, και εν γένει την πυθαγοροπλατωνική γραμμή θα συμπληρώναμε εμείς, δεν είναι παρά η αθανασία του ανώτερου τόπου της ψυχής, ως ενός αποσπάσματος της θεότητας, απαράλλακτα, έστω κι αν ο ανυποψίαστος αναγνώστης εκπλήσσεται, με τον «δαίμονα εαυτού» των, υλοζωϊστών στην βάση τους, Στωϊκών. Δεν πρόκειται για εξατομικευμένη αθανασία, για την αθανασία κάποιου περαστικού «εγώ», αλλά για την αθανασία του πραγματικού εαυτού ως αποσπάσματος της θεότητας. Ο ίδιος ο Πλάτων δηλώνει ότι οι ψυχές που διατηρούν δεσμούς με το σωματικό «εγώ» καταντούν φαντάσματα, και ο Βερνάν το επεξηγεί αρκετά γλαφυρά με τα ακόλουθα λόγια: «αυτές οι ψυχές... έμειναν υπερβολικά προσωπικές, υπερβολικά εξατομικευμένες και παράλληλα σωματοποιημένες. Συνεπώς, δεν μπορούν να σμίξουν με τα άστρα με τα οποία συγγενεύουν. Με άλλα λόγια, έργο της ψυχής δεν είναι να εκφράζει την ιδιαιτερότητα του καθενός από εμάς, αλλ' αντίθετα να φροντίζει ώστε η ιδιαιτερότητα αυτή κάποια στιγμή να ξεπερνιέται, ώστε ο καθένας μας, στο τέρμα μιας καθαρής ζωής, να παραδίνεται σε ολόκληρο τον κόσμο και στο Θείον».

Οι διάφορες οντολογικές - φιλοσοφικές σχολές μας λοιπόν συγκλίνουν στο ότι αυτό που ακολουθεί τον βιολογικό θάνατο είναι η ένωση του προσκαιροποιημένου αιώνιου με την πηγή του, όπως και τα σωματικά συστατικά κάνουν την δική τους επιστροφή στην κοινή ουσία που τροφοδοτεί τις επόμενες σωματικές πυκνώσεις που θα αναδείξουν νέα θνητά όντα. Καθίσταται σαφές λοιπόν ότι στην Ελληνική Εθνική Θρησκεία δεν υπάρχει χώρος για διαχειριστές του φόβου, αφού στο σχήμα που αυτή πρεσβεύει για τον κύκλο ζωή - θάνατος - ζωή δεν υπάρχει τίποτε απολύτως για να φοβηθεί κανείς. Εκτός αν κάποιοι έχουν φθάσει σε τέτοιο βαθμό πνευματικής διάλυσης που να κυριεύονται από φόβο στην ιδέα ενός ανθρώπου που είναι συγγενής των Θεών και ενός Όλου που δεν χωράει κανέναν υπερκείμενο δικτάτορα, λογιστή ή δεσμοφύλακα.
--------------------------
(1) Αναλυτικά αυτή η διαδικασία περιγράφεται στο «Σημειώσεις επάνω στον Φόβο και την Αφοβία / Notizen uber die Angst und die Angstlosigkeit», εκδόσεις «Ανοιχτή Πόλη», Αθήνα, 2006

(2) «ΚΑΙ ΤΑ ΨΥΧΑΣ ΠΕΜΠΕΙΝ (Η ΔΑΙΜΩΝ Η ΠΑΝΤΑ ΚΥΒΕΡΝΑ) ΠΟΤΕ ΜΕΝ ΕΚ ΤΟΥ ΕΜΦΑΝΟΥΣ ΕΙΣ ΤΟ ΑΕΙΔΕΣ, ΠΟΤΕ ΔΕ ΑΝΑΠΑΛΙΝ».

Πρό των ευθυνών μας

Δύο δρόμοι: της ευθύνης και της αναισθησίας. Ο δύσκολος και ο εύκολος. Οι ίδιοι δρόμοι για τον καθένα παντού και πάντα για το καθετί. Δυό δρόμοι, εξίσου για το σύνολο και το άτομο. Μιά απόφαση για την επιλογή.

Το έθνος μας πήρε τον εύκολο δρόμο, μια συνιστώσα για όλους μας και τον καθένα ξεχωριστά, ακόμα και όσους τραβούσαμε στον βίο μας το σκοινί στην αντίθετη κατεύθυνση. Φανερά δεν το τραβήξαμε ούτε γερά ούτε αρκετά. Ήτανε περισσότεροι οι απέναντι, δεν μπορέσαμε να τους πάρουμε με την μεριά μας, ούτε αυτό πράξαμε καλά.

Η κατηφόρα έφτασε στο τέρμα της. Άλλη κατηφόρα δεν φαίνεται να υπάρχει για να μεταθέσει τις ευθύνες μας, μόνο γκρεμός και η ανηφόρα που δεν πήραμε ποτέ. Μια ανηφόρα πολύ μακρύτερη απο αυτήν που ποτέ δεν τραβήξαμε γιατί πέσαμε πολύ χαμηλά. Τώρα ή θα ανεβούμε ή θα γκρεμιστούμε.
Συνηθισμένοι στην ραστώνη και την κραιπάλη μάθαμε στην εθελοτυφλία και τον ατομισμό, η καταστροφή δεν θα μας βρεί, τουλάχιστον όχι εμάς. Αυτή η φρούδα ελπίδα που χάνεται μόνο στον επιθανάτιο ρόγχο θα κοιμίζει όλους τους δειλούς αυτού του κόσμου σαν αναγκαίο ναρκωτικό, να απαλύνει την αγωνία του μοιραίου. Όποιος δεν το βλέπει ακόμα θα το δεί πολύ σύντομα.

Πού πάμε; Ρωτάνε κάποιοι ζητιανεύοντας ελπίδες. Κάτω απαντάμε, κάτω. Στο χρέος, στην φτώχεια, την κατάθλιψη, την υποτέλεια, την υποδούλωση την εθνική και φυλετική απομείωση. Φτωχότεροι, δουλικότεροι, ντροπιασμένοι, λιγότεροι.

Πόσο γρήγορα θα πιάσουμε πάτο; ρωτάνε κάποιοι προσδοκώντας να αναπηδήσουμε μετά. Σύντομα απαντάμε σύντομα. Όταν πιάσουμε πιάτο θα το καταλάβουμε απο τον ήχο των σπασμένων οστών μας. Κανείς με τσακισμένα κόκαλλα δεν αναπήδησε ποτέ, αυτός ο γκρεμός θα είναι και το τέλος μας.
Μην περιμένετε τον πάτο για να αλλάξετε, τότε θα είναι αργά δεν θαστε ζωντανοί για να κάνετε κάτι. Κάποιοι διατηρούν την πεποίθηση πώς αφού έχουμε περάσει χειρότερα μπορούμε να ξαναγεννηθούμε. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αυτής της πλάνης.

Το έθνος μας είναι υπόδουλο καθόλη την διάρκεια της εποχής του Ιχθύος με διαφορετικές διακυμάνσεις στο είδος και το βάρος του ζυγού. Η εθνεγερσία μας δύο αιώνες πρίν δεν αποτίναξε τον ιουδαϊκό πνευματικό ζυγό του χριστιανισμού που επέβαλλαν οι ρωμαίοι, τον οικονομικό χαλινό των δεσμών που αναλάβαμε απο τους φράγκους της Δύσης, και τις συνήθειες της Ανατολής που κληρονομήσαμε απο τους αγαρηνούς. Δυό αιώνες δεν ήταν αρκετοί να ελληνοποιηθούμε αφού δεν βιώσαμε ποτέ την Κάθαρση. Ωραιοποιήσαμε την διχιλιετή υποδούλωσή μας, κατασκευάσαμε την ιστορία μας για να την αντέξουμε. Δεν αντέξαμε να δούμε την κατάντια μας και την θλιβερή μας εικόνα, δεν αντέξαμε σαν λαός να πονέσουμε. Δύο αιώνες αγώνων και εθνικών συμφορών ο απολογισμός μας.

Προτιμήσαμε να πλανηθούμε, να ωραιοποιήσουμε τους εαυτούς μας και να τυλιχτούμε βιαστικά με τον μανδύα της ωραίας εικόνας των ελεύθερων προγόνων. Βιαστικά, πρόχειρα υποδηθήκαμε τους έλληνες, σε αγύμναστα κορμιά φορέσαμε βαριές πανοπλίες, σε χριστιανοθρεμμένα μυαλά ανακατέψαμε την φιλοσοφία, σε πεινασμένες ψυχές παραδώσαμε πολιτισμό. Κακέπτυπα του υψηλού προτύπου του ‘Ελληνα, βιάσαμε έννοιες, τσουβαλιάσαμε ιδέες, εισάγαμε αλλότριους τρόπους ζωής, κοροϊδέψαμε τους πάντες, λοιδωρήσαμε τους ισχυρούς, προσβάλαμε χωρίς να επανορθώσουμε. Τώρα θα πληρώσουμε όλοι μαζί, με αυτούς που συμμετείχανε, με αυτούς που απείχανε και εμείς που εναντιωθήκαμε. Αυτοί που τα φάγανε με εμάς που δεν τα φάγαμε. Όλοι, γιατι όλοι είχαμε πάντα την συλλογική ευθύνη. Αυτή είναι η συνέπεια των επιλογών που γίνονται στην βάση των δυνατοτήτων όλων και του καθενός, η Ειμαρμένη, το πεπρωμένο μας.

Σε λίγο χρόνο μόλις προετοιμαστεί το έδαφος θα στηθεί η νέα λαϊκή παγίδα των εκλογών αφού οι κρατούντες διασφαλίσουν τα λάφυρα τόσων χρόνων κοπιωδών ραδιουργιών και απάτης, θα προετοιμάσουν την διάδοχη κατάσταση της διαφυγής και ατιμώρησίας τους με την συμμετοχή μας σε άλλη μια φιέστα εθνικής παραπλάνησης. Με την συμμετοχή της δουλικής μειοψηφίας και της αποχή της παραιτημένης πλειοψηφίας, οι κρατούντες θα λάβουν την λαϊκή παραχώρηση της πολιτικής εξουσίας που ονομάζουν ευφημιστικά λαϊκή εντολή, για να αυτοαπαλλαγούν των ευθυνών τους, να εξασφαλίσουν την ατιμωρησία και να προχωρήσουν στο τελικό στάδιο της ρίψης του Έθνους στον γκρεμό.

Ο λαός μας τον γκρεμό θα τον αναγνωρίσει ώς εκποίηση των πλουτοπαραγωγικών πρώτων υλών της χώρας, απώλεια εδαφών μετά απο στημένη στρατιωτική ήττα απο τις εχθρικές όμορες χώρες, ξεπούλημα ατομικών περιουσιών, φτώχεια και μείωση του πληθυσμού απο υπογεννητικότητα, αυτοκτονίες, ασθένειες, βιασμούς, ληστείες και δολοφονίες απο τα στίφη των αλλοφύλων εισβολέων με την προνομιακή μεταχείριση. Τίποτε διαφορετικό της παρούσης κατάστασης αλλά μεγαλύτερης έντασης.

Όμως ο βαθμός της εξαθλίωσης του λαού δεν ορίζεται απο τις συμφορές του αλλά απο τον βαθμό αποδοχής των συμφορών του. Αυτήν την συνεχή εκπαίδευση του λαού απο τους κρατούντες στην αποδοχή των συμφορών του, την εξασφάλιση της διαρκούς ανοχής του, την συμμετοχή δηλαδή του λαού στην ίδια του την αυτοκτονία.

Πότε η κακή συνήθεια γίνεται δεύτερη φύση; Πότε γίνεται αντιληπτός ένας οιοσδήποτε εθισμός; Αργά αλλά σταθερά οι κρατούντες μέσα απο τις κλίκες και τις κάστες τους κομματιάσανε την κοινωνία σε αντίπαλα τμήματα μέσα απο την λογική των κομμάτων. Μια κοινωνία κομμάτια είναι η συμφορά, η κατάντια όμως μετριέται απο τον βαθμό της αποδοχής της ώς τέτοια, απο την εκπαίδευση του λαού να αποδεχτεί την λογική των κομμάτων αντί της πολιτικής συμμετοχής στην εκκλησία του Δήμου και ανάληψης των Αρχών δια κλήρου. Τότε τα κόμματα γίνονται αναγκαία συνθήκη και εθισμός έχει καταλάβει τον εθνικό οργανισμό.

Όσο ο εθισμένος μπροστά στην βεβαιότητα των θανάσιμων συνεπειών της έξης του, μπορεί να αναλάβει την ευθύνη των επιλογών του παίρνοντας την ζωή στα χέρια του και να σωθεί, τόσο και ο λαός μας μπροστά στην βεβαιότητα του επικείμενου χαμού του θα μπορέσει να διαγνώσει το αίτιο των συμφορών του που δεν είναι άλλο απο την απώλεια του Νοήματος άρα και την απώλεια του Μέτρου.
Απωλέσαμε το Νόημα που είναι η συνάντηση του Ελληνικού Έθνους με το πεπρωμένο του να εξανθρωπίσει και να οδηγήσει τα έθνη στην δική τους πνευματική ανέλιξη. Απωλέσαμε έτσι το μέτρο της μιας ζωής ανθρωπιάς, αλληλεγγύης, σεβασμού, προσφοράς, καλλιέργειας. Ζήσαμε άμετρα με στόχο την ατομική ευζωεία του ενός εις βάρος όλων. Θα υποστούμε τώρα την συνέπεια της παραβίασης του Φυσικού Νόμου της Ανταλλαγής με την συμπεριφορά της αρπαγής, που δεν είναι άλλη παρά η φυσική εξαφάνιση του Έθνους ως δίκαια τιμωρία της ανικανότητος του να εκπληρώσει τον προορισμό του.

'Η θα επαναστατήσουμε σαν Λαός να αναλάβουμε τις τύχες μας και επανακτώντας την πολιτική εξουσία να κερδίσουμε την ελευθερία μας ή θα χαθούμε αργά και ατιμωτικά απο προσώπου γής.

Πρό των ευθυνών μας ή του Ολέθρου μας.

Ήβη: Η τροφοδότρια των θεών με νέκταρ και αμβροσία

Η Ήβη στην Ελληνική μυθολογία παρουσιάζεται ως θεά της νεότητας και της ζωντάνιας.Το όνομα της συμβολίζει τα νιάτα, την ομορφιά και τη χαρά Ήταν κόρη του Δία και της Ήρας. Σύμφωνα με έναν μύθο η Ήρα δεν έμεινε έγκυος στην Ήβη σμίγοντας με το Δία, αλλά μετά από γεύμα που της παρέθεσε ο Απόλλωνας όπου της πρόσφερε άγρια μαρούλια.
 
Η Ήβη συμβόλιζε πάνω απ' όλα τη νιότη, τη ζωντάνια, την ορμή και την ομορφιά αυτής της ηλικίας του ανθρώπου. Αυτή είχε αναλάβει να προμηθεύει τους Θεούς με νέκταρ και αμβροσία. Ήταν η τροφή που τους διατηρούσε πάντα νέους και τους προφύλασσε από τη φθορά του χρόνου...

Έτσι, οι θεοί ήταν πάντα δυνατοί και ωραίοι και η Ήβη αποτελούσε την προσωποποίηση της αιώνιας νεότητας.Στο παλάτι του πατέρα της, σαν κόρη του σπιτιού, φρόντιζε να προσφέρει στους θεούς το νέκταρ, προτού αναθέσουν στον Γανυμήδη αυτή την υπηρεσία. Πιο συχνά χόρευε μαζί με τις Χάριτες και τις Ώρες, την Αρμονία και την Αφροδίτη, όταν ο Απόλλων και οι Μούσες έπαιζαν μουσική και τραγουδούσαν!

Πολύ δυνατή ήταν και η σχέση της Ήβης με τη μητέρα της. Τη βοηθούσε σ' όλες τις δουλειές που είχε να κάνει κι ετοίμαζε το αμάξι της, όταν έπρεπε να φύγει. Ακόμη, φρόντιζε και περιποιόταν τον αδερφό της, τον πολεμόχαρο ’Αρη, κάθε φορά που γυρνούσε από τις μάχες του.
 
Ωστόσο, το ρόλο του οινοχόου, κάποια στιγμή, η Ήβη έπαψε να τον έχει, όταν γλίστρησε κι έπεσε και η θέα της γύμνιας της σοκάρισε τους θεούς. Κάτι τέτοιο ήταν ανάρμοστο για τα ήθη των κατοίκων του Ολύμπου κι από τότε τη θεώρησαν ανάξια να επιτελεί τα καθήκοντά της. Την αντικατέστησε πολύ γρήγορα ο Γανυμήδης, που είχε τη φήμη του "ωραιότερου των θνητών", καθώς και του αγαπημένου του Δία. Συνέχισε, όπως ήταν φυσικό, η Ήβη να κατοικεί μαζί με τους θεούς και μετά την αντικατάστασή της.
 
Σύμφωνα με άλλη πηγή, το αξίωμα του οινοχόου των θεών ανέλαβε ο Γανυμήδης όταν η θεά παντρεύτηκε τον Ηρακλή.

Η Ήβη αποτέλεσε και την επισφράγιση της συμφιλίωσης της Ήρας και του Ηρακλή, που ήταν βέβαια γιος του Δία, είχε όμως άλλη μητέρα.

Έτσι η Ήβη παντρεύτηκε τον Ηρακλή όταν ο τελευταίος ανέβηκε στον Όλυμπο ως ημίθεος και ο Ηρακλής έμεινε για πάντα νέος. Μαζί απέκτησαν δύο παιδιά: τον Αλεξιάρη και τον Ανίκητο.
Επίσης λέγεται ότι ο ανηψιός του Ηρακλή, Ιόλαος ξανάγινε νέος με τη βοήθεια της Ήβης, αφού την παρακάλεσε ο ίδιος ο Ηρακλής.

Στο Ηραίον του Άργους υπήρχε, κατά τον Παυσανία, χρυσελεφάντινο άγαλμά της έργο του Ναυκύδους κοντά στο άγαλμα της Ήρας Ας δούμε, όμως, τι γράφει ο Πιέρ Γκριμάλ: "Η Ήβη με το όνομα της παρουσιάζεται ως η προσωποποίηση της νεότητας. Είναι κόρη του Δία και της Ήρας και κατά συνέπεια αδελφή του Άρη και της Ειλείθυιας.

Μέσα στη «θεϊκή οικογένεια» παίζει το ρόλο της υπη­ρέτριας ή το ρόλο που έχει «το κορίτσι του σπι­τιού». Είναι αυτή η οποία, πριν από την αρπαγή του Γανυμήδη, σερβίρει το νέκταρ. Ετοιμάζει το λουτρό του Άρη, βοηθά την Ήρα να ζέψει το άρμα της.
 
Χορεύει μαζί με τις Μούσες και τις Ώρες στον ήχο της λύρας του Απόλλωνα. Όταν έγινε η αποθέωση του Ηρακλή και η συμφιλίω­ση του ήρωα με την Ήρα, οι θεοί γιόρτασαν το γάμο του με την Ήβη ως σύμβολο της ανόδου του στην αιώνια νεότητα των θεών»!"