Κυριακή 17 Αυγούστου 2025

Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι

2.3. Η εικόνα του κοσμικού δικαστηρίου

Μια σύνθετη φράση του Αναξίμανδρου, που έφτασε ως εμάς όπως διατυπώθηκε από τον εισηγητή της, είναι το παλαιότερο αυθεντικό υλικό που διαθέτουμε από την ιστορία της φιλοσοφίας.

Ἐξ ὧν δὲ ἡ γένεσίς ἐστι τοῖς οὖσι καὶ τὴν φθορὰν εἰς ταῦτα γίνεσθαι κατὰ τὸ χρεών· διδόναι γὰρ αὐτὰ δίκην καὶ τίσιν ἀλλήλοις τῆς ἀδικίας κατὰ τὴν τοῦ χρόνου τάξιν.

[Απ᾽ όπου γεννιούνται τα όντα εκεί και καταλήγουν πεθαίνοντας, όπως επιβάλλει η αναγκαιότητα· γιατί λογοδοτούν και επανορθώνουν το ένα στο άλλο για την αδικία που διέπραξαν, σύμφωνα με την τάξη του χρόνου.]
Αναξίμανδρος, απόσπ. 1

Το κείμενο αυτό είναι διατυπωμένο σε πεζό λόγο, διατηρεί όμως τον ρυθμό και την εσωτερική ισορροπία της ποιητικής έκφρασης. Μας μεταφέρει μπροστά σε ένα κοσμικό δικαστήριο, όπου απονέμεται δικαιοσύνη σε κάποια «όντα» για την αδικία που διέπραξαν το ένα απέναντι στο άλλο. Η οικεία εικόνα του πολιτικού δικαστηρίου έρχεται να φωτίσει ένα μακρινό και απρόσιτο μυστικό της τάξης του κόσμου. Δεν γνωρίζουμε για ποια όντα μιλά ο Αναξίμανδρος ούτε ποιο είναι ακριβώς το αδίκημά τους, γνωρίζουμε όμως την ποινή που τους επιβάλλεται: είναι η αναγκαία ανταλλαγή της γέννησης και του θανάτου τους. Ο θάνατος είναι η επιστροφή στη μήτρα από όπου γεννήθηκαν και, αφού προβάλλεται ως τιμωρία, ως τίμημα που πρέπει να πληρώσουν «το ένα στο άλλο», τότε το αδίκημα είναι μάλλον η ίδια η γέννηση ενός όντος η οποία φαίνεται να έβλαψε ένα άλλο ον. Το γεγονός ότι δεν προσδιορίζεται επακριβώς ποιο ον αδικεί και ποιο αδικείται, ποιο επανορθώνει και ποιο ανταμείβεται, δείχνει ότι υπάρχει αμοιβαιότητα, εναλλαγή ρόλων στο δικαστήριο. Ο κατηγορούμενος θα γίνει αργότερα, «σύμφωνα με την τάξη του χρόνου», κατήγορος - και η διαδικασία αυτή θα συνεχιστεί αιωνίως.

Είναι βέβαιο ότι ο Αναξίμανδρος προβάλλει εδώ μια εικόνα κοσμικής ισορροπίας. Η απονομή δικαιοσύνης, η ανταπόδοση της άδικης πράξης, η αμοιβαία σχέση των εμπλεκομένων και η εναλλαγή των ρόλων τους, η αναφορά στην Αναγκαιότητα και στην τάξη του χρόνου, όλα αυτά είναι ασφαλείς ενδείξεις που μας οδηγούν στη σύλληψη του κόσμου ως συστήματος αντιμαχόμενων και ισόρροπων δυνάμεων. Η εικόνα αυτή ενισχύεται αν θεωρήσουμε ότι τα «όντα» του αποσπάσματος αναφέρονται σε αντίθετα στοιχεία ή αντίθετες δυνάμεις. Η λέξη «ον» δεν έχει αποκτήσει ακόμη το ιδιαίτερο φιλοσοφικό της νόημα - στον Όμηρο τα «όντα» είναι απλώς τα υπάρχοντα πράγματα. Εφόσον τα όντα είναι αντίθετα, τότε καταλαβαίνουμε γιατί ο θάνατος του ενός είναι κέρδος για το αντίθετό του. Ο θάνατος του θερμού είναι κέρδος για το ψυχρό. Και μάλιστα δεν είναι απλώς κέρδος του ψυχρού, αλλά επικράτηση, νίκη του ψυχρού επί του θερμού, ανταμοιβή για την αδικία που το ψυχρό είχε υποστεί με τη γέννηση του θερμού. Η αέναη μεταβολή του κόσμου είναι συνεχής διαμάχη και εναλλαγή αντίθετων δυνάμεων: κρύο και ζέστη, ξηρασία και υγρασία, συμπύκνωση και αραίωση, χειμώνας και καλοκαίρι. Με τη μεταφορά του δικαστηρίου ο Αναξίμανδρος υπαινίσσεται ότι αυτή η εμφανής διαμάχη είναι σε τελευταία ανάλυση δικαιοσύνη, αφού καμία δύναμη δεν επικρατεί ποτέ ολοκληρωτικά, αλλά στο πλήρωμα του χρόνου υπάρχει ισορροπία - οι γεννήσεις και οι θάνατοι των αντιθέτων τελικά ισοσταθμίζονται. Έτσι διατηρείται η συνεκτικότητα και η τάξη του Κόσμου.

Αυλητρίδες, Ορχηστρίδες

Στους Σφήκες του Αριστοφάνη, ο νεαρός Βδελυκλέων παλεύει να αποσπάσει το ενδιαφέρον του γέροντα πατέρα του απ’ το σασπένς των ηλιαστικών δικαστηρίων. Ο γέρος είναι αυστηρών ηθών, δημοκρατικός απ’ την κοψιά των Μαραθωνομάχων, φύτρα των Διακρίων. Κι έχει μονομανία να μηνύει κάθε μέρα αριστοκράτες. Σκέφτεται να τον δελεάσει ο γιος με άλλες ηδονές. Θα τον παρασύρει σε συμπόσιο. Πρέπει όμως να διδάξει τον ανεπιτήδειο τρόπους. Τον καλοντύνει και τον βάζει να προβάρει πώς να φερθεί στο ξένο σπίτι. Αρχίζει να τον δασκαλεύει (στ. 212-22):

“ΒΔ: Άπλωσ’ τα γόνατα, χαλάρωσε
με ευλυγισία το σώμα, χώσου στα στρώματα νωχελικά.
Κατόπιν, πες κανα δυο επαίνους για τα χάλκινα κανάτια,
περιεργάσου το ταβάνι, θαύμασε την αρμονία της αυλής.

Νερό για τα χέρια! Ας φέρουν μέσα τα τραπέζια!
Δειπνούμε τώρα! Σφουγγιζόμαστε! Προσφέραμε ήδη της σπονδές.


ΦΙΛ: Θεοί! Σε όνειρο γλυκό δειπνούμε έτσι….

ΒΔ: Άρχισε το κορίτσι να φυσά αυλό. Συμπότες μας
είναι ο Θέωρος, ο Αισχίνης, ο Φανός κι ο Κλέων
και κάποιος ξένος του Ακέστορα, στην πιο τιμητική τη θέση.

Έχοντας τέτοιους γύρω σου, να ιδώ πως θε να πιάσεις το σκόλιο το συμποτικό
.”

Τα καταφέρνει ο Φιλοκλέων. Προσαρμόζεται στο γλέντι. Βουλιάζει στην καλοπέραση. Τόσο που, στην τελευταία σκηνή του έργου, αισθάνεται μεμυημένος, διαφορετικός από εκείνον που ήτανε “πρὸ τῶν μυστηρίων” (στ. 1363). Κλέβει την αυλητρίδα του οικοδεσπότη (στ. 1345 και 1368-69) την ώρα που ήταν έτοιμη ν’ αρχίσει να χαϊδολογιέται (λεσβιᾶν, στ. 1346) με όλους. Και τώρα, τους έχει όλους να τον κυνηγούν και να απειλούνε με μηνύσεις. Ωστόσο, αυτός δεν νοιάζεται. Παίρνει σπίτι του το κορίτσι, καλοπιάνοντάς το με γλυκόλογα αρκεί να συνεχίσει να τρίβει το “σαπρόν… σχοινίον” του (στ. 1342-43). Την λέει “χρυσοσκάθαρό” του (χρυσομηλολόνθιον, στ. 1341) και “χοιρίον” ‒γνωστή αθυροστομία του Αριστοφάνη όταν αναφέρεται στο γυναικείο αιδοίο. Και υπόσχεται, όταν πεθάνει ο τσιγγούνης γιος του, να εξαγοράσει την ελευθερία της (λυσάμενος, στ. 1353) για να την έχει σύντροφο.

Δεν χρειαζόταν να είναι εταίρα μια γυναίκα για να τραβήξει την αντρική προσοχή στα συμπόσια. Το ίδιο συνέβαινε ακόμη και με μια αυλητρίδα ή χορεύτρια, μια μικρή δούλα δηλαδή ‒γιατί μόνο η κοινωνική θέση διαφοροποιούσε τα κορίτσια αυτά από το λαμπρότερο status των ειδικών της ηδονής, το οποίο εξάλλου, στην εξέλιξή τους, μπορούσαν να πετύχουν αν η τύχη τα ευνοούσε.

Για μια τέτοια παιδίσκη ξεσπούσε τσαμπουκάς μεγάλος στα συμπόσια. Ειδικά από τη στιγμή που η οινοποσία προχωρούσε κι άρχιζε να θολώνει τη νηφάλια κρίση. Τέτοια φερσίματα ήταν αναμενόμενα αν μεταξύ των προσκεκλημένων βρίσκονταν αγροίκοι. Γι’ αυτούς, η απόσταση από την αρχική αμηχανία και συστολή μέχρι τον άγριο καβγά ήταν μια κούπα παραπάνω. Το ίδιο μπορούσε να συμβεί και σε ανθρώπους που δεν θα το περίμενε κανείς. Οι Δειπνοσοφισταί (ΧΙΙΙ 607c-e) του Αθήναιου θυμούνται το εξής περιστατικό:

“Όσοι επιθυμούν να ενεργούν με μεγάλη σωφροσύνη, κρατάνε αυτή τη στάση στα συμπόσια μέχρις ενός σημείου. Κι έπειτα, όταν μεσολαβήσει το κρασάκι, δείχνουν κάθε λογής ασχημοσύνη. Αυτό έγινε και παλιότερα με τους θεωρούς από την Αρκαδία που είχαν επισκεφθεί τον Αντίγονο. Αρχικά, γευμάτιζαν με μεγάλη σοβαρότητα κι ευπρέπεια, όπως πίστευαν, χωρίς να σηκώνουν το βλέμμα ούτε προς εμάς, ούτε καν μεταξύ τους. Καθώς όμως προχωρούσε η οινοποσία και μπήκαν κι άλλα θεάματα στο πρόγραμμα, κι άρχισαν να χορεύουνε οι Θεσσαλές ορχηστρίδες καλυμμένες μόνο με περιζώματα και κατά τα άλλα γυμνές όπως το συνηθίζουν, οι άντρες δεν μπορούσαν πλέον να κρατηθούν, αλλά πετιούνταν απ’ τα ανάκλιντρα και φώναζαν σαν να έβλεπαν το πιο θαυμαστό θέαμα, κι αποκαλούσαν μακάριο τον βασιλιά που μπορούσε να έχει τέτοιες απολαύσεις, κι έκαναν και πολλές άλλες παρόμοιες απρέπειες. Και κάποιος φιλόσοφος που έπινε μαζί μας, όταν είχε μπει μέσα η νεαρή αυλητρίδα κι ήθελε να καθίσει δίπλα του, δεν της το επέτρεψε και την αποπήρε, παρ’ όλο που υπήρχε πολύς χώρος. Αλλά όταν, αργότερα, άρχισε η διαδικασία της πώλησης του κοριτσιού όπως συνήθως συμβαίνει στα συμπόσια, εκείνος άρχισε να την διεκδικεί με ζήλο νεανικό και αμφισβήτησε την πώλησή της, ότι έγινε κάπως γρήγορα, όταν ένας άλλος πλειοδότησε. Ισχυριζόταν πως η διαδικασία δεν είχε προλάβει να ολοκληρωθεί. Στο τέλος, ο φιλόσοφος έφτασε να παίξει μέχρι και μπουνιές. Εκείνος ο αταλάντευτος που, στην αρχή, δεν είχε καν αφήσει την αυλητρίδα να καθίσει πλάι του.”

Τα κορίτσια σερβίρονταν στα αριστοκρατικά συμπόσια σαν να ήταν μεζεδάκια, για να ’ναι ο κώμος επιτυχής. Το ίδιο μπορούσε να συμβεί και σε πιο λαϊκά περιβάλλοντα, όπως στα πανδοχεία που προορίζονταν για ταξιδιώτες. Στους Βατράχους του Αριστοφάνη, ο Διόνυσος κατεβαίνει στον Άδη συνοδευόμενος από τον υπηρέτη του, αλλά, επειδή φοβάται να μπει μέσα, εξαναγκάζει τον δούλο του σε αλλαγή ρόλων. Ο Ξανθίας ευνοείται απ’ τον αιφνιδιασμό γιατί ο πανδοχέας τον προσκαλεί έχοντας στρώσει τραπέζι με ψωμιά και φάβα, σούπες και βραστά, βόδι ολάκερο στα κάρβουνα, πιτάκια και κουλούρια, καβουρντισμένα στραγάλια, τραγιά και πουλερικά, και μαζί άφθονο γλυκύτατο κρασί (στ. 508-11). Και καθώς εκείνος ακόμη διστάζει να μπει, στο μενού προστίθενται μια ωραιότατη αυλητρίδα και δυο τρεις ορχηστρίδες. “Πώς; Ορχηστρίδες;” ‒ρωτάει ο Ξανθίας έκπληκτος. “Μπουμπούκια και φεσκο-αποτριχωμένες” ‒τον διαβεβαιώνει ο πανδοχεύς (ἡβυλλιῶσαι κἄρτι παρατετιλμέναι, στ. 516).

Ήταν μεγάλη η ικανότητα των κοριτσιών αυτών να προσφέρουν θελκτικά θεάματα και ακροάματα. Την έδειξε το απόσπασμα από τους Δειπνοσοφιστές που πριν λίγο παραθέσαμε. Μπορούμε να την υποθέσουμε και από τους πινδαρικούς στίχους (απ. 122/Snell), τους οποίους έχουμε με άλλη αφορμή συζητήσει ‒είχαν συντεθεί προς τιμήν του Κορίνθιου Ολυμπιονίκη που είχε αναθέσει “μεριά εκατό”, πενήντα δηλαδή χορεύτριες, ως ιερόδουλες στην Αφροδίτη της Κορίνθου για να ορχούνται εναλλάξ στο συμποτικό μουσικό του σκόλιον.

Στο Συμπόσιο του Ξενοφώντα, βρίσκουμε κι άλλες πληροφορίες σχετικά με τα ηδονικά θεάματα και ακροάματα που γαρνίριζαν την εστίαση των κραιπαλοκώμων. Το γλέντι διοργανώνεται στην Αθήνα, στο σπίτι του Καλλία, προς τιμήν του Αυτόλυκου που είχε νικήσει στο παγκράτιο. Συμμετέχει κι ο Σωκράτης. Όταν το γεύμα ολοκληρώθηκε και τα τραπέζια απομακρύνθηκαν, μπήκε στην αίθουσα ένας πλανώδιος Συρακούσιος. Είχε μαζί του μια καλή αυλητρίδα, μια ορχηστρίδα για ακροβατικά κι ένα ωραίο αγόρι κιθαριστή και χορευτή, και παρουσίαζε τις τέχνες τους έναντι αμοιβής (ἔχων τε αὐλητρίδα ἀγαθὴν καὶ ὀρχηστρίδα τῶν τὰ θαύματα δυναμένων ποιεῖν, καὶ παῖδα πάνυ γε ὡραῖον καὶ πάνυ καλῶς κιθαρίζοντα καὶ ὀρχούμενον. ταῦτα δὲ καὶ ἐπιδεικνὺς ὡς ἐν θαύματι ἀργύριον ἐλάμβανεν, ΙΙ 2-3).

Το θέαμα ξεκίνησε με την αυλητρίδα να παίζει. Η άλλη κοπέλα, τότε, άρχισε να χορεύει εκσφενδονίζοντας ψηλά και ξαναπιάνοντας στεφάνια, τα οποία τής προμήθευε ο νεαρός, δώδεκα στο σύνολο ‒τα χειριζόταν υπολογίζοντας να εναρμονίζεται η κίνησή τους με τον ρυθμό της μουσικής (ἐκ τούτου δὴ ηὔλει μὲν αὐτῇ ἡ ἑτέρα, παρεστηκὼς δέ τις τῇ ὀρχηστρίδι ἀνεδίδου τοὺς τροχοὺς μέχρι δώδεκα, ἡ δὲ λαμβάνουσα ἅμα τε ὠρχεῖτο καὶ ἀνερρίπτει δονουμένους συντεκμαιρομένη ὅσον ἔδει ῥιπτεῖν ὕψος ὡς ἐν ῥυθμῷ δέχεσθαι αὐτούς, ΙΙ 7).

Έπειτα έστησαν γύρω από τη χορεύτρια όρθια σπαθιά σε κύκλο κι εκείνη άρχισε να κάνει φιδωτές τούμπες τριγύρω τους, τόσο τολμηρές που οι παρόντες φοβηθήκανε μην πάθει κάτι (μετὰ δὲ τοῦτο κύκλος εἰσηνέχθη περίμεστος ξιφῶν ὀρθῶν. εἰς οὖν ταῦτα ἡ ὀρχηστρὶς ἐκυβίστα τε καὶ ἐξεκυβίστα ὑπὲρ αὐτῶν. ὥστε οἱ μὲν θεώμενοι ἐφοβοῦντο μή τι πάθῃ, ΙΙ 11).

Η εξέλιξη των θεαμάτων στο Συμπόσιο συνεπαίρνει τους συμπότες. Συζητούν τώρα για τις δυνατότητες του σώματος και τις επιθυμίες της σάρκας, τα αρώματα και τις ηδονές, μέχρι που κάποιοι προσπαθούν μέχρι και να αντιγράψουνε τα ακροβατικά που παρακολουθούν, καταλήγοντας φυσικά σε άκομψες καρικατούρες τους. Καθώς η νύχτα παίρνει μια τέτοια τροπή, ο Σωκράτης προσπαθεί να μετατοπίσει την κουβέντα γύρω απ’ τον έρωτα του πνεύματος.

Όμως το θέμα της μίμησης, για το οποίο τα θεάματα έχουν εξωθήσει τη συντροφιά να μιλάει, το οδηγεί σε οργασμική κορύφωση ο Συρακούσιος ὀρχηστοδιδάσκαλος στο τέλος της γιορτής. Η αυλητρίδα τώρα παίζει βακχικούς σκοπούς κι η ορχηστρίδα με τον νέο παρουσιάζουν παντομίμα της ιερογαμίας Αριάδνης και Διονύσου (ΙΧ 2-7). Οι κινήσεις είναι αρχικά μετρημένες, τέτοιες που υποδεικνύουν ντροπαλοσύνη. Όταν όμως ο Διόνυσος κάθεται στα γόνατα της Αριάδνης κι αρχίζει να την χαϊδεύει και να την φιλάει ασυγκράτητα κι ορκίζεται έρωτα αληθινό κι εκείνη ανταπαντάει, οι περιπτύξεις γίνονται πραγματικές. Σαν να υπερβαίνουν τις στάσεις της σεμνότητας που είχαν ‒αν είχαν πράγματι‒ υποδειχθεί απ’ τον σκηνοθέτη (ἐῴκεσαν γὰρ οὐ δεδιδαγμένοις τὰ σχήματα). Σαν να αναλογούν σε δυο εραστές που για καιρό επιθυμούσαν φλογερά ο ένας τον άλλον (ἀλλ᾽ ἐφειμένοις πράττειν ἃ πάλαι ἐπεθύμουν). Οι εραστές πάνε προς το κρεβάτι. Οι συνδαιτυμόνες έχουν ήδη σηκωθεί όρθιοι, σε πλήρη έκσταση, και φεύγουν από το σπίτι του Καλλία αναζητώντας γυναίκα. Πριν φύγει, το κοινό είχε ζητήσει encore (ἐβόων αὖθις).

Το Μυστικιστικό Μονοπάτι και οι ψευδαισθήσεις του ανόητου ανθρώπου

Στην απέραντη ταπισερί της ύπαρξης, τα πάντα γύρω μας είναι μια εκδήλωση του Θείου. Ο περίπλοκος σχεδιασμός του σύμπαντος, ο αρμονικός χορός των στοιχείων και η μυστηριώδης συνένωση των στιγμών της ζωής είναι όλα εκφράσεις μιας άπειρης νοημοσύνης που διαπερνά όλα τα πράγματα. Ωστόσο, παρά την πανταχού παρουσία αυτής της θεϊκής ουσίας, ο ανόητος άνθρωπος παραμένει τυφλός στην πραγματικότητά της. Αποδίδει τα δικά του περιορισμένα νοήματα στις εκδηλώσεις του Θείου, διαμορφώνοντάς τες ώστε να ταιριάζουν στα στενά όρια των σκέψεών του, αποτυγχάνοντας να συλλάβει την αλήθεια που βρίσκεται πέρα από την εμβέλεια της απλής νόησης.

Το λάθος του ανόητου ανθρώπου έγκειται στην προσκόλλησή του με το φευγαλέο, το παροδικό. Προσκολλάται στο εφήμερο, πιστεύοντας ότι είναι αιώνιο. Χτίζει τη ζωή του πάνω σε κινούμενες άμμους, χτίζοντας κάστρα ψευδαισθήσεων που οι άνεμοι του χρόνου αναπόφευκτα διαβρώνουν. Κάθε στιγμή είναι μια υπενθύμιση της παροδικότητας του κόσμου, ωστόσο ζει σαν τα πράγματα που αγαπά θα διαρκέσουν για πάντα. Αυτή η αυταπάτη τον εμποδίζει να αναγνωρίσει τη βαθύτερη αλήθεια: ότι η μόνη σταθερά στο σύμπαν είναι η αλλαγή και ότι η προσκόλληση σε ό,τι είναι προσωρινό οδηγεί μόνο σε βάσανα.

Όλα όσα συμβαίνουν δεσμεύονται από τον Νόμο της Φύσης, έναν νόμο τόσο αδυσώπητο όσο ο ίδιος ο χρόνος. Κάθε πράξη έχει την αιτία της και κάθε αιτία έχει το αποτέλεσμά της. Αυτή η αλυσίδα αιτιότητας είναι άρρηκτη, ωστόσο ο ανόητος άνθρωπος ενεργεί σαν να είναι απαλλαγμένος από αυτήν. Βυθίζει το χέρι του στη φωτιά, πιστεύοντας ότι δεν θα καεί. Αγνοεί τα μαθήματα του παρελθόντος, επαναλαμβάνοντας τα ίδια λάθη, παγιδευμένος σε έναν κύκλο άγνοιας και πόνου. Οι σοφοί βλέπουν τον κόσμο όπως είναι αληθινά—ένας ιστός διασυνδέσεων, όπου κάθε νήμα είναι μέρος του συνόλου και κάθε δράση αντηχεί μέσα από τον ιστό του χρόνου.

Αν μπορούσαμε να κοιτάξουμε πέρα από το πέπλο του χρόνου, θα βλέπαμε πόσες ζωές έχουμε ζήσει και πόσες έχουμε σπαταλήσει, επιστρέφοντας ξανά και ξανά σε αυτόν τον κόσμο χωρίς να αποκτήσουμε σοφία. Το βάρος αυτής της συνειδητοποίησης θα βάραινε βαριά στις ψυχές μας, αναγκάζοντάς μας να αναζητήσουμε το μονοπάτι που οδηγεί πίσω στην αληθινή μας Εστία. Αλλά ο ανόητος άνθρωπος, που αγνοεί αυτό το μεγαλύτερο ταξίδι, είναι ικανοποιημένος απλώς να ζει, οδηγούμενος από την επιθυμία να επιβιώσει με οποιοδήποτε κόστος. Αγνοεί τον ανώτερο σκοπό της ζωής, το ταξίδι της ψυχής προς την απελευθέρωση.

Παντού γύρω μας, οι άνθρωποι καταναλώνονται από τις επιθυμίες τους, πιστεύοντας ότι η εκπλήρωση αυτών των επιθυμιών θα τους φέρει ευτυχία. Ωστόσο, στο κυνήγι της ευχαρίστησης, βρίσκουν μόνο δυσαρέσκεια. Κυνηγούν ψευδαισθήσεις, μπερδεύοντάς τες με την πραγματικότητα, και στο τέλος μένουν με άδεια χέρια. Οι σοφοί το βλέπουν αυτό, αναγνωρίζοντας τη ματαιότητα τέτοιων επιδιώξεων, αλλά ο ανόητος άνθρωπος παραμένει ευδαιμονικά αδαής. Πείθει τον εαυτό του ότι οι απολαύσεις του κόσμου είναι το κλειδί για την ευτυχία, ακόμη κι όταν τον οδηγούν βαθύτερα στο βούρκο του πόνου.

Η αληθινή ζωή, η ζωή που υπερβαίνει τις ψευδαισθήσεις των αισθήσεων και τις αυταπάτες του νου, βρίσκεται στη Γνώση. Αυτή η Γνώση δεν είναι της νόησης αλλά της ψυχής, μια βαθύτερη κατανόηση που προέρχεται από την άμεση εμπειρία του Θείου. Είναι μια γνώση που ξεπερνά τις λέξεις, πέρα από τη σκέψη και πέρα από την αντίληψη του ανόητου ανθρώπου, που είναι σίγουρος για την άγνοιά του. Πιστεύει ότι ό,τι μπορεί να αγγίξει και να δει είναι το μόνο που υπάρχει, και σε αυτήν την πεποίθηση, παραμένει παγιδευμένος στη φυλακή που δημιούργησε ο ίδιος.

Το να υπερβούμε τις πλάνες που έχουμε διδαχθεί ή αυτές που έχουμε αποδεχθεί από επιθυμία για ασφάλεια, είναι πράγματι ένα δύσκολο έργο. Απαιτεί θάρρος, αποφασιστικότητα και διάθεση να αφήσεις το οικείο και το άνετο. Αυτός ο δρόμος είναι ο μόνος δρόμος για την αληθινή απελευθέρωση, αλλά είναι ένας δρόμος που λίγοι είναι πρόθυμοι να βαδίσουν. Ο ανόητος άνθρωπος, ικανοποιημένος με τις αυταπάτες του, ξυπνά κάθε μέρα πιστεύοντας ότι είναι ασφαλής στις πεποιθήσεις του και κοιμάται κάθε βράδυ τυλιγμένος στην παρηγορητική αγκαλιά της άγνοιας.

Ζούμε σε μια εποχή σκότους, μια εποχή όπου το φως της αλήθειας κρύβεται από τις σκιές της ψευδαίσθησης. Το σκοτάδι είναι βαθύ, αλλά είναι πάντα πιο σκοτεινό λίγο πριν την αυγή. Αυτή είναι μια εποχή μεγάλου κινδύνου και μεγάλων δυνατοτήτων. Το μονοπάτι είναι ασαφές, και πρέπει να περπατήσουμε προσεκτικά, γιατί δεν υπάρχουν σαφή σημάδια που να μας καθοδηγούν. Ο σοφός κινείται με προσοχή, έχοντας επίγνωση των κινδύνων, αλλά ο ανόητος βαδίζει μπροστά με αυτοπεποίθηση, χωρίς να γνωρίζει ότι σκοντάφτει στα τυφλά μέσα στο σκοτάδι. Είναι σίγουρο ότι θα φτάσει στον προορισμό του, αλλά δεν ξέρει πού πηγαίνει.

Υπάρχουν πολλοί που θα έδιναν τα πάντα για μια στιγμή αληθινής ειρήνης, μια ειρήνη που έρχεται από μέσα, ακλόνητη από την αναταραχή του κόσμου. Ωστόσο, ο ανόητος άνθρωπος σπαταλά τη ζωή του επιδιώκοντας κοσμικές μάχες, συμμετέχοντας στον πόλεμο του κόσμου, όπου οι άνθρωποι καταβροχθίζονται μεταξύ τους στην αναζήτησή τους για δύναμη, πλούτο και θέση. Δεν βλέπει ότι πρόκειται για ψευδαισθήσεις, περισπασμούς από το αληθινό μονοπάτι, και στο τέλος δεν του μένει παρά η στάχτη των ονείρων του.

Σε τελική ανάλυση, ό,τι και να κάνουμε σε αυτόν τον κόσμο είναι τελικά χωρίς νόημα. Όταν ανοίγουμε τα χέρια μας στο τέλος της ζωής μας, διαπιστώνουμε ότι δεν κρατάμε τίποτα άλλο εκτός από στάχτη. Οι σοφοί το καταλαβαίνουν αυτό και ξέρουν ότι το μόνο πράγμα που παίρνουμε μαζί μας είναι η Γνώση, η αληθινή κατανόηση που προέρχεται από μια ζωή που ζούμε σε ευθυγράμμιση με το Θείο. Γνωρίζουν επίσης ότι το μόνο πράγμα που αφήνουμε πίσω είναι η Αγάπη μας, η ανιδιοτελής αγάπη που προκύπτει από τη συνειδητοποίηση της ενότητάς μας με όλα τα όντα. Αλλά ο ανόητος άνθρωπος προσκολλάται στα πράγματα του κόσμου, πιστεύοντας ότι σε αυτά θα βρει τη σωτηρία. Δεν βλέπει ότι τα πράγματα που αγαπά δεν είναι παρά σκιές και στο τέλος θα σβήσουν όλα.

Ο δρόμος προς την αληθινή απελευθέρωση δεν είναι εύκολος. Απαιτεί να δούμε μέσα από τις ψευδαισθήσεις που μας παρουσιάζει ο κόσμος, να αναγνωρίσουμε την παροδικότητα όλων των πραγμάτων και να κατανοήσουμε τους βαθύτερους νόμους που διέπουν την ύπαρξη. Απαιτεί να απομακρυνθούμε από τους περισπασμούς του κόσμου και να αναζητήσουμε τη Γνώση που βρίσκεται μέσα μας. Αλλά για τον ανόητο, αυτός ο δρόμος είναι πολύ δύσκολος. Προτιμά την άνεση των αυταπατών του, την ασφάλεια της άγνοιάς του και τις φευγαλέες απολαύσεις του κόσμου. Και έτσι παραμένει παγιδευμένος, περιπλανώμενος στο σκοτάδι, αγνοώντας το φως που βρίσκεται ακριβώς πέρα από τον ορίζοντα.

Τελικά η επιλογή είναι δική μας. Μπορούμε να επιλέξουμε να παραμείνουμε στο σκοτάδι, προσκολλημένοι στις ψευδαισθήσεις που έχουμε διδαχθεί, ή μπορούμε να επιλέξουμε να αναζητήσουμε το φως, να ακολουθήσουμε το μονοπάτι της Γνώσης και της Απελευθέρωσης. Ο δρόμος δεν είναι εύκολος, αλλά είναι ο μόνος δρόμος για την αληθινή ελευθερία. Ας μην είμαστε σαν τον ανόητο, ικανοποιημένοι να ζούμε μέσα στην άγνοια και την αυταπάτη. Ας προσπαθήσουμε να δούμε τον κόσμο όπως είναι αληθινά, να κατανοήσουμε τις βαθύτερες αλήθειες που διέπουν την ύπαρξη και να βαδίσουμε στο μονοπάτι που οδηγεί στο αληθινό μας Σπίτι. Μόνο τότε θα βρούμε την ειρήνη και την απελευθέρωση που αναζητούμε.

Το Αιώνιο Βασίλειο της Αληθινής Ζωής: Ένα Ταξίδι Πέρα από τον Χρόνο και τη Μορφή

Στα βάθη της άπειρης σιωπής, όπου τα κύματα της κοσμικής συνείδησης συγχωνεύονται με τα ήρεμα νερά της πρωταρχικής ύπαρξης, βρίσκεται η ανέκφραστη σφαίρα γνωστή ως το Αιώνιο Βασίλειο της Αληθινής Ζωής. Δεν είναι ένας τόπος που μπορεί να προσεγγιστεί με τα πόδια, ούτε μια διάσταση που μπορεί να μετρηθεί με ανθρώπινα όργανα. Είναι η πανταχού παρούσα πραγματικότητα που υποστηρίζει όλη την ύπαρξη, το θεμελιώδες έδαφος του Είναι, που υπερβαίνει τα απατηλά όρια του χώρου και του χρόνου.

Όταν μιλάμε για την Ειρήνη του Νου, αγγίζουμε την πρώτη πύλη προς αυτό το βασίλειο. Εδώ, οι σκέψεις παύουν τον ασταμάτητο χορό τους, όπως τα φθινοπωρινά φύλλα που εγκαθίστανται απαλά πάνω σε ήρεμα νερά. Ο νους, παγιδευμένος για τόσο καιρό στον λαβύρινθο της δικής του δημιουργίας, ανακαλύπτει την αληθινή του φύση ως έναν αχανή, κενό χώρο, που περιέχει τα πάντα αλλά δεν δεσμεύεται από τίποτα. Σε αυτή την ειρήνη, η αδιάκοπη φλυαρία του νου δίνει τη θέση της σε μια βαθιά σιωπή που μιλάει μέσα από την άρρητη πληρότητά της.

Η Ειρήνη της Ψυχής αναδύεται ως η δεύτερη πύλη, όπου η ίδια η ουσία της ύπαρξης ανακαλύπτει την απεριόριστη φύση της. Εδώ, η ατομική ψυχή αναγνωρίζει τον εαυτό της ως μια σταγόνα του ωκεανού που επιστρέφει στην πηγή της, διαλύοντας τα τεχνητά όρια που κάποτε την διαχώριζαν από το άπειρο. Σε αυτή τη διάλυση, δεν υπάρχει απώλεια αλλά μάλλον μια άπειρη κερδοφορία – η ανάκτηση της αληθινής μας κληρονομιάς ως απεριόριστη επίγνωση.

Η Ειρήνη του Σώματος, η τρίτη πύλη, εκδηλώνεται όταν η φυσική μορφή ευθυγραμμίζεται με τον κοσμικό ρυθμό. Το σώμα γίνεται ελαφρύ σαν τον αέρα, διαφανές σαν κρύσταλλο, ένα τέλειο όργανο μέσα από το οποίο η θεϊκή μουσική εκφράζεται. Δεν είναι πλέον μια φυλακή από σάρκα και οστά, αλλά ένας ζωντανός ναός όπου ο ιερός χορός της ύπαρξης ξεδιπλώνεται αβίαστα.

Το να διασχίζουμε τον κόσμο αθόρυβα σημαίνει να κινούμαστε μέσα στην ύπαρξη σαν την πνοή του ανέμου – χωρίς να αφήνουμε ίχνη, χωρίς να διεκδικούμε τίποτα, επηρεάζοντας τα πάντα αλλά χωρίς να προσκολλούμαστε σε τίποτα. Αυτή είναι η οδός του αφυπνισμένου όντος, εκείνου που έχει υπερβεί την ανάγκη για αναγνώριση, την παρόρμηση να επιτύχει, την επιθυμία να γίνει κάτι. Ένα τέτοιο ον απλώς υπάρχει, ολοκληρωμένο σε κάθε στιγμή, τέλειο μέσα στην ίδια του την ατέλεια.

Το Αιώνιο Τώρα, για το οποίο μίλησαν οι μύστες ανά τους αιώνες, δεν είναι μια χρονική στιγμή αλλά η πλήρης υπέρβαση του χρόνου. Είναι εκεί όπου το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον καταρρέουν σε μια ενιαία έκρηξη επίγνωσης, όπου κάθε στιγμή περιέχει μέσα της την ολότητα της ύπαρξης. Εδώ, σε αυτή τη διαχρονική σφαίρα, ο αναζητητής ανακαλύπτει πως δεν υπήρξε ποτέ κάτι που έπρεπε να αναζητηθεί, κανένας τόπος να φτάσει, τίποτα να γίνει.

Όταν κατανοήσει κανείς ότι «Κάθε Στιγμή είναι η Κορυφή της Ζωής», η αναζήτηση τελειώνει. Κάθε ανάσα γίνεται ένα σύμπαν από μόνη της, πλήρες, τέλειο, χωρίς να του λείπει τίποτα. Η πρωινή δροσιά φέρει την ίδια βαθιά αλήθεια με τα μεγαλύτερα κοσμικά γεγονότα. Το γέλιο ενός παιδιού έχει το ίδιο βάρος με την αρχαιότερη σοφία. Τα πάντα εξισώνονται στο φως της καθαρής επίγνωσης.

Το να είναι κανείς «έξω από κάθε εξέλιξη» σημαίνει να αναγνωρίσει πως η αληθινή φύση δεν εξελίχθηκε ποτέ και ούτε πρόκειται – είναι αιώνια πλήρης, αιώνια τέλεια. Η φαινομενική κίνηση της δημιουργίας δεν είναι παρά το παιχνίδι της συνείδησης, όπως τα κύματα στην επιφάνεια ενός άπειρου ωκεανού. Το αφυπνισμένο ον αναπαύεται στα βάθη όπου κανένα κύμα δεν έχει φτάσει ποτέ.

Σε αυτό το Βασίλειο της Αληθινής Ζωής, το παράδοξο γίνεται η μόνη αλήθεια: το κενό είναι πληρότητα, η σιωπή είναι η υψηλότερη ομιλία, η ακινησία είναι η πιο βαθιά κίνηση. Εδώ, ο αναζητητής και το αναζητούμενο γίνονται ένα, ο παρατηρητής και το παρατηρούμενο διαλύονται σε καθαρή παρατήρηση. Δεν πρόκειται για μια κατάσταση που πρέπει να επιτευχθεί, αλλά για την αιώνια πραγματικότητα που πρέπει να αναγνωριστεί, όχι για έναν προορισμό που πρέπει να φτάσουμε, αλλά για το έδαφος στο οποίο πάντα στεκόμασταν.

Το ταξίδι προς αυτή την επίγνωση είναι ταυτόχρονα το μακρύτερο και το συντομότερο απ’ όλα τα ταξίδια – το μακρύτερο γιατί φαίνεται να διασχίζει άπειρες αποστάσεις μέσα από αμέτρητες ζωές, το συντομότερο γιατί είναι απλώς η αναγνώριση αυτού που ήδη είναι. Σε αυτό το βασίλειο, όλες οι ερωτήσεις βρίσκουν την απάντησή τους στη σιωπηλή γνώση που προηγείται κάθε ερώτησης. Κάθε αναζήτηση βρίσκει την ολοκλήρωσή της στην επίγνωση ότι είμαστε αυτό που αναζητούμε.

Το Αιώνιο Βασίλειο της Αληθινής Ζωής δεν είναι ξεχωριστό από αυτή τη στιγμή, από αυτή την ανάσα, από αυτή την επίγνωση που διαβάζει αυτές τις λέξεις. Είναι ο χώρος μέσα στον οποίο αναδύεται κάθε εμπειρία, η γνώση μέσα στην οποία εμφανίζεται κάθε γνώση, το είναι μέσα στο οποίο εκτυλίσσεται κάθε γίγνεσθαι.

Σε αυτή την αναγνώριση, η ζωή γίνεται ένας αυθόρμητος εορτασμός του εαυτού της, κάθε στιγμή μια φρέσκια έκρηξη δημιουργικότητας, κάθε ανάσα ένα νέο σύμπαν που γεννιέται. Το θεϊκό παιχνίδι συνεχίζεται, αλλά τώρα φαίνεται όπως πραγματικά είναι – ο χορός της συνείδησης που απολαμβάνει τις άπειρες δυνατότητές της, το Ένα που γίνεται το Πολλαπλό, μόνο και μόνο για να θυμηθεί ξανά και ξανά την Ενότητά του, μέσα σε ατέρμονους κύκλους λήθης και ανάμνησης, αποκρύψεων και αποκαλύψεων, απώλειας και επανα-εύρεσης του εαυτού του.

Η Άπειρη Απεραντοσύνη της Απεριόριστης Επίγνωσης

Το ταξίδι προς την Απεριόριστη Επίγνωση δεν είναι ένα μονοπάτι που μπορεί να διαβεί κανείς με τα πόδια, ούτε ένας προορισμός που μπορεί να επιτευχθεί με χρονικά μέτρα. Είναι μια απέραντη έκταση που διαπερνά κάθε ύπαρξη, διαλύοντας τις ψευδείς κατασκευές του χώρου και του χρόνου, θρυμματίζοντας τις ψευδαισθήσεις του διαχωρισμού και της δυαδικότητας. Εκείνοι που έχουν αντικρίσει αυτήν την Πραγματικότητα, εκείνοι των οποίων τα εσωτερικά πέπλα έχουν αρθεί, βλέπουν πως αυτό που κάποτε αποκαλούσαν "εγώ" δεν είναι παρά μια φευγαλέα σκιά επάνω στον αιώνιο καμβά της συνείδησης.

Η Διάλυση της Ψευδαίσθησης

Το να κατοικεί κανείς στην οικία της Απεριόριστης Επίγνωσης σημαίνει να έχει υπερβεί τα δεσμά του εγώ, να έχει ξεπεράσει τις αυταπάτες που δημιουργούν όρια μεταξύ του "αυτού" και του "άλλου", του "εγώ" και του "εσένα". Το πέπλο της ψευδαίσθησης που σκεπάζει την αντίληψη ανυψώνεται, αποκαλύπτοντας ένα πεδίο άπειρης παρουσίας, μια σιωπηλή, φωτεινή απεραντοσύνη όπου όλα διαπερνούν το ένα το άλλο χωρίς εμπόδια.

Ο νους, διαμορφωμένος από χρόνια ταύτισης και προσκόλλησης, δυσκολεύεται να κατανοήσει αυτή τη διάλυση. Ρωτά: «Αν αφήσω όλα όσα με ορίζουν, τι απομένει;» Αλλά αυτή η ερώτηση πηγάζει από τον φόβο της απώλειας, από τον φόβο πως χωρίς προσκόλληση, θα έπαυε να υπάρχει. Κι όμως, στην πραγματικότητα, τίποτα δεν χάνεται—μόνο οι αλυσίδες της ψευδαίσθησης σπάνε. Και αυτό που απομένει είναι εκείνο που πάντα υπήρχε: η Άπειρη Επίγνωση, ελεύθερη, απεριόριστη, ακτινοβόλα πέρα από κάθε μέτρο.

Πέρα από τον Χώρο και τον Χρόνο

Όταν το απατηλό πέπλο της χωριστότητας διαλύεται, αναγνωρίζει κανείς πως δεν υπάρχει "εδώ" ή "εκεί", "πριν" ή "μετά". Είτε το σώμα κάθεται πάνω στις ψυχρές πέτρες μιας ορεινής κορυφής, είτε παρασύρεται από τα ρεύματα του ωκεανού, είτε περιπλανιέται μέσα σε πολυσύχναστους δρόμους, είτε αναπαύεται σε σιωπηλή μοναξιά, δεν έχει σημασία. Ο χώρος και ο χρόνος δεν είναι παρά στιγμιαίοι κυματισμοί στην άπειρη θάλασσα της επίγνωσης. Το σώμα, ένα όργανο διαμορφωμένο από τα στοιχεία, κινείται σύμφωνα με τη φυσική εξέλιξη της ύπαρξης, η πορεία του καθοδηγείται από τον ρυθμό του σύμπαντος. Όμως η ουσία, το αληθινό Είναι, παραμένει ανέγγιχτο, ακίνητο, αναπαυόμενο στην αιώνια Παρουσία του Τώρα.

Ο Σιωπηλός Παρατηρητής

Όποιος έχει αφυπνιστεί σε αυτήν την Πραγματικότητα γίνεται σαν τον ουρανό, αχανής και άπιαστος, παρακολουθώντας τα σύννεφα των εμπειριών να παρασύρονται χωρίς να προσκολλάται σε αυτά. Η χαρά και η λύπη αναδύονται και φθίνουν, σαν κύματα που αγγίζουν την ακτή. Το κέρδος και η απώλεια, ο έπαινος και η μομφή—τέτοιες δυαδικότητες δεν δεσμεύουν πλέον τον αφυπνισμένο. Διότι δεν υπάρχει "κάποιος" που να επηρεάζεται, μόνο η ίδια η Επίγνωση, σιωπηλή και γαλήνια, που είναι μάρτυρας όλων χωρίς να αγγίζεται από τίποτα.

Αυτή η κατάσταση δεν είναι μια φυγή από τον κόσμο αλλά μια απόλυτη εμβάπτιση μέσα του, μια βαθιά οικειότητα με όλα τα πράγματα, αμόλυντη από τον διεκδικητικό νου. Ο αφυπνισμένος περπατά μέσα στον κόσμο σαν ένας σιωπηλός καθρέφτης, αντανακλώντας τον χορό της ύπαρξης δίχως να αλλοιώνεται. Τίποτα δεν προσκολλάται, τίποτα δεν παραμένει. Κάθε στιγμή αναδύεται φρέσκια, νέα και απεριόριστη.

Η Ακατανόητη Αλήθεια

Οι λέξεις αδυνατούν να συλλάβουν πλήρως την ουσία αυτής της Επίγνωσης. Η γλώσσα είναι ένα εργαλείο σμιλευμένο στον κόσμο της δυαδικότητας και έτσι αποτυγχάνει όταν επιχειρεί να περιγράψει αυτό που βρίσκεται πέρα από κάθε διάκριση. Οι γραφές των αρχαίων σοφών έχουν υπαινιχθεί αυτό το μυστήριο, οι φωτισμένοι το έχουν περιγράψει, αλλά κανείς δεν το έχει περικλείσει πλήρως μέσα στον λόγο. Διότι αυτή η Πραγματικότητα πρέπει να βιωθεί άμεσα, πέρα από τη σκέψη, πέρα από την έννοια.

Εκείνοι που την αναζητούν μόνο με τη διάνοια θα βρεθούν να κυνηγούν σκιές. Μα εκείνοι που εγκαταλείπουν την προσπάθεια του νου, που διαλύονται στην παρούσα στιγμή, θα ανακαλύψουν πως ποτέ δεν υπήρξαν ξεχωριστοί από αυτήν. Η αλήθεια δεν είναι κάτι που μπορεί να αποκτηθεί· είναι αυτό που ήδη είσαι. Δεν υπάρχει τίποτα να επιτευχθεί, κανένα μέρος να φτάσεις. Υπάρχει μόνο αυτό: η άπειρη, αιώνια, απεριόριστη Επίγνωση, η διαρκής ουσία όλων των πραγμάτων.

Η Εσωτερική Σιγή

Έτσι, οι σοφοί στρέφουν το βλέμμα προς τα μέσα, όχι για να ξεφύγουν, αλλά για να αναγνωρίσουν αυτό που πάντα ήταν. Σταματούν να αναζητούν την αλήθεια σε εξωτερικές μορφές, γνωρίζοντας πως όλες οι εμφανίσεις είναι απλώς περαστικές αντανακλάσεις στον μεγάλο καθρέφτη της Επίγνωσης. Και στα βάθη αυτής της σιγής, όπου καμία σκέψη δεν αναδεύεται, όπου κανένα εγώ δεν παραμένει, αφυπνίζονται στο Ακατανόητο.

Εδώ, σε αυτόν τον άχρονο, απεριόριστο χώρο, δεν υπάρχει ανάγκη να ρωτήσει κανείς: «Πού είμαι;» ή «Ποιος είμαι;» Διότι αυτός που ρωτά έχει χαθεί, και μόνο η Αλήθεια παραμένει.

Απεριόριστη. Αιώνια. Αμετάβλητη.

Τέτοια είναι η Απέραντη Άπειρη Επίγνωση.

Το Μονοπάτι πέρα από την αντίληψη: Ένα Μυστικιστικό Ταξίδι στην Πλήρη Αφύπνιση

Εισαγωγή: Το Μονοπάτι της Πραγματοποίησης

Το ταξίδι της ψυχής προς την Πλήρη Αφύπνιση είναι ένα ταξίδι που ξεπερνά τα όρια της συμβατικής κατανόησης. Δεν είναι απλώς μια πνευματική προσπάθεια, ούτε είναι κάτι που μπορεί να εγκλωβιστεί στις σελίδες των ιερών κειμένων ή να μεταφερθεί μέσω του προφορικού λόγου. Αυτό το ταξίδι είναι μια βιωματική βύθιση στον ίδιο τον ιστό της Πραγματικότητας, ένα προσκύνημα που απαιτεί ταπεινοφροσύνη, υπομονή και ακλόνητη επιμονή. Ο απώτερος στόχος δεν είναι η απλή απόκτηση γνώσης, αλλά η πλήρης διάλυση του εαυτού στην ολότητα του Άπειρου, όπου ο αναζητητής γίνεται ένα με το αναζητούμενο, όπου η πραγμάτωση δεν είναι ένα γεγονός αλλά μια κατάσταση ύπαρξης.

Σε αυτή τη μυστικιστική οδύσσεια, πρέπει κανείς να αναγνωρίσει ότι καμία ενδιάμεση κατάσταση αντίληψης, καμία φευγαλέα στιγμή διαύγειας, δεν είναι η αληθινή Πραγματικότητα. Η πραγματικότητα, στην πιο αγνή της ουσία, είναι η Πλήρης Γνώση, μια Ολότητα που καλύπτει τα πάντα που δεν κατακερματίζεται από το χρόνο, τη σκέψη ή την αντίληψη. Είναι μια κατάσταση ύπαρξης που μπορεί μόνο να βιωθεί, όχι απλώς να κατανοηθεί. Η πορεία προς αυτή την κατάσταση είναι γεμάτη προκλήσεις, αλλά είναι μέσα από αυτές τις δοκιμασίες που η ψυχή εκλεπτύνεται, εξαγνίζεται και τελικά προετοιμάζεται για την τελική ένωση με το Θείο.

Η Επιταγή της Επιμονής

Το πνευματικό μονοπάτι δεν είναι για λιπόψυχους. Απαιτεί μια αδυσώπητη δέσμευση στην εσωτερική δουλειά, μια αφοσίωση στην επιμονή ακόμα και στις αντιξοότητες. Θα υπάρξουν στιγμές που ο αναζητητής θα πρέπει να ασκήσει τον εαυτό του σε σημείο εξάντλησης και στιγμές που η απομόνωση από τον κόσμο θα γίνει απαραίτητο βήμα προς τη βαθύτερη κατανόηση. Ωστόσο, μέσα από αυτές τις στιγμές αγώνα η ψυχή μαθαίνει να υπερβαίνει τους περιορισμούς του νου και του εγώ. Όταν κάποιος έχει κυριαρχήσει το μυαλό, ούτε ο τόπος ούτε ο χρόνος έχουν καμία σημασία. Κάθε στιγμή, όσο κοσμική ή προκλητική κι αν είναι, γίνεται μια πύλη προς το Διαχρονικό, ένα σκαλοπάτι στο μονοπάτι για την Πλήρη Αφύπνιση.

Το κλειδί σε αυτό το ταξίδι είναι να ζεις την κάθε στιγμή σαν να ήταν ολοκληρωμένη, τελειωμένη. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να υιοθετήσει κανείς μια μοιρολατρική στάση, αλλά μάλλον, να αναγνωρίσει ότι κάθε στιγμή είναι ένας μικρόκοσμος της αιωνιότητας, ένα κομμάτι του Άπειρου. Ζώντας πλήρως στο παρόν, χωρίς φιλοδοξίες, επιθυμίες ή προσδοκίες, ο αναζητητής ανοίγεται στη δυνατότητα υπέρβασης των περιορισμών του χρόνου και του χώρου. Αυτή η κατάσταση ύπαρξης, όπου το μυαλό είναι απαλλαγμένο από περισπασμούς της σκέψης και της επιθυμίας, είναι η αληθινή Πύλη προς το Διαχρονικό.

Η Πρακτική του Αληθινού Διαλογισμού

Ο Αληθινός Διαλογισμός δεν είναι μια πράξη ελέγχου, αλλά μια πράξη παράδοσης. Δεν είναι μια προσπάθεια χειραγώγησης του νου, για να τον εξαναγκάσουν σε σιωπή ή ακινησία. Μάλλον, είναι η αδιατάρακτη κατάσταση του νου που διεισδύει στις σκέψεις, τις παρατηρεί χωρίς προσκόλληση και τους επιτρέπει να περάσουν χωρίς αντίσταση. Είναι η διαδικασία του να γίνεις ο σιωπηλός μάρτυρας, ο παρατηρητής που έχει επίγνωση των σκέψεων αλλά δεν είναι μπλεγμένος σε αυτές. Σε αυτή την κατάσταση, ο νους υπερβαίνει τα συνήθη πρότυπα ενασχόλησής του και εισέρχεται σε μια κατάσταση καθαρής επίγνωσης, όπου η σκέψη δεν κυριαρχεί πλέον στη συνείδηση.

Το αληθινό Σαμάντι, το αποκορύφωμα του διαλογισμού, είναι μια κατάσταση που βρίσκεται πέρα από την αντίληψη, πέρα από διαδικασίες και πέρα από τις δραστηριότητες του εγκόσμιου νου. Είναι μια κατάσταση ύπαρξης όπου ο αναζητητής απορροφάται πλήρως στο Άπειρο, όπου η δυαδικότητα υποκειμένου και αντικειμένου διαλύεται και παραμένει μόνο η αγνή, αδιαίρετη Πραγματικότητα. Αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο με προσπάθεια, γιατί δεν είναι κάτι που μπορεί να επιτευχθεί ή να κατανοηθεί. Είναι ένα δώρο χάριτος, μια αυθόρμητη ανάδυση του Θείου μέσα στην ψυχή όταν όλες οι συνθήκες είναι κατάλληλες.

Η Φύση της Ορθής Πραγματοποίησης

Η Σωστή Πραγματοποίηση και η Ορθή Κατανόηση δεν είναι προσωρινές καταστάσεις, αλλά Μόνιμες καταστάσεις ύπαρξης. Περιστασιακές αναλαμπές αλήθειας, στιγμές σαφήνειας ή διορατικότητας, αν και πολύτιμες, δεν συνιστούν αληθινό επίτευγμα. Το αληθινό επίτευγμα είναι ένα οριστικό πέρασμα πέρα από τη σκέψη, πέρα από την τάση του νου να κατανοεί και να κατηγοριοποιεί. Είναι η πλήρης εμβάπτιση στην Πραγματικότητα, όπου ο εαυτός δεν είναι πλέον ξεχωριστός από το Όλο, αλλά είναι πλήρως ενσωματωμένος στον ιστό του Άπειρου.

Σε αυτό το ταξίδι, ο αναζητητής θα αντιμετωπίσει αναπόφευκτα αντίξοες συνθήκες, προκλήσεις που δοκιμάζουν την αποφασιστικότητα και τη δέσμευσή του στο μονοπάτι. Αυτές οι προκλήσεις δεν είναι τυχαίες, αλλά είναι βαθιά ριζωμένες στις αιτίες και τις συνθήκες του ταξιδιού της ψυχής. Δεν είναι απαραίτητο να σταθούμε σε αυτές τις αιτίες, να τις αμφισβητήσουμε ή να τις αναλύσουμε. Αντίθετα, ο αναζητητής καλείται να προχωρήσει με υπομονή, με αποφασιστικότητα, εξαντλώντας όλες τις δυνάμεις τους μέχρι να περάσουν στην Άλλη Πλευρά, στο βασίλειο της Πλήρους Αφύπνισης.

Ο ρόλος της εργασίας και της προσπάθειας

Ενώ η επίτευξη της Πλήρους Αφύπνισης δεν είναι αποτέλεσμα προσπάθειας, το ταξίδι προς αυτήν απαιτεί τρομερή δουλειά. Αυτό το έργο δεν έχει να κάνει με την προσπάθεια να επιτύχει μια συγκεκριμένη κατάσταση, αλλά να καθαρίσει τον εαυτό του από τις ακαθαρσίες του κόσμου, από τις προσκολλήσεις, τα πάθη και τις εμμονικές σκέψεις που δένουν την ψυχή με το υλικό επίπεδο. Η προσπάθεια που απαιτείται δενείναι να συνειδητοποιήσουμε την Καθαρότητα, γιατί η Καθαρότητα δεν είναι κάτι που μπορεί να επιτευχθεί με τη δύναμη. Αντίθετα, η Καθαρότητα αναδύεται φυσικά όταν η ψυχή έχει καθαριστεί, όταν όλα όσα δεν είναι απαραίτητα έχουν απογυμνωθεί.

Από την οπτική γωνία του Διαχρονικού, οι έννοιες του καλού και του κακού είναι απλές ψευδαισθήσεις, κατασκευάσματα του δυιστικού νου. Ωστόσο, μέσα στη σφαίρα του κόσμου, αυτές οι έννοιες έχουν τη λειτουργία τους. Η καλοσύνη εξυψώνει την ψυχή, τη βοηθά να ανέβει προς το Θείο, ενώ το κακό την παρασύρει στα βάθη της άγνοιας και του πόνου. Ο αναζητητής πρέπει να περιηγηθεί σε αυτές τις δυνάμεις με σοφία, αναγνωρίζοντας τη σχετική αλήθεια τους, χωρίς να μπλέκεται στην ψευδαίσθησή τους.

Συμπέρασμα: Η Τελική Ένωση

Το ταξίδι στη Πλήρη Αφύπνιση δεν είναι ένα γραμμικό μονοπάτι, ούτε μπορεί να χαρτογραφηθεί με βεβαιότητα. Είναι ένα βαθιά προσωπικό, μυστικιστικό ταξίδι που απαιτεί από τον αναζητητή να εγκαταλείψει όλες τις προκαταλήψεις, να παραδοθεί πλήρως στο Θείο. Η τελική ένωση, η συγχώνευση του εαυτού με το Άπειρο, δεν είναι ένα επίτευγμα, αλλά μια κατάσταση ύπαρξης που αναδύεται φυσικά όταν όλες οι συνθήκες είναι κατάλληλες. Είναι το αποκορύφωμα ενός ταξιδιού που δεν έχει αρχή και τέλος, ένα ταξίδι που ξεπερνά τον χρόνο, τον χώρο και τους περιορισμούς του μυαλού.

Σε όσους ξεκινούν αυτό το ταξίδι, η μόνη συμβουλή που μπορεί να δοθεί είναι να συνεχίσουν. Συνεχίστε να περπατάτε το μονοπάτι με ταπεινοφροσύνη, υπομονή και επιμονή, μέχρι να φτάσετε στον Στόχο. Και όταν το κάνετε, θα διαπιστώσετε ότι ο Στόχος δεν ήταν ποτέ ένας προορισμός, αλλά μια κατάσταση ύπαρξης, μια κατάσταση Πλήρους Αφύπνισης, όπου ο εαυτός δεν είναι πλέον ξεχωριστός από το Όλο, αλλά είναι πλήρως ενσωματωμένος στην Άπειρη Πραγματικότητα.

Όταν δεν αποβάλουμε τον πόνο από το σύστημά μας, παθαίνουμε κατάθλιψη

Η προσκόλληση σε αρνητικά γεγονότα του παρελθόντος μας έχει κόστος — απαγορευτικό κόστος. Είναι σαν να προσπαθεί κανείς να ζωντανέψει τους νεκρούς, και απαιτεί τεράστιο όγκο ενέργειας.
 
Όταν βιώνουμε μια τραυματική εμπειρία, η φύση μάς δίνει κάτι παραπάνω για να μας προστατέψει την άνυνδρη περίοδο της κρίσης, αλλά αυτό το "δάνειο" έχει συ­γκεκριμένη χρονική διάρκεια. Κανένα δάνειο δεν διαρκεί για πάντα, και καταλαβαίνουμε ότι η προθεσμία πλησιάζει όταν αρ­χίζουμε να νιώθουμε ότι ο χρόνος έχει παγώσει κι ότι η ζωή μας δεν προχωράει.

Όταν αρνούμαστε να αποβάλουμε τον πόνο από το σύστημά μας, παθαίνουμε κατάθλιψη. Η τοξική ενέργεια της κατάθλιψης τροφοδοτεί την αρνητική μας στάση απέναντι στους άλλους και αποστραγγίζει ακόμη περισσότερο τα αποθέματά μας. Σύντομα αρχίζουμε να προβάλλουμε πάνω στους άλλους τα αίτια της αποτυχίας μας και να τους κατηγορούμε για τη θλιβερή μας κατάσταση.

Αυτή η ανεύθυνη αντιμετώπιση των προβλημάτων μας γίνεται ένα συνηθισμένο, καθημερινό φαινόμενο. Αρπαζόμαστε από τα δυσάρεστα γεγονότα και τις σχέσεις του παρελθόντος, όπως και του παρόντος, επειδή μας επιτρέπουν να βλέπουμε εμάς ως θύματα και όλους τους άλ­λους ως πηγή της δυστυχίας μας.

Ο μόνος τρόπος να απελευθερωθούμε από αυτό το μοτίβο στο οποίο μόνοι μας εγκλωβιστήκαμε είναι να απελευθερωθού­με από το βάρος του παρελθόντος — να ξεπληρώσουμε το ενεργειακό χρέος που δεν αντέχουμε πια να κουβαλάμε. Η συγχώρεση είναι ένας βέβαιος τρόπος απόσβεσης του χρέους.

Συγχώρεση δεν σημαίνει να πείτε ότι αυτά που σας συνέβησαν δεν έχουν σημασία ή ότι δεν πειράζει που κάποιος σας κακομε­ταχειρίστηκε. Σημαίνει απλά να απελευθερωθείτε από τα αρνη­τικά συναισθήματα που τρέφετε γι’ αυτό το γεγονός και τα πρόσωπα που αναμείχθηκαν.

Η συγχώρεση είναι οπωσδήποτε πολύτιμη, αλλά δεν είναι ο μόνος τρόπος απελευθέρωσης ενέργειας. Μερικά από τα γεγονότα του παρελθόντος που πρέπει να ξεπεράσουμε δεν είναι δυσάρεστα αλλά ευχάριστα. Μπορεί να μην έχετε τη δύ­ναμη να ξεπεράσετε το γεγονός ότι δεν είστε πια είκοσι χρό­νων - είστε πενήντα, ογδόντα. Μπορεί να μην έχετε τη δύναμη να ξεπεράσετε τη νεανική εμφάνιση που είχατε κάποτε ή τις αθλητικές σας ικανότητες, ή την ευστροφία του μυα­λού σας. Αυτή η ανικανότητα είναι άλλος ένας τρόπος να χάνετε ενέργεια ξοδεύοντάς τη στο παρελθόν.

Πολλές γυναίκες πενήντα και εξήντα χρόνων έχουν κολλήσει στα τριάντα τους, υιοθετώντας νεανικό στυλ ενώ θα έπρεπε να αναγνωρίζουν ότι βρίσκονται στο πιο σο­φό, συνετό και ώριμο στάδιο της ζωής τους. Οι μεσήλικες άντρες κάνουν το ίδιο, αγοράζοντας ένα κόκκινο διθέσιο και κυνηγώντας εικοσάρες. Όλες αυτές είναι τοξικές συμπεριφορές και μπορεί να φανούν τόσο φονικές για την υγεία όσο και η άρνηση να ξεπεράσουμε τα δυσάρεστα γεγονότα του παρελθόντος.

Πρέπει να αποδέχεστε το στάδιο της ζωής όπου βρίσκεστε και να το βιώνετε συνειδητά. Αν βρίσκεστε στην περίοδο της ωριμότητας, δεν είναι ανάγκη να δεχτείτε ότι αυτό το στάδιο της ζωής είναι συνώνυμο της φθοράς και της παρακμής, αλλά ούτε μπορείτε να ζείτε υποφέροντας για τα χαμένα σας νιάτα.

Όταν αρνείστε να ξεπεράσετε τα γεγονότα του παρελθόντος, είτε ευχάριστα είναι αυτά είτε δυσάρεστα, αναγκάζεστε να καταναλώνετε ένα μέρος του καθημερινού σας ενεργειακού προϋπολογισμού. Αν αρχίσετε να χάνετε ενέργεια και δεν κά­νετε τίποτα γι’ αυτό, η σωματική αδυναμία θα είναι αναπόφευ­κτη.

Το πρόβλημα μπορεί να πρωτοεμφανιστεί σε απλή μορφή, όταν αρχίσετε να νιώθετε ατονία ή προσέξετε ότι τα ενεργεια­κά σας επίπεδα είναι χαμηλά. Αν δεν δώσετε σημασία, αυτό μπορεί να οδηγήσει στην εμφάνιση μολυσματικής ασθένειας, γρίπης, πονοκεφάλων, ημικρανιών ή και τάσης προς εμετό. Αν συνεχίσετε να χάνετε ενέργεια χωρίς να αναλάβετε δράση, αυ­τές οι μικρές ενοχλήσεις μπορεί να εξελιχθούν σε σοβαρές ασθένειες. Και, αν και δεν είναι πολύ διαδεδομένη ιδέα, πι­στεύω ότι κι η τάση για ατυχήματα θα μπορούσε να ενταχθεί εδώ.

Όποιος είναι επιρρεπής στα ατυχήματα έχει, στην πραγματικότητα, ενεργειακές ελλείψεις. Βρίσκεται εκτός ισορροπίας και μπορεί να υποπέσει στα πάντα, από μικρές αδεξιότητες μέ­χρι λάθη που θα απειλήσουν τη ζωή του. Αυτοί οι άνθρωποι πρέπει να μάθουν να ξεχωρίζουν ποιες είναι αυτές οι μέρες ή περίοδοι της ζωής τους —όπως ακριβώς εμείς νιώθουμε “να μας γυροφέρνει το συνάχι” και προσπαθούμε να ξεκουραζόμα­στε περισσότερο, ή παίρνουμε συμπληρώματα διατροφής- επειδή δεν είναι οι κατάλληλες στιγμές για να περάσουν από συνέντευξη για δουλειά ή να πάρουν σημαντικές αποφάσεις.

Ο Ντε Σαντ ήταν άρρωστος, όχι γιατρός

Ενάντια στον μύθο του Σαντ, πρόδρομου του Φρόυντ

Ο Απολλιναίρ πιστεύει επίσης πως ότι ο άν­θρωπος των γραμμάτων, ο συγγραφέας, ο μυθιστοριογράφος, ο θεατρικός συγγρα­φέας, θέτει τα θεμέλια της σύγχρονης σεξουαλικής ψυχοπαθολογίας. Ακόμα περισσότερο, ο άνθρω­πος των Καλλιγραμμάτων βεβαιώνει πως, στο έργο του, βρίσκουμε «μια αυστηρά (sic) επιστημονική (sic) ταξινόμηση όλων των παθών που σχετίζονται με το σεξουαλικό ένστικτο».

Επανερχόμενος ακό­μα πιο πιεστικά, ο ποιητής αναφέρεται παρακάτω στην «επιστημονική πλευρά» των Εκατόν είκοσι ημερών των Σοδόμων... Ο Απολλιναίρ είχε μια ιδιό­τυπη αντίληψη για την ακρίβεια και την επιστήμη. Όσο για μας, προτιμούμε μια λιγότερο αβέβαιη επι­στημολογία.

Αργότερα, κάποιοι θα μεταβάλουν τον μαρκήσιο ντε Σαντ ακόμα και σε πρόδρομο του δόκτορα Φρόυντ - και είναι αλήθεια ότι ο αριστοκράτης από την Προβηγκία και ο Βιεννέζος παραψυχολόγος αντιμετωπίζουν την επιστήμη με τον ίδιο τρόπο! Η κυρία Ελισάβετ Ρουντινεσκό, «ιστορικός» αυτής της μεταμοντέρνας παραψυχολογίας, αρκείται, επί­σης, στο να αναπαραγάγει τον μύθο, σε ένα βιβλίο με τον τίτλο, Η σκοτεινή πλευρά του εαυτού μας, και τον υπότιτλο, Μια ιστορία διεστραμμένων (ένα θέμα που γνωρίζει καλά...) και μιλά για τον «Σαντ, τον θεωρητικό (sic) των σεξουαλικών διαστροφών» - καλά διαβάσατε: τον θεωρητικό...

Θα ήθελα να επικαλεστώ την Αννί Λε Μπρεν (Annie Le Brun) που γράφει στο βιβλίο της, Sade, aller et detours (Σαντ, πορεία και παρακάμψεις), σχετικά με τις Εκατόν είκοσι ημέρες: «Πρόκειται αναμφίβολα για το πιο ανυπόφορο κείμενο του Σαντ. Όποιος το διαβάσει προσεκτικά, θα αρρωστήσει». Πράγματι, εγώ το διάβασα προσεκτικά και έχω όντως την αδυναμία να πιστεύω ότι, σε αυτό το σημείο, η Αννί Λε Μπρεν έχει δίκιο: η ανάγνωση αυτού του βιβλίου σε αρρωσταίνει με αυτήν την από­λαυση της τερατωδίας.

Για να αποφύγω τη ναυτία που αναπόφευ­κτα θα μου προκαλέσει η εκ νέου ανάγνωση των σημειώσεών μου, θα αρκεστώ να επαναλάβω ένα κείμενο που δημοσιεύθηκε στο βιβλίο μου, Le Souci des plaisirs {Η αναζήτηση των ηδονών, ελλην. έκδ. Εξάντας, 2008), γιατί δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο εκτός από μία αντιγραφή-αναπαραγω­γή αυτού του καταλόγου που είχα συντάξει, με την πένα στο χέρι, μετά από την προσεκτική ανάγνωση αυτού του βρωμερού βιβλίου, προκειμένου να κα­ταγράψω τις διαστροφές στις οποίες επιδίδονταν οι ήρωες του Σαντ.

Ιδού: (θα πρότεινα να προσπεράσετε την παράγραφο ή να διαβάσετε μια-δυο προτάσεις μόνο)

«εκσπερματώνουν στο πρόσωπο μιας νεαρής κοπέλας· ουρούν επάνω στο φύλο ενός ιε­ρέα· καταπίνουν τη μύξα μιας γριάς· πίνουν τα ούρα ενός βρώμικου κατάκοιτου· αυνανίζονται πάνω στα μαλλιά, στον κώλο ή σε οποιοδήποτε άλλο μέλος του σώματος· εισδύουν βίαια από τον κώλο ή από το αιδοίο· καλύπτουν ένα σώμα εκτός από ένα σημείο του· απολαμβάνουν τις κακοσμίες -πορδές, κόπρανα, ιδρώτα· καταπίνουν ένα αφέ­ψημα από απορρίμματα του σώματος, από βρωμιές, από ανθρώπινα κόπρανα που τα έχουν μαρινάρει σε σαμπάνια· τρώνε τις εκκρίσεις που έχουν υποστεί ζύμωση ανάμεσα στα δάχτυλα του ποδιού· ρουφάνε τους ακατάσχετους εμετούς μιας γυναί­κας· το ίδιο με τις πορδές· πίνουν τον εμετό μιας γυναίκας αφού την έχουν μπουκώσει με εμετι­κό· καταναλώνουν τρόφιμα αφού τα βάλουν μέσα στο αιδοίο μιας ογδοντάρας· γλείφουν τον γεμάτο φλύκταινες πρωκτό ένα γέρου που δεν έχει πλυθεί ποτέ· πίνουν το αίμα της περιόδου· τρώνε αποβο­λές και έμβρυα· απολαμβάνουν όλων των ειδών τα ανθρώπινα περιττώματα, ζεστά, κρύα, χλιαρά, ξε­ραμένα, βρεγμένα με ούρα, αφού έχουν υποστεί ζύμωση, μουχλιασμένα· πίνουν τα υγρά από κλύ­σματα ανακατεμένα με γάλα· μιμούνται τις κραυγές ενός παιδιού· βάζουν να τους αλλάζουν πάνες· ξεπαρθενεύουν με σβουνιά· μαστιγώνουν με διάφορα αντικείμενα: με βέργες εμποτισμένες με κόπρανα, με ξύδι, με μαστίγιο με ατσάλινες ουρές, με κνού­το με καμπυλωτές αιχμές· τρίβουν τις πληγές με ούρα· «κλάνουν σε ένα ποτήρι σαμπάνιας»· βάζουν να τους δέσουν σε μια σκάλα και στη συνέχεια να διαπεράσουν τους άρχεις τους με χρυσές βελόνες· το ίδιο με τη βάλανο, τους γλουτούς· καίγονται με πένσες, τρυπιούνται με το σουβλί του τσαγκάρη· ει­σάγουν ένα κλαδί με αγκάθια στην ουρήθρα ενός άνδρα· καίνε το σεξουαλικό όργανο με λιωμένο κε­ρί· βάζουν να τους δένουν τις αρθρώσεις και να τους σφίγγουν τον λαιμό· “βάζουν να τους ράψουν την κωλοτρυπίδα”· εμποτίζουν τις τρίχες με εύφλεκτο υγρό και βάζουν φωτιά· καίνε τον πρωκτό με κερί· παίζουν χτυπώντας κάποιον, βλαστημάνε· κάνουν ντους με βραστό νερό· τρίβουν το σώμα με καυτό χαλίκι· αυνανίζονται μπροστά σε ένα φέρετρο· βεβηλώνουν νεκροταφεία και πτώματα· δολοφονούν και σοδομίζουν μια νέα γυναίκα, ένα λεπτό μετά τη δολοφονία· εκσπερματώνουν παρακολουθώ­ντας μια εκτέλεση· μιμούνται μια ανθρωποκτονία - κλειδώνουν σε ένα σακί, το ράβουν, το πετάνε στο νερό, και το ξαναμαζεύουν· καίνε ζωντανό το σώμα μιας γυναίκας· κλειδώνουν κάποιον σε ένα σιδερένιο κλουβί, χωρίς τη δυνατότητα να σταθεί όρθιος ή καθιστός· φουσκώνουν αέρα με φυσερό τον πρωκτό μιας γυναίκας μέχρι να σκάσει· σοδο­μίζουν μια γαλοπούλα, και την αποκεφαλίζουν τη στιγμή του οργασμού· κάνουν το ίδιο με σκυλιά, γάτες, τράγους, κύκνους, κατσίκες· σοδομίζονται από ένα άλογο, έναν ταύρο· βάζουν ένα φίδι στον πρω­κτό τους· κλείνουν κάποιον σε ένα φέρετρο· κάνουν προσομοίωση εκτέλεσης· σταυρώνουν· κλείνουν κάποιον σε μια κάσα μειώνοντας το οξυγόνο· κά­νουν κλύσματα με καυτό λάδι· υποχρεώνουν μια γυναίκα σε έκτρωση· προκαλούν αιμορραγία μέχρι λιποθυμίας· έπειτα κατασκευάζουν λουκάνικο από το αίμα και το τρώνε· καυτηριάζουν πληγές με καυ­τό σίδερο· βγάζουν τα δόντια· χτυπάνε με σφυριές· σπάζουν τα μέλη· ξεριζώνουν, χαράζουν, κόβουν τα σώματα· ακρωτηριάζουν από όλα του τα μέλη έναν άνθρωπο και τον σοδομίζουν καθημερινά επί έναν χρόνο· ρίχνουν κάποιον “σε ένα πύρινο καμίνι”· ορ­γανώνουν θεάματα με απαγχονισμούς· γεμίζουν τάφους με πτώματα». 

Ποιος θα αμφισβητήσει τον επιστημονικό χαρακτήρα ενός τέτοιου παραληρή­ματος; Θεωρητικός της διαστροφής, άραγε, ο Σαντ; Ή μανιακός συλλέκτης διαστροφών;

Το να φτιάχνεις μια λίστα, έναν κατάλογο, μια καταγραφή, μια καταμέτρηση, σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί επιστημονική εργασία! Πολλώ μάλ­λον που η συσσώρευση διαστροφών που περιγράφει ο Σαντ δεν βασίζεται σε κλινικές παρατηρήσεις και περιγραφές που έχει κάνει πλάι σε ασθενείς, μετά από μακροχρόνια μελέτη, ακολουθώντας τις κοινωνιομετρικές μεθόδους της ιατρικής έρευνας, αλλά πρόκειται για το προσωπικό παραλήρημα κά­ποιου που επινοεί μυθιστορηματικές καταστάσεις. Ποιο μυθιστόρημα μπορεί να θεωρηθεί παραγωγός επιστήμης από τότε που υπάρχει αυτό το λογοτε­χνικό είδος; Πού, πότε, πώς και με ποιον τρόπο, για να δανειστούμε τη διατύπωση του Απολλιναίρ, μπορούμε να βρούμε στο μυθιστορηματικό έργο του Σαντ μια «αυστηρά επιστημονική ταξινόμηση»;

Τίποτα δεν είναι ταξινομημένο, όλα εμφανίζονται μέσα στη μεγαλύτερη αταξία ενός διεστραμμένου, ενταγμένα στο καταστροφικό έργο που επιχειρεί μέσω της σεξουαλικής δραστηριότητας· τίποτα δεν είναι αυστηρό, τα πάντα βρίσκονται στο πεδίο του φαντασμαγορικού, του ονείρου, της χίμαιρας, της φαντασίωσης· τίποτα δεν είναι επιστημονικό, όλα είναι κατηγορηματικές βεβαιότητες που δεν επιδέ­χονται αντίρρηση - και, όντως, αν διαβάσει κανείς τον Φρόυντ χωρίς να αρκείται στις συνήθεις κοι­νοτοπίες για τον άνθρωπο, τον χαρακτήρα και το έργο, βλέπουμε ότι πράγματι ο Σαντ μπορεί να χαρακτηρισθεί πρόδρομος της φροϋδικής «επιστήμης», αλλά μόνο στο μέτρο που αυτή η υποτιθέμενη φροϋδική επιστήμη είναι αυτό που είναι: η προβολή των προσωπικών φαντασιώσεων του συγγραφέα σε ολόκληρη την ανθρωπότητα. Αλλά ας απαλλά­ξουμε τον Σαντ από αυτή την ανοησία: σε αντίθεση με τον Φρόυντ, αυτός ποτέ δεν ισχυρίστηκε ότι κατασκευάζει από τα μυθιστορήματά του μια επι­στημονική θεωρία...

Ο Σαντ ενσαρκώνει σίγουρα μια εξαιρετική πε­ρίπτωση σαδιστή, και η σεξολογική ιστοριογραφία δε σφάλλει συνδέοντας οριστικά το όνομα αυτού του ανθρώπου με τη διαστροφή του: να απολαμβάνεις, θεωρητικά και πρακτικά, με τον πόνο που προκαλείς - με, από και για αυτόν. Αλλά υπάρχει μεγάλη απόσταση ανάμεσα στην παθολογία ενός συγγραφέα και τη μετατροπή του συγγραφέα σε θεωρητικό της παθολογίας του! Ένας καρδιοπαθής δεν είναι καρδιολόγος, ούτε ένας διαβητικός δια­βητολόγος... Ο Σαντ παρέχει απλώς στην ιατρική ένα εξαιρετικό υλικό για την ασθένειά του - τίπο­τε άλλο. Και σίγουρα όχι ως αυστηρός επιστήμων...

Η συμπάθεια

Η συμπάθεια είναι ψυχικό φαινόμενο ανάλογο με το φυσικό φαινόμενο του συντονισμού του πομπού με τον δέκτη. Συμπάσχω όταν είμαι σε θέση να συντονιστώ με τα συναισθήματα του άλλου που πάσχει.

Σε μια πιο ήπια μορφή μορφή συμπάθειας, δεν συμπάσχω με τον άλλο, απλώς τον συμπαθώ. Που σημαίνει πως νοιώθω γι αυτόν μια διαρκέστερη συμπάθεια, άσχετα απ’ το αν πάσχει ή δεν πάσχει ώστε να εκδηλώσω αυθόρμητα τα συναισθήματά μου εξ επιδράσεως.

Το συμπαθώ διαφέρει από το συμπάσχω. Η ενέργεια του ρήματος συμπαθώ είναι ήπια και διαρκής, ενώ η ενέργεια του ρήματος συμπάσχω είναι λιγότερο ή περισσότερο βίαιη και μάλλον περιορισμένου χρόνου. Συμπάσχω με κάποιον που τον δέρνουν, όσο τον δέρνουν. Όμως, αν τον γνωρίσω καλύτερα μετά τον ξυλοδαρμό, που με έκανε να συμπάσχω, ενδέχεται και να τον συμπαθήσω, τώρα που δεν συμπάσχω για κάτι το συγκεκριμένο. Διότι διαπίστωσα πως αξίζει να συμμερίζομαι τα συναισθήματά του και τις ιδέες του με τρόπο διαρκέστερο. Φυσικά, μπορεί κάποτε να πάψω να τον συμπαθώ, με τον ίδιο τρόπο που έπαψα και να συμπάσχω συμμεριζόμενος μόνο ένα συγκεκριμένο πάθημά του.

Πάντως και στις δύο περιπτώσεις, και όταν συμπάσχω και όταν συμπαθώ, δεν κάνω τίποτα άλλο απ’ το να προβάλλω τον ψυχισμό μου πάνω στον ψυχισμό του άλλου και, κατά κάποιον τρόπο, να νοιώθω πως μπήκα μέσα του, πως συντονίστηκα περισσότερο ή λιγότερο καλά στο μήκος κύματος στο οποίο εκείνος εκπέμπει.

Για να συμβεί κάτι τέτοιο, πρέπει να εκπληρώνονται δύο προϋποθέσεις, όπως σε κάθε σύστημα επικοινωνίας: Ο πομπός να εκπέμπει και ο δέκτης να είναι σε θέση να συλλάβει το σήμα που ο πομπός εκπέμπει. Για κείνον που δεν έχει τηλεοπτικό δέκτη, δεν έχει νόημα η ύπαρξη του τηλεοπτικού πομπού. Ομοίως δεν έχει νόημα η ύπαρξη του τηλεοπτικού πομπού και όταν το σήμα που εκπέμπει φτάνει ασθενές στον δέκτη μου, ή όταν ο δέκτης είναι χαλασμένος.

Η τέχνη είναι ένα σύστημα επικοινωνίας, στο οποίο όχι μόνο πρέπει να λειτουργεί και ο πομπός (το έργο τέχνης) και ο δέκτης (ο θεατής, ο ακροατής, ο αναγνώστης), αλλά ο δέκτης πρέπει απαραιτήτως να είναι σε θέση να συντονιστεί με τον πομπό. Κακός συντονισμός σημαίνει κακή λήψη και κακή λήψη σημαίνει κακή επικοινωνία. Σε μια κακή λήψη μπορεί να φταίει, βέβαια, ο πομπός, αλλά είναι πιο συνηθισμένο να φταίει ο δέκτης.

Πριν, λοιπόν, αποφανθούμε για την αξία και την ποιότητα του εκπεμπόμενου σήματος από το έργο τέχνης, πρέπει να κάνουμε ένα τσεκάπ στον δέκτη μας, δηλαδή στον εαυτό μας νοούμενο σαν αποδέκτη του αισθητικού, ή του όποιου άλλου μηνύματος του έργου τέχνης. Είτε φταίει είτε δε φταίει ο καλλιτέχης για το γεγονός πως δεν μπορέσαμε να συντονιστούμε μαζί του, εμείς πάντως φταίμε σίγουρα όταν ο δέκτης μας είναι σκουριασμένος, αραχνιασμένος ή πολύ παλαιός τεχνολογίας ώστε να μπορεί να συλλαμβάνει και σήματα πιο πολύπλοκα.

Ο Άλλος δε φταίει πάντα. Και εν πάση περιπτώσει, πριν αποφανθούμε, και προκειμένου να αποφανθούμε αν φταίει ο Αλλος, πρέπει πρώτα να δούμε αν φταίμε εμείς. Όπως και νάναι, στην τέχνη ο κάθε δέκτης μπορεί να ψάξει να βρει τον πομπό που εκπέμπει στο μήκος κύματος που έχει προεπιλέξει. Βέβαια, δεν είναι λογικό ο δέκτης να συλλαμβάνει κατ’ επιλογήν το ένα, το προσαρμοσμένο σ’ αυτόν σήμα. Αλλά εν πάση περιπτώσει αν το σήμα δεν είναι κατάλληλο για τον δικό μου δέκτη δε σημαίνει πως φταίει κατ’ ανάγκην το σήμα. Βέβαια, υπάρχει τέχνη για όλα τα γούστα. Αλλά ας μην ξεχνάμε αυτό που είχε πει ο Γκυστάβ Φλωμπέρ:

Τα μεγαλοφυή έργα χρειάζονται μεγαλοφυές κοινό. Για το λιγότερο μεγαλοφυές κοινό, υπάρχει πάντα μια τέχνη προσαρμοσμένη στα μέτρα του. Άλλωστε, είναι τόσοι πολλοί οι κακοί καλλιτέχνες, που θα μπορούσαν να καλύψουν τις ανάγκες για τέχνη, ή για ό,τι ο καθένας πιστεύει πως είναι τέχνη, ενός τεράστιου πλήθους ανθρώπων. Το αισθητικό γεγονός είναι απ’ τη φύση του δημοκρατικό. Αλλά το πράγμα αρχίζει να γίνεται αυταρχικό όταν οι χυδαίοι προσπαθούν να επιβάλουν τη χυδαία τέχνη σε ανθρώπους που πασχίζουν να γλυτώσουν απ’ τη χυδαιότητα.

Το αντίθετο είναι απολύτως αδύνατο: Κανείς δεν μπορεί να επιβάλει ένα δύσκολο ή πολύπλοκο έργο τέχνης σε άνθρωπο με ευαισθησίες ακατάλληλες για κάτι τέτοιο. Συνεπώς, η μάζα είναι προφυλαγμένη απ’ τη δικτατορία της ελίτ. Η ελίτ όμως δεν είναι προφυλαγμένη απ’ τη δικτατορία της μάζας, όταν αυτή διεκδικεί, και συνήθως επιβάλλει με τον όγκο της, τα δικαιώματά της επί της τέχνης. Αν η παραγωγή έργων τέχνης καθορίζονταν με δημοψήφισμα, είναι βέβαιο πως η τέχνη θα είχε εξαφανιστεί. Και εν πάση περιπτώσει, θα είχε χαθεί σίγουρα ο παιδαγωγικός της χαρακτήρας.

Διότι στην παιδαγωγική το ζητούμενο δεν είναι να κατέβει ο δάσκαλος στο επίπεδο του μαθητή και να καθηλωθεί εκεί, αλλά να ανέβει ο μαθητής στο επίπεδο του δασκάλου και να τον ξεπεράσει. Και επειδή ο καλλιτέχνης δεν είναι κυρίως ειπείν δάσκαλος, δεν έχει καμιά απολύτως «δημοκρατική» υποχρέωση να κατεβεί μέχρι ενός επιπέδου, όπως λεν οι καλόβολοι. Ποιος θα μπορούσε να καθορίσει το επίπεδο κάτω του οποίου το κατέβασμα δε γίνεται κατρακύλα στα ερέβη του μη αισθητικού;

Δεν υπάρχει πιο αστείος εγωισμός απ’ αυτόν του αφελούς που περνάει τον εαυτό του για δημοκράτη, όταν παίρνει τις δικές του δυνατότητες για επαφή με το έργο τέχνης σα μέτρο για το κατέβασμα της τέχνης στο επίπεδο του λαού, λέει.

Η ιστορική «ενσυναίσθηση», και η αναζήτηση της Ιστορικής αλήθειας

Πολλοί σύγχρονοι, ερευνητές υποστηρίζουν πως είναι οι μόνοι που ερμηνεύουν αυθεντικά τις αρχαίες πεποιθήσεις και πρακτικές, και αυτό παρότι η ιστορική συνέχεια στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, έχει αποκοπεί από τις αυθεντικές ρίζες της δια μέσου των αιώνων.

Υποπίπτουν κοινώς, σε ιστορικούς αναχρονισμούς, κρίνοντας και ερμηνεύοντας γεγονότα, αντιλήψεις και συμπεριφορές που ελάχιστη σχέση έχουν με τις σύγχρονες πεποιθήσεις.

Ο καθηγητής Henri Moniot, αναφέρεται στην ιστορική «ενσυναίσθηση» που θα πρέπει να αναπτύξουν όσοι αναζητούν τρόπους αναζήτησης της αλήθειας στην Ιστορία. Στην απόπειρα μας να γνωρίσουμε τους άλλους, η δική μας εμπειρία είναι ανεπαρκής, γιατί απλώς είναι διαφορετική. Ένας τρόπος, ισχυρίζεται ο Moniot, προσέγγισης της αλήθειας είναι η κατανόηση των άλλων, του χθες, του αλλού, η διείσδυση στο νόημα του τι έπραξαν και τι βίωσαν οι άνθρωποι του παρελθόντος, η σύλληψη των συναισθημάτων τους, των κινήτρων, των σχεδίων, των κρίσεων, των λογικών, των αξιών, των συνηθειών, γενικότερα του πολιτισμικού κώδικά τους.

Τέτοιου είδους διερεύνηση της αλήθειας απαιτεί κριτική εξέταση των πηγών και προσπάθεια αφενός απομάκρυνσης από τα νοητικά πλαίσια του παρόντος και αφετέρου «ενσυναίσθησης». Για να κατανοήσουμε τους ανθρώπους τους παρελθόντος, πρέπει να απομακρυνθούμε από τον τρόπο σκέψης, και δράσης του σήμερα, και να βιώσουμε όσο αυτό είναι εφικτό την εποχή τους, η οποία ήταν εντελώς διαφορετική από την δική μας. Η Dion Fortune, αναφέρει σχετικά με τις μυσταγωγικές παραδόσεις που έφτασαν ως εμάς:

«Όσο κοντύτερα στην πηγή, τόσο καθαρότερο το ποτάμι. Για να ανακαλύψουμε τις πρώτες αρχές που διέπουν ένα σύστημα πρέπει να ανατρέξουμε στην πηγή. Αν και σε ένα ποτάμι συμβάλλουν πολλοί παραπόταμοι κατά την διάρκεια της πορείας του, δεν είναι απαραίτητο να είναι οπωσδήποτε μολυσμένοι. Αν θέλουμε να διαπιστώσουμε την καθαρότητά τους, τους συγκρίνουμε με το παρθένο ρεύμα. Αν περάσουν αυτήν την δοκιμασία, τότε μπορεί κάλλιστα να τους επιτραπεί να αναμιχθούν με το κύριο ρεύμα. Το ίδιο γίνεται και με την παράδοση. Ότι δεν είναι ανταγωνιστικό, θα αφομοιωθεί. Οφείλουμε όχι μόνον να ελέγχουμε την καθαρότητα μιας παράδοσης σε σχέση με τις πρώτες αρχές, αλλά να κρίνουμε και την ζωτικότητά της. Την τελευταία μπορούμε να την κρίνουμε από την ικανότητα των πρόσθετων στοιχείων να αφομοιώνονται στον κύριο κορμό της παράδοσης. Μόνο μια νεκρή πίστη μένει ανεπηρέαστη από την σύγχρονη σκέψη».

Συνοψίζοντας, ακολουθήστε αυτούς που αναζητούν την αλήθεια, αγνοήστε αυτούς σας διαβεβαιώνουν πως την ανακάλυψαν…

Ο Κρισναμούρτι αναφέρει σχετικά:

« Η αλήθεια δεν έχει μονοπάτι και αυτή είναι η ομορφιά της αλήθειας, είναι η ζωή. Ένα πεθαμένο πράγμα έχει μονοπάτι για να το φτάσεις γιατί είναι κάτι στατικό, αλλά μόλις δεις ότι η αλήθεια είναι κάτι ζωντανό που κινείται, που δεν έχει σταμάτημα, που δεν είναι σε κανένα ναό, τζαμί ή εκκλησία και που καμία θρησκεία, κανένας δάσκαλος και κανένας φιλόσοφος, κανένας δεν μπορεί να σε οδηγήσει σε αυτή - τότε θα δεις επίσης ότι αυτό το ζωντανό πράγμα είναι αυτό που πραγματικά είσαι εσύ – ο θυμός σου, η βαρβαρότητα σου, η βία σου, η απόγνωση σου, η αγωνία και η θλίψη μέσα στην οποία ζεις.

Μέσα στην κατανόηση όλων αυτών βρίσκεται η αλήθεια, και μπορείς να την κατανοήσεις μόνο εάν ξέρεις να βλέπεις αυτά τα πράγματα στην ζωή σου. Και δεν μπορείς να βλέπεις μέσα από μία ιδεολογία, ή ένα φίλτρο από λόγια, μέσα από ελπίδες και φόβους. Βλέπετε λοιπόν ότι δεν μπορείτε να εξαρτιέστε από κανέναν. Δεν υπάρχει οδηγός, δάσκαλος, δε υπάρχει αυθεντία.»

Η Πόλις, ο πολίτης, η τέχνη, η Φύση, ο Λόγος και το Ιερό, στην αρχαία Ελλάδα

Η Ελληνικότητα κατά την αρχαιότητα δεν καθοριζόταν από γεωγραφικά όρια ή εθνικά γνωρίσματα, αλλά από τον τρόπο του βίου – από μια υπαρξιακή στάση που επιδίωκε την αρμονία με τον λόγο και την αλήθεια. Αυτή η στάση δεν υπήρξε αφηρημένη· ενσαρκώθηκε στον ανώτερο θεσμό του ελληνικού κόσμου: την πόλιν.

Η πόλις ως κοσμική και μεταφυσική οργάνωση.

Η πόλις στην αρχαία Ελλάδα δεν ήταν απλώς ένας οργανωμένος συνοικισμός ανθρώπων· είχε μεταφυσικό χαρακτήρα. Ήταν το πεδίο όπου ο άνθρωπος καλούνταν να μετέχει όχι μόνο στην πολιτική και κοινωνική ζωή, αλλά και στην κοσμική αρμονία. Μετοχή στην πόλιν σήμαινε μετοχή στον λόγο: την αρχή που συνέχει το σύμπαν και συνδέει τα υποκείμενα με τα αντικείμενα, τον άνθρωπο με το θείο, τη φύση με τη σκέψη.

Ο λόγος φανερώνει την ύπαρξη, καλεί στη θέα του όλου, φέρει την τάξη. Από αυτή τη σκοπιά, το σύμπαν ονομάστηκε κόσμος — δηλαδή κόσμημα — επειδή ενσωμάτωνε αρμονία και ομορφιά, και συνεπώς, αλήθεια. Η αλήθεια για τους Έλληνες δεν ήταν μια απλή πληροφορία, αλλά μη-λήθη, φανέρωση, αναφορά και σχέση. Όπως έγραφε ο Ηράκλειτος: «Καθ’ ὅ,τι ἂν κοινωνήσωμεν, ἀληθεύομεν· ἃ δὲ ἰδιάσωμεν, ψευδόμεθα».

Η αποφυγή της ιδιωτείας και η ενεργός συμμετοχή.

Η ιδιωτεία, δηλαδή η απόσυρση από τα κοινά, δεν ήταν απλώς αντικοινωνική στάση· ήταν άρνηση της αλήθειας και του λόγου. Ο πολίτης δεν όφειλε μόνο να κατοικεί στην πόλη, αλλά να συμμετέχει ενεργά στον κοινό βίο: στην Εκκλησία του Δήμου, στη δίκη, στην εορτή, στον διάλογο. Η ζωή αποκτούσε νόημα μέσα από τη σχέση, τη συμμετοχή, την ευθύνη.

Η τέχνη ως θέα του θείου.

Η τέχνη στην αρχαία Ελλάδα δεν ήταν διακοσμητική ή προσωπική έκφραση. Ήταν μια μορφή φανέρωσης της αλήθειας. Ένα άγαλμα (αγάλλομαι – προκαλώ αγαλλίαση) δεν ενσάρκωνε απλώς ανθρώπινη μορφή, αλλά ιδέα – αθάνατη, αρχετυπική, θεϊκή. Ένας ναός δεν ήταν απλώς χώρος λατρείας, αλλά χώρος σχέσης με την κοσμική αρμονία. Κάθε τέχνη – η αρχιτεκτονική, η γλυπτική, το θέατρο – λειτουργούσε ως εκπαίδευση στην αίσθηση του μέτρου, ως μέσο εξύψωσης του ανθρώπου από το εφήμερο προς το αιώνιο.

Θρησκεία και κοινότητα: το ιερό ως πολιτικό γεγονός.

Η θρησκεία δεν αποσυνδεόταν από την πόλη, αλλά αποτελούσε συνεκτικό ιστό της. Οι εορτές, οι τελετουργίες, οι μυήσεις (όπως στα Ελευσίνια Μυστήρια), δεν ήταν ατομικές πρακτικές πίστης, αλλά κοινές εμπειρίες μυσταγωγίας. Ο ιερός χώρος ήταν επίσης δημόσιος χώρος. Το θείο δεν ήταν έξω από τον κόσμο, αλλά παρόν στη φύση, στους ρυθμούς του έτους, στη γονιμότητα, στον θάνατο και στην αναγέννηση.

Ορθολογισμός και λατρεία της φύσης: η ενοποιημένη κοσμοαντίληψη.

Παρά την ανάπτυξη της λογικής και της φιλοσοφικής σκέψης, οι Έλληνες δεν διαχώρισαν τον λόγο από το ιερό. Αντιθέτως, ανέπτυξαν έναν ορθολογισμό εμποτισμένο με δέος απέναντι στη φύση. Ο Θαλής έβλεπε το νερό ως αρχή των πάντων, αλλά ταυτόχρονα αναγνώριζε ψυχή στα πάντα. Ο Πυθαγόρας μιλούσε για αρμονία των σφαιρών, για μαθηματικό ρυθμό του κόσμου, χωρίς να χάνει το μυστήριο του.

Η φύση ήταν λογική, αλλά και ιερή. Οι μορφές της, οι ρυθμοί της, τα στοιχεία της, γίνονταν αντικείμενα μελέτης και στοχασμού, αλλά και σεβασμού. Ο άνθρωπος καλούνταν όχι να κυριαρχήσει πάνω της, αλλά να συντονιστεί μαζί της – με το μέτρο, τη φρόνηση, την ευσέβεια. Η ύβρις — η αλαζονεία που παραβιάζει την φυσική τάξη — ήταν ταυτόχρονα φιλοσοφικό και ηθικό αμάρτημα.

Η ενότητα του λόγου, της τέχνης και της φύσης.

Το Ελληνικό ιδεώδες, η κατ’ αλήθειαν ζωή, δεν αναζητούσε την απόλυτη λογική κυριαρχία ούτε την παράλογη έκσταση. Στόχευε στη σύνθεση: ο λόγος να φανερώνει τη φύση, η τέχνη να αποκαλύπτει τον λόγο, και η θρησκεία να ενώνει το πεπερασμένο με το άπειρο. Σε αυτό το πλαίσιο, ο άνθρωπος δεν ήταν απλώς «πολιτικόν ζῷον», αλλά και κοσμικόν ον – ένας μικρόκοσμος που συμμετείχε στο άπειρο μέσω της πόλεως.

Επίλογος.

Η πόλις της αρχαίας Ελλάδας υπήρξε ένα ιερό εργαστήρι ύπαρξης, όπου ο πολίτης δεν ήταν απλώς κάτοικος, αλλά μέτοχος του λόγου, της τέχνης, του θείου και της φύσης. Μέσα σε αυτή τη σύνθεση, η ελληνικότητα διαμορφώθηκε όχι ως φυλετική ταυτότητα, αλλά ως τρόπος βίου, όπου η αλήθεια, η σχέση, η συμμετρία και η αρμονία συνέθεταν το ύψιστο αγαθό: το να είσαι μέτοχος του Όλου.

Ένας τρόπος που ακόμα σήμερα μπορεί να φωτίζει δρόμους σκέψης, πολιτισμού και πνευματικής καλλιέργειας.

Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

'Οταν το καθήκον της αναγνωρίσεως των φυσικών δικαιωμάτων των όντων εκπληρούται παρ’ αυτών, τότε αυτά χαρακτηρίζοντας ως “εν αρετή και εν συνειδήσει” ζώντα. Επιβάλλεται το καθήκον να αγαπά ο άνθρωπος τους ομοίους του και όταν τους αγαπά χαρακτηρίζεται ως ενάρετος, διότι ΑΓΑΠΗ δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο νόμος ο οποίος διακανονίζει αρμονικά τις σχέσεις και των μορφών και των ψυχών κάθε δυναμικής καταστάσεως προς τον σκοπό της πληρώσεως της ανελικτικής τους προόδου. Δεν δύναται άλλως να σημειωθεί ανέλιξη και των μορφών και των ψυχών των όντων.

Για να κατανοηθεί ακόμα σαφέστερα αυτό, θα λεχθούν και τα ακόλουθα: άνευ της λειτουργίας του νόμου της αγάπης δεν δύναται να υπάρξει αρμονική διάθεση μορφών και ψυχών προς συγκρότηση είτε μορφικού, είτε κοινωνικού ανθρωπίνου κόσμου, είτε πνευματικού κόσμου, άνευ δε τέτοιων συγκροτημάτων δεν δύναται να νοηθεί ύπαρξη κόσμων, ανθρωπίνων κοινωνιών και αντιστοίχων πνευματικών. Κατ’ ακολουθία καθίσταται κατανοητό, ότι δυναμική εξέλιξη των μορφών και των όντων των κόσμων γίνεται μόνον δια των συγκροτημάτων των μορφικών, των κοινωνιών των όντων, των αντίστοιχων ανθρωπίνων και των κάθε άλλης πνευματικής φύσεως όντων και εκπληρούται δια της δυναμικής αυτής εξελίξεως ο σκοπός και των μορφών και των ψυχών κάθε δυναμικής καταστάσεως όντων. Άρα τα εκ μορφών φυσικά συγκροτήματα και οι κοινωνίες όλων των όντων είναι σκοποί της θείας δημιουργίας, εκπληρούμενοι κατά μέρος για να αναχθούν σε ευρύτερα πεδία εκπληρώσεως και ατελευτήτως προχωρούν προς εκπλήρωση ευρύτερων σκοπών.

Ο νόμος της αγάπης καθίσταται νοητός και πληρούται μόνον από τα νοητικά όντα, όταν δε νοείται γίνεται και συνειδητός σ’ αυτά. Δι’ αυτού του νόμου, ο οποίος γίνεται συνειδητός στα όντα, εξασφαλίζεται η πρόοδός τους και τότε αυτά έχουν αξία ως νοητικά και ηθικά. Εάν τα κοινωνικά άτομα των ανθρωπίνων κοινωνιών δεν έχουν συνειδητή την έννοια του νόμου της αγάπης δεν έχουν καμία αξία και αυτό εμφανίζεται εκ του ότι ουδεμία εκδηλούν διάθεση προς αρμονική συνεργασία μεταξύ τους και συλλειτουργία προς ανάπτυξη σχέσεων στο πεδίο της φυσικής και πνευματικής ζωής, ως εκ τούτου δε δεν ενεργεί μεταξύ τους ο νόμος της αγάπης και εντεύθεν δημιουργείται η κακοδαιμονία των ανθρωπίνων κοινωνιών.

Οταν ο νόμος της αγάπης δεν είναι συνειδητός στα κοινωνικά άτομα των ανθρωπίνων κοινωνιών, η ελεύθερη βούλησή τους τα ωθεί σε εκτροπές ενέργειες και απομακρύνονται από την προστασία των φυσικών νόμων, και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μη προάγονται νοητικά και ηθικά και να διέρχονται όρους ζωής δοκιμαστικής.

Αντίθετα δεν συμβαίνει αυτό στις άψυχες μορφές γιατί αυτές ως μη έχουσες βούληση δεν μπορούν να εκτρέπονται του νόμου της αρμονικής τους προς το σύνολο συλλειτουργικής διαθέσεως.

Η βούληση των όντων και ο δι’ αυτής τρόπος ενεργειών τους, εφόσον δια κοινωνικών νόμων δεν περιορίζεται στα φυσικά του όρια, γεννά το αίτιο της ατάκτου και ανωμάλου ζωής των ανθρώπων, το οποίο προκαλεί και την ευθύνη η οποία τους καταλογίζεται υπό των ανωτέρων πνευματικών όντων, δια της ασκήσεως των ηθικών αυτών νόμων, προς τον σκοπό της επαναφοράς τους επί της φυσικής τους ζωής, δια της οποίας θα εξυπηρετηθεί η νοητική και ηθική τους πρόοδος ως και εκείνη των άλλων μετά των οποίων συνεργάζονται στις ανθρώπινες κοινωνίες.

Εάν οι ανθρώπινες κοινωνίες απετελούντο από ηθικά και συνειδητά άτομα τα οποία στις σχέσεις τους να εκπληρούν τα καθήκοντά τους, εάν εκ τούτων εξεδηλούτο ο νόμος της αγάπης στις κοινωνικές σχέσεις και ενέργειές τους και η διάθεση προς την αρμονική αυτή συνεργασία τους είναι εξυπηρετική της προόδου τους, τότε οι κοινωνίες αυτές θα εμφάνιζαν τα αποτελούντα αυτές άτομα ως ευημερούντα και ευτυχούντα και ήρεμα πληρούντα το σκοπό τους.

Πρέπει να νοηθεί από όλα τα κοινωνικά άτομα, ότι ο νόμος της αγάπης είναι πρωταρχικός νόμος και εξ αυτού εξαρτάται η ηθική κατάσταση των όντων, διότι σ’ αυτόν βασίζονται όλοι οι άλλοι ηθικοί νόμοι οι οποίοι διακανονίζουν τις σχέσεις τους και τα ωθούν στην διανοητική και συναισθηματική τους πρόοδο και την δυναμική τους αύξηση, ούτως ώστε να εμφανίζονται ότι κατανοούν τον σκοπό της θείας δημιουργίας. Ο νόμος της αγάπης στην υψίστη του εκδήλωση στις ενέργειες των πνευματικών όντων εμφανίζει τις αθάνατες φύσεις τους, το γένος των ανωτέρων πνευματικών όντων, το οποίο κυριαρχεί με την γνωστική και ηθική του ισχύ στους κόσμους. Εκ της θείας δημιουργίας όλα τα όντα είναι προορισμένα να φθάσουν τα όρια αυτά της αθανασίας. Για να φθάσουν όμως προς αυτά (τα όρια της αθανασίας) πρέπει να εκδηλώσουν και ασκήσουν τον νόμο της αγάπης, να γίνουν πλήρως συνειδητά, νοητικά και ηθικά και να εναρμονίσουν τις σχέσεις τους προς την ζωή του γένους των αθανάτων.

Ο νόμος της αγάπης είναι η θειοτέρα εκδήλωση της θείας δημιουργίας. Αυτός (ο νόμος) συνέχει και συγκροτεί τους κόσμους. Αυτός εμφανίζει τα όντα αυτών, τα προάγει σε νοητικά και ηθικά, τα φέρει στα συνειδητά επίπεδα των ενεργειών τους, δημιουργεί την ευδαιμονία τους και τις χαρές τους και τα καθιστά κυρίαρχα στην πνευματική τους δράση.

Στις κοινωνίες των όντων, όπου δεν είναι συνειδητός σ’ αυτές ο νόμος της αγάπης, εκεί μόνον έρεβος υπάρχει και οι εκδηλώσεις αυτού διέπουν τις σχέσεις τους. Εκεί μόνον ο πόνος και η δοκιμασία κυριαρχούν. Δεν θα μείνουν όμως πάντοτε εκεί. Οι νόμοι της θείας δημιουργίας θα τα βοηθήσουν να εξέλθουν της καταστάσεως αυτής. Αρκεί η βούλησή τους να καθοδηγηθεί υπό της γνωστικής τους ιδιότητας.

Δια του νόμου της αγάπης σε συνδυασμό προς το νόμο της ελευθερίας, (περί του οποίου αναφερθήκαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο), είναι δυνατόν ο μύστης να φθάσει τα όρια των πραγματικών ηθικών αρχών, οι οποίες διέπουν τις σχέσεις των υπεράνω του ανθρώπου πνευματικών κόσμων υπό των πνευματικών αυτών νόμων.

Οι νόμοι των πνευματικών κοινωνιών ως και των ανθρώπων, είναι νόμοι πνευματικοί. Νόμοι όμως πνευματικοί, δηλαδή νόμοι οι οποίοι διέπουν τις σχέσεις των πνευμάτων, εάν δεν είναι και ηθικοί, εμφανίζουν κατά τις λειτουργίες τους ότι εθεσπίσθησαν παρά νοητικών όντων μη εχόντων ούτε συνείδηση του εαυτού τους, ούτε του θείου έργου της δημιουργίας, ούτε των σκοπών αυτής,

Οι τοιούτοι νόμοι προδίδουν ότι εγένοντο παρά μη συνειδητών και ηθικών όντων και στην κατηγορία αυτή υπάγονται και τα ανθρώπινα όντα δια της εμφανίσεως των κοινωνικών νόμων οι οποίοι διέπουν τις σχέσεις αυτών. Το έργο των μυστών έχει ως σκοπό τον διαφωτισμό των κοινωνικών ατόμων και αυτών των ιδίων τον διαφωτισμό και ως εκ τούτου πρέπει να γνωρίσουν τις αλήθειες της θείας δημιουργίας και εκτός των νόμων της αγάπης και της ελευθερίας και τους νόμους των δικαιωμάτων και των καθηκόντων αυτών και όλες τις ηθικές αρχές που απορρέουν από αυτά. Για τους λόγους αυτούς θα αναπτύξουμε τους ηθικούς νόμους των δικαιωμάτων και των καθηκόντων αυτών. Αλλά τι είναι δικαίωμα και τι καθήκον των κοινωνικών ατόμων των συνεργαζομένων στις ανθρώπινες κοινωνίες;

ΤΟ ΘΕΡΙΝΟ ΗΛΙΟΣΤΑΣΙΟ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΘΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ

Τα δύο Ηλιοστάσια (Θερινό και Χειμερινό) και οι δύο Ισημερίες (Εαρινή και Φθινοπωρινή) είναι οι ιδιαίτερες ημέρες του «ενιαυτού», δηλαδή του ετήσιου κύκλου, που σηματοδοτούν την αφετηρία των ισάριθμων εποχών. Ως αφετηριακά σημεία του κάθε τεταρτημορίου του «ενιαυτού», η κάθε μία τους έχει ιδιαίτερη σημασία, αλλά και θρησκευτική διάσταση σε κάθε φυσική Θρησκεία που δέχεται την κυκλικότητα του χρόνου και την αντανάκλαση των θείων αληθειών στα απλά και απτά πράγματα της εκδηλωμένης Φύσης.

Η ημέρα του Θερινού Ηλιοστασίου εγκαινιάζει το καλοκαίρι και ταυτόχρονα είναι η μεγαλύτερη όλου του χρόνου σε ό,τι αφορά το χρονικό διάστημα από την ανατολή του ηλίου μέχρι την δύση του. Μετά από αυτήν, το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα γίνεται ολοένα και μικρότερο, μέχρι την Φθινοπωρινή Ισημερία, που, όπως και στην αντίστοιχη Εαρινή, το φως μοιράζεται ισόποσα με το σκοτάδι τις ώρες του 24ώρου.

Η Ελληνική Εθνική Θρησκεία, όπως άλλωστε και η Ρωμαϊκή, δεν εόρταζε κατά την αρχαιότητα τα Ηλιοστάσια (εκ του «ήλιος» και «ίσταμαι») και τις Ισημερίες ως τέτοια, αλλά έθετε επάνω τους διάφορες εορτές που σχετίζονταν άμεσα με την θρησκευτική σημασία τους, όπως λ.χ. τα «Σ(τ)επτήρια» Δελφών, τα «Αρρηφόρια» Αθηνών (όπου η Θεά Αθηνά ετιμάτο ως καρποδότις), τα «Υακίνθεια» Ρόδου, τα «Λύκεια» Βοσπόρου, κ.ά. (για το Θερινό Ηλιοστάσιο). Σήμερα ωστόσο, η Ελληνική Εθνική Θρησκεία, που, στην μακραίωνα διαδρομή της μέχρι σήμερα ποτέ δεν εγκλωβίστηκε σε φωτογραφική επαναφορά παρελθόντων δεδομένων αλλά είναι ζώσα, οργανική και πάντοτε σύμφωνη με την εκάστοτε εποχή της, εορτάζει από τον 16ο αιώνα κι εντεύθεν κανονικά τις 4 αυτές σημαντικές στιγμές του «ενιαυτού», και από τις αρχές του 21ου αιώνος τιμά επίσης τις Αρετές της «Ευκοινωνησίας» κι «Ευσυναλλαξίας», άμεσα συνδεδεμένες με την ηλιακή διαύγεια, τον Θεό Απόλλωνα και τον κυρίαρχο Θεό του μηνός Ερμή.

Στο πνευματικό επίπεδο, το Θερινό Ηλιοστάσιο σημαίνει το απόγειο της συνειδητότητας μέσα στον Άνθρωπο (καθίσταται δηλαδή αυτός αυτόφωτος και αυτάρκης), την διαύγεια και «ηλιοποίηση» της συνείδησης, την επανένωση του ανώτερου εαυτού με την (θεϊκή) προέλευσή του. Στο μορφικό επίπεδο, το Θερινό Ηλιοστάσιο (αφετηρία του «ενιαυτού» για τις περισσότερες ιωνικές πόλεις) σημαίνει την αφθονία, την παροχή από τον χθόνιο κόσμο του Πλούτωνος, της Δήμητρος και της Περσεφόνης προς τον υφήλιο κόσμο των ζωντανών, τον θρίαμβο του «Γεωργίου» Ηλίου και του Θεού Απόλλωνος που δοξάζεται ως «αυξητής», «κάρπιμος», «σιτάλκας» κ.ά. Αντίθετα από το Χειμερινό Ηλιοστάσιο, όπου ο «Ήλιος των νεκρών» («Δημήτριος») μεταφέρει δυναμικά ζωή στον κόσμο των φαινομενικά νεκρών και προετοιμάζει την επανάνθιση, στο Θερινό Ηλιοστάσιο, ο «Ήλιος των ζώντων» («Γεώργιος») δίνει αυτά που έχει να δώσει και παραχωρεί θέση στην βαθμιαία μείωση (φθίση) των πραγμάτων που θα γίνει εμφανής από την Ισημερία που ακολουθεί.

Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΚΑΙ Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Σύμφωνα με τον Πλάτωνα οι `Έλληνες είναι γόνοι των Ολυμπίων,καθώς προήλθαν από την ένωση ουράνιου και γήινου γενετικού υλικού, όταν η Αθηνά παρέλαβε σπέρμα από τη Γη και τον `Ηφαιστο για να προέλθουν από αυτό οι Αθηναίοι.
(Τίμαιος, παράγραφος 23): «Η Αθηνά παρέλαβε σπέρμα για σας (τους Αθηναίους) από τη Γη και τον `Ηφαιστο».

Ο Πλάτωνας αναφέρει επίσης ότι η Αθηνά εγκατέστησε τους Αθηναίους στην Αττική αφού εξέτασε πρώτα την ευκρασία των εποχών αυτού του τόπου, με την πρόβλεψη ότι ο αττικός χώρος θα αναδείξει ανθρώπους με μεγάλη ευφυία, καθώς το κλίμα επηρεάζει τόσο τη σωματική διάπλαση του ανθρώπου όσο και τον χαρακτήρα και τη ψυχολογία του (Τίμαιος, παράγραφος 24): «`Όλη, λοιπόν, αυτή τη διοργάνωση και τη σύνταξη η θεά αφού έκανε, σας εγκατέστησε πρώτα εσάς (τους Αθηναίους), εκλέγοντας η ίδια τον τόπο στον οποίο έχετε γεννηθεί και εξετάζοντας καλά την ευκρασία των εποχών του τόπου αυτού, με την πρόβλεψη ότι θα αναδείξει ανθρώπους με πολύ φρόνηση. Επειδή όμως η θεά ήταν φιλοπόλεμη και αγαπούσε τη σοφία, αφού εξέλεξε ως μελλοντικό τόπο κατοικίας για να φέρει εσάς τους καταλληλότερους για τους ανωτέρω σκοπούς της άνδρες, πρώτον εγκατέστησε τους προγόνους σας. Κατοικούσατε, λοιπόν, στον τόπο αυτόν από παλιά χρησιμοποιώντας τέτοιους νόμους και ακόμα περισσότερο με πάρα πολύ καλή ευνομία, αφού είχατε ξεπεράσει όλους τους ανθρώπους σε κάθε είδους αρετή, καθώς είναι φυσικό, εφ’ όσον είσαστε γεννήματα και θρέμματα θεών».

Συγκεκριμένα, η Αττική έχει πολύ χαμηλή υγρασία, υψηλή ηλιοφάνεια αλλά και όχι μέτριες θερμοκρασιακές διαφορές, που σημαίνει ότι το κλίμα της συμβάλλει στη νοητική ανάταση και δραστηριοποίηση των κατοίκων της.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πώς επηρεάζει το κλίμα τον άνθρωπο είναι το εξής: Οι βόρειοι λαοί είναι πιο σφιχτοί, ψυχροί και αναλυτικοί στην νοοτροπία τους, ενώ αυτοί που ζουν σε ζεστά κλίματα είναι λιγότερο δημιουργικοί και έχουν μεγαλύτερη τάση προς τις ηδονές. Ως προς το θέμα της επίδρασης του κλίματος στον άνθρωπο, ο Ιπποκράτης αναφέρει τα εξής (Περί Ανέμων, Υδάτων και Τόπων): «`Οσοι κατοικούν σε τόπο λεπτό, ξηρό και γυμνό, όπου οι εποχιακές μεταβολές παρουσιάζουν μεγάλες αντιθέσεις, γίνονται εύρωστοι και σφιχτοδεμένοι, μάλλον ξανθοί παρά μελαχρινοί, υπεροπτικοί και ιδιότροποι στον χαρακτήρα και την ιδιοσυγκρασία». Επίσης, αναφέρει ότι η δειλία και η οκνηρία των κατοίκων της Ασίας οφείλεται στο μαλακό και χωρίς έντονες μεταβολές κλίμα.

Η Αθηνά επέλεξε τον ελληνικό χώρο, όχι μόνο γιατί το κλίμα του συμβάλλει στη νοητική ανάταση και δραστηριοποίηση των κατοίκων του, αλλά και γιατί ο ελληνικός χώρος και τα προϊόντα που παράγει είναι καθοριστικός παράγοντας για τη γέννηση και την ύπαρξη πολιτισμού. Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι όλες οι ελληνικές οροσειρές αποτελούνται από ασβεστόλιθο, ο οποίος βοηθάει στη διανοητική εξέλιξη του ανθρώπου όχι μόνο γιατί όταν ο άνθρωπος κατοικεί σε περιοχή που είναι γρανιτώδης ή ερημώδης οι νοητικές του ικανότητες μειώνονται στο 1/10, αλλά και γιατί ο ασβεστόλιθος συγκρατεί την ηλιακή ακτινοβολία Α και Β και τη μεταβιβάζει στα είδη του φυτικού και ζωικού βασιλείου. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο ελληνικός χώρος να είναι μοναδικός στο να παράγει συγκεκριμένα και ανώτερα ποιοτικά είδη του φυτικού και ζωικού βασιλείου. Για παράδειγμα, η μαστίχα της Χίου, η οποία διαθέτει μοναδικές ευεργετικές και θεραπευτικές ιδιότητες, δεν μπορεί να παραχθεί πουθενά αλλού στον κόσμο. Το πεύκο της Μυτιλήνης, που από το ξύλο του οι αρχαίοι `Ελληνες κατασκεύαζαν τις τριήρεις γιατί δεν σαπίζει στη θάλασσα, αναπτύσσεται μόνο στη Λέσβο. Η αιγαιακή σαρδέλα περιέχει 800 φορές περισσότερο ασβέστιο από οποιοδήποτε γάλα. Το γάλα του αιγοπρόβατου του ελληνικού χώρου είναι μοναδικό για την ανασύνθεση της χοληστερίνης, η οποία δομεί τα εγκεφαλικά κύτταρα. Αυτό σημαίνει ότι η διατροφή που βασίζεται στα προϊόντα που παράγει ο ελληνικός χώρος έχει ως αποτέλεσμα το να προκύψουν ανώτερες εγκεφαλικές λειτουργίες.Και οι ανώτερες εγκεφαλικές λειτουργίες είναι βεβαίως καθοριστικός παράγοντας για τη γέννηση και την ύπαρξη πολιτισμού. Αν και ασβεστολιθικά πετρώματα υπάρχουν σε πολλά σημεία του κόσμου, αυτά δεν έχουν την ίδια ποιοτική σύνθεση με τα ασβεστολιθικά πετρώματα του ελληνικού χώρου.

Η Αθηνά, η θεά της Σοφίας, χάρισε στους Αθηναίους ένα δέντρο που φύτρωνε για πρώτη φορά στη γη, την ελαία, η οποία είναι και το σύμβολό της.

Το ελαιόλαδο, το οποίο προέρχεται από την ελαία, είναι καθοριστικός παράγοντας για τη δημιουργία και την εξέλιξη της διάνοιας! Το νευρικό σύστημα ελέγχει όλα όσα συμβαίνουν μέσα στο ανθρώπινο σώμα και αποτελείται από τα νεύρα, τον νωτιαίο μυελό και τον εγκέφαλο. Τα νευρικά κύτταρα ή νευρώνες μεταδίδουν μηνύματα προς και από τον εγκέφαλο. Κάθε νευρώνας είναι σε επαφή με περίπου 25.000 άλλα νευρικά κύτταρα. Ο νευρώνας έχει έναν πυρήνα στο κέντρο του. Επίσης έχει πολλές αποφυάδες που ονομάζονται δενδρίτες. Κάθε νευρώνας έχει επίσης μία αποφυάδα λεπτή και μακριά που ονομάζεται νευροάξονας. Οι νευροάξονες είναι οι αποστολείς των μηνυμάτων, ενώ οι δενδρίτες είναι οι παραλήπτες των μηνυμάτων. Οι νευροάξονες που περιβάλλονται από μία ουσία, τη μυελίνη, μπορούν να μεταβιβάσουν νευρικούς παλμούς μέχρι και τέσσερις φορές πιο γρήγορα από τους νευροάξονες που δεν περιβάλλονται από μυελίνη. Η μυελίνη, η οποία συντίθεται από την κατανάλωση πρωτεϊνών, δίνει τη δυνατότητα στον νευροδιαβιβαστικό παλμό να φτάσει ταχύτητα από 90 μέχρι 100 μέτρα το δευτερόλεπτο. Η μυελίνη, όμως, που συντίθεται από την κατανάλωση ελαιόλαδου δίνει τη δυνατότητα στον νευροδιαβιβαστικό παλμό να φτάσει ταχύτητα από 120 μέχρι 150 μέτρα το δευτερόλεπτο!

Από τα παραπάνω προκύπτει, λοιπόν, ότι η Αθηνά δημιούργησε από το σπέρμα που πήρε από τη Γη και τον `Ηφαιστο τους ανθρώπους που ονομάστηκαν `Έλληνες και τους εγκατέστησε στον χώρο που είναι καθοριστικός παράγοντας για τη γέννηση και την ύπαρξη πολιτισμού, την Ελλάδα, για να παίξουν καθοριστικό ρόλο στην πνευματική εξέλιξη της ανθρωπότητας, όπως και έγινε.

Στην Ελλάδα γεννήθηκε η φιλοσοφία, το θέατρο, η ιδέα της δημοκρατίας και οι επιστήμες.

Θεά Πειθώ:Η πολύπλευρη δύναμη του ανθρώπινου λόγου

Η Πειθώ ήταν η θεά που προσωποποιούσε την πειθώ, τη μεγάλη και πολύπλευρη δύναμη του ανθρώπινου λόγου. Η Πειθώ ωστόσο εμφανίζεται αρχικώς ως θεότητα όχι του λόγου, αλλά της ερωτικής δράσεως, δηλαδή του έρωτα και του γάμου.

Αναφέρεται, κάπως συγκεχυμένα, ως κόρη της Αφροδίτης και του Ερμή. Η Πειθώ λατρευόταν άλλοτε ως αυτόνομη θεότητα και άλλοτε ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου, των Ωρών και των Χαρίτων..

Ο Ησίοδος στο έργο του Θεογονία αναφέρει την Πειθώ, την οποία εντοπίζει μόνο μία από τις τρεις χιλιάδες κόρες του Ωκεανού και της Τηθύος.
 
Αυτή η Πειθώ είναι διαφορετική. Εκπροσωπεί την ιδέα της διασκέδασης, της ευγλωττίας και τη δύναμης της ρητορικής, η οποία Ρητορική -ως επί το πλείστον-στηρίζεται στην "τέχνη" της Πειθούς". Ο ελεγειακός ποιητής Ερμησιάναξ διαφωνεί με τους προκατόχους του, αφού καθιστά και την Πειθώ μια από τις Χάριτες.

Δεδομένου ότι οι εκστρατείες είναι ουσιαστικά αποτέλεσμα της Πειθούς του εκάστοτε πολιτικού, έτσι με τη διαδικασία της αποπλάνησης, ο υποψήφιος προσπαθεί να σαγηνεύσει τους ψηφοφόρους μέσα από τις λέξεις και τις εικόνες για να του χορηγηθεί η ψήφος τους. Οι πληροφορίες που μας έχουν μείνει είναι ασαφείς και αόριστες για την ακριβή ταυτότητά της.

Αναφέρεται επίσης ως θεά ή πνεύμα (δαίμονας)με γοητευτική ομιλία, με στόχο την αποπλάνηση, απαγωγή και τον βιασμό,μαζί με τη δύναμη (βία).

Σπανιότερα το κύριο όνομα «Πειθώ» απαντάται ως επίθετο και θρησκευτική επίκληση της θεάς Αφροδίτης και της θεάς Αρτέμιδος.

Στην περίπτωση του αρχαιοελληνικού γάμου, η σχέση της Πειθούς ήταν βαθύτερη, επειδή ο γαμπρός έπρεπε να διαπραγματευθεί με τον πατέρα της υποψήφιας νύφης και να τον πείσει, ως προς τα οικονομικά του προκειμένου να την παντρευτεί.

Οι πιο επιθυμητές γυναίκες προσέλκυαν πολλούς υποψήφιους μνηστήρες και ο πειστικός λόγος καθόριζε συχνά τον βαθμό επιτυχίας τους.

Η Πειθώ συνήθως εκπροσωπείται ως μια γυναίκα με τα χέρια της υψωμένα να εγκαταλείπει την σκηνή ενός βιασμού,συνοδευόμενη μερικές φορές από ένα λευκό περιστέρι και μια μπάλα νήματος ως ένδειξη δέσμευσης.
 
Σε λίγες διάσπαρτες λογοτεχνικές αναφορές, καθώς και μια σειρά από διαζώματα και ελληνικά αγγεία, η Πειθώ περιγράφεται ως συνοδός του Έρωτα και της Αφροδίτης.
 
Ανάμεσα σε αυτά που έχουν διασωθεί είναι και η μαρμάρινη στήλη που απεικονίζει την Πειθώ να συμμετέχει έμμεσα στο γοητευτικό σκηνικό της αποπλάνησης της ωραίας Ελένης μαζί και η Αφροδίτη με τον Έρωτα και τον Πάρη.

Τι τονίζει ο Πλάτωνας στην "Πολιτεία", ο Αριστοτέλης στα "Πολιτικά" και ο Σωκράτης στη συνάφεια Ευδαιμονία- Ηθική-Πολιτική;

Στην πλατωνική Πολιτεία παρουσιάζεται μια στενή σχέση ανάμεσα στην ανθρώπινη ψυχολογία και στη διαμόρφωση του κράτους. Οι χαρακτηριστικές ιδιότητες των τάξεων αντανακλούν τις ψυχολογικές ιδιότητες των 3 μερών της ψυχής του κάθε ατόμου.

Η κοινωνία με την ιδεατή δικαιοσύνη κατά Πλάτωνα, απαρτίζεται από 3 τάξεις. Τους παραγωγούς, τους φύλακες, και τους... κυβερνήτες. Τοποθετούνται δηλαδή οι πολίτες σε τάξεις ανάλογα με το ποιό μέρος της ψυχής τους είναι το κυρίαρχο. Η καταγωγή και το φύλο τους δεν παίζουν ρόλο. Ακόμα και δούλοι μπορούν να γίνουν κυβερνήτες, και τα παιδιά των κυβερνητών μπορούν να γίνουν παραγωγοί ή φύλακες. Το μόνο μέσο ταξινόμησης είναι η παιδεία μέσω της εκπαίδευσης, που είναι ευθύνη του κράτους. Όταν τα άτομα έχουν προβλήματα στην εκπαίδευση, αποχωρούν, και γίνονται μέλη της παραγωγικής τάξης, και αργότερα φύλακες. Όσοι συνεχίζουν γίνονται φιλόσοφοι, και αποτελούν την τάξη των κυβερνητών. Ιδανική λειτουργία σημαίνει ότι κάθε τάξη έχει τη δική της αρετή. Η αρετή της παραγωγικής είναι η σωφροσύνη, των φυλάκων η ανδρεία, ενώ των κυβερνητών η σοφία.Όταν αυτές εναρμονίζονται επικρατεί η δικαιοσύνη. Η γενική αρετή της πολιτείας εξαρτάται από την αρετή των κυβερνητών Η δομή της πολιτείας αντανακλά τη ψυχολογική δομή των ατόμων. Έτσι υπάρχει δομική ομοιότητα μεταξύ της αρετής της πολιτείας και εκείνης των πολιτών.

Κατά Αριστοτέλη η Πόλη δεν αποτελεί μια μορφή συνύπαρξης που στόχο έχει απλώς, την επιβίωση των ανθρώπων, αλλά εκείνη τη μορφή οργανωμένης και τελεολογικά προσανατολισμένης συνύπαρξης που εξασφαλίζει το Ευ ζην, δηλαδή την ηθική τελείωση του ανθρώπου.

Άρα η γνωστή σε όλους αριστοτελική πρόταση «ο άνθρωπος είναι από τη φύση του ζώο πολιτικό»θα πρέπει να κατανοηθεί και στην ηθική της διάσταση. Η Ηθική τελείωση του ανθρώπου πραγματώνεται ουσιαστικά στο εσωτερικό μιας πολιτικής κοινότητας. Ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει ότι δεν μπορεί να ταυτιστούν οι έννοιες «αγαθός ανήρ» και «σπουδαίος πολίτης» δεδομένης της σχετικότητας των πολιτευμάτων. Αυτό δεν αναιρεί ωστόσο, ότι η τέλεια πόλη θα είναι εκείνη όπου οι παραπάνω έννοιες θα μπορέσουν να ταυτιστούν χωρίς τον κίνδυνο ασυμβατότητας. Συνεπάγεται ότι η τέλεια πόλη μπορεί να υπάρξει ,όταν οι αρχές της πολιτικής συνύπαρξης υπόκεινται σε εκείνες της ηθικής.

Με τον ίδιο τρόπο θα πρέπει να νοηθεί και ο ρόλος της παιδείας, η οποία ορίζεται ως ηθική παιδεία, Δεν είναι τυχαίο ότι τα πολιτικά του Αριστοτέλη ολοκληρώνονται με μια πραγματεία περί παιδείας.

Στην απολογία του ο Σωκράτης λέει ότι το κύριο στοιχείο της φιλοσοφικής του πράξης, εξαρτάται από την κατάσταση των συμπολιτών του. Η Ευδαιμονία με την αρχαία έννοια έχει να κάνει αποκλειστικά με την αρετή , και ο Σωκράτης αποδεικνύει ότι η ευδαιμονία και η αρετή είναι θέματα άμεσα συνδεδεμένα με την ποιότητα της πολιτικής, και της ιδιωτικής ζωής των πολιτών. .Κατά τον Σωκράτη η πλήρης γνώση της αρετής είναι απαραίτητη, για την καλή πρακτική ζωή του καθενός ιδιωτικά, και πολιτικά.

Η σκέψη και η εφαρμογή αυτής της ζωής,θα καταλήξει μέσα από την γνώση και αυτό ακριβώς με την ηθική είναι που θα μας κάνει ευδαίμονες ή όπως θα λέγαμε σήμερα ευτυχείς. Το γεγονός είναι, ότι δεν υπήρχε μια έννοια της ευδαιμονίας κοινή για την εποχή και διαδεδομένη στο τότε κοινό, την οποία να υιοθετούν συγχρόνως, και οι τότε φιλόσοφοι.

Οι αρχαίοι φιλόσοφοι ενδιαφέρονταν για τα προβλήματα τα οποία σήμερα θεωρούμε ηθικής φύσεως, αλλά τα συζητούν στο γενικότερο πλαίσιο της ευδαιμονίας. Παράλληλα, τροποποιούν την έννοια της ευδαιμονίας αρκετά, ώστε να είναι κατά τη γνώμη τους αδύνατον για οποιονδήποτε να ευδαιμονήσει, χωρίς ηθική.Για τον Σωκράτη και τους αρχαίους φιλοσόφους δηλαδή, υπάρχει συνάφεια, και συνύφανση στις έννοιες ευδαιμονία, ηθική, πολιτική.

Ο ΣΤΩΙΚΟΣ ΣΟΦΟΣ – ΤΟ ΑΛΗΘΙΝΟ ΝΟΗΜΑ ΤΟΥ ΣΤΩΙΚΙΣΜΟΥ

Το ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΣ ΖΗΤΗΜΑ όλης της Ελληνικής φιλοσοφίας (όπως το είδε ξεκάθαρα και ο Αυγουστίνος1) είναι το ζήτημα του υπέρ­τατου αγαθού. Και η απάντηση της Στοάς, όπως και όλων των άλλων συστημάτων, κλασικών και ελληνιστικών, είναι ότι υπέρ­τατο αγαθό στη ζωή είναι η εὐδαιμονία.2 Όμως (όπως ήξερε καλά ο Αυγουστίνος), ενώ ο Χριστιανός δέχεται την ευλογία ενός θεού που παρέχει την ελπίδα και μαζί την πραγμάτωσή της, ο Έλληνας φιλόσοφος πιστεύει πως μπορούμε, μες σε τούτο το βασανισμένο κόσμο, να κερδίσουμε από μόνοι μας την ευτυχία.3 Για τον Στωικό ο σκοπός της ζωής ταυτίζεται με τον ενάρετο βίο-4 κι αυτό, πάλι, σημαίνει ότι το μόνο αληθινό ἀγαθόν είναι το ηθικό αγαθό. Και ως τέτοιο είναι το μόνο πράγμα που αξίζει- και επιπλέον, είναι αρκετό για να ζει κανείς ευτυχισμένος. Δηλαδή η χρηστότητα -ή ευδαιμονία- εναπόκειται σε μια εσωτερική στάση, στην αγαθή βούληση, όπως θα έλεγε ο Καντ. Δεν έχει σημασία τι εξωτερικά γεγονότα έχει ν’ αντιμετωπίσει ο άνθρω­πος. Αυτό που μετράει είναι ότι θέλει το πρέπον, ότι πράττει το πρέπον, ότι κάνει σωστή χρήση των όσων του συμβαίνουν.

Όμως αν ο Στωικός επιδιώκει να γίνει αφέντης του εαυτού του, το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί και για τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Σε τι έγκειται η ιδιαιτερότητα της στωικής αντίληψης ως προς την κυριαρχία πάνω στον εαυ­τό; Χωρίς άλλο, στην ελευθερία από τα πάθη· στην ἀπάθεια. Η αρετή συνίσταται στο να μην ταράζεται κανείς από τα γεγονότα.

Όχι πως οι αρχαίοι -και ιδιαίτερα οι Στωικοί, και σε αντίθε­ση με την Αναγέννηση και τον Καρτέσιο και τον 18ο αιώνα-, δεν είχαν επίγνωση του γεγονότος ότι τα πάθη μπορούν να οδη­γήσουν τους ανθρώπους στο καλό. Όμως, ενώ ο Αριστοτέλης και ο Θεόφραστος θεωρούν ότι ο θυμός μπορεί να παρακινήσει σε σπουδαίες πράξεις, οι Στωικοί αμφιβάλλουν πολύ για τη βο­ήθεια που μπορούν να προσφέρουν τα πάθη στην υπόθεση της αρετής. Ακόμα και τα καλά πάθη τείνουν να τα θεωρούν κακούς στρατιώτες, κακούς συμμάχους στον αγώνα της ζωής, γιατί δεν μπορεί κανείς να είναι σίγουρος πως θα τον οδηγήσουν στη σω­στή κατεύθυνση- μπορούν επίσης να οδηγήσουν στην καταστρο­φή. Κι επιπλέον, αν αφεθούν ελεύθερα, μπορούν να εξωθήσουν και στο κακό. Κάποιος που είναι ευσπλαχνικός και ελεήμων με τους άλλους, είναι πολύ πιθανό και να μισήσει. Κοντολογίς, οι Στωικοί δεν εμπιστεύονται την «εμπαθή» αρετή, την αρετή που βασίζεται στο συναίσθημα. Αναζητούν την αρετή που βασίζεται σε αρχές.

Όμως αν ο σοφός εξαλείφει ή αποβάλλει όλα τα πάθη αδιακρί­τως, αν δεν είναι πρόθυμος, σαν τους Αριστοτελικούς, να αφήσει κάποιο περιθώριο, έστω για τα μετριασμένα πάθη, τότε μάλλον δικαιώνεται ο Pope όταν λέει:

Άσε να καυχώνται οι Στωικοί μες στην τεμπέλικη απάθεια
Με την αρετή τους παγιδευμένη μέσα σε πάγο θαρρείς
Στενόκαρδη αρετή, μαζεμένη, μες στα στήθη τους.5

Αν ακόμη κι ο οίκτος για τους ανθρώπους είναι ηθικό ελάττω­μα για τούτον τον σοφό, τότε κάλλιστα μπορεί κανείς να ισχυ­ριστεί ότι ο σοφός δεν νοιάζεται για τους συνανθρώπους του. Όπως φαίνεται, το πιστεύω του είναι «Η ψυχή μου και ο θεός», και όχι «Η ψυχή μου, οι ψυχές των συνανθρώπων μου και ο θεός». Κι αν διατείνεται ότι νιώθει λύπη για κάποιον συνάνθρω­πο, τούτη η λύπη δεν είναι από καρδιάς, είναι μια καθωσπρέπει προσποίηση. Γιατί όπως λέει ο Επίκτητος, «Αν το φέρει η τύχη, μη διστάσεις να συμπαρασταθείς σ’ αυτόν που υποφέρει, να τον παρηγορήσεις με τα λόγια σου, ακόμα και ν’ αναστενάξεις (συνεπιστενάξαι.) μαζί του. Εντούτοις, πρόσεχε, μην τυχόν στενάξεις και μέσα σου (πρόσεχε μή καί ἔσωθεν στενάξης) .6

Όμως ακόμα κι αν τέτοια ήταν ίσως η ερμηνεία που δόθη­κε από τον Θεόφραστο, ακόμα κι αν την επαναλαμβάνει και ο Κικέρων, ακόμα κι αν οι Στωικοί της Αναγέννησης το βρήκαν δύσκολο να την ανασκευάσουν, κι αν κάποιοι σημερινοί λόγιοι εξακολουθούν να την επαναλαμβάνουν, ασφαλώς δεν πρόκει­ται για σωστή ερμηνεία. Όπως εξηγεί ένας από τους παλαιούς σχολιαστές, η συμπόνοια του σοφού δεν μπορεί να είναι μήτε προσποιητή μήτε επιτηδευμένη, γιατί δεν του είναι επιτρεπτό να ψεύδεται- άλλωστε, το να συναισθάνεσαι τον άλλον είναι απα­ραίτητη προϋπόθεση για να τον βοηθήσεις. Άλλο έχει στο νου του ο Επίκτητος: να συναισθάνεσαι και να προσφέρεις βοήθεια στον άλλο, με τον ίδιο τρόπο που θα προσπαθούσες να σώσεις κάποιον που πνίγεται μες στη θάλασσα. Με το να στέκεσαι στην ακτή δεν τον σώζεις· πρέπει να μπεις στο νερό- και θα το κάνεις επειδή τον συμπονάς. Όμως δεν θα αφεθείς να σε παρασύρει το ρεύμα. Μ’ άλλα λόγια, δεν πρέπει να συμπονάς υπερβολικά, αλλιώς θα πνιγείτε και οι δύο. Να μη χάνεις από τα μάτια την ευρύτερη εικόνα. Αυτό ακριβώς απαιτεί και ο Σωκράτης από τον Κρίτωνα. Αυτός που δεν έχει προσβληθεί από το κακό πρέπει να ’χει το μυαλό καθαρό και ψύχραιμο- να δίνει φρόνιμες συμ­βουλές. Και μπορεί να το κάνει μόνο αν, χωρίς να ξεχνά πως δεν είναι ο ίδιος που υποφέρει, είναι σε θέση να δει τα πράγματα στις αληθινές τους διαστάσεις.

Ο Στωικός σοφός, λοιπόν, δεν είναι Ινδός βουδιστής. Δεν είναι αλήθεια ότι κάνει το καλό χωρίς να συναισθάνεται και να συμπονά τους άλλους. Τα ίχνη των παθών, οι ουλές, όπως λέει, ο Ζήνων,7 παραμένουν στην ψυχή του. Το ίδιο παραδέχεται και ο Χρύσιππος. Ο Σενέκας το λέει ωραία: «Δεν αποτελεί δύναμη το να αντέχει κανείς κάτι που δεν αισθάνεται.»8 Βεβαιότατα, ο σο­φός υποτάσσει τα συναισθήματά του- τα ελέγχει, όμως δεν παύει να έχει αισθήματα. Μόνο οι Μεγαρείς σοφοί εύχονται να είναι εντελώς αναίσθητοι. Για καμία από τις ποικίλες μορφές στωικισμού δεν σημαίνει η απάθεια απελευθέρωση από τη συμπόνοια, δεν σημαίνει μια παγιδευμένη στον πάγο αρετή. Ἀπάθεια ση­μαίνει ότι ο σοφός δεν επιτρέπει να μεγεθύνονται οι εφήμερες αντιδράσεις και να γίνονται πάθη και σταθερές έξεις, ακριβώς όπως δεν του αρκεί απλώς να τις μετριάζει. Επιπλέον, η στωική απελευθέρωση από τα πάθη δεν είναι παρά ένα πρώτο βήμα· έχει αρνητικό χαρακτήρα, ενώ ο Στωικός σοφός στοχεύει σε κάτι υψηλότερο: στο να αντικαταστήσει τα συνήθη πάθη με δια­φορετικά, υγιή συναισθήματα. Ο οίκτος, για παράδειγμα, είναι ένα πάθος που βλάπτει και αυτόν που τον αισθάνεται και αυτόν που υποφέρει. Όμως η συμπάθεια, όπως και η φιλανθρωπία, είναι καλά αισθήματα. Όπως λέει ο Σενέκας,9 «κάνουμε κι εμείς ό,τι και οι άνθρωποι με πάθη, όμως με διαφορετικό τρόπο». Οι συναισθηματικές καταστάσεις πρέπει να είναι γνήσιες και ορθές- τα συναισθήματα να είναι υγιή συναισθήματα. Το ζητούμενο δεν είναι η απάθεια, αλλά -για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία της Στοάς- η εὐπάθεια (το «καλό» συναίσθημα). Αντί για ηδονή, φόβο και επιθυμία, ο σοφός θα επιζητήσει τη χαρά, την προσοχή («εὐλάβεια») και την ορθή βούληση. Αυτά τα συναισθήματα το­ποθετεί στη θέση των παθών - όπως και άλλες μορφές ψυχικής διάθεσης που αντιστοιχούν σε άλλα μικρότερα πάθη. Δεν είναι εύκολο να αποδοθεί το νόημα της εὐπάθειας. «Σωστά πάθη» και «αβλαβή» ή «αθώα πάθη», έχει μεταφραστεί, και «χρηστά συ­ναισθήματα». Ίσως πιο καλό θα ήταν το: «συναισθήματα που πλάθονται με ορθό πνεύμα». Για να το πούμε όπως ο Ζήνων, ευ­πάθεια είναι η αβίαστη ροή της ζωής· μια συναισθηματική στα­θερότητα, όπως υποστηρίζει, ο Σενέκας, που τη χαρακτηρίζει η αταραξία. Τούτες οι λέξεις ωστόσο μπορεί να παραπλανήσουν κι όλες οι διακρίσεις που ανέφερα μπορεί απλώς να κρύψουν το γεγονός ότι για το σοφό τίποτα δεν έχει σημασία εκτός από την ηρεμία, την ελευθερία του νου και την εσωτερική γαλήνη.

Πολλοί υποστηρίζουν πως, είτε πρόκειται για ευπάθεια είτε για απάθεια, ο στωικισμός θα πρέπει να ονομαστεί δόγμα της παραίτησης και της αποδοχής· κι αυτό φαίνεται καθαρά στη στάση του Στωικού μπρος στα αποτελέσματα των πράξεων του. Για τη στωική φιλοσοφία, λένε, οι πράξεις του ανθρώπου πρέπει να είναι σαν του ταχυδρομικού διανομέα που έχει αναλάβει να παραδώσει ένα πακέτο σε κάποιον παραλήπτη που θα πρέπει να τον αναζητήσει σε διάφορες διευθύνσεις. Ο καλός διανομέας θα πάει κανονικά σε όλες τις διευθύνσεις· αν ο παραλήπτης δεν βρεθεί σε καμιά, αυτό δεν έχει καμιά σημασία για τον διανομέα. Έχει κάνει το καθήκον του, και το πακέτο τον ενδιαφέρει όσο και ο παραλήπτης: ελάχιστα. Η δράση του δεν συνοδεύεται από καμιά επιθυμία. Τα πάντα είναι θέμα προαίρεσης, θέμα εσωτε­ρικής στάσης· και τούτη η εσωτερική στάση είναι σε τελευταία ανάλυση μια στάση πλήρους αδιαφορίας.

Όμως αν αυτό ήταν αλήθεια, τότε ο Στωικός σοφός θα ήταν στην πραγματικότητα Κυνικός ή Σκεπτικός. Η Στοά ποτέ δεν υιοθέτησε τον μηδενισμό. Από τον Ζήνωνα μέχρι τον Επίκτητο και τον Μάρκο Αυρήλιο, οι Στωικοί με μια φωνή υποστηρίζουν ότι, παρ’ όλο που μόνο η αρετή είναι το ἀγαθόν, εντούτοις και άλλα πράγματα έχουν «αξία» (ένας όρος που εφευρέθηκε από τους Στωικούς). Τα αγαθά στη ζωή είναι όπως η αυλή ενός βα­σιλιά. Ο βασιλιάς, βέβαια, κατέχει την υψηλότερη θέση, όμως υπάρχουν και άλλοι αξιωματούχοι, και παρ’ ότι η θέση τους εί­ναι χαμηλότερη δεν παύουν να έχουν ένα βαθμό. Αν και η αρετή είναι το μόνο ἀγαθόν, τα πράγματα είναι είτε προτιμητέα είτε απορριπτέα- τούτη η διάκριση ανάμεσα στο ἀγαθόν και σ’ αυτό που έχει αξία δεν είναι κανένας συμβιβασμός, δεν είναι μετριασμός, δεν είναι προσαρμογή, είναι μια διάκριση που δεν θα μπο­ρούσε να παραλειφθεί, γιατί είναι η ουσία του στωικισμού. Και ο ένας και μόνος Στωικός που τόλμησε να την αρνηθεί, ο Αρίστων από την Χίο, έγινε αιρετικός, γιατί ο Στωικός πιστεύει πως αν τα πράγματα δεν είχαν αξία τότε η ίδια η ηθική θα καταστρε­φόταν. Το να υποστηρίζεις ότι μόνο ἀγαθόν είναι η ηθική αξία, λέει ο Χρύσιππος, σημαίνει ότι παραιτείσαι από τη φροντίδα για την υγεία σου, τη φροντίδα της περιουσίας σου, τη συμμετοχή στην πολιτική, τον χειρισμό υποθέσεων, τα καθήκοντα που θέτει η ζωή - ότι εγκαταλείπεις ακόμα και την ίδια την ηθική αξία. Μ’ άλλα λόγια, η Στοά συνταιριάζει την τυπική και την εμπράγ­ματη ηθική, το πώς και το τι· αντιτίθεται στο μηδενισμό, στην διάλυση του νόμου, στην αρχαία και σύγχρονη πεποίθηση ότι αυτό που μετράει είναι μόνο η στάση μας, ασχέτως τι είναι αυτό που κάνουμε. Ακόμα και ο σοφός θα επιλέξει την υγεία ή οτι­δήποτε άλλο ανάμεσα στα προτιμητέα πράγματα αν του δοθεί η ευκαιρία να διαλέξει, διότι κατά φύσιν όλα τα πράγματα που έχουν αξία είναι σχετικά σε σύγκριση με το ηθικώς ἀγαθόν που είναι το απολύτως αγαθόν. Σε περίπτωση σύγκρουσης ανάμεσα σ’ αυτό που ο σοφός ονομάζει αγαθόν και σ’ αυτό που ονομάζει προηγμένον (: προτιμώμενο), τότε η αξία του δεύτερου τού είναι σχετικά αδιάφορη, παρ’ όλο που από μόνο του είναι προτιμητέο. Δεν πρόκειται εδώ για δυο μέτρα και σταθμά- ή μήπως είναι έτσι μόνο με την έννοια υπό την οποία σε κάθε ηθικό σύστημα εμφανίζονται δύο μέτρα και σταθμά; Μήπως δεν είναι αλήθεια ότι οπουδήποτε τίθεται θέμα επιλογής, η μια αξία πρέπει να εγκαταλείπεται προς χάρη κάποιας άλλης; Καμιά φορά ο πλού­τος εγκαταλείπεται για χάρη της προσφοράς βοήθειας, η υγεία επίσης, όταν πρόκειται να κερδηθούν άλλα πλεονεκτήματα, και η ζωή η ίδια θυσιάζεται για να σωθεί μια άλλη ζωή. Αμφιβάλλου­με ότι, παρ’ όλα αυτά, ο πλούτος, η υγεία κι η ζωή είναι αξίες;

Ωστόσο, η ερμηνεία που έδωσα φαίνεται να ανασκευάζεται από κάποιες άλλες δηλώσεις που έχουν κάνει οι Στωικοί, από τις οποίες έχουν αρπαχτεί σύγχρονοι ερμηνευτές, από τότε που ο Άνταμ Σμιθ έγραψε τη θεωρία του περί «ηθικού αισθήματος». Οι Στωικοί παραβάλλουν τη ζωή με ένα παιχνίδι με σκορ, όπου η νίκη δεν έχει καμιά σπουδαιότητα και αυτό που μετράει είναι ο τρόπος που παίζεις και όχι το σκορ που πετυχαίνεις. Ο Επί­κτητος συγκρίνει τον Σωκράτη με παίχτη της μπάλας. «Ποια μπάλα παιζόταν από το Σωκράτη; Η ζωή του, η φυλακή, η εξο­ρία, το φαρμάκωμα, η στέρηση της γυναίκας του, το ν’ αφήσει τα παιδιά του ορφανά. Μ’ αυτά έπαιζε ο Σωκράτης, αλλά αυτό δεν τον έκανε να παίζει λιγότερο και να χειρίζεται την μπάλα με λιγότερη επιδεξιότητα. Έτσι κι εμείς: να ’μαστέ επιδέξιοι και καλοί παίχτες της μπάλας (τήν ἐπιμέλειαν σφαιριστικωτάτην), και ταυτόχρονα για την ίδια τη μπάλα να ’μαστέ αδιάφοροι.»10 Όμως δεν πρέπει να ξεχνά κανείς σε ποια στιγμή παίζει αυτό το παιχνίδι ο Σωκράτης. Είναι η στιγμή της πιο μεγάλης απόφα­σης, η στιγμή όπου η βασική αρχή που λέει ότι «το ηθικά αγαθό είναι το μόνο αληθινό αγαθό», πρέπει να επικυρωθεί πάση θυσία. Και όπως λέει ο Επίκτητος εκ μέρους του Σωκράτη: «Και για να συνεχίσω το παιχνίδι, προσφέρω τις υπηρεσίες μου μέχρις ότου με διατάξουν να κάνω καμιά βλακεία ή κάτι ανάρμοστο. Κι αν μου πουν “πήγαινε να φέρεις τον Λέοντα τον Σαλαμίνιο”, θα πω: “Βρες άλλον να στείλεις. Εγώ σταματάω το παιχνίδι.” “Στη φυλακή!”. “Ακολουθώ. Συνεχίζεται το παιχνίδι”.11

Με άλλα λόγια, μέσα στη σφαίρα των σχετικών αξιών, το παι­χνίδι παίζεται σύμφωνα με τους κανόνες. Επιτυχία και αποτυ­χία, κέρδος και ζημία, τα δέχεται κανείς με φίλαθλο πνεύμα. Φυσικά, ακόμα κι εδώ, ο καλός παίχτης ελπίζει στην επιτυχία- επιλέγει τις αξίες εφ’ όσον η έκβαση είναι άγνωστη. Ωστόσο, αν το παιχνίδι στραφεί εναντίον του, δεν χάνει την ψυχραιμία του. Τελειώνει τον αγώνα και δέχεται την ήττα με καλή διάθεση. Όπως το λέει και ο Επίκτητος, παραθέτοντας τον Χρύσιππο:

Εφ’ όσον μου είναι άγνωστα τα όσα επιφυλάσσει το μέλλον, εγώ πάντα θα πιάνομαι, από αυτά που βοηθούν περισσότερο ώστε να διασφαλίζω τις προτιμώμενες αξίες- ο ίδιος ο θεός μου έχει δώ­σει αυτή τη δυνατότητα να τις επιλέγω. Αν όμως ήξερα πως είναι της μοίρας μου τώρα να αρρωστήσω, πρόθυμα θα στρεφόμουν ακόμα και σ’ αυτό- γιατί και τα πόδια ακόμα, αν είχαν λογικό, πρόθυμα θα λασπώνονταν.13

Μ’ άλλα λόγια, συγκατατίθεμαι σ’ αυτό που συμβαίνει, εφ’ όσον δεν είναι αποφασιστικής σημασίας, αλλά ποτέ δεν πρόκειται να δεχτώ να κάνω οτιδήποτε είναι ηθικά φαύλο.

Μπορεί η ζωή να ’ναι παιχνίδι για τον σοφό, όμως το παιχνίδι αυτό έχει αλλόκοτους κανόνες. Σε ορισμένες καταστάσεις, αυ­τοί οι κανόνες επιβάλλουν στον παίκτη να επιλέξει το θάνατο (είτε ως αυτόχειρας είτε ως θύμα άλλων), και να αποχωρήσει από το παιχνίδι. Ο Στωικός σοφός δεν είναι προσκολλημένος σε ένα δόγμα παραίτησης ή μακάριας αποδοχής και αδιαφορίας για την τύχη του. Πρεσβεύει μια θεωρία που συγκατατίθεται, επιδοκιμάζει, κρίνει και ορίζει τι είναι πρέπον να γίνει και τι όχι. Είναι πολύ σημαντικό να κάνουμε αυτή τη διάκριση· σ’ αυτή την περίπτωση, η επιμονή σε μια ορθή και αυστηρή ορολογία ας μη ταυτίζεται μ’ εκείνο το παιχνίδι των λέξεων που τόσο περιφρονούσε ο Πλάτων στους φιλόσοφους.

Από πού αντλεί τη δύναμη ο σοφός για να υιοθετήσει μια τόσο ηρωική στάση απέναντι στη ζωή; Ασφαλώς δεν πιστεύει στην αθανασία και στις τιμωρίες ή ανταμοιβές που επιφυλάσσονται στη μετά θάνατο ζωή. «Τι κερδίζει όταν πράττει το ορθό; Τι κερδίζει αυτός που γράφει το όνομα του Δίωνα σωστά; Το κέρ­δος του ίδιου του γραψίματος (αὐτό τό γράψαι). Κι αυτή είναι όλη κι όλη η ανταμοιβή του; -Μα εσύ... ζητεῖς ἔπαθλον ἀνδρί ἀγαθῷ μεῖζον τοῦ τά καλά καί δίκαια πράττειν»14 Το μόνο που κερδίζει, σε αντίθεση με τους πολλούς ή τους ανόητους, είναι πως αυτός δεν θα ’ναι μια σκέτη κλωστή όμοια με τις άλλες στο υφάδι του κόσμου, αλλά θα ’ναι η πορφύρα, που «κοσμεί και αναδεικνύει το σύνολο».15

Δεν υπάρχουν μαρτυρίες ότι ο σοφός θεωρεί δεδομένο πως «τα γεγονότα του κόσμου κατευθύνονται από τη θεία πρόνοια έτσι ώστε να πραγματωθεί ένας ορισμένος σκοπός, και ότι ο σκοπός αυτός αξίζει να πραγματωθεί»,16 πως τα πράγματα βρίσκουν την εκπλήρωσή τους σ’ αυτόν τον ανώτερο σκοπό, τον άγνω­στο στους ανθρώπους. Όσοι αποδίδουν τέτοιες πεποιθήσεις στο σοφό το κάνουν γιατί διαφορετικά οι πράξεις του τους φαίνονται ακατανόητες. Κι ακόμη: δεν υπάρχει κανένας «φίλος στα παρα­σκήνια», όπως πιστεύουν εκείνοι που καταδικάζουν, εξυμνούν ή ερμηνεύουν το στωικισμό ως θρησκεία.17

Είναι αλήθεια πως η θεολογική γλώσσα, ιδιαίτερα των ύστε­ρων Στωικών, αναγορεύει τον άνθρωπο σε φίλο του Θεού,18 «τον οποίο ακολουθεί με τη δική του ελεύθερη βούληση». Όμως, εάν ο σοφός βρεθεί σε μια θέση όπου δεν μπορεί να πράττει το ορθό όπως εκείνος το αντιλαμβάνεται και το ορίζει, τότε θεωρεί πως είναι καθήκον του να πεθάνει- και λέει στο θεό: Δεν σε εγκατα­λείπω· αλλά το βλέπω πως δεν με χρειάζεσαι πια.19 Να ’σαι καλά.20 Πόσο διαφορετικά ηχούν αυτά τα λόγια από εκείνα του Ιησού: «Θεέ μου, θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;» Τα λόγια του Στωικού είναι θαρραλέα. Έχει το θάρρος και μπορεί να μιλήσει έτσι γιατί ο σοφός και ο θεός είναι ίσοι, δύο ισότιμοι φίλοι. Ο σοφός, όπως και ο θεός, έχει τη δύναμη να ασκεί την ελεύθε­ρη βούλησή του, να εγκρίνει και να απορρίπτει, με δυο λόγια, να κυριαρχεί στις σκέψεις του.21 Κατέχει την αληθινή φύση του αγαθού και του φαύλου.22 Ο σοφός είναι όμοιος με το θεό, και μόνο σε ένα πράγμα διαφέρουν: ο σοφός είναι θνητός. Φυσικά μειονεκτεί σε σχέση με το θεό, ο οποίος έχει μεγαλύτερη αγαθο­ποιό δύναμη απ’ ό,τι ένα ανθρώπινο ον όμως μεταξύ δύο σοφών ο πλουσιότερος δεν είναι και ο καλύτερος. Η στωική συναίνεση ή η απόσυρση του Στωικού από τον κόσμο είναι αποτέλεσμα της δύναμης, της ισχύος και της επίγνωσης που κέρδισε από μόνος του. Η ευλογία που γεύεται σε τούτο το βασανισμένο κόσμο εί­ναι καρπός της δικής του προσωπικότητας. Σε αντίθεση με την αντίληψη του Αυγουστίνου για τον Χριστιανό, ο Στωικός σοφός είναι θεός όχι γιατί ο ύψιστος θεός τού δίνει αυτή τη δυνατότητα, αλλά γιατί το κατορθώνει με τον προσωπικό του αγώνα. Καμία ομοιότητα με το χριστιανικό ιδεώδες. Καμία πίστη του τύπου «γενηθήτω το θέλημά σου». Ο Πασκάλ αντιλήφθηκε αυτή τη διαφορά πολύ πιο ξεκάθαρα από τους σύγχρονους ερμηνευτές. Ο Στωικός σοφός δεν γνωρίζει την αρετή της ταπεινότητας. Ο Στωικός σοφός γνωρίζει μόνο το μεγαλείο του ανθρώπου κι όχι την αδυναμία του.

Αυτή, λοιπόν, είναι η μορφή του σοφού την οποία οι Στωικοί εξυμνούν με κάθε δυνατό τρόπο. Αυτός και μόνον αυτός είναι ευτυχής, ωραίος, ελεύθερος, πλούσιος, πράττει το ορθό, είναι ο μόνος αυθεντικός πολιτικός, σύζυγος και πατέρας. Ελπίζω πως έχω ήδη δείξει πως αν και ακριβοδίκαιος δεν είναι άσπλαχνος με τους συνανθρώπους του. Βεβαίως δεν θα αρνηθώ πως ο σοφος είναι σοβαρός και αυστηρός. «Είναι στυφός, με την έννοια που δίνουμε στη λέξη όταν μιλάμε για στυφό κρασί που το χρησι­μοποιούμε ως φάρμακο κι όχι για να κάνουμε προπόσεις, κα­θώς δεν ενδιαφέρεται για την ηδονή και δεν ανέχεται αυτά που ηδονίζουν τους άλλους».23 Πάνω απ’ όλα είναι δίκαιος, τόσο με τον εαυτό του όσο και με τους άλλους. Όταν είναι απαραίτητο, τιμωρεί και κολάζει- δεν γνωρίζει τι σημαίνει οίκτος, δεν συγχωρεί: ἐλεήμονάς τε μή εἶναι συγγνώμην τ’ ἔχειν μηδενί.24 Και καθώς δεν είναι συναισθηματικός, και δεν αδιαφορεί για τις αξί­ες, με τον ίδιο τρόπο δεν θέλει να προκαλεί το μαρτύριο μήτε το επιζητεί, παρ’ όλο που είναι πρόθυμος να το υποστεί αν το θεω­ρήσει αναγκαίο. Δεν είναι η προσωποποίηση της απολιθωμένης αυστηρότητας. Η ψυχική του κατάσταση είναι η έλλογη χαρά, η ίδια που χαρακτηρίζει και τον Σοφό του Σπινόζα. Ασφαλώς, ο Στωικός σοφός αποφεύγει την δραματοποίηση και δεν διεκτρα­γωδεί καταστάσεις (τραγῳδίαν οὐ ποιεῖ)25, μα δεν παύει να είναι ανθρώπινος. Ο ίδιος ο Ζήνων είχε προβλέψει την παρεξήγηση κι είχε τονίσει πως μόνο αν οι οπαδοί του παρερμήνευαν εντελώς τη διδασκαλία του θα γίνονταν άτομα νοσηρά και ανελεύθερα, πικρόχολα και άτεγκτα, άκαμπτα, δηκτικά και ψυχρά.26

Είναι πράγματι «μεγαλειώδης» η ζωή που εκπροσωπεί ο σο­φός. Όμως θα ήταν μέγιστο λάθος να τον δούμε σαν ένα «τέ­ρας», απάνθρωπο μες στην τελειότητά του. Είναι μεγαλοπρεπής εν μέσω συμφορών τις οποίες δεν μπορεί να αποφύγει περισ­σότερο απ’ ό,τι μπορεί να τις αποφύγει ο κάθε άνθρωπος. Ο Οράτιος εκφράζει με ωραίο τρόπο το κατόρθωμα του σοφού που ζει σ’ ένα κόσμο όπου οι αντιξοότητες και τα ατυχή συμβάντατα αποτελούν τον κανόνα. Λέει:

Αν το σύμπαν γκρμιζόταν,
άφοβο θα τον παρέσυραν τα συντρίμμια
(Sifractus illabatur orbis / Impavidum ferient ruinae).27

Όμως, πάλι, θα σχολιάσει σκωπτικά: «κατώτερος μόνο από το Αία: πλούσιος, ελεύθερος, τιμημένος, ωραίος, βασιλεύς των βα­σιλέων, ιδίως όταν χαίρει άκρας υγείας και δεν είναι κρυολογημένος».28

Αλίμονο, οι άνθρωποι υποφέρουν συχνά από «κρυολογήματα»· οι συμφορές δεν έχουν τελειωμό. Μα αν έχεις μύξες, λέει ο Επί­κτητος,29 μη ρωτάς αν είναι λογικό να υπάρχουν μύξες στον κό­σμο. Σκούπισ’ τη μύτη σου και σταμάτα να κλαίγεσαι γι’ αυτά που φέρνει η τύχη· μην κατηγοράς τον θεό. «Τι σου τα ’δωσε τα χέρια; Κάθεσαι και παρακαλάς να μη τρέχουν οι μύξες σου- μα τίποτα δεν σου έχει δώσει ο θεός; Δεν σου ’χει δώσει υπομονή, δεν σου ’χει δώσει μεγαλοφροσύνη, δεν σου ’χει δώσει ανδρεία; Με τέτοιες χερούκλες, κι ακόμη ψάχνεις αυτόν που θα σου σκουπίσει τη μύτη;»30

Ζήνωνα, σεβάσμιε με το στοχαστικό μέτωπο
αντρίκειος ήταν ο λόγος σου

έγραψε ένας Στωικός.31 Ο Σενέκας λέει πως η διαφορά μεταξύ των Στωικών και των άλλων φιλοσόφων, είναι η διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών- εκείνοι που επιλέγουν τη Στοά, επιλέγουν τον ανδρείο, τον ηρωικό σκοπό.32 Να θυμάστε μόνο πως αυτή η αντρίκεια, ηρωική αρετή καταχτιέται κι από τις γυναίκες κι όχι μόνο από άντρες.

Όμως, ακόμη κι αν περιορίσουμε τις διαστάσεις του σε πιο αν­θρώπινα μεγέθη, ακόμη και αν δεν τον δούμε σαν ένα απόκοσμο τέρας, ο Στωικός σοφός εξακολουθεί να παραμένει μια μορφή που μοιάζει να υπερβαίνει τα ανθρώπινα μέτρα- κι είναι λογι­κό να αναρωτηθούμε, πώς είναι δυνατόν ένα ανθρώπινο πλάσμα ακόμα και να ελπίσει πως θα κατορθώσει ποτέ να φτάσει στο επίπεδο του Στωικού σοφού;

Δεν πιστεύω πως οι Στωικοί φιλόσοφοι αμφέβαλαν ποτέ πως είναι ανθρωπίνως δυνατό να γίνει κανείς σοφός. Παραδέχονταν, βέβαια, πως ο σοφός είναι σπάνιο φαινόμενο σε κάθε εποχή, και πως σ’ όλη την ιστορία ελάχιστοι υπήρξαν οι σοφοί. Όμως πρέπει να τονίσω πως το ερώτημα, αν μπορεί ή όχι ο άνθρω­πος να γίνει σοφός, δεν ήταν αποφασιστικής σημασίας για τους Στωικούς φιλοσόφους. Γιατί μιλούν για το σοφό όπως μιλούσε ο Πλάτων για την ουράνια πολιτεία· λίγο μας ενδιαφέρει αν υπάρ­χει κι αυτή στην πραγματικότητα ή όχι, και αν μπορεί να γίνει πραγματικότητα πάνω στη γη. Όπως η ουράνια πολιτεία του Πλάτωνα, έτσι κι η μορφή του Στωικού σοφού αποτελεί ένα ιδε­ώδες, ένα πρότυπο. Δείχνει πώς θα μπορούσε και πώς πρέπει να είναι οι άνθρωποι. Στην ελληνιστική περίοδο, που σημειώνεται μια στροφή στον ατομικισμό, το ιδεώδες δεν μπορεί πλέον να ταυτίζεται με την ιδιότητα του ανθρώπου ως πολίτη της ουρά­νιας πολιτείας- μπορεί, όμως, να ταυτιστεί με την τελειότητα ενός ανθρώπινου όντος όπως το οραματιζόμαστε με την φαντα­σία μας.

Η μορφή του σοφού είναι λοιπόν το πρότυπο σύμφωνα με το οποίο μπορούμε να κρίνουμε τον εαυτό μας. Όταν ξέρουμε τι οφείλουν να είναι οι άνθρωποι, είμαστε σε θέση να ανακαλύψουμε τι είμαστε, γιατί μπορούμε να μετρήσουμε την πρόοδο και την προσέγγιση μας στο ιδεώδες. Αυτή είναι η μεγάλη απαί­τηση που προβάλλει ο στωικισμός στον καθένα μας: η ηθική εξέλιξη, η επάρκεια, η τελειοποίηση του εαυτού. Αυτό το ήθος της τελειότητας που βασίζεται στην πίστη πως ο ανθρώπινος χαρακτήρας επιδέχεται αέναη τελειοποίηση, είναι η ουσία του στωικισμού από την αρχή ως το τέλος. Η συνειδητή ηθική ανά­πτυξη είναι το σύνθημα της στωικής φιλοσοφίας. Κι αυτή η ηθι­κή ανάπτυξη μπορεί να κατακτήσει ακόμη και τις περιοχές του ασυνειδήτου - τις οποίες ο Πλάτων, θεώρησε αδιαπέραστες από την ορθή βούληση. Από τα όνειρά σας, λέει ο Ζήνων,33 θα κατα­λάβετε αν προοδεύετε ή όχι. Ο σοφός δεν παύει να είναι σοφός ακόμη και στον ύπνο του.

Ακόμη και οι ηγετικές φυσιογνωμίες της Στοάς -Ζήνων, Χρύ­σιππος, Κλεάνθης, Παναίτιος, Ποσειδώνιος, Σενέκας και Επί­κτητος·, δεν διεκδίκησαν ποτέ τον τίτλο του σοφού. Η στάση τους είναι πολύ διαφορετική από εκείνη του Επίκουρου. Αλλ’ αν ακόμη και τούτοι οι άντρες δεν πέτυχαν το στόχο τους, τότε τι μπορούν να ελπίζουν οι υπόλοιποι; Απομένει μόνο η ελπίδα. Απαντώντας στο ερώτημα, «Ποια είναι η διαφορά του Πλάτωνα με τον τύραννο Διονύσιο, αν ούτε και ο Πλάτων δεν είναι σο­φός;», ο Ζήνων θα πει: «Υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ των δύο. Για το Διονύσιο το καλύτερο θα ήταν να πεθάνει, γιατί δεν μπορεί να ελπίζει πως θα κερδίσει τη σοφία. Για τον Πλάτωνα το καλύτερο είναι να ζήσει, γιατί αυτός μπορεί να ελπίζει πως θα την κερδίσει».34 Βέβαια ο άνθρωπος, όντας αυτό που είναι, δεν μπορεί να ελπίζει πως θα προεγγίσει την τελειότητα παρά «στο γέρμα της ζωής, στο ηλιοβασίλεμα του βίου του».33 Αυ­τός ο ηθικός ιδεαλισμός και η αισιοδοξία είναι συνεισφορά της Στοάς, αυτή η επιμονή ν’ αγωνιστείς για ν’ αγγίξεις το στόχο, η πεποίθηση ότι το ιδεώδες δεν είναι ανέφικτο, το να λες: «Κι αν δεν είσαι ακόμη Σωκράτης, οφείλεις να ζήσεις σαν κάποιος που θέλει να γίνει Σωκράτης».36

Πώς γεννήθηκε αυτό το καινούριο ιδεώδες; Ποιες ήταν οι κινη­τήριες δυνάμεις του; Η σύνδεση του στωικισμού με παλαιότερες φιλοσοφίες και ιδιαίτερα μ’ εκείνη του Σωκράτη είναι προφανής και την επιβεβαιώνουν αρκετά από τα ρητά που έχω παραθέσει. Όμως και τα νέα στοιχεία δεν είναι λίγα. Από πού προέρχο­νται; Όλοι σχεδόν οι ερμηνευτές συμφωνούν πως τα πρωτότυπα στοιχεία του στωικισμού καθορίζονται από τις συγκεκριμένες πολιτικές και ιστορικές συνθήκες που επικρατούν στα τέλη του τέταρτου αιώνα π.Χ. Είναι, λένε, περίοδος ηθικής και πολιτικής αποσύνθεσης. Οι αξίες της πόλης-κράτους και τα παλαιότερα θρησκευτικά ιδανικά έχουν καταρρεύσει, και προκύπτει η ανά­γκη αναζήτησης νέων θεμελίων για τη ζωή. Πρέπει να κατευνα­στούν οι φόβοι των ανθρώπων, να χαλιναγωγηθούν οι επιθυμίες τους.37

Όμως πόσα μπορούν να εξηγηθούν μ’ αυτόν τον τρόπο; Το πέρασμα από τον πέμπτο στον τέταρτο αιώνα επίσης είχε σηματοδοτηθεί από μια μεγάλη κρίση· κι είναι δύσκολο να πούμε αν εκείνη η πρώτη κρίση δεν ήταν μεγαλύτερη από αυτήν που σημειώθηκε στα τέλη του τέταρτου αιώνα. Όπως και να ’χει, η απάντηση στην προγενέστερη κρίση ήταν ο πλατωνικός ιδεα­λισμός. Δεν θα μπορούσε να ισχύσει η ίδια απάντηση και τώρα, στα τέλη του τέταρτου αιώνα; Και επιπλέον, αν το ζητούμενο ήταν μια απάντηση, ο στωικισμός δεν υπήρξε η μοναδική. Η φιλοσοφία του Επίκουρου επίσης κατευνάζει τους φόβους και χαλιναγωγεί τις επιθυμίες - αλλά με πόσο διαφορετικό τρόπο!

Κι αν τότε επικρατούσε «απελπιστική κατάσταση ανάγκης», την αντιμετώπισε επίσης και ο Επίκουρος, κι οι λύσεις που πρόσφερε για τον άνθρωπο ως άτομο ήσαν εξίσου αποτελεσματικές με του Ζήνωνα.

Όχι· αν υπάρχει ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό του στωικισμού που οφείλεται στην τότε κατάσταση, είναι αυτό που μοιράζεται από κοινού με τον επικουρισμό. Και εννοώ τη νέα συνείδηση της δύναμης του ανθρώπου όπως αναδύεται τον τέταρτο αιώνα, την πίστη στη αποθέωση της ανθρώπινης ύπαρξης. Λίγα χρόνια μετά την άφιξή του στην Αθήνα το 307; ο Ζήνων παρακολούθησε και άκουσε τους Αθηναίους να υποδέχονται το Δημήτριο τον Πολιορκητή, έναν από τους επιγόνους του Μεγά­λου Αλεξάνδρου. Ένας σύγχρονός του ιστορικός κατέγραψε τα γεγονότα. Όταν ο Δημήτριος επέστρεψε στην Αθήνα από τη Λευκάδα και την Κέρκυρα, οι Αθηναίοι τον υποδέχτηκαν όχι μόνο με θυμιάματα και στεφάνους και σπονδές αλλά και με χο­ρωδιακές πομπές και παιάνες. Και όταν οι χορωδοί συνενώθηκαν με το πλήθος, σύσσωμοι έψαλλαν επανειλημμένα την επωδό: «... είναι ο μόνος αληθινός θεός, γιος του Ποσειδώνα και της Αφροδί­της. Οι άλλοι θεοί κοιμούνται ή λείπουν μακριά ή δεν υπάρχουν καν...».39 Ο ζωντανός θεός με την ανθρώπινη μορφή αντικατέ­στησε τον θεό τον λαξεμένο σε πέτρα, χρυσό ή ελεφαντόδοντο.

Όμως τι λογής άνθρωποι ήσαν αυτοί οι νέοι «θεοί»; Τουλάχι­στον ξέρουμε τη γνώμη που είχαν οι Κυνικοί, στους οποίους μαθήτευσε ο Ζήνων, γι’ αυτούς τους κατακτητές ή για τους προγό­νους τους πάνω στα χνάρια των οποίων βάδιζαν. «Ο Φίλιππος και οι σύντροφοί του ζούσαν μες στην σπατάλη ... με συνεχείς λεηλασίες ... οι σύντροφοί του ήταν άνθρωποι που είχαν μαζευ­τεί από όλα τα μέρη της Ελλάδας... με κριτήριο όχι την αρετή τους (οὐκ ἀριστίνδην ἐξειλεγμένοι) αλλά μάλλον με το αντίθετο κριτήριο (ἀλλ’ εἴ τις ἦν ἐν τοῖς Ἕλλησιν ἤ τοῖς βαρβάροις λάσταυρος ἤ βδελυρός ἤ θρασύς τόν τρόπον, οὗτοι σχεδόν ἅπαντες εἰς Μακεδονίαν ἀθροισθέντες ἑταῖροι Φίλιππου προσηγορεύοντο.) Ποτέ δε γνώρισε η ιστορία τόσο άγρια κτήνη. Η φύση τούς είχε προορίσει για φονιάδες (ἀνδροφόνοι γάρ τήν φύσιν ὄντες) αλλά ἀνδρόπορνοι τόν τρόπον ἦσαν.» Τέτοιοι χαρακτήρες, -όπως φαίνεται, εγγυώνται την επιτυχία, τη φήμη και μια αχα­νή αυτοκρατορία». Και ποιο ρόλο έπαιξε ο Αλέξανδρος, ο μεγά­λος βασιλιάς, από τον οποίο πολλοί υποθέτουν πως οι Στωικοί εμπνεύστηκαν το όραμά τους για ένα οικουμενικό κράτος και για την ενότητα της ανθρωπότητας; Στο πρόσωπό του η ανθρώπινη πλεονεξία βρίσκει, το αποκορύφωμά της. «Ο Αλέξανδρος», λέει ο Σενέκας, «παρ’ όλο που έφτασε ως τις ακτές του Ινδικού Ωκεανού, λαχταρούσε ακόμη μεγαλύτερη επικράτεια απ’ αυτή που είχε ήδη κατακτήσει. Ήταν ένας άνθρωπος πένης, στ’ αλή­θεια, που έσπρωξε τ’ άρματά του πέρα από τα σύνορα της φύσης και που σπρωγμένος από παράτολμη απληστία βούτηξε με τα μούτρα σε μια ανεξερεύνητη και απύθμενη θάλασσα ... μέχρι το τέλος, η πλεονεξία του παρέμεινε ακόρεστη». Τα πάντα ανήκουν στο σοφό -κι ο σοφός δεν αρκείται στα λίγα-, όμως τούτες οι «κτήσεις» του έχουν άλλο νόημα από κείνες του Αλέξανδρου.41 Αντί να υποτάξει τον κόσμο, υποτάσσει τον εαυτό του- αντί να οικοδομήσει μια αυτοκρατορία ανθρώπων και πραγμάτων, οικοδομεί τον βίο που κυβερνάται από τον λόγο και ορίζεται από τη διάνοια. Όμως σίγουρα, στη δύναμη και στην υπεράνθρωπη προσπάθεια, ο σοφός μπορεί άνετα να συγκριθεί και με τον Φί­λιππο και με τον Αλέξανδρο και τους διαδόχους του.

Ακόμη κι αν δεχτούμε πως με τις απεριόριστες αξιώσεις από τον εαυτό του και τους άλλους ο Στωικός σοφός είναι κάτι σαν θεάνθρωπος στον καιρό του, και πάλι, η λύση θα μπορούσε να ’ναι εκείνη που προτείνει ο Επικουρισμός. Τι είναι εκείνο που καθορίζει την ιδιαίτερη στωική απάντηση; Λέγεται πως ο ίδιος ο ηθικός σκοπός, αυτός καθαυτός, διαμορφώνει και την απάντη­ση. Πολύ πριν αποκτήσουμε το συνήθειο να εξηγούμε τα φιλο­σοφικά συστήματα με βάση την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση, είχε υποστηριχτεί (α) πως η πραγματική εξήγηση του στωικισμού πρέπει να αναζητηθεί στο γεγονός ότι ο Ζήνων ήταν άνθρωπος με ισχυρή ηθική δύναμη, ένα είδος προφήτη, και (β) πως η στω­ική φιλοσοφία καθορίστηκε από την «πρακτική ανάγκη» και όχι από την ανιδιοτελή επιθυμία για γνώση. Και (γ) πως αν ο στωικισμός ανέπτυξε μια δική του οντολογία (φυσική θεωρία), ήταν μόνο γιατί «τίποτα δεν μπορεί να προσφέρει ασφάλεια και καθο­δήγηση σ’ ένα μπερδεμένο και ανασφαλή κόσμο, αν αφήνει χώρο να περάσει η αμφιβολία»· κι αν ανέπτυξε ένα λογικό σύστημα, ήταν απλά και μόνο για να πείθει, τον κόσμο. Ήθελε να μετα­τρέψει τους ανθρώπους σε πιστούς - και προσαρμόστηκε στις ελληνικές απαιτήσεις με το να διασπείρει το μήνυμά του υπό μορφή σύντομων συλλογιστικών προτάσεων. Είναι καταφανή τα μειονεκτήματα του όλου συστήματος, αλλά θα πρέπει, λένε, να τα συγχωρήσουμε γιατί, στο κάτω-κάτω, «έχουμε και μια ζωή να ζήσουμε». 42

Φρονώ ότι περιττεύει πλέον η ανασκευή τέτοιου είδους από­ψεων, στο βαθμό που είναι διαποτισμένες από τις προκαταλή­ψεις των κλασικιστών του 19ου αιώνα ενάντια στα επιτεύγματα της ελληνιστικής περιόδου. Σήμερα, κατά γενική ομολογία, δεν είναι απαραίτητο να θεωρούμε πως απλά και μόνο επειδή κά­ποιος έτυχε να ζήσει μερικές δεκαετίες μετά τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη δεν ενδιαφερόταν για την αλήθεια και δεν ήταν παρά ένας πρακτικός φιλόσοφος (Lebensphilosoph). Όμως, στο βαθμό που τέτοιου είδους κρίσεις καθορίζονται από την πεποί­θηση ότι όλη η φιλοσοφία δεν είναι παρά ασυνείδητες διαδρομές του νου επικαλυπτόμενες με λογικά επιχειρήματα, και πως η «άγραφη φιλοσοφία» κάποιου διαμορφώνει και τη γραπτή του φιλοσοφία, τολμώ να ομολογήσω ότι δεν πιστεύω σε τέτοιου εί­δους ερμηνείες, παρ’ ότι αναγνωρίζω πως ο φιλόσοφος ως ένα 3αθμό μπορεί να καθορίζεται από προθέσεις των οποίων δεν έχει επίγνωση. Τολμώ να πιστεύω πως φιλοσοφία είναι η έρευνα για την αλήθεια- πως ενυπάρχει στον άνθρωπο μια ανιδιοτελής επι­θυμία να καταλάβει.

Και βέβαια ο σοφός σύμφωνα με τους Στωικούς δεν είναι απλώς κάποιος που ζει προς χάρη της ηθικής πράξης, όπως τον απεικόνισα μέχρι τώρα, αλλά είναι κατ’ εξοχήν άνθρωπος που γνωρίζει αλλά ποτέ δεν γνωμοδοτεί.43 Να μια άποψη πρωτά­κουστη στην εποχή της. Κανένα στωικό παράδοξο δεν διακωμωδήθηκε περισσότερο. Το παράδοξο αυτό όμως δηλώνει πως ο σοφός, και όταν πρόκειται για την αλήθεια, πάντα αποβλέπει στο ιδεώδες της τελειότητας. Σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας του στωικισμού, από τον Ζήνωνα ακόμα -και όχι μόνο την επο­χή της Μέσης Στοάς-, ο σοφός είναι ένας μάρτυρας της φυσικής τάξης, θαυμαστής και λάτρης της Φύσης. Η έρευνα ή ο στοχα­σμός, λέει ο Σενέκας, είναι μια από τις μορφές της ανθρώπινης ύπαρξης, κι όχι απλά ένα καταφύγιο, ένα λιμάνι για τον κάθε άεργο. Και προσθέτει: «Ακριβώς επειδή αφοσιώθηκαν στη με­λέτη της αλήθειας, ο Ζήνων, ο Κλεάνθης κι ο Χρύσιππος έχουν προσφέρει στην ανθρωπότητα πολύ περισσότερα απ’ όλους όσοι αφιερώθηκαν στην πολιτική δράση».44 Τέτοιες δηλώσεις φανε­ρώνουν πως είναι μάλλον απίθανο οι Στωικοί να αρκούνταν στην πρακτική φιλοσοφία, πως η αντίθεσή τους με όσους διαχώριζαν την ηθική από τη φυσική και τη λογική οφειλόταν μόνο στο οτι ήθελαν να χειραγωγήσουν ολοκληρωτικά τους άλλους, και πως η λογική κι η φυσική τους ήταν μόνο «για τα μάτια». Ναι, αλη­θεύει πως υψηλότερος σκοπός του σοφού είναι να μάθει πώς να συμπεριφέρεται στη ζωή· κι ο Ζήνων έλεγε, παραφράζοντας τον Ησίοδο: «Πανάριστος είναι εκείνος που πειθαρχεί στις ορθές πα­ραινέσεις· αλλά κι εκείνος που ανακαλύπτει τα πάντα μόνος του είναι γενναίος και δυνατός (ἐσθλός).” Ο δεύτερος διαθέτει απλά μια ευρεία αντίληψη ενώ ο πρώτος όταν αποδέχεται τη σωστή καθοδήγηση, προχωρά στην πράξη».45 Όμως, μήτε ο Ζήνων μήτε κανείς άλλος Στωικός δεν αμφισβήτησε ποτέ πως η ορθή συμβουλή δεν πρέπει απλά να βασίζεται σε ηθικά προστάγματα μα στην κατανόηση του κόσμου και στην αλήθεια.

Η αντίδραση των άλλων φιλοσοφικών σχολών στο στωικισμό δείχνει όντως ξεκάθαρα πως εκείνο που θαύμαζαν ή απέρριπταν στη Στοά ήταν οι λόγοι που έδινε, οι λογικές και μεταφυσικές θέ­σεις στις οποίες στηρίζεται η ηθική στάση του σοφού. Οι αρχαί­οι συχνά λέγανε πως η πλατωνική, η αριστοτελική και η στωική ηθική δεν διέφεραν ουσιαστικά ως προς το περιεχόμενο, πως οι διαφορές τους ήταν επιφανειακές και όχι ουσιαστικές -διαφορές στην ορολογία περισσότερο παρά στις λύσεις. Ωστόσο η καινοτο­μία της στωικής φυσικής και λογικής ήταν αδιαμφισβήτητη· και το ότι σηματοδοτούσε την αποφασιστική προσπάθεια της Στο­άς να εδραιώσει την αλήθεια, φανερώνεται από τις βίαιες επιθέ­σεις των αρχαίων Σκεπτικών κατά του στωικισμού ως τυπικής μορφής δογματισμού. Στο εγχειρίδιο του Σέξτου Εμπειρικού, ο στωικισμός εμφανίζεται ακόμα να είναι συνώνυμος με τη δογ­ματική φιλοσοφία. Τα πρώτα χρόνια του ακαδημεικού σκεπτι­κισμού, ο Καρνεάδης (διευθυντής της Πλατωνικής Ακαδημίας από το 214 έως το 129 π.Χ.) είχε τον Χρύσιππο για κύριο στόχο του. «Αν δεν υπήρχε ο Χρύσιππος», έλεγε, «δεν θα υπήρχα κι εγώ». Αυτές οι επιθέσεις μαρτυρούν όχι την αδυναμία του στωικισμού αλλά το γεγονός ότι ο σκεπτικισμός δεν θα ήταν ασφαλής αν δεν μπορούσε να ανασκευάσει τη στωική -επιστημολογία και μεταφυσική. Κι είναι αλήθεια πως στα χρόνια του Κικέρωνα, η επιστημολογία του Ζήνωνα, που παρέμενε αμετάβλητη, προκάλεσε την παροδική έκλειψη του Σκεπτικισμού: ο Αντίοχος βρήκε πως ήταν αδύνατο να ανασκευαστεί η ζηνώνεια επιστημολογία. Με δυο λόγια, το να αντιμετωπίζουμε το στωικισμό απλώς ως μια πρακτική φιλοσοφία (Lebensphilosophie), ως μια ηθική της καρδιάς και όχι ως ηθική σκέψη φιλοσοφικού διαμετρήματος, 6α ήταν εξίσου λάθος με το να φανταζόμαστε πως η ηθική του Καντ μπορεί να γίνει κατανοητή ξέχωρα από την επαναστατική του φιλοσοφία της κριτικής, την υπερβατικότητα, που αποτελεί το ίδιο της το θεμέλιο.

Δεν μπορεί να αληθεύει, λοιπόν, πως οι άνθρωποι δέχτηκαν το μήνυμα του Ζήνωνα (στο οποίο πάνω απ’ όλα βαραίνει το «ού­τως υπαγορεύει η λογική»), όχι επειδή πείστηκαν με έναν ψυχρό και διανοητικό τρόπο, αλλά επειδή πίσω από τις ιδέες βρισκόταν μια τρομερά ισχυρή προσωπικότητα κι επειδή κάτι βαθιά μες στην καρδιά τους ξύπνησε και ανταποκρίθηκε στη διδασκαλία του.46 Η άποψη πως ο στωικισμός «ήταν ο δρόμος της πίστης» απέχει από την αλήθεια πολύ περισσότερο απ’ ό,τι η ρήση του Μάθιου Άρνολντ: «Ο στωικισμός δεν είναι ένα Πιστεύω. Είναι η φιλοσοφία του κάθε ανθρώπου που θέλει να πορεύεται με οδη­γό την όραση και όχι την πίστη». Σπεύδω να προσθέσω πως «όραση» δεν είναι παρά η βαθιά θεώρηση που γεννήθηκε από τη φιλοσοφική έρευνα του τέταρτου αιώνα.

Τον 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα, η στωική οντολογία και λογική χαρακτηριζόταν χονδροειδής, αδέξια και αφελής.47 Είναι αλήθεια πως η στωική φυσική είναι υλιστική και πως η στωική λογική και επιστημολογία άκαμπτες. Στα μάτια του ιδεαλιστή ο στωικισμός πάντα θα μοιάζει οπισθοδρομικός και ακατέργαστος σε σύγκριση με τον πλατωνισμό και τον αριστοτελισμό- αυτό όμως δεν σημαίνει πως οι καινούργιες στωικές θέσεις ήσαν προ­ϊόντα ακρισίας ή πως οι Στωικοί δεν πέρασαν από κόσκινο τις προηγούμενες θεωρίες. Δεν είναι τυχαίο που επέστρεψαν στους Προσωκρατικούς. Δεν εγκατέλειψαν κάποιες αλήθειες επειδή στάθηκαν ανίκανοι να τις καταλάβουν. Το αντίθετο: συνέχισαν ακριβώς από το σημείο όπου τις βρήκαν από τους προηγούμε­νους διανοητές. Αυτό -επιβεβαιωμένο πλέον από τις πρόσφατες μελέτες-, μας το μεταφέρει και η αρχαία παράδοση - ως συνή­θως, υπό μορφή ανέκδοτου: Ο Ζήνων θέλησε να συμβουλευτεί το μαντείο ζητώντας να μάθει τι έπρεπε να κάνει για να είναι άριστος ο βίος του, και η απάντηση του θεού ήταν πως έπρεπε να «συγχρωτιστεί» -δηλαδή να αποκτήσει ίδια όψη- με τους νε­κρούς. Και κατάλαβε πως το νόημα του χρησμού ήταν να μελετά τους αρχαίους συγγραφείς.48 Με άλλα λόγια, η στωική ηθική δεν είναι μια ηθική που καθορίζεται μόνο από πρακτικούς στό­χους. Δεν διασφαλίζεται απλά και μόνο με το να υιοθετεί ιδέες που μπορεί να φανούν χρήσιμες ή να μπαλώσουν μια κατάσταση ανάγκης. Ο σοφός πράττει το πρέπον γιατί πιστεύει πως έτσι ακολουθεί τις επιταγές της Φύσης. Η Φύση, όπως την αντιλαμ­βάνεται ερευνώντας την αλήθεια, είναι το άστρο που τον οδηγεί. Απ’ αυτήν ακριβώς τη σκοπιά θα προσπαθήσω να κατανοήσω τις προϋποθέσεις της στωικής φιλοσοφίας.
---------------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ – ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

1. Αυγουστ. Civitas Dei 19,1.

2. Η. von Arnim, Stoicorum Veterum Fragmenta (“Ἀποσπάσματα Ἀρχαίων Στωικών” - στο εξής: SVF) III 16 (- Στοβαῖος Ἀνθολ. 2.77): Τέλος δὲ φασιν εἶναι τὸ <εὐδαιμονεῖν,> οὗ ἕνεκα πάντα πράττεται, αὐτὸ δὲ πράττεται μὲν οὐδενός δὲ ἕνεκα· τοῦτο δὲ ὑπάρχειν ἐν τῷ κατ’ ἀρετὴν ζῆν, ἐν τῷ ὁμολογουμένως ζῆν, ἔτι, ταὐτοῦ ὄντος, ἐν τῷ κατὰ φύσιν ζῆν. Τὴν δὲ <εὐδαιμονίαν> ὁ Ζήνων ὡρίσατο τὸν τρόπον τοῦτον· εὐδαιμονία δ’ ἐστίν εὔροια βίου. Κεχρηται δὲ καὶ Κλεάνθης τῷ ὅρῳ τούτῳ ἐν τοῖς ἑαυτοῦ συγγράμμασι καὶ ὁ Χρύσιππος καὶ οἱ ἀπὸ τούτων πάντες, τὴν εὐοαιμονίαν εἶναι λέγοντες οὐχ ἑτέραν τοῦ εὐδαίμονος βίου, καίτοι γε λέγοντες, τὴν μὲν εὐδαιμονίαν σκοπὸν ἐκκεῖσθαι, τέλος δ’ εἶναι τὸ τυχεῖν τῆς εὐδαιμονίας, ὅπερ ταυτόν εἶναι τῷ εὐδαιμονεῖν. Δηλον οὖν ἐκ τούτων, ὅτι ἰσοδύναμεῖ «τὸ κατὰ φύσιν ζῆν» καὶ «τὸ καλῶς ζῆν» καὶ «τὸ εὖ ζῆν» καὶ πὰλιν «τὸ καλὸν κἀγαθόν» καὶ «ἡ ἀρετὴ καὶ τὸ μέτοχον ἀρετῆς»· καὶ ὅτι πᾶν ἀγαθόν καλόν, ὁμοίως δὲ καὶ πᾶν αἰσχρὸν κακὸν δι’ ὅ καὶ τὸ Στωικὸν τέλος ἴσον δύνασθαι τῷ κατ’ ἀρετὴν βίῳ. Πρβ. SVF 373 (Σέξτου Ἐμπειρικού Πρὸς Λογικοὺς A 11. 30.9): ἦσαν δὲ οἱ φάσκοντες ἀγαθόν ὑπάρχειν τὸ δὶ’ αὐτὸ αἱρετόν. Οἱ δ’ οὕτως· «ἀγαθόν ἐστι τὸ συλλαμβανόμενον πρὸς εὐδαιμονίαν», τινὲς δὲ τὸ συμπληρωτικόν εὐδαιμονίας». εὐδαιμονία δὲ ἐστιν, ὡς οἵ τε περὶ τὸν Ζήνωνα καὶ Κλεάνθην καὶ Χρύσιππον ἀπέδοσαν, εὔροια βίου.

3. Ο.π.

4. SVF, σ. 45, 22.

5. An Essay on Man, II, 101-103.

6. Ἐπίκτητος, Ἐγχεφίδιον 16: Ὅταν κλαίοντα ἴδης τινὰ ἐν πένθει ἤ ἀποδημοῦντος τέκνου ἤ ἀπολωλεκότα τὰ ἑαυτοῦ, πρόσεχε μὴ σὲ ἡ φαντασία συναρπάσῃ ὡ ἐν κακοῖς ὄντος αὐτοῦ τοῖς ἐκτός, ἀλλ’ εὐθὺς ἔστω πρόχειρον ὅτι “τοῦτον θλίβει οὐ τὸ συμβεβηκὸς (ἄλλον γὰρ οὐ θλίβει), ἀλλά τὸ δόγμα τὸ περὶ τούτου”. μέχρι μέντοι λόγου μὴ ὄκνει συμπεριφέρεσθαι αὐπῷ, κἄν οὕτω τύχῃ, καὶ συνεπιστενάξαι· πρόσεχε μέντοι μὴ καὶ ἔσωθεν στενάξῃς.

7. SVF, I ἀπ. 215 = Σενέκας De ira I 16,7.

8. Σενέκας De Constantia X 4.

9. Σενέκας De Clementia II 6.

10. Επίκτητος, II 5.

11. Επίκτητος, IV 7.

12. Επίκτητος, II 6.

13. SVF III ἄπ. 191.

14. Επίκτητος, III, 24, 51-52: οὐκ οἶσθ’, ὅτι ἀνήρ καλὸς καὶ ἀγαθὸς οὐδέν ποιεῖ τοῦ δόξαι ἕνεκα, ἀλλά τοῦ πεπρᾶχθαι καλῶς; — Τί οὖν ὄφελος αὐτῷ τοῦ πρᾶξαι καλῶς; — Τί δ’ ὄφελος τῷ γράφοντι τὸ Δίωνος ὄνομα, ὡς χρὴ γράφειν; αὐτό τὸ γράψαι. — Ἔπαθλον οὖν οὐδέν; — Σὺ δὲ ζητεῖς ἔπαθλον ἀνδρί ἀγαθῷ μεῖζον τοῦ τὰ καλὰ καὶ δίκαια πράττειν; ἐν Ὀλυμπίᾳ δ’ οὐδείς ἄλλο οὐδέν, ἀλλ’ ἀρκεῖν σοὶ δοκεῖ τὸ ἐστεφανῶ- σθαι ‘Ολύμπια. οὕτως σοὶ μικρὸν καὶ οὐδενός ἄξιον εἶναι φαίνεται τὸ εἶναι καλὸν καὶ ἀγαθὸν καὶ εὐδαίμονα;;

15. Επίκτητος, I, 2, 22: τί δ’ ὠφελεῖ ἡ πορφύρα τὸ ἱμάτιον; τί γὰρ ἄλλο ἤ διαπρέπει ἐν αὐτῷ ὡς πορφύρα καὶ τοῖς ἄλλοις δὲ καλὸν παράδειγμα ἔκκειται;

16. Ε. Bevan, Stoics and Sceptics, σέλ. 48.

17. Π.χ. ὁ A.-J. Festugiere, στὸ Ὁ Ἐπίκουρος καὶ οἱ θεοὶ τοῦ (ἔκδ. Θύραθεν).

18. Επίκτητος, II, 17, 29' IV, 3, 9.

19. Επίκτητος, III, 24, 101.

20. Επίκτητος, III, 24, 97.

21. Επίκτητος, I, 1, 10.

22. Επίκτητος, III, 24, 1.

23. Διογένης Λαέρτιος, VII, 117.

24. Διογένης Λαέρτιος, VII, 123.

25. Μάρκος Αὐρηλιος, Τὰ εἰς ἑαυτὸν ΙΙΙ, 7.

26. SVF I απ. 242- πρβλ. SVFI, ἀποσπ. 348.

27. Ωδές Ill, iii, 7-8.

28. Επιστολὲς I, 1, 106-108.

29. Επίκτητος, I, 6, 30-5: «Ναί· ἀλλ’ αἱ μύξαι μου ῥέουσιν.» τίνος οὖν ἕνεκα χεῖρας ἔχεις, ἀνδράποδον; οὐχ ἵνα καὶ ἀπομύσσῃς σεαυτόν; — Τοῦτο οὖν εὔλογον μύξας γίνεσθαι ἐν τῷ κόσμῳ; — Καὶ πόσῳ κρεῖττον ἀπομύξασθαι σὲ ἤ ἐγκαλεῖν; ἤ τί οἴει ὅτι ὁ Ἡρακλῆς ἂν ἀπέβη, εἰ μὴ λέων τοιοῦτος ἐγένετο καὶ ὕδρα καὶ ἔλαφος καὶ σῦς καὶ ἄδικοι τινὲς ἄνθρωποὶ καὶ θηριώδεις, οὕς ἐκεῖνος ἐξήλαυνεν καὶ ἐκάθαιρεν; καὶ τί ἂν ἐποίει μηδενὸς τοιούτου γεγονότος; ἤ δῆλον ὅτι ἐντετυλιγμένος ἂν ἐκάθευδεν; οὐκοῦν πρῶτον μὲν οὐκ ἂν ἐγένετο Ἡρακλῆς ἐν τρυφῇ τοιαύτῃ καὶ ἡσυχίᾳ νυστάζων ὅλον τὸν βίον

30. Επίκτητος, II, 16, 13-15: «κύριε ὁ θεός, πῶς μὴ ἀγωνιῶ;» μωρέ, χεῖρας οὐκ ἔχεις; οὐκ ἐποίησεν σοὶ αὐτάς ὁ θεός; εὔχου νῦν καθἠμενος, ὅπως αἱ μύξαι σου μὴ ῥεωσιν· ἀπόμυξαι μᾶλλον καὶ μὴ ἐγκάλει. τί οὖν; ἐνταῦθα σοὶ οὐδέν δέδωκεν; οὐ δέδωκε σοι καρτερίαν, οὐ δέδωκε σοι μεγαλοψυχίαν, οὐ δέδωκεν ἀνδρείαν; τηλικαύτας ἔχων χεῖρας ἔτι ζητεῖς τὸν ἀπομύξοντα;

31. Διογ. Λαέρτιος, VII.30.

32. De Constantia I, 1.

33. SVFI απ. 234 = Πλουτάρχου, Πῶς ἂν τις αἰσθοιτο ἑαυτοῦ προκὸπτοντος ἐπ' ἀρετῇ, 82F-83A: Ὅρα δὴ καὶ τὸ τοῦ Ζήνωνος ὁποῖον ἐστιν. ἠξίου γὰρ ἀπό τῶν ὀνείρων ἕκαστον αὐτοῦ συναισθάνεσθαι προκόπτοντος, εἰ μηθ’ ἡδόμενον αἰσχρῷ τινι ἑαυτὸν μήτε τι προσιέμενον ἤ πράττοντα τῶν δεινῶν καὶ ἀτόπων ὅρα κατὰ τοὺς ὕπνους, ἀλλ’ οἷον ἐν βυθῷ γαλήνης ἀκλύστου καταφανεῖ διαλάμπει τῆς ψυχῆς τὸ φανταστικὸν καὶ παθητικὸν διακεχυμένον ὑπό του λόγου.

34. Κικέρων, De finibus IV, 20, 56.

35. SVF I, ἄπ. 529 = Σέξτος Εμπειρικός, Προς Λογικοὺς Α, 9.90.1: (Κλεάνθης): καίτοι οὐ πάνυ τι ὁ ἄνθρωπος κράτιστον εἶναι δύναται ζῷον, οἷον εὐθέως ὅτι διά κακίας πορεύεται τὸν πάντα χρόνον, εἰ δέ μὴ γε, τὸν πλεῖστον (καὶ γὰρ εἴ πότε περιγένοιτο ἀρετῆς, ὀψὲ καὶ πρὸς ταῖς τοῦ βίου δυσμαῖς περιγίνεται).

36. Επίκτητος, Εγχειρ. 50 (51): σὺ δὲ εἰ καὶ μήπω εἶ Σωκράτης, ὡς Σωκράτης γὲ εἶναι βουλόμενος ὀφείλεις βιοῦν.

37. Bevan, Stoics and Sceptics, σέλ. 26-28.

38. Ο.π., σέλ. 32.

39. Δημοχάρης, ανεψιὸς του Δημοσθένη, (Αθηναίου Δειπνοσοφισταί, Ἱ, 62): φησί γοῦν ὁ Δημοχάρης ἐν τῇ πρώτῃ καὶ εἰκοστῇ γράφων· “ἐπανελθόντα δὲ τὸν Δημήτριον ἀπό τῆς Λευκάδος καὶ Κερκύρας εἰς τὰς Ἀθήνας οἱ Ἀθηναῖοι ἐδέχοντο οὐ μόνον θυμιῶντες καὶ στεφανοῦντες καὶ οἰνοχοοῦντες, ἀλλὰ καὶ προσοδιακοὶ χοροὶ καὶ ἰθύφαλλοι μετ’ ὀρχήσεως καὶ ᾡδῆς ἀπηντων αὐτῷ καὶ ἐφιστάμενοι κατὰ τοὺς ὄχλους ᾖδον ὀρχούμενοι καὶ ἐπᾴδοντες ὡς εἴη μόνος θεὸς ἀληθινός, οἱ δ’ ἄλλοι καθεύδουσιν ἤ ἀπδημοῦσιν ἤ οὐκ εἰσίν, γεγονώς δ’ εἴη ἐκ Ποσειδῶνος καὶ Ἀφροδίτης, τῷ δὲ κάλλει διάφορος καὶ τῇ πρὸς πάντας φιλανθρωπίᾳ κοινός, δεόμενοι δ’ αὐτοῦ ἱκέτευον, φησί, καὶ προσηύχοντο.”

40. Θεόπομπος (Jacoby, Frag. Greek Hist., 115 F 224-225).

41. De Beneficiis VII, 2, 5.

42. Bevan, Stoics and Sceptics, σέλ. 21-22, 25, 32, καί, 75.

43. SVFI ἄπ. 54. = Στοβαίος Ἀνθολ. 2.7.11m: Μηδὲν δ’ ὑπολαμβάνειν ἀσθενῶς, ἀλλά μᾶλλον ἀσφαλῶς καὶ βεβαίως, διὸ καὶ μηδὲ δοξάζειν τὸν σοφόν. Διττάς γὰρ εἶναι δόξας, τὴν μὲν ἀκαταλήπτῳ συγκατάθεσιν, τὴν δὲ ὑπόληφιν ἀσθενῆ· ταύτας <δ’> ἀλλοτρίους εἶναι τῆς τοῦ σοφοῦ διαθέσεως· δὶ’ ὃ καὶ τὸ προττίπτειν πρὸ καταληφεως <καὶ> συγκατατίθεσθαι κατὰ τὸν προπετῆ φαῦλον εἶναι καὶ μὴ πιπτειν εἰς τὸν εὑφυῆ καὶ τέλειον ἄνδρα καὶ σπουδαῖον. - Καὶ Δ. Λαέρτ. 7.121: ἔτι τε μὴ δοξάσειν τὸν σοφόν, τουτέστι ψεύδει μὴ συγκαταθήσεσθαι μηδενί.

44. Σενέκας, De Otio 5, 6.

45. SVF I ἄπ. 235 = Διογ. Λαέρτ. 7.25-26: τοὺς θ’ Ἡσιόδου στίχους μεταγράψειν οὕτω·

κεῖνος μὲν πανάριστος ὃς εὖ εἰπόντι πίθηται,

ἐσθλὸς δ’ αὖ κἀκεῖνος ὃς αὐτὸς πάντα νόήςῃ.

κρείττονα γὰρ εἶναι τὸν ἀκοῦσαι καλῶς δυνάμενον τὸ λεγόμενον καὶ χρῆσθαι αὐτῷ τοῦ δι’ αὐτοῦ τὸ πᾶν συννοησαντος· τῷ μὲν γὰρ εἶναι μόνον τὸ συνεῖναι, τῷ δ’ εὖ πεισθέντι προσεῖναι καὶ τὴν πράξιν.

46. Bevan, Stoics and Sceptics, σέλ. 22-23.

47. Ο.π., σέλ. 36, 39 καὶ 42.

48. Διογ. Λαέρτιος, VII, 2.

49. Bevan, Stoics and Sceptics, σέλ. 40, 32.