Με δεδομένο ότι για τους περισσότερους ως ακρατής ορίζεται ο άνθρωπος που προβαίνει σε ανάρμοστες και επιζήμιες για τον εαυτό του συμπεριφορές, παρότι γνωρίζει ότι ενεργεί εσφαλμένα, είναι φανερό ότι το ζήτημα δεν αφορά τη γνώση της ορθής πράξης, αλλά την αδυναμία χαλιναγώγησης των παθών που κάνει τον άνθρωπο να λειτουργεί ανεξέλεγκτα: «Όλος ο κόσμος λοιπόν θεωρεί ότι ο ακρατής, μολονότι ξέρει ότι κάνει πράγματα ευτελή και αξιοκατάκριτα, όμως τα κάνει, κινημένος από το πάθος του, ενώ ο εγκρατής, ξέροντας ότι οι επιθυμίες του είναι ευτελείς και αξιοκατάκριτες, δεν τις ακολουθεί, χάρη στο λογικό του» (1145b 1, 9 και 1145b 1, 13-16).
Από αυτή την άποψη, ο ακρατής παρουσιάζεται δέσμιος (πραγματικό έρμαιο) των παθών του, που ενδίδει στη συνειδητή υπονόμευση του εαυτού μην μπορώντας να αντισταθεί σε δυνάμεις που τον έχουν κυριεύσει. Πρόκειται για την απόλυτη δυστυχία, που ταυτίζεται με την έσχατη υποδούλωση: «Μιλούμε για ακρατείς ανθρώπους ενσχέσει με το θυμό, ενσχέσει με τις τιμές και ενσχέσει με το κέρδος» (1145b 1, 22-23).
Διερευνώντας την ορθότητα αυτής της θέσης ο Αριστοτέλης αναρωτιέται: «Μα, πώς μπορεί να είναι ακρατής ένας άνθρωπος που έχει ορθή κρίση;» (1145b 2, 16-17). Και συμπληρώνει: «Ισχυρίζονται λοιπόν μερικοί ότι αυτό είναι αδύνατο, αν το άτομο έχει πραγματική γνώση· γιατί θα ήταν αδιανόητο –έτσι πίστευε ο Σωκράτης– να υπάρχει γνώση μέσα στον άνθρωπο και αυτή να εξουσιάζεται από κάτι άλλο και “να σέρνεται τη μια από δω, την άλλη από κει σαν δούλος”» (1145b 2, 24-28).
Η γνώση, ως αναλλοίωτη αξία της ανθρώπινης συμπεριφοράς, είναι αδύνατο να επισκιάζεται από οτιδήποτε άλλο, καθώς αποτελεί την τελική αποκρυστάλλωση του ορθού, που είναι αδύνατο να αλλάξει χαρακτήρα. Ο άνθρωπος που έχει πλήρη επίγνωση του λάθους είναι αδύνατο να το πραγματώσει, αφού η γνώση, ως αναντίρρητη πρόβλεψη, καταδεικνύει τα αδιέξοδα που θα επέλθουν. Εκτός αν κάποιος θέλει να φέρει τον εαυτό του σε αδιέξοδες καταστάσεις. Μια τέτοια συμπεριφορά, όμως, παρεκκλίνει από αυτό που ονομάζουμε φυσιολογικό.
Ο Αριστοτέλης καταφεύγει στο Σωκράτη: «Ο Σωκράτης πολεμούσε, πράγματι, με κάθε τρόπο αυτή τη θεωρία, υποστηρίζοντας ότι δεν υπάρχει ακράτεια· κανένας, έλεγε, δεν ενεργεί ενσυνείδητα αντίθετα με αυτό που είναι καλύτερο· αν, επομένως, το κάνει, το κάνει από άγνοια» (1145b 2, 28-31).
Η αντίθεση ανάμεσα στο Σωκράτη και στην επικρατούσα αντίληψη ότι η γνώση δεν είναι αρκετή για να αποτρέψει κάποιον από ακρατείς-επιζήμιες συμπεριφορές είναι προφανής. Στην περίπτωση του Σωκράτη η γνώση παρουσιάζεται ως ικανή δύναμη για να δαμάσει κανείς τα πάθη του στο πλαίσιο επωφελούς-εγκρατούς συμπεριφοράς, ενώ στην άλλη όχι.
Ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι εκ πρώτης όψεως η εμπειρία διαψεύδει το Σωκράτη: «Αυτή όμως η θεωρία» (του Σωκράτη εννοείται) «είναι ολοφάνερα αντίθετη προς τα δεδομένα της εμπειρίας και, άρα, είναι ανάγκη, αν η ψυχική αυτή κατάσταση οφείλεται σε άγνοια, να εξετάσουμε με ποιους όρους κάνει την εμφάνισή της αυτή η άγνοια. Γιατί αυτό είναι φανερό: το άτομο που ζει και συμπεριφέρεται με ακράτεια δε θεωρεί, βέβαια, ότι πρέπει να κάνει αυτά που κάνει προτού βρεθεί κάτω από την επήρεια του πάθους» (1145b 2, 31-35).
Πράγματι, η εμπειρία που πηγάζει από την ανθρώπινη συναναστροφή δεν επιβεβαιώνει ότι όποιος υποκύπτει σε ακρατείς συμπεριφορές κατ’ ανάγκη αγνοεί και τις συνέπειές τους. Αυτός που καπνίζει (γιατί και το τσιγάρο ένα πάθος είναι) έχει απόλυτη επίγνωση ότι βλάπτει τον εαυτό του.
Ο Αριστοτέλης παραθέτει την άποψη εκείνων που συμφωνούν εν μέρει με το Σωκράτη: «Υπάρχουν κάποιοι που δέχονται, πάντως, ένα μέρος από τη διδασκαλία του Σωκράτη, απορρίπτουν όμως ένα άλλο μέρος της: συμφωνούν ότι τίποτε δεν είναι τόσο σημαντικό όσο η γνώση· ότι όμως κανένας δεν πράττει αντίθετα με αυτό που πίστεψε πως είναι το καλύτερο, σ’ αυτό δε συμφωνούν, και γι’ αυτό λένε ότι, όταν ο ακρατής νικιέται από τις ηδονές, αυτό που έχει δεν είναι η πραγματική γνώση, αλλά μια απλή γνώμη» (1145b 2, 35-40).
Η οπτική αυτή διαφοροποιεί τη γνώση από τη γνώμη επικαλούμενη τη διαφορά ανάμεσα στη ρευστότητα που μπορεί να υπάρχει σε μια απλή άποψη και στην αναντίρρητη στιβαρότητα του αμετάκλητου που επιφέρει η γνώση. Η απλή γνώμη τίθεται ως κάτι εντελώς επιφανειακό (αν συγκριθεί με τη γνώση) και γι’ αυτό μπορεί να επέλθουν και παρεκκλίνουσες συμπεριφορές.
Από αυτή την άποψη, θα μπορούσε κάποιος να συγχωρήσει τους ακρατείς, αφού, σε τελική ανάλυση, βρίσκονται και πάλι σε άγνοια, καθώς δεν κατάφεραν να μετασχηματίσουν την αστάθεια της γνώμης σε ακλόνητο που ταιριάζει στη γνώση: «Αν όμως είναι πράγματι μόνο γνώμη και όχι πραγματική γνώση· αν αυτό που αντιστέκεται δεν είναι μια ισχυρή, αλλά μια αδύναμη κρίση (όπως στην περίπτωση των ανθρώπων που βρίσκονται σε αμφιβολία), τότε μπορούμε και να συγχωρήσουμε τον άνθρωπο που δε μένει σταθερός σ’ αυτές τις γνώμες απέναντι σε δυνατές επιθυμίες» (1146a 2, 1-4).
Όμως, και πάλι είναι αδύνατο να θεωρήσουμε ότι ο καπνιστής έχει μια απλή γνώμη (κι όχι γνώση) της αυτοκαταστροφικής του συνήθειας, τη στιγμή που η επιστήμη του παρέχει ατράνταχτες αποδείξεις. Ο καπνιστής έχει απόλυτη γνώση ότι βλάπτει τον εαυτό του, σε βαθμό που θα μπορούσε να εξηγήσει ο ίδιος (ακόμη και λεπτομερώς) όλα τα όργανα του σώματος που βλάπτονται από το τσιγάρο, καθώς και τον τρόπο που συμβαίνει αυτό (και την ίδια στιγμή να ανάψει ένα). Οι ακρατείς συμπεριφορές, λοιπόν, μπορούν να πραγματωθούν όχι μόνο σε βάρος της γνώμης, αλλά και της αποδεδειγμένης γνώσης. Η επιθυμία δεν είναι εύκολο να υποταχθεί.
Όσο, όμως, κι αν η ακρατής συμπεριφορά μπορεί να υπερισχύσει και της γνώμης και της γνώσης, είναι αδύνατο να καταβάλλει τη φρόνηση. Η φρόνηση, ως πραγμάτωση του μέτρου, είναι σε θέση να ελέγχει τις επιθυμίες. Ο φρόνιμος έχει ξεπεράσει τον πειρασμό της ευτέλειας. Κι αν αποδειχθεί ότι αυτό δε συμβαίνει, τότε δεν είναι φρόνιμος. Η φρόνηση, ως έννοια εκ διαμέτρου αντίθετη, είναι αδύνατο να συνυπάρξει με την ακράτεια. Ή το ένα θα ισχύει ή το άλλο: «ο ίδιος άνθρωπος θα είναι την ίδια στιγμή φρόνιμος και ακρατής! … ούτε, ασφαλώς, θα έλεγε κανείς πως είναι γνώρισμα του φρόνιμου ανθρώπου να πράττει με τη θέλησή του τα πιο ευτελή κι αξιοκατάκριτα πράγματα» (1146a 2, 7-9).
Ωστόσο, το ότι ο σώφρων κινείται σε ανώτερα επίπεδα αρετής από τον εγκρατή δε σημαίνει ότι ο τελευταίος πρέπει να απαξιώνεται. Ο εγκρατής είναι αξιοθαύμαστος, γιατί, αν και έχει ευτελείς επιθυμίες, καταφέρνει να μην παρασύρεται από αυτές: «τον σώφρονα άνθρωπο δεν τον χαρακτηρίζουν ούτε οι υπερβολικές ούτε οι ευτελείς επιθυμίες. Ο εγκρατής όμως άνθρωπος πρέπει (να έχει τέτοιες επιθυμίες)· γιατί αν οι επιθυμίες του ήταν καλές, τότε η έξη που θα τον εμπόδιζε να τις ακολουθήσει θα ήταν κακή, και έτσι η εγκράτεια δε θα ήταν σε κάθε περίπτωση κάτι το καλό· αν, πάλι, ήταν αδύναμες δίχως να είναι ευτελείς και αξιοκατάκριτες, τότε το να αντιστέκεται κανείς σε τέτοιου είδους επιθυμίες δε θα ήταν τίποτε το σπουδαίο· και ούτε, βέβαια, θα ήταν τίποτε το μεγάλο, αν οι επιθυμίες ήταν ευτελείς και αδύναμες» (1146a 2, 9-18).
Όμως, με δεδομένο ότι η ακρατής συμπεριφορά έχει να κάνει με τη μη υποταγή των πράξεων σ’ αυτό που εκ των προτέρων κρίνεται αδιαπραγμάτευτα ορθό (λόγω της ισχυρής επιθυμίας που ακυρώνει τις επιταγές της αρετής), οι σοφιστές, αναποδογυρίζοντας το συλλογισμό, υποστήριξαν ότι, αν η ακράτεια συνοδευτεί από την έλλειψη φρόνησης, θα φτάσει στην αρετή: «Από κάποιο λοιπόν συλλογισμό τους» (των σοφιστών εννοείται) «προκύπτει ότι η έλλειψη της φρόνησης συνδυασμένη με την ακράτεια είναι αρετή: το άτομο, εξαιτίας της ακράτειάς του, κάνει τα αντίθετα από αυτά που θεωρεί ότι είναι σωστά· θεωρεί λοιπόν ότι το καλό είναι κακό και κάτι που δεν πρέπει να το κάνει, και έτσι θα κάνει αυτό που είναι καλό και όχι αυτό που είναι κακό» (1146a 2, 31-34).
Οι σοφιστές ακολουθώντας τη λογική των δύο αρνήσεων που φτάνουν στην κατάφαση ισχυρίζονται ότι η άρνηση της φρόνησης μαζί με την άρνηση της εγκράτειας οδηγούν στο αποτέλεσμα της αρετής. Κάτι τέτοιο όμως, όσο κι αν φαίνεται ότι μπορεί να έχει κάποια αληθοφάνεια δεν μπορεί παρά να οδηγεί σε παραλογισμό. Αυτός είναι και ο λόγος που ο Αριστοτέλης διευκρινίζει εκ των προτέρων: «Αν η εγκράτεια κάνει τον άνθρωπο ικανό να μένει σταθερός σε κάθε γνώμη, τότε είναι μια ιδιότητα ευτελής και αξιοκατάκριτη –αν, επιπαραδείγματι, τον κάνει να μένει σταθερός και σε μια ψευδή γνώμη. Και αν η ακράτεια κάνει τον άνθρωπο να εγκαταλείπει κάθε γνώμη, τότε θα υπάρξει κι ένα είδος καλής ακράτειας» (1146a 2, 19-21).
Κάτι τέτοιο, όμως, δεν μπορεί να είναι δόκιμο. Η εγκράτεια έχει να κάνει με την πειθαρχία που απαιτούν οι επιταγές της αρετής. Η εσφαλμένη γνώμη δεν μπορεί να ταυτιστεί με την εγκράτεια, αλλά με την πλάνη. Εξάλλου, η άσκηση της αρετής εμπεριέχει τη συνείδηση. Η αρετή που εκδηλώνεται από τύχη δεν είναι αρετή, γιατί ανά πάσα στιγμή κινδυνεύει με ματαίωση. Και δεν υπάρχει αρετή χωρίς σταθερότητα. Η πλάνη, που ωθεί κάποιον σε εσφαλμένες συμπεριφορές, μπορεί να τον κάνει πιο συμπαθή σε σχέση με εκείνον που, ενώ ξέρει ποιο είναι το σωστό, κάνει το αντίθετο, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι πρόκειται για κάτι θετικό.
Από αυτή την άποψη, η εγκράτεια που οδηγεί στη στρέβλωση δεν είναι εγκράτεια. Είναι κάτι αρνητικό που πρέπει να αποφεύγεται. Είναι η εμμονή στο λάθος. Όμως, δεν πρόκειται για κάτι αμετάκλητο. Υπάρχει πάντα η ελπίδα να βγει κανείς από την πλάνη: «Αυτός που ό,τι κάνει το κάνει από πεποίθηση, που από πεποίθηση και με τη διαδικασία της επιλογής και προτίμησης επιδιώκει αυτά που του είναι ευχάριστα, ο άνθρωπος αυτός θα μπορούσε να θεωρηθεί καλύτερος από εκείνον που κάνει τα ίδια αυτά πράγματα όχι ύστερα από σκέψη και μελέτη αλλά από ακράτεια· ο λόγος είναι ότι ο άνθρωπος αυτός μπορεί πιο εύκολα να γιατρευτεί, αφού μπορεί να πεισθεί να αλλάξει γνώμη» (1146a 2, 35-39).
Για τον Αριστοτέλη η ακρατής συμπεριφορά είναι αδύνατο να ταυτιστεί με την άγνοια ή την πλάνη. Αν συμβαίνει αυτό, τότε δε μιλάμε για ακράτεια. Η ακράτεια από θέση αρχής εμπεριέχει τη γνώση, η οποία όμως καταπατάται στο όνομα ενός πάθους. Όμως και η άποψη του Σωκράτη που θέλει τη γνώση να επιβάλλεται απομακρύνοντας την ακρατή-ζημιογόνα πράξη (κανείς δε θέλει συνειδητά να βλάψει τον εαυτό του) δεν κρίνεται λανθασμένη.
Ο Αριστοτέλης εξηγεί: «Υπάρχει, επίσης, στους ανθρώπους άλλος ένας τρόπος να έχουν γνώση· γιατί στην περίπτωση που κάποιος έχει γνώση χωρίς να τη χρησιμοποιεί βλέπουμε ότι αυτό το “έχω” έχει ένα εντελώς διαφορετικό νόημα: να έχει, κατά κάποιον τρόπο και συγχρόνως να μην έχει γνώση· τέτοια είναι, επιπαραδείγματι, η περίπτωση του ανθρώπου που κοιμάται, ή η περίπτωση του τρελού ανθρώπου, ή η περίπτωση του μεθυσμένου ανθρώπου. Ακριβώς όμως σε μια τέτοια κατάσταση βρίσκονται οι άνθρωποι που βρίσκονται κάτω από την επήρεια των παθών» (1147a 3, 11-16).
Κι όχι μόνο αυτό: «είναι ολοφάνερο ότι οι θυμοί, οι γενετήσιες επιθυμίες και κάποια άλλα τέτοια πάθη επιφέρουν αλλαγές και στη σωματική μας κατάσταση – σε ορισμένες περιπτώσεις προκαλούν ακόμη και κρίσεις τρέλας. Είναι λοιπόν φανερό ότι πρέπει να πούμε ότι οι ακρατείς άνθρωποι βρίσκονται σε μια παρόμοια κατάσταση. Το ότι χρησιμοποιούν λόγια και εκφράσεις σαν τα λόγια και τις εκφράσεις που προέρχονται από τη γνώση, δεν αποτελεί απόδειξη του ότι έχουν πράγματι γνώση· γιατί και οι άνθρωποι που βρίσκονται κάτω από την επήρεια των παθών που είπαμε, εκθέτουν επιστημονικές αποδείξεις ή απαγγέλουν στίχους του Εμπεδοκλή» (1147a 3, 17-23).
Με άλλα λόγια, άλλο η γνώση κι άλλο η συνείδηση. Ο καπνιστής που εκθέτει με επιστημονικό τρόπο τις επιπτώσεις του τσιγάρου και ταυτόχρονα ανοίγει το πακέτο του μπορεί να έχει πλήρη γνώση του θέματος, αλλά δεν το συνειδητοποιεί. Κατά βάθος πιστεύει ότι ο ίδιος θα μείνει ανέπαφος. Ξέρει ότι πρόκειται για κακό, αλλά πιστεύει ότι εν τέλει δεν τον αφορά. Ότι εκείνος θα τη γλυτώσει. Γι’ αυτό και φαίνεται απρόθυμος να το κόψει.
Αν, όμως, δει κάποιον από το κοντινό του περιβάλλον να παθαίνει βλάβες ανεπανόρθωτες ή αν ο ίδιος αποκτήσει κάποιο σοβαρό πρόβλημα υγείας που η συνέχεια του καπνίσματος θα σημαίνει σίγουρο θάνατο, τότε είναι πιο εύκολο να το κόψει. Γιατί τότε η γνώση του γίνεται συνείδηση. Πιο πριν απλώς παπαγάλιζε τις βλαπτικές συνέπειες του τσιγάρου. Τώρα τις έχει συνειδητοποιήσει: «και οι άνθρωποι που έχουν αρχίσει να μαθαίνουν μια επιστήμη αραδιάζουν τη μια δίπλα στην άλλη τις διάφορες προτάσεις της, δεν έχουν όμως ακόμη γνώση αυτής της επιστήμης· γιατί πρέπει να γίνει, στην πραγματικότητα, ένα μέρος του εαυτού τους, γι’ αυτό όμως χρειάζεται χρόνος. Πρέπει λοιπόν να θεωρήσουμε ότι οι ακρατείς άνθρωποι μιλούν όπως ακριβώς οι ηθοποιοί» (1147a 3, 23-27).
Κι αν πρέπει να ειπωθεί και διαφορετικά, ο Αριστοτέλης θα επαναλάβει για τον ακρατή άνθρωπο ότι «το “έχω” δε σημαίνει “γνωρίζω”, αλλά απλώς και μόνο “λέω”, όπως ο μεθυσμένος λέει στίχους του Εμπεδοκλή» (1147b 3, 13-14).
Σ’ αυτή λοιπόν τη γνώση-συνείδηση αναφέρεται ο Σωκράτης κι όχι τη γνώση που παραμένει κάτι επιφανειακό και που εν τέλει δεν έχει νόημα. Κι από αυτή την άποψη έχει δίκιο. Γιατί ο καπνιστής που έχει συνειδητοποιήσει εμπράκτως τις συνέπειες του τσιγάρου και συνεχίζει το κάπνισμα είναι προφανές ότι θέλει να αυτοκτονήσει (ή ότι η υγεία του είναι σε σημείο που δεν υπάρχει πια καμιά ελπίδα). Όμως, αυτό δεν έχει να κάνει με τον τύπο του ακρατή που διερευνά ο Αριστοτέλης, αλλά με τον άνθρωπο που δε θέλει (ή ξέρει ότι δεν μπορεί) να ζήσει άλλο. Και οι άνθρωποι που παραιτούνται από τη ζωή δεν έχουν καμία σχέση με τους ακρατείς ανθρώπους.
Αριστοτέλης: Ηθικά Νικομάχεια