Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2022

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια - 2. Μύθος και πλοκή στα ομηρικά έπη

2.2. Μύθος και πλοκή στην Οδύσσεια


Σε σύγκριση προς τον ιλιαδικό μύθο ο μύθος της Οδύσσειας διαθέτει μεγαλύτερη θεματική ποικιλία και αφηγηματική γοητεία, αλλά σε προσεκτικότερο έλεγχο αποδεικνύεται μάλλον δύσχρηστος σε κάποια σημεία του, ίσως και προβληματικός. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι ο ποιητής της Οδύσσειας συμπλέκει στην εξέλιξη του έπους και άλλα ετερόκλητα στοιχεία. Στον βαθμό δηλαδή που ο νόστος του Οδυσσέα αποτελεί κεφάλαιο των μετατρωικών νόστων (για τους οποίους διαθέτουμε την περίληψη ενός ομότιτλου έπους), εντάσσεται ομαλά στα ευρύτερα συμφραζόμενα του τρωικού μύθου, τα οποία και συστήνουν το δεύτερο, μεταπολεμικό του μέρος. Από την άποψη αυτή η Οδύσσεια παραμένει, κατά το πρότυπο της Ιλιάδας, έπος ηρωικό, για τον πρόσθετο λόγο ότι φιλοξενεί στο εσωτερικό της πρωταγωνιστικούς ήρωες του ιλιαδικού έπους, εκτός από τον Οδυσσέα. Η «Μνηστηροφονία» εξάλλου (η προετοιμασία και η πραγματοποίηση της οποίας καλύπτουν το δεύτερο μισό της Οδύσσειας) σκηνοθετείται λίγο πολύ ως αριστεία, η οποία, παρά τις ιδιόρρυθμες διαφορές της, παραπέμπει στις ιλιαδικές αριστείες.

Γύρω όμως από τον μεταπολεμικό αυτό επικό άξονα περιστρέφονται και κάποια, λίγο πολύ άσχετα, θέματα, τα οποία έχουν διαφορετική προέλευση και ανάλογο ήθος και ύφος. Στο πλαίσιο, λόγου χάριν, των «Μεγάλων Απολόγων», εμφανίζονται και συμπλέκονται διηγήσεις που προδίδουν εξερευνητικό ανθρωπογεωγραφικό ενδιαφέρον, καθώς και αφηγηματικά επεισόδια παραμυθικά και τερατικά, που ανήκουν στον κόσμο της εξωτικής φαντασίας. Και οι δύο αυτές θεματικές ομάδες προέρχονται σίγουρα από αφηγημένες ταξιδιωτικές περιπέτειες, εντοπισμένες σε απόμακρα μέρη. Φαίνεται εξάλλου πως μια αρχαιότερη διήγηση της αργοναυτικής εκστρατείας τροφοδότησε τους «Απολόγους» με τέτοια αφηγηματικά παράδοξα, τα οποία ο ποιητής της Οδύσσειας τα μετέτρεψε σε ριψοκίνδυνα κατορθώματα του Οδυσσέα στην εξέλιξη του μετατρωικού του νόστου.

Αν τα στοιχεία αυτά ενσωματώθηκαν στον εξωτερικό νόστο του ήρωα (προτού δηλαδή πατήσει ο Οδυσσέας το πόδι του στην Ιθάκη), στον αφηγηματικό κορμό του εσωτερικού τώρα νόστου (όταν ο Οδυσσέας βρίσκεται πια και κινείται στην Ιθάκη), εύκολα αναγνωρίζονται ίχνη μιας νουβέλας (ανάλογης προς τη δική μας δημοτική παραλογή) με θέμα της τον γυρισμό του ξενιτεμένου. Απόδειξη το σύμπλεγμα των αναγνωρισμών του Οδυσσέα, ή ο όμιλος των μνηστήρων, οι οποίοι πιέζουν την Πηνελόπη να ξαναπαντρευτεί διαλέγοντας κάποιον ανάμεσά τους. Το θέμα αυτό αναλογεί επίσης στη νουβέλα του ξενιτεμένου συζύγου, ο οποίος γυρίζει αργά, αγνώριστος και ανέλπιστος σπίτι του, τη μέρα που η γυναίκα του ετοιμάζει δεύτερο γάμο. Μόνο που οι μνηστήρες της Οδύσσειας πολλαπλασιάζουν αυτό τον δεύτερο γαμπρό της νουβέλας, τον οποίο ο ξενιτεμένος οφείλει να εξουδετερώσει για να ανακτήσει τη γυναίκα του και το σπιτικό του. Αλλά και το άθλημα του τόξου, που επιλέγει η Πηνελόπη στην Οδύσσεια, για να δοκιμάσει τους μνηστήρες της, θυμίζει ανάλογα νοβελιστικά αθλήματα πρώτου γάμου, όπου ο νικητής παίρνει ως έπαθλο την επίδοξη νύφη. Όλα αυτά τα -παράταιρα μάλλον σ᾽ ένα ηρωικό έπος- στοιχεία ο ποιητής της Οδύσσειας τα συνταιριάζει καλά με το θέμα της μνηστηροφονίας. Και αυτό είναι σημαντικό κατόρθωμα της πλοκής.

Το άλλο σημαντικότερο αποτέλεσμα της πλοκής αναγνωρίζεται στον τρόπο με τον οποίο συμπλέκει ο ποιητής της Οδύσσειας τον νόστο του Οδυσσέα με τους νόστους άλλων επικών ηρώων. Οι νόστοι αυτοί (οι περισσότεροι από τους οποίους φιλοξενούνται στην Οδύσσεια) σχηματίζουν μια συνολική τυπολογία, που μοιράζεται σε τρεις επιμέρους, τυπικές επίσης, κατηγορίες.

Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν νόστοι με ευτυχισμένο και άμεσο τέλος. Παράδειγμα ο νόστος του Νέστορα, τον οποίο διηγείται ο ίδιος στην τρίτη ραψωδία του έπους. Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει νόστους που πραγματοποιούνται δίχως καθυστέρηση, απολήγουν όμως σε τραγικό τέλος και συνεπάγονται εκδικητικού τύπου εμπλοκές. Κορυφαίο παράδειγμα ο νόστος του Αγαμέμνονα, ο οποίος κατασφάζεται ανελέητα από τον Αίγισθο και την Κλυταιμνήστρα μέσα στο ίδιο του το σπίτι, ενώ την εκδίκηση του στυγερού αυτού φόνου την αναλαμβάνει αργότερα ο Ορέστης. Πρόκειται για τραγικό νόστο που διασπείρεται σε περισσότερα μέρη της Οδύσσειας: τον υπαινίσσεται ο Δίας ήδη στη «Θεών Αγορά» της πρώτης ραψωδίας· τον εξιστορούν διεξοδικότερα ο Νέστορας και ο Μενέλαος στην τρίτη και στην τέταρτη ραψωδία· τον διηγείται συνοπτικά, αλλά σπαρακτικά, ο ίδιος ο Αγαμέμνονας στη «Μεγάλη Νέκυια» της ενδέκατης ραψωδίας και τον ξαναθυμάται στη «Μικρή Νέκυια» της εικοστής τέταρτης. Τέλος, στην τρίτη κατηγορία, που την εκπροσωπεί μέσα στην Οδύσσεια ο Μενέλαος, ανήκουν οι περιπετειώδεις και ριψοκίνδυνοι νόστοι, που εκκρεμούν πολλά χρόνια και συνεπάγονται μερικές απώλειες, προτού καθυστερημένα συντελεστούν.

Σ᾽ αυτό το τυπικό πλαίσιο νόστων, που θα μπορούσαμε να τους ονομάσουμε και ελάσσονες, ξεχωρίζει με την ιδιαίτερη σημασία και φυσιογνωμία του ο επιβλητικός νόστος του Οδυσσέα, ο οποίος αποτελεί το κεντρικό θέμα της Οδύσσειας. Αναλογικά συγγενεύει περισσότερο με τον νόστο του Μενελάου, μολονότι σε κρίσιμα σημεία τον υπερβάλλει. Η δική του εκκρεμότητα διαρκεί δέκα ολόκληρα χρόνια έναντι των οκτώ του Μενελάου. Συγκριτικά καλύπτει μεγαλύτερο χώρο (πραγματικό και φανταστικό) από τον νόστο του Μενελάου, από τον οποίο λείπουν οι εξωτικοί σταθμοί. Η καθήλωση του Οδυσσέα στο νησί της Καλυψώς δεν έχει μόνο μεγαλύτερη διάρκεια από εκείνη του Μενελάου στο νησί Φάρος, μπροστά στην Αίγυπτο, αλλά θέτει και οριακά διλήμματα στον ήρωα, ο οποίος πρέπει να διαλέξει ανάμεσα στη μνήμη και στη λήθη της προηγούμενής του ζωής· να προκρίνει το γήρας και τη θνητότητα, αντί της αγηρασίας και της αθανασίας που του προσφέρει η Καλυψώ. Τέλος, σε ό,τι αφορά τις απώλειες των συντρόφων, ο ολοκληρωτικός αφανισμός των εταίρων του Οδυσσέα αποτελεί μοναδική εξαίρεση στη σχετική παράδοση· ακόμη και ο Μενέλαος χάνει τους μισούς μόνο συντρόφους του. Παρά ταύτα, οι δύο αυτοί νόστοι αποτελούν συγγενικό ζεύγος με τα κοινά σημεία που διαθέτουν, ανάμεσα στα οποία διακρίνονται και οι ανάλογες οδηγίες νόστου από τον Πρωτέα προς τον Μενέλαο και από τον Τειρεσία προς τον Οδυσσέα.

Το απροσδόκητο όμως στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι ο νόστος του Οδυσσέα, υποθετικά έστω, εμπεριέχει και τις δύο άλλες μορφές νόστου: τον άμεσο και ευτυχή, που αντιστοιχεί, λόγου χάριν, στον Νέστορα· αλλά και τον άμεσο και τραγικό, που αναλογεί στον Αγαμέμνονα. Συγκεκριμένα: στην τρίτη ραψωδία της Οδύσσειας, όπου ο Νέστορας διηγείται στον Τηλέμαχο τον δικό του νόστο, τον βεβαιώνει ότι στην αρχή τον ακολούθησε και ο Οδυσσέας μέχρι την Τένεδο, μαζί με τους μισούς Αχαιούς, που συμφώνησαν με τον Μενέλαο πως πρέπει να μπουν αμέσως στα καράβια τους, παίρνοντας τον δρόμο της επιστροφής, εγκαταλείποντας δίχως καθυστέρηση τη λεηλατημένη και ρημαγμένη Τροία. Μετά όμως ο Οδυσσέας (σύμφωνα με τη διήγηση του Νέστορα πάντα) άλλαξε γνώμη και γύρισε πίσω στην Τροία, για να σμίξει με τον Αγαμέμνονα, ο οποίος επέμενε πως έπρεπε πρώτα οι Αχαιοί να θυσιάσουν εκατόμβη στη θεά Αθηνά, για να μαλακώσουν τον χόλο της, και ύστερα να επιστρέψουν στην πατρίδα. Εκδοχή που σημαίνει ότι: θα μπορούσε και ο Οδυσσέας να έχει την καλή τύχη του Νέστορα, επιστρέφοντας αμέσως και δίχως απώλειες στην Ιθάκη, αν έμενε σταθερός στην πρώτη του απόφαση και δεν πήγαινε με το μέρος του Αγαμέμνονα, καθυστερώντας έτσι τον νόστο του.

Αυτή όμως η έλξη του Οδυσσέα προς τον Αγαμέμνονα δεν σταματά εδώ. Εξελίσσεται, και δραματοποιείται στην πορεία του έπους ως πιθανή αναλογική σύμπτωση της μοίρας του Οδυσσέα με την τραγική μοίρα του βασιλιά των Μυκηνών. Την πιθανότητα αυτή την υπαινίσσεται προκαταβολικά ο Δίας στη «Θεών Αγορά» της πρώτης ραψωδίας, υπενθυμίζοντας το αποτρεπτικό παράδειγμα του Αιγίσθου, ο οποίος έσμιξε παράνομα με την Κλυταιμνήστρα, σκότωσε βάναυσα τον Αγαμέμνονα, ώσπου τον αφάνισε η φονική εκδίκηση του Ορέστη. Το συντελεσμένο όμως αυτό παράδειγμα των Μυκηνών (Αγαμέμνονας-Αίγισθος-Κλυταιμνήστρα-Ορέστης) αναλογεί στο πιθανό παράδειγμα της Ιθάκης. Φτάνει οι μνηστήρες να μιμηθούν τον Αίγισθο, η Πηνελόπη να ενδώσει στις ερωτικές ορέξεις τους, και ο Τηλέμαχος να αντιγράψει τον εκδικητικό ρόλο του Ορέστη. Η πιθανή αυτή αναλογία επαναλαμβάνεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σε κομβικά σημεία του έπους και σαν μαύρο σύννεφο επισκιάζει συνεχώς τον νόστο του Οδυσσέα, ώσπου να διαλυθεί με τη μνηστηροφονία. Επομένως, ο νόστος του Οδυσσέα, κρατώντας τα δικά του διακριτικά χαρακτηριστικά, παραπέμπει και στους άλλους τυπικούς νόστους που φιλοξενεί το έπος της Οδύσσειας· κατά κάποιον τρόπο τους συναιρεί και γίνεται έτσι αντιπροσωπευτικός φορέας όλων των νόστων.

Στα αφηγηματικά εξάλλου κατορθώματα της πλοκής στην Οδύσσεια ανήκει και ο τρόπος που χειρίζεται ο ποιητής τόσο τους διακεκριμένους χρόνους του έπους του όσο και τους διακεκριμένους χώρους του. Η Οδύσσεια, διαφορετικά από την Ιλιάδα, δεν ρέει σε συνεχή χρόνο. Ο ποιητικός της χρόνος μοιράζεται στα δύο: στο αφηγηματικό της παρόν, που το δραστικό μέρος του παραμένει ολιγοήμερο, και στο αφηγηματικό του παρελθόν, που αποδεικνύεται μακρόχρονο. Το σημαντικότερο όμως στοιχείο στην προκειμένη περίπτωση αναγνωρίζεται στη σύνθεση των δύο αυτών χρόνων, καθώς ο μακρός χρόνος εισχωρεί («εγκιβωτίζεται», όπως λέμε) στον μικρό χρόνο μαζί με το αφηγηματικό του περιεχόμενο.

Η μέθοδος αυτή συνεπάγεται μια πρώτη διήγηση που αρχίζει στη μέση, σε κάποιο δηλαδή κρίσιμο σημείο του αφηγηματικού παρόντος. Αλλά, καθώς προχωρεί, οπισθοδρομεί, για να δώσει τη θέση της σε μια δεύτερη διήγηση, που αναφέρεται τώρα στο ποιητικό παρελθόν· πρόκειται για τη μακρά διήγηση των «Μεγάλων Απολόγων», που την αναλαμβάνει ο ίδιος ο Οδυσσέας στις ραψωδίες ι-μ. Μεσολαβούν τα οκτώ και κάτι χρόνια της καθήλωσης του ήρωα στο νησί της Καλυψώς. Και αυτά ανήκουν στο ποιητικό παρελθόν του έπους, εκτός από τις δύο τελευταίες μέρες, που μεταφέρονται στο ποιητικό παρόν και στις οποίες η Καλυψώ υπακούει στην εντολή του Δία, με εντολοδόχο θεό τον Ερμή, ελευθερώνει επιτέλους τον Οδυσσέα από τα ερωτικά της θέλγητρα και τον προπέμπει στον καθυστερημένο του νόστο, βοηθώντας και στην κατασκευή της σχεδίας του. Πρόκειται για την αφήγηση στο πρώτο μισό της πέμπτης ραψωδίας.

Το δεύτερο μισό, που ανήκει επίσης στο ποιητικό παρόν, αφιερώνεται στο έσχατο συντριπτικό ναυάγιο του ήρωα, που θα τον φέρει τελικά εξοντωμένο στις ακτές της Σχερίας. Έτσι πλέκεται το χρονικό δίχτυ της Οδύσσειας, όσο ακόμη εκκρεμεί ο εξωτερικός νόστος του πρωταγωνιστή της και αναβάλλεται η επιστροφή του στην Ιθάκη. Συνήθως γίνεται λόγος για αναδρομική διήγηση, που καθιέρωσε το τέχνασμα του φλας μπακ. Στην πραγματικότητα όμως αλλού βρίσκεται η πρωτοτυπία της χρονικής αυτής αναδρομής: πραγματοποιείται σε ενδιάμεσο σταθμό, στο νησί των Φαιάκων, και όχι, όπως θα περιμέναμε, στην Ιθάκη. Έτσι όμως φτάσαμε στο θέμα των διακεκριμένων χώρων της Οδύσσειας, που είναι τρία νησιά.

Αφηγηματικά προηγείται το νησί της Καλυψώς, απόμακρος και απόκοσμος ειδυλλιακός τόπος ερωτικής απομόνωσης του Οδυσσέα, όπου παίζονται η ίδια η ανθρώπινή του φύση, η συζυγική του πίστη και βεβαίως η επιστροφή του στην Ιθάκη. Το δέλεαρ, όπως είπαμε, της Καλυψώς προς τον θνητό εραστή της είναι η προσφορά αγηρασίας και αθανασίας, με αντάλλαγμα την προτίμηση της λήθης αντί της επίμονης και βασανιστικής μνήμης. Τελικά ο ήρωας, με τη μεσολάβηση των θεών (της Αθηνάς κυρίως), αποδεσμεύεται από τον ληθαργικό κλοιό της Καλυψώς και επιστρέφει στην περιπέτεια του νόστου του, μόνος τώρα και δίχως εταίρους, καθώς όλοι τους έχουν αφανιστεί εδώ και χρόνια, μετά την ασέβειά τους στο νησί της Θρινακίας, όπου έσφαξαν και έφαγαν τα ιερά γελάδια του Ήλιου.

Ο δρόμος ωστόσο για την Ιθάκη εμποδίζεται ακόμη από τον θυμωμένο Ποσειδώνα, ο οποίος συντρίβει τη σχεδία του Οδυσσέα και τον αφήνει στο έλεος μιας ανελέητης καταιγίδας ανάμεσα σε θεόρατα κύματα. Παρά ταύτα, ο ήρωας σώζεται με το μαγνάδι της θαλασσινής Ινώς και, αναπλέοντας τις εκβολές ενός θεϊκού ποταμού, βγαίνει στη θαμνώδη στεριά της Σχερίας, όπου και πέφτει εξαντλημένος σε βαθύ ύπνο. Τα υπόλοιπα είναι γνωστά: την άλλη μέρα, συγκινημένη μαζί του η Ναυσικά, κόρη του βασιλιά, οδηγεί τον Οδυσσέα με ασφάλεια στο βασιλικό παλάτι, όπου γενναιόδωρα τον υποδέχονται ο Αλκίνοος και η Αρήτη, τον συστήνουν στους Φαίακες, του προσφέρουν πλούσια δώρα ξενίας και του εξασφαλίζουν την προπομπή του με το μαγικό τους πλοίο. Εκεί, μπροστά στους Φαίακες, ύστερα από απαίτηση του Αλκινόου, αποκαλύπτει ο Οδυσσέας την ταυτότητά του και μαγεύει τους ακροατές του με τη διήγηση των «Απολόγων» του.

Αν ο εξωτικός και ληθαργικός παράδεισος της Ωγυγίας συστήνει τον μεγάλο ερωτικό πειρασμό, τον οποίο, όψιμα έστω, αφήνει πίσω του ο Οδυσσέας, το νησί των Φαιάκων, σε σύγκριση προς το προπολιτισμικό νησί της Καλυψώς, είναι τόσο πολιτισμένο, που μοιάζει σχεδόν με πολιτισμική ουτοπία. Προσφέρεται επομένως, με τους αθλητικούς του αγώνες, με τους χορούς και με τα τραγούδια του τυφλού αοιδού Δημοδόκου, όσο κανένας άλλος τόπος, όχι μόνο για να διηγηθεί ο Οδυσσέας τα πάθη του νόστου του, αλλά και για να επιδείξει την αφηγηματική του δεξιοτεχνία, αντάξια ενός έμπειρου αοιδού-ραψωδού. Εντοπισμένοι λοιπόν οι «Μεγάλοι Απόλογοι» στη Σχερία, βρίσκουν την πιο πρόσφορη υποδοχή τους, που ασφαλώς δεν θα την είχαν στην Ιθάκη.

Η Ιθάκη (το τρίτο νησί που προβάλλεται στο αφηγηματικό παρόν της Οδύσσειας) είναι ακριβώς, σε αντίθεση τόσο προς την Ωγυγία όσο και προπαντός προς τη Σχερία, ένας χώρος όχι μόνο οδυνηρά πραγματικός αλλά και με διασαλευμένη, εξαιτίας των μνηστήρων, την ηθική και πολιτική του τάξη. Την αποκατάσταση της χαμένης αυτής τάξης συστήνει η Αθηνά στον νεαρό Τηλέμαχο στο πλαίσιο της πρώτης ραψωδίας, αλλά το δυσκατόρθωτο αυτό κατόρθωμα ανήκει στον ίδιο τον Οδυσσέα, που το πραγματοποιεί, με τη βοήθεια και του Τηλεμάχου, προοδευτικά στο δεύτερο μισό του έπους. Εντούτοις, ακόμη και μετά τη συντελεσμένη μνηστηροφονία η Ιθάκη κινδυνεύει από την εκδικητική στάση των Ιθακησίων, η οποία μόλις στην έξοδο του έπους κατευνάζεται, και επιτέλους το νησί του νόστου, με την παρέμβαση του Δία και της Αθηνάς, ηρεμεί. Επομένως, ο χρόνος της Οδύσσειας είναι διπλός και ο χώρος της τριπλός. Σ᾽ αυτό το πεντάγραμμο της οδυσσειακής πλοκής εγγράφεται ο μύθος του έπους.

Βήμα - βήμα

Ας προχωρήσουμε βήμα - βήμα σε όλο αυτό και σας παρακαλώ, παρακολουθείστε το με λίγη υπομονή.

Λοιπόν: Κάποια στιγμή αποκτώ επίγνωση ότι η σκέψη μου είναι αποτέλεσμα διαμόρφωσης, και η άμεση αντίδρασή μου είναι ότι πρέπει να απελευθερωθώ από τη διαμόρφωση και λέω:

«Πώς θα ελευθερωθώ; Ποια είναι η μέθοδος, το σύστημα, η διαδικασία που πρέπει ν’ ακολουθήσω για να ελευθερωθώ;»

Αλλά αν ακολουθήσω τις πρακτικές κάποιας μεθόδου, θα γίνω σκλάβος αυτής της μεθόδου, που έτσι θα φέρει κι αυτή άλλη μία διαμόρφωση.

Έχοντας επίγνωση ότι είμαι διαμορφωμένος ή φθονερός ή άπληστος, θέλω να να ξέρω πώς θα απαλλαγώ.

Για παράδειγμα: Το ερώτημα, «πώς θα απαλλαγώ από την απληστία», είναι μια άλλη μορφή απληστίας — δεν είναι;

Μπορεί να κάνω καθημερινά κάποια πρακτική απαλλαγής από την απληστία, αλλά το κίνητρο, η επιθυμία να ελευθερωθώ από την απληστία, είναι και πάλι απληστία.

Έτσι, το «πώς», δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα, μπορεί μόνο να το κάνει πιο πολύπλοκο. Αλλά, όπως θα δείτε αμέσως από μόνοι σας, το ερώτημα «πώς» μπορεί να απαντηθεί εντελώς.

Εάν έχω πλήρη επίγνωση ότι είμαι άπληστος, αυτή ακριβώς η επίγνωση δεν απελευθερώνει το νου από την απληστία;

Εάν ξέρω ότι το φίδι που βλέπω μπροστά μου είναι δηλητηριώδες, αυτό φτάνει: δεν το πλησιάζω αυτό το φίδι.

Αλλά δεν βλέπουμε ότι η απληστία είναι κάτι δηλητηριώδες και για μας και για τους άλλους.

Μας αρέσει η ευχάριστη αίσθηση που μας δίνει, μας αρέσει η αίσθηση βολέματος που μας δίνει το να είμαστε διαμορφωμένοι.

Γιατί, αν προσπαθούσαμε να ελευθερώσουμε το νου από τη διαμόρφωσή του, ίσως να γινόμαστε αντικοινωνικά άτομα, πιθανόν να χάναμε τη δουλειά μας, μπορεί να εναντιωνόμαστε σε όλη την παράδοση αιώνων της κοινωνίας κι αυτό να μας στοίχιζε με διάφορους τρόπους, κι έτσι παίρνουμε ασυνείδητα μια αυτόματη προειδοποίηση από μέσα μας, και τότε είναι που ο νους ρωτάει:

«Πώς θα απαλλαγώ από τη διαμόρφωση»;

Έτσι, το «πώς», είναι απλώς αναβολή της συνειδητοποίησης εκείνου που είναι γεγονός. Έγινε αυτό το σημείο ξεκάθαρο;

Οπότε, εκείνο που έχει σημασία, είναι γιατί ο νους αναζητάει κάποια μέθοδο.

Θα ανακαλύψτε ότι υπάρχουν αμέτρητες μέθοδοι που λένε:

«Κάνε ετούτο κι εκείνο κάθε μέρα και θα φτάσεις εκεί που θέλεις».

Αλλά ακολουθώντας κάποια μέθοδο έχεις δημιουργήσει μία συνήθεια και είσαι σκλάβος σ’ αυτή τη συνήθεια, δεν είσαι ελεύθερος.

Ενώ, αν δεις ότι είσαι διαμορφωμένος – διαμορφωμένος από ό,τι είναι γνωστό και κοινά αποδεκτό – και νοιώσεις φόβο για το άγνωστο όπου θα βρεθείς απορρίπτοντας τη διαμόρφωση, αν έχεις πλήρη επίγνωση όλου αυτού του γεγονότος, τότε θα ανακαλύψεις ότι αυτή ακριβώς η επίγνωση δουλεύει μέσα σου και άμεσα σου φέρνει μία ελευθερία που δεν έχεις προσπαθήσει ηθελημένα να πετύχεις.

Όταν έχεις επίγνωση της διαμόρφωσης σου –πραγματικά όχι θεωρητικά- τότε κάθε προσπάθεια παύει, ενώ κάθε προσπάθεια να γίνεις κάτι άλλο από αυτό που είσαι, είναι η αρχή κάποιας άλλης διαμόρφωσης.

Εκείνο, λοιπόν, που είναι σημαντικό είναι να κατανοηθεί το πρόβλημα κι όχι να βρεθεί μια απάντηση στο πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι ότι, όντας ο ανθρώπινος νους αποτέλεσμα αιώνων διαμόρφωσης και των χρόνων μιας ζωής, κινείται και υπάρχει στην περιοχή του «γνωστού».

Αυτό είναι το αληθινό γεγονός, εκείνο που συμβαίνει στην καθημερινή μας ζωή. Όλες μας οι σκέψεις, όλες μας οι μνήμες, όλες μας οι εμπειρίες, όλα μας τα οράματα, οι εμπειρίες μας, οι εσωτερικές μας φωνές, οι εμπνεύσεις μας, είναι στην ουσία γέννημα του γνωστού.

Τώρα: Μπορεί ο νους να έχει επίγνωση της ίδιας του της διαμόρφωσης και να μην προσπαθεί να την πολεμήσει;

Όταν ο νους έχει επίγνωση ότι είναι διαμορφωμένος και δεν το πολεμάει, μόνο τότε είναι ελεύθερος να δώσει όλη του την προσοχή σ’ αυτή τη διαμόρφωση.

Η δυσκολία είναι να έχει κανείς επίγνωση της διαμόρφωσής του χωρίς να διασπάται η προσοχή του από την προσπάθεια να κάνει κάτι γι’ αυτήν.

Αλλά εάν ο νους έχει συνεχώς επίγνωση του γνωστού – δηλαδή, των προκαταλήψεων, των συμπερασμάτων, των «πιστεύω», των επιθυμιών, των απατηλών σκέψεων της καθημερινότητας – αν έχει επίγνωση χωρίς να προσπαθεί να ελευθερωθεί απ’ όλο αυτό, τότε η ίδια αυτή η επίγνωση φέρνει τη δική της ελευθερία.

Τότε, ίσως είναι δυνατόν να μείνει ο νους πραγματικά ακίνητος, όχι ακίνητος μόνο σε κάποιο επιφανειακό επίπεδο της συνείδησης και από κάτω τρομερά ταραγμένος.

Μπορεί να υπάρξει απόλυτη ακινησία του νου μόνον όταν ο νους κατανοήσει όλο το πρόβλημα της διαμόρφωσης, πώς έχει διαμορφωθεί, που σημαίνει να παρατηρεί κάθε τόσο όλη την κίνηση της σκέψης· να έχει επίγνωση των συμπερασμάτων που βγάζει, αυτών που πιστεύει, των φόβων του. Τότε, ίσως, υπάρξει απόλυτη ακινησία του νου μέσα στην οποία μπορεί να γεννηθεί κάτι πέρα από το νου.

Η παραίτηση από το να είμαστε ερωτικοί οδηγεί στην παραίτηση από την ίδια τη ζωή

Αδιάκοπος χορός.

Από αγκαλιά σε αγκαλιά, τα σώματα παραδίδονται απελπισμένα σε περιπτήξεις που διαρκούν ελάχιστα.

Σε αγκαλιές που παρέχουν ευχαρίστηση, ανακούφιση και ζεστασιά, αλλά που δεν υπάρχουν.

Προσομοίωση ερωτικής σχέσης δίχως έρωτα.

Χάπια που ανακουφίζουν προσωρινά τη στέρηση, αυτές οι απελπισμένες προσμίξεις σωμάτων.

Εξαφανίζεται ο έρωτας μέσα στην εικονική πραγματικότητα των απρόσωπων ερωτικών σχέσεων.

Καταβροχθίζεται ο έρωτας από την βουλιμική κατανάλωση.

Μια πείνα που δεν ησυχάζει, γιατί άλλο επιζητεί.

Αδιάκοπος χορός ερωτικών επαφών, δίχως έρωτα.

Ένας αδιάκοπος χορός σχέσεων, που αντιστοιχεί σε αφόρητη μοναξιά που δεν συνειδητοποιείται, γιατί η συγκάλυψή της είναι το ζητούμενο.

Παράλληλες μοναξιές. Τα σώματα σπαρταρούν ηδονικά και τα βλέμματα είναι άδεια και σκοτεινά.

Ο άλλος είναι κάτι που δεν με αφορά.

Όπως δεν τον αφορώ και εγώ.

Η φαντασίωση είναι ότι υπήρξαμε μαζί. Όμως η συνεύρεση δεν έγινε ποτέ.

Η παραίτηση από το να είμαστε ερωτικοί οδηγεί στην παραίτηση από την ίδια τη ζωή.

Τίποτα: Το κενό. Το άδειο. Η απουσία. Η εγκατάλειψη. Η ανυπαρξία. Ο θάνατος.

Η εμπειρία των αδιέξοδων σεξουαλικών επαφών δίχως έρωτα γίνεται η αφορμή για την αναζήτηση του έρωτα που θα αφορά όλη την ύπαρξη.

«Έρωτας ή τίποτα για εκείνους που δεν αποδέχονται τον συμβιβασμό της μετριότητας και ζουν στις ερωτικές σχέσεις που διαρκούν τουλάχιστον μια ζωή, το θαύμα της συντροφικής σχέσης.»

Ερωτικοί ως τον θάνατο. Και τότε καταργείται ο θάνατος.

Γιατί το θαύμα της ζωής, που υπερβαίνει το τυχαίο και το δοσμένο, δεν σβήνει ποτέ. Συντελείται σε μια σκυταλοδρομία ζωής που υπερβαίνει τις φθαρτές ατομικότητες.

Και ο έρωτας είναι η πρόσκληση για να υπερβούμε την ατομική ανεπάρκεια για να συναντήσουμε τον πυρήνα της ζωής, που θα παραμένει άφατος, ακατανόητος, απερίφραστος, πάντα υπάρχων, ανέφικτος μέσα από τις γνώσεις και τις πληροφορίες, αλλά πάντα διαθέσιμος στο να αγγιχθεί από εκείνους που δεν κλείνονται στην ατομική τους αυτάρκεια και δεν παραιτούνται από το να τον αναζητούν.

Ο έρωτας ως συνειδητοποίηση των απεριόριστων δυνατοτήτων της ανθρώπινης ύπαρξης, όταν ξεπερνά την επιβίωση και τις καταναλωτικές επιταγές της.

Ο έρωτας όχι ως καρδούλα-καρτούν που είναι ματωμένη από τα βέλη του αλλά ως ψυχικά φτερά, διαρκώς ανανεούμενα!

Η α-νοησία είναι ανέορτη

Μ​​οιάζει να έχει χαθεί, για το μεγαλύτερο ποσοστό του ανθρώπινου πληθυσμού στον πλανήτη σήμερα, η επίγνωση της διαφοράς ανάμεσα στη γιορτή και στην επιπόλαιη τέρψη. Η απώλεια μετριέται σε διάρκεια ενός ή των δύο τελευταίων αιώνων – τα επιβεβλημένα Χριστούγεννα, λ.χ., τι σήμαιναν για τον παππού ή τον προπάππου μας και τι σημαίνουν για μας σήμερα;

Ενας ή και δύο αιώνες είναι διάρκεια ασήμαντη (σε σχέση με την ηλικία του σύμπαντος ή και σε σχέση με την ύπαρξη έλλογης ζωής πάνω στη γη). Πάντως, σε οποιοδήποτε βάθος χρόνου, τη γιορτή τη γεννούσε η απάντηση στο ερώτημα: από ποια αιτία και για ποιο σκοπό υπάρχει ο «κόσμος», γιατί ο λόγος-τρόπος της ύπαρξης των υπαρκτών να συνιστά κόσμημα αρμονίας, τάξης και κάλλους;

Δεν απασχολούσε όλους το ερώτημα, υπήρχαν πάντοτε και άνθρωποι άσκεφτοι, βοσκηματώδεις, που απλώς επιβίωναν χάρη στις ορμές αυτοσυντήρησης – χωρίς ερωτήματα για την αιτία και τον σκοπό της ύπαρξης. Υπήρχαν, ίσως και να πλεόναζαν, οι άσκεφτοι, αλλά τον χρόνο τον μετέπλαθαν σε Ιστορία μόνο όσοι πάλευαν να διακρίνουν «νόημα» της ύπαρξης. Αποτύπωναν την πάλη τους στην Τέχνη, στη Φιλοσοφία, στο «Πολιτικόν Αθλημα».

Σήμερα, για πρώτη ίσως φορά, ο χρόνος κυλάει, αλλά Ιστορία δεν γράφεται. Συμβαίνουν πολλά και διάφορα, όπως συμβαίνουν και σε μια μυρμηγκοφωλιά ή σε κυψέλη μελισσών. Αφορούν στην ικανοποίηση του ενστίκτου και των ορμών επιβίωσης, όχι στο ερώτημα: γιατί η επιβίωση, γιατί η ύπαρξη. Τα όσα συμβαίνουν μεταποιούνται αμέσως σε «πληροφορία», η πληροφορία αξιολογείται χρηστικά, πουλιέται σαν «είδηση». Για να είναι ευπώλητη η είδηση πρέπει να εντυπωσιάσει, γι’ αυτό και υποτάσσεται ολοκληρωτικά στην προτεραιότητα του εντυπωσιασμού: εμπορευματοποιούνται οι εντυπώσεις, υποκαθιστούν την είδηση.

Αυτή μπορεί να είναι μια εξήγηση, γιατί δεν υπάρχουν πια και Γιορτές. Γιορτή είναι μια μεγάλη χαρά που κοινωνείται, μοιράζεται και μετέχεται από την κοινότητα. Την πραγματικότητα της «κοινότητας» δεν τη συγκροτούσε ο «καταμερισμός της εργασίας, η «κοινωνία της χρείας» – ο ωφελιμισμός μπορεί να οδηγήσει μόνο ώς τον «εταιρισμόν επί κοινώ συμφέροντι» (την societas). Δεν αρκεί η χρησιμοθηρία για να γεννηθεί «πόλις», «κοινότητα», «εκκλησία» (του δήμου ή των πιστών). Η χρησιμοθηρία γεννάει συμβάσεις, συμβόλαια, «συντάγματα», νάρθηκες θωράκισης ατομικών δικαιωμάτων – κατασφαλίζει τις βοσκηματώδεις υπάρξεις.

Η πόλις-κοινότητα-εκκλησία έχει άξονα συνοχής το «ιερό», δηλαδή το σημάδι-σημαίνον του αληθούς. Και α-λήθεια (εμφάνεια) είναι η φανέρωση, δηλαδή η εμπειρική πιστοποίηση (όχι η «δόξα»-δοξασία) του τρόπου της αθανασίας (του «αθανατίζειν»). Εμπειρική πιστοποίηση καθολικά κοινωνούμενη που γεννάει το γεγονός της Γιορτής.

Οι άνθρωποι σήμερα δεν ξέρουμε τη Γιορτή, ονομάζουμε «γιορτή» την προγραμματισμένη (ημερολογιακά) τέρψη ή διασκέδαση ή ευωχία – ατομοκεντρικές, εφήμερες ευχαριστήσεις. Θεωρούμε «γιορτή» έναν ξεχωριστό διάκοσμο της πεζής καθημερινότητας – λαμπιόνια, καμπανίτσες, πολύχρωμες μπαλίτσες, έλατα με γιρλάντες, πακεταρισμένα δωράκια, αλλοδαπές μουσικές. Η «αλήθεια» για μας σήμερα δεν είναι ο τρόπος της αθανασίας, που σημαίνεται μόνο με τη γλώσσα της Τέχνης ή της πολιτικής και εκκλησιαστικής πράξης. Για μας «αλήθεια» είναι η ορθότητα της κατανόησης, γι’ αυτό και η πολιτική πράξη έχει δώσει τη θέση της στην προπαγάνδα, στον διαφημιστικό εντυπωσιασμό.

Λογαριάζουμε για «πολιτικούς» τους επιδέξιους χειριστές του λεκτικού εντυπωσιασμού, οσοδήποτε ψεύδος, απάτη ή μικρόνοια κι αν κομίζουν. Και λογαριάζουμε σαν λειτουργία «πατρότητας», εισόδου στον τρόπο της όντως ζωής, το κήρυγμα: την υποκατάσταση του εκκλησιαστικού γεγονότος από τη νέκρα της τυποποιημένης συναισθηματικής και ηθικοδιδακτικής φλυαρίας.

Η πολιτική δεν είναι πια υπούργημα που διακονεί την «κοινωνίαν της χρείας», είναι ντοπάρισμα και μέθη επιθετικής διαχείρισης εντυπώσεων, παράκρουση ευθέως ανάλογη με την ποδοσφαιρολαγνεία (ενδεικτική η παραλληλία «δελτίων ειδήσεων», πολιτικών και «αθλητικών», απανωτά μέσα στη μέρα). Και η Εκκλησία δεν είναι πια κοινότητα (ενορία και επισκοπή) όπου κοινωνείται το άθλημα του τρόπου της αθανασίας, είναι «επικρατούσα θρησκεία», με συνείδηση και οργάνωση κυρίαρχης ιδεολογίας, με όπλο κυριαρχίας το κήρυγμα: Πρωινό, εσπερινό, προφορικό, έντυπο, ραδιοφωνικό, τηλεοπτικό – κήρυγμα απόλυτα υπόδουλο στις πρακτικές της ιδεολογικής προπαγάνδας.

Η παρακμιακή αλλοτρίωση, στρέβλωση και παραποίηση της πολιτικής και της Εκκλησίας, συνοδεύεται (απολύτως λογικό) και από τη διαστροφική παράχρηση της λέξης έρωτας, ερωτικός. Σημαίνει πια η λέξη, στις περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες, την πορνική, εμπορευματοποιημένη εκδοχή της σεξουαλικότητας. Τα πιο πολύτιμα, κορυφαία κατορθώματα πληρότητας της ζωής, τα υποτάσσουμε οι άνθρωποι στη χαμέρπεια του ατομοκεντρικού πρωτογονισμού. Αυτή η πιστοποίηση είναι οδύνη, αλλά και πρόκληση: Πάντοτε, μια «μαγιά» ανθρώπων θα σώζει την προτεραιότητα του πόθου για την αλήθεια της πολιτικής, την αναλήθεια της Εκκλησίας, την αλήθεια του έρωτα.

Μαζί και την αλήθεια των Χριστουγέννων - Ηλιούγεννων.

Το πόσο ξένος είναι ο άλλος, στις πιο τρικυμισμένες ώρες των ερώτων μας το διαπιστώνουμε

Αν ο καιρός που περνά φθείρει τον ενθουσιασμό, σ αντάλλαγμα σου προσφέρει ζεστασιά κι ανθρώπινη έγνοια, κι είναι φορές που τίποτα δεν συγκρίνεται μ αυτά τα τελευταία.

Είναι οι λεπτομέρειες που δένουν ένα ζευγάρι που θέλει να δεθεί.

Η επιθυμία να μας καταλαβαίνουν είναι από τις πιο επιτακτικές και αβασάνιστες επιθυμίες μας.

Το κατά πόσο μας καταλαβαίνει κάποιος δεν είναι εύκολο να το κρίνουμε, αφού οι ίδιοι δύσκολα αντιλαμβανόμαστε τι μας γίνεται. Συνήθως λέμε πως μας καταλαβαίνουν όταν αυτό που καταλαβαίνουν μας κολακεύει.

Κι ύστερα είναι κι αυτά μέσα σ εκείνες τις ελαφρές παρεξηγήσεις που δένουν και ταιριάζουν δύο ανθρώπους πιο πολύ απ τις συνεννοήσεις και τα ξεκαθαρίσματα. Η ομίχλη στον έρωτα, όπως κι η ομίχλη στα τοπία, ομορφαίνει και εξυψώνει τις εικόνες του, μπολιάζοντάς τες με χυμό ονείρου.

Τίποτα δεν είναι πιο ελκυστικό από το φευγαλέο και καμιά πραγματικότητα δε ριζώνει βαθύτερα από μια ψευδαίσθηση.

Καμιά πείρα στον έρωτα δεν ωφελεί τον έρωτα, μόνο ο τωρινός υπάρχει, υπήρξε και θα υπάρξει.

Έτσι ο ερωτευμένος με μια αφελή αλλά και συγκινητική αθωότητα θέλει, και επειδή το θέλει πολύ τα καταφέρνει να πιστεύει πως αυτό που σε τούτη τη ζωή αισθάνεται δε συγκρίνεται με τίποτα άλλο από όσα στην προηγούμενη ζωή του έχει αισθανθεί.

Αρνούμενος να ανατρέξει και να χρησιμοποιήσει οτιδήποτε παλιότερα έπαθε, επαναλαμβάνει τα ίδια σφάλματα και γλιστρά στις ίδιες ψευδαισθήσεις που πριν λίγο τον βασάνιζαν.

Δεν καταδέχεται να παραδεχτεί πως αυτό που σήμερα του συμβαίνει έχει σχέση με οτιδήποτε άλλο του έχεις συμβεί και ξεκινά άοπλος σαν γυμνό παιδί σε παρθένα ζούγκλα έναν περίπατο εκεί που όλοι βλέπουνε πως δεν είναι παρά ο συνηθισμένος δρόμος του σπιτιού του.

Αυτή η τρελή πίστη για τη μοναδικότητά της είναι ταυτόχρονα η ανοησία και το μεγαλείο της αγάπης.

Την κοιτά να 'ναι ξαπλωμένη πλάι του. Τόσο γνώριμη σαν κορυφογραμμή πατρίδας η γραμμή του γυρισμένου της κορμιού, πιο γνώριμη κι από ανάσα του η ανάσα της. Εκατοντάδες φορές την έχει αγγίξει, έχει περάσει μέσα της, έχει καθοδηγήσει τον βαθύτερο σπασμό της.

Ξέρει από πριν τι θα του πει όταν ξυπνήσει, όταν του τηλεφωνά, όταν αργήσει. Ξέρει πώς τον πίνει τον καφέ της και ποιες ταινίες την ενθουσιάζουν.

Ξέρει τόσα γι' αυτήν, κι όμως δεν την ξέρει, ποτέ δε θα τη μάθει όσους αιώνες κι αν ζήσουν μαζί κι η εικόνα της που πιστεύει πως απ έξω κι ανακατωτά γνωρίζει δεν είναι παρά ένα ετοιμόρροπο τέμπλο που τον προστατεύει προσωρινά απ' τον ίλιγγο του πως καθόλου δεν τη γνωρίζει, πως με μια ξένη ζει, σε μιας ξένης τα σκοτάδια βυθίζει τα θεμέλια της κάθε μέρας του.

Κι αν για κάποιον λέμε πως πιο καλά κι εαυτό μας τον γνωρίζουμε, δεν είναι και πολύ ενθαρρυντικό αυτό, γιατί τίποτα χειρότερα απ' τον εαυτό μας δεν γνωρίζουμε.

Το πόσο ξένος είναι ο άλλος, στις πιο τρικυμισμένες ώρες των ερώτων μας το διαπιστώνουμε. Εκεί που πας να τον αρπάξεις για σωτήρια λέμβο, ανακαλύπτεις πως αυτός ακριβώς είναι η πιο μαύρη θάλασσα του κινδύνου σου.

Στις πιο αγριεμένες ώρες του ερωτά το διαπιστώνεις. Και τι να μάθει απ' το δίχως πέρατα σύμπαν του αλλού και του εαυτού του κανείς. Με το κεφάλι πέφτει στο κενό κι όπου τον βγάλουν οι νόμοι της φύσης, η ηλιθιότητα της σύμπτωσης κι εκείνη η τρεμάμενη διαίσθηση, η ανεξήγητη κι αστάθμητη, μαγνητική βελόνα που ψάχνει για τον πόλο.

Αν την ειλικρίνια την έχουμε κατά περίσταση, είναι προστυχιά.

Η νίκη, η τελική νίκη είναι μία: να στέκεσαι ενώπιος ενωπίω με τον εαυτό σου και να αισθάνεσαι καλά. Δίχως αυτό το στήσιμο πουθενά δεν στέκεσαι. Αν στο πάτωμα του εαυτού σου μόνος σου δεν μπορείς να σταθείς, πώς να ισορροπήσεις στο τεντωμένο σχοινί της σχέσης.

Οι σπουδαίοι έρωτες, οι σπουδαίες μοναξιές, οι σπουδαίες ελευθερίες θέλουν αίμα.

Όλοι ονειρεύονται τη λάμψη τους αλλά τρέμουν και την παραμικρή αμυχή στο κορμί τους.

Ο κόσμος πηγαίνει το πρωί στη δουλειά ακούγοντας ρομαντικά τραγούδια στο κασετόφωνο, γράφει στιχάκια και τα κρύβει στα λογιστικά του κατάστιχα, ενθουσιάζεται με την κατάληψη της Βαστίλης καθισμένος μπροστά στην τηλεόραση του σαλονιού του και ξενυχτά για κάποια συγκλονιστική γυναίκα δίπλα στην κοιμισμένη σύζυγο.

Καλά κάνουν και δειλιάζουνε και δεν κάνουν ρούπι απ το κασετόφωνο, απ το γραφείο, απ το σαλόνι, απ το συζυγικό κρεβάτι. Η ελευθερία, όταν δεν είσαι καμωμένος από την ουσία της, όταν δεν γνωρίζεις τους χειρισμούς της , είναι στυγνή, αδέκαστη, σε στέλνει στη χειρότερη εξορία: στη μοναξιά σου στο υγρό δωμάτιο του αντίπαλου εαυτού σου.

Γιατί ο έρωτας είναι πιο απρόσωπος παρά προσωπικός, τον σφιχτοδένουμε μ ένα πρόσωπο γιατί έτσι έχουμε αποφασίσει να είναι. Όσα μαθαίνουμε, όσα μας επιβάλουνε, όσα ο δεδομένος ρομαντισμός της καρδιάς μας αποζητά, μας βάζουν να πιστεύουμε πως ο άλλος, ο μοναδικός, είναι που μας εμπνέει την αγάπη.

Αλλά ο έρωτας είναι μέσα μας, στοιχείο υγρό, παλλόμενο, εκρηκτικό, που πιέζει τα τοιχώματα του κορμιού μας.

Έρχεται κάποιος, μας αγγίζει με τη ματιά του, με το χέρι του, με το σώμα του, με τη φωνή του κι αναβρύζει σιντριβάνι.

Τίποτα νευρωσικό δεν ικανοποιείται ποτέ

Εκείνοι που συνηθίζουμε να λέμε, ερωτικούς ή παθιασμένους χαρακτήρες ανήκουν πολύ συχνά σε μια πονεμένη κατηγορία παιδιών.

Των παιδιών που στα πολύ μικρά τους χρόνια στερήθηκαν την επαρκώς τρυφερή στοργή απο γονείς τους.

Πεινασμένα από κάτι τόσο ουσιώδες για τη συναισθηματική ωρίμανση, μεγαλώνοντας, αρχίζουν να μετακομίζουν την πεινασμένη κ διψασμένη λαχτάρα τους σε άλλα, ξένα πρόσωπα και να αισθάνονται βαθιά ερωτευμένα.

Πρόκειται για ενα είδος απελπισίας που δεν ικανοποιείται σχεδόν ποτέ.

Γιατί ο άλλος εκτός από εραστής ή ερωμένη πρέπει να είναι μάνα ή πατέρας για το παιδί που δήθεν μεγάλωσε.

Δεν πετυχαίνεται βέβαια εύκολα αυτό, και οι έρωτες, οι νευρωσικοί αυτοί έρωτες, δεν έχουν καλό τέλος.

Πάντα σχεδόν απογοητεύουν, πάντα γεμίζουν παρεξηγήσεις κ παράπονα.

Τιποτα νευρωσικό δεν ικανοποιείται ποτέ.

Μη θαυμάζουμε λοιπόν άκριτα τους Δον Ζουάν, τις Κάρμεν, και τις Μεσσαλίνες, πρόκειται συνήθως για βασανισμένα, ψυχικά ορφανά ή κακοποιημένα παιδιά που περιφέρονται στον κόσμο των μεγάλων προσφέροντας το σώμα τους για δόλωμα.

Μήπως κερδίσουν επιτέλους ένα αληθινό, τρυφερό προστατευτικό γονιό στα κρεβάτια των μεγάλων παθών τους.

Ας πάψουμε να αναζητούμε την ευτυχία στους άλλους

Οι περισσότεροι άνθρωποι θέλουν να έχουν μια ερωτική σχέση. Θέλουν να υπάρχει στη ζωή τους αυτός ο ξεχωριστός άνθρωπος. Οι περισσότεροι άνθρωποι χρειάζονται και θέλουν να έχουν φίλους. Οι περισσότεροι άνθρωποι θέλουν να έχουν στη ζωή τους ανθρώπους που τους αποδέχονται και τους αγαπούν. Αυτές είναι φυσικές και υγιείς επιθυμίες.

Η συναισθηματική εξάρτηση είναι σε ένα βαθμό παρούσα σε όλες τις σχέσεις, των υγιών συμπεριλαμβανομένων. Πολλοί άνθρωποι όμως, άνδρες και γυναίκες, δεν χρειάζονται και δεν θέλουν απλώς άλλους ανθρώπους – χρειαζόμαστε τους ανθρώπους. Και το πιθανότερο είναι ότι αυτή η ανάγκη μάς υποκινεί και μας εξουσιάζει.

Το να έχει κάποιος υπερβολική ανάγκη τους άλλους ανθρώπους μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα. Κλειδί της δικής μας ευτυχίας γίνονται οι άλλοι άνθρωποι. Πιστεύω ότι αυτή η επικέντρωση της ζωής μας γύρω από τους άλλους, το ότι συνεχώς η ζωή μας περιστρέφεται γύρω από τους άλλους, βαδίζει χέρι χέρι με την συνεξάρτηση και πηγάζει από τη συναισθηματική μας ανασφάλεια. Πιστεύω, επίσης, ότι και το μεγαλύτερο μέρος αυτής της αέναης αναζήτησης αποδοχής, στην οποία είμαστε βουτηγμένοι, προέρχεται από την ανασφάλειά μας. Πιστεύουμε ότι κάτι μαγικό συμβαίνει μόνο με τους άλλους και όχι μ' εμάς. Τα όμορφα συναισθήματα είναι μέσα τους, όχι μέσα μας. Όσο δε λιγότερα όμορφα πράγματα βρίσκουμε στον εαυτό μας, τόσο περισσότερα αναζητάμε στους άλλους. Εκείνοι έχουν τα πάντα, εμείς δεν έχουμε τίποτα. Η δική μας ύπαρξη δεν είναι σημαντική. Μας έχουν εγκαταλείψει και μας έχουν παραμελήσει τόσο συχνά, ώστε καταλήξαμε να εγκαταλείψουμε και εμείς οι ίδιοι τον εαυτό μας.

Αυτή η τεράστια ανάγκη των άλλων, που συνοδεύεται από την πεποίθηση ότι είμαστε ανάξιοι να αγαπηθούμε και από την άποψη ότι οι άνθρωποι ποτέ δεν θα μας συμπαρασταθούν, μπορεί να εμφυτευτεί βαθιά μέσα μας. Ορισμένες φορές θεωρούμε ότι οι άνθρωποι δεν μας συμπαραστέκονται, ενώ στην πραγματικότητα αυτό δεν ισχύει. Η ανάγκη μας μπορεί να επισκιάζει την όρασή μας, εμποδίζοντάς μας να δούμε την αγάπη που υπάρχει γύρω μας και απευθύνεται προς εμάς.

Ορισμένες φορές καμία ανθρώπινη ύπαρξη δεν είναι δυνατόν να βρεθεί στο πλάι μας με τον τρόπο που εμείς θα θέλαμε – να μας απορροφήσει, να μας φροντίζει, να μας κάνει να νιώσουμε καλά, να νιώσουμε ολοκληρωμένοι και ασφαλείς.

Πολλοί από εμάς περιμένουν από τους άλλους τόσο πολλά, και έχουν τόσο πολύ την ανάγκη τους, ώστε συμβιβαζόμαστε με ελάχιστα. Μπορεί να εξαρτηθούμε από προβληματικούς ανθρώπους – από αλκοολικούς ή άλλους ανθρώπους που αντιμετωπίζουν προβλήματα. Μπορεί να εξαρτηθούμε από άτομα που δεν εκτιμάμε ή δεν αγαπάμε ιδιαίτερα. Ορισμένες φορές, έχουμε τόσο πολύ την ανάγκη ενός ανθρώπου, που συμβιβαζόμαστε σχεδόν με τον οποιονδήποτε. Μπορεί να χρειαζόμαστε άτομα που δεν μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες μας. Μπορούμε και στην περίπτωση αυτή να εμπλακούμε σε καταστάσεις στις οποίες έχουμε την ανάγκη να μας συμπαρασταθεί κάποιος, αλλά ο άνθρωπος που έχουμε επιλέξει δεν μπορεί να το κάνει ή δεν θα το κάνει.

Μπορεί ακόμα και να πείσουμε τον εαυτό μας ότι δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς ένα συγκεκριμένο άτομο, ότι χωρίς το άτομο αυτό στη ζωή μας θα μαραζώσουμε και θα πεθάνουμε. Αν το άτομο αυτό είναι κάποιος αλκοολικός ή κάποιος έντονα προβληματικός άνθρωπος, μπορεί να ανεχτούμε την κακοποίηση και τον παραλογισμό, για να συνεχίσουμε να τον έχουμε στη ζωή μας, ώστε να διατηρήσουμε την πηγή της συναισθηματικής μας ασφάλειας. Η ανάγκη μας γίνεται τόσο μεγάλη, ώστε συμβιβαζόμαστε για μηδαμινά ωφέλη. Οι προσδοκίες μας πέφτουν κάτω από το φυσιολογικό επίπεδο, κάτω από αυτά που θα έπρεπε να περιμένουμε από τις σχέσεις μας γενικώς. Και τότε, παγιδευόμαστε, έχουμε κολλήσει.

Τελικά, η υπερβολική εξάρτηση από ένα πρόσωπο μπορεί να σκοτώσει την αγάπη. Οι σχέσεις που στηρίζονται μάλλον στη συναισθηματική ανασφάλεια ή ένδεια παρά στην αγάπη, μπορεί να αποβούν καταστροφικές. Δεν λειτουργούν σωστά. Η υπερβολική ένδεια απομακρύνει τους ανθρώπους μεταξύ τους και καταπνίγει την αγάπη. Τρομάζει τους ανθρώπους και τους διώχνει μακριά. Προσελκύει το είδος των ανθρώπων που δεν μας αρμόζει. Έτσι, οι πραγματικές μας ανάγκες δεν καλύπτονται∙ μεγαλώνουν και το ίδιο μεγαλώνει και η απελπισία μας. Επικεντρώνουμε τη ζωή μας γύρω από το πρόσωπο που έχουμε επιλέξει, προσπαθώντας να προστατεύσουμε την πηγή της ασφάλειας και της ευτυχίας μας. Και για να συντελεστεί αυτό αποποιούμαστε το δικαίωμα στην ίδια μας τη ζωή. Έτσι, εξοργιζόμαστε με τον συγκεκριμένο άνθρωπο. Εξουσιαζόμαστε από αυτόν. Εξαρτιόμαστε από αυτόν. Τελικά, αισθανόμαστε πικρία και οργή για τον άνθρωπο από τον οποίο εξαρτιόμαστε, για τον άνθρωπο που μας εξουσιάζει, γιατί έχουμε παραχωρήσει σ' αυτόν την προσωπική μας δύναμη και τα δικαιώματά μας.

Γιατί ταλαιπωρούμε έτσι τον εαυτό μας; Πολλοί από εμάς έμαθαν να είναι έτσι γιατί, όταν ήταν παιδιά, κάποιος άνθρωπος πολύ σημαντικός για εμάς δεν ήταν σε θέση να μας προσφέρει την αγάπη, την αποδοχή και τη συναισθηματική ασφάλεια που είχαμε ανάγκη. Έτσι, ζήσαμε τη ζωή μας με τον καλύτερο τρόπο που είχαμε να τη ζήσουμε, εξακολουθώντας να αναζητάμε ακαθόριστα ή απελπισμένα κάτι που δεν αποκτήσαμε ποτέ. Άλλοι πάλι, κτυπούν ακόμα το κεφάλι τους στον τοίχο προσπαθώντας να αποκτήσουν την αγάπη αυτή από ανθρώπους, όπως είναι η Μητέρα ή ο Πατέρας, οι οποίοι είναι ανίκανοι να μας δώσουν αυτό που ζητάμε. Και ο κύκλος επαναλαμβάνεται μέχρι τη στιγμή που θα διακοπεί και θα σταματήσει.

Ας κλείσουμε λοιπόν τις εκκρεμούσες υποθέσεις της παιδικής μας ηλικίας όσο καλύτερα μπορούμε. Ας θρηνήσουμε για εκείνες τις απώλειες. Ας αποκτήσουμε κάποια απόσταση από αυτές. Ας διερευνήσουμε πώς επηρεάζουν τα γεγονότα της παιδικής μας ηλικίας τον τρόπο με τον οποίο ενεργούμε σήμερα.

Ας πάψουμε να αναζητούμε την ευτυχία στους άλλους. Η πηγή της ευτυχίας μας και της καλής μας κατάστασης δεν βρίσκεται μέσα σε άλλους ανθρώπους, βρίσκεται μέσα μας. Ας μάθουμε να επικεντρωνόμαστε στον εαυτό μας.

Αναζητάμε την ευτυχία πηγαίνοντας εκεί που θέλουν οι άλλοι… και όχι στον προορισμό μας

Ζούμε… μα πολλές φορές, πιστεύοντας ότι θα ξεχωρίσουμε μες στην αιωνιότητα όσο κανείς, ότι θα κάνουμε εκείνο το βήμα που πολλοί δίστασαν, δεν μπόρεσαν ή δεν ήθελαν, δε ζούμε…

Ζούμε… Αισθανόμαστε έντονη την ανάγκη της υπεροχής σ’ έναν κόσμο απείρως περπατημένο, που έχει απορροφήσει και δεχτεί όλων των ειδών τα βλέμματα, τόσες ιστορίες, τόσο πόνο, μα και τόση χαρά. Ζούμε;

Πηγαίνουμε πολλές φορές εκεί που θέλουν οι άλλοι, αντί να πάμε εξαρχής στον προορισμό μας, εκεί που επιθυμούμε βαθιά κι απόλυτα. Γινόμαστε θεατές μιας ζωής που δεν είναι δική μας, επιβάλλουμε στον εαυτό μας να ζήσει σαν κάποιος άλλος και παύουμε να είμαστε εμείς οι ίδιοι.

Πώς ζούμε;

Πολλές φορές χανόμαστε και χάνουμε με το να αποζητούμε εντονότερα κάθε φορά την αποδοχή από κάποιους οι οποίοι δε γνωρίζουν με ποιο χάδι αποκτά κατακόκκινο χρώμα η καρδιά μας. Βαλτώνουμε κάνοντας την πράσινη, μπλε, πορτοκαλί, στέλνοντας τη σε μέρη που μετατρέπεται σχεδόν σε άλλο όργανο.

Γινόμαστε κυνηγοί μιας ευτυχίας που απέχει κατά πολύ από τη δική μας… πολλές φορές, σχεδόν δε ζούμε.

Όμως, ναι, ζούμε… κι ασφαλώς και μπορούμε να ξεχωρίσουμε, να γίνουμε πρωτοπόροι, να αλλάξουμε τη ροή των πραγμάτων, αρκεί να μην έχουμε την αίσθηση του μεγαλείου, αρκεί να μην υιοθετούμε την αλαζονική συμπεριφορά που καταστρέφει και δεν υψώνει τον άνθρωπο, αρκεί σαν απλοί άνθρωποι να ζούμε…

«Ενώ εσύ μου φώναζες…» ένα κείμενο γροθιά για όλους τους γονείς

Πολλές φορές σαν γονείς, ξεχνάμε ότι έχουμε απέναντί μας ένα παιδί που το μόνο που θέλει είναι αγάπη από εμάς. Τα οικονομικά προβλήματα, τα νεύρα της δουλειάς και το άγχος της επιβίωσης μας κάνει να ξεχνάμε το πιο σημαντικό πράγμα στο κόσμο.

Ποιο είναι αυτό; Ο τρόπος μας και η συμπεριφορά μας απέναντι στο παιδί μας.

Ενώ εσύ μου φώναζες, μου μάθαινες να σε φοβάμαι…

Ενώ εσύ μου φώναζες, τραυμάτιζες την αυτοπεποίθηση μου…

Ενώ εσύ μου φώναζες, μου μάθαινες ότι δεν είχα αξιοπρέπεια επειδή ήμουν μικρός…

Ενώ εσύ μου φώναζες, μου μάθαινες να μην τολμάω, να μη δοκιμάζω, να μην προσπαθώ να ανακαλύπτω, να μην παίρνω πρωτοβουλίες, για να μη θυμώνεις…

Ενώ εσύ μου φώναζες, με έκανες να νιώθω ασήμαντος και αδύναμος…

Ενώ εσύ μου φώναζες, μου έδειχνες ότι δεν μπορούσα να σε εμπιστεύομαι…

Ενώ εσύ μου φώναζες, μου μάθαινες ότι δεν μπορούσα να σου μιλήσω αν είχα κάποιο πρόβλημα ή κάποιος μου έκανε κακό, γιατί φοβόμουν πώς θα αντιδρούσες…

Ενώ εσύ μου φώναζες, μου μάθαινες ότι όταν αγαπάμε κάποιον, έχουμε δικαίωμα να του φερόμαστε άσχημα…

Ενώ εσύ μου φώναζες, η φωνή σου δεν με άφηνε να σκεφτώ τα λόγια σου…

Ενώ εσύ μου φώναζες, ίδρωνα, η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, το στομάχι και τα αυτιά μου πονούσαν…

Ενώ εσύ μου φώναζες, θύμωνα που δεν νοιαζόσουν για αυτά που ήθελα να σου πω…

Ενώ εσύ μου φώναζες, αναρωτιόμουν που πήγε ο μπαμπάς μου…

Ενώ εσύ μου φώναζες, μου μάθαινες να φωνάζω κι εγώ…

Ενώ εσύ μου φώναζες, ήμουν μόνος μου…

Ενώ εσύ μου φώναζες, σκεφτόμουν ότι δεν μ’ αγαπάς πια…

Ενώ εσύ μου φώναζες, μου μάθαινες ότι επιτρέπεται να φέρομαι άσχημα σε κάποιον πιο αδύναμο από μένα…

Ενώ εσύ μου φώναζες, μου μάθαινες πώς να φερθώ στα παιδιά μου όταν μεγαλώσω…

Ενώ εσύ μου φώναζες, δεν φανταζόσουν τον αγώνα που πρέπει να δώσω τώρα που μεγάλωσα, για να μη γίνω σαν εσένα…

Σύνδρομο ψεύτικης ανωτερότητας: Όταν η άγνοια είναι μεταμφιεσμένη ως γνώση

Η ανωτερότητα είναι μια ιδέα που υπάρχει ανεξάρτητα από το επίπεδο εκπαίδευσης, μισθού ή κοινωνικής καταξίωσης.

Από τον Σωκράτη μέχρι τον Δαρβίνο έχουν διεξαχθεί πολλές μελέτες για να προσδιοριστεί τι ξυπνά την ανώτερη συμπεριφορά στους ανθρώπους, η οποία σχεδόν πάντα προέρχεται από μια μεγάλη αίσθηση της εσωτερικής έλλειψης. Μια από τις πιο αποδεκτές θεωρίες είναι το φαινόμενο Dunning Kruger, που υποστηρίζει πως ορισμένοι άνθρωποι είναι εμφανώς ανεπαρκείς σε ορισμένες δραστηριότητες, παρόλα αυτά ισχυρίζονται πως γνωρίζουν τα πάντα, δημιουργώντας το ερώτημα: «Είναι δυνατόν το εν λόγω άτομο να μην αντιλαμβάνεται ότι είναι ανίκανο;»

Ο William Shakespeare αναφέρει: «Ο ανόητος θεωρεί τον εαυτό του σοφό, ενώ ο σοφός άνθρωπος θεωρεί τον εαυτό του ανόητο». Σήμερα, το εν λόγω φαινόμενο είναι γνωστό ως Γνωστική Προκατάληψη Ψευδαισθητικής Ανωτερότητας (Cognitive Bias of Illusionary Superiority).

Οι άνθρωποι με αυτό το σύνδρομο πιστεύουν ότι οι ικανότητές τους είναι πολύ υψηλότερες από το μέσο όρο, ακόμη και όταν δεν καταλαβαίνουν για ποιο πράγματα μιλάνε. Δεν κατέχουν την ταπεινοφροσύνη να αναγνωρίσουν την ανάγκη τους για βελτίωση. Και φυσικά δεν αναγνωρίζουν τις δυνατότητες των γύρω τους, ο εγωισμός τους είναι τόσο μεγάλος που τους εμποδίζει.

Πιθανότατα έχετε συναντήσει κάποια στιγμή στη ζωή σας κάποιον που να είναι παγιδευμένος στην άγνοια του και να πιστεύει πως μπορεί να κρίνει τους πάντες. Και το χειρότερο είναι πως ο συγκεκριμένος τύπος ανθρώπου πιστεύει ότι είναι τόσο ανώτερος που προσπαθεί να αντιστρέψει μέχρι και τα επιχειρήματα των μελετητών και των εμπειρογνώμων.

Όμως για να εξελιχθούμε ως άνθρωποι και ως κοινωνία πρέπει να μάθουμε να συμμετέχουμε σε υγιή διάλογο στον οποίο και οι δυο πλευρές έχουν το ίδιο δικαίωμα να εκφράσουν τις απόψεις τους και να ακουστούν. Η μάθηση από το συνάνθρωπο μας είναι μια πολύ σημαντική δεξιότητα που πρέπει να ενθαρρύνεται. Εξάλλου χρησιμοποιώντας τις εμπειρίες των άλλων μπορούμε να απλοποιήσουμε τη ζωή μας.

Η ανωτερότητα είναι μια ψευδαίσθηση. Στο ταξίδι της ζωής είμαστε όλοι συνεπιβάτες και δεν έχει καμία σημασία το επίπεδο εκπαίδευσης και το εισόδημα. Όλοι μπορούμε να μάθουμε από όλους.

Arthur Schopenhauer: Το εσωτερικό κενό και ο υπερκορεσμός είναι αυτά που τους εξωθούν στην κοινωνικότητα

Από την άλλη πλευρά, αυτό που κάνει τους ανθρώπους κοινωνικούς δεν είναι παρά η ανικανότητα τους ν’ αντέξουν την μοναξιά τους και τον εαυτό τους όταν είναι μόνοι τους. Το εσωτερικό κενό και ο υπερκορεσμός είναι αυτά που τους εξωθούν στην κοινωνικότητα, καθώς επίσης σε ξένες χώρες και σε ταξίδια. Το πνεύμα τους στερείται της ελαστικότητας που απαιτείται για να δώσει το ίδιο κίνηση στον εαυτό του- για τον λόγο αυτό, χρειάζονται διαρκή διέγερση έξωθεν, μάλιστα την πλέον ισχυρή, την διέγερση δηλ. την προερχόμενη από όμοια μ’ αυτούς πλάσματα. Χωρίς αυτήν, το πνεύμα τους βυθίζεται υπό την πίεση του ιδίου βάρους και περιπίπτει σ’ έναν θλιπτικό λήθαργο. Θα μπορούσε επίσης να πει κανείς ότι ο καθένας απ’ αυτούς δεν είναι παρά ένα μικρό κλάσμα της ιδέας του ανθρώπου, ώστε χρειάζεται να συμπληρωθεί με την βοήθεια άλλων για να προκύψει ένα λίγο πολύ πλήρες ανθρώπινο συνειδέναι. Όποιος, αντίθετα, είναι ένας ολοκληρωμένος άνθρωπος, ένας άνθρωπος κατ’ εξοχήν, μία μονάδα και όχι ένα κλάσμα αρκείται, άρα, στον εαυτό του.

Υπ’ αυτή την έννοια, η ανθρώπινη κοινωνία μπορεί να παραβληθεί τις ρωσικές εκείνες ορχήστρες κόρνων στις οποίες το κάθε κόρνο παράγει έναν και μόνο φθόγγο, και το μουσικό αποτέλεσμα προκύπτει απλώς από τον ακριβή συγχρονισμό των εκτελεστών. Μονότονο όπως ένα τέτοιο μονοτονικό κόρνο είναι όντως το πνεύμα όλων σχεδόν των ανθρώπων˙ οι περισσότεροι έχουν μια τέτοια όψη σαν να έχουν διαρκώς μία και την αυτή σκέψη στο μυαλό τους, ανίκανοι να συλλάβουν μία άλλη. Από τούτο εξηγείται όχι μόνο γιατί είναι τόσο ανιαροί, άλλα και γιατί είναι τόσο κοινωνικοί ώστε ν’ αγαπούν να ζουν σε αγέλες: the gregariousness of mankind [το αγελαίο ποιόν της ανθρωπότητας]. Η μονοτονία του εαυτού τους είναι αυτό που είναι για τον καθέναν τους ανυπόφορο: omnis stulitia laborat fastidio sui [Σενέκας, Epist. 9] «κάθε ηλιθιότητα υποφέρει από υπερκορεσμό για τον εαυτό της». Και μόνο μαζί όταν συναγελάζονται, αποκτούν μία κάποια οντότητα, όπως τα ρώσικα κόρνα.

Ο πνευματικά χαρισματικός άνθρωπος απεναντίας, είναι συγκρίσιμος μ’ έναν βιρτουόζο που εκτελεί το κοντσέρτο μόνος ή, επίσης, με το πιάνο: όπως τούτο είναι από μόνο του μία μικρή ορχήστρα, έτσι κι εκείνος ένας μικρόκοσμος˙ και την οντότητα που οι κοινοί άνθρωποι αποκτούν μόνον όταν συμπράττουν, αυτός την έχει στο ένα και ενιαίο συνειδέναι. Όπως το πιάνο, δεν αποτελεί μέρος της συμφωνικής ορχήστρας, άλλα είναι κατάλληλος μόνο για το σόλο μέρος και την μοναχικότητα˙ εάν δε πρόκειται να συμπράξει μαζί τους, τότε συμπράττει -όπως και το πιάνο- μόνον ως κύριο όργανο με συνοδεία ή, στην φωνητική μουσική, ως το όργανο που δίνει τον τόνο.

Arthur Schopenhauer, Εγχειρίδιο πρακτικής σοφίας

LUDWIQ VAN BEETHOVEN: Μάθετε ότι υπήρξατε άδικοι απέναντι μου

Στα είκοσι έξι του χρόνια, ο Μπετόβεν διαπιστώνει ότι δεν ακούει καλά. Άκουγε το πιάνο να εξασθενίζει και υπέφερε στη σκέψη ότι το πάθος της μουσικής ίσως να μη τον συντροφεύει στο υπόλοιπο της ζωής του όσο μέχρι τότε. Στα 49 χρόνια ήταν τελείως κουφός.

Η Διαθήκη του Χάιλγκενσταντ ήταν ένα γράμμα προς την ανθρωπότητα και έχει ως εξής:

«Ω με κοιτάζετε παίρνοντάς με για μνησίκακο, για τρελλό ή για μισάνθρωπο, πόσο άδικοι είστε μαζί μου!… Δεν ξέρετε την κρυφή αιτία των πράξεών μου. Η καρδιά και το πνεύμα μου, απ’ τα παιδικά μου χρόνια, ήταν ανοιχτά στο γλυκό αίσθημα της καλωσύνης, κι ο σκοπός μου ήταν ένας και μόνο: να πραγματοποιήσω μεγάλα, έργα. Αλλά, μάθετε, πως εδώ κι έξη χρόνια, χτυπήθηκα από ένα αγιάτρευτο κακό, που έγινε σοβαρώτερο από τους ανίδεους γιατρούς.

Ναι, όλοι αυτοί με ξεγέλασαν, από χρόνο σε χρόνο, αφήνοντάς με τελικά να καταλάβω ότι η γιατρειά μου θα χρειασθεί να περάσει καιρός πολύς, αν βέβαια δεν είναι πια πολύ αργά!…

Γεννημένος με φλογερή ιδιοσυγκρασία, αγαπώντας τις διασκεδάσεις της κοινωνίας, αναγκάστηκα δυστυχώς να απομακρυνθώ από τους ανθρώπους και να ζήσω στην μοναξιά μου. Χτυπήθηκα βαθειά και σκληρά απ’ την φοβερή δοκιμασία της αναπηρίας μου!.. Κι όμως δεν μπορούσα να απαιτήσω απ’ τους ανθρώπους κι ούτε να τους πω: μιλάτε πιο δυνατά γιατί είμαι κουφός!

Αχ, πως να αποκαλύψω στον κόσμο την αδυναμία μιας αίσθησης, που έπρεπε να είναι η πιο τέλεια σε μένα, παρά σε έναν οποιοδήποτε άνθρωπο. Ναι, κάποτε είχα το πιο ευαίσθητο και λεπτό αυτί απ’ όλους τους συναδέλφους του επαγγέλματός μου…

– Ω, αυτό δεν το ανέχομαι! Να λοιπόν γιατί πρέπει να με συγχωρήσετε και πώς δικαιολογείται το ότι ζω στο περιθώριο, αν και θα ‘θελα πολύ να αναμιχθώ μαζί σας.

Η δυστυχία μου, μου είναι διπλά οδυνηρή: πρώτα γιατί είμαι σχεδόν κουφός και κατόπι γιατί οφείλω να το κρύβω. Δεν έχω πια την δυνατότητα να διασκεδάζω κι εγώ ανάμεσα στους συνανθρώπους μου, ούτε να παίρνω μέρος στις αξιόλογες συζητήσεις ή τα αμοιβαία αστεία. Πρέπει να ‘μαι μόνος ολομόναχος. Δεν απευθύνομαι στους συνανθρώπους μου, παρά μόνο αν μια εξαιρετική ανάγκη το απαιτεί. Ζω σαν ξεγραμμένος πια. Όταν θέλω να πλησιάσω μια παρέα, λιώνω απ’ την αγωνία, μη τυχόν και καταλάβουν την κατάστασή μου.

Το αν ζω, το οφείλω μόνο στην τέχνη μου. Γιατί μου φαίνεται αδύνατο, να εγκαταλείψω τον κόσμο τούτο, χωρίς να εκπληρώσω την αποστολή, που νοιώθω ότι μου έχει ανατεθεί απ’ το Θεό.

Έτσι λοιπόν συνεχίζω αυτήν την παλιοζωή!

Τι άθλια τύχη! Μ’ ένα σώμα ευερέθιστο που η παραμικρή ενόχληση, βυθίζει στην χειρότερη απελπισία.

Ο κόσμος μου λέει: «Υπομονή»! Έχουν δίκιο γιατί από δω και πέρα δεν μου μένει παρά αυτή για σύντροφος και οδηγός.

Η απόφασή μου να αντισταθώ, πρέπει να διαρκέσει μέχρι τη στιγμή που ανεξερεύνητες «βουλές του κυρίου» ικανοποιηθούν και μου κόψουν το νήμα της ζωής.

Ίσως όμως η κατάστασή μου καλυτερεύσει, ίσως όμως όχι… Είμαι έτοιμος για τα πάντα. Το να είναι κανείς αναγκασμένος στα εικοσιοκτώ του χρόνια, να κάνει τον φιλόσοφο, δεν είναι και τόσο εύκολο πράγμα, και μάλιστα για έναν καλλιτέχνη. Θεέ μου, συ που εισχωρείς στο βάθος της ψυχής μου, ξέρεις, ότι η αγάπη για τους ανθρώπους κι η επιθυμία να κάνω το καλό κατοικούν εκεί μέσα! Ω άνθρωποι, αν κάποια μέρα τύχει να διαβάσετε αυτά, μάθετε ότι υπήρξατε άδικοι απέναντι μου!

ΤΡΙΕΣΠΕΡΟΝ ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ

Η λέξη "Ηρακλής" αποτελεί προσωνυμία του Ηλίου και δηλώνει την ανίκητη δύναμή του να διαλύει κάθε κακό, το οποίο τείνει να σχηματίζεται ιδίως στον αέρα.

Ο φιλόσοφος Πορφύριος στο "Περί Αγαλμάτων" λέει με σαφήνεια τα εξής:

"Καθό δε απαλεξίκακος εστί των επιγείων ο Ήλιος, Ηρακλέα αυτόν προσείπον εκ του "κλάσθαι προς τον αέρα" απ΄ανατολής εις δύσιν ιόντα".

Το ρήμα κλάω-ώ σημαίνει θραύω, τσακίζω... Άρα, ο ανίκητος Ήλιος ως Ηρακλής θραύει, τσακίζει, διαλύει κάθε τυφωνικό σχηματισμό που εκδηλώνεται ιδίως στο πεδίο του αέρος... Πώς το επιτυγχάνει αυτό ο Ηρακλής; Πρωτίστως διά του Έλληνος - Ηλιακού Λόγου. Γι΄ αυτό, όπου αρθρώνεται Ελληνικός Λόγος, το τυφωνικό Ψεύδος καταρρέει...

(Τα υποχθόνια όντα ξέρουν ότι δεν υπάρχει περίπτωση να κυριαρχήσουν επί γης, αν δεν βρουν τρόπους να μας αποκόψουν από τις ενέργειες του Ηλίου -ορατές και αόρατες. Φαίνεται ότι αυτό αποτελεί παλιά ιστορία, που, δυστυχώς για μας, επαναλαμβάνεται κατά τρόπο ανελέητο και στις μέρες μας).

Το Τριέσπερον άρχιζε / αρχίζει την Εσπέρα του Χειμερινού Ηλιοστασίου (21η προς 22α Δεκεμβρίου, που είναι και η μεγαλύτερη νύκτα του έτους) και ολοκληρώνεται με την ανα-Γέννηση του Ηλίου (την νύκτα της 24ης προς ξημέρωμα 25ης Δεκεμβρίου).

Έτσι, ορθά, θα μπορούσε να ονομαστεί η συμβατική 25η Δεκεμβρίου (σε κάθε περίπτωση, η 4η ημέρα από το Χειμερινό Ηλιοστάσιο) Νεο-ήλια > Νεοήλια (Noel) ή, άλλως: Ηλιούγεννα > Ηλιού-γεννα.

Αυτό εκφράζεται κωδικοποιημένα στην συμβολική "μυθική γλώσσα" της Ελληνικής Παραδόσεως ως εξής:

"Φασί, Δία, συγκοιμώμενον Αλκμήνηι, πείσαι τον Ήλιον μη ανατείλαι επί τρείς ημέρας. Όθεν και επί τρείς νύκτας συγκοιμηθείς αυτήι ο Ζεύς, τον Τριέσπερον Ηρακλέα εποίησε".

Οι αρχαίοι Έλληνες λοιπόν τέτοιο καιρό γιόρταζαν εκτός από τη γέννηση των ηλιακών θεών και τη «σύλληψη» του Ηρακλή, από τη συνεύρεση του Δία με την Αλκμήνη… όταν βέβαια έλλειπε ο Αμφιτρίωνας, ο άντρας της Αλκμήνης.

Θα μου πείτε γιατί αυτό τον καιρό. Αν ξέρατε το μύθο αυτό σίγουρα θα βρίσκατε πολλές ομοιότητες ανάμεσα στη γέννηση των ηλιακών θεών και τα παραποιημένα Χριστούγεννα των χριστιανών.

Όμως πριν σας πω δυο λόγια για το μύθο καλό είναι να γνωρίζετε ότι μετά την κατάκτηση των Ελλήνων από τους Ρωμαίους, οι Ρωμαίοι κατακτήθηκαν πνευματικώς από τους Έλληνες. Η σύλληψη του Ηρακλέους γιορταζόταν από τους Έλληνες κατά την περίοδο της έναρξης της χειμερινής ισημερίας 21 Δεκεμβρίου και γιορταζόταν επί τρεις ημέρες με την ονομασία «Τριέσπερον», όπου η νύχτα παρέμεινε μεγαλύτερη από την ημέρα ιδιαίτερα αυτές τις τρεις ημέρες.

Κατά την ελληνιστική εποχή, μια αντίστοιχη γιορτή των Ρωμαίων, τα Σατουρνάλια που είχαν καθιερωθεί το 217 πριν την νέα χρονολόγηση ταυτίστηκε με την χρυσή εποχή της αφθονίας του βασιλείας του Κρόνου, πριν καταλυθεί η αρχή του από το Δία. Τα Χριστούγεννα των χριστιανών εμφανίστηκαν ακόμα αργότερα, μετά από μερικούς αιώνες σαν συνέχεια αυτών των δυο εορτών, σύμφωνα με τα έργα που μας διέσωσαν ο Λεύκιος Κορνούτος τον 1ου αιώνα («Επιδρομή των κατά την Ελληνικήν Θεολογίαν Παραδεδομένων») και ο Μακρόβιος του 5ου αιώνα («Σατουρνάλια»).

Το «Τριέσπερον» άρχιζε με το Χειμερινό Ηλιοστάσιο, από τη νύκτα της 21ης προς την 22α του Δεκεμβρίου, τη μεγαλύτερη δηλαδή νύκτα του έτους και έφτανε μέχρι τη νύκτα της 24ης προς 25η, όταν η ημέρα άρχιζε να μεγαλώνει. (Λέγεται ότι η νύχτα, κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο, αρχικά έμενε 3 ημέρες στάσιμη χρονικά).

Τότε, ακόμα και τον 3ο αιώνα, οι χριστιανοί θεωρούσαν τους Έλληνες ανόητους που γιόρταζαν γενέθλια θεών όπως μας λέει ο Αρνόβιος το 296 μετά τη νέα χρονολόγηση.

Όμως, ας δούμε τώρα τι λέει ο μύθος και σαν τεστ να σας αφήσω μόνους σας να τον αποσυμβολίσετε.

Εκείνος ο μπερμπάτης θεός μας, ο Δίας, που λέγαμε στην ανάρτηση για τα Ηλιούγεννα θαύμαζε την Αλκμήνη από ψηλά για την ομορφιά και τις αρετές της, και επόμενο ήταν να την ερωτευθεί. Επειδή λοιπόν ο Αμφιτρύωνας απουσίασε σε μια εκστρατεία για πολύ καιρό, ο Δίας, έχοντας πάρει τη μορφή του Αμφιτρύωνα, παραπλάνησε την Αλκμήνη και κοιμήθηκε μαζί της για τρεις ολόκληρες νύκτες. Βέβαια δεν έγινε έτσι ακριβώς, ο μύθος λέει ότι διέταξε τον Ήλιο να μη βγει για τις επόμενες δύο ημέρες,

Ακούγοντας μάλιστα τις δικαιολογίες της υποψιάσθηκε όπως ήταν φυσικό την απιστία και αποφάσισε να την κάψει ζωντανή. Αλλά ο Δίας έσβησε με μία καταρρακτώδη βροχή την φωτιά και ο Αμφιτρύωνας πείσθηκε τελικώς τι ακριβώς έγινε από τον μάντη Τειρεσία. Μετά από εννέα μήνες η Αλκμήνη γέννησε τον Ηρακλή και τον Ιφικλή. Ο πρώτος ήταν γιος θεού, που στην κούνια του κατάφερε να πνίξει δύο φίδια, ενώ ο δεύτερος γόνος ανθρώπου, του θνητού Αμφιτρύωνα.

Από το σύμβολο του Ήλιου στα Ηλιούγεννα και τα Χριστούγεννα

Το σύμβολο μπορεί να παρασταθεί σαν μια πολυσήμαντη εικόνα. Μπορεί να μην έχει αντικειμενική ύπαρξη, αλλά σαν δυναμική τάση μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην επιστήμη, στην τέχνη, τη φιλοσοφία και τη θρησκεία. Στη θρησκεία από πολύ νωρίς χρησιμοποιήθηκε αφού πίσω από το σύμβολο συχνά οι ιδεαλιστές κρύβουν αλληγορικές έννοιες.

Αν θα έπρεπε με λίγα λόγια να δώσω ένα ορισμό για τη θρησκεία θα έλεγα ότι είναι η φανταστική αντανάκλαση εκείνων των υπερβατικών δυνάμεων που κυριαρχούν στην καθημερινή ζωή του πιστού. Αυτές οι δυνάμεις αρχικά ήταν φυσικές, γι' αυτό στα πρώτα στάδια της πνευματικής του ανάπτυξης, ο άνθρωπος, θεοποίησε και λάτρεψε τη φύση.

Ο πρωτόγονος άνθρωπος αρχικά εκτεθειμένος στους φυσικούς κινδύνους, απροστάτευτος, κάτω από τον ουρανό, αντιμετώπιζε τους κεραυνούς, τη βροχή, τον αέρα, το κρύο και τη ζέστη. Συγκλονιστικά θεαματικός και μεγαλοπρεπής ο ουρανός λοιπόν. «Ο συμβολισμός της υπερβατικότητάς του» λέει ο Μίρκεα Ελλιάντε «προέρχεται από την συνειδητοποίηση του απέραντου ύψους του». Ο ουρανός γίνεται υπερβατικός, ιερός και μεγαλοπρεπής σαν τόπος κατοικίας του θεού.

Εκεί κατοικεί και ο Ήλιος, στο θρόνο του ή περιδιαβαίνοντας με το άρμα του ολόκληρο το χώρο του ουρανού.

Ακόμα και οι χριστιανοί έτσι αρχίζουν τις προσευχές τους «Βασιλεύ Ουράνιε» ή το γνωστό «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς» στρέφοντας τα βλέμματα των πιστών στον ουρανό, παρά το δόγμα της πανταχού παρουσίας του! Σύντομα, όλες αυτές οι δοξασίες κρύφτηκαν πίσω από το σύμβολο.

Είναι αλήθεια ότι το σύμβολο έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του ανθρώπινου πνεύματος. Από τότε που αρχικά εκπροσώπησε μια φυσική δύναμη, σαν φανταστική αντανάκλαση της ιδέας του θεού, μέχρι την τέχνη, όπου η καλλιτεχνική εικόνα παραλλάσσεται αντανακλώντας την πραγματικότητα. Επίσης, πρέπει να ξέρουμε ότι η λέξη «σύμβολο» είναι ελληνική λέξη που ετυμολογικά αποδίδει την έννοια του συνόλου δανείζοντας τη λέξη σε όλες σχεδόν τις γλώσσες του κόσμου.

Ο άνθρωπος, μη μπορώντας να αποδώσει τις βαθιές έννοιες του θεού, συνήθιζε να τις κρύβει πίσω από ένα σύμβολο. Μέσω αυτών «εννοούσε» περισσότερα και απ’ όσα γνώριζε ή μπορούσε να αποδώσει. Η αλληγορία ήταν πολύ βολική. Συνεπώς στο σύμβολο κρύβεται και μια αθροιστική «εικονική γνώση» που, στο χώρο και στην διάρκεια του χρόνου εξελίσσεται, εκφράζοντας μια εικονική πραγματικότητα που ο άνθρωπος ανέκαθεν απέδιδε στο θεό.

Πίσω από τον συμβολισμό κρύβονται αλληγορικές έννοιες που άπτονται της φαντασίας μας και εμπλουτίζουν ακόμα πιο πολύ το σύμβολο. Και ο Φετιχισμός είναι δημιούργημα αυτής της τάσης να θεοποιούμε αντικείμενα, να τα συμβολίζομαι και να αποδίδουμε σ’ αυτά υπερφυσικές δυνάμεις.

Πίσω από την λατρευτική πίστη λοιπόν βρίσκεται το σύμβολο και πρόγονος των θεοποιημένων αντικειμένων σε όλες τις θρησκείες είναι το φετίχ. Μέσα στον φετιχισμό έριξαν τις ρίζες τους όλες οι θρησκείες!

Θρησκεία λοιπόν είναι, όπως είπαμε και πιο πάνω μια φανταστική αντανάκλαση που όταν αντανακλά την πραγματικότητα την μεταμορφώνει, την παραμορφώνει και την διαστρεβλώνει ανεπανόρθωτα.

Πιστεύω ότι δεν υπάρχει αντικείμενο, φυτό ή ζώο που ο άνθρωπος δεν χρησιμοποίησε προκειμένου να συμβολίσει μια έννοια ή θεϊκή ιδιότητα δημιουργώντας μια απίστευτη θρησκευτική πολυμορφία εκφράζοντας διαστρεβλωμένα την πραγματικότητα.

Μέσα απ’ όλα τα σύμβολα που χρησιμοποίησε ο άνθρωπος για να εκφράσει την μεγαλοσύνη του θεού δεσπόζουσα θέση κατέχει ο Ήλιος!

Στις Βέδες είναι γραμμένη η ιερή γνώση των αρχαιοτέρων σανσκριτικών Ινδουιστικών έργων. Η λέξη deva συνώνυμη με το deus (θεός) προέρχεται από τη ρίζα div που σημαίνει «λάμπω». Η veda αποκαλεί το θεό devi ushas δηλαδή «Λαμπρή Αυγή» εννοώντας φυσικά τον Ήλιο.

Ο ήλιος δίνει ζωή απλώνοντας τις αχτίδες του παντού. Φωτίζει, ζεσταίνει, αναζωογονεί φυτά, ζώα και ανθρώπους! Τίποτα δεν μένει κρυφό από τον Ήλιο και γι αυτό, όπως λέει και ο Όμηρος, τον επικαλούνται σαν μάρτυρα και σαν εκδικητή, αφού όλα τα εγκλήματα πέφτουν στην αντίληψή του.

Πριν ο λογικός άνθρωπος επινοήσει τα φετίχ και τους μύθους, στους τοίχους των σπηλαίων όπου ζούσε, ζωγράφιζε τον Ήλιο.

Γι' αυτό και δεν υπάρχει θρησκεία που να μην θεοποίησε τον Ήλιο. Απ’ τις πρώιμες πολιτιστικές συνθήκες των χωρών της Ανατολής μέχρι τον χριστιανισμό ο ήλιος σαν σύμβολο δεσπόζει!

Στην Ελλάδα ο Υπερίων είχε παιδιά τον Ήλιο, τη Σελήνη και την Ηώ (Αυγή). Οι Τιτάνες προσωποποιούσαν το βραδινό σκοτάδι με τον Κοίο και την Φοίβη. Κόρες τους ήταν η Αστερία (αστροφεγγιά) και η Λητώ. Με τον Δία, η τελευταία απέκτησε τον ηλιακό θεό Απόλλωνα και τη σεληνιακή θεά Άρτεμη.

Έκτοτε ο Απόλλων βρίσκεται σε περίοπτη θέση μέσα στο ελληνικό πάνθεο σαν θεός του φωτός και της νιότης. Είναι δηλαδή ένας αγαθοεργός ποιμενικός θεός.

Απ’ τον Αιγυπτιακό θεό Ατόν (Ατ σημαίνει δίσκος και Ον σημαίνει Ήλιος) μέχρι τον Περσικό Μίθρα και τον Ρωμαϊκό Ηλιογάβαλο ο Ήλιος σαν σύμβολο άλλαξε πολλές φορές. Μέσω της μυθολογίας της Αρχαίας Ελλάδας και των χωρών της Μέσης Ανατολής ο Ήλιος σαν θεϊκή Δύναμη λατρεύτηκε και μεταλλάχτηκε σε μυστηριακή θρησκεία.

Ο Ορφισμός, και ο ιδεαλισμός του Πυθαγόρα συγκεράστηκε στην ιδεαλιστική φιλοσοφία του Πλάτωνα και αργότερα στον Νεοπλατωνισμό όπου ο χριστιανισμός θα βρει νέα δάνεια και φιλοσοφικό στήριγμα μέσω του συγκρητισμού.

Οι αυτοκράτορες της Ρώμης, φτάνοντας στην Ανατολή θα επηρεαστούν και θα φέρουν νέες θρησκευτικές αντιλήψεις, σαν νεωτεριστές, για να στηρίξουν το πολιτικό τους σύστημα.

Ο Ηλιογάβαλος (Elagabalus, 205 – 222 μ.Χ.) ήταν αυτοκράτορας της Ρώμης (218-222). Ήταν νόθος γιος του Καρακάλλα. Από την παιδική του ηλικία έγινε αρχιερέας του θεού Ήλιου (Ela-Gabal) στην Έμεσα της Συρίας, απ’ όπου προήλθε και το προσωνύμιό του. Το πραγματικό του όνομα ήταν Βάριος Άβιτος Βασσιανός).

Στην Ρώμη τον 3ο αιώνα ο Συριακός ακατανίκητος ηλιακός θεός εισάγεται με την ονομασία Sol Invictus. Ο Αυρηλιανός (270-275) ανακήρυξε τον Ήλιο και επίσημα προστάτη της αυτοκρατορίας και ο ίδιος μυήθηκε στον βαθμό του Αρχιερέα.

Την εποχή εκείνη ο Μιθραϊσμός κατακτούσε τα ρωμαϊκά στρατεύματα και οι μυστηριακές θρησκείες της Ανατολής έκαναν θραύση εκτοπίζοντας τους ντόπιους ελληνορωμαϊκούς θεούς. Το φαινόμενο δεν ήταν καινούριο. Από την αρχή του αιώνα ο συγκρητισμός συγχώνευσε δυο και τρεις θεούς σε μια θεότητα ή ταυτίζοντας δυο διαφορετικούς θεούς, αναμειγνύοντας τις θρησκευτικές δοξασίες όπως ο εκλεκτισμός στη φιλοσοφία.

Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να συγκεντρωθούν οι επιμέρους ιδιότητες των διαφόρων θεών σε μία ή σε λίγες αντιπροσωπευτικές θεότητες, δημιουργώντας ενοθεϊστικές και μονοθεϊστικές τάσεις. Η λατρεία μιας θεότητας ταυτόχρονα με άλλες είναι φαινόμενο της ελληνιστικής εποχής κυρίως που εκφράζει θρησκευτική ανησυχία και εκλεκτική μεταφυσική αναζήτηση.

Ο μυστικισμός της Ανατολής έκρυβε μια παράξενη και εξωτική γοητεία στο ρωμαίο αγράμματο υπήκοο της Δύσης. Οι «φωτισμένοι» εκείνοι μύστες της ανατολής φαντάζουν στον αδαή «ειδήμονες του πνεύματος» λες και άνοιξαν οι ουρανοί και τους αποκαλύφτηκαν τα κεκρυμμένα.

Τις θρησκευτικές αντιλήψεις του Ηλιογάβαλου ασπάστηκε και ο Κωνσταντίνος που μέσω των χριστιανών και των ιδιοτελών στόχων του επισημοποίησε, όπως είναι γνωστό, τη θρησκεία τους, δυναμώνοντας την ρωμαϊκή αυτοκρατορία μπροστά στην ραγδαία αύξησή τους.

Ναι, γνωρίζω ότι πλάτειασα το θέμα.

Χωρίς μια τέτοια εισαγωγή, τα Χριστούγεννα, θα έμεναν μυθοποιημένα έτσι όπως τα ξέρει ένα μικρό παιδί. Έτσι όπως του τα δίδαξαν στο σχολείο και τα συντήρησε η πρόσφατη ψευδής παράδοση.

Νίτσε: Η λήθη του κόσμου

«Σε κάποια απόμερη γωνιά του εκχυμένου σε αναρίθμητα λαμπυρίζοντα ηλιακά συστήματα σύμπαντος, υπήρξε μια φορά και έναν καιρό ένα αστέρι, πάνω στο οποίο ευφυή ζώα επινόησαν τη γνώση. Ήταν η πιο υπερφίαλη και η πιο απατηλή στιγμή της ‘Παγκόσμιας ιστορίας’, αλλά ήταν βέβαια μονάχα μια στιγμή. Έπειτα από λιγοστές ανάσες της φύσης, το αστέρι πάγωσε και τα δαιμόνια ζώα έπρεπε να πεθάνουν».

Μ’ αυτόν τον παραβολικό τρόπο επιλέγει να μιλήσει ο Νίτσε για την ανθρώπινη γνώση. Μια νατουραλιστική οπτική, έξω από κάθε τελεολογικό και μεταφυσικό ορίζοντα, ακριβώς στην προοπτική της δαρβινικής σκέψης, που αντιλαμβάνεται την ανθρώπινη γνώση ως ένα μέγεθος απλώς της βιολογικής τάξης. Το ανθρώπινο υποκείμενο, ένα εξελιγμένο προϊόν της φύσης, μια κουκίδα ζωής εξορισμένη σ’ αυτό το αχανές της συμπαντικής απειρίας, αγωνίζεται να επιβιώσει μέσα στον κόσμο προτάσσοντας, το πιο ισχυρό του όπλο, αυτόν τον εξελιγμένο του εγκέφαλο.

Μέσα σ’ αυτή την πολυμορφία του κόσμου η αισθητηριακή αντίληψη του ανθρώπου, μία απλώς μέσα στις τόσες άλλες, δεν είναι παρά η ευφυΐα της παραλλαγής και της παραπλάνησης, των στοιχείων δηλαδή εκείνων που εγκαθιδρύουν την κοσμική μας συμβίωση και υπεροχή. Οι γνωστικές μας αντιλήψεις για τον κόσμο, αυστηρά ανθρωποκεντρικές, δεν γνωρίζουν στην πραγματικότητα τον κόσμο αλλά την σιωπή του, την αδιαφάνεια των σημείων του. Ολόκληρος έτσι ο νοοκεντρισμός της φιλοσοφικής παράδοσης απορρίπτεται από τον φιλόσοφο ως μια ανθρωποκεντρική αυταπάτη.

Ο άνθρωπος είναι το ον που κλείνεται στον εαυτό του για να ανοιχθεί στον φιλοτεχνημένο του κόσμο, για να ανασύρει μέσα από το βάθος του είναι του τις επικράτειες των γλωσσικών του διερμηνειών. Ο κόσμος του είναι ο γλωσσικός του κόσμος, ο κόσμος της ζωτικής του ανάγκης.

Η γλώσσα έτσι είναι αυτή η συνθήκη που εγείρει την κοινωνική ανάγκη και κανονικοποιεί διαρκώς την πραγματικότητά της. Γι’ αυτό και η αλήθεια, δεν είναι μια απροϋπόθετη αξία, ένα αποκεκαλυμμένο μυστικό, αλλά αυτός ο σωστός χειρισμός της γλωσσικής σύμβασης προς όφελος της κοινωνίας. Η γλώσσα δεν αληθεύει το «καθ’ εαυτόν πράγμα» του Καντ, το πραγματικό θα ναι πάντα ασύλληπτο, η γλώσσα απλώς ερεθίζεται από το πραγματικό, εγγράφει το ίχνος του πάνω της. Με μια εγγραφή μάλιστα δεύτερου βαθμού, όπως επισημαίνει ο Nietzsche:

«Ένα νευρικό ερέθισμα στην αρχή μεταφερμένο σε μια εικόνα! πρώτη μεταφορά. Η εικόνα πάλι μεταμορφωμένη σε ένα φθόγγο! δεύτερη μεταφορά».

Αυτό που ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται ως αλήθεια του πραγματικού δεν είναι παρά η λήθη του πραγματικού, «ο αινιγματικός άγνωστος Χ του πράγματος καθ εαυτόν», καθιστώντας έτσι τον άνθρωπο ως αυτόν τον «μάρτυρα της φενάκης», την πιο απατηλή συνείδηση του κόσμου. Το γλωσσικό εποικοδόμημα που αναπαριστά τον κόσμο γίνεται έτσι αυτή η ίδια η αναπαράσταση του εαυτού του, η εικονικότητα των ίδιων του των λέξεων.

Ο κοσμικός ερεθισμός εγείρει στο λεκτικό πεδίο όχι το είδωλό του (εικόνα), αλλά τον γλωσσικό του αναδιπλασιασμό (φθόγγος), την γλωσσική του απόσυρση. Όσο προσεγγίζεται γλωσσικά ο κόσμος τόσο αποσύρεται στα σκοτάδια της λήθης του και από την άλλη όμως είναι αυτός ακριβώς ο κόσμος των εννοιών και της Λογικής το σταθερό και διαρκές πλαίσιο της ανθρώπινης εμπειρίας και δημιουργικότητας. Μια δημιουργικότητα που απαλύνει τελικά αυτή την άτεγκτη γεωμετρία και που τελικά τη διασώζει.

Είναι ο κόσμος των δημιουργικών μεταφορών, των καλλιτεχνικών αναζητήσεων προσεγγίσεων, που εκθέτουν ένα πιο φιλάνθρωπο γνωσιολογικό περιβάλλον. Το υποκείμενο που εγκαταλείπεται στη φενάκη του κάλλους, στο πάθος της ευδαιμονικής δαπάνης είναι το μοντέλο του διαισθητικού ανθρώπου, αυτό που ο Nietzsche το αντιπαραθέτει με το υποκείμενο του άτεγκτου γνωσιοκεντρισμού.

«Η τέχνη είναι ανώτερη της αλήθειας», «η ύπαρξη και ο κόσμος διαιωνίζονται αιώνια μόνο ως ένα έργο τέχνης»,

λέει ο Nietzsche, αναγνωρίζοντας έτσι στη γλώσσα της επιστήμης αυτή την μεγαλύτερη αδυναμία. Απέναντι στην ψευδαίσθηση του ορθού λόγου διακρίνει ο φιλόσοφος την ενόραση της τέχνης, την τραγικότητα δηλαδή του απορημένου ανθρώπου.

Η τέχνη είναι για τον Nietzsche μια αγαθή ψευδαίσθηση, μια πλάνη που δεν βλάπτει τον άνθρωπο, μια θεατρική μεταγραφή του κόσμου που εγκαλεί το κοσμικό νόημα στη σκηνή της τραγικής του απογύμνωσης.

Δεν είναι τόσο μια γνώση όσο μια εποπτεία του κόσμου και είναι εδώ που ο φιλόσοφος θα στρέψει τη προσοχή του στην σκοτεινή σκέψη της αρχαίας Ελλάδας, στον Πυθαγόρα και τον Ηράκλειτο ειδικότερα, σ’ αυτούς τους «μοναχικούς οδοιπόρους», σ’ αυτά τα «αστέρια δίχως ατμόσφαιρα», «απίστευτα και αδιανόητα» όντα, που ζουν σ’ ένα «δικό τους ιδιαίτερο ηλιακό σύστημα», τους μύστες ενός αισθητικοποιημένου λόγου, αυτού του Λόγου της ίδιας της φιλοσοφίας, ενός Λόγου που η θέση του θα είναι πάντα πέραν της αλήθειας, πέραν της όποιας γλωσσικής ή αισθητικής συνθήκης. Έξω από κάθε γνωστική ή θεατρική φενάκη. Ένας Λόγος ανοικτός στην έλλειψη της αλήθειας, στην αναγγελία της σιωπής που δεν σιωπά, της γλώσσας που είναι πριν τη γλώσσα, αυτή ακριβώς η οδύνη του μη νοήματος.

Φρήντριχ Νίτσε, Περί αληθείας και ψεύδους - Υπό εξωηθική έννοια

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΟΣ

ΙΣΟΚΡ 12.49–52

Οι Αθηναίοι ως ευεργέτες των υπόλοιπων Ελλήνων: η ναυμαχία της Σαλαμίνας

Περνώντας στο αντικείμενο της κυρίως πραγμάτευσης, ο ρήτορας ξεκίνησε τον έπαινο της Αθήνας αφηγούμενος τις ευεργεσίες της προς τους υπόλοιπους Έλληνες. Με αφετηρία τα γεγονότα μετά την καταστροφή των μυκηναϊκών ακροπόλεων, προσπάθησε να δείξει ότι, σε αντίθεση με τους Σπαρτιάτες, οι Αθηναίοι δεν ενδιαφέρθηκαν για την επέκταση της χώρας τους, αλλά για την αντιμετώπιση των βαρβάρων και την αρωγή προς τους υπόλοιπους Έλληνες. Φτάνει, έτσι, στην εποχή των περσικών πολέμων.

[49] Χρόνῳ δ’ ὕστερον γενομένου τοῦ Περσικοῦ πολέ-
μου, καὶ Ξέρξου τοῦ τότε βασιλεύοντος τριήρεις μὲν συν-
αγαγόντος τριακοσίας καὶ χιλίας, τῆς δὲ πεζῆς στρατιᾶς
πεντακοσίας μὲν μυριάδας τῶν ἁπάντων, ἑβδομήκοντα δὲ
τῶν μαχίμων, τηλικαύτῃ δὲ δυνάμει στρατεύσαντος ἐπὶ
τοὺς Ἕλληνας, [50] Σπαρτιᾶται μὲν ἄρχοντες Πελοπον-
νησίων εἰς τὴν ναυμαχίαν τὴν ποιήσασαν ῥοπὴν ἅπαντος
τοῦ πολέμου δέκα μόνον συνεβάλοντο τριήρεις, οἱ δὲ πατέ-
ρες ἡμῶν ἀνάστατοι γενόμενοι καὶ τὴν πόλιν ἐκλελοιπότες
διὰ τὸ μὴ τετειχίσθαι κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον πλείους
ναῦς παρέσχοντο καὶ μείζω δύναμιν ἐχούσας ἢ σύμπαντες
οἱ συγκινδυνεύσαντες· [51] καὶ στρατηγὸν οἱ μὲν Εὐρυβιά-
δην, ὃς εἰ τέλος ἐπέθηκεν οἷς διενοήθη πράττειν, οὐδὲν
ἂν ἐκώλυεν ἀπολωλέναι τοὺς Ἕλληνας, οἱ δ’ ἡμέτεροι
Θεμιστοκλέα τὸν ὁμολογουμένως ἅπασιν αἴτιον εἶναι
δόξαντα καὶ τοῦ τὴν ναυμαχίαν γενέσθαι κατὰ τρόπον καὶ
τῶν ἄλλων ἁπάντων τῶν ἐν ἐκείνῳ τῷ χρόνῳ κατορθωθέν-
των. [52] τεκμήριον δὲ μέγιστον· ἀφελόμενοι γὰρ Λακε-
δαιμονίους τὴν ἡγεμονίαν οἱ συγκινδυνεύσαντες τοῖς ἡμε-
τέροις παρέδοσαν. καίτοι τίνας ἄν τις κριτὰς ἱκανωτέρους
ποιήσαιτο καὶ πιστοτέρους τῶν τότε πραχθέντων ἢ τοὺς
ἐν αὐτοῖς τοῖς ἀγῶσι παραγενομένους; τίνα δ’ ἄν τις εὐεργε-
σίαν εἰπεῖν ἔχοι ταύτης μείζω, τῆς ἅπασαν τὴν Ἑλλάδα
σῶσαι δυνηθείσης;

***
Βραδύτερον, όταν έγινεν ο Περσικός πόλεμος και ο Ξέρξης, ο οποίος εβασίλευε τότε, συνεκέντρωσε τριήρεις μεν χιλίας τριακοσίας, πεζικόν δε στρατόν εν γένει πέντε εκατομμυρίων, εκ των οποίων αι επτακόσιαι χιλιάδες ήσαν μάχιμοι, και με τόσον μεγάλην δύναμιν εξεστράτευσε κατά της Ελλάδος, οι μεν Σπαρτιάται, οι οποίοι ήσαν άρχοντες των Πελοποννησίων, εις την ναυμαχίαν, η οποία έδωσεν αποφασιστικήν τροπήν εις όλον τον πόλεμον, δέκα μόνον τριήρεις συνεισέφερον, ενώ οι πατέρες μας, αφού εξεδιώχθησαν από την χώραν των και εγκατέλειψαν την πόλιν των, διότι κατ' εκείνον τον χρόνον δεν ήτο τειχισμένη, παρέσχον ναυς περισσοτέρας, αι οποίαι είχον επ' αυτών στρατιώτας περισσοτέρους από όλους τους άλλους κινδυνεύσαντας μετ' αυτών· και οι μεν Λακεδαιμόνιοι έστειλαν ως στρατηγόν τον Ευρυβιάδην, ο οποίος, αν επραγματοποίει όσα διενοήθη, τίποτε δεν θα ημπόδιζε να μη καταστραφούν οι Έλληνες, οι δε πρόγονοί μας εξέλεξαν ως αρχηγόν τον Θεμιστοκλέα, ο οποίος κατά την ομολογίαν όλων θεωρείται ότι υπήρξεν η αιτία, και η ναυμαχία να αποβή όπως έπρεπε (νικηφόρως) και όλων των άλλων κατορθωμάτων κατά την εποχήν εκείνην. Μεγίστη δε απόδειξις είναι η εξής· οι Έλληνες δηλαδή οι οποίοι επολέμησαν μαζύ μας, αφού αφήρεσαν την ηγεμονίαν από τους Λακεδαιμονίους, την παρέδωσαν εις τους προγόνους μας. Και πράγματι, ποίους ήθελε τις θεωρήσει κριτάς ικανωτέρους και ασφαλεστέρους των γεγονότων της εποχής εκείνης παρά εκείνους, οι οποίοι έλαβον μέρος εις τους αγώνας τούτους; Ποίαν δε ευεργεσίαν μεγαλυτέραν ταύτης δύναται τις να αναφέρη, η οποία ηδυνήθη να σώση ολόκληρον την Ελλάδα;