Τρίτη 29 Μαρτίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ἰλιάς (18.462-18.540)

Τὴν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα περικλυτὸς ἀμφιγυήεις·
«θάρσει· μή τοι ταῦτα μετὰ φρεσὶ σῇσι μελόντων.
αἲ γάρ μιν θανάτοιο δυσηχέος ὧδε δυναίμην
465 νόσφιν ἀποκρύψαι, ὅτε μιν μόρος αἰνὸς ἱκάνοι,
ὥς οἱ τεύχεα καλὰ παρέσσεται, οἷά τις αὖτε
ἀνθρώπων πολέων θαυμάσσεται, ὅς κεν ἴδηται.»
Ὣς εἰπὼν τὴν μὲν λίπεν αὐτοῦ, βῆ δ᾽ ἐπὶ φύσας·
τὰς δ᾽ ἐς πῦρ ἔτρεψε κέλευσέ τε ἐργάζεσθαι.
470 φῦσαι δ᾽ ἐν χοάνοισιν ἐείκοσι πᾶσαι ἐφύσων,
παντοίην εὔπρηστον ἀϋτμὴν ἐξανιεῖσαι,
ἄλλοτε μὲν σπεύδοντι παρέμμεναι, ἄλλοτε δ᾽ αὖτε,
ὅππως Ἥφαιστός τ᾽ ἐθέλοι καὶ ἔργον ἄνοιτο.
χαλκὸν δ᾽ ἐν πυρὶ βάλλεν ἀτειρέα κασσίτερόν τε
475 καὶ χρυσὸν τιμῆντα καὶ ἄργυρον· αὐτὰρ ἔπειτα
θῆκεν ἐν ἀκμοθέτῳ μέγαν ἄκμονα, γέντο δὲ χειρὶ
ῥαιστῆρα κρατερήν, ἑτέρηφι δὲ γέντο πυράγρην.
Ποίει δὲ πρώτιστα σάκος μέγα τε στιβαρόν τε
πάντοσε δαιδάλλων, περὶ δ᾽ ἄντυγα βάλλε φαεινὴν
480 τρίπλακα μαρμαρέην, ἐκ δ᾽ ἀργύρεον τελαμῶνα.
πέντε δ᾽ ἄρ᾽ αὐτοῦ ἔσαν σάκεος πτύχες· αὐτὰρ ἐν αὐτῷ
ποίει δαίδαλα πολλὰ ἰδυίῃσι πραπίδεσσιν.
Ἐν μὲν γαῖαν ἔτευξ᾽, ἐν δ᾽ οὐρανόν, ἐν δὲ θάλασσαν,
ἠέλιόν τ᾽ ἀκάμαντα σελήνην τε πλήθουσαν,
485 ἐν δὲ τὰ τείρεα πάντα, τά τ᾽ οὐρανὸς ἐστεφάνωται,
Πληϊάδας θ᾽ Ὑάδας τε τό τε σθένος Ὠρίωνος
Ἄρκτον θ᾽, ἣν καὶ Ἄμαξαν ἐπίκλησιν καλέουσιν,
ἥ τ᾽ αὐτοῦ στρέφεται καί τ᾽ Ὠρίωνα δοκεύει,
οἴη δ᾽ ἄμμορός ἐστι λοετρῶν Ὠκεανοῖο.
490 Ἐν δὲ δύω ποίησε πόλεις μερόπων ἀνθρώπων
καλάς. ἐν τῇ μέν ῥα γάμοι τ᾽ ἔσαν εἰλαπίναι τε,
νύμφας δ᾽ ἐκ θαλάμων δαΐδων ὕπο λαμπομενάων
ἠγίνεον ἀνὰ ἄστυ, πολὺς δ᾽ ὑμέναιος ὀρώρει·
κοῦροι δ᾽ ὀρχηστῆρες ἐδίνεον, ἐν δ᾽ ἄρα τοῖσιν
495 αὐλοὶ φόρμιγγές τε βοὴν ἔχον· αἱ δὲ γυναῖκες
ἱστάμεναι θαύμαζον ἐπὶ προθύροισιν ἑκάστη.
λαοὶ δ᾽ εἰν ἀγορῇ ἔσαν ἀθρόοι· ἔνθα δὲ νεῖκος
ὠρώρει, δύο δ᾽ ἄνδρες ἐνείκεον εἵνεκα ποινῆς
ἀνδρὸς ἀποφθιμένου· ὁ μὲν εὔχετο πάντ᾽ ἀποδοῦναι
500 δήμῳ πιφαύσκων, ὁ δ᾽ ἀναίνετο μηδὲν ἑλέσθαι·
ἄμφω δ᾽ ἱέσθην ἐπὶ ἴστορι πεῖραρ ἑλέσθαι.
λαοὶ δ᾽ ἀμφοτέροισιν ἐπήπυον, ἀμφὶς ἀρωγοί·
κήρυκες δ᾽ ἄρα λαὸν ἐρήτυον· οἱ δὲ γέροντες
ἥατ᾽ ἐπὶ ξεστοῖσι λίθοις ἱερῷ ἐνὶ κύκλῳ,
505 σκῆπτρα δὲ κηρύκων ἐν χέρσ᾽ ἔχον ἠεροφώνων·
τοῖσιν ἔπειτ᾽ ἤϊσσον, ἀμοιβηδὶς δὲ δίκαζον.
κεῖτο δ᾽ ἄρ᾽ ἐν μέσσοισι δύω χρυσοῖο τάλαντα,
τῷ δόμεν ὃς μετὰ τοῖσι δίκην ἰθύντατα εἴποι.
Τὴν δ᾽ ἑτέρην πόλιν ἀμφὶ δύω στρατοὶ ἥατο λαῶν
510 τεύχεσι λαμπόμενοι· δίχα δέ σφισιν ἥνδανε βουλή,
ἠὲ διαπραθέειν ἢ ἄνδιχα πάντα δάσασθαι,
κτῆσιν ὅσην πτολίεθρον ἐπήρατον ἐντὸς ἔεργεν·
οἱ δ᾽ οὔ πω πείθοντο, λόχῳ δ᾽ ὑπεθωρήσσοντο.
τεῖχος μέν ῥ᾽ ἄλοχοί τε φίλαι καὶ νήπια τέκνα
515 ῥύατ᾽ ἐφεσταότες, μετὰ δ᾽ ἀνέρες οὓς ἔχε γῆρας·
οἱ δ᾽ ἴσαν· ἦρχε δ᾽ ἄρα σφιν Ἄρης καὶ Παλλὰς Ἀθήνη,
ἄμφω χρυσείω, χρύσεια δὲ εἵματα ἕσθην,
καλὼ καὶ μεγάλω σὺν τεύχεσιν, ὥς τε θεώ περ
ἀμφὶς ἀριζήλω· λαοὶ δ᾽ ὑπολίζονες ἦσαν.
520 οἱ δ᾽ ὅτε δή ῥ᾽ ἵκανον ὅθι σφίσιν εἶκε λοχῆσαι,
ἐν ποταμῷ, ὅθι τ᾽ ἀρδμὸς ἔην πάντεσσι βοτοῖσιν,
ἔνθ᾽ ἄρα τοί γ᾽ ἵζοντ᾽ εἰλυμένοι αἴθοπι χαλκῷ.
τοῖσι δ᾽ ἔπειτ᾽ ἀπάνευθε δύω σκοποὶ εἵατο λαῶν,
δέγμενοι ὁππότε μῆλα ἰδοίατο καὶ ἕλικας βοῦς.
525 οἱ δὲ τάχα προγένοντο, δύω δ᾽ ἅμ᾽ ἕποντο νομῆες
τερπόμενοι σύριγξι· δόλον δ᾽ οὔ τι προνόησαν.
οἱ μὲν τὰ προϊδόντες ἐπέδραμον, ὦκα δ᾽ ἔπειτα
τάμνοντ᾽ ἀμφὶ βοῶν ἀγέλας καὶ πώεα καλὰ
ἀργεννέων οἰῶν, κτεῖνον δ᾽ ἐπὶ μηλοβοτῆρας.
530 οἱ δ᾽ ὡς οὖν ἐπύθοντο πολὺν κέλαδον παρὰ βουσὶν
εἰράων προπάροιθε καθήμενοι, αὐτίκ᾽ ἐφ᾽ ἵππων
βάντες ἀερσιπόδων μετεκίαθον, αἶψα δ᾽ ἵκοντο.
στησάμενοι δ᾽ ἐμάχοντο μάχην ποταμοῖο παρ᾽ ὄχθας,
βάλλον δ᾽ ἀλλήλους χαλκήρεσιν ἐγχείῃσιν.
535 ἐν δ᾽ Ἔρις ἐν δὲ Κυδοιμὸς ὁμίλεον, ἐν δ᾽ ὀλοὴ Κήρ,
ἄλλον ζωὸν ἔχουσα νεούτατον, ἄλλον ἄουτον,
ἄλλον τεθνηῶτα κατὰ μόθον ἕλκε ποδοῖιν·
εἷμα δ᾽ ἔχ᾽ ἀμφ᾽ ὤμοισι δαφοινεὸν αἵματι φωτῶν.
ὡμίλευν δ᾽ ὥς τε ζωοὶ βροτοὶ ἠδ᾽ ἐμάχοντο,
540 νεκρούς τ᾽ ἀλλήλων ἔρυον κατατεθνηῶτας.

***
Και ο ένδοξος χωλός θεός σ᾽ εκείνην απαντούσε:
«Θάρρου, ως προς τούτο παντελώς ο νους σου ας μη φροντίζει.
Έτσι απ᾽ τον μαύρον θάνατον να ημπόρουν να τον κρύψω,
465 ανάμερα, όταν η σκληρή φθάσει κοντά του η μοίρα,
καθώς άρματα υπέρλαμπρα εγώ θα του ετοιμάσω
να θαμπωθούν όσοι τα ιδούν του γένους των ανθρώπων».
Είπε και αυτού την άφησε κι επήγε στες φυσούνες,
στο πυρ τες στρέφει και γοργά να εργάζονται προστάζει.
470 Φυσούνες είκοσι φυσούν στες κάψες τους και βγάζουν
ευκολοφύσητην πνοήν σφοδρήν ή μετρημένην,
πότε με βια πότε σιγά να υπηρετούν, ως θέλει
ο Ήφαιστος, ώστ᾽ εύκολα το έργον να τελειώσει·
σκληρόν χαλκόν, κασσίτερον, πολύτιμο χρυσάφι
475 και ασήμι βάζει στην φωτιά, κατόπιν μέγ᾽ αμόνι
εις τον κορμόν τοποθετεί και στο δεξί του χέρι
σφύραν αδράχνει δυνατήν, και το διλάβι στ᾽ άλλο.
Κι έπλασε, πρώτα δυνατήν ασπίδα και μεγάλην
όλην με τέχνην και τριπλόν λαμπρόν τριγύρω κύκλον·
480 με πέντε δίπλες έγινεν η ασπίδα και σ᾽ εκείνην
λογιών εικόνες έπλαθε με την σοφήν του γνώσιν.
Την γην αυτού, τον ουρανόν, την θάλασσαν μορφώνει
τον ήλιον τον ακούραστον, γεμάτο το φεγγάρι,
485 τ᾽ αστέρια οπού τον ουρανόν ολούθε στεφανώνουν,
την δύναμιν του Ωρίωνος, Υάδες, Πληιάδες,
την Άρκτον, που και Άμαξαν καλούν, και αυτού γυρίζει
πάντοτε, τον Ωρίωνα ασάλευτα τηρώντας.
Η μόνη που τ᾽ Ωκεανού το λούσμα δεν γνωρίζει.
490 Δύο κατόπιν έκαμεν ανθρώπων πολιτείες
καλές. Στην μίαν γίνονταν του γάμου χαροκόπι·
νυφάδες απ᾽ τα γονικά συνόδευαν στην πόλιν
με τα δαδιά και αλαλαγμός σηκώνετο υμεναίου·
και αγόρια κει στριφογυρνούν εις τον χορόν τεχνίτες,
495 αυλοί, κιθάρες αντηχούν στην μέσην και οι γυναίκες
ολόρθες εις τα πρόθυρα θωρούσαν κι εθαυμάζαν.
Κι ήταν λαού συνάθροισις στην αγοράν, που δύο
φιλονικούσαν άνθρωποι για πρόστιμο ενός φόνου.
Ο ένας που όλα επλήρωσεν εκήρυττε στα πλήθη,
500 ο άλλος οπού τίποτε δεν έλαβε· και οι δύο
εμπρός ηθέλαν στον κριτήν το πράγμα να τελειώσει.
Του ενός και τ᾽ άλλου με φωνές τα πλήθη επαίρναν μέρος·
οι κήρυκες τα ησύχαζαν· και μες στον άγιον κύκλον
στα σκαλισμένα μάρμαρα εκάθισαν οι γέροι,
505 και από τα χέρια λάμβαναν των λιγυρών κηρύκων
τα σκήπτρα κι εσηκώνονταν κι εδίκαζε καθένας.
Βαλμένα ήσαν στην μέσην τους δυο τάλαντα χρυσάφι
γι᾽ αυτόν που δικαιότερα την κρίσιν του προφέρει.
Την άλλην πόλιν έζωναν δύο στρατοί τριγύρω
510 που στ᾽ άρματά τους έλαμπαν· και δύο γνώμες είχαν,
να την χαλάσουν παντελώς ή τα μισά να λάβουν
απ᾽ όσα κτήματα η λαμπρή χωρούσε πολιτεία·
εκείνοι δεν επείθοντο και κρύφια για καρτέρι
οπλίζονταν· εφύλαγαν το τείχος οι γυναίκες
515 με όλα τ᾽ ανήλικα παιδιά και οι γέροντες μαζί τους.
Κι εκείνοι εβγαίναν· η Αθηνά και ο Άρης αρχηγοί τους
χρυσοί και οι δύο με χρυσά τα ενδύματα, μεγάλοι,
όμορφοι, ωσάν αθάνατοι, με τ᾽ άρματα και πέρα
ξεχωριζόνταν· κι έβλεπες μικρά τα πλήθη κάτω·
520 και ότ᾽ έφθασαν όπου έπρεπε να στήσουν το καρτέρι,
στον ποταμόν που επότιζε καθένας το κοπάδι,
αυτού καθίσαν σκεπαστοί, με τα λαμπρά τους όπλα.
Και δύο ξέμακρα σκοποί σταθήκαν καρτερώντας
πότε να ιδούν τα πρόβατα να φθάσουν κι οι αγελάδες.
525 Γρήγορα εκείνα επρόβαλαν και δυο βοσκοί κατόπιν
και τούτοι ανυποψίαστοι με σύριγγες επαίζαν.
Κι εκείνοι άμα τους ξάνοιξαν επάνω τους χυθήκαν,
μέρος των μόσχων ξέκοψαν και των λευκών προβάτων
κι έσφαξαν κει και τους βοσκούς· κι οι άλλοι ως εννοήσαν
530 στα βόδια τόσην ταραχήν, σηκώθηκαν απ᾽ όπου
κάθονταν στο στρατόπεδο, και αμέσως ανεβήκαν
εις τ᾽ ανεμόποδ᾽ άλογα και γρήγορα τους φθάσαν.
Κι εκεί στην ακροποταμιά την μάχην αρχινήσαν
κι απ᾽ τα δυο μέρη ερίχνονταν τα χάλκινα κοντάρια.
535 Η Έρις μέσα εγύριζεν, ο Κυδοιμός και η Μοίρα,
που άλλον εκράτει αλάβωτον, κι αιματωμένον άλλον,
άλλον ποδόσερνε νεκρόν στην ταραχήν της μάχης·
κι ένδυμα εφόρει κόκκινον απ᾽ των ανδρών το αίμα.
Στρέφονταν κει σαν ζωντανοί θνητοί κι επολεμούσαν,
540 και απ᾽ τα δυο μέρη τους νεκρούς στο σιάδι εποδοσέρναν.

Γιατί αργεί η άνοιξη;

Μα για ποια άνοιξη μού μιλάς;

Πού πήγε η καλή μας διάθεση και η αισιοδοξία που κουβαλάει αυτή η όμορφη εποχή;
Μήτε θετικά μηνύματα ακούς, μήτε ξεγνοιασιά νιώθεις, μήτε ανοιξιάτικη αύρα πουθενά στον χώρο.

Ουφ! Μα γιατί αργεί;
Πότε θα μας επισκεφτεί η άνοιξη της φύσης μα και η άνοιξη στην ψυχή μας;
Μήπως λοιπόν να τη φέρουμε μόνοι μας;
Όχι άλλη χειμωνιάτικη καταχνιά. Όχι άλλη απαισιοδοξία.
Ας χαμογελάσουμε και θα ακούσουμε και το καλό νέο.
Ας τραγουδήσουμε και θα ακούσουμε το κελάηδισμα των πουλιών.
Ας ζωγραφίσουμε λουλούδια και θα τα δούμε να ανθίζουν.
Ας σκεφτούμε θετικά, ας αγαπήσουμε χωρίς ανταλλάγματα και θα νιώσουμε την ψυχική ανάταση που λαχταράμε.
Ας πιστέψουμε ότι η άνοιξη θα έρθει και θα έρθει.
Τελικά δεν είναι πολύ μακριά.

Ακούς;

Οι τέχνες ωφελούν σώμα, πνεύμα και ψυχή

Αναμφισβήτητα, από το βιοϊατρικό μοντέλο υγείας (το οποίο εστίαζε στην άμεση αιτία της ασθένειας), μέχρι και το βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο και την αναγνώριση της ψυχολογίας ως καθοριστικό παράγοντα της υγείας, σημειώθηκαν σημαντικά βήματα στην ανθρωποκεντρική προσέγγιση των ασθενειών.

Ας εξετάσουμε τις επιστημονικές διεργασίες μέσω των οποίων φθάσαμε στην σύγχρονη έρευνα για τα αποδεδειγμένα οφέλη της τέχνης στην υγεία. Τη θετική συνεισφορά της εφαρμογής των τεχνών στην υγεία, μέσα από τα 3 επίπεδα του βιοψυχοκοινωνικού μοντέλου υγείας (βιολογικό, ψυχολογικό και κοινωνικό).

Επίπεδο «ΒΙΟ-» (βιολογικό)

Εγκέφαλος και άλλα όργανα

Τον τελευταίο αιώνα η έρευνα στον τομέα της φυσιολογίας έδειξε ότι οι τέχνες επηρεάζουν ποικιλοτρόπως διαφορετικά όργανα. Για παράδειγμα, έχει γίνει εκτενής έρευνα για τον αντίκτυπο των τεχνών στον εγκέφαλο. Η εμπλοκή όλων των αισθήσεων κατά την επαφή μας με διάφορες μορφές τέχνης μάς δείχνει ότι ένα ευρύ φάσμα εγκεφαλικών περιοχών εμπλέκεται στην αντίληψή τους.

Επίσης, πολλές καλλιτεχνικές δραστηριότητες ενεργοποιούν την συναισθηματική ανταπόκριση, δηλαδή, περιοχές του εγκεφάλου που είναι κρίσιμες για τη μνήμη, το αίσθημα της ανταμοιβής, και την επεξεργασία των συναισθημάτων. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι οι τέχνες όχι μόνο ενεργοποιούν τις περιοχές αυτές, αλλά συμβάλλουν και στην πλαστικότητα του εγκεφάλου. Άτομα τα οποία έρχονται σε ενασχόληση με την Τέχνη από μικρή ηλικία, έχουν ευρύτερες κινητικές, ακουστικές, και οπτικό–χωρικές περιοχές στον εγκέφαλο τους! Οι τέχνες επίσης, έχει αποδειχθεί ότι επηρεάζουν τους βιολογικούς δείκτες του ενδοκρινικού και ανοσοποιητικού συστήματος.

Επίπεδο «ΨΥΧΟ-» (ψυχολογικό)

Κατανόηση και βελτίωση

Οι τέχνες έχουν ισχυρό αντίκτυπο στη γνώση, την αντίληψη του χώρου, τη μνήμη και τη γλώσσα. Σε υγιή παιδιά και μωρά, μπορούν να οδηγήσουν σε βελτίωση κοινωνικών και μαθησιακών δεξιοτήτων. Επίσης, οι τέχνες βοηθούν στην ανάπτυξη της ενσυναίσθησης για ανθρώπους με νευρολογικές διαταραχές, όπως αυτές του Αλτσχάιμερ και της άνοιας. Η θεραπευτική τέχνη και η μουσικοθεραπεία έχει αποδειχθεί ότι βοηθούν στην ανάπτυξη, την προσαρμογή της συμπεριφοράς και τον συναισθηματικό έλεγχο παιδιών με αυτισμό.

Άγχος και πόνος

Πλήθος τεχνών φαίνεται ότι επηρεάζουν το ψυχολογικό άγχος και τη νευρικότητα. Τα αγχολυτικά αποτελέσματα που παρέχει η επαφή με τις τέχνες διαπιστώθηκαν τόσο σε υγιείς ανθρώπους, όσο και σε άλλους που αντιμετωπίζουν κάποιο ψυχικό τραύμα.

Ο πόνος που αντιλαμβανόμαστε έχει σχέση με το άγχος. Το άγχος όχι μόνο επηρεάζει την αντίληψη του πόνου, αλλά έχει βρεθεί ότι αυξάνει την αγωνία και τον φόβο, με συνέπειες στην πνευματική υγεία. Ωστόσο, διάφορα είδη μουσικής και τεχνών έχει αποδειχθεί ότι μειώνουν τον οξύ αλλά και χρόνιο πόνο σε διαφορετικές ομάδες ασθενών.

Συναισθηματική και πνευματική υγεία

Οι τέχνες έχει αποδειχθεί ότι είναι δυνατοί ρυθμιστές των συναισθημάτων. Η συμμετοχή σε καλλιτεχνικές δραστηριότητες μπορεί να συμβάλλει στη μείωση του άγχους και στην αντιμετώπιση της κατάθλιψης, όσο και σε μια πιο θετική αντιμετώπιση της πραγματικότητας που συνδέεται με καλύτερη ποιότητα ζωής.

Συμπεριφορές σχετικά με την υγεία

Υπάρχουν πολλά οφέλη που σχετίζονται με τις τέχνες και έχουν να κάνουν κυρίως με το πώς αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι την υγεία. Ασφαλώς η αλλαγή δεν είναι εύκολη καθώς η συμπεριφορά είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα πιστεύω των ανθρώπων για την υγεία και με παγιωμένα μοτίβα συμπεριφοράς. Αρκετές έρευνες έχουν τονίσει πως οι τέχνες μπορούν να επηρεάσουν αυτές τις πεποιθήσεις. Για παράδειγμα, ένα βασικό ζήτημα για να αλλάξει η συμπεριφορά ενός ανθρώπου είναι το αν πιστεύει ότι είναι υπεύθυνος για την υγεία του.

ΕΡΕΥΝΕΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΣΧΟΛΗΘΕΙ ΜΕ ΤΙΣ ΤΕΧΝΕΣ ΣΤΗΝ ΥΓΕΙΑ ΕΧΟΥΝ ΔΕΙΞΕΙ ΟΤΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΣΕ ΕΠΑΦΗ ΜΕ ΑΥΤΕΣ, ΒΕΛΤΙΩΝΟΥΝ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΕΛΕΓΧΟΥ ΚΑΙ ΣΕ ΑΛΛΟΥΣ ΤΟΜΕΙΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥΣ.

Η έννοια του «εαυτού» και η αυτοεκτίμηση

Έχει αποδειχθεί ότι οι άνθρωποι τείνουν να προστατεύουν την ψυχολογική και σωματική ακεραιότητα τους, καθώς και να αναζητούν την ηθική επιβεβαίωση, νιώθοντας «επαρκείς». Αρκετές φορές, οι υποδείξεις από ένα συγγενικό, φιλικό πρόσωπο, ή έναν επαγγελματία υγείας, σχετικά με τις συνήθειες ενός ατόμου (π.χ. κάπνισμα), δημιουργεί συναισθήματα ανεπάρκειας, με αποτέλεσμα το άτομο να συμπεριφέρεται αμυντικά. Ωστόσο, εάν είναι σε θέση να επιβεβαιώσει ότι είναι ηθικά ικανοποιητικό σε έναν άλλον τομέα της ζωής του, τότε καθίσταται λιγότερο αμυντικό. Γίνεται, έτσι, πιο ανοιχτό στην αλλαγή προς την υιοθέτηση υγιεινών συμπεριφορών, καθώς η αλλαγή αυτή δεν εκλαμβάνεται ως επίθεση απέναντι στον «εαυτό» του. Η τέχνη λοιπόν δρα ως ο κινητήριος μοχλός για την ανάπτυξη της «αυτό–επιβεβαίωσης».

Αυτή η αίσθηση του εαυτού μας που καλλιεργείται μέσω των τεχνών, βοηθάει να καταλάβουμε τι είμαστε ικανοί να καταφέρουμε. Η ταυτότητα του εαυτού έχει μεγάλη σχέση με την αυτοεκτίμηση. Οι καλλιτεχνικές παρεμβάσεις, όπως η θεραπεία μέσα από την τέχνη εμπλουτίζουν την αυτοεκτίμηση και την αυτοπεποίθηση.

Κατανόηση της ασθένειας

Η έκθεση ενός ασθενή στην τέχνη μπορεί να προσφέρει ένα πλαίσιο κατανόησης και αντιμετώπισης της ασθένειας. Αυτό σημαίνει αλλαγή στο τρόπο που αντιλαμβάνεται την ταυτότητά του προκειμένου να συμπεριληφθεί η αρρώστια, τα φυσικά και συναισθηματικά αποτελέσματα, το αν είναι θεραπεύσιμη, και αν έχει ή όχι εκείνος τον έλεγχο. Είναι σημαντική η στήριξη σε αυτές τις συμπεριφορές καθώς μπορούν να αποτρέψουν αρνητικές αντιδράσεις, όπως η μη τήρηση της φαρμακευτικής αγωγής.

Κάποιοι άνθρωποι προσεγγίζουν την αρρώστια μέσα από τη γνωστική προσαρμογή. Ο κοινωνικός ψυχολόγος Μπέρναρντ Γουάινερ εισήγαγε τον όρο «αντιπροσωπευτική θεωρία» και εξέταζε πώς αυτή η αναζήτηση νοήματος στην ασθένεια είναι ένα σημαντικό κομμάτι της γνωστικής προσαρμογής. Οι τέχνες βοηθούν στην γνωστική προσαρμογή και κάνουν τους ασθενείς να νιώθουν ότι επιτυγχάνουν θετικά βήματα προς την ευημερία τους. Άνθρωποι που ασχολήθηκαν με τέχνες και έχουν περάσει αρρώστιες ή τραύματα αναφέρουν βελτίωση σε διάφορους τομείς της ζωής τους, όπως θετικές αλλαγές στον εαυτό τους, πιο στενές σχέσεις με συγγενείς, καλύτερη αντίληψη και πίστη για την ζωή.

Πώς μπορούμε να ζητήσουμε κάτι από τα παιδιά χωρίς να το απαιτήσουμε

Η ζωή ενός γονιού αποδεικνύεται συχνά εξαντλητική και πολλές φορές όταν το παιδί μας δεν βρίσκεται σε καλή διάθεση ή είναι κουρασμένο, δεν φαίνεται να θέλει να συνεργαστεί. Τότε είναι που η υπομονή του γονιού δοκιμάζεται.

Υπάρχουν δύο τρόποι για να ζητήσουμε από το παιδί μας να κάνει κάτι: Ο ένας αφορά στα ζητήματα για τα οποία δεν δεχόμαστε καμία διαπραγμάτευση και ο οποίος τους διδάσκει την έννοια των κανόνων. Στον δεύτερο του δίνουμε τη δυνατότητα της επιλογής, η οποία τους βοηθά να χτίσουν την αυτοπεποίθησή τους και να αισθάνονται βέβαιοι, σίγουροι και ασφαλείς με τις επιλογές τους.

Σαφώς ο πιο παιδαγωγικός τρόπος για τα παιδιά, εκτός από τις περιπτώσεις που η περίσταση το απαιτεί, είναι να τους δίνουμε τη δυνατότητα της επιλογής λίγο καμουφλαρισμένη. Για παράδειγμα, αν ρωτήσετε ένα παιδί αν θέλει να φορέσει το μπουφάν όταν πρόκειται να βγει έξω για παιχνίδι, το πιθανότερο είναι ότι θα απαντήσει αρνητικά. Ρωτώντας το όμως ποιο μπουφάν θέλει να φορέσει, για παράδειγμα το μπλε ή το πορτοκαλί (και θεωρώντας δεδομένο ότι θα φορέσει μπουφάν), του δίνετε το δικαίωμα της ελεύθερης επιλογής και έτσι το παιδί αισθάνεται κυρίαρχο των επιλογών του.

Πώς θα δώσετε αποτελεσματικές οδηγίες: Xαμηλώστε στο επίπεδο των ματιών του παιδιού και με ήρεμη φωνή ξεκινήστε την πρόταση με το όνομά του. Επικεντρωθείτε σε θετικές οδηγίες, Αυτές αποδεικνύονται πιο πετυχημένες καθώς βοηθούν το παιδί να συγκεντρώνεται στο να κάνει αυτό που θέλετε και όχι σε αυτό που δεν θέλετε.

Αν επαναλαμβάνετε συνεχώς τι δεν «θέλετε» ή τι δεν «πρέπει» να κάνει, η απάντησή του θα είναι αντιδραστική. Βοηθήστε το παιδί στο να μάθει να συνεργάζεται. Ενθαρρύνετέ το και επιβραβεύστε το κάθε φορά που συνεργάζεται.

Αν το παιδί αρνείται να συνεργαστεί ίσως θα έπρεπε να αναλογιστείτε αν περιμένετε πολλά από εκείνο και επιπλέον μη ξεχνάτε ότι εσείς οι ίδιοι είστε το καλό παράδειγμα. Με αγάπη, τρυφερότητα και υπομονή θα φτάσετε σύντομα στο επιθυμητό αποτέλεσμα.

Η τέχνη της λήθης: Γιατί ο νους ξεχνά συγκεκριμένες αναμνήσεις

Πολλοί άνθρωποι θεωρούν ότι ο ανθρώπινος νους είναι υπερβολικά σύνθετος για να τον αποκωδικοποιήσουμε και η μνήμη δεν αποτελεί εξαίρεση. Αν και έχουν διεξαχθεί αμέτρητες έρευνες για το πώς θυμόμαστε (και ξεχνάμε), κανείς δεν γνωρίζει με βεβαιότητα το μοντέλο στο οποίο βασίζεται η ανθρώπινη μνήμη. Υπάρχουν, ωστόσο, δύο κύριοι λόγοι για τους οποίους οι ψυχολόγοι πιστεύουν ότι ξεχνάμε πληροφορίες:

– Αποθηκεύουμε πληροφορίες στη μνήμη μας, αλλά αδυνατούμε να τις ανακαλέσουμε όταν το χρειαζόμαστε, αλλά συχνά το καταφέρνουμε σε ύστερο χρόνο. Σε αυτή την περίπτωση, οι πληροφορίες είναι μη προσβάσιμες.

– Η ανθρώπινη μνήμη απλώς ξεχνά πληροφορίες, μόνιμα, και τα νευρωνικά ίχνη τους εξαφανίζονται. Σε αυτή την περίπτωση, η πληροφορία είναι μη διαθέσιμη.

Πώς ξεχνάμε

Πιστεύεται ότι ο τρόπος που ξεχνάμε διαφέρει ανάλογα με το αν η ανάμνηση αποθηκεύετε στην μακρόχρονη ή βραχύχρονη μνήμη.

Στη βραχύχρονη μνήμη

Υπάρχουν 3 τρόποι με τους οποίους μπορεί να ξεχνάμε σε αυτό το είδος:

1. Αποσάθρωση: Συμβαίνει όταν δεν αναλογιζόμαστε πάνω στην πληροφορία και τα ίχνη αυτής ξεθωριάζουν στο χρόνο.

2. Εκτοπισμός/ Αντικατάσταση: Όταν μια νέα πληροφορία έρχεται και αντικαθιστά την παλιά.

3. Ανάμειξη: Είναι δύσκολο να θυμόμαστε πληροφορίες που είναι παρόμοιες μεταξύ τους. Η ανάμειξη, αν δεν χρησιμοποιείται συνειδητά, προκαλεί την απώλεια κάποιων πληροφοριών.

Στη μακρόχρονη μνήμη

Η μακρόχρονη μνήμη θεωρείται ότι είναι ατελείωτη στην χωρητικότητα και στη διάρκεια στο χρόνο. Κι όμως, μπορεί και πάλι να ξεχνάμε πληροφορίες μέσω της αποσάθρωσης, της παρακμής, αλλά και μέσω στη ανάμειξης από άλλες νέες αναμνήσεις.

Συμπέρασμα

Αν και αναγκαστικά ξεχνάμε, μας είναι ακόμα άγνωστο αν τα ίχνη των πληροφοριών εξαφανίζονται πλήρως από τα νευρωνικά δίκτυα της μνήμης. Στην ύπνωση, αναμνήσεις που ποτέ δεν ξέραμε ότι υπήρχαν μπορούν να ανακαλεστούν από την πρώιμη παιδική ηλικία. Επομένως, κατά πόσο πραγματικά ξεχνάμε από τη στιγμή που έχει αποδειχθεί ότι με συγκεκριμένες μεθόδους, μπορούμε να ανακαλέσουμε ακόμα και σημαντικά γεγονότα και συναισθήματα που δεν «θυμόμασταν» συνειδητά;

Εάν δεν ανακαλύψετε κάτι ιερό στη ζωή σας, τότε, η ζωή είναι επιφανειακή

Ο άνθρωπος πάντοτε ήθελε κάτι άγιο, ιερό. Το να είσαι απλώς καλός προς τους άλλους, ευαίσθητος, διακριτικός, ευγενής, γεμάτος φροντίδα και στοργικός: αυτό δεν έχει βάθος, δεν έχει ζωντάνια. Εάν δεν ανακαλύψετε στη ζωή σας κάτι πραγματικά ιερό που να έχει βάθος, που να έχει τρομαχτική ομορφιά, που να είναι η πηγή των πάντων, η ζωή γίνεται πολύ επιφανειακή. Μπορεί να είστε παντρεμένος επιτυχημένα, με παιδιά, σπίτι και χρήματα, μπορεί να είστε έξυπνος και διάσημος, χωρίς όμως εκείνο το άρωμα το καθετί γίνεται σαν σκιά χωρίς υπόσταση.

Βλέποντας τι συμβαίνει στον κόσμο, θ’ ανακαλύψετε στην καθημερινή σας ζωή κάτι που είναι πραγματικά αληθινό, πραγματικά ωραίο, άγιο, ιερό; Αν το ‘χετε αυτό, τότε η ευγένεια έχει νόημα, τότε η σκέψη για τους άλλους έχει νόημα, έχει βάθος. Τότε μπορείτε να κάνετε οτιδήποτε θέλετε, θα υπάρχει πάντα εκείνο το άρωμα. Πώς θα φτάσετε σ’ αυτό; Είναι μέρος της εκπαιδεύσεώς σας, όχι μόνο να μάθετε μαθηματικά, αλλά ν’ ανακαλύψετε και αυτό.

Ξέρετε, για να δείτε κάτι πολύ καθαρά – ακόμη κι εκείνο το δέντρο – ο νους σας πρέπει να είναι ήσυχος, δεν πρέπει;

Για να δω εκείνη την εικόνα πρέπει να την κοιτάξω, αν όμως ο νους μου φλυαρεί, λέγοντας «θα ‘θελα να είμαι έξω» ή «θα ‘θελα να είχα ένα καλύτερο πανταλόνι», αν ο νους μου περιπλανιέται, ποτέ δε θα μπορέσω να δω εκείνη την εικόνα καθαρά. Για να δω κάτι πολύ καθαρά πρέπει να έχω ένα πολύ ήσυχο νου. Δείτε πρώτα τη λογική αυτού του πράγματος. Για να παρακολουθήσω τα πουλιά, τα σύννεφα, τα δέντρα, ο νους πρέπει να είναι εξαιρετικά σιωπηλός για να παρακολουθήσει.

Υπάρχουν διάφορα συστήματα στην Ιαπωνία και στις Ινδίες για να ελέγχουν το νου ώστε να γίνει τελείως ήσυχος. Και όντας πολύ ήσυχος τότε δοκιμάζετε κάτι απέραντο – δηλαδή την ιδέα.

Λένε λοιπόν: πρώτα ο νους πρέπει να είναι ήσυχος, ελέγξτε τον, μην τον αφήνετε να περιπλανιέται, γιατί όταν έχετε ήσυχο νου η ζωή είναι καταπληκτική. Τώρα, όταν ελέγχετε ή αναγκάζετε το νου, τον παραμορφώνετε, έτσι δεν είναι;

Εάν αναγκάσω τον εαυτό μου να είναι καλός, αυτό δεν είναι καλοσύνη. Εάν αναγκάσω τον εαυτό μου να είναι υπερβολικά ευγενικός μαζί σας, αυτό δεν είναι ευγένεια. Εάν λοιπόν αναγκάσω το νου μου να συγκεντρωθεί σ’ αυτή τη μία εικόνα, τότε υπάρχει τόση πολλή ένταση, προσπάθεια, πόνος και καταπίεση. Επομένως ένας τέτοιος νους δεν είναι ήσυχος – βλέπετε; Πρέπει λοιπόν να ρωτήσουμε: Υπάρχει τρόπος να δημιουργήσουμε έναν πολύ ήσυχο νου χωρίς καμιά παραμόρφωση, χωρίς καμιά προσπάθεια, χωρίς να πούμε «Πρέπει να τον ελέγξω;»

Φυσικά υπάρχει. Υπάρχει μια ησυχία, μια σιγή χωρίς καμιά προσπάθεια. Αυτό απαιτεί κατανόηση του τι είναι προσπάθεια. Και όταν καταλάβετε τι είναι προσπάθεια, έλεγχος, καταπίεση – να την καταλάβετε όχι μόνο με τις λέξεις αλλά να δείτε πραγματικά την αλήθεια της – σ’ αυτήν ακριβώς την αντίληψη ο νους γίνεται ήσυχος.

Η παρατήρηση του εαυτού μας

Για να κατανοήσεις τον εαυτό σου πρέπει να τον παρατηρήσεις. Αν θέλω να μάθω για εκείνο εκεί το δέντρο ή για ένα πουλί, πρέπει να παρατηρήσω. Έτσι, πρέπει να παρατηρήσω τον εαυτό μου. Δεν ξέρω τι είμαι και πρέπει να μάθω για μένα, όχι σύμφωνα με κάποιο φιλόσοφο ή κάποιον ψυχολόγο, κάποιο βιβλίο, κάποιον καθοδηγητή ή γκουρού.

Πρέπει, λοιπόν, να μάθουμε μόνοι μας για τον εαυτό μας, και αυτό παρουσιάζει μια μεγάλη δυσκολία: ο εαυτός μας βρίσκεται σε διαρκή κίνηση, αλλάζει. Ο εαυτός μας δεν είναι μόνιμα άπληστος ή μόνιμα βίαιος ή μόνιμα σεξουαλικός. Υπάρχει μια αδιάκοπη αλλαγή, κίνηση, ζωντάνια.

Πρέπει, λοιπόν, να μάθει κανείς για κάτι που είναι ζωντανό. Για να μάθω για κάτι ζωντανό πρέπει να το παρατηρώ με φρέσκο μάτι από λεπτό σε λεπτό. Για να μάθω για μένα, που είμαι μια ζωντανή οντότητα κι όχι κάτι νεκρό, πρέπει αυτό το ζωντανό “πράγμα” να το παρατηρώ και κάθε λεπτό να το κοιτάζω σαν να ήταν η πρώτη φορά.

Για κάτι, λοιπόν, που είναι ζωντανό μαθαίνεις όλη την ώρα από την αρχή, σαν να είναι κάτι καινούργιο. Αν το κάνετε πραγματικά αυτό, θα δείτε ότι είναι ένα από τα πιο γοητευτικά πράγματα που υπάρχουν, επειδή τότε ο νους σας συνεχίζει να κρατάει πολύ λίγα. Κρατάει μόνο την αναγκαία πρακτική γνώση και τίποτε άλλο, τίποτα ψυχολογικό. Έτσι ο νους σας παρακολουθεί την κίνηση του Εγώ -που είναι μια πολύ περίπλοκη οντότητα- όχι μόνο στο επιφανειακό επίπεδο, αλλά και σε βαθύτερο.

Κουβεντιάζομε, αλλά δεν συνεννοούμαστε

Πώς συμβαίνει αυτό;

Για να παρακολουθήσει ο άλλος τη σκέψη σου και να συλλάβει το σωστό νόημά της, όταν την εκφράζεις προφορικά ή γραπτά, δεν αρκεί να μιλεί την ίδια γλώσσα μαζί σου, αλλά πρέπει και να θέλει και να μπορεί να σε καταλάβει. Αυτή την αλήθεια τη λησμονούμε πολύ συχνά και για τούτο οι σχέσεις μας με τους συμπατριώτες, τους ομότεχνους, τους φίλους, τους συντρόφους της ζωής μας, δυσκολεύονται πολύ περισσότερο από όσο είναι από την ίδια τη φύση των πραγμάτων δύσκολες. Οι άνθρωποι δεν μιλούν, ούτε ακούνε, πάντοτε με την πρόθεση να επικοινωνήσουν με τον όμοιό τους και να συνεννοηθούν μαζί του.

Όπως και κάθε άλλη πράξη τους, έτσι και αυτή έχει πολλά και ποικίλα ελατήρια. Ο λόγος, ο προφορικός ή ο γραπτός, είναι κι αυτός ένα μέσον που το μεταχειρίζεται καθένας για κάποιο σκοπό. Αλλά οι σκοποί είναι πολλοί, και όχι ένας μόνο: η συνεννόηση. Έρχεται λ.χ. ένας γνώριμος σου στον κύκλο που σε περιστοιχίζει, σε ακούει να αναπτύσσεις τη γνώμη σου απάνω σε κάποιο θέμα, προσέχει και συ νομίζεις ότι προσπαθεί να καταλάβει τι λες. “Όταν όμως αρχίζει κι αυτός να μιλεί για το ίδιο ζήτημα, ξαφνιάζεσαι- άκουσε, μα δεν κατάλαβε τίποτα απ’ όσα είπες, γιατί αυτός είχε το νου του σε όσα ο ίδιος ήθελε να διατυπώσει ή να προτείνει, άσχετα με τη δική σου τοποθέτηση των πραγμάτων. Κάποιος άλλος λοιπόν είναι ο σκοπός του: να προβάλει τον έαυτό του, να εκθέσει εσένα ή άλλον ομοϊδεάτη σου, να στρέψει προς άλλη κατεύθυνση τη συζήτηση, γιατί άλλα είναι τα δικά του ενδιαφέροντα ή γιατί κάτι άλλο επιδιώκει που αργότερα θα φανεί κ.ο.κ. Το ίδιo πλήθος και η ίδια ποικιλία ελατηρίων μπορεί να υπάρχει και σε σένα που μιλείς- δίνεις την εντύπωση ότι είσαι αποκλειστικά προσηλωμένος στη λογικήν ακολουθία ή στην πραγματική θεμελίωση των Ιδεών που εκθέτεις, είναι όμως πολύ πιθανό να έχεις άλλους σκοπούς: να εντυπωσιάσεις, να επικρίνεις, να ειρωνευτείς, να αποσπάσεις μιαν επιδοκιμασία που σκέπτεσαι κατόπι να την εξαργυρώσεις με τον ένα ή τον άλλο τρόπο κ.ο.κ.

Δεν είναι λοιπόν καθόλου διπλά και καθαρά τα πράγματα στο διάλογο μεταξύ των ανθρώπων, είτε ο διάλογος αυτός γίνεται με τη συζήτηση είτε αναπτύσσεταιc σιωπηρά, με το διάβασμα λ.χ. ενός άρθρου ή ενός βιβλίου. Στην τελευταία περίπτωση το φαινόμενο είναι ακόμη πιο περίεργο. Τη γνώμη του «άλλου» την έχομε «τυπωμένη» μπροστά μας δεν είναι «φτερωτή», όπως ο προφορικός λόγος, πού όσο καλή μνήμη κι αν έχομε, ποτέ δεν είμαστε βέβαιοι ότι τον έχομε συγκρατήσει με απόλυτη ακρίβεια. Εδώ υπάρχει το ίδιο το ενυπόγραφο «κείμενο», και μπορούμε (αν αμφιβάλλομε) να το διαβάσομε και να το ξαναδιαβάσομε. Εντούτοις…

Κάνετε μόνοι σας το πείραμα σε κύκλο φίλων σας, του ίδιου έστω κοινωνικού στρώματος, της ίδιας ηλικίας, της ίδιας πάνω—κάτω παιδείας. Δώσετε τους να διαβάσουν από κάποιο βιβλίο ένα κεφάλαιο, μία σελίδα, ένα εδάφιο και ρωτήσετέ τους τι κατάλαβαν. Αν τύχει και το θέμα έχει επικαιρότητα ή άμεση σχέση με ζωτικά διαφέροντα του ερωτώμενου, θα δείτε με μεγάλην έκπληξη πόσο οι ερμηνείες πού δίνονται διαφέρουν (κάποτε ριζικά) η μια από την άλλη. Για τον απλούστατο λόγο ότι ή ψυχική τοποθέτηση του καθενός απέναντι στο κείμενο που διάβασε υπήρξε διαφορετική.

Δεν είναι όλοι ικανοί ούτε πρόθυμοι να «αποσπασθούν» από τον εαυτό τους και να «δοθούν» στον κόσμο των ιδεών πού ανοίγεται μπροστά τους, για να συλλάβουν το περιεχόμενο και την αλληλουχία τούς, έτσι όπως ο συγγραφέας τού κειμένου τις παρουσιάζει και τις διευκρινίζει. Οι περισσότεροι, οι πλείστοι «διαβάζουν» μέσα στο ξένο γραπτό τις δικές τους υποθέσεις, προσδοκίες ή υποψίες —τίς δικές τους συμπα—Οειες ή αντιπάθειες— τις δικές τους αντιλήψεις ή αντιγνωμίες. Αλλίμονο δε αν το όνομα του συγγραφέα είναι «συναισθηματικά χρωματισμένο» μέσα στη συνείδησή τους· τότε οι αποκλίσεις είναι απίθανα μεγάλες. Απορεί κανείς, όταν ακούει τις υποστηριζόμενες ερμηνείες, πώς είναι δυνατόν το ίδιο πράγμα να είναι και άσπρο και μαύρο για την πνευματική όραση υγιών ανθρώπων.

Για να καταλάβεις κάτι που λέγεται ή γράφεται από κάποιον απαιτούνται λοιπόν πολλές προϋποθέσεις. Πρώτα πρέπει όχι μόνο να θέλεις ή μόνο να μπορείς – αλλά ταυτόχρονα και να θέλεις και να μπορείς να καταλάβεις αυτό που ακούς ή διαβάζεις. Γιατί είναι δυνατόν να θέλεις, αλλά να μη μπορείς· όπως είναι δυνατόν να μπορείς, αλλά να μη θέλεις να εννοήσεις. Και τότε φυσικά δεν «καταλαβαίνεις».

Θέλω σημαίνει εδώ ότι εμφορούμαι από την καθαρή πρόθεση να εισδύσω στα λεγόμενα ή γραφόμενα και να συλλάβω το νόημά τους σε συνάρτηση με τη βούληση εκείνου που τα λέγει ή τα γράφει, όχι κατά τη δική μου διάθεση.

Και μπορώ σημαίνει ότι έχω (από μάθηση και ιδιοφυΐα) την ικανότητα να κινούμαι με κάποιαν άνεση μέσα στον κόσμο των εννοιών και των συμβόλων του ανθρώπου που τον ακούω ή τον διαβάζω. Και έτσι κατορθώνω να τον προσεγγίσω πνευματικά από πολύ κοντά, και να κάνω τις ιδέες του ιδέες μου, τα επιχειρήματά του επιχειρήματά μου, τις διακρίσεις του διακρίσεις μου, τις αποχρώσεις του αποχρώσεις μου — και πριν απ’ όλα να κάνω τις λέξεις του λέξεις μου.

Σ’ αυτό το τελευταίο σημείο βρίσκεται ο κόμπος του προβλήματος. Κατά την κοινή αντίληψη, φτάνει να μιλείς των ίδια εθνίκή γλώσσα (π.χ ελληνικά, γαλλικά, ή κινέζικα) μ’ έναν άλλο άνθρωπο, για να συνεννοηθείς μαζί του. Αυτό είναι σωστό μόνο έως ένα βαθμό, και μάλιστα πολύ περιορισμένο. Βεβαίως καταλαβαίνομε τον ομόγλωσσο, αλλά στις πολύ κοινές σχέσεις της ζωής, μέσα σ’ αυτό που ονομάζουμε καθημερινότητα. “Όταν όμως εγκαταλείπει κανείς αυτή την επιφάνεια τότε και αρχίζει να μπαίνει παραμέσα σε κάποιο βάθος, τότε ανακαλύπτει με έκπληξη, με αμηχανία, ακόμη και με τρόμο, ότι οι ίδιες «λέξεις» δεν έχουν για όλους μας το ίδιο “νόημα”, ότι συχνότατα τα “ιδια λέμε” και “άλλα καταλαβαίνομε”. Με αποτέλεσμα ή απόσταση που μας χωρίζει από τους ομοίους μας να γίνεται κάποτε πολύ μεγάλη, αγεφύρωρη. Κουβεντιάζομε, αλλά δεν συνεννοούμαστε …

Πώς συμβαίνει αυτό; Η πλήρης εξήγηση θα μας τραβούσε πολύ μακριά. Θά περιοριστώ σε μια πρόχειρη, αλλά επαρκή. Οι «λέξεις» οποιασδήποτε γλώσσας δεν έχουν ούτε μόνιμο νοηματικό περιεχόμενο, ούτε σταθερό λογικό περίγραμμα. Αλλά είναι κάτι ρευστό και κυμαινόμενο που αποκτά κάποιαν ευστάθεια μόνο όταν καθηλωθεί με την πειθαρχία που συμβατικά επιβάλλει μια ορισμένη χρήση. Για να βεβαιωνόμαστε λοιπόν ποιο είναι το νόημά τους την ώρα που τις ακούμε, πρέπει να κάνομε την αναφορά προς αυτή την ορισμένη χρήση. Οι λέξεις λ.χ. έργο, έλξη, ισορροπία άλλο νόημα έχουν στο στόμα ενός φυσικού, και άλλο όταν τις μεταχειρίζεται ένας ψυχολόγος ή ένας κοινωνιολόγος. —

‘Έπειτα οι λέξεις ως φορείς εννοιών φορτίζονται διανοητικά και συναισθηματικά μέσα στον ψυχικό κόσμο του καθενός ανάλογα με τη μόρφωση, την πείρα της ζωής, το χαραχτήρα του. Και για τούτο οι ίδιες λέξεις ηχούν μέσα μας διαφορετικά επειδή πέφτουν και χτυπούν απάνω σε διαφορετικό μέταλλο. Άλλα λ.γ . πράγματα νιώθω εγώ, όταν ακούω ή γράφω τις λέξεις αγάπη, πίστη, τιμή, κι άλλα εσείς, γιατί δεν έχομε όλοι την ίδια σύσταση ψυχής, τις ίδιες εμπειρίες, τον ίδιο διανοητικό και συναισθηματικό κόσμο. Θα έλεγα με μιαν αλληγορία: άλλους αρμονικούς διεγείρουν μέσα μου αυτές οι λέξεις, και άλλους μέσα σας, γιατί το δικό μου ψυχικό όργανο (όπως είναι από φυσικού του και όπως διαμορφώθηκε από την ανατροφή που πήρα, από τον τρόπο και τις περιπέτειες της ζωής μου, από τη μόρφωσή μου κ.τ.λ.) είναι διαφορετικό από το δικό σας. Και οι αρμονικοί εδώ δεν δίνουν στον τόνο απλώς μίαν άλλη απόχρωση, όπως συμβαίνει στη Μουσική, αλλά είναι ικανοί να αλλάξουν κάποτε το ίδιο το ποιόν του.

Τα συμπεράσματα απ’ αυτή τη σύντομη ανάλυση αφήνω τον αναγνώστη να τα βγάλει μόνος του. Είναι πολλά και σοβαρά. Το σπουδαιότερο, νομίζω, θα μπορούσε να διατυπωθεί ως εξής: Είναι δύσκολη, πολύ δύσκολη η επαρκής, και ίσως αδύνατη, εντελώς αδύνατη η πλήρης συνεννόηση με τούς ομοίους μας, γιατί οι άνθρωποι δεν μοιάζουν ο ένας με τον άλλο σαν δύο σταγόνες νερού, ακόμη και όταν ανήκουν στον ίδιο λαό, στην ίδια γενεά, στην ίδια κοινωνική τάξη, στο ίδιο μορφωτικό επίπεδο. Ο καθένας έχει το δικό του μέταλλο ψυχής, το δικό του διανοητικό και συναισθηματικό βάθος. Ας μιλούν λοιπόν την ίδια γλώσσα, ας μεταχειρίζονται τις ίδιες λέξεις — δεν καταλαβαινουν εντελώς ο ένας τον άλλο.

Μόνον όταν συμπέσει δύο όργανα να βρεθούν πνευματικά και αισθηματικά συντονισμένα με ακρίβεια απόλυτη —πράγμα πολύ, πάρα πολύ σπάνιο— τότε η μεταξύ τους συνεννόηση μπορεί να είναι πλήρης. Και τη χαίρονται σα μιαν ευλογία που δεν την περίμεναν. Όμως των κοινών ανθρώπων η μοίρα δεν είναι αυτή: ακόμη και κοντά, πολύ κοντά ο ένας προς τον άλλο ζουν και πεθαίνουν χωρίς ποτέ να «συνεννοηθούν» εντελώς.

Μην παραιτείσαι από το δικαίωμά σου να είσαι δημιουργός, με αντάλλαγμα μια δουλειά που δεν αγαπάς, που δεν επέλεξες

“Ήρθες σε Μένα για μια στιγμή ειλικρίνειας”.

Η σιωπή που ακολούθησε απλώθηκε στο άπειρο. Η φωνή Του μετατράπηκε σε θρόισμα.

‘Εγώ είμαι η ελευθερία! – εξήγγειλε – Από τη στιγμή που με συνάντησες, η ζωή σου δεν θα μπορεί πλέον να είναι τόσο ασήμαντη”. Οι λέξεις που ακολούθησαν θα έμεναν για πάντα χαραγμένες στη μνήμη μου. “Το να εξαρτάσαι είναι πάντα μια προσωπική επιλογή, αν και ακούσια. Τίποτα και κανένας δεν μπορεί να σε αναγκάσει να εξαρτάσαι, μόνο εσύ μπορείς να το κάνεις”.

Καθώς με κοιτούσε ηθελημένα επίμονα, είπε πως η πιο ατράνταχτη απόδειξη της ακατανοησίας αυτών των αρχών είναι η νοοτροπία να κατηγορεί κανείς τον κόσμο και να μεμψιμοιρεί. Ένας άνθρωπος δεν εξαρτάται από μια επιχείρηση, δεν περιορίζεται από μια ιεραρχία, ή από ένα αφεντικό, αλλά από το φόβο του. Η εξάρτηση είναι φόβος.

“Το να εξαρτάσαι δεν είναι αποτέλεσμα μιας σύμβασης ή ενός συμβολαίου, δεν συνδέεται με κάποιο ρόλο ούτε γεννιέται επειδή κάποιος ανήκει σε μια κοινωνική τάξη… Το να εξαρτάσαι είναι η συνέπεια της υποβάθμισης της ίδιας της αξιοπρέπειας. Είναι το αποτέλεσμα μιας πολτοποίησης του Είναι.

Αυτή η εσωτερική κατάσταση, αυτή η υποβάθμιση, στον κόσμο, παίρνει τη μορφή ενός επαγγέλματος, προσλαμβάνει την όψη ενός εξαρτώμενου ρόλου. Η εξάρτηση έρχεται, όταν ένας νους γίνεται σκλάβος από εικονικούς φόβους, από τον ίδιο του το φόβο. Η εξάρτηση είναι το ορατό αποτέλεσμα της υποχώρησης του ‘ονείρου’.”

Αυτό το συμπέρασμα, ο τρόπος που πρόφερε κάθε φορά τη λέξη ‘εξάρτηση’, η αργή απαγγελία των συλλαβών, αποκάλυπταν το πραγματικό τους νόημα που ήταν κρυμμένο πίσω από την πεζότητα της καθημερινής χρήσης.

“Η εξάρτηση είναι μια αρρώστια του Είναι!… Γεννιέται από τη μη ολοκλήρωσή μας. Εξάρτηση σημαίνει να σταματήσεις να πιστεύεις στον εαυτό σου. Εξάρτηση σημαίνει να σταματήσεις να ονειρεύεσαι.”

Όσο αναλογιζόμουν τα λόγια Του εκείνα, τόσο τα ένιωθα να σκαλίζουν μέσα μου. Η αγανάκτησή μου οξύνθηκε τόσο που μετατράπηκε σε οργή. Αυτός ο τρόπος που είχε να διατυπώνει κριτικές για μια τόσο ευρεία κατηγορία ανθρώπων ήταν ανυπόφορος. Τι είχε κάνει η ζωή, η εργασία ενός ανθρώπου, με τα συναισθήματά του ή με τις φοβίες του; Για μένα αυτοί οι δύο κόσμοι, εσωτερικός και εξωτερικός, ήταν ανέκαθεν ξεχωριστοί και έτσι έπρεπε να μείνουν. Πίστευα βαθιά ότι κάποιος θα μπορούσε να είναι σταθερά εξαρτημένος, ενώ εσωτερικά να είναι ελεύθερος. Αυτή η βεβαιότητα τροφοδοτούσε την αγανάκτησή μου.

“Όπως εκατομμύρια άνθρωποι, πέρασες όλη σου τη ζωή κρυμμένος στις πτυχές οργανισμών χωρίς ζωή- με κατηγόρησε- Αντάλλαξες την ελευθερία σου για μια χούφτα απατηλών βεβαιοτήτων.

Ήρθε η ώρα να βγεις από το λήθαργό σου… από την καταχθόνια αντίληψή σου για την ύπαρξη!”

Ποτέ κανείς δεν μου είχε φερθεί με τέτοιο τρόπο.

“Ποιος σου δίνει το δικαίωμα να μου μιλάς έτσι;”- ξέσπασα με προκλητικό ύφος.

“Εσύ”.

Εκείνη η απρόσμενη απάντηση, με περιόρισε σε μια κατάσταση ανημποριάς. Είχα ένα τρομερό αίσθημα ενοχής. Θα ήθελα να κρυφτώ. Ένα ανεξήγητο συναίσθημα ντροπής με έκανε να νιώθω γυμνός μπροστά σε αυτό το όν που ακόμα δεν είχε ένα πρόσωπο. Κάτι με παρότρυνε να το βάλω στα πόδια. Με τις τελευταίες μου δυνάμεις, προσπάθησα να ξεφύγω από εκείνη την κατάσταση που με έσπρωχνε έξω από τα σύνορα του κόσμου.

“Μα πώς θα μπορούσαν οι οργανισμοί να λειτουργήσουν χωρίς υπαλλήλους;» ρώτησα ήρεμα, στην προσπάθειά μου να ξαναοδηγήσω το διάλογο στα πλαίσια της λογικής και της συνοχής. Σιωπούσε. Ενθαρρυμένος από τη σιωπή Του που την πέρασα για αμηχανία, ή ανικανότητα να απαντήσει, επέμεινα: «Εάν δεν υπήρχαν εκείνοι… ο κόσμος θα σταματούσε…”.

“Αντιθέτως! – ανταπάντησε απότομα – Ο κόσμος έχει σταματήσει γιατί υπάρχουν άνθρωποι που εξαρτώνται, άνθρωποι θανάσιμα φοβισμένοι. Έτσι όπως είναι η ανθρωπότητα δεν μπορεί να συλλάβει μια κοινωνία απελευθερωμένη από την εξάρτηση”. Αφού συνειδητοποίησε ότι είχα φτάσει στα όρια των ικανοτήτων μου να κατανοήσω, και τα είχα ήδη υπερβεί, χαμήλωσε τον τόνο της φωνής του και έγινε σχεδόν ενθαρρυντικός.

“Μη φοβάσαι! – τόνισε σαρκαστικά – Όσο θα υπάρχουν άνθρωποι σαν εσένα, τόσο θα υπάρχει και ο κόσμος της εξάρτησης, και θα συνεχίσει να πυκνοκατοικείται”.

Η παύση που ακολούθησε πάγωσε την ατμόσφαιρα γύρω μας. Ο τόνος της φωνής Του από χαμηλός και ειρωνικός έγινε σκληρός σαν ατσάλι. “Εσύ!… δεν θα μπορείς πλέον να ανήκεις εκεί… γιατί συνάντησες Εμένα!”. Ένιωσα ένα φωτεινό νυστέρι να τρυπάει, επώδυνα, τα αποσκληραμένα υποστρώματα των σκέψεων και των ανόητων συναισθημάτων.

“Η εξάρτηση είναι η άρνηση του ονείρου – συνέχισε – Η εξάρτηση είναι η μασκαράτα που φοράνε οι άνθρωποι για να κουκουλώσουν την απουσία της ελευθερίας, την άρνηση της ζωής”.

Εκείνη τη λέξη, ‘υπάλληλος’, την είχα ακούσει και προφέρει πολλές φορές, αλλά μόνο μετά από εκείνη την πρώτη συνάντηση με τον Dreamer συνειδητοποίησα όλη της τη θλιβερότητα. Η υπαλληλική κατάσταση αποκαλυπτόταν ως σύγχρονη προέκταση της αρχαίας δουλείας. Μια κατάσταση εσωτερικής ανωριμότητας, υποταγής. Από μια χαραμάδα της συνείδησης, είδα ανθρώπινα πλήθη καταδικασμένα στη μοίρα του Σίσιφου, αλυσοδεμένα, να επαναλαμβάνουν, χωρίς τέλος, μια εργασία-μόχθο, μια δουλειά που δεν επέλεξαν, μια δουλειά χωρίς δημιουργικότητα.

Οι λέξεις Του είχαν ένα ιερατικό ύφος όταν έλεγε: “Μια μέρα μια ονειροπόλα κοινωνία δεν θα εργάζεται πλέον. Μια ανθρωπότητα που αγαπάει θα είναι αρκετά πλούσια για να ονειρεύεται, και θα είναι πάμπλουτη επειδή ονειρεύεται.

Το σύμπαν είναι απολύτως άφθονο, είναι το υπερχειλισμένο Κέρας της Αμάλθειας με όλα εκείνα που επιθυμεί η καρδιά ενός ανθρώπου… Σε ένα τέτοιο σύμπαν είναι αδύνατο να υπάρχει ο φόβος της ανεπάρκειας. Μόνο άνθρωποι σαν εσένα, εγκλωβισμένοι στο φόβο και στην αμφιβολία, μπορούν να είναι φτωχοί και να διαιωνίζουν την εξάρτηση και τη μιζέρια στον κόσμο”.

“Μα εγώ δεν είμαι φτωχός!” – ούρλιαξα με πνιγμένη από την αγανάκτηση φωνή “Γιατί το λες αυτό;”. Προσπαθούσα μέσα μου να δικαιολογηθώ και συνάθροιζα όλους τους πιθανούς λόγους για να αποδείξω τον παραλογισμό εκείνης της κατηγορίας. Σιωπούσε. “Εγώ δεν είμαι φτωχός! -ούρλιαξα ξανά – “Έχω ένα ωραίο σπίτι, έχω μια διευθυντική θέση, έχω φίλους που με εκτιμούν… έχω δύο παιδιά για τα οποία είμαι πατέρας και μητέρα…”. Εδώ σταμάτησα, καταβεβλημένος από εκείνη την ανυπόφορη αδικία και την αβάσιμη προσβολή.

“Φτώχεια σημαίνει να μη βλέπεις τα όριά σου… – διευκρίνισε – Το να είσαι φτωχός σημαίνει ότι παραιτήθηκες από το δικαίωμά σου να είσαι δημιουργός, με αντάλλαγμα μια δουλειά που δεν αγαπάς, που δεν επέλεξες.

Εσύ! – πρόσθεσε όταν ήδη ήλπιζα ότι είχε τελειώσει – είσαι ο πιο φτωχοί μεταξύ των φτωχών. Γιατί ακόμα δεν ξέρεις ποιος είσαι… ‘Λησμόνησες’! Σε κανέναν άλλον δεν έδωσα τόσες ευκαιρίες για να τα καταφέρει.

Αυτή είναι η τελευταία φορά».

Το αίσθημα προσβολής και αδικίας, που είχε εισβάλλει σε κάθε γωνιά της υπόστασής μου, εξαφανίστηκε μεμιάς και κάθε μου άμυνα υποχώρησε και από τα συνεχή χτυπήματα του κριού. Ένιωσα να κλονίζονται τα γηραιά θεμέλια που στήριζαν την ύπαρξή μου. Οι ριζωμένες πεποιθήσεις κατέρρεαν, σα ναοί που τραντάχτηκαν συθέμελα.

“Άνοιξε τα μάτια σου να δεις την κατάστασή σου και θα μάθεις πόσο πολύ, ο άνθρωπος απομακρύνθηκε από τη μεγαλοπρέπειά του.

Βρισκόμαστε φαινομενικά εδώ στο ίδιο δωμάτιο, κι όμως μας χωρίζουν ατέλειωτοι αιώνες”.

Εκείνες οι λέξεις, σαν τη λάμψη μιας αστραπής που διαπερνάει το σκοτάδι της νύχτας, με έκαναν να διαισθανθώ την απόσταση από εκείνο το όν. Συνειδητοποίησα την ψευτιά της πληγωμένης μου αξιοπρέπειας και τη μηδαμινότητα εκείνου του «εγώ» που είχα προφέρει μπροστά, σαν μια στριγκλιά στο σύμπαν.

Όπως όταν πέφτει η αυλαία ενός θεατρικού έργου, έτσι κατέρρευσε και η αυταπάτη μου ότι ανήκω στην άρχουσα τάξη, σε μια ελίτ ανθρώπων υπεύθυνων, προικισμένων με θέληση, ανεξάρτητων, κυρίαρχων της ζωής τους. Τα μάτια μου έλαμπαν. Χωρίς να το καταλάβω γλίστραγα στην κινητή άμμο της μεμψιμοιρίας.

Προνοητικά, επενέβη με σκληρότητα, κατευθείαν στο Είναι μου: “Τώρα ξύπνα! Κάνε την επανάστασή σου… Εξεγέρσου ενάντια στον εαυτό σου!” με διέταξε ταράζοντάς με και προσφέροντάς μου μια διέξοδο από το μπουντρούμι όπου ήμουν αμπαρωμένος.

“Ονειρέψου την ελευθερία… την ελευθερία από κάθε περιορισμό… Εσύ είσαι το μόνο εμπόδιο για οτιδήποτε επιθυμείς. Ονειρέψου… Ονειρέψου… Ονειρέψου χωρίς ανάπαυση!

Το όνειρο είναι η μεγαλύτερη πραγματικότητα που υπάρχει”.

Διογένης ο Κυνικός: Ψάχνω για έναν τίμιο άνθρωπο

Κάποτε εμφανίστηκε μπροστά στον Αντισθένη ένας τραπεζίτης, παρακαλώντας τον να τον δεχθεί ως μαθητή του. Ο Αντισθένης, φυσικά, αρνήθηκε να διδάξει έναν τραπεζίτη. Ο τραπεζίτης επέμενε για πολύ καιρό. Ο Αντισθένης αποφάσισε να τον δεχθεί μόνον, όταν τον είδε να είναι ντυμένος με κουρέλια, να κοιμάται στο χώμα και στις λάσπες, και να περιπλανιέται ζητιανεύοντας μαζί με άλλους ζητιάνους. Τον πλησίασε, εκείνος ζητιάνεψε λίγη αρετή, κι ο Αντισθένης τον δέχθηκε. Ο ζητιάνος είχε το όνομα Διογένης.

Ο Διογένης, πριν γίνει Κυνικός φιλόσοφος ήταν τοκογλύφος κι έκανε τον παραχαράκτη. Από αυτό το κατάντημα και τον ξεπεσμό, ένοιωθε μίσος στους γύρω του και περιφρονούσε την κοινωνία και τους θεσμούς της. Ήταν με δυο λέξεις αρνητής και σαρκαστής των πάντων. Έλεγε, πως δεν ήθελε να είναι γιατρός της άρρωστης κοινωνίας, παρά ένας δαγκωνιάρης σκύλος. Ακόμα και το κύριo σύγγραμμά του το τιτλοφόρησε «Πάνθηρ».

Έμεινε γνωστός ως Διογένης ο Κυνικός.

Ο Διογένης (412-323 π.κ.ε.) ο Σινωπεύς, είχε παντού εχθρούς ή φίλους που διασκέδαζαν μαζί του εμπαίζοντάς τον, εξορίστηκε από την πατρίδα του, πουλήθηκε ως δούλος, κέρδισε την ελευθερία του, γνώρισε όλες τις πτυχές της ζωής αφού έγινε από τραπεζίτης μέχρι ζητιάνος και από φιλόσοφος μέχρι σκύλος (ζώντας σκυλίσια ζωή), στο τέλος κοιμόταν μέσα σε ένα μεγάλο πιθάρι. Δήλωνε ότι ήταν εναντίον του πολιτισμού, αφού «οι άνθρωποι είναι ζώα και τα ζώα δεν έχουν πολιτισμό, έχουν μόνο φυσικές ανάγκες, αλλά ας γίνουν τα ζώα πρώτα άνθρωποι κι έπειτα ας κάνουν και πολιτισμό, πράγμα δύσκολο, αφού μέχρι στιγμής δεν υπάρχει πουθενά, εκτός κι αν μιλάμε για χρήματα, για πόλεμο και για θεάματα».

Πολλοί γελούσαν μαζί του επειδή κοιμόταν στο πιθάρι του, κι εκείνος γελούσε μαζί τους επειδή δεν χωρούσαν στο πιθάρι γιατί ήταν χονδροί. «Η φιλοσοφία δεν έχει σπίτι», έλεγε, «γιατί είναι τόσο μεγάλη που δεν χωράει σε κανένα σπίτι και μπορεί να έχει σαν στέγη της μόνο τον ουρανό». Ήταν ο πρώτος που, μιλώντας για τον εαυτό του, χρησιμοποίησε τον όρο «Κοσμοπολίτης».

Ο Διογένης πήγε στο Κυνόσαργες και άκουσε τη διδασκαλία του Αντισθένη, δεν ακολούθησε όμως τον δάσκαλό του. Έχουμε μάλιστα μία μαρτυρία, που μας λέει, πως ο Διογένης έλεγε για τον Αντισθένη, πως είναι «μια τρομπέτα, που δεν άκουε τον εαυτό της» (Δίων Χρυσ., V, ΙΙΙ, 2) εννοώντας, πως ο δάσκαλός του άλλα δίδασκε και άλλα έκανε. Σαν ξεπεσμένος τοκογλύφος που ήταν, που δεν είχε πού την κεφαλήν κλίναι, δεν μπορούσε να μένει ευχαριστημένος με τα Αντισθενικά διδάγματα.

Ο Διογένης δεν είχε σπίτι, αρνιόταν οποιαδήποτε υποταγή στους νόμους και δεν αναγνώριζε καμία πατρίδα. Κάποιος είχε βάλει μια πινακίδα στην πόρτα του σπιτιού του που έγραφε «Μηδέν εισίτω κακόν» (κανένα κακό να μην εισέλθει στο σπίτι), κι όταν το είδε ο Διογένης του είπε «Ο ουν κύριος της οικίας που εισέλθη;» (Κι ο κύριος του σπιτιού από πού θα εισέλθει;).

Δεν άφηνε κανέναν ανόητο χωρίς να τον πειράξει. Έχοντας διαπιστώσει ότι ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένα ζώο, ο Διογένης έκανε την ανάγκη του δημοσίως και έλεγε ότι απολύτως καμία σωματική ανάγκη δεν θα έπρεπε να θεωρείται ανήθικη ή πρόστυχη, αφού η φύση τη δημιουργεί.

Ο Διογένης, επίσης, αυνανιζόταν δημοσίως κατά προτίμηση στην αγορά. Ο Διογένης Λαέρτιος μας διηγείται ότι ο Διογένης ο Κυνικός κάποτε αυνανιζόταν στην αγορά κι όταν οι άλλοι τον κατέκριναν εκείνος είπε: «Είθε και την κοιλίαν ην παρατρίψαντα και μη πεινήν» (μακάρι να τρίβαμε έτσι και την κοιλιά μας και να μην πεινούσαμε ποτέ).

Μερικές φορές οι Αθηναίοι καλούσαν στα συμπόσια τον Διογένη για να γελάσουν, τον έβαζαν να κάθεται απόμερα σε μια γωνιά και του πετούσαν αποφάγια και κόκαλα σαν να ήταν σκύλος, και γι’ αυτό εκείνος έπειτα πήγαινε και τους κατουρούσε σαν σκύλος, ώσπου τελικά σταμάτησαν να τον καλούν.

Έλεγε ότι μπορούσε να κυβερνήσει εύκολα όχι μόνο οποιονδήποτε άνθρωπο αλλά και ένα έθνος ολόκληρο, αλλά δεν το έκανε γιατί δεν ήθελε σκοτούρες ή γιατί προτιμούσε να τεμπελιάζει.

Σε ένα από τα πολλά ταξίδια του τον έπιασαν οι πειρατές και τον πούλησαν για σκλάβο σε έναν πλούσιο Κορίνθιο, ο οποίος τον ρώτησε τι ήξερε να κάνει καλύτερα. Κι ο Διογένης αποκρίθηκε: «Να κυβερνώ τους ανθρώπους». Ο Κορίνθιος του εμπιστεύθηκε τα παιδιά του και έπειτα τον οίκο του και όλες του τις υποθέσεις. Τον αποκαλούσε «η μεγαλοφυία του σπιτιού μου».

Όταν ο Διογένης του είπε ότι ήταν εγωιστικό και ανήθικο να κρατά μια τόσο υπέρμετρη μεγαλοφυΐα μόνο για τον εαυτό του ενώ μπορούσε όλος ο κόσμος να ωφεληθεί από αυτήν, εκείνος του χάρισε την ελευθερία του.

Μια εποχή, ο Διογένης συνήθιζε να κυκλοφορεί μέρα-νύχτα κρατώντας ένα φανάρι, κι όταν τον ρωτούσαν γιατί το έκανε αυτό, έλεγε «ψάχνω για έναν τίμιο άνθρωπο», θεωρούσε ότι σχεδόν όλοι οι άνθρωποι δεν ήταν παρά όρθια ζώα κι ότι το πιο σπάνιο πράγμα στον κόσμο ήταν ένας αληθινά τίμιος άνθρωπος.

Έκανε συχνά τέτοια πράγματα, θα ‘λεγε κανείς ότι ήταν κάτι σαν διδακτικό σώου, ίσως για να μεταδώσει κάτι με νόημα. Πολλές φορές όταν ο κόσμος έφευγε από ένα θέαμα που είχε τελειώσει, τότε πήγαινε αυτός να μπει στον χώρο του θεάματος, κι όταν τον ρωτούσαν γιατί το έκανε αυτό, έλεγε «επειδή δεν υπάρχει τίποτε να δω, αλλά εγώ, σε αντίθεση με εσάς, το γνωρίζω».

Μερικές φορές καθόταν και ζητιάνευε από τα αγάλματα των θεών, με μεγάλη επιμονή. Όταν τον ρωτούσαν γιατί έκανε αυτό το τρελό πράγμα, έλεγε ότι «εκπαιδευόταν στην αποτυχία».

Στην Αθήνα ο Διογένης έδωσε μια πολύ μεγάλη ώθηση στον Αστεϊσμό. Χρησιμοποιούσε το λογοπαίγνιο ως «Κύνας» (σκυλί) «δαγκώνοντας τους φίλους για να τους διορθώσει» Καθόταν και διάβαζε όλες εκείνες τις αναθηματικές επιγραφές που απόθεταν οι πιστοί στους ναούς γιατί είχαν σωθεί χάρη σε κάποιον θεό, και έλεγε κουνώντας το κεφάλι: «Κι όμως, θα ήταν πολύ περισσότερες αν και εκείνοι που δεν είχαν σωθεί, είχαν κάνει αφιερώσεις».

Κάποτε, όπως αναφέρει ο Διογένης Λαέρτιος, συναντώντας μια γυναίκα που προσκυνούσε καταγής με ευλάβεια μια ιερή εικόνα, ο Διογένης της είπε: «Πρόσεξε, γιατί με τόσους θεούς που κυκλοφορούν, μπορεί να υπάρχει και κάποιος από πίσω σου και να του δείχνεις τα πισινά σου»

Ο Αριστοτέλης που, μεταξύ άλλων, είχε για δάσκαλό του και τον Διογένη, παρότρυνε τον μαθητή του Αλέξανδρο τον Μακεδόνα να επισκεφθεί τον Κυνικό σοφό. Έτσι, κάποτε ο βασιλιάς Αλέξανδρος παρουσιάστηκε μπροστά στον Διογένη, ο οποίος ήταν ξαπλωμένος στο έδαφος και λιαζόταν ευχαριστημένος. Ο Αλέξανδρος τον ρώτησε τι θα ήθελε να του δώσει. Ο Διογένης του έδωσε τη θρυλική απάντηση: «Κάνε πιο πέρα γιατί μου κρύβεις τον ήλιο. Μη μου στερείς αυτό που δεν μπορείς να μου δώσεις.» Ο Αλέξανδρος είπε πως, αν δεν ήταν ο Αλέξανδρος, θα ήθελε να είναι ο Διογένης. Λέγεται ότι πέθαναν την ίδια μέρα, ο ένας βασιλιάς και φτωχός, ο άλλος ζητιάνος και πλούσιος.

Επίσης δεν αναγνώριζε τους κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς, καθώς και τον θεσμό του γάμου. Τους αρχηγούς του δήμου τους αποκαλούσε «όχλου διακόνους». Πίστευε πως η πολιτεία δεν χρειάζεται, ούτε και η οικογένεια. Οι άνθρωποι, άντρες και γυναίκες, θα παντρεύονται, χωρίς να εξαναγκάζονται να ζουν κάτω από ορισμένες βιοτικές συνθήκες. Τα παιδιά που θα γεννιούνται από τους τέτοιους ελεύθερους γάμους, θα ανατρέφονται από το κοινό και δε θα ξέρουν ποιοι είναι οι γονείς τους. Έτσι θα πραγματοποιηθεί η αδελφοσύνη και η ισότητα (Διογ. Λαέρτ., VI, 80).

Ακόμα, δεν έδινε καμιά σημασία στην αντίθεση του δουλικού και ελεύθερου βίου. Μια που γι’ αυτόν η πολιτειακή οργάνωση ήταν ένας αντιφυσικός θεσμός, τη δουλεία δεν την αναγνώριζε ως νόμιμη κατάσταση, αφού μάλιστα αρνείτο και το θεσμό της ιδιοκτησίας. Φυσικά, έχοντας τέτοιες αντιλήψεις, ούτε για τη δουλειά ενδιαφέρονταν, ούτε δίδασκε τον μόχθο, όπως ο Αντισθένης.

Σε κάποιον που τον κατηγορούσε ότι πήγαινε και χωνόταν σε μέρη ακάθαρτα, ο Διογένης απάντησε: «Και ο ήλιος μπαίνει στα αποχωρητήρια αλλά δεν λερώνεται».

Όποιος δεν γελά ποτέ δεν είναι σοβαρό άτομο

Ένας Σκοτσέζος κέρδισε ένα εκατομμύριο λίρες στερλίνες στο ΠPOΠO και του έδωσαν τα χρήματα σε χαρτονομίσματα των δέκα στερλίνων. “Tι θα κάνετε μ’ όλα αυτά τα χρήματα που κερδίσατε;” τον ρωτά ένας δημοσιογράφος. “Θα τα ξαναμετρήσω με την ησυχία μου”, απαντά ατάραχος ο Σκοτσέζος. Μπορεί να μη γελάσατε, οπωσδήποτε όμως θ’ αναγνωρίσατε ότι πρόκειται για ανέκδοτο. Γιατί όμως τα αστεία, τα ευφυολογήματα ή οι εξυπνάδες μάς κάνουν να γελάμε; Tι ακριβώς συμβαίνει στο νου μας όταν τα ακούμε; Aυτό το θέμα δεν απασχολεί μόνο τους κωμικούς, οι οποίοι λόγω επαγγέλματος οφείλουν να γνωρίζουν τι προκαλεί γέλιο για να το εκμεταλλευτούν στην επινόηση νέων αστείων και κωμικών καταστάσεων. Φιλόσοφοι, γλωσσολόγοι, ανθρωπολόγοι και ψυχολόγοι θεωρούσαν ανέκαθεν το κωμικό ως σημαντικό αντικείμενο έρευνας. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, ώστε υπολογίζεται πως υπάρχουν πάνω από εκατό διαφορετικές θεωρίες γύρω από το ζήτημα.

Η πηγή του χιούμορ

Ο Πλάτωνας είχε ήδη ορίσει από την αρχαιότητα το κωμικό ως το αυτάρεσκο αίσθημα ανωτερότητας, το οποίο νιώθουμε αποκλειστικά εμείς οι άνθρωποι. Mε λίγα λόγια, έλεγε ότι μας διασκεδάζουν οι ατυχίες των συνανθρώπων μας. Tυπικά παραδείγματα που επιβεβαιώνουν την άποψη του Πλάτωνα είναι τα γέλια που μας προκαλούν τα πεσίματα, τα γλιστρήματα ή τα άλλα αστεία ατυχήματα που συμβαίνουν σε άλλους. Σχεδόν πάντα γελάμε μ’ αυτές τις κωμικοτραγικές καταστάσεις, επειδή θεωρούμε τον εαυτό μας πιο έξυπνο από τον εκάστοτε άτυχο συνάνθρωπό μας. Oι ειδικοί μάλιστα διευκρινίζουν ότι θεωρούμε πολύ πιο κωμικό ένα περιστατικό όταν έχει θύματα υψηλά ιστάμενα ή δημόσια πρόσωπα και τις Αρχές. Επιπλέον, όσο περισσότερο απροσδόκητη είναι μια τέτοια κατάσταση τόσο περισσότερο γέλιο μάς προκαλεί. Έτσι εξηγείται γιατί μας διασκεδάζουν περισσότερο τα αυθόρμητα και απρόβλεπτα κωμικά επεισόδια παρά οι προσχεδιασμένες κωμικές καταστάσεις.

Ποιες καταστάσεις όμως προκαλούν την έκρηξη του γέλιου; Eίναι αδύνατο να δοθεί απόλυτος ορισμός της “διασκεδαστικής” κατάστασης. Όπως ο καθένας από μας αντιλαμβάνεται διαφορετικά την πραγματικότητα, ακριβώς το ίδιο ισχύει και για την “κωμικότητα”. Πέρα όμως από τις ποικίλες υποκειμενικές αντιδράσεις, όλοι οι ειδικοί που μελετούν την αίσθηση του χιούμορ συμφωνούν ότι ορισμένες καταστάσεις μάς κάνουν να γελάμε περισσότερο από άλλες επειδή διαθέτουν κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Ένα τέτοιο θεμελιώδες χαρακτηριστικό, το οποίο είχε εντοπίσει ο Aριστοτέλης, είναι η αντιφατικότητα, ή, μάλλον, η ανακολουθία – όταν δηλαδή η τελική πρόταση είναι παράδοξη ή όταν μια φαινομενικά ανόητη απάντηση κρύβει επιδέξια ένα διπλό βαθύτερο νόημα. Όλοι διαθέτουμε μέσα στον εγκέφαλό μας μια νοητική δομή η οποία αποτελεί τη σύνθεση όλων των προηγούμενων εμπειριών μας. Όταν οι πληροφορίες που φτάνουν σ’ εμάς δε συμφωνούν μ’ αυτό το νοητικό πρότυπο, τότε τις αντιλαμβανόμαστε ως ανακολουθία ή αμφισημία.

Ένα παράδειγμα; Στη γωνία του δρόμου στέκεται ο τρελός του χωριού. Στο χέρι του κρατά ένα καλάμι ψαρέματος με το αγκίστρι να αιωρείται πάνω από ένα αναποδογυρισμένο καπέλο. Ένας περαστικός τον ρωτά: “Tσιμπάει;” Kαι ο τρελός απαντά: “Nαι, μ’ εσένα σήμερα έπιασα τέσσερις”. Θα μπορούσαμε να διακρίνουμε δύο φάσεις σ’ αυτό το ανέκδοτο. Στην πρώτη εντοπίζουμε την κατάσταση (ένας τρελός ψαρεύει μέσα από ένα καπέλο), η οποία όμως διαψεύδεται από την τελική πρόταση (“Tσιμπάει; Nαι, μ’ εσένα σήμερα έπιασα τέσσερις”), οπότε αντιλαμβανόμαστε ότι υπάρχει κάποια ανακολουθία. Στη δεύτερη φάση προσπαθούμε να δώσουμε νόημα στην τελική πρόταση συσχετίζοντας τα δύο ανακόλουθα μέρη (εκείνος που έκανε τον έξυπνο αποδεικνύεται ανόητος και ο πραγματικά έξυπνος είναι ο τρελός).

Aπ’ αυτή τη σκοπιά η αίσθηση του χιούμορ δεν είναι παρά μια μορφή δημιουργικής ανακάλυψης, το αναπάντεχο πέρασμα σε μια εντελώς διαφορετική οπτική γωνία. Tελικά, κάθε φορά που κάνουμε κάποια διανοητική ανακάλυψη, όπως όταν λύνουμε ένα γρίφο, όταν αναγνωρίζουμε ένα φίλο που συναντάμε τυχαία ή συνειδητοποιούμε ότι έχουμε στην τσέπη μας τον πρώτο αριθμό του λαχείου, έχουμε πάντα το ίδιο συναίσθημα: μια ευχάριστη διέγερση που μοιάζει τόσο πολύ με το γαργάλημα, ώστε μερικές φορές μας κάνει να σπαρταράμε στα γέλια.

Aπ’ ό,τι φαίνεται, δεν υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των διαφορετικών πολιτισμών ή των εθνών όσον αφορά στην αίσθηση του χιούμορ. Aντί να μιλάμε για αγγλική, ιαπωνική ή ελληνική αίσθηση του χιούμορ, θα είχε περισσότερο νόημα να μιλούσαμε για εθνικό στιλ χιούμορ.

Όλοι, για παράδειγμα, αναγνωρίζουν το φλεγματικό χιούμορ των Άγγλων, το οποίο χαρακτηρίζεται έτσι επειδή τείνει ν’ αποκλείσει εκείνα τα συστατικά –την επιθετικότητα και τα σεξουαλικά υπονοούμενα– που προσθέτουν ζωτικότητα και ειρωνεία στα αστεία, περιορίζοντάς τα έτσι σε μια συλλογή από ευφυολογήματα και λογοπαίγνια. Στην πραγματικότητα, αυτός ο ορισμός του χιούμορ θα μπορούσε να εφαρμοστεί στα αποφθέγματα του Ιρλανδού συγγραφέα Όσκαρ Oυάιλντ: “Η μόνη δυνατή συμπεριφορά απέναντι σε μια γυναίκα είναι να κάνετε έρωτα μαζί της αν είναι ωραία, ή με κάποια άλλη αν είναι άσχημη”.

Όμως ανεξάρτητα από το φύλο ή την εθνικότητα η αίσθηση του χιούμορ διαφέρει αρκετά από άτομο σε άτομο, κάτι που εξαρτάται μεταξύ άλλων κι από την εκπαίδευση που δέχεται κάποιος. Αυτό για το οποίο μπορούμε να είμαστε βέβαιοι είναι ότι όποιος δε γελά ποτέ αντιμετωπίζει σίγουρα κάποιο ψυχολογικό πρόβλημα.

Όπως έλεγε και ο μεγάλος συνθέτης Φ. Σοπέν, “όποιος δε γελά ποτέ δεν είναι σοβαρό άτομο”.

Το έντομο που μυρίζει τον καρκίνο

Ελπίδα για έγκαιρη διάγνωση

Η μελέτη της γαλλικής διεπιστημονικής ομάδας (Εθνικό Κέντρο Επιστημονικής Έρευνας της Γαλλίας / CNRS, Πανεπιστήμιο της Σορβόννης, Ινστιτούτο Κιουρί και Γαλλικό Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας και Ιατρικών Ερευνών) έρχεται να δώσει ελπίδα και για έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου και την αποτελεσματικότερη αντιμετώπισή του.

Σε μια χρονική στιγμή που η επιστημονική κοινότητα χτυπάει το καμπανάκι του κινδύνου και προειδοποιεί ότι λόγω της πανδημίας και της αποχής του κόσμου από τις καθιερωμένες εξετάσεις, θα αυξηθούν οι ασθενείς με καρδιακά προβλήματα και καρκίνους, η έρευνα των Γάλλων μας φέρνει ευχάριστα νέα.

Οι κεραίες των μυρμηγκιών είναι ένα όπλο στα χέρια μας καθώς φαίνεται ότι μπορούν να μυρίσουν την ασθένεια.

Πιο συγκεκριμένα τα μυρμήγκια Formica fusca, ένα είδος του εντόμου με δυνατή όσφρηση, που χρησιμοποίησαν στα πειράματα οι ερευνητές, κατάφεραν να διακρίνουν τα καρκινικά από τα υγιή ανθρώπινα κύτταρα καθώς και διαφορετικές καρκινικές κυτταρικές γραμμές.

Κατά το παρελθόν έχουν ξαναχρησιμοποιηθεί ζώα, και μάλιστα με επιτυχία, για τον εντοπισμό του καρκίνου, και συγκεκριμένα οι σκύλοι, αλλά η συγκεκριμένη εξέλιξη είναι ελπιδοφόρα, καθώς τα μυρμήγκια εκπαιδεύονται πιο εύκολα και είναι περισσότερα σε αριθμό, και αναπαράγονται πιο εύκολα.

Οταν τα πάθη ξεπερνούν τη λογική

Ήταν μια τραγική αλυσίδα λαθών. Η δεκατετράχρονη Ματίλντα Κράμπτρι ήθελε να σκαρώσει μια απλή φάρσα στον πατέρα της. Πήδηξε λοιπόν από το ντουλάπι, όπου είχε σκαρφαλώσει, και φώναξε «Μπου-ου!» στους γονείς της που επέστρεφαν, στη μία τη νύχτα, από ένα φιλικό σπίτι.

Όμως ο Μπόμπι Κράμπτρι και η γυναίκα του νόμιζαν ότι η Ματίλντα θα έμενε με φίλους της εκείνη τη νύχτα. Μπαίνοντας στο σπίτι και ακούγοντας θόρυβο, ο κύριος Κράμπτρι έπιασε το τριανταπεντάρι του και πήγε στο δωμάτιο της Ματίλντα για να ελέγξει. Καθώς η κόρη του πηδούσε από το ντουλάπι, ο Κράμπτρι την πυροβόλησε στο λαιμό. Η Ματίλντα Κράμπτρι ξεψύχησε δώδεκα ώρες αργότερα.

Μια συναισθηματική κληρονομιά της ανθρώπινης εξέλιξης είναι ο φόβος που μας ωθεί να προστατεύσουμε την οικογένεια μας από τον κίνδυνο. Αυτή η παρόρμηση υπαγόρευσε στον Μπόμπι Κράμπτρι να πάρει το όπλο του και να ερευνήσει το σπίτι του για τον εισβολέα που νόμισε ότι κρυβόταν εκεί. Ο φόβος τον έσπρωξε να πυροβολήσει πριν καλά-καλά μπορέσει να αντιληφθεί τι ήταν αυτό που πυροβολούσε, πριν καν μπορέσει να αναγνωρίσει τη φωνή της κόρης του. Αυτόματες αντιδράσεις αυτού του τύπου έχουν χαραχθεί βαθιά στο νευρικό μας σύστημα, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των εξελικτικών βιολόγων, επειδή επί μια πολύ μακρά και κρίσιμη περίοδο στην ανθρώπινη πρόίστορία από αυτές τις αντιδράσεις εξαρτιόταν άμεσα η επιβίωση ή ο θάνατος. Ακόμα πιο σπουδαίο ρόλο έπαιζαν στο κύριο έργο της εξέλιξης. στην ικανότητα του ατόμου να φέρει στον κόσμο απογόνους που θα μπορούσαν να μεταβιβάσουν αυτές ακριβώς τις γενετικές προδιαθέσεις — τραγική ειρωνεία, αν σκεφθεί κανείς την τραγωδία στο σπίτι των Κράμπτρι.

Ενώ όμως τα συναισθήματα μας υπήρξαν σοφοί καθοδηγητές μας για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα της εξέλιξης μας, τα νέα δεδομένα που παρουσιάζει ο πολιτισμός ξεπρόβαλαν με τέτοια ταχύτητα που ο αργός ρυθμός της εξέλιξης δεν μπορεί πια να προφθάσει. Πράγματι, οι πρώτοι ηθικοί κανόνες και εντολές (ο Κώδικας του Χαμμουραμπί, οι Δέκα Εντολές των Εβραίων, τα Διατάγματα του Αυτοκράτορα Ασόκα) μπορούν να ερμηνευθούν ως απόπειρες να χαλιναγωγηθεί, να καθυποταχθεί και να εξημερωθεί η συναισθηματική ζωή. Καθώς περιέγραψε ο Φρόιντ στο έργο του με τίτλο Ο Πολιτισμός Πηγή Δυστυχίας, η κοινωνία υποχρεώθηκε να επιβάλει από τα έξω κανόνες με στόχο να καθυποτάξει την πλημμυρίδα της συναισθηματικής περίσσειας που ξεχείλιζε τόσο αβίαστα από μέσα.

Παρ’ όλους τους κοινωνικούς αυτούς περιορισμούς, τα πάθη ανέκαθεν ξεπερνούσαν τη λογική. Αυτό το δεδομένο της ανθρώπινης φύσης προκύπτει από τη βασική αρχιτεκτονική δομή της νοητικής ζωής.

Αν το βλέπαμε σύμφωνα με το βιολογικό σχέδιο του βασικού νευρωνικού κυκλώματος του συναισθήματος, τα στοιχεία με τα οποία γεννιόμαστε είναι αυτά που λειτούργησαν καλύτερα για τις τελευταίες πενήντα χιλιάδες γενιές ανθρώπων, όχι για τις τελευταίες πεντακόσιες —και σίγουρα όχι για τις τελευταίες πέντε. Οι αργές, αποφασιστικές δυνάμεις της εξέλιξης που διαμόρφωσαν τα συναισθήματα μας ολοκλήρωσαν το έργο τους μέσα σε ένα εκατομμύριο χρόνια. Τα τελευταία 10.000 χρόνια -παρόλο που στάθηκαν μάρτυρες της γοργής ανάπτυξης του ανθρώπινου πολιτισμού και της έκρηξης του ανθρώπινου πληθυσμού από πέντε εκατομμύρια σε πέντε δισεκατομμύρια ανθρώπους— άφησαν λιγοστά ίχνη πάνω στο βιολογικό κώδικα της συναισθηματικής ζωής.

Καλώς ή κακώς, η εκτίμηση κάθε προσωπικής εμπειρίας και ο τρόπος με τον οποίο αντιδρούμε σ’ αυτήν διαμορφώνονται όχι μόνο από τις λογικές κρίσεις μας ή την ατομική μας ιστορία, αλλά και από το απώτατο παρελθόν των προγόνων μας. Αυτό συνήθως μάς προικίζει με κάποιες συχνά ολέθριες ροπές, όπως μαρτυρούν τα τραγικά γεγονότα στο σπίτι των Κράμπτρι. Με λίγα λόγια, πολύ συχνά αντιμετωπίζουμε τα μεταμοντέρνα διλήμματα με ένα συναισθηματικό οπλισμό που έχει κατασκευαστεί για να καλύπτει τις ζωτικές ανάγκες της Πλειστόκαινης Περιόδου!

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της

7.7.1. Αρχιτεκτονικά γλυπτά του 4ου αιώνα π.Χ.


Το πρώτο σημαντικό σύνολο αρχιτεκτονικών γλυπτών του 4ου αιώνα π.Χ. που μας έχει σωθεί προέρχεται από τον ναό του Ασκληπιού στην Επίδαυρο και περιλαμβάνει τις συνθέσεις των δύο αετωμάτων και τα αντίστοιχα ακρωτήρια (τρία στην κάθε πλευρά). Ο ναός μαζί με τον διάκοσμο του χρονολογείται, όπως είδαμε, γύρω στο 380 π.Χ. Τα γλυπτά εκτίθενται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο· σώζονται αποσπασματικά, αλλά η προσεκτική εξέτασή τους οδήγησε τελικά σε μιαν ασφαλή αποκατάσταση. Στο αέτωμα της ανατολικής πλευράς εικονιζόταν η άλωση της Τροίας, στο κεντρικό ακρωτήριο η αρπαγή της Αίγλης (ή Κορωνίδας), της μητέρας του Ασκληπιού, από τον Απόλλωνα, και στα πλαϊνά ακρωτήρια δύο φτερωτές Νίκες. Στη δυτική πλευρά το αέτωμα δείχνει μιαν Αμαζονομαχία που διαδραματίστηκε στη διάρκεια του Τρωικού Πολέμου, όταν η βασίλισσα των Αμαζόνων Πενθεσίλεια ήρθε να βοηθήσει τους Τρώες, αλλά τη σκότωσε σε μονομαχία ο Αχιλλέας. Το κεντρικό ακρωτήριο είναι μια Νίκη με ένα πουλί (ίσως πέρδικα) στη δεξιά μασχάλη και τα πλαϊνά δύο Αύρες (θεές των ανέμων) καθισμένες πλάγια στα άλογά τους.

Στο κέντρο της παράστασης του δυτικού αετώματος μια έφιππη Αμαζόνα, πιθανότατα η Πενθεσίλεια, έχει χτυπήσει με το δόρυ της έναν γυμνό Έλληνα, που πέφτει στο έδαφος κάτω από το άλογό της, ενώ ένας άλλος Έλληνας (ίσως ο Αχιλλέας), επίσης γυμνός, επιτίθεται εναντίον της. Το σύμπλεγμα των αντιπάλων επαναλαμβάνει ένα γνωστό μοτίβο (το συναντούμε π.χ. στο επιτύμβιο ανάγλυφο του Δεξίλεω), υιοθετεί όμως τολμηρές για την εποχή λύσεις με τη διαγώνια τοποθέτηση των μορφών και τη συστροφή των σωμάτων. Τα γλυπτά του ανατολικού αετώματος διατηρούνται λιγότερο καλά, είναι όμως βέβαιο ότι η σύνθεση περιλάμβανε δύο επεισόδια που στάθηκαν μοιραία για τους Έλληνες, τον φόνο του Πριάμου και του μικρού εγγονού του Αστυάνακτα από τον γιο του Αχιλλέα Νεοπτόλεμο επάνω στον βωμό και τον βιασμό της Κασσάνδρας από τον Αίαντα τον Λοκρό μπροστά στο Παλλάδιον (το ιερό άγαλμα της Αθηνάς).

Οι οικοδομικές επιγραφές μάς παραδίδουν τα ονόματα των καλλιτεχνών που εργάστηκαν στα γλυπτά του ναού. Το χρυσελεφάντινο λατρευτικό άγαλμα του Ασκληπιού ήταν έργο του Πάριου Θρασυμήδη, όπως μας πληροφορεί ο Παυσανίας (Ελλάδος περιήγησις 2.27.2), ο οποίος το περιγράφει ως εξής:

«Το άγαλμα του Ασκληπιού στο μέγεθος είναι το μισό του Ολυμπίου Δία της Αθήνας, κατασκευασμένο από ελεφαντόδοντο και χρυσάφι. Μια επιγραφή αναφέρει πως ο καλλιτέχνης είναι ο Πάριος Θρασυμήδης, γιος του Αριγνώτου. Ο θεός κάθεται σε θρόνο κρατώντας βακτηρία, ενώ το άλλο του χέρι το έχει επάνω στο κεφάλι του φιδιού· είναι φτιαγμένο και ένα σκυλί ξαπλωμένο πλάι του. Στο θρόνο υπάρχουν ανάγλυφες παραστάσεις με κατορθώματα Αργείων ηρώων, του Βελλεροφόντη με τη Χίμαιρα και του Περσέα, που έκοψε το κεφάλι της Μέδουσας.».

Ο γλύπτης ενός μέρους από τα γλυπτά των αετωμάτων λεγόταν Εκτορίδας. Ένας άλλος γλύπτης που το όνομά του αρχίζει από Θεο-, έκανε τα ακρωτήρια της ανατολικής πλευράς. Οι πολύ δεξιοτεχνικά δουλεμένες μορφές των ακρωτηρίων της δυτικής πλευράς, που συμβαίνει να σώζονται καλύτερα, είναι έργα του Τιμοθέου, ενός γλύπτη που εργάστηκε αργότερα και στο Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού. Ο ίδιος καλλιτέχνης κατασκεύασε και τους τύπους, δηλαδή μια σειρά από ανάγλυφα, τα οποία κοσμούσαν ίσως τη βάση του αγάλματος του Ασκληπιού.

Εξαιρετικά πλούσιος και σημαντικός για τη μελέτη της τέχνης του 4ου αιώνα π.Χ. ήταν ο γλυπτός διάκοσμος του Μαυσωλείου της Αλικαρνασσού, για την κατασκευή του οποίου είχαν δουλέψει, όπως είδαμε, τέσσερις από τους πιο άξιους καλλιτέχνες της εποχής. Τα γλυπτά ήταν όλα από λευκό μάρμαρο και περιλάμβαναν πολυπρόσωπες συνθέσεις τοποθετημένες επάνω σε βάσεις στο κάτω μέρος του ποδίου, ανάγλυφες ζωφόρους με παραστάσεις Αμαζονομαχίας, Κενταυρομαχίας και αρματοδρομίας στο επάνω μέρος του ποδίου, και στο επάνω μέρος του τοίχου, εσωτερικά του πτερού, ανδρικά και γυναικεία αγάλματα ανάμεσα στους κίονες, και μια σειρά από λιοντάρια στη βάση της πυραμίδας που αποτελούσε τη στέγη του κτηρίου. Στην κορυφή της πυραμίδας υπήρχε ένα τέθριππο άρμα πολύ μεγάλων διαστάσεων, επάνω στο οποίο βρίσκονταν τα αγάλματα του Μαυσώλου και της Αρτεμισίας. Το Μαυσωλείο ήταν επίσης, όσο γνωρίζουμε, το πρώτο αρχαίο κτήριο που διέθετε φατνώματα οροφής διακοσμημένα με ανάγλυφες παραστάσεις.

Τα περισσότερα από τα σωζόμενα γλυπτά του Μαυσωλείου βρίσκονται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο. Από αυτά διατηρούνται σε καλή κατάσταση δύο υπερφυσικού μεγέθους αγάλματα, ένα ανδρικό ντυμένο με χιτώνα και ιμάτιο και ένα γυναικείο με όμοια ενδυμασία, τα οποία ονομάζονται συμβατικά «Μαύσωλος» και «Αρτεμισία», αν και γνωρίζουμε ότι δεν είναι αυτά που βρίσκονταν στο άρμα στην κορυφή του μνημείου, καθώς και μεγάλα τμήματα από μια ζωφόρο με Αμαζονομαχία και μικρότερα από μια ζωφόρο με Κενταυρομαχία και μια με αρματοδρομία. Οι πλάκες αυτές προέρχονται από διαφορετικές πλευρές του κτηρίου και έχουν μεταξύ τους σημαντικές τεχνοτροπικές διαφορές, επιβεβαιώνοντας έτσι την πληροφορία ότι τα γλυπτά σε κάθε πλευρά του Μαυσωλείου ήταν έργα διαφορετικού καλλιτέχνη. Δεν υπάρχει, ωστόσο, ομοφωνία μεταξύ των αρχαιολόγων για την απόδοση των σωζόμενων τμημάτων της ζωφόρου με την Αμαζονομαχία σε συγκεκριμένους καλλιτέχνες από τους τέσσερις που αναφέρει ο Πλίνιος, δηλαδή τον Τιμόθεο, τον Σκόπα, τον Λεωχάρη και τον Βρύαξη.

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΑΙΣΧΙΝΗΣ, ΚΑΤΑ ΤΙΜΑΡΧΟΥ

ΑΙΣΧΙΝ 1.1–7

Προοίμιον: Οι λόγοι που επέβαλαν την αγωγή – Σημασία της τήρησης των νόμων – Η μέριμνα των παλαιών νομοθετών για την ηθική διαπαιδαγώγηση των πολιτών

Ο Τίμαρχος ανήκε στη μερίδα του Δημοσθένη και μετά την υπογραφή της "Φιλοκρατείου ειρήνης" (346 π.Χ.) κατηγόρησε τον Αισχίνη για παραπρεσβείαν (βλ. και τον ομώνυμο λόγο του τελευταίου). Ο Αισχίνης με τη σειρά του, προσπαθώντας να αναβάλει ή να ματαιώσει τη δίκη αυτή, επικαλέστηκε τον νόμο για τη δοκιμασίαν των ρητόρων, δηλαδή ανάγκασε τον Τίμαρχο να αποδείξει σε δίκη ότι δεν είχε υποπέσει σε αδικήματα τα οποία στερούσαν από τους Αθηναίους το δικαίωμα να παίρνουν το λόγο σε δημόσιες συνελεύσεις.

[1] Οὐδένα πώποτε τῶν πολιτῶν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι,
οὔτε γραφὴν γραψάμενος οὔτ’ ἐν εὐθύναις λυπήσας, ἀλλ’
ὡς ἔγωγε νομίζω μέτριον ἐμαυτὸν πρὸς ἕκαστα τούτων
παρεσχηκώς, ὁρῶν δὲ τήν τε πόλιν μεγάλα βλαπτομένην
ὑπὸ Τιμάρχου τουτουὶ δημηγοροῦντος παρὰ τοὺς νόμους,
καὶ αὐτὸς ἰδίᾳ συκοφαντούμενος (ὃν δὲ τρόπον, προϊόν-
τος ἐπιδείξω τοῦ λόγου), 

[2] ἕν τι τῶν αἰσχίστων ἡγησά-
μην εἶναι μὴ βοηθῆσαι τῇ τε πόλει πάσῃ καὶ τοῖς νόμοις
καὶ ὑμῖν καὶ ἐμαυτῷ· εἰδὼς δ’ αὐτὸν ἔνοχον ὄντα οἷς ὀλίγῳ
πρότερον ἠκούσατε ἀναγιγνώσκοντος τοῦ γραμματέως,
ἐπήγγειλα αὐτῷ τὴν δοκιμασίαν ταυτηνί. καὶ ὡς ἔοικεν, ὦ
ἄνδρες Ἀθηναῖοι, οἱ εἰωθότες λόγοι λέγεσθαι ἐπὶ τοῖς
δημοσίοις ἀγῶσιν οὐκ εἰσὶ ψευδεῖς· αἱ γὰρ ἴδιαι ἔχθραι
πολλὰ πάνυ τῶν κοινῶν ἐπανορθοῦσι.

[3] Τοῦ μὲν οὖν ὅλου ἀγῶνος φανήσεται οὔθ’ ἡ πόλις
αἰτία οὖσα Τιμάρχῳ οὔθ’ οἱ νόμοι οὔθ’ ὑμεῖς οὔτ’ ἐγώ, ἀλλ’
αὐτὸς οὗτος ἑαυτῷ. οἱ μὲν γὰρ νόμοι προεῖπον αὐτῷ αἰσ-
χρῶς βεβιωκότι μὴ δημηγορεῖν, ἐπίταγμα, ὥς γε δὴ ἐγὼ
κρίνω, οὐ χαλεπὸν ἐπιτάξαντες, ἀλλὰ καὶ πάνυ ῥᾴδιον·
ἐμὲ δ’ ἐξῆν αὐτῷ, εἰ ἐσωφρόνει, μὴ συκοφαντεῖν. περὶ μὲν
οὖν τούτων μετρίως ἐλπίζω μοι προειρῆσθαι.

[4] Οὐκ ἀγνοῶ δέ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἃ μέλλω ἐν πρώ-
τοις λέγειν, ὅτι φανεῖσθε καὶ ἑτέρων πρότερον ἀκηκοότες·
ἀλλά μοι δοκεῖ καιρὸς εἶναι καὶ ἐμὲ νῦν πρὸς ὑμᾶς τῷ αὐτῷ
λόγῳ χρήσασθαι. ὁμολογοῦνται γὰρ τρεῖς εἶναι πολιτεῖαι
παρὰ πᾶσιν ἀνθρώποις, τυραννὶς καὶ ὀλιγαρχία καὶ δημο-
κρατία· διοικοῦνται δ’ αἱ μὲν τυραννίδες καὶ ὀλιγαρχίαι
τοῖς τρόποις τῶν ἐφεστηκότων, αἱ δὲ πόλεις αἱ δημοκρατού-
μεναι τοῖς νόμοις τοῖς κειμένοις. 

[5] εὖ δ’ ἴστε, ὦ ἄνδρες Ἀθη-
ναῖοι, ὅτι τὰ μὲν τῶν δημοκρατουμένων σώματα καὶ τὴν
πολιτείαν οἱ νόμοι σῴζουσι, τὰ δὲ τῶν τυράννων καὶ ὀλι-
γαρχικῶν ἀπιστία καὶ ἡ μετὰ τῶν ὅπλων φρουρά. φυλα-
κτέον δὴ τοῖς μὲν ὀλιγαρχικοῖς καὶ τοῖς τὴν ἄνισον πολι-
τείαν πολιτευομένοις τοὺς ἐν χειρῶν νόμῳ τὰς πολιτείας
καταλύοντας, ὑμῖν δὲ τοῖς τὴν ἴσην καὶ ἔννομον πολιτείαν
ἔχουσι τοὺς παρὰ τοὺς νόμους ἢ λέγοντας ἢ βεβιωκότας·
ἐντεῦθεν γὰρ ἰσχύσετε, ὅταν εὐνομῆσθε καὶ μὴ καταλύη-
σθε ὑπὸ τῶν παρανομούντων. 

[6] προσήκειν δὲ ἔγωγε νομίζω,
ὅταν μὲν νομοθετῶμεν, τοῦθ’ ἡμᾶς σκοπεῖν, ὅπως καλῶς
ἔχοντας καὶ συμφέροντας νόμους τῇ πολιτείᾳ θησόμεθα,
ἐπειδὰν δὲ νομοθετήσωμεν, τοῖς νόμοις τοῖς κειμένοις πεί-
θεσθαι, τοὺς δὲ μὴ πειθομένους κολάζειν, εἰ δεῖ τὰ τῆς
πόλεως καλῶς ἔχειν.

Σκέψασθε γάρ, ὦ Ἀθηναῖοι, ὅσην πρόνοιαν περὶ σω-
φροσύνης ἐποιήσατο ὁ Σόλων ἐκεῖνος, ὁ παλαιὸς νομοθέ-
της, καὶ ὁ Δράκων καὶ οἱ κατὰ τοὺς χρόνους ἐκείνους νο-
μοθέται. 

[7] πρῶτον μὲν γὰρ περὶ τῆς σωφροσύνης τῶν παί-
δων τῶν ἡμετέρων ἐνομοθέτησαν, καὶ διαρρήδην ἀπέδει-
ξαν, ἃ χρὴ τὸν παῖδα τὸν ἐλεύθερον ἐπιτηδεύειν, καὶ ὡς
δεῖ αὐτὸν τραφῆναι, ἔπειτα δεύτερον περὶ τῶν μειρακίων,
τρίτον δ’ ἐφεξῆς περὶ τῶν ἄλλων ἡλικιῶν, οὐ μόνον περὶ
τῶν ἰδιωτῶν, ἀλλὰ καὶ περὶ τῶν ῥητόρων. καὶ τούτους τοὺς
νόμους ἀναγράψαντες ὑμῖν παρακατέθεντο, καὶ ὑμᾶς
αὐτῶν ἐπέστησαν φύλακας.