Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἱππόλυτος (1416-1445)

ΑΡ. ἔασον· οὐ γὰρ οὐδὲ γῆς ὑπὸ ζόφον
θεᾶς ἄτιμοι Κύπριδος ἐκ προθυμίας
ὀργαὶ κατασκήψουσιν ἐς τὸ σὸν δέμας,
σῆς εὐσεβείας κἀγαθῆς φρενὸς χάριν·
1420 ἐγὼ γὰρ αὐτῆς ἄλλον ἐξ ἐμῆς χερὸς
ὃς ἂν μάλιστα φίλτατος κυρῆι βροτῶν
τόξοις ἀφύκτοις τοῖσδε τιμωρήσομαι.
σοὶ δ᾽, ὦ ταλαίπωρ᾽, ἀντὶ τῶνδε τῶν κακῶν
τιμὰς μεγίστας ἐν πόλει Τροζηνίαι
1425 δώσω· κόραι γὰρ ἄζυγες γάμων πάρος
κόμας κεροῦνταί σοι, δι᾽ αἰῶνος μακροῦ
πένθη μέγιστα δακρύων καρπουμένωι·
ἀεὶ δὲ μουσοποιὸς ἐς σὲ παρθένων
ἔσται μέριμνα, κοὐκ ἀνώνυμος πεσὼν
1430 ἔρως ὁ Φαίδρας ἐς σὲ σιγηθήσεται.
σὺ δ᾽, ὦ γεραιοῦ τέκνον Αἰγέως, λαβὲ
σὸν παῖδ᾽ ἐν ἀγκάλαισι καὶ προσέλκυσαι·
ἄκων γὰρ ὤλεσάς νιν, ἀνθρώποισι δὲ
θεῶν διδόντων εἰκὸς ἐξαμαρτάνειν.
1435 καὶ σοὶ παραινῶ πατέρα μὴ στυγεῖν σέθεν,
Ἱππόλυτ᾽· ἔχεις γὰρ μοῖραν ἧι διεφθάρης.
καὶ χαῖρ᾽· ἐμοὶ γὰρ οὐ θέμις φθιτοὺς ὁρᾶν
οὐδ᾽ ὄμμα χραίνειν θανασίμοισιν ἐκπνοαῖς·
ὁρῶ δέ σ᾽ ἤδη τοῦδε πλησίον κακοῦ.
1440 ΙΠ. χαίρουσα καὶ σὺ στεῖχε, παρθέν᾽ ὀλβία·
μακρὰν δὲ λείπεις ῥαιδίως ὁμιλίαν.
λύω δὲ νεῖκος πατρὶ χρηιζούσης σέθεν·
καὶ γὰρ πάροιθε σοῖς ἐπειθόμην λόγοις.
αἰαῖ, κατ᾽ ὄσσων κιγχάνει μ᾽ ἤδη σκότος·
1445 λαβοῦ πάτερ μου καὶ κατόρθωσον δέμας.

***
ΑΡΤ. (στον Ιππόλυτο)
Φτάνει. Κι όταν θα βρίσκεσαι στα μαύρα
της γης σκοτάδια, δε θα μείνει απλήρωτος
της Κύπρης ο θυμός, που σε κυνήγησε,
γιατί ᾽σουνα πιστός μου και παρθένος.
1420 Με το ίδιο μου το χέρι κάποιον άλλον,
που τον πολυαγαπά πρώτον απ᾽ όλους,
θα τον χτυπήσ᾽ η αλάθευτη σαγίτα μου.
Και σένα για τα πάθη σου, καλέ μου,
θα σου δώσω στην πόλη της Τροιζήνας
τρανές τιμές. Τ᾽ ανύπαντρα κορίτσια,
πριχού στεφανωθούνε, τα μαλλιά τους
για χάρη σου θα κόβουνε και θα ᾽χεις
τα κλάματά τους προσφορά σου αιώνια.
Παντοτινά για σένανε οι παρθένες
θα φκιάχνουνε τραγούδια και το πάθος
1430 για σε της Φαίδρας δε θα ξεχαστεί.
(στο Θησέα)
Και συ, τέκνο του Αιγέα, πάρε το γιο σου
στην αγκαλιά και σφίξε τον. Αθέλητα
τονε σκότωσες. Κι είναι φυσικό,
άμα οι θεοί το θέλουν, οι θνητοί
να σφάλλουνε.
(στον Ιππόλυτο)
Και συ καλέ μου, Ιππόλυτε,
για το γονιό σου κάκια μην κρατάς·
το ξέρεις πως η μοίρα σε θανάτωσε.
Και χαίρε! Εγώ δε στέκει να θωρώ
πεθαμένους και μήτε να μολεύει
τα μάτια μου η ανάσα του θανάτου,
(γίνεται άφαντη)
1440 ΙΠΠ. Και συ χαίρε, Παρθένα, ευτυχισμένη,
κι άμποτε τη μεγάλη μας αγάπη
χωρίς λύπη να τηνε στερηθείς!
Κι αφού το θέλεις, έσβησα την έχτρα
για το γονιό μου. Πάντα μου σε υπάκουα.
Πωπώ σκοτάδι σκέπασε τα μάτια μου!
Πατέρα, βάστα το κορμί μου ολόρθο.

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της, Η τέχνη του 4ου αιώνα π.Χ.: Η όψιμη κλασική περίοδος

7.7.2. Διάσημοι καλλιτέχνες και προσωπικές τεχνοτροπίες στη γλυπτική του 4ου αιώνα

Οι αρχαίοι συγγραφείς μάς παραδίδουν αρκετά ονόματα γλυπτών που έζησαν τον 4ο αιώνα π.Χ. και απέκτησαν μεγάλη φήμη. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονται ο Ευφράνωρ (που ήταν και ζωγράφος), ο Λύσιππος, ο Λεωχάρης, ο Πραξιτέλης και ο Σκόπας. Μαθαίνουμε επίσης ποια ήταν τα σημαντικότερα έργα τους. Παρ᾽ όλα αυτά δεν είναι καθόλου εύκολο να σχηματίσουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα για την τέχνη των περίφημων αυτών καλλιτεχνών, γιατί τα περισσότερα έργα τους έχουν χαθεί· από όσα σώζονται άλλα είναι πολύ αποσπασματικά και άλλα μόνον υποθετικά μπορούν να τους αποδοθούν. Σε ορισμένες περιπτώσεις διαθέτουμε αντίγραφα των χαμένων γλυπτών, που μας παραδίδουν, έστω και με ατέλειες, τη μορφή τους. Είναι αλήθεια ότι η ταύτιση των αντιγράφων δεν είναι πάντοτε ασφαλής και έτσι η σχέση τους με το έργο συγκεκριμένων επωνύμων γλυπτών είναι σε αρκετές περιπτώσεις προβληματική. Υπάρχουν, ωστόσο, παραδείγματα βεβαιωμένων ταυτίσεων, τα οποία, σε συνδυασμό με τις πληροφορίες που αντλούμε από τις γραμματειακές πηγές, μας επιτρέπουν να καταλήξουμε σε αξιόπιστα συμπεράσματα και να ξανακερδίσουμε έτσι κάποια από τα χαμένα αριστουργήματα.
 
Ενδιαφέρουσες είναι οι μαρτυρίες σχετικά με τον Αθηναίο γλύπτη Πραξιτέλη και την οικογένειά του· τόσο ο πατέρας του ο Κηφισόδοτος όσο και οι γιοι του Τίμαρχος και Κηφισόδοτος ήταν επίσης γλύπτες. Η ενασχόληση με την τέχνη ήταν επομένως στην περίπτωση αυτή οικογενειακή παράδοση. Μαθαίνουμε ακόμη ότι ο Πραξιτέλης ήταν ευκατάστατος και είχε υψηλή εκτίμηση στην αθηναϊκή κοινωνία. Το ίδιο ίσχυε πιθανότατα και για τον πατέρα του και τα παιδιά του. Έχει ενδιαφέρον να εξετάσουμε κάποια από τα έργα αυτής της σημαντικής οικογένειας γλυπτών.
 
Από τα έργα του Κηφισοδότου, του πατέρα του Πραξιτέλη, το πιο γνωστό είναι το σύμπλεγμα της Ειρήνης με τον μικρό Πλούτο, το οποίο, όπως μας πληροφορεί ο περιηγητής Παυσανίας, ήταν στημένο στην Αγορά της Αθήνας. Σώζονται αρκετά αντίγραφα της γλυπτής αυτής σύνθεσης, η οποία ταυτίζεται χωρίς καμιάν αμφιβολία. Το πληρέστερα σωζόμενο αντίγραφο βρίσκεται στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου. Σημαντική για την αναπαράσταση του συμπλέγματος είναι η απεικόνισή του σε παναθηναϊκούς αμφορείς του έτους 360/359 π.Χ. Το νόημα της παράστασης είναι συμβολικό: η Ειρήνη είναι μια θεά-βασίλισσα (αυτή είναι η σημασία του σκήπτρου που κρατάει στο δεξί της χέρι), η οποία γεννά και χαρίζει στον κόσμο τον Πλούτο και την αφθονία, που δηλώνεται με το κέρας της Αμαλθείας. Σε μια εποχή κατά την οποία οι άνθρωποι βρίσκονταν σχεδόν μόνιμα αντιμέτωποι με τα δεινά και τις καταστροφές του πολέμου, η Ειρήνη μπορούσε να παρουσιαστεί ως δημιουργός του πλούτου και της ευημερίας. Αυτό το δείχνει πολύ καθαρά η ομώνυμη κωμωδία του Αριστοφάνη. Είναι πολύ πιθανόν ότι οι Αθηναίοι παρήγγειλαν και έστησαν το σύμπλεγμα της Ειρήνης και του Πλούτου στην Αγορά ανάμεσα στο 374 και το 371 π.Χ. Μετά τη δημιουργία της Β' Αθηναϊκής Συμμαχίας το 377 π.Χ., η οποία ξαναέδωσε στην Αθήνα ευρύτερη πολιτική και στρατιωτική επιρροή, η κατάληψη της Κέρκυρας από τον Τιμόθεο το 375 π.Χ. και η συνθήκη ειρήνης με τους Κερκυραίους που ακολούθησε δημιούργησαν στους Αθηναίους την ελπίδα ότι ήταν δυνατή μια συνεννόηση με τους Λακεδαιμονίους, η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα μια «κοινή ειρήνη» για όλους τους Έλληνες. Ο ρήτορας Ισοκράτης (Αντίδοσις 110) λέει ότι από τότε που ο Τιμόθεος κατέλαβε την Κέρκυρα «προσφέρουμε κάθε χρόνο μια θυσία για να τιμήσουμε αυτή την ειρήνη, την πιο συμφέρουσα που συνομολόγησε ποτέ η πόλη μας.» Τη θυσία αυτή δεν αποκλείεται να την προσέφεραν οι Αθηναίοι στην Αγορά, μπροστά στο σύμπλεγμα της Ειρήνης και του Πλούτου. Η ελπίδα για μόνιμη ειρήνη εξανεμίστηκε μετά τη νίκη των Θηβαίων εναντίον των Λακεδαιμονίων στα Λεύκτρα το 371 π.Χ. Το έργο του Κηφισοδότου εντάσσεται στην παράδοση της αττικής τέχνης του δεύτερου μισού του 5ου αιώνα π.Χ., όπως την είδαμε στα γλυπτά της Ακρόπολης: η απόδοση του πέπλου με τις πλούσιες και πυκνές πτυχές θυμίζει τις καρυάτιδες του Ερεχθείου. Η σύνθεση όμως είναι διαφορετική, καθώς η στροφή του κορμού και η κλίση του κεφαλιού της Ειρήνης, σε συνδυασμό με τη λοξή τοποθέτηση του Πλούτου στον αριστερό της βραχίονα, δημιουργούν μια αίσθηση βάθους.
 
Ο Πραξιτέλης, γιος του Κηφισοδότου, ήταν ένας από τους πιο διάσημους γλύπτες της Αρχαιότητας και θεωρούνταν ιδιαίτερα ικανός στην κατεργασία του μαρμάρου. Τα πιο γνωστά έργα του ήταν το άγαλμα της Αφροδίτης στην Κνίδο της Μικράς Ασίας και το άγαλμα του Έρωτα στις Θεσπιές της Βοιωτίας. Η Αφροδίτη της Κνίδου ήταν το πρώτο τελείως γυμνό άγαλμα της θεάς στην αρχαία ελληνική τέχνη και γι᾽ αυτό έλεγαν ότι πρώτος ο Πραξιτέλης γύμνωσε την Αφροδίτη. Η αντιγραφική παράδοση μας προσφέρει δύο παραλλαγές του έργου. Και στις δύο δίπλα στην Αφροδίτη εικονίζεται μια υδρία, αγγείο που χρησίμευε για το λουτρό. Πιο κοντά στο πρωτότυπο μοιάζει να είναι η παραλλαγή που δείχνει τη θεά να αφήνει το ένδυμά της καθώς ετοιμάζεται να λουστεί, ενώ στην άλλη η λουόμενη Αφροδίτη φαίνεται σαν να παίρνει το ρούχο της για να καλυφθεί από το βλέμμα ενός απρόσμενου θεατή. Ο Πραξιτέλης θεωρήθηκε ως ο γλύπτης που αποτύπωσε επιτυχέστερα τον ερωτισμό στην τέχνη. Δεν είναι τυχαίο ότι κυκλοφορούσαν στην Αρχαιότητα ιστορίες για τη σχέση του γλύπτη με την περίφημη εταίρα Φρύνη από τις Θεσπιές (όπου είχε κατασκευάσει το άγαλμα του Έρωτα), την οποία κάποιοι πίστευαν ότι είχε επιλέξει ως πρότυπο για την Αφροδίτη της Κνίδου. Έργο του Πραξιτέλη ήταν άλλωστε ένα επίχρυσο χάλκινο άγαλμα της Φρύνης, που είχε αφιερώσει η ίδια στους Δελφούς.
 
Ένα άλλο περίφημο έργο του Πραξιτέλη, γνωστό από πολλά αντίγραφα, είναι ο Απόλλων Σαυροκτόνος, που εικονίζει τον νεαρό γυμνό Απόλλωνα καθώς ετοιμάζεται να σκοτώσει μια μεγάλη σαύρα επάνω σε έναν κορμό δέντρου. Δεν ξέρουμε πού βρισκόταν το πρωτότυπο ούτε ποια είναι η σημασία της πράξης. Ίσως η σαύρα είναι ένα από τα βλαβερά ζώα που εξολοθρεύει ο Απόλλων, ο οποίος ως Σμινθεύς σκοτώνει τους αρουραίους και ως Παρνόπιος σώζει τη σοδειά από τις ακρίδες.
 
Ένα γλυπτό, που ήρθε στο φως το 1877 στο Ηραίο της Ολυμπίας και το οποίο σύμφωνα με τον περιηγητή Παυσανία (ο οποίος το είδε στο σημείο όπου βρέθηκε) ήταν έργο του Πραξιτέλη, σώζεται σχεδόν ακέραιο: είναι ένα σύμπλεγμα του Ερμή που μεταφέρει τον μικρό Διόνυσο στις Νύμφες για να τον αναθρέψουν και έχει σταθεί για να παίξει μαζί του δείχνοντας του ένα τσαμπί σταφύλια, το δώρο του Διονύσου στους ανθρώπους. Η διατήρηση του γλυπτού είναι γενικά καλή, αν και λείπουν ο δεξιός βραχίονας του Ερμή με το τσαμπί των σταφυλιών, το δεξιό άκρο πόδι του και το κηρύκειο που κρατούσε στο αριστερό χέρι. Η σύνθεση του Ερμή με τον Διόνυσο θυμίζει το σύμπλεγμα της Ειρήνης με τον Πλούτο, έργο, όπως είδαμε, του πατέρα του Πραξιτέλη Κηφισοδότου. Τα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά του Ερμή δείχνουν όμως ότι πρέπει να χρονολογηθεί γύρω στο 330 π.Χ.· έχει επιπλέον όλα τα στοιχεία των νεανικών ανδρικών μορφών του Πραξιτέλη: την κλίση του κορμού, το έντονο λύγισμα των γοφών, το μαλακό πλάσιμο, το ωοειδές πρόσωπο με τα σαρκώδη χείλη και τα αμυγδαλωτά μάτια. Παρόλα αυτά η τεχνική της κατασκευής έκανε αρκετούς μελετητές να αμφιβάλλουν αν ο Ερμής της Ολυμπίας με τον μικρό Διόνυσο είναι πρωτότυπο έργο του Πραξιτέλη: το έντονο γυάλισμα της πρόσθιας όψης, η χρήση τρυπανιού στα μαλλιά και τα ορατά ίχνη εργαλείων στην πίσω όψη (που μοιάζει ημιτελής) οδήγησαν στη σκέψη ότι ίσως είναι αντίγραφο ή μια όψιμη δημιουργία που μιμείται έργο του Πραξιτέλη. Ένα άλλο ενδεχόμενο είναι το γλυπτό να έχει υποστεί επεμβάσεις σε μεταγενέστερη εποχή.
 
Ο Παυσανίας (Ελλάδος περιήγησις 8.9.1) μας πληροφορεί ότι σε έναν ναό στη Μαντίνεια της Αρκαδίας ήταν στημένα σε κοινή βάση τα αγάλματα του Απόλλωνα, της Άρτεμης και της μητέρας τους της Λητούς, έργα του Πραξιτέλη. Στη βάση εικονίζονταν «οι Μούσες και ο Μαρσύας που παίζει τον αυλό». Από αυτήν προέρχονται χωρίς αμφιβολία τρεις ανάγλυφες μαρμάρινες πλάκες που ανακαλύφθηκαν το 1887 στη Μαντίνεια και βρίσκονται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Το θέμα της παράστασης είναι ο μουσικός αγώνας ανάμεσα στον Απόλλωνα και τον Μαρσύα με κριτές τις Μούσες, για τον οποίο έχουμε ήδη μιλήσει. Στη μία από τις πλάκες βλέπουμε τον Απόλλωνα καθισμένο σε βράχο με την κιθάρα δίπλα του, τον Μαρσύα που παίζει τον διπλό αυλό βηματίζοντας βιαστικά, και στη μέση τον Σκύθη με το μαχαίρι στο δεξί χέρι, έτοιμο να επιβάλει στον Μαρσύα τη σκληρή τιμωρία που αποφάσισε ο Απόλλωνας. Στις δύο άλλες πλάκες έξι Μούσες (τρεις στην καθεμία) κρατούν μουσικά όργανα και βιβλία. Τα ανάγλυφα, που χρονολογούνται γύρω στο 330 π.Χ., πρέπει να είναι έργα βοηθών του Πραξιτέλη, δεν αποκλείεται όμως τις μορφές να τις σχεδίασε ο ίδιος.
 
Δημιουργίες του Πραξιτέλη ή κάποιου μαθητή του είναι δύο αγαλματικοί τύποι ντυμένων γυναικών που χρησιμοποιήθηκαν ευρύτατα στα ρωμαϊκά χρόνια για γυναικεία πορτρέτα και για τον λόγο αυτό είναι γνωστοί από αναρίθμητα αντίγραφα, ελάχιστα από τα οποία μας παραδίδουν τα κεφάλια των πρωτοτύπων. Οι δύο αγαλματικοί τύποι ονομάζονται συμβατικά Μεγάλη Ηρακλειώτισσα και Μικρή Ηρακλειώτισσα. επειδή τα πιο γνωστά αντίγραφά τους, σήμερα στο Μουσείο Albertinum της Δρέσδης, βρέθηκαν στις αρχές του 18ου αιώνα στο θέατρο του Ηρακλείου (Herculaneum), μιας από τις πόλεις που σκέπασε η λάβα του Βεζούβιου το 79 μ.Χ., κοντά στη Νεάπολη. Παρά το διαφορετικό τους μέγεθος (η Μεγάλη Ηρακλειώτισσα έχει ύψος1,95 m και η Μικρή1,70 m) και τον ανόμοιο τρόπο με τον οποίο φορούν το ιμάτιο, οι δύο μορφές έχουν κοινά εικονογραφικά και τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά· πρέπει συνεπώς να είναι σύγχρονες μεταξύ τους (330-320 π.Χ.), και πιθανόν έργα του ίδιου καλλιτέχνη. Ο καλλιτέχνης αυτός, αν δεν ήταν ο ίδιος ο Πραξιτέλης, ανήκε οπωσδήποτε στον στενό κύκλο του, όπως φαίνεται από τη σύγκριση της Μικρής Ηρακλειώτισσας με τη μεσαία Μούσα της δεύτερης πλάκας από τη βάση της Μαντινείας. Είναι λογικό να δεχθούμε ότι τα πρωτότυπα ήταν στημένα μαζί ως μητέρα και κόρη· δεν γνωρίζουμε όμως αν εικόνιζαν μυθολογικά πρόσωπα ή θνητές γυναίκες.
 
Στο πρώτο μισό του 4ου αιώνα π.Χ. τοποθετείται η δράση ενός άλλου γλύπτη, του Τιμοθέου, που είδαμε ότι εργάστηκε στον ναό του Ασκληπιού στην Επίδαυρο και στο Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού. Στον Τιμόθεο έχει αποδοθεί πειστικά μια ενδιαφέρουσα σύνθεση, που δεν μνημονεύεται από κανέναν αρχαίο συγγραφέα, πρέπει όμως να ήταν πολύ γνωστή, γιατί μας παραδίδεται από αρκετά αντίγραφα. Θέμα του γλυπτού είναι η Λήδα, η μητέρα της Ελένης και των Διοσκούρων, η οποία εικονίζεται τη στιγμή που συνευρίσκεται με τον Δία, μεταμορφωμένο σε κύκνο. Το επιχείρημα στο οποίο στηρίζεται η απόδοση της σύνθεσης αυτής στον Τιμόθεο είναι η εξαιρετικά στενή ομοιότητά της με ένα αγαλμάτιο της Υγιείας από την Επίδαυρο, έργο αναμφίβολα του Τιμοθέου, του γλύπτη που κατασκεύασε τα ακρωτήρια της δυτικής πλευράς του ναού του Ασκληπιού, όπως προκύπτει από τις οικοδομικές επιγραφές.
 
Οι αρχαίοι συγγραφείς μιλούν με θαυμασμό για τον Σκόπα από την Πάρο (που τον συναντήσαμε ως γλύπτη στο Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού και ως αρχιτέκτονα στον ναό της Αλέας Αθηνάς στην Τεγέα) και επαινούν την ικανότητά του να αποτυπώνει στα γλυπτά του την ορμή και το συναίσθημα. Ιδιαίτερα μνημονεύεται μια Μαινάδα, που ο γλύπτης είχε καταφέρει να την εικονίσει πραγματικά μανιασμένη. Ωστόσο, παρά τις πολλές προσπάθειες και τις εκτεταμένες μελέτες, τα υπάρχοντα στοιχεία δεν επιτρέπουν να σχηματίσουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα για την τέχνη του Σκόπα. Στο εργαστήριο του καλλιτέχνη αποδίδονται τα αποσπασματικά σωζόμενα αρχιτεκτονικά γλυπτά του ναού της Αλέας Αθηνάς στην Τεγέα, του οποίου ο Σκόπας ήταν, όπως είδαμε πιο πάνω, ο αρχιτέκτονας. Τα γλυπτά αυτά σώζονται δυστυχώς πολύ αποσπασματικά. Κάποια ανδρικά κεφάλια από το δυτικό αέτωμα, όπου εικονιζόταν η μάχη του Τηλέφου με τον Αχιλλέα, με το κυβικό τους σχήμα και τα βαθιά χωμένα στις κόγχες τους μάτια, μοιάζει να δικαιολογούν τις μαρτυρίες ότι οι μορφές του Σκόπα αποτύπωναν την ορμή και το πάθος.
 
Ακόμη λιγότερα γνωρίζουμε για τους δύο Αθηναίους γλύπτες που εργάστηκαν μαζί με τον Τιμόθεο και τον Σκόπα στο Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού, τον Λεωχάρη και τον Βρύαξη. Ο πρώτος δούλεψε εκτός των άλλων και για Μακεδόνες βασιλείς και ευγενείς: δικά του έργα ήταν τα χρυσελεφάντινα (σύμφωνα με τον Παυσανία) αγάλματα των μελών της βασιλικής οικογένειας της Μακεδονίας στο Φιλιππείο της Ολυμπίας, ενώ είχε συνεργαστεί με τον Λύσιππο για την κατασκευή του μνημειακού αναθήματος που είχε αφιερώσει ο Κράτερος, ένας από τους στρατηγούς και διαδόχους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, στους Δελφούς και που στήθηκε λίγο μετά το 320 π.Χ. Το ανάθημα αποτελούνταν από χάλκινα αγάλματα και εικόνιζε ένα κυνήγι λιονταριού στην Ασία, στο οποίο είχαν συμμετάσχει ο Αλέξανδρος και ο Κράτερος. Για τον Βρύαξη οι πληροφορίες μας είναι εξαιρετικά περιορισμένες και δεν επιτρέπουν ούτε υποθετικές ταυτίσεις έργων του.
 
Καλλιτέχνης με πολλές ικανότητες, ζωγράφος και γλύπτης ταυτόχρονα, ήταν ο Αθηναίος Ευφράνωρ, όπως μας πληροφορεί ο Ρωμαίος ρήτορας Κοϊντιλιανός (institutio oratoria 12.10.6):
 
«Τον Ευφράνορα τον κάνει αξιοθαύμαστο το γεγονός ότι σε όλες τις άλλες σημαντικές τέχνες ήταν ανάμεσα στους άριστους και επίσης το ότι ήταν θαυμαστός καλλιτέχνης στη ζωγραφική όσο και στη γλυπτική.»
 
Από τον Παυσανία μαθαίνουμε ότι ο Ευφράνωρ είχε ζωγραφίσει στην Ποικίλη Στοά, στην Αγορά της Αθήνας, τις μορφές του Θησέα, της Δημοκρατίας και του Δήμου (της προσωποποίησης του αθηναϊκού λαού) καθώς και δύο μάχες, η μία από τις οποίες ήταν εκείνη της Μαντινείας το 362 π.Χ., στην οποία οι Αθηναίοι πολέμησαν μαζί με τους Λακεδαιμονίους εναντίον των Θηβαίων του Επαμεινώνδα και των συμμάχων τους· είχε επίσης κατασκευάσει το άγαλμα του Απόλλωνος Πατρώου για τον ναό του στην Αγορά. Το έργο αυτό ταυτίζεται πιθανότατα με ένα υπερφυσικού μεγέθους άγαλμα από πεντελικό μάρμαρο που βρέθηκε το 1907 στο Μητρώον, κοντά στον ναό του Απόλλωνος Πατρώου, και, παρόλο που λείπουν οι βραχίονες, οι ώμοι και το κεφάλι του, είναι βέβαιο ότι εικονίζει τον Απόλλωνα κιθαρωδό. Το άγαλμα μπορεί να χρονολογηθεί γύρω στο 330 π.Χ. Δύο μεγάλα χάλκινα αγάλματα, ένα της Αθηνάς και ένα της Άρτεμης, που βρέθηκαν τυχαία το 1959 μαζί με άλλα γλυπτά κοντά στο λιμάνι του Πειραιά, εμφανίζουν ομοιότητες ως προς το ένδυμα και τα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά με το άγαλμα του Απόλλωνος Πατρώου και για τον λόγο αυτό ορισμένοι, μελετητές τα αποδίδουν στον Ευφράνορα. Το συμπέρασμα δεν είναι βέβαιο, αλλά τα δύο χάλκινα γυναικεία αγάλματα είναι, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, περίπου σύγχρονα με αυτό του Απόλλωνος Πατρώου.
 
Από όλους τους αρχαίους Έλληνες γλύπτες εκείνος για τον οποίο η γραμματειακή παράδοση μας δίνει τις περισσότερες πληροφορίες είναι ο Λύσιππος από τη Σικυώνα, το όνομα του οποίου συνδέθηκε επιπλέον στενά με τον Μέγα Αλέξανδρο, αφού, σύμφωνα με την παράδοση, ο Μακεδόνας βασιλιάς είχε αναθέσει αποκλειστικά σε αυτόν την κατασκευή γλυπτών πορτρέτων του. Έργο του Λυσίππου ήταν επομένως το πρωτότυπο που αναπαράγει το κεφάλι μιας ερμαϊκής στήλης στο Μουσείο του Λούβρου από το Tivoli της Ιταλίας, αφού, σύμφωνα με την επιγραφή, ο εικονιζόμενος είναι ο Μέγας Αλέξανδρος. Ο Λύσιππος ήταν επίσης περίφημος για τη μακροβιότητά του (η ζωή του καλύπτει σχεδόν ολόκληρο τον 4ο αιώνα π.Χ.), για το μεγάλο πλήθος των έργων του (περίπου 1.500) και για το ότι συνέχισε να εργάζεται ως τα βαθιά του γεράματα. Την πιο διεξοδική μαρτυρία για τη ζωή και το έργο του Λυσίππου μάς την παρέχει ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (Naturalis historia 34.61-65):
 
«Ο Δούρις υποστηρίζει ότι ο Λύσιππος ο Σικυώνιος δεν ήταν μαθητής κανενός, αλλά ότι ήταν αρχικά ένας απλός χαλκοχύτης που πήρε το θάρρος να τολμήσει από μιαν απάντηση του ζωγράφου Ευπόμπου: όταν κάποτε τον ρώτησαν ποιον από τους παλιότερους είχε ως πρότυπο, είπε, δείχνοντας το πλήθος των ανθρώπων, ότι πρέπει κανείς να μιμείται την ίδια τη φύση και όχι έναν καλλιτέχνη. Ο Λύσιππος, όντας γονιμότατος καλλιτέχνης, έκανε τα περισσότερα αγάλματα από όλους, ανάμεσα στα οποία και έναν Αποξυόμενο, που ο Μάρκος Αγρίππας το αφιέρωσε μπροστά στις θέρμες του και που άρεσε πολύ στον αυτοκράτορα Τιβέριο. Ο τελευταίος δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί στην περίπτωση αυτή, αν και ήλεγχε τον εαυτό του στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του, και μετέφερε τον Αποξυόμενο στο υπνοδωμάτιο του, αντικαθιστώντας τον με ένα άλλο άγαλμα. Αλλά ο ρωμαϊκός λαός θύμωσε τόσο πολύ, ώστε απαιτούσε φωνάζοντας στο θέατρο να ξανατοποθετηθεί ο Αποξυόμενος στη θέση του και ο αυτοκράτορας, αν και τον υπεραγαπούσε, τον επανέφερε. Ο Λύσιππος φημίζεται και για τη μεθυσμένη αυλήτρια και για τα σκυλιά και το κυνήγι, πρώτα από όλα όμως για το τέθριππο άρμα με τον Ήλιο των Ροδίων. Απεικόνισε και τον Μέγα Αλέξανδρο σε πολλά έργα, αρχίζοντας από τα παιδικά του χρόνια. Το άγαλμα αυτό ο Νέρων, επειδή του άρεσε, διέταξε να το επιχρυσώσουν. Έπειτα, επειδή η πολυτέλεια είχε εξαλείψει τη χάρη της τέχνης, αφαίρεσαν τον χρυσό και θεωρούνταν πολυτιμότερο έτσι, παρ᾽ όλες τις εγχαράξεις και τις εντομές για τη στερέωση του χρυσού που παρέμεναν. Ο ίδιος έκανε και τον Ηφαιστίωνα, τον φίλο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που μερικοί τον αποδίδουν στον Πολύκλειτο, αν και αυτός έζησε κάπου 100 χρόνια νωρίτερα. Έκανε επίσης το κυνήγι του Αλεξάνδρου, που είναι αφιερωμένο στους Δελφούς, και έναν Σάτυρο που βρίσκεται στην Αθήνα, όπως και την ίλη του Αλεξάνδρου, στην οποία απέδωσε τα πορτρέτα όλων των φίλων του βασιλιά με εξαιρετική ομοιότητα. Αυτή την ίλη ο Μέτελλος, όταν υπέταξε τη Μακεδονία, τη μετέφερε στη Ρώμη. Ο Λύσιππος έκανε και πολλών ειδών τέθριππα άρματα. Λέγεται ότι συνέβαλε πολύ στην πρόοδο της γλυπτικής, αποδίδοντας πιστά τα μαλλιά, κάνοντας κεφάλια πιο μικρά από ό,τι οι παλιοί, τα σώματα πιο λεπτά και πιο στεγνά, ώστε τα αγάλματα του να φαίνονται περισσότερο ραδινά. Δεν υπάρχει λατινική λέξη για τη συμμετρία, την οποία ακολούθησε με μεγάλη επιμέλεια, αντικαθιστώντας με ένα εντελώς καινούργιο σύστημα αναλογιών το «τετράγωνο» στήσιμο των παλιότερων έργων. Συνήθιζε να λέει ότι εκείνοι (οι παλιοί) παρίσταναν τους ανθρώπους όπως είναι, ενώ ο ίδιος όπως φαίνονται. Η ιδιομορφία των έργων του φαίνεται ότι είναι η επιμονή του στη λεπτομέρεια, ακόμη και στα πιο μικρά πράγματα.»
 
Μια εικόνα για τις αναλογίες και την όψη των ανδρικών μορφών του Λυσίππου μάς δίνει ένα καλής ποιότητας μαρμάρινο αντίγραφο του Αποξυομένου τον οποίο αναφέρει ο Πλίνιος, που βρέθηκε στη Ρώμη το 1849 και φυλάσσεται στο Μουσείο του Βατικανού. Εικονίζεται ένας νέος και αγένειος αθλητής που καθαρίζεται μετά την άθληση, ξύνοντας το δέρμα του με τη στλεγγίδα για να βγάλει από πάνω του τον ιδρώτα και τη σκόνη. Το θέμα είναι αρκετά συνηθισμένο στην τέχνη του 4ου αιώνα π.Χ. Η μορφή είναι πράγματι ραδινή, με σχετικά μικρό κεφάλι, και η ανατομία του σώματος αποδίδεται με μεγάλη προσοχή στη λεπτομέρεια. Εκείνο όμως που εντυπωσιάζει περισσότερο είναι το στήσιμο της μορφής και συγκεκριμένα ο τρόπος με τον οποίο ισοζυγίζονται το στάσιμο και το άνετο σκέλος, δίνοντας την εντύπωση μιας στιγμιαίας κίνησης, καθώς και το άπλωμα των χεριών στον χώρο. Το έργο είναι πραγματικά περίοπτο και ο θεατής δεν μπορεί εύκολα να βρει μία κύρια όψη, όπως συμβαίνει συνήθως στα γλυπτά της κλασικής εποχής. Από την άποψη αυτή ο Λύσιππος είναι πρωτοπόρος και ανοίγει τον δρόμο για την τέχνη της ελληνιστικής εποχής. Το χάλκινο πρωτότυπο του Αποξυομένου του Βατικανού πρέπει να ήταν ένα από τα όψιμα έργα του Λυσίππου· μπορούμε να το χρονολογήσουμε στη δεκαετία 330-320 π.Χ.
 
Για να κατανοήσουμε καλύτερα την πρωτοτυπία του Αποξυομένου του Λυσίππου μπορούμε να τον συγκρίνουμε με ένα πρωτότυπο χάλκινο έργο των ίδιων περίπου χρόνων (πιθανότατα λίγο παλαιότερο) που βρέθηκε σε ένα αρχαίο ναυάγιο ανοιχτά των Αντικυθήρων και εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Σε σχέση με τον Αποξυόμενο του Λυσίππου ο «έφηβος των Αντικυθήρων» είναι πολύ πιο στενά δεμένος με την παράδοση και με το σύστημα αναλογιών του Πολυκλείτου και της σχολής του, παρόλο που τα χαρακτηριστικά της κεφαλής και ο τρόπος με τον οποίο αποδίδεται η ανατομία του σώματος τον τοποθετούν στο τρίτο τέταρτο του 4ου αιώνα π.Χ.
 
Ένα άλλο έργο της ίδιας εποχής, το οποίο μπορούμε να συγκρίνουμε με τον Αποξυόμενο για να κατανοήσουμε πόσο ρηξικέλευθο έργο ήταν, είναι ο λεγόμενος Απόλλων του Belvedere, ένα μαρμάρινο αντίγραφο χάλκινου πρωτοτύπου των χρόνων 330-320 π.Χ. Δεν είναι βέβαιο αν το μεγάλο ιμάτιο που πέφτει στην πλάτη του θεού και τυλίγεται γύρω από το αριστερό του χέρι, που κρατούσε τόξο, υπήρχε και στο πρωτότυπο. Εντύπωση προκαλεί ο προσεκτικός σχεδιασμός της μορφής με βάση μία κύρια όψη, και το μαλακό πλάσιμο της σάρκας. Έχει ενδιαφέρον να επισημάνουμε ότι ο Απόλλων Belvedere προκάλεσε τον ανεπιφύλακτο θαυμασμό των κλασικιστών του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα και θεωρήθηκε από πολλούς ως το πρότυπο της κλασικής ελληνικής ομορφιάς.

Οι Θείες όψεις στην Αρχαιοελληνική Θρησκεία

Στην Αρχαία Ελλάδα, από την εποχή των Πεισιστρατειδών, και στην «απότοκη» μετέπειτα Δημοκρατία (από τον Κλεισθένη, μέχρι τον Περικλή) και μέχρι τα χρόνια του Αλέξανδρου η «Ορφική Μεταρρύθμιση» είχε «επικρατήσει» οριστικά.

Ο ΘΕΟΣ είναι πάντα Ένας μέσα στην Αρχαιοελληνική Σκέψη… Είναι ο ΑΧΡΟΝΟΣ ΖΕΥΣ, η Πηγή και το Στήριγμα των πάντων… Είναι (στην μεταφυσική γλώσσα) το Άγνωστο, το Αντικειμενικό, το Απόλυτο, ο Χωρίς Ιδιότητες, πέρα από το χώρο και τον χρόνο… Μόνο η Σιωπή ταιριάζει όταν αναφερόμαστε σε Αυτόν…

Μιλώντας για την Αρχαία Θρησκεία (ακόμα και στα πλαίσια του Ορφισμού) κάνει εντύπωση (σε όσους δεν γνωρίζουν) γιατί ο Θεός (ο Διόνυσος στην συγκεκριμένη περίπτωση) «εμφανίζεται» με τόσες «όψεις».

Κοσμικός Θεός (με Οντολογική Έννοια) ο Διόνυσος Ζαγρέας (Γιός του Διός και της «Περσεφόνης», μορφής της «Δήμητρας») είναι πάνω από τον χρόνο και την ιστορία… Είναι το Παγκόσμιο Πνεύμα… Ο Ζαγρέας είναι η Κεντρική Μορφή της Θεολογίας και σε Αυτόν αναφέρονται και αιτιολογούνται, η Πίστη των Ορφικών, η Λατρεία του Θεού, οι Τελετουργίες (είτε στην ύπαιθρο, είτε στα πλαίσια της αστικής θρησκευτικής δραστηριότητας), και οι Γιορτές που καθιερώθηκαν.

Ο Ζαγρέας ταυτίζεται με τον (Δευτερογεννημένο) Διόνυσο (Γιό του Διός και της «Σεμέλης», άλλης μορφής της «Δήμητρας») Γεννουσιουργό και Γονιμοποιό Θεό της φύσης που ανανεώνεται κάθε χρόνο, που «αναγνωρίζεται» σε πλήθος μορφών ζωής, ζωικές, και φυτικές… (του ταύρου, του «ζώου», του δένδρου, του κισσού, της άγριας κι αργότερα της ήμερης αμπέλου, του σπόρου, του ανθρώπου). Ο Διόνυσος, σε αυτή την Δεύτερη Όψη του, είναι το Αληθινό Ον, ο Νους.

Ο Ζαγρέας σαν «μανιοδότης» Θεός (θα δούμε αργότερα την πραγματική έννοια της «μανίας»), αρχηγός των ανθρώπινων θιάσων είναι ο Βάκχος, που συμβολιζόταν κατ’ εξοχήν με την ιερή άμπελο και το ιερό κρασί… Ταυτόχρονα, ο «μανιοδότης» Θεός είναι «μανιολύτης», είναι ο Διόνυσος Λύσιος (ο ίδιος ο Βάκχος), ενώ στα Ελευσίνια Μυστήρια είναι ο Ίακχος (μορφή του Διονύσου Λύσιου), ο αρχηγός και ο οδηγητής των μυστών (ο κατ’ εξοχήν μύστης)… Ο Βάκχος είναι η Ψυχή, η κατ’ εξοχήν Ψυχή, η Ψυχή του Θεού, ο Οδηγητής, Καθοδηγητής και Λυτρωτής της ατομικής ψυχής που «προσωποποιείται» στην Περσεφόνη, των ατομικών ψυχών, (των ανθρώπων).

Προφανώς μιλάμε για Ένα (τον Ίδιο) Θεό, που έχει (μέσα στην Θεολογική Σκέψη και στη Λατρεία) πολλές (διαφορετικές) λειτουργικές δραστηριότητες… Δεν μιλάμε για πολλούς Θεούς, ούτε υπάρχει πρόβλημα «ταυτισμού» μεταξύ των διαφόρων «μορφών» του Θεού. Για τους αρχαίους μύστες, αλλά και τους απλούς αρχαίους Έλληνες, όλα αυτά ήταν αυτονόητα, πράγματα γνωστά… οι αρχαίοι Έλληνες ποτέ δεν ξεχώρισαν τις μορφές του Διονύσου (Ζαγρέας, Διόνυσος, Βάκχος). Μόνοι οι σημερινοί «σοφοί» ανακαλύπτουν προβλήματα εκεί που δεν υπάρχουν… και φαντάζονται ότι κάτω από το όνομα «Διόνυσος» στεγάζονται (τουλάχιστον) τρεις διαφορετικής προέλευσης λατρευτικές οντότητες… «αγνοούν» όχι μόνο την «παράδοση», το βάθος την έκταση αλλά την σημασία της ορφικής θεολογίας, αλλά ακόμα και τα γραπτά κείμενα.

Στην «Δελφική Λατρεία» (και γνωρίζουμε την σημασία που είχαν οι «Δελφοί» για την Ελλάδα και τους Έλληνες) λατρευόταν ο Διόνυσος το Χειμώνα και ο Απόλλωνας τον υπόλοιπο καιρό.

Ο Διόνυσος είναι ο Ήλιος του Χειμώνα, της Νύχτας (όταν μεγαλώνει κι υπερισχύει η νύχτα της μέρας)… Ο Απόλλωνας είναι ο Ήλιος του «καλοκαιριού», της «μέρας» (όταν μεγαλώνει και υπερισχύει η μέρα της νύχτας)… Στην πραγματικότητα (στην «δελφική θεολογία» που είχε «διαποτιστεί» από την Ορφική Θεολογία) ο Διόνυσος κι ο Απόλλωνας είναι ο Ίδιος Θεός, ο Ήλιος, που «διαφοροποιείται» μέσα στον Ετήσιο Κοσμικό Κύκλο, όπως διαφοροποιείται ο ήλιος (που «βλέπουμε» στην εκλειπτική)… Ο Διόνυσος είναι η Μυστική Λατρευτική Μορφή του Θεού, ενώ ο Απόλλωνας είναι η Φανερή Μορφή του Διονύσου…).

Ειδικότερα, ο Διόνυσος στην Κοσμική Μυστική Μορφή του, σαν Ζαγρέας, λατρευόταν σαν ο Ήλιος του Μεσονυκτίου (όταν ο ήλιος είναι στο χειμερινό ηλιοστάσιο)… Ο Διόνυσος σε αυτή την Μορφή του, είναι ο κατ’ εξοχήν Θεός, ο Γιός του Θεού Διός, Αυτός που καθώς «κλείνει» ένας κοσμικός κύκλος, κι «ανοίγει» ένας άλλος κοσμικός κύκλος, «Γεννιέται», «Εμφανίζεται»… ακριβώς την Ώρα που καταλύεται ο κόσμος στο χάος και πάλι ξαναγεννιέται από το χάος, την Ώρα της Εναλλαγής, την Ώρα της Μεγάλης Επαναγέννησης… η Μυστική Μορφή του Ζαγρέα.

Είναι Αυτός ο Ίδιος Θεός (ο Ζαγρέας) που «γιορτάζεται» κάθε έτος (που ανανεώνεται η φύση) σαν Διόνυσος Λικνίτης.

Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε πως ο Διόνυσος (στην Ορφική Θεολογία, στην πίστη των Ελλήνων, και στην αρχαία λατρεία) είναι Ένας, αλλά είναι πολλές οι λειτουργίες του, οι δραστηριότητές του μέσα στον κόσμο… Έτσι, ανάλογα (για ποια Όψη, δραστηριότητα του Θεού, μιλάμε), μιλάμε για τον Ζαγρέα, τον Διόνυσο, τον Βάκχο, τον Ίακχο, τον Απόλλωνα… μιλάμε πάντα για τον Ίδιο Θεό.

Αιώνες αργότερα, οι χριστιανοί θεολόγοι, θα μιλήσουν για τις διάφορες όψεις του δικού τους θεού, θα μιλήσουν για τον Πατέρα, για τον Υιό στους κόλπους του Πατρός, για τον Λόγο στον κοσμικό του ρόλο, για τον Θεάνθρωπο, για την θεία φύση του Ιησού, για την ανθρώπινη φύση του Ιησού. Προφανώς κι εδώ μιλούν για τον Ίδιο Θεό (Πατέρα, Υιό, Λόγο, Θεάνθρωπο, Ιησού…).  Δεν καταλαβαίνουμε γιατί οι διάφορες όψεις του θείου στον Ορφισμό αποτελούν πρόβλημα, ενώ δεν αποτελούν πρόβλημα στην χριστιανική κοσμοθεωρία… Προφανώς κάποιοι μιλούν εκ του πονηρού και θεωρούν τους άλλους ανόητους.

Εκτός από τον Διόνυσο υπάρχουν κι άλλοι θεοί που σχετίζονται με την αρχαία θρησκεία (και τον Ορφισμό ειδικότερα)… και τους αναφέρουμε με συντομία.

Η Μυστική Δήμητρα (που ταυτίζεται επίσης με την Σεμέλη) είναι η Υπερφύση, ο αόρατος κόσμος, η Αληθινή Γη.

Η Περσεφόνη, που στην διπλή της όψη, είναι η Κόρη των Ελευσινίων Μυστηρίων (η Ψυχή), κι η «Περσεφόνη», των μικρών μυστηρίων, (η υλική ψυχή, η ψυχοσωματική δραστηριότητα, το «εγώ»…)

Η Άρτεμις είναι η διάνοια, η εσωτερική σκέψη

Ο Απόλλωνας, δίδυμος αδελφός της Αρτέμιδος, δεν είναι μόνο η Φανερή Όψη του Διονύσου, είναι επίσης ο εξωτερικός νους που διερευνά τον υλικό κόσμο, η αίσθηση…

Η Δήμητρα, στην Φανερή Όψη της, είναι ο υλικός κόσμος των ανθρώπων (ο Αληθινός Άδης των Ορφικών)…

Ο Άδης (σαν μεταφυσικός χώρος), διατηρείται μέσα στην Ορφική Κοσμοαντίληψη… Είναι ο χώρος των σκιών, ο τόπος όπου «μαζεύονται» όσοι δεν μυήθηκαν στα Μυστήρια, δεν λυτρώθηκαν από τον κύκλο της μετενσωμάτωσης, κι αναμένουν για να ενσωματωθούν ξανά στον γήινο κόσμο.

Υπάρχει «οργανική» σύνδεση ανάμεσα στην Ορφική Θεολογία, στα Μυστήρια, στις Τελετές (των Θιάσων), και στις (Εξωτερικές, Δημόσιες) Γιορτές. Σε όλες αυτές τις «δραστηριότητες» μεταδίδονταν η «Ίδια Αλήθεια» ( με διαφορετικό τρόπο, και σε διαφορετικούς ανθρώπους…).

Ακόμα και οι «εξωτερικές γιορτές» είχαν βαθύ συμβολικό χαρακτήρα και μυητική δράση και λυτρωτικό αποτέλεσμα. Ακόμα και στην πιο μικρή γιορτή υπήρχε μία «τριμερής» διαίρεση (πομπή – θυσία ή αγών – κώμος) που συμβόλιζε τον κοσμικό κύκλο, τον κύκλο της ζωής, κλπ…

Η χρήση του «προσωπείου», της μεταμφίεσης («έθιμο» που διατηρείται μέχρι σήμερα, στις σημερινές γιορτές του «τριωδίου», στα «καρναβάλια»…), είχε όχι μόνο συμβολικό χαρακτήρα, μυητική δράση, αλλά και λυτρωτικό αποτέλεσμα, (ενώ σήμερα, τα καρναβάλια, είναι μονάχα επιφανειακές γιορτές, καθώς έχουν «αποσυνδεθεί» από το πραγματικό αρχαίο περιεχόμενό τους, κι έχουν χάσει την λυτρωτική δράση τους…).

Το «προσωπείο» (στην «χρήση» του), ήταν γενικά το «κενό πρόσωπο του Θεού», που μπορούσε να πάρει οποιαδήποτε εξωτερική μορφή. Το «προσωπείο» (σαν μάσκα), ήταν ο «ψεύτικος χαρακτήρας του ανθρώπου», η ψεύτικη προσωπικότητα. Με άλλα λόγια, «πίσω» από το «προσωπείο» βρισκόταν ο αληθινός άνθρωπος (που ταυτιζόταν με τον Θεό), ο Θεός, Ένας μέσα σε όλους… ενώ εξωτερικά οι άνθρωποι «ξεχώριζαν» με τα ψεύτικα προσωπεία…

Ο «χρόνος» ήταν ιερός. Οι «γιορτές» λάβαιναν υπόψη ηλιοστάσια, ισημερίες, τις «μεταμορφώσεις» της σελήνης (νέα σελήνη, πανσέληνο, κλπ.).

Ο «τόπος» ήταν επίσης ιερός. Παλιότερα οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν πιο πολύ τα τεμένη, δηλαδή ιερούς χώρους με «βωμό», περιφραγμένους (με πέτρες, φράχτη, ή ανάχωμα…), για να ξεχωρίζουν από τον ανίερο χώρο… Αργότερα χρησιμοποιήθηκαν και ναοί (χωρίς πάντως να καταργηθούν οι «υπαίθριες» τελετές, που συνυπήρχαν…)… Στην πραγματικότητα όμως, για τους μύστες, όλος ο κόσμος ήταν Ναός του Θεού, (και των Όψεων του Θεού, των θεών)… Ο κατ’ εξοχήν Θεός της Δημοκρατίας, ο Διόνυσος, ήταν Θεός χωρίς πατρίδα, χωρίς πόλη, χωρίς λαμπρούς ναούς… και ακόμα κι όταν χτίστηκαν ναοί (προς Τιμήν του), βασικές θρησκευτικές δραστηριότητες (της Λατρείας) γίνονταν μακριά από ναούς, ενώ οι «υπαίθριες τελετές» γίνονταν παράλληλα, με την δημόσια λατρεία των ναών και τις δημόσιες γιορτές της πόλης… («Πως» συνδυάζονταν όλα αυτά, θα το δούμε στην πορεία…).

Pessôa: Τελικά αυτό που αγαπάμε είναι μια δική μας έννοια και ο εαυτός μας

Όλοι τους έχουν, όπως εγώ, μια καρδιά ενθουσιώδη και λυπημένη. Τους γνωρίζω καλά. Κάποιοι είναι παιδιά για θελήματα, άλλοι υπάλληλοι γραφείου, άλλοι μικρέμποροι, άλλοι πάλι οι νικητές των καφενείων και των μαγέρικων, ένδοξοι χωρίς να το γνωρίζουν μέσα στην έκσταση του εγωτικού τους λόγου, ικανοποιημένοι μέσα στη σιωπή του φιλάργυρου εγωτισμού τους χωρίς τίποτα το πολύτιμο για να φυλάξουν.

Αλλά όλοι τους είναι ποιητές, οι καημένοι, και σέρνουν, στα μάτια μου, όπως και εγώ στα δικά τους, την ίδια αθλιότητα της κοινής μας απρέπειας. Όλοι τους, όπως κι εγώ, έχουν το μέλλον πίσω τους.

Ποτέ δεν αγαπάμε κάποιον. Αγαπάμε απλώς την ιδέα που σχηματίζουμε για κάποιον.

Τελικά αυτό που αγαπάμε είναι μια δική μας έννοια και ο εαυτός μας.

Αυτό είναι αλήθεια σε όλη την κλίμακα του έρωτα.

Στο σεξουαλικό έρωτα αναζητάμε τη δική μας απόλαυση με τη μεσολάβηση ενός ξένου κορμιού.

Στον έρωτα που διαφέρει από τον σεξουαλικό αναζητάμε τη δική μας απόλαυση με τη μεσολάβηση μιας δική μας ιδέας.

Ο αυνανιστής είναι αποτρόπαιος, αλλά, στην απόλυτη αλήθεια, ο αυνανιστής είναι η απόλυτη λογική έκφραση του ερωτευμένου. Είναι ο μόνος που δεν προσποιείται μήτε κοροϊδεύει τον εαυτό του.

Να λες. Να ξέρεις να λες. Να ξέρεις να υπάρχεις μεσ' από τη γραπτή φωνή και τη νοητική εικόνα!

Η ζωή δεν αξίζει τίποτα παραπάνω: το παραπάνω είναι άντρες και γυναίκες, υποθετικοί έρωτες και ματαιοδοξίες ψεύτικες, προφάσεις της πέψης και της λήθης, άνθρωποι που κινούνται πάνω κάτω, σαν ζώα όταν ανασηκώνουμε μια πέτρα, κάτω από τον μεγάλο αφηρημένο βράχο του γαλάζιου χωρίς νόημα ουρανού.

Η λογοτεχνία που είναι η τέχνη παντρεμένη με τη σκέψη και η πραγματοποίηση χωρίς το ελάττωμα της πραγματικότητας, μου φαίνεται πως είναι ο σκοπός προς τον οποίο έπρεπε να τείνει κάθε ανθρώπινη προσπάθεια, αν ήταν πραγματικά ανθρώπινη και όχι μια επιπολαιότητα του ζωώδους.

Πιστεύω πως λέω κάποιο πράγμα είναι διατηρώ την αρετή του και του αφαιρώ τον τρόμο. Οι αγροί είναι πιο πράσινοι στο λόγο παρά στην πρασινάδα τους. Τα άνθη, αν περιγράφονταν με φράσεις που τα περιγράφουν στο χώρο της φαντασίας, θα είχαν χρώματα ανεξίτηλα που η ζωή των κυττάρων δεν επιτρέπει.

Επανάσταση; Αλλαγή; Αυτό που θέλω στ' αλήθεια από τα βάθη της ψυχής μου είναι να φύγουν τα άτονα σύννεφα που πασαλείβουν με μια γκρίζα σαπουνάδα τον ουρανό.

Αυτό που θέλω είναι να δω το γαλάζιο να προβάλλει ανάμεσα τους, αλήθεια βέβαιη και ξεκάθαρη γιατί τίποτα δεν είναι και ούτε θέλει να είναι.

Ανασυνθέτοντας διαρκώς τον εαυτό μου, τον κατέστρεψα. Από την πολλή σκέψη του εαυτού μου είμαι πια οι σκέψεις μου και όχι εγώ.

Με βυθομέτρησα και άφησα να πέσει ο βυθομετρητής. Ζω για να σκέφτομαι αν έχω βάθος ή όχι, χωρίς πια άλλο βυθομετρητή πέρα από το βλέμμα μου, που μου δείχνει, φωτεινό πάνω στο σκούρο φόντο του καθρέφτη του τεράστιου πηγαδιού, το πρόσωπό μου να με κοιτάζει ενώ το κοιτάζω.

Μακάριος αυτός που δεν απαιτεί από τη ζωή περισσότερα απ' όσα αυτή του δίνει αυθόρμητα, καθοδηγούμενος από το ένστικτο της γάτας, που αναζητεί τον ήλιο όταν υπάρχει ήλιος, και, όταν δεν υπάρχει, τη ζέστη, όπου κι αν αυτή βρίσκεται.

Πιστεύω, ιδανικά, γυναίκα ή επάγγελμα – όλα αυτά είναι κελί και χειροπέδες. Να είσαι και να παραμένεις ελεύθερος. Η ίδια η φιλοδοξία, αν γίνει υπερηφάνεια και πάθος, είναι ένα φορτίο, και δεν θα νιώθαμε υπερήφανοι αν κατανοούσαμε ότι είναι ένα σχοινί από το οποίο μας τραβάνε.

Όχι, ούτε καν δεσμούς με τον εαυτό μας! Ελεύθεροι από τον εαυτό μας και από τους άλλους, στοχαστικοί χωρίς έκσταση, σκεπτόμενοι χωρίς συμπέρασμα, θα ζήσουμε, απελευθερωμένοι από τον Θεό, το μικρό διάλλειμα που η διάσπαση της προσοχής των δημίων παραχωρεί στην έκσταση μας στη διάρκεια της παρέλασης.

Αύριο μας περιμένει η γκιλοτίνα. Αν δεν είναι αύριο είναι μεθαύριο. Ας βγάλουμε περίπατο στον ήλιο την ανάπαυση μας πριν από το τέλος, αγνοώντας συνειδητά τους σκοπούς και τις συνέπειες.

Ο ήλιος θα χρυσίσει τα χωρίς ρυτίδες μέτωπά μας, και η αύρα θα φέρει δροσιά σε όσους έπαψαν να ελπίζουν.
 
Fernando Pessôa, Το βιβλίο της ανησυχίας

Oscar Wilde: Το νόημα της θλίψης και η ομορφιά της

Το «De Profundis» («Εκ Βαθεων») παραμένει ένα απο τα πιο συγκλονιστικά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και ταυτόχρονα το πιο ανθρώπινο και αληθινό έργο του Oscar Wilde.

Μέσα από τα δεσμά της φυλακής ξεδιπλώνει τις πληγές της ψυχής του και μιλάει για όλα.

Για την τέχνη, την ζωή του, και πως το αντιλαμβάνεται και την σχέση του με τους ανθρώπους, για την αρχαία ελληνική τραγωδία, πως βλέπει το σύστημα της φυλακής και πως το παρελθόν του, για τους σύγχρονους Φαρισαίους που κατακλύζουν το κοινωνικό σύστημα.

«Το μεγαλύτερο ελάττωμα είναι η επιπολαιότητα. Καθετί που συνειδητοποιούμε είναι για καλό».

«Όταν πρωτομπήκα στην φυλακή μερικοί άνθρωποι με συμβούλεψαν να ξεχάσω ποιος ήμουν. Ήταν μια ολέθρια συμβουλή. Μονάχα συνειδητοποιώντας τι είμαι, βρήκα ανακούφιση στα βάσανά μου..»

«Τα μεγάλα πάθη είναι για τις μεγάλες ψυχές».

«Η τέχνη είναι σύμβολο γιατί ο άνθρωπος είναι σύμβολο».

«Φιλισταίος είναι εκείνος που συντηρεί τις δυσκίνητες, τυφλές μηχανικές δυνάμεις της κοινωνίας και που δεν είναι σε θέση ν' αναγνωρίζει τη δυναμική τους έκφραση όταν την συναντάει σε έναν άνθρωπο η ένα κίνημα».

«Ο κόσμος αγάπησε ανέκαθεν τον άγιο σαν την πλησιέστερη δυνατή προσέγγιση στην τελειότητα του Θεού. Ο άνθρωπος από κάποιο θεϊκό ένστικτο μέσα του, φαίνεται να αγάπησε πάντοτε τον αμαρτωλό σαν την πλησιέστερη δυνατή προσέγγιση στην τελειότητα του ανθρώπου.»

«Περισσότερο από κάθε άλλον ξυπνάει μέσα μας εκείνη την ροπή για το θαύμα προς το οποίο μας έλκει πάντα ο Ρομαντισμός. Η θέση του βρίσκεται ανάμεσα στους ποιητές, είδε πως με την αγάπη μπορούσε να πλησιάζει κανείς είτε την καρδιά του λεπρού, είτε τα πόδια του Θεού».

«Αυτό που απλώνεται μπροστά μου είναι το παρελθόν.

Είμαι αναγκασμένος να το κοιτάξω με διαφορετικά μάτια, να κάνω τον κόσμο να το κοιτάξει με διαφορετικά μάτια, να κάνω το Θεό να το κοιτάξει με διαφορετικά μάτια.

Αυτό δεν μπορώ να το κάνω αγνοώντας το ή θεωρώντας το ασήμαντο ή εγκωμιάζοντάς το ή αρνούμενός το.

Ο μόνος τρόπος που μπορεί να γίνει αυτό είναι να του προσδώσω μια πληρότητα, με το να το δεχτώ σαν ένα μέρος της εξέλιξης της ζωής μου και του χαρακτήρα μου, με το να σκύψω το κεφάλι σε καθετί που έχω υποφέρει.

Μήν ξεχνάς σε τί τρομερό σχολείο μαθητεύω.

Και όσο ατελής, όσο λειψός και αν είμαι, έχεις πολλά ακόμα να κερδίσεις από μένα.

Ήρθες σε μένα για να μάθεις την απόλαυση της ζωής και την απόλαυση της τέχνης. Ίσως να έχω εκλεγεί για να σου μάθω κάτι πολύ πιο υπέροχο – το νόημα της θλίψης και την ομορφιά της».

«Το βάρος της θλίψης που είχες καθήκον να μοιραστείς μαζί μου το έκανες διπλό, τον πόνο, που έπρεπε να κάνεις ό,τι μπορείς για να τον απαλύνεις, τον κέντρισες ώς την αγωνία. Δεν το έκανες σκόπιμα, το ξέρω. Ήταν απλώς εκείνο «το μοιραίο ελάττωμα στο χαρακτήρα σου, η παντελής έλλειψη φαντασίας».

Κι ωστόσο, το μόνο που μένει είναι να σε συγχωρήσω. Έτσι πρέπει να γίνει.

Δε γράφω τούτο το γράμμα με σκοπό να σταλάξω πίκρα στην καρδιά σου, αλλά να την ξεριζώσω απ' τη δική μου. Για το δικό μου και μόνο καλό πρέπει να το κάνω. Δεν μπορεί να ζεσταίνει κανείς συνέχεια στον κόρφο του μια οχιά που τρέφεται από τις ίδιες σου τις σάρκες, ούτε να ξαγρυπνά τις νύχτες για να σπέρνει αγκάθια στον κήπο της καρδιάς σου.

Δεν είναι δύσκολο, αρκεί να βοηθήσεις κι εσύ λίγο. Παλιά, σε συγχωρούσα αμέσως για όσα μου έκανες.. Μα δεν σου έκανα καλό. Για να συγχωρούμε τα αμαρτήματα των άλλων, πρέπει η δική μας ζωή να είναι καθαρή από κάθε ψεγάδι.

Τώρα που βρίσκομαι σε κατάσταση έσχατης ταπείνωσης και καταισχύνης, είναι αλλιώς. Η συγνώμη μου έχει αποφασιστική σημασία για σένα. Κάποια μέρα ίσως το καταλάβεις αυτό. Μα κι αν δεν το καταλάβεις ποτέ, ο δρόμος που πρέπει να ακολουθήσω εγώ είναι φανερός.

Δεν μπορώ να σ' αφήσω μια ζωή ολόκληρη να κουβαλάς στην καρδιά σου το κρίμα ότι κατέστρεψες έναν άνθρωπο σαν κι εμένα. Θα σε έσπρωχνα ίσως σε κυνική αδιαφορία ή νοσηρή μελαγχολία. Έχω την υποχρέωση να πάρω το φορτίο από σένα και να το αποθέσω στις δικές μου πλάτες.

Πρέπει να πείσω τον εαυτό μου πως εγώ ο ίδιος φταίω για το κακό που έπαθα, πως κανένας άνθρωπος σπουδαίος ή ασήμαντος δεν μπορεί να καταστραφεί από ξένο χέρι. Είμαι πρόθυμος να το παραδεχτώ, και ας μην το πιστεύει κανείς αυτή την στιγμή. Δίχως οίκτο εκτοξεύω πάνω μου την ανελέητη κατηγορία. Όσο τρομερά κι αν ήταν όσα μου έκαναν οι άνθρωποι, αυτό που κάνω ο ίδιος στον εαυτό μου είναι απείρως τρομερότερο.»
 
Oscar Wilde, De Profundis

Ακεραιότητα, ικανότητα και καλοσύνη: Τα τρία θεμέλια για να χτίσει εμπιστοσύνη ο ηγέτης

Η εμπιστοσύνη αποτελεί θεμέλιο της ανάπτυξης θετικών σχέσεων αλληλεπίδρασης και συνεργασίας μεταξύ ατόμων και ομάδων. Πιο συγκεκριμένα, ο ηγέτης απαιτείται να κερδίζει την εμπιστοσύνη των συνεργατών του προκειμένου να τον ακολουθούν εθελοντικά και πρόθυμα.

Η επιχείρηση απαιτείται να κερδίζει την εμπιστοσύνη των εργαζομένων και των πελατών της, αν θέλει αυτοί να έχουν θετική στάση απέναντι της. Η αποτελεσματική συνεργασία μεταξύ δυο ανθρώπων απαιτεί εμπιστοσύνη. Ακόμα και οι σωστές σχέσεις μεταξύ γονέα και παιδιού δε νοούνται χωρίς την ύπαρξη εμπιστοσύνης. 

Για όλους τους παραπάνω λόγους, για τον ηγέτη, το χτίσιμο της εμπιστοσύνης με τους συνεργάτες του αποτελεί πρωταρχική προϋπόθεση για την άσκηση αποτελεσματικής ηγεσίας.

Οι πυλώνες στους οποίους στηρίζεται η εμπιστοσύνη και τους οποίους οφείλει να δημιουργήσει ο ηγέτης είναι: η ακεραιότητα (integrity), η ικανότητα (ability) και η καλοσύνη (benevolence). Ο ηγέτης διαθέτει ακεραιότητα όταν οι συνεργάτες του πιστεύουν ότι διαθέτει και κάνει πράξη ηθικές αρχές όπως η εντιμότητα, η συνέπεια, η δικαιοσύνη, η υπευθυνότητα, η προβλεψιμότητα και η διαφάνεια στις αποφάσεις και στη συμπεριφορά του.

Ακεραιότητα σημαίνει ότι ο ηγέτης χαρακτηρίζεται από ειλικρίνεια, ηθική και συγκεκριμένες αρχές τις οποίες τηρεί στην πράξη. Δηλαδή, ηγείται μέσω παραδείγματος, με την έννοια ότι η συμπεριφορά και οι πράξεις του είναι χειροπιαστά παραδείγματα των όσων πρεσβεύει και ζητά από τους συνεργάτες του να αποδεχθούν και να κάνουν πράξη.

Η συνέπεια και η προβλεψιμότητα σημαίνει ότι τηρεί τις υποσχέσεις του, κάνει πράξεις όσα κηρύσσει, οι πράξεις είναι σύμφωνες με τα λόγια του, καθώς και ότι στον λόγο και στις αξίες του υπάρχει συνέπεια και συνοχή, δηλαδή δε «φάσκει και αντιφάσκει». Υπευθυνότητα σημαίνει ότι αναλαμβάνει πάντα το μέρος της ευθύνης που του αναλογεί για τις αποφάσεις, τις πράξεις, τις επιδόσεις του, και αναγνωρίζει τα λάθη του.

Ο δεύτερος πυλώνας της εμπιστοσύνης είναι η ικανότητα. Αυτό σημαίνει ότι οι συνεργάτες του ηγέτη θεωρούν πως αυτός διαθέτει τις γνώσεις, τις ικανότητες και την τεχνογνωσία ν’ ανταποκρίνεται αποτελεσματικά στα καθήκοντα του. Ο ηγέτης κερδίζει την εμπιστοσύνη όταν φαίνεται ότι γνωρίζει επαρκώς να υλοποιεί το έργο που αναλαμβάνει, διαθέτει σωστή κρίση, στρατηγική σκέψη, ικανότητα λήψης αποφάσεων, επίλυσης προβλημάτων και σχεδιασμού, ανθρώπινες ικανότητες, αυτοκυριαρχία, αισιοδοξία, εντιμότητα, θάρρος, κουράγιο, ανθεκτικότητα, οργανωτικότητα, μεθοδικότητα.

Ο τρίτος πυλώνας της εμπιστοσύνης είναι η καλοσύνη, με την έννοια ότι ο ηγέτης ενδιαφέρεται ειλικρινά για το καλό των συνεργατών του, δεν τους εκμεταλλεύεται, τους νοιάζεται, τους φροντίζει, τους προστατεύει και τους υποστηρίζει στην εργασία και την εξέλιξη τους μέσω καθοδήγησης, εκπαίδευσης, ενθάρρυνσης και παρακίνησης.

Πεπρωμένο & Αυτογνωσία: Μια Αστρολογική Προσέγγιση

Όλοι μας, έχουμε κατά νου, μια συγκεκριμένη ιδέα περί της αστρολογίας. Για τους περισσότερους, είναι ένα εργαλείο πρόβλεψης, συχνά ανακριβούς θεωρίας και για πολλούς ακόμη και εργαλείο εξαπάτησης. Γενικά, ο περισσότερος κόσμος δεν παίρνει την αστρολογία στα σοβαρά, παρόλο που είναι μία καθαρά μαθηματική επιστήμη, κυρίως επειδή το αντικείμενό της είναι αόρατες επιρροές από δυνάμεις, οι οποίες, ενώ είναι κυρίαρχες στο Σύμπαν γύρω μας, δεν αποτελούν κομμάτι της ορατής, υλικής καθημερινότητάς μας.

Γενικά, ο δυτικός πολιτισμός τείνει να απορρίπτει οτιδήποτε δεν είναι άμεσα εξηγήσιμο και βιώσιμο, αντιμετωπίζοντας εναλλακτικές θεωρίες και τρόπους σκέψης ως τσαρλατανισμό. Πόσοι από εσάς, για παράδειγμα, έχουν παρατηρήσει ότι κανένας δεν αμφισβητεί τη δήλωση ότι τα άστρα είναι γιγάντιες σφαίρες αερίων και λοιπών στοιχείων, οι οποίες αναρτημένες στη μέση του τίποτα, εκτελούν αέναες πυρηνικές αντιδράσεις, φωτίζοντας το Σύμπαν, δημιουργώντας παράλληλα όλα τα δομικά του στοιχεία, ενώ εάν κάποιος δηλώσει ότι ο τοίχος είναι φρεσκοβαμμένος, το πιο πιθανό είναι να τον αγγίξουμε με το δάχτυλο ώστε να δούμε αν ισχύει;

Στο σύνολό της, η δυτική σκέψη είναι άκαμπτη και διακατέχεται από το πνεύμα της αμφισβήτησης, με αποτέλεσμα ο δυτικός πολιτισμός να είναι ακόμη σε υποανάπτυκτο επίπεδο σε πνευματικά θέματα.

Η αστρολογία είναι μια επιστήμη, που έχει την ατυχία να προσπαθεί να γεφυρώσει τις θετικές μαθηματικές δομές με την πνευματική θεωρία και ως εκ τούτου αντιμετωπίζεται με καχυποψία, περιφρόνηση και συχνά έλλειψη σοβαρότητας, και από αυτούς που εκμεταλλεύονται την ασάφεια πολλών πνευματικών εννοιών προς ιδίων όφελος, αλλά και αυτούς που πέφτουν θύματά τους.

Κι αν σας έλεγα ότι η αστρολογία, από τη φύση της ένα πολύπλευρο αντικείμενο, έχει εκφάνσεις τις οποίες μπορούμε άμεσα να μετρήσουμε και να αποδείξουμε; Εάν η αστρολογία είχε κάποιο μέσο να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τον εαυτό μας με τα καλά και τα στραβά του; Να γίνει εργαλείο για την προσωπική μας ανάπτυξη και να ξεφύγει από το πεδίο της ανιαρής διασκέδασης και εξαπάτησης του μέσου ανθρώπου;

Αυτό, βέβαια, απαιτεί να απαγκιστρωθούμε λίγο από τον τρόπο σκέψης του πολιτισμού μας και να λάβουμε σοβαρά υπόψη ως βάση ένα μέρος της ανατολικής πνευματικής φιλοσοφίας. Μεγάλο κομμάτι του ανατολικού πνευματισμού είναι η μετενσάρκωση, η ιδέα δηλαδή ότι κάθε Ψυχή επιστρέφει στην Ύλη ξανά και ξανά, με σκοπό να μαζέψει εμπειρίες και μαθήματα, τα οποία θα την ολοκληρώσουν. Σκεφτείτε λίγο την ιδέα ότι το σύνολο του Πνεύματος στο Σύμπαν, η Υπέρτατη συνείδηση, ο Συμπαντικός Νους, που άλλοι αντιλαμβάνονται και ως Θεό, θέλοντας να αναπτυχθεί και να εξελιχθεί, έσπασε σε άπειρα κομμάτια τον Εαυτό του, ώστε μέσω της Ύλης να αποκτήσει αυτό που χρειάζεται. Να ζήσει δηλαδή, τον Εαυτό του, μέσα από άπειρες οπτικές γωνίες και εμπειρίες. Η υλική ύπαρξη, αν θέλετε, είναι η ίδια ένα μεγάλο σχολείο των ψυχών.

Σε αυτήν επιστρέφουμε πολλές φορές κατά τη διάρκεια του πνευματικού μας κύκλου, με διαφορετικές συνθήκες κάθε φορά, που μας επιτρέπουν να ζήσουμε ως ενσαρκωμένες ψυχές πλέον, τις εμπειρίες αυτές που θα συμβάλλουν στη δική μας εξέλιξη.

Η Ψυχή, σύμφωνα με την ανατολική θεωρία, γνωρίζει εκ των προτέρων τα μαθήματα που της λείπουν και επιλέγει σε κάθε ενσάρκωση τις κατάλληλες συνθήκες που θα αντιμετωπίσει κατά τη διάρκεια της ζωής, ώστε να τα βιώσει. Οι συνθήκες αυτές περιέχουν όλο το φάσμα, από την οικογένεια και την κοινωνία στην οποία η Ψυχή επιλέγει να ενσωματωθεί με τη γέννηση, μέχρι και τις κοσμικές επιρροές που ορίζουν το περιβάλλον στο οποίο θα ζήσει, από τη στιγμή της γέννησης μέχρι το θάνατο.

Οι κοσμικές επιρροές είναι κάτι που συχνά μας περνάει απαρατήρητο, αποδεικνύεται, όμως, εύκολα εάν λάβουμε υπόψη το φαινόμενο της παλίρροιας. Ως γνωστόν, το νερό επηρεάζεται από τη βαρυτική έλξη της Σελήνης, κάνοντας τις θάλασσες και τους ωκεανούς να φουσκώνουν, αυξομειώνοντας τη στάθμη τους. Με τον ίδιο τρόπο, η Σελήνη επηρεάζει και όλα τα έμβια όντα, όπως εμάς, σωματικά και ψυχικά, δεδομένου ότι αποτελούμαστε κατά 70% από νερό.

Δεν είναι μόνο η Σελήνη, όμως, που μας επηρεάζει, αλλά και όλα τα ουράνια σώματα στο ηλιακό μας σύστημα, μιας και τα βαρυτικά πεδία που ασκούν τα κρατούν σε ισορροπία με τον Ήλιο (γι’ αυτό και είναι μέρος τους ηλιακού μας συστήματος), αλλά και μακρινά άστρα τα οποία βρίσκονται σε βαρυτική ισορροπία με το δικό μας Ήλιο. Από αυτή τη συμπλοκή των αλληλεπικαλυπτόμενων βαρυτικών πεδίων, δημιουργούνται και επιπλέον σημεία ισορροπίας, τα οποία μας επηρεάζουν εξίσου.

Θα μου πείτε αφού βαρύτητα το ένα, βαρύτητα και το άλλο, γιατί μας επηρεάζει το κάθε ουράνιο σώμα διαφορετικά; Αυτό πολύ απλά γιατί κάθε πλανήτης, πλανητοειδής και άστρο, δονείται στη δική του μοναδική συχνότητα, την οποία εκπέμπει και μέσα στο βαρυτικό του πεδίο. Πρόσφατα, μάλιστα, ανακαλύφθηκε ότι τα βαρυτικά πεδία διαδίδονται στο χώρο υπό τη μορφή κύματος, το μήκος του οποίου καθορίζεται από τις συχνότητες των αστρικών σωμάτων. Συγκεκριμένα χαρακτηριστικά προσδίδονται, επίσης, κι από την ένταση των πεδίων, αυτών καθεαυτών. Όπως είπε και μια πολύ παρεξηγημένη διάνοια του περασμένου αιώνα, ο Σέρβος φυσικός Νίκολα Τέσλα, εάν θέλουμε να ξεκλειδώσουμε τα μυστικά του σύμπαντος, πρέπει να σκεφτόμαστε με όρους ενέργειας, συχνοτήτων και δονήσεων.

Μπορούμε, λοιπόν, με βάση τα παραπάνω, να καταλάβουμε την εξελικτική πορεία, την οποία μία Ψυχή έχει επιλέξει για τον Εαυτό της, αν μελετήσουμε τις κοσμικές επιρροές κάτω από τις οποίες επέλεξε να ενσαρκωθεί, κι αυτό ακριβώς είναι το αντικείμενο της Εξελικτικής Αστρολογίας.

Επίσης, άλλο ένα μέρος ανατολίτικης φιλοσοφίας που πρέπει να κατανοήσουμε, είναι αυτό της δυαδικότητας της Φύσης, της Ψυχής και του Ανθρώπου, ή αλλιώς του διπόλου γιν (θηλυκό) και γιανκ (αρσενικό), όπως αυτό εκφράζεται στο Ταοϊσμό και τα περισσότερα ανατολικά πνευματικά συστήματα. Αυτή τη βάση των διπόλων, εξέφρασε και ο Καρλ Γιουνγκ, μέσω της έρευνάς του στις ψυχολογικές προεκτάσεις της δυαδικότητας, προσπαθώντας και ο ίδιος να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ επιστήμης και πνευματισμού. Ο ίδιος ο κλάδος της εξελικτικής αστρολογίας είναι βασισμένος στη θεωρία του Γιούνγκ περί δυαδικότητας, και το δίπολο συνηδειτού – ασυνείδητου ή, όπως το ονόμασε Περσόνα ή Εγώ και Σκιά.

Ένας από τους πλανητικούς δείκτες στην Εξελικτική Αστρολογία, που φανερώνουν την αποστολή, αν θέλετε, της Ψυχής σε οποιαδήποτε ενσάρκωση, είναι η θέση του Πλούτωνα στο γενέθλιο αστρολογικό χάρτη. Το δίπολο, που δημιουργείται από τον οίκο του χάρτη στον οποίο βρίσκεται ο Πλούτωνας τη στιγμή της γέννησης και τον αντιδιαμετρικό του οίκο, φανερώνει το γενικό πλαίσιο αναφοράς των θεμάτων, τα οποία η Ψυχή επέλεξε να δουλέψει στην παρούσα ενσάρκωση.

Παρομοίως, όλοι οι υπόλοιποι πλανήτες και οι θέσεις τους, καταδεικνύουν επιπλέον επιμέρους θέματα και προκλήσεις που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε στην παρούσα ενσάρκωση. Η θέση της Αφροδίτης για παράδειγμα, σε ένα γενέθλιο χάρτη, φανερώνει τις τάσεις και συμπεριφορές μας σε θέματα σχέσεων, ερωτικών, και ικανοποίησης επιθυμιών. Σε έναν αντρικό χάρτη, μάλιστα, δείχνει και τον τύπο γυναίκας που τον έλκει.

Θα αναρωτηθούν, λογικά, κάποιοι από εσάς, εφόσον οι προκλήσεις που βρίσκουμε μπροστά μας κατά τη διάρκεια της ζωής είναι προδιαγεγραμμένες, ποιο το νόημα της κατανόησης και μελέτης της αστρολογίας σε εξελικτικό υπόβαθρο; Ενώ, όντως, έχουμε προεπιλέξει σαν ψυχές τις συνθήκες της υλικής μας διαβίωσης, εδώ εισέρχεται ο παράγοντας της ελεύθερης βούλησης. Παρόλο που οι πλανητικές επιρροές παραμένουν οι ίδιες, μέσω της κατανόησης του πώς αυτές εκφράζονται πάνω μας, έχουμε την επιλογή να ακολουθήσουμε μοιρολατρικά το ρεύμα ή να πάρουμε τη ζωή μας στα χέρια μας και να αντιμετωπίσουμε, όπως θεωρούμε πιο σωστό, τις συνθήκες που διαμορφώνουν την ύπαρξή μας ως τώρα. Στόχος, δηλαδή, αν θέλετε, αυτής της μελέτης του εαυτού μας με γνώμονα την αστρολογία είναι να ξεπεράσουμε τις αστρικές επιρροές που μας διέπουν από τη γέννησή μας και να δημιουργήσουμε το πεπρωμένο που επιθυμούμε για εμάς. Η υπέρβαση της λεγόμενης οικοθεσίας.

Έτσι, μας δίνεται η ευκαιρία να λύσουμε καρμικά ζητήματα, τα οποία είναι και συνήθως οι καταστάσεις που επαναλαμβάνονται περισσότερο στη ζωή μας, με όλο και αυξανόμενη ένταση, μέχρι να κατανοήσουμε τα μαθήματα που επιθυμεί η ψυχή μας να λάβει και να τα κάνουμε μέρος μιας καινούριας, πιο ελεύθερης ύπαρξης και ένα εργαλείο που μας βοηθάει να τα αναγνωρίσουμε είναι η εξελικτική αστρολογία.

Πέρα από το πρίσμα της πρόβλεψης, της διασκέδασης και εκμετάλλευσης απεγνωσμένων νοικοκυρών και ανόητων από δήθεν επιστήμονες ή δήθεν ειδήμονες του χώρου, μια σοβαρή μελέτη των συμπαντικών επιρροών σε συνδυασμό με τις βιωματικές μας εμπειρίες, μπορεί να αποκαλύψει ή να επιβεβαιώσει, για όσους έχουν μια αμυδρή ιδέα, την αποστολή της παρούσας ενσάρκωσης, τις προκλήσεις που έχει κάποιος να αντιμετωπίσει, καθώς και τα δυνατά του σημεία, τα οποία μπορεί να εκμεταλλευτεί, ώστε να τη φέρει εις πέρας.

Μέσω αυτού, μας δίνεται η δυνατότητα για σοβαρή αυτογνωσία, είτε αυτή έχει να κάνει με το τί έχουμε έρθει να εκπληρώσουμε σε αυτή τη γη είτε κάτι πολύ πιο απλό και βασικό, όπως το να γνωρίσουμε τα προτερήματα και τα μειονεκτήματά μας και να τα δουλέψουμε ανάλογα, δημιουργώντας τις καλύτερες δυνατές συνθήκες για τον εαυτό μας και τους γύρω μας.

Είναι, εν κατακλείδι, μια εναλλακτική επιστήμη, την οποία με ανοιχτό μυαλό και αποφυγή επιπολαιότητας, μπορούμε να αξιοποιήσουμε ως άλλο ένα εφόδιο στην εξελικτική μας πορεία.

Δεν είναι όλες οι απώλειες ίδιες, δεν έχουν την ίδια ένταση και ούτε αφήνουν τα ίδια σημάδια πάνω μας

Η απώλεια αποτελεί ένα αναπόφευκτο και συνάμα δύσκολο κομμάτι της ζωής μας. Απώλειες σημαντικών και αγαπημένων ανθρώπων, απώλειες ρόλων, εργασίας, σχέσεων ακόμη και καταστάσεων. Πολλοί, όταν μιλούν για απώλεια, τείνουν να επικεντρώνονται σε αυτή των ανθρώπων. Η απώλειας ενός οικείου προσώπου αποτελεί ίσως το πιο δυσχερές είδος απώλειας που πρέπει να διαχειριστούμε. Ωστόσο, η απώλεια και το επακόλουθο πένθος υπάρχει παντού γύρω μας. Όταν χάνουμε την δουλειά μας, είναι ένας τύπος απώλειας. Καλούμαστε να θρηνήσουμε για την δουλειά που αφήσαμε πίσω μας, για όσα μας προσέφερε, για όσα καταφέραμε μέσα από αυτή. Όταν δίνουμε τέλος σε μια σχέση, είναι πάλι μια σημαντική απώλεια, ένας μικρός θάνατος.

Όπως ακόμη μια μετακόμιση, μας φέρνει αντιμέτωπους με τα δύσβατα μονοπάτια της απώλειας και των αρνητικών συναισθημάτων που επιφέρει. Οτιδήποτε είναι σημαντικό για εμάς, έχει υπάρξει με αυτό μια σύνδεση, ένας δεσμός, μια επικοινωνία, και για κάποιο λόγο το αποχωριζόμαστε, είναι μια απώλεια. Όταν χάνουμε κάτι, θρηνούμε για αυτό.

Δεν είναι όλες οι απώλειες ίδιες, δεν έχουν την ίδια ένταση και ούτε αφήνουν όλες τα ίδια στίγματα πάνω μας. Όμως, όλες οι απώλειες χαράζουν μέσα μας κάτι. Ποτέ δεν θα είμαστε ίδιοι μετά από μια απώλεια. Έχει χαθεί ένα σπουδαίο κομμάτι μας, ένα κομμάτι που μαζί με όλα τα υπόλοιπα συμπλήρωνε το προσωπικό μας παζλ. Δίχως ένα κομμάτι, το παζλ αυτό δε μπορεί να γίνει ξανά το ίδιο, να είναι ξανά ολόκληρο.

Το πένθος είναι μια φυσιολογική συναισθηματική αντίδραση του ανθρώπου απέναντι στην απώλεια. Κάθε άνθρωπος πενθεί διαφορετικά. Είναι μια εξαιρετικά προσωπική και μοναδική διαδικασία για τον κάθε ένα από εμάς. Ιδίως το πένθος για τον χαμό ενός αγαπημένου προσώπου είναι μια διαδρομή με ανηφόρες και κατηφόρες θα λέγαμε. Δεν υπάρχει φυσιολογικό και μη φυσιολογικό πένθος.

Για κάποιους ανθρώπους μπορεί το πένθος να αρχίσει ακόμη και εβδομάδες μετά τον θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου και να κρατήσει χρόνια, ή αντίστοιχα μπορεί να αρχίσει αμέσως μετά από αυτόν και να κρατήσει μόνο λίγες μέρες. Ενώ έχουν καθοριστεί κάποια βασικά στάδια του πένθους, δεν σημαίνει πως όλοι οι άνθρωποι θα τα βιώσουν με την ίδια σειρά, δεν είναι καν σίγουρο αν θα περάσουν από όλα τα στάδια. Σίγουρα μπορεί να υπάρχουν κοινά στοιχεία όπως, (ιδίως σε ένα ξαφνικό θάνατο), η άρνηση του γεγονότος ή το στάδιο του θυμού, αλλά εξαρτάται από πολλούς παράγοντες το πως τελικά θα διανύσει το άτομο την διαδρομή του πένθους.

Αναρωτιέμαι όμως αν τελικά «βγαίνουμε» ποτέ πραγματικά από ένα πένθος ή απλώς προσαρμοζόμαστε και μαθαίνουμε να ζούμε με αυτό. Μια μυρωδιά, μια τοποθεσία, ένα αντικείμενο πολλές φορές είναι αρκετά, να μας θυμίσουν ξανά το χαμένο πρόσωπο και ίσως να μας επαναφέρουν είτε επιφανειακά, είτε βαθύτερα στην διεργασία του πένθους.

Φτάνει κανείς στην αρετή. Δεν καλλιεργείται η αρετή, όπως δεν μπορεί κανείς να καλλιεργήσει την αγάπη ή την ταπεινότητα

Εμείς δημιουργούμε την κοινωνία και η κοινωνία μάς διαμορφώνει. Ο νους μας βασανίζεται και διαμορφώνεται βαθιά από μια ηθική που δεν είναι ηθική. Η ηθική της κοινωνίας είναι ανηθικότητα, γιατί η κοινωνία δέχεται κι ενθαρρύνει τη βία, την απληστία, τον ανταγωνισμό, τη φιλοδοξία, κ.ο.κ., πράγματα που είναι ουσιαστικά ανήθικα. Δεν υπάρχει αγάπη, εκτίμηση, στοργή, τρυφερότητα, και η «ηθική υπευθυνότητα» της κοινωνίας είναι εντελώς χαοτική. Ένας νους που γυμνάστηκε χιλιάδες χρόνια ν’ αποδέχεται, να υπακούει και να συμμορφώνεται, δεν μπορεί με κανένα τρόπο να είναι υπερευαίσθητος και συνεπώς εξαιρετικά ενάρετος. Έχουμε πιαστεί σ’ αυτή την παγίδα. Τι είναι λοιπόν αρετή; Πρέπει να το δούμε επειδή η αρετή είναι απαραίτητη.

Χωρίς σωστές βάσεις ένας μαθηματικός δεν μπορεί να πάει πολύ μακριά. Με τον ίδιο τρόπο, προκειμένου κανείς να καταλάβει και να πάει πιο πέρα, σε κάτι που είναι μιας εντελώς διαφορετικής διάστασης, πρέπει να έχει σωστές οάσεις και η σωστή βάση είναι η αρετή, που είναι τάξη -όχι η τάξη της κοινωνίας, που είναι αταξία. Χωρίς τάξη πώς μπορεί ο νους να είναι ευαίσθητος, ζωντανός, ελεύθερος;

Προφανώς, αρετή δεν είναι η γεμάτη επαναλήψεις συμπεριφορά της συμμόρφωσης σ’ ένα πρότυπο που έχει γίνει σεβαστό σ’ ένα πρότυπο που το κατεστημένο, σ’ αυτή τη χωρά ή οπουδήποτε αλλού στον κόσμο, δέχεται σαν Ηθική. Πρέπει κανείς να είναι ξεκάθαρος σχετικά με το τι είναι αρετή. Φτάνει κανείς στην αρετή: Δεν καλλιεργείται η αρετή, όπως δεν μπορεί κανείς να καλλιεργήσει την αγάπη ή την ταπεινότητα. Φτάνει κανείς σ’ αυτήν -στη φύση της αρετής, στην ομορφιά της, στην τάξη της- όταν ξέρει τι δεν είναι αρετή· μέσα από την άρνηση βρίσκει κανείς το θετικό. Δεν έρχεται κανείς στην αρετή ορίζοντας το θετικό και προσπαθώντας στη συνέχεια να το μιμηθεί -αυτό δεν είναι καθόλου αρετή. Δεν έχει κανένα νόημα να καλλιεργείς διάφορες μορφές «εκείνου που θα έπρεπε να είσαι», μορφές που ονομάζονται αρετή -όπως μη βία- ασκώντας τις καθημερινά μέχρι να γίνουν μηχανικές.

Ασφαλώς η αρετή υπάρχει κάθε στιγμή, όπως η ομορφιά, όπως η αγάπη -δεν είναι κάτι που το έχετε συσσωρεύσει και μέσα απ’ αυτό δράτε. Αυτό δεν είναι μια απλή λεκτική διαπίστωση που είτε τη δέχεσαι είτε όχι. Υπάρχει αταξία -όχι μόνο στην κοινωνία αλλά και μέσα μας, πλήρης αταξία- αλλά δεν είναι ότι κάπου μέσα μας υπάρχει τάξη και το υπόλοιπο πεδίο είναι σε αταξία: αυτός είναι ένας ακόμα δυϊσμός και συνεπώς αντίφαση, μπέρδεμα και πάλη. Όπου υπάρχει αταξία πρέπει να υπάρχει επιλογή και σύγκρουση. Μόνον ο μπερδεμένος νους επιλέγει. Για το νου που βλέπει τα πάντα ολοκάθαρα, δεν υπάρχει επιλογή. Αν είμαι μπερδεμένος, οι πράξεις μου θα ‘ναι κι αυτές μπερδεμένες.

Ένας νους που βλέπει τα πράγματα πολύ καθαρά, χωρίς διαστρέβλωση, χωρίς προσωπική προκατάληψη, που έχει καταλάβει την αταξία και είναι ελεύθερος απ’ αυτήν ένας τέτοιος νους είναι ενάρετος, είναι σε τάξη, όχι σε τάξη σύμφωνα με τους Κομμουνιστές, τους Σοσιαλιστές, τους Καπιταλιστές ή κάποια εκκλησία, αλλά σε τάξη επειδή έχει καταλάβει όλο το μέγεθος της αταξίας μέσα του. Η τάξη, εσωτερικά, είναι παρόμοια με την απόλυτη τάξη των μαθηματικών. Εσωτερικά η ύψιστη τάξη είναι κάτι απόλυτο και δεν μπορεί να βγει μέσα από την καλλιέργεια, ούτε μέσα από την άσκηση, την καταπίεση, τον έλεγχο, την υπακοή και τη συμμόρφωση. Μόνον ένας νους που έχει εξαιρετική τάξη μπορεί να είναι ευαίσθητος, νοήμων.

Πρέπει κανείς να έχει επίγνωση της αταξίας μέσα του, επίγνωση των αντιφάσεων, της δυϊστικής διαμάχης των αντίθετων επιθυμιών, να έχει επίγνωση των ιδεολογικών κυνηγητών και του εξωπραγματικού χαρακτήρα τους. Πρέπει να παρατηρεί «αυτό που είναι» χωρίς καταδίκη, χωρίς κριτική, χωρίς κανένα ζύγισμα. Βλέπω το μικρόφωνο σαν μικρόφωνο -όχι σαν κάτι που μου αρέσει ή δε μου αρέσει, θεωρώντας το καλό ή κακό-το βλέπω όπως είναι. Με τον ίδιον τρόπο, πρέπει να δει κανείς τον εαυτό του όπως είναι, χωρίς αυτό που βλέπει να το ονομάζει «κακό» ή «καλό» -χωρίς να υπολογίζετε τίποτα (πράγμα που δεν σημαίνει να κάνει ο καθένας ό,τι του αρέσει). Η αρετή είναι τάξη. Δεν μπορείς να έχεις το αντίγραφό της. Αν έχεις το αντίγραφο της αρετής και το ακολουθείς, έχεις γίνει ανήθικος, είσαι σε αταξία.

Χρειάζεται να κατανοήσουμε σε βάθος τις επιθυμίες μας και όχι να απαλλαγούμε από αυτές

Ερώτηση (Μαθητής): Από πού πηγάζει η επιθυμία και πώς μπορώ να απαλλαγώ απ’ αυτή;

Δάσκαλος: Γιατί ένας έφηβος, όπως εσύ, κάνει αυτή την ερώτηση; Και γιατί να πρέπει να απαλλαγείτε από την επιθυμία; Καταλαβαίνετε τι εννοώ; Γιατί ένας νέος άντρας, γεμάτος ζωή και ενέργεια, πρέπει να απαλλαγεί από την επιθυμία; Προφανώς επειδή του έχουν πει οι μεγαλύτεροι ότι το να μην έχει επιθυμίες είναι μία από τις μεγαλύτερες αρετές. Γι’ αυτό, λοιπόν, ρωτάει ο νεαρός ποια είναι η προέλευση της επιθυμίας και πώς μπορεί να απαλλαγεί από αυτή. Αλλά αυτή ακριβώς η επιθυμία να απαλλαγείς από την επιθυμία είναι μέρος της επιθυμίας, είναι επιθυμία που στην πραγματικότητα την υπαγορεύει ο φόβος, έτσι δεν είναι;

Ποια είναι η προέλευση, η πηγή, η αρχή της επιθυμίας; Βλέπεις κάτι όμορφο και το θέλεις. Βλέπεις ένα αυτοκίνητο, ένα ρολόι ή ένα σκάφος και θέλεις να το αποκτήσεις. Βλέπεις κάτι, έρχεσαι σ’ επαφή μ’ αυτό κι έχεις μια αίσθησή του. Τι γίνεται μετά; Προχωράτε αργά, ανακαλύψτε το. Βλέπεις, ας πούμε, σε μια βιτρίνα ένα πολύ ωραίο ρολόι. Μπαίνεις στo μαγαζί, τo κοιτάζεις, το αγγίζεις, νιώθεις το βάρος του, βλέπεις ποιος είναι ο κατασκευαστής και μετά τι γίνεται; Μετά μπαίνει στη μέση η σκέψη, δημιουργεί την εικόνα σου να φοράς το ρολόι και σκέφτεσαι: Αχ, μακάρι να το είχα. Δηλαδή έχουμε πρώτα οπτική επαφή, έπειτα άγγιγμα, αίσθηση – νιώθω ωραία με τη σκέψη ότι είναι δικό μου- κι αμέσως η σκέψη δημιουργεί την εικόνα, και σ’ αυτό ακριβώς το δευτερόλεπτο που η σκέψη δημιουργεί την εικόνα να φοράς το ρολόι ή να οδηγείς το αυτοκίνητο, σ’ αυτό ακριβώς το δευτερόλεπτο γεννιέται η επιθυμία. Το ξεκαθαρίσαμε αυτό; Τουλάχιστον με βάση τη λογική: Είναι το ίδιο όπως όταν βλέπεις κάποιον διάσημο ή πλούσιο ή άγιο και θέλεις να έρθεις στη θέση του διάσημου ή του πλούσιου ή του αγίου. Αυτή είναι η πηγή της επιθυμίας: Βλέπεις κάτι, έρχεσαι σε επαφή με αυτό και από την επαφή έρχεται η αίσθησή του και από την αίσθηση γεννιούνται η σκέψη και η επιθυμία.

Τώρα, αναγνωρίζοντας τη βεβαιότητα ότι η επιθυμία φέρνει σύγκρουση, ρωτάς: “Πώς μπορώ να απαλλαγώ από την επιθυμία;” Έτσι αυτό που πραγματικά θέλεις δεν είναι να ελευθερωθείς από την επιθυμία, αλλά να ελευθερωθείς από τη σύγκρουση με την ανησυχία, το άγχος και τον πόνο που σου προκαλεί η επιθυμία όταν δεν εκπληρώνεται. Θέλεις, δηλαδή, να ελευθερωθείς από τους πικρούς καρπούς της επιθυμίας, όχι από την ίδια την επιθυμία, και αυτό είναι το πολύ σημαντικό που πρέπει να καταλάβει κανείς. Αν μπορούσες να αφαιρέσεις από την επιθυμία τον πόνο, την απελπισία, την πάλη, όλα τα άγχη και τους φόβους που τη συνοδεύουν έτσι ώστε να μείνει μόνο η ευχαρίστηση, θα ήθελες και τότε να ελευθερωθείς από την επιθυμία;

Όσο υπάρχει η επιθυμία να επιτύχεις, να γίνεις κάποιος-σε οποιονδήποτε τομέα- υπάρχουν αναπόφευκτα άγχος, θλίψη, φόβος. Η φιλοδοξία να γίνεις το ένα ή το άλλο, εξαφανίζεται μόνο όταν δεις ότι η ίδια η φύση της φιλοδοξίας είναι εστία βρομιάς και διαφθοράς. Τη στιγμή που θα δούμε ότι η επιθυμία για απόκτηση δύναμης οποιασδήποτε μορφής δύναμη του πρωθυπουργού, του δικαστή, του ιερέα, του γκουρού είναι βαθιά συνδεδεμένη με το κακό, δεν θα έχουμε πιο την επιθυμία να αποκτήσουμε δύναμη. Αλλά δεν βλέπουμε άτι η φιλοδοξία διαφθείρει, ούτε ότι η επιθυμία για δύναμη έχει σχέση με το κακό, αντιθέτως λένε -όσοι την αποζητούν- ότι θα χρησιμοποιήσουν αυτή τη δύναμη για το καλό, κάτι που είναι σκέτη ανοησία. Ένα κακό μέσο δεν μπορεί ποτέ να χρησιμοποιηθεί για καλό σκοπό. Αν το μέσο είναι το ψέμα, ο σκοπός θα είναι επίσης ένα ψέμα. Αν το μέσο είναι κακό, ο σκοπός είναι κακός, οπότε και το αποτέλεσμα είναι κακό. Το καλό δεν είναι το αντίθετο του κακού, εμφανίζεται μόνο όταν εκείνο που είναι κακό πάψει εντελώς να υπάρχει.

Αν δεν καταλάβουμε, λοιπόν, τη σημασία της επιθυμίας-με τα αποτελέσματα και τα παράγωγά της-, το να προσπαθούμε απλώς ν’ απαλλαγούμε από αυτή δεν έχει κανένα νόημα.

Από την άλλη μεριά της πόρτας κάθε φόβου υπάρχουν πανέμορφα δώρα

Ορίστε μια πανίσχυρη ιδέα που θα μπορούσε να φέρει επανάσταση στον τρόπο που εργάζεστε και ζείτε- αρκεί να την ενσωματώσετε στο επίπεδο του DNA σας: Η ζωή σας θα διαστέλλεται ή θα συστέλλεται σε άμεση αναλογία με την προθυμία σας να προχωρήσετε κατά μέτωπο προς τα πράγματα που φοβάστε. Αν απαλλαγείτε από τους φόβους σας, θα ξεχωρίσετε. Αν το βάλετε στα πόδια μπροστά τους, θα ζαρώσετε μπροστά στο μεγαλείο.

Μου θυμίζει κάτι που έγραψε ο Φρανκ Χέρμπερτ στο Dune: “Δεν πρέπει να φοβάμαι. Ο φόβος σκοτώνει το μυαλό. Ο φόβος είναι ο μικρός θάνατος που φέρνει τον ολικό αφανισμό. Θα αντιμετωπίσω τον φόβο μου. Θα τον αφήσω να περάσει από πάνω μου και από μέσα μου. Και όταν περάσει θα στραφώ στο εσωτερικό μάτι μου για να δω τον δρόμο του. Εκεί όπου θα έχει πάει ο φόβος δεν θα υπάρχει τίποτε. Μόνο εγώ θα παραμείνω”.

Είναι εκπληκτικό τι συμβαίνει όταν αντιμετωπίζετε μια κατάσταση που σας κάνει να νιώθετε αμηχανία/ανασφάλεια/φόβο και, αντί να σπεύσετε προς μια εικονική έξοδο κίνδυνου, παραμένετε δυνατοί και κάνετε αυτό που γνωρίζετε ότι πρέπει να κάνετε. Πρώτα πρώτα συνειδητοποιείτε ότι ο φόβος ήταν κυρίως μια ψευδαίσθηση. Δεύτερον, αποκομίζετε κάποια αναπάντεχη ανταμοιβή για το θάρρος σας επειδή από την άλλη μεριά της πόρτας κάθε φόβου υπάρχουν πανέμορφα δώρα: προσωπική ανάπτυξη, αυτοπεποίθηση και σοφία. Το έχω δει ξανά και ξανά.

Υποθέτω πως είναι κάποιος νόμος της ζωής. Τρέξτε, λοιπόν καταπάνω στον φόβο σας. Αρχίστε από τα πιο απλά. Αργά και σταθερά, πάντα θα κερδίζετε τον αγώνα σας. Και παρατηρήστε την επιτυχία που τόσο δίκαια σας αξίζει καθώς θα αρχίζει να ανατέλλει – όταν θα τη χρειάζεστε περισσότερο.

Κάτων ο Νεότερος: το «ζωντανό άγαλμα της αρετής»

Ο Μάρκος Πόρκιος Κάτων ο Υτικαίος (Marcus Porcius Cato Uticensis, 95 π.Χ. – 12 Απριλίου 46 π.Χ.), κοινώς γνωστός ως Κάτων ο Νεότερος για να τον διακρίνουν από τον προπάππου του, τον Κάτωνα τον πρεσβύτερο, ήταν Ρωμαίος πολιτικός προς το τέλος της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας και υποστηρικτής της Στωικής φιλοσοφίας.

Ήταν ένας διακεκριμένος ρήτορας, που έχει μείνει στην ιστορία για το πείσμα του και την επιμονή του (ειδικά στη μακρά διαμάχη του με τον Ιούλιο Καίσαρα) καθώς και την ηθική του ακεραιότητα και τη διάσημη αποστροφή του για την πανταχού παρούσα διαφθορά εκείνης της περιόδου.

Τα πρώτα χρόνια

Ο Κάτων γεννήθηκε το 95 π.Χ. στη Ρώμη και ήταν γιος του Μάρκου Πόρκιου Κάτωνα και της συζύγου του.

Στωικισμός και Πομπηίος 

Στον στωικισμό ο Κάτων εντάχθηκε ενεργά μετά τη μαθητεία του δίπλα στον Αθηνόδωρο τον Ταρσέα, το έτος 67 στην πόλη της Περγάμου, όπου υπηρετούσε ως χιλίαρχος του ρωμαϊκού στρατού.

Στον εμφύλιο πόλεμο συντάχθηκε με τον Πομπηίο (του οποίου τα σχέδια να ανακηρυχθεί δικτάτορας είχε εμποδίσει ο ίδιος, το έτος 54, ως πραίτωρας) στη σύγκρουση του τελευταίου με τον Ιούλιο Καίσαρα, θεωρώντας την επικράτηση του πρώτου, ως του λιγότερο αντιδημοκρατικού, συγκριτικά πιο ευνοϊκή για τη δημοκρατική υπόθεση. Ο Κάτων συνόδευσε τον Πομπήιο στην πορεία γύρω από την Αδριατική και κράτησε με ολιγομελή φρουρά το Δυρράχιο, μέχρι την πανωλεθρία της παράταξής του στη μάχη των Φαρσάλων. Μαζί με τον Κουίντο Σκιπίωνα πέρασε εν συνεχεία στην Αφρική, όπου συνέχισε τον πόλεμο εναντίον του Ιουλίου Καίσαρα, διοικώντας και προστατεύοντας με τις λεγεώνες του την Υτίκη, από όπου και πήρε το προσωνύμιό του (Uticensis). τιμούμενος από τους κατοίκους της πόλεως.

Ο Κάτων ο Νεότερος, βαθυστόχαστος δημοκρατικός και αυστηρός με τη συνείδησή του, ασπάστηκε με ενθουσιασμό τις δημοκρατικές αξίες από τον θείο του Μάρκο Λίβιο Δρούσο, καθώς και το στωικισμό, τον οποίο εφάρμοσε με αυστηρότητα τόσο στην προσωπική όσο και στην έντονη πολιτική ζωή του (χιλίαρχος το 67, ταμίας [quaestor] το 65, δήμαρχος το 62 και πραίτωρ το 54).

Απολάμβανε μεγάλη υπόληψη εκ μέρους των συμπολιτών του λόγω της εντιμότητός του, της ευθύτητάς του και της αφοσίωσής του στη δικαιοσύνη και την αρετή, τόσο ώστε να τον αποκαλούν κάποτε «ζωντανό άγαλμα της αρετής». Η αγαπημένη του ρήση ήταν ότι «Η φιλοσοφία είναι χρήσιμη μόνον όταν μπορεί να τεθεί σε πρακτική εφαρμογή».

Υπήρξε υπέρμαχος των πνευματικών ελευθεριών και αφοσιωμένος οπαδός της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, στην οποία αφιέρωσε τα τελευταία 15 χρόνια της ζωής του.

Ο θάνατός του

Μετά την ήττα των δημοκρατικών στη Μάχη της Θάψου, τον Απρίλιο του έτους 46 π.Χ., αυτοκτόνησε σε ηλικία 48 ετών, ως αιχμάλωτος του Καίσαρα. Κάλεσε τους συντρόφους του σε δείπνο, στο οποίο αναπτύχθηκε μακρά φιλοσοφική συζήτηση με κύριους ομιλητές τον ίδιο, τον περιπατητικό Δημήτριο και τον στωικό Απολλώνιο, και εν συνεχεία, χαιρέτησε τους συνδαιτημόνες και έδωσε όπως κάθε νύχτα τα συνθήματα στις φρουρές του στρατοπέδου του, όρκισε τους άνδρες του να κλείσουν ειρήνη με τον Καίσαρα για το καλό της Ρώμης, αλλά και για να μην καταστραφεί η πόλη της Υτίκης που φιλοξένησε την αντίστασή τους.

Αποσύρθηκε όμως στο δωμάτιό του με τον πλατωνικό διάλογο περί της αθανασίας της ψυχής στο χέρι, και όταν είδε ότι το ξίφος του έλειπε από τη θήκη του δημιούργησε μεγάλη αναστάτωση, πείθοντας τελικώς τον γιο του που το είχε κρύψει για να μη μπορέσει ο πατέρας του να αυτοκτονήσει, να το επιστρέψει, με το επιχείρημα ότι το αντίθετο θα τον παρέδιδε άοπλο στα χέρια του τυράννου.

Μερικές ώρες αργότερα, όταν όλοι είχαν κοιμηθεί, ο Κάτων έσυρε το ξίφος και το βύθισε στο σώμα του, αλλά η πράξη του έγινε αντιληπτή από τους συντρόφους του που ματαίως προσπάθησαν να τον σώσουν. Ακόμη και όταν ο ιατρός τού μάζεψε τα εκχυθέντα σπλάχνα του και συνέρραψε το τραύμα, ο Κάτων, σπρώχνοντάς τον με τη δύναμη που του είχε απομείνει, ολοκλήρωσε με αποφασιστικότητα και αταραξία την αυτοκτονία του, διασπώντας με τα χέρια του τις ραφές λίγο προτού ξεψυχήσει, συνεπής προς τις απόψεις του περί της μέχρι εσχάτων εμμονής των ενάρετων ανδρών στις αρχές και τις πεποιθήσεις τους, όπως και στο ότι ο ηρωικός θάνατος ενός ανθρώπου έχει τη δύναμη να περισώσει όσα δεν επέτυχαν να περισώσουν οι έως τότε προσπάθειές του και αγώνες του.

Ο Καίσαρας, προσπαθώντας να εκμεταλλευθεί την προκατάληψη του πλήθους κατά των αυτοχείρων, περιέφερε κατά το θρίαμβό του, το έτος 46, καρικατούρες των Λούκιου Σκιπίωνα και Πετρήιου ενώ αυτοκτονούσαν, δίπλα σε μία του Κάτωνος «που αυτοξεσκιζόταν σαν άγριο θηρίο». Η προπαγάνδα όμως υπήρξε ατυχής, καθώς ο λαός το είδε ως αυτοθυσία ηρώων και ξέσπασε σε αποδοκιμασίες.

M. Heidegger: Sein und Zeit (2)

Μάρτιν Χάιντεγκερ: 1889–1976

Είναι και Χρόνος

§2 Η μορφική δομή του ερωτήματος για το Είναι

      · Προκαταρκτικά θα άξιζε κανείς να διερωτάται: τι ενδιαφέρει την καθημερινή μας ύπαρξη, τις τρέχουσες ενασχολήσεις μας ή υποχρεώσεις μας μια φιλοσοφική πραγμάτευση του Είναι ως τέτοιου; Μήπως καλυτερεύει η ζωή μας με φιλοσοφικά ερωτήματα για το Είναι και το νόημά του ή με άλλα παρόμοια ερωτήματα; Μήπως αίρονται πιθανά αδιέξοδα ή δυσβάστακτα προβλήματα στον άμεσο πρακτικό βίο; Μήπως οδηγούμαστε σε μια άλλη πιο ευχάριστη μορφή ζωής από την ήδη διαθέσιμη στον κάθε άνθρωπο; Αυτά και τόσα άλλα ερωτήματα, διερωτήσεις ή ερωτηματικές στάσεις δεν είναι άσχετες με το ερώτημα για το Είναι, γιατί μέσα σε τούτο το ερώτημα ακόμη και ο διασκορπισμένος μέσα στην καθημερινότητά του άνθρωπος δύναται να (επαν)έλθει σε κάποια σχέση με τη μοναδικότητά του. Σε τούτο ακριβώς το στοιχείο ανάγει το μεγαλείο της η χαϊντεγκεριανή σκέψη: άγει την εν λόγω μοναδικότητα στην κίνησή της.

     · Αυτό που απασχολεί τον φιλόσοφο στην παρούσα παράγραφο είναι: με ποια μορφή και ποιο τρόπο θα μπορούσε να δομηθεί το ερώτημα για το νόημα του Είναι, ώστε να συνιστά πραγματικά το θεμελιώδες ερώτημα και να καθιστά ορατή αυτή την ιδιαίτερη σημασία του; Πριν από κάθε διεξοδική ενασχόληση με το ερώτημα, διατυπώνει ορισμένες σκέψεις για τα ουσιώδη δομικά στοιχεία του ερωτάν (Fragen) εν γένει ως αναζητείν και υπό τον αστερισμό τούτο για το ως άνω θεμελιώδες ερώτημα. Τα δομικά τούτα στοιχεία του ερωτάν είναι τρία: το Gefragte, το Befragte και το Erfragte. Και τα τρία έχουν κοινή ετυμολογική καταγωγή από το Frag-en [=ερωτάν].

      · Για το τι σημαίνει το Gefragte σημειώνει σχετικά ο φιλόσοφος: «το ερωτάν, ως ερωτάν για κάτι, έχει εκείνο για το οποίο ρωτά (sein Gefragtes)” (σ. 5, ελλ. μτφρ. σ. 28). Το Gefragte, επομένως, είναι αυτό, για το οποίο ρωτάμε. Π.χ. ρωτάμε: ποιο είναι το σπίτι σου; Το Gefragte είναι το σπίτι. Αλλά κάθε ερωτάν για κάτι είναι, κατά έναν τρόπο, ένα ερωτάν που απευθύνεται σε κάποιον ή κάτι. Αυτό σημαίνει ότι εκτός από αυτό για το οποίο τίθεται το ερώτημα, αποτελεί συστατικό στοιχείο του ερωτάν και εκείνο ή εκείνος που επερωτάται (das Befragte). Στο παραπάνω παράδειγμα είσαι εσύ που επερωτάσαι. Και η απάντηση που εσύ δίνεις είναι το Erfragte.

      · Το τελευταίο που ταυτίζεται με την απάντηση ο φιλόσοφος δεν το ονομάζει απάντηση, αλλά das Erfragte, δηλαδή «εκείνο που σκοπεύει κανείς να βρει» (σ. 5, ελλ. μτφρ. 28). Και δεν το ονομάζει απάντηση, γιατί κάθε απάντηση με νόημα αποτελεί μέρος του ερωτάν και δεν ξεχωρίζει τον εαυτό της από τούτο, που στοχεύει στην απάντηση. Ένα ερώτημα έχει νόημα, όταν έχει σκοπό και τον πετυχαίνει. Πότε συνεπώς βρισκόμαστε μέσα στη διαδικασία του ερωτάν; Όταν θέτουμε ερώτημα με νόημα. Και το πρώτο, θεμελιακό ερώτημα με νόημα είναι το ερώτημα για το Είναι. Είναι ερώτημα με νόημα, γιατί, ακόμη κι αν δεν ξέρουμε τι είναι αυτό στην ουσία του, έχουμε μια προκατανόησή του.

     · Το ίδιο το Είναι συνιστά το Gefragte και καθοδηγεί το ερώτημά μας. Επομένως πρόκειται για ένα ρητό, αποφασιστικό και θεμελιακό ερώτημα και όχι για οποιοδήποτε τυχαίο ερώτημα, που τίθεται απλώς για να περνά η ώρα. Στην αναλογία τούτη, το Erfragte είναι το καθορισμένο νόημα του Είναι που επιζητούμε. Και το Befragte είναι το ον ή τα όντα που επερωντώνται. Ας δούμε το πράγμα λίγο πιο διεξοδικά: Πριν από καθετί άλλο διαθέτουμε μια πρώτη, θαμπή, συσκοτισμένη κατανόηση του Είναι, αφού όλα τα πράγματα, είτε σημαντικά είτε ασήμαντα, σχετίζονται έτσι ή αλλιώς με το Είναι, όπως και κάθε ερώτημα, ακόμη και το πιο απλό. Λέμε, για παράδειγμα: ποιο είναι το σπίτι σου, ποιο είναι το όνομά σου κ.λπ.

      · Αυτό λοιπόν για το οποίο ρωτάμε (das Gefragte) και στο οποίο καλούμαστε να εισδύσουμε είναι το Είναι. Με βάση τούτο, όπως είπαμε, έχουμε μια πρώτη κατανόηση των όντων και αυτού του ίδιου. Το ζήτημα κάθε φορά δεν είναι να μείνουμε σε μια τέτοια προκατανόηση, αλλά να ρωτάμε βαθύτερα και με τρόπο ταιριαστό για το Είναι και το νόημά του (das Erfragte). Τούτο έχει ιδιαίτερη σημασία στη και για τη ζωή, γιατί έχοντας μια προκαταρκτική ή μια πρόχειρη κατανόηση για κάτι δεν πρέπει να επαναπαυόμαστε σε αυτή και να νομίζουμε ότι έχουμε εισχωρήσει στο νόημα του υπάρχοντος. Αλλά ποιος ερωτάται για το νόημα του Είναι (das Befragte); Ποιο είναι δηλαδή το Befragte; Τα ίδια τα όντα. Επομένως για να τίθεται ταιριαστά το ερώτημα για το νόημα του Είναι, πρέπει να ξέρουμε ποια είναι τα όντα εκείνα, με τα οποία μπορεί να αρχίσει η ερωτηματοθεσία για το Είναι.

       · Τα όντα αυτά είναι ο ίδιος ο ερωτών, ο οποίος λαμβάνει την ουσία του από αυτό τούτο το Είναι, για το οποίο ερωτά. Είμαστε δηλαδή εκάστοτε οι ίδιοι εμείς που ρωτάμε. Ρωτώντας, δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το να αναγνωρίζουμε ότι μέσα στο δικό μας ερωτάν, στη δική μας αναζήτηση, είμαστε εκείνο, για το οποίο ρωτάμε. Ο Χάιντεγκερ ονομάζει εκείνο που εμείς οι ίδιοι είμαστε και το οποίο συγχρόνως έχει τη δυνατότητα να ερωτά: Dasein (εδωνά-Είναι ή ώδε-Είναι). Τούτο δεν σημαίνει πως έτσι αβασάνιστα το Dasein ισοδυναμεί ή συμπίπτει με τον έναν ή τον άλλο άνθρωπο ή γενικά με τους ανθρώπους, αλλά ότι εμείς, ως ερωτώντες, είμαστε το ον που κινούμαστε στην κατά μέσον όρο κατανόηση του Είναι· μια κατανόηση που «ιδιάζει στην ουσιώδη σύσταση του Dasein» (σ. 8, ελλ. μτφρ. 33). Άρα, ως ερωτώντες, είμαστε το ον που ιδιάζει σε τούτη τη σύσταση.

ΠΛΑΤΩΝ: Πολιτεία (387d-390c)

[387d] Καὶ τοὺς ὀδυρμοὺς ἄρα ἐξαιρήσομεν καὶ τοὺς οἴκτους τοὺς τῶν ἐλλογίμων ἀνδρῶν;
Ἀνάγκη, ἔφη, εἴπερ καὶ τὰ πρότερα.
Σκόπει δή, ἦν δ᾽ ἐγώ, εἰ ὀρθῶς ἐξαιρήσομεν ἢ οὔ. φαμὲν δὲ δὴ ὅτι ὁ ἐπιεικὴς ἀνὴρ τῷ ἐπιεικεῖ, οὗπερ καὶ ἑταῖρός ἐστιν, τὸ τεθνάναι οὐ δεινὸν ἡγήσεται.
Φαμὲν γάρ.
Οὐκ ἄρα ὑπέρ γ᾽ ἐκείνου ὡς δεινόν τι πεπονθότος ὀδύροιτ᾽ ἄν.
Οὐ δῆτα.
Ἀλλὰ μὴν καὶ τόδε λέγομεν, ὡς ὁ τοιοῦτος μάλιστα αὐτὸς αὑτῷ αὐτάρκης πρὸς τὸ εὖ ζῆν καὶ διαφερόντως τῶν [387e] ἄλλων ἥκιστα ἑτέρου προσδεῖται.
Ἀληθῆ, ἔφη.
Ἥκιστα ἄρ᾽ αὐτῷ δεινὸν στερηθῆναι ὑέος ἢ ἀδελφοῦ ἢ χρημάτων ἢ ἄλλου του τῶν τοιούτων.
Ἥκιστα μέντοι.
Ἥκιστ᾽ ἄρα καὶ ὀδύρεσθαι, φέρειν δὲ ὡς πρᾳότατα, ὅταν τις αὐτὸν τοιαύτη συμφορὰ καταλάβῃ.
Πολύ γε.
Ὀρθῶς ἄρ᾽ ἂν ἐξαιροῖμεν τοὺς θρήνους τῶν ὀνομαστῶν ἀνδρῶν, γυναιξὶ δὲ ἀποδιδοῖμεν, καὶ οὐδὲ ταύταις [388a] σπουδαίαις, καὶ ὅσοι κακοὶ τῶν ἀνδρῶν, ἵνα ἡμῖν δυσχεραίνωσιν ὅμοια τούτοις ποιεῖν οὓς δή φαμεν ἐπὶ φυλακῇ τῆς χώρας τρέφειν. Ὀρθῶς, ἔφη. Πάλιν δὴ Ὁμήρου τε δεησόμεθα καὶ τῶν ἄλλων ποιητῶν μὴ ποιεῖν Ἀχιλλέα θεᾶς παῖδα—
ἄλλοτ᾽ ἐπὶ πλευρᾶς κατακείμενον, ἄλλοτε δ᾽ αὖτε
ὕπτιον, ἄλλοτε δὲ πρηνῆ,
«τοτὲ δ᾽ ὀρθὸν ἀναστάντα πλωΐζοντ᾽† ἀλύοντ᾽ ἐπὶ [388b] θῖν᾽ ἁλὸς ἀτρυγέτοιο, μηδὲ ἀμφοτέραισιν χερσὶν ἑλόντα κόνιν αἰθαλόεσσαν χευάμενον κὰκ κεφαλῆς», μηδὲ ἄλλα κλαίοντά τε καὶ ὀδυρόμενον ὅσα καὶ οἷα ἐκεῖνος ἐποίησε, μηδὲ Πρίαμον ἐγγὺς θεῶν γεγονότα λιτανεύοντά τε καὶ—
κυλινδόμενον κατὰ κόπρον,
ἐξονομακλήδην ὀνομάζοντ᾽ ἄνδρα ἕκαστον.
πολὺ δ᾽ ἔτι τούτων μᾶλλον δεησόμεθα μήτοι θεούς γε ποιεῖν ὀδυρομένους καὶ λέγοντας—
[388c] ὤμοι ἐγὼ δειλή, ὤμοι δυσαριστοτόκεια·
εἰ δ᾽ οὖν θεούς, μήτοι τόν γε μέγιστον τῶν θεῶν τολμῆσαι οὕτως ἀνομοίως μιμήσασθαι, ὥστε
ὢ πόποι, φάναι, ἦ φίλον ἄνδρα διωκόμενον περὶ ἄστυ
ὀφθαλμοῖσιν ὁρῶμαι, ἐμὸν δ᾽ ὀλοφύρεται ἦτορ·
καὶ—
αἲ αἲ ἐγών, ὅ τέ μοι Σαρπηδόνα φίλτατον ἀνδρῶν
[388d] μοῖρ᾽ ὑπὸ Πατρόκλοιο Μενοιτιάδαο δαμῆναι.
εἰ γάρ, ὦ φίλε Ἀδείμαντε, τὰ τοιαῦτα ἡμῖν οἱ νέοι σπουδῇ ἀκούοιεν καὶ μὴ καταγελῷεν ὡς ἀναξίως λεγομένων, σχολῇ ἂν ἑαυτόν γέ τις ἄνθρωπον ὄντα ἀνάξιον ἡγήσαιτο τούτων καὶ ἐπιπλήξειεν, εἰ καὶ ἐπίοι αὐτῷ τι τοιοῦτον ἢ λέγειν ἢ ποιεῖν, ἀλλ᾽ οὐδὲν αἰσχυνόμενος οὐδὲ καρτερῶν πολλοὺς ἐπὶ σμικροῖσιν παθήμασιν θρήνους ἂν ᾄδοι καὶ ὀδυρμούς.
[388e] Ἀληθέστατα, ἔφη, λέγεις.
Δεῖ δέ γε οὔχ, ὡς ἄρτι ἡμῖν ὁ λόγος ἐσήμαινεν· ᾧ πειστέον, ἕως ἄν τις ἡμᾶς ἄλλῳ καλλίονι πείσῃ.
Οὐ γὰρ οὖν δεῖ.
Ἀλλὰ μὴν οὐδὲ φιλογέλωτάς γε δεῖ εἶναι. σχεδὸν γὰρ ὅταν τις ἐφιῇ ἰσχυρῷ γέλωτι, ἰσχυρὰν καὶ μεταβολὴν ζητεῖ τὸ τοιοῦτον.
Δοκεῖ μοι, ἔφη.
Οὔτε ἄρα ἀνθρώπους ἀξίους λόγου κρατουμένους ὑπὸ [389a] γέλωτος ἄν τις ποιῇ, ἀποδεκτέον, πολὺ δὲ ἧττον, ἐὰν θεούς.
Πολὺ μέντοι, ἦ δ᾽ ὅς.
Οὐκοῦν Ὁμήρου οὐδὲ τὰ τοιαῦτα ἀποδεξόμεθα περὶ θεῶν—
ἄσβεστος δ᾽ ἄρ᾽ ἐνῶρτο γέλως μακάρεσσι θεοῖσιν,
ὡς ἴδον Ἥφαιστον διὰ δώματα ποιπνύοντα·
οὐκ ἀποδεκτέον κατὰ τὸν σὸν λόγον.
Εἰ σύ, ἔφη, βούλει ἐμὸν τιθέναι· οὐ γὰρ οὖν δὴ [389b] ἀποδεκτέον.
Ἀλλὰ μὴν καὶ ἀλήθειάν γε περὶ πολλοῦ ποιητέον. εἰ γὰρ ὀρθῶς ἐλέγομεν ἄρτι, καὶ τῷ ὄντι θεοῖσι μὲν ἄχρηστον ψεῦδος, ἀνθρώποις δὲ χρήσιμον ὡς ἐν φαρμάκου εἴδει, δῆλον ὅτι τό γε τοιοῦτον ἰατροῖς δοτέον, ἰδιώταις δὲ οὐχ ἁπτέον.
Δῆλον, ἔφη.
Τοῖς ἄρχουσιν δὴ τῆς πόλεως, εἴπερ τισὶν ἄλλοις, προσήκει ψεύδεσθαι ἢ πολεμίων ἢ πολιτῶν ἕνεκα ἐπ᾽ ὠφελίᾳ τῆς πόλεως, τοῖς δὲ ἄλλοις πᾶσιν οὐχ ἁπτέον τοῦ τοιούτου· [389c] ἀλλὰ πρός γε δὴ τοὺς τοιούτους ἄρχοντας ἰδιώτῃ ψεύσασθαι ταὐτὸν καὶ μεῖζον ἁμάρτημα φήσομεν ἢ κάμνοντι πρὸς ἰατρὸν ἢ ἀσκοῦντι πρὸς παιδοτρίβην περὶ τῶν τοῦ αὑτοῦ σώματος παθημάτων μὴ τἀληθῆ λέγειν, ἢ πρὸς κυβερνήτην περὶ τῆς νεώς τε καὶ τῶν ναυτῶν μὴ τὰ ὄντα λέγοντι ὅπως ἢ αὐτὸς ἤ τις τῶν συνναυτῶν πράξεως ἔχει.
Ἀληθέστατα, ἔφη.
[389d] Ἂν ἄρ᾽ ἄλλον τινὰ λαμβάνῃ ψευδόμενον ἐν τῇ πόλει—
τῶν οἳ δημιοεργοὶ ἔασι,
μάντιν ἢ ἰητῆρα κακῶν ἢ τέκτονα δούρων,
κολάσει ὡς ἐπιτήδευμα εἰσάγοντα πόλεως ὥσπερ νεὼς ἀνατρεπτικόν τε καὶ ὀλέθριον.
Ἐάνπερ, ἦ δ᾽ ὅς, ἐπί γε λόγῳ ἔργα τελῆται.
Τί δέ; σωφροσύνης ἆρα οὐ δεήσει ἡμῖν τοῖς νεανίαις;
Πῶς δ᾽ οὔ;
Σωφροσύνης δὲ ὡς πλήθει οὐ τὰ τοιάδε μέγιστα, [389e] ἀρχόντων μὲν ὑπηκόους εἶναι, αὐτοὺς δὲ ἄρχοντας τῶν περὶ πότους καὶ ἀφροδίσια καὶ περὶ ἐδωδὰς ἡδονῶν;
Ἔμοιγε δοκεῖ.
Τὰ δὴ τοιάδε φήσομεν οἶμαι καλῶς λέγεσθαι, οἷα καὶ Ὁμήρῳ Διομήδης λέγει—
τέττα, σιωπῇ ἧσο, ἐμῷ δ᾽ ἐπιπείθεο μύθῳ,
καὶ τὰ τούτων ἐχόμενα, τὰ—
ἴσαν μένεα πνείοντες Ἀχαιοί,
σιγῇ δειδιότες σημάντορας,
καὶ ὅσα ἄλλα τοιαῦτα.
Καλῶς.
Τί δέ; τὰ τοιάδε—
οἰνοβαρές, κυνὸς ὄμματ᾽ ἔχων, κραδίην δ᾽ ἐλάφοιο
[390a] καὶ τὰ τούτων ἑξῆς ἆρα καλῶς, καὶ ὅσα ἄλλα τις ἐν λόγῳ ἢ ἐν ποιήσει εἴρηκε νεανιεύματα ἰδιωτῶν εἰς ἄρχοντας;
Οὐ καλῶς.
Οὐ γὰρ οἶμαι εἴς γε σωφροσύνην νέοις ἐπιτήδεια ἀκούειν· εἰ δέ τινα ἄλλην ἡδονὴν παρέχεται, θαυμαστὸν οὐδέν. ἢ πῶς σοι φαίνεται;
Οὕτως, ἔφη.
Τί δέ; ποιεῖν ἄνδρα τὸν σοφώτατον λέγοντα ὡς δοκεῖ αὐτῷ κάλλιστον εἶναι πάντων, ὅταν—
παρὰ πλεῖαι ὦσι τράπεζαι
[390b] σίτου καὶ κρειῶν, μέθυ δ᾽ ἐκ κρητῆρος ἀφύσσων
οἰνοχόος φορέῃσι καὶ ἐγχείῃ δεπάεσσι,
δοκεῖ σοι ἐπιτήδειον εἶναι πρὸς ἐγκράτειαν ἑαυτοῦ ἀκούειν νέῳ; ἢ τὸ—
λιμῷ δ᾽ οἴκτιστον θανέειν καὶ πότμον ἐπισπεῖν;
ἢ Δία, καθευδόντων τῶν ἄλλων θεῶν τε καὶ ἀνθρώπων ὡς, μόνος ἐγρηγορὼς ἃ ἐβουλεύσατο, τούτων πάντων ῥᾳδίως [390c] ἐπιλανθανόμενον διὰ τὴν τῶν ἀφροδισίων ἐπιθυμίαν, καὶ οὕτως ἐκπλαγέντα ἰδόντα τὴν Ἥραν, ὥστε μηδ᾽ εἰς τὸ δωμάτιον ἐθέλειν ἐλθεῖν, ἀλλ᾽ αὐτοῦ βουλόμενον χαμαὶ συγγίγνεσθαι, λέγοντα ὡς οὕτως ὑπὸ ἐπιθυμίας ἔχεται, ὡς οὐδ᾽ ὅτε τὸ πρῶτον ἐφοίτων πρὸς ἀλλήλους φίλους λήθοντε τοκῆας· οὐδὲ Ἄρεώς τε καὶ Ἀφροδίτης ὑπὸ Ἡφαίστου δεσμὸν δι᾽ ἕτερα τοιαῦτα.
Οὐ μὰ τὸν Δία, ἦ δ᾽ ὅς, οὔ μοι φαίνεται ἐπιτήδειον.

***
[387d] Θα βγάλομε λοιπόν και τα μοιρολόγια και τα μυξοκλάματα από τους ξεχωριστούς τους άντρες;
Ανάγκη πάσα, αφού κι όλα εκείνα που είπαμε πριν.
Ας κοιτάξομε όμως πρώτα αν είναι σωστό να τα βγάλομε, ή όχι. Παραδεχόμαστε, δεν είναι έτσι; πως ο σωστός άνθρωπος δε θα το θεωρήσει για συμφορά πως πέθανε ένας άλλος σωστός άνθρωπος που του ήταν φίλος.
Το παραδεχόμαστε.
Ώστε δεν θα καθίσει να τον κλαίει και να τον μοιρολογά, σα να έπαθε τίποτα κακό.
Όχι βέβαια.
Λέμε όμως ακόμα κι αυτό, πως ένας τέτοιος άνθρωπος είναι τέλεια αρκετός για τον εαυτό του κι απ᾽ όλους περισσότερο καμιάν ανάγκη [387e] δεν έχει κανενός, για να είναι ευτυχής.
Αλήθεια.
Ώστε καθόλου δεν θα ᾽ναι συμφορά γι᾽ αυτόν να χάσει ή παιδί, ή αδερφό, ή χρήματα, ή ό,τι άλλο τέτοιο.
Καθόλου βέβαια.
Καθόλου λοιπόν και να θρηνεί δεν πρέπει, αλλ᾽ απεναντίας με τη μεγαλύτερη καρτερία να το υποφέρει, αν τύχει και τον βρει καμιά τέτοια συμφορά.
Πολύ σωστά.
Σωστά λοιπόν και μεις θα βγάζαμε απ᾽ τη μέση τους θρήνους για τους ξεχωριστούς τους άνδρες, και το πολύ να τους αναθέσομε στις γυναίκες, και μάλιστα όχι [388a] και στις πολύ σπουδαίες, και στους πιο κατώτερους ανθρώπους, για να μην καταδέχουνται να κάνουν τα ίδια μ᾽ αυτούς και εκείνοι που λέμε πως τους προορίζομε να μας φρουρούν τη χώρα μας.
Πολύ σωστά.
Θα παρακαλέσομε λοιπόν πάλι τον Όμηρο και τους άλλους ποιητάς να μη μας παρουσιάζουν τον Αχιλλέα, παιδί θεάς, πως
πότε από το ᾽να του πλευρό πλάγιαζε, πότε απ᾽ τ᾽ άλλο
και πότε πάλι ανάσκελα, ή προύμυτα, ώσπου τέλος
πετιόταν πάνω κι ως τρελός γυρνούσε [388b] στ᾽ ακρογιάλι,
μήτε να παίρνει στάχτη με τις δυο του φούχτες από τη φωτιά και να τη σκορπά στο κεφάλι του επάνω και να κλαίει και να μοιρολογιέται, όπως μας τον παράστησε εκείνος· μήτε τον Πρίαμο, ένα σχεδόν ισόθεο βασιλιά, να κυλιέται καταγής μες στην κοπριά και να ξορκίζει
τους φίλους γύρω κράζοντας όλους με τ᾽ όνομά τους.
Και πολύ περισσότερο θα τον παρακαλέσομε να μην παρασταίνει τους θεούς τουλάχιστο να θρηνολογούν και να λένε
[388c] οϊμένα η δόλια,
που για κακό μου εγέννησα το πιο άξιο παλληκάρι.
Κι αν τους άλλους θεούς, μα όχι επιτέλους και τον μεγαλύτερό τους να τολμήσει να τον μιμηθεί τόσο αταίριαστα, που να τον βάζει να λέει
αλίμονο, έναν π᾽ αγαπώ βλέπω να κυνηγιέται
τώρα στο κάστρο ολόγυρα και μέσα κλαί᾽ η καρδιά μου·
και αλλού πάλι
οϊμένα, να που ο Σαρπηδών που πλιο αγαπάω απ᾽ όλους
[388d] να σκοτωθεί απ᾽ τον Πάτροκλο έτσι το θέλει η μοίρα.
Γιατί αν, αγαπητέ μου Αδείμαντε, τ᾽ ακούουν στα σοβαρά οι νέοι όλα τα τέτοια και δεν τα περιγελούν σαν ανάξια να λέγουνται, εύκολα θα καταντήσουν να μην το θεωρούν ανάξιο να τα κάνουν και οι ίδιοι αφού επιτέλους άνθρωποι είναι κι αυτοί, και να μην το ᾽χουν για κατηγόρια, αν τους συμβεί να πουν ή να κάμουν τίποτα τέτοιο· μα χωρίς καμιά ντροπή κι από λιποψυχία θ᾽ αρχίσουν για τα παραμικρότερα παθήματα να ψάλλουν τέτοιους πολλούς οδυρμούς και θρήνους.
[388e] Έχεις απόλυτα δίκιο.
Και όμως καθόλου δεν πρέπει να γίνει αυτό, καθώς μας το απόδειξε τώρα η λογική μας, που πρέπει να την πιστέψομε, ώσπου τουλάχιστο να μας πείσουν με καμιάν άλλη καλύτερη.
Πραγματικώς λοιπόν δεν πρέπει.
Μα ούτε και ν᾽ αγαπούν τα γέλια δεν πρέπει. Γιατί όταν κανείς παραδίνεται σε δυνατό γέλιο, αυτό απαιτεί και μια δυνατή μεταβολή στην ψυχή.
Χωρίς αμφιβολία.
Ούτε λοιπόν αν παρασταίνει κανείς ανθρώπους σπουδαίους να τους πιάνουν [389a] ακράτητα γέλια, πρέπει να το παραδεχόμαστε, μα πολύ περισσότερο τους θεούς.
Μ᾽ όλο μας το δίκιο βέβαια.
Ούτε λοιπόν όταν λέγει ο Όμηρος κάτι τέτοια:
και γέλιο ακράτητο έπιασε όλους τους αθανάτους
σαν είδανε τον Ήφαιστο να κουτσολαχανιάζει,
δεν πρέπει να το παραδεχτούμε, σύμφωνα με το δικό σου το λόγο.
Αφού θέλεις να τον θεωρήσεις δικό μου… μα βέβαια και [389b] δεν πρέπει να το παραδεχτούμε.
Ακόμη όμως περισσότερο την αλήθεια πρέπει να σεβόμαστε. Γιατί αν είχαμε δίκιο πριν, που λέγαμε πως το ψέμα είναι ολωσδιόλου αχρείαστο για τους θεούς και, το πολύ, στους ανθρώπους μόνο χρήσιμο καμιά φορά σα φάρμακο, είναι φανερό πως στους γιατρούς μονάχα πρέπει να παραχωρήσομε τη χρησιμοποίησή του, και κανένας από τους άλλους να μην τ᾽ αγγίζει.
Έτσι βέβαια είναι.
Μόνο λοιπόν στους άρχοντες της πολιτείας ανήκει αποκλειστικά το δικαίωμα να μεταχειρίζουνται το ψέμα για να γελάσουν ή εχθρούς ή πολίτες για το καλό της πολιτείας· σε κανέναν όμως από τους άλλους δε θα επιτρέπεται· [389c] ένας απλούς πολίτης μάλιστα να πει ψέμα σ᾽ αυτούς τους άρχοντες, θα το θεωρήσομε μεγαλύτερη αμαρτία, παρά να απατήσει ένας άρρωστος το γιατρό του, ή ένας που γυμνάζεται, αν έχει κανένα πάθημα το σώμα του, να το κρύψει από το γυμναστή του, ή ένας ναύτης να μην πει στον κυβερνήτη την αλήθεια, σε ποιά κατάσταση βρίσκεται ή αυτός ή κανένας άλλος από το πλήρωμα.
Πολύ σωστά.
[389d] Αν λοιπόν ο άρχοντας πιάσει να λέει ψέματα κανένας από κείνους που κάνουν όποια να ᾽ναι τέχνη στην πόλη,
ή μάντης είναι, ή γιατρός, ή ξυλουργός τεχνίτης,
θα τον τιμωρήσει αυστηρά, γιατί μπάζει στην πόλη ένα κακό, που μπορεί σαν καράβι να την αναποδογυρίσει και να τη βουλιάξει.
Αν τουλάχιστο τα λόγια τ᾽ ακολουθήσουν και έργα.
Και δε μου λες; δε θα μας χρειαστεί ακόμα και η εγκράτεια για τους νέους μας;
Πώς όχι;
Και η εγκράτεια, για να αναφέρω γενικά τα σπουδαιότερά της, δεν είναι: [389e] να υπακούομε σε κείνους που εξουσιάζουν και να εξουσιάζομε κι εμείς τις ορμές των αισθήσεων, τη φιλοποσία, τ᾽ αφροδίσια, τη γαστριμαργία και τα τέτοια;
Αυτό νομίζω.
Θα εγκρίνομε λοιπόν, πιστεύω, εκείνα που στον Όμηρο λέει ο Διομήδης,
Φίλε μου, κάθου φρόνιμα, κι άκου το τί σου λέω,
και παρακάτω,
Δίχως μιλιά, από σεβασμό και φόβο των αρχόντων
και όσα άλλα τέτοια.
Θα τα εγκρίνομε.
Το ίδιο όμως θα πούμε γι᾽ αυτά τα άλλα;
Μεθύστακα, πὄχεις καρδιά ελαφιού και μάτια σκύλου
[390a] και για όσα λέει ευτύς παρακάτω, και γενικά για όλες τις παπαρδέλες που ξεστομίζουν οι κατώτεροι στους ανωτέρους των, ή στην ποίηση ή στην πεζογραφία;
Όχι βέβαια.
Γιατί, νομίζω, δεν είναι κατάλληλα αυτά να διδάξουν στους νέους την εγκράτεια· αν τους εμπνέουν άλλα αισθήματα, που να τους ευχαριστούν, αυτό δεν είναι καθόλου παράδοξο. Ή πώς σου φαίνεται εσένα;
Έτσι, όπως το λες.
Και τί νομίζεις, όταν σου παρουσιάζει τον άνθρωπο τον πιο σοφό να λέει πως τίποτα δεν του αρέσει περισσότερο, παρά όταν είναι φορτωμένα τα τραπέζια
[390b] Φαγιά και κρέατα και κρασί να πιάνει απ᾽ τον κρατήρα
ο κεραστής κι ολόγυρα να χύνει στα ποτήρια,
είναι κατάλληλα αυτά να προετοιμάσουν για την εγκράτεια το νέο που τ᾽ ακούει, ή αυτό
Κι είναι ο πιο άθλιος θάνατος ο που έρχεται από πείνα,
ή όταν κάνει το Δία, τις αποφάσεις που πήρε, ενώ όλοι οι άλλοι θεοί και άνθρωποι ήταν παραδομένοι στον ύπνο και μόνος αυτός ξαγρυπνούσε, εύκολα [390c] να τις ξεχνά, επειδή δεν μπορούσε να κρατήσει τις ορμές του και τόσο ν᾽ αποχαϊλωθεί μονάχα που είδε την Ήρα, ώστε μήτε στην κάμαρά τους να θελήσει να πάνε, αλλά εκεί καταγής να ικανοποιήσει την επιθυμία του και να λέει πως ποτέ δεν αιστάνθηκε να τον κυριεύει τόσο σφοδρό πάθος γι᾽ αυτήν, ούτε ακόμα όταν άρχισαν για πρώτη φορά τις σχέσεις των κρυφά ᾽πό τους γονιούς των· ή όταν διηγάται το δέσιμο του Άρη και της Αφροδίτης από τον Ήφαιστο για παρόμοιους λόγους;
Όχι, μα την αλήθεια, καθόλου δεν μου φαίνονται κατάλληλα.