ΧΟΡΟΣ
285 ὥρα προβαίνειν, ὦνδρες, ἡμῖν ἐστι· τοῦτο γὰρ χρὴ
μεμνημένας ἀεὶ λέγειν, ὡς μήποτ᾽ ἐξολίσθῃ
ἡμᾶς. ὁ κίνδυνος γὰρ οὐχὶ μικρός, ἢν ἁλῶμεν
ἐνδυόμεναι κατὰ σκότον τόλμημα τηλικοῦτον.
χωρῶμεν εἰς ἐκκλησίαν, ὦνδρες· ἠπείλησε γὰρ [στρ.]
290 ὁ θεσμοθέτης, ὃς ἂν
μὴ πρῲ πάνυ τοῦ κνέφους
ἥκῃ κεκονιμένος,
στέργων σκοροδάλμῃ
βλέπων ὑπότριμμα, μὴ
δώσειν τὸ τριώβολον.
ἀλλ᾽, ὦ Χαριτιμίδη
καὶ Σμίκυθε καὶ Δράκης,
ἕπου κατεπείγων,
σαυτῷ προσέχων ὅπως
295 μηδὲν παραχορδιεῖς
ὧν δεῖ σ᾽ ἀποδεῖξαι·
ὅπως δὲ τὸ σύμβολον
λαβόντες ἔπειτα πλη-
σίοι καθεδούμεθ᾽, ὡς
ἂν χειροτονῶμεν
ἅπανθ᾽ ὁπόσ᾽ ἂν δέῃ
τὰς ἡμετέρας φίλας.
καίτοι τί λέγω; φίλους
γὰρ χρῆν μ᾽ ὀνομάζειν.
300 ὅρα δ᾽ ὅπως ὠθήσομεν τούσδε τοὺς ἐξ ἄστεως [ἀντ.]
ἥκοντας, ὅσοι πρὸ τοῦ
μέν, ἡνίκ᾽ ἔδει λαβεῖν
ἐλθόντ᾽ ὀβολὸν μόνον,
καθῆντο λαλοῦντες
ἐν τοῖς στεφανώμασιν,
νυνὶ δ᾽ ἐνοχλοῦσ᾽ ἄγαν.
ἀλλ᾽ οὐχί, Μυρωνίδης
ὅτ᾽ ἦρχεν ὁ γεννάδας,
οὐδεὶς ἂν ἐτόλμα
305 τὰ τῆς πόλεως διοι-
κεῖν ἀργύριον φέρων·
ἀλλ᾽ ἧκεν ἕκαστος
ἐν ἀσκιδίῳ φέρων
πιεῖν ἅμα τ᾽ ἄρτον αὖ-
ον καὶ δύο κρομμύω
καὶ τρεῖς ἂν ἐλάας.
νυνὶ δὲ τριώβολον
ζητοῦσι λαβεῖν, ὅταν
πράττωσί τι κοινὸν ὥσ-
310 περ πηλοφοροῦντες.
***
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Καιρός να ξεκινάμε, ως άντρες — και τη λέξη αυτή
να την καρφώσετε στο νου και να τη συχνολέτε,
μη σας γλιστρήσει. Ο κίντυνος μεγάλος, αν μας πιάσουν
που τόσο απόκοτη δουλειά στα σκοτεινά σκαρώσαμε.
ΧΟΡΟΣ
290 Εμπρός. Για τη συνέλευση, παλίκαροι αντρειωμένοι. [στρ.]
Μας φοβερίζει ο Θεσμοθέτης:
που δεν ερθεί αξημέρωτα
κι αλευρωμένος σκόνη
να ζέχνει σκορδοστούμπι
με μούτρα ξινολάχανα,
τριώβολο δεν παίρνει.
Σβέλτα, Χαρίτο, σβέλτα
και Δράκο και Σμικύθη,
κουνάτε τα ξερά σας,
και μην καταπροδώσετε
αυτά που σας παράγγειλα.
Και μόλις θα φουχτώσουμε
στην είσοδο τη μάρκα μας,
να κάτσουμε πλάι πλάι
το χέρι να σηκώνουμε
σ᾽ ό,τι θα λεν οι «φίλες»!
Αχ, είπα «φίλες», συφορά!
αντίς να λέγω οι «φίλοι».
300 Εμπρός! μη μας προκάνουν οι χαζοί πρωτευουσιάνοι. [αντ.]
Νά τους κοπάδι κουβαλιόνται,
μα πριν, όντας πλερώνονταν
ένα οβολό μονάχα,
καθόνταν στην Αγορά
και σαλιαρίζαν. Κοίτα τους
πώς τώρα πηλαλάνε.
Αλλ᾽ όντας κυβερνούσε
ο μέγας Μυρωνίδης,
κανείς δεν πλερωνόταν,
αλλά το χρέος του έκαμνε.
Κι απ᾽ το χωριό κουβάλαγε
καθένας στο ταγάρι του
κρασάκι και ξερόψωμο
δυο κρέμμυδα προσφάι
και τρεις ελιές — μα σήμερα
τριώβολο ζητάνε.
Που δωρεάν υπηρετεί
310 για χαμαλίκι το ᾽χει.
285 ὥρα προβαίνειν, ὦνδρες, ἡμῖν ἐστι· τοῦτο γὰρ χρὴ
μεμνημένας ἀεὶ λέγειν, ὡς μήποτ᾽ ἐξολίσθῃ
ἡμᾶς. ὁ κίνδυνος γὰρ οὐχὶ μικρός, ἢν ἁλῶμεν
ἐνδυόμεναι κατὰ σκότον τόλμημα τηλικοῦτον.
χωρῶμεν εἰς ἐκκλησίαν, ὦνδρες· ἠπείλησε γὰρ [στρ.]
290 ὁ θεσμοθέτης, ὃς ἂν
μὴ πρῲ πάνυ τοῦ κνέφους
ἥκῃ κεκονιμένος,
στέργων σκοροδάλμῃ
βλέπων ὑπότριμμα, μὴ
δώσειν τὸ τριώβολον.
ἀλλ᾽, ὦ Χαριτιμίδη
καὶ Σμίκυθε καὶ Δράκης,
ἕπου κατεπείγων,
σαυτῷ προσέχων ὅπως
295 μηδὲν παραχορδιεῖς
ὧν δεῖ σ᾽ ἀποδεῖξαι·
ὅπως δὲ τὸ σύμβολον
λαβόντες ἔπειτα πλη-
σίοι καθεδούμεθ᾽, ὡς
ἂν χειροτονῶμεν
ἅπανθ᾽ ὁπόσ᾽ ἂν δέῃ
τὰς ἡμετέρας φίλας.
καίτοι τί λέγω; φίλους
γὰρ χρῆν μ᾽ ὀνομάζειν.
300 ὅρα δ᾽ ὅπως ὠθήσομεν τούσδε τοὺς ἐξ ἄστεως [ἀντ.]
ἥκοντας, ὅσοι πρὸ τοῦ
μέν, ἡνίκ᾽ ἔδει λαβεῖν
ἐλθόντ᾽ ὀβολὸν μόνον,
καθῆντο λαλοῦντες
ἐν τοῖς στεφανώμασιν,
νυνὶ δ᾽ ἐνοχλοῦσ᾽ ἄγαν.
ἀλλ᾽ οὐχί, Μυρωνίδης
ὅτ᾽ ἦρχεν ὁ γεννάδας,
οὐδεὶς ἂν ἐτόλμα
305 τὰ τῆς πόλεως διοι-
κεῖν ἀργύριον φέρων·
ἀλλ᾽ ἧκεν ἕκαστος
ἐν ἀσκιδίῳ φέρων
πιεῖν ἅμα τ᾽ ἄρτον αὖ-
ον καὶ δύο κρομμύω
καὶ τρεῖς ἂν ἐλάας.
νυνὶ δὲ τριώβολον
ζητοῦσι λαβεῖν, ὅταν
πράττωσί τι κοινὸν ὥσ-
310 περ πηλοφοροῦντες.
***
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Καιρός να ξεκινάμε, ως άντρες — και τη λέξη αυτή
να την καρφώσετε στο νου και να τη συχνολέτε,
μη σας γλιστρήσει. Ο κίντυνος μεγάλος, αν μας πιάσουν
που τόσο απόκοτη δουλειά στα σκοτεινά σκαρώσαμε.
ΧΟΡΟΣ
290 Εμπρός. Για τη συνέλευση, παλίκαροι αντρειωμένοι. [στρ.]
Μας φοβερίζει ο Θεσμοθέτης:
που δεν ερθεί αξημέρωτα
κι αλευρωμένος σκόνη
να ζέχνει σκορδοστούμπι
με μούτρα ξινολάχανα,
τριώβολο δεν παίρνει.
Σβέλτα, Χαρίτο, σβέλτα
και Δράκο και Σμικύθη,
κουνάτε τα ξερά σας,
και μην καταπροδώσετε
αυτά που σας παράγγειλα.
Και μόλις θα φουχτώσουμε
στην είσοδο τη μάρκα μας,
να κάτσουμε πλάι πλάι
το χέρι να σηκώνουμε
σ᾽ ό,τι θα λεν οι «φίλες»!
Αχ, είπα «φίλες», συφορά!
αντίς να λέγω οι «φίλοι».
300 Εμπρός! μη μας προκάνουν οι χαζοί πρωτευουσιάνοι. [αντ.]
Νά τους κοπάδι κουβαλιόνται,
μα πριν, όντας πλερώνονταν
ένα οβολό μονάχα,
καθόνταν στην Αγορά
και σαλιαρίζαν. Κοίτα τους
πώς τώρα πηλαλάνε.
Αλλ᾽ όντας κυβερνούσε
ο μέγας Μυρωνίδης,
κανείς δεν πλερωνόταν,
αλλά το χρέος του έκαμνε.
Κι απ᾽ το χωριό κουβάλαγε
καθένας στο ταγάρι του
κρασάκι και ξερόψωμο
δυο κρέμμυδα προσφάι
και τρεις ελιές — μα σήμερα
τριώβολο ζητάνε.
Που δωρεάν υπηρετεί
310 για χαμαλίκι το ᾽χει.