Παρασκευή 15 Απριλίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ἰλιάς (21.136-21.199)

Ὣς ἄρ᾽ ἔφη, ποταμὸς δὲ χολώσατο κηρόθι μᾶλλον,
ὅρμηνεν δ᾽ ἀνὰ θυμὸν ὅπως παύσειε πόνοιο
δῖον Ἀχιλλῆα, Τρώεσσι δὲ λοιγὸν ἀλάλκοι.
τόφρα δὲ Πηλέος υἱὸς ἔχων δολιχόσκιον ἔγχος
140 Ἀστεροπαίῳ ἐπᾶλτο κατακτάμεναι μενεαίνων,
υἱέϊ Πηλεγόνος· τὸν δ᾽ Ἀξιὸς εὐρυρέεθρος
γείνατο καὶ Περίβοια, Ἀκεσσαμενοῖο θυγατρῶν
πρεσβυτάτη· τῇ γάρ ῥα μίγη ποταμὸς βαθυδίνης.
τῷ ῥ᾽ Ἀχιλεὺς ἐπόρουσεν, ὁ δ᾽ ἀντίος ἐκ ποταμοῖο
145 ἔστη ἔχων δύο δοῦρε· μένος δέ οἱ ἐν φρεσὶ θῆκε
Ξάνθος, ἐπεὶ κεχόλωτο δαϊκταμένων αἰζηῶν,
τοὺς Ἀχιλεὺς ἐδάϊζε κατὰ ῥόον οὐδ᾽ ἐλέαιρεν.
οἱ δ᾽ ὅτε δὴ σχεδὸν ἦσαν ἐπ᾽ ἀλλήλοισιν ἰόντες,
τὸν πρότερος προσέειπε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεύς·
150 «τίς πόθεν εἰς ἀνδρῶν, ὅ μευ ἔτλης ἀντίος ἐλθεῖν;
δυστήνων δέ τε παῖδες ἐμῷ μένει ἀντιόωσι.»
Τὸν δ᾽ αὖ Πηλεγόνος προσεφώνεε φαίδιμος υἱός·
«Πηλεΐδη μεγάθυμε, τίη γενεὴν ἐρεείνεις;
εἴμ᾽ ἐκ Παιονίης ἐριβώλου, τηλόθ᾽ ἐούσης,
155 Παίονας ἄνδρας ἄγων δολιχεγχέας· ἥδε δέ μοι νῦν
ἠὼς ἑνδεκάτη, ὅτε Ἴλιον εἰλήλουθα.
αὐτὰρ ἐμοὶ γενεὴ ἐξ Ἀξιοῦ εὐρὺ ῥέοντος,
Ἀξιοῦ, ὃς κάλλιστον ὕδωρ ἐπὶ γαῖαν ἵησιν,
ὃς τέκε Πηλεγόνα κλυτὸν ἔγχεϊ· τὸν δ᾽ ἐμέ φασι
160 γείνασθαι· νῦν αὖτε μαχώμεθα, φαίδιμ᾽ Ἀχιλλεῦ.»
Ὣς φάτ᾽ ἀπειλήσας, ὁ δ᾽ ἀνέσχετο δῖος Ἀχιλλεὺς
Πηλιάδα μελίην· ὁ δ᾽ ἁμαρτῇ δούρασιν ἀμφὶς
ἥρως Ἀστεροπαῖος, ἐπεὶ περιδέξιος ἦεν.
καί ῥ᾽ ἑτέρῳ μὲν δουρὶ σάκος βάλεν, οὐδὲ διαπρὸ
165 ῥῆξε σάκος· χρυσὸς γὰρ ἐρύκακε, δῶρα θεοῖο·
τῷ δ᾽ ἑτέρῳ μιν πῆχυν ἐπιγράβδην βάλε χειρὸς
δεξιτερῆς, σύτο δ᾽ αἷμα κελαινεφές· ἡ δ᾽ ὑπὲρ αὐτοῦ
γαίῃ ἐνεστήρικτο, λιλαιομένη χροὸς ἆσαι.
δεύτερος αὖτ᾽ Ἀχιλεὺς μελίην ἰθυπτίωνα
170 Ἀστεροπαίῳ ἐφῆκε κατακτάμεναι μενεαίνων.
καὶ τοῦ μέν ῥ᾽ ἀφάμαρτεν, ὁ δ᾽ ὑψηλὴν βάλεν ὄχθην,
μεσσοπαγὲς δ᾽ ἄρ᾽ ἔθηκε κατ᾽ ὄχθης μείλινον ἔγχος.
Πηλεΐδης δ᾽ ἄορ ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ
ἆλτ᾽ ἐπί οἱ μεμαώς· ὁ δ᾽ ἄρα μελίην Ἀχιλῆος
175 οὐ δύνατ᾽ ἐκ κρημνοῖο ἐρύσσαι χειρὶ παχείῃ.
τρὶς μέν μιν πελέμιξεν ἐρύσσασθαι μενεαίνων,
τρὶς δὲ μεθῆκε βίης· τὸ δὲ τέτρατον ἤθελε θυμῷ
ἆξαι ἐπιγνάμψας δόρυ μείλινον Αἰακίδαο,
ἀλλὰ πρὶν Ἀχιλεὺς σχεδὸν ἄορι θυμὸν ἀπηύρα.
180 γαστέρα γάρ μιν τύψε παρ᾽ ὀμφαλόν, ἐκ δ᾽ ἄρα πᾶσαι
χύντο χαμαὶ χολάδες· τὸν δὲ σκότος ὄσσε κάλυψεν
ἀσθμαίνοντ᾽· Ἀχιλεὺς δ᾽ ἄρ᾽ ἐνὶ στήθεσσιν ὀρούσας
τεύχεά τ᾽ ἐξενάριξε καὶ εὐχόμενος ἔπος ηὔδα·
«κεῖσ᾽ οὕτως· χαλεπόν τοι ἐρισθενέος Κρονίωνος
185 παισὶν ἐριζέμεναι ποταμοῖό περ ἐκγεγαῶτι.
φῆσθα σὺ μὲν ποταμοῦ γένος ἔμμεναι εὐρὺ ῥέοντος,
αὐτὰρ ἐγὼ γενεὴν μεγάλου Διὸς εὔχομαι εἶναι.
τίκτέ μ᾽ ἀνὴρ πολλοῖσιν ἀνάσσων Μυρμιδόνεσσι,
Πηλεὺς Αἰακίδης· ὁ δ᾽ ἄρ᾽ Αἰακὸς ἐκ Διὸς ἦεν.
190 τῶ κρείσσων μὲν Ζεὺς ποταμῶν ἁλιμυρηέντων,
κρείσσων αὖτε Διὸς γενεὴ ποταμοῖο τέτυκται.
καὶ γὰρ σοὶ ποταμός γε πάρα μέγας, εἰ δύναταί τι
χραισμεῖν· ἀλλ᾽ οὐκ ἔστι Διὶ Κρονίωνι μάχεσθαι,
τῷ οὐδὲ κρείων Ἀχελώϊος ἰσοφαρίζει,
195 οὐδὲ βαθυρρείταο μέγα σθένος Ὠκεανοῖο,
ἐξ οὗ περ πάντες ποταμοὶ καὶ πᾶσα θάλασσα
καὶ πᾶσαι κρῆναι καὶ φρείατα μακρὰ νάουσιν·
ἀλλὰ καὶ ὃς δείδοικε Διὸς μεγάλοιο κεραυνὸν
δεινήν τε βροντήν, ὅτ᾽ ἀπ᾽ οὐρανόθεν σμαραγήσῃ.»

***
Είπε και τότε ο ποταμός χειρότερα εχολώθη,
κι εζήτα με τον νουν του πώς να παύσει του Αχιλλέως
την λύσσαν και απ᾽ τον όλεθρον τους Τρώας να φυλάξει.
Ωστόσο με το απέραντο κοντάρι του ο Πηλείδης
140 του Αστεροπαίου χύθηκεν υιού του Πηλεγόνος
που η Περίβοια γέννησεν ωραία θυγατέρα
η πρώτη του Ακεσσαμενού και ο ποταμός ο μέγας
ο Αξιός, που επλάγιασεν ερωτικά μ᾽ εκείνην.
Και όπως ορμούσε ο Αχιλλεύς, εμπρός του απ᾽ το ποτάμι
145 ο Αστεροπαίος στήθηκε κρατώντας δυο κοντάρια,
ότι τον εγκαρδίωσεν ο Ξάνθος χολωμένος
που τόσους έσφαξ᾽ άπονα στο ρεύμα του ο Πηλείδης·
και οπόταν επροχώρησαν κι εβρέθηκαν αντίκρυ,
πρώτος ομίλησ᾽ ο Αχιλλεύς: «Ποιος είσαι και από ποίον
150 ανθρώπων γένος που τολμάς εμπρός μου να προβάλλεις;
Τέκνα γονέων δυστυχών την ρώμην μου αντικρίζουν».
«Πηλείδη μεγαλόψυχε», του αντείπε ο Αστεροπαίος,
«την γενεάν μου τι ερωτάς; Από την Παιονίαν
είμαι την μεγαλόσβωλην την απομακρυσμένη
155 και των Παιόνων αρχηγός των μακρολογχοφόρων·
η ενδεκάτη έφεξε αυγή που έφθασα στην Τροίαν,
κατάγομαι απ᾽ τον Αξιόν, πλατύροο ποτάμι,
το ωραιότερο της γης, και ο Πηλεγών υιός του,
περίφημος κονταριστής, εγέννησεν εμένα.
160 Και τώρ᾽ ας πολεμήσομε, λαμπρότατε Πηλείδη».
Εις τες φοβέρες σήκωσεν ο θείος Αχιλλέας
την λόγχην και τες δύο του ο Αστεροπαίος ήρως,
ότι του ερχόνταν βολικά και από τα δυο του χέρια.
Με την μιαν λόγχην κτύπησε τον κύκλον της ασπίδος,
165 αλλά την κράτησε ο χρυσός, το δώρημα το θείο.
Κι η άλλη λόγχη εχάραξε την δεξιάν αγκάλην,
κι έρευσεν αίμα· επέταξεν επάνω του κι εστάθη
στην γην η λόγχη, πρόθυμη με σάρκα να χορτάσει.
Τότε ο Αχιλλεύς το φράξινον, αλάθευτο κοντάρι
170 με φόνου ορμήν ακόντισεν εις τον Αστεροπαίον·
και αντί εκείνου εκτύπησε του ποταμού την όχθην,
και ως εις την μέσην έχωσε το φράξινο κοντάρι
το ξίφος έσυρεν ευθύς κι επάνου του ο Πηλείδης
επήδησεν ακράτητος· κι εκείνος του Αχιλλέως
175 το φράξο δεν εδύνατο να βγάλει από την όχθην,
και τρεις το ετίναξε φορές με το βαρύ του χέρι
και τρεις του εκόπ᾽ η δύναμις· κι ενώ να το λυγίσει
και να το σπάσει τέταρτην φοράν ελαχταρούσε,
τον πρόλαβε και την ζωήν τού επήρε με το ξίφος
180 στον ομφαλόν κτυπώντας τον· τα έντερά του χάμου
χυθήκαν· τον εσκέπασε στον αγκομαχητό του
θανάτου σκότος και ο Αχιλλεύς πατώντας τον στα στήθη
τον έγδυσε κι εφώναξε: «Μείνε εκεί τώρα ως είσαι.
Ήταν βαρύ με του Διός του μεγαλοδυνάμου,
185 αν και ποταμογέννητος, τα τέκνα να παλαίσεις.
Αν από μέγαν ποταμόν εσύ γενοκρατιέσαι,
στην γενεάν καυχώμ᾽ εγώ του υπερτάτου Δία·
ο Αιακίδης γέννησεν εμένα, ο βασιλέας
των Μυρμιδόνων, ο Πηλεύς, τον Αιακόν ο Δίας·
190 και ως είναι ο Ζευς των ποταμών, που στα πελάγη ρέουν
ανώτερος, ανώτεροι γεννούντ᾽ οι απόγονοί του.
Μέγαν κοντά σου ποταμόν έχεις και συμβοηθόν σου
αν ημπορούσεν, αλλά ποιος μετριέται με τον Δία;
Που μήτε ο μέγας προς αυτόν συγκρίνεται Αχελώος,
195 μήτ᾽ η ορμή του Ωκεανού με το βαθύ του ρεύμα
απ᾽ όπου όλες οι θάλασσες και οι ποταμοί πηγάζουν
και όλες οι βρύσες εις την γην και τα βαθιά πηγάδια·
τρέμει και αυτός τον κεραυνόν του φοβερού Κρονίδου,
όταν βροντά τρομακτικά από τα ουράνια κάτω».

Η κοινωνία ως διαμορφωτής της προσωπικότητας και της ταυτότητάς μας

Το σημερινό άρθρο θα επικεντρωθεί στη διαμόρφωση της προσωπικότητας και της αίσθησης της ταυτότητάς μας, υπό το πρίσμα του παράγοντα της επιρροής της κοινωνίας και των κοινωνικών φαινομένων πάνω στους ανθρώπους.

Συγκεκριμένα, θα γίνει λόγος για κάποια πολύ γνωστά κοινωνικά φαινόμενα, που δυστυχώς στις μέρες μας έχουν πάρει αρκετά μεγάλες διαστάσεις. Μιλάμε φυσικά, για την προκατάληψη, τα στερεότυπα, τον στιγματισμό, τις διακρίσεις και τον ρατσισμό.

Η τρισδιάστατη επιρροή πάνω σε ένα άτομο

Υπάρχει μια γενική τάση να επιρρίπτονται ευθύνες σε ένα άτομο, τόσο για την ψυχική του υγεία, όσο και για:

τον τρόπο σκέψης του
τις αντιλήψεις του
και την συμπεριφορά του

Αυτές οι ευθύνες αποδίδονται κυρίως στους γενετικούς/βιολογικούς παράγοντες, που μπορεί να επηρεάζουν την ίδια την προσωπικότητά και τον χαρακτήρα του ατόμου. Μονάχα όμως με αυτό, είναι σαν να σκιαγραφείται αυτό το άτομο ως ένα μονοδιάστατο ον που επηρεάζεται από την ίδια του την φύση, δίχως όμως κάποια επίδραση από κάποιον άλλον εξωτερικό παράγοντα.

Από τις σύγχρονες ψυχοδυναμικές θεωρίες και ιδιαίτερα με την θεωρία της προσκόλλησης του John Bowlby, μπορούμε να δούμε τον βαθμό που και το περιβάλλον (αρχικά το οικογενειακό), επηρεάζει ένα άτομο. Ένα περιβάλλον, στο οποίο μεγαλώνει και αλληλεπιδρά ένας άνθρωπος, παίζει και εκείνο σημαντικότατο ρόλο στην δόμηση και την ενίσχυση τόσο της ψυχικής μας υγείας, όσο και γενικά στην προσωπικότητας μας.

Υπάρχει παρόλα αυτά και ένας τρίτος παράγοντας ο οποίος και αυτός συμβάλλει, σε όλα τα παραπάνω, και δεν είναι άλλος από την κοινωνία και το κοινωνικό γίγνεσθαι, μέσα στο οποίο γεννιέται, ζει, δρα και αλληλεπιδρά ένα άτομο.

Όταν μιλάμε για τον κοινωνικό παράγοντα, εννοούμε κυρίως:
  • την κουλτούρα, τα έθιμα και τις παραδόσεις,
  • τις κοινωνικοπολιτικές και οικονομικές καταστάσεις της κοινωνίας
  • τους άγραφους «κανόνες» της
  • τις πεποιθήσεις, αντιλήψεις, ιδέες, ηθικές αξίες, προκαταλήψεις και στερεότυπα που διέπουν μια κοινωνία.
  • Και με αυτό το τελευταίο, πάμε να δούμε εισαγωγικά αυτά τα κοινωνικά φαινόμενα τα οποία προαναφέρθηκαν στην αρχή.
Η προκατάληψη

Η ένταση της προκατάληψης διαμορφώνεται και προσδιορίζεται ως φαινόμενο, κυρίως κατά την παιδική ηλικία. Οι συλλαμβάνουσες ενός παιδιού, όπου δημιουργούν την παιδική εμπειρία, προέρχονται από:
  • Την οικογένεια.
  • Τον κοινωνικό περίγυρο (φίλοι, δάσκαλοι κλπ).
  • Την κοινωνία γενικά (κουλτούρα, παραδόσεις, έθιμα, κοινωνικές νόρμες).
Αυτή η συνεχής επανάληψη και τριβή του ατόμου στην εμπειρία του κοινωνικού γίγνεσθαι, είναι που δημιουργεί τις εσωτερικές νοητικές αναπαραστάσεις μας (οι εικόνες για εμάς, τους άλλους και τον κόσμο). Επιπλέον όμως, προκαλεί τα στερεότυπα, τις διακρίσεις και των ρατσισμό. τα οποία δεν αποβάλλονται εύκολα, καθώς πλέον έχουν γίνει μια συνήθεια, κάτι το αυτόματο, το ασυναίσθητο και κομμάτια της προσωπικότητάς μας .

Η υιοθέτηση της προκατάληψης εξαρτάται από τρεις παράγοντες:
  • Την προσωπικότητα του ατόμου
  • Την αλληλεπίδραση του με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του
  • Τις κοινωνικές και πολιτισμικές επιδράσεις που δέχεται το άτομο.
Η αλληλεπίδρασή ενός ατόμου με άλλους ανθρώπους και με το κοινωνικό γίγνεσθαι, αναπόφευκτα τον επηρεάζει. Στην προσπάθεια μας ως μικρά παιδιά, να λάβουμε την αναγνώριση και την αποδοχή από τους γύρω μας (κυρίως τους γονείς αρχικά), αλλά και να μάθουμε πώς λειτουργεί ο κόσμος, αρχίσαμε να δημιουργούμε κάποια σημαινόμενα για το τι είναι αποδεκτό ή όχι από τους άλλους. Έτσι μετέπειτα, προς την εφηβεία, αφομοιωθήκαμε μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι, ταυτίζοντας ή διαφοροποιώντας τον εαυτό μας με διάφορες τάσεις, συμπεριφορές και ανθρώπους (ομάδες).

Επομένως, με αυτόν τον τρόπο σταδιακά διαμορφώνονται σε ένα άτομο, από την μια μεριά, οι αντιλήψεις, οι πεποιθήσεις, οι συμπεριφορές και εν τέλει, τα στερεότυπα και οι προκαταλήψεις. Και απ’ την άλλη μεριά παράλληλα, δομούνται τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός ατόμου, η προσωπικότητά του και η αίσθηση της ταυτότητάς του.

Η Ψυχολογία για την προκατάληψη

Ο ψυχολόγος Allport χαρακτηρίζει την προκατάληψη ως μια αντιπάθεια που νιώθει κάποιος και την εκφράζει, απέναντι σε ένα άλλο άτομο μιας άλλης κοινωνικής ομάδας. Αυτή η αντιπάθεια περιλαμβάνει τα συναισθήματα της περιφρόνησης και της απέχθειας και βασίζεται σε μια λανθασμένη και ανελαστική γενίκευση, δίχως όμως, να στηρίζεται σε κάποια αξιόλογη πηγή (π.χ. επιστημονική έρευνα).

Με βάση τον ψυχολόγο Milner, υπάρχουν τρία στοιχεία που αναλύουν την προκατάληψη:
  • Συναισθηματικό: Αφορά συναισθήματα όπως, απέχθεια, αντιπάθεια, μίσος, αποστροφή και εχθρότητα.
  • Γνωστικό: Περιλαμβάνει γνώμες, αντιλήψεις, πεποιθήσεις, στερεότυπα.
  • Bουλητικό: Αναφέρεται στην μεροληψία και την αρνητική προδιάθεση.
Η υπεραπλούστευση των χαρακτηριστικών των άλλων ανθρώπων ή ομάδων, είναι αυτό που συμβάλλει καθοριστικά στην δημιουργία της προκατάληψης.

Αυτό συμβαίνει εξαιτίας της κατηγοριοποίησης που κάνει ένα άτομο, στη προσπάθειά του να κατατάξει (με ομοιόμορφο τρόπο) τα κοινά γνωρίσματα των ατόμων σε διαφορετικές ομάδες, με στόχο την άμεση αναγνώρισή τους.

Επιπρόσθετα, η προκατάληψη βοηθά τη ψυχολογία του ατόμου, αυξάνοντας την αυτοεκτίμηση, ενώ συγχρόνως παρέχει υλικά πλεονεκτήματα. Οι άνθρωποι συχνά (και με μια σχετική ευκολία), αποδίδουμε αρνητικά γνωρίσματα σε άτομα άλλων ομάδων και επιπλέον δεν μεταβάλλουμε εύκολα αυτήν την αντίληψή ή τη γνώμη μας.

Η δυσκολία στη μεταβολή αυτή, οφείλεται και στις εκάστοτε κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές συνθήκες.

Παράδειγμα
 
Για παράδειγμα, είναι πολύ εύκολο και παράλληλα πολύ ωφέλιμο να νιώθω καλά με τον εαυτό μου επειδή ανήκω σε μια (κοινωνική, ποδοσφαιρική, μουσική) ομάδα. Την οποία εγώ θεωρώ και υποστηρίζω ως ανώτερη και καλύτερη, μαζί με όσους ανθρώπους εντάσσονται μέσα σε αυτήν την ομάδα. Όπου και εκείνους τους νιώθω ως ομοίους μου και μοιραζόμαστε μαζί κοινά συναισθήματα, εμπειρίες κλπ.

Εν αντιθέσει, με άλλες ομάδες (που συχνά είναι αντίπαλες) τις οποίες τις θεωρώ υποδεέστερες. Ενώ επιπρόσθετα, χαρακτηρίζω με αρνητικά σχόλια και επίθετα τους ίδιους της του οπαδούς, όπου εγώ δεν μπορώ να ταυτιστώ μαζί τους.

Π.χ., «μεσαία τάξη – ανώτερη τάξη», «ολυμπιακός-παναθηναϊκός», «όσοι ακούνε metal μουσική – όσοι ακούνε rap» κλπ.

Στερεότυπα

Η εξέταση ενός ατόμου σύμφωνα με τα στερεότυπα που έχουμε απέναντί του, περιορίζει το τι αναμένουμε και το πώς αποκρινόμαστε απέναντι σε εκείνο. Επιπλέον:
  • οι ελλιπείς πληροφορίες
  • η απομόνωση
  • οι μπερδεμένες αντιλήψεις
  • και ο διαχωρισμός
έχουν διαιωνίσει πολλά από αυτά τα στερεότυπα.

Τα στερεότυπα είναι μια απλουστευμένη αντίληψη ή εικόνα, που συχνά κατέχουν από κοινού οι άνθρωποι και αποδίδονται με τρόπο αμερόληπτο και γενικό (βασισμένες σε ελάχιστη ή περιορισμένη γνώση) σε μια άλλη ομάδα.

Επίσης, είναι προκατασκευασμένα σχήματα αντίληψης τα οποία δημιουργούν:
  • γενικεύσεις
  • απλοποιήσεις
  • και διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας.
Τέλος, τα στερεότυπα είναι προσωπικές και υποκειμενικές υποθέσεις, όπου μπορεί να αποτελούν και δομικά στοιχεία της προσωπικότητά του ατόμου, τα οποία δεν προτίθεται να αλλάξει ή να διαφοροποιήσει.

Επιπρόσθετα, όταν κάποιος δεν προτίθεται να γνωρίσει ένα άτομο μιας άλλης ομάδας, εμμένοντας στις στερεότυπες αντιλήψεις του, διατηρεί και ενδεχομένως να ενισχύει τις υπάρχουσες αντιλήψεις και εικόνες που έχει στο μυαλό του.

Έτσι λοιπόν, τα στερεότυπα όχι μόνο είναι ενάντια στα δικαιώματα των μελών μιας άλλης ομάδας, αλλά συγχρόνως τους βλάπτουν εξαιτίας της ενθάρρυνσης της προκατάληψης και της διάκρισης.
 
Ο εγκέφαλος μας λειτουργεί με τα στερεότυπα

Εξαιτίας του όγκου των πληροφοριών που καλείται ο εγκέφαλος ενός ατόμου να διαχειριστεί και να επεξεργαστεί κάθε φορά, πραγματοποιείται από εκείνον η διαδικασία της κατηγοριοποίησης. Η κατηγοριοποίηση σαν φαινόμενο, δεν είναι εκ φύσεως αρνητική, μιας και η διαδικασία αυτή καθοδηγεί τις καθημερινές εμπειρίες του ατόμου και βοηθά στην αφομοίωση των πληροφοριών και των δεδομένων.

Οι άνθρωποι κάνουμε χρήση των στερεότυπων, στην προσπάθειά μας να:
  • ερμηνεύσουμε
  • αναλύσουμε
  • και να προβλέψουμε
σύνθετες πληροφορίες που έρχονται από το περιβάλλον μας και τους γύρω μας. Δημιουργούμε προσωπικά ερμηνευτικά κατασκευάσματα με τα οποία αναπαριστούμε τους άλλους, όπου τους κατηγοριοποιούμε και τους αξιολογούμε, έτσι, ώστε να ενεργούμε αναλόγως απέναντί τους.

Το ζήτημα αναφορικά με τα στερεότυπα, ως πλέον ένα κοινωνικό πρόβλημα, ξεκινάει όταν αυτή η απλοποίηση και κατηγοριοποίηση των πληροφοριών, παγιώνεται ως μια υποκειμενική αλήθεια και έρχεται ως «δικαιολογία» στην στάση και συμπεριφορά του ατόμου (είτε θετική, είτε αρνητική) απέναντι σε άλλα άτομα ή ομάδες. Όπου με την σειρά τους αυτές οι στάσεις και συμπεριφορές θα μας οδηγήσουν στις τρεις επόμενες έννοιες, τη διάκριση, τον κοινωνικό στιγματισμό και τον ρατσισμό.

Διακρίσεις

Ο όρος διάκριση, αναφέρεται στην λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση ενός ατόμου ή ομάδας εξαιτίας:
  • της φυλετικής και εθνικής καταγωγής
  • των θρησκευτικών πεποιθήσεων
  • τον σεξουαλικό προσανατολισμό
  • την κοινωνική και οικονομική θέση.
  • Των σωματικών αδυναμιών.
Επιπλέον, η κοινωνική διάκριση είναι η ενέργεια που στερεί από τα μέλη μιας ή περισσότερων κοινωνικών ομάδων :
  • τα προνόμια
  • το κύρος
  • την εξουσία
  • την ισότιμη νομική προστασία
  • και άλλα κοινωνικά αγαθά, τα οποία απολαμβάνουν άλλες ομάδες.
Ένα άτομο που συμπεριφέρεται μεροληπτικά, έχει διαμορφώσει μια αρνητική συμπεριφορά την οποία και εκδηλώνει, απέναντι σε άλλα άτομα ή ομάδες. Κάνοντας έτσι διακρίσεις, δίχως να αντιμετωπίζει το κάθε άτομο (ή ομάδα) με βάση τα πραγματικά χαρακτηριστικά τους, ενώ αντιθέτως τους κατηγοριοποιεί άκριτα και τους ασκεί μια άκαμπτη και παγιωμένη κριτική.

Διάκριση και κοινωνικός στιγματισμός

Το κοινωνικό στίγμα, αναφέρεται στην κοινωνική αποδοκιμασία ενός ατόμου, για τα προσωπικά χαρακτηριστικά του, αλλά και για τις ατομικές πεποιθήσεις του, που αντιτίθενται σε συγκεκριμένες κοινωνικές νόρμες.

Αφορά δηλαδή κάποιες «ανεπιθύμητες συμπεριφορές, στάσεις και χαρακτηριστικά» ενός ανθρώπου, που παρεκκλίνει από το «φυσιολογικό» κοινωνικό πρότυπο. Επιπλέον, δημιουργούνται προκαταλήψεις και στερεότυπα εις βάρος του, εξαιτίας αυτών των χαρακτηριστικών και συμπεριφορών που υιοθετεί.

Δυστυχώς, ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι ο στιγματισμός στην ψυχική υγεία.

Ο Goffman, που είναι ο θεμελιωτής της θεωρίας του κοινωνικού στίγματος, το ορίζει ως ένα αρνητικό χαρακτηριστικό και μια ανεπιθύμητη διαφορετικότητα. Το στιγματισμένο άτομο, αποκλίνει από τις φυσικές σταθερές και τις προσδοκίες που τρέφει κάποιος (ή η κοινωνία) από εκείνον, και επιπλέον δεν μπορεί να ανταποκριθεί στους ρόλους που του έχουν παραχωρηθεί.

Υπάρχουν τέσσερα χαρακτηριστικά-στάδια της εμφάνισης του στίγματος:

1ο στάδιο: Εντοπίζονται και προσδιορίζονται οι κοινωνικές διαφορές και αποκλίσεις.
2ο στάδιο: Συνδέονται οι διαφορές μεταξύ των ανθρώπων με αρνητικές και ανεπιθύμητες συμπεριφορές. Δημιουργία δηλαδή μιας ετικέτας ή ενός στερεότυπου.
3ο στάδιο: Διαχωρισμός και αποστασιοποίηση του «εμείς» -(της δικιάς μας ομάδας), από τους «άλλους» (την έξω-ομάδα). Με άλλα λόγια, ξεκινάει η πόλωση.
4ο στάδιο: Σε αυτό το στάδιο, τα στιγματισμένα άτομα βιώνουν την κοινωνική υποβάθμιση και ποικίλες διακρίσεις, οι οποίες με την σειρά τους οδηγούν σε αρνητικές συμπεριφορές ή στάσεις.

Από τα παραπάνω στάδια, γίνεται φανερό πως το στίγμα εμφανίζεται σε κοινωνικά περιβάλλοντα που συνυπάρχουν, αλληλεπιδρούν και εκδηλώνονται ταυτόχρονα:
  • Η ετικετοποίηση
  • Τα στερεότυπα
  • Η διάκριση
  • Η απώλεια του κοινωνικού status
  • Ρατσισμός και εθνικισμός
Από πολύ παλιά, φαίνεται πως υπήρχε η επίγνωση της ανομοιομορφίας μεταξύ του ανθρώπινου γένους, κάτι που διαίρεσε τους ανθρώπους σε φυλές. Μια διαίρεση που επέφερε τον φόβο και την εχθρότητα απέναντι στο διαφορετικό και στο ξένο.

Με βάση τον Milner, η φυλετική προκατάληψη ορίζεται ως μια λανθασμένη, προκατειλημμένη, και γενικευμένη άκαμπτη στάση και κρίση που δύσκολα διαφοροποιείται και μεταβάλλεται. Η οποία στάση επιπλέον, προδιαθέτει το άτομο να συμπεριφέρεται με πιο ευνοϊκή ή δυσμενή μεταχείριση απέναντι σε ένα άτομο ή μια ομάδα.

Ως δικαιολογία εδώ για τις διακρίσεις, που εξαναγκάζουν ορισμένους ανθρώπους σε υποτελή διαβίωση, χρησιμοποιείται η διαφορετικότητα της ομάδας, στην οποία αποδίδουν συχνά – αλλά όχι πάντα, μια υποτιθεμένη κατωτερότητα ή επικινδυνότητα. Στο πυρήνα του φάσματος της υποτελούς διαβίωσης έχει κυρίως τον αποκλεισμό ή την ανισότιμη συμμετοχή σε δημόσια και κοινωνικά αγαθά.

Ο ρατσισμός, συνδέεται στενά με τον εθνικισμό μιας και οι διάφορες ρατσιστικές ιδεολογίες διαμόρφωσαν σταδιακά την εθνική ταυτότητα των κρατών, που αποτελείται από κοινές:
  • Νοοτροπίες και αντιλήψεις
  • Παραδόσεις, έθιμα και κουλτούρα
  • Πολιτισμικές, ιστορικές και θρησκευτικές καταβολές
Αυτό, είχε ως αποτέλεσμα την κατασκευή μιας ενιαίας αντίληψης για τους πολίτες ενός κράτους, με αισθήματα μιας ανύπαρκτης ανωτερότητας και υπεροχής, έναντι των πολιτών ξένων κρατών, όπου και υπάρχει η διαφοροποίηση των μεν από τους δε.

Επίλογος

Όλα τα παραπάνω φαινόμενα που αναφέρθηκαν, έρχονται ως συνάρτηση της αλληλεπίδρασης του ατόμου τόσο με την οικογένειά του, όσο και με την κοινωνία και το κοινωνικό γίγνεσθαι.

Η δημιουργία του χαρακτήρα, της προσωπικότητας και της ταυτότητας, έρχεται ως αποτέλεσμα των εμπειριών μας κατά την διάρκεια της ζωή μας. Με βάση αυτήν την αλληλεπίδραση και τα βιώματα, αναπόφευκτα θα παγιωθούν αντιλήψεις, τρόποι σκέψεις, στερεότυπα και προκαταλήψεις, ως προς:
  • τον εαυτό μας
  • τους άλλους
  • και την κοινωνία/κόσμο.
Αυτή η παγίωση, έρχεται ως συνέπεια του τι έχει συνηθιστεί από ένα άτομο ή μια ομάδα, όπου συνάμα αυτές οι συνήθειες γίνονται πλέον, οικείες, αυτόματες και ασυνείδητες.

Γίνονται τόσο αναπόσπαστα κομμάτια μας, που μόνο με την αλλαγή:
  • των νοητικών φίλτρων μας
  • της οπτικής γωνίας
  • και της συνειδητής μας προσπάθειας να σκεφτούμε και να έχουμε επίγνωση πέρα απ’ αυτά που νομίζουμε ότι γνωρίζουμε
μπορούμε να κατορθώσουμε να αντιληφθούμε αυτές τις συνήθειες και παγιωμένες αντιλήψεις μας.

Σε έναν αρκετά σύνθετο κοινωνικό κόσμο, στον οποίο σχετιζόμαστε με άτομα πολύ διαφορετικά μεταξύ τους, τα νοητικά μας σχήματα, μάς παρέχουν μια κατανοητή και διαχειρίσιμη οπτική, ώστε να μπορούμε άμεσα να αποκρινόμαστε στην αλληλεπίδρασή με τους άλλους ανθρώπους. Ωστόσο, φαίνεται ότι αρκετά συχνά μας περιορίζουν σε έναν άκαμπτο και υπερβολικά απλοϊκό και διπολικό (μαύρο – άσπρο) τρόπο σκέψης.

Ευτυχώς, τα κατασκευάσματα που δημιουργούμε για την πραγματικότητα μπορούν να αλλάξουν, μέσω της μάθησης και της ανθρώπινης ανάπτυξης. Παρόλα αυτά, φαίνεται ότι το να αποδράσει, να υπερβεί και να προχωρήσει κανείς πιο πέρα από αυτά τα κατασκευάσματα, αποδεικνύεται αρκετά δύσκολο.

Σχέση σημαίνει επιθυμία, όχι υποχρέωση

Σχέση σημαίνει επιθυμία, μια βαθύτερη ανάγκη για επικοινωνία και αλληλεπίδραση και όχι υποχρέωση και απαιτήσεις...

Οι σχέσεις είναι απλές... αλλά τις περισσότερες φορές τις κάνουμε περίπλοκες. Για να δημιουργηθεί και να εξελιχθεί μια σχέση χρειάζεται επιθυμία και από τις δύο πλευρές, χρειάζεται ειλικρίνεια και εμπιστοσύνη, σεβασμό και πάθος, κοντινότητα και αγάπη... Οι σχέσεις, όμως, δεν είναι πάντα τόσο απλές και δεν είναι δεδομένη η ύπαρξη των προαναφερόμενων στοιχείων.

Η σχέση δεν χρειάζεται υποσχέσεις και χρονοδιαγράμματα. Χρειάζεται μόνο ενδιαφέρον, κατανόηση, επικοινωνία, συζήτηση, μοίρασμα και αμοιβαία συναισθήματα.

Για να διατηρηθεί η σχέση χρειάζεται επιμονή και υπομονή, ενδιαφέρον και προσπάθεια και από τις δύο πλευρές. Δεν μπορεί η σχέση να προχωρήσει ή να αναπτυχθεί μόνη της.

Η αμοιβαία επιθυμία είναι ένα απαραίτητο στοιχείο για την ύπαρξη της σχέσης.

Είμαι σε μια σχέση σημαίνει ότι επιθυμώ να δω τον άλλο, μου λείπει, θέλω να μοιράζομαι πράγματα μαζί του, θέλω να περνάω όσο το δυνατόν περισσότερες στιγμές μαζί του... νιώθω ότι ποτέ δεν πρόκειται να τον βαρεθώ και πότε δεν θα σταματήσω να θέλω να είμαι δίπλα του...

Ο καθένας μπορεί να δώσει ένα δικό του ορισμό για τη σχέση. Η σχέση σημαίνει κάτι διαφορετικό για τον καθένα μας, ενώ όταν σκεφτόμαστε ή φανταζόμαστε μια σχέση μας έρχονται διαφορετικά πράγματα στο μυαλό. Το τι περιμένουμε και προσδοκούμε από μια σχέση εξαρτάται από τα βιώματα και τις εμπειρίες που έχουμε, από την εικόνα που έχουμε από τις σχέσεις γύρω μας ξεκινώντας από τις σχέσεις μέσα στην οικογένεια και από την εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας.

Τι περιμένουμε από έναν άνθρωπο και τι είδους συμπεριφορά αξίζουμε; Ποια πράγματα θεωρούμε σημαντικά και σε ποια μπορούμε να υποχωρήσουμε ή να συμβιβαστούμε; Τι είδους αξίες θεωρούμε ιδιαίτερα σημαντικές και απαραίτητες για μια σχέση;

Η σχέση θέλει διαρκή προσπάθεια, δεν αρκεί να μας ενδιαφέρει ο άλλος ή να είμαστε ερωτευμένοι.

Η σχέση χρειάζεται χρόνο για την χτίσουμε και χρειάζεται τη διαρκή παρουσία μας για να μπορέσουμε να τη διατηρήσουμε.

Είναι σημαντικό να εξασφαλίσουμε υγιείς σχέσεις, που δεν μας κρατάνε πίσω, δεν βγάζουν τα χειρότερα στοιχεία του χαρακτήρα μας, δεν μας κακοποιούν και δεν γινόμαστε εμείς κακοποιητικοί απέναντι στους άλλους.

Μια υγιής σχέση στηρίζεται στο πάρε- δώσε, χωρίς όμως εξαρτήσεις και έντονη κτητικότητα, δίνοντας ο ένας στον άλλο την ελευθερία της επιλογής και τον δικό του χώρο και χρόνο.

Μια υγιής σχέση δέχεται τα θετικά αλλά και τα αρνητικά του καθενός, συγχωρεί τα λάθη και ωθεί σε προσπάθειες βελτίωσης των συμπεριφορών και από τις δύο πλευρές. Μια υγιής σχέση στηρίζεται στην ειλικρίνεια και στη γνήσια συνύπαρξη, στο πραγματικό ενδιαφέρον και στην απόλαυση της πραγματικότητας.

Δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν διαφορές, διαφωνίες και συγκρούσεις. Το θέμα είναι πώς επιλέγουμε να επιλύσουμε τις διαφωνίες που υπάρχουν και τι αντίκτυπο έχει ο τρόπος που επιλέγουμε στη σχέση.

Πόσο μπορούμε να αποδεχτούμε τον άλλο όπως ακριβώς είναι και πόσο μπορούμε να δούμε τη σχέση όπως πραγματικά είναι;

Πόση απόκλιση υπάρχει ανάμεσα σε αυτό που έχουμε φανταστεί και σε αυτό που ζούμε και πόσο βλέπουμε την πραγματικότητα αυτής της σχέσης;

Σχέση σημαίνει ακούω και καταλαβαίνω τον άλλο, θέλω να ακούσω τα προβλήματά του και να τον στηρίξω και το ίδιο επιθυμώ να κάνει και αυτός. Και όλα αυτά είναι βασικά σε μια σχέση, για να μπορέσει να υπάρξει και να εξελιχθεί μια σταθερή και ασφαλής σχέση, που θα κάνει καλό και στους δύο.

Αν η σχέση έχει επιθυμία, αγάπη, πάθος και έρωτα, μοίρασμα και αμοιβαίο ενδιαφέρον, κοινή προσπάθεια και επιμονή τότε μπορεί να κρατηθεί ζωντανή μέσα στο χρόνο, χωρίς φθορές.

Η σχέση έχει ανάγκη από την εκδήλωση των συναισθημάτων μας.

Δεν αρκεί να ξέρουμε ότι ο άλλος μας αγαπά, αλλά είναι σημαντικό να νιώθουμε ότι ο άλλος μας αγαπά.

Νίτσε: Αγαπούμε τη ζωή, επειδή είμαστε συνηθισμένοι όχι στη ζωή αλλά στην αγάπη

Για την ανάγνωση και τη γραφή

Απ' όλα όσα έχουν γραφτεί αγαπώ μόνο αυτό που γράφει κανείς με το αίμα του. Γράφε με αίμα: και θα νιώσεις ότι το αίμα είναι πνεύμα.

Δεν είναι εύκολο να καταλάβεις το ξένο αίμα: απεχθάνομαι τους τε­μπέληδες που διαβάζουν.

Όποιος γνωρίζει τον αναγνώστη, αυτός δεν κάνει πια τίποτε για τον αναγνώστη. Άλλος ένας αιώνας αναγνώστες — και θα βρομίσει και το ίδιο το πνεύμα.

Το ότι καθένας έχει το δικαίωμα να μάθει να διαβάζει, αυτό είναι κάτι που στην πορεία χαλάει όχι μόνο το γράφειν αλλά και το σκέπτεσθαι.

Κάποτε το πνεύμα ήταν θεός, μετά έγινε άνθρωπος και τώρα γίνεται πια πλέμπα.

Όποιος γράφει με αίμα και αποφθέγματα, αυτός δεν θέλει να τον δια­βάζουν, αλλά να τον μαθαίνουν από στήθους.

Στο βουνό ο πιο σύντομος δρόμος είναι από κορυφή σε κορυφή: αλλά γι' αυτό το πράγμα πρέπει να έχεις μακριά πόδια. Τα αποφθέγματα πρέπει να είναι κορυφές: κι αυτοί, για τους οποίους λέγονται αυτά, πρέπει να είναι μεγάλοι και ψηλόκορμοι.

Ο λεπτός και καθαρός αέρας, ο κοντινός κίνδυνος και το πνεύμα το γεμάτο από χαρούμενη κακία: αυτά πάνε καλά μαζί.

Θέλω να έχω γύρω μου στοιχειά, γιατί είμαι θαρραλέος. Το θάρρος, που διώχνει τα φαντάσματα, δημιουργεί για τον εαυτό του στοιχειά — το θάρρος θέλει να γελά.

Δεν αισθάνομαι πια τα πράγματα όπως εσείς: το σύννεφο αυτό, που βλέπω κάτω μου, αυτή η μαυρίλα και το βάρος, για τα οποία γελώ — αυτό ακριβώς είναι το σύννεφο που θα φέρει καταιγίδα σε σας.

Βλέπετε προς τα πάνω, όταν ποθείτε την ανύψωση. Κι εγώ βλέπω προς τα κάτω, γιατί είμαι ανυψωμένος.

Ποιος από σας μπορεί να γελά και συγχρόνως να είναι ανυψωμένος;

Εκείνος που ανεβαίνει στα πιο ψηλά βουνά, γελά με όλες τις τραγω­δίες, είτε είναι πραγματικές είτε παίζονται.

Θαρραλέους, ανέμελους, είρωνες, βίαιους — έτσι μας θέλει η σοφία: είναι μια γυναίκα και αγαπά πάντα μόνο τον πολεμιστή.

Μου λέτε: "είναι δύσκολο να σηκώσει κανείς τη ζωή". Προς τι όμως τότε έχετε το πρωί την περηφάνια σας και το βράδυ την υποταγή σας;

Είναι δύσκολο να σηκώσει κανείς τη ζωή: μα μην είστε πια τόσο τρυφεροί!

Είμαστε όλοι όμορφοι κουβαλητές γάιδαροι και γαϊδούρες.

Τι κοινό έχουμε με τον κάλυκα του τριαντάφυλλου, που τρέμει επειδή έπεσε πάνω του μια σταγόνα δροσιάς;

Είναι αλήθεια: αγαπούμε τη ζωή, επειδή είμαστε συνηθισμένοι όχι στη ζωή αλλά στην αγάπη.

Πάντα υπάρχει λίγη παραφροσύνη στην αγάπη. Αλλά και πάντα υπάρχει λίγο λογικό στην παραφροσύνη.

Και εμένα επίσης, που έχω καλή διάθεση απέναντι στη ζωή, μου φαί­νεται ότι οι πεταλούδες και οι σαπουνόφουσκες και τα ανθρώπινα όντα που μοιάζουν μ' αυτές γνωρίζουν περισσότερο απ' τους άλλους την ευτυχία.

Να βλέπεις να πετούν αυτές οι ανάλαφρες ψυχούλες, τρελές, τρυφερές και ευκίνητες — αυτό προκαλεί στον Ζαρατούστρα δάκρυα και τραγούδια.

Θα πίστευα μόνο σ' έναν θεό που θα ήξερε να χορεύει.

Κι όταν είδα τον διάβολο μου, τον βρήκα σοβαρό, εμβριθή, βαθύ, επίσημο: ήταν το πνεύμα του βάρους — μέσω αυτού πέφτουν όλα τα πρά­γματα.

Δεν σκοτώνει κανείς με την οργή αλλά με το γέλιο. Εμπρός, ας σκο­τώσουμε το πνεύμα του βάρους!

Έμαθα να περπατώ: από τότε αφήνω τον εαυτό μου να τρέχει. Έμα­θα να πετώ: από τότε δεν περιμένω να με σπρώξουν για να αλλάξω θέση.

Τώρα είμαι ελαφρός, τώρα πετώ, τώρα βλέπω τον εαυτό μου κάτω μου, τώρα μέσω εμού χορεύει ένας θεός.

Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα.

Φρίντιχ Νίτσε, Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα

Ο Γονιός στην Παιδική του Υπόσταση

Ο γονιός... Είναι άραγε ξεκάθαρος ο ρόλος ενός γονιού; ...έχει διαπραγματευτεί μέσα του και έχει λύσει οριστικά τα παιδικά του αιτήματα πριν βρεθεί απέναντι στα αιτήματα του δικού του παιδιού, που είναι και τα μόνα που δικαιούνται να προεξάρχουν;

Γιατί αν δεν έχει λυθεί το παραπάνω ζήτημα, τότε πολλά μπερδέματα θα προκύψουν στην πορεία της νέας αυτής σχέσης. Και αναφέροντας τον ορισμό «αιτήματα», δεν αναφέρομαι σε στοιχεία βασικής φροντίδας, μα κυρίως σε ενδοψυχικές αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στον ώριμο ενήλικα γονιό και στο αδιαμόρφωτο ακόμη παιδί του.

Θα μπορούσα για παράδειγμα να αναφέρω, την εσωτερική ανάγκη για αγάπη και αποδοχή που κουβαλά ένας ενήλικας, ο οποίος όμως ξαφνικά βρίσκεται απέναντι σε έναν νέο οργανισμό με τα ίδια ακριβώς αιτήματα. Και έτσι η ανάγκη για αγάπη και αποδοχή, υπάρχει ταυτόχρονα προς δυο κατευθύνσεις και που να πρωτοκοιτάξει κανείς;...

Ο ενήλικας γονιός ασυνείδητα ή και λιγότερο ασυνείδητα, απαιτεί ή πιέζει το παιδί του να του δείξει αγάπη, λόγω θεμάτων της παιδικής του ηλικίας και την ίδια στιγμή το παιδί, απορημένο στέκεται απέναντι μην ξέροντας πώς να ανταποκριθεί σε ένα αίτημα που υπάρχει εκ φύσεως και μέσα στο ίδιο.

Ακόμη κι αν είναι η δική του σειρά να ζητήσει τα παραπάνω, ο υποτιθέμενος ολοκληρωμένος ενήλικας, του ζητά τα ίδια ακριβώς πράγματα. Και γίνεται ο γονιός παιδί και το παιδί γονιός. Οι ρόλοι ήδη έχουν μπερδευτεί εις το διηνεκές, και ένα ενοχικό παιδί με πολλές εσωτερικές συγκρούσεις, είναι πιθανόν ήδη να αναπτύσσεται, επειδή ο γονιός του δεν είναι ώριμος αρκετά και παραμένει καθηλωμένος στη σχέση του με τους δικούς του γονείς.

Ο γονιός αδυνατεί να παραμείνει ψύχραιμος, τις στιγμές όπου αισθάνεται αμφιβολία για το αν το παιδί του τον αποδέχεται ή όχι. Ζητά επιτακτικά την αγάπη άνευ όρων, την ίδια στιγμή που αδυνατεί να παράσχει αυτή την άνευ όρων αγάπη σε κείνον που πραγματικά την έχει ανάγκη τη δεδομένη χρονική στιγμή της παιδικής του ηλικίας.

Ένα ασυνείδητο φανταστικό παιδί του παρελθόντος αντιμάχεται με το πραγματικό παιδί του παρόντος. Διαβλέπει την ανωριμότητα του παιδιού του, αδυνατώντας να εντοπίσει τα δικά του ανώριμα στοιχεία και τελικά μια αδικία γεννιέται και εγκαθίσταται.

Και στη συνέχεια ακολουθεί ο θυμός και η σχέση αρχίζει να πλήττεται. Και στην πορεία, η εξέλιξη μοιάζει σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Ο γονιός φοβάται ότι το παιδί του δεν τον αγαπά όπως θα ήθελε ο ίδιος, κάνει λάθη στον τρόπο που το προσεγγίζει και τελικά η αγάπη μοιάζει αμφίβολη, με τον ίδιο τρόπο που το βίωνε ίσως ο ίδιος ο γονιός από τους δικούς του γονείς όταν ήταν παιδί.

Μεγάλο το θέμα και θα το συνεχίσουμε σε επόμενα κείμενα. Και είναι τόσο μεγάλο, που αυτή η αρχική αναφορά μοιάζει να μπερδεύει πολύ τον αναγνώστη ίσως.

Αν χρειάζεται να βρούμε μια άκρη στο νήμα, θα πρότεινα να εστιάσει κανείς στο να ανακαλύπτει το παιδί του με τρόπο που να κάνει το παιδί αυτό να νοιώθει μη-μόνο σε αυτό τον κόσμο.

Να εστιάσει στο «σ’ αγαπώ ανεπιφύλακτα» και όχι στο «εγώ σ’ αγαπώ. Εσύ μου δείχνεις αγάπη;».

Και όσο κι αν μοιάζει υπερβολή αρχικά, μια τέτοια ερώτηση, ας ψάξουμε ίσως μέσα μας για τα παιδικά εγωιστικά μας αιτήματα, ενός παιδιού που έχει τις ανάγκες του και ζητά επιτακτικά να ικανοποιηθούν, ακόμη κι αν το αίτημα προορίζεται προς ένα παιδί που βλέπει το γονιό του σαν τον βασικό ήρωα της ζωής του και ξαφνικά βρίσκεται εμπρός σε ένα αδύναμο παιδί με εγωιστικά κίνητρα.

Οι σχέσεις Θεών με τους Ανθρώπους

Ορισμένες σκέψεις τώρα για τις σχέσεις αυτών των θεών με τους ανθρώπους. Σύμφωνα με τον Finley, οι Έλληνες θεοί στερούνται ηθικής υπόστασης. Είναι αληθές και κεφαλαιώδες. Τα παραδείγματα βρίθουν. Έτσι, στην Ιλιάδα, μας κάνει εντύπωση πόσο συχνά οι θεοί ψεύδονται και ραδιουργούν. Στο πιο χαρακτηριστικό επεισόδιο, προς το τέλος του έπους, ο θάνατος του Έκτορα θα έπρεπε λογικά να αποδείξει την ηρωική υπεροχή του αντιπάλου του, Αχιλλέα.

Αν όμως διαβάσετε τον Όμηρο, θα δείτε ότι δεν είναι καθόλου έτσι: πράγματι, ο θάνατος αυτός οφείλεται μόνο στον ποταπό δόλο της Αθηνάς, η οποία με τη μορφή του Τρώα Δείφοβου πείθει τον Έκτορα να μείνει εκτός των τειχών της πόλης, αφήνοντάς τον να υποθέσει ότι οι δύο μαζί θα νικήσουν τον Αχιλλέα. Ύστερα, κατά τη διάρκεια της μονομαχίας, θα ξαναδώσει στον Αχιλλέα το δόρυ που έχει ήδη ρίξει... και πρόκειται για ένα μόνο παράδειγμα μεταξύ πολλών.

Όταν μιλώ για ποταπότητα, εννοείται πως ο όρος είναι εντελώς ακατάλληλος, διότι κατά την αρχαία ελληνική αντίληψη δεν μπορεί να υπάρξει ηθική αξιολόγηση αυτού του τύπου συμπεριφοράς.

Σε καμία περίπτωση, η ανθρώπινη συμπεριφορά δεν έχει ως κανονική και προβλέψιμη συνέπεια την ανταμοιβή ή την τιμωρία των θεών. Ομοίως ο ομηρικός κόσμος –και γενικότερα όλος ο ελληνικός κόσμος- αγνοεί φυσικά την αμαρτία, δεν γνωρίζει ούτε την εξιλέωση με τη χριστιανική έννοια ούτε τον ευλαβή φόβο του χριστιανού απέναντι στον Θεό. Και για να παραπέμψουμε ακόμα μια φορά στον Finley, «ο άνθρωπος ζητούσε από τους θεούς να τον συνδράμουν στις διάφορες δραστηριότητές του.

Στρεφόταν προς αυτούς για τις δωρεές που θα μπορούσαν να του παράσχουν ή να του αρνηθούν. Ο άνθρωπος όμως δεν περίμενε τίποτα από τους θεούς ως συμβουλή για την ηθική του διαγωγή. Αυτό ήταν εκτός των αρμοδιοτήτων τους. Οι θεοί του Ολύμπου δεν έπλασαν τον κόσμο, συνεπώς δεν αισθάνονται υπεύθυνοι για αυτόν». Υπάρχει μια υπέροχη φράση του Dodds, την οποία δανείζεται ο Finley, που εικονογραφεί άριστα αυτό τον τύπο σχέσεων μεταξύ θεών και ανθρώπων: “οι ομηρικοί πρίγκιπες δρασκελίζουν υπερήφανα τον κόσμο.

Αν φοβούνται τους θεούς, τους φοβούνται με τον ίδιο τρόπο που φοβούνται τους ανθρώπους ηγεμόνες τους”. Δε θα βρείτε πουθενά στον Όμηρο, ή αργότερα, διατυπώσεις σαν αυτές που επανέρχονται συχνά στον χριστιανισμό, στην εβραϊκή θρησκεία ή στο Ισλάμ: “Θεέ μου, είμαι ανάξιός σου, ανάξιος των ευεργετημάτων σου, είμαι ένα σκουλήκι κ.λ.π.”.

Κανένας ομηρικός ήρωας, κανένας Έλληνας δεν θεωρεί εαυτόν ανάξιο σε σχέση με τους θεούς. Είναι μόνο πιο αδύναμος. Οι θεοί μπορεί να είναι πιο δυνατοί, αλλά δεν βρίσκονται κατ’ ουσίαν σε άλλο επίπεδο αξίας. Και φυσικά η οπτική αυτή έχει απελευθερωτικά αποτελέσματα για τη δράση και τη συνείδηση των ανθρώπων.

Ο Finley ορθά παρατηρεί ότι η μάζα δεν είχε περισσότερους λόγους από τους ήρωες να φοβάται τους θεούς. Αυτό όμως που δεν λέει, και που κατά τη γνώμη μου βαραίνει πολύ, είναι ότι η ανωτερότητα ορισμένων ανθρώπων σε σχέση με τους υπόλοιπους, καθώς δεν βασίζεται σε κάποια θεία εγγύηση, στηρίζεται αναγκαστικά είτε στην πειθώ είτε στην καθαρή ισχύ.

Ωστόσο, μέσα σ’ έναν κόσμο όπου δεν υπάρχει θεός που να λέει την αλήθεια, όπου η αλήθεια είναι το αποτέλεσμα της ανθρώπινης προσπάθειας, η πεποίθηση της νομιμοποίησης της κοινωνικής εξουσίας θα διαλυθεί, πράγμα που βλέπουμε ήδη στην Ιλιάδα, όταν ο Διομήδης λέει στον Αγαμέμνονα, τον βασιλέα των βασιλέων: «Ναι μπορεί να είσαι ο βασιλιάς, να κρατάς το σκήπτρο, αλλά στην πραγματικότητα δεν αξίζεις τίποτα».

Η βασιλεία υπόκειται ήδη σε κριτική, πράγμα που θα ενταθεί όλο και περισσότερο στον βαθμό που αναδύεται ο κοινός λόγος (διαδικασία που ξεκινά ήδη στον Όμηρο). Όσο για την ισχύ, από τη στιγμή που κλονίζεται η πεποίθηση για τη νομιμότητα των κατεστημένων εξουσιών, αυτή θα ανήκει φυσικά στον δήμον, στην πλειοψηφία, που θα τη χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά προκειμένου να εγκαθιδρύσει τη δική του εξουσία.

Με την έννοια αυτή, μια θρησκεία όπως η ομηρική δεν υπήρξε βέβαια η αιτία, αλλά μία από τις προϋποθέσεις που επέτρεψαν την ταυτόχρονη ανάδυση της ελεύθερης έρευνας και της δημοκρατικής κοινότητας.

Οι Άνθρωποι είναι γεννημένοι για να διαφέρουν

Ο καθένας μας σ’ αυτόν τον κόσμο είναι μοναδικός. Δυστυχώς όμως στη εποχή μας όπου κυριαρχούν κυρίως ο εγωισμός κι η ιδιοτέλεια, έγινε αγαπημένη συνήθεια η ομαδοποίηση. Θεωρείται κακό να ξεχωρίζει κάποιος, να έχει διαφορετικές αντιλήψεις για την αγάπη, για τον έρωτα και γενικότερα για τον τρόπο ζωής.

Τα προσωπικά «θέλω» είναι σχεδόν ανύπαρκτα. Όλα αυτά που δεν τολμούν να πουν και τα κρατούν καλά κρυμμένα μέσα τους πολλοί άνθρωποι δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας ανεκτίμητος θησαυρός που θάβεται στα βάθη της ψυχής τους.

Αρκεί μια πλύση εγκεφάλου ώστε η κάθε μοναδικότητα να αποτελέσει ελάττωμα. Σε πείθουν ότι το να είσαι διαφορετικός απ’ τους υπολοίπους σε οδηγεί στην απομόνωση. Επίσης, θα πρέπει να προετοιμαστείς πως θα κουβαλάς διάφορες ταμπέλες συνεχώς στην πλάτη σου. «Εξαίρεση», «ιδιόμορφος», «αλλόκοτος», «περίεργος», «μυστήριος» είναι μερικές απ’ αυτές.

Υπάρχουν όμως κάποιοι που δεν τους απασχολεί ούτε να είναι δακτυλοδεικτούμενοι ούτε να ζουν και να χρωματίζουν την καθημερινότητά τους όπως επιθυμούν χωρίς ίχνος φόβου. Έχουν επιλέξει να κάνουν αυτό που θέλουν χωρίς να τους απασχολεί αν θα τους κρίνουν. Γνωρίζουν ότι απλά είναι αυτό που είναι.

Μπορεί να βιώνουν δυσάρεστες καταστάσεις, αλλά δεν κάθονται με σταυρωμένα χέρια, αναλαμβάνουν την πρωτοβουλία να τις αλλάξουν. Δεν έμαθαν να είναι εξοικειωμένοι με την ασφάλεια και την άνεση.

Η χαρά γι’ αυτούς είναι στις νέες εμπειρίες, τα ταξίδια σε μονοπάτια ανεξερεύνητα. Κάθε μέρα, κάθε νύχτα πιστεύουν ότι πρέπει να έχει ένα νέο ήλιο κι ένα αλλιώτικο φεγγάρι. Θέλουν να δίνουν χωρίς να τους ενδιαφέρει αν θα πάρουν κάτι πίσω γιατί μόνο έτσι νιώθουν ότι προσφέρουν. Δεν κρατάνε τίποτα για τον εαυτό τους.

Απολαμβάνουν την κάθε στιγμή, διασκεδάζουν, ερωτεύονται, αγαπάνε. Είναι η χαρά της ζωής. Πολλές φορές πληγώνονται, αλλά έχουν τον τρόπο να βγαίνουν κερδισμένοι μέσα απ’ την κάθε δοκιμασία. Διατηρούν τη διαφορετικότητά τους. Άνθρωποι γεμάτοι από αγάπη, από ευγένεια. Δεν ντρέπονται να μιλούν για τις ευαισθησίες τους.

Ονειροπόλοι και ρομαντικοί. Δε θεωρούν τον εαυτό τους τέλειο. Δε φοβούνται να βρουν λύση για το κάθε πρόβλημα ακόμα κι αν χρειαστεί να τσαλακώσουν την εικόνα τους. Κρατούν ψηλά τη σημαία των αξιών και των ιδανικών τους.

Αρνούνται πεισματικά να κινηθούν σαν ρομποτάκια που πάνε κι έρχονται χωρίς ουσία. Μισούν τη μιζέρια χωρίς να τρέμουν να αλλάξουν όλα εκείνα που δεν τους ευχαριστούν. Ακόμα κι αν χρειαστεί να τα γκρεμίσουν όλα. Με θέληση θα τα ξαναχτίσουν απ’ την αρχή. Αγαπούν πραγματικά τον εαυτό τους, τον αποδέχονται με τα οποία πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που ενδεχομένως έχει.

Προσπαθούν να εξηγήσουν σ΄εκείνους που τους χλευάζουν ότι κι αυτοί έχουν αγάπη για τη ζωή, απλά έχουν μια ξεχωριστή οπτική γι’ αυτή. Τις περισσότερες φορές είναι άδικος κόπος ωστόσο αφού σπάνια βγάζουν άκρη μαζί τους. Όσο καλή διάθεση αν έχουν, η κακία που τους δείχνουν ξεπερνά τις αντοχές τους. Με τον καιρό συνηθίζουν όμως και δεν τους ενοχλεί γιατί έχουν βιώσει ότι είναι πολύ δύσκολο να διαφέρεις. Είναι αυτοί οι άνθρωποι που επέλεξαν να ζουν αρμονικά με τη διαφορετικότητά τους, δεν κόλλησαν ποτέ στο σύνολο.

Ορισμένοι από αυτούς απέτυχαν να παραμείνουν πιστοί στα ιδεώδη τους. Τα παράτησαν στη μέση της διαδρομής γιατί υπέκυψαν στα κόμπλεξ που τους δημιούργησαν τα λεγόμενα των συνανθρώπων τους. Το μοναδικό τους μέλημα είναι να διαγράψουν καθετί απ’ το παρελθόν τους.

Και κάποιοι -που είναι οι περισσότεροι ευτυχώς- αδιαφόρησαν για τη συνεχή απογοήτευση απ’ τον κόσμο γύρω τους. Πήραν δύναμη από αυτούς που στα αλήθειά τους εμπιστεύτηκαν. Αποφασίζουν να είναι περήφανοι για τα κατορθώματά τους. Συνεχίζουν να χαμογελούν, να ευελπιστούν, να μοχθούν για ένα καλύτερο αύριο, ακριβώς όπως οι ίδιοι το έχουν φανταστεί. Δε θα φτάσουν ποτέ εκεί που οι υπόλοιποι θα τους ήθελαν.

Σενέκας: Μερικές φορές, ακόμα και το να ζεις είναι μια θαρραλέα πράξη

Αποφθέγματα για τη ζωή.

Πολλά έχουμε διαβάζει για τη ζωή, πολλά έχουμε ακούσει, πολλά έχουμε μοιραστεί. Ο καθένας από εμάς, έχοντας τις δικές του αναμνήσεις και καταγράφοντας τη δική του πορεία στη ζωή είναι σε θέση να γίνει εμπνευστής και μέντορας για τον εαυτό του αλλά και για πολλούς άλλους και να έχει τη δική του θεωρία και τις δικές του αξίες έναντι της ζωής.

Τι είναι αλήθεια η ζωή;

Πόσους ορισμούς μπορούμε να δώσουμε;

Πόσα συναισθήματα μπορεί να κρύβει μέσα της;

Πόσες χαρές και πόσες λύπες;

Πάντα αποτελούσε δέλεαρ για πολλούς από εμάς η κατανόησή της και ένα πέπλο μυστηρίου μας εμπόδιζε να αντιληφθούμε τι πραγματικά έκρυβε στους κόλπους της.

Η δική μου ταπεινή γνώμη, είναι ότι η ζωή είναι το δώρο που χαρίστηκε απλόχερα σε κάθε άνθρωπο και του ανήκει, να τη ζήσει όπως αυτός ορίζει και επιθυμεί. Είναι το δώρο που μας παρέχεται μια φορά και πρέπει να το διασφαλίσουμε, να το προστατέψουμε και να το γευτούμε μέχρι τη τελευταία του σταγόνα.

Παρακάτω, μοιράζομαι μαζί σας κάποια όμορφα αποφθέγματα μεγάλων ανθρώπων που προσπάθησαν να αφήσουν το στίγμα τους στο χρόνο και χρωμάτισαν με τις δικές τους πινελιές, τον πολύχρωμο καμβά της ζωής μας…

Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο, καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο. Το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή. – Νίκος Καζαντζάκης

Ζωή είναι το άθροισμα των επιλογών μας. – Αλμπέρ Καμύ

Να μετράς την ηλικία σου με τους φίλους, όχι με τα χρόνια. Να μετράς τη ζωή σου με τα χαμόγελα, όχι με τα δάκρυα. – John Lennon

Μην προσπαθείς να προσθέσεις χρόνια στη ζωή σου. Καλύτερα πρόσθεσε ζωή στα χρόνια σου. – Blaise Pascal

Αυτό που έχει σημασία στη ζωή δεν είναι τι σου συμβαίνει, αλλά τι θυμάσαι και πώς το θυμάσαι. – Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές

Μερικές φορές, ακόμα και το να ζεις είναι μια θαρραλέα πράξη. – Σενέκας

Όταν λέω να είστε δημιουργικοί δεν εννοώ ότι όλοι πρέπει να γίνετε μεγάλοι ζωγράφοι και μεγάλοι ποιητές. Απλώς εννοώ να κάνετε τη ζωή σας μια ζωγραφιά, να κάνετε τη ζωή σας ένα ποίημα. – Όσσο (Μπαγκουάν Σρι Ραζνίς)

Στα μισά του ταξιδιού της ζωής, αρχίζουμε να ζούμε. – Δάντης

Η ζωή δεν είναι πώς θα επιβιώνεις στην καταιγίδα, αλλά πώς θα χορεύεις στη βροχή. – Sherrilyn Kenyon

Μια αστραπή η ζωή μας… μα προλαβαίνουμε! – Νίκος Καζαντζάκης

Η ελευθερία του απροσδιόριστου

Έχετε νιώσει πως παίζετε σε προδιαγεγραμμένο σενάριο ταινίας;

Αυτή η αίσθηση είχε καταλήξει να μου γίνει έμμονη ιδέα στα εφηβικά μου χρόνια. Κι αυτό, σε σημείο του να νιώθω πως δεν μπορώ παρά να παρακολουθώ σαν θεατής τα γεγονότα που εκτυλίσσονται γύρω μου, συμπεριλαμβανομένων των δικών μου ενεργειών. Ρίζα αυτής της ασφυκτικής φυλακής μου ήταν ο θετικός τρόπος με τον οποίο σκεπτόμουν (και σκέπτομαι) κι η αδυναμία της λογικής μου να συμβιβάσει την έννοια της αιτιοκρατίας (δηλ. της παραδοχής ότι η φυσική πραγματικότητα λειτουργεί με απαρέγκλιτους νόμους) μ’ αυτήν της προσωπικής μου ελευθερίας.

Το σκεπτικό ήταν το εξής: Εφ’ όσον η φύση λειτουργεί βάσει κάποιων νόμων και κάθε αίτιο δεν μπορεί παρά να έχει ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα, κάθε εκδήλωση των πραγμάτων, είτε αυτή είναι οι καιρικές συνθήκες, είτε η εκδήλωση αγάπης από μέρος κάποιου φίλου, δεν είναι παρά το μαθηματικό αποτέλεσμα κάποιων πολύπλοκων φυσικοχημικών εξισώσεων.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή.

Η κλασσική φυσική δέχεται ότι κάθε φυσικό φαινόμενο καθορίζεται από κάποιο νόμο. Η τροχιά των πλανητών γύρω από τον ήλιο καθορίζεται από το νόμο της παγκόσμιας έλξης και την αδράνεια, η βροχή προκαλείται από την ψύξη των μορίων των υδρατμών στα σύννεφα, η ζέστη της φωτιάς οφείλεται στην απελευθέρωση της ενέργειας που προξενεί η χημική αντίδραση της καύσης. Προχωρώντας τώρα σε πολυπλοκότερα συστήματα, το κύμα στην ακτή της αμμουδιάς, ο ρυθμός ή η αρρυθμία του, το σχήμα η δύναμη του κι ο ήχος που κάνει όταν σκάει στην άμμο, ολ’ αυτά θα ήταν απόλυτα προβλέψιμα αν υποθέταμε πως ξέραμε όλους τους νόμους κι όλες τις παραμέτρους της φυσικής πραγματικότητας.

Έτσι, και το κύτταρο είναι απλά μια τέλεια χημική μηχανή κι όλες οι συναρπαστικές εκδηλώσεις του είναι αποτέλεσμα κάποιων μηχανιστικών νόμων της φύσης. Ο άνθρωπος δεν είναι παρά μια καταπληκτικά οργανωμένη ομάδα τέτοιων κυττάρων και δεν μπορεί παρά να υπακούει στην ίδια νομοτέλεια που κυριαρχεί στα δομικά του στοιχεία. Μ’ αυτό το σκεπτικό, δεν μπορεί να επιλέξει αν θα αγαπήσει ή δεν θ’ αγαπήσει, αν θα σπουδάσει, θα περπατήσει, ή αν θα γράψει ένα άρθρο, όπως ακριβώς η φωτιά δεν μπορεί να διαλέξει να μην εκπέμπει θερμότητα.

Οι ίδιες οι ζωές μας καταλήγουν με αυτό το σκεπτικό να είναι μια ταινία με προδιαγεγραμμένο σενάριο το οποίο είχε ήδη καθοριστεί από την πρώτη στιγμή της ζωής του σύμπαντος. Λειτουργούμε σαν τα ντόμινο που στήθηκαν στην σειρά και όλη η πορεία της πτώσης τους καθορίζεται από το στήσιμο τους και το σπρώξιμο του πρώτου. Η συνείδηση κι η βούληση δεν είναι παρά ψευδαισθήσεις, μια αυταπάτη πολύπλοκων συμπλεγμάτων της ύλης που «κατάφεραν» να πείσουν τον εαυτό τους πως είναι ελεύθερα.

Εδώ, βέβαια, ακούμε συνήθως μιαν απάντηση που μου φαίνεται κάπως αφελής. Ότι δηλαδή ο άνθρωπος έχει πνεύμα και ότι η αρχή της αιτιότητας, που μπορεί να ισχύει στην φύση, δεν μπορεί να επεκτείνεται στον πνευματικό κόσμο. Ότι τελικά το αν υπάρχει αυστηρή ή όχι σύνδεση αιτίων και αιτιατών στον κόσμο του πνεύματος δεν πρέπει να σχετίζεται με το πως λειτουργεί ο φυσικός κόσμος.

Η αντίρρηση είναι η εξής:

Αν η ψυχή του ανθρώπου εκδηλώνεται και μέσω των πράξεων του (δηλαδή μέσω της επίδρασης των ενεργειών του στον υλικό κόσμο), η ελευθερία του δεν θα παραβίαζε την υποθετική αιτιοκρατία της υλικής πραγματικότητας;

Αν π.χ. οι νόμοι της χημείας και της βιοηλεκτρονικής καθόριζαν ότι ο εγκέφαλος μου θα λειτουργούσε έτσι ώστε ν’ «αποφασίσει» να δολοφονήσει κάποιον, η ψυχή δεν θα παραβίαζε αυτή την αιτιοκρατία αν οδηγούσε αυτό το συνονθύλευμα της ύλης, που αποτελεί το σώμα μου, στο να μην το κάνει; Μ’ αυτό το σκεπτικό, η παραδοχή της ελευθερίας της ψυχής του ανθρώπου έχει σαν πόρισμα την απόρριψη της αρχής της αιτιότητας στο σύμπαν. Κι αντίστροφα (για την ακρίβεια, αντιθετοαντίστροφα), η αρχή της αιτιότητας φαίνεται να μην αφήνει περιθώρια ελευθερίας στον άνθρωπο. Γιατί λοιπόν να καταβάλουμε προσπάθεια για οτιδήποτε; Αφού αν είναι έτσι, ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει.

Η φυσική του 20ου αιώνα (και συγκεκριμένα η κβαντομηχανική με την αρχή της αβεβαιότητας) άνοιξε μια προοπτική σ’ αυτό το «αδιέξοδο». Ένα βασικό αξίωμα της κβαντομηχανικής ορίζει ότι ο ταυτόχρονος και απεριόριστα ακριβής προσδιορισμός όλων των παραμέτρων μιας κατάστασης (π.χ. της ταχύτητας και της θέσης ενός σωματιδίου) είναι αδύνατος. Έτσι, για να ξεπεραστεί η απροσδιοριστία που προκύπτει, εισάγεται η έννοια της πιθανότητας.

Και είναι θεμελιακής σημασίας το γεγονός ότι ο πιθανοκρατικός χαρακτήρας της κβαντομηχανικής δεν είναι αποτέλεσμα ατέλειας των μετρικών μας οργάνων ή έλλειψης επαρκούς υπολογιστικής ακρίβειας, αλλά είναι μέσα στην ίδια την φύση των πραγμάτων. Έτσι, λοιπόν, προκύπτει ένα νέο δεδομένο. Αφού η ίδια η φύση των πραγμάτων -ή έστω, για να μην είμαστε απόλυτοι, η αδυναμία της ανθρώπινης σκέψης- δεν μπορεί να μας δώσει ακριβή στοιχεία αντίληψης των φαινομένων, ποιοι λόγοι επιβάλλουν την παραδοχή της αρχής της αιτιότητας;

Το να δεχτούμε πλέον ότι η φύση λειτουργεί αιτιοκρατικά, θα ήταν το ίδιο αυθαίρετο, από επιστημονική άποψη, με το να υποστηρίξουμε ότι δεν λειτουργεί αιτιοκρατικά. Κατ’ ανάγκη καταλήγουμε στο ότι αυτό το ζήτημα είναι κάτι πέρα και πάνω από την επιστήμη, καταντά δηλαδή θέμα της μεταφυσικής και της φιλοσοφίας.

Η αρχή της αιτιότητας, λοιπόν, στην οποία επί χιλιετίες στηρίζονται οι φυσικές επιστήμες απορρίφθηκε σταδιακά από την πλειοψηφία των επιστημών. Η ανθρώπινη σκέψη έμοιασε να παλινδρομεί σ’ ένα σκεπτικό που για τον επιστήμονα του 19ου αιώνα φαινόταν αφελές έως παράλογο: στο ότι κάθε συγκεκριμένο αίτιο μπορεί να έχει διάφορα αποτελέσματα. Πράγματι μοιάζει άτοπο. Το σύμπαν μοιάζει να στερείται λογικής, να στερείται αρχής.

Κι αν δεν κάνω λάθος, αυτό ήταν το σκεπτικό που οδήγησε τον Αϊνστάιν στο περίφημο «Δεν μπορώ να πιστέψω πως ο Θεός παίζει ζάρια» για να του απαντήσει ο Νιλς Μπορ «Ο Θεός μπορεί να κάνει ότι θέλει, δεν μπορείς να του πεις εσύ τι να κάνει». Ωστόσο, νιώθω πως αυτή η απροσδιοριστία θα μπορούσε να γίνει κατανοητή σαν η ελευθερία του Θεού μέσα στον κόσμο (Sorry Einstein -πάντα ήθελα να το πω αυτό). Ίσως δηλαδή, αυτή η πραγματικότητα να μην είναι ένδειξη τυχαιότητας, αλλά μιας παρουσίας. Ίσως είναι ένδειξη πως ο Θεός δεν άφησε τον κόσμο στη μοίρα του, όπως υποστηρίζει η φιλοσοφία του Δεϊσμού, αλλά ότι ενεργεί διαρκώς μέσα σ’ αυτό ακόμη και σε μικροσωματιδιακό επίπεδο.

Αν τώρα συνδυάσουμε αυτά τα δεδομένα με τα πορίσματα της θεωρίας του Χάους, αυτή η επίδραση στον μικρόκοσμο θα μπορούσε να έχει δραματικές «επιπτώσεις» στην ζωή μας. Η θεωρία αυτή διερευνά το πώς μια απειροελάχιστη διαφοροποίηση στις αρχικές συνθήκες ενός ασταθούς συστήματος μπορεί να προκαλέσει μια εντελώς διαφορετική ροή των πραγμάτων. Για παράδειγμα, ένα φτερούγισμα μιας πεταλούδας στην αυλή μας θα μπορούσε μετά από μερικά χρόνια να «προκαλέσει» τυφώνα στην Αμερική(!!).

Έτσι, η «ασήμαντη» διαφοροποίηση στην θέση κάποιων ηλεκτρονίων στον εγκέφαλό μας θα μπορούσε να κάνει την διαφορά μεταξύ του να δολοφονήσουμε κάποιον ή όχι. Ακόμη και τα θαύματα του Γιαχβέ-Ιησού (το ότι δήθεν περπάτησε στην θάλασσα ή το ότι μπήκε στο υπερώο) αν και είναι, από στατιστική άποψη, εξωφρενικά απίθανα (όπως και το να πάμε εκδρομή στις Πρέσπες και να τις δούμε να εξαχνώνονται ακαριαία γιατί «έτυχε» να δημιουργηθεί κενό αέρος πάνω από την επιφάνεια τους), δεν έρχονται σ’ αντίθεση με τους νόμους της σύγχρονης φυσικής. Αν, λοιπόν, η ίδια η φύση λειτουργεί μ’ αυτήν την απροσδιοριστία, και μάλιστα απορρίψω και την αρχή της αιτιότητας, τι μ’ εμποδίζει να δεχτώ τελεσίδικα την ελευθερία στην ανθρώπινη συμπεριφορά;

Θα ‘θελα να θέσω δύο σοβαρές αντιρρήσεις. Η «ελευθερία του Θεού» για την οποία μίλησα πριν, θα μπορούσε να είναι καταλυτική και να μην αφήνει περιθώρια ελευθερίας στον άνθρωπο. Θα μπορούσαμε, δηλαδή, να γλιτώνουμε απ’ την αιτιοκρατία, αλλά να μας καθορίζει η ίδια η «ελευθερία του Θεού».

Μια τέτοια ελευθερία θα λειτουργούσε για μας σαν μια αιτιοκρατία με διαφορετικό όνομα. Αλλά και εντελώς υλιστικά να δούμε το θέμα, το ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά δεν θα μπορούσε να καθοριστεί εκ των προτέρων, δεν συνεπάγεται την δική μας ελευθερία. Γιατί φρονώ πως δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι ένα σωματίδιο κάνει «ό,τι θέλει» και πολύ περισσότερο ότι έχει βούληση επειδή δεν μπορεί να προβλεφθεί η συμπεριφορά του. Και στο κάτω – κάτω ελεύθερος άνθρωπος, για μένα τουλάχιστον, δεν είναι αυτός που κάνει «ό,τι τύχει» ή «ό,τι τού ‘ρθει» ακριβώς επειδή η ελευθερία προϋποθέτει πρόσωπο και το πρόσωπο δεν είναι απλώς απρόβλεπτο αλλά και ικανό να επιλέγει.

Θα μπορούσε λοιπόν η μη προβλεψιμότητα της ανθρώπινης φύσης να μην οφείλεται στο ότι υπάρχει κάποια βούληση που αλληλεπιδρά σε μικροσωματιδιακό επίπεδο με τον εγκέφαλο, αλλά να είναι αποτέλεσμα του ότι μέσα σ’ αυτόν εκτυλίσσονται τυχαία μικροσωματιδιακά «παιχνίδια». Έτσι το μόνο που φαίνεται να εξασφαλίζουμε μ’ αυτούς τους συλλογισμούς είναι το ότι δεν είμαστε σίγουροι πως είμαστε ανελεύθεροι. Τέλος πάντων. Είναι κι αυτό ένα βήμα.

Ωστόσο, όλο αυτό το σκεπτικό, μου φαίνεται ότι κρύβει μια παγίδα. Κι αυτή είναι ότι μοιάζει να ταυτίζει την πραγματική φύση και την αλήθεια με αυτό που μπορούμε να ερευνήσουμε. Αυτό είναι εντελώς αυθαίρετο, γιατί όπως ο κόσμος που ζούμε θα μπορούσε να υπάρχει ακόμη κι αν δεν ζούσαμε μέσα σ’ αυτόν, και επομένως δεν θα τον αντιλαμβανόμασταν, έτσι μπορεί κάλλιστα να υφίστανται άλλες πραγματικότητες κι αλήθειες που δεν μπορούμε να συλλάβουμε.

Μπορεί εμείς να νομίζουμε ότι αν ρίξουμε ένα κέρμα, θα πέσει κορώνα ή γράμματα.

Ίσως κάποιοι σκεφτούν ότι μπορεί να σταθεί όρθιο.

Πιθανώς όμως ποτέ να μην φανταστούν ότι το κέρμα ίσως κοπεί στην μέση μόλις το πετάξουμε ή ότι θα λιώσει μέχρι να πέσει ή ακόμη ότι μια ριπή ανέμου θα το πάρει στέλνοντας το στο μεσοδιάστημα. Μ’ αυτό το σκεπτικό, η αρχή της αιτιότητας μπορεί ούτε να ισχύει, ούτε να μην ισχύει. Κι ίσως το να ψάχνουμε να βρούμε απαντήσεις σε τέτοιου είδους ερωτήματα, αποκλείοντας την πιθανότητα της υπέρλογης πραγματικότητας, να είναι τόσο μάταιο, όσο και το να αναρωτιόμαστε με ποια πλευρά έπεσε το κέρμα, την στιγμή που αιωρείται κάπου κοντά στον Κρόνο …

Richard Dawkins: Τακτικές που θα μπορούσε να ακολουθήσει ένα θηλυκό αν το εγκατέλειπε ο σύντροφός του

Στο ζευγάρι και οι δύο σύντροφοι, ως εγωιστικές μηχανές, «θέλουν ισάριθμους αρσενικούς και θηλυκούς απογόνους. Ως προς αυτό το σημείο συμφωνούν εντελώς. Εκεί που διαφωνούν είναι στο ποιος θα φέρει το κύριο βάρος της δαπάνης για την ανατροφή των παιδιών τους.

Και οι δύο τους θέλουν να επιβιώσουν όσο το δυνατόν περισσότερα παιδιά. 'Οσο λιγότερα καταφέρει να επενδύσει ο ένας από τους δύο στα παιδιά τους τόσο περισσότερα παιδιά μπορεί να αποκτήσει. Είναι προφανές ότι για να πετύχει αυτή την επιθυμητή κατάσταση πραγμάτων πρέπει να εξαναγκάσει τον σεξουαλικό σύντροφό του να επενδύει σε κάθε παιδί περισσότερα από το κανονικό μερίδιο που του αναλογεί, ώστε ο ίδιος να είναι ελεύθερος να αποκτήσει κι άλλα παιδιά με άλλους συντρόφους. Αυτή η στρατηγική θα ήταν επιθυμητή και από τους δύο αλλά το θηλυκό την εφαρμόζει δυσκολότερα.

Επειδή εξαρχής επενδύει περισσότερα από το αρσενικό, με τη μορφή του μεγάλου και πλούσιου σε θρεπτικά υλικά αυγού της, η μητέρα ήδη από τη στιγμή της σύλληψης έχει «διαθέσει» τον εαυτό της στα παιδιά της σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ ότι ο πατέρας. Ακόμη κι αν το παιδί πεθάνει, η μητέρα χάνει πολύ περισσότερα από τον πατέρα, και πρέπει να επενδύσει περισσότερα από αυτόν προκειμένου στο μέλλον να φέρει ένα νέο παιδί στο επίπεδο ανάπτυξης του χαμένου. Αν η μητέρα άφηνε τη φροντίδα του παιδιού στον πατέρα και πήγαινε να βρει άλλον σεξουαλικό σύντροφο, ο πατέρας θα μπορούσε με σχετικά μικρό κόστος να ανταποδώσει, εγκαταλείποντας κι αυτός το παιδί τους.

Συνεπώς, αν πρόκειται να υπάρξει κάποια εγκατάλειψη – τουλάχιστον στα πρώτα στάδια ανάπτυξης του παιδιού – το πιθανότερο είναι να εγκαταλείψει ο πατέρας τη μητέρα, και όχι το αντίθετο. Πρέπει να περιμένουμε επίσης τα θηλυκά να επενδύουν στα παιδιά περισσότερα απ’ ότι τα αρσενικά, όχι μόνο στην αρχή αλλά και σε όλη τη διάρκεια της ανάπτυξης. Για παράδειγμα, στα θηλαστικά το θηλυκό επωάζει το έμβρυο μέσα στο σώμα του, παράγει το γάλα που δίνει στο παιδί μόλις γεννηθεί και φέρνει το μεγαλύτερο βάρος της ανατροφής και της προστασίας του. Το θηλυκό είναι το εκμεταλλευόμενο φύλο και η βασική αιτία αυτής της εκμετάλλευσης είναι το γεγονός (αποτέλεσμα της εξέλιξης) ότι τα αυγά είναι μεγαλύτερα από τα σπέρματα. Φυσικά, σε πολλά είδη ο πατέρας εργάζεται σκληρά και φροντίζει με αφοσίωση τα μικρά. Όμως και σ’ αυτή την περίπτωση πρέπει να περιμένουμε κάποια εξελικτική πίεση στα αρσενικά να επενδύουν κάτι λιγότερο σε κάθε παιδί και να προσπαθούν να αποκτήσουν περισσότερα παιδιά με άλλες συζύγους. Μ’ αυτό εννοώ απλώς ότι υπάρχει μια τάση να κερδίζουν στη γονιδιακή δεξαμενή τα γονίδια που λένε: «Σώμα, αν είσαι αρσενικό παράτησε το ταίρι σου λίγο νωρίτερα απ’ όσο το ανταγωνιστικό μου αλληλόμορφο θα σ’ έβαζε να το κάνεις, και ψάξε για άλλο θηλυκό».

Στην πράξη, ο βαθμός έντασης της εξελικτικής πίεσης κυμαίνεται σημαντικά από είδος σε είδος. Σε μερικά είδη, λόγου χάρη στα παραδείσια πουλιά, η μητέρα δεν παίρνει καμιά βοήθεια από το αρσενικό και μεγαλώνει μόνη της τα παιδιά της. 'Αλλα είδη, όπως οι τριδάκτυλοι γλάροι, σχηματίζουν μονογαμικά ζευγάρια με υποδειγματική πίστη, και οι δύο σύντροφοι μοχθούν από κοινού να μεγαλώσουν τα μικρά τους. Εδώ πρέπει να υποθέσουμε ότι λειτούργησε κάποια αντίστροφη εξελικτική πίεση: στην εγωιστική στρατηγική της εκμετάλλευσης του συντρόφου πρέπει να υπάρχει μαζί με το όφελος κάποια τιμωρία, και στην περίπτωση των εν λόγω γλάρων η τιμωρία ξεπερνά το όφελος. Ο πατέρας έχει συμφέρον να εγκαταλείψει σύζυγο και παιδί μόνον όταν υπάρχουν λογικές πιθανότητες η σύζυγος να μεγαλώσει το παιδί.

Ο Trivers μελέτησε τους πιθανούς τρόπους δράσης μιας μητέρας αν την εγκατέλειπε ο σύντροφός της. Ο καλύτερος όλων θα ήταν να προσπαθήσει να εξαπατήσει κάποιο άλλο αρσενικό να υιοθετήσει το παιδί της, κάνοντάς τον να «νομίζει» πως είναι δικό του. Αυτό δεν είναι πολύ δύσκολο αν είναι ακόμη έμβρυο. Φυσικά, το παιδί ενώ έχει τα μισά γονίδιά της, δεν έχει κανένα γονίδιο του αφελούς θετού πατέρα. Η φυσική επιλογή θα τιμωρούσε αυστηρά μια τέτοια ευπιστία των αρσενικών, θα ευνοούσε όμως τα αρσενικά που θα έπαιρναν δραστικά μέτρα σκοτώνοντας κάθε πιθανό θετό παιδί μόλις ζευγάρωναν μια άλλη σύζυγο.

Πιθανότατα, αυτό εξηγεί το λεγόμενο «αποτέλεσμα Bruce»: τα αρσενικά ποντίκια εκκρίνουν μια χημική ουσία που αν μυρίσουν τα θηλυκά σε κατάσταση εγκυμοσύνης, αποβάλλουν. Το θηλυκό αποβάλλει μόνον αν η οσμή είναι διαφορετική από εκείνη του προηγούμενου συζύγου της. Έτσι, ο ποντικός εξαφανίζει τα πιθανά θετά παιδιά και χρησιμοποιεί τη νέα σύζυγό του για να αποκτήσει δικά του παιδιά. Συμπτωματικά αναφέρουμε ότι ο Ardrey βλέπει στο αποτέλεσμα Bruce ένα μηχανισμό πληθυσμιακού ελέγχου!

Παρόμοια είναι η περίπτωση των αρσενικών λιονταριών: όταν εισχωρήσουν σε μια αγέλη, σκοτώνουν καμιά φορά τα υπάρχοντα λιονταράκια, πιθανώς επειδή δεν είναι δικά τους παιδιά.

Το ίδιο αποτέλεσμα μπορεί να πετύχει ένα αρσενικό χωρίς να σκοτώσει υποχρεωτικά τα θετά παιδιά. Μπορεί να επιβάλλει μια περίοδο παρατεταμένης ερωτοτροπίας πριν ζευγαρώσει με το θηλυκό, απομακρύνοντας ταυτόχρονα όλα τα αρσενικά που την πλησιάζουν και εμποδίζοντάς της να απομακρυνθεί. Περιμένοντας λοιπόν, μπορεί να διαπιστώσει αν κυοφορεί κάποια ξένα παιδιά και να την εγκαταλείψει αν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Παρακάτω, θα δούμε ότι υπάρχει κάποιος λόγος για τον οποίο και το θηλυκό θα ήθελε μακριά περίοδο «μνηστείας» πριν από το ζευγάρωμα. Εδώ έχουμε έναν λόγο που το αρσενικό επιθυμεί αυτή την περίοδο. Υπό την προϋπόθεση ότι μπορεί να την απομονώσει από άλλα αρσενικά, αποφεύγει να γίνει ακούσιος ευεργέτης των παιδιών ενός άλλου αρσενικού.

Αν δεχτούμε ότι ένα εγκαταλελειμμένο θηλυκό δεν μπορεί να ξεγελάσει κάποιο αρσενικό να υιοθετήσει το παιδί της, τι άλλο μπορεί να κάνει; Πολλά εξαρτώνται από την ηλικία του παιδιού της. Αν βρίσκεται στο στάδιο της σύλληψης, είναι γεγονός πως έχει επενδύσει σ’ αυτό ένα ολόκληρο ωάριο, ίσως και περισσότερα. Εντούτοις, θα έχει κέρδος αν το αποβάλλει και βρει καινούργιο σύντροφο όσο γίνεται γρηγορότερα. Υπ’ αυτές τις συνθήκες υπάρχει αμοιβαίο συμφέρον γι’ αυτήν και το νέο σύντροφο να αποβάλλει – εφόσον δεχτήκαμε ότι δεν έχει καμιά ελπίδα να τον ξεγελάσει να υιοθετήσει το παιδί. Αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί το αποτέλεσμα Bruce λειτουργεί και από τη σκοπιά του θηλυκού.

Μια άλλη δυνατότητα του θηλυκού που εγκαταλείπεται είναι να επιμείνει και να προσπαθήσει να μεγαλώσει μόνη της το παιδί. Αυτό τη συμφέρει ειδικότερα όταν το παιδί είναι κάπως μεγάλο. 'Οσο μεγαλύτερο είναι, τόσο περισσότερα έχει επενδύσει σ’ αυτό και τόσο λιγότερα θα χρειαστούν για να συμπληρώσει το έργο να το μεγαλώσει. Ακόμη κι αν το παιδί είναι πολύ μικρό, πάλι θα τη συνέφερε να προσπαθήσει να διασώσει κάτι από την επένδυση, μολονότι τώρα που το αρσενικό έχει φύγει, είναι αναγκασμένη να εργαστεί διπλά για να το θρέψει. Δεν την ανακουφίζει που το παιδί έχει και τα μισά γονίδια του αρσενικού, οπότε θα μπορούσε να τον εκδικηθεί εγκαταλείποντάς το. Όμως δεν υπάρχει πρόβλημα εκδίκησης : το παιδί έχει τα μισά γονίδιά της και τώρα το δίλημμα είναι αποκλειστικά δικό της. Παραδόξως, μια λογική πολιτική για ένα θηλυκό που κινδυνεύει να εγκαταλειφθεί θα ήταν να φύγει πριν το αρσενικό πραγματοποιήσει τις προθέσεις του. Αυτό θα τη συνέφερε, μολονότι ως τότε έχει επενδύσει περισσότερα στο παιδί συγκριτικά με το αρσενικό. Η πικρή αλήθεια είναι ότι σε μερικές περιπτώσεις πλεονεκτεί αυτός που φεύγει πρώτος, είτε είναι ο πατέρας, είτε η μητέρα.

Σύμφωνα με τον Trivers, ο σύντροφος που εγκαταλείπεται, παραμένει σ’ έναν «σκληρό σύνδεσμο». Είναι ένα πρόβλημα μάλλον φοβερό αλλά και πολύ λεπτό. Θα περιμέναμε ότι ένας γονιός, πατέρας ή μητέρα, θα έφευγε από τη στιγμή που θα σκεφτόταν τα εξής : «Αυτό το παιδί μεγάλωσε αρκετά και ένας από τους δυο μας θα επαρκούσε για να τελειώσει το έργο της ανατροφής του. Συνεπώς, θα με συνέφερε να φύγω τώρα αν ήμουν σίγουρος (σίγουρη) πως ο σύντροφός μου δεν θα το εγκατέλειπε. Αν έφευγα τώρα, ο σύντροφός μου θα έκανε τα πάντα για τα γονίδιά του. Θα δυσκολευόταν πολύ περισσότερο από μένα να πάρει την απόφαση να το εγκαταλείψει γιατί εγώ θα έχω ήδη φύγει. Ο σύντροφός μου θα «ήξερε» ότι αν έφευγε κι αυτός, το παιδί σίγουρα θα πέθαινε. Έτσι, υποθέτοντας ότι ο σύντροφός μου θα πάρει την άριστη για τα εγωιστικά γονίδιά του απόφαση, συμπεραίνω ότι η καλύτερη ενέργεια για μένα είναι να φύγω πρώτος. Αυτό είναι απολύτως σωστό γιατί και ο σύντροφός μου θα μπορούσε να «σκεφτεί» ακριβώς τα ίδια και να αναλάβει αυτός την πρωτοβουλία να με εγκαταλείψει». Όπως πάντα, αυτός ο υποκειμενικός μονόλογος προορίζεται μόνο ως επεξήγηση. Το θέμα είναι ότι τα γονίδια για να εγκαταλείπει κανείς πρώτος θα τύχαιναν ευνοϊκής επιλογής, επειδή απλώς τα γονίδια για να εγκαταλείπει κανείς δεύτερος δεν μπορούσαν να επιλεγούν.

Richard Dawkins, Το εγωιστικό γονίδιο

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της

8.3.5. Μεγάλα μυθολογικά συμπλέγματα: Ο Μαρσύας και ο Σκύθης, ο Λαοκόων και τα γλυπτά της Sperlonga


Είδαμε στα προηγούμενα κεφάλαια ότι ο μύθος του μουσικού αγώνα ανάμεσα στον Απόλλωνα και τον Μαρσύα, που είχε ιδιαίτερη σημασία για τη χρήση του αυλού ως μουσικού οργάνου, είχε απεικονιστεί στη γλυπτική ήδη τον 5ο αιώνα π.Χ., στο σύνταγμα του Μύρωνα στην Ακρόπολη της Αθήνας που εικόνιζε την Αθηνά και τον Μαρσύα, και τον 4ο αιώνα π.Χ., στη βάση της Μαντινείας. Στο τέλος του 3ου ή στις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ. χρονολογείται ένα ακόμη σύμπλεγμα με το ίδιο θέμα, όπου όμως έχει απεικονιστεί μια εντελώς διαφορετική χρονική στιγμή, εκείνη της εκτέλεσης της απάνθρωπης τιμωρίας που επέβαλε ο Απόλλωνας στον ηττημένο Μαρσύα, δηλαδή να τον γδάρουν ζωντανό. Το σύμπλεγμα μας είναι γνωστό από μια σειρά αντιγράφων που δείχνουν τον Μαρσύα κρεμασμένο σε ένα δέντρο και έναν Σκύθη γονατιστό να ακονίζει το μαχαίρι με το οποίο ετοιμάζεται να τον γδάρει. Είναι πιθανόν ότι υπήρχε και ένα άγαλμα Απόλλωνα με κιθάρα. Σε αντίθεση με τις δύο προηγούμενες γλυπτές συνθέσεις, που αφήνουν τον θεατή να φανταστεί το φοβερό τέλος της ιστορίας, το έργο της ελληνιστικής εποχής εικονίζει τη στιγμή κατά την οποία κορυφώνεται η αγωνία. Ο Μαρσύας είναι πλέον ανίκανος να αντιδράσει, καθώς είναι δεμένος στον κορμό του δέντρου: στο κρεμασμένο σώμα του διαγράφονται καθαρά οι μύες και στο πρόσωπό του αποτυπώνεται η αγωνία και ταυτόχρονα η παραίτηση. Από την άλλη πλευρά ο Σκύθης ετοιμάζεται να εκτελέσει τη σκληρή ποινή χωρίς να δείχνει καμιά συγκίνηση. Δεν γνωρίζουμε πού ήταν στημένο το πρωτότυπο ούτε με ποια αφορμή είχε κατασκευαστεί. Θα πρέπει όμως να το φανταστούμε σε ένα περιβάλλον που δημιουργούσε την εντύπωση ότι τα αγάλματα ήταν ζωντανά.

Ένα ανάλογης έμπνευσης σύμπλεγμα είναι ο περίφημος Λαοκόων, που ανακαλύφθηκε στη Ρώμη το 1506 και εντυπωσίασε όσο λίγα αρχαία έργα τέχνης τους νεότερους καλλιτέχνες. Το μαρμάρινο σύμπλεγμα του Λαοκόοντα το αναφέρει ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (Naturalis historia 36.37), ο οποίος το επαινεί ιδιαίτερα για την καλλιτεχνική του αξία και λέει ότι το είχαν κάνει τρεις Ρόδιοι γλύπτες, ο Αγήσανδρος, ο Πολύδωρος και ο Αθανόδωρος, και ότι βρισκόταν στην κατοικία του μετέπειτα αυτοκράτορα Τίτου. Το θέμα είχε ιδιαίτερη σημασία για τους Ρωμαίους, οι οποίοι πίστευαν ότι κατάγονταν από τους Τρώες που έφυγαν από την πατρίδα τους με αρχηγό τον Αινεία μετά την κατάληψη και την καταστροφή της από τους Έλληνες. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Λαοκόων ήταν ο μόνος που είχε προειδοποιήσει τους Τρώες για την επερχόμενη καταστροφή: Για να καταλάβουν την Τροία οι Έλληνες, μετά από συμβουλή του Οδυσσέα κατασκεύασαν ένα μεγάλο ξύλινο άλογο, τον δούρειο ίππο, μέσα στο οποίο κρύφτηκαν αρκετοί πολεμιστές και το άφησαν στην ακτή δήθεν ως δώρο στον θεό Ποσειδώνα, ενώ οι υπόλοιποι προσποιήθηκαν ότι φεύγουν για την πατρίδα τους. Σύμφωνα με το σχέδιο, οι πολεμιστές που ήταν μέσα στο άλογο θα έβγαιναν τη νύχτα και θα άνοιγαν τις πύλες της πόλης για να μπουν και οι υπόλοιποι Έλληνες που θα επέστρεφαν με τα πλοία. Οι Τρώες ετοιμάστηκαν να μεταφέρουν το ξύλινο άλογο μέσα στην πόλη για να το αφιερώσουν στον θεό, αλλά ο Λαοκόων, ιερέας του Ποσειδώνα, υποπτεύθηκε το τέχνασμα και χτύπησε με ένα κοντάρι την κοιλιά του αλόγου για να τους δείξει ότι ήταν κούφιο. Τότε δύο τεράστια φίδια βγήκαν από τη θάλασσα και έπνιξαν τον Λαοκόοντα και τους δύο γιους του. Οι Τρώες πίστεψαν ότι αυτή ήταν η τιμωρία για την ασέβεια του ιερέα και το συνόδεψαν με τιμές στην πόλη, προετοιμάζοντας έτσι άθελά τους την καταστροφή της. Το σύμπλεγμα του Λαοκόοντα μπορεί να χρονολογηθεί γύρω στο 20 π.Χ. και είναι πιθανότατα αντίγραφο ενός παλαιότερου έργου που τεχνοτροπικά βρισκόταν κοντά στον βωμό του Δία στο Πέργαμον. Ο Λαοκόων έχει ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του τον πόνο και την αγωνία καθώς παλεύει μάταια να ελευθερωθεί από το φίδι που τον σφίγγει και ετοιμάζεται να τον δαγκώσει. Ο ένας από τους γιους του είναι ήδη νεκρός ενώ ο άλλος προσπαθεί ακόμη να γλιτώσει από τον θανάσιμο κίνδυνο. Στον θεατή δημιουργείται η αίσθηση ότι η δράση εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια του.

Οι ίδιοι γλύπτες που κατασκεύασαν τον Λαοκόοντα υπογράφουν και ένα εξαιρετικά εντυπωσιακό σύνολο μαρμάρινων γλυπτών με μυθολογικά θέματα που ανακαλύφθηκαν τυχαία το 1957 στην Ιταλία, στη μικρή παραλιακή πόλη Sperlonga, ανάμεσα στη Ρώμη και τη Νεάπολη, κατά την κατασκευή ενός δρόμου. Τα γλυπτά ήταν στημένα σε μια μεγάλη και πλούσια διακοσμημένη σπηλιά που ανήκε σε μια πολυτελή έπαυλη, χτισμένη στο δεύτερο μισό του 1ου αιώνα π.Χ., στην οποία είχε διαμείνει για λίγο ο αυτοκράτορας Τιβέριος κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του. Υπήρχαν συνολικά τέσσερα συμπλέγματα σχετικά με την άλωση της Τροίας και τις περιπέτειες του Οδυσσέα: (1) Στο βάθος της σπηλιάς μέσα σε μια βραχώδη κόγχη ήταν τοποθετημένη μια τεράστια σύνθεση που έδειχνε την τύφλωση του Πολύφημου από τον Οδυσσέα και τους συντρόφους του. Ο Κύκλωπας Πολύφημος είναι ξαπλωμένος στον βράχο, μεθυσμένος από το κρασί που του έδωσε να πιει ο Οδυσσέας, ο οποίος στέκεται δίπλα του με μια κύλικα στο χέρι. Δύο σύντροφοι του Οδυσσέα ετοιμάζονται να βυθίσουν τον πάσσαλο με την πυρωμένη μύτη στο μοναδικό μάτι του Πολύφημου, ενώ ένας τρίτος σύντροφος κρατάει τον ασκό με το κρασί. (2) Στο κέντρο περίπου της σπηλιάς, μέσα σε μια δεξαμενή με νερό, έβλεπε κανείς το πλοίο του Οδυσσέα να περνάει το στενό ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη. Σώζεται η πρύμνη του πλοίου με τον κυβερνήτη που τον αρπάζει από τα μαλλιά η Σκύλλα, ενώ τα κυνόμορφα κεφάλια που βγαίνουν από το σώμα της κατασπαράζουν κάποιους από τους συντρόφους του Οδυσσέα. (3) Αποσπασματικά σώζεται μια σύνθεση που δείχνει ένα επεισόδιο του Τρωικού Πολέμου, την κλοπή του παλλαδίου, του μικρού μεγέθους ιερού αγάλματος της Αθηνάς που βρισκόταν στον ναό της θεάς στην ακρόπολη της Τροίας, από τον Οδυσσέα και τον Διομήδη. Η κλοπή ήταν αναγκαία γιατί όσο το παλλάδιον βρισκόταν στη θέση του κανείς δεν μπορούσε να κυριέψει την Τροία. (4) Τέλος, υπήρχε ένα σύμπλεγμα, γνωστό από πολυάριθμα αντίγραφα, που δείχνει έναν ηλικιωμένο πολεμιστή με κράνος στο κεφάλι να μεταφέρει έναν νεαρό νεκρό. Πρόκειται για ένα επεισόδιο από τον Τρωικό Πόλεμο για το οποίο έχουν προταθεί δύο διαφορετικές ερμηνείες: ο Αίαντας με τον νεκρό Αχιλλέα ή ο Μενέλαος με τον Πάτροκλο.

Το φυσικό πλαίσιο μέσα στο οποίο είναι τοποθετημένα τα γλυπτά της Sperlonga είναι αποκαλυπτικό για την αισθητική της ελληνιστικής εποχής, που επεδίωκε να μετατρέψει το φυσικό τοπίο σε σκηνικό για μυθολογικές σκηνές. Χαρακτηριστική είναι και η δεξιοτεχνία με την οποία είναι δουλεμένα τα γλυπτά, έτσι ώστε να δίνουν την εντύπωση ότι είναι ζωντανές μορφές. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι συνθέσεις δεν είναι πρωτότυπες, αλλά επαναλαμβάνουν, περισσότερο ή λιγότερο πιστά, παλαιότερα πρότυπα. Επομένως τα γλυπτά της Sperlonga, αν και χρονολογούνται στο δεύτερο μισό του 1ου αιώνα π.Χ., είναι σημαντικές μαρτυρίες της αισθητικής της ελληνιστικής εποχής, όπως ακριβώς και ο Λαοκόων.

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ

ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1103a14–1103b25

(ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1103a14–1107a26: Η ἠθική αρετή) Οι ηθικές αρετές αποκτώνται με την επανάληψη των ηθικών πράξεων

Στο Α´ βιβλίο της πραγματείας του περί του ηθικού βίου, ο Αριστοτέλης προσδιόρισε ως ύψιστο αγαθό την εὐδαιμονίαν , που αποκτάται όταν η ψυχή ενεργεί σύμφωνα με τους κανόνες της τέλειας αρετής. Προσπαθώντας, λοιπόν, να μελετήσει το περιεχόμενο και τα είδη της αρετής, κατέληξε στη διάκρισή της σε ἠθικὴν και διανοητικήν. Στην αρχή του Β´ βιβλίου διερευνά το πρώτο είδος.

Διττῆς δὴ τῆς ἀρετῆς οὔσης, τῆς μὲν διανοητικῆς τῆς
(15) δὲ ἠθικῆς, ἡ μὲν διανοητικὴ τὸ πλεῖον ἐκ διδασκαλίας ἔχει
καὶ τὴν γένεσιν καὶ τὴν αὔξησιν, διόπερ ἐμπειρίας δεῖται
καὶ χρόνου, ἡ δ’ ἠθικὴ ἐξ ἔθους περιγίνεται, ὅθεν καὶ τοὔνομα
ἔσχηκε μικρὸν παρεκκλῖνον ἀπὸ τοῦ ἔθους. ἐξ οὗ καὶ δῆλον
ὅτι οὐδεμία τῶν ἠθικῶν ἀρετῶν φύσει ἡμῖν ἐγγίνεται· οὐθὲν
(20) γὰρ τῶν φύσει ὄντων ἄλλως ἐθίζεται, οἷον ὁ λίθος φύσει
κάτω φερόμενος οὐκ ἂν ἐθισθείη ἄνω φέρεσθαι, οὐδ’ ἂν μυ-
ριάκις αὐτὸν ἐθίζῃ τις ἄνω ῥιπτῶν, οὐδὲ τὸ πῦρ κάτω, οὐδ’
ἄλλο οὐδὲν τῶν ἄλλως πεφυκότων ἄλλως ἂν ἐθισθείη. οὔτ’
ἄρα φύσει οὔτε παρὰ φύσιν ἐγγίνονται αἱ ἀρεταί, ἀλλὰ
(25) πεφυκόσι μὲν ἡμῖν δέξασθαι αὐτάς, τελειουμένοις δὲ διὰ τοῦ
ἔθους. ἔτι ὅσα μὲν φύσει ἡμῖν παραγίνεται, τὰς δυνάμεις
τούτων πρότερον κομιζόμεθα, ὕστερον δὲ τὰς ἐνεργείας ἀποδί-
δομεν (ὅπερ ἐπὶ τῶν αἰσθήσεων δῆλον· οὐ γὰρ ἐκ τοῦ πολ-
λάκις ἰδεῖν ἢ πολλάκις ἀκοῦσαι τὰς αἰσθήσεις ἐλάβομεν,
(30) ἀλλ’ ἀνάπαλιν ἔχοντες ἐχρησάμεθα, οὐ χρησάμενοι ἔσχο-
μεν)· τὰς δ’ ἀρετὰς λαμβάνομεν ἐνεργήσαντες πρότερον,
ὥσπερ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων τεχνῶν· ἃ γὰρ δεῖ μαθόντας
ποιεῖν, ταῦτα ποιοῦντες μανθάνομεν, οἷον οἰκοδομοῦντες οἰκο-
δόμοι γίνονται καὶ κιθαρίζοντες κιθαρισταί· οὕτω δὲ καὶ τὰ
[1103b] μὲν δίκαια πράττοντες δίκαιοι γινόμεθα, τὰ δὲ σώφρονα
σώφρονες, τὰ δ’ ἀνδρεῖα ἀνδρεῖοι. μαρτυρεῖ δὲ καὶ τὸ γινό-
μενον ἐν ταῖς πόλεσιν· οἱ γὰρ νομοθέται τοὺς πολίτας ἐθί-
ζοντες ποιοῦσιν ἀγαθούς, καὶ τὸ μὲν βούλημα παντὸς νομο-
(5) θέτου τοῦτ’ ἐστίν, ὅσοι δὲ μὴ εὖ αὐτὸ ποιοῦσιν ἁμαρτάνουσιν,
καὶ διαφέρει τούτῳ πολιτεία πολιτείας ἀγαθὴ φαύλης. ἔτι
ἐκ τῶν αὐτῶν καὶ διὰ τῶν αὐτῶν καὶ γίνεται πᾶσα ἀρετὴ
καὶ φθείρεται, ὁμοίως δὲ καὶ τέχνη· ἐκ γὰρ τοῦ κιθαρίζειν
καὶ οἱ ἀγαθοὶ καὶ κακοὶ γίνονται κιθαρισταί. ἀνάλογον
(10) δὲ καὶ οἰκοδόμοι καὶ οἱ λοιποὶ πάντες· ἐκ μὲν γὰρ τοῦ
εὖ οἰκοδομεῖν ἀγαθοὶ οἰκοδόμοι ἔσονται, ἐκ δὲ τοῦ κακῶς
κακοί. εἰ γὰρ μὴ οὕτως εἶχεν, οὐδὲν ἂν ἔδει τοῦ διδάξοντος,
ἀλλὰ πάντες ἂν ἐγίνοντο ἀγαθοὶ ἢ κακοί. οὕτω δὴ καὶ ἐπὶ
τῶν ἀρετῶν ἔχει· πράττοντες γὰρ τὰ ἐν τοῖς συναλλάγμασι
(15) τοῖς πρὸς τοὺς ἀνθρώπους γινόμεθα οἳ μὲν δίκαιοι οἳ δὲ ἄδι-
κοι, πράττοντες δὲ τὰ ἐν τοῖς δεινοῖς καὶ ἐθιζόμενοι φοβεῖ-
σθαι ἢ θαρρεῖν οἳ μὲν ἀνδρεῖοι οἳ δὲ δειλοί. ὁμοίως δὲ καὶ
τὰ περὶ τὰς ἐπιθυμίας ἔχει καὶ τὰ περὶ τὰς ὀργάς· οἳ μὲν
γὰρ σώφρονες καὶ πρᾶοι γίνονται, οἳ δ’ ἀκόλαστοι καὶ ὀρ-
(20) γίλοι, οἳ μὲν ἐκ τοῦ οὑτωσὶ ἐν αὐτοῖς ἀναστρέφεσθαι, οἳ δὲ
ἐκ τοῦ οὑτωσί. καὶ ἑνὶ δὴ λόγῳ ἐκ τῶν ὁμοίων ἐνεργειῶν αἱ
ἕξεις γίνονται. διὸ δεῖ τὰς ἐνεργείας ποιὰς ἀποδιδόναι·
κατὰ γὰρ τὰς τούτων διαφορὰς ἀκολουθοῦσιν αἱ ἕξεις. οὐ
μικρὸν οὖν διαφέρει τὸ οὕτως ἢ οὕτως εὐθὺς ἐκ νέων ἐθίζεσθαι,
(25) ἀλλὰ πάμπολυ, μᾶλλον δὲ τὸ πᾶν.

***
Εκ των δύο ειδών της αρετής, δηλαδή της διανοητικής και (15) της ηθικής, η μεν διανοητική οφείλει την γένεσιν και την ανάπτυξιν αυτής περισσότερον εις την διδασκαλίαν, και διά τούτο απαιτεί πείραν και καιρόν, η δε ηθική αποκτάται εκ του έθους, και διά τον λόγον αυτόν έλαβε το όνομα, το οποίον ολίγον διαφέρει από το ήθος. Και εκ τούτου γίνεται φανερόν, ότι καμμία εκ των ηθικών αρετών δεν υπάρχει εντός ημών εκ φύσεως. (20) Διότι κανέν εξ εκείνων, τα οποία υπάρχουν εκ φύσεως, δεν ημπορεί να λάβη διαφορετικάς συνηθείας. Λόγου χάριν ο λίθος, που πίπτει προς τα κάτω εκ φύσεως, δεν είναι δυνατόν να συνηθίση να φέρεται προς τα επάνω και αν ακόμη, διά να τον συνηθίση κανείς, τον ρίψη αναριθμήτους φοράς υψηλά. Ούτε το πυρ φέρεται προς τα κάτω, ούτε κανέν εξ όσων έγιναν εκ φύσεως, κατά ένα τρόπον, είναι δυνατόν να συνηθίση διαφορετικά. Επομένως αι αρεταί δεν γεννώνται εντός ημών ούτε εκ φύσεως ούτε παρά φύσιν, αλλά, (25) ναι μεν επλάσθημεν εκ φύσεως επιδεκτικοί δι' αυτάς, πλην όμως τελειοποιούμεθα με την συνήθειαν.

Έπειτα, πρώτον μεν αποκτώμεν τας δυνάμεις όλων εκείνων, τα οποία έχομεν εκ φύσεως, και κατόπιν αποδίδομεν τας ενεργείας των, τούτο δε είναι προφανές εις τα αισθητήρια. Διότι δεν απεκτήσαμεν τας αισθήσεις μας από το να βλέπωμεν και να ακούωμεν συχνά, (30) αλλ' αντιθέτως, τας είχαμεν και εκάμαμεν χρήσιν αυτών και δεν τας απεκτήσαμεν διά της χρησιμοποιήσεώς των. Τας αρετάς όμως τας αποκτώμεν, αφού εργασθώμεν προηγουμένως, καθώς συμβαίνει και διά τας άλλας τέχνας. Διότι, όσα πρέπει να εκτελούμεν, αφού προηγουμένως τα εμάθαμεν, τα μανθάνομεν διά πρακτικής ασκήσεως. Λόγου χάριν οι οικοδόμοι γίνονται με το να οικοδομούν, και οι κιθαρισταί με το να παίζουν κιθάραν. Καθ' όμοιον τρόπον λοιπόν [1103b] γινόμεθα δίκαιοι όσοι ασκούμεν την δικαιοσύνην, και όσοι την σωφροσύνην σώφρονες, και όσοι την ανδρείαν ανδρείοι. Διαπιστώνει δε τούτο και αυτό που συμβαίνει εις τα πολιτείας. Διότι οι νομοθέται κάμνουν τους πολίτας αγαθούς διά της ασκήσεως, εις το σημείον δε τούτο έγκειται η πρόθεσις παντός νομοθέτου∙ (5) όσοι δε δεν πράττουν τούτο καλώς, σφάλλουν, και κατά τούτο διαφέρει μία αγαθή πολιτεία από την μηδαμινήν. Εξ άλλου, αι αυταί αιτίαι και τα αυτά μέσα δημιουργούν και καταστρέφουν κάθε αρετήν, ομοίως δε κάθε τέχνην. Διότι και οι καλοί και οι κακοί κιθαρισταί γίνονται με το να παίζουν κιθάραν, (10) αναλόγως δε και οι οικοδόμοι και όλοι οι άλλοι. Δηλαδή με το να οικοδομούν καλώς τας οικίας γίνονται καλοί οικοδόμοι, εάν όμως τας οικοδομούν κακώς, γίνονται οικοδόμοι κακοί. Διότι, αν δεν είχεν ούτω το πράγμα, δεν θα παρίστατο ανάγκη διδασκάλου, αλλ' όλοι θα ήσαν καλοί ή κακοί.

Το ίδιον λοιπόν συμβαίνει και όσον αφορά τας αρετάς. Δηλαδή με το να κάμνωμεν συναλλαγάς (15) με τους άλλους ανθρώπους, γινόμεθα άλλοι μεν δίκαιοι, άλλοι δε άδικοι, με το να εκτελούμεν δε τα πρέποντα εις δεινάς περιστάσεις και να συνηθίζωμεν να έχωμεν θάρρος ή να φοβούμεθα, γινόμεθα άλλοι μεν ανδρείοι, άλλοι δε δειλοί. Ομοίως δε συμβαίνει και διά τας επιθυμίας και τας ορέξεις. Δηλαδή άλλοι μεν γίνονται σώφρονες και μειλίχιοι, άλλοι δε ακόλαστοι και οξύθυμοι. (20) Διότι εκείνοι μεν συμπεριφέρονται εις τα αυτά πράγματα κατ' εκείνον τον τρόπον, άλλοι δε κατά τούτον. Λοιπόν, εν συντόμω, εξ ομοίων ενεργειών γεννώνται όμοιαι ψυχικαί καταστάσεις. Διά τούτο πρέπει να προσπαθούμεν να εκτελούμεν τας ενεργείας μας κατά τρόπον καθοριζόμενον επακριβώς, διότι αναλόγως της διαφοράς αυτών έρχονται κατόπιν αι ψυχικαί καταστάσεις. Λοιπόν δεν έχει μικράν σημασίαν το να συνηθίζωμεν ευθύς από την νεαράν ηλικίαν μας κατά τούτον ή εκείνον τον τρόπον, (25) αλλά σημαίνει πολύ ή μάλλον το παν.