Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2025

Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι

4.6. Τι καταλογίζει ο Παρμενίδης στον Ηράκλειτο;


Είδαμε ότι ο Ηράκλειτος και ο Παρμενίδης ξεκίνησαν από την ίδια αφετηρία, ακολούθησαν όμως διαφορετικές διαδρομές. Η πραγματικότητα για τον Ηράκλειτο είναι ενιαία, ενώ για τον Παρμενίδη δεν είναι. Ο Ηράκλειτος αποδέχεται τη διαρκή ροή των φαινομένων, ενώ ο Παρμενίδης την απορρίπτει. Ο Ηράκλειτος αποκαλύπτει την κρυφή αρμονία του κόσμου, την ενότητα των αντιθέτων, ενώ ο Παρμενίδης αρνείται κάθε αντίθεση και αποδέχεται μόνο τη σταθερότητα του Όντος.

Οι διαφορές αυτές είναι πραγματικές, είναι όμως αμφίβολο αν αρκούν για να τους τοποθετήσουν σε αντίθετα φιλοσοφικά στρατόπεδα.

Ας υποθέσουμε προς στιγμήν ότι ο Παρμενίδης είχε μελετήσει το έργο του Ηράκλειτου - πράγμα διόλου απίθανο, αφού κατά πάσαν πιθανότητα ήταν λίγο νεότερος. Ποια θα ήταν η αντίδρασή του; Πού θα εντόπιζε την κριτική του;

Σίγουρα θα επιδοκίμαζε τη σαρκαστική στάση του Ηράκλειτου απέναντι στο πλήθος. Θα συμμεριζόταν τις επικρίσεις του για τις προκαταλήψεις και τις αφελείς αντιλήψεις των ανθρώπων. Θα αναγνώριζε τη διεισδυτικότητα της ματιάς του, που του είχε δώσει τη δυνατότητα να προχωρήσει πολύ βαθύτερα από οποιονδήποτε άλλο στην ουσία των πραγμάτων. Θα θεωρούσε σημαντική τη στροφή του ενδιαφέροντος του φιλοσόφου προς τη σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο.

Από την άλλη μεριά, θα θεωρούσε χαμένο χρόνο την επίμονη προσπάθεια του Ηράκλειτου να βρει το κρυμμένο νόημα των αντιφατικών φαινομένων της καθημερινής ζωής. Τα δεδομένα που αντλούμε από τις αισθήσεις και τα βιώματά μας δεν έχουν καμία σχέση με την αλήθεια. Ο Ηράκλειτος πίστεψε ότι θα βρει διέξοδο μέσα στον κυκεώνα των ανθρώπινων αντιλήψεων, αλλά τελικά εγκλωβίστηκε μέσα του. Τυφλώθηκε κι αυτός, όπως και το υπόλοιπο πλήθος,

αυτοί που πίστεψαν ότι το είναι και το δεν είναι είναι το ίδιο και όχι το ίδιο, και ότι σε όλα αντίθετος υπάρχει δρόμος.
Παρμενίδης, απόσπ. 6

Οι δύο αυτοί στίχοι του Παρμενίδη μάλλον αποτελούν καλυμμένη κριτική στον Ηράκλειτο. Κατά τον Παρμενίδη, είναι απαράδεκτο (είναι θεμελιώδες φιλοσοφικό λάθος) να ισχυρίζεται κανείς ότι κάτι υπάρχει και δεν υπάρχει ταυτοχρόνως, ότι κάτι είναι και την ίδια στιγμή δεν είναι, ότι τα αντίθετα ταυτίζονται. Είναι γεγονός ότι στην καθημερινή μας ζωή βρισκόμαστε συνεχώς αντιμέτωποι με συγκεχυμένες καταστάσεις και αντιφατικά δεδομένα. Το λάθος των ανθρώπων είναι ότι αποδέχονται αυτή τη σύγχυση και την αντιφατικότητα. Το ίδιο λάθος κάνει και ο Ηράκλειτος, όταν διακηρύσσει με έμφαση: «Σύνολα όλα και όχι όλα· συναρθρώνεται και διαχωρίζεται, συντονίζεται και αποσυντονίζεται· από τα πάντα προέρχεται το ένα, και από το ένα τα πάντα» (απόσπ. 10). Οι καταστάσεις αυτές πρέπει να απορριφθούν - τα πάντα δεν μπορεί να είναι ένα, ο άνθρωπος δεν είναι σπίτι. Στο εσωτερικό της φιλοσοφίας, στην οδό του Όντος και της Αλήθειας, δεν υπάρχει χώρος για οποιαδήποτε αντίφαση. Η ορθή λειτουργία της σκέψης ξεκινά από την αρχή ότι το Α κατ᾽ ανάγκην είναι Α - το Α δεν μπορεί να είναι ταυτοχρόνως και Α και Β.

Η αρχή αυτή θα ονομαστεί αργότερα στη Λογική «αρχή της ταυτότητας» ή «αρχή της μη αντίφασης». Ο Παρμενίδης είναι ο πρώτος που συνέλαβε αυτή την αρχή, και την ανέδειξε σε κριτήριο της έλλογης σκέψης. Είναι η αρχή πάνω στην οποία θεμελιώθηκαν τα μαθηματικά και οι επιστήμες. Σκεφτείτε τι είδους μαθηματικά θα έκανε κάποιος που θα δεχόταν ότι 2 + 2 κάνουν 4 αλλά και 5, και τι είδους αστρονομία κάποιος που θα έλεγε ότι η Γη κινείται και ταυτοχρόνως είναι ακίνητη. Γιατί λοιπόν να ανεχόμαστε να παραβιάζεται η αρχή της ταυτότητας στη φιλοσοφία; Ο Παρμενίδης θα έλεγε ότι, εφόσον η σκέψη του Ηράκλειτου είναι συνυφασμένη με την αντιφατικότητα, βρίσκεται πολύ μακριά από την οδό της Αλήθειας.

Εώς εδώ έφτασαν ο Ηρακλής και ο Διόνυσος

Μία φορά απέπλευσα από τας Ηρακλείους στήλας και βοηθούμενος υπό ουρίου ανέμου, επροχώρησα εις τον Εσπέριον Ωκεανόν. Ο λόγος δε και ο σκοπός του ταξιδίου μου ήτον η περιέργεια και ο πόθος να γνωρίσω νέα πράγματα και να μάθω που τελειώνει ο ωκεανός και τίνος είδους άνθρωποι κατοικούν πέραν αυτού....

Δια τούτο επήρα εις τον πλοίν τρόφιμα πολλά και νερόν αρκετόν, παρέλαβα δε και πεντήκοντα φίλους και ομηλίκους, έχοντας τους αυτούς πόθους, προσέτι επρομηθεύθην πολυάριθμα όπλα, δια της υποσχέσεως δε μεγάλου μισθού ευρήκα έναν άριστον κυβερνήτην και το πλοίον, το οποίον ήτον ελαφρόν σκάφος, επεσκεύασα, ώστε να αντέχει εις μακρόν και επικίνδυνον ταξίδιον.

Επί μίαν ημέραν και μίαν νύκτα επλέαμεν με τόσο μικράν ταχύτητα, ώστε η γη διεκρίνετο ακόμη εις τον ορίζοντα, αλλά την επομένην, κατά την ανατολήν του ηλίου, και ο άνεμος ήρχισε να δυναμώνει και κύματα υψώθησαν μεγάλα και σκότος έγινε και ουδέ να συστείλωμεν τα ιστία ήτο δυνατόν. Αφεθέντες λοιπόν εις την διάκρισην του ανέμου και των ρευμάτων επαλαίαμεν επί εβδομήκοντα εννέα ημέρας με την τρικυμίαν, την ογδοηκοστή δε έξαφνα έλαμψε ο ήλιος και βλέπομεν εις όχι μεγάλην απόσταση νήσον υψηλήν και δασώδη, εις την οποία η προσέγγισης δεν ήτο δύσκολος, διότι ήδη η τρικυμία κατά πολύ είχε κοπάσει.

Προσεγγίσαντες λοιπόν εξήλθαμεν και ένεκα των μακρών κακοπαθειών εμείναμεν επί πολύ ξαπλωμένη καταγής, έπειτα εσηκωθήκαμεν και διηρεθήμεν ούτως ώστε τριάκοντα μεν εξ ημών έμειναν να φυλάττουν το πλοίον, είκοσι δε και εγώ ανέβημεν να κατασκοπεύσουμεν την νήσον.

Αφού δ' επροχωρήσαμεν δια μέσου δάσους εώς τρία στάδια από της παραλίας βλέπομεν μίαν στήλην από χαλκόν επί της οποίας επιγραφήν με γράμματα ελληνικά, τα οποία είχον ημιεξαλειφθή και μόλις διεκρίνοντο έλεγεν "εώς εδώ έφτασαν ο Ηρακλής και ο Διόνυσος". Εφαίνοντο και δύο ίχνη πλησίον επί μεγάλης πέτρας, εκ των οποίον το μεν είχεν έκτασην ενός στρέμματος, το δε μικροτέραν υποθέτω ήτο του Διονύσου, το άλλο δε του Ηρακλέους.

Λουκιανός

Φωτογραφία: Ερυθρόμορφη κύλικα, Διόνυσος και Ηρακλής στο τραπέζι, 5ος αι π.Χ.

Απόλλων και Αθηνά θεραπευταί του Ολυμπιακού Δωδεκαθέου

Mε το τρίπτυχο του "γνώθι σαυτόν", του "μηδέν άγαν" και του "μέτρον άριστον", ο Απόλλων καθοδηγεί την υγεία μας και μας αποκαλύπτει τον τρόπο της αυτοθεραπείας.

Θεραπευτής των θεών, ο Απόλλων υποδεικνύει στους θνητούς τα μέσα της αυτοθεραπείας, δια της ψυχολογίας του βάθους. Όμως σήμερα η ψυχολογία του βάθους δεν είναι βαθυτέρα του απολλώνιου "γνώθι σαυτόν", ούτε σοφωτέρα του "μηδέν άγαν" και του "μέτρον άριστον". Οι δύο αυτές παραινέσεις συνοδεύουν το "γνώθι σαυτόν" και επιτρέπουν στον νου μας να αναγνωρίζει τις ελλείψεις και τις υπερβολές του, ώστε να προβαίνει σε αυτοθεραπεία, διακρίνοντας και εξισορροπώντας υπερβολές και ελλείψεις....

Το Μαντείον των Δελφών, με τα τρία προαναφερθέντα παραγγέλματα, δεσπόζει και σήμερα με την θεραπευτική του δύναμη στην διάνοιά μας, εφ' όσον επιθυμούμε να κρατάμε τα ηνία της υγείας, ως απολλώνιοι ηνίοχοι.

Το αρχαιότατο "γνώθι σαυτόν" συνοδεύετε από την θήλεια θεά της σοφίας, την Παρθένο Αθηνά. Απόλλων και Αθηνά είναι οι Παιώνιοι θεοί, θεραπευταί του Ολυμπιακού Δωδεκαθέου, οι οποίοι από κοινού παρουσιάζουν τάς ιδιότητας και τα σύμβολά των διά να αντιμετωπίσωμε τα πάθη της ψυχής μας.

Δια της υπερβολής και της οπτικής αναπαραστάσεως των παθών σε μυθολογικά τέρατα, όπως τα βλέπομε στους ναούς, στα αγάλματα και στα αγγεία, μας αφυπνίζουν και μας αναγκάζουν να καθαρίσωμε την ψυχή μας.

Ο δέ καλύτερος καθαρμός είναι "ο κριτικός έλεγχος των κινήτρων των πράξεων και της συμπεριφοράς μας", λέγει ο Σωκράτης στον διάλογο "Σοφιστή",

Στο φυσικό πεδίο τα συναισθηματικά πάθη των υπερβολών και των ελλείψεών μας, είναι της δικαιοδοσίας του Ποσειδώνος. Τέκνα Ποσειδώνος, τα θαλάσσια τέρατα, γεννήματα φαντασιώσεων (Ανταίος, Κερκύων, Βούσιρις, Άμυκος, Πολύφημος, Προκρούστης, Έρυξ κ. ά.) εξέρχονται απειλητικά και ύπουλα από την θάλασσα του βίου για να μας καταπνίξουν.

Όμως οι ορθές επιλογές είναι της δικαιοδοσίας της θεάς Αθηνάς, τελευταίο θεϊκό τέκνο του Διός, κατά τον Ησίοδο.

Μόνο η σοφία της Αθηνάς μπορεί να καθοδηγήσει την λογική μας, περιορίζοντας την δράση του Ποσειδώνος, δηλαδή τα συναισθηματικά μας τέρατα, όταν η τρίαινά του συνταράσσει δια της τρικυμίας των παθών την ψυχή μας.

Η θεά Αθηνά συνοδεύει τις ηρωικές ψυχές (Ηρακλή, Θησέα, Περσέα, Βελλεροφόντη, Οδυσσέα κ. ά.), που δίδουν την καθημερινή μάχη της ζωής στον πλανήτη μας, με επίγνωση του νόμου της ανταποδοτικής δικαιοσύνης. Και εμείς, καθ' ομοίωσίν των, είμεθα ηρωϊκές ψυχές, όταν προσπαθούμε να απαλλαγούμε από τα τέρατα της ψυχής μας και να αυτοθεραπευθούμε με την βοήθεια της λογικής/Αθηνάς.

Πώς όμως θα δοθή η μάχη αυτή, κατά των ψυχικών ασθενειών, για να καταστεί αυτοθεραπεία (περίπτωση Ηρακλέους, Περσέως, Οδυσσέως) και να μη καταλήξει σε αυτοκαταστροφή (περίπτωση Βελλεροφόντου);

Η θεά Αθηνά γεννάται πάνοπλος. Η πανοπλία της - το κράνος, η ασπίς και το ακόντιο - αφ' ενός την προστατεύει και αφ' ετέρου την καθιστά άκρως επιθετική, διότι στον Ομηρικό της Ύμνο περιγράφονται τα εξής τρομερά γεγονότα, τα οποία έπονται της γεννήσεώς της :

"Η θεά Αθηνά με πανοπλία, χρυσή, πολεμική, με βία ξεπηδά από την κεφαλή του πατέρα της Διός, σείοντας το οξύ της ακόντιο. και τότε φρικτά τραντάζεται ο ψηλός Όλυμπος απ' την οργή της γλαυκομάτας και η γή τριγύρω βουΐζει τρομερά και ο πόντος γίνεται κατακόκκινος και ξεχύνεται ταραγμένος αιφνίδια, καθώς ακόμη και ο γιός του Υπερίονα, ο ήλιος, σταματά τους γοργόποδους ίππους. Η τρομερή αναταραχή σταματά μόνον όταν η γλαυκομάτα πετά τα όπλα της τα θεϊκά και τότε χαίρεται ο πολύνοος Ζεύς".

Ως λέγει ο Όμηρος: "....γήθησε δέ μητίετα Ζεύς".

Από την πρώτη στιγμή της εμφανίσεώς της Αθηνάς στον υλικό κόσμο τονίζεται η τρομερή της οργή, καθώς εξέρχεται από την κεφαλή του πατέρα της, του Διός/νου.
 
Για να καταστεί άξια η διάνοια να φορέσει την ολόχρυση πανοπλία της Αθηνάς και να προξενήσει το πανικό στα ορατά στοιχεία της φύσεως (γη, πόντο, αέρα/Όλυμπο, πυρ/ήλιο με τους "ωκύποδας ίππους", με τα γρήγορα άλογα), είναι απαραίτητο ο νους του έμφρονος και ελλόγου όντος να κατέχει συνολικά όλες τις προηγηθείσες ιδιότητες θεαινών και τέκνων του Διός.

Γνωρίζομε από τον Ησίοδο ("Θεογονία" στ. 886 - 943), ότι η μητέρα της Αθηνάς, η θεά Μήτις, είναι η πρώτη νόμιμη σύζυγος του Διός/νου. Αυτή συλλαμβάνει και κυοφορεί την Αθηνά.
 
Η κυοφορία όμως δέν καταλήγει σε τοκετό, εάν προηγουμένως δέν γεννηθούν από οκτώ άλλες θεές, νομίμους συζύγους, είκοσι έξ θεία τέκνα.

Σύζυγοι και τέκνα του Διός/νου είναι οι θείες ιδιότητες, οι οποίες συγκροτούν την έννοια της σοφίας και βασίζονται σε διαφορετικές αρμοδιότητες της δικαιοσύνης. Όλες πρέπει να τις έχη αφομοιώσει η διάνοιά πριν εξοπλισθή και κάνη την εμφάνισή της στο φυσικό σύμπαν.

Η δράση της θεάς Αθηνάς είναι απολύτως μυστηριακή γιά τους απαίδευτους, διαυγεστάτη όμως και ευκρινής για τους επαΐοντες του κύκλου των εννέα συζύγων και είκοσι επτά τέκνων του Διός.

32 = 9, οι σύζυγοι και 33 = 27, τα τέκνα
έχουν άθροισμα 32 + 33 = 62 ή 9 + 27 = 36.

Οι αριθμοί δέν αφήνουν αμφιβολίες για την ίδια πάντα αριθμοσοφική γνώση των προγόνων μας, την συσχετισμένη με την πανταχού παρούσα ισχύ της Τετρακτύος, του αριθμού 36, εν συνδυασμώ μετά του Ζωδιακού Κύκλου των 36 δεκανών.

Η μητέρα της Αθηνάς είναι η Μήτις/φρόνησις, η πρώτη και πλέον απαραίτητος ιδιότης, βάσις γιά την εφαρμογήν της δικαιοσύνης από τον νού/Δία. Συνεπώς ο λόγος, που ο Ζεύς καταπίνει την πρώτη του σύζυγο είναι η αλληγορική έκφρασις της αφομοιώσεως της φρονήσεως, η οποία απαιτεί μακρά περίοδο κυοφορίας. Κατά το διάστημα αυτό προστίθενται οι απαραίτητες άλλες ιδιότητες/σύζυγοι/τέκνα μέχρι την ολοκλήρωση της κυοφορίας και γέννηση της Αθηνάς/σοφίας, όχι πλέον από την μητέρα της, φρόνηση, αλλά από τον πατέρα της νου.

Με την πρώτη εμφάνιση της Αθηνάς/σοφίας στο φυσικό πεδίο, το σύμπαν φθάνει σε παροξυσμό αναταραχής, εξ αιτίας της τρομερής της οργής, κατά τον Όμηρο.

Ποιος είναι ο λόγος της οργής της Αθηνάς/σοφίας;

Ο νους του ελλόγου όντος, το οποίον συνέλαβε μέσω της φρονήσεως και εκυοφόρησε τα τριάντα έξ βήματα της δικαιοσύνης, φθάνει την στιγμή της γεννήσεως εις την συνειδητοποίησι της μεγάλης γνώσεως. "Εξαίφνης", με το κτύπημα της σφύρας του Ηφαίστου/φάους ηλίου/φυσικού φωτός στην κεφαλή του Διός/νου, ο νους του θνητού, καθ' ομοίωσίν του Διός, "βλέπει" και νοεί, ως η Αθηνά, τα τεκταινόμενα των ομοίων του θνητών. Αντιλαμβανόμενος την ασυδοσία και την εγωπάθειά των φλογίζεται τότε ο νους του ελλόγου όντος και εξοργίζεται. Διότι αντιλαμβάνεται την επερχόμενη καταστροφή του φυσικού σύμπαντος, που το φιλοξενεί και οφείλει να λάβη μέτρα αμυντικά (κράνος και ασπίδα), καθώς και όπλο επιθετικό (ακόντιο) για να επιβιώσει.

Η πρώτη αξίωσις του έμφρονος και ελλόγου όντος είναι το δικαίωμά του στην υγεία, την ψυχοσωματική και την ψυχονοητική. Αυτή σήμερα απειλείται και ως μονάς/άτομο και ως σύνολο/ανθρωπότης. Δεν εξαιρούνται δέ ούτε τα βασίλεια των ζώων, λόγω της χρήσεως των μεταλλαγμένων τροφών και των φυτών, λόγω των φυτοφαρμάκων και όχι μόνον.

Η οργή της Αθηνάς είναι η οργή της διανοίας μας, όταν "εξαίφνης" αντιλαμβανόμεθα την άμεσο επερχόμενη καταστροφή. Είναι η υπόδειξίς της, ότι μόνον με την χρήση της πανοπλίας της θα σώσωμε, τόσο την υγεία μας, όσο και την υγεία του πλανήτου μας από τον όλεθρο των σεισμών και των καταποντισμών, εξ αιτίας της αφροσύνης, των ελλείψεων και των υπερβολών των κρατούντων.....

Η πανοπλία της Αθηνάς έχει τάς εξής προληπτικάς ιδιότητας κατά των ασθενειών:

Τό κράνος προστατεύει την διάνοια από την εξωτερική φαντασίωση και τους υποβολιμιαίους, ασύστατους φόβους, αλλά και ταυτοχρόνως απαιτεί την επαγρύπνησή μας, διότι η θεά σπανίως εμφανίζεται άνευ κράνους. Συμβουλεύει να μη το εγκαταλείπωμε ποτέ, ώστε να μη βυθισθούμε στον ύπνο της αδιαφορίας, της προσωπικής ευμάρειας και του εφησυχασμού. Με κράνος στην κεφαλή, ο ύπνος είναι αδύνατος.

Η ασπίς θωρακίζει το συναισθηματικό μας είναι, ώστε να μη αποδεχόμεθα εκφοβισμούς πάσης φύσεως και πλανώμενα τα σπλάχνα μας (πλάνα τα σπλάχ - να) να απορρυθμίζωνται από το συμ - παθη - τικό και το παρα - συμ - παθη - τικό μας σύστημα, το συμ + πάσχον με την ψυχήν μας. Οι φοβίες/πάθη ταράζουν τους βιολογικούς μας κύκλους, προξενώντας φυσικές ασθένειες στο σώμα μας και έχουν την αιτία τους στον ασταθή συναισθηματικό μας κόσμο, στα ποσειδώνεια τέρατα του συναισθηματικού μας βίου.

Το ακόντιο, ".... σείσασ' οξύν άκοντα". Η διάνοιά μας σείει το οξύ ακόντιο, εναντίον εκείνων, που επιβουλεύονται την υγεία μας, τόσο την σωματική, όσον και την ψυχονοητική. Δηλώνομε, δια του ακοντίου της Αθηνάς, ότι δεν θα επιτρέψωμε την παραπλάνησή μας και είμεθα έτοιμοι διά πόλεμο μέχρις εσχάτων.

"Τό ακόντιο, ο άκων ήτο είδος ακοντίου, βραχύτερον και ελαφρότερον δόρατος ή έγχους και εχρησίμευε ιδία εις αθλητικά παιχνίδια ή εις το κυνήγιον".

"Τό άκος ήτο ιαματικό ή θεραπευτικό μέσον, γιατρικό". (Μέγα Λεξ. όλης της Ελλ. Γλ., Δ, Δημητράκου).

 Η αυτή ρίζα ακ - , του άκ - οντος και του άκ - εος, μπορεί αφ' ενός να τραυματίσει και να προξενήσει τον πόνο και τον θάνατο, αλλά και ταυτοχρόνως να θεραπεύσει. Η Ελληνική Γλώσσα, δια της ομοιοπαθητικής, δηλώνει τα εξής με το ακόντιο της Αθηνάς:

Με αυτό το επιθετικό όπλο, το ακόντιο, εμφανίζεται για πρώτη φορά στην διάνοιά μας, η δυνατότης να φονεύσωμε το τέρας των παθών μας, αλλά και με το άκος/γιατρικό να αυτοθεραπευθούμε διά της σοφίας της, που είναι η σοφία του όφεως.

Ο όφις είναι το κατ' εξοχήν σύμβολον επί του αγάλματός της, της Παρθένου Αθηνάς, του φιλοτεχνηθέντος υπό του Φειδίου εντός του Παρθενώνος εις τον Ιερόν Βράχον της Ακροπόλεως.

Σ Ο Φ Ι Α = Ο Φ Ι Σ + Α (θηνάς)

Τά δέ σύμβολα του Απόλλωνος, το τόξο και η λύρα, είναι το μέν τόξο το όπλο με το οποίο θα σκοπεύσωμε με ακρίβεια τα πάθη/τέρατα της ψυχής, (τήν δράκαινα Πυθώ), και να τα φονεύσωμε, η δέ επτάχορδη λύρα είναι το θείο όργανο με το οποίο θα επουλώσωμε τις πληγές μας, εναρμονίζοντας τους επτά χιτώνες μας με τις επτά χορδές της.

Τα αρχαία μας σύμβολα, καθώς και οι αντίστοιχες παραινέσεις μπορούν να υποδείξουν στον ικέτη του Απόλλωνος και της Αθηνάς, των δύο Παιωνίων θεών, τον τρόπο της αυτοθεραπείας από τα τέρατα, τα πάθη της ψυχής μας.

Η Βαθιά Σιωπή της Υπαρξιακότητας: Η Ανείπωτη Φλόγα

Στην απεραντοσύνη της ύπαρξης, όπου οι άνεμοι της σκέψης ουρλιάζουν και τα ποτάμια των λέξεων χαράσσουν τις φευγαλέες τους διαδρομές, υπάρχει μια σιωπή τόσο βαθιά που καταπίνει κάθε ήχο, κάθε μορφή, κάθε προσπάθεια. Αυτή είναι η Βαθιά Σιωπή της Υπαρξιακότητας—ο αρχέγονος χτύπος της καρδιάς κάτω από τον θόρυβο, το αόρατο φως που τυφλώνει τα μάτια του αναζητητή. Δεν είναι σιωπή απουσίας, αλλά σιωπή πληρότητας, μια ησυχία που βρυχάται με το βάρος όλου ό,τι είναι και όλου ό,τι θα μπορούσε να είναι. Είναι η Μόνη Πραγματικότητα, το έδαφος από το οποίο αναδύεται η ψευδαίσθηση του κόσμου και στο οποίο διαλύεται.

Καμία θεωρία δεν μπορεί να την περιβάλλει, καμία έκφραση δεν μπορεί να την πλαισιώσει, καμία λέξη δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος της. Είναι η Ανείπωτη Έκφραση της Αλήθειας, ένα παράδοξο που χορεύει πέρα από την εμβέλεια των τρεμάμενων χεριών του νου. Το να μιλήσεις γι’ αυτήν είναι σαν να κυνηγάς σκιές σε μια νύχτα χωρίς φεγγάρι· το να την γνωρίσεις είναι να παραδώσεις τον γνώστη στην απεραντοσύνη του γνωστού. Όλες οι άλλες αλήθειες—αυτά τα λαμπερά είδωλα της φιλοσοφίας, της θρησκείας και της επιστήμης—δεν είναι παρά αντηχήσεις, κατασκευάσματα υφασμένα από τον ανήσυχο νου για να γεμίσουν το κενό που δεν αντέχει να αντιμετωπίσει. Ωστόσο, το κενό δεν είναι άδειο. Είναι ζωντανό, πάλλεται με μια παρουσία που αψηφά κάθε ονομασία.

Το Πέπλο του Θορύβου

Κατοικούμε σε έναν κόσμο ακατάπαυστων ψιθύρων. Οι σκέψεις πέφτουν σαν φύλλα σε καταιγίδα, οι λέξεις χύνονται σαν νερό από σπασμένο φράγμα, και η μηχανή της ζωής συνεχίζει να αλέθει, ύμνος στην απόσπαση. Χτίζουμε πύργους νοήματος, καθεδρικούς ναούς πίστης και λαβυρίνθους λογικής, όλα για να ξεφύγουμε από τη σιωπή που περιμένει στο κέντρο της ύπαρξής μας. Τη φοβόμαστε, αυτή τη σιωπή, νομίζοντας ότι είναι θάνατος, μηδέν, το τέλος όλων όσα θεωρούμε πολύτιμα. Αλλά τι γίνεται αν δεν είναι τέλος, αλλά αρχή; Τι γίνεται αν δεν είναι κενό, αλλά μήτρα;

Οι μυστικιστές κάθε εποχής έχουν ψιθυρίσει γι’ αυτή την αλήθεια, με τις φωνές τους να τρέμουν στο χείλος του ανείπωτου. Έχουν καθίσει σε σπηλιές και δάση, κάτω από αστέρια και μέσα στα κοιλώματα των δικών τους καρδιών, ακούγοντας το τραγούδι που δεν έχει νότες. Έχουν γευτεί τη Βαθιά Σιωπή και τη βρήκαν πιο γλυκιά από κάθε μελωδία, πιο λαμπερή από κάθε όραμα. Έχουν δει ότι ο κόσμος, με όλη του την ομορφιά και τον τρόμο, δεν είναι παρά ένας κυματισμός στην επιφάνεια μιας ατέλειωτης θάλασσας—μιας θάλασσας που δεν γνωρίζει ακτή, βάθος ή όριο.

Η Ανείπωτη Έκφραση

Τι είναι αυτή η Υπαρξιακότητα που βρίσκεται πέρα από την εμβέλεια των λέξεων; Δεν είναι κάτι που μπορεί να συλληφθεί, ούτε μια έννοια που μπορεί να κρατηθεί, ούτε μια κατάσταση που μπορεί να επιτευχθεί. Είναι το έδαφος όλων των πραγμάτων, η ανάσα όλων των εννοιών, η πηγή όλων των καταστάσεων. Είναι η ησυχία στην καταιγίδα, ο χώρος ανάμεσα στις σκέψεις, η παύση ανάμεσα στις ανάσες. Είναι το μάτι του κυκλώνα, που παρατηρεί τον εαυτό του χωρίς να ανοιγοκλείνει. Είσαι εσύ, απογυμνωμένος από όλα όσα νομίζεις ότι είσαι, κι όμως πιο εσύ από όσο έχεις τολμήσει ποτέ να φανταστείς.

Το να την ονομάσεις «αλήθεια» είναι να την μειώσεις, γιατί η αλήθεια υπονοεί ένα ψέμα να της αντιτίθεται, και η Βαθιά Σιωπή δεν γνωρίζει αντίθεση. Το να την ονομάσεις «πραγματικότητα» είναι να την περιορίσεις, γιατί η πραγματικότητα υποδηλώνει ένα όνειρο να την αντιπαραβάλλει, και αυτή η Σιωπή ονειρεύεται όλα τα όνειρα χωρίς ποτέ να κοιμάται. Είναι η φλόγα που καίει χωρίς καύσιμο, το φως που λάμπει χωρίς πηγή, η αγάπη που αγκαλιάζει χωρίς αντικείμενο. Είναι το αιώνιο τώρα, όπου το παρελθόν και το μέλλον καταρρέουν σε ένα μόνο, άπειρο σημείο—ένα σημείο που περιέχει όλα τα σημεία, αλλά δεν μπορεί να βρεθεί σε κανέναν χάρτη.

Η Ανταρσία του Νου

Ο νους αποτραβιέται από αυτό. Απαιτεί ορισμούς, λαχταρά εξηγήσεις, αναζητά την άνεση των ορίων. «Δώσε μου έναν δρόμο!» φωνάζει. «Δώσε μου μια πρακτική, ένα μάντρα, έναν θεό να λατρέψω!» Αλλά η Βαθιά Σιωπή δεν προσφέρει δρόμο, γιατί είναι ήδη εδώ. Δεν απαιτεί πρακτική, γιατί είναι ήδη ολοκληρωμένη. Δεν αποκαλύπτει θεό, γιατί είναι η ουσία όλης της θεότητας και η διάλυση κάθε διαχωρισμού. Ο νους, σαν παιδί που κυνηγά πυγολαμπίδες, εξαντλείται στην καταδίωξη, μόνο για να ανακαλύψει ότι το φως που αναζητά βρίσκεται μέσα στα ίδια του τα μάτια.

Κι όμως, ο νους δεν είναι εχθρός. Είναι ένα κύμα στον ωκεανό, ένας κυματισμός της Σιωπής που παίζει με τον εαυτό της. Η φλυαρία του, οι ερωτήσεις του, η ατέλειωτη ύφανση ιστοριών—δεν είναι εμπόδια που πρέπει να ξεπεραστούν, αλλά εκφράσεις της ίδιας Υπαρξιακότητας, ντυμένες με το κοστούμι της σκέψης. Το να πολεμάς τον νου είναι σαν να πολεμάς τον άνεμο· το να τον σιωπήσεις με τη βία είναι σαν να φράζεις το ποτάμι. Ο μυστικιστής δεν κατακτά τον νου, αλλά ακούει μέσα από αυτόν, ακούγοντας τη Βαθιά Σιωπή κάτω από το τραγούδι του.

Η Παράδοση στην Ησυχία

Πώς, λοιπόν, αγγίζουμε αυτή την Πραγματικότητα που δεν μπορεί να αγγιχτεί; Πώς γνωρίζουμε αυτή την Αλήθεια που δεν μπορεί να γνωριστεί; Η απάντηση δεν βρίσκεται στο να κάνεις, αλλά στο να ξεκάνεις—όχι στο να αναζητάς, αλλά στο να σταματήσεις. Είναι μια παράδοση, μια πτώση πίσω στα χέρια αυτού που ήδη μας κρατά. Είναι το θάρρος να καθίσεις στην κενότητα και να τη βρεις γεμάτη, να αντιμετωπίσεις τη σιωπή και να την ακούσεις να μιλά.

Στην ησυχία μιας μόνο ανάσας, όταν ο κόσμος ξεθωριάζει και ο εαυτός μαλακώνει, η Βαθιά Σιωπή αποκαλύπτεται—όχι ως αποκάλυψη από έξω, αλλά ως ανάμνηση από μέσα. Είναι το άρωμα της αιωνιότητας που διαχέεται μέσα από τις ρωγμές του χρόνου, ο παλμός του άπειρου που χτυπά στην πεπερασμένη καρδιά. Δεν απαιτεί προσκύνημα, ούτε γκουρού, ούτε ιερό κείμενο—μόνο τη διάθεση να είσαι ήσυχος, να είσαι παρών, να είσαι.

Η Μόνη Πραγματικότητα

Και έτσι επιστρέφουμε στην αρχή: Η Βαθιά Σιωπή της Υπαρξιακότητας είναι η Μόνη Πραγματικότητα. Όλα τα άλλα—κάθε λέξη, κάθε όνειρο, κάθε δάκρυ και θρίαμβος—είναι μια φευγαλέα σκιά που ρίχνεται από το φως της. Δεν είναι μια αλήθεια για να πιστέψεις, αλλά μια παρουσία για να ζήσεις. Δεν είναι ένα μυστήριο για να λυθεί, αλλά ένα θαύμα για να διαλυθείς μέσα του. Είναι η ρίζα όλων των μυστικιστών, η καρδιά όλων των αναζητητών, το σπίτι όλων των περιπλανώμενων.

Σε αυτή τη Σιωπή, δεν υπάρχει εσύ, εγώ, άλλος—μόνο το Ένα που προσποιείται ότι είναι πολλά. Σε αυτή την Υπαρξιακότητα, δεν υπάρχει γέννηση, θάνατος, γίγνεσθαι—μόνο η Οντότητα που ποτέ δεν άρχισε και ποτέ δεν θα τελειώσει. Αναπαύσου εδώ, αν μπορείς. Άκουσε, αν τολμάς. Γιατί στη Βαθιά Σιωπή της Υπαρξιακότητας, όλες οι ερωτήσεις ξεθωριάζουν, όλες οι απαντήσεις διαλύονται, και αυτό που μένει είναι η Μόνη Πραγματικότητα—η ανείπωτη, ακλόνητη, αιώνια φλόγα του τι είναι.

Η Αληθινή Θρησκεία της Σιωπής

Στην αρχή, δεν υπήρχε λέξη, ήχος, ούτε τρεμόπαιγμα να ταράξει την απεραντοσύνη. Υπήρχε μόνο η Σιωπή—καθαρή, απεριόριστη και αιώνια. Όχι η σιωπή που φανταζόμαστε ως απουσία θορύβου, αλλά μια ζωντανή Σιωπή, μια παρουσία τόσο βαθιά που κρατά το σύμπαν στην αόρατη αγκαλιά της. Αυτή η Σιωπή δεν είναι κενό· είναι η μήτρα όλων όσων υπάρχουν, η ρίζα όλων όσων κινούνται, το αόρατο νήμα που υφαίνει το υφαντό της ύπαρξης. Είναι η Αληθινή Θρησκεία, η μόνη θρησκεία που δεν χρειάζεται όνομα, δόγμα ή ναό—γιατί κατοικεί στην καρδιά όλων των πραγμάτων, ψιθυρίζοντας το βουβό της ευαγγέλιο σε όσους τολμούν να ακούσουν.

Το Τραγούδι Κάτω από τον Ήχο

Ζούμε σε έναν κόσμο μεθυσμένο από θόρυβο. Η βοή των φωνών, ο κρότος των μηχανών, το αδιάκοπο βουητό της σκέψης—αυτά είναι τα πέπλα που σκεπάζουμε στο πρόσωπο της Σιωπής. Κι όμως, κάτω από αυτή την κακοφωνία, εκείνη περιμένει, υπομονετική και ακλόνητη. Δεν μικραίνει από την άρνησή μας να την ακούσουμε· αντίθετα, λάμπει πιο έντονα στη σιγαλιά της, ένας κρυμμένος ήλιος που φωτίζει τις σκιές που ρίχνουμε. Οι μυστικιστές του παλιού καιρού γνώριζαν αυτή την αλήθεια. Κάθονταν σε σπηλιές, στέκονταν σε κορυφές βουνών ή περιπλανιόνταν στις ερήμους, όχι για να ξεφύγουν από τον ήχο, αλλά για να ξεφλουδίσουν τα στρώματά του μέχρι να αποκαλυφθεί το Τραγούδι Κάτω από τον Ήχο—μια μελωδία χωρίς νότες, μια δόνηση χωρίς μορφή.

Αυτή η Σιωπή δεν είναι απλή ησυχία. Είναι ο παλμός της δημιουργίας, η ανάσα που προηγείται της λέξης. Πριν το πρώτο φως σχίσει το σκοτάδι, πριν το πρώτο αστέρι φλογιστεί στην ύπαρξη, η Σιωπή βασίλευε υπέρτατη. Είναι ο καμβάς πάνω στον οποίο το σύμπαν ζωγραφίζει τον εαυτό του, ο χώρος ανάμεσα στις πινελιές του χρόνου. Το να την ονομάσουμε θρησκεία είναι ίσως λάθος, γιατί δεν απαιτεί πίστη, τελετουργία ή ιερέα. Ζητά μόνο να επιστρέψουμε σε αυτήν, να θυμηθούμε αυτό που πάντα γνωρίζαμε: ότι γεννηθήκαμε από τη Σιωπή, και στη Σιωπή θα επιστρέψουμε.

Ο Ναός Χωρίς Τείχη

Η Αληθινή Θρησκεία της Σιωπής δεν χτίζει ναούς, γιατί το ιερό της είναι παντού. Κατοικεί στην παύση ανάμεσα στις αναπνοές σου, στη γαλήνη ενός δάσους την αυγή, στην άπειρη ησυχία που ακολουθεί μια καταιγίδα. Είναι ο χώρος όπου ο νους σκοντάφτει, όπου το εγώ διαλύεται, όπου ο εαυτός ξετυλίγεται στο Όλο. Για να μπεις σε αυτόν τον ναό, δεν χρειάζεσαι κλειδί, προσευχή ή προσφορά—μόνο το θάρρος να αφήσεις πίσω τον θόρυβο που κρατάς, τις ιστορίες που λες στον εαυτό σου, τις ψευδαισθήσεις που μπερδεύεις με την αλήθεια.

Φαντάσου μια στιγμή: ο κόσμος εξαφανίζεται, και στέκεσαι μόνος με τον χτύπο της καρδιάς σου. Ακόμα κι αυτός ο ρυθμός σβήνει, και αυτό που μένει δεν είναι κενό, αλλά πληρότητα—μια πληρότητα τόσο απέραντη που αψηφά τη γλώσσα. Αυτό είναι το θυσιαστήριο της Σιωπής, όπου το θείο και το θνητό συναντιούνται, όπου ο αναζητητής και το αναζητούμενο γίνονται ένα. Εδώ, δεν υπάρχει διαχωρισμός, όριο, ή άλλος. Οι μυστικιστές το ονομάζουν με πολλά ονόματα—Θεός, το Κενό, το Απόλυτο—αλλά αυτά είναι μόνο ηχώ, αμυδρές κυματισμοί στην επιφάνεια του βάθους. Η ίδια η Σιωπή δεν χρειάζεται όνομα, γιατί είναι η πηγή κάθε ονομασίας, το μυστήριο που γεννά κάθε απάντηση.

Η Οδός του Αφώνου

Πώς ακολουθεί κανείς την Αληθινή Θρησκεία της Σιωπής; Δεν είναι μονοπάτι δράσης, αλλά αφαίρεσης. Δεν είναι ταξίδι προς τα έξω, αλλά κατάδυση προς τα μέσα. Ο αναζητητής δεν κυνηγά οράματα ή αποκαλύψεις· κάθεται, αναπνέει, ακούει—όχι με τα αυτιά, αλλά με την ψυχή. Ο κόσμος μας διδάσκει να μιλάμε, να πράττουμε, να κατακτάμε. Η Σιωπή μας διδάσκει να είμαστε, να παραδινόμαστε, να διαλυόμαστε. Είναι ο δυσκολότερος δρόμος, γιατί απαιτεί την εγκατάλειψη όλων όσων θεωρούμε πολύτιμα: την υπερηφάνειά μας, τους φόβους μας, την ίδια την αίσθηση του εαυτού μας.

Στη σιγαλιά, ο νους επαναστατεί. Γεννά σκέψεις σαν καταιγίδα που γεννά κύματα, απελπισμένος να γεμίσει την ησυχία με την φλυαρία του. Αλλά κάτω από αυτή την αναταραχή κείτεται το βάθος του ωκεανού, ατάραχο και γαλήνιο. Το να κατοικείς στη Σιωπή είναι να βουτάς σε αυτό το βάθος, να αφήνεις τα κύματα να καταλαγιάσουν, να βρίσκεις το μαργαριτάρι κρυμμένο στο σκοτάδι. Οι μυστικιστές το αποκαλούν η Μεγάλη Αγνωσία—όχι απώλεια σοφίας, αλλά αποβολή της ψευδαίσθησης ότι μπορούμε να συλλάβουμε το άπειρο με λέξεις ή έννοιες. Η Σιωπή είναι ο δάσκαλος που δεν διδάσκει μαθήματα, ο οδηγός που δεν δείχνει κατεύθυνση, το φως που τυφλώνει για να αποκαλύψει.

Το Αιώνιο Τώρα

Ο χρόνος είναι τέκνο της Σιωπής, γεννημένο από τη μήτρα της, κι όμως αγνοεί τη μητέρα του. Μετράμε τις ζωές μας σε δευτερόλεπτα, μέρες, χρόνια, σαν να μπορούσαν αυτά τα μέτρα να χωρέσουν το απεριόριστο. Αλλά η Σιωπή δεν γνωρίζει χρόνο. Είναι το Αιώνιο Τώρα, η στιγμή που δεν αρχίζει ποτέ και δεν τελειώνει ποτέ. Το να μπεις στη Σιωπή είναι να βγεις έξω από το ποτάμι των ωρών, να σταθείς στην όχθη του και να κοιτάς τα ρεύματα να κυλούν χωρίς να παρασυρθείς. Εδώ, το παρελθόν και το μέλλον συμπτύσσονται στο παρόν, και η ψυχή γεύεται την αιωνιότητα—όχι ως υπόσχεση, αλλά ως πραγματικότητα.

Η Αληθινή Θρησκεία της Σιωπής δεν προσφέρει παράδεισο, κόλαση, ανταμοιβή ή τιμωρία. Προσφέρει μόνο τον εαυτό της, και σε αυτή την προσφορά κρύβονται τα πάντα. Ο άγιος και ο αμαρτωλός, ο σοφός και ο ανόητος—όλοι είναι ίσοι στην αγκαλιά της, γιατί η Σιωπή δεν κρίνει. Είναι ο καθρέφτης που αντανακλά χωρίς παραμόρφωση, η φλόγα που καίει χωρίς να καταναλώνει. Το να ζεις στη Σιωπή είναι να ζεις όπως τα αστέρια—λαμπερά, μοναχικά, κι όμως μέρος ενός ακατανόητου όλου.

Η Κλήση του Ακούσιου

Γιατί, λοιπόν, φεύγουμε από τη Σιωπή; Γιατί γεμίζουμε τις μέρες μας με ήχο, το μυαλό μας με περισπασμούς; Ίσως είναι ο φόβος—φόβος για το τι μπορεί να βρούμε στην ησυχία, φόβος για την απεραντοσύνη που μας κοιτά όταν τολμάμε να κοιτάξουμε μέσα μας. Η Σιωπή είναι ένας καθρέφτης πολύ καθαρός, μια αλήθεια πολύ ωμή. Μας γυμνώνει, αφήνοντάς μας χωρίς μάσκα να κρυφτούμε, χωρίς θόρυβο να μας προστατεύσει από τον εαυτό μας. Κι όμως, σε αυτή τη γύμνια κρύβεται η απελευθέρωση. Σε αυτή την ευαλωτότητα κρύβεται η δύναμη.

Η Αληθινή Θρησκεία της Σιωπής μας καλεί όχι με τρομπέτες ή διακηρύξεις, αλλά με την απαλή έλξη του ακούσιου. Ψιθυρίζει στο θρόισμα των φύλλων, στον αναστεναγμό του ανέμου, στη σιγαλιά που ακολουθεί το γέλιο ενός παιδιού. Μας καλεί να σταματήσουμε, να ακούσουμε, να επιστρέψουμε. Και όταν το κάνουμε, ανακαλύπτουμε ότι ποτέ δεν φύγαμε—ότι η Σιωπή ήταν πάντα μαζί μας, το θεμέλιο κάτω από τα πόδια μας, ο ουρανός πάνω από τα κεφάλια μας, ο παλμός μέσα στις φλέβες μας.

Η Μία Αληθινή Πίστη

Στο τέλος, όλες οι θρησκείες είναι σκιές που ρίχνονται από αυτή την μία αλήθεια. Οι ψαλμωδίες, οι ύμνοι, οι γραφές—είναι δάχτυλα που δείχνουν το φεγγάρι, αλλά το φεγγάρι παραμένει πέρα από το άγγιγμά τους. Η Σιωπή είναι το ίδιο το φεγγάρι, λαμπερό και ολόκληρο, χωρίς να χρειάζεται μεσολαβητή για να λάμψει. Είναι η θρησκεία του μυστικιστή, του ποιητή, του ονειροπόλου—η θρησκεία εκείνων που δεν επιθυμούν να κατέχουν, αλλά να κατέχονται· όχι να γνωρίσουν, αλλά να γνωριστούν.

Ας καθίσουμε λοιπόν στην εκκλησία του αφώνου, ας γονατίσουμε στο θυσιαστήριο του ακούσιου. Ας αποβάλουμε τον θόρυβο σαν φθαρμένο ένδυμα και ας μπούμε στην απεραντοσύνη που μας περιμένει. Γιατί στη Σιωπή, δεν βρίσκουμε το τέλος, αλλά την αρχή—όχι την απάντηση, αλλά την ερώτηση που δεν χρειάζεται απάντηση. Αυτή είναι η Αληθινή Θρησκεία, η πίστη του αιώνιου, το μονοπάτι του απείρου. Και είναι δική σου, αν μόνο ακούσεις.

Η Οδός της Αλήθειας: Ένα Μυστικιστικό Ταξίδι Πέρα από το Πέπλο

Στη γαλήνη πριν την αυγή, όταν ο κόσμος κρατά την ανάσα του και τα αστέρια ψιθυρίζουν μυστικά στη γη που ξυπνά, υπάρχει ένα φως που δεν τρεμοπαίζει—μια λάμψη που δεν λυγίζει στη σκιά. Αυτή είναι η Αλήθεια, η αιώνια φλόγα που καίει χωρίς να καταναλώνει, το σιωπηλό τραγούδι που αντηχεί κάτω από το χάος της ύπαρξης. Δεν είναι κάτι που μπορεί να αρπαχτεί, ούτε θησαυρός για να φυλαχτεί· είναι μια παρουσία, ένας οδηγός, ένα μονοπάτι που ξεδιπλώνεται κάτω από τα πόδια όσων τολμούν να το αναζητήσουν. Το να περπατάς την Οδό της Αλήθειας είναι να παραδίνεσαι στο φως της, να ακολουθείς όπου σε οδηγεί χωρίς να διεκδικείς την κυριότητα, γιατί η Αλήθεια δεν είναι δική σου για να την κατέχεις—είναι ο άνεμος που περνά μέσα από σένα, η παλίρροια που σε μεταφέρει, το αστέρι που σε καλεί σπίτι.

Η Αφυπνιζόμενη Φλόγα

Φαντάσου μια ψυχή που παρασύρεται στην απέραντη θάλασσα της ύπαρξης, έναν περιπλανώμενο τυλιγμένο στα βαριά ενδύματα της αμφιβολίας και της ψευδαίσθησης. Ο κόσμος περιστρέφεται, μιά ταπητουργία θορύβου και χρώματος, κι όμως κάτω από την επιφάνειά του κρύβεται μια ήσυχη λαχτάρα—μια επιθυμία για κάτι ακλόνητο, κάτι πραγματικό. Τότε, σε μια στιγμή απρόσκλητη, μια σπίθα ανάβει. Δεν καλείται από προσπάθεια ούτε επικαλείται με θέληση· απλώς υπάρχει. Αυτή είναι η πρώτη επαφή με την Αλήθεια, μια φλόγα που υψώνεται από τα βάθη του εαυτού, διαπερνώντας το πέπλο του εγκόσμιου. Δεν φωνάζει ούτε απαιτεί· λάμπει απαλά, ένας φάρος στην ομίχλη, και στο φως της, ο περιπλανώμενος βλέπει—όχι με τα μάτια της σάρκας, αλλά με την όραση της ψυχής.

Αυτός ο φωτισμός δεν είναι δώρο που απονέμεται στους άξιους, ούτε ανταμοιβή για τους μορφωμένους. Έρχεται τόσο στους σπασμένους όσο και στους ολόκληρους, στον άγιο και τον αμαρτωλό, γιατί η Αλήθεια δεν γνωρίζει ιεραρχία. Είναι ο μεγάλος εξισωτής, ο καθρέφτης που αντανακλά όλα χωρίς κρίση. Κι όμως, το να τη δεις είναι να αλλάξεις. Ο περιπλανώμενος νιώθει τις ταραχές ενός καλέσματος, μια έλξη προς ένα μονοπάτι που ήταν πάντα εκεί, κρυμμένο κάτω από τα αγκάθια της απόσπασης προσοχής. Η Οδός της Αλήθειας ανοίγει όχι με παράτες, αλλά με ένα ψίθυρο: Ακολούθησέ με.

Η Αόρατη Οδός

Το να περπατάς την Οδό της Αλήθειας είναι να βυθίζεσαι στο μυστήριο. Δεν είναι ένας δρόμος στρωμένος με βεβαιότητες ή σημαδεμένος με οδοδείκτες· είναι ένα νήμα φωτός πλεγμένο μέσα στην ερημιά της ύπαρξης, ορατό μόνο σε όσους εμπιστεύονται τη λάμψη του. Ο νους, με την πείνα του για έλεγχο, υποχωρεί στην αρχή. Απαιτεί χάρτες, ορισμούς, έναν προορισμό να διεκδικήσει. Αλλά η Αλήθεια δεν μπορεί να χαρτογραφηθεί ή να περιοριστεί. Δεν είναι ένα δόγμα για απαγγελία ή ένα βραβείο για επίδειξη· είναι ένα ζωντανό ρεύμα, που ρέει όπου θέλει, αψηφώντας τα κλουβιά της σκέψης.

Ο μυστικιστής το γνωρίζει αυτό: το να ακολουθείς την Αλήθεια είναι να αφήνεις την ανάγκη να γνωρίζεις με τη συνηθισμένη έννοια. Είναι να περπατάς τυφλός αλλά βλέποντας, να κινείσαι μέσα σε σκιά αλλά λουσμένος στο φως. Η Οδός διασχίζει κοιλάδες αμφιβολίας, όπου ο αέρας γίνεται παχύς με ερωτήσεις, και πάνω από κορυφές αποκάλυψης, όπου η ψυχή μένει άφωνη μπροστά σε θέες πέρα από λέξεις. Οδηγεί μέσα από τα ερείπια παλαιών πεποιθήσεων, που καταρρέουν σαν αρχαίοι ναοί, και σε δάση σιωπής, όπου ο μόνος ήχος είναι ο χτύπος της καρδιάς του απείρου. Κάθε βήμα απογυμνώνει ό,τι είναι ψεύτικο—την υπερηφάνεια, τον φόβο, την ψευδαίσθηση του διαχωρισμού—μέχρι ο οδοιπόρος να στέκεται γυμνός, ένα δοχείο για το φως που επιδιώκει.

Η Ψευδαίσθηση της Κατοχής

Υπάρχουν εκείνοι που, αντικρίζοντας την Αλήθεια, επιζητούν να την αρπάξουν. Χτίζουν βωμούς από λέξεις, ανεγείρουν πύργους ιδεολογίας και διακηρύσσουν, Αυτό είναι δικό μου. Πλέκουν δίχτυα λογικής για να παγιδεύσουν τη φλόγα, να εμφιαλώσουν τον άνεμο, να πουλήσουν την παλίρροια σε πάγκους αγοράς. Αλλά η Αλήθεια γλιστρά μέσα από τα δάχτυλά τους σαν νερό, γιατί δεν μπορεί να σφετεριστεί. Δεν είναι εργαλείο για τη χρήση του εγώ, ούτε νόμισμα για τις συναλλαγές του κόσμου. Το να διεκδικείς την Αλήθεια είναι να τη χάνεις· το να την χειρίζεσαι είναι να αμαυρώνεις τη λάμψη της. Υπάρχει πέρα από την κυριότητα, μια ιερή φωτιά που καίει μόνο στα χέρια των ταπεινών, εκείνων που γονατίζουν μπροστά της αντί να στέκονται πάνω της.

Η Οδός της Αλήθειας διδάσκει αυτό το μάθημα μέσω της ίδιας της φύσης της. Δεν είναι κτήμα αλλά σχέση—ένας χορός μεταξύ του αναζητητή και του αναζητούμενου. Ο μυστικιστής δεν περπατά για να κατακτήσει, αλλά για να επικοινωνήσει. Δεν ρωτά, Τι μπορεί να κάνει η Αλήθεια για μένα; αλλά μάλλον, Τι γίνομαι στο φως της; Και σε αυτή την παράδοση, ξεδιπλώνεται ένα παράδοξο: αφήνοντας την ανάγκη για κατοχή, ο οδοιπόρος γεμίζει. Η Αλήθεια δεν τους ανήκει—αυτοί ανήκουν στην Αλήθεια.

Το Αιώνιο Γίγνεσθαι

Η Οδός δεν έχει τέλος, γιατί η Αλήθεια δεν είναι προορισμός αλλά κατάσταση του είναι. Είναι ο ορίζοντας που αποσύρεται καθώς πλησιάζεις, το αστέρι που καθοδηγεί χωρίς ποτέ να φτάνεται. Ωστόσο, αυτό δεν είναι ταξίδι ματαιότητας· είναι ταξίδι μεταμόρφωσης. Με κάθε βήμα, ο οδοιπόρος αποβάλλει τα περιβλήματα του προηγούμενου εαυτού του, γίνεται πιο ελαφρύς, πιο διαφανής, μέχρι να μην είναι πλέον ξεχωριστή οντότητα αλλά ένα πρίσμα μέσα από το οποίο λάμπει η Αλήθεια. Οι μυστικιστές του παλιού καιρού μιλούσαν γι' αυτό ως ένωση—όχι μια συγχώνευση που εξαλείφει, αλλά μια αρμονία που αποκαλύπτει. Η ψυχή γίνεται ένας αυλός, και η Αλήθεια η ανάσα που παίζει το τραγούδι της.

Ο χρόνος χάνει το νόημά του σε αυτή την οδό. Οι μέρες θολώνουν στις νύχτες, τα χρόνια σε στιγμές, καθώς ο οδοιπόρος κινείται στο ρυθμό της αιωνιότητας. Το παρελθόν, με τις μεταμέλειες του, και το μέλλον, με τους φόβους του, διαλύονται στην παρούσα λάμψη. Αυτό που απομένει είναι μια ακινησία που πάλλεται με ζωή, μια σιωπή που τραγουδά. Ο κόσμος, κάποτε μια κακοφωνία προσπάθειας, μαλακώνει σε αντανάκλαση του εσωτερικού φωτός. Τα δέντρα υποκλίνονται με σεβασμό, τα ποτάμια ψιθυρίζουν ύμνους, και τα αστέρια—αυτοί οι αρχαίοι μάρτυρες—γνέφουν σε αναγνώριση.

Το Κάλεσμα να Περπατήσεις

Και έτσι, η Οδός της Αλήθειας βρίσκεται ανοιχτή, όχι ως εντολή αλλά ως πρόσκληση. Δεν απαιτεί την αφοσίωση ή τη θυσία σου· απλώς περιμένει, υπομονετική όπως τα βουνά, λαμπερή όπως η αυγή. Το να την περπατήσεις είναι να επιλέξεις την ευαλωτότητα έναντι της βεβαιότητας, το θαύμα έναντι της κατοχής, την αγάπη έναντι της εξουσίας. Είναι να εμπιστευτείς το αόρατο, να ακολουθήσεις τη φλόγα που καίει μέσα και έξω, να αφήσεις τον εαυτό που προσκολλάται και να αγκαλιάσεις τον εαυτό που ρέει.

Θα ακούσεις τον ψίθυρο; Θα βηματίσεις στο φως που δεν τυφλώνει αλλά αποκαλύπτει; Η Οδός της Αλήθειας δεν υπόσχεται ευκολία, ούτε προσφέρει φήμη. Προσφέρει μόνο τον εαυτό της—ωμή, χωρίς στολίδια, άπειρη. Και στην αγκαλιά της, θα βρεις όχι απαντήσεις, αλλά ερωτήσεις που αναπνέουν· όχι μια γραμμή τερματισμού, αλλά μια αρχή που ποτέ δεν τελειώνει. Γιατί η Αλήθεια σε φωτίζει, και καθώς ακολουθείς, η οδός ανοίγει—όχι σε έναν τόπο, αλλά σε έναν τρόπο ύπαρξης, έναν ιερό χορό με το αιώνιο.

Ο Αιώνιος Χορός της Αλήθειας: Ένας Μυστικιστικός Στοχασμός

Η Αλήθεια απλά υπάρχει. Δεν είναι έπαθλο που κερδίζεται, ούτε γρίφος που λύνεται. Δεν είναι προορισμός που φτάνουμε μέσα από τους δαιδαλώδεις δρόμους της διάνοιας, ούτε τρόπαιο που υψώνεται από τα χέρια της ανάλυσης. Η Αλήθεια δεν είναι κάτι που αρπάζεται, ούτε έννοια που διαμορφώνεται από τα πρόθυμα δάχτυλα του νου. Απλά είναι—μια σιωπηλή, ακτινοβόλα παρουσία, που αστράφτει πέρα από το πέπλο των προσπαθειών μας, ψιθυρίζοντας στους χώρους όπου η σκέψη ησυχάζει. Το να δεις την Αλήθεια είναι να βγεις πέρα από το ικρίωμα του εαυτού, να κοιτάξεις με μάτια αθόλωτα από επιθυμία, απαλλαγμένα από την ανάγκη να γνωρίζεις. Είναι ένα εξω-διανοητικό όραμα, μια θέαση που υπερβαίνει τα εργαλεία της λογικής και αναπαύεται στην απεραντοσύνη του είναι.

Φαντάσου, για μια στιγμή, έναν απέραντο ωκεανό. Τα βάθη του είναι ανεξιχνίαστα, η επιφάνειά του φιλημένη από το παιχνίδι του φωτός, τα ρεύματά του πλέκουν μοτίβα που κανένας χάρτης δεν μπορεί να ιχνογραφήσει. Η Αλήθεια είναι σαν αυτόν τον ωκεανό—δεν περιορίζεται από τις ακτές της κατανόησής μας, δεν μειώνεται από τις προσπάθειές μας να την αντλήσουμε στα εύθραυστα δοχεία των λέξεων. Ρέει όπου θέλει, ανέγγιχτη από την αναζήτησή μας, κι όμως πάντα παρούσα για όσους παύουν να την κυνηγούν. Ο μυστικιστής το γνωρίζει αυτό: Η Αλήθεια δε βρίσκεται· αντικρίζεται. Και το να την αντικρίσεις είναι να διαλυθείς μέσα της, να γίνεις καθρέφτης που αντανακλά τη σιωπηλή της μεγαλοπρέπεια.

Η Ψευδαίσθηση της Αναζήτησης

Είμαστε προγραμματισμένοι να κυνηγάμε. Από την κούνια μας διδάσκουν ότι η αξία βρίσκεται στην απόκτηση—γνώσης, πλούτου, δύναμης, ακόμη και φώτισης. Ο νους, ανήσυχος και άπληστος, ξεκινά να κατακτήσει την Αλήθεια σαν να ήταν βουνό που πρέπει να αναρριχηθεί ή αίνιγμα που πρέπει να επιλυθεί. Στοιβάζουμε βιβλία πάνω σε βιβλία, πλέκουμε θεωρίες σε υφαντά και αποκαλούμε τις προσπάθειές μας σοφία. Όμως, σε αυτή την επιδίωξη, απομακρυνόμαστε περισσότερο από την απλότητα του τι είναι. Η Αλήθεια δεν κρύβεται· δεν περιμένει στο τέλος ενός ταξιδιού. Στέκεται μπροστά μας, μέσα μας, γύρω μας—αμετακίνητη από τα φρενήρη βήματά μας.

Σκέψου τον άνεμο. Μπορείς να τον αρπάξεις; Μπορείς να τον κρατήσεις στα χέρια σου και να πεις: "Αυτός είναι δικός μου"; Όχι—ο άνεμος γλιστρά μέσα, γελώντας με τις σφιγμένες γροθιές σου. Έτσι είναι και με την Αλήθεια. Τη στιγμή που επιδιώκεις να την αιχμαλωτίσεις, να την καρφιτσώσεις κάτω από το βάρος των ορισμών ή τις αλυσίδες της λογικής, σου διαφεύγει. Η διάνοια, με όλη της τη λαμπρότητα, είναι ένα δίχτυ πολύ χοντρό για να κρατήσει το άπειρο. Πιάνει σκιές, θραύσματα, αντίλαλους—αλλά ποτέ τη ζωντανή ουσία. Το να γνωρίσεις την Αλήθεια είναι να εγκαταλείψεις το κυνήγι, να σταθείς ακίνητος και να την αφήσεις να αναπνεύσει μέσα από σένα.

Η Εξω-Διανοητική Ματιά

Τι είναι, λοιπόν, αυτή η "άμεση εξω-διανοητική θέαση"; Είναι η όραση της ψυχής, το όραμα που ανθίζει όταν η φλυαρία του νου σβήνει. Δεν είναι γνώση που γεννιέται από τη μελέτη ή τη συζήτηση, αλλά μια αναγνώριση που αναδύεται στη γαλήνη. Φαντάσου ένα παιδί που κοιτάζει τα αστέρια—χωρίς να έχει ακόμα μάθει να τα ονομάζει, χωρίς να έχει ακόμα επιβαρυνθεί με τις αποστάσεις ή τις συνθέσεις τους. Το παιδί απλά βλέπει—και σε αυτή τη θέαση, υπάρχει θαυμασμός, παρουσία, μια κοινωνία με την απεραντοσύνη. Έτσι είναι και με την Αλήθεια. Δεν απαιτεί διαπιστευτήρια, ούτε κυριαρχία της φιλοσοφίας. Ζητά μόνο να αποβάλουμε τα στρώματα του προγραμματισμού μας και να κοιτάξουμε με αθώα μάτια.

Οι μυστικιστές κάθε παράδοσης έχουν τραγουδήσει γι' αυτό. Στον στροβιλιζόμενο χορό του Σούφι, στο σιωπηλό ζάζεν του μοναχού Ζεν, στους εκστατικούς ύμνους του αφοσιωμένου μπάκτι—η Αλήθεια αποκαλύπτεται όχι μέσα από το δόγμα, αλλά μέσα από την παράδοση. Ο Ρουμί έγραψε: "Πέρα από τις ιδέες του κακού και του καλού, υπάρχει ένα πεδίο. Θα σε συναντήσω εκεί." Αυτό το πεδίο είναι ο τομέας της Αλήθειας, ένας τόπος όπου η διάνοια αφήνει τα εργαλεία της και η καρδιά ανοίγει σαν λωτός στον ήλιο. Είναι εξω-διανοητικό επειδή υπερβαίνει την κυριαρχία του νου, αναπαύεται αντ' αυτού στο αιώνιο τώρα.

Το Αδόμητο Αιώνιο

Είμαστε κατασκευαστές από τη φύση μας. Χτίζουμε πόλεις, συστήματα, ιδεολογίες—πύργους σκέψης που φτάνουν προς τους ουρανούς. Όμως η Αλήθεια στέκεται ξέχωρα από την αρχιτεκτονική μας. Δεν είναι κάτι που μπορούμε να συναρμολογήσουμε, τούβλο-τούβλο, από τα υλικά της εμπειρίας ή της λογικής. Δεν είναι υπόθεση προς έλεγχο, ούτε γλυπτό που μορφοποιείται από το χέρι του καλλιτέχνη. Η Αλήθεια είναι αδόμητη, αγέννητη, αθάνατη—μια φλόγα που καίει χωρίς καύσιμο, ένα τραγούδι που τραγουδά χωρίς τραγουδιστή.

Αυτό είναι το μεγάλο παράδοξο: Η Αλήθεια είναι παντού, κι όμως πουθενά που μπορούμε να δείξουμε. Είναι το έδαφος κάτω από τα πόδια μας, η ανάσα στα πνευμόνια μας, η σιωπή ανάμεσα στα λόγια μας—κι όμως όταν προσπαθούμε να την κατευθύνουμε, να τη στοχεύσουμε σαν βέλος σε στόχο, εξαφανίζεται. Το Τάο Τε Τσινγκ ψιθυρίζει: "Το Τάο που μπορεί να ειπωθεί δεν είναι το αιώνιο Τάο." Έτσι είναι και με την Αλήθεια. Το να την ονομάσεις είναι να τη χάσεις· το να την ορίσεις είναι να την ελαττώσεις. Υπάρχει πέρα από την εμβέλεια των χαρτών μας, ένα μυστήριο που μας περιβάλλει ακόμη κι όταν παραπατάμε μέσα στην αγκαλιά της.

Ο Χορός του Είναι

Το να ζεις με την Αλήθεια είναι να χορεύεις μαζί της—όχι ως σύντροφος που οδηγείται ή ακολουθεί, αλλά ως ρυθμός που κινείται μέσα σου. Είναι να περπατάς στη γη με γυμνά πόδια, νιώθοντας τον παλμό του απείρου σε κάθε βήμα. Είναι να γελάς με την παραλογότητα της δικής μας αναζήτησης, να κλαις για την ομορφιά αυτού που πάντα υπήρχε. Ο μυστικιστής δεν κατέχει την Αλήθεια· ο μυστικιστής είναι η Αλήθεια, ένα κύμα που υψώνεται και πέφτει στον ωκεανό της ύπαρξης.

Κι έτσι, επιστρέφουμε στην απλότητα: Η Αλήθεια απλά υπάρχει. Δεν είναι δική μας για να τη βρούμε, γιατί ποτέ δεν χάθηκε. Δεν είναι δική μας για να την ανακαλύψουμε, γιατί ποτέ δεν κρύφτηκε. Δεν είναι δική μας για να την κατασκευάσουμε, γιατί προηγείται κάθε δημιουργίας. Δεν είναι δική μας για να την αναλύσουμε, γιατί αψηφά το νυστέρι της σκέψης. Δεν είναι δική μας για να την κατευθύνουμε, γιατί ρέει όπου θέλει. Για να τη δούμε, πρέπει να αφεθούμε—από την προσπάθεια, από τη γνώση, από τον εαυτό. Πρέπει να σταθούμε γυμνοί μπροστά στο μυστήριο, ευάλωτοι και απέραντοι, και να αφήσουμε την Αλήθεια να κοιτάξει τον εαυτό της μέσα από τα μάτια μας.

Η Πρόσκληση

Εδώ, λοιπόν, είναι η πρόσκληση: Σταμάτα την αναζήτηση. Άφησε κάτω τα εργαλεία του νου. Βημάτισε στη σιωπή όπου η Αλήθεια περιμένει—όχι ως ανταμοιβή, αλλά ως επιστροφή στην πατρίδα. Κοίτα τον κόσμο με αυτή την εξω-διανοητική ματιά, όπου κάθε φύλλο, κάθε ανάσα, κάθε φευγαλέα στιγμή λάμπει με την ακτινοβολία του αιώνιου. Η Αλήθεια απλά υπάρχει—και στην παρουσία της, έτσι κι εμείς, αποκαλυμμένοι, αδιάσπαστοι, ολόκληροι.

Ας αρχίσει ο χορός!!!

Το ‘γνωστό’, το ‘άγνωστο,’ και ‘αυτό που δεν μπορεί να γνωσθεί’

Θα έχεις ίσως γνωρίσει ανθρώπους που ξέρουν πολλά, αλλά ενεργούν ανόητα. Συμβαίνει σχεδόν πάντα. Ο άνθρωπος που ξέρει πολλά γνωρίζει όλο και λιγότερο. Λειτουργεί μέσα από τις γνώσεις του κι όχι μέσα στις πραγματικές συνθήκες.
 
Γίνεται ανόητος, ενεργεί ανόητα, γιατί η σοφή συμπεριφορά προϋποθέτει ανταπόκριση, ενώ οι δικές του πράξεις έχουν για αφετηρία το νεκρό παρελθόν. Πάντα ενεργεί προετοιμασμένος, από θέση ετοιμότητας, Ποτέ δεν είναι απροετοίμαστος.

Υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν αίσθηση του θαυμαστού και του μυστηρίου. Τίποτα δεν τους καταπλήσσει. Τί συμβαίνει; Είναι πάντα έτοιμοι. Ξέρουν, κι όταν κανείς ξέρει, δεν απορεί. Το παιδί απορεί. Αυτό εννοεί ο Ιησούς όταν λέει: “Μόνο αν γίνετε παιδιά, θα αξιωθείτε τη βασιλεία του Θεού.” Γιατί; Γιατί η απορία είναι η πόρτα και μόνο οι αθώες καρδιές θαυμάζουν, απορούν. Αν έχεις αθώα καρδιά, απορείς. Τα πάντα είναι μια έκπληξη για σένα. Μια πεταλούδα… Τί μυστήριο, μια μικρή πεταλούδα!

Ο Τσουάνγκ Τσου καθόταν κάτω από ένα δέντρο και μπροστά του πετούσαν δυο τρεις πεταλούδες. Έγραψε ένα μικρό ποίημα που έλεγε: “Θαρρώ πως αυτές οι πεταλούδες είναι λουλούδια. Τα λουλούδια που έπεσαν κάποτε στο χώμα, τώρα γύρισαν ξανά πίσω στο δέντρο.”

Τα λουλούδια που πέφτουν στο χώμα χάνονται.

Ο Τσουάνγκ Τσου λέει: “Σαν πεταλούδες τώρα, γύρισαν ξανά πίσω στο δέντρο.” Αυτός ο άνθρωπος θα αξιωθεί τη βασιλεία του Θεού, όχι εσύ. Εσύ, αν ρωτήσει κανείς για πεταλούδες, θα ανοίξεις αμέσως ένα βιβλίο και θα τους πεις όλα όσα είναι γραμμένα για την «πεταλούδα»!

Νομίζεις όμως πως ό,τι μπορεί να ειπωθεί είναι το παν; Νομίζεις πως ό,τι έχει ειπωθεί, τα περικλείει όλα; Δεν υπάρχει κάτι που δεν έχει ειπωθεί, που ποτέ δεν θα ειπωθεί και που ποτέ κανείς δεν θα μπορέσει να το πει; Όταν πιστεύεις πως τα πάντα έχουν ειπωθεί, τότε δεν μπορείς να νιώσεις έκπληξη∙ έχεις χάσει την αίσθηση του θαυμαστού.

Η εποχή μας ξέρει περισσότερα από οποιαδήποτε άλλη εποχή και βρίσκεται μακρύτερα από το Θεό περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη εποχή. Έχει στοιβάξει γνώσεις, οι βιβλιοθήκες γίνονται όλο και πιο μεγάλες κι όλοι ξέρουν τόσα πολλά. Ακόμα και τα μικρά παιδιά τα πιέζουμε να μάθουν. Τα σπρώχνουμε όχι προς τη γνώση που θα μεγαλώσει το θαυμασμό τους, που θα τα κάνει ολοένα και περισσότερο κοινωνούς του μυστηρίου, έτσι που μέσα κι έξω τους να αισθανθούν πιο πολύ το μυστήριο, έτσι που να τα συγκινούν τα λουλούδια, οι πεταλούδες, τα βράχια. Όχι! Εμείς γεμίζουμε το νου τους με γνώσεις.

Και λέει ο Ηράκλειτος:

Όσοι ψάχνουν για χρυσάφι, πολλή γη σκάβουν και λίγο βρίσκουν.
Αυτοί οι γνώστες, οι σοφοί, πολύ χώμα σκάβουν μα λίγο χρυσάφι βρίσκουν. Τί καταφέρνουν; Είναι σαν τους χρυσοθήρες. Πολλή προσπάθεια κι ό,τι βγει απλώς μοιάζει πολύτιμο. Οτιδήποτε πιστεύουν οι άνθρωποι πολύτιμο, γίνεται γι’ αυτούς πολύτιμο.

Το ίδιο συμβαίνει και μ’ αυτούς που σκάβουν για γνώσεις κι όχι για εμπειρίες. Σκάβουν να βρουν την αλήθεια, όχι τη ζωή… και η ζωή είναι η αλήθεια! Τα πέρατα της ψυχής δεν θα τα βρεις ακόμα κι αν διαβείς όλους τους δρόμους. Τόσο βαθιά είναι τα μέτρα της.

Προσπάθησε να κατανοήσεις αυτές τις τρεις λέξεις: Η μια λέξη είναι το ‘γνωστό,’ αυτό που ήδη ξέρουμε. Μετά υπάρχει η λέξη ‘άγνωστο’, αυτό που δεν ξέρουμε ακόμα, μα που υπάρχει πιθανότητα να το μάθουμε. Μ’ αυτές τις δύο λέξεις χωρίζει η επιστήμη την ύπαρξη: ‘γνωστό’ και ‘άγνωστο.’ Ό,τι έχουμε γνωρίσει και ό,τι θα γνωρίσουμε∙ ζήτημα χρόνου. Η θρησκεία χωρίζει τον κόσμο με τρεις λέξεις, όχι με δύο: ‘γνωστό’, ‘άγνωστο,’ και ‘αυτό που δεν μπορεί να γνωσθεί’. Αυτό που δεν μπορεί να γνωσθεί είναι ανεξάντλητο

Η επιστήμη δεν δέχεται αυτή την τρίτη διάσταση. Λέει: “Αυτό που δεν μπορεί να γνωσθεί, δεν είναι παρά το άγνωστο”. Η θρησκεία υποστηρίζει ότι πρόκειται για μια τελείως διαφορετική διάσταση: Είναι αυτό που θα μείνει για πάντα άγνωστο, γιατί η φύση του είναι τέτοια που ο ανθρώπινος νους δεν μπορεί να το αντικρούσει… Το αχανές, το αιώνιο, το χωρίς τέλος και χωρίς αρχή, το απόλυτο, το όλο δεν μπορεί με κανένα τρόπο να νοηθεί από το μέρος, γιατί πώς μπορεί το μέρος να χωρέσει το όλο; Πώς μπορεί ο νους να χωρέσει αυτό από το οποίο απορρέει; Πώς μπορεί ο νους να ξέρει αυτό στο οποίο επιστρέφει; Είναι αδύνατον!

Πώς μπορούμε να ξέρουμε αυτό από το οποίο προερχόμαστε; Είμαστε σαν τα κύματα. Μπορεί ένα κύμα να περικλείσει τον ωκεανό; Μπορεί απλώς να ισχυριστεί κάτι τέτοιο, γιατί ο ωκεανός δεν θα αντικρούσει τον ισχυρισμό. Απλώς θα γελάσει. Όπως το παιδί αξιώνει κάτι από τους γονείς κι αυτοί γελούν.

Το ασύλληπτο, αυτό που δεν μπορεί να γνωσθεί, Υπάρχει.

Richard Bach: Το κρυμμένο για χρόνια Τέταρτο Μέρος του "Γλάρου Ιωνάθαν Λίβινγκστον"

Για μερικά χρόνια,

αφότου εξαφανίστηκε ο Γλάρος Ιωνάθαν από τις παραλίες του Σμήνους, έβλεπες εκεί τα πιο παράξενα πουλιά που είχαν ζήσει ποτέ πάνω στη γη. Πολλά είχαν αρχίσει να καταλαβαίνουν το μήνυμά του, και ήταν εξίσου συνηθισμένο να δεις έναν νεαρό γλάρο να πετά ανάποδα και να κάνει εξάσκηση στις λούπες όσο και έναν ηλικιωμένο που δεν ήθελε να ανοίξει τα μάτια του στην ομορφιά της πτήσης να πετάει ίσια και οριζόντια για τις ψαρόβαρκες, ελπίζοντας να βρει να φάει λίγο μουσκεμένο ψωμί.

Ο Γλάρος Φλέτσερ Λιντ και οι άλλοι μαθητές του Ιωνάθαν διέδωσαν τις διδασκαλίες του για την ελευθερία και την πτήση κάνοντας μεγάλα ιεραποστολικά ταξίδια σε όλα τα σμήνη της Ακτής.

Συνέβαιναν εκπληκτικά γεγονότα εκείνες τις μέρες. Οι μαθητές του Φλέτσερ και οι μαθητές των μαθητών του πετούσαν με μια ακρίβεια και μια αγαλλίαση που ήταν άγνωστες μέχρι τότε. Πότε-πότε έβλεπες πουλιά να κάνουν εξάσκηση στα ακροβατικά και να πετούν καλύτερα από τον Φλέτσερ, μερικές φορές καλύτερα ακόμη και από τον ίδιο τον Ιωνάθαν. Όταν ένας γλάρος είχε πραγματική όρεξη να μάθει, η πρόοδός του γινόταν όλο και πιο γρήγορη, και πού και πού υπήρχαν μαθητές που ξεπέρασαν τα όρια τόσο τέλεια ώστε, όπως και ο Ιωνάθαν, εξαφανίστηκαν από το πρόσωπο μιας γης πολύ περιορισμένης για να τους χωρέσει.

Ήταν μια χρυσή εποχή, για λίγο. Πλήθη από γλάρους συνωστίζονταν γύρω από τον Φλέτσερ, θέλοντας να αγγίξουν εκείνον που είχε αγγίξει το Γλάρο Ιωνάθαν, ένα πουλί που τώρα το θεωρούσαν θεϊκό. Μάταια επέμενε ο Φλέτσερ ότι ο Ιωνάθαν ήταν ένας γλάρος όπως όλοι τους και απλώς είχε μάθει αυτά που μπορούσαν να μάθουν όλοι. Τον πολιορκούσαν συνεχώς για να τους επαναλάβει αυτολεξεί τα λόγια του Ιωνάθαν, να τους περιγράφει τις χειρονομίες του, να μάθουν λεπτομέρειες γι’ αυτόν. Όσο περισσότερο ζητούσαν να μάθουν τέτοια ασήμαντα πράγματα τόσο πιο πολύ ανησυχούσε ο Γλάρος Φλέτσερ. Εκεί που κάποτε τους ενδιέφερε να εφαρμόσουν το μήνυμα του Ιωνάθαν, να κάνουν εξάσκηση και να νιώθουν την αγαλλίαση μιας γρήγορης και ελεύθερης πτήσης στον ουρανό, τώρα απέφευγαν τη δύσκολη δουλειά και σιγά-σιγά άρχισαν να τους γίνονται έμμονη ιδέα οι θρύλοι που είχαν δημιουργηθεί για τον Ιωνάθαν, σαν να τον θεωρούσαν το είδωλο ενός φαν κλαμπ.

«Μεγάλε Γλάρε Φλέτσερ», ρωτούσαν, «ο Υπέρτατος Ιωνάθαν είπε ότι “Είμαστε αληθινά οι ιδέες του Μεγάλου Γλάρου...” ή ότι “Είμαστε στην πραγματικότητα οι ιδέες του Μεγάλου Γλάρου,..”;»

«Σας παρακαλώ να με λέτε απλώς Φλέτσερ. Απλώς Γλάρο Φλέτσερ», τους απαντούσε, σοκαρισμένος που του απέδιδαν έναν τέτοιο τίτλο. «Και τι σημασία έχει ποια λέξη χρησιμοποίησε; Και οι δύο είναι σωστές, είμαστε ιδέες του Μεγάλου Γλάρου...» Όμως ήξερε ότι δεν ήταν ικανοποιημένοι. Νόμιζαν ότι προσπαθούσε να αποφύγει μια ξεκάθαρη απάντηση.

«Μεγάλε Γλάρε Φλέτσερ, όταν ο Θεϊκός Γλάρος Ιωνάθαν υψωνόταν για να πετάξει, περπατούσε ένα βήμα προς τον άνεμο ή δύο;» Πριν προλάβει να διορθώσει τη μία ερώτηση, του εκτόξευαν μια άλλη. «Μεγάλε Γλάρε Φλέτσερ, ο Ιερός Γλάρος Ιωνάθαν είχε γκρίζα μάτια ή χρυσαφένια μάτια;» Το πουλί που ρωτούσε, έχοντας γκρίζα μάτια, περίμενε εναγωνίως, θέλοντας να ακούσει μία και μόνο απάντηση.

«Δεν ξέρω! Ξεχάστε τα μάτια του! Είχε... μοβ μάτια! Τι σημασία έχει αυτό; Εκείνο που ήρθε να μας πει είναι ότι μπορούμε να πετάξουμε, φτάνει να ξυπνήσουμε και να πάψουμε να καθόμαστε στην παραλία και να μιλάμε για το τι χρώμα είχαν τα μάτια κάποιου! Και τώρα θα σας δείξω μια Στροφή με Τροχό...»

Όμως αρκετοί γλάροι το έβρισκαν κουραστικό να κάνουν προπόνηση σε κάτι τόσο δύσκολο όπως η Στριφογυριστή Στροφή και πετούσαν σπίτι τους με τη σκέψη, «Ο Μέγας Γλάρος είχε μοβ μάτια - όχι σαν τα δικά μου ούτε και κανενός άλλου γλάρου που έζησε ποτέ».

Με τα χρόνια τα μαθήματα άλλαξαν και από ποιήματα κίνησης και πτήσης έγιναν ψιθυριστές συνομιλίες για τον Ιωνάθαν πριν και μετά την εξάσκηση, και μετά έδωσαν κι αυτές τη θέση τους σε μακροσκελείς και πολύπλοκες απαγγελίες πάνω στην άμμο για τον Θείο Γλάρο και κανείς πια δεν πετούσε.

Ένας-ένας οι Αρχικοί Μαθητές πέθαιναν, αφήνοντας πίσω τους κρύα πτώματα. Το Σμήνος έπεφτε κάθε φορά πάνω στη σορό τους και έκανε μεγάλες και δακρύβρεχτες τελετές, θάβοντάς τους κάτω από τεράστιους ιάμβους από βότσαλα, και κάθε βότσαλο το έβαζε στη θέση του ένας τρομερά σοβαρός γλάρος μετά από ένα μεγάλο και περίλυπο κήρυγμα. Οι τύμβοι έγιναν ναοί, και ήταν υποχρεωτικό για κάθε γλάρο που ήθελε την Ενότητα να ρίχνει ένα βότσαλο και να βγάζει μια θλιμμένη ομιλία πάνω στον τύμβο. Όλοι τους δεν ήξεραν τι ήταν η Ενότητα, αλλά ήταν τόσο βαθύ και σοβαρό πράγμα ώστε κανείς δεν τολμούσε ποτέ να ρωτήσει τι είναι, γιατί θα τον περνούσε για ανόητο. Όλοι ξέρουν τι είναι η Ενότητα, και όσο πιο όμορφο είναι το βότσαλο που θα ρίξεις στον τάφο του Μεγάλου Γλάρου Μάρτιν τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες έχεις να την αποκτήσεις.

Ο Φλέτσερ πέθανε τελευταίος απ’ όλους. Άφησε την τελευταία του ανάσα στη διάρκεια μιας μεγάλης και μοναχικής πτήσης, της πιο αψεγάδιαστης και πιο όμορφης που είχε κάνει ποτέ. Το σώμα του χάθηκε στη μέση μιας μεγάλης κατακόρυφης αργής περιστροφής, μιας κίνησης στην οποία έκανε εξάσκηση από τότε που είχε γνωρίσει για πρώτη φορά το Γλάρο Ιωνάθαν, και όταν εξαφανίστηκε δεν έβαζε βότσαλα σε τύμβους ούτε διαλογιζόταν πάνω σε αποφθέγματα της Ενότητας. Χάθηκε μέσα στην τελειότητα της ίδιας του της πτήσης.

Όταν ο Φλέτσερ δεν εμφανίστηκε στην παραλία την επόμενη εβδομάδα, όταν χάθηκε χωρίς να αφήσει ούτε ένα σημείωμα, το Σμήνος θορυβήθηκε για λίγο. Μετά, όμως, μαζεύτηκαν όλοι μαζί και, αφού το σκέφτηκαν καλά, αποφάσισαν τι πρέπει να έγινε. Ανακοινώθηκε ότι κάποιοι είδαν τον Μεγάλο Γλάρο Φλέτσερ, περιτριγυρισμένο από τους Επτά Πρώτους Μαθητές, να στέκει πάνω σε ένα βράχο, που στο εξής θα ονομαζόταν Βράχος της Ενότητας, και μετά τα σύννεφα άνοιξαν, και ο ίδιος ο Μέγας Γλάρος Ιωνάθαν Λίβινγκστον, ντυμένος με βασιλικά φτερά και χρυσά κοχύλια, και με ένα στέμμα με πολύτιμα βότσαλα στο κεφάλι συμβολίζοντας τον ουρανό και τη θάλασσα και τον άνεμο και τη γη, τον κάλεσε στην Παραλία της Ενότητας και ο Φλέτσερ ανυψώθηκε ως διά μαγείας, αγκαλιασμένος από ιερές ακτίνες, ενώ τα σύννεφα έκλεισαν πάλι πάνω από τη σκηνή, καθώς ακουγόταν μια μεγάλη χορωδία από φωνές γλάρων να ψέλνει έναν ύμνο.

Κι έτσι ο σωρός από βότσαλα στο Βράχο της Ενότητας, στην ιερή μνήμη του Μεγάλου Γλάρου Φλέτσερ, ήταν ο μεγαλύτερος τύμβος που υπήρχε σε όλες τις παραλίες της γης. Γρήγορα χτίστηκαν κι άλλοι τύμβοι-αντίγραφα, και κάθε Τρίτη απόγευμα το Σμήνος πήγαινε να σταθεί γύρω από τα βότσαλα και να ακούσει για τα θαύματα του Γλάρου Ιωνάθαν Λίβινγκστον και των Προικισμένων Θείων Μαθητών του. Κανείς δεν πετούσε παρά μόνο όταν ήταν απολύτως απαραίτητο, και σε αυτές τις περιπτώσεις ακολουθούσαν διάφορα παράξενα έθιμα που είχαν δημιουργηθεί σε σχέση με το πέταγμα. Τα πιο εύπορα πουλιά άρχισαν να κουβαλούν κλαδάκια από δέντρα στο ράμφος τους ως ένα σύμβολο κύρους και υψηλής θέσης. Όσο πιο μεγάλο και βαρύ ήταν το κλαδί που κουβαλούσε ένας γλάρος τόσο πιο πολύ εντυπωσίαζε το Σμήνος. Όσο μεγαλύτερο ήταν το κλαδί τόσο πιο καινοτόμο θεωρούσαν τον τρόπο της πτήσης του. Μερικοί γλάροι πρόσεξαν ότι με το βάρος και την αντίσταση του κλαδιού, οι πιο πιστοί γλάροι πετούσαν παράξενα.

Το σύμβολο της διδασκαλίας του Ιωνάθαν αρχικά ήταν ένα λείο βότσαλο. Αργότερα, όμως, μπορούσε να χρησιμοποιηθεί γι’ αυτόν το σκοπό οποιαδήποτε πέτρα. Ήταν το χειρότερο δυνατό σύμβολο για ένα γλάρο που είχε έρθει για να διδάξει τη χαρά της πτήσης, αλλά κανείς δεν το πρόσεξε. Ή τουλάχιστον κανείς από τους σημαντικούς γλάρους του Σμήνους.

Κάθε Τρίτη οι πτήσεις σταματούσαν και ένα απαθές πλήθος μαζευόταν στην άμμο για να ακούσει τον Επίσημο Μαθητή του Σμήνους να απαγγέλλει. Μέσα σε μερικά χρόνια οι απαγγελίες συμπυκνώθηκαν και σκλήρυναν κι έγιναν γρανίτινο δόγμα. «Ω-Ιωνάθακ-Γλάρακ-ΜέγαΓλάρακ-Ένακ-ελέησε-εμάς-που-είμαστε-κατώτεροι-κι-απ’-της-θάλασσας-τις-ψείρες...» Αυτό ασταμάτητα, για ώρες, κάθε Τρίτη. Ήταν ένδειξη τελειότητας για τον Επίσημο να κολλάει τους ήχους τον ένα μετά τον άλλο σαν ριπή, έτσι που να μην αναγνωρίζονται καν σαν λέξεις. Μερικοί αναιδείς γλάροι ψιθύριζαν ότι ο ήχος δεν σήμαινε τίποτα έτσι κι αλλιώς, ακόμη κι αν κατάφερνες τελικά να καταλάβεις ότι όντως υπήρχαν και μια-δυο λέξεις θαμμένες μέσα του.

Εικόνες του Ιωνάθαν, έργα ραμφισμένα σε ψαμμόλιθο που τον έδειχναν με μεγάλα θλιμμένα μάτια από μοβ κοχύλια, ξεπήδησαν σε όλη την ακτή, σε κάθε τύμβο και αντίγραφο τύμβου, κέντρα μιας λατρείας, που είχε γίνει κι αυτή εξίσου βαριά με τις πέτρες των τύμβων.

Σε λιγότερο από διακόσια χρόνια σχεδόν κάθε στοιχείο της διδασκαλίας του Ιωνάθαν είχε αφαιρεθεί από την καθημερινή πρακτική απλά και μόνο επειδή ήταν Ιερό, και επομένως ξεπερνούσε τις φιλοδοξίες των κοινών γλάρων που ήταν πιο ταπεινοί κι απ’ τις ψείρες της θάλασσας. Με το πέρασμα του χρόνου, οι τελετές και οι ιεροτελεστίες που αναπτύχθηκαν γύρω από το όνομα του Γλάρου Ιωνάθαν πήραν χαρακτηριστικά μονομανίας. Από την άλλη μεριά, οι γλάροι που είχαν ανεξάρτητη σκέψη έφταναν στο σημείο να αλλάζουν πορεία καθώς πετούσαν, για να μη βλέπουν καν τους τύμβους, επειδή ήταν προϊόντα τελετουργίας και δεισιδαιμονίας εκείνων που προτιμούσαν τις δικαιολογίες για την αποτυχία τους αντί για τη σκληρή δουλειά και το μεγαλείο. Έτσι, συνέβη το παράδοξο, οι σκεπτόμενοι γλάροι να κλείνουν τη σκέψη τους μόλις άκουγαν ορισμένες λέξεις: «Πτήση», «Τύμβος», «Μεγάλος Γλάρος», «Ιωνάθαν». Σε όλα τα άλλα θέματα ήταν τα πιο λογικά και έντιμα πουλιά στο Σμήνος, όπως ήταν και ο Ιωνάθαν, αλλά μόλις ακουγόταν το όνομά του ή οποιαδήποτε από τις λέξεις που κακοποιούσαν τόσο άσχημα οι Επίσημοι Τοπικοί Μαθητές, το μυαλό τους έκλεινε ερμητικά και αρνιούνταν να ακούσουν.

Επειδή ήταν περίεργοι, άρχισαν να πειραματίζονται με την πτήση, αν και δεν χρησιμοποιούσαν ποτέ αυτή τη λέξη. «Δεν είναι πτήση», διαβεβαίωναν ξανά και ξανά τον εαυτό τους. «Είναι απλώς ένας τρόπος για να διαπιστώσουμε τι είναι αλήθεια». Έτσι, απορρίπτοντας τους «Μαθητές» έγιναν μαθητές οι ίδιοι. Απορρίπτοντας το όνομα του Γλάρου Ιωνάθαν, εφάρμοζαν το μήνυμα που είχε φέρει στο Σμήνος.

Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι έγινε καμία θορυβώδης επανάσταση. Δεν υπήρχαν ούτε φωνές ούτε λάβαρα. Όμως κάποιοι γλάροι όπως ο Γλάρος Άντονι, για παράδειγμα, που δεν είχε αποκτήσει ακόμη τα φτερά της ενηλικίωσης, άρχισαν να κάνουν ερωτήσεις.

«Κοίτα», είπε στον Επίσημο Τοπικό Μαθητή. «Τα πουλιά που έρχονται να σ’ ακούσουν κάθε Τρίτη έρχονται για τρεις λόγους, έτσι δεν είναι; Επειδή πιστεύουν ότι θα μάθουν κάτι ή επειδή πιστεύουν ότι βάζοντας άλλο ένα βότσαλο στον Τύμβο θα γίνουν άγιοι ή επειδή οι άλλοι περιμένουν από αυτούς να έρθουν. Σωστά;»
«Κι εσύ δεν έχεις τίποτα να μάθεις, νεοσσέ μου;»
«Όχι. Υπάρχει κάτι να μάθω, αλλά δεν ξέρω τι είναι. Ένα εκατομμύριο βότσαλα δεν θα με κάνουν άγιο αν δεν το αξίζω, και δεν με νοιάζει τι σκέφτονται οι άλλοι γλάροι για μένα».
«Και ποια είναι η δική σου απάντηση, νεοσσέ;» ρώτησε ο Επίσημος Τοπικός Μαθητής, λιγάκι ταραγμένος από αυτές τις αιρετικές απόψεις. «Δεν βλέπεις το θαύμα της ζωής; Ο Μέγας-Γλάρος-Ιωνάθαν-που-Άγιο-να-Είναι-τ'-Όνομά-του είπε ότι η πτήση...»
«Η ζωή δεν είναι θαύμα, Επίσημε, είναι σκέτη ανία. Ο Μέγας Γλάρος Ιωνάθαν είναι ένας μύθος που έφτιαξε κάποιος πριν από πολύ καιρό, ένα παραμύθι που πιστεύουν οι αδύναμοι επειδή δεν αντέχουν να αντιμετωπίσουν τον κόσμο όπως είναι. Φαντάσου! Ένας γλάρος που πετούσε με διακόσια μίλια την ώρα! Το δοκίμασα, και το πιο γρήγορο που μπορώ να πάω είναι πενήντα μίλια, με κάθετη βουτιά, και ακόμη και στα πενήντα μίλια ουσιαστικά δεν έχω κανέναν έλεγχο. Υπάρχουν νόμοι της πτήσης που δεν παραβιάζονται και, αν δεν το πιστεύεις, πήγαινε και δοκίμασε! Πιστεύεις ειλικρινά -ειλικρινά όμως- ότι ο μεγάλος σας Γλάρος Ιωνάθαν πετούσε με διακόσια μίλια την ώρα;»
«Κι ακόμη παραπάνω», είπε ο Επίσημος, με απόλυτη τυφλή πίστη. «Και δίδαξε και άλλους να πετούν τόσο γρήγορα».
«Έτσι λέει το παραμύθι σας. Όμως, όταν μου δείξεις ότι μπορείς να πετάξεις τόσο γρήγορα, Επίσημε, τότε θα αρχίσω να ακούω αυτά που λες».

Να το κλειδί λοιπόν - ο Γλάρος Άντονι το κατάλαβε τη στιγμή που είπε αυτά τα λόγια. Δεν ήξερε τις απαντήσεις στα ερωτήματά του, ήξερε όμως ότι θα έδινε ευχαρίστως τη ζωή του για να ακολουθήσει οποιονδήποτε γλάρο θα μπορούσε να του αποδείξει αυτά που έλεγε, να του δείξει μερικές λύσεις που να είναι αποτελεσματικές στην πράξη, που να φέρνουν τελειότητα και χαρά στην καθημερινή ζωή. Μέχρι να βρει αυτόν το γλάρο, η ζωή θα παρέμενε γκρίζα και ζοφερή, παράλογη, χωρίς σκοπό. Κάθε γλάρος θα παρέμενε μια συμπτωματική συλλογή από σάρκα και φτερά που κατευθυνόταν προς τη λήθη.

Ο Γλάρος Άντονι τράβηξε τον δικό του δρόμο, όπως έκαναν όλο και περισσότεροι νεαροί γλάροι, απορρίπτοντας τις απολιθωμένες τελετές και τελετουργίες που γίνονταν στο όνομα του Γλάρου Ιωνάθαν, θλιμμένοι με τη ματαιότητα της ζωής, αλλά τουλάχιστον ειλικρινείς με τον εαυτό τους και αρκετά γενναίοι για να δεχθούν ότι η ζωή ήταν μάταιη.

Ένα απόγευμα ο Άντονι πετούσε πάνω από τη θάλασσα και, όπως σκεφτόταν ότι η ζωή είναι ανώφελη και κάτι ανώφελο εξ ορισμού δεν έχει νόημα, του φάνηκε πως η μοναδική σωστή πράξη ήταν να βουτήξει κάτω στον ωκεανό και να πνιγεί. Καλύτερα να μην υπήρχε καθόλου παρά να υπήρχε όπως τα φύκια, δίχως νόημα ή χαρά.

Ήταν ένα καθαρά λογικό συμπέρασμα, και ο Γλάρος Άντονι προσπαθούσε σε όλη του τη ζωή να είναι ειλικρινής και λογικός. Έτσι κι αλλιώς, αφού θα πέθαινε αργά ή γρήγορα, δεν έβλεπε κανένα λόγο να παρατείνει την οδυνηρή ανία της ζωής.

Έτσι, ανέβηκε στα εξακόσια μέτρα και άρχισε μια βουτιά ίσια προς το νερό, κατεβαίνοντας σχεδόν με πενήντα μίλια την ώρα. Ένιωθε μια παράξενη αγαλλίαση επειδή είχε πάρει την απόφαση επιτέλους. Είχε βρει τη μοναδική απάντηση που είχε κάποια λογική.

Περίπου στα μισά αυτής της βουτιάς θανάτου, με τη θάλασσα να παίρνει κλίση και να γίνεται μια απέραντη επιφάνεια από κάτω του, ακούστηκε ένα δυνατό σφυριχτό βουητό δίπλα στο δεξί του φτερό και ένας άλλος γλάρος τον προσπέρασε... τον προσπέρασε λες και στεκόταν ακίνητος στην παραλία. Φαινόταν μόνο μια λευκή γραμμή να κατεβαίνει αστραπιαία, ένας θολός μετεωρίτης από το διάστημα. Ο Άντονι, ξαφνιασμένος, φρενάρισε καμπυλώνοντας τα φτερά του και απέμεινε να κοιτάζει απορημένος και ανήμπορος το θέαμα.

Ο γλάρος συνέχισε να κατεβαίνει προς τη θάλασσα, μια θολή λευκή κουκκίδα που μίκραινε, μέχρι που πέρασε ξυστά πάνω από τα κύματα κι άρχισε να ανεβαίνει πάλι κάθετα, με το ράμφος να δείχνει στον ουρανό, ενώ ταυτόχρονα εκτελούσε μια μεγάλη αργή κατακόρυφη περιστροφή γύρω από τον άξονά του, για να κλείσει διαγράφοντας έναν απίστευτο τέλειο κύκλο στον αέρα.

Ο Άντονι έχασε την ισορροπία του εκεί που παρακολουθούσε κι άρχισε να πέφτει. Ξέχασε πού βρισκόταν και την έχασε πάλι. «Παίρνω όρκο», είπε δυνατά, «παίρνω όρκο ότι αυτό ήταν γλάρος!» Γύρισε αμέσως προς το άλλο πουλί, που έδειχνε να μην τον έχει προσέξει. «Ε!» φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε. «Ε! ΠΕΡΙΜΕΝΕ!»

Ο γλάρος αμέσως έστριψε παίρνοντας κλίση και, πετώντας με τρομερή ταχύτητα, κατευθύνθηκε προς το μέρος του. Ο Άντονι, ενώ πετούσε οριζόντια, σηκώθηκε κατακόρυφα προς τα πάνω και σταμάτησε ξαφνικά στον αέρα, όπως σταματά ένας σκιέρ την κάθοδό του στο τέλος της πλαγιάς.


«Ε!» Ο Άντονι ήταν λαχανιασμένος. «Τι... τι κάνεις εκεί;» Ήταν ανόητη ερώτηση, αλλά δεν ήξερε τι άλλο να πει.
«Με συγχωρείς αν σε ξάφνιασα», είπε ο άγνωστος, με μια φωνή καθαρή και φιλική σαν τον άνεμο. «Δεν υπήρχε κίνδυνος, σ’ έβλεπα συνέχεια. Απλώς έπαιζα... Δεν θα σε χτυπούσα».
«Όχι! Όχι, δεν εννοώ αυτό». Ο Άντονι ένιωθε ξύπνιος και ολοζώντανος για πρώτη φορά στη ζωή του, ένιωθε εμπνευσμένος. «Τι ήταν αυτό που έκανες;»
«Α, μερικοί ωραίοι ελιγμοί, μάλλον. Βουτιά και κατακόρυφη έξοδος με αργή περιστροφή και μετά μια λούπα στο τέλος. Απλώς παίζω. Αν θέλεις να το κάνεις καλά, χρειάζεται λίγη εξάσκηση, όμως είναι ωραίος ελιγμός, δεν νομίζεις;»
«Ωραίος; Είναι, είναι... υπέροχος, αυτό είναι! Αλλά δεν σ’ έχω δει ποτέ στο Σμήνος. Ποιος είσαι;»
«Μπορείς να με λες Ίωνα».

Richard Bach, Ο Γλάρος Ιωνάθαν

Τα χαρακτηριστικά της σκέψης του Δαρβίνου που τον βοηθούσαν να βρίσκει ισορροπία

Στις, 12 Φεβρουαρίου 1809, γεννήθηκε ο σπουδαίος Κάρολος Δαρβίνος.

Η περίπτωση του Κάρολου Δαρβίνου αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα επιστήμονα που πραγματεύθηκε την ουσιώδη ένταση μεταξύ σκεπτικισμού και ευπιστίας.

Ο ιστορικός της επιστήμης Φρανκ Σάλογουεϋ (Frank Sulloway) εντοπίζει τρία χαρακτηριστικά στη σκέψη του Δαρβίνου που βοηθούσαν τον μεγάλο φυσιοδίφη να βρίσκει ισορροπία:

α) Σεβόταν τη γνώμη των άλλων, αλλά δεν δίσταζε να αμφισβητεί τις «αυθεντίες» (γνώριζε από πρώτο χέρι τη θεωρία της «μεμονωμένης δημιουργίας» και όμως την ανέτρεψε με τη δική του θεωρία, της φυσικής επιλογής).

β) Έδινε ιδιαίτερη σημασία στα στοιχεία που έρχονταν σε αντίθεση με τις θεωρίες του (ο Δαρβίνος συμπεριέλαβε στην Καταγωγή των ειδών ένα κεφάλαιο με τίτλο «Δυσχέρειες της θεωρίας» — ως εκ τούτου οι αντίπαλοί του σπάνια κατόρθωσαν να εγείρουν κάποια αντίρρηση που ο ίδιος να μην είχε ήδη σε κάποιον βαθμό μελετήσει).

γ) Χρησιμοποίησε γενναιόδωρα τη συνεισφορά άλλων (το σύνολο της αλληλογραφίας του αριθμεί πάνω από 14.000 επιστολές, οι περισσότερες από τις οποίες περιλαμβάνουν εκτενείς ανταλλαγές απόψεων και ερωταπαντήσεις γύρω από επιστημονικά ζητήματα).

Ο Δαρβίνος έθετε συνέχεια ερωτήματα, μάθαινε συνεχώς, με αρκετή αυτοπεποίθηση ώστε να διατυπώνει πρωτότυπες ιδέες, αλλά και με αρκετή μετριοφροσύνη ώστε να αναγνωρίζει ότι μπορεί και να κάνει λάθος.

«Συνήθως, η επιστημονική κοινότητα στο σύνολό της είναι εκείνη στην οποία εμφανίζεται η ουσιώδης αυτή ένταση μεταξύ παράδοσης και αλλαγής», παρατηρεί ο Σάλογουεϋ, «αφού οι περισσότεροι άνθρωποι τείνουν συνήθως προς τον έναν ή τον άλλο τρόπο σκέψης. Εκείνο που είναι σχετικά σπάνιο στην ιστορία της επιστήμης είναι η τόσο επιτυχής συνύπαρξη αυτών των δύο αντίθετων χαρακτηριστικών σε ένα μόνον άτομο» (1991, σ. 32).

Πυθαγόρειος διαλογισμός

«Η φύσης και η αλήθεια δεν αποκαλύπτονται ποτέ γυμνές στα μάτια εκείνων των ανθρώπων που καρδιά των τρέφει ακόμη ίχνη κακίας και ο νους των γίνεται στίβος όπου στροβιλίζονται αντιφυσικοί διαλογισμοί και σκέψεις ταπεινές»
Πυθαγόρας

Το κλειδί της ευδαιμονίας είναι η αυτογνωσία δια μέσου της αυτοκάθαρσης. Ιδού η ατραπός:

Μην επιτρέψεις στα μάτια σου ύπνο απαλό πριν εξετάσεις τρεις φορές τις πράξεις της ημέρας: "Τι παρέβην; Τι δ' έρεξα; Τι μοι δέον ουκ ετελέσθη;"
  • Tι έπραξα που δεν έπρεπε;
  • Τι έπραξα που έπρεπε;
  • Τι δεν έπραξα που έπρεπε;
Ξεκινώντας από το πρώτο να προχωράς στη συνέχεια, και μετέπειτα προσεκτικά μεν, για τα κακώς πεπραγμένα σου να μέμφεσαι τον εαυτό σου, για τα χρηστά δε να ευχαριστιέσαι.

Γι’ αυτά να μοχθείς, να ασκείσαι, αυτά πρέπει να αγαπάς.Μ' αυτά ασχολήσου, αυτά μελέτα με προσοχή, αυτά είναι ανάγκη να αγαπήσεις με ζήλο.

Ιεροκλέους, «Χρυσά Έπη» του Πυθαγόρα

Η Θούλη και η επίσκεψη του Πυθέα

Η ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΟΥ ΒΟΡΕΙΟΥ ΠΟΛΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΥΘΕΑ

Ο Στράβων ήταν ένας αρχαίος Έλληνας ιστορικός, γεωγράφος και φιλόσοφος. Ειδικότερα, ως γεωγράφος, συγκαταλέγεται στους διασημότερους της αρχαίας εποχής.

Από τα ελάχιστα που διασώθηκαν, από περιγραφές μεταγενεστέρων, ας δούμε τι γράφουν από τις παρατηρήσεις του Στράβωνα που σχολίασε το ταξίδι του Πυθέα…

Ο Στράβων στα «Γεωγραφικά» του βιβλίο Β τέταρτο κεφάλαιο γράφει:

«Ο Πολύβιος εξ άλλου γράφοντας γεωγραφία για τις χώρες της Ευρώπης λέει να αφήσουμε τους αρχαίους και να εξετάσουμε εκείνους που τους ελέγχουν, όπως τον Δικαίαρχο και τον Ερατοσθένη που ασχολήθηκαν με την Γεωγραφία, και τον Πυθέα από τον οποίο πολλοί παρασύρθηκαν και ο οποίος υποστηρίζει ότι γύρισε όλη τη Βρετανική και αποδίδει περίμετρο στο νησί πάνω από σαράντα χιλιάδες στάδια. Ιστόρησε δε και τα σχετικά με τη Θούλη στους οποίους ούτε γη υπήρχε, ακόμη δε ούτε θάλασσα, ούτε αέρας, αλλά ένα κράμα από όλα αυτά, που έμοιαζε με θαλάσσιο πνεύμονα στον οποίο, όλα ταλαντεύονται και ο θαλάσσιος πνεύμονας τα έδερνε όλα αυτά, ώστε σε αυτόν κάποιος δεν μπορούσε ούτε να πορευτεί ούτε να πλεύσει… επισκέφτηκε τα παράλια όλης την Ευρώπης που βρέχονται από Ωκεανό από τα Γάδειρα μέχρι τον Τάναιν (ποταμός Δον της Ρωσίας)…».

Από αυτό το απόσπασμα βγάζουμε πολύτιμα συμπεράσματα, αν αναλυθεί το αρχαίο κείμενο λέξη-λέξη βλέπουμε ότι ο Πυθέας μιλούσε απευθυνόμενος όχι στο λαό αλλά σε επιστήμονες. Γράφοντας «ούτε γη υπήρχε, ακόμη δε ούτε θάλασσα, ούτε αέρας, αλλά ένα κράμα από όλα αυτά» εξηγεί ότι η γη, η θάλασσα και ο αέρας δεν ήταν σώματα απλά και αυθύπαρκτα αλλά σώματα ύλες σύνθετες που προερχόντουσαν από ένωση με άλλα σώματα «σύγκριμα τι εκ τούτων», ο Επίκουρος (341-270 πχ) δίδαξε: 

«Τα πρώτα σώματα απλά, τα δε εξ εκείνων συγκρίματα», η δε φράση «καθ' αυτήν» μιλάει για μίγματα σωμάτων.

Έμοιαζε θαλάσσιο πνεύμονα «πνεύμονι θαλαττίω εοικός» υπονοεί πυκνόρρευστη μάζα στην οποία δεν μπορεί κάποιος να πλεύσει και να περπατήσει, η ψύξη που επικρατούσε ήταν το κυρίαρχο στοιχείο που απαγόρευε την αναπνοή.

Η περιγραφή αυτή του Στράβωνα (που ήταν ένα μικρό απόσπασμα) πέρασε λέξη-λέξη από το σύγχρονο επιστημονικό μικροσκόπιο και οι σημερινοί επιστήμονες διαπίστωσαν πόσο περιεκτική και σαφής ήταν σε λίγες λέξεις η περιγραφή των συνθηκών του Βόρειο πόλου.

Η ΘΟΥΛΗ

Η Thule στους μεσαιωνικούς γεωγραφικούς χάρτες δείχνουν οποιαδήποτε απόμακρη θέση που βρίσκεται πέρα από τα “σύνορα του γνωστού κόσμου.” Μερικοί άνθρωποι χρησιμοποιούν την Thule ως Λατινικό όνομα για τη Γροιλανδία χρησιμοποιείται η Thule και για την Ισλανδία.

Στη Θούλη κανείς δεν είχε φτάσει μέχρι τότε, τι ήταν η Θούλη; Μα τι άλλο η γη του βορά, ο Βόρειο Πόλος και η κατάκτησή της περιγράφεται από τα δύο έργα του Πυθέα τα «Περί Ωκεανού» και «Πυθέως Περίπλους», αποσπάσματα των έργων του παραθέτουν και οι Ίππαρχος,, Ερατοσθένης, Ποσειδώνιος, Τιμαίος, Μαρκιανός, Στράβων,ο Πολύβιος , ο Δικαίαρχος αλλά και οι Ρωμαίοι συγγραφείς.

Στη Θούλη κατάφεραν να φτάσουν με αεροπλάνο το 1926 ο Αμερικανός ναύαρχος Richard Byrd, ο Νάνσεν στις 7-4-1895 και ο Πήρυ στις 6-4-1909!!! Ο μεγάλος Γάλλος θαλασσοπόρος Λουδοβίκος Μπουκαινβίλλ (1729-1881μχ) έγραψε «Ο Πυθέας ο Μασσαλιώτης πρέπει απαραίτητα να κατατάσσεται εις την χορείαν των μεγάλων θαλασσοπόρων της ιστορίας, των Μαγγελάνων, των Κολόμβων κα και ναδιδάσκεται στα σχολεία

Τι σημαίνει Θούλη; «Θου» στην αττική σημαίνει τον Θεό «λη» σημαίνει λίθος… Δηλαδή Θεϊκή γη, μερικοί δίνουν την εξήγηση ότι προέρχεται από το «θόλος» και κάποιοι ότι προέρχεται από το «θολύω» που σημαίνει σκοτεινός, ο ίδιος ο Πυθέας γράφει ότι έφτασε «μετά έξι ημεραίους πλους εις την Θούλη», σήμερα Θούλη λέμε το Βόρειο πόλο, πριν δηλαδή 331πχ + 2009μχ = 2340 χρόνια οι Έλληνες μιλούσαν για Βόρειο πόλο.

Δες τι γράφει ο Στράβων

«Ο μεν ουν Μασσαλιωτης Πυθέας τα περί Θούλην την βορειοτάτην των Βρετανίδων ύστατα λέγει, παρ οις ο αυτός εστι τω αρκτικώ ο θερινός κύκλος , παρά δε των άλλων ουδέν ιστορώ, ουθ ότι Θούλη νήσος εστί τις ουτ ει τα μέχρι δεύρο οικήσιμα εστίν, όπου ο θερινός τροπικός άρκτικός γίνεται».

Δηλαδή: «Ο μεν λοιπόν Πυθέας ο Μασσαλιώτης σχετικά με την Θούλη. λέει ότι είναι βορειότερη από τα Βρετανικά νησιά και αποτελεί το έσχατο μέρος του κόσμου, όπου και ο θερινός τροπικός κύκλος είναι ίδιος με τον αρκτικό κύκλο. Από δε τους άλλους τίποτε δε διηγούμαι (εννοεί συγγραφείς), ούτε ότι υπάρχει κάποιο νησί Θούλη, ούτε εάν τα μέρη αυτά τώρα είναι κατοικήσιμα, εκεί όπου ο θερινός τροπικός γίνεται αρκτικός».

Ο Στράβων αδυνατεί να πιστέψει ότι έφτασε άνθρωπος στο Βόρειο πόλο και ονομάζει τον Πυθέα ψεύτη, ευτυχώς όμως που ασχολήθηκε με τον Πυθέα στην πολεμική του αυτή διότι μας έδωσε πολλά αποσπάσματα από τα γραπτά του Πυθέα.

ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ, Η ΑΡΧΑΙΟΤΕΡΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΟΡΤΗ

Ως γνωστόν η γονιμότητα αποτελεί έναν από τους κύριους στόχους της λατρευτικής πρακτικής στα πλαίσια της Αρχαίας Ελληνικής Θρησκείας. Η γονιμότητα της Φύσης, για την ικανοποίηση των αναγκών του καρποσυλλέκτη, του κυνηγού και του αλιέα, η γονιμότητα των αγρών, για την ανταμοιβή του μόχθου του καλλιεργητή, η γονιμότητα των κοπαδιών, για τη διατήρηση και την αύξηση του ζωντανού πλούτου του κτηνοτρόφου, η γονιμότητα τέλος των ανθρώπων, για την αύξηση και την διαιώνιση των κοινωνιών.

Με το κριτήριο λοιπόν της γονιμότητας ερμηνεύεται εύκολα όλος εκείνος ο διάχυτος ερωτισμός της Ελληνικής Μυθολογίας - πάμπλουτης αυτής ποιητικής έκφρασης της Αρχαίας Ελληνικής Θρησκείας η οποία αποτυπώνεται σε κάθε μορφή της αρχαίας Ελληνικής Τέχνης - εφόσον ο θεοποιημένος Έρως είναι αυτός που διασφαλίζει την πολυπόθητη και πολύμορφη γονιμότητα διαμέσου της χαράς και της ηδονής της ερωτικής συνεύρεσης.

Εν τέλει η βιωματική εμπειρία του Έλληνα ανθρώπου ότι όλα γύρω του δια του Έρωτος γεννιώνται και αναγεννιώνται, του υπαγόρευε την πεποίθηση πως όχι μόνον τα όντα του άμεσου περιβάλλοντός του αλλά και ο κόσμος ολόκληρος, το Σύμπαν, αποτελεί το σύνολο των καρπών αέναων ερωτικών πράξεων - έλξεων, συμμίξεων και γεννήσεων - πεποίθηση η οποία ειδωμένη ποιητικά και συμβολικά όχι μόνον δεν διαψεύθηκε αλλά αντίθετα επιβεβαιώθηκε από τη σύγχρονη επιστήμη, τα ογκώδη θεμέλια της οποίας έθεσε ο Ελληνικός Πολιτισμός.

Ως εκ τούτου ο Έρως, ως έννοια και ως πρακτική, ως έκφραση και ως εκδήλωση, ελλοχεύει σε κάθε πτυχή της Ελληνικής Κοσμοαντίληψης και κυριαρχεί σε όλα τα πεδία της Ελληνικής Θρησκείας. Τα πάντα έλκονται δια του Κάλλους και πάντα σμίγουν ηδονικά και γεννούν τους καρπούς των ερώτων τους. Εάν λοιπόν έχουμε κατά νου τη θεμελιώδη σημασία του Έρωτα στη δομή της Ελληνικής Κοσμοαντίληψης, μπορούμε πλέον να προσεγγίσουμε και να κατανοήσουμε οποιαδήποτε επιμέρους έκφραση του αρχαίου Ελληνικού βίου αλλά και να αναγνωρίσουμε τις παραφυάδες εκείνες, οι οποίες, αν και αλλοιωμένες συχνά εκ πρώτης όψεως, εντούτοις διατηρούνται ακόμη διαμέσου των αιώνων και ερήμην των μισελληνικών διώξεων και κατατρεγμών, και αναπαράγονται γεμάτες σφρίγος και νεανικό παλμό. Μια από τις παραφυάδες αυτές, η παλαιότερη κατά την ταπεινή μου γνώμη, η οποία επιβιώνει και αναπαράγεται σε ετήσια βάση είναι η γιορτή του Καρναβαλιού.

Καρναβάλι λοιπόν... Ή «Κάρνα» - «βάλι». Προφανώς είναι μια σύνθετη λέξη. Ποιά είναι όμως η προέλευση των δύο αυτών συνθετικών;

Ας ανοίξουμε τον Όμηρο. Σε πάμπολλους στίχους τόσο της Ιλιάδας όσο και της Οδύσσειας (Θ 306, Π 392, ε 376, θ 92, ι 140, υ 75 κ.α.) συναντάμε τη λέξη «καρ» και τα παράγωγά της. Η λέξη αυτή σημαίνει «κεφάλι» και σύγχρονη επιβίωσή της είναι βεβαίως η «κάρα». Εάν τώρα προσθέσουμε και το ευφωνικό «ν» στην ομηρική λέξη «καρ», φτάνουμε κιόλας στη λέξη «κάρνος». Τι σημαίνει η λέξη αυτή;

Η Ελληνική Μυθολογία μας πληροφορεί ότι ο Κάρνος ήταν κάποιος μάντης του Θεού Απόλλωνα από την Ακαρνανία, τον οποίο σκότωσε ο Ηρακλείδης Ιππότης, ο γιος του Φύλαντος. Οι συγγενείς του Ιππότου μάλιστα αναγκάστηκαν στη συνέχεια να προσφέρουν πλούσιες θυσίες στον Απόλλωνα προκειμένου να εξευμενίσουν την οργή του για τον φόνο του Κάρνου. Ο περιηγητής Παυσανίας αναφέρει τον Κάρνο και ως Κριό (Λακωνικά 13, 4) γεγονός που δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι η λέξη «κάρνος» σημαίνει «κριός».

Κάρνος ονομαζόταν επίσης κι ένας αρχαιότατος ποιμενικός, κριόμορφος και ιθιφαλλικός Θεός των Πελοποννησίων, προστάτης της γονιμότητας, άγνωστος ίσως σήμερα στους περισσότερους αλλά αντίστοιχος περίπου με τον γνωστότερο Πρίαπο του Ελλησπόντου. Ουσιαστικά δηλαδή ο Κάρνος ήταν ένας γονιμοποιητικός Θεός, τόσο των Λακώνων όσο και των Μεσσηνίων, πριν από την επικράτηση των Δωριεών στη νότια Πελοπόννησο, ενταγμένος στην χορεία των ζωόμορφων θεοτήτων οι οποίες, σύμφωνα με την ιστορία των θρησκειών, προηγήθηκαν των ανθρωπόμορφων.

Από το ουσιαστικοποιημένο επίθετο «Κάρνειος» παράγεται στον πληθυντικό η ονομασία της εορτής «τα Κάρνεια», η οποία κατά τους ιστορικούς χρόνους τελείτο σε όλες τις δωρικές πόλεις προς τιμή του Καρνείου Απόλλωνος. Εορτάζονταν με ιδιαίτερη λαμπρότητα στο Γύθειο, στο Οίτυλο και στα Λεύκτρα της Λακωνίας, στη Καρδαμύλη και στις Φαρές Μεσσηνίας, στην Σικυώνα της Κορινθίας, στο Άργος της Αργολίδος και προπάντων στο Ιερό Άλσος με τα κυπαρίσσια, το λεγόμενο Καρνάσιον ή Καρνειάσιον στη μεσσηνιακή Οιχαλία. Το Άλσος αυτό βρισκόταν δίπλα στην όχθη του ποταμού Χάραδρου και το κοσμούσαν τα περικαλλή αγάλματα του Κριοφόρου Ερμού, της Αγνής (τοπική ονομασία της Περσεφόνης) και του Καρνείου Απόλλωνα (βλ. Παυσανίας Μεσσηνικά 2,2). Οι εορταστές μεταμφιέζονταν όλοι και συμμετείχαν σε μυστήρια παρόμοια με εκείνα της Ελευσίνας, τα οποία κατά την μυθολογική παράδοση ίδρυσε ο Ελευσίνιος Καύκων, ο γιος του Κελαίνου, ενώ κατά το πέρας της γιορτής γινόντουσαν πάνδημα συμπόσια και «πανηγυρισμοί»!

Όσον αφορά την καταγωγή του Καρναβαλιού αρκετοί ανοιχτόμυαλοι ερευνητές, ημεδαποί τε και αλλοδαποί, αρχίζουν να εγκαταλείπουν πλέον στις ημέρες μας τις θεωρίες περί του «χορού του κρέατος» ή της «απόσυρσης του κρέατος», παρεπόμενες της χριστιανικής απόκρεω, και αποδίδουν τη μεγάλη γιορτή της γενικευμένης εαρινής λαϊκής ευωχίας σε εθιμικές επιβιώσεις διονυσιακών τελετών. Οι φίλοι αυτοί, παρόλο που πορεύονται προς τη σωστή κατεύθυνση, τελικά σφάλουν. Διότι το Καρναβάλι είναι μεν επιβίωση αρχαίων Ελληνικών θρησκευτικών γονιμοποιητικών τελετών, όχι όμως των διονυσιακών αλλά των απολλώνιων.

Πάμε τώρα στο δεύτερο συνθετικό της λέξης «Καρναβάλι».

Κατ' αρχήν το επίρρημα «βάλλε» ή «άβαλε» στα αρχαία ελληνικά σημαίνει «είθε» και «μακάρι». Έπειτα, μερικές από τις δεκαπέντε και πλέον σημασίες του ρήματος «βάλλω» έχουν την έννοια του «στρέφω», «σείομαι πέρα δώθε», «ελαύνω», «φορώ», «προκαλώ», «ρίπτομαι» αλλά και... «φωτίζω».

Από εδώ κι έπειτα περνάμε στο ρήμα «βαλλίζω» που σημαίνει «χοροπηδώ», στα ουσιαστικά «βαλλισμός» δηλαδή «πηδηχτός χορός».

Με βάση τα προηγούμενα θα μπορούσαμε λοιπόν να συμπεράνουμε ότι:
Μια έκφραση του τύπου «καρνάβαλε», θα μπορούσε να σημαίνει «είθε Θεέ Κάρνε» να εκπληρώσει τις γονικοποιητικές μας προσδοκίες για την αύξηση των γεννημάτων μας.

Μια έκφραση του τύπου «καρναβάλλω» θα μπορούσε να σημαίνει «στρέφομαι ή σείομαι πέρα δώθε», κατά την διάρκεια της σχετικής εορτής, πρός τιμή του Θεού Κάρνου ή του Καρνείου Απόλλωνα.

Μια έκφραση του τύπου «καρναβαλίζω» θα μπορούσε να σημαίνει ότι «χοροπηδώ» στο πανηγύρι του Κάρνου, φορώντας τα κέρατα του Θεού ή το κριόμορφο προσωπείο του.

Ύμνος Πρόκλου: Εις Αθηνάν Πολυμήτιν

Εισάκουσε με, τέκνο του ασπιδοφόρου Διός,
που ξεπήδησες από την πηγή του γεννήτορα και από την κορυφή της σειράς,
αντρόψυχη, ασπιδοφόρα, μεγαλοδύναμη, κόρη του ισχυρού πατέρα,
Παλλάδα, Τριτογένεια, χρυσόκρανη εσύ που κραδαίνεις το δόρυ,
εισάκουσέ με.
Δέξου, δέσποινα, τον ύμνο με διάθεση ευμενή
και μην αφήσεις ποτέ έτσι τα λόγια μου στο έλεος των ανέμων,
εσύ που άνοιξες τις θεοπάτητες πύλες της σοφίας
και δάμασες τα φύλλα των χθόνιων Γιγάντων που πολέμησαν τους θεούς.
εσύ που αποφεύγοντας τον πόθο του ερωτοχτυπημένου Ηφαίστου
διαφύλαξες το αδάμαστο χαλινάρι της παρθενίας σου.
Εσύ που στον αιθέρα έσωσες ακέραιη την καρδιά του βασιλέα Βάκχου,
ο οποίος κάποτε σπαράχτηκε από τα χέρια των Τιτάνων,
και την πήρες και την έφερες στον πατέρα,
για να ξαναγεννηθεί στον Κόσμο ένας νέος Διόνυσος από την Σεμέλη
σύμφωνα με τις άρρητες βουλές του πατέρα.
Εσύ που το τσεκούρι σου, αφού έκοψε σύρριζα τα θηριώδη κεφάλια,
σταμάτησε τη γένεση των παθών της παντεπόπτριας Εκάτης.
Εσύ που αγάπησες τη σεβαστή δύναμη των αρετών που αφυπνίζουν τους θνητούς.
Εσύ που στόλισες ολόκληρη τη ζωή με πολύμορφες τέχνες
βάζοντας μέσα στις ψυχές νοητική δημιουργία.
Εσύ που έλαβες την Ακρόπολη στην ψηλόκορφο βράχο,
σύμβολο, δέσποινα της κορυφής της μεγάλης σου σειράς.
Εσύ που αγάπησες την αντροθρέφτρα γη, τη μητέρα των βιβλίων,
αντιστεκόμενη στον ιερό πόθο του πατραδελφού σου,
και έδωσες στην πόλη να έχει το όνομα και την ευγενή σοφία σου.
Εκεί, κάτω από τις παρυφές της κορφής του βουνού
έκανες να βλαστήσει μια ελιά,
σημάδι της μάχης ολοφάνερο για τους μεταγενέστερους.
Τότε με την καθοδήγηση του Ποσειδώνα
ένα τεράστιο κύμα που σηκώθηκε από την θάλασσα
έπεσε πάνω στους απογόνους του Κέκροπα,
πλήττοντας τα πάντα με τα πολυτάραχα νερά του.

Εισάκουσέ με,
εσύ που ακτινοβολείς αγνό φώς από το πρόσωπο σου.
Δώσε μακάριο λιμάνι σε μένα που περιπλανιέμαι περί γαία,
δώσε στην ψυχή μου αγνό φως, σοφία και έρωτα από τους ιερούς μύθους σου.
Έμπνευσε στον ερωτά μου τόση και τέτοια δύναμη,
ώστε από τους κόλπους της γης να με τραβήξει και πάλι προς τον Όλυμπο,
στην κατοικία του πατέρα σου.
Κι αν κάποιο βαρύ σφάλμα της ζωής μου με δαμάζει –
γιατί γνωρίζω ότι μαστίζομαι από πολλές, κάθε φορά διαφορετικές,
ανόσιες πράξεις, τις οποίες διέπραξα με ασύνετο θυμό – ,
λυπήσου με, θεά με την γλυκιά βουλή,
Σώτειρα των θνητών,
και μη με αφήσεις να γίνω λάφυρο και έρμαιο
των τρομερών Ποινών πεσμένο στο έδαφος.
Γιατί καυχιέμαι ότι ανήκω σε σένα.
Δώσε στα μέλη μου σταθερή και αβασάνιστη υγεία,
και διώχνε τις αγέλες των πικρών νόσων που λειώνουν τη σάρκα,
ναι ικετεύω, βασίλισσα,
και με το αθάνατο χέρι σου σταμάτα όλη την αθλιότητα των μαύρων πόνων.
Δώσε στο ταξίδι της ζωής μου ήπιους ανέμους,
παιδιά, σύζυγο, κλέος, λατρευτή χαρά, πειθώ, συζητήσεις με φίλους,
εύστροφο νου, δύναμη εναντίον των εχθρών, εξέχουσα θέση μεταξύ του λαού.
Εισάκουσέ με, εισάκουσε με, βασίλισσα.
Ενώπιον σου προσέρχομαι με θερμές ικεσίες λόγω επιτακτικής ανάγκης.
Κι εσύ εισάκουσέ με με ευμένεια. -

***
Κλῦθί μευ, αἰγιόχοιο Διὸς τέκος,
ἡ γενετῆρος πηγῆς ἐκπροθοροῦσα καὶ ἀκροτάτης ἀπὸ σειρῆς·
ἀρσενόθυμε, φέρασπι, μεγασθενές, ὀβριμοπάτρη,
Παλλάς, Τριτογένεια, δορυσσόε, χρυσεοπήληξ,
κέκλυθι·
δέχνυσο δ᾽ ὕμνον ἐύφρονι, πότνια, θυμῷ,
μηδ᾽ αὔτως ἀνέμοισιν ἐμόν ποτε μῦθον ἐάσῃς,
ἡ σοφίης πετάσασα θεοστιβέας πυλεῶνας
καὶ χθονίων δαμάσασα θεημάχα φῦλα Γιγάντων·
ἣ πόθον Ἡφαίστοιο λιλαιομένοιο φυγοῦσα
παρθενίης ἐφύλαξας ἑῆς ἀδάμαντα χαλινόν·
ἣ κραδίην ἐσάωσας ἀμιστύλλευτον ἄνακτος αἰθέρος
ἐν γυάλοισι μεριζομένου ποτὲ Βάκχου Τιτήνων ὑπὸ χερσί,
πόρες δέ ἑ πατρὶ φέρουσα, ὄφρα νέος βουλῇσιν ὑπ᾽ ἀρρήτοισι τοκῆος
ἐκ Σεμέλης περὶ κόσμον ἀνηβήσῃ Διόνυσος·
ἧς πέλεκυς, θήρεια ταμὼν προθέλυμνα κάρηνα,
πανδερκοῦς Ἑκάτης παθέων ηὔνησε γενέθλην·
ἣ κράτος ἤραο σεμνὸν ἐγερσιβρότων ἀρετάων·
ἣ βίοτον κόσμησας ὅλον πολυειδέσι τέχναις δημιοεργείην νοερὴν ψυχαῖσι βαλοῦσα·
ἣ λάχες ἀκροπόληα καθ᾽ ὑψιλόφοιο κολώνης,
σύμβολον ἀκροτάτης μεγάλης σέο, πότνια, σειρῆς·
ἣ χθόνα βωτιάνειραν ἐφίλαο, μητέρα βίβλων,
πατροκασιγνήτοιο βιησαμένη πόθον ἱρόν,
οὔνομα δ᾽ ἄστεϊ δῶκας ἔχειν σέο καὶ φρένας ἐσθλάς·
ἔνθα μάχης ἀρίδηλον ὑπὸ σφυρὸν οὔρεος ἄκρον σῆμα
καὶ ὀψιγόνοισιν ἀνεβλάστησας ἐλαίην,
εὖτ᾽ ἐπὶ Κεκροπίδῃσι Ποσειδάωνος ἀρωγῇ μυρίον ἐκ πόντοιο κυκώμενον ἤλυθε κῦμα,
πάντα πολυφλοίσβοισιν ἑοῖς ῥεέθροισιν ἱμάσσον.

κλῦθί μευ,
ἡ φάος ἁγνὸν ἀπαστράπτουσα προσώπου·
δὸς δέ μοι ὄλβιον ὅρμον ἀλωομένῳ περὶ γαῖαν,
δὸς ψυχῇ φάος ἁγνὸν ἀπ᾽ εὐιέρων σέο μύθων καὶ σοφίην καὶ ἔρωτα·
μένος δ᾽ ἔμπνευσον ἔρωτι τοσσάτιον καὶ τοῖον,
ὅσον χθονίων ἀπὸ κόλπων αὖ ἐρύσῃ πρὸς Ὄλυμπον ἐς ἤθεα πατρὸς ἐῆος.
εἰ δέ τις ἀμπλακίη με κακὴ βιότοιο δαμάζει –
οἶδα γάρ, ὡς πολλοῖσιν ἐρίχθομαι ἄλλοθεν ἄλλαις πρήξεσιν οὐχ ὁσίαις,
τὰς ἤλιτον ἄφρονι θυμῷ -, ἵλαθι, μειλιχόβουλε, σαόμβροτε,
μηδέ μ᾽ ἐάσῃς ῥιγεδαναῖς Ποιναῖσιν ἕλωρ καὶ κύρμα γενέσθαι κείμενον ἐν δαπέδοισιν,
ὅτι τεὸς εὔχομαι εἶναι. δὸς γυίοις μελέων σταθερὴν καὶ ἀπήμον᾽ ὑγείην,
σαρκοτακῶν δ᾽ ἀπέλαυνε πικρῶν ἀγελάσματα νούσων,
ναί, λίτομαι, βασίλεια,
καὶ ἀμβροσίῃ σέο χειρὶ παῦσον ὅλην κακότητα μελαινάων ὀδυνάων.
δὸς βιότῳ πλώοντι γαληνιόωντας ἀήτας,
τέκνα, λέχος, κλέος, ὄλβον, ἐυφροσύνην ἐρατεινήν, πειθώ, στωμυλίην φιλίης,
νόον ἀγκυλομήτην, κάρτος ἐπ᾽ ἀντιβίοισι, προεδρίην ἐνὶ λαοῖς.
κέκλυθι, κέκλυθ᾽,
ἄνασσα· πολύλλιστος δέ σ᾽ ἱκάνω χρειοῖ ἀναγκαίῃ·
σὺ δὲ μείλιχον οὖας ὑπόσχε
ς.

Διδώ: Η ιδρύτρια της Καρχηδόνας

Στην Ελληνική μυθολογία η Διδώ ήταν πριγκίπισσα της Τύρου. Η Διδώ, ήταν αυτή που πήγε αναγκαστικά, αφού έτσι το θέλησε η μοίρα, στη Βόρεια Αφρική και ίδρυσε την Καρχηδόνα.

Η Διδώ είχε κληρονομήσει το θρόνο της Τύρου από τον πατέρα της, Μάττα ή Μύττο μαζί με τον σύζυγό της Σιχαίο, πλούσιο ιερέα του Ηρακλή...

Ο νεότερος όμως αδελφός της Διδούς, ο Πυγμαλίων, δολοφόνησε τον Σιχαίο και κατέλαβε την εξουσία. Μόλις το έμαθε η Διδώ, μη θέλοντας προφανώς να δώσει συνέχεια στο οικογενειακό δράμα, πήρε τους θησαυρούς του νεκρού συζύγου της και επιβιβάσθηκε σε ένα πλοίο μαζί με μερικούς αφοσιωμένους κατοίκους της Τύρου και δούλους της.

Το πλοίο τους μετέφερε αρχικά στην Κύπρο και στη συνέχεια στις ακτές της Λιβύης, στη χώρα Γετουλία ή Νουμιδία, όπου ζήτησε από τους ντόπιους κατοίκους και τον βασιλιά τους Ιάρβα να την αφήσουν να χτίσει στην ακτή μία πόλη.

Ο Ιάρβας στην αρχή αρνήθηκε, όταν όμως η Διδώ τον δωροδόκησε καλά, δέχθηκε, υπό τον όρο η πόλη να καταλαμβάνει τόση έκταση όση ένα τομάρι βοδιού! Η πανέξυπνη Διδώ τότε έκοψε το τομάρι του ζώου σε πολύ στενές λωρίδες και ενώνοντας τη μία με την άλλη, περικύκλωσε τόσο χώρο, ώστε της έφθασε να κτίσει την Καρχηδόνα και την ακρόπολή της, τη Βύρσα (βύρσος σημαίνει δέρμα, τομάρι).

Κατά το σκάψιμο των θεμελίων βρέθηκε το κεφάλι ενός βοδιού δείχνοντας μια πόλη που θα είναι πλούσια, αλλά θα υπόκεινται σε άλλους. Σε μια άλλη περιοχή του λόφου όπου σκάφτηκε βρέθηκε το κεφάλι ενός αλόγου υποδεικνύοντας ότι η πόλη θα είναι ισχυρή στον πόλεμο.

Ο Ιάρβας τότε γοητευμένος από την εξυπνάδα της και την γενικότερη παρουσία της τη ζήτησε σε γάμο, η Διδώ όμως, πιστή στη μνήμη του αδικοχαμένου άντρα της, αρνήθηκε την πρόταση σθεναρά.

Και, κατά την εκδοχή αυτή, για να αποφύγει τις συνέπειες από τον βάρβαρο βασιλιά, ανέβηκε σε μια πυρά και αυτοκτόνησε με ένα μαχαίρι.

Η Διδώ στην πυρά
Αυτή την αρχική παράδοση τη μεταρρύθμισαν ως προς το τέλος της οι Ρωμαίοι ποιητές Ναίβιος και Έννιος, επιδιώκοντας να δικαιολογήσουν το άσπονδο μίσος των Καρχηδονίων για τη Ρώμη. Αυτούς ακολούθησε και ο Βιργίλιος, που στο τέταρτο βιβλίο της Αινειάδας (αποτελεί το σημαντικότερο έπος που γράφτηκε ποτέ στη λατινική γλώσσα,) περιγράφει τον τραγικό έρωτα της Διδούς για τον Αινεία, όταν αυτός πέρασε από τη βορειοαφρικανική ακτή.

Ο Αινείας συνάντησε σε ένα σημείο κοντά στην πόλη την Διδώ. Η Αφροδίτη προκάλεσε τον έρωτα μεταξύ των δύο και έτσι η Διδώ ξέχασε την πίστη της στην Ήρα .Ο Αινείας κέρδισε το θαυμασμό και την καρδιά της βασίλισσας Διδώ, εξιστορώντας της τις περιπέτειες του.

Το ζευγάρι ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά, η Διδώ ήταν βασίλισσα και ηγέτιδα και ο Αινείας ένας ρωμαλέος ήρωας που καθοδηγούσε ατρόμητα τις στρατιές του. Ο Αινείας αρχικώς ανταποκρίθηκε στον έρωτα της δυναμικής αυτής αλλά και συναισθηματικής ταυτόχρονα γυναίκας.

Η Διδώ και ο Αινείας ζούσαν μαζί ως κανονικοί σύζυγοι, μέχρι τη στιγμή που ένας αγγελιοφόρος των θεών ήρθε για να του θυμίσει ότι τα καθήκοντα του ήταν άλλα.

Η συνάντηση της Διδούς και του Αινεία
Η σχέση αυτή αποπροσανατόλισε τον Αινεία από εκείνα που του είχε ορίσει η μοίρα και οι συνέπειες ήταν τραγικές, όμως την εγκατέλειψε όταν συνειδητοποίησε ότι η μοίρα του τον καλούσε αλλού.

Έτσι και αυτός αποφάσισε να εγκαταλείψει την Διδώ, εκπλιπαρώντας τη να καταλάβει ότι το πεπρωμένο του ήταν να ιδρύσει μια νέα πόλη. Πήρε εντολή από τον Δία να φύγει απ’ εκεί για την Ιταλία, οπότε και άρχισε να ετοιμάζεται να αναχωρήσει για την Ρώμη, κρυφά φυσικά από την ερωτευμένη μαζί του Διδώ. Η Διδώ όμως το κατάλαβε.

Η Διδώ ετοίμασε μια νεκρική πυρά μέσα στην οποία έριξε το ξίφος του, την εικόνα του και καθετί που μπορούσε να της θυμίζει την απιστία του και καθώς έβλεπε τα τρωικά πλοία να απομακρύνονται στον ορίζοντα, καταράστηκε τον Αινεία και ευχήθηκε να τρέφει η Καρχηδόνα για πάντα μίσος κατά της Ρώμης και των απογόνων του, που ήταν οι Ρωμαίοι.

Τότε ανέβηκε αγέρωχα στην πυρά και κάηκε ή κατά άλλες πηγές αυτοκτόνησε με ένα ξίφος.

Χειρόγραφο της «Αινειάδας» (Βιβλίο 1)
του θανάτου της Διδούς
Στην πραγματικότητα, όπως λέει ο Λαμαρτίνος, η Αινειάδα του Βιργιλίου, παρά τις προσπάθειες και τις καλές προθέσεις του τελευταίου, μάλλον χάλασε παρά βελτίωσε τη συνολική εικόνα και την προσωπικότητα της πριγκίπισσας Διδούς.

Η ατυχία της με τον πρώτο δολοφονημένο σύζυγό της Σιχαίο μαζί με την φυσική απώλεια του θρόνου της, η εγκατάλειψή της στη συνέχεια από τον Αινεία στην Καρχηδόνα, που επίσης ερωτεύτηκε, συνιστούν ομολογουμένως μια μεγάλη αβάσταχτη ατυχία για τη γυναίκα αυτή,αλλά και για το αδηφάγο αναγνωστικό κοινό όλων των εποχών, που πιθανόν να μην άντεχε τόση ατυχία και απελπισία!

Μετά τον θάνατό της τιμήθηκε ως θεά, ο ναός της κτίσθηκε στο λιμάνι της Καρχηδόνας.