Τετάρτη 3 Μαΐου 2023

Αρχές Σύνταξης της Αρχαιοελληνικής Γλώσσας: 10. ΟΝΟΜΑΤΙΚΕΣ ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ


§10.0. Οι προτάσεις, οι οποίες συμπληρώνουν την έννοια του ρήματος, είτε ως εξαρτημένες ερωτήσεις, είτε ως προτάσεις κρίσεως, λέγονται ονοματικές. 

Στην ουσία οι ονοματικές προτάσεις είναι ένα συμπλήρωμα του ρήματος με τη μορφή πρότασης και έχουν τη θέση ενός ονοματικού όρου της πρότασης, δηλαδή του υποκειμένου, αντικειμένου ή επεξήγησης. 

Σε αυτήν την κατηγορία των προτάσεων περιλαμβάνονται οι ειδικές, ενδοιαστικές, πλάγιες ερωτηματικές και αναφορικές ονοματικές προτάσεις.

Να μάθουμε από την ψυχική κατάρρευση

Ένα από τα μεγάλα προβλήματα των ανθρώπων είναι ότι είμαστε υπερβολικά καλοί στο να μην σταματάμε. Είμαστε ειδικοί στο να παραδινόμαστε στις απαιτήσεις της ζωής, ν’ ανταποκρινόμαστε σε όλα αυτά που μας ζητούνται και να εκτελούμε πιστά όλες τις προτεραιότητες που οι άλλοι μας ορίζουν. Είμαστε πάντα παρόντες ως εξαίρετα αγόρια ή κορίτσια – και φέρνουμε σε βόλτα αυτό το μαγικό κατόρθωμα για δεκαετίες, χωρίς την παραμικρή ενόχληση ή την παραμικρή ρωγμή στην προσωπικότητά μας.

Μέχρι που ξαφνικά μια μέρα, προς έκπληξη όλων γύρω μας, συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού μας, σπάμε. Δεν μπορούμε να σηκωθούμε από το κρεβάτι. Πέφτουμε σε βαριά κατάθλιψη. Αναπτύσσουμε αφόρητο κοινωνικό άγχος. Δεν τρώμε. Μιλάμε ακατάπαυστα χωρίς νόημα. Χάνουμε τον έλεγχο κάποιου μέρους του σώματός μας. Νιώθουμε την ανάγκη να κάνουμε κάτι που είναι εντελώς εκτός εαυτού. Γινόμαστε παρανοϊκοί για κάποιο θέμα. Δεν θέλουμε πια ν’ ακολουθήσουμε τους όρους μιας σχέσης, ξεκινούμε εξωσυζυγική σχέση, εντατικοποιούμε τους τσακωμούς, και γενικότερα ταράζουμε την καθημερινότητα με όποιο τρόπο μπορούμε.

Μια ψυχική κατάρρευση, είναι εξαιρετικά ενοχλητική για όλους, κι έτσι, υπάρχει μια έντονη προσπάθεια να θεραπεύσουμε τα συμπτώματα το συντομότερο, να τα εξαφανίσουμε και έτσι να συνεχίσουμε με την καθημερινότητά μας όπως πριν.

Μια τέτοια αντιμετώπιση όμως, δείχνει ότι μάλλον δεν έχουμε καταλάβει τι έχει συμβεί. Μια κατάρρευση δεν είναι απλά μια ένδειξη προσωρινής τρέλας ή δυσλειτουργίας, αλλά μια πραγματική – αν και άκρως άναρθρη – έκκληση για ψυχική υγεία. Είναι μια προσπάθεια ενός μέρους του μυαλού μας, να παρασύρει ένα άλλο μέρος, προς την ανάπτυξη και την κατανόηση την οποία αρνούνταν να κάνει μέχρι τώρα. Αν το δούμε ως παράδοξο, είναι μια προσπάθεια να ξεκινήσει μια διαδικασία ανάρρωσης, μέσα από μια ασθένεια.

Κι έτσι, ο κίνδυνος στο να βλέπουμε μια κατάρρευση μόνο μέσα από μια ιατρική ματιά και να προσπαθούμε να την θεραπεύσουμε άμεσα, είναι ότι μπορεί να χάσουμε ένα μεγάλο μάθημα που είναι ενσωματωμένο μέσα στην ασθένειά μας. Μια κατάρρευση δεν είναι μόνο πόνος, αν και είναι και αυτό φυσικά, αλλά και μια μεγάλη ευκαιρία μάθησης.

Ο λόγος που καταρρέουμε, είναι γιατί τα προηγούμενα χρόνια δεν ήμασταν αρκετά ‘ελαστικοί’. Υπήρχαν πράγματα που παραμερίζαμε στην άκρη του μυαλού μας, μηνύματα που έπρεπε να προσέξουμε, συναισθηματική μάθηση και επικοινωνία που δεν κάναμε – και τώρα, ο συναισθηματικός μας εαυτός, έχοντας περιμένει υπομονετικά για τόσο καιρό, προσπαθεί να ακουστεί με τον μόνο τρόπο που ξέρει. Είναι σε απόγνωση – και θα πρέπει να τον καταλάβουμε και να συμμεριστούμε την σιωπηλή οργή του. Το πιο σημαντικό μήνυμα μιας κατάρρευσης, είναι ότι δεν πρέπει να συνεχίσουμε όπως πριν – ότι τα πράγματα πρέπει ν’ αλλάξουν ή αλλιώς (και αυτό είναι τρομαχτικό όταν το αναγνωρίζουμε), μπορεί να είναι προτιμότερος ο θάνατος.

Γιατί, όμως, δεν μπορούμε ν’ ακούσουμε τις συναισθηματικής μας ανάγκες νωρίτερα με μεγαλύτερη ηρεμία και ν’ αποφύγουμε το μελόδραμα μιας κατάρρευσης; Διότι, η συνείδηση μας είναι από φύση της τεμπέλα και δυσκολεύεται να διακρίνει τέτοια μηνύματα μέχρι να έρθει η βαρβαρότητα της κατάρρευσης. Για χρόνια, δεν ακούει κάποια στεναχώρια, αποφεύγει ν’ αντιμετωπίσει μια δυσλειτουργία σε μια σχέση ή απορρίπτει κάποιες επιθυμίες.

Θα μπορούσαμε να συγκρίνουμε την κατάρρευση με μια επανάσταση. Για πολλά χρόνια, ο λαός πιέζει τους κυβερνώντες να ακούσουν τα αιτήματα του και να κάνουν τις απαραίτητες αλλαγές. Για χρόνια, οι κυβερνώντες κάνουν υποτυπώδης κινήσεις, αλλά βασικά δεν ακούνε – μέχρι μια μέρα, ο κόσμος δεν αντέχει άλλο, μπαίνει στο παλάτι, καταστρέφει όλα τα υπάρχοντα και πυροβολεί στην τύχη, αθώους και ενόχους.

Συνήθως οι επαναστάσεις δεν έχουν καλό τέλος. Τα πραγματικά προβλήματα και οι ανάγκες του κόσμου δεν λύνονται, ούτε καν ανακαλύπτονται. Γίνεται ένας εμφύλιος πόλεμος – καμιά φορά κυριολεκτικά, αυτοκτονία. Το ίδιο ισχύει και στην κατάρρευση.

Ένας καλός φίλος, προσπαθεί να ακούσει τα μηνύματα μιας κατάρρευσης, παρά να σιωπήσει. Συνήθως ανακαλύπτουμε, μέσα από τις ιδιαιτερότητες της, μια έκκληση για περισσότερο προσωπικό χρόνο, μια πιο στενή σχέση με τον άλλον, έναν πιο ειλικρινή και ολοκληρωμένο τρόπο ύπαρξης, μια αποδοχή ως προς το ποιοι είμαστε σεξουαλικά. Γι’ αυτό το λόγο, ξεκινάμε να πίνουμε, βάζουμε τον εαυτό μας σε απομόνωση, γινόμαστε άκρως παρανοϊκοί ή μανιακά σαγηνευτικοί.

Μια κρίση όμως, δείχνει όρεξη για ανάπτυξη, η οποία δεν έχει βρει άλλο τρόπο να εκφραστεί.

Πολλοί άνθρωποι, μετά από κάποιους τρομαχτικούς μήνες ή και κάποιων χρόνων λένε: «Δεν ξέρω αν θα είχα γίνει καλά, αν δεν είχα αρρωστήσει».

Κατά την διάρκεια μιας κατάρρευσης, συχνά αναρωτιόμαστε αν έχουμε τρελαθεί. Όμως, δεν έχουμε. Σίγουρα συμπεριφερόμαστε πολύ περίεργα, αλλά κάτω από την επιφάνεια, είμαστε σε μια κρυφή, αλλά πολύ λογική αναζήτηση για υγεία. Δεν έχουμε αρρωστήσει· ήμασταν ήδη άρρωστοι. Η κρίση, αν καταφέρουμε να την ξεπεράσουμε, είναι η προσπάθεια να ξεφύγουμε από ένα τοξικό status quo, μια επίμονη έκκληση να ξαναχτίσουμε τις ζωές μας πάνω σε μια πιο αυθεντική και ειλικρινή βάση.

Όταν η διαίσθηση και το σώμα σου μιλάνε

Από τα πέντε πρώτα λεπτά που θα γνωρίσουμε κάποιον άνθρωπο, μπορούμε να καταλάβουμε πολλά στοιχεία για τον χαρακτήρα του αν όχι τόσο κάνοντας κάποιες συζητήσεις μαζί του, αλλά έστω από τις εκφράσεις του προσώπου του. Αλλά το πιο σημαντικό από όλα είναι να καταλάβουμε πώς νιώθουμε για αυτό το άτομο.

Πώς αισθανόμαστε όταν είμαστε κοντά του; Νιώθουμε άνεση σε σημείο που μπορούμε, να του εμπιστευθούμε και κάποια ποιο προσωπικά μας ζητήματα γιατί αισθανόμαστε μια οικειότητα με το συγκεκριμένο άνθρωπο και μπορούμε να βασιστούμε και πάνω του; Η από την άλλη άποψη νιώθουμε σαν κάτι να μας κρατάει πίσω και να νιώθουμε μπλοκαρισμένοι σε σημείο να μην μπορούμε να μιλήσουμε.

Μερικές φορές, είναι παρά πολύ σημαντικό να ακούμε το σώμα μας και τις αισθήσεις αλλά και την πιο βασική μας αίσθηση και αυτή είναι η διαίσθηση που μας δίνει κάποιες βασικές πληροφορίες για τον άνθρωπο που έχουμε απέναντι μας ,συνήθως όμως έχουμε μερικές φορές και την τάση σαν άνθρωποι να την αγνοούμε ενώ βλέπουμε από την αρχή κάποια σημάδια.

Και ο λόγος, είναι γιατί στην πραγματικότητα νιώθουμε έναν φόβο στο πόσο μέσα έχουμε πέσει στις προβλέψεις μας, τόσο για αυτό το άτομο γιατί ενώ αρχικά βλέπαμε κάποια σημάδια απλά τα αγνοούσαμε και ο λόγος ήταν επειδή δεν θέλαμε να το πιστέψουμε, όμως όσο περνάει ο καιρός και γνωρίσουμε το συγκεκριμένο άτομο ,βλέπαμε ότι έπρεπε να ακούσουμε την φωνή που υπάρχει μέσα μας.

Οι αισθήσεις μας, δεν πρέπει να αγνοούνται, ειδικά όταν πρόκειται για κατανόηση των συναισθημάτων και των αντιδράσεων μας στους άλλους. Πολλές φορές η διαίσθηση μας μας δίνει σημαντικές πληροφορίες για τους ανθρώπους γύρω μας, που δεν μπορούν να εκφραστούν με λόγια.

Συχνά αγνοούμε τις αισθήσεις μας, επειδή δεν είμαστε συνηθισμένοι να τις παίρνουμε στα σοβαρά, ή επειδή έχουμε μάθει να αγνοούμε τα σημάδια που μας δίνουν οι άλλοι. Ωστόσο, εάν μάθουμε να ακούμε τις αισθήσεις μας, μπορούμε να βελτιώσουμε την επικοινωνία μας με τους άλλους και να αποφύγουμε αρκετά προβλήματα.

Επιπλέον, οι αισθήσεις μας μπορούν να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε καλύτερα τον εαυτό μας και τις ανάγκες μας. Μπορούμε να ακολουθήσουμε τα σημάδια που μας δείχνουν τι μας κάνει ευτυχισμένους και να αποφύγουμε τις καταστάσεις που μας κάνουν να αισθανόμαστε άβολα. Επιπλέον, ο σεβασμός στα συναισθήματά μας είναι εξίσου σημαντικός με το να ακούμε το σώμα μας. Αν νιώθουμε ότι κάτι δεν πάει καλά ή ότι κάτι μας ενοχλεί, τότε πρέπει να το λέμε και να το εκφράζουμε. Δεν πρέπει να επιτρέπουμε σε κανέναν να μας καταπιέζει ή να μας αγνοεί.

Τέλος, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι ο σεβασμός στον εαυτό μας είναι εξίσου σημαντικός με το σεβασμό στους άλλους. Πρέπει να μάθουμε να λέμε όχι όταν χρειάζεται και να μην αφήνουμε τους άλλους να μας εκμεταλλευτούν ή να μας επηρεάσουν αρνητικά.

Σε γενικές γραμμές, όταν η διαίσθηση και το σώμα μας μιλάνε, πρέπει να τα ακούμε και να τα σεβόμαστε. Είναι σημαντικό να αναγνωρίζουμε τα σημάδια που μας δίνει ο εαυτός μας και να μην τα αγνοούμε. Αυτό μπορεί να μας βοηθήσει να προστατευόμαστε από αρνητικές καταστάσεις και να δημιουργούμε υγιείς σχέσεις με τους άλλους.

Άσχημές ψυχές κρυμμένες σε ανθρώπους που μοιάζουν σαν άγγελοι

Άσχημες ψυχές που αργείς να τις ανακαλύψεις…

Άσχημές ψυχές κρυμμένες σε ανθρώπους που μοιάζουν άγγελοι.

Ένα θέμα, από κείνα που έχω αφήσει ξεχασμένα στο συρτάρι μου για μήνες.

Φοβάμαι να το ξεκινήσω, φοβάμαι τις λέξεις με τις οποίες θα χαρακτηρίσω αυτές τις ψυχές, φοβάμαι τον πόνο που θα ξεχειλίσει από μέσα μου και θα αποτυπωθεί στην οθόνη ενός υπολογιστή.

Σήμερα η κλεψύδρα του χρόνου μου τελείωσε και ξεχείλισε το ποτήρι των αναβολών που έδωσα στον εαυτό μου.

Έτσι, ήρθε η στιγμή, να σας μιλήσω γι' αυτούς τους ανθρώπους.

Άσχημη ψυχή σημαίνει «άσχημος» άνθρωπος.

Με μια ασχήμια που δεν φαίνεται με το γυμνό μάτι, μια ασχήμια καλά κρυμμένη βαθιά μέσα του.

Μοιάζει σαν ένα μαχαίρι που στο καρφώνουν σιγά σιγά πίσω στην πλάτη, σε σημείο που δεν μπορείς να το διακρίνεις ούτε όταν γυρνάς το κεφάλι σου.

Άνθρωποι που σε σκοτώνουν χαμογελώντας, σε πληγώνουν θεωρώντας ότι το αξίζεις, σε φορτώνουν με δικά τους βάρη με τόση ευκολία και σε βασανίζουν με έναν θάνατο αργό γεμάτο με τα δικά σου συναισθήματα που σβήνουν ένα ένα.

Άνθρωποι με ψεύτικα χαμόγελα, αγκαλιές γεμάτες αγκάθια και ειρωνικές κουβέντες.

Οι ενοχές δεν τους αγγίζουν καν.

Το βλέμμα τους μαρτυρά τη ζήλεια και τη μνησικακία για ότι όμορφο υπάρχει γύρω τους.

Αναγνωρίζουν από μακριά τους αθώους και θέτουν σε εφαρμογή το σχέδιο τους. Ένα σχέδιο που έχει ένα και μόνο στόχο, να μην μείνει κανείς να πιστεύει στην αγάπη και στην αλήθεια. Να γίνουν όλοι σαν αυτούς.

Σκληροί σαν πέτρα και ύπουλοι σαν φίδια. Τρυπώνουν παντού και κάνουν μόνο κακό. Δεν το ξέρουν το καλό, δεν το έχουν αφήσει να μπει μέσα τους.

Λέξεις όπως αγάπη, συμπόνια, κατανόηση, έλεος τους είναι παντελώς άγνωστες.

Άνθρωποι με «άσχημες» ψυχές.

Είναι εκείνοι που αν τους αντιληφθείς νωρίς, ίσως γλιτώσεις το δηλητήριο τους.

Αν όμως προλάβουν να σε μολύνουν, σου αφήνουν σημάδια στην ψυχή και στο σώμα που δεν θα φύγουν ποτέ από πάνω σου.

Δεν αξίζει να τους πας κόντρα, το μόνο που αξίζουν είναι λύπηση.

Να τους λυπάσαι γιατί δεν ξέρουν τι θα πει ευτυχία μέσα από την αγάπη, δεν ξέρουν τι θα πει να κάνεις καλό και να γεμίζει η ψυχή σου από αυτό.

Να τους λυπάστε και να φεύγετε μακριά τους.

Μόνο αυτό τους αξίζει τελικά.

Είναι ένα ψέμα χωρίς ψυχή.

Αφιερωμένο σε όλους εσάς που με την «ασχήμια» σας μολύνατε και την δικιά μου ζωή.

Οι βαθύτερες ανθρώπινες αξίες και οι συμπονετικοί φίλοι είναι τα πιο σημαντικά πράγματα στη ζωή μας

Οι επιστήμονες έχουν αρχίσει να τονίζουν ότι οι εσωτερικές μας αξίες είναι αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία για μια ευτυχισμένη ζωή, και είναι αυτό που χρειαζόμαστε ακριβώς τώρα, όχι μόνο πνευματικά, αλλά και για την καλή σωματική μας κατάσταση.

Ολόκληρη η κοινωνία μας έχει παραπλανηθεί από τα υλικά αγαθά και έχει χάσει την αίσθηση αυτού που είναι πραγματικά πολύτιμο. Κρίνουμε τα πάντα σε υλικό επίπεδο και δεν αναγνωρίζουμε άλλες αξίες.

Ακόμη και στις οικογένειες, όσοι κερδίζουν χρήματα έχουν καλή αντιμετώπιση, ενώ οι υπόλοιποι αντιμετωπίζονται ως άχρηστοι. Οι άνθρωποι μεταχειρίζονται καλύτερα τα παιδιά τους αν είναι πιθανό να κερδίσουν πολλά στο μέλλον και παραμελούν τα παιδιά τους που φαίνεται να μην έχουν τέτοια προοπτική.

Το ίδιο ισχύει και για τους ηλικιωμένους — από τη στιγμή που δεν κερδίζουν πλέον χρήματα, δεν τυγχάνουν καλής αντιμετώπισης και δεν τους δίνονται παρά αποφάγια. Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζουμε και τα ζώα.

Τις κότες που γεννάνε αυγά τις φροντίζουμε, ενώ τα αρσενικά κοτόπουλα τα σκοτώνουμε. Τα θηλυκά που δε γεννάνε αυγά επίσης τα σκοτώνουμε.

Οι άνθρωποι αντιμετωπίζονται το ίδιο. Μόνο οι χρήσιμοι άνθρωποι εκτιμώνται, ενώ όσοι δεν εκτιμώνται εγκαταλείπονται.

Η κοινωνία μας είναι προσανατολισμένη προς τα νιάτα, αλλά μπορούμε επίσης να πούμε ότι είναι προσανατολισμένη και προς τη χρησιμότητα.

Σε μια κοινωνία που συμπεριφέρεται καλά μόνο στους χρήσιμους ανθρώπους, θα πρέπει να προσευχηθούμε να ζήσουμε λιγότερο. Όταν γεράσουμε, θα είμαστε άχρηστοι.

Αυτό είναι ένα παγκόσμιο πρόβλημα. Θεωρώ ότι οι περισσότερες κοινωνίες πιστεύουν ότι το χρήμα είναι το πιο σημαντικό πράγμα.

Οι βαθύτερες ανθρώπινες αξίες και οι συμπονετικοί φίλοι είναι τα πιο σημαντικά πράγματα στη ζωή, αλλά οι άνθρωποι δεν το αναγνωρίζουν αυτό.

Για παράδειγμα, σ’ ένα φτωχικό σπίτι που είναι γεμάτο στοργή, όλοι είναι ευτυχισμένοι. Αλλά στο σπίτι ενός δισεκατομμυριούχου, αν τα μέλη μιας οικογένειας ζηλεύουν, υποπτεύονται ο ένας τον άλλον και δεν αγαπιούνται, τότε, ανεξάρτητα από το πόσο πλούσιοι είναι ή πόσο όμορφα είναι τα έπιπλά τους, παραμένουν δυστυχισμένοι.

Το παράδειγμα δείχνει τη διαφορά μεταξύ επιφανειακών αξιών και βαθύτερων, υψηλότερων αξιών. Η στοργή και η καλοσύνη που εμείς τα ανθρώπινα όντα διαθέτουμε αρχικά είναι οι βαθύτερες αξίες, η βάση όλων των ανθρώπινων αξιών.

Εάν διαθέτουμε αυτές τις αξίες, οι επιφανειακές αξίες που έχουν να κάνουν με χρήματα και υλικά αγαθά μπορούν να συμβάλλουν στην ανθρώπινη ευτυχία. Δίχως αυτές, όμως, οι επιφανειακές αξίες είναι ανούσιες

Ο σημερινός άνθρωπος χάνεται

Ο σημερινός άνθρωπος χάνεται. Ο κόσμος, η εποχή μας, ο πολιτισμός μας. Καταποντιζόμαστε όπως η αρχαία εκείνη Ατλαντίδα που γράφει στον Τίμαιο ο Πλάτων. Αυτά δε σας τα λέω εγώ. Αυτά τα είπανε και τα γράψανε όλοι οι επιφανείς αιματολόγοι του πνεύματος από τον περασμένο κιόλας αιώνα. Ο Φριδερίκος Νίτσε, ο Ντοστογιέβσκι, ο Σπέγγλερ, ο Έλιοτ, ο Κάφκα, ο Φρόυντ, ο Τζόυς, ο δικός μας Καβάφης.

Σας κοιτώ και βλέπω να μην πιστεύετε αυτό που πιστεύουν. Ότι ήρθε η παρακμή και έρχεται και η πτώση του πολιτισμού μας. Σαν την παρακμή και την πτώση της Ρώμης που συμπαράσυρε μαζί της ολόκληρο τον αρχαίο κόσμο. Αλλά το να μην πιστεύετε, αυτό ακριβώς είναι η απόδειξη ότι η γοερή αυτή πρόταση είναι αληθινή. Οι κακές προφητείες της Κασσάνδρας βγαίνουν αληθινές, γιατί κανείς δεν τις πίστευε.

Η αιτία, που ο σύγχρονος κόσμος πεθαίνει είναι ότι έλειψε από τη ζωή μας η αίσθηση του τραγικού. Ξεχάσαμε τον ηρωικό μας αντίλογο με τις Ευμενίδες, που είπε ο Σεφέρης. Μας πήρε ο ύπνος, μας πήραν για πεθαμένους κι έφυγαν βρίζοντας τους θεούς που μας προστατεύουν.

Τι σημαίνει τραγικό, τι σημαίνει αίσθηση του τραγικού; Την αλήθεια αυτή τη διατύπωσε μαθηματικά ο Δημόκριτος: ”Φυσικώς και αδιδάκτως” ο άνθρωπος φεύγει μεν την αλγηδόνα, διώκει δε την ηδονήν. Και εδώ είναι το δύσκολο. Ο άνθρωπος, προπαντός σήμερα, με το ευδαιμονιστικό ιδεώδες που τον κατακλύζει ζητά μόνο τη χαρά και αποστρέφει το πρόσωπό του στη λύπη. Με άλλα λόγια έγινε μισός και μισερός. Έγινε μονοσήμαντος, ανισόποδος και ανισοσκελής και ανισόρροπος. Έγινε μ’ ένα λόγο αφύσικος. Μεταχειρίζεται μόνο το Είναι της φύσης και παροπλίζει το Μηδέν. Αποτέλεσμα ο πολιτισμός του, ο τρόπος της ζωής του δηλαδή, είναι της παρακμής και της αποσύνθεσης. Είναι η λευχαιμία του σύγχρονου πολιτισμού που επισήμαναν εκείνοι οι επιφανείς αιματολόγοι που ανέφερα στην αρχή. Η ευθύνη μας για τις μέλλουσες γενεές είναι ανυπολόγιστη. Γιατί με την παιδεία που δίνουμε στα παιδιά μας τους κρύβουμε συστηματικά την κακή όψη της φύσης και της ζωής. Το αίσθημα του τραγικού το κρύψαμε στη σπηλιά όπως φυλάκισε ο Σίσυφος το θάνατο. Και αλίμονο στο Σίσυφο, όταν ψηλά από τον Όλυμπο θα αντιληφθούν οι θεοί την πονηριά του.

Ο ΦΟΒΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΗ ΓΝΩΜΗ

Ελάχιστοι άνθρωποι μπορούν να είναι ευτυχισμένοι, αν γενικά ο τρόπος της ζωής τους κι οι αντιλήψεις τους για τον κόσμο δεν εγκρίνονται απ’ αυτούς, με τους οποίους βρίσκονται σε κοινωνικές σχέσεις και, ειδικότερα, από εκείνους που συναναστρέφονται. Μια ιδιομορφία των σύγχρονων κοινωνιών είναι, ότι χωρίζονται σε ομάδες ή στρώματα, που διαφέρουν αισθητικά μεταξύ τους σε ό,τι αφορά τα ήθη και τις πεποιθήσεις τους. Η ιδιομορφία αυτή που άρχισε με τη Μεταρρύθμιση ή, ίσως, θα μπορούσε κανείς να πει, με την Αναγέννηση, έχει γίνει σήμερα ακόμη πιο έκδηλη. Υπήρχαν τότε διαμαρτυρόμενοι και καθολικοί που δεν είχαν μόνο θεολογικές διαφορές μεταξύ τους, αλλά και πολλές άλλες, σε πιο πρακτικά ζητήματα. Υπήρχαν οι αριστοκράτες, στους οποίους επιτρέπονταν διαφόρων λογιών ενέργειες, που δε γίνονταν ανεκτές απ’ την αστική τάξη. Υπήρχαν έπειτα οι ελευθερόφρονες κι οι ελεύθεροι στοχαστές, που δεν αναγνώριζαν κανένα θρησκευτικό καθήκον.

Εξαιτίας των διάφορων αντιλήψεων, ένα άτομο με ορισμένες προτιμήσεις και πεποιθήσεις μπορεί να βρει τον εαυτό του αποδιοπομπαίο στην ορισμένη κοινωνική τάξη που ζει, ενώ, σε μια άλλη κοινωνική ομάδα θα γινόταν δεκτό σαν ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Ένα μεγάλο μέρος απ’ τη δυστυχία, ιδιαίτερα των νέων, γεννιέται μ’ αυτό τον τρόπο. Ένας νέος ή μια νέα αποκτά, κατά κάποιο τρόπο, ιδέες που κυκλοφορούν γύρω τους, αλλά διαπιστώνει ξαφνικά, ότι οι ιδέες αυτές είναι αναθεματισμένες στο δικό του περιβάλλον. Κι οι νέοι εύκολα φαντάζονται, ότι το περιβάλλον που αυτοί γνωρίζουν, αντιπροσωπεύει ολόκληρο τον κόσμο. Δύσκολα μπορούν να πιστέψουν, ότι σ’ έναν άλλο τόπο, σε μιαν άλλη κοινωνική ομάδα, οι αντιλήψεις, που αυτοί δεν μπορούν να ομολογήσουν από φόβο μη θεωρηθούν τρομερά διεφθαρμένοι, θα γίνονταν δεκτές σαν συνηθισμένες κοινοτοπίες της εποχής. Έτσι, πολλοί απ’ αυτούς, αγνοώντας τον κόσμο, υποφέρουν από μια παράλογη και αδικαιολόγητη δυστυχία, που κρατάει κάποτε μονάχα όσο είναι νέοι, μα πολύ συχνά και σ’ όλη τους τη ζωή.

Η απομόνωση αυτή δεν είναι μόνο πηγή στενοχώριας και λύπης. Έχει σαν αποτέλεσμα και μεγάλη σπατάλη ενέργειας από μέρους τους, στην ανώμαλη προσπάθειά τους να διατηρήσουν την πνευματική τους ανεξαρτησία απ’ την τριγύρω εχθρότητα, και ενενήντα εννιά φορές στις εκατό δημιουργεί μια κάποια ατολμία για την παρακολούθηση των ιδεών τους ως τις λογικές τους συνέπειες.

Είναι λίγοι αυτοί που κλείνουν μέσα τους δύναμη. Για όλους σχεδόν τους ανθρώπους, είναι απαραίτητο ένα περιβάλλον, με κατανόηση, για να είναι ευτυχισμένοι. Για τους περισσότερους, βέβαια, το περιβάλλον, όπου τυχαίνει να ζουν, δείχνει κατανόηση, γιατί καθώς ποτίζονται με τις δικές του συνήθειες και προκαταλήψεις από μικροί, εύκολα και ενστικτωδώς προσαρμόζονται στις πεποιθήσεις, που επικρατούν σ’ αυτό. Για μια μεγάλη μειονότητα όμως, στην οποία ανήκουν όλοι όσοι έχουν κάποια πνευματική ή καλλιτεχνική αξία, ο τρόπος αυτός της προσαρμογής είναι αδύνατος. Ένα άτομο, ας πούμε, γεννημένο σε μια μικρή επαρχιακή πόλη, βρίσκεται από τα πρώτα του βήματα περιτριγυρισμένο από εχθρότητα προς καθετί που του είναι απαραίτητο, για ν’ ανέβει πνευματικά. Αν αισθάνεται την επιθυμία να διαβάζει σοβαρά βιβλία, τ’ άλλα παιδιά τον περιφρονούν κι οι δάσκαλοι του λένε πως τέτοια βιβλία δεν τον ωφελούν. Αν ενδιαφέρεται για την τέχνη, οι συνομήλικοί του τον θεωρούν ονειροπαρμένο κι οι μεγαλύτεροί του τον χαρακτηρίζουν ανήθικο. Αν δείχνει την προτίμησή του σε μια ορισμένη σταδιοδρομία, αξιοπρεπή βέβαια, αλλά όχι συνηθισμένη στον κύκλο που ανήκει, του λένε πως σηκώνει ψηλά τη μύτη του κι ότι αυτό που ήταν αρκετά καλό για τον πατέρα του, πρέπει να είναι αρκετά καλό και για τον ίδιο. Αν δείξει διάθεση για να κριτικάρει τις θρησκευτικές πεποιθήσεις ή τις πολιτικές αντιλήψεις των γονιών του, τότε είναι που τραβάει τα πιο μεγάλα βάσανα.

Για όλους αυτούς τους λόγους, η εφηβική ηλικία είναι για τους περισσότερους νέους με κάποια ιδιαίτερη αξία, μια περίοδος μεγάλης δυστυχίας. Για τους πιο απλοϊκούς τους συντρόφους, μπορεί να είναι περίοδος χαράς κι ευχαριστήσεων, αλλά για τους εαυτούς τους χρειάζονται κάτι το σοβαρότερο, κάτι που δεν μπορούν να το βρουν ούτε ανάμεσα στους συνομήλικούς τους, ούτε ανάμεσα στους μεγαλύτερούς τους, σ’ αυτή την κοινωνική ομάδα, που η τύχη τους θέλησε να γεννηθούν. Αν αυτοί οι νέοι παν σ’ ένα πανεπιστήμιο, ανακαλύπτουν συνήθως ομόφρονές τους και χαίρονται λίγα χρόνια μεγάλης ευτυχίας. Αν μάλιστα είναι τυχεροί, μπορεί, τελειώνοντας το πανεπιστήμιο, να πετύχουν καμιά δουλειά, που τους δίνει ακόμη τη δυνατότητα να κάνουν συντροφιά με ομόφρονές τους. ‘Ένας έξυπνος άνθρωπος, που ζει σε μια πόλη μεγάλη, όπως το Λονδίνο ή η Νέα Υόρκη, μπορεί γενικά να βρει μια ομάδα με την ίδια πνευματικότητα, μέσα στην οποία δεν είναι υποχρεωμένος να κάνει συμβιβασμούς ή να υποκρίνεται. Αν όμως η δουλειά του τον υποχρεώνει να ζει σε μια μικρότερη περιοχή, κι ακόμα περισσότερο αν χρειάζεται να διατηρήσει την εκτίμηση του κόσμου, που τον περιτριγυρίζει, όπως συμβαίνει μ’ ένα γιατρό ή μ’ ένα δικηγόρο, θα βρεθεί ίσως, σ’ όλη του τη ζωή, αναγκασμένος να κρύβει τις πραγματικές του προτιμήσεις και πεποιθήσεις απ’ τους περισσότερους ανθρώπους, που θα συναναστρέφεται καθημερινά. Αυτό είναι αληθινό ειδικότερα στην Αμερική, που είναι μια τόσο εκτεταμένη χώρα. Στις πιο απίθανες περιοχές, στο βορρά, στο νότο, σ’ ανατολή και δύση, βρίσκει κανείς άτομα κλεισμένα στον εαυτό τους, που ξέρουν απ’ τα βιβλία, ότι υπάρχουν τόποι όπου δε θα ένοιωθαν τόση μοναξιά, μα δεν έχουν την τύχη να ζουν σ’ αυτούς τούς τόπους και που πολύ σπάνια βρίσκουν την ευκαιρία μιας ευχάριστης φιλικής κουβέντας με κάποιον ομόφρονά τούς.

Για να μπορέσουν να φτάσουν την ευτυχία αυτή, πρέπει να βρεθεί τρόπος να περιορίσουν ή να ξεφύγουν απ’ την τυραννία της κοινής γνώμης. Πρέπει τα μέλη της πνευματικής αυτής μειονότητας να κατορθώσουν να γνωριστούν μεταξύ τους και να χαίρονται ο ένας τον άλλον τη συντροφιά. Σε αναρίθμητες περιπτώσεις, μια αδικαιολόγητη δειλία κάνει την κατάσταση χειρότερη απ’ όσο θα ‘πρεπε να είναι. Η κοινή γνώμη είναι πάντα πιο τυραννική απέναντι σ’ αυτούς που φανερά τη φοβούνται, παρά σ’ όσους αδιαφορούν γι’ αυτή. Ένας σκύλος γαβγίζει πιο δυνατά και δαγκώνει πιο πρόθυμα, όταν τον φοβούνται παρά όταν τον περιφρονούν· και το ανθρώπινο κοπάδι διατηρεί ακόμη κάτι απ’ το χαρακτηριστικό αυτό του σκύλου. Αν του δείξεις πως τον φοβάσαι, θα σε κυνηγήσει για καλά, ενώ αν του δείξεις αδιαφορία θ’ αρχίσει ν’ αμφιβάλλει για τη δύναμή του και θα σ’ αφήσει ήσυχο στο τέλος. Δε μιλώ, φυσικά, για την έσχατη περιφρόνηση κι αδιαφορία. Δε μιλώ για εξτρεμισμούς, αλλά για πολύ ήπια ξεγλιστρήματα απ’ τα «ειωθότα», όπως, είναι να αμελείς το ντύσιμό σου, να μην ανήκεις σε κάποιο θρησκευτικό δόγμα ή να μη διαβάζεις βιβλία που κινούν το γενικό ενδιαφέρον.

Στην εποχή μας, που η ψυχανάλυση έχει τόση πέραση, έχει επικρατήσει η συνήθεια, όταν ένας νέος βρίσκεται σε δυσαρμονία με το περιβάλλον του, να αποδίδουμε τη δυσαρμονία αυτή σε κάποια ψυχολογική διαταραχή. Όμως αυτή, κατά τη γνώμη μου, είναι μια αντίληψη απόλυτα σφαλερή. Υποθέστε λόγου χάριν, ότι ένας νεαρός έχει γονείς που χαρακτηρίζουν τη θεωρία της εξελίξεως για χυδαία και κακοήθη. Στην περίπτωση αυτή, δε χρειάζεται και πολλή εξυπνάδα εκ μέρους του για να τον κάνει να ‘ρθει σε σύγκρουση με τους γονείς του. Το να βρίσκεται κανείς σε δυσαρμονία με το περιβάλλον του, είναι φυσικά, μια ατυχία, αλλά όχι πάντα τόσο μεγάλη, ώστε να πρέπει να την αποφύγει με κάθε θυσία. Όταν το περιβάλλον αποδείχνεται ηλίθιο, γεμάτο προκαταλήψεις ή βάρβαρο, το να βρίσκεσαι σε αντίθεση μ’ αυτό, αποτελεί απόδειξη της δικής σου αξίας. Κι ως ένα βαθμό, τα παραπάνω χαρακτηριστικά υπάρχουν, λίγο-πολύ, σε κάθε περιβάλλον.

Ο Γαλιλέος και ο Κέπλερ είχαν «επικίνδυνες σκέψεις» (όπως τις χαρακτηρίζουν μερικοί) και τέτοιες σκέψεις έχουν κι οι πιο έξυπνοι άνθρωποι της εποχής μας. Δεν ωφελεί σε τέτοιες περιπτώσεις να είναι το κοινωνικό συναίσθημα τόσο ανεπτυγμένο, ώστε να κάνει τους τέτοιας ολκής ανθρώπους να φοβούνται την κοινωνική εχθρότητα που θα ξεσήκωνε η γνώμη τους. Θα ‘ταν προτιμότερο να βρισκόταν τρόπος να γίνει η έχθρα αυτή όσο μπορεί πιο ασήμαντη και ανώδυνη.

Οι εμπειρίες της παιδικής μας ηλικίας επηρεάζουν την αυτοεκτίμησή μας

Υπάρχει ένας βασικός ψυχολογικός μηχανισμός με τον οποίο γεννιόμαστε και ο οποίος στηρίζεται στην αμφισβήτηση του εαυτού με αφορμή κάθε αρνητικό γεγονός.

Η αμφισβήτηση αυτή λειτουργεί σε τελευταία ανάλυση ως κίνητρο για αυτο-βελτίωση. Δηλαδή όταν κάτι δεν πάει καλά και δεν είμαστε σε θέση να το διορθώσουμε άμεσα, υποσυνείδητα ενεργοποιείται ένα μέρος μέσα μας που μας λέει ότι δεν είμαστε εντάξει όπως είμαστε, δεν είμαστε αρκετά άξιοι, δεν είμαστε αρκετά ικανοί κ.λπ.. Το δυσάρεστο συναίσθημα που παράγεται απ’ αυτήν την αυτοαμφισβήτηση, γίνεται το κίνητρο για να διορθώσουμε την αρνητική κατάσταση.

Η αυτοαμφισβήτηση ως μηχανισμός κινητοποίησης του ανθρώπου λειτουργεί εδώ και δεκάδες χιλιάδες χρόνια στον άνθρωπο (από τότε που ανέπτυξε την επίγνωση του εαυτού του) και είναι η ριζική αιτία κάθε είδους ψυχικού πόνου. Αν αναλογιστούμε πόσο πόνο έχει περάσει η ανθρωπότητα μέχρι σήμερα, μπορούμε να καταλάβουμε ότι ο κάθε άνθρωπος, γεννιέται έχοντας μέσα του μία τεράστια ετοιμότητα για αυτοαμφισβήτηση.

Ανάλογα με το πόσο λείπουν καλά πράγματα στην παιδική μας εμπειρία, ο μηχανισμός αυτοαμφισβήτησης ουσιαστικά «ξυπνάει» αρνητικές πεποιθήσεις γύρω από τον εαυτό εγγεγραμμένες στο DNA μας. Πρόκειται για πεποιθήσεις που έχουν κληροδοτηθεί από γενιά σε γενιά (μέσω DNA και μέσω της διαπαιδαγώγησης των παιδιών της εκάστοτε γενιάς από τους γονείς τους). Η συγκεκριμένη μορφή αυτών των πεποιθήσεων ποικίλλει από άτομο σε άτομο γιατί εξαρτάται από το γενεαλογικό δένδρο και την ιστορία των προγόνων του καθενός .

Ας τονίσουμε ότι δεν είναι ανάγκη αυτή η έλλειψη καλών πραγμάτων να γίνει υπό τη μορφή «τραυματικών γεγονότων» της παιδικής ηλικίας για τα οποία έχει γίνει πολύς λόγος στην ψυχολογία• μπορεί να γίνει και υπό τη μορφή μιας γενικής ψυχολογικής ατμόσφαιρας και στάσης απέναντι στο παιδί που διαποτίζει την καθημερινή του ζωή στο σπίτι, ακόμα κι αν λείπουν θορυβώδη, «σημαντικά» τραυματικά γεγονότα.

Στον βαθμό λοιπόν που ένα παιδί- με τρόπο εμφανή ή ύπουλο- δεν πάρει από τους γονείς του αρκετή αγάπη, σεβασμό, φροντίδα και συνθήκες ασφάλειας, θα ενεργοποιηθούν μέσα του πεποιθήσεις για τον εαυτό του όπως «δεν αξίζω να μ’ αγαπούν», «δεν αξίζω να με σέβονται», «δεν μπορώ, δεν είμαι ικανός να έχω αυτά που έχω ανάγκη».

Γι αυτό το γεγονός ευθύνεται ο βασικός μηχανισμός αυτοβελτίωσης μέσω της αυτοαμφισβήτησης για τον οποίο μιλήσαμε στην αρχή, αλλά συνδράμει κι ο εξής καθοριστικός παράγοντας: Ένα παιδί δεν έχει αρκετά ανεπτυγμένη κρίση ώστε να σκεφθεί ότι δεν ευθύνεται το ίδιο για το ότι οι γονείς του δεν του παρέχουν αυτά που έχει ανάγκη κι έτσι δεν υπάρχει καμία άμυνα απέναντι σ’ αυτήν την ενεργοποίηση αρνητικών πεποιθήσεων μέσα του.

Αν π.χ. δεν πάρει αγάπη ή αναγνώριση των ικανοτήτων του, είναι πολύ περίπλοκο να σκεφτεί ότι υπάρχουν λόγοι για τους οποίους οι γονείς του αδυνατούν να του τη δώσουν, ενώ είναι πολύ απλό, αφού οι αρνητικές πεποιθήσεις περιμένουν ήδη έτοιμες μέσα του, να υποθέσει ότι κάποια ανεπάρκειά του ευθύνεται γι' αυτήν την έλλειψη.

Άλλωστε τους γονείς του τους βλέπει περίπου σαν θεούς, εκείνοι είναι οι δυνατοί, έχουν πολλά περισσότερα χρόνια σ’ αυτόν τον πρωτόγνωρο κόσμο, ξέρουν τα πάντα και το ίδιο τίποτα, πώς θα μπορούσαν να κάνουν οποιοδήποτε λάθος; Χώρια που το συμφέρει να τους βλέπει σαν αλάθητους και τέλειους, γιατί απ’ αυτούς εξαρτάται η ίδια του ή ύπαρξη• η ιδέα ότι αυτοί που έχουν αναλάβει τη φροντίδα του ίσως να είναι ατελείς, του προκαλεί ανασφάλεια.

Επίσης να τονίσουμε ότι ένα παιδί μπορεί να πάρει πολλή αγάπη, φροντίδα και προσοχή, αλλά και πάλι να ενεργοποιηθούν έντονα αρνητικές πεποιθήσεις για τον εαυτό του, γιατί πήρε αυτά τα στοιχεία με λάθος τρόπο. Δηλαδή για παράδειγμα, μια υπερβολικά προστατευτική συμπεριφορά που βασίζεται στο φόβο του γονέα, κάνει το παιδί να φοβάται επίσης και να διαμορφώνει έτσι την πεποίθηση ότι είναι πολύ αδύναμο και ευάλωτο μέσα σ’ έναν πολύ επικίνδυνο κόσμο.

Επίσης οι συνεχείς συμβουλές, νουθεσίες και παρεμβολές, όσο και άριστη να είναι η πρόθεση με την οποία δίνονται, του ενεργοποιούν την πεποίθηση ότι δεν μπορεί να βασίζεται στις ικανότητές του (είμαι ανίκανος), δεν έχει τον έλεγχο να κάνει αυτό που το ίδιο θέλει (είμαι ανήμπορος, κάνω αυτό που θέλουν οι άλλοι), δεν έχει την κρίση για να διακρίνει το ωφέλιμο από το βλαβερό (είμαι χαζός, είμαι αμαθής, οι άλλοι μόνο ξέρουν), δεν έχει την αντοχή για να μαθαίνει απ’ τα λάθη του (είμαι ευπαθής, αν κάνω λάθος, καταστράφηκα), πεποιθήσεις όλες πολύ αρνητικές για τον εαυτό.

Ένας άλλος λάθος τρόπος αγάπης των γονιών προς τα παιδιά τους προκύπτει όταν δεν τα αγαπούν γι αυτήν καθ’ αυτήν την ύπαρξή τους, αλλά επειδή είναι πολύ όμορφα, έξυπνα, καλότροπα, καλοί μαθητές, υπάκουα κ.λπ.. Στον βαθμό που ισχύει αυτό, αυτή η αγάπη επίσης γεννά αρνητικές πεποιθήσεις για τον εαυτό για τον απλούστατο λόγο ότι το παιδί διαμορφώνει την βασική πεποίθηση «δεν αξίζω γι αυτό που είμαι, αξίζω μόνο όσο ικανοποιώ τις επιθυμίες των άλλων για μένα».

Διότι στην παραμικρή απόκλιση απ’ αυτά που περιμένουν οι άλλοι από κείνο, διαισθάνεται την μεγάλη επιδείνωση του συναισθηματικού κλίματος. Μοιάζει με την κατάθλιψη και το άγχος που βασανίζει συχνά τους σταρ του θεάματος οι οποίοι γνωρίζουν κατά βάθος ότι όλος ο θαυμασμός και η αγάπη του κόσμου δεν είναι πράγματι προς το πρόσωπό τους, αλλά είναι κάτι απολύτως εξαρτώμενο από τις επιτυχίες τους και από την μόδα των καιρών.

Έτσι λοιπόν η πρώτη εικόνα που διαμορφώνουμε για τον εαυτό μας εξαρτάται από τις εμπειρίες της παιδικής μας ζωής κι αυτή η εικόνα, διατηρείται και στην ενήλικη ζωή, ουσιαστικά μέχρι να πεθάνουμε, αν δεν την θέσουμε συνειδητά και συστηματικά υπό αμφισβήτηση. Εδώ φυσικά προκύπτει το ερώτημα, γιατί συμβαίνει αυτό;

Δηλαδή, αν ένα παιδί δεν έχει πάρει αγάπη και σεβασμό απ’ τους γονείς του, είναι επόμενο όπως εξηγήσαμε να διαμορφώσει πεποιθήσεις για τον εαυτό του όπως «δεν αξίζω να μ’ αγαπούν και να με σέβονται» και «δεν έχω τη δύναμη να παίρνω αυτό που θέλω (όπως το σημαντικότατο να μ’ αγαπούν και να με σέβονται)». Όμως γιατί οι κατοπινές του εμπειρίες με άλλους ανθρώπους, δεν του αλλάζουν αυτές τις πεποιθήσεις;

Ένας απ’ τους λόγους είναι κατ’ αρχήν ότι οι πρώτες πεποιθήσεις για τον εαυτό έχουν ιδιαίτερη ισχύ αφού ενεργοποιούνται όταν δεν υπάρχει καμία κριτική άμυνα και διαμορφώνουν την πρώτη εντύπωση για το ποιοι είμαστε, που είναι και η πιο δυνατή.

Από κει κι έπειτα αυτές οι καλά θεμελιωμένες πεποιθήσεις επηρεάζουν τις επιλογές μας και την ερμηνεία των γεγονότων της ζωής μας με τέτοιο τρόπο ώστε να αυτο-επιβεβαιώνονται.

Επίκουρος: Γιατί τη γλύκα στη ζωή δεν τη φέρνουν τα απανωτά φαγοπότια και τα γλέντια

Όταν λοιπόν υποστηρίζουμε ότι ο τελικός σκοπός είναι η ηδονή, δεν εννοούμε τις ηδονές των άσωτων κι αυτές που συνίστανται στην αισθησιακή απόλαυση, όπως ορισμένοι νομίζουν -από άγνοια κι επειδή διαφωνούν με εμάς ή παίρνουν στραβά τα λόγια μας- αλλά εννοούμε το να μην έχει κανείς σωματικό πόνο και ταραχή ψυχική, γιατί τη γλύκα στη ζωή δεν τη φέρνουν τα απανωτά φαγοπότια και τα γλέντια ούτε τα ψάρια και τα άλλα εδέσματα που προσφέρονται σ’ ένα πολυδάπανο τραπέζι, αλλά ο νηφάλιος στοχασμός, αυτός που διερευνά τους λόγους για τους οποίους προτιμάμε ή αποφεύγουμε καθετί και αποδιώχνει τις δοξασίες που με τόση ταραχή γεμίζουν την ψυχή μας.

Αφετηρία για όλα αυτά και συνάμα το υπέρτατο αγαθό είναι η φρόνηση. Για τούτο κι από τη φιλοσοφία προτιμότερη είναι η φρόνηση, από την οποία απορρέουν όλες οι αρετές: η φρόνηση που μας διδάσκει ότι δεν είναι δυνατόν να ζει κανείς χαρούμενα, αν η ζωή του δεν έχει γνώση, ομορφιά και δικαιοσύνη κι ούτε πάλι μπορεί να ‘χει η ζωή του γνώση, ομορφιά και δικαιοσύνη, αν δεν έχει και χαρά.

Επίκουρος, Επιστολή προς Μενοικέα, 131-132

ARTHUR SCHOPENHAUER: Γι’ αυτό εκείνος κοιτάζει συνέχεια γύρω του για άλλες γυναίκες

To ότι κάθε ερωτική σχέση έχει στη βάση της ένα ένστικτο προσανατολισμένο στο παιδί που θα γεννηθεί θα επιβεβαιωθεί χωρίς αμφιβολία μέσω της λεπτομερέστερης ανάλυσης αυτού του ενστίκτου, την οποία δεν μπορούμε να μην επιχειρήσουμε. 

Πρώτα πρώτα ο άντρας από τη φύση του τείνει προς την αστάθεια στον έρωτα, ενώ η γυναίκα στη σταθερότητα. Ο έρωτας του άντρα μειώνεται αισθητά από τη στιγμή που έχει δεχτεί ικανοποίηση: σχεδόν κάθε άλλη γυναίκα τον ερεθίζει περισσότερο από ό,τι αυτή που έχει· ζητά αλλαγή. Αντίθετα, ο έρωτας της γυναίκας μεγαλώνει από εκείνη τη στιγμή. Αυτό αποτελεί συνέπεια του σκοπού της φύσης, ο οποίος αποβλέπει στη διατήρηση και επομένως στην κατά το δυνατόν μεγαλύτερη διεύρυνση του γένους. Δηλαδή ο άντρας μπορεί να παράγει άνετα περισσότερα από εκατό παιδιά το χρόνο. Αντίθετα, η γυναίκα, με όσους άντρες και αν πήγαινε, θα μπορούσε να φέρει στον κόσμο μόνο ένα παιδί το χρόνο (εκτός από την περίπτωση διδύμων).

Γι’ αυτό εκείνος κοιτάζει συνέχεια γύρω του για άλλες γυναίκες· αντίθετα, αυτή κρατάει σταθερά τον έναν· γιατί η φύση την οδηγεί ενστικτωδώς και χωρίς περαιτέρω συλλογισμό να κρατήσει εκείνον που θα διασφαλίσει τη διατροφή και την προστασία του μελλοντικού απογόνου. Γι’ αυτόν το λόγο η συζυγική πίστη για τον άντρα είναι τεχνητή, για τη γυναίκα φυσική, άρα και η μοιχεία της γυναίκας, αντικειμενικά λόγω των συνεπειών και υποκειμενικά λόγω της αντίθεσης προς τη φύση, είναι πολύ πιο ασυγχώρητη σε σχέση με αυτήν του άντρα.

ARTHUR SCHOPENHAUER, ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

Ο Αινείας δεν πήρε μαζί του τα σακιά με το χρυσάφι και το ασήμι, αλλά...

Ο Αινείας ήταν γιος του Αγχίση και της θεάς Αφροδίτης, αδελφός του Λύρου και συγγενής του βασιλιά της Τροίας Πριάμου.

Ο Αινείας έλαβε μέρος στον Τρωικό Πόλεμο επικεφαλής των Δαρδάνων, ως σύμμαχος των Τρώων, και ήταν ο γενναιότερος ήρωας στην πλευρά τους μετά τον Έκτορα. Φαίνεται πάντως ότι αρχικώς δεν ήθελε να συμμετάσχει στον πόλεμο, γιατί περίμενε μετά τον θάνατο του Πριάμου να βασιλεύσει αυτός στον θρόνο του, αλλά όταν ο Αχιλλέας τον έδιωξε από την Ίδη στη Λυρνησσό, που επίσης κατέστρεψε ύστερα, ο Αινείας υποχρεώθηκε πλέον να καταφύγει στην Τροία και να συμπολεμήσει με τους Τρώες.

Πολεμώντας στον Τρωικό Πόλεμο με τον Διομήδη, ο Αινείας σώθηκε μόνο χάρη στην προστασία της μητέρας του Αφροδίτης και του Απόλλωνα, που τον μετέφεραν στην Πέργαμο για ανάρρωση, ενώ στη σύγκρουσή του με τον Αχιλλέα τον έσωσε ο θεός Ποσειδώνας.

Μετά την άλωση και τη λεηλασία της Τροίας, ο Αινείας με μερικούς Τρώες (που έγιναν γνωστοί ως «Αινειάδες») εξακολούθησαν να αμύνονται σε κάποια συνοικία της πόλης, ώσπου οι Αχαιοί τους διεμήνυσαν ότι τους δέχονται «υποσπόνδους», δηλαδή ύστερα από συμφωνία να αποχωρήσουν ανενόχλητοι, με την άδεια να πάρουν ο καθένας τους ό,τι μπορούσε να σηκώσει στα χέρια του από την περιουσία του. Και ενώ όλοι οι άλλοι γέμισαν και πήραν σακιά με χρυσάφι, ασήμι, κοσμήματα, χρήματα, κλπ., ο Αινείας σήκωσε στους ώμους του τον γέροντα και ανήμπορο πατέρα του, τον Αγχίση, και τον μετέφερε έξω από την πόλη. Τότε οι Αχαιοί, θαυμάζοντας την πράξη του αυτή, του επέτρεψαν να πάρει ελεύθερα και ό,τι άλλο ήθελε από το σπίτι τους. Αλλά εκείνος και πάλι δεν προτίμησε τίποτα άλλο από τα ιερά ξόανα των θεών και τα οικογενειακά κειμήλια, που τα θεωρούσε ανώτερα από κάθε άλλο θησαυρό. Πολλές φορές κινδύνευσε για χάρη των γονέων του και για την ευσέβειά του προς τους θεούς. Μετά από αυτό, οι Αχαιοί του είπαν ότι ήταν διατεθειμένοι να του εκχωρήσουν όποιο μέρος της Τροίας ήθελε για να ζήσει εκεί με απόλυτη ασφάλεια.

Στο σημείο αυτό συνεχίζει η μεταγενέστερη και ρωμαϊκή παράδοση, που αναφέρει ότι ο Αινείας αρνήθηκε την προσφορά και, φεύγοντας από την Τροία, περνώντας από την Καρχηδόνα και τη Σικελία, εγκαταστάθηκε στην Ιταλία. Εκεί θεωρήθηκε ότι τα εγγόνια του έχτισαν τη Ρώμη, και συγκεκριμένα τα παιδιά της κόρης του και του Ρωμύλου.

Αλλά αν δεχθούμε την αναγωγή των μυθικών γεγονότων σε ιστορική χρονολόγηση, παίρνοντας ως γεγονός τη διεξαγωγή του Τρωικού Πολέμου στις αρχές του 12ου αιώνα π.Χ., με πιθανότερο έτος φυγής του Αινεία από την Τροία το 1181 π.Χ., η χρονική απόσταση μέχρι την κτίση της Ρώμης (τον δεύτερο χρόνο της έβδομης Ολυμπιάδας) είναι 428 έτη, δηλαδή αρκετές γενεές. Μεταγενέστερες ρωμαϊκές παραδόσεις προσπάθησαν να διορθώσουν το πρόβλημα τροποποιώντας τη γενεαλογία. Κατ’ αυτές η σειρά ήταν: Αινείας – Σίλβιος – Αινείας Σίλβιος – Λατίνος Σίλβιος – Άλμπα – Άτυς – Κάπυς – Καπέτος – Τιβερίνος Σίλβιος – Αγρίππας – Ρωμύλος Σίλβιος – Αβεντίνος – Προκάς – Νουμίτωρ – Ρέα Συλβία, η οποία με τον θεό Άρη απέκτησε τον Ρώμο και τον Ρωμύλο.

Ανεξάρτητα από αυτό, κατά την παράδοση, ο Αινείας τρία χρόνια μετά την άφιξή του στο Λάτιο έγινε βασιλιάς, όμως μετά από άλλα τρία χρόνια δολοφονήθηκε. Μετά τον θάνατό του η εξουσία πέρασε στον γιο του Ασκάνιο, για τον οποίο κάποιες πηγές αναφέρουν ότι συνόδευε τον πατέρα του ήδη κατά τη φυγή του από την Τροία.

Ο Αριστοτέλης, το ζήτημα της απολύτου ακρατούς συμπεριφοράς και το θηριώδες

Ο Αριστοτέλης προχωρώντας το έβδομο βιβλίο από τα «Ηθικά Νικομάχεια» θέτει το ζήτημα που θα τον απασχολήσει ευθέως: «Στη συνέχεια ο λόγος μας πρέπει να αναφερθεί στο θέμα: “Μπορεί κανείς να είναι απόλυτα και καθαρά ακρατής ή μήπως δε γίνεται παρά όλοι να είναι ακρατείς μόνο ως προς ένα συγκεκριμένο πράγμα; Και αν συμβαίνει το πρώτο, τότε σε τι αναφέρεται η ακράτεια του ακρατούς ανθρώπου;”» (1147b 4, 22-24).

Το βέβαιο είναι ότι η ακρατής συμπεριφορά έχει να κάνει με την ευχαρίστηση που εισπράττει κανείς από μία συγκεκριμένη πράξη: «Δεν υπάρχει, βέβαια, καμιά αμφιβολία ότι οι άνθρωποι είναι εγκρατείς και καρτερικοί ή, αντίθετα, ακρατείς και μαλθακοί ενσχέσει με τις ηδονές και τις λύπες» (1147b 4, 25-26).

Ο ακρατής άνθρωπος είναι αυτός που υπερβάλλει σε σχέση με την ευχαρίστηση που προκύπτει από κάθε πράγμα. Αυτό που μένει είναι ο διαχωρισμός των πραγμάτων που προξενούν ευχαρίστηση: «Από τα πράγματα που μας προκαλούν ευχαρίστηση άλλα είναι “αναγκαία” και άλλα είναι άξια επιλογής και προτίμησης καθαυτά, επιδέχονται όμως υπερβολή» (1147b 4, 27-28).

Κι αμέσως ο Αριστοτέλης θα διευκρινίσει: « “Αναγκαία” είναι αυτά που σχετίζονται με το σώμα μας (εννοώ αυτά που σχετίζονται με την τροφή και με τις γενετήσιες ανάγκες μας, τα σχετικά δηλαδή με το σώμα μας πράγματα με τα οποία σχετίσαμε την ακολασία και τη σωφροσύνη)» (1147b 4, 29-32).

Ο ακρατής άνθρωπος σε σχέση με τις σωματικές ηδονές είναι ο ακόλαστος. Αντλεί ευχαρίστηση σε τέτοιο βαθμό που μπορεί να χάσει οποιοδήποτε μέτρο είτε στις απολαύσεις του φαγητού είτε του έρωτα. Ο εγκρατής, ως προς τα «αναγκαία» είναι ο σώφρων, ο οποίος δεν παρασύρεται (ούτε όμως και απαξιώνει) αυτού του είδους τις απολαύσεις κρατώντας πάντα τη στάση της μεσότητας που αρμόζει.

Όσο για το άλλο είδος πραγμάτων που είναι σε θέση να προκαλέσουν την υπερβολή ο Αριστοτέλης θα εξηγήσει: «Τα άλλα δεν είναι “αναγκαία”, είναι όμως άξια επιλογής και προτίμησης καθαυτά (εννοώ, π.χ., τη νίκη, την τιμή, τον πλούτο, γενικά τα καλά και ευχάριστα πράγματα αυτού του τύπου)» (1147b 4, 33-35).

Αυτή η δεύτερη κατηγορία πραγμάτων που παρασύρει τους ανθρώπους έξω από τα όρια της μεσότητας και του ορθού λόγου δε σηματοδοτεί την απόλυτη ακράτεια, αλλά την επιμέρους, δηλαδή τη σε σχέση με το τι ακριβώς είναι αυτό που λειτουργεί ανεξέλεγκτα στο συναισθηματικό κόσμο του καθενός: «Αυτούς λοιπόν που, ενεργώντας αντίθετα προς τον μέσα τους ορθό λόγο, φτάνουν σε υπερβολή ενσχέσει με τα ευχάριστα πράγματα της δεύτερης περίπτωσης δεν τους λέμε καθαρά και απόλυτα ακρατείς, αλλά ακρατείς με την προσθήκη “ως προς τα χρήματα”, “ως προς το κέρδος”, “ως προς την τιμή”, “ως προς το θυμό” – πάντως όχι καθαρά και απόλυτα ακρατείς, για το λόγο ότι αυτοί είναι κάτι διαφορετικό από εκείνους, και αν λέγονται ακρατείς, αυτό οφείλεται μόνο στην ομοιότητά τους προς εκείνους» (1147b 4, 35-39).

Ο λόγος που ο Αριστοτέλης διαχωρίζει τις δύο αυτές κατηγορίες που προκαλούν την ακρατή συμπεριφορά είναι ότι υπάρχει μια πολύ σημαντική διαφορά ανάμεσά τους. Στη δεύτερη περίπτωση που υπάρχει επιλογή και προτίμηση ο άνθρωπος κινείται στην υπερβολή προσπαθώντας να εισπράξει συναισθηματικά την ικανοποίηση της επιτέλεσης αυτού που ο ίδιος διάλεξε (έστω και υπερβολικά, έστω κι εσφαλμένα, έστω κι ως κοινωνική επιρροή). Υπάρχει δηλαδή ένα είδος συμμετοχής του προσώπου που συμπεριφέρεται υπερβολικά και γι’ αυτό η ακράτεια περιορίζεται σε εκείνο το μεμονωμένο πράγμα (ή σε εκείνα τα πράγματα, αν είναι πολλά) που την προκαλεί (προκαλούν).

Η πρώτη περίπτωση, όμως, που σχετίζεται με τις σωματικές ηδονές δεν εμπεριέχει καν την επιλογή, αφού ο ακρατής αυτής της κατηγορίας είναι το απόλυτο έρμαιο των παθών του. Θα φάει ή θα πιει υπερβολικά βλάπτοντας την υγεία του και καταστρέφοντας το σώμα του, όχι επειδή το προτιμά, αλλά επειδή του είναι αδύνατο να αντισταθεί. Κι αυτός είναι ο λόγος που ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι αυτοί οι άνθρωποι κινούνται στην απόλυτη ακράτεια. Θα έλεγε κανείς ότι η εξάρτησή τους από τις ηδονές είναι τόσο μεγάλη που ξεπερνά ακόμη και τις επιθυμίες τους. Ο λαίμαργος θα ήθελε να είναι αδύνατος, αλλά αφήνεται στο πάχος μην μπορώντας να ελέγξει το πάθος του για φαγητό.

Τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: «Στην περίπτωση των σωματικών απολαύσεων με τις οποίες λέμε ότι σχετίζεται ο σώφρων και ο ακόλαστος άνθρωπος, αυτόν που κυνηγάει την υπερβολή στα ευχάριστα πράγματα και αποφεύγει τα δυσάρεστα (την πείνα, τη δίψα, τη ζέστη, το κρύο και όλα όσα σχετίζονται με την αφή και τη γεύση), και αυτό το κάνει όχι με δική του επιλογή και προτίμηση, αλλά αντίθετα προς την επιλογή του και προς τη λογική και τη σκέψη του, τον άνθρωπο αυτό τον λέμε ακρατή δίχως καμιά προσθήκη του τύπου “ενσχέσει με το τάδε πράγμα”, επιπαραδείγματι ενσχέσει με την οργή, αλλά ακρατή καθαρά και απόλυτα» (1148a 4, 5-12).

Όμως ο ακρατής με την πλήρη σημασία του όρου δεν ταυτίζεται με τον ακόλαστο: «Αυτός είναι και ο λόγος που βάζουμε μαζί τον ακρατή και τον ακόλαστο, τον εγκρατή και το σώφρονα για το λόγο ότι αυτοί έχουν σχέση με τις ίδιες, κατά κάποιον τρόπο, ηδονές και λύπες – μολονότι όμως έχουν σχέση με τα ίδια πράγματα, δεν έχουν σχέση με αυτά με τον ίδιο τρόπο: ο ακόλαστος ενεργεί με επιλογή και προτίμηση, ο ακρατής χωρίς» (1148a 4, 14-19).

Για την ακρατή συμπεριφορά της δεύτερης περίπτωσης (σε σχέση δηλαδή με τις τιμές, το κέρδος κλπ), το μεμπτό της συμπεριφοράς δεν αφορά την επιθυμία να τα αποκτήσει κανείς (είναι καλό οι άνθρωποι να αγαπούν τις τιμές και το κέρδος), αλλά την υπερβολή της επιδίωξης, που εν τέλει εκφυλίζει τη συμπεριφορά: «οι άνθρωποι δεν ψέγονται επειδή υπόκεινται στην επίδρασή τους, επειδή τα επιθυμούν και τα αγαπούν, αλλά για το συγκεκριμένο, τον υπερβολικό τρόπο με τον οποίο κάνουν ό,τι κάνουν» (1148a 4, 30-31).

Πράγματι, δεν είναι κακό να είναι κανείς φιλόνικος ή να θέλει να κερδίσει τιμές μέσα στην πόλη ή να αποκτήσει χρήματα από τις δραστηριότητές του. Το ζήτημα είναι τι είναι πρόθυμος να κάνει προκειμένου να τα πετύχει. Ο τρόπος της επιδίωξης, αν κινείται στην υπερβολή, είναι βέβαιο ότι θα ακυρώσει τις επιταγές της αρετής κι ενδέχεται να φτάσει μέχρι το απόλυτο κακό. Κι αυτός είναι ο κύριος λόγος που για τους περισσότερους η ακρατής συμπεριφορά ταυτίζεται και με τις σωματικές ηδονές (αναγκαία) και με τις πράξεις επιλογής και προτίμησης.

Αυτό όμως δεν είναι απολύτως σωστό, καθώς υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στις δύο περιπτώσεις. Με δεδομένο ότι η ακράτεια, από θέση αρχής, έχει να κάνει με την αποχαλίνωση μιας κακής πράξης (το πολύ φαγητό είναι πράγματι από μόνο του μια κακή πράξη), δεν μπορεί να ειπωθεί το ίδιο και για την επιδίωξη της τιμής, αφού (από μόνη της) δεν είναι κάτι κακό. Η κακή πράξη μπορεί να επέλθει αργότερα από τα μέσα που θα μεταχειριστεί κανείς για να την πετύχει. Κι όσο πιο υπερβολικά την ποθεί, τόσο πιο επίφοβα γίνονται τα πράγματα. Με άλλα λόγια, ενώ στην πρώτη περίπτωση αυτό που επιφέρει την ακρατή συμπεριφορά είναι η υποδούλωση σε ένα πάθος οδηγώντας σε άμετρες και άλογες κακές ενέργειες, στη δεύτερη το κίνητρο είναι ορθό και η στρέβλωση γίνεται αργότερα από την υπερβολή που επιδεικνύει κανείς για την επίτευξη του.

Κι αυτή είναι η διαφορά της απόλυτης ακράτειας με την επιμέρους: «γιατί το καθένα τους» (τιμή, κέρδος, νίκη κλπ εννοείται) «είναι εκ φύσεως άξιο επιλογής και προτίμησης καθαυτό, και γιατί μόνο οι υπερβολές σ’ αυτά είναι κάτι το μεμπτό, κάτι που πρέπει να αποφεύγεται. Παρόμοια δεν υπάρχει ούτε ακράτεια· γιατί η ακράτεια δεν είναι μόνο κάτι που πρέπει να αποφεύγεται, αλλά και ένα από τα αξιόμεμπτα πράγματα: λόγω της ομοιότητας που το πάθος αυτό της ψυχής παρουσιάζει με την ακράτεια οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τη λέξη “ακράτεια” με τη σχετική κάθε φορά προσθήκη, ακριβώς όπως λένε “κακός γιατρός” ή “κακός ηθοποιός” για έναν άνθρωπο που δε θα τον ονόμαζαν κακό με την απόλυτη σημασία της λέξης» (1148b 4, 4-10).

Εκτός κι αν από υπέρμετρη αγάπη για κάτι από αυτά (πχ. κέρδος) έφτανε κανείς να πραγματώσει το απόλυτο κακό. Το ότι το αρχικό του κίνητρο ήταν υγιές δεν είναι επιχείρημα που μπορεί να τον αθωώσει. Η υπέρβαση των ορίων είναι πάντα κάτι κακό κι όσο περισσότερο τα υπερβεί κανείς, τόσο μεγαλύτερο κακό κάνει. Θα έλεγε κανείς ότι και η απόλυτη υπέρβαση δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στο απόλυτο κακό.

Και βέβαια δεν πρέπει να αναρωτηθεί κανείς γιατί θεωρείται ότι στην πρώτη κατηγορία των «αναγκαίων» (σωματικών αναγκών) αυτό που εξυπηρετείται είναι από θέση αρχής κακό. (Είναι προφανές ότι δεν θα μπορούσε να εκληφθεί ως κακό η κάλυψη των αναγκών του σώματος). Το κακό έχει να κάνει με το ότι ο ακρατής αυτού του είδους δεν εξυπηρετεί σωματικές ανάγκες, αλλά λειτουργεί επιβλαβώς. Ο λαίμαργος δεν τρέφεται για να κρατηθεί στη ζωή, αλλά για να ικανοποιήσει ένα πάθος. Γι’ αυτό δεν τρώει όποτε πεινά, αλλά συνέχεια.

Από κει και πέρα η τάση κάποιου να εισπράττει χαρά από την πραγμάτωση φρικαλέων πράξεων ταυτίζεται με το θηριώδες. Κι αυτό γιατί ή έξη που επιφέρει αυτού του είδους τις πράξεις δεν μπορεί παρά να αρμόζει στα θηρία: «Εννοώ τις θηριώδεις έξεις, όπως στην περίπτωση εκείνης της μέγαιρας που λένε ότι ξέσχιζε την κοιλιά εγκύων γυναικών και καταβρόχθιζε τα έμβρυα, ή ενσχέσει με τα πράγματα με τα οποία λέει ο κόσμος ότι ευχαριστιούνται κάποιοι άγριοι πληθυσμοί στην περιοχή του Εύξεινου Πόντου: μερικοί ευχαριστιούνται τρώγοντας ωμά κρέατα, άλλοι τρώγοντας ανθρώπινες σάρκες, ενώ άλλοι ανταλλάσσουν μεταξύ τους τα παιδιά τους για τις ευωχίες τους» (1148b 5, 23-28).

Για τον Αριστοτέλη τέτοιου είδους πράξεις οφείλονται είτε σε βάρβαρα ήθη κάποιων λαών είτε σε περιπτώσεις ψυχικής παθολογίας: «Όλες αυτές οι έξεις είναι θηριώδεις, ενώ κάποιες άλλες κάνουν την εμφάνισή τους ύστερα από αρρώστιες (σε μερικούς και ως αποτέλεσμα τρέλας· τέτοια ήταν η περίπτωση εκείνου που έσφαξε –σαν για θυσία– τη μητέρα του και την έφαγε· τέτοια ήταν, επίσης, η περίπτωση εκείνου που έφαγε το συκώτι του συνδούλου του)» (1148b 5, 29-31).

Στο θηριώδες κατατάσσονται κι άλλες συνήθειες που προέρχονται από «νοσηρές καταστάσεις»: «Κάποιες άλλες, πάλι, είναι αποτέλεσμα νοσηρών καταστάσεων ή συνήθειας, όπως είναι, επιπαραδείγματι, το να μαδάει κανείς τις τρίχες της κεφαλής του, να τρώει τα νύχια του, να τρώει κάρβουνα ή χώμα ή, επίσης, να κάνει έρωτα με αγόρια» (1148b 5, 32-34). Το βέβαιο είναι ότι, αν οι πράξεις υπαγορεύονται από τη φύση, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ακρατείς: «Σε όσους λοιπόν είναι η φύση η αιτία» (των πράξεων εννοείται) «αυτούς κανένας δε θα μπορούσε να τους πει ακρατείς» (1148b 5, 33-34).

Από τη στιγμή που η φύση ορίζει μια συμπεριφορά τότε αυτή κρίνεται αναπόφευκτη. Και το αναπόφευκτο δεν μπορεί να ταυτιστεί με το ακρατές. Το ζήτημα είναι ότι οι πράξεις που τείνουν στο θηριώδες προφανώς δεν αποδίδονται στη φύση. Μπορούν, όμως, να αποδοθούν στην ελαττωματική φύση, όπως η περίπτωση του τρελού που προβαίνει σε ανοσιουργήματα χωρίς να έχει καμία επίγνωση των πράξεών του. Ένας τέτοιος άνθρωπος, όσο κι αν αποτελεί κίνδυνο για τους συνανθρώπους του, είναι αδύνατο να χαρακτηριστεί ακρατής ή κακός ακριβώς επειδή έχει το ακαταλόγιστο: «Το να έχει λοιπόν κανείς κάποια από αυτές τις έξεις είναι κάτι που βρίσκεται έξω από τα όρια της κακίας, ακριβώς όπως και η θηριότητα» (1149a 5, 1-2)..

Στον τρελό δεν μπορούν να αποδοθούν ηθικοί χαρακτηρισμοί, όπως και σ’ ένα θηρίο. Όμως, για τον Αριστοτέλη όλες οι συμπεριφορές που παρουσιάζουν ακρότητες στο βάθος κρύβουν μέσα τους κάτι το θηριώδες: «όλες οι περιπτώσεις υπερβολής στην αφροσύνη, στη δειλία, στην ακολασία, στη δυστροπία είναι αποτέλεσμα ή θηριώδους ιδιοσυγκρασίας ή νοσηρών καταστάσεων: αυτός που είναι έτσι καμωμένος από τη φύση ώστε να φοβάται τα πάντα, ακόμη και το θόρυβο ενός ποντικού, είναι δειλός με μια δειλία θηριώδους τύπου, ενώ εκείνος για τον οποίο έλεγαν ότι φοβόταν τη γάτα ήταν δειλός εξαιτίας αρρώστιας» (1149a 5, 6-10).

Κι εδώ, βέβαια, δεν υπάρχει καμία αντίφαση ανάμεσα στο ότι όλες οι ηθικές αρετές ή κακίες (όπως το θάρρος και η δειλία) δεν είναι από τη φύση, αλλά αποτέλεσμα συνήθειας και στη συγκεκριμένη περίπτωση που γίνεται αναφορά στον εκ φύσεως δειλό που φοβάται τις γάτες και τα ποντίκια. Γιατί εδώ ο Αριστοτέλης αναφέρεται σε περιπτώσεις παθολογικές, περιπτώσεις που η φύση (από λάθος) έδωσε μειονεκτήματα στους ανθρώπους. Η φράση «δειλός εξαιτίας αρρώστιας» είναι καταλυτική.

Ωστόσο, ακόμη κι αν κάποιος έχει τέτοιου είδους έξεις για τις οποίες ενδέχεται να μη φέρει την ευθύνη, υπάρχει και πάλι η δυνατότητα να ενδώσει σ’ αυτές ή να αγωνιστεί και να τις ξεπεράσει. Κι αυτός είναι και ο λόγος, που, κι αν ακόμη χαρακτηρίσει κανείς τέτοιου είδους συμπεριφορές ακρατείς, είναι αδύνατο να επικαλεστεί την απόλυτη έννοια της λέξης: «Στην περίπτωση, πάντως, που τις έχει» (τις θηριώδεις έξεις εννοείται) «το να τις νικάει ή να νικιέται από αυτές δε σημαίνει (εγκράτεια ή) ακράτεια με την καθαρή και απόλυτη σημασία της λέξης, αλλά ακράτεια κατ’ αναλογίαν, ακριβώς όπως και αυτόν που δεν μπορεί να επιβάλλεται στο θυμό του πρέπει να τον λέμε “ακρατή ως προς αυτό το πάθος”, όχι όμως ακρατή με το καθαρό και απόλυτο νόημα αυτής της λέξης» (1149a 5, 2-5).

Το θηριώδες, όπως τίθεται από τον Αριστοτέλη, εκπροσωπεί την υπερβολή που ξεπερνά τα μέτρα του ανθρώπου. Αναφέρεται στη νοσηρότητα που λειτουργεί σοκαριστικά, στο αποτρόπαιο, στο ειδεχθές που τείνει στο παράλογο.

Κι αυτό σηματοδοτεί μια άλλη έννοια της κακίας που τίθεται επίσης πάνω από τα ανθρώπινα μέτρα, θα λέγαμε τη θηριώδη κακία, που εν τέλει δεν μπορεί παρά να προσδώσει και τις νέες διαστάσεις της ακράτειας, που κι εκείνη ενδέχεται να ξεπερνά όλα τα όρια φτάνοντας με τη σειρά της στο θηριώδες: «Όπως λοιπόν και στην περίπτωση της κακίας υπάρχει αυτή που μένει στα όρια της ανθρώπινης φύσης και λέγεται απλώς κακία, εκτός όμως από αυτήν υπάρχει και η κακία που λέγεται με μια προσθήκη (θηριώδης ή νοσηρή), όχι όμως απλά και σκέτα κακία, έτσι ακριβώς –είναι φανερό– υπάρχει η θηριώδης ή η νοσηρή ακράτεια, ενώ απλά και σκέτα ακράτεια είναι αυτή που αντιστοιχεί στην ανθρώπινη ακολασία» (1149a 5, 18-23).

Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΞΕΝΟΦΩΝ, ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ

ΞΕΝ Απομν 4.8.2–4.8.4

Ο Σωκράτης απέναντι στον θάνατο

Φτάνοντας στο τελευταίο κεφάλαιο του έργου, διαβάζουμε για την αξιοπρέπεια με την οποία απολογήθηκε και αντιμετώπισε τη θανατική του καταδίκη ο Σωκράτης. Χαρακτηριστικός είναι και ο διάλογός του με τον Ερμογένη, απόσπασμα του οποίου παρατίθεται παρακάτω.


[4.8.2] ὁμολογεῖται γὰρ οὐδένα πω τῶν μνη-
μονευομένων ἀνθρώπων κάλλιον θάνατον ἐνεγκεῖν. ἀνάγκη
μὲν γὰρ ἐγένετο αὐτῷ μετὰ τὴν κρίσιν τριάκοντα ἡμέρας
βιῶναι διὰ τὸ Δήλια μὲν ἐκείνου τοῦ μηνὸς εἶναι, τὸν δὲ
νόμον μηδένα ἐᾶν δημοσίᾳ ἀποθνῄσκειν ἕως ἂν ἡ θεωρία ἐκ
Δήλου ἐπανέλθῃ, καὶ τὸν χρόνον τοῦτον ἅπασι τοῖς συνή-
θεσι φανερὸς ἐγένετο οὐδὲν ἀλλοιότερον διαβιοὺς ἢ τὸν
ἔμπροσθεν χρόνον· καίτοι τὸν ἔμπροσθέν γε πάντων ἀνθρώ-
πων μάλιστα ἐθαυμάζετο ἐπὶ τῷ εὐθύμως τε καὶ εὐκόλως
ζῆν. [4.8.3] καὶ πῶς ἄν τις κάλλιον ἢ οὕτως ἀποθάνοι; ἢ ποῖος
ἂν εἴη θάνατος καλλίων ἢ ὃν κάλλιστά τις ἀποθάνοι; ποῖος
δ’ ἂν γένοιτο θάνατος εὐδαιμονέστερος τοῦ καλλίστου; ἢ
ποῖος θεοφιλέστερος τοῦ εὐδαιμονεστάτου; [4.8.4] λέξω δὲ καὶ ἃ
Ἑρμογένους τοῦ Ἱππονίκου ἤκουσα περὶ αὐτοῦ. ἔφη γάρ,
ἤδη Μελήτου γεγραμμένου αὐτὸν τὴν γραφήν, αὐτὸς ἀκούων
αὐτοῦ πάντα μᾶλλον ἢ περὶ τῆς δίκης διαλεγομένου λέγειν
αὐτῷ ὡς χρὴ σκοπεῖν ὅ τι ἀπολογήσεται. τὸν δὲ τὸ μὲν
πρῶτον εἰπεῖν· Οὐ γὰρ δοκῶ σοι τοῦτο μελετῶν διαβεβιω-
κέναι; ἐπεὶ δὲ αὐτὸν ἤρετο ὅπως, εἰπεῖν αὐτὸν ὅτι οὐδὲν
ἄλλο ποιῶν διαγεγένηται ἢ διασκοπῶν μὲν τά τε δίκαια καὶ
τὰ ἄδικα, πράττων δὲ τὰ δίκαια καὶ τῶν ἀδίκων ἀπεχόμενος,
ἥνπερ νομίζοι καλλίστην μελέτην ἀπολογίας εἶναι.

***
Διότι κοινώς ομολογείται, ότι κανείς έως τώρα άνθρωπος από όσους ενθυμούμεθα, δεν υπέμεινε καλύτερα τον θάνατον. Διότι ηναγκάσθη να ζήση τριάκοντα ημέρας μετά την καταδίκην του, επειδή κατ' εκείνον μεν τον μήνα ήτο η εορτή των Δηλίων, ο δε νόμος δεν επέτρεπε κανείς να φονεύεται υπό της πολιτείας πριν επανέλθη εκ της Δήλου η πρεσβεία των θεωρών, και κατά το χρονικόν αυτό διάστημα ο Σωκράτης απεδείχθη εις πάντας τους φίλους του, ότι καθόλου διαφορετικώτερα δεν έζησεν από πρωτύτερα· και βέβαια πρωτύτερα εθαυμάζετο περισσότερον από όλους τους ανθρώπους διά το ότι έζη με ευθυμίαν και χωρίς γκρίνιες. Και πώς θα ημπορούσε κανείς να αποθάνη καλύτερα παρά όπως απέθανεν ο Σωκράτης; Ή ποίος θάνατος θα ήτο ωραιότερος από εκείνον που θα υφίστατο κανείς ωραιότατα; Ποίος δε θάνατος θα ημπορούσε να γίνη ευτυχέστερος από τον ωραιότατον; Ή ποίος περισσότερον αρεστός εις τους θεούς από τον ευτυχέστατον θάνατον; [Θα είπω δε και όσα ήκουσα περί αυτού από τον Ερμογένην τον υιόν του Ιππονίκου. Έλεγε δηλαδή ο Ερμογένης, ότι ενώ πλέον ο Μέλητος είχε κάμει την γραπτήν περί του Σωκράτους κατηγορίαν, αυτός ακούων τον Σωκράτην να διαλέγεται περισσότερον διά κάθε άλλο πράγμα παρά διά την δίκην του, του είπεν, ότι έπρεπε να σκεφθή τι θα απολογηθή. Εκείνος δε κατά πρώτον μεν απήντησε. ― Δεν σου φαίνομαι λοιπόν, ότι έχω περάσει όλην μου την ζωήν μελετών την απολογίαν μου; Επειδή δε ο Ερμογένης τον ηρώτησε, πώς; είπεν ο Σωκράτης ότι έως τώρα τίποτε άλλο δεν έκαμνε παρά αφ' ενός μεν να εξετάζη τα δίκαια και τα άδικα, αφ' ετέρου δε να κάμνη τα δίκαια και ν' αποφεύγη τα άδικα, και αυτό πράγματι ενόμιζεν, ότι είναι η καλυτέρα από όλας φροντίς απολογίας.