Ο Αριστοτέλης προχωρώντας το έβδομο βιβλίο από τα «Ηθικά Νικομάχεια» θέτει το ζήτημα που θα τον απασχολήσει ευθέως: «Στη συνέχεια ο λόγος μας πρέπει να αναφερθεί στο θέμα: “Μπορεί κανείς να είναι απόλυτα και καθαρά ακρατής ή μήπως δε γίνεται παρά όλοι να είναι ακρατείς μόνο ως προς ένα συγκεκριμένο πράγμα; Και αν συμβαίνει το πρώτο, τότε σε τι αναφέρεται η ακράτεια του ακρατούς ανθρώπου;”» (1147b 4, 22-24).
Το βέβαιο είναι ότι η ακρατής συμπεριφορά έχει να κάνει με την ευχαρίστηση που εισπράττει κανείς από μία συγκεκριμένη πράξη: «Δεν υπάρχει, βέβαια, καμιά αμφιβολία ότι οι άνθρωποι είναι εγκρατείς και καρτερικοί ή, αντίθετα, ακρατείς και μαλθακοί ενσχέσει με τις ηδονές και τις λύπες» (1147b 4, 25-26).
Ο ακρατής άνθρωπος είναι αυτός που υπερβάλλει σε σχέση με την ευχαρίστηση που προκύπτει από κάθε πράγμα. Αυτό που μένει είναι ο διαχωρισμός των πραγμάτων που προξενούν ευχαρίστηση: «Από τα πράγματα που μας προκαλούν ευχαρίστηση άλλα είναι “αναγκαία” και άλλα είναι άξια επιλογής και προτίμησης καθαυτά, επιδέχονται όμως υπερβολή» (1147b 4, 27-28).
Κι αμέσως ο Αριστοτέλης θα διευκρινίσει: « “Αναγκαία” είναι αυτά που σχετίζονται με το σώμα μας (εννοώ αυτά που σχετίζονται με την τροφή και με τις γενετήσιες ανάγκες μας, τα σχετικά δηλαδή με το σώμα μας πράγματα με τα οποία σχετίσαμε την ακολασία και τη σωφροσύνη)» (1147b 4, 29-32).
Ο ακρατής άνθρωπος σε σχέση με τις σωματικές ηδονές είναι ο ακόλαστος. Αντλεί ευχαρίστηση σε τέτοιο βαθμό που μπορεί να χάσει οποιοδήποτε μέτρο είτε στις απολαύσεις του φαγητού είτε του έρωτα. Ο εγκρατής, ως προς τα «αναγκαία» είναι ο σώφρων, ο οποίος δεν παρασύρεται (ούτε όμως και απαξιώνει) αυτού του είδους τις απολαύσεις κρατώντας πάντα τη στάση της μεσότητας που αρμόζει.
Όσο για το άλλο είδος πραγμάτων που είναι σε θέση να προκαλέσουν την υπερβολή ο Αριστοτέλης θα εξηγήσει: «Τα άλλα δεν είναι “αναγκαία”, είναι όμως άξια επιλογής και προτίμησης καθαυτά (εννοώ, π.χ., τη νίκη, την τιμή, τον πλούτο, γενικά τα καλά και ευχάριστα πράγματα αυτού του τύπου)» (1147b 4, 33-35).
Αυτή η δεύτερη κατηγορία πραγμάτων που παρασύρει τους ανθρώπους έξω από τα όρια της μεσότητας και του ορθού λόγου δε σηματοδοτεί την απόλυτη ακράτεια, αλλά την επιμέρους, δηλαδή τη σε σχέση με το τι ακριβώς είναι αυτό που λειτουργεί ανεξέλεγκτα στο συναισθηματικό κόσμο του καθενός: «Αυτούς λοιπόν που, ενεργώντας αντίθετα προς τον μέσα τους ορθό λόγο, φτάνουν σε υπερβολή ενσχέσει με τα ευχάριστα πράγματα της δεύτερης περίπτωσης δεν τους λέμε καθαρά και απόλυτα ακρατείς, αλλά ακρατείς με την προσθήκη “ως προς τα χρήματα”, “ως προς το κέρδος”, “ως προς την τιμή”, “ως προς το θυμό” – πάντως όχι καθαρά και απόλυτα ακρατείς, για το λόγο ότι αυτοί είναι κάτι διαφορετικό από εκείνους, και αν λέγονται ακρατείς, αυτό οφείλεται μόνο στην ομοιότητά τους προς εκείνους» (1147b 4, 35-39).
Ο λόγος που ο Αριστοτέλης διαχωρίζει τις δύο αυτές κατηγορίες που προκαλούν την ακρατή συμπεριφορά είναι ότι υπάρχει μια πολύ σημαντική διαφορά ανάμεσά τους. Στη δεύτερη περίπτωση που υπάρχει επιλογή και προτίμηση ο άνθρωπος κινείται στην υπερβολή προσπαθώντας να εισπράξει συναισθηματικά την ικανοποίηση της επιτέλεσης αυτού που ο ίδιος διάλεξε (έστω και υπερβολικά, έστω κι εσφαλμένα, έστω κι ως κοινωνική επιρροή). Υπάρχει δηλαδή ένα είδος συμμετοχής του προσώπου που συμπεριφέρεται υπερβολικά και γι’ αυτό η ακράτεια περιορίζεται σε εκείνο το μεμονωμένο πράγμα (ή σε εκείνα τα πράγματα, αν είναι πολλά) που την προκαλεί (προκαλούν).
Η πρώτη περίπτωση, όμως, που σχετίζεται με τις σωματικές ηδονές δεν εμπεριέχει καν την επιλογή, αφού ο ακρατής αυτής της κατηγορίας είναι το απόλυτο έρμαιο των παθών του. Θα φάει ή θα πιει υπερβολικά βλάπτοντας την υγεία του και καταστρέφοντας το σώμα του, όχι επειδή το προτιμά, αλλά επειδή του είναι αδύνατο να αντισταθεί. Κι αυτός είναι ο λόγος που ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι αυτοί οι άνθρωποι κινούνται στην απόλυτη ακράτεια. Θα έλεγε κανείς ότι η εξάρτησή τους από τις ηδονές είναι τόσο μεγάλη που ξεπερνά ακόμη και τις επιθυμίες τους. Ο λαίμαργος θα ήθελε να είναι αδύνατος, αλλά αφήνεται στο πάχος μην μπορώντας να ελέγξει το πάθος του για φαγητό.
Τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: «Στην περίπτωση των σωματικών απολαύσεων με τις οποίες λέμε ότι σχετίζεται ο σώφρων και ο ακόλαστος άνθρωπος, αυτόν που κυνηγάει την υπερβολή στα ευχάριστα πράγματα και αποφεύγει τα δυσάρεστα (την πείνα, τη δίψα, τη ζέστη, το κρύο και όλα όσα σχετίζονται με την αφή και τη γεύση), και αυτό το κάνει όχι με δική του επιλογή και προτίμηση, αλλά αντίθετα προς την επιλογή του και προς τη λογική και τη σκέψη του, τον άνθρωπο αυτό τον λέμε ακρατή δίχως καμιά προσθήκη του τύπου “ενσχέσει με το τάδε πράγμα”, επιπαραδείγματι ενσχέσει με την οργή, αλλά ακρατή καθαρά και απόλυτα» (1148a 4, 5-12).
Όμως ο ακρατής με την πλήρη σημασία του όρου δεν ταυτίζεται με τον ακόλαστο: «Αυτός είναι και ο λόγος που βάζουμε μαζί τον ακρατή και τον ακόλαστο, τον εγκρατή και το σώφρονα για το λόγο ότι αυτοί έχουν σχέση με τις ίδιες, κατά κάποιον τρόπο, ηδονές και λύπες – μολονότι όμως έχουν σχέση με τα ίδια πράγματα, δεν έχουν σχέση με αυτά με τον ίδιο τρόπο: ο ακόλαστος ενεργεί με επιλογή και προτίμηση, ο ακρατής χωρίς» (1148a 4, 14-19).
Για την ακρατή συμπεριφορά της δεύτερης περίπτωσης (σε σχέση δηλαδή με τις τιμές, το κέρδος κλπ), το μεμπτό της συμπεριφοράς δεν αφορά την επιθυμία να τα αποκτήσει κανείς (είναι καλό οι άνθρωποι να αγαπούν τις τιμές και το κέρδος), αλλά την υπερβολή της επιδίωξης, που εν τέλει εκφυλίζει τη συμπεριφορά: «οι άνθρωποι δεν ψέγονται επειδή υπόκεινται στην επίδρασή τους, επειδή τα επιθυμούν και τα αγαπούν, αλλά για το συγκεκριμένο, τον υπερβολικό τρόπο με τον οποίο κάνουν ό,τι κάνουν» (1148a 4, 30-31).
Πράγματι, δεν είναι κακό να είναι κανείς φιλόνικος ή να θέλει να κερδίσει τιμές μέσα στην πόλη ή να αποκτήσει χρήματα από τις δραστηριότητές του. Το ζήτημα είναι τι είναι πρόθυμος να κάνει προκειμένου να τα πετύχει. Ο τρόπος της επιδίωξης, αν κινείται στην υπερβολή, είναι βέβαιο ότι θα ακυρώσει τις επιταγές της αρετής κι ενδέχεται να φτάσει μέχρι το απόλυτο κακό. Κι αυτός είναι ο κύριος λόγος που για τους περισσότερους η ακρατής συμπεριφορά ταυτίζεται και με τις σωματικές ηδονές (αναγκαία) και με τις πράξεις επιλογής και προτίμησης.
Αυτό όμως δεν είναι απολύτως σωστό, καθώς υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στις δύο περιπτώσεις. Με δεδομένο ότι η ακράτεια, από θέση αρχής, έχει να κάνει με την αποχαλίνωση μιας κακής πράξης (το πολύ φαγητό είναι πράγματι από μόνο του μια κακή πράξη), δεν μπορεί να ειπωθεί το ίδιο και για την επιδίωξη της τιμής, αφού (από μόνη της) δεν είναι κάτι κακό. Η κακή πράξη μπορεί να επέλθει αργότερα από τα μέσα που θα μεταχειριστεί κανείς για να την πετύχει. Κι όσο πιο υπερβολικά την ποθεί, τόσο πιο επίφοβα γίνονται τα πράγματα. Με άλλα λόγια, ενώ στην πρώτη περίπτωση αυτό που επιφέρει την ακρατή συμπεριφορά είναι η υποδούλωση σε ένα πάθος οδηγώντας σε άμετρες και άλογες κακές ενέργειες, στη δεύτερη το κίνητρο είναι ορθό και η στρέβλωση γίνεται αργότερα από την υπερβολή που επιδεικνύει κανείς για την επίτευξη του.
Κι αυτή είναι η διαφορά της απόλυτης ακράτειας με την επιμέρους: «γιατί το καθένα τους» (τιμή, κέρδος, νίκη κλπ εννοείται) «είναι εκ φύσεως άξιο επιλογής και προτίμησης καθαυτό, και γιατί μόνο οι υπερβολές σ’ αυτά είναι κάτι το μεμπτό, κάτι που πρέπει να αποφεύγεται. Παρόμοια δεν υπάρχει ούτε ακράτεια· γιατί η ακράτεια δεν είναι μόνο κάτι που πρέπει να αποφεύγεται, αλλά και ένα από τα αξιόμεμπτα πράγματα: λόγω της ομοιότητας που το πάθος αυτό της ψυχής παρουσιάζει με την ακράτεια οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τη λέξη “ακράτεια” με τη σχετική κάθε φορά προσθήκη, ακριβώς όπως λένε “κακός γιατρός” ή “κακός ηθοποιός” για έναν άνθρωπο που δε θα τον ονόμαζαν κακό με την απόλυτη σημασία της λέξης» (1148b 4, 4-10).
Εκτός κι αν από υπέρμετρη αγάπη για κάτι από αυτά (πχ. κέρδος) έφτανε κανείς να πραγματώσει το απόλυτο κακό. Το ότι το αρχικό του κίνητρο ήταν υγιές δεν είναι επιχείρημα που μπορεί να τον αθωώσει. Η υπέρβαση των ορίων είναι πάντα κάτι κακό κι όσο περισσότερο τα υπερβεί κανείς, τόσο μεγαλύτερο κακό κάνει. Θα έλεγε κανείς ότι και η απόλυτη υπέρβαση δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στο απόλυτο κακό.
Και βέβαια δεν πρέπει να αναρωτηθεί κανείς γιατί θεωρείται ότι στην πρώτη κατηγορία των «αναγκαίων» (σωματικών αναγκών) αυτό που εξυπηρετείται είναι από θέση αρχής κακό. (Είναι προφανές ότι δεν θα μπορούσε να εκληφθεί ως κακό η κάλυψη των αναγκών του σώματος). Το κακό έχει να κάνει με το ότι ο ακρατής αυτού του είδους δεν εξυπηρετεί σωματικές ανάγκες, αλλά λειτουργεί επιβλαβώς. Ο λαίμαργος δεν τρέφεται για να κρατηθεί στη ζωή, αλλά για να ικανοποιήσει ένα πάθος. Γι’ αυτό δεν τρώει όποτε πεινά, αλλά συνέχεια.
Από κει και πέρα η τάση κάποιου να εισπράττει χαρά από την πραγμάτωση φρικαλέων πράξεων ταυτίζεται με το θηριώδες. Κι αυτό γιατί ή έξη που επιφέρει αυτού του είδους τις πράξεις δεν μπορεί παρά να αρμόζει στα θηρία: «Εννοώ τις θηριώδεις έξεις, όπως στην περίπτωση εκείνης της μέγαιρας που λένε ότι ξέσχιζε την κοιλιά εγκύων γυναικών και καταβρόχθιζε τα έμβρυα, ή ενσχέσει με τα πράγματα με τα οποία λέει ο κόσμος ότι ευχαριστιούνται κάποιοι άγριοι πληθυσμοί στην περιοχή του Εύξεινου Πόντου: μερικοί ευχαριστιούνται τρώγοντας ωμά κρέατα, άλλοι τρώγοντας ανθρώπινες σάρκες, ενώ άλλοι ανταλλάσσουν μεταξύ τους τα παιδιά τους για τις ευωχίες τους» (1148b 5, 23-28).
Για τον Αριστοτέλη τέτοιου είδους πράξεις οφείλονται είτε σε βάρβαρα ήθη κάποιων λαών είτε σε περιπτώσεις ψυχικής παθολογίας: «Όλες αυτές οι έξεις είναι θηριώδεις, ενώ κάποιες άλλες κάνουν την εμφάνισή τους ύστερα από αρρώστιες (σε μερικούς και ως αποτέλεσμα τρέλας· τέτοια ήταν η περίπτωση εκείνου που έσφαξε –σαν για θυσία– τη μητέρα του και την έφαγε· τέτοια ήταν, επίσης, η περίπτωση εκείνου που έφαγε το συκώτι του συνδούλου του)» (1148b 5, 29-31).
Στο θηριώδες κατατάσσονται κι άλλες συνήθειες που προέρχονται από «νοσηρές καταστάσεις»: «Κάποιες άλλες, πάλι, είναι αποτέλεσμα νοσηρών καταστάσεων ή συνήθειας, όπως είναι, επιπαραδείγματι, το να μαδάει κανείς τις τρίχες της κεφαλής του, να τρώει τα νύχια του, να τρώει κάρβουνα ή χώμα ή, επίσης, να κάνει έρωτα με αγόρια» (1148b 5, 32-34). Το βέβαιο είναι ότι, αν οι πράξεις υπαγορεύονται από τη φύση, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ακρατείς: «Σε όσους λοιπόν είναι η φύση η αιτία» (των πράξεων εννοείται) «αυτούς κανένας δε θα μπορούσε να τους πει ακρατείς» (1148b 5, 33-34).
Από τη στιγμή που η φύση ορίζει μια συμπεριφορά τότε αυτή κρίνεται αναπόφευκτη. Και το αναπόφευκτο δεν μπορεί να ταυτιστεί με το ακρατές. Το ζήτημα είναι ότι οι πράξεις που τείνουν στο θηριώδες προφανώς δεν αποδίδονται στη φύση. Μπορούν, όμως, να αποδοθούν στην ελαττωματική φύση, όπως η περίπτωση του τρελού που προβαίνει σε ανοσιουργήματα χωρίς να έχει καμία επίγνωση των πράξεών του. Ένας τέτοιος άνθρωπος, όσο κι αν αποτελεί κίνδυνο για τους συνανθρώπους του, είναι αδύνατο να χαρακτηριστεί ακρατής ή κακός ακριβώς επειδή έχει το ακαταλόγιστο: «Το να έχει λοιπόν κανείς κάποια από αυτές τις έξεις είναι κάτι που βρίσκεται έξω από τα όρια της κακίας, ακριβώς όπως και η θηριότητα» (1149a 5, 1-2)..
Στον τρελό δεν μπορούν να αποδοθούν ηθικοί χαρακτηρισμοί, όπως και σ’ ένα θηρίο. Όμως, για τον Αριστοτέλη όλες οι συμπεριφορές που παρουσιάζουν ακρότητες στο βάθος κρύβουν μέσα τους κάτι το θηριώδες: «όλες οι περιπτώσεις υπερβολής στην αφροσύνη, στη δειλία, στην ακολασία, στη δυστροπία είναι αποτέλεσμα ή θηριώδους ιδιοσυγκρασίας ή νοσηρών καταστάσεων: αυτός που είναι έτσι καμωμένος από τη φύση ώστε να φοβάται τα πάντα, ακόμη και το θόρυβο ενός ποντικού, είναι δειλός με μια δειλία θηριώδους τύπου, ενώ εκείνος για τον οποίο έλεγαν ότι φοβόταν τη γάτα ήταν δειλός εξαιτίας αρρώστιας» (1149a 5, 6-10).
Κι εδώ, βέβαια, δεν υπάρχει καμία αντίφαση ανάμεσα στο ότι όλες οι ηθικές αρετές ή κακίες (όπως το θάρρος και η δειλία) δεν είναι από τη φύση, αλλά αποτέλεσμα συνήθειας και στη συγκεκριμένη περίπτωση που γίνεται αναφορά στον εκ φύσεως δειλό που φοβάται τις γάτες και τα ποντίκια. Γιατί εδώ ο Αριστοτέλης αναφέρεται σε περιπτώσεις παθολογικές, περιπτώσεις που η φύση (από λάθος) έδωσε μειονεκτήματα στους ανθρώπους. Η φράση «δειλός εξαιτίας αρρώστιας» είναι καταλυτική.
Ωστόσο, ακόμη κι αν κάποιος έχει τέτοιου είδους έξεις για τις οποίες ενδέχεται να μη φέρει την ευθύνη, υπάρχει και πάλι η δυνατότητα να ενδώσει σ’ αυτές ή να αγωνιστεί και να τις ξεπεράσει. Κι αυτός είναι και ο λόγος, που, κι αν ακόμη χαρακτηρίσει κανείς τέτοιου είδους συμπεριφορές ακρατείς, είναι αδύνατο να επικαλεστεί την απόλυτη έννοια της λέξης: «Στην περίπτωση, πάντως, που τις έχει» (τις θηριώδεις έξεις εννοείται) «το να τις νικάει ή να νικιέται από αυτές δε σημαίνει (εγκράτεια ή) ακράτεια με την καθαρή και απόλυτη σημασία της λέξης, αλλά ακράτεια κατ’ αναλογίαν, ακριβώς όπως και αυτόν που δεν μπορεί να επιβάλλεται στο θυμό του πρέπει να τον λέμε “ακρατή ως προς αυτό το πάθος”, όχι όμως ακρατή με το καθαρό και απόλυτο νόημα αυτής της λέξης» (1149a 5, 2-5).
Το θηριώδες, όπως τίθεται από τον Αριστοτέλη, εκπροσωπεί την υπερβολή που ξεπερνά τα μέτρα του ανθρώπου. Αναφέρεται στη νοσηρότητα που λειτουργεί σοκαριστικά, στο αποτρόπαιο, στο ειδεχθές που τείνει στο παράλογο.
Κι αυτό σηματοδοτεί μια άλλη έννοια της κακίας που τίθεται επίσης πάνω από τα ανθρώπινα μέτρα, θα λέγαμε τη θηριώδη κακία, που εν τέλει δεν μπορεί παρά να προσδώσει και τις νέες διαστάσεις της ακράτειας, που κι εκείνη ενδέχεται να ξεπερνά όλα τα όρια φτάνοντας με τη σειρά της στο θηριώδες: «Όπως λοιπόν και στην περίπτωση της κακίας υπάρχει αυτή που μένει στα όρια της ανθρώπινης φύσης και λέγεται απλώς κακία, εκτός όμως από αυτήν υπάρχει και η κακία που λέγεται με μια προσθήκη (θηριώδης ή νοσηρή), όχι όμως απλά και σκέτα κακία, έτσι ακριβώς –είναι φανερό– υπάρχει η θηριώδης ή η νοσηρή ακράτεια, ενώ απλά και σκέτα ακράτεια είναι αυτή που αντιστοιχεί στην ανθρώπινη ακολασία» (1149a 5, 18-23).
Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια