Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2023

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια 11. Έννοιες και αρχές

11.5. Για την τιμή


Η έννοια της τιμής στον Όμηρο (από το ρήμα τίω «εκτιμώ, τιμώ κάποιον, τον θεωρώ άξιο τιμής») έχει δύο όψεις, που συνυπάρχουν και εξαρτώνται η μία από την άλλη: την υλική, που συνδέεται με την κατοχή υλικών αγαθών, και την αφηρημένη ή «άυλη» όψη, η οποία σχετίζεται με την ανώτερη κοινωνική θέση, το κύρος και την υπόληψη που έχει ο ήρωας μέσα στην κοινότητά του.

Τα υλικά αγαθά της τιμής μοιράζονται στους ιδρυτές των βασιλικών δυναστειών εξαιτίας της πολεμικής τους ανδρείας και κληροδοτούνται ως προνόμια στους απογόνους τους. Όμως, για να συντηρηθούν, οι νέοι πολεμιστές οφείλουν να δείχνουν το ίδιο γενναίο φρόνημα στη μάχη. Έτσι, στην Ιλιάδα ο λύκιος Σαρπηδόνας προτρέπει τον συμπολεμιστή του Γλαύκο να μπει και αυτός στον πόλεμο, θυμίζοντάς του πρώτα τις τιμές που απολαμβάνουν χάρη στο βασιλικό τους κύρος και ύστερα τα στρατιωτικά καθήκοντα που τους αναλογούν (Μ 310-321):

Γλαύκε, γιατί εμάς τους δυο μάς τιμούν [τετιμήμεσθα] περισσότερο από κάθε άλλον στη Λυκία, με τη θέση που μας δίνουν και τα κρέατα και τα γεμάτα ποτήρια, και όλοι μάς βλέπουν σαν θεούς; και έχουμε κι από ένα ξεχωριστό κομμάτι γης, ωραίο, από αμπέλι και χωράφι, δίπλα στις όχθες του Ξάνθου, για να παίρνουμε τον καρπό του; Γι᾽ αυτό τώρα πρέπει εμείς οι δυο να σταθούμε ανάμεσα στους πρώτους Λύκιους και να αντικρίζουμε τη φωτιά της μάχης, για να πει έτσι κάποιος από τους Λυκίους που είναι γερά οπλισμένοι: «Δεν είναι δίχως δόξα οι βασιλιάδες μας, που κυβερνούν μέσα στη Λυκία και τρων παχιά αρνιά και πίνουν ξεχωριστό κρασί γλυκό σαν μέλι. Έχουν παλληκαριά μεγάλη, γιατί πολεμούν μέσα στους πρώτους Λύκιους.»

Στο απόσπασμα αυτό, που θεωρείται ότι περιλαμβάνει τα πρότυπα αξιών της ηρωικής ζωής, παραξενεύει ίσως τον σημερινό αναγνώστη η σύνδεση της ομηρικής τιμής καταρχήν με υλικά αγαθά, με τα οποία οι ηγεμόνες απολαμβάνουν την εκτίμηση που τους δείχνουν οι πολλοί αντιμετωπίζοντάς τους σαν ισόθεους. Τα υλικά αυτά προνόμια μαζί με τη δημόσια αναγνώριση, που τους εξασφαλίζουν την τιμή τους, αν θέλουν οι δύο άρχοντες της Λυκίας να συνεχίσουν να τα απολαμβάνουν, λέει ο Σαρπηδόνας, έχουν την υποχρέωση να μάχονται στην πρώτη γραμμή, αποδεικνύοντας έτσι ότι αξίζουν την ένδοξη φήμη τους. Η υπεράσπιση λοιπόν της τιμής αποτελεί το πρωταρχικό κίνητρο για να εμπλακεί ο ήρωας στη μάχη, εφόσον έτσι συντηρεί και απολαμβάνει τα άφθονα υλικά του αγαθά, μαζί και το κύρος του, την υψηλή του κοινωνική θέση και τη φήμη του.

Το προηγούμενο απόσπασμα δείχνει ακόμη πως στο περιβάλλον του πολέμου υπάρχει αντιστοιχία ανάμεσα στην κοινωνική υπεροχή κάποιου και στην προσωπική του αξία, εφόσον η πρώτη εξαρτάται από τη δεύτερη, και το αντίστροφο. Ωστόσο, στην Ιλιάδα, μέσα κυρίως από την έριδα του Αγαμέμνονα με τον Αχιλλέα, δείχνεται η προβληματική σχέση της κοινωνικής υπεροχής με την προσωπική αξία των ηρώων. Η τιμή μοιράζεται στους ιεραρχικά ανώτερους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το αξίζουν κιόλας.

Στην υψηλότερη τιμητική κλίμακα των δυνατών, με πρώτο τον πατριάρχη Δία, εντάσσονται οι θεοί, που τιμώνται από τους θνητούς με προσφορές λατρείας, ενώ στον χώρο των θνητών τις ανώτερες τιμές διεκδικούν όσοι θεωρούνται ότι σχετίζονται με τους θεούς: οι ιερείς, οι αοιδοί και οι ηγεμόνες όπως ο Αγαμέμνονας. Το ανώτερο αξίωμα του βασιλιά των Αχαιών εξισώνεται με την ανώτερη τιμή που έχει, εφόσον αυτό, μαζί με το σκήπτρο του, είναι θεόδοτο, από τον Δία. Γι᾽ αυτό ο Νέστορας, μετά τον Αγαμέμνονα, συμβουλεύει τον οργισμένο Αχιλλέα να σταματήσει την έριδα του με τον ανώτερό του βασιλιά (Α 277-281):

μήτε συ, γιε του Πηλέα, να θέλεις να μαλώνεις πρόσωπο με πρόσωπο με το βασιλιά· γιατί ποτέ δεν είναι όμοιος στο αξίωμα με τους άλλους [οὔ ποθ᾽ ὁμοίης ἔμμορε τιμῆς] ο βασιλιάς που βαστά σκήπτρο και που ο ίδιος ο Δίας τού έδωσε τη δόξα αυτή. Αν εσύ είσαι δυνατός και σε γέννησε μητέρα θεά, αυτός πάλι είναι ανώτερος από σένα, γιατί βασιλεύει σε περισσότερους.

Η τιμή εμφανίζεται εδώ με την τυπική, διανεμητική της σημασία (το σταθερά τριτοπρόσωπο στο έπος ρήμα ἔμμορε + τιμῆς είναι β' παρακείμενος με σημασία ενεστώτα του μείρομαι «παίρνω ως μερίδιο, μετέχω, μοιράζομαι». Επειδή οι τιμές των ηγεμόνων περιλαμβάνουν κατά κύριο λόγο υλικά αγαθά, κτήματα και πλούτη, γι᾽ αυτό και συχνά ο βασιλιάς τιμάται περισσότερο από τους άλλους θνητούς όπως ο πλούσιος, ο οποίος τιμάται με τη σειρά του σαν θεός. Ανεξάρτητα πάντως από το αν ένας ήρωας φέρει τον τίτλο του βασιλιά, η τιμή του θεωρείται συνάρτηση της πολεμικής του δύναμης, που κινδυνεύει να χαθεί στο πεδίο της μάχης. Έτσι ο Έκτορας, με την υποστήριξη και του Δία, απειλεί να στερήσει τα προνόμια που απολαμβάνει ο Διομήδης στην κοινότητα των Αχαιών (Θ 161-166):

Γιε του Τυδέα, οι Δαναοί με τα γρήγορα άλογα σε τιμούσαν πάρα πολύ και με τη θέση που σου έδιναν και με κρέατα και με γεμάτα ποτήρια. Τώρα όμως θα σε περιφρονήσουν [ἀτιμήσουσι], γιατί κατάντησες ίδιος με γυναίκα. Άμε να χαθείς, παλιόκουκλα, δε θα κάνω πίσω εγώ, για ν᾽ ανεβείς εσύ στους πύργους μας, ούτε θα αρπάξεις τις γυναίκες μας στα καράβια σου! Πρωτύτερα θα σε παραδώσω στο θάνατο.

Στα συμφραζόμενα των αθλητικών αγώνων και της φιλοξενίας ακόμη και στο πεδίο της μάχης (όταν οι αντίπαλοι πολεμιστές αναγνωρίζονται ως προγονικοί φίλοι), η αναγνώριση της τιμής του άλλου εκφράζεται με την προσφορά και την ανταλλαγή δώρων. Ειδικότερα, στο περιβάλλον της οδυσσειακής φιλοξενίας η απόδοση τιμής στον ξένο/ικέτη με την προσφορά φαγητού, ψυχαγωγίας και δώρων θεωρείται υποχρέωση του οικοδεσπότη και μέσο ενίσχυσης των φιλικών δεσμών με τον επισκέπτη. Οι θνητοί, εξάλλου, πιστεύουν ότι ο ξένιος Δίας προστατεύει τους ξένους, τους ικέτες και τους φτωχούς και, ως ἐπιτιμήτωρ («εκδικητή», που προστατεύει την τιμή τους, ι 266), τιμωρεί την «αναίδεια» όσων δεν τους υπολογίζουν.

Καθώς η τιμή μοιράζεται ανάλογα με το κύρος που διαθέτουν οι ήρωες, στο κατώτερο σημείο της τιμητικής κλίμακας τοποθετούνται οι καταφρονεμένοι της κοινωνίας, οι μετανάστες και οι επαίτες. Κι όμως, ο χοιροβοσκός Εύμαιος υποδέχεται στο καλύβι του τον μεταμορφωμένο σε ζητιάνο κύριό του με φιλόξενη συμπάθεια (ξ 56-57):

Το δίκιο, ξένε, δεν μ᾽ αφήνει του ξένου την τιμή
να αποστερήσω· όποιος κι αν φτάσει σπίτι μου,
ας είναι ταπεινότερός σου
.

Από τη στιγμή που η τιμή ενός ήρωα ή θεού εξαρτάται από την υπόληψη που οι άλλοι του έχουν, είναι ευμετάβλητη αξία· μπορεί να μειωθεί ή να αυξηθεί, λειτουργώντας ως μέσο διάκρισης του εχθρού από τον φίλο: ο πρώτος δεν αναγνωρίζει την τιμή στον άλλον και προσπαθεί να του την αφαιρέσει, συχνά για να αυξήσει τη δική του· ο δεύτερος την αναγνωρίζει και τη μοιράζεται με τους συμμάχους ή με τους εταίρους του.

Η αποκατάσταση της προσβεβλημένης τιμής κάποιου επιβάλλει την καταβολή υλικής αποζημίωσης ή/και την εκδίκηση. Στις πολεμικές επιχειρήσεις που αναλαμβάνονται, όταν δημιουργούνται ζητήματα υπεράσπισης της τιμής, οι ήρωες βοηθούν όχι μόνο τους συγγενείς, που ανήκουν στον ίδιο οίκο, αλλά και τον ευρύτερο κύκλο των φίλων τους. Έτσι, ανταποδίδουν τις ευεργεσίες που έχουν οι ίδιοι στο παρελθόν δεχθεί, ανταποκρίνονται στις αμοιβαίες υποχρεώσεις φιλίας, και τους δίνεται η δυνατότητα με τον πόλεμο να αυξήσουν την προσωπική τους τιμή.

Η προσβολή της τιμής και οι ενέργειες για την αποκατάστασή της με αποζημίωση και εκδίκηση απλώνονται σε όλη την έκταση του μύθου και της πλοκής των ομηρικών επών. Ο τρωικός πόλεμος ξέσπασε από τη στιγμή που ο Πάρης, φιλοξενούμενος στο παλάτι του Μενελάου, προσέβαλε την τιμή του οικοδεσπότη του αρπάζοντας τη γυναίκα και τον θησαυρό του. Τότε ο μεγαλύτερος αδελφός του Μενελάου βασιλιάς Αγαμέμνονας, εξασφαλίζοντας την υποστήριξη συγγενών ηγεμόνων αλλά και συμμάχων από την Ελλάδα, οδήγησε τον στρατό των Αχαιών εναντίον των Τρώων, με σκοπό την αποκατάσταση της τιμής του αδελφού του: την επιστροφή, δηλαδή, της Ελένης μαζί με τα πολύτιμα αγαθά του Μενελάου και ακόμη την καταβολή υλικής αποζημίωσης. Οι όροι αυτοί περιέχονται στον όρκο που δίνει ο βασιλιάς των Αχαιών λίγο πριν αρχίσει η κρίσιμη μονομαχία του Αλεξάνδρου με τον Μενέλαο (Γ 284-287):

αν πάλι ο ξανθός Μενέλαος τύχει και σκοτώσει τον Αλέξανδρο, οι Τρώες έπειτα να δώσουν πίσω την Ελένη και όλα τα πολύτιμα πράγματα, και να πληρώσουν στους Αργείους αποζημίωση [τιμήν], αυτήν που ταιριάζει, και που θα σταθεί παράδειγμα και στους μελλοντικούς ανθρώπους.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η λέξη τιμή, με την έννοια της αποζημίωσης, συνδέεται και με το ρήμα «πληρώνω», το οποίο στα αρχαία ελληνικά δηλώνεται ως τίνω (σύνθετο ἀποτίνω). Μάλιστα η τιμή χρησιμοποιείται συχνά, όπως εδώ, ως αντικείμενο του ρήματος. Όταν κάποιος «πληρώνει» για κάποια βλάβη που προξένησε, η πληρωμή αυτή, που ονομάζεται και ποινή, στοχεύει στην αποκατάσταση της τιμής του άλλου. Εξάλλου, η τιμωρία στη συγκεκριμένη περίπτωση, ως μια μορφή εκδίκησης αυτού που ατιμάζεται, δηλώνεται ως τίσις, υπερβαίνοντας κατά πολύ την ισότιμη ανταπόδοση της βλάβης που έχει προξενηθεί.

Η ποινή, μια μορφή αντιποίνων, διαφοροποιείται συχνά από τα ἄποινα: τα υλικά αγαθά που προσφέρονται ως λύτρα κυρίως σε συμφραζόμενα ικεσίας - το σχετικό ρήμα είναι ἀπολύω «λυτρώνω, ελευθερώνω με λύτρα». Η ποινή αποβλέπει στην πλήρη ικανοποίηση αυτού που έχει υποστεί κάποια βλάβη. Με τα ἄποινα απλώς ο ισχυρός αντίπαλος αποζημιώνεται είτε για την τιμή που εκπροσωπεί το αιχμάλωτο θύμα του, το οποίο καλείται να επιστρέψει· είτε για την τιμή που ο ισχυρός αντίπαλος θα μπορούσε να αποκομίσει, αν κρατούσε το αιχμάλωτο θύμα του. Επειδή, σε σχέση με την ποινήν, τα ἄποινα έχουν περιορισμένη ισχύ, τα προσφερόμενα λύτρα χαρακτηρίζονται ἀπερείσια «αμέτρητα, άπειρα».

Ο ιλιαδικός πόλεμος αρχίζει με μια διπλή προσβολή της τιμής από την πλευρά του Αγαμέμνονα. Ο βασιλιάς των Αχαιών ατίμασε πρώτα τον γέροντα ιερέα Χρύση αρνούμενος να του επιστρέψει, έναντι αμέτρητων λύτρων (Α 13), την κόρη του Χρυσηίδα. Μετά τον εκδικητικό λοιμό του θεού Απόλλωνα, με τον οποίο οι Αχαιοί «πληρώνουν» τα δάκρυα που έχυσε για τη Χρυσηίδα ο πατέρας της, ο Αγαμέμνονας υποχρεώνεται να επιστρέψει την κόρη στον γέροντα ιερέα, εξιλεώνοντας μάλιστα τον προστάτη του θεό. Στη συνέχεια όμως, για να αντισταθμίσει την απώλεια αυτή, ο βασιλιάς των Αχαιών προσβάλλει την τιμή του συμπολεμιστή του Αχιλλέα, αφαιρώντας του τη Βρισηίδα - το τιμητικό λάφυρο (γέρας) που είχαν δώσει οι Αχαιοί στον ήρωα ως έπαθλο για την εξαιρετική του ανδρεία. Χολωμένος μάλιστα ο Αχιλλέας απειλεί προς στιγμή να επιστρέψει στη Φθία, δηλώνοντας πως δεν θα κάθεται στην Τροία, ἄτιμος ο ίδιος, να αυξάνει τα πλούτη του άπληστου Αγαμέμνονα. Από τη μεριά του ο σκηπτοῦχος βασιλεύς των Αχαιών δηλώνει πως δεν έχει ανάγκη τον Αχιλλέα, ελπίζοντας ότι θα του συμπαραστέκονται οι άλλοι αρχηγοί και κυρίως ο Δίας (Α 173-175):

Φεύγα, αν το τραβάει η καρδιά σου! Εγώ δε σε παρακαλώ να μείνεις για το χατίρι μου. Κοντά μου είναι πολλοί άλλοι που θα με τιμήσουν [τιμήσουσι], και πάνω απ᾽ όλους ο βαθύγνωμος ο Δίας.

Τελικά ο Αχιλλέας επιλέγει να αποχωρήσει από τη μάχη, ενώ ο Δίας υπόσχεται στη Θέτιδα την αποκατάσταση της προσβεβλημένης τιμής του γιου της, δίνοντας προσωρινά τη νίκη στους Τρώες. Αργότερα, ο Αγαμέμνονας, αναγνωρίζοντας το λάθος του, προσφέρει στον Αχιλλέα με απεσταλμένους (τον Φοίνικα, τον Οδυσσέα και τον Αίαντα) πλούσια δώρα και γυναίκες μαζί με τη Βρισηίδα, νομίζοντας ότι έτσι μπορεί να αποκατασταθεί η τιμή του χολωμένου ήρωα. Όμως, ο Αχιλλέας, θεωρώντας ότι ο πλεονέκτης Αγαμέμνονας τον αντιμετώπισε με την απόσπαση της Βρισηίδας ως «ατίμητο μετανάστη» (I 648 = Π 59), αρνείται την προσφορά του. Τα δώρα του βασιλιά των Αχαιών εκτιμώνται από τον ήρωα σαν ένα τίποτα. Ο Αγαμέμνονας με τη συμπεριφορά του έχει διαλύσει την αντιστοιχία ανάμεσα στην κοινωνική αναγνώριση και στην προσωπική αξία του πολεμιστή, για την οποία μίλησε προηγουμένως ο Σαρπηδόνας. Όπως χαρακτηριστικά τονίζει στον Οδυσσέα αδικημένος ο Αχιλλέας (I 318-319):

Το ίδιο μερτικό παίρνει κι αυτός που μένει πίσω κι αν κανένας πολεμάει δυνατά. Όμοια τιμή έχει και ο δειλός και ο γενναίος.

Εξάλλου, η αποκατάσταση της τιμής του Αχιλλέα απαιτεί όχι δώρα αλλά, σύμφωνα με την υπόσχεση του Δία στη Θέτιδα, την ήττα των Αχαιών από τους Τρώες. Και αυτό μέχρι στιγμής συμβαίνει, καθώς οι Τρώες με τον Έκτορα απειλούν με όλεθρο τους Αχαιούς. Γι᾽ αυτό ο χολωμένος ήρωας, όταν ο γέροντας Φοίνικας τον καλεί να δεχθεί την τιμή που του προσφέρει ο Αγαμέμνονας, αρνείται λέγοντας (I 607-610):

Φοίνικα, παππούλη, σεβάσμιε, διόθρεφτε, δεν τη χρειάζομαι αυτή την τιμή. Θαρρώ πως έχω τιμηθεί [τετιμῆσθαι] αρκετά από την απόφαση του Δία, που θα μείνει κοντά μου πλάι στα στρογγυλομύτικα καράβια όσον καιρό βαστάει η πνοή στο στήθος μου και κουνιούνται τα γόνατά μου.

Οι εξελίξεις επιβεβαιώνουν τον Αχιλλέα αλλά με τραγικό τρόπο. Ο Έκτορας κατατροπώνει τους Αχαιούς, υποχρεώνοντας τον γιο της Θέτιδας να στείλει στη μάχη τον Πάτροκλο. Η αποστολή που αναλαμβάνει να εκτελέσει ο αγαπημένος φίλος αποσκοπεί στο να κατακτήσει ο Αχιλλέας μεγάλη τιμή και δόξα:

Κι άκουσέ με και κάνε όπως εγώ θα βάλω στο μυαλό σου, το πιο σπουδαίο σημείο από όσα σου λέω, για να βοηθήσεις να πάρω τιμή μεγάλη και δόξα από όλους τους Δαναούς, να μου γυρίσουν πίσω την πανέμορφη κόρη και να μου δώσουν από πάνω δώρα λαμπρά.

Με τη συμμετοχή του Πατρόκλου στη μάχη, ο Αχιλλέας ελπίζει ότι θα πάρουν κάποια ανάσα οι Αχαιοί, οι οποίοι έτσι, τιμώντας τον, θα του επιστρέψουν τη Βρισηίδα μαζί με δώρα, δίχως ο ίδιος να υποταχθεί στον Αγαμέμνονα. Ο ήρωας τελικά φαίνεται ότι επιθυμεί να εισπράξει την οφειλόμενη αποζημίωση του από τους Έλληνες και την αναγνώριση των άλλων, φτάνει να μην υπακούσει στον βασιλιά. Χρησιμοποιεί μάλιστα ως μέσο τον φίλο του, για να καρπωθεί ο ίδιος τις τιμές που ενδεχομένως θα προκύψουν από μια ήττα των Τρώων. Αυτές όμως οι προσδοκίες του Αχιλλέα στο τέλος διαψεύδονται. Ο Έκτορας εξοντώνει τον Πάτροκλο, για να σκοτωθεί στη συνέχεια ο ίδιος από τον Αχιλλέα, ο οποίος, εκδικούμενος την απώλεια του «τιμημένου του συντρόφου» (Υ 426), ατιμάζει το σώμα του μισητού του εχθρού. Στο τέλος, με την παρέμβαση των ολυμπίων θεών, αποκαθίσταται η τιμή του Αχιλλέα με τα αμέτρητα λύτρα (Ω 276) που δέχεται από τον γέροντα Πρίαμο. Στον γέροντα πατέρα επιστρέφεται ο Έκτορας, για να ταφεί με τις πρέπουσες τιμές στην πατρίδα του. Η προσφορά βέβαια των λύτρων δεν εμφανίζεται τόσο καθοριστική, ώστε να ερμηνεύσει και τους βαθύτερους λόγους ανθρωπιάς, για τους οποίους ο Αχιλλέας δείχνει τόση συμπόνια και μεγαλοφροσύνη απέναντι στον Πρίαμο. Στη μορφή του γέροντα βασιλιά ο νεαρός ήρωας ανακαλεί τη μορφή του δικού του πατέρα Πηλέα.

Στην αρχή της Οδύσσειας δείχνεται πως η τιμή ενός ήρωα απειλείται άμεσα όταν δεν διαθέτει τα μέσα να υπερασπιστεί τον εαυτό του και τον οίκο του. Ο νεαρός Τηλέμαχος, που δεν έχει αδέλφια όπως ο Μενέλαος στην Ιλιάδα για να τον βοηθήσουν, κινδυνεύει να χάσει τα δικαιώματα που έχει στον θρόνο του εξαφανισμένου πατέρα του, επειδή δεν έχει τη δύναμη να αναλάβει ηγετικό ρόλο στο παλάτι και στην κοινότητα της Ιθάκης. Οι μνηστήρες της Πηνελόπης ατιμάζουν με κάθε τρόπο τον βασιλικό οίκο: εισβάλλουν απρόσκλητοι στο παλάτι και ρημάζουν με τα αδιάκοπα γλέντια τους την περιουσία του εξαφανισμένου βασιλιά - το πιο σημαντικό μέρος της τιμής του. Έπειτα διεκδικούν την Πηνελόπη για γυναίκα τους και μηχανεύονται την εξόντωση του Τηλεμάχου. Εξάλλου, μέχρι να κερδίσουν την Πηνελόπη, οι αλαζόνες καταχραστές της φιλοξενίας δεν διστάζουν να πλαγιάζουν με τις άπιστες δούλες και να περιφρονούν βάναυσα τους ταπεινούς επισκέπτες του παλατιού.

Η τιμωρία των μνηστήρων προαναγγέλλεται μέσα στο οδυσσειακό έπος, άλλοτε υπαινικτικά και άλλοτε άμεσα, ως εκδίκηση (τίσις) για την «άτιμη» συμπεριφορά τους. Όταν η θεά Αθηνά ενθαρρύνει τον νεαρό Τηλέμαχο να εναντιωθεί στην άνομη συμπεριφορά των μνηστήρων, του φέρνει το παράδειγμα του Ορέστη. Σύμφωνα μάλιστα με τα λεγόμενα του Δία, ο νεαρός ήρωας πήρε πίσω την τιμή του εκδικούμενος με φόνο τον Αίγισθο, ο οποίος, παρά τις προειδοποιήσεις των θεών, έμπλεξε με τη μητέρα του Κλυταιμνήστρα και εξόντωσε τον Αγαμέμνονα όταν αυτός επέστρεψε από την Τροία (α 35-41):

Έτσι και τώρα ο Αίγισθος, την ορισμένη μοίρα παραβαίνοντας,
πήγε να σμίξει με τη νόμιμη γυναίκα ενός Ατρείδη,
κι αυτόν τον σκότωσε στου γυρισμού την ώρα,
γνωρίζοντας τι τιμωρία σκληρή τον περιμένει·
αφού εμείς του στείλαμε τον άγρυπνον αργοφονιά Ερμή με μήνυμα,
μήτε εκείνον να σκοτώσει μήτε και τη γυναίκα του να μπλέξει
σε παράνομο κρεβάτι· αλλιώς θα πέσει στο κεφάλι του η εκδίκηση
[τίσις]
του γιου για τον πατέρα, όταν ο Ορέστης, παλληκάρι πια,
θελήσει να γυρίσει στην πατρίδα.


Στο δεύτερο μέρος της Οδύσσειας, όταν ο πιστός χοιροβοσκός Εύμαιος, απελπισμένος για τον νόστο του κυρίου του, διεκτραγωδεί στον ζητιάνο Οδυσσέα την άνομη συμπεριφορά των μνηστήρων στο παλάτι της Ιθάκης, ο μεταμορφωμένος άρχοντας του παλατιού τον διαβεβαιώνει για την εκδίκηση που πρόκειται να έρθει (ξ 160-164):

όσα θα πω, να ξέρεις, θα συντελεστούν.
Όσο γυρίζει ο χρόνος στον ίδιο κύκλο, λέω θα νοστήσει,
θα βρεθεί ο Οδυσσέας εδώ· στου φεγγαριού τη χάση ή μόλις πιάσει
η νέα σελήνη, θα μπει στο σπίτι του· οπότε περιμένει εκδίκηση
[τίσεται]
όποιον ετόλμησε να ατιμάσει τη νόμιμη γυναίκα του,
τον έξοχό του γιο
.

Αν και οι μνηστήρες δεν εξοντώνουν βέβαια κανένα μέλος του οίκου της Ιθάκης, πληρώνουν τελικά με τη ζωή τους την προσβολή της τιμής του Οδυσσέα. Μάταια ο Ευρύμαχος προσπαθεί να αποφύγει τον θάνατο, προτείνοντας στον άρχοντα της Ιθάκης να τον αποζημιώσουν οι μνηστήρες για τη βλάβη που του προξένησαν με ζώα και με πολύτιμα δώρα, ώστε να μαλακώσει η οργή του. Όμως, για τον φιλόδωρο άρχοντα της Ιθάκης, ακόμη και στην περίπτωση που οι μνηστήρες τού επέστρεφαν τη λεηλατημένη περιουσία του και του έδιναν επιπρόσθετη αμοιβή, δεν θα μπορούσαν παρά με τον θάνατό τους να του ξεπληρώσουν το μέγεθος της ξέφρενης ανομίας τους (χ 61-64):

Ευρύμαχε, κι αν όλα τα αποδώσετε τα πατρικά αγαθά μου,
όσα στο μεταξύ σφετεριστήκατε, κι αν βρείτε κι άλλα απ᾽ αλλού,
και πάλι αυτά τα χέρια δεν σταματούν μπροστά στο φονικό,
προτού πληρώσουν
[ἀποτίσαι] οι μνηστήρες όλοι την ξέφρενη ανομία τους.

Η άρνηση του Οδυσσέα να δεχθεί την αποκατάσταση της τιμής του με δώρα μπορεί να παραλληλιστεί με την αντίστοιχη του Αχιλλέα να συνδιαλαγεί με τον Αγαμέμνονα. Η αναποτελεσματική λειτουργία των δώρων, με τη μορφή της αποζημίωσης, αντισταθμίζεται και στις δύο περιπτώσεις με τον εκδικητικό φόνο (του Έκτορα από τον Αχιλλέα στην Ιλιάδα, των μνηστήρων από τον Οδυσσέα στην Οδύσσεια). Η εκδικητική ωστόσο πράξη οδηγεί την αφήγηση και στα δύο έπη σε αδιέξοδο (ο Αχιλλέας ατιμάζει το νεκρό σώμα του Έκτορα, ενώ οι συγγενείς των μνηστήρων απειλούν με νέα εκδίκηση). Η εμπλοκή αυτή αναιρείται με την παρέμβαση των θεών: ο Δίας επιβάλλει με απεσταλμένους στον Αχιλλέα να δεχθεί τα λύτρα του Πριάμου, ενώ τα αντίπαλα μέρη στην Οδύσσεια καλούνται να συνάψουν ανακωχή.

Σοπενχάουερ: Για να καταλάβουμε πόσο μικρή είναι η ζωή, πρέπει να έχουμε χρόνια στην πλάτη μας

Όταν είμαστε νέοι, ό,τι και να μας λένε οι άλλοι θεωρούμε πως η ζωή είναι ατέλειωτη και χρησιμοποιούμε το χρόνο μας απερίσκεπτα.

Όσο μεγαλώνουμε όμως, αρχίζουμε να κάνουμε οικονομία.

Γιατί προς τα τέλη της ζωής μας, κάθε μέρα που ζούμε μας προκαλεί μια αίσθηση που μοιάζει μ’ αυτήν που έχει σε κάθε του βήμα ο εγκληματίας, όταν τον πάνε στο ικρίωμα.

Από τη σκοπιά της νιότης, η ζωή φαίνεται να εκτείνεται στο άπειρο μέλλον.

Απ’ τη σκοπιά των γηρατειών όμως, φαίνεται ότι δεν είναι παρά ένα σύντομο παρελθόν.

Άρα στην αρχή η ζωή μάς δίνει την εντύπωση ότι τα πράγματα είναι πολύ μακριά, σαν να κοιτάζουμε τον κόσμο ανάποδα μέσα από τον αντικειμενικό φακό του τηλεσκοπίου, ενώ προς το τέλος της ζωής είναι σαν να την κοιτάζουμε απ’ τον προσοφθάλμιο.

Για να καταλάβουμε πόσο μικρή είναι η ζωή, πρέπει να έχουμε χρόνια στην πλάτη μας, πρέπει δηλαδή να έχουμε ζήσει πολύ.

Όταν είμαστε νέοι, ο ίδιος ο χρόνος φαίνεται να κυλάει πολύ πιο αργά, γι’ αυτό και το πρώτο τέταρτο της ζωής μας δεν είναι μόνο το ευτυχέστερο αλλά και το πιο παρατεταμένο.

Αφήνει πίσω του πιο πολλές αναμνήσεις.

Κάθε άνθρωπος έχει να σου πει πολύ περισσότερα πράγματα για το πρώτο τέταρτο της ζωής του παρά για τις δύο επόμενες περιόδους μαζί.

Μάλιστα, όπως συμβαίνει στην άνοιξη του έτους, έτσι και στην άνοιξη της ζωής, οι μέρες είναι κουραστικά μεγάλες.

Το φθινόπωρο όμως, είτε του έτους είτε της ζωής, αν και οι μέρες είναι μικρές, είναι πιο χαρούμενες και πιο ομοιόμορφες.

Όταν η ζωή φτάσει στο τέλος της, δεν ξέρουμε καν πού έχουμε μείνει.

Άρθουρ Σοπενχάουερ, Πάρεργα και παραλειπόμενα

Το γέλιο αποσπά για μερικές στιγμές τον αγροίκο από τον φόβο

Το γέλιο ελευθερώνει τον αγροίκο από τον φόβο του διαβόλου, γιατί μες στη γιορτή των τρελών και ο διάβολος φαίνεται φτωχός και ηλίθιος, κι επομένως ελέγξιμος.

Αυτό, όμως, μπορεί να διδάξει ότι η απελευθέρωση από τον φόβο του διαβόλου είναι σοφία.

Όταν ο αγροίκος γελά, με το κρασί να κελαρύζει στο λαρύγγι του, νιώθει αφέντης, γιατί έχει αντιστρέψει τις σχέσεις της εξουσίας: όμως, μπορεί να διδάξει στους μορφωμένους τα έξυπνα, και από τη στιγμή εκείνη ένδοξα, τεχνάσματα με τα οποία θα νομιμοποιήσουν αυτή την αντιστροφή.

Τότε αυτό που στην ενστικτώδη κίνηση του αγροίκου παραμένει, ακόμα κι ευτυχώς, λειτουργία της κοιλιάς θα μεταμορφωθεί σε λειτουργία της διανοίας.

Το ότι το γέλιο είναι ίδιον του ανθρώπου είναι σημείο των ορίων μας ως αμαρτωλών.

Όμως από αυτό πόσες διάνοιες διαβρωμένες σαν τη δική σου δεν θα αντλήσουν τον έσχατο συλλογισμό ότι το γέλιο είναι σκοπός του ανθρώπου!

Το γέλιο αποσπά για μερικές στιγμές τον αγροίκο από τον φόβο.

Μα ο νόμος επιβάλλεται με το δέος, του οποίου το αληθινό όνομα είναι «φόβος Θεού».

Και από αυτό θα μπορούσε να ξεκινήσει η σπίθα του Εωσφόρου που θα έβαζε μια νέα φωτιά σ’ ολόκληρο τον κόσμο: και το γέλιο θα διαγραφόταν σαν ένα νέο τέχνασμα, που κι ο Προμηθέας ακόμη αγνοούσε, για να κατανικηθεί ο φόβος.

Ο αγροίκος που γελάει δεν νοιάζεται τη στιγμή εκείνη αν πεθάνει: αργότερα όμως, όταν πάψει η ελευθεριότητά του, η λειτουργία τού επιβάλλει και πάλι, σύμφωνα με το θείο σχέδιο, το φόβο του θανάτου.

Και απ’ αυτό θα μπορούσε να γεννηθεί η νέα και καταστροφική επιδίωξη να καταστραφεί ο θάνατος με την απελευθέρωση από τον φόβο.

Και τι θα ‘μασταν, εμείς τα πλάσματα τα αμαρτωλά, χωρίς τον φόβο, το πιο συνετό και στοργικό ίσως από τα θεία δώρα;

Για αιώνες οι δάσκαλοι και οι πατέρες ανέδιδαν μυροβόλες ουσίες ιερής σοφίας για να φέρουν τη λύτρωση, με τη σκέψη των υψηλών πραγμάτων, από την αθλιότητα και τον πειρασμό των ποταπών πραγμάτων.

Και αυτό, δικαιώνοντας την κωμωδία, τη σάτιρα και τη μιμική ως θαυματουργά ιάματα, που φέρνουν την κάθαρση των παθών με την αναπαράσταση του ελαττώματος, της ατέλειας, της αδυναμίας, θα παρακινούσε τους ψευτοσοφούς σε μια προσπάθεια για την υποτίμηση του υψηλού (σε μια διαβολική αναστροφή) με την αποδοχή του ποταπού.

Τα πράγματα που φοβάμαι να σου πω

«Δεν υπάρχει χειρότερη φυλακή απ’ το φόβο να μην πληγώσουμε κάποιον που μας αγαπά». -Rainer Maria Rilke

Υπάρχουν πράγματα που επιλέγουμε να μην πούμε στον άλλο με τη δικαιολογία ότι θέλουμε να τον προστατεύσουμε και να μην τον πληγώσουμε, αλλά αν το σκεφτούμε λίγο περισσότερο και είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας το μόνο άτομο που θέλουμε να προστατεύσουμε και να μην το πληγώσουμε είναι ο εαυτός μας.

Θέλουμε να προστατεύσουμε τον εαυτό μας από μια πιθανή απόρριψη ή από την άσκηση κριτικής.

Πολλές φορές μεγαλοποιούμε πολύ στο μυαλό μας τις αντιδράσεις ή τις απαντήσεις που αναμένουμε από τον άλλο, λόγω της ενεργοποίησης συναισθημάτων, αλλά και εμπειριών που έχουμε από το παρελθόν.

Επίσης, φοβόμαστε να πούμε κάτι στον άλλο με τη σκέψη ότι θα του φανεί γελοίο ή με το φόβο του τι θα σκεφτεί ο άλλος για εμάς: ότι είμαστε αδύναμοι, ότι είμαστε ευάλωτοι, ότι βλέπουμε τα πράγματα με πολύ ρομαντικό τρόπο, ότι είμαστε άδικοι μαζί του, ότι είμαστε αρκετά ενοχικοί;

Μπορεί να κάνουμε διάφορες υποθέσεις στο μυαλό μας που θα λειτουργήσουν αποτρεπτικά...

Όμως, αν θέλουμε να εκφράζουμε τον πραγματικό μας εαυτό και να είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας και τους άλλους είναι σημαντικό να λέμε και τα πράγματα που φοβόμαστε να πούμε...

Τι αισθάνομαι; Τι σκέφτομαι; Πώς νιώθω; Γιατί συμπεριφέρομαι έτσι;

«Τα πράγματα που φοβάμαι να σου πω έχουν να κάνουν με εμένα και οφείλονται σε μένα... φοβάμαι την απόρριψη και το τι θα σκεφτείς για μένα... φοβάμαι να σου δείξω πτυχές του πραγματικού μου εαυτού, είμαι ανασφαλής και φοβάμαι να ανοιχτώ σε σένα, γιατί πιστεύω πως όταν με γνωρίσεις καλύτερα θα με βαρεθείς ή θα με απορρίψεις, γιατί θα είμαι τόσο λίγος για σένα ή γιατί δεν θα είμαι αυτό που εσύ θέλεις...»

Άν επρόκειτο να πεθάνεις σύντομα και μπορούσες να κάνεις μόνο ένα τηλεφώνημα,
σε ποιόν θα τηλεφωνούσες και τι θα έλεγες;

... Και γιατί περιμένεις;

Φραντς Κάφκα: Για τη ζωή

O Φραντς Κάφκα ερµήνευσε µε διαύγεια και βαθύτητα τα προβλήµατα του σύγχρονου ανθρώπου και στοχάστηκε µε τρόπο ευφυή και καυστικό πάνω στις πολλαπλές στενοχώριες και ανοησίες της κάθε µέρας µας. Ο Κάφκα και προσφέρει τη δική του οπτική, για µια ζωή πιο ουσιώδη.

«ΖΩ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΠΑΡΕΚΚΛΙΝΩ ΑΣΤΑΜΑΤΗΤΑ. ΜΕ ΤΕΤΟΙO ΤΡΟΠΟ ΠΑΡΕΚΚΛΙΝΟΥΜΕ ΠΟΥ Η ΣΥΓΧΥΣΗ ΜΑΣ ΕΜΠΟΔΙΖΕΙ ΝΑ ΞΕΡΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΙ ΠΡΑΓΜΑ ΠΑΡΕΚΚΛIΝΟΥΜΕ». Η σύγχυση είναι μία από τις επιδημίες του καιρού μας, αφού ζούμε εκτεθειμένοι σε τέτοια πληθώρα ερεθισμάτων και απαιτήσεων που συχνά χάνουμε τον έλεγχο των προτεραιοτήτων μας. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι ο ίσιος και απλός δρόμος είναι πάντα κι ο καλύτερος.

Ο βιολόγος και σύμβουλος Ενρίκε δε Μόρα μιλάει για τη σημασία που έχει κάποιες φορές το να κάνουμε γύρους, καθώς αυτοί μας απομακρύνουν από τον πιο σύντομο δρόμο αλλά μας οδηγούν σε μέρη που πράγματι χρειάζεται να δούμε: «Ιδεατά, για να πάει κανείς από το ένα σημείο στο άλλο, η ευθεία οδός είναι η συντομότερη, αλλά, στην τροχιά της ζωής των ανθρώπων, είθισται να είναι πολύ δύσκολη η εξελικτική πορεία σε ευθεία γραμμή.

Συνήθως προκύπτουν απρόοπτα που αλλάζουν τη ζωή μας και φαινομενικά μας κάνουν να χάνουμε χρόνο. Ακόμα κι έτσι, το να μαθαίνουμε να αντιμετωπίζουμε αυτές τις απρόβλεπτες συνθήκες, αυτές τις περιπλοκές, μας κάνει να ωριμάζουμε σαν άνθρωποι. Ένα ατύχημα εν πρώτοις, δεν φαίνεται να μας φέρνει τίποτα καλό, αλλά, αν μπορέσουμε να πάρουμε κάποιο μάθημα από αυτό, θα βγούμε ενδυναμωμένοι.

Μαθαίνουμε περισσότερο όντας υποχρεωμένοι να προχωράμε με τον άνεμο κόντρα παρά ευνοϊκό. Στις στροφές που μας βγάζουν από την κανονική μας πορεία μπορούμε να ανακαλύψουμε πολύ περισσότερα διδάγματα. Ό,τι μας συμβαίνει είναι προς το συμφέρον μας».

«ΚΑΘΕ ΕΙΔΟΥΣ ΠΙΣΤΗ ΕΙΝΑΙ ΣΑΝ ΤΗ ΛΑΙΜΗΤΟΜΟ. ΕΙΤΕ ΕΙΝΑΙ ΒΑΘΙΑ, ΕΙΤΕ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗ». Κανένας δεν είναι απαλλαγμένος από προκαταλήψεις. Ακόμα και τα πιο ελεύθερα μυαλά υφίστανται τα φίλτρα των προκαταλήψεων και των στερεοτύπων. Οι αιτίες τους είναι πολιτισμικού, οικογενειακού και βιογραφικού χαρακτήρα, καθώς όλα τα βιώματά μας λειτουργούν τελικά ως φίλτρα ανάμεσα σε εμάς και στην πραγματικότητα.

Δεν υπάρχουν μόνο άτομα που απορρίπτουν ή περιφρονούν κάποια άλλα τα οποία δεν ανήκουν στη δική τους κοινότητα, στον πολιτισμό τους, στη φυλή ή στη θρησκεία τους. Ακόμα και απέναντι στους ίδιους τους εαυτούς μας διακατεχόμαστε από προκαταλήψεις και περιορισμούς όπως:

- Η πίστη ότι δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι το οποίο δεν έχουμε επιχειρήσει και πριν.

- Η υποψία ότι άλλα άτομα μας λογοκρίνουν ή δεν μας αποδίδουν αυτό που μας αξίζει, όταν είναι πολύ πιθανόν να μην έχουν σχηματίσει άποψη για μας.

- Η τάση να σκεφτόμαστε ότι μια οριστική αποτυχία θα επαναληφθεί, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη μας ότι υπάρχουν δύο ίδιες στιγμές ή περιστάσεις.

«ΚΑΘΕ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΛΑΘΟΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΡΠΟΣ ΑΝΥΠΟΜΟΝΗΣΙΑΣ, ΠΡΟΩΡΗΣ ΔΙΑΚΟΠΗΣ ΜΙΑΣ ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ, ΤΕΧΝΗΤΟ ΕΜΠΟΔΙΟ ΠΟΥ ΥΨΩΝΕΤΑΙ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΜΙΑ ΤΕΧΝΗΤΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ». Η υπομονή είναι μια έξυπνη και πρακτική στάση η οποία μας γλιτώνει από άπειρες συγκρούσεις. Η απλή παρατήρηση των γεγονότων είναι η τέχνη της υπομονής. Το να βλέπουμε τα όσα συμβαίνουν γύρω μας χωρίς να τα προσπερνάμε, δείχνει ότι κατέχουμε την «επιστήμη της ειρήνης».

«Τίποτα δεν είναι τελικά τόσο ελκυστικό στον άνθρωπο όσο η ευγένειά του, η υπομονή του και η ανεκτικότητά του».

Ίσως όμως αυτός που προσδιόρισε καλύτερα αυτή την πηγή ηρεμίας και έμπνευσης να είναι ο Ζαν-Ζακ Ρουσσό, ο οποίος είπε ότι «η υπομονή είναι πικρή αλλά οι καρποί της είναι πολύ γλυκοί».

Αξίζει τον κόπο να ξαναβρίσκουμε αυτή την αρετή κάθε φορά που μπαίνουμε στον πειρασμό να γράψουμε ένα προσβλητικό γράμμα, να λογομαχήσουμε με τον ή τη σύντροφό μας ή να πάρουμε μια βιαστική απόφαση για μια υπόθση που δεν έχει ακόμη ωριμάσει.

«Κάθε ανθρώπινο λάθος είναι καρπός ανυποµονησίας».

«Πιστεύω σηµαίνει ελευθερώνω µέσα µου το άφθαρτο ή, καλύτερα, ελευθερώνοµαι ή, ακόµα καλύτερα, είµαι άφθαρτος ή, ακόµα καλύτερα, είµαι».

«Aπό κάποιο σημείο και µετά δεν υπάρχει επιστροφή. Αυτό είναι το σηµείο που οφείλει κανείς να φτάσει».

Αγάπη είναι όταν ο καθένας πιστεύει πως ο άλλος βρήκε ένα φάρμακο διαφορετικό, και πως θα τον γιατρέψει

Δεν παύουμε ν' αγαπούμε αυτούς που αγαπήσαμε.

Αλλά από άνθρωπο σε άνθρωπο, από κομμάτι σε κομμάτι, μας αρέσει να πιστεύουμε πως ανασυνθέτουμε σταδιακά ένα παζλ και πως μια μέρα θα σχηματιστεί ένα πρόσωπο.

Και πως δεν θα έχουμε πια ανάγκη να ψάχνουμε.

Μόνο που στη θέση της συνολικής εικόνας δεν έχουμε παρά την πιο πρόσφατη, κι αυτή δεν διαγράφει τις προηγούμενες.

Καμία μορφή δεν λησμονιέται, καμία δεν μας συγκρατεί.

Γι' αυτό και η ζωή μας δεν είναι μια διαδοχή από αποτυχίες αλλά μια αβέβαιη κατασκευή ολοκληρωτικά δοσμένη στην αγάπη.

Πόλεμοι γίνονται, μοναξιάς προς μοναξιά.

Λαβωμένοι συγκρούονται με άλλους λαβωμένους, και με διακύβευμα την αγάπη.

Αυτό που καταλογίζουμε στον άλλο δεν είναι ότι μοιράζεται με μας την ίδια πληγή αλλά ότι βρήκε τα ίδια αντίδοτα.

Αγάπη είναι όταν ο καθένας πιστεύει πως ο άλλος βρήκε ένα φάρμακο διαφορετικό, και πως θα τον γιατρέψει.

Όμως τον περισσότερο καιρό αγωνιζόμαστε ενάντια σε πλάσματα που μας μοιάζουν υπερβολικά, που υποφέρουν όσο κι εμείς, και ως προς αυτό είναι ακατανίκητα.

Όλοι έχουμε μέσα μας μια ζωή που δεν ζήσαμε.

Η ζωή που δεν ζήσαμε, αυτό είναι που θρηνούμε κάθε μέρα. Ξυπνάμε ματωμένοι, εξαντλημένοι και με αδιάκοπους ρυθμούς ζούμε την ημέρα. Καθώς βραδιάζει, σχεδόν υπνωτισμένοι πηγαίνουμε ξανά για ύπνο, μέχρι το επόμενο πρωί να αρχίσουμε και πάλι από την αρχή.

Όλοι έχουμε μέσα μας μια ζωή που δεν ζήσαμε.

Όλα τα χρόνια μας τα περάσαμε αναζητώντας την ευτυχία και έχουμε γεμίσει όνειρα. Όσο περνάνε τα χρόνια, αν δεν έχουμε υλοποιήσει κάποια από αυτά, θλιβόμαστε ακόμη πιο πολύ. Δυστυχία είναι η αντίληψη των χαμένων ονείρων και επιθυμιών.

Έχουμε μάθει να κρύβουμε τα συναισθήματα μας καλά, το μέσα μας έγινε απόρθητο κάστρο και υπάρχει μεγάλη δυσκολία στην επικοινωνία με τους γύρω μας. Άλλα θέλουμε να πούμε απ’ αυτά που λέμε, άλλα κάνει το σώμα, άλλα θέλει η καρδιά. Απέχουμε τόσο πολύ από τον εαυτό μας, που χάσαμε την συμπόνια για εμάς πρώτα και μετέπειτα για τους άλλους. Είμαστε αυστηροί κριτές με μας και γινόμαστε αυστηρότεροι με τους άλλους, γιατί πολύ απλά εκεί μπορούμε να εκφραστούμε ελεύθερα κρίνοντας και κακολογώντας. Ζούμε στον μικρό κόσμο της δυστυχίας μας, τρώγοντας τα συναισθήματα μας και ο στρόβιλος όλο και μας πλαισιώνει.

Έχουμε γεράσει, έχουμε καμπουριάσει και πονάει το σώμα μας. Προσπερνάμε το πόνο με οτιδήποτε βοηθάει για να μην τον αισθανθούμε, μα μια πληγή δεν θεραπεύεται με γιατροσόφια, απλά μας ανακουφίζουν απ’ τα συμπτώματα.

Όταν ζούμε μέσα σ’ ένα φαύλο κύκλο, τα εγκεφαλικά κύτταρα μας δεν βρίσκουν έδαφος να καρποφορήσουν και να μας προσφέρουν τα συναισθήματα που έχουμε ανάγκη.

Δεν μπορούμε να θεραπεύσουμε μια πληγή στο παρελθόν, μονάχα στο τώρα μπορούμε. Αν επιμένουμε να σκαλίζουμε τι έγινε τότε και πως, δεν υπάρχει καθαρή σκέψη στο σήμερα και σήμερα δεν είμαστε όπως ήμασταν τότε.

Οι πληγές μας με τον καιρό βαθαίνουν, αλλάζουν χρώμα, αλλά δεν φεύγουν από πάνω μας. Δεν πονάνε το ίδιο, δεν ματώνουν όπως παλιότερα, αλλά κάποτε κουράζονται και θέλουν ξεκούραση και φροντίδα. Όταν κουράζονται, παραπονιούνται, θυμώνουν και κοκκινίζουν, όπως ακριβώς το σώμα μας και το μυαλό μας. Όταν είμαστε κουρασμένοι ψυχικά και σωματικά, όλα φαντάζουν πιο δύσκολα, πιο άδικα και σχεδόν μάταια. Μας κουράζουν τα ανέκφραστα συναισθήματα, η προσπάθεια να είμαστε τέλειοι, να στηρίζουμε τους άλλους, να μην λυγίζουμε, η προσποίηση, να τα κάνουμε όλα εμείς.

Για να ανθίσει οτιδήποτε χρειάζεται πρόσφορο έδαφος, χώρο, καθαρό αέρα, ήρεμο περιβάλλον, φροντίδα, αγάπη και φως.

Είναι κάποιες φορές που οι άνθρωποι κοιτάζουν το κενό και συλλογίζονται αθόρυβα. Μην τους ενοχλείτε, εκεί κατοικούν τα πιο μεγάλα τους όνειρα. Έχουν ανάγκη απλά να τα παρατηρούν και ίσως κάποια μέρα να τα ζωντανέψουν. Όταν έχεις φτάσει στον πάτο, δεν υπάρχει πιο κάτω. Η μόνη πορεία που απομένει, είναι πάνω, στο φως. Πιστεύω στους ανθρώπους, όπως πιστεύω και σε μένα και ξέρω πως κάποια στιγμή αυτή ή πορεία είναι εφικτή.

Όταν ονειρεύεστε ερωτευθείτε, όταν αφήνεστε στο κενό, απολαύσετε το. Έστω και μια διαφορετική προσέγγιση σε οτιδήποτε, μπορεί να φέρει μικρές αλλαγές. Θα ακολουθήσει το σώμα και το μυαλό, φτάνει να μπορέσουμε να τους προσφέρουμε αυτή την ανακούφιση – να εκφραζόμαστε και να πράττουμε.

Δεν υπάρχει κανείς που μπορεί να ορίσει τις σκέψεις μας, είναι δικές μας. Εμείς τις ελέγχουμε, εμείς μπορούμε να τις διαφοροποιήσουμε. Ακόμη κι αν φοβόμαστε, μπορούμε να ξεκινήσουμε το ταξίδι μας.

Αν αγαπάς κάποιον πολύ, μην τον φυλακίζεις

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα πουλί. Στολισμένο με 2 τέλειες φτερούγες και λαμπερό, χρωματιστό και υπέροχο φτέρωμα. Ήταν δηλαδή ένα ζώο φτιαγμένο για να πετάει ελεύθερο και να αιωρείται στον ουρανό, δίνοντας χαρά σε όποιον το παρατηρούσε.

Μια μέρα μια γυναίκα είδε το πουλί και το ερωτεύτηκε. Έμεινε να κοιτάζει το πέταγμα του με το στόμα ανοιχτό από τη σαστιμάρα, με την καρδιά της να γοργοχτυπάει και τα μάτια της να λάμπουν από συγκίνηση. Την κάλεσε να πετάξει μαζί του και ταξίδεψαν μαζί στον ουρανό μέσα σε απόλυτη αρμονία.

Η γυναίκα θαύμαζε, υμνούσε και λάτρευε το πουλί. Αλλά τότε σκέφτηκε: μπορεί να θέλει να γνωρίσει μακρινά βουνά! και η γυναίκα αισθάνθηκε φόβο. Φόβο μην το ξανανιώσει πια αυτό με άλλο πουλί. και αισθάνθηκε φθόνο, φθόνο για την ικανότητα του πουλιού να πετάει. Και αισθάνθηκε μοναξιά. Και σκέφτηκε:

Θα στήσω μια παγίδα. Την επόμενη φορά που θα εμφανιστεί το πουλί δε θα ξαναφύγει. Το πουλί που ήταν κι αυτό ερωτευμένο, επέστρεψε την επόμενη μέρα, έπεσε στην παγίδα και κλείστηκε στο κλουβί.

Κάθε μέρα η γυναίκα κοιτούσε το πουλί. Ήταν το αντικείμενο του πάθους της και το έδειχνε στις φίλες της που σχολίαζαν:

«Μα εσύ τα έχεις όλα». Όμως άρχισε να γίνεται μια παράξενη μεταμόρφωση: αφού είχε δικό της το πουλί και δε χρειαζόταν πια να το κατακτήσει, έχανε το ενδιαφέρον της.

Το πουλί, χωρίς να μπορεί να πετάξει και να εκφράζει το νόημα της ζωής του, πήρε να μαραζώνει, να χάνει τη λάμψη του, να ασχημαίνει – και η γυναίκα δεν έδινε πλέον την προσοχή της, μόνο το τάιζε και φρόντιζε το κλουβί του.

Μια ωραία μέρα το πουλί πέθανε. η γυναίκα λυπήθηκε πολύ και το σκεφτόταν συνέχεια. Αλλά δε θυμόταν το κλουβί, θυμόταν μόνο τη μέρα που το είδε για πρώτη φορά, να πετάει ευχαριστημένο μέσα στα σύννεφα.

Αν παρατηρούσε τον εαυτό της, θα ανακάλυπτε οτι αυτό που τη συγκινούσε τόσο πολύ στο πουλί ήταν η ελευθερία του, η ενέργεια που εξέπεμπαν οι φτερούγες του, όχι το ίδιο του το σώμα. Χωρίς το πουλί και η δική της ζωή έχασε το νόημα της και ο θάνατος ήρθε να χτυπήσει την πόρτα της. «Γιατί ήρθες;»,ρώτησε το θάνατο…

«Για να μπορέσεις να ξαναπετάξεις μαζί του στα ουράνια», αποκρίθηκε ο θάνατος. «Αν το είχες αφήσει να φύγει και πάντα να επιστρέφει, θα το αγαπούσες και θα το θαύμαζες ακόμα περισσότερο. Τώρα όμως χρειάζεσαι εμένα για να μπορέσεις να το ξαναδείς»

Κάποιοι άνθρωποι έρχονται με μοναδικό σκοπό να φύγουν

Έχετε αναρωτηθεί ποιος είναι ο πραγματικός λόγος που έρχονται κάποιοι άνθρωποι στη ζωή μας; Οι περισσότεροι λέμε ότι κάποιοι έρχονται ως δώρο, για να μας προσφέρουν κάτι όμορφο και κάποιοι άλλοι έρχονται ως ένα πολύτιμο μάθημα. Μια εμπειρία ζωής, που πάντα θα θυμόμαστε, και θα μας κάνει να λαμβάνουμε πιο ώριμες αποφάσεις.

Υπάρχουν όμως και κάποιοι άλλοι, που έρχονται στη ζωή μας με μοναδικό σκοπό να φύγουν. Δεν έχουν βλέψεις εγκατάστασης σ’ αυτήν, ούτε προσφοράς συναισθηματικής. Για την ακρίβεια αυτοί οι άνθρωποι για μένα δεν έχουν συναισθήματα. Είναι απλώς καιροσκόποι.

Δεν είναι σωστό να χαρακτηρίζουμε ανθρώπους από μεμονωμένες συμπεριφορές. Το ποιόν του καθενός, όμως, φαίνεται την ώρα της λήψης αποφάσεων. Οι δειλοί κι οι ανασφαλείς ποτέ δεν αναλαμβάνουν το ρίσκο ν’ αλλάξουν τη ζωή τους άρδην. Να κάνουν μια γενική ανακατάταξη σ’ όλα για χάρη κάποιου άλλου. Ο φόβος της δέσμευσης, ακόμη κι ο φόβος της δικής τους προσφοράς τους αγχώνει και γι’ αυτό προτιμούν να πληγώσουν, παρά ν’ αναλάβουν την ευθύνη μιας σχέσης.

Κι εδώ θα με ρωτήσετε: «Αφού ξέρουν ότι δε θα μείνουν, για ποιο λόγο μπαίνουν στη ζωή ενός ανθρώπου και την αναστατώνουν;». Και για να σας είμαι ειλικρινής, θα σας απαντήσω με το χέρι στην καρδιά. Γιατί απλώς έτσι τους βολεύει. Ναι, είναι σκληρό και εγωιστικό. Άκρως εγωιστικό, αλλά κανείς ανασφαλής δε θα σκεφτεί εμάς πρώτα, αλλά μόνο τον εαυτό του. Θέλει να περάσει καλά και μπορεί να μας το θέσει κι εξ αρχής ότι δεν είναι το κατάλληλο άτομο για σχέση ή ότι δεν μπορεί τις δεσμεύσεις και θα την «κάνει» σύντομα.

Μ’ αυτόν τον τρόπο κι εκείνος είναι καλυμμένος ότι ήταν ξεκάθαρος και ρίχνει όλη την ευθύνη σε μας. Κι εμείς που έχουμε αρχίσει μετά απ’ το επίμονο φλερτ του να αισθανόμαστε, τι κάνουμε; Βάζουμε τη λογική μπροστά και δεν μπαίνουμε καν στη διαδικασία να το ζήσουμε ή το ζούμε όσο πάει με τη βεβαιότητα ότι θα μας αφήσει κάποια στιγμή;

Τις περισσότερες φορές ακολουθούμε την καρδιά μας, γιατί σκεφτόμαστε ότι ναι μεν είναι έτσι, όπως μας περιέγραψε, αλλά ίσως με εμάς να είναι διαφορετικά τα πράγματα. Ίσως καταφέρουμε να τον αλλάξουμε, ίσως μας ερωτευθεί και τελικά δε φύγει. Εθελοτυφλούμε, παραμυθιαζόμαστε και το σημαντικότερο, αφήνουμε την ψυχή μας στα χέρια ενός στυγνού εκτελεστή.

Αυτός ο άνθρωπος δεν πρόκειται ν’ αλλάξει. Είναι ένας καιροσκόπος, πίσω απ’ το πέπλο του συλλέκτη στιγμών, που περνάει καλά με ό,τι του κάτσει, γιατί απεχθάνεται τη μοναξιά και είναι τόσο κυνικός που σου λέει και τις διαθέσεις του γιατί είναι ευθυνόφοβος να επωμιστεί το βάρος της συνείδησής του.

Είναι συνειδησιακό βάρος να πληγώνεις έναν άνθρωπο που έχει συναισθήματα για εσένα. Είναι μεγάλη κοροϊδία να μπαίνεις στη διαδικασία να πουλάς έpωτα και μεταξωτές κορδέλες σε κάποιον, όταν δεν έχεις το θάρρος να πάρεις το ρίσκο να μείνεις στη ζωή του. Είναι άνανδρο να έρχεσαι στη ζωή κάποιου με σκοπό να φύγεις. Μην έρθεις καθόλου.

Κανείς δε χρειάζεται στη ζωή του ανθρώπους περαστικούς. Κανείς δε χρειάζεται ανθρώπους, που απ’ την αρχή ξέρουν πως δεν έχουν τη διάθεση να μείνουν στη ζωή μας και μας χρησιμοποιούν με ωμότητα και κυνισμό για να περάσουν απλώς καλά, καλύπτοντας δικά τους κενά. Δεν είμαστε ηλίθιοι, ερωτευμένοι είμαστε και πιστεύουμε ότι ναι, μπορεί και για μας αυτό το παραμύθι να έχει αίσιο τέλος.

Μας αρέσουν τα παραμύθια. Ξέρετε τι μας αρέσει περισσότερο όμως; Να βρεθεί ένας άνθρωπος, που να έρθει στη ζωή μας και να γουστάρει να μείνει. Να κάνει την έκπληξη, βρε παιδί μου, κι εκεί που είχαμε συνηθίσει κομπάρσους κι ευκαιριακούς τύπους, να ‘ρθει ένας που ν’ αξίζει.

Δεν αξίζει να στενοχωριόμαστε για ανθρώπους που έρχονται στη ζωή μας με μοναδικό σκοπό να φύγουν. Ας μη ρίχνουμε την ευθύνη σε εμάς προσπαθώντας να βρούμε πού φταίξαμε. Απλώς χάσαμε χρόνο ευελπιστώντας πως ένας άνθρωπος που δεν έχει μάθει στη ζωή του να δίνει, θα αποφασίσει τελικά να μείνει και να δώσει ψυχή. Όταν προσπαθείς συνέχεια να γεμίζεις το μέσα σου από άλλους, πάντα άδειος θα είσαι.

Ψυχή αποκτάς με το δόσιμο. Γι’ αυτό καλό δρόμο, κι από εδώ μην ξαναπεράσεις. Δώσαμε!

ARTHUR SCHOPENHAUER: Παρακμιακή ζωή

Οι πολλοί περιμένουν τον πόνο να διεγείρει το ενδιαφέρον τους

Ανατρέχοντας στις ρίζες όλων των εκδηλώσεων της ανθρώπινης δυνάμεως, δηλ. στις τρεις βασικές δυνάμεις της ανθρώπινης φυσιολογίας , πρέπει να τις εξετάσουμε ως προς το χωρίς σκοπό παιχνίδι τους, κατά το οποίο εμφανίζονται ως οι πηγές τριών ειδών ενδεχομένων απολαύσεων, από τα οποία αυτά είδη ο κάθε άνθρωπος, ανάλογα με το ποια δύναμη κυριαρχεί μέσα του, θα επιλέξει εκείνο που του ταιριάζει.

Κατ’ αρχάς, λοιπόν, έχουμε τις απολαύσεις της αναπαραγωγικής δυνάμεως, εκείνες δηλ. της βρώσεως, πόσεως, πέψεως, αναπαύσεως και του ύπνου. Τούτες, μάλιστα, ολόκληρα έθνη φέρονται να τις έχουν κάνει εθνικές απολαύσεις και να δοξάζονται γι’ αυτές.

Κατόπιν, έχουμε τις απολαύσεις της διεγερσιμότητας, εκείνες δηλ. της πεζοπορίας, του άλματος, της πάλης, του χορού, της ξιφασκίας, της ιππασίας και των αθλητικών παιχνιδιών κάθε είδους, καθώς επίσης και της κυνηγεσίας, της μάχης και του πολέμου.

Τέλος, έχουμε και τις απολαύσεις της αισθαντικότητας, εκείνες δηλ. της θέασης, της νόησης, του συναισθήματος, της ποίησης, της γλυπτικής, της μουσικής, της μάθησης, της μελέτης, του διαλογισμού, της εφεύρεσης, του φιλοσοφείν κ.ο.κ.

Σχετικά με την αξία, την ένταση, την διάρκεια καθενός απ’ αυτά τα είδη των απολαύσεων, μπορούν να γίνουν ποικίλες επισημάνσεις, τις οποίες αφήνω στην κρίση του αναγνώστη.

Σ’ όλους, όμως, είναι ευνόητο πως η απόλαυσή μας (η οποία εξαρτάται πάντοτε από την χρήση των δικών μας δυνάμεων) και, συνεπώς, και η ευτυχία μας (η οποία συνίσταται στην συχνή ύπαρξη της απόλαυσης) θα είναι τόσο μεγαλύτερες όσο ευγενέστερου είδους είναι η δύναμη που τις παράγει. Επίσης, κανείς δεν θ’ αμφισβητήσει τα πρωτεία που κατέχει απ’ αυτήν την άποψη η αισθαντικότητα -η ουσιαστική υπεροχή της οποίας συνιστά το διακριτικό γνώρισμα του ανθρώπου έναντι των άλλων ειδών του ζωικού βασιλείου- σε σχέση με τις δύο άλλες βασικές φυσιολογικές δυνάμεις, οι οποίες απαντούν στον ίδιο ή σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό και στα άλλα ζώα. Στην σφαίρα της αισθαντικότητας ανήκουν οι γνωστικές μας δυνάμεις, ώστε η υπεροχή αυτής να μας καθιστά δεκτικούς για τις απολαύσεις της γνώσης, τις καλούμενες δηλ. πνευματικές απολαύσεις, οι οποίες, μάλιστα, είναι τόσο πιο έντονες όσο μεγαλύτερη είναι η υπεροχή της αισθαντικότητας.

Ο κοινός, ο συνηθισμένος άνθρωπος αναπτύσσει ζωηρό ενδιαφέρον για κάτι μόνον όταν τούτο διεγείρει την βούλησή του, όταν δηλ. παρουσιάζει προσωπικό ενδιαφέρον γι’ αυτόν. Τώρα βέβαια, κάθε διαρκής διέγερση της βούλησης έχει έναν μικτό τουλάχιστον χαρακτήρα, είναι δηλ. συνδεδεμένη με πόνο. Ένα μέσο για την εκούσια διέγερσή της, και συγκεκριμένα μέσω ενδιαφερόντων τόσο μικρών ώστε να προκαλούν στιγμιαίους μόνο κι ελαφρούς, όχι επίμονους και βαρείς πόνους, ενδιαφερόντων, άρα, που μπορούν να θεωρηθούν απλό γαργάλημα της βούλησης, είναι η χαρτοπαιξία, η διαρκής αυτή απασχόληση της «καλής κοινωνίας» όλων των χωρών.

Ο άνθρωπος, αντίθετα, στον οποίον υπερτερούν οι πνευματικές δυνάμεις έχει την ικανότητα, μάλιστα την ανάγκη ν’ αναπτύσσει το πλέον ζωηρό ενδιαφέρον διά της οδού της αμιγούς γνώσης, εκείνης δηλ. χωρίς την παραμικρή πρόσμειξη της βούλησης. Χάρη δε σ’ αυτό το ενδιαφέρον, μεταβαίνει κατόπιν σε μία επικράτεια στην οποία ο πόνος δεν έχει πρόσβαση, στους αιθέρες, ούτως ειπείν, των ευκόλως διαβιούντων θεών.

Συνεπώς, ενώ η ζωή των υπολοίπων ρέει και παρέρχεται μέσα σε πνευματική ατονία -καθώς η διάνοια και η καρδιά τους είναι ολοκληρωτικά εστραμμένες στα ευτελή ενδιαφέροντα της προσωπικής ευμάρειας κι έτσι σε δυστυχίες κάθε είδους, ώστε οι άνθρωποι αυτοί, μόλις η ενασχόληση με τούτα μειωθεί και οι ίδιοι παραπεμφθούν πίσω στον εαυτό τους, να πλήττονται από αφόρητη ανία, αφού μόνο τα φλο- γερά πάθη καταφέρνουν να επιφέρουν μία κάποια κίνηση στην αδρανή μάζα-, ο άνθρωπος, αντίθετα, ο προικισμένος με δεσπόζουσες πνευματικές δυνάμεις χαίρει υπάρξεως πλούσιας σε σκέψεις, διαρκώς ζωογονούμενης και σπουδαίας, ασχολείται με αντικείμενα αξιόλογα κι ενδιαφέροντα, μόλις του επιτραπεί ν’ αφιερωθεί σ’ αυτά, και φέρει εντός του τις πηγές των ευγενέστερων απολαύσεων. Παρακίνηση έξωθεν του προσφέρουν τα δημιουργήματα της φύσης και η όψη των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, κατόπιν οι τόσο διαφορετικές επιδόσεις των υπερπροικισμένων ανθρώπων όλων των εποχών και όλων των λαών, τις οποίες αυτές επιδόσεις, στην πραγματικότητα, μόνον αυτός μπορεί ν’ απολαύσει ουσιαστικά, και θως μόνον αυτός μπορεί να τις κατανοήσει και να τις νιώσει. Για χάρη δική του, άρα, έζησαν οι υπερπροικισμένοι εκείνοι, σ’ αυτόν ουσιαστικά απευθύνθηκαν, ενώ οι λοιποί, ως εκ συμπτώσεως και μόνον ακροατές, ημικατανοούν τα όσα σκόρπια τύχει να γνωρίσουν.

Η πρακτική, πραγματική ζωή μας, όταν δεν την κινούν τα πάθη, είναι άνοστη και πληκτική· όταν την κινούν, τότε γίνεται σύντομα οδυνηρή. Να γιατί είναι ευτυχείς όσοι έλαβαν ένα οποιοδήποτε πλεόνασμα νοός, πέραν δηλ. του απαιτούμενου για την εξυπηρέτηση της βούλησης: διότι μ’ αυτό διάγουν, παράλληλα με τον πραγματικό, κι έναν πνευματικό επιπλέον βίο, ο οποίος τους απασχολεί και τους ψυχαγωγεί διαρκώς κατά τρόπο μη οδυνηρό, και όμως έντονο.

Ο κοινός άνθρωπος εξαρτάται για τις απολαύσεις της ζωής του από πράγματα που βρίσκονται εκτός του: από την ιδιοκτησία, τους βαθμούς, από γυναίκα και παιδιά, φίλους, συντροφιά κ.λπ.: σ’ αυτά στηρίζεται η ευτυχία της ζωής του, η οποία, για τον λόγο αυτόν, καταρρέει μόλις διαπιστώσει ότι τα έχασε ή ότι εξαπατήθηκε ως προς αυτά. Για να εκφράσουμε την σχέση αυτή, μπορούμε να πούμε πως το κέντρο βάρους του βρίσκεται εκτός του. Για τον λόγο ακριβώς αυτόν, έχει διαρκώς μεταβαλλόμενες επιθυμίες και ιδιοτροπίες: εάν η οικονομική του κατάσταση το επιτρέπει, την μία θ’ αγοράζει εξοχικά και άλογα, την άλλη θα διοργανώνει δεξιώσεις, την άλλη θα πραγματοποιεί ταξίδια, συνολικά θα ζει σε μεγάλη πολυτέλεια, επειδή ακριβώς αναζητεί ικανοποίηση έξωθεν με κάθε είδους πράγματα, ενεργώντας, έτσι, όπως ο εξασθενημένος που ελπίζει με δυναμωτικά και φάρμακα ν’ ανακτήσει την υγεία και την ρώμη του, η πραγματική πηγή των οποίων δεν είναι παρά η ζωτική ενέργεια εντός του.

Ας βάλουμε τώρα δίπλα του -για να μη μεταβούμε αμέσως στο έτερον άκρο- έναν άνθρωπο με πνευματικες δυνάμεις που είναι όχι εξέχουσες, όμως υπερβαίνουν τον φυσιολογικό, χαμηλό βαθμό. Τούτον τον βλέπουμε να επιδίδεται ως ερασιτέχνης σε κάποια τέχνη ή σε κάποια θετική επιστήμη, όπως η βοτανική, η ορυκτολογία, η φυσική, η αστρονομία, η ιστορική επιστήμη κ.α. και να βρίσκει εκεί ένα μεγάλο μέρος της απόλαυσής του, καθώς επίσης και της αναψυχής του, όταν εκείνες οι εξωτερικές πηγές στερεύουν ή δεν τον ικανοποιούν πια. Στον βαθμό αυτόν, μπορούμε να πούμε πως το κέντρο βάρους του, εν μέρει, βρίσκεται ήδη εντός του. Επειδή, ωστόσο, ο απλός ερασιτεχνισμός στην τέχνη πόρρω απέχει από την πραγματική δημιουργική ικανότητα κι επειδή οι θετικές και μόνον επιστήμες δεν προχωρούν πέρα από τις αμοιβαίες σχέσεις των φαινομένων, δεν είναι δυνατόν ν’ απορροφηθεί στις ενασχολήσεις αυτές ο όλος άνθρωπος, ν’ αποκομίσει απ’ αυτές την πλήρωση της ουσίας του κι άρα να συνυφάνει μαζί τους την ύπαρξή του κατά τρόπο ώστε ν’ απολέσει κάθε ενδιαφέρον για οτιδήποτε άλλο.

Τούτα παραμένουν αποκλειστικό προνόμιο της ανώτατης βαθμίδας του πνεύματος, η οποία και είθισται να καλείται με το όνομα «μεγαλοφυία»· διότι μόνον αυτή λαμβάνει ως θέμα της την ύπαρξη και την ουσία των πραγμάτων ειλημμένων συνολικά και απόλυτα, και τείνει κατόπιν να εκφράσει την βαθιά σύλληψη που πραγματοποιεί περί αυτών –ανάλογα με την εκάστοτε συγκεκριμένη της κατεύθυνση- μέσω της τέχνης, της ποίησης ή της φιλοσοφίας. Να γιατί μόνο σ’ έναν τέτοιον άνθρωπο η απρόσκοπτη ενασχόληση με τον εαυτό του, με τις σκέψεις και τα έργα του, είναι πιεστική ανάγκη, η μοναχικότητα ευπρόσδεκτη, η ελεύθερη σχόλη το υπέρτατο αγαθό, κάθε τι άλλο, αντίθετα, περιττό, μάλιστα δε συχνά, όταν είναι διαθέσιμο, μόνο βάρος. Μόνο σχετικά μ’ έναν τέτοιον άνθρωπο μπορούμε, συνεπώς, να πούμε ότι το κέντρο βάρους του βρίσκεται εντελώς εντός του.

ARTHUR SCHOPENHAUER, ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Ελευθερία από μια Παθιασμένη Μειοψηφία

Πώς μια ελάχιστη, παθιασμένη μειοψηφία μπορεί να οδηγήσει τον κόσμο στην ελευθερία.

Όπως εξήγησε ο Leonard Read, αντιμετωπίζουμε ένα πρόβλημα ηγεσίας, όχι ένα πρόβλημα μαζικού μετασχηματισμού της νοοτροπίας των ανθρώπων.

Δεν απαιτείται μια πλειοψηφία για να επικρατήσουμε, αλλά αντίθετα, μια παθιασμένη κι ακούραστη μειοψηφία που θέλει να ανάψει φωτιές στα μυαλά των ανθρώπων.

Όσοι υποστηρίζουν την ελευθερία μπορεί να μπουν στον πειρασμό να απελπιστούν. Φαίνεται πως είμαστε απελπιστικά λιγότεροι.

Οι μάζες δεν εκτιμούν την ελευθερία, οπότε υποστηρίζουν ή υπακούν σε κυβερνήτες που είναι αποφασισμένοι να την καταργήσουν.

Για να απελευθερωθούμε από αυτούς τους τυράννους, πρέπει να στρέψουμε τους ανθρώπους προς την ελευθερία. Ωστόσο οι μάζες φαίνονται να έχουν απομακρυνθεί πολύ μακριά για να γίνει κάτι τέτοιο: υπερβολικά αδαείς οικονομικά, υπερβολικά ανερμάτιστες ηθικά, υπερβολικά εξαπατημένες από την κυβερνητική προπαγάνδα.

Η προοπτική να καταφέρουμε να κάνουμε έναν τόσο αδαή και παραπλανημένο πληθυσμό να κατανοήσει και να ενστερνιστεί την ελευθεριακή πολιτική φιλοσοφία και τα οικονομικά της ελεύθερης αγοράς μοιάζει με μεγάλη αποστολή – ακόμη κι ανέφικτη.

Τα καλά νέα είναι ότι δεν χρειάζεται να κάνουμε τις μάζες να κατανοήσουν την φιλοσοφία της ελευθερίας για να την υιοθετήσουν.

Όπως έγραψε ο Leonard E. Read στο βιβλίο του Elements of Libertarian Leadership,

«Μια μελέτη των σημαντικών πολιτικών κινημάτων, ή των τεράστιων κοινωνικών αλλαγών, θα αποκαλύψει ότι κάθε ένα από αυτά -καλό ή κακό- καθοδηγήθηκε από μια απειροελάχιστη μειοψηφία. Ποτέ καμία από αυτές τις αλλαγές δεν συνοδεύτηκε από μια μαζική συνειδητοποίηση, ούτε θα έπρεπε ποτέ να αναμένουμε κάτι τέτοιο».

Ο Read πάντως δεν παραγνωρίζει την σημασία της κατανόησης και την δύναμη των ιδεών. Ακριβώς το αντίθετο: Ο Read ίδρυσε το Foundation for Economic Education (FEE) επειδή πίστευε ότι οι προοπτικές της ελευθερίας εξαρτώνται από την επιτυχία των ιδεών της ελευθερίας. Πράγματι, όλα τα επιτυχημένα κινήματα υπέρ της ελευθερίας στο παρελθόν προέκυψαν μετά από μια πρόοδο των ιδεών της ελευθερίας.

Η Αμερικανική Επανάσταση του 18ου αιώνα, για παράδειγμα, καθοδηγήθηκε από μια «απειροελάχιστη μειοψηφία» ατόμων όπως οι Αμερικανοί ιδρυτές πατέρες, οι οποίοι ήταν ένθερμοι μελετητές του John Locke, και άλλων φιλοσόφων της ελευθερίας.

Οι φιλελεύθερες οικονομικές μεταρρυθμίσεις του 19ου αιώνα που οδήγησαν στην Βιομηχανική Επανάσταση καθοδηγήθηκαν από μια «απειροελάχιστη μειοψηφία» ατόμων όπως ο Richard Cobden και ο John Bright, που ήταν θιασώτες του Adam Smith και άλλων οικονομολόγων της ελεύθερης αγοράς.

Ωστόσο, ο μέσος Αμερικανός του 18ου αιώνα δεν μελέτησε την «Δεύτερη Πραγματεία περί Κυβερνήσεως» του Locke ούτε κατανοούσε την φιλοσοφία του φυσικού δικαίου. Και όμως, υπό την διανοητική και ηθική καθοδήγηση εκείνων που το έκαναν, υπερασπίστηκε τα δικαιώματά του και αντιτάχθηκε στην τυραννία, ούτως ή άλλως.

Ομοίως, ο μέσος Βρετανός του 19ου αιώνα δεν μελέτησε το «Ο Πλούτος των Εθνών» του Adam Smith, ούτε κατανόησε την έννοια της «αοράτου χειρός της αγοράς». Και όμως, υπό την διανοητική και ηθική καθοδήγηση εκείνων που το έκαναν, υποστήριξε το ελεύθερο εμπόριο και αντιτάχθηκε στις μερκαντιλιστικές πολιτικές (σ.σ. προστατευτισμός), ούτως ή άλλως.

Το ίδιο ισχύει και για τα μεγάλα κινήματα απομάκρυνσης από την ελευθερία. Ο μέσος Ρώσος του εικοστού αιώνα δεν είχε διαβάσει «Το Κεφάλαιο» του Μαρξ, ούτε είχε κατανοήσει την εργασιακή θεωρία του περί αξίας. Και όμως, υπό την πνευματική και ηθική καθοδήγηση εκείνων που το έκαναν, υποστήριξε τον ταξικό πόλεμο και αντιτάχθηκε στον καπιταλισμός ή άλλως.

Όπως λέει μια διάσημη ρήση (που συνήθως αποδίδεται λανθασμένα στον Samuel Adams),

«Δεν χρειάζεται μια πλειοψηφία για να επικρατήσει, αλλά αντίθετα, μια παθιασμένη, ακούραστη μειοψηφία που θέλει να ανάψει φωτιές στα μυαλά των ανθρώπων».

Και όπως έχει αναφερθεί (επίσης αμφίβολα) από την Margaret Mead:

«Ποτέ μην αμφιβάλλετε ότι μια μικρή ομάδα σκεπτόμενων, αφοσιωμένων πολιτών μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Πράγματι, είναι το μόνο πράγμα που τον έχει αλλάξει ποτέ».

Στα σεμινάρια του FEE, ο Read απεικόνιζε αυτή την δυναμική σχεδιάζοντας μια «κανονική καμπύλη» στον πίνακα. Το ένα άκρο της καμπύλης αντιπροσώπευε την «απειροελάχιστη μειοψηφία» του πληθυσμού που υποστηρίζει ενεργά την ελευθερία και αντιτίθεται στην τυραννία. Το άλλο άκρο αντιπροσώπευε μια άλλη «απειροελάχιστη μειοψηφία»: εκείνους που αντιτίθενται ενεργά στην ελευθερία και υποστηρίζουν το μεγάλο κράτος.

Ο μεγάλος όγκος της καμπύλης στην μέση αντιπροσώπευε «τα πολλά εκατομμύρια των ανθρώπων, λίγο ή πολύ αδιάφορων, που δεν ενδιαφέρονται να κατανοήσουν την φύση της κοινωνίας και των πολιτικών θεσμών της, όπως οι περισσότεροι άνθρωποι δεν ενδιαφέρονται να κατανοήσουν την σύνθεση μιας μουσικής συμφωνίας – οι οποίοι, στην καλύτερη περίπτωση, μπορούν να γίνουν μόνο “ακροατές” ή οπαδοί του ενός ή του άλλου στρατοπέδου».

Δεν είναι τόσο ότι οι μάζες είναι ανίκανες να γίνουν θεωρητικοί της μουσικής ή πολιτικοί φιλόσοφοι (αν και η ικανότητα είναι ένας παράγοντας). Είναι περισσότερο θέμα του χρόνου που απαιτείται για την εκμάθηση τέτοιων εξειδικευμένων ενασχολήσεων. Εξάλλου, δεν μπορούμε όλοι να ειδικευτούμε στην πολιτική φιλοσοφία.

Τα καλά νέα είναι ότι δεν χρειάζεται να το κάνουμε όλοι. Το πεπρωμένο της ελευθερίας, εξήγησε ο Read, εξαρτάται από το ποια από τις δύο απειροελάχιστες μειοψηφίες θα κερδίσει την καρδιά και το μυαλό της πλειοψηφίας. Αλλά αυτό δεν είναι θέμα μετατροπής των μαζών σε φιλοσόφους και οικονομολόγους. Είναι θέμα του ποια ομάδα διαμορφωτών της κοινής γνώμης κερδίζει την εκτίμηση και την εμπιστοσύνη του λαού, αποκτώντας έτσι επιρροή.

«Εδώ, λοιπόν», έγραψε ο Read, «είναι το βασικό ερώτημα: Τι συνιστά μια γνώμη με επιρροή; Στο πλαίσιο της ηθικής, κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής φιλοσοφίας, η γνώμη με επιρροή απορρέει ή στηρίζεται (1) στο βάθος της κατανόησης, (2) στην δύναμη της αφοσίωσης και (3) στην δύναμη της ελκυστικής έκθεσής της. Αυτά είναι τα συστατικά της αυτοτέλειας ως προς ένα σύνολο ιδεών. Τα άτομα που βελτιώνουν έτσι την κατανόηση, την αφοσίωση και την έκθεσή τους είναι οι ηγέτες των ανθρώπων – οι υπόλοιποι είμαστε οπαδοί, συμπεριλαμβανομένων των πρωτοπόρων πολιτικών προσωπικοτήτων».

Η ελευθερία προάγεται όταν οι ελευθεριακοί (λιμπερταριανοί) εκδηλώνουν αυτές τις αρετές. Όταν τις βλέπουν οι άλλοι ελευθεριακοί, αυτό αναδεικνύει τον καλύτερο εαυτό τους, οδηγώντας τους να αφήσουν το «φως τους να λάμψει μπροστά στα μάτια των ανθρώπων». Όταν τις βλέπουν οι μη ελευθεριακοί με κάποια λανθάνουσα κλίση προς την κατανόηση της ελευθερίας, αυτό ενεργοποιεί τις δυνατότητές τους, τους γνέφει προς την πλευρά του φωτός, και μπορεί να τους μετατρέψει κι αυτούς σε ηγέτες της ελευθερίας. Και όταν τις βλέπουν τα πλήθη που δεν ενδιαφέρονται και τόσο πολύ για τις εις βάθος κοινωνικές επιστήμες, αυτό προκαλεί δικαιωματικά τον θαυμασμό και την εμπιστοσύνη.

Ο Read άντλησε από την ανάλυση αυτή ένα «χάπι» που μπορεί να είναι δύσκολο να το καταπιούν οι λιμπερταριανοί: Αν οι μάζες απορρίπτουν την ελευθερία και αποδέχονται την τυραννία, αυτό σημαίνει ότι οι στοχαστές κατά της ελευθερίας υπερτερούν έναντι των φιλ-ελεύθερων στοχαστών στην επίτευξη και την εκδήλωση των παραπάνω ιδιοτήτων.

Αυτό σημαίνει ότι οι κληρονόμοι της μεγάλης παράδοσης της ελευθερίας «αποτυγχάνουν να κάνουν την εργασία τους για το σπίτι (homework)», όπως το έθεσε ο Read: αποτυγχάνουν να κάνουν την δουλειά με τον εαυτό τους, που είναι απαραίτητη για να «βελτιώσουν την κατανόηση, την αφοσίωση και την παρουσίασή τους». Ως αποτέλεσμα, «δεν εκδηλώνουν τις ιδιότητες της έλξης και της ηγεσίας για τις οποίες είναι ικανοί» και οι οποίες είναι απαραίτητες για να οδηγήσουν τον λαό προς την ελευθερία.

Όπως συνόψισε ο Read:

«…η επίλυση των προβλημάτων που σχετίζονται με μια ελεύθερη κοινωνία εξαρτάται από την ανάδειξη μιας συνειδητοποιημένης ηγεσίας αφοσιωμένης στην ελευθερία.Εν ολίγοις, αυτό είναι ένα πρόβλημα ηγεσίας, όχι ένα πρόβλημα μαζικής μεταρρύθμισης»

Και, όπως επεξήγησε, η λύση σε αυτό το πρόβλημα ηγεσίας είναι η αυτοβελτίωση: η μεταρρύθμιση, όχι των μαζών, αλλά του εαυτού μας.

Αν εμείς που πρεσβεύουμε την ελευθερία αφιερωθούμε στην αυτοβελτίωση, θα γίνουμε οι ηγέτες των κοινοτήτων μας -και τελικά της κοινωνίας στο σύνολό της- ως φυσικό επακόλουθο αυτής της διαδικασίας. Εμπνεόμενοι από το γνήσιο παράδειγμά μας, τα άτομα που απαρτίζουν την κοινωνία θα αλλάξουν και θα στραφούν προς την ελευθερία: ακόμη και εκείνοι που δεν κατανοούν πλήρως την λογική που την διαπνέει.

Εκείνοι που κατανοούν βαθιά την φιλοσοφία της ελευθερίας – οι «εναπομείναντες», όπως τους αποκαλούσε ο Read, ακολουθώντας τον φίλο και μέντορά του Albert Jay Nock – θα είναι πάντα «λιγότεροι». Αλλά αυτό δεν αποτελεί δικαιολογία για να απελπίζεται κανείς.

Για να παραφράσω την Margaret Mead αναμειγνύοντας με την ρήση του Leonard Read, μην αμφιβάλλετε ποτέ ότι μια απειροελάχιστη μειοψηφία ατόμων αφοσιωμένων στην αυτοβελτίωση μπορεί να βελτιώσει τον κόσμο. Πράγματι, είναι το μόνο πράγμα που το κατάφερε ποτέ.

Αριστοτέλης: Αγάπη και έχθρα

Στο δεύτερο βιβλίο της ρητορικής ο Αριστοτέλης προσπαθεί να εφοδιάσει τους ρήτορες με τα εργαλεία πειθούς που απευθύνονται στο θυμικό του ακροατηρίου τους. Ο ρήτορας οφείλει να γνωρίζει πώς θα διεγείρει ή θα κατευνάσει στην ψυχή των ακροατών του τα λεγόμενα πάθη (ως πάθη θεωρεί ο φιλόσοφος όσα προκαλούν μεταβολές στην ψυχική, σωματική και νοητική κατάσταση των ανθρώπων και συνοδεύονται από ευχαρίστηση ή δυσαρέσκεια). Μετά την οργή και την πραότητα εξετάζονται η φιλία και το μίσος .

Ας πούμε τώρα ποιους αγαπούν οι άνθρωποι και θέλουν να τους έχουν φίλους τους και ποιους μισούν, καθώς και για ποιον λόγο ― αφού όμως πρώτα δώσουμε τον ορισμό της φιλίας και της αγάπης. Ας δεχτούμε λοιπόν ότι αγαπώ κάποιον και θέλω να τον έχω φίλο μου θα πει θέλω γι’ αυτόν καθετί που το θεωρώ καλό, όχι για να κερδίσω κάτι ο ίδιος, αλλά αποκλειστικά για χάρη εκείνου· [1381a] κάνω μάλιστα και ό,τι μπορώ για να αποκτήσει αυτά τα καλά εκείνος. Φίλος είναι το πρόσωπο που αγαπά με τον τρόπο που είπαμε και αγαπιέται με τον ίδιο τρόπο: όσοι πιστεύουν ότι η σχέση τους είναι αυτού του είδους, θεωρούν ότι είναι φίλοι. Με όλα αυτά να τα έχουμε δεχτεί, καταλήγουμε πια ―υποχρεωτικά― στο ότι φίλος είναι αυτός που χαίρεται με τα καλά και λυπάται με τα δυσάρεστα που συμβαίνουν στον φίλο του (5) ― και αυτό όχι για κανέναν άλλο λόγο παρά μόνο για χάρη εκείνου. Αλήθεια, δεν υπάρχει άνθρωπος που να μη χαίρεται όταν πραγματοποιούνται όλα όσα επιθυμεί και να μη λυπάται όταν του συμβαίνουν τα αντίθετα· αυτό θα πει ότι σημάδι αυτού που επιθυμούμε είναι, κάθε φορά, οι λύπες και οι χαρές μας.

Φίλοι γίνονται επίσης αυτοί που ό,τι θεωρεί καλό ο ένας, το θεωρεί καλό και ο άλλος· και ό,τι θεωρεί κακό ο ένας, το θεωρεί κακό και ο άλλος. Επίσης αυτοί που έχουν τους ίδιους φίλους και τους ίδιους εχθρούς· ο λόγος είναι ότι αναγκαστικά οι άνθρωποι αυτοί έχουν τις ίδιες επιθυμίες, (10) και φυσικά όποιος επιθυμεί για τον άλλο αυτά που επιθυμεί για τον ίδιο τον εαυτό του, δεν μπορεί παρά να είναι φίλος αυτού του ανθρώπου. Αγαπούν επίσης οι άνθρωποι και κάνουν φίλους τους αυτούς από τους οποίους έχουν ευεργετηθεί, ή οι ίδιοι ή αυτοί για τους οποίους οι ίδιοι ενδιαφέρονται, και αν το καλό που τους έγινε ήταν μεγάλο, ή έγινε με προθυμία, ή κάτω από ορισμένες συνθήκες, και πάντως αποκλειστικά για χάρη τους ― και αυτούς όμως για τους οποίους πιστεύουν πως έχουν τη θέληση να τους ευεργετήσουν. Φίλους τους κάνουν επίσης οι άνθρωποι τους φίλους των φίλων τους, καθώς και αυτούς που αγαπούν όσους αγαπούν και οι ίδιοι· (15) επίσης όσους έχουν κερδίσει την αγάπη εκείνων που έχουν κερδίσει τη δική τους αγάπη. Με τον ίδιο τρόπο: φίλους τους κάνουν αυτούς που έχουν γίνει μισητοί σ’ αυτούς στους οποίους έγιναν μισητοί και οι ίδιοι, αυτούς που μισούν όσους μισούν και οι ίδιοι, τέλος αυτούς που μισούνται από αυτούς που μισούν οι ίδιοι: είναι φανερό ότι σε όλες αυτές τις περιπτώσεις οι άνθρωποι αυτοί πιστεύουν ότι καλά είναι τα ίδια ακριβώς που θεωρούν καλά και οι ίδιοι, και έτσι επιθυμούν αυτά που είναι καλά για τους ίδιους· αυτό δεν ήταν το κύριο γνώρισμα του φίλου; Αγαπούν επίσης οι άνθρωποι και κάνουν φίλους τους αυτούς που έχουν τη θέληση και τη δύναμη να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στους άλλους, είτε σε χρήμα είτε για να τους σώσουν· (20) αυτός είναι ο λόγος που τιμούν τους γενναιόδωρους, τους ανδρείους και τους δίκαιους (δίκαιους θεωρούν οι άνθρωποι αυτούς που δεν ζουν σε βάρος άλλων· τέτοιοι είναι όσοι κερδίζουν τη ζωή τους από τη δουλειά τους· αυτή είναι, κατά κύριο λόγο, η περίπτωση των γεωργών και, από όλους τους άλλους, η περίπτωση αυτών που ασκούν χειρωνακτικά επαγγέλματα). Αυτούς, επίσης, που μπορούν να ελέγχουν τον εαυτό τους ― γιατί αυτοί δεν μπορούν να είναι άδικοι. Για τον ίδιο λόγο και αυτούς που δεν ανακατεύονται στις ξένες υποθέσεις.

(25) Αγαπούμε επίσης και κάνουμε φίλους μας αυτούς με τους οποίους επιθυμούμε να γίνουμε φίλοι (αν δείχνουν καθαρά ότι το επιθυμούν και αυτοί)· τέτοιοι είναι οι ενάρετοι άνθρωποι και αυτοί που έχουν καλό όνομα ― είτε ανάμεσα σε όλους τους ανθρώπους, είτε ανάμεσα στους πιο διαλεχτούς, είτε ανάμεσα σε αυτούς που θαυμάζουμε, είτε ανάμεσα σε αυτούς που μας θαυμάζουν. Επίσης αυτούς που είναι μια ευχαρίστηση να περνάς παρέα τη μέρα σου μαζί τους· (30) τέτοιοι είναι οι βολικοί άνθρωποι, αυτοί που δεν ζητούν να ελέγχουν τα σφάλματα των άλλων, αυτοί που δεν τα βάζουν με όλους και δεν τσακώνονται με όλους (όσοι τα κάνουν όλα αυτά είναι άνθρωποι εριστικοί, και οι εριστικοί άνθρωποι φαίνεται να έχουν επιθυμίες αντίθετες με τις δικές μας)· τέτοιοι είναι επίσης οι άνθρωποι που ξέρουν να πειράζουν, αλλά και να δέχονται το πείραγμα: και των δύο αυτών κατηγοριών τα άτομα στοχεύουν στο ίδιο πράγμα, αφού έχουν τη δύναμη και να δέχονται το πείραγμα και να πειράζουν τους άλλους με χάρη. (35) Αγαπούμε επίσης και κάνουμε φίλους μας αυτούς που επαινούν τις καλές μας ιδιότητες, ιδίως εκείνες που φοβούμαστε πως δεν τις έχουμε. [1381b] Όπως και αυτούς που έχουν καθαρή εξωτερική εμφάνιση, καθαρά ρούχα, καθαρό γενικά τρόπο ζωής. Αυτούς, επίσης, που δεν σπεύδουν να κάνουν τα σφάλματά μας ή τις ευεργεσίες που μας έχουν κάνει αφορμή για να μας ψέξουν: και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για ανθρώπους που τους αρέσει να ελέγχουν και να επικρίνουν τους άλλους. Αγαπούν, επίσης, οι άνθρωποι και κάνουν φίλους τους αυτούς που δεν μνησικακούν και δεν φυλάγουν μέσα τους παράπονα για το κακό που τους έχει γίνει, (5) αλλά έχουν εύκολη τη συμφιλίωση: όπως τους βλέπουν να συμπεριφέρονται στους άλλους, ίδιοι, λένε, θα είναι και σ’ αυτούς. Επίσης αυτούς που δεν κακολογούν ούτε καταγράφουν τις ελλείψεις ―των αλλωνών ή των φίλων τους― αλλά μόνο τα καλά τους: έτσι κάνουν οι καλοί άνθρωποι. Επίσης αυτούς που δεν αντιμιλούν στον θυμωμένο ή στον σοβαρά απασχολημένο με κάτι: (10) όσοι δεν συμπεριφέρονται με αυτόν τον τρόπο είναι άνθρωποι εριστικοί. Επίσης αυτούς που τους δείχνουν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, αισθήματα σεβασμού και ευλάβειας· που τους θαυμάζουν, λ.χ., ή τους θεωρούν καλούς ανθρώπους και ευχαριστιούνται μαζί τους και μάλιστα όταν τους δείχνουν τέτοια αισθήματα για πράγματα για τα οποία οι ίδιοι επιθυμούν να τους θαυμάζουν οι άλλοι ή να τους θεωρούν καλούς ή ευχάριστους ανθρώπους. (15) Κάνουν επίσης φίλους τους αυτούς που τους μοιάζουν και έχουν τις ίδιες με αυτούς ασχολίες ― φτάνει να μη γίνονται ενοχλητικοί στους ίδιους και να μη κερδίζουν με τον ίδιο τρόπο τη ζωή τους γιατί τότε γίνεται αυτό που λέμε «ο κανατάς μισεί τον κανατά». Επίσης αυτούς με τους οποίους έχουν τις ίδιες επιθυμίες ― με τον όρο, βέβαια, ότι μπορούν να τις ικανοποιήσουν και οι δύο· αλλιώς θα συμβεί ό,τι και στην προηγούμενη περίπτωση. Επίσης αυτούς με τους οποίους έχουν τέτοιου είδους σχέσεις, ώστε να μη ντρέπονται να κάνουν μπροστά τους πράγματα που δεν συνάδουν με το καλό όνομα (20) ― με τον όρο, φυσικά, ότι η διαγωγή αυτή δεν οφείλεται σε περιφρόνηση. Επίσης αυτούς μπροστά στους οποίους ντρέπονται να κάνουν πράγματα που είναι πράγματι κακά. Αυτούς επίσης με τους οποίους έχουν τη φιλοδοξία να αναμετριούνται, ή αυτούς των οποίων θέλουν να προκαλούν τη ζηλοτυπία, όχι όμως τον φθόνο: όλους αυτούς ή τους αγαπούν ή θέλουν να τους έχουν φίλους τους. Επίσης αυτούς που οι ίδιοι είναι πρόθυμοι να τους βοηθήσουν να πετύχουν κάτι καλό ― φτάνει να μη προκύψουν για τους ίδιους κακά μεγαλύτερα από το καλό που θα κερδίσουν εκείνοι. Επίσης αυτούς που όποιον αγαπούν, (25) τον αγαπούν το ίδιο παρόντα ή απόντα· να γιατί όλοι αγαπούν και θέλουν φίλους τους αυτούς που δείχνουν τέτοιου είδους αισθήματα απέναντι σε πρόσωπα που έχουν πια πεθάνει.

Γενικά αυτούς που αγαπούν πάρα πολύ τους φίλους τους και δεν τους εγκαταλείπουν στις δύσκολες στιγμές τους· ο λόγος είναι ότι από όλους τους καλούς οι άνθρωποι αγαπούν πολύ περισσότερο αυτούς που είναι καλοί φίλοι. Επίσης αυτούς που δεν υποκρίνονται μπροστά τους· τέτοιοι είναι οι άνθρωποι που δεν διστάζουν να τους μιλούν και για τα ελαττώματά τους· (30) το είπαμε πιο πριν: μπροστά στους φίλους μας δεν ντρεπόμαστε να κάνουμε πράγματα που δεν συνάδουν με το καλό όνομα· αν λοιπόν αυτός που ντρέπεται δεν είναι φίλος, θα πρέπει λογικά να είναι φίλος αυτός που δεν ντρέπεται. Επίσης αυτούς που δεν μας προκαλούν κανέναν φόβο, αλλ’, ίσα ίσα, ένα αίσθημα ασφάλειας· ποιος, αλήθεια, αγαπάει και θέλει για φίλο του έναν άνθρωπο που του προκαλεί φόβο;

Είδη φιλίας: η φιλία των συντρόφων, η φιλία των μελών μιας οικογένειας, η φιλία των συγγενών, και άλλα παρόμοια.

(35) Τη φιλία τη γεννάει το να κάνει κανείς μια χάρη, το να την κάνει δίχως να του τη ζητήσουν, και αφού την κάνει να μη την κοινολογήσει· γιατί τότε φαίνεται ότι έγινε για τον φίλο και όχι για κάποιον άλλο λόγο.

[1382a] Όσο για την έχθρα και το μίσος, είναι φανερό ότι μπορούμε να τα αναλύσουμε ως αντίθετα προς όσα είπαμε. Την έχθρα τη γεννούν η οργή, η κακεντρεχής εναντίωση στη θέλησή μας, η διαβολή. Η οργή γεννιέται από πράγματα που στρέφονται προσωπικά εναντίον μας, ενώ μίσος υπάρχει και όταν τα πράγματα δεν στρέφονται προσωπικά εναντίον μας: μόλις σχηματίσουμε τη γνώμη πως ένας άνθρωπος έχει τον τάδε χαρακτήρα, (5) τον μισούμε. Έπειτα η οργή στρέφεται εναντίον συγκεκριμένων προσώπων, του τάδε ή του τάδε, π.χ. εναντίον του Καλλία ή εναντίον του Σωκράτη, ενώ το μίσος το αισθανόμαστε και για κατηγορίες ανθρώπων: όλοι μας μισούμε τους κλέφτες ή τους συκοφάντες. Την οργή τη θεραπεύει ο χρόνος, ενώ το μίσος δεν έχει γιατρειά. Η οργή επιθυμεί να προξενήσει προσωρινή στενοχώρια, ενώ το μίσος μόνιμη βλάβη: ο θυμωμένος θέλει να γίνει αντιληπτός από τον άλλον, ενώ αυτός που μισεί δεν δίνει καμιά σημασία σ’ αυτό. (10) Τα οδυνηρά πράγματα γίνονται αντιληπτά με τις αισθήσεις, ενώ τα μέγιστα κακά (η αδικία, ας πούμε, ή η παραφροσύνη) ελάχιστα γίνονται αντιληπτά με τις αισθήσεις· πραγματικά, η παρουσία της κακίας δεν προκαλεί καμία λύπη. Η οργή συνοδεύεται από λύπη, το μίσος όχι: όλοι το ξέρουμε πως ο θυμωμένος είναι στενοχωρημένος, ενώ δεν είναι εκείνος που μισεί. Εκτός αυτού, ο θυμωμένος μπορεί κάποτε, ύστερα από πολλά, να νιώσει συμπόνια γι’ αυτόν με τον οποίο ήταν θυμωμένος· ο άλλος σε καμιά περίπτωση· (15) ο θυμωμένος ένα μόνο θέλει: να υποφέρει με τη σειρά του και αυτός με τον οποίο ο ίδιος είναι θυμωμένος, ενώ αυτός που μισεί επιθυμεί να πάψει να υπάρχει ο άλλος.

Είναι λοιπόν ―από αυτά που είπαμε― φανερό ότι είναι δυνατό από τη μια να αποδείξει ο ρήτορας ότι τα τάδε άτομα είναι πράγματι εχθροί μεταξύ τους ή φίλοι, και αν δεν είναι, να τους παρουσιάσει ως εχθρούς ή φίλους, και αν οι ίδιοι ισχυρίζονται πως είναι, να ανατρέψει τους ισχυρισμούς τους, και από την άλλη, σ’ αυτούς που από θυμό ή έχθρα παίρνουν αντίπαλη θέση, να αναγάγει την αντίπαλη θέση τους σε όποιον από τους δύο λόγους προτιμήσει.

ΑΡΙΣΤ Ρητ 1380b35–1383b10: Λόγος περὶ παθῶν

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΦΙΛΙΠΠΟΣ

ΙΣΟΚΡ 5.144–148

Όσοι ευεργέτησαν τους υπόλοιπους Έλληνες κέρδισαν τον έπαινο και την ευγνωμοσύνη τους

Ο Ισοκράτης επέμεινε ότι όλα συνέτειναν στην ανάληψη από τον Φίλιππο της εκστρατείας εναντίον των Περσών: τα κατορθώματα των προγόνων, η ανανδρία των εχθρών, η τεράστια ισχύς που έχει συγκεντρώσει ο Μακεδόνας βασιλιάς υποτάσσοντας τόσους λαούς. Και συνεχίζει
:

[144] Ἐνθυμοῦ δ’, ἵνα τι καὶ τῶν ἀρχαίων εἴπωμεν, ὅτι
τὸν Ταντάλου πλοῦτον καὶ τὴν Πέλοπος ἀρχὴν καὶ τὴν
Εὐρυσθέως δύναμιν οὐδεὶς ἂν οὔτε λόγων εὑρετὴς οὔτε
ποιητὴς ἐπαινέσειεν, ἀλλὰ μετά γε τὴν Ἡρακλέους
ὑπερβολὴν καὶ τὴν Θησέως ἀρετὴν τοὺς ἐπὶ Τροίαν στρα-
τευσαμένους καὶ τοὺς ἐκείνοις ὁμοίους γενομένους
ἅπαντες ἂν εὐλογήσειαν. [145] καίτοι τοὺς ὀνομαστο-
τάτους καὶ τοὺς ἀρίστους αὐτῶν ἴσμεν ἐν μικροῖς πο-
λιχνίοις καὶ νησυδρίοις τὰς ἀρχὰς κατασχόντας. ἀλλ’
ὅμως ἰσόθεον καὶ παρὰ πᾶσιν ὀνομαστὴν τὴν αὑτῶν δόξαν
κατέλιπον· ἅπαντες γὰρ φιλοῦσιν οὐ τοὺς σφίσιν αὐτοῖς
μεγίστην δυναστείαν κτησαμένους, ἀλλὰ τοὺς τοῖς Ἕλ-
λησι πλείστων ἀγαθῶν αἰτίους γεγενημένους.

[146] Οὐ μόνον δ’ ἐπὶ τούτων αὐτοὺς ὄψει τὴν γνώμην
ταύτην ἔχοντας, ἀλλ’ ἐπὶ πάντων ὁμοίως· ἐπεὶ καὶ τὴν
πόλιν ἡμῶν οὐδεὶς ἂν ἐπαινέσειεν, οὔθ’ ὅτι τῆς θαλάττης
ἦρξεν οὔθ’ ὅτι τοσοῦτον πλῆθος χρημάτων εἰσπράξασα
τοὺς συμμάχους εἰς τὴν ἀκρόπολιν ἀνήνεγκεν, ἀλλὰ μὴν
οὐδ’ ὅτι πολλῶν πόλεων ἐξουσίαν ἔλαβε, τὰς μὲν ἀναστά-
τους ποιῆσαι, τὰς δ’ αὐξῆσαι, τὰς δ’ ὅπως ἐβουλήθη
διοικῆσαι· [147] πάντα γὰρ ταῦτα παρῆν αὐτῇ πράττειν·
ἀλλ’ ἐκ τούτων μὲν πολλαὶ κατηγορίαι κατ’ αὐτῆς γεγό-
νασιν, ἐκ δὲ τῆς Μαραθῶνι μάχης καὶ τῆς ἐν Σαλαμῖνι
ναυμαχίας, καὶ μάλισθ’ ὅτι τὴν αὑτῶν ἐξέλιπον ὑπὲρ τῆς
τῶν Ἑλλήνων σωτηρίας, ἅπαντες αὐτὴν ἐγκωμιάζουσιν.
τὴν αὐτὴν δὲ γνώμην καὶ περὶ Λακεδαιμονίων ἔχουσιν·
[148] καὶ γὰρ ἐκείνων μᾶλλον ἄγανται τὴν ἧτταν τὴν ἐν
Θερμοπύλαις ἢ τὰς ἄλλας νίκας, καὶ τὸ τρόπαιον τὸ μὲν
κατ’ ἐκείνων ὑπὸ τῶν βαρβάρων σταθὲν ἀγαπῶσι καὶ
θεωροῦσι, τὰ δ’ ὑπὸ Λακεδαιμονίων κατὰ τῶν ἄλλων οὐκ
ἐπαινοῦσιν ἀλλ’ ἀηδῶς ὁρῶσιν· ἡγοῦνται γὰρ τὸ μὲν
ἀρετῆς εἶναι σημεῖον, τὰ δὲ πλεονεξίας.

***
Να έχης επίσης κατά νουν, διά να είπωμεν κάτι και από τους μυθικούς χρόνους, ότι τον πλούτον του Ταντάλου και την εξουσίαν του Πέλοπος και την δύναμιν του Ευρυσθέως, κανείς δεν θα συγκατετίθετο να επαινέση, ούτε ρήτωρ, ούτε ποιητής· αλλά μετά την υπερφυσικήν δύναμιν του Ηρακλέους και τα κατορθώματά του και την ανδρείαν του Θησέως, όλοι επαινούν εκείνους που εξεστράτευσαν κατά της Τροίας και εκείνους που ανεδείχθησαν όμοιοι προς αυτούς. Και όμως γνωρίζομεν ότι οι ονομαστότατοι και άριστοι εξ αυτών των ανδρών μικράς πολίχνας και νήσους είχον υπό την εξουσίαν των· εν τούτοις άφησαν την δόξαν των ίσην προς τους θεούς και ζηλευτήν εις όλους. Διότι όλοι εκτιμούν όχι εκείνους που απέκτησαν μεγάλην δύναμιν διά τους εαυτούς των, αλλά εκείνους που έγιναν αιτία πλείστων αγαθών εις τους Έλληνας.

Θα ίδης δε ότι όχι μόνον διά τους άνδρας τούτους έχουν οι άνθρωποι την γνώμην αυτήν, αλλά δι' όλους γενικώς, αφού και την πόλιν μας κανείς δεν ήθελεν επαινέσει, ούτε διότι εκυριάρχησε της θαλάσσης, ούτε διότι, αφού εισέπραξε τόσα πολλά χρήματα από τους συμμάχους, μετέφερεν αυτά εις την ακρόπολιν, ούτε προς τούτοις διότι από πολλάς πόλεις που εξουσίαζεν άλλας μεν ανεστάτωσε, άλλας δε εμεγάλωσε, εις άλλας δε επέβαλε το πολίτευμα που ήθελε· διότι όλα αυτά είχε την εξουσίαν να τα τακτοποιήση· αλλ' από τας ενεργείας αυτάς της πόλεώς μας πολλαί κατηγορίαι εξετοξεύθησαν κατ' αυτής, διά την μάχην όμως του Μαραθώνος και την ναυμαχίαν της Σαλαμίνος, και προ πάντων διότι εγκατέλειψαν οι πατέρες μας την πόλιν των διά την σωτηρίαν των Ελλήνων, όλοι τους επαινούν. Την ιδίαν δε γνώμην έχουν και διά τους Λακεδαιμονίους· και πράγματι εκείνους περισσότερον θαυμάζουν διά την ήτταν των εις τας Θερμοπύλας παρά διά τας άλλας νίκας, και το μεν τρόπαιον το οποίον έστησαν οι βάρβαροι εναντίον των, όταν τους ενίκησαν, αγαπούν και εκτιμούν, τα τρόπαια δε που έστησαν οι Λακεδαιμόνιοι πολεμούντες εναντίον άλλων δεν τα επαινούν και τα βλέπουν με αηδίαν· διότι νομίζομεν ότι το μεν πρώτον τρόπαιον είναι σημείον ανδρείας, τα δε άλλα δείγματα πλεονεξίας.