Δευτέρα 1 Μαΐου 2017

ΡΗΤΟΡΙΚΗ: ΛΥΣΙΑΣ - Ὑπὲρ Μαντιθέου (18-21)

[18] Τῶν τοίνυν ἄλλων στρατειῶν καὶ φρουρῶν οὐδεμιᾶς ἀπελείφθην πώποτε, ἀλλὰ πάντα τὸν χρόνον διατετέλεκα μετὰ τῶν πρώτων μὲν τὰς ἐξόδους ποιούμενος, μετὰ τῶν τελευταίων δὲ ἀναχωρῶν. καίτοι χρὴ τοὺς φιλοτίμως καὶ κοσμίως πολιτευομένους ἐκ τῶν τοιούτων σκοπεῖν, ἀλλ᾽ οὐκ εἴ τις κομᾷ, διὰ τοῦτο μισεῖν· τὰ μὲν γὰρ τοιαῦτα ἐπιτηδεύματα οὔτε τοὺς ἰδιώτας οὔτε τὸ κοινὸν τῆς πόλεως βλάπτει, ἐκ δὲ τῶν κινδυνεύειν ἐθελόντων πρὸς τοὺς πολεμίους ἅπαντες ὑμεῖς ὠφελεῖσθε.

[19] ὥστε οὐκ ἄξιον ἀπ᾽ ὄψεως, ὦ βουλή, οὔτε φιλεῖν οὔτε μισεῖν οὐδένα, ἀλλ᾽ ἐκ τῶν ἔργων σκοπεῖν· πολλοὶ μὲν γὰρ μικρὸν διαλεγόμενοι καὶ κοσμίως ἀμπεχόμενοι μεγάλων κακῶν αἴτιοι γεγόνασιν, ἕτεροι δὲ τῶν τοιούτων ἀμελοῦντες πολλὰ κἀγαθὰ ὑμᾶς εἰσιν εἰργασμένοι.

[20] Ἤδη δέ τινων ᾐσθόμην, ὦ βουλή, καὶ διὰ ταῦτα ἀχθομένων μοι, ὅτι νεώτερος ὢν ἐπεχείρησα λέγειν ἐν τῷ δήμῳ. ἐγὼ δὲ τὸ μὲν πρῶτον ἠναγκάσθην ὑπὲρ τῶν ἐμαυτοῦ πραγμάτων δημηγορῆσαι, ἔπειτα μέντοι καὶ ἐμαυτῷ δοκῶ φιλοτιμότερον διατεθῆναι τοῦ δέοντος, ἅμα μὲν τῶν προγόνων ἐνθυμούμενος, ὅτι οὐδὲν πέπαυνται τὰ τῆς πόλεως πράττοντες,

[21] ἅμα δὲ ὑμᾶς ὁρῶν (τὰ γὰρ ἀληθῆ χρὴ λέγειν) τοὺς τοιούτους μόνους ‹τινὸς› ἀξίους νομίζοντας εἶναι, ὥστε ὁρῶν ὑμᾶς ταύτην τὴν γνώμην ἔχοντας τίς οὐκ ἂν ἐπαρθείη πράττειν καὶ λέγειν ὑπὲρ τῆς πόλεως; ἔτι δὲ τί ἂν τοῖς τοιούτοις ἄχθοισθε; οὐ γὰρ ἕτεροι περὶ αὐτῶν κριταί εἰσιν, ἀλλ᾽ ὑμεῖς.

***
[18] Εξάλλου, ποτέ έως σήμερα δεν απουσίασα από καμία άλλη εκστρατεία και αποστολή φρουράς, αλλά διαρκώς και αδιαλείπτως ξεκινούσα με τους πρώτους και αποχωρούσα με τους τελευταίους. Προφανώς με κριτήριο τέτοιες συμπεριφορές πρέπει να κρίνετε τους πολίτες που έχουν φιλοδοξίες και δεν προκαλούν, και όχι να αντιπαθείτε κάποιον μόνο και μόνο επειδή έχει μακριά μαλλιά. Γιατί αυτού του είδους οι επιλογές δεν βλάπτουν ούτε τα άτομα ούτε την πόλη, ενώ από αυτούς που είναι διατεθειμένοι να αντιμετωπίζουν τους εχθρούς και να κινδυνεύουν ωφελείστε όλοι.

[19] Συνεπώς, δεν πρέπει, μέλη της βουλής, ούτε να συμπαθείτε ούτε να αντιπαθείτε οποιονδήποτε από την εξωτερική εμφάνιση, αλλά να κρίνετε με βάση τις πράξεις. Γιατί πολλοί που μιλούν χαμηλόφωνα και ντύνονται ευπρεπώς ευθύνονται για μεγάλα δεινά, ενώ άλλοι που αδιαφορούν γι᾽ αυτά σας έχουν προσφέρει πολλά.

[20] Έχω επίσης διαπιστώσει ήδη, μέλη της βουλής, ότι μερικοί ενοχλούνται για έναν ακόμη λόγο, επειδή άρχισα να μιλάω στην εκκλησία του δήμου σε πολύ νεαρή ηλικία. Εγώ όμως καταρχάς αναγκάστηκα να απευθυνθώ στην Εκκλησία του δήμου για ζητήματα δικά μου, στη συνέχεια ωστόσο έχω και ο ίδιος την εντύπωση ότι υπήρξα μάλλον περισσότερο φιλόδοξος από ό,τι έπρεπε. Από τη μια σκεφτόμουν ότι οι πρόγονοί μου δεν έπαψαν ποτέ να ασχολούνται με τα κοινά,

[21] από την άλλη έβλεπα ότι εσείς (γιατί οφείλω να είμαι ειλικρινής) θεωρείτε ότι μόνο τέτοιοι άνθρωποι αξίζουν. Βλέποντας λοιπόν ότι εσείς έχετε αυτή την άποψη, ποιός δεν θα ενθαρρυνόταν να πράττει και να μιλάει για τα ο καλό της πόλης; Επιπροσθέτως, ποιός ο λόγος να δυσανασχετείτε με τέτοιους ανθρώπους; Γιατί δεν είναι άλλοι που θα τους κρίνουν, αλλά εσείς.

Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΚΑΙ Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΟΥ

Αποτέλεσμα εικόνας για ξανθιππη σωκρατηςΟ Σωκράτης ήταν παντρεμένος και είχε τρεις γιούς. Αυτά είναι όλα, όσα μαθαίνουμε από την Απολογία (34d) και τον Φαίδωνα (60d) του Πλάτωνα, τίποτε περισσότερο. Το ότι ο Πλάτων δεν έλαβε σχεδόν καθόλου υπόψη του τις δεδομένες με αυτό το γεγονός σκηνικές δυνατότητες και τα συναφή πραγματολογικά προβλήματα ανήκει στις ιδιορρυθμίες της ποιητικής του κατασκευής. Μόνο σε ένα και μόνο χωρίο η σύζυγος του Σωκράτη γίνεται ενεργό πρόσωπο. Τη στιγμή όπου οι φίλοι του Σωκράτη ζητούν να τον δουν για τελευταία φορά στη φυλακή, βρίσκουν καθισμένη δίπλα του την Ξανθίππη με τον γιό του στα χέρια της. Μόλις βλέπει τους φίλους, η Ξανθίππη ξεσπά σε δυνατούς θρήνους και λέει: «Τώρα Σωκράτη μου, αυτοί οι φίλοι σου θα μιλήσουν για τελευταία φορά μαζί σου και συ μαζί τους». Τότε ο Σωκράτης στρέφεται στον Κρίτωνα και του λέει: «Κρίτων, πες σε κάποιον να την πάει στο σπίτι». Αμέσως ορισμένοι υπηρέτες του Κρίτωνα βγάζουν έξω την Ξανθίππη, ενώ αυτή φωνάζει και χτυπά το στήθος της.

            Τη μέρα του θανάτου δεν μπορούσε να λείπει εντελώς η Ξανθίππη. Αλλά εμφανίζεται πολύ λίγο μόνο και με τούς αλόγιστους θρήνους της, «όπως κάνουν οι γυναίκες», δημιουργεί το πλαίσιο για τη φιλοσοφική σοβαρότητα των ανδρών. Πιο κοντά απ’ όλους βρίσκεται στον Κρίτωνα. Όπως αυτός, συνδυάζει μια ιδιαίτερη ανθρώπινη οικειότητα προς τον Σωκράτη με μια ιδιαίτερη έλλειψη κατανόησης για τη φιλοσοφική μορφή ζωής, η οποία, όσον αφορά τον Κρίτωνα, κάνει ιδιαίτερα αισθητή την εμφάνισή της στον Φαίδωνα και στον Κρίτωνα. Περισσότερα δεν αναφέρονται στον Πλάτωνα ούτε για τη σύζυγο ούτε για τα παιδιά.
 
Τώρα πρέπει να μιλήσουμε για την εξωπλατωνική παράδοση. Πρώτη-πρώτη έρχεται μια πολύ παράξενη διήγηση του Αριστοτέλη από το σύγγραμμά του Περί ευγενείας. Λέγεται ότι ο Σωκράτης είχε δύο γυναίκες, με πρώτη την Ξανθίππη, από την οποία απέκτησε τον μεγαλύτερο γιό του, τον Λαμπροκλή, και δεύτερη τη Μυρτώ, την κόρη του πολιτικού Αριστείδη, την οποία είχε αφήσει ο πατέρας της χωρίς περιουσία και ο Σωκράτης την είχε παντρευθεί χωρίς προίκα. Γιοί της ήταν ο Σωφρονίσκος και ο Μενέξενος.[1]
 
Ο ίδιος ο Αριστοτέλης μας λέει πώς πρέπει να ερμηνευθεί αυτός ο δεύτερος γάμος. Όπως αναφέρει, ο Σωκράτης πίστευε πώς η ευγένεια δεν βασίζεται στην υψηλή καταγωγή ή στον πλούτο, παρά μόνο στην καταγωγή από άξιους γονείς. Επειδή ήταν άξιος ο Αριστείδης, είναι και η κόρη του ευγενής. Αλλά αυτή ακριβώς η αξιοσύνη οδήγησε τον πατέρα σε πάρα πολύ μεγάλη πενία, κι αυτό προκάλεσε στην κόρη του, κοινωνικά και νομικά, πάρα πολύ μεγάλες δυσκολίες σύμφωνα με τα ελληνικά ήθη. Τότε ο Σωκράτης, από σεβασμό προς τον πατέρα, αποφάσισε να παντρευτεί το εντελώς άπορο κορίτσι.
 
Σ’ αυτή τη διήγηση του Αριστοτέλη αξίζει να παρατηρήσουμε κατ’ αρχήν οι έρχεται ανοιχτά σε αντίφαση με τις πληροφορίες του Πλάτωνα στον Φαίδωνα. Στον Πλάτωνα κοντά στην επιθανάτια κλίνη του Σωκράτη βρίσκεται η Ξανθίππη, ενώ στον Αριστοτέλη η Μυρτώ είναι η τελευταία από τις δύο γυναίκες του Σωκράτη. Ειρήσθω εν παρόδω ότι αυτό δεν μας δίνει το δικαίωμα να αμφισβητήσουμε την προέλευση της διήγησης του Αριστοτέλη· συχνά ο Αριστοτέλης δεν ακολουθεί τον Πλάτωνα στις βιογραφικές του πληροφορίες για τον Σωκράτη, αλλά άλλους Σωκρατικούς.[2]
 
            Από ποιόν προέρχεται αυτή η ιστορία; Μια νύξη φαίνεται να μας δίνει το γεγονός ότι ο Αριστείδης, ο δημιουργός της αττικής ναυτικής συμμαχίας του έτους 477, περιγράφεται ως υπερβολικά φτωχός. Είναι ο τύπος του άμεμπτα δίκαιου, άλλα για τούτο καταδικασμένου στη σκληρότερη πενία, πολιτικού. Γνωρίζουμε ότι ο Σωκρατικός Αισχίνης, στον διάλογό του Καλλίας, περιέγραψε έτσι τον Αριστείδη και τον κατέστησε αντίποδα του πλούσιου Καλλία.[3] Εύλογα μπορούμε να υποθέσουμε άτι ο Αισχίνης επινόησε και τη (στηριζόμενη σ’ αυτή την περιγραφή) διήγηση για τον γάμο του Σωκράτη με την κόρη του Αριστείδη. Δεν μπορούμε να αποφανθούμε για το αν ανέφερε ή όχι την Ξανθίππη. Οπωσδήποτε, εναντίον μιας τέτοιας υπόθεσης δεν μπορεί να προβληθεί το γεγονός ότι ένας σωκρατικός λόγος (ίσως του Ευκλείδη) φαίνεται ότι ανέφερε πώς ο Αισχίνης, ιδιαίτερα μετά τον θάνατο του Σωκράτη, διακρίθηκε φροντίζοντας πιστά τη χήρα Ξανθίππη. Επιπλέον, ο Διογένης ο Λαέρτιος (2, 26) μαρτυρεί ότι υπήρχε μια εκδοχή, στην οποία (αντίθετα με τον Αριστοτέλη) η Μυρτώ χαρακτηριζόταν ως η πρώτη και η Ξανθίππη ως η  δεύτερη σύζυγος. Αυτό όμως έρχεται σε αντίφαση με όσα προϋποθέτει π.χ. ο Ξενοφών, ότι δηλαδή η Ξανθίππη ήταν η μητέρα του μεγαλύτερου γυιού του Σωκράτη, του Λαμπροκλή.
 
Τέλος, υπάρχει μία τρίτη εκδοχή ακόμη, η οποία παρουσιάζει τον Σωκράτη παντρεμένο και με τις δύο γυναίκες ταυτόχρονα. Αυτή η εκδοχή φαίνεται να ανάγεται στον Αριστόξενο. Εν πάση περιπτώσει ο Αριστόξενος ανέφερε ότι ο Σωκράτης είχε ως νόμιμη σύζυγό του τη Μυρτώ και συγχρόνως και την Ξανθίππη ως ένα είδος δεύτερης γυναίκας· αυτές μάλωναν διαρκώς και όταν πια χόρταιναν στρέφονταν με ενωμένες τις δυνάμεις τους εναντίον του Σωκράτη, επειδή θύμωναν γιατί ο Σωκράτης ουδέποτε έπαιρνε θέση όταν καυγάδιζαν· ο Σωκράτης όμως, όντας υπεράνω όλων αυτών, απλώς διασκέδαζε πάρα πολύ.[4]
 
Κατοπινοί συγγραφείς ανέπτυξαν περαιτέρω το μοτίβο της διγαμίας και για να μετριάσουν το σκάνδαλο επινόησαν μιαν απόφαση του αθηναϊκού λαού, σύμφωνα με την οποία οι Αθηναίοι, για να καλύψουν όσα κενά δημιουργήθηκαν στον ανδρικό πληθυσμό από τον πόλεμο, αποφάσισαν ότι επιτρεπόταν να παντρεύεται κάνεις με μία συμπολίτισσά του, αλλά να κάνει παιδιά και με άλλη. Λέγεται ότι ο Σωκράτης ενήργησε σύμφωνα μ’ αυτή την απόφαση.[5]
 
 Μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι το όνομα της Ξανθίππης εγείρει μεγαλύτερες αξιώσεις ιστορικής αξιοπιστίας, αλλά αυτό δεν μπορεί να αποδειχθεί.
 
Εν πάση περιπτώσει φαίνεται ότι η εικόνα της κακιάς Ξανθίππης, πού υποβάλλει στις σκληρότερες δοκιμασίες την υπομονή και τη φιλοσοφική ανωτερότητα του άνδρα της, δηλαδή η Ξανθίππη πού πέρασε στην παγκόσμια λογοτεχνία και πού παρ’ όλα αυτά ο Πλάτων αγνοεί, είναι δημιούργημα ενός από τούς παλαιότερους Σωκρατικούς.[6] Απ’ αφορμή το πρόσωπό της έπρεπε να περιγραφούν γλαφυρά όλα τα βάσανα του γάμου ακολουθώντας την ίδια εκείνη γραμμή σκέψης, η οποία εκφράζεται σε μερικές έντονες επιθέσεις της πρώιμης ελληνικής διδακτικής ποίησης εναντίον των γυναικών εν γένει. Φυσικά, η πλήρης αποτυχία του γάμου του Σωκράτη μπορούσε να χρησιμεύσει ειδικότερα ως πλαίσιο της στροφής του Σωκράτη προς τούς νέους, στους οποίους μόνο μπορούσε να βρει φιλοσοφικό έρωτα. Παρ’ όλα αυτά υπήρχαν και σωκρατικοί διάλογοι, όπως η Ασπασία του Αισχίνη και ο (επηρεασμένος εν μέρει από αυτήν) Οικονομικός του Ξενοφώντα, όπου όχι μόνο γινόταν δεκτή η πνευματική ισοτιμία της γυναίκας με τον άνδρα, αλλά συζητιούνταν και η υφή ενός τέλειου γάμου. Δυστυχώς δεν γνωρίζουμε πώς αντιμετώπιζαν αυτά τα κείμενα τον γάμο του ίδιου του Σωκράτη. Ίσως πρέπει να επιστήσουμε την προσοχή και στο ίδιο το άνομα «Ξανθίππη». Είναι ένα άνομα, πού ηχεί αριστοκρατικό – υπερβολικά αριστοκρατικό για τον μικροαστό Σωκράτη. Μήπως το μοτίβο της Ξανθίππης αρχικά είχε σκοπό του να στηρίζει μ ένα γλαφυρό παράδειγμα των αρχαία πρακτική βιοσοφία ότι είναι ανόητο να παντρεύεται κάνεις κάποιον κοινωνικά ανώτερό του; Δεν το ξέρουμε.
 
Ας παραθέσουμε ορισμένα μόνο κατεξοχήν χαρακτηριστικά ανέκδοτα για τον Σωκράτη και την Ξανθίππη.
 
Έτσι, σ’ ένα χωρίο του Συμποσίου του (2, 10) ο Ξενοφών προσέθεσε ένα σύντομο ανέκδοτο, το όποιο μας παραδίδεται μεμονωμένα και αλλού.[7] Κατά τον Ξενοφώντα, ο Σωκράτης διατύπωσε στον διάλογο μεταξύ των συμποτών την ιδέα ότι η γυναίκα δεν είναι λιγότερο προικισμένη για μάθηση από τον άνδρα. Ο Αντισθένης αντιτείνει σ’ αυτό: «Αν το πιστεύεις αυτό, γιατί δεν μορφώνεις την Ξανθίππη σου, παρά την αφήνεις να είναι η ενοχλητικότερη σύζυγος πού μπορεί να υπάρξει;» Ό Σωκράτης του άπαντα: «Μα βλέπω ότι και όσοι θέλουν να γίνουν ικανοί ιππείς δεν επιλέγουν τα ημερότερα, αλλά τα πιο ατίθασα άλογα. Γιατί πιστεύουν ότι, αν μπορέσουν να τα δαμάσουν, εύκολα θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν και τα υπόλοιπα. Και επειδή θέλω να εξασκηθώ στη συναναστροφή με ανθρώπους, διάλεξα αυτή τη γυναίκα, γιατί ξέρω ότι αν τα καταφέρω μαζί της θα μου είναι εύκολο να αντέξω και τους υπόλοιπους ανθρώπους».
 
Επομένως, σ’ αυτή την ιστορία έχει ερμηνευθεί θετικά το γεγονός ότι ο Σωκράτης έχει μια τόσο δυσεπίδεκτη μαθήσεως γυναίκα.
 
Σε άλλες διηγήσεις απλώς τεκμηριώνεται παραστατικά η ιδέα πόσο παρέμεινε φιλοσοφικά ανέπαφος ο Σωκράτης από τις ενοχλήσεις της Ξανθίππης. Η μία αναφέρεται, σε μία παραλλαγή, ως διάλογος του Σωκράτη με τον νεαρό Ευθύδημο,[8] ενώ, σε άλλη παραλλαγή, ως διάλογος του Σωκράτη με τον Αλκιβιάδη.[9] Ορισμένες φορές ο Αλκιβιάδης και ο Ευθύδημος είναι ισότιμες μορφές και στον Ξενοφώντα. Στην πυκνότερη εκδοχή του Πλουτάρχου η διήγηση αναφέρει: κάποτε ο Σωκράτης επιστρέφοντας από την παλαίστρα προσκάλεσε σπίτι του τον Ευθύδημο. Η Ξανθίππη θύμωσε πάρα πολύ γι’ αυτό, έβριζε και στο τέλος αναποδογύρισε το τραπέζι. Τότε ο Ευθύδημος σηκώθηκε πολύ λυπημένος και ήθελε να φύγει. Αλλά ο Σωκράτης είπε: «Χθες μπήκε και στο δωμάτιο σου ένα πουλί και αναποδογύρισε το τραπέζι, άλλα δεν θυμώσαμε. Γιατί, λοιπόν, θα ‘πρεπε να θυμώσουμε τώρα;»
 
Εκτός από την ταύτιση της ασυγκράτητης Ξανθίππης με άλογο ζώο, εδώ παίζει έναν ρόλο και το μοτίβο της ζήλιας για τούς φίλους του Σωκράτη. Εκφράζεται και στο ακόλουθο ανέκδοτο: κάποτε, με αφορμή μια γιορτή, ο Αλκιβιάδης έστειλε στον Σωκράτη να φάει ένα μεγάλο γλύκισμα. Η Ξανθίππη όμως θύμωσε τόσο πολύ με το δώρο πού έστειλε στον Σωκράτη ο αγαπημένος του, ώστε έριξε κάτω το γλύκισμα και το ποδοπάτησε με βία. Ο Σωκράτης όμως γέλασε και είπε: «Έ, λοιπόν, τώρα δεν θα φας γλυκό».
 
Σε μία άλλη διήγηση, στη μία εκδοχή της, συνομιλητής του Σωκράτη είναι ο Αλκιβιάδης,[10] και στην άλλη ο Κριτόβουλος,[11] δύο μορφές επίσης πολύ συγγενείς ως τύποι. Ό Αλκιβιάδης παραπονείται για το πόσο ανυπόφορη είναι η Ξανθίππη, καθώς συνεχώς βρίζει. Ο Σωκράτης άπαντα ατάραχος: «Έχω συνηθίσει, όπως και τον αδιάκοπο θόρυβο του ανεμόμυλου. Στο κτήμα σου ανέχεσαι και τις χήνες με τα συνεχή τους ξεφωνητά». Ό Αλκιβιάδης αντιτείνει: «Ναι, άλλα οι χήνες μου δίνουν αυγά και χηνόπουλα». Και ο Σωκράτης απαντά: «Κι εγώ απέκτησα παιδιά από την Ξανθίππη».
 
Η αιχμή αυτής (όπως και της προτελευταίας) ιστορίας είναι ότι η ενόχληση από έναν άνθρωπο, ο όποιος βρίζει ανόητα, είναι το ίδιο ακριβώς αδιάφορη όσο κι η ενόχληση από ένα άλογο ζώο (η συστηματική ηθική θα μπορούσε π.χ. να συμπεράνει απ’ αυτό ότι στην πραγματικότητα ο τρελός δεν είναι παρά ένα ζώο). Υπάρχουν πολλές παράλληλες ιστορίες, οι όποιες δείχνουν ότι τα ανέκδοτα για την Ξανθίππη απλώς αποτελούν παραλλαγές ενός γενικού τύπου.
 
Έτσι, έχουμε μια ιδιότυπη ιστορία, πού παραδίδεται σε πολλές αλληλοσυμπληρούμενες αποσπασματικές εκδοχές και πιθανώς ανάγεται σ’ έναν μεγαλύτερο σωκρατικό λόγον. Λέγεται ότι κάποτε ο Σωκράτης, στη διάρκεια μιας σφοδρής συνομιλίας μ’ έναν νεαρό ονόματι Αριστοκράτη (ίσως τον ίδιο πού αναφέρει φευγαλέα ο Πλάτων στον Γοργία ως φίλο της τυραννίδος), τον έκανε να θυμώσει τόσο πολύ, ώστε αυτός κακοποίησε τον Σωκράτη. Τότε οι παρευρισκόμενοι αγανάκτησαν. Αλλά ο Σωκράτης ήρεμα είπε: «Μήπως θα ‘πρεπε να θυμώσω, αν με κλοτσούσε ένας γάιδαρος;» Πάντως, ο νεαρός πήρε τόσο κατάκαρδα αυτή την μομφή ώστε πήγε και κρεμάστηκε.[12]
 
Μπορούμε να προσθέσουμε και μία ιστορία, την οποία ο ίδιος ο Ξενοφών διηγήθηκε υπό μορφή εξαιρετικά συμπυκνωμένου ανεκδότου. Όταν ένας φίλος του Σωκράτη θύμωσε, γιατί ένας τρίτος δεν του ανταπέδωσε τον χαιρετισμό, ο Σωκράτης είπε: «Είναι γελοίο να μη θυμώνεις συναντώντας έναν σωματικά ανάπηρο, και να σε πονάει επειδή συνάντησες έναν άνθρωπο, ο όποιος ψυχικά δεν είναι απόλυτα υγιής».[13]
 
Σε άλλα ανέκδοτα η Ξανθίππη εκπροσωπεί απλώς απέναντι στον Σωκράτη έναν απτό μικροαστισμό. Είναι το μοτίβο εκείνο, το όποιο υπαινίσσεται σύντομα και ο Πλάτων στον Φαίδωνα και, από ορισμένη άποψη, φέρνει την Ξανθίππη κοντά στον Κρίτωνα.
 
Έτσι, για παράδειγμα, σε μια ιστορία, η όποια σκηνικά είναι εντελώς αντίθετη μ’ ένα από τα παραπάνω ανέκδοτα, μαθαίνουμε ότι ο Αλκιβιάδης, πάλι με αφορμή μια γιορτή, στέλνει στον Σωκράτη ένα υπέροχο δώρο. Η Ξανθίππη έχει θαμπωθεί τελείως απ’ αυτό και παρακαλεί τον Σωκράτη να δεχθεί το δώρο. Αλλά ο Σωκράτης λέει: «Αν ο Αλκιβιάδης βάζει τη φιλοδοξία του σε τέτοια δώρα, εμείς εναντίον του θα βάλουμε τη φιλοδοξία μας στην άρνηση να δεχθούμε αυτά τα δώρα».[14]
 
Σε μια γιορτή και πάλι, η Ξανθίππη δεν θέλει να βάλει το φόρεμα που της έδωσε ο Σωκράτης, καθώς πρόκειται να βγει έξω για να δει την πομπή. Ο Σωκράτης παρατηρεί: «Άρα δεν θα βγεις έξω για να δεις, άλλα για να σε δουν».[15]
 
Ως κατακλείδα αυτής της σειράς μοτίβων μπορεί να αναφερθεί ο μοναδικός μεγαλύτερος σωζόμενος διάλογος, ο όποιος δεν έχει μεν ως συνομιλήτρια την Ξανθίππη, αλλά την έχει ως αντικείμενό του: ο διάλογος του Σωκράτη με τον γυιό του Λαμπροκλή στα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα (ΙΙ, 2). Παραδόξως, βέβαια, το όνομα της Ξανθίππης δεν αναφέρεται πουθενά στη συνομιλία· ίσως αυτό είναι απλή σύμπτωση, ίσως και όχι. Ο διάλογος έχει συντεθεί με ξενοφώντειο τρόπο, από πολλά εντελώς ετερόκλητα μέρη. Στο κύριο μέρος του αφιερώνεται σε γενικές σκέψεις σχετικά με το ότι η αχαριστία είναι χειρότερη από οποιοδήποτε αμάρτημα και η αχαριστία προς τους γονείς, ιδιαίτερα προς τη μητέρα, πού κάνει τα πάντα για το παιδί της, αποτελεί ιδιαίτερα βαρύ παράπτωμα, το όποιο δικαίως καταδικάζει με ιδιαίτερη αυστηρότητα και το κράτος. Σ’ αυτές τις γενικότητες εντάσσονται δύο μικρά αποσπάσματα, τα όποια συζητούν ειδικότερα τη σχέση με μια τόσο δύσκολη γυναίκα, όπως είναι η μητέρα του Λαμπροκλή (II 2, 7-10). Το πρώτο κομμάτι θα μπορούσε να έχει επηρεασθεί λίγο από την παραπάνω διήγηση για τον Αριστοκράτη ή από συγγενείς διηγήσεις. Ο γυιός λέει στον πατέρα του ότι απλούστατα δεν μπορεί να ανεχθεί άλλο την κακία της μητέρας του. Τότε ο Σωκράτης ρωτά τι θα ήταν φοβερότερο, η μητέρα ή ένα άγριο ζώο. Ο Λαμπροκλής λέει ότι θα ήταν η μητέρα, αν είναι πλασμένη σαν τη δική του. Τελικά ο Σωκράτης αντιτείνει αστειευόμενος: «Μα αυτή ποτέ ως τώρα δεν σε δάγκωσε ούτε σε κακομεταχειρίστηκε, όπως κάνουν συνήθως τα άγρια ζώα». Έτσι τελειώνει το πρώτο ανέκδοτο.
 
Το δεύτερο επισυνάπτεται από τον Ξενοφώντα χωρίς μεταβατική προεισαγωγή, αν και έχει κάπως διαφορετική συλλογιστική. Ο γυιός παρατηρεί ότι ή μητέρα του τον επιπλήττει με λόγια πού δεν θα ήθελε να τα ακούσει άνθρωπος. Τότε ο Σωκράτης ρωτά: «Νομίζεις ότι είναι σώνει και καλά χειρότερο για σένα να ακούς ό,τι λέει η μητέρα σου απ’ ό,τι είναι για τους ηθοποιούς να λένε στις τραγωδίες ο ένας στον άλλο τα φοβερότερα πράγματα;» Ο γυιός υπερασπίζει τον εαυτό του: «Νομίζω ότι τους ηθοποιούς δεν τους πειράζει αυτό καθόλου, γιατί ξέρουν ότι όσοι τους προσβάλλουν και τους απειλούν επί σκηνής δεν εννοούν διόλου σοβαρά ό,τι λένε». Τότε ο Σωκράτης κλείνει λέγοντας: «Και η μητέρα σου μιλά χωρίς κακή πρόθεση, παρά σου εύχεται όλα τα καλά. Γιατί λοιπόν της θυμώνεις;»
 
Αυτή η δεύτερη ιστορία είναι παράξενη, αφού μέσω της σύγκρισης με τους ηθοποιούς αφαιρείται στην πραγματικότητα η αιχμή από τη μομφή εναντίον της μητέρας. Η μητέρα, λοιπόν, δεν είναι σκόπιμα κακή, απλώς έτσι μιλάει. Παρ’ όλα αυτά μπορούμε να αναρωτηθούμε αν σ’ αυτό το κομμάτι η Ξανθίππη βρισκόταν εξαρχής στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Πιθανώς ήταν απλώς η αφετηρία για τη συζήτηση ενός εντελώς διαφορετικού προβλήματος, το οποίο είχε απασχολήσει και άλλοτε τους Σωκρατικούς: σε τι οφείλεται το ότι δεν μπορεί να ανεχθεί κανείς ορισμένες καταστάσεις και ορισμένα πεπρωμένα στην πραγματικότητα, ενώ τα παρακολουθεί ευχάριστα επί σκηνής;[16]
 
Υπάρχει όμως και μία εντελώς διαφορετική εικόνα της Ξανθίππης, η οποία, βέβαια, έχει κι ένα εντελώς διαφορετικό βιογραφικό υπόβαθρο. Είναι η εικόνα της Ξανθίππης ως χήρας μετά τον θάνατο του Σωκράτη. Έτσι, έχουμε ένα χωρίο, όπου αναφέρεται ότι η Ξανθίππη, προφανώς μετά τον θάνατο του συζύγου της, είπε ότι το πρόσωπο του Σωκράτη, παρ’ όλες τις μεταπτώσεις των τυχών της Αθήνας και της δικής του ζωής, παρέμενε συνεχώς το ίδιο, τόσο όταν έφευγε από το σπίτι του όσο και όταν επέστρεφε.[17] Γιατί o Σωκράτης προσαρμοζόταν σε κάθε περίσταση, είχε χαρούμενη διάθεση και ήταν υπεράνω κάθε φόβου και λύπης.[18] Πρόκειται για μία Ξανθίππη, ή οποία δίνει τη μαρτυρία της για το φιλοσοφικό πνεύμα του Σωκράτη και κατ’ αυτόν τον τρόπο συμβάλλει από την πλευρά της στη διαφύλαξη της κληρονομιάς του. Είναι φανερό ότι εδώ λαμβάνεται προπάντων υπόψη η στάση του Σωκράτη κατά τη διάρκεια του μεγάλου λοιμού, της σικελικής καταστροφής και κατά την πτώση της Αθήνας.
 
Στην ίδια συνάφεια ανήκει μια ιστορία, την οποία αφηγείται η 21η επιστολή των Σωκρατικών. Δεν θα μπορούσε να την έχει επινοήσει ελεύθερα ο συντάκτης της επιστολής. Εδώ ο Αισχίνης ανακοινώνει στην Ξανθίππη ότι έδωσε στον Εύφρονα τον Μεγαρέα έξι μεδίμνους κριθάλευρο, καθώς και 8 δραχμές κι ένα καινούργιο πανωφόρι, ώστε να μη χρειάζεται να έχει έγνοιες τον χειμώνα. Εκτός αυτού, τη διαβεβαιώνει ότι ο Ευκλείδης και ο Τερψίων είναι θαυμάσιοι άνδρες και φίλοι, δικοί της και του Σωκράτη. Τέλος, την προσκαλεί να επιτρέψει στα παιδιά να ταξιδέψουν στα κοντινά Μέγαρα, αν έχουν διάθεση. Έπειτα η επιστολή συνεχίζεται με παρηγορητικά λόγια στη χήρα. Λέει ότι το έργο όσων απέμειναν είναι να εξασφαλίσουν το μέλλον των παιδιών. Η Ξανθίππη, λέγεται, επαινέθηκε πολύ από τον Απολλόδωρο και τον Δίωνα, επειδή απορρίπτει κάθε ξένη βοήθεια και δηλώνει παντού ότι έχει αρκετά· γιατί είναι αποκλειστικό προνόμιο των φίλων του Σωκράτη να την υποστηρίξουν. Προφανώς η επιστολή πρέπει να γράφτηκε από τα Μέγαρα λίγο μετά τον θάνατο του Σωκράτη και προϋποθέτει ότι μετά την εκτέλεση του Σωκράτη όλοι οι φίλοι του κατέφυγαν εκεί. Ο Εύφρων, ο Ευκλείδης και ο Τερψίων κατάγονται οι ίδιοι από τα Μέγαρα, ενώ οι αναφερόμενοι κατόπιν Απολλόδωρος και Δίων μάλλον είναι φίλοι από την Αθήνα. Ο Απολλόδωρος ταυτίζεται με τον ενθουσιώδη θαυμαστή του Σωκράτη, ο οποίος κατέχει πάγια θέση στη σκηνή του θανάτου. Φυσικά, δεν μπορεί πια να διαπιστωθεί ποιος είναι πιθανόν ο αρχικός κορμός αυτής της ιστορίας. Αλλά ότι οι φίλοι του Σωκράτη μετά τον θάνατό του φρόντισαν να έχουν συνεχώς επαφή με τη χήρα και τη φρόντιζαν, ίσως αποτελεί πολύ παλαιά διήγηση. Τέλος, θα ήταν εύλογο το ερώτημα τι απέγινε με την Ξανθίππη και τα παιδιά μετά τον θάνατο του Σωκράτη. Ο Μενέδημος ο Ερετριεύς προϋποθέτει ήδη τούτο το μοτίβο, όταν υποστηρίζει ότι στην πραγματικότητα τους διαλόγους του Αισχίνη τους έχει γράψει ο ίδιος ο Σωκράτης και η Ξανθίππη απλώς τους έδωσε στον Αισχίνη κρυφά.[19] Φυσικά, το υπόβαθρο αυτής της κατηγορίας είναι κατ’ αρχήν το γεγονός ότι ο Αισχίνης, όπως και ο Πλάτων, ουδέποτε εμφανιζόταν ως συγγραφέας στους διάλογους του. Μπορούμε όμως να δεχθούμε ότι στη διαμόρφωσή της συγχρόνως συνέβαλε και μια γενική αντίληψη για τις ιδιαίτερα στενές σχέσεις του Αισχίνη με τη χήρα του Σωκράτη.
 
Όχι και τόσο πλούσια, πάντως αξιολογότατη είναι ακόμη η παράδοση για τα παιδιά του Σωκράτη. Ο Πλάτων παραδίδει ότι ήταν τρία παιδιά, με μια κάπως μεγαλύτερη διαφορά ηλικίας του μεγαλύτερου από τα δύο μικρότερα (Απολογία 34d). Τα άλλα κείμενα αναφέρουν τα ονόματα: Λαμπροκλής, Σωφρονίσκος και Μενέξενος. Μιλήσαμε ήδη για τον διάλογο του Σωκράτη με τον Λαμπροκλή σχετικά με την Ξανθίππη, τον όποιο αφηγείται ο Ξενοφών. Ίσως αποτελεί απλή μεταφορά του μοτίβου πού περιέχεται στην 21η επιστολή των Σωκρατικών (την πραγματευθήκαμε ήδη) όταν στην 27η επιστολή ο Αρίστιππος παραγγέλλει στην κόρη του την Αρετή να δεχθεί σαν δικό της γυιό τον γυιό του Σωκράτη τον Λαμπροκλή, πού ήταν μαζί του στα Μέγαρα, αν τυχόν έλθει στην Κυρήνη.
Ενδιαφέρουσα είναι μία, δυστυχώς πολύ συνοπτική μόνο, σημείωση του Αριστοτέλη (Ρητορική 1390b, 30 κ.ε.). Ο Αριστοτέλης δίνει παραδείγματα για το πώς προικισμένες οικογένειες μπορούν να εκφυλισθούν και να βγάλουν εκκεντρικούς χαρακτήρες, όπως περίπου οι οικογένειες του Αλκιβιάδη και του Διονύσιου του Πρεσβύτερου, ενώ αντίστροφα οικογένειες ισορροπημένες και συνετές μεταπίπτουν στην αφάνεια και στην πνευματική αμβλύτητα· ως παράδειγμα γι’ αυτή την περίπτωση αναφέρονται οι οικογένειες του Κίμωνα, του Περικλή και του Σωκράτη. Πρόκειται για ένα χαρακτηρολογικό σχήμα ιδωμένο από τη γενική σκοπιά του ερωτήματος πού θίγεται ήδη στον Λάχητα του Πλάτωνα: που οφείλεται το άτι οι γυιοί σπουδαίων πατεράδων συχνά βγήκαν τόσο αποτυχημένοι. Το θέμα έχει συμπεριληφθεί στον Πρωταγόρα, όπου γίνεται συζήτηση για τον Περικλή, και έπειτα σε μία εκτενή, τεκμηριωμένη περιγραφή στον Μένωνα, η οποία καταδεικνύει ειδικότερα την παιδευτική ανικανότητα των παλιών πολιτικών της Αθήνας. Εδώ το ζήτημα μπαίνει σ’ ένα αντικειμενικό σύστημα. Δεν γνωρίζουμε αν και κατά πόσο υπήρχαν ακριβέστερες διηγήσεις για την άσχημη κατάληξη των γυιων του Σωκράτη. Οπωσδήποτε, ήταν βέβαιο από τότε ότι κανένας τους δεν έγινε φιλόσοφος. Φυσικά, θα θέλαμε πολύ να ξέρουμε και αν τυχόν ο ίδιος ο Σωκράτης αναφέρθηκε στην ανικανότητα των γυιών του σε κάποια συνομιλία του. Μπορούμε να σκεφθούμε το παράλληλο μοτίβο στον Βίον του Αρίστιππου. Ήταν γνωστό ότι ο Αρίστιππος, σε μια επιστολή προς την κόρη του την Αρήτη, είχε αναπτύξει φιλοσοφικές διδασκαλίες. Επιπλέον, υπήρχε η συμπληρωματική πληροφορία ότι απαρνήθηκε με απόλυτη ψυχραιμία τον γυιό του, γιατί ήταν άχρηστος· και τούτο πάλι τεκμηρίωνε παραστατικά την ιδέα ότι πρέπει να εκτιμάμε τον άνθρωπο μόνο για την προσωπική του αξία, και όχι λ.χ. για λόγους συγγενείας.[20] Έχουν σωθεί μόνο τα απομεινάρια μιας και μοναδικής σκηνής, η οποία δείχνει τον Σωκράτη μαζί με τα παιδιά του.[21] Λέγεται ότι κάποτε ο Αλκιβιάδης ήλθε ξαφνικά στο σπίτι του Σωκράτη, ακριβώς τη στιγμή όπου αυτός έπαιζε με τον μικρό Λαμπροκλή του, και μάλιστα φαίνεται ότι έπαιζε ορισμένο παιδικό παιχνίδι, ή μόνο μαζί του ή και με τους τρεις. Η πρόθεση της, δυστυχώς πολύ αποσπασματικά μαρτυρούμενης, διήγησης είναι φανερή. Θέλει να δείξει (και αναμφίβολα αυτό εξήγησε ο Σωκράτης στον Αλκιβιάδη σε μια συνομιλία πού επακολούθησε) ότι και ο φιλόσοφος ξεκουράζεται κάπου-κάπου από την πνευματική εργασία του και προσπαθεί να χαλαρώσει με εύκολα παιχνίδια. Πρόκειται δηλαδή για τη σκηνική εξεικόνιση ενός αξιώματος, το όποιο ως απόφθεγμα του Σωκράτη σε άλλη παράδοση λέει τα εξής (Στοβαίου III 1, 186): Η ζωή παίρνει την πιο ευχάριστη όψη της όταν μπορεί να ρυθμίζεται σαν μουσικό όργανο, άλλοτε για ένταση και άλλοτε για ύφεση.[22]
 
Επιπλέον, αυτό το μοτίβο έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, επειδή παραπέμπει προκαταβολικά στις καθαρά θεωρητικές συζητήσεις του Αριστοτέλη για το κατά πόσον η σχόλη είναι χαρακτηριστικό της τέλειας ζωής,[23] αφ’ ετέρου όμως μπορεί να κατανοηθεί και ως μετασχηματισμός παλαιότερων διηγήσεων από τον κύκλο των Επτά Σοφών. Εδώ έχω υπόψη μου μια ιστορία, την όποια διηγείται ο Ηρόδοτος (2, 173) για τον βασιλιά Άμασι της Αιγύπτου. Ο Άμασις ανήκει, υπό ευρύτερη έννοια, στον κόσμο των Επτά Σοφών. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι αυτός ο ηγεμόνας μοίραζε έξυπνα τον χρόνο του μεταξύ σοβαρής εργασίας και ευχάριστης ψυχαγωγίας, και αποστόμωσε τούς επικριτές αυτού του τρόπου ζωής αναφέροντας ως παράδειγμα το τόξο, το όποιο επίσης δεν πρέπει να το αφήνουμε συνεχώς τεντωμένο. Η συγγένεια μεταξύ των μοτίβων αυτής της ιστορίας και του σωκρατικού λόγου είναι αδιαμφισβήτητη. Τέλος, μπορούμε να υποδείξουμε εν παρόδω ότι εδώ, με φανερή αφέλεια, συνίσταται η εναλλαγή αστείου (παιδειάς) και σοβαρού {σπουδής) ενώ στην πλατωνική εικόνα του Σωκράτη είναι μεν επίσης γνωστός ο αντιθετικός χαρακτήρας των δύο εννοιών, άλλα εννοείται εντελώς διαφορετικά, ως έκφραση σοβαρών πραγμάτων μέσα στο αστείο ή και ως παιχνίδι με σοβαρά λόγια. Εδώ ένας κανόνας πνευματικής υγιεινής εμβαθύνεται και γίνεται μια παράδοξη μορφή πνευματικής ζωής. Την αντίθεση προς τους δύο αυτούς τύπους αποτελεί ο φιλόσοφος εκείνος, ο όποιος με ακράδαντη αυστηρότητα δεν επιτρέπει ποτέ στον εαυτό του ούτε καν να χαμογελάσει. Με βάση τα όσα λέχθηκαν προηγουμένως δεν απορούμε πού μεταξύ των εκπροσώπων αυτού του εχθρικού σε κάθε παιχνίδι και αστειότητα ιδεώδους βρίσκουμε τον αντίπαλο του Σωκράτη, τον Αριστόξενο, και ακόμη τον Αναξαγόρα,[24] γιά τον όποιο ίσως υπήρχαν μερικές διηγήσεις, οι όποιες συνειδητά τον αντιπαρέθεταν στη σωκρατική ποίηση (Αριστόξενος, απ. 7 Wehrli).
 
Κατά τα λοιπά, μπορούμε ακόμη να αναφέρουμε δύο διηγήσεις μόνο. Έχουν ως αφετηρία τους το ότι τουλάχιστον δύο γυιοί του Σωκράτη πέθαναν ήδη πριν από τον πατέρα τους. Πρόκειται για ένα μοτίβο, το όποιο πάλι έρχεται κατηγορηματικά σε αντίφαση με τις πληροφορίες της πλατωνικής Απολογίας. Το ένα σύντομο ανέκδοτο είναι απλώς μία νέα επεξεργασία στοιχείων γνωστών μας και απ’ αλλού. Ο Σωκράτης ήταν απασχολημένος με μια συζήτηση, όταν κάποιος του ανακοίνωσε ότι ο γυιός του ο Σωφρονίσκος μόλις πέθανε. Εκείνος όμως ήρεμος τελείωσε τη συζήτηση και έπειτα είπε: “Ας πηγαίνουμε, λοιπόν, και ας αποδώσουμε στον Σωφρονίσκο όσα ορίζει ο νόμος” (Στοβαίου IV 44, 74). Εδώ έχουν συγχωνευθεί αφ’ ενός το πολύ διαδεδομένο μοτίβο ότι όταν ο πατέρας είναι απασχολημένος με σημαντικά πράγματα δεν ενοχλείται από τον θάνατο του γυιού του, δηλαδή ένα παράδειγμα της αδιατάρακτης ανδροπρέπειας, με το οποίο ίσως μπορεί να συγκριθεί η ιστορία για τη συμπεριφορά του Ξενοφώντα, όταν πέθανε ο γυιός του ο Γρύλλος (ο Κικέρων στο έργο του Consolatio συγκέντρωσε πάρα πολλά τέτοια παραδείγματα)· το άλλο είναι το μοτίβο ότι ένας φιλοσοφικός λόγος εφόσον άρχισε, πρέπει οπωσδήποτε να τελειώσει· πρόκειται για μιαν ιδέα, η οποία στην Σωκρατική πήρε μορφή σε μερικές ιδιόρρυθμες σκηνές: στο πώς ο Σωκράτης στο στρατόπεδο κοντά στην Ποτίδαια έμεινε όρθιος στο ίδιο μέρος επί εικοσιτέσσερις ώρες σκεπτόμενος, ή στο τι περιγράφει ο Πλάτων, πιθανώς επηρεασμένος απ’ αυτή τη σκηνή, στην αρχή του Συμποσίου όπου ο Σωκράτης πηγαίνοντας στον Αγάθωνα ξαφνικά σταματά και μόνο έπειτα από αρκετή ώρα μπαίνει στο σπίτι όπου γίνεται η γιορτή. Παρόμοιες διηγήσεις υπάρχουν και για τον μαθητή του Πλάτωνα, τον Ξενοκράτη (Διογένους Λαέρτιου 4, 11· 4, 16). Μια παρωδία του μοτίβου εμφανίζεται στο ακόλουθο ανέκδοτο για τον φιλόσοφο Στίλπωνα: κάποτε έφυγε βιαστικός στη μέση της συζήτησης με τον φιλόσοφο Κράτη, για να πάει ν’ αγοράσει ψάρια. Ο Κράτης, θέλοντας να τον εμποδίσει, είπε: «Πώς; Θ’ αφήσεις τη συζήτηση;» «Όχι», απάντησε ο Στίλπων, «τη συζήτηση την έχω, αλλά εσένα θα σ’ αφήσω, γιατί η συζήτηση μένει, το ψάρι όμως θα πουληθεί, αν περιμένω κι άλλο» (Διογένους Λαέρτιου 2, 119). Η ίδια η ιδέα ότι κάθε λόγος έχει τη φυσική του συνέχεια και το φυσικό τέλος του, και ότι πρέπει να συμμορφώνεται κανείς μ’ αυτήν την πορεία προκειμένου να πάει καλά το πράγμα, ίσως ανήκει στον ίδιο κύκλο όπως η σύγκριση της αναζήτησης μιας ιδέας με τη γέννηση ενός παιδιού στον πλατωνικό Θεαίτητο· αυτό το είδος παραστατικής περιγραφής του λόγου ως αυτόνομης οντότητας μπορεί να είναι, πολύ πιθανόν, παλαιότερο από την Σωκρατική, έστω και αν η έρευνα μέχρι τώρα δεν μπορεί να πει ακόμη ακριβέστερα πράγματα. Δυσκολότερα μπορούμε να αποφανθούμε για μιαν άλλη, πιο εκτενή διήγηση. Είναι ένα κομμάτι από το σύγγραμμα του Πλουτάρχου (589f κ.έ.) για το δαιμόνιον του Σωκράτη, όπου αναμειγνύονται οι προσωπικές επινοήσεις με σημαντικές αρχαίες παραδόσεις. Εκεί αναφέρονται τα έξης: στη Χαιρώνεια της Βοιωτίας ζούσε ένας νέος ονόματι Τίμαρχος, τον οποίο ο Σωκράτης κέρδισε για τη φιλοσοφία. Ήθελε όμως να μάθει τι ακριβώς σήμαινε το δαιμόνιον του Σωκράτη· κατέστρωσε λοιπόν το σχέδιο να ρωτήσει σχετικά το μαντείο του Τροφωνίου κι ανακοίνωσε την ιδέα του μόνο στους δύο Θηβαίους φίλους του Σωκράτη. Στο σπήλαιο του Τροφωνίου είδε σ’ ένα περιπαθές δράμα τον κόσμο και τον κάτω κόσμο, και μια φωνή του δίδαξε την ουσία των δαιμόνων, οι οποίοι είναι η ύψιστη αρχή μέσα στον άνθρωπο, καθοδηγούν τον άνθρωπο, αν είναι ευσεβής και καλός, και μάλιστα μπορούν να περιφέρονται ελεύθεροι από το σώμα, όπως η ψυχή του Ερμοτίμου του Κλαζομενίου. Έπειτα η φωνή λέει στον Τίμαρχο άτι σε τρεις μήνες θα μάθει περισσότερα. Ό Τίμαρχος επιστρέφει στην Αθήνα και μετά από τρεις μήνες πεθαίνει, αλλά προηγουμένως εκφράζει την επιθυμία να ταφεί δίπλα στον Λαμπροκλή, τον γιό του Σωκράτη, ο οποίος είχε πεθάνει λίγο πριν. Δεν μπορούμε να συζητήσουμε εδώ τις λεπτομέρειες αυτής της διήγησης και το ζήτημα για την προέλευση των οραμάτων του Επέκεινα· ούτε μας ενδιαφέρει εδώ αυτό. Σημασία έχουν μόνο δύο στοιχεία: ότι η πρόγνωση του θανάτου του νεαρού δεν συνδέεται αρμονικά με το υπόλοιπο δράμα του Επέκεινα και ότι η συνάφεια της μοίρας του Τιμάρχου με τον θάνατο του Λαμπροκλή παραμένει εντελώς ακατανόητη. Αυτό καθιστά εύλογη την ιδέα ότι χρησιμοποιήθηκε ένα παλαιότερο σκηνικό και αναμορφώθηκε από τον Πλούταρχο μόνο στα ουσιώδη σημεία του οράματος του Επέκεινα. Αλλά εξαρχής ήδη αυτή η σκηνή πρέπει να ανήκει στην ομάδα των «φυγόκοσμων» ιστοριών για το Επέκεινα, όπως π.χ. εκείνος ο λόγος, ο οποίος κρύβεται πίσω από την ονειρική μορφή του πλατωνικού Κρίτωνα, και ίσως εκείνη η ποιητική κατασκευή του Αντισθένη, η οποία έδειχνε έναν νέο να συνομιλεί με τη σκιά του νεκρού Σωκράτη. Κατά παρόμοιο τρόπο, ο θάνατος του Λαμπροκλή ίσως έγινε αφετηρία κάποιων σκέψεων για τη μετά θάνατον τύχη των καλών ανθρώπων.
 
Ας αναφερθεί, τέλος, ότι μας έχουν σωθεί αποσπάσματα από μία δήθεν επιστολή του Ξενοφώντα προς τον Λαμπροκλή για τον πλούτο (Στοβαίου III 5, 28/29). Ανήκουν στη συλλογή των πλαστών Σωκρατικών επιστολών, οι βάσεις των οποίων βρίσκονταν βέβαια πολλές φορές σε παλιές σωκρατικές ποιητικές κατασκευές.
---------------------------
[1] Περί ευγενείας απ. 2 Ross.
[2] Η παράξενη ιστορία για τον δανεισμό της συζύγου του σε φίλους, πού απαντά στον Τερτυλλιανό, Apologeticum, 39,12, και στον Σαλβιανό, De gubernatione Dei 7, 103, μπορεί και να είναι παλιά, έστω και αν χρησιμοποιήθηκε από τους παραπάνω συγγραφείς (αυτονόητα) για κακόβουλη πολεμική εναντίον του Σωκράτη· πρβλ. Πλουτάρχου, Βίοι παράλληλοι, Λυκούργος 3.
[3] Πλουτάρχου, Βίοι παράλληλοι, Αριστείδης 25.
[4] απ. 54 Wehrli.
[5] Διογένους Λαέρτιου 2, 26.
[6] Για μια παρόμοια κακή σύζυγο του Πιττακού μας πληροφορεί ο Πλούταρχος, Ηθικά 471b. Για το ίδιο πρβλ. και Σενέκα, De matrimonio, απ. 62 Haase, και De constantia sapientiae.
[7] Διογένους Λαέρτιου 2, 37· Πλουτάρχου, Ηθικά 90d.
[8]  Πλουτάρχου, Ηθικά 461d.
[9] Στοβαίου III 1, 98.
[10]  Διογένους Λαέρτιου 2, 36 κ.έ.
[11] Στοβαίου III 1, 98.
[12] Διογένους Λαέρτιου 2, 21· Πλουτάρχου Ηθικά 10c, και Θεμιστοκλέους Περί αρετής, Rheinisches Museum 27, σελ. 461 κ.έ.
[13] Απομνημονεύματα ΙΙΙ 13, 1.
[14] Αιλιανού, Varia Historia 9, 29.
[15] Αιλιανού, Varia Historia 7, 10.
[16] Αρίστιππος, απ. 189, 190, εκδ. Mannebach.
[17] Για την αμετάβλητα ομοιόμορφη διάθεση του Σωκράτη βλ. και Κικέρωνα, Tusculanae Disputationes 3, 31· De officiis 1, 90· Σενέκα, De ira 2, 7, 1· Consolatio Helvia 13, 4· Epistulae Morales 104, 28.
[18] Αιλιανού, Varia Historia 9, 7.
[19] Διογένους Λαέρτιου 2, 60.
[20] Διδακτική επιστολή του Αρίστιππου προς τη θυγατέρα του Αρήτη: Διογένους Λαέρτιου 2, 84 και 72. Αποκλήρωση του γυιού του: απ. 95 Mannebach. Πρέπει να υφίσταται συνάφεια με το χωρίο Α 2, 54, από τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα, την οποία όμως δεν μπορούμε πια να ερμηνεύσουμε με σαφήνεια.
[21] Αιλιανού, Varia Historia 12, 15, και Valerius Maximus VIII, 8 ext.
[22] Εναλλαγή έντασης και χαλάρωσης: πρβλ. Αιλιανού, Varia Historia 12, 15· Αθηναίου 519b· Σενέκα, De tranquilitate animi 17, 4· Πλουτάρχου, Βίοι παράλληλοι, Αγησίλαος 25, σύμφωνα με τον Hense στο: Rheinisches Museum 62, σελ. 313 κ.έ. Όλα από το έργο του Αθηνοδώρου από την Ταρσό (φίλου του Αυγούστου) Περί σπουδής και παιδιάς. Βλ. σχετικά Κ. Praechter, Hermes σελ. 471 κ.ε. Πρβλ. και Αριστοτέλους, Ηθικά Νικομάχεια 1176b 33, και Gnom. Vatic. αρ. 17 Sternb., από έναν διάλογο με τον Ανάχαρσι.
[23] Ηθικά Νικομάχεια 1177b 4 κ.έ.· Πολιτικά 1337b 27 κ.έ.
[24] Ο μονίμως αγέλαστος Αναξαγόρας: Die Fragmente der Vorsokratiker 59A 21.

Περί Πολυθεϊσμού & Μονοθεϊσμού

Ένα από τα βασικά αξιώματα που τυπώνεται στο μυαλό μας από τη σχολική ακόμη ηλικία και που μας συνοδεύει είτε συνειδητά είτε υποσυνείδητα καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας, είναι αυτό που υποστηρίζει ότι, ο μονοθεϊσμός αποτελεί εξέλιξη του πολυθεϊσμού. Σύμφωνα με το γνωστό αξίωμα, ο άνθρωπος με την εμφάνιση του στη Γαία, αποθέωσε διάφορα φυσικά φαινόμενα που αδυνατούσε να ερμηνεύσει με τρόπο λογικό. Στη συνέχεια, από το πρώτο στάδιο αυτό της φυσιολατρικής τρόπον τινά θεώρησης ή θρησκείας, πέρασε στα διάφορα είδη πολυθεϊσμού.

Τέλος, όταν ο άνθρωπος μετέβη στην λεγομένη εποχή του ορθολογισμού, ασπάστηκε τον μονοθεϊσμό στις διάφορες μορφές του, κυρίως βεβαίως τον χριστιανισμό και τον μωαμεθανισμό. Αυτό το αξίωμα ταύτιζε ουσιαστικά τον πολυθεϊσμό με βαρβαρικές και πρωτόγονες εποχές, δοξασίες και αντιλήψεις ενώ ταυτοχρόνως εξίσωνε τον μονοθεϊσμό με πολιτισμό ανεπτυγμένο και προοδευτικό.

Αποτελεί λοιπόν πρόκληση για τον σημερινό σκεπτόμενο άνθρωπο, τον άνθρωπο δίχως προκαταλήψεις, να ερευνήσει αν πράγματι ο πολυθεϊσμός συνάδει με πρωτόγονη αντιληπτικότητα, αν όντως ο μονοθεϊσμός αποτελεί χαρακτηριστικό ιδίωμα εξελιγμένου πολιτισμού και αν εν τέλει ο μονοθεϊσμός είναι η φυσική εξέλιξη, το επόμενο βήμα με άλλα λόγια, του πολυθεϊσμού.

Επειδή όμως μια τέτοια έρευνα έχει αμέτρητες διακλαδώσεις θα πρέπει να τεθούν συγκεκριμένοι περιορισμοί. Θα σταθούμε λοιπόν σε συγκεκριμένες θεωρήσεις που μας αφορούν άμεσα και όχι έμμεσα κι ούτε απλώς θεωρητικά. Έτσι θα εξετάσουμε το Ελληνικό πολυθεϊστικό σύστημα, γνωρίζοντας ότι παρουσιάζει τεράστιες διαφορές με πολυθεϊστικές αντιλήψεις πχ Ινδουισμό και στον αντίποδα θα ασχοληθούμε με το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα, γνωρίζοντας ότι παρουσιάζει διαφορές, είτε μικρές είτε μεγάλες, τόσο με τον ισλαμισμό όσο και με άλλα χριστιανικά δόγματα.

Ξεκινώντας την αναζήτηση μας, διαπιστώνουμε ότι ο άνθρωπος, ο κάθε άνθρωπος σε οποιαδήποτε γωνιά της Γης, όταν προσπάθησε να ερμηνεύσει τον κόσμο, το Σύμπαν και τη θέση του σε αυτό, κατέληγε πάντα σε μια πολυθεϊστική και φυσιολατρική θεώρηση των πραγμάτων. Αμέσως λοιπόν προκύπτει ένα ερώτημα. Γιατί ο άνθρωπος αντιλήφθηκε τον κόσμο πολυθεϊστικά και όχι μονοθεϊστικά εξαρχής; Στο ερώτημα αυτό μπορούν να δοθούν δύο κύριες απαντήσεις.

Πρώτον. Ο άνθρωπος έδωσε μια πολυθεϊστική ερμηνεία του κόσμου γιατί ακριβώς δεν είχε την πνευματική ικανότητα να ερμηνεύσει τον κόσμο μονοθεϊστικά. Οπότε του ήρθε πιο εύκολα να ορίσει μια πλειάδα θεοτήτων. Αυτή η πρώτη απάντηση που διαθέτει και τους περισσότερους υποστηρικτές, συναντά ένα πολύ μεγάλο εμπόδιο, ένα εμπόδιο που ουσιαστικά ακυρώνει το συγκεκριμένο επιχείρημα. Και ποιο είναι αυτό το επιχείρημα;

Αν δεχτούμε ότι πράγματι κατά την πρώτη πνευματική αναλαμπή του, ο άνθρωπος έδωσε μια φυσιολατρική θεώρηση του Κόσμου γιατί ακριβώς ζούσε σε πλήρη αρμονία με τη Φύση και ουσιαστικά η Φύση υπήρξε το φυσικό περιβάλλον του, τότε πώς μπορούμε να ερμηνεύσουμε την μετέπειτα πολυθεϊστική ερμηνεία που έδωσε ένας πνευματικά ανεπτυγμένος λαός, όπως υπήρξε ο Ελληνικός; Οι Έλληνες έθεσαν τις βάσεις και δημιούργησαν τον Ορθό Λόγο, την Κριτική Σκέψη, την Φιλοσοφία, τις Τέχνες, τις Επιστήμες, ουσιαστικά όλα αυτά που χαρακτηρίζουν τον σύγχρονο άνθρωπο, όλα αυτά που κάνουν τον άνθρωπο να ξεχωρίσει από τα υπόλοιπα πλάσματα που κατοικούν σε αυτόν τον πλανήτη.

Κι ενώ οι Έλληνες δημιούργησαν όλα αυτά, ανέπτυξαν ένα μοναδικό πολυθεϊστικό σύστημα ενώ γενεές Ελλήνων μεγάλωσαν και γαλουχήθηκαν με την πολυδιάστατη και ανυπέρβλητη Μυθολογία τους. Και όχι μόνο αυτό. Οι φιλόσοφοι των Ελλήνων ποτέ δεν αμφισβήτησαν αυτήν την θεώρηση. Μπορεί να εναντιώθηκαν των αντιλήψεων του απαίδευτου ανθρώπου περί των θεοτήτων αλλά υπήρξαν υποστηρικτές της συγκεκριμένης κοσμοθεωρήσεως. Μεγαλύτερο παράδειγμα αποτελεί βεβαίως ο Πλάτων, αυτός που θεωρείται ως ο μεγαλύτερος φιλόσοφος του Ελληνικού Κόσμου, ο οποίος στην αρχή κάθε έργου του, πάντα μνημόνευε θεότητες του Ελληνικού Πανθέου.

Εννοείται ότι η αναφορά στον Ελληνικό Τρόπο Σκέψεως εντοπίζεται στην εποχή ακμής του Ελληνισμού και όχι εποχή παρακμής του. Εξάλλου, όταν αναφερόμαστε σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο και στα επιτεύγματα της περιόδου αυτής, πάντα επικεντρωνόμαστε στην ακμή της περιόδου και ποτέ στην όποια παρακμή της. Αυτό όμως που είναι ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι η διαπίστωση ότι η δομή τόσο της ελληνικής μυθολογίας όσο και της ελληνικής πολυθεϊστικής αντίληψης γενικότερα, είναι τέτοια που από την μία προσφέρει μια απλή ανάγνωση, απλοϊκές απαντήσεις και συναισθηματική ανακούφιση για όλους τους ανθρώπους, κυρίως τους απαίδευτους ενώ από την άλλη κρύβει φιλοσοφικές και επιστημονικές αλήθειες για όσους θελήσουν να αναζητήσουν απαντήσεις σε αιώνια ερωτήματα που απασχολούσαν και θα απασχολούν για πάντα τον άνθρωπο.

Έχουμε να κάνουμε λοιπόν με μία πολυ-επίπεδη θεώρηση του Κόσμου που εκφράζεται μέσα σε ένα εκπληκτικής συλλήψεως θρησκευτικό σύστημα. Πριν προχωρήσουμε στην δεύτερη ερμηνεία του γιατί ο άνθρωπος ερμήνευσε πρωτίστως πολυθεϊστικά τον Κόσμο, πρέπει να σταθούμε σε μια ακόμη σημαντική παράμετρο που όχι μόνο απορρίπτει εξολοκλήρου την αντίληψη ότι ο πολυθεϊσμός αποτελεί χαρακτηριστικό πρωτόγονου ανθρώπου αλλά που αποτελεί ισχυρότερη ένδειξη ότι ο πολυθεϊσμός χαρακτηρίζει ανεπτυγμένες πολιτιστικά κοινωνίες.

Η πολυθεϊστική ματιά των Ελλήνων αποτέλεσε το έναυσμα αλλά και την βασική αιτία δημιουργίας του πολιτικού συστήματος που ονομάστηκε δημοκρατία, δηλαδή ενός συστήματος όπου τα μέλη, τα ενεργά μέλη μιας κοινωνίας, οι πολίτες, είχαν λόγο και άποψη και καθόριζαν σε μέγιστο βαθμό τα τεκταινόμενα της κοινωνίας τους. Ο πολυθεϊσμός και ο πολυμερισμός του Όλου εφαρμοζόταν και στην δημόσια ζωή τους με αποτέλεσμα η πολιτεία των Ελλήνων να αποτελούσε -ή τουλάχιστον να προσπαθούσε να αποτελέσει- μια αντανάκλαση του πώς έβλεπαν τον κόσμο οι Έλληνες.

Αυτό αποτελεί ένα εκπληκτικό φαινόμενο γιατί αν δεχτούμε ότι η δημοκρατία αποτελεί το πιο εξελιγμένο -μέχρι στιγμής- πολιτικό σύστημα, τότε θα πρέπει να δεχθούμε ότι και η αιτία που δημιουργεί αυτό το σύστημα θα πρέπει να αποτελεί χαρακτηριστικό εξελιγμένου πολιτισμού. Οπότε δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι με την κατάρρευση του πολυθεϊστικού κόσμου και την επιβολή της χριστιανικής μονοκρατορίας στην Δύση και της ισλαμικής μονοκρατορίας στην Ανατολή, η δημοκρατία ως πολιτικό σύστημα εξαφανίστηκε για πολλούς αιώνες και κυριάρχησαν οι στυγνές, πολλές φορές, μονοκρατορίες. Και μόνο μετά από πολλούς, αιματηρούς αγώνες και μια πιο συστηματική μόρφωση του κόσμου, επανήλθε ο θεσμός της δημοκρατίας και μάλιστα σε εποχές όπου η κυρίαρχη θρησκευτική αντίληψη -που εκφράζεται πάντα μέσα από τον μονοθεϊσμό- είχε αρχίσει να υποχωρεί.

Μπορούμε λοιπόν συμπερασματικά να υποθέσουμε ότι αν ο Ελληνικός Πολιτισμός ήταν μονοθεϊστικός, δεν θα είχε υλοποιήσει το δημοκρατικό πολιτικό σύστημα. Κι αν μελετήσουμε διεξοδικά τα άλλα επιτεύγματα του Ελληνικού Πολιτισμού θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι όλα αυτά τα επιτεύγματα υπήρξαν απόρροια του συγκεκριμένου θρησκευτικού συστήματος. Είναι λοιπόν παράλογο, από την μία να χαρακτηρίζουμε ως πρωτόγονη μια θρησκευτική θεώρηση και από την άλλη να εκθειάζουμε και να θεωρούμε ως πρότυπα πολιτιστικά και όχι μόνο, τα γεννήματα, της συγκεκριμένης θρησκευτικής θεώρησης.

Η δεύτερη απάντηση στο ερώτημα γιατί ο άνθρωπος ερμήνευσε τον κόσμο πολυθεϊστικά, είναι θα λέγαμε, μη επιστημονική. Ο Άνθρωπος, ως κομμάτι, αναπόσπαστο κομμάτι ενός συνόλου, είτε το σύνολο αυτό ονομάζεται κοινωνία, είτε Φύση, είτε Κόσμος, είτε Πλάση, είτε Σύμπαν, είτε οτιδήποτε, είναι φυσικό να ερμηνεύει τα πάντα κατά τον ίδιο τρόπο. Δηλαδή ο πολυμερισμός και κατά συνέπεια ο πολυθεϊσμός είναι κάτι που πηγάζει εκ των έσω ως φυσική έκφραση αυτού ακριβώς που είναι.

Φυσικά μια τέτοια άποψη δεν αποδεικνύεται επιστημονικώς, αλλά τα ιστορικά παραδείγματα είναι άπειρα και οι ενδείξεις ισχυρότατες. Ακόμα και σήμερα, που η θρησκεία χαρακτηρίζεται μονοθεϊστική, οι οπαδοί διαφόρων εκφράσεων αυτής της θρησκείας -της χριστιανικής θρησκείας- κατέληξαν σε έναν λανθάνοντα πολυθεϊσμό είτε μικρής κλίμακας -πέρα από το θεό, λατρεύεται ο μεσσίας, η μητέρα του, οι μαθητές του- είτε πολύ μεγαλύτερης -εκατοντάδες άγιοι προστάτες κατά τα πρότυπα πολυθεϊστικών θρησκειών-.

Εφ’ όσον λοιπόν το πρωταρχικό θρησκευτικό συναίσθημα του ανθρώπου εκφράστηκε δια μέσου πολυθεϊστικών αντιλήψεων και εφ’ όσον μέσα σε μια χαρακτηριζόμενη ως μονοθεϊστική θρησκεία κυριάρχησε η ανάγκη δημιουργίας πολυθεϊστικών προτύπων, δεν μπορούμε παρά να υποστηρίξουμε ότι ο άνθρωπος από τη φύση του, από ένστικτο, από κάτι αρχέγονο που υπάρχει χαραγμένο βαθιά μέσα του, αντιλαμβάνεται την Πλάση όλη πολυθεϊστικά. Από εκεί και πέρα εξωγενείς λόγοι που ως επί το πλείστον επιβλήθηκαν με τη βία, τον έστρεψαν κατά της φύσεως του, κατά του εσωτερικού του εαυτού με αποτέλεσμα να υπάρχει σήμερα ένα περίεργο μονοθεϊστικό μόρφωμα.

Έχοντας αναφέρει όλα τα ανωτέρω, είναι προφανές ότι δεν είναι δυνατόν να δεχτούμε ότι ο μονοθεϊσμός υπήρξε εξέλιξη του πολυθεϊσμού – τουλάχιστον όχι του ελληνικού πολυθεϊσμού. Το πώς όμως επιβλήθηκε ο μονοθεϊσμός δεν αποτελεί θέμα της παρούσης εργασίας. Αυτό που θέλει να δείξει η εργασία, είναι το πώς η θρησκεία, η εκάστοτε θρησκεία, επηρεάζει τη συμπεριφορά του ανθρώπου και το πώς καθορίζει τον τρόπο που σκέφτεται και που ενεργεί γενικότερα.

Γιατί κατανοώντας την επιρροή των θρησκευτικών αντιλήψεων στους ανθρώπους, μπορούμε να κατανοήσουμε το γιατί επικρατεί στον σημερινό κόσμο αυτή η οικτρή κατάσταση, όπου ο άνθρωπος φερόμενος ως ανελέητος κανίβαλος, αυτοκαταστρέφεται, πυρπολώντας το περιβάλλον του και καταδικάζοντας τις επόμενες γενεές να ζήσουν σε έναν φρικτό, παραμορφωμένο και μολυσμένο κόσμο. Πάνω απ’ όλα ίσως να καταλάβουμε γιατί η απάθεια και η αδράνεια χαρακτηρίζουν την σημερινή κοινωνία.

Ας σταθούμε λοιπόν στον ελληνικό πολυθεϊσμό. Η ελληνική κοσμοθεώρηση ξεκινά από κάτι πολύ συγκεκριμένο. Τα πάντα έχουν σχέση, το κάθε τι συνδέεται γιατί ακριβώς όλα αποτελούν το Σύμπαν. Θεοί, άνθρωποι, όλοι ζουν και κινούνται στον ίδιο χώρο, στο ίδιο Σύμπαν, όλοι μαζί αποτελούν το Ένα, την Πλάση, τον Κόσμο.

Πριν συνεχίσουμε θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάτι ουσιαστικό. Για τον Έλληνα, γι’ αυτόν που αντιλαμβάνεται τον κόσμο με την ελληνική ματιά, το όποιο δίλημμα πολυθεϊσμός ή μονοθεϊσμός, απλά δεν ευσταθεί. Κατά την ελληνική κοσμοαντίληψη, όλα είναι Ένα και το ένα είναι το Όλον. Όπως ακριβώς η Φύση είναι πολυμερής και πολύχρωμη αλλά παραμένει μία, ως Φύση, έτσι και η Ελληνική Αντίληψη συνέλαβε το θείο. Πολλές θεότητες που όμως όλες μαζί συναποτελούν και είναι το θείο. Ο Κόσμος, το Σύμπαν είναι Ένα και μέσα σε αυτό υπάρχουν οι θεοί και φυσικά, εμείς, οι άνθρωποι.

Ο Πολυθεϊσμός δεν είναι ο ίδιος αλλά αντιθέτως έχει εκφραστεί με ποικίλους τρόπους, αναλόγως τον λαό που κάθε φορά τον διαμόρφωσε και διαμορφώνει. Έτσι ο Ελληνικός Πολυθεϊσμός δεν έχει ουδεμία σχέση, για παράδειγμα, με τον Ινδικό. Αλλά ακόμα και όταν ένας λαός δανειζόταν στοιχεία από άλλον και πάλι οι διαφορές ήσαν τεράστιες. Για παράδειγμα, μπορεί οι Ρωμαίοι να πήραν το Ελληνικό Πάνθεον και να το ενσωμάτωσαν στη δικής του αντίληψη όμως αυτό που προέκυψε είχε βασικές και αγεφύρωτες διαφορές με το πώς αντιλαμβανόταν το θείο οι Έλληνες. Έπρεπε να έρθουν οι νεοπλατωνικοί που όμως είχαν Ελληνική Παιδεία, για να ξεπεραστεί το ρωμαϊκό θρησκευτικό σύστημα.

Αντιθέτως, οι διάφορες εκφράσεις του μονοθεϊσμού περιέχουν ελάχιστες διαφορές η μία από την άλλη. Πράγμα βεβαίως λογικό αφού ο μονοθεϊσμός -με την έκφραση που μας έχει διασωθεί- ουσιαστικά προέκυψε από την ίδια μήτρα, τον ιουδαϊκό λαό, με αρχικό σκοπό την πλήρη χαλιναγώγηση, του κατά τα άλλα δύστυχου αυτού λαού. Έτσι ο μονοθεϊσμός είτε ονομάζεται ιουδαϊσμός είτε χριστιανισμός είτε ισλαμισμός παρέμεινε κατά βάση ο ίδιος.

Επειδή όμως ζούμε σε μια χώρα που στο σύνταγμα της περιέχει το οξύμωρο, από την μια να διακηρύσσει την ανεξιθρησκία και από την άλλη να δηλώνει επίσημη θρησκεία τον ορθόδοξο χριστιανισμό, όταν θα αναφερόμαστε από εδώ και πέρα στον μονοθεϊσμό, θα εννοούμε τον χριστιανισμό ενώ όταν θα αναφερόμαστε στον πολυθεϊσμό θα έχουμε κατά νου το Ελληνικό Δωδεκάθεο, αν και γνωρίζω πολύ καλά ότι ο Ελληνικός Πολυθεϊσμός αποτελεί μια σημαντική ιδιαιτερότητα.

Μονοθεϊσμός και Πολυθεϊσμός
Ένας Έλληνας Πολυθεϊστής θα μπορούσε πολύ ορθά να υποστηρίξει ότι είναι και Μονοθεϊστής, έχοντας υπ’ όψιν την έννοια του Όλου. Όμως σήμερα, που η έννοια «μονοθεϊσμός» έχει πλήρως ταυτιστεί με την εικόνα του ενός θεού πέραν του κόσμου αυτού, του ενός θεού που πράττει όπως πράττει ανεξέλεγκτα δίχως να περιορίζεται ή να υπακούει σε κανέναν Φυσικό ή Κοσμικό νόμο και κάνει ότι κάνει για να δοξαστεί, σε μια τέτοια λοιπόν κοινωνία όπως είναι η σημερινή, με διαμορφωμένες τέτοιες αντιλήψεις, παγιωμένες πλέον στις συνειδήσεις όλων, είναι τουλάχιστον ατυχές και άσκοπο να προσπαθεί να πείσει ο Έλληνας -ο Έλληνας στην Κοσμοθεώρηση και όχι στην υπηκοότητα- ότι έννοιες όπως μονοθεϊσμός και πολυθεϊσμός είναι ουσιαστικά πλασματικές και άνευ ουσίας.

Σήμερα λοιπόν οι έννοιες αυτές δεν σχετίζονται με τον όποιο αριθμό θεοτήτων. Κάτι τέτοιο είναι τελείως εσφαλμένο – πάντα βέβαια αναφερόμενος στον Ελληνικό Πολυθεϊσμό. Οι έννοιες λοιπόν μονοθεϊσμός και πολυθεϊσμός έχουν σχέση με το πώς αντιλαμβάνεται κανείς όλο τον κόσμο, όλο το Σύμπαν, με το πώς ερμηνεύει την πλάση, με το πώς βλέπει την δική του θέση στην Δημιουργία και φυσικά με το ποια θα πρέπει να είναι και η πρέπουσα και ορθή και δίκαια τάξη στην κοινωνία μας.

Άλλωστε δεν είναι τυχαίο που η κάθε εξουσιαστική αρχή κάθε δόγματος που στηρίζεται στον χριστιανισμό υπήρξε πάντα φιλική με κάθε είδους φασιστικής εξουσίας; Το κεντρικό δόγμα του μονοθεϊσμού, του ενός θεού που φροντίζει για όλα, βρίσκει τέλεια εφαρμογή στην κοινωνία του ανθρώπου όπου τη θέση του ενός και παντοδύναμου θεού παίρνει είτε ο άρχοντας είτε ο μονάρχης είτε ο δικτάτορας είτε βεβαίως ο ιερέας. Και αυτό γιατί στον μονοθεϊσμό ο πιστός συνειδητά, επιλέγει το ρόλο του προβάτου, του προβάτου που οφείλει να υπακούει τον ποιμένα του.

Έχοντας λοιπόν όλα αυτά υπ’ όψιν μπορούμε τώρα να εστιάσουμε στην σημαντικότερη διαφορά μονοθεϊσμού και ελληνικού πολυθεϊσμού. Στη συνέχεια θα ανατρέξουμε και στην καινή διαθήκη για να δούμε και εκεί τις διαφορές, μια που η καινή διαθήκη εκφράζει ουσιαστικά στις μέρες μας το μονοθεϊστικό δόγμα.

Κατά την Ελληνική Κοσμοαντίληψη, το σύμπαν δεν δημιουργήθηκε
Τίποτε δεν δημιουργείται εκ του μηδενός – κάτι τέτοιο είναι «αφύσικο». Όλα προϋπήρχαν. Αυτό που άλλαξε και αλλάζει είναι η κατάσταση των πραγμάτων. Δηλαδή όλα υπήρχαν σε μια διαφορετική κατάσταση -το Ορφικόν Ωόν- και εξαιτίας των ενεργειών δυνάμεων όλα μεταβλήθηκαν ή αν προτιμάτε μια πιο σύγχρονη ερμηνεία, μεταλλάχθηκαν εξαιτίας μιας φοβερής έκρηξης (Βig Bang). Το ποιες δυνάμεις ήσαν αυτές που προκάλεσαν την εκκίνηση των αλλαγών του Παντός, είναι ακριβώς ζήτημα που εξετάζουνε και ερμηνεύουν οι φιλόσοφοι και οι επιστήμονες.

Όταν πια το Σύμπαν πήρε την σημερινή του μορφή -πάντα βεβαίως με την ανθρώπινη και τωρινή ματιά- επήλθε η τάξη και η κυριαρχία των σημερινών φυσικών νόμων. Αυτή η περίοδος των ασύλληπτων αλλαγών και κοσμολογικών συγκρούσεων, περιγράφεται στην Τιτανομαχία. Κι αφού η κυριαρχία του Διός, του Κοσμικού Νόμου και Τάξης, εγκαταστάθηκε, δημιουργείται ο Άνθρωπος.

Και ο άνθρωπος δημιουργείται όχι γιατί επιθυμεί κάποιος θεός να δοξάζεται αλλά γιατί ο θεός είναι Δημιουργός και σαν δημιουργός δημιουργεί, και δημιουργεί βεβαίως πάντα το αγαθόν. Όμως και εδώ η δημιουργία του ανθρώπου δεν είναι εκ του μηδενός. Υπάρχουν αιώνιοι και σταθεροί νόμοι που δεν παραβιάζονται. Έτσι ο κάθε θεός ενεργεί όχι ανεξέλεγκτα αλλά πάντα εναρμονισμένα με το Σύμπαν. Και ο θεός, ο κάθε θεός αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του Όλου. Όπως εξάλλου και ο άνθρωπος.

Τόσο ο θεός όσο και ο άνθρωπος έχουν την θέση τους μέσα στο όλον. Μπορεί μεν ο άνθρωπος να είναι μικρός αλλά έχει πάντα την δική του θέση. Δεν αποτελεί έρμαιο κανενός, θεού ή μη, παρά μόνον των δικών του, όποιων τέλος πάντων, παθών. Μια ολότελα διαφορετική θεώρηση από αυτήν της μονοθεϊστικής αντιλήψεως.

Σύμφωνα λοιπόν με την μονοθεϊστική αντίληψη, δεν υπήρχε τίποτε παρά μόνο ο θεός. Κάποια στιγμή ο θεός αποφασίζει να δημιουργήσει τα πάντα. Έτσι δημιουργείται το Σύμπαν, σύμφωνα με τις διαταγές του θεού, που αφού δημιουργεί κάτι, έπειτα αντιλαμβάνεται ότι αυτό που δημιούργησε είναι καλό. Πάντα όμως ο ένα θεός, στέκεται έξω από τα δημιουργήματα του, ξεχωριστά. Όλα υπάρχουν για να τον δοξάζουν. Οι άγγελοι, ο άνθρωπος, όλα. Ο θεός βάζει τον άνθρωπο στον παράδεισο για να τον δοκιμάσει, για να δει αν τον υπακούει.

Είπαμε, μια αντίληψη πέρα για πέρα διαφορετική από την ελληνική πολυθεϊστική σύλληψη. Έτσι λοιπόν ο άνθρωπος οφείλει κάθε μέρα, κάθε στιγμή να προσεύχεται και να ζητά το έλεος του θεού μια που ο θεός, δρώντας τελείους ανεξάρτητα -να μην χρησιμοποιήσω την λέξη αυθαίρετα- αποφασίζει και τιμωρεί κατά το δοκούν.

Αυτή λοιπόν η ερμηνεία γεννά και ανάλογες συμπεριφορές, όπως ήδη έχει αναφερθεί. Αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αλαζονικής, εξουσιαστικής και φασιστικής νοοτροπίας. Αποτελεί το έναυσμα για την γέννηση, την κυριαρχία και εν τέλει την αιτιολόγηση και βεβαίως το άλλοθι, για κάθε είδους στυγνού, μονοπροσωπικού πολιτεύματος.

Αντιθέτως, η πίστη σε ένα Όλο όπου όλοι έχουν θέση, όπου ακόμα και οι θεότητες δρουν βάσει απαράβατων νόμων, όπου ότι δημιουργείται, δημιουργείται αλτρουιστικά δίχως απαίτηση ανταλλάγματος δημιουργεί αντιστοίχως και εκείνες τις προϋποθέσεις για την εγκατάσταση είτε ενός αριστοκρατικού συστήματος – με την έννοια των «αρίστων» – όπου βεβαίως η δικαιοσύνη και οι νόμοι της είναι σεβαστοί και ισχύει για όλους δίχως ουδεμία εξαίρεση είτε για την δημιουργία ενός πραγματικού δημοκρατικού συστήματος όπου, βάση αξιοκρατίας και μόνο, ο κάθε πολίτης, όσο «αδύναμος» κι είναι, έχει την δική του θέση, έχει τη δική του υπόσταση και οντότητα ως πολίτης. Έτσι το θέμα δεν είναι ένας θεός ή δύο ή πολλοί.

Κατά τους Έλληνες, οι θεοί είναι αμέτρητοι, απλώς για λόγους συγκεκριμένους που πηγάζουν από την βαθύτερη κατανόηση των πραγμάτων, ορίστηκαν οι Δώδεκα κυρίαρχοι. Δεν είναι λοιπόν θέμα αριθμού, είναι θέμα συγκεκριμένης αντίληψης, αντίληψη που διαμορφώνει στη συνέχεια συγκεκριμένους τρόπους ατομικής και κοινωνικής συμπεριφοράς. Και μια που μιλάμε για συμπεριφορές, ας πάμε στην σημερινή συμπεριφορά των χριστιανών-πολιτών (πολιτών κατ’ επίφαση).

Βλέποντας και μελετώντας βαθύτερα την καινή διαθήκη -όπως αποκαλείται ένα εκ των δύο ιερών βιβλίων των χριστιανών- μπορούμε να καταλάβουμε γιατί σήμερα οι πολίτες φέρονται όπως φέρονται. Γιατί δεν πρέπει να αγνοούμε, ότι η θρησκευτικότητα δεν αποτελεί μόνο θέμα πίστης. Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις διαμορφώνουν σε καθοριστικό σημείο το πώς φερόμαστε και το πώς δρούμε όλοι μας, όχι μόνο στις διαπροσωπικές μας σχέσεις αλλά κυρίως στην κοινωνική μας συμπεριφορά και στο πώς αντιμετωπίζουμε την δική μας θέση μέσα στην κοινωνία γενικότερα. Οπότε ο χριστιανισμός, όπως εκφράζεται μέσα από την ζωή του Ιησού ή σωστότερα Γιαχβέ, ως συνέχεια της παλαιάς διαθήκης, αποτελεί συμπλήρωμα της χριστιανικής μονοθεϊστικής αντίληψης.

Η ζωή λοιπόν του Τζεσουά. Υπήρχε ο Τζεσουά ή όχι;
Υπήρχε ή όχι Ιησούς – Γιαχβέ; Αυτή η ερώτηση είναι και άστοχη και άνευ ουσίας, μια που το βασικό ζήτημα δεν είναι το καθ’ αυτό πρόσωπο του Ιησού αλλά η διδασκαλία που χρεώνεται στο συγκεκριμένο πρόσωπο.

Πάντως στο πιο πάνω ερώτημα, η θέση η δική μου είναι σαφής. Σαφώς και υπήρχε πρόσωπο με το όνομα Ιησού και μάλιστα όχι μόνο ένα αλλά πολλά μια που το όνομα «Τζεσουά» αποτελεί ένα κοινό όνομα – σήμερα, για παράδειγμα υπάρχουν πολλοί που φέρουν αυτό το όνομα, σήμερα που στο όνομα αυτό αποδίδεται μια ολάκερη μυθοπλασία περί θεότητος, πόσο δε μάλλον τότε που δεν υπήρχε και το ανάλογο δέος. Οπότε είναι πολύ πιθανόν στην εποχή της διακυβερνήσεως του Ποντίου Πιλάτου, να υπήρχαν πολλά άτομα που έφεραν αυτό το συγκεκριμένο όνομα.

Τώρα αν ανάμεσα στα άτομα αυτά υπήρχε κάποιος που αυτό-αποκαλούνταν και μεσσίας, δεν μπορώ να απαντήσω. Αλλά υπήρχε μια έντονη ροπή μεσσιανισμού την εποχή της ρωμαιοκρατίας, πράγμα επόμενο μια που ο ιουδαϊκός λαός περίμενε – πέραν του κινήματος των Ζηλωτών – την απελευθέρωση τους από τον θεό.

Όσον αφορά την «θεότητα» κάποιου προσώπου ή όχι, τι να πω. Όπως και να έχει η προσφώνηση και οι χαρακτηρισμοί «θεανθρώπου» και «θεομήτηρ» κατ’ εμέ αποτελούν ύβρη αλλά και παραλογισμό. Είναι δυνατόν να «γεννηθεί» θεότητα και μάλιστα από ανθρώπινο πλάσμα; Οι Έλληνες χρησιμοποίησαν αυτούς τους όρους με καθαρά συμβολικό και αλληγορικό χαρακτήρα – αλλά ακόμα και στους μύθους των υποδεικνύουν το όλο άτοπο. Η Σεμέλη που υπήρξε «θεομήτηρ» πεθαίνει εξαιτίας της αδυναμίας της ανθρώπινης φύσεως να αντέξει στη θέα ενός αληθινού θεού. Όταν όμως αυτοί οι όροι χρησιμοποιούνται κυριολεκτικά τότε η κάθε έννοια λογικής καταρρέει.

Άρα ουδείς λογικός άνθρωπος μπορεί να δεχθεί ότι υπήρξε θεάνθρωπος, όχι μόνο ο Ιησούς αλλά ο οποιοσδήποτε άλλο αυτοφερόμενος μεσσίας – για το «θεομήτωρ» δεν χρειάζεται να πούμε τίποτε άλλο. Ας έλθουμε όμως στο βασικό θέμα. Αυτό της διδασκαλίας του Τζεσουά.

Καταρχάς υπάρχει μια έντονη φιλολογία περί των κειμένων που αποκαλούνται από τους χριστιανούς ως ιερά. Υποστηρίζουν πολλοί, ότι τα κείμενα, και συγκεκριμένα η «καινή διαθήκη» έχει παραποιηθεί και ο λόγος του Τζεσουά δεν μας έχει μεταφερθεί σωστά. Εδώ λοιπόν μετά από την πλήρη αποδοχή όρων όπως «θεάνθρωπος» και «θεομήτωρ», ο παραλογισμός και η παντελής απουσία οποιουδήποτε ίχνος λογικής συνεχίζεται.

Ο Τζεσουά, υπαρκτό πρόσωπο ή όχι, δεν έγραψε τίποτα. Οι ακόλουθοι του -στην πλειοψηφία τους- ήσαν αγράμματοι. Άρα ήταν επόμενο η όποια καταγραφή να γίνει από άλλους, από τους μαθητές αυτών για παράδειγμα, που διέθεταν και μια στοιχειώδη μόρφωση. Οπότε ό,τι έγραψαν το έκαναν βάση, όχι αυτών που είδαν αλλά αυτών που άλλοι μετέφεραν σε αυτούς είτε ήσαν αληθινά είτε ήσαν ψέματα. Για ποια παρεμβολή λοιπόν μιλάμε, εφ’ όσον δεν υπήρχαν «κείμενα» από πρώτο χέρι;

Αλλά πέραν τούτου, τα τελευταία χίλια τουλάχιστον χρόνια, οι χριστιανοί μεγαλώνουν με αυτά τα κείμενα και είναι χριστιανοί γιατί ακριβώς δέχονται την διδασκαλία που προκύπτει μέσα από αυτά τα κείμενα κι ό,τι γνωρίζουν για τον ίδιο των Τζεσουά βγαίνει από αυτά τα κείμενα. Οπότε όλη αυτή η κουβέντα περί αυθεντικών ή μη κειμένων είναι άνευ ουσιαστικού περιεχομένου.

Ας έρθουμε τώρα στην ουσία, στο μανιφέστο του χριστιανισμού. Η διδασκαλία του Τζεσουά αποτελεί μια φιλοσοφία που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την ελληνική κοσμοθεώρηση όπως αυτή προκύπτει και μέσα από τα διασωθέντα γραπτά του συνόλου των ελλήνων φιλοσόφων αλλά και μέσα από την αποκωδικοποίηση, αποσυμβολισμό και κατανόηση των ελληνικών μύθων.

1. Ο χριστιανισμός στηρίζεται εξολοκλήρου στην αποδοχή ενός προσώπου, του Γιαχβέ, ως μεσσία της ανθρωπότητος. Η παραδοχή και η πίστη σε ένα μεσσία έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον ελληνισμό που έχει ως βασικό κορμό την αυτενέργεια και την δράση του κάθε ανθρώπου χωριστά έτσι ώστε οι λέξεις «πόλις» και «πολίτης» να αποκτήσουν νόημα και ουσία. Από την στιγμή που η οποιαδήποτε σωτηρία και απελευθέρωση εξαρτώνται κύρια και άμεσα από έναν μεσσία, τότε η οποιαδήποτε δραστηριοποίηση και ενεργοποίηση ανθρώπων και πολιτών καταργείται.

2. Κατά τον Γιαχβέ, ο άνθρωπος θα πρέπει να τα περιμένει όλα από τον θεό και ο ίδιος να μην ενδιαφέρεται καθόλου για το αύριο. Χαρακτηριστική η ομιλία του Τζεσουά όπου παρομοιάζει τους πιστούς με τα πουλιά και τους τονίζει ότι ο θεός φροντίζει για τα πουλιά που δεν έχουν καμία έννοια για την επόμενη μέρα. Έτσι πρέπει να είναι και οι πιστοί. Φυσικά αυτή η άποψη απλώς ενισχύει τον μεσσιανισμό και αποτελεί μια προέκταση του.

Η πρόνοια για την επόμενη μέρα, για το αύριο, για το μέλλον, δεν έχουν λόγο ύπαρξης για τον πιστό, αφού για όλα θα φροντίσει ο θεός. Κάπως έτσι γεννάται και υποστηρίζεται θεολογικά ο απόλυτος μοναρχισμός. Για όλα θα φροντίσει ο ένας, ο άρχοντας. Αυτήν ακριβώς την δομή έχει και το χριστιανικό ιερατείο που εμμένει να χαρακτηρίζει τους πιστούς «ποίμνιο» που βεβαίως έχουν ανάγκη από έναν ποιμένα. Δεν είναι λοιπόν να απορεί κανείς γιατί, ενώ στην αρχαία Ελλάδα υπήρχαν δημοκρατικές διαδικασίες και έλεγχος της εξουσίας ακόμα και σε ολιγαρχικά αποκαλούμενα πολιτεύματα, μετά την επικράτηση του χριστιανισμό και μέχρι τον τελευταίο αιώνα, η έννοια της δημοκρατίας ήταν στην πράξη όχι μόνο ανυπόστατη αλλά και καταδιωκόμενη.

3. Η οικογένεια, η δημιουργία της οικογένειας και η φροντίδα της οικογένειας αποτελούν ασήμαντες έννοιες και επ’ ουδενί προτεραιότητες, σύμφωνα πάντα με την ευαγγελική διδασκαλία. Ο Σίμων, ο σημαντικότερος, κατά τεκμήριο απόστολος, εγκαταλείπει τα παιδιά και τη γυναίκα του κατόπιν εντολής του Γιαχβέ, δίχως την παραμικρή έννοια για την τύχη τους. Ο ίδιος ο Τζεσουά αρνείται πολλάκις να συναντήσει την μητέρα και τα αδέλφια του, ενώ πάνω στον σταυρό ακόμα και στην ύστατη του στιγμή, μπροστά στον πόνο της μητέρας του, αρνείται να την προσφωνήσει μητέρα, παρά την αποκαλεί «γυνή».

Ένα άλλο χαρακτηριστικό που συν τοις άλλοις μας δείχνει μια πραγματική αλλοίωση των κειμένων της καινής διαθήκης, αποτελεί η σημερινή μετάφραση της καινή διαθήκης όπου αντί να χρησιμοποιηθεί η λέξη «μισήσει» χρησιμοποιείται η λέξη «απαρνηθεί». Συγκεκριμένα, ο Τζεσουά λέει στους μαθητές του ότι όποιος επιθυμεί να τον ακολουθήσει θα πρέπει να μισήσει τον πατέρα του. Αλλά στην τωρινή μετάφραση, έχει χρησιμοποιηθεί η φράση «να απαρνηθεί τον πατέρα του». Φυσικά αυτή η άρνηση της οικογένειας δεν είναι τυχαίο γεγονός. Η προσέλκυση νέων οπαδών και ο παρασυρμός τους επιτυγχάνεται ευκολότερα όταν δεν υπάρχει η επιρροή και η προστασία της οικογένειας, κάτι που το βλέπουμε ακόμα και σήμερα με τον τρόπο που τα μοναστήρια εγκλωβίζουν και φυλακίζουν νέους και νέες.

4. Συνέχεια της αρνήσεως της οικογένειας αποτελεί και η θέση περί αγαμίας και μοναχισμού. Τόσο ο Τζεσουά όσο και οι επιστολές των αποστόλων, επιστολές που αποτελούν αναπόσπαστα τμήματα της καινής διαθήκης, υπερτονίζουν την υπεροχή του μοναχικού βίου έναντι του έγγαμου. Φυσικά αυτή η θέση βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία και με τον μεσσιανισμό. Ο μοναχός είναι ο αρνητής όχι μόνο της οικογενειακής ζωής αλλά και της κοινωνικής. Τα τεκταινόμενα της πόλης, του είναι αδιάφορα, σημασία έχει μόνο η προσωπική επαφή του με το θεό.

Δηλαδή η προσωπική του «σωτηρία», αδιαφορώντας πλήρως για τους άλλους, είναι το μόνο που έχει σημασία. Αν λοιπόν όλοι ακολουθούσαμε τις προσταγές των «αγίων» αποστόλων, ο κόσμος μετά από μία με δύο γενεές θα έπαυε να υπάρχει. Αλλά η άρνηση αυτού που οι Έλληνες ονόμασαν Κόσμο από την λέξη «κόσμημα» φαίνεται ακόμα πιο έντονα στο παρακάτω σημείο.

5. Η γνωστότερη προσευχή και η μόνη που φέρνει «αυτούσια» – τρόπον τινά – την υπογραφή του Τζεσουά είναι αυτή που ονομάζουμε «πάτερ ημών». Σύμφωνα πάντα με το ιερό βιβλίο των χριστιανών, ο Τζεσουά συνέθεσε τα λόγια αυτής της προσευχής όταν του ζητήθηκε ο τρόπος προσευχής των χριστιανών. Λοιπόν σε τούτη την επίκληση ακούγεται η φράση «ελθέτω η βασιλεία σου». Δηλαδή ο πιστός παρακαλεί τον θεό του να φροντίσει να έρθει το συντομότερο δυνατόν η έλευση εκ νέου του μεσσία του, η έλευση του οποίου θα συνοδεύεται με την αιώνια βασιλεία του.

Όμως σύμφωνα με τις γραφές, τις αποκαλούμενες ως «ιερές» αλλά και με την γενικότερη και ειδικότερη εσχατολογία που διέπει το χριστιανικό δόγμα, η δευτέρα παρουσία, δηλαδή η επόμενη και τόσο αναμενόμενη από τους πιστούς, έλευση του μεσσία τους ταυτίζεται συγχρόνως και με το τέλος του κόσμου, δηλαδή με την καταστροφή του πλανήτη. Με άλλα λόγια, όλοι οι χριστιανοί, όλα τα παιδιά που πηγαίνουν στα σχολεία της Ελλάδος, παρακαλάνε κάθε μέρα να έρθει η καταστροφή του κόσμου γιατί μέσω αυτής της καταστροφής, θα «σωθεί» η ψυχή τους!!

Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς; Την παγερή αδιαφορία για τον υπόλοιπο κόσμο και την ολοκληρωτική αφοσίωση στο ατομικό συμφέρον – ακόμα και με το πλέον βαρύτατο τίμημα – ή μήπως την πλήρη ανοησία όλων εκείνων των πιστών που δεν έχουν συνειδητοποιήσει το τι ακριβώς ζητάνε από τον θεό τους.

6. Η Ελληνική Κοσμοαντίληψη επιδιώκει το γνώθι σ’ αυτόν, δηλαδή την πλήρη κατανόηση του εαυτού και την δυναμική που κρύβει μέσα του γιατί μόνο αν κανείς συνειδητοποιήσει πλήρως την δική του αξία, καταλαβαίνει την θέση του στο Όλο με άμεση συνέπεια την αέναη προσπάθεια για την βελτίωση της ζωής όχι μόνο στην δική του τοπική κοινωνία αλλά στον κόσμο γενικότερα. Για να γίνει αυτό όμως, θα πρέπει ο καθένας να παιδευτεί, να μάθει, να αποκτήσει γνώσεις, να αποκτήσει κριτική ικανότητα και ικανότητα αντίληψης.

Και εδώ βρίσκεται το μεγαλείο και η δύναμη αλλά και η αδυναμία του Ελληνικού Πολυθεϊσμού, γιατί με ανοικτό μυαλό και με πνευματική εξάσκηση μπορεί κανείς να εισχωρήσει και να δει πίσω από τις αλληγορίες και τους συμβολισμούς τους μύθους των θεών και όχι μόνο. Στην αντίπερα όχθη, ο χριστιανισμός απαιτεί ακριβώς το αντίθετο. Ο Τζεσουά, στους περίφημους μακαρισμούς του, μακαρίζει τους πνευματικά ανάπηρους, τους ανόητους αλλά και τα παιδιά που δεν είναι σε θέση να έχουν ούτε αντίληψη αλλά ούτε και κριτική ικανότητα.

Ο θεός μέσα στην σοφία του, υποστηρίζουν τα ευαγγέλια, διάλεξε να φανερωθεί στους ανόητους και στα παιδιά και όχι στους σοφούς. Πλήρη αποστροφή της γνώσεως. Και όχι μόνο αυτό. Είναι καταπληκτικό το γεγονός ότι τον Τζεσουά φέρεται να έχει προδώσει ο πιο μορφωμένος του απόστολος ο Ιούδας! Αντιθέτως, οι πλέον πιστοί και οι πλέον αγαπητοί υπήρξαν οι αμόρφωτοι ψαράδες.

7. Η διδασκαλία του χριστιανισμού χαρακτηρίζεται από την έντονη δουλικότητα και την πλήρη ταπεινότητα, συμπεριφορές εκ διαμέτρου αντίθετες και απορριπτέες από την Ελληνική Κοσμοαντίληψη. Η ελληνική διδασκαλία επιδίωκε και επιδιώκει να δημιουργήσει ανθρώπους ελεύθερους, με ιδανικά υψηλά όπως Ανδρεία, Περηφάνεια, Αρετή. Με μία λέξη: Αξιοπρέπεια. Αντιθέτως μέσα από τις πάμπολλες παραβολές του Τζεσουά βγαίνουν διδάγματα που υποστηρίζουν την αποδοχή της όποιας κακομοιριάς του πιστού, την αποδοχή της δουλείας, την συγχώρεση των πάντων. Βεβαίως, για τον ίδιο αυτό δεν ισχύει.

Με ελαφριά την καρδιά, όλοι οι χριστιανοί προσπερνούν την σφαγή των νηπίων -όπως αναφέρεται στην καινή διαθήκη – από τον Ηρώδη ενώ ο «άγγελος» κυρίου προειδοποιεί μόνο τον μεσσία. Τι επίδειξη ταπεινότητος και αλτρουισμού. Ο ίδιος ο Τζεσουά φαίνεται να καταδικάζει τους ιουδαίους ζηλωτές επειδή ακριβώς πολεμούσαν να εκδιώξουν τον κατοχικό ρωμαϊκό στρατό, και ένας εξ αυτών, ο Βαραββάς, παρουσιάζεται ως δολοφόνος. Φυσικά, την αυτή πρακτική την έχει υιοθετήσει πλήρως η ορθόδοξη εκκλησία, ιδίως όταν επιχειρεί να δικαιολογήσει την εχθρική στάση που κράτησε σε κάθε απελευθερωτικό αγώνα του ελληνικού λαού, με αποκορύφωμα τον αφορισμό των αγωνιστών της επαναστάσεως του 1821.

Για τον Τζεσουά – και φυσικά για την εκκλησία – η προσωπική ελευθερία και η αξιοπρέπεια αποτελούν έννοιες ανύπαρκτες και άνευ ουσιαστικής σημασίας. Η άθλια και εξαθλιωμένη ζωή του ραγιά και του σκλάβου είναι πάντα προτιμότερη από τον κίνδυνο της απωλείας της έστω και αν αυτό συμβεί κατά την διάρκεια απελευθερωτικού αγώνος.

8. Η χριστιανική διδασκαλία αποτελεί ίσως την μόνη θρησκεία στον κόσμο όπου παρουσιάζεται ξεκάθαρη αποστροφή προς την Φύση. Είναι καταπληκτικό το εδάφιο στο οποίο ο Τζεσουά καταριέται μια συκιά, επειδή το καημένο φυτό, εκτός εποχής του καθώς ήταν, δεν έφερε καρπούς για να τον ταΐσει.

Δεν είναι λοιπόν να απορεί κανείς γιατί σήμερα ο κόσμος έχει καταντήσει έτσι. Οι άμεσα υπεύθυνοι της γήινης μόλυνσης είναι στην πλειοψηφία τους χριστιανοί, αλλά δεν χρειάζεται να πάμε τόσο μακριά. Στην ελληνική επαρχία, οι χριστιανοί αγρότες και ψαράδες, αν και ζουν από την μητέρα γη, δείχνουν ελάχιστο ως καθόλου σεβασμό σε αυτήν. Άνθρωποι που εκκλησιάζονται τακτικότατα και που είναι έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να υποστηρίξουν ακόμα και με την βία τυχόν απομάκρυνση του ιερέα τους – όπως έχουμε παρακολουθήσει κατά επανάληψη.

Η χωρίς μέτρο χρήση φυτοφαρμάκων – με γνωστές τις καταστρεπτικές συνέπειες τους στο περιβάλλον, ο ολέθριος τρόπος αλιείας που κυριολεκτικά ρημάζει τον βυθό και τον καταντά άγονο, όλα αυτά πηγάζουν από έναν συγκεκριμένο τρόπο συμπεριφοράς από μία συγκεκριμένη στάση ζωής. Την χριστιανική αντίληψη ότι ο θεός έπλασε τον άνθρωπο έτσι ώστε να δοξάζεται από αυτόν ενώ έπλασε τον κόσμο για να τον κάνει ότι θέλει ο άνθρωπος δίχως να δίνει λογαριασμό σε κανέναν.

Σε πλήρη αντίθεση η Ελληνική Κοσμοαντίληψη, η οποία υπερτονίζοντας την αλληλεξάρτηση Ανθρώπου – Φύσεως καθώς και την θέση του ανθρώπου όχι εκτός αλλά μέσα στην ίδια την Φύση, θεοποίησε με πάμπολλες θεότητες όχι μόνο την ίδια την Φύση αλλά και κάθε στοιχείο της. Η Γαία, Η Δήμητρα, Η Άρτεμις, Ο Ποσειδώνας, ο Πάνας, οι Νεράιδες, οι Νύμφες, οι θεοί Ποταμοί και αμέτρητες άλλες θεότητες δείχνουν τον απέραντο σεβασμό -ακατανόητο για τον μέσο σημερινό χριστιανό- του Έλληνα προς την Φύση. Ο Έλληνας δεν μπορούσε να μολύνει την Φύση γιατί ακριβώς μέσα σε αυτή κατοικούν θεότητες. Εν αντιθέσει με την χριστιανική αντίληψη που θέλει τον θεό να κατοικεί έξω από την Φύση, έξω από τον Κόσμο.

9. Η χριστιανική θρησκεία, σε αντίθεση με το τι νομίζουν οι περισσότεροι αμαθείς χριστιανοί, ως συνέχεια και συμπλήρωμα του ιουδαϊσμού, χαρακτηρίζεται από έντονο εθνικισμό και μισαλλοδοξία. Η πεποίθηση πολλών είναι ότι το χριστιανικό δόγμα, όπως αυτό εκφράστηκε από τον Τζεσουά και τα γραπτά των αποστόλων, μιλά για αγάπη και συγχώρεση. Έτσι υποστηρίζουν ότι τα όποια εγκλήματα που διεπράχθησαν στο όνομα του Τζεσουά έγιναν με πρωτοβουλία της εκκλησιαστικής αρχής και μόνο. Σαφώς και η εκκλησία φέρει το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης για τις χιλιάδες των νεκρών μη χριστιανών. Αλλά η εκκλησία έδρασε καλυμμένη πλήρως από τις χριστιανικές διδαχές.

Σε πάμπολλα σημεία ο Τζεσουά παροτρύνει τους μαθητές του να πάνε στους Ιουδαίους, να διδάξουν στους Ιουδαίους, να επαναφέρουν τους Ιουδαίους στο δρόμο του θεού ενώ ο ίδιος δηλώνει ότι έχει έρθει για να συμπληρώσει τον Ιουδαϊκό νόμο. Έτσι λοιπόν το εθνικιστικό στοιχείο είναι κυρίαρχο. Όμως το εδάφιο που ξεχωρίζει είναι εκείνο όπου ο Τζεσουά συναντά γυναίκα που δεν είναι της ιουδαϊκής πίστεως αλλά «Εθνική» δηλαδή ειδωλολάτρισσα σύμφωνα με τον Σαούλ, και την αποκαλεί «σκυλί». Συγκεκριμένα, στο εν λόγω εδάφιο, η γυναίκα παρακαλά γονατιστή τον Τζεσουά να γιατρέψει την άρρωστη κόρη της. Τότε, ο «μεσσίας της αγάπης» την αντικρούει ρωτώντας την αν είναι σωστό να δίνει κανείς την τροφή στα σκυλιά αντί στους ανθρώπους.

Η γυναίκα απαντά, δουλοπρεπέστατα κάτω βέβαια από τον πόνο και την αγωνία για την κόρη της, ότι ακόμα και τα σκυλιά έχουν δικαίωμα στα ψίχουλα. Ικανοποιημένος από αυτήν την απάντηση ο μεσσίας γιατρεύει την κόρη της. Το εδάφιο αυτό είναι χαρακτηριστικό και της σημερινής νοοτροπίας του μέσου χριστιανού. Δήθεν σέβεται την πίστη του άλλου, αλλά μόνο αυτός κατέχει την πάσα αλήθεια και όχι μόνο αυτό, αλλά θεωρεί την δική του πίστη, την χριστιανική ως εξέλιξη – όπως έχουμε ήδη αναφέρει – και έτσι όσοι επιμένουν σε «παλαιές» ή άλλες δοξασίες δεν είναι παρά υπάνθρωποι ή κατά το εβραϊκότατο, γκοΐμ.

Ο Ελληνικός Πολυθεϊσμός είναι πάνω από εθνικισμούς και δίχως μισαλλοδοξίες.
Όσοι ερμηνεύουν την Ελληνική Πολυθεϊστική Θρησκεία ως καθαρά εθνική ουσιαστικά παραμένουν προσκολλημένοι στην εβραιοχριστιανική αντίληψη του κόσμου, με άλλο όμως όνομα. Οι Έλληνες ερμήνευσαν τον κόσμο και το Όλο σύμφωνα με τις δικές τους αντιλήψεις. Αυτή όμως η κοσμοθεώρηση δεν περιορίζεται στην εθνότητα και δεν μπορεί να περιοριστεί σε εθνικιστικά ή ακόμα και εθνικά πλαίσια, μια που η Συμπαντική και η Κοσμική ερμηνεία των Ελλήνων είναι αυτή ακριβώς. Κοσμική, Συμπαντική Ερμηνεία. Ετσι ο καθένας, ανεξαρτήτου χρώματος ή καταγωγής μπορεί να υιοθετήσει τον Ελληνικό Πολυθεϊσμό. Εξάλλου σήμερα, περισσότερο Έλληνες είναι οι πολίτες άλλων χωρών που σέβονται την ελληνική πολυθεϊστική παράδοση πολύ περισσότερο από τον μέσο ελληνόφωνο κάτοικο αυτής της χώρας, που δεν την σέβεται καθόλου.

10. Η ανευθυνότητα αποτελεί αντιπροσωπευτικό στοιχείο του χριστιανισμού, ένα χαρακτηριστικό που καλλιεργείται μέσα από την ατιμωρισία και την δίχως όρους μεταμέλεια και έμπρακτης συγχωρέσεως. Αποκαλυπτικό είναι το εδάφιο όπου ο Τζεσουά, πάνω στον σταυρό, δίνει άφεση «αμαρτιών» και εξασφαλίζει θέση στο ουράνιο βασίλειο του, στον εγκληματία που σταυρώνεται μαζί του, μόνο και μόνο επειδή ο εν λόγω εγκληματίας δηλώνει πίστη στο πρόσωπο του Τζεσουά και τον αναγνωρίζει ως «μεσσία».

Με μιας λοιπόν διαγράφονται και αποτελούν πλέον στοιχεία άνευ σημασίας, οι όποιες πράξεις του είτε αυτές ήσαν δολοφονίες είτε βιασμοί είτε ληστείες. Αρκεί η δήλωση πίστεως και συνεπώς υποταγής στο πρόσωπο του μεσσία. Τόσο απλά. Μια πρακτική που εφαρμόζεται κατά κόρον. Οι χριστιανοί είναι ουσιαστικά ελεύθεροι να σκοτώνουν, να ληστεύουν να παρανομούν εν γένει αρκεί βεβαίως να εξομολογηθούν και να ζητήσουν συγχώρεση. Έτσι είναι πραγματικά άλογο το πώς οι εκάστοτε επικεφαλής της συγκεκριμένης θρησκείας να υποστηρίζουν με στόμφο ότι ο χριστιανισμός διδάσκει ήθος και αρετή. Αυτό που ζητά επίμονα η θρησκεία αυτή, είναι δηλώσεις πίστεως – όπως ακριβώς ο Τζεσουά.

Από την στιγμή ακόμα που γεννιόμαστε, υποχρεούμαστε σε αδιάκοπες δήλωσε και αποδείξεις υποταγής. Το βρέφος, στις σαράντα μέρες πρέπει να πάει στην εκκλησία. Πρέπει να βαπτιστεί, δηλώνοντας ότι μετατρέπεται σε δούλος του θεού. Πρέπει να πίνει το αίμα του μεσσία σε τακτά διαστήματα, δηλώνοντας κάθε φορά εκ νέου την αφοσίωση του στο δόγμα. Η Ελληνική Κοσμοαντίληψη επίσης συγχωρεί και εισάγει μάλιστα την έννοια της εξιλέωσης αλλά αφού πρώτιστα προηγηθεί έμπρακτη μεταμέλεια.

Οι ίδιοι οι θεοί των Ελλήνων δείχνουν στους ανθρώπους τον εξαγνισμό. Ο Απόλλων υποχρεούται να καθαρθεί για τον φόνο του Πύθωνας, Ο Άρης δικάζεται γι τον φόνο του βιαστή της κόρης του και πάει λέγοντας. Αλλά η υπευθυνότητα, η ανάληψη ευθυνών και αποδοχή των συνεπειών των πράξεων, αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα ανθρώπου με αξιοπρέπεια. Κάτι που δεν επιδιώκει να δημιουργήσει ο χριστιανισμός. Οπότε σήμερα με ένα συγγνώμη και με μία προσευχή, όλα συγχωρούνται. Είναι μετά να απορεί κανείς γιατί συμβαίνουν όσα συμβαίνουν στο χριστιανικό κόσμο;

Υπάρχουν και άλλες, πολλές ακόμα διαφορές. Αυτές όμως είναι από τις πιο σημαντικές. Οι χριστιανικές θέσεις αποτελούν απόρροια όμως της μονοθεϊστικής θεώρησης του κόσμου. Στον μονοθεϊσμό ότι γίνεται, γίνεται όχι για την βελτίωση του ανθρώπου ούτε για την προς τα άνω εξέλιξη του. Ό,τι γίνεται γίνεται για να «δωροδοκηθεί» ο θεός, ό,τι γίνεται, γίνεται για να σώσει ο καθένας την ψυχή του, ό,τι γίνεται, γίνεται για την εξυπηρέτηση και ικανοποίηση ατομικών και μόνο αναγκών με πλήρη αδιαφορία και ακόμα απαξίωση για τους άλλους, για το κοινό καλό.

Και αυτό γιατί η αποδοχή του μονοθεϊσμού δεν αποτελεί παρά προέκταση μοναρχικών και φασιστικών αντιλήψεων, είτε από την μία κατεύθυνση είτε από την άλλη. Δηλαδή είτε από την μεριά των πιστών – όπου όπως ο πιστός περιμένει από τον θεό να τα κάνει όλα, έτσι και ο υπήκοος δεν αμφισβητεί τις αποφάσεις του μονάρχη και αποδέχεται την εξ ουρανού κυριαρχία του – είτε από την μεριά της εξουσίας – όπου η εξουσία έμμεσα ταυτίζεται μι τον θεό, απαιτώντας έτσι την ίδια αφοσίωση από τους πιστούς αλλά και την αυτήν δίχως αντιρρήσεις υπακοή.

Οπότε χαρακτηριστικά που σκοπό έχουν να ενισχύσουν την προσωπικότητα του ατόμου κα να δραστηριοποιήσουν το άτομο μετατρέποντας τον σε ενεργό πολίτη που απαιτεί και να γνωρίζει κα να ελέγχει τα της εξουσίας, πρέπει να εξαλειφθούν γιατί ακριβώς τα στοιχεία αυτά ίσως οδηγήσουν σε ανατροπή του επιθυμητού στάτους κβό. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν η επιμονή σε φράσεις του τύπου ποίμνιο, μαντρί, ποιμενάρχης και όλα τα συναφή. Το αίσθημα ανάγκης της μόνιμης καθοδήγηση: από κέντρο εξουσίας που δεν επιδέχεται ουδεμία αμφισβήτηση, καλλιεργείται από την στιγμή που εισερχόμαστε σε αυτόν τον κόσμο.

Άφησα για το τέλος το μεγάλο όπλο του μονοθεϊσμού
Εφ ‘όσον κατά τον μονοθεϊσμό όλοι μας αποτελούμε δημιουργήματα που μοναδικό σκοπό έχουμε την λατρεία του ανωτέρου όντος, θα έπρεπε να βρεθούν αιτίες που θα ανάγκαζαν, τρόπον τινά, τους ανθρώπους να συμβιβαστούν με αυτήν την ιδέα και να είναι και ευχαριστημένοι. Για τον λόγο αυτό, σε κάθε είδος μονοθεϊσμού, υπάρχει και το αντίπαλο δέος. Ο θεός είναι ο καλός αλλά υπάρχει και το κακό, το κακό που μπορεί μεν να είναι κατώτερο από το καλό, από τον θεό, αλλά που όμως επηρεάζει πολύ ευκολότερα τον άνθρωπο.

Έτσι έχουμε την σύλληψη της μορφής του σατανά.

Ο σατανάς που θέλει το κακό των ανθρώπων και που συνωμοτεί για να παρασύρει τους ανθρώπους μακριά από το δρόμο του θεού. Όσοι μείνουν πιστοί στον θεό κερδίζουν την «αιώνια» ζωή. Δηλαδή η ψυχή τους που είναι αθάνατη, θα ζει κάτω από την προστασία του δημιουργού σε μια αιώνια γαλήνη. Σε αντίθετη περίπτωση, η ψυχή θα βασανίζεται αιωνίως από τον σατανά και τους βοηθούς του – τους αντίστοιχους αγγέλους του κακού.

Ο μονοθεϊσμός δεν μπορεί να στερεωθεί δίχως την πάλη του κακού και του καλού και δίχως βεβαίως την τιμωρία από την μια μεριά και την επιβράβευση από την άλλη. Οπότε από την παιδική ακόμα ηλικία, ο χριστιανός ουσιαστικά τρομοκρατείται με τις εικόνες του σατανά, και εξαναγκάζεται δηλαδή να πράττει ως καλός χριστιανός, διαφορετικά τον περιμένουν οι αιώνιες φλόγες της κολάσεως. Εξάλλου οι αποκαλούμενοι πατέρες της εκκλησίας τονίζουν κατά κόρον στα συγγράμματα τους ότι θα πρέπει στους ανθρώπους να εμφυσηθεί ο φόβος του θεού.

Εδώ τώρα προκύπτει το απλό ερώτημα. Αφού ο θεός είναι και καλός και παντοδύναμος τότε γιατί δεν εξαφανίζει τον σατανά για να ησυχάσουν οι άνθρωποι; Αυτό θα το ρωτούσε ο κάθε λογικός άνθρωπος, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι η όλη διάρθρωση των μονοθεϊστικών θρησκειών σκοπεύει στην κατάργηση αυτής ακριβώς της λογικής.

Ο θεός λοιπόν αφήνει τον σατανά να υπάρχει επειδή επιθυμεί να δοκιμάζει συνεχώς τους ανθρώπους. Ουσιαστικά η ζωή πάνω στην γη, για μας τους ανθρώπους δεν αποτελεί παρά μια συνεχή δοκιμασία για να πείσουμε τον δημιουργό ότι η θέση μας, αφού πεθάνουμε, δεν είναι στην κόλαση αλλά κάπου καλύτερα. Έτσι ο καθένας ασχολείται μόνο με τον εαυτό του και τη προσωπική του σωτηρία, επιθυμώντας μάλιστα να βρεθεί σε εκείνο το ονειρεμένο μέρος, μια που όλοι οι «καλοί» χριστιανοί θεωρούν εαυτούς άξιους για τον παράδεισο.

Η Ελληνική Θεώρηση δεν έχει το κακό, δεν έχει κανέναν σατανά. Οι θεοί είναι αγαθοί, δεν υπάρχουν κακοί θεοί. Ακόμα και οι μάχες, οι αλληγορικές μάχες με τους Τιτάνες και τους Γίγαντες, δεν έχουν να κάνουν με πάλη κακών εναντίων καλών. Για τον Έλληνα υπάρχει το ωφέλιμο και το βλαβερό. Έτσι οι Τιτάνες ηττώνται από τον Δία γιατί οι παρουσία τους πλέον δεν εξυπηρετεί την πρόοδο των πάντων, όπως και η ήττα των Γιγάντων έπρεπε να συμβεί για να μπορέσει η Γη να ηρεμήσει και να ξεκινήσει η δημιουργία του ανθρώπινου πολιτισμού.

Ο άνθρωπος πράττει το καλό όχι για να κερδίζει θέση στον παράδεισο, αλλά γιατί είναι το καλό και το ωφέλιμο και αυτό πρέπει να κάνει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο μύθος της Αρετής και της Κακίας. Ο άνθρωπος πράττοντας ό,τι είναι ωφέλιμο για την κοινωνία, συντελεί στην πρόοδο της ανθρωπότητας αλλά και του ιδίου. Μια πνευματική πρόοδος που επιτυγχάνεται και με την μελέτη και με την αναζήτηση των αιτιών των πάντων. Τότε μόνο η ψυχή του, το θεϊκό μέρος του ανθρώπου – σύμφωνα με τους Έλληνες – ξεπερνά τα ανθρώπινα όρια και πλησιάζει το επίπεδο των θεών. Μια πρόοδος που θα φανεί ακόμα περισσότερο όταν, με το θάνατο του σώματος, η ψυχή θα μπορέσει να ενσωματωθεί με το θείο, αν έχει βεβαίως πετύχει αυτήν την εξέλιξη.

Ουσιαστικά λοιπόν, η ζωή εκείνου του ανθρώπου που υπήρξε επιζήμια και βλαβερή για τους υπόλοιπους συνανθρώπους του δεν τιμωρείται με την κόλαση – όταν πεθάνει – αλλά είναι αυτή που καθορίζει και εξαναγκάζει την ψυχή του σε χαμηλά, κατώτερα επίπεδα, σταματώντας αλλά και αποτυγχάνοντας την εν δυνάμει εξελικτική πορεία της.

Έχοντας όλα αυτά κατά νου, καταλαβαίνουμε γιατί είναι τόσο σημαντική η κοινωνική δράση, η κοινωνική παρουσία του ανθρώπου για τον Έλληνα. Μέσα αυτής της δράσεως βοηθά ή όχι την πρόοδο. Οπότε η ζωή είναι πολύτιμη γιατί σκοπός του ανθρώπου αποτελεί η όσο πιο έντονη συμμετοχή του σε αυτήν.

Για την χριστιανοσύνη η απόσυρση ενός ανθρώπου σε κάποια έρημο – όπως συμβούλεψε με την ζωή του ο Ιωάννης ο αποκαλούμενος και βαπτιστής – αποτελεί σίγουρο δρόμο προς τον παράδεισο. Μακριά από κάθε κοινωνική ή άλλη συναστροφή. Στην αντίπερα όχθη, η θέση της ελληνικής κοσμοαντίληψης όπου ο μοναχισμός είναι κατακριτέος και όπου αποτελεί και την μεγαλύτερη τιμωρία για τον ζωντανό και δραστήριο άνθρωπο.

Κλείνοντας θα πρέπει να τονισθεί το εξής. Το θρησκευτικό συναίσθημα είναι έμφυτο στον άνθρωπο. Όταν αυτό το συναίσθημα γίνεται καταλύτης για την πνευματική αλλά και κοινωνική εξέλιξη του άνθρωπου, τότε μπορούμε με βεβαιότητα να ισχυριστούμε, ότι η συγκεκριμένη θρησκεία που γεμίζει αυτό το έμφυτο συναίσθημα αποτελεί θρησκεία που συντελεί στην πρόοδο της ανθρωπότητας. Όταν όμως μια θρησκεία από την μια δημιουργεί ουσιαστικά ανελεύθερα και καταπιεσμένα πνευματικά και όχι μόνο άτομα και από την άλλη αποτελεί το όχημα για ομάδες ανθρώπων να επιβουλεύονται και να εκμεταλλεύονται με το χείριστο τρόπο τον λαό, πατώντας πάνω ακριβώς σε αυτό το θρησκευτικό συναίσθημα, τότε η συγκεκριμένη θρησκεία είναι υπεύθυνη για την δημιουργηθείσα πνευματική αναπηρία της ανθρωπότητας.

Και όχι ακριβώς υπεύθυνη αλλά συνυπεύθυνη γιατί ο κάθε άνθρωπος οφείλει, σαν μια πνευματική, σωματική και ολοκληρωμένη οντότητα που είναι, να προσπαθεί συνέχεια για την δική βελτίωση. Οπότε η αποδοχή εκούσιας ή συνειδητής, μιας καταστάσεως που τον εμποδίζει να πράξει τα ανώτερο), βαρύνει σε πολύ μεγάλο βαθμό και τον ίδιο.

Αυτό είναι το κύριο νόημα του Ελληνισμού. Η Συμμετοχή, η Δράση, η ανάληψη ευθυνών. Με άλλα λόγια, ο απώτερος στόχος του Ελληνισμού, είναι να αποτελεί μια ελεύθερη, ανεξάρτητη και πάνω απ’ όλα ουσιαστική και για τον ίδιο αλλά και για τον συνάνθρωπο, Ζωή.

Κάποτε θα μετανιώσεις για τις ευκαιρίες που δεν έδωσες

Ας μιλήσουμε για ένα θέμα «καυτή πατάτα», ένα θέμα που έχει χιλιοαναλυθεί κι έχει καταστρέψει ψυχολογίες: Ευκαιρίες.
Αν το καλοσκεφτείς, σε κάθε άνθρωπο που επιτρέπεις να μπει στη ζωή σου, δίνεις και μία ευκαιρία. Να σε μάθει, να τον μάθεις, να δείτε αν μπορείτε να συνεχίσετε παρέα ή στην πρώτη διασταύρωση θα στρίψετε αντίθετα. Οι ευκαιρίες -σου μάθανε- είναι για να δίνονται. Κι ότι ο άνθρωπος αξίζει έως δύο κι αν δε βάλει μυαλό, οφείλεις να του βάλεις μία τελεία και μία παύλα και να τον αφήσεις πίσω σου.

Αυτό που δε σου διευκρίνισαν όμως είναι, πως πρόκειται για δική σου επιλογή. Εσύ επιλέγεις πότε και σε ποιον θα χαρίσεις τις ευκαιρίες σου κι αν δε θέλεις να τις δώσεις, δεν έχει κανείς δικαίωμα να σου προσάψει τίποτα. Πότε χτυπώντας στο συναίσθημα, πότε στη λογική, σου στούμπωσαν το μυαλό με την ανωτερότητα και την ανιδιοτέλεια που εμπεριέχει το δόσιμο μιας ευκαιρίας.

Λυπάμαι, μα δεν πάει έτσι. Δώσε, μη δίνεις -δικαίωμά σου και κανείς δεν μπορεί να σου προσάψει τίποτα. Δεν έχει κανένας τη δικαιοδοσία να σε κατηγορήσει επειδή επέλεξες να δώσεις την ευκαιρία σου στον τάδε κι όχι στον δείνα. Κανείς εκτός απ’ τον ίδιο σου τον εαυτό. Κάποιες φορές μετάνιωσες για τις ευκαιρίες σου που σκόρπισες σε ανθρώπους που τις εκμεταλλεύτηκαν, κάποιες άλλες ζήτησες και δε σου δόθηκαν. Και κάποιες άλλες φορές, μετάνιωσες για τις ευκαιρίες που ήθελες να δώσεις, ωστόσο μαζεύτηκες κι έκανες πίσω.

Δεν αναφέρομαι στην τριακοσιοστή ευκαιρία που απαίτησαν όσοι σε πλήγωσαν, σ’ αυτούς τους αδιόρθωτους χαρακτήρες. Μερικοί απλά κερδίζουν πίστωση χρόνου, αξιώνοντας τις ευκαιρίες σου μέχρι να ξανακάνουν τα ίδια και μερικές καταστάσεις, μας αρέσει-δε μας αρέσει είναι αδιέξοδες. Μετανιώνεις, μουτζώνεσαι, υπόσχεσαι την επόμενη φορά να είσαι πιο προσεκτικός και λιγότερο κορόιδο. Μαζί σου.

Ας αναλογιστείς όμως εκείνες τις άλλες φορές, εκείνες που ήθελες με όλη σου την καρδιά να δώσεις μια ευκαιρία, όμως δεν το ‘κανες. Φοβήθηκες, δείλιασες και έκατσες στη γωνιά σου αφήνοντας το χρόνο να περάσει, παίρνοντας μαζί του τον άνθρωπο που στη ζήτησε. Εκείνο τον άνθρωπο που σε έβγαλε έξω απ’ την comfort zone σου, που σε προκάλεσε να ζήσετε μαζί για λίγο κι όπου σας βγάλει. Τον ήθελες ναι, αλλά έβαλες μπροστά λογική και φόβους κι έκανες πίσω. Προτίμησες να παραμείνεις στην ασφάλειά σου, δε ρίσκαρες και βρήκες ένα σωρό δικαιολογίες για να καλύψεις την αδυναμία σου.

Έβαλες ασπίδα τις πληγές που σου άνοιξαν άλλοι, φούσκωσες τα αρνητικά του, τον απέρριψες. Τον ήθελες μα όχι τόσο όσο για να βάλεις στην άκρη ανασφάλειες κι εγωισμούς ή για να αγνοήσεις όσα έλεγε ο κόσμος, που ποτέ δεν κοιτάει τα χάλια του αλλά το παίζει κριτής στις επιλογές των άλλων.

Αμ τα λάθη; Λες κι εσύ είσαι αψεγάδιαστος και δε σφάλεις ποτέ, απαξίωσες τη συγγνώμη του, αρνήθηκες να παραδεχτείς πως προσπάθησε να σου αποδείξει πως αυτός την αξίζει τη δεύτερη ευκαιρία που ζητά, πως έβαλε μυαλό. Κόλλησες στο σφάλμα και πέρασαν απαρατήρητα όλα όσα σου καταδείκνυαν την ειλικρινή του μεταμέλεια. Πάλι φοβήθηκες, πάλι προτίμησες την εύκολη λύση της φυγής, θάβοντας βολικά μέσα σου τη γνώση πως οι σχέσεις έχουν σκαμπανεβάσματα κι οι άνθρωποι πέφτουν σε λάθη. Το ‘ξερες πως η συγγνώμη του δεν ήταν κάλπικη, το ένιωθες, ξανά όμως δίστασες.

Μείνε πίσω, λοιπόν, μείνε με όσους σου δίνουν τις εγγυήσεις που τόσο έχεις ανάγκη, μην ξεβολεύεσαι, μην διεκδικείς την ευτυχία που διατείνεσαι πως σου αξίζει, ωστόσο δεν κάνεις τίποτα για να την κατακτήσεις. Στέρησε τις ευκαιρίες σου από εκεί που θες με όλη σου την καρδιά να τις δώσεις και παραχώρησέ τες σ’ εκείνους που και να φύγουν δε θα σε νοιάξει και πολύ. Τις στερείς σ’ εκείνους, μα πάνω απ’ όλα τις στερείς σε σένα.

Οι έρωτες και τα πάθη δεν είναι για λιγόψυχους. Θέλει κότσια να πας κόντρα σε όσα σε τρομάζουν και να ρισκάρεις κατευθυνόμενος προς το άγνωστο και το απρόβλεπτο. Κάποιων η πάστα είναι τέτοια, αδιαφορούν και ζουν. Κάποιων άλλων πάλι το υλικό, δεν είναι ανθεκτικό κι επιλέγουν να κινούνται σε δίχτυ ασφαλείας.

Ισχυρίζεσαι πως δεν άξιζε τον κόπο, ούτως ή άλλως. Αυθυποβάλλεσαι, αλλά για πόσο; Θα τη μετανιώσεις κάποτε τη χαμένη σου ευκαιρία. Γιατί δική σου είναι. Επί της ουσίας, σου στέρησες την πιθανότητα να ζήσεις μια ιστορία άξια να γραφτούν κεφάλαια στο βιβλίο σου. Πείστηκες ότι θα ζεις καλύτερα χώρια του, παρηγορήθηκες για λίγο με μετριότητες και σου δημιούργησες ένα απωθημένο άνευ λόγου.

Θα μετανιώσεις κι έχε τουλάχιστον αυτή τη φορά το θάρρος να το παραδεχτείς, έστω στον εαυτό σου. Θα μετανιώσεις επειδή εξ αρχής ήθελες, όχι γιατί εκ των υστέρων δε βρήκες καλύτερα ή γιατί σου βγήκε σκάρτη η άλλη σου επιλογή. Πρόδωσες τον εαυτό σου, τις επιθυμίες σου κι απ’ αυτό δε γλυτώνει κανείς.

Αλλά, μήπως είναι και καλύτερα για σένα να μείνεις στην πεποίθηση ότι καλώς έπραξες; Γιατί στη μετάνοια δύο είναι οι επιλογές: Ή θα μείνεις ακίνητος περιμένοντας το επόμενο ανεμοσκόρπισμα που θα σε κάνει να ξεχαστείς ή θα βρεις το θάρρος να είσαι εσύ αυτός που θα ζητήσει ευκαιρία. Πιθανότατα το πρώτο θα επιλέξεις, δε γίνονται οι δειλοί θαρραλέοι σε μια στιγμή. Αν όμως, παρ’ ελπίδα, κάνεις την ανατροπή, δεν έχω παρά να σου ευχηθώ να μην είναι πλέον αργά.

Η Ασθένεια ως έλλειψη σχέσης

έλλειψη σχέσηςΑσθένεια σημαίνει έλλειψη σθένους (α-σθένος) κάτι μη ολοκληρωμένο, κάτι ελλιπές.  Είναι η διαταραχή μιας πρότερης ομαλής λειτουργίας. Κάθε αίσθηση έλλειψης μας ωθεί προς την ασθένεια. Η πλήρωση εν αντιθέσει μας οδηγεί στην ευτυχία.

Μια ασθένεια εκδηλώνεται για να μας θυμίσει ότι κάτι έχουμε ξεχάσει ή αποκλείσει. Πολλές φορές μάλιστα τον ίδιο μας τον εαυτό. Έτσι μας δίνεται η ευκαιρία ασχολούμενοι με την ασθένεια μας, να ασχοληθούμε κατ’ ουσία με εμάς τους ίδιους.

Πολλές φορές οι ασθένειες μπορεί να προκύπτουν ως προεκτάσεις, εκπροσωπώντας αγαπημένα πρόσωπα που μας λείπουν ή που έχουμε ξεχάσει. Τα άτομα του οικογενειακού μας περιβάλλοντος πχ. που ασθενούν και εμείς θέλουμε να “απαλλαγούμε” ή να “αποκλείσουμε”.

Αυτές όμως οι σχέσεις δεσμού είναι μοιραίες. Μπορούμε να απαλύνουμε τον πόνο που προκαλούν και ενδεχομένως να τις τροποποιήσουμε, μόνο όταν τις αποδεχτούμε. Αυτά όμως είναι δυο αλληλένδετα.

Δεν μπορούμε να κόψουμε έναν δεσμό που η φύση μας έχει καθορίσει. Μπορούμε όμως προσφέροντας αγάπη -έστω και με την σκέψη- ακόμα και για κάποιον που μας έχει "αφήσει",  να μας κάνει να νοιώθουμε πιο ανάλαφροι και να μετριάζεται ο πόνος μας.

Μπορούμε, εστιάζοντας στο κομμάτι που ασθενεί (δυσλειτουργεί, πάσχει) μέσα μας, να αναζητήσουμε το πρόσωπο που ενδεχομένως να κρύβεται πίσω, είτε αυτό είναι παρόν, στην ζωή μας ή όχι.

Με αυτούς τους ανθρώπους που έχουμε δημιουργήσει δεσμούς, έχουμε μοιραστεί κάτι κοινό, συναισθήματα (ευχάριστα ή δυσάρεστα) τα οποία και μας "δένουν". Αυτά δεν έχουμε το δικαίωμα να τα διαγράψουμε γιατί τότε είναι σαν να διαγράφουμε το ίδιο το άτομο. Από την φυσική θα θυμόμαστε ότι στη φύση τίποτα δεν εξαφανίζεται. Όλα ρέουν σε μια αέναη κίνηση και μια συνεχή μεταμόρφωση. Το μη ορατό δεν σημαίνει ότι δεν είναι και υπαρκτό.

Όταν αυτό το λησμονούμε, χάνουμε την συνέχεια μας, τις ρίζες μας, τα ίδια τα θεμέλια της ύπαρξης μας. Τιμώντας τους αποκλεισμένους και ξεχασμένους ανθρώπους, κυρίως δε αυτούς που έχουμε ή είχαμε ισχυρούς δεσμούς (πχ μέλη της οικογένειας) στο παρελθόν και το παρόν, και βρίσκοντας τη θέση τους στην καρδιά  μας, ανοίγει ο δρόμος για την πληρότητα και ευτυχία μας.
--------------
Σημειώσεις:
* Τα ανωτέρω λειτουργούν ως καθρεφτίσματα και αντανακλάσεις του εξωτερικού  και του εσωτερικού μας κόσμου.  Για να τεθούν όμως σε ισχύ, θα πρέπει να υπάρχει αντιστοιχία και εναρμόνιση αυτών των δυο κόσμων, που είναι και η αναγκαία προϋπόθεση για την υγεία μας.
** Το άρθρο είναι βασισμένο στην θεωρία των Συστημάτων.
Η θεωρία των συστημάτων και της κυβερνητικής εμφανίστηκαν στη δεκαετία του 1940 και προσανατόλισαν την ψυχολογική ματιά, από το άτομο στο "όλον" και από  τις προσωπικές ιδιότητες στις σχέσεις, δημιουργώντας τη Συστημική προσέγγιση.
Η Συστημική μελετά το σύστημα σχέσεων και τις λειτουργικές θέσεις που παίρνουν οι άνθρωποι μέσα σ’ αυτό. Γεννήθηκε από την μήτρα και το στοχασμό του Αρχαίου Ελληνικού πνεύματος του Παρμενίδη(6ος αιών π.Χ.), ο οποίος θεωρείται ο ιδρυτής της Μετα-φυσικής και της Οντολογίας. Αυτός συλλαμβάνει την “ουσία” και τις “σχέσεις”  που ενοποιούν τον κόσμο, και ασχολείται με το «ΟΝ», το «ΕΙΝΑΙ» και το «ΕΝ Το ΠΑΝ». ]
1. Σθένος: μεγάλη ψυχική δύναμη, θάρρος, αντοχή και αποφασιστικότητα. (Λεξικό Ελληνικής Γλώσσας)
2 Μοιραίος -α -ο : 1. που συμβαίνει οπωσδήποτε, που είναι αναπόφευκτος, σαν να έχει οριστεί από τη μοίρα: Μοιραίο γεγονός / δυστύχημα. Είναι μοιραίο να, είναι αναπόφευκτο. || (ως ουσ.) το μοιραίο, καθετί το αναπόφευκτο και ιδίως ο θάνατος: Κανείς δεν μπορεί να αποφύγει το μοιραίο. Ο τραυματίας υπέκυψε στο μοιραίο, πέθανε. 2. που παίζει τον πιο αποφασιστικό ρόλο. (Λεξικό Ελληνικής Γλώσσας) 

Σαίξπηρ: Αν δεν θυμάσαι την πιο ανάλαφρη τρέλα, που ο έρωτας σ’ έβαλε να κάνεις, τότε δεν έχεις αγαπήσει

Ο έρωτας και η τρέλα πάνε μαζί, προπαντός στη νεότητα, όταν η απειρία προστίθεται σε μια εξιδανικευμένη άποψη της έννοιας του ζευγαριού. Συχνά οι ρομαντικές ταινίες και τα μυθιστορήματα μεταδίδουν το μήνυμα ότι κάθε ειδύλλιο πρέπει να βιωθεί με τρόπο απόλυτο και παθιασμένο, γιατί, όπως έλεγε ο Πλάτωνας “Δεν υπάρχει άνθρωπος ο οποίος, όσο δειλός και να είναι, να μην μπορεί να γίνει ήρωας από έρωτα”.
    Γι’ αυτό ένας κεραυνοβόλος έρωτας είναι ισχυρό ερέθισμα για την ύπαρξή μας, δεδομένου ότι αυτή καταλήγει πιο ηρωική και λαμπερή. Από την άλλη μεριά ο έρωτας είναι επίσης βάλσαμο, χάρη στις ευεργεσίες που μας αποφέρει:
     
  • Ενίσχυση της αυτοεκτίμησης από το απλό γεγονός ότι αισθανόμαστε αγαπημένοι, αξιοθαύμαστοι και αξιόλογοι.
  • Αύξηση της δημιουργικότητας γιατί δε θέλουμε να πάψουμε να εκπλήσσουμε τον άλλον.
  • Μεγαλύτερη αντίσταση απέναντι στα προβλήματα της καθημερινότητας.
    Ωστόσο, ο έρωτας είναι δίκοπο μαχαίρι. Όπως αποδεικνύουν πολλές τραγωδίες του Σαίξπηρ, μια φλογισμένη καρδιά είναι επίσης μια πηγή μόνιμης οδύνης, πέρα από πυξίδα που μπορεί να μας οδηγήσει σε λάθος δρόμους.
    Μια και μιλάμε για τρέλες, ας δούμε μερικές που ποτέ δεν θα έπρεπε να κάνουμε από έρωτα:
  • Να απαρνιόμαστε τις προτεραιότητές μας και τον τρόπο ύπαρξής μας.
  • Να υποτάσσουμε όλη την ευτυχία μας στις φροντίδες που μας παρέχει άφθονα το αγαπημένο πρόσωπο.
  • Να δημιουργούμε δεσμούς εξάρτησης, με τα συνακόλουθα αρνητικά συναισθήματα.
  • Να σκεφτόμαστε ότι μπορούμε να ζήσουμε “με αέρα κι έρωτα”.
    Δεν αρκεί ν’ αγαπάμε. Για να ξέρουμε να ζούμε με ή για κάποιον, πρώτα χρειάζεται να μάθουμε να ζούμε για τον εαυτό μας.