Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Κύκλωψ (113-162)

ΟΔ. τίς δ᾽ ἥδε χώρα καὶ τίνες ναίουσί νιν;
ΣΙ. Αἰτναῖος ὄχθος Σικελίας ὑπέρτατος.
115 ΟΔ. τείχη δὲ ποῦ ᾽στι καὶ πόλεως πυργώματα;
ΣΙ. οὐκ ἔστ᾽· ἔρημοι πρῶνες ἀνθρώπων, ξένε.
ΟΔ. τίνες δ᾽ ἔχουσι γαῖαν; ἦ θηρῶν γένος;
ΣΙ. Κύκλωπες, ἄντρ᾽ ἔχοντες, οὐ στέγας δόμων.
ΟΔ. τίνος κλύοντες; ἢ δεδήμευται κράτος;
120 ΣΙ. μονάδες· ἀκούει δ᾽ οὐδὲν οὐδεὶς οὐδενός.
ΟΔ. σπείρουσι δ᾽ —ἢ τῶι ζῶσι; — Δήμητρος στάχυν;
ΣΙ. γάλακτι καὶ τυροῖσι καὶ μήλων βορᾶι.
ΟΔ. Βρομίου δὲ πῶμ᾽ ἔχουσιν, ἀμπέλου ῥοάς;
ΣΙ. ἥκιστα· τοιγὰρ ἄχορον οἰκοῦσι χθόνα.
125 ΟΔ. φιλόξενοι δὲ χὤσιοι περὶ ξένους;
ΣΙ. γλυκύτατά φασι τὰ κρέα τοὺς ξένους φορεῖν.
ΟΔ. τί φήις; βορᾶι χαίρουσιν ἀνθρωποκτόνωι;
ΣΙ. οὐδεὶς μολὼν δεῦρ᾽ ὅστις οὐ κατεσφάγη.
ΟΔ. αὐτὸς δὲ Κύκλωψ ποῦ ᾽στιν; ἦ δόμων ἔσω;
130 ΣΙ. φροῦδος, πρὸς Αἴτνηι θῆρας ἰχνεύων κυσίν.
ΟΔ. οἶσθ᾽ οὖν ὃ δρᾶσον, ὡς ἀπαίρωμεν χθονός.
ΣΙ. οὐκ οἶδ᾽, Ὀδυσσεῦ· πᾶν δέ σοι δρώιημεν ἄν.
ΟΔ. ὅδησον ἡμῖν σῖτον, οὖ σπανίζομεν.
ΣΙ. οὐκ ἔστιν, ὥσπερ εἶπον, ἄλλο πλὴν κρέας.
135 ΟΔ. ἀλλ᾽ ἡδὺ λιμοῦ καὶ τόδε σχετήριον.
ΣΙ. καὶ τυρὸς ὀπίας ἔστι καὶ βοὸς γάλα.
ΟΔ. ἐκφέρετε· φῶς γὰρ ἐμπολήμασιν πρέπει.
ΣΙ. σὺ δ᾽ ἀντιδώσεις, εἰπέ μοι, χρυσὸν πόσον;
ΟΔ. οὐ χρυσὸν ἀλλὰ πῶμα Διονύσου φέρω.
140 ΣΙ. ὦ φίλτατ᾽ εἰπών, οὖ σπανίζομεν πάλαι.
ΟΔ. καὶ μὴν Μάρων μοι πῶμ᾽ ἔδωκε, παῖς θεοῦ.
ΣΙ. ὃν ἐξέθρεψα ταῖσδ᾽ ἐγώ ποτ᾽ ἀγκάλαις;
ΟΔ. ὁ Βακχίου παῖς, ὡς σαφέστερον μάθηις.
ΣΙ. ἐν σέλμασιν νεώς ἐστιν ἢ φέρεις σύ νιν;
145 ΟΔ. ὅδ᾽ ἁσκὸς ὃς κεύθει νιν, ὡς ὁρᾶις, γέρον.
ΣΙ. οὗτος μὲν οὐδ᾽ ἂν τὴν γνάθον πλήσειέ μου.
‹ΟΔ. . . ›
‹ΣΙ. . . . ›
ΟΔ. ναί· δὶς τόσον πῶμ᾽ ὅσον ἂν ἐξ ἀσκοῦ ῥυῆι.
ΣΙ. καλήν γε κρήνην εἶπας ἡδεῖάν τ᾽ ἐμοί.
ΟΔ. βούληι σε γεύσω πρῶτον ἄκρατον μέθυ;
150 ΣΙ. δίκαιον· ἦ γὰρ γεῦμα τὴν ὠνὴν καλεῖ.
ΟΔ. καὶ μὴν ἐφέλκω καὶ ποτῆρ᾽ ἀσκοῦ μέτα.
ΣΙ. φέρ᾽ ἐγκάναξον, ὡς ἀναμνησθῶ πιών.
ΟΔ. ἰδού. ΣΙ. παπαιάξ, ὡς καλὴν ὀσμὴν ἔχει.
ΟΔ. εἶδες γὰρ αὐτήν; ΣΙ. οὐ μὰ Δί᾽, ἀλλ᾽ ὀσφραίνομαι.
155 ΟΔ. γεῦσαί νυν, ὡς ἂν μὴ λόγωι ᾽παινῆις μόνον.
ΣΙ. βαβαί· χορεῦσαι παρακαλεῖ μ᾽ ὁ Βάκχιος.
ἆ ἆ ἆ.
ΟΔ. μῶν τὸν λάρυγγα διεκάναξέ σου καλῶς;
ΣΙ. ὥστ᾽ εἰς ἄκρους γε τοὺς ὄνυχας ἀφίκετο.
160 ΟΔ. πρὸς τῶιδε μέντοι καὶ νόμισμα δώσομεν.
ΣΙ. χάλα τὸν ἀσκὸν μόνον· ἔα τὸ χρυσίον.
ΟΔ. ἐκφέρετέ νυν τυρεύματ᾽ ἢ μήλων τόκον.

***
ΟΔΥ. Τούτη η χώρα ποιά να είναι και ποιούς έχει για κατοίκους;
ΣΙΛ. Είν᾽ η Αίτνα, το ψηλότερο βουνό στη Σικελία.
115 ΟΔΥ. Πού ᾽ν᾽ τα τείχη; Πού ᾽ναι τους, οι πύργοι και τα κάστρα;
ΣΙΛ. Ξένε, τέτοια εδώ δεν έχει· είσαι μες στην ερημιά.
ΟΔΥ. Μα… στον τόπο αυτόν ποιοί μένουν; Μήπως τίποτα θηρία;
ΣΙΛ. Κύκλωπες τους λεν, και μένουν σε σπηλιές, όχι σε σπίτια.
ΟΔΥ. Και αρχηγός τους ποιός λογιέται; Ή έχουνε δημοκρατία;
ΣΙΛ. Ο καθένας ζει μονάχος, γιατί υπήκοος να γίνει
120 κανείς δεν θέλει κανενός, και σε τίποτ᾽ απολύτως
ΟΔΥ. Και με τί ζούνε; Σπέρνουνε σιτάρι βλογημένο;
ΣΙΛ. Όχι: με γάλα, με τυρί και προβατίσιο κρέας.
ΟΔΥ. Έχουνε το ποτό του Διόνυσου, του αμπελιού το νάμα;
ΣΙΛ. Σταλιά δεν έχουνε· δεν νιώθει από χορούς ο τόπος τούτος.
125 ΟΔΥ. Είναι φιλόξενοι; Τους σέβονται τους ξένους καθώς πρέπει;
ΣΙΛ. Το ψαχνό το πιο γλυκό το ᾽χει, λένε, ο μουσαφίρης!
ΟΔΥ. Τί λες; Είν᾽ απ᾽ αυτούς που χαίρονται να τρων ανθρώπου κρέας;
ΣΙΛ. Πόδι δεν πάτησε κανείς που να μην τονε σφάξουν.
ΟΔΥ. Κι αυτός ο Κύκλωπας που λες, πού είναι; Μες στο σπίτι;
130 ΣΙΛ. Είναι φευγάτος· κυνηγά με τα σκυλιά στην Αίτνα.
ΟΔΥ. Ξέρεις τί λέω; — Άντε, για ν᾽ ανοίγουμε πανιά καμιά φορά.
ΣΙΛ. Ιδέα δεν έχω· ό,τι μου πεις εσύ θα κάνω, Οδυσσέα.
ΟΔΥ. Δώσ᾽ μας, γιατί μας έλειψε, λίγο ψωμί να φάμε.
ΣΙΛ. Σου το ᾽πα μια, σου το ᾽πα δυο: άλλο από κρέας δεν έχει.
135 ΟΔΥ. Έχει κι αυτό τη γλύκα του, την πείνα αν θες να κόψεις.
ΣΙΛ. Θες και τυρί πηγμένο με συκόμελο, κι αγελαδίσιο γάλα;
ΟΔΥ. Γιά φέρ᾽ τα έξω! Στο φως είναι που γίνεται σωστά το πάρε-δώσε.
ΣΙΛ. Κι εσύ, γιά πες μου, πληρωμή χρυσάφι θα μου δώσεις;
ΟΔΥ. Χρυσάφι δεν μου βρίσκεται· μα έχω ποτό του Βάκχου.
140 ΣΙΛ. Πες το, χρυσόστομε! Τόσον καιρό, ξέρεις, μας έχει λείψει.
ΟΔΥ. Ο Μάρωνας μου το ᾽δωσε, που ᾽χει θεό πατέρα.
ΣΙΛ. Ο Μάρωνας; Που τον ανάθρεψα εγώ στην αγκαλιά μου;
ΟΔΥ. Για να σ᾽ το πω πιο καθαρά: ο γιος του Διονύσου.
ΣΙΛ. Κι είναι στ᾽ αμπάρι το κρασί, γιά το ᾽φερες μαζί σου;
145 ΟΔΥ. Εδώ σε τούτον τον ασκό το ᾽χω καλά κρυμμένο.
ΣΙΛ. (Ρίχνει μια ματιά μες στο ασκί)
Μα τούτο δεν μου φτάνει ούτε τα δόντια να ξεπλύνω.
‹ΟΔΥ. Μα ξέρεις, είναι μαγικό· γεννάει κι αβγατίζει.›
‹ΣΙΛ. Πώς αβγατίζει δηλαδή; Πίνεις και δεν τελειώνει;›
ΟΔΥ. Ναι! Απ᾽ όσο τρέξει από τ᾽ ασκί, πίνεις δυο φορές τόσο.
ΣΙΛ. Καλή η βρυσούλα που μου λες, κι έχει γλυκό ποτό.
ΟΔΥ. Θέλεις ανέρωτο να πιεις, να δοκιμάσεις πρώτα;
150 ΣΙΛ. Έτσι είναι το σωστό: δοκιμάζεις, αγοράζεις!
ΟΔΥ. Βγάζω λοιπόν και κύπελλο μαζί με το φλασκί.
ΣΙΛ. Στάξε μου λίγο, μπας και θυμηθώ κι εγώ τί γεύση έχει.
ΟΔΥ. Ορίστε. ΣΙΛ. (Μυρίζεται το κρασί) Ω ρε μάνα μου, όμορφη η μυρωδιά του!
ΟΔΥ. «Όμορφη;» Πού την είδες, βρε; ΣΙΛ. Την «είδα;» Όχι, τη μύρισα!
155 ΟΔΥ. Ε, πιες! Μη μείνουμε στα λόγια τα παινέματά σου.
ΣΙΛ. (Πίνει) Γιούχου!
Με σέρνει ο Βάκχος στον χορό! (Χοροπηδάει) Ώπα και ξαναώπα!
ΟΔΥ. Σου ᾽δωσε και κατάλαβες; Τραβιέται μια χαρά;
ΣΙΛ. Τραβιέται, λέει; Μου ᾽φτασε ως τ᾽ ακροδάχτυλά μου!
ΟΔΥ. Κι όχι μονάχ᾽ αυτό, μα θα σου δώσουμε και παραδάκι κιόλας.
161 ΣΙΛ. Βρε, ξέσφιξε τ᾽ ασκί εκεί πέρα! Για λεφτά θα λέμε τώρα…
ΟΔΥ. Ε, άμα είναι φέρτε μας τυρί, κανέν᾽ αρνάκι…

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Τα μυστικά της γραφής

3.1 Λόγος και γραφή. Οι αιτίες της γραφής

Μιλήσαμε αρκετές φορές ως τώρα για τα γράμματα και τη γραφή. Στο κεφάλαιο αυτό θα δούμε πιο λεπτομερειακά το φαινόμενο της γραφής, που είναι τόσο σημαντικό για τη ζωή μας. Θα πρέπει να ξαναθυμηθούμε αυτό που έχουμε ήδη πει: γλώσσα και γραφή, προφορικός και γραπτός λόγος δεν είναι το ίδιο πράγμα. Τα γράμματα είναι εικόνες (σημάδια πάνω στο χαρτί) του λόγου. Ο λόγος είναι ανεξάρτητος από τη γραφή. Θυμηθείτε τους «αγράμματους» ανθρώπους ή το μικρό παιδί που μιλά και επικοινωνεί χωρίς να ξέρει, ακόμη, να γράφει.

Αλλά γιατί, πότε και πώς χρειάστηκε να βρουν οι άνθρωποι έναν τρόπο να καταγράφουν τον λόγο; Το γιατί δεν είναι δύσκολο να το φανταστεί κανείς. «Τα λόγια πετούν», έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες. «Τα γράμματα μένουν», έλεγαν οι Ρωμαίοι. Η ανακάλυψη της γραφής δεν μπορεί παρά να ξεκίνησε από την ανάγκη να αποκτήσει ο λόγος (και ό,τι μεταφέρουμε ως πληροφορία, ως μήνυμα με τον λόγο) μια μονιμότητα. Με τη γραφή τα λόγια δεν «πετούν» και δεν χάνονται μόλις τα εκφωνήσει ο ομιλητής, δηλαδή μόλις τα πει, ή μόλις φύγουν από τη μνήμη του ακροατή. Αυτή τη μονιμότητα που δίνει στον λόγο η γραφή την εκφράζουν χαρακτηριστικά οι εκφράσεις που χρησιμοποιούμε για τη μοίρα. Η μοίρα του καθενός μας είναι το «γραφτό» μας, «ό,τι γράφει δεν ξεγράφει». Η «μοίρα» μας δεν είναι λόγια που «πετούν» και χάνονται αλλά «γράμματα» που μένουν και δεν αλλάζουν.

Η Ελληνική Αρχαιότητα: II ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΠΟΧΗ 4. Από τα Κούναξα στη Χαιρώνεια

4.2. Η ήττα των Σπαρτιατών στο μνήμα των παρθένων


Λίγα χρόνια μετά από την Ειρήνη του Βασιλιά η Σπάρτη μπόρεσε να ασκήσει σχεδόν απόλυτη ηγεμονία στα ελληνικά πράγματα. Αφού ταπείνωσε τους Κορίνθιους και τους Αργείους, τοποθέτησε μόνιμη φρουρά στην ακρόπολη των Θηβών. Με την ορμή και την αποφασιστικότητά της, έπειθε πολλές πόλεις να την ακολουθήσουν. Σε όσες δεν συναινούσαν ασκούσε βία. Έτσι, ύστερα από πολιορκία, υποχρέωσε την Όλυνθο στη Χαλκιδική να προσχωρήσει στη συμμαχία της. Οι ορίζοντές της ήταν ευρύτεροι παρά ποτέ. Συνεργαζόταν με τον Αρταξέρξη Β', με τον ἄρχοντα της Σικελίας, όπως ήθελε ο Διονύσιος Α' να τον ονομάζουν, και με τον βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ' (393-370). Ακόμα και με τους βασιλείς της Αιγύπτου, που διεκδικούσαν την ανεξαρτησία της χώρας τους από τους Πέρσες, διατηρούσε διπλωματικές σχέσεις.

Εναντίον των Σπαρτιατών ξεσηκώθηκαν πρώτοι οι Θηβαίοι. Με τη βοήθεια των Αθηναίων, που ανταπέδιδαν τη βοήθειά τους στην ανατροπή των Τριάκοντα τυράννων, έδιωξαν τη φρουρά από την πόλη τους και ανασυγκρότησαν τη συμμαχία τους με τους υπόλοιπους Βοιωτούς. Ηγετικό ρόλο στην προσπάθεια αυτή έπαιξε ο Πελοπίδας, που από τότε εκλεγόταν κάθε χρόνο άρχοντας. Στη συνέχεια οι Αθηναίοι απευθύνθηκαν στους παλαιούς τους συμμάχους και τους προσκάλεσαν να αγωνιστούν υπέρ της κοινής ελευθερίας. Πολλοί ανταποκρίθηκαν αμέσως, και όλοι μαζί συγκρότησαν ένα συνέδριον, δηλαδή κοινό συμβούλιο, που συνερχόταν στην Αθήνα. Κάθε πόλη ήταν αυτόνομη και είχε μία ψήφο. Για να αποφευχθούν τα σφάλματα του παρελθόντος, οι Αθηναίοι δεσμεύτηκαν να μην καταχρώνται τη γη των συμμάχων τους και να μην καλλιεργούν κτήματα έξω από την Αττική. Στο συνέδριο προσήλθαν σύντομα περισσότερες από εβδομήντα πόλεις. Έτσι, το 377 η Β' Αθηναϊκή Συμμαχία ήταν έτοιμη να παίξει μαζί με τους Θηβαίους ενεργητικό ρόλο. (Το καταστατικό της συμμαχίας αυτής σώζεται αποσπασματικά σε μαρμάρινη επιγραφή.) Μια από τις πρώτες ενέργειες των Αθηναίων ήταν η συνεργασία με τον βασιλιά της Αιγύπτου, ο οποίος τους θεώρησε καλύτερους συμμάχους από τους Σπαρτιάτες στον αγώνα εναντίον των Περσών.

Οι Σπαρτιάτες αντέδρασαν αμέσως και προσπάθησαν να ανακτήσουν τη Θήβα. Αλλά τους περίμενε μια έκπληξη. Οι Θηβαίοι, με στρατηγό τον Πελοπίδα, έδειξαν αποφασισμένοι όχι μόνο να τους αντιμετωπίσουν στο πεδίο της μάχης, αλλά και να τους νικήσουν - μολονότι διέθεταν τους μισούς μόνο άνδρες. Την ίδια ακριβώς εποχή, οι Αθηναίοι νίκησαν τους Σπαρτιάτες, για πρώτη φορά μετά τις Αργινούσες, σε δύο σημαντικές ναυμαχίες: έξω από τη Νάξο, με αρχηγό τον Χαβρία, και έξω από τη Λευκάδα, με αρχηγό τον Τιμόθεο, τον γιο του Κόνωνα.

Καθώς οι πόλεμοι μεταξύ των ελληνικών πόλεων συνεχίζονταν με αυξανόμενη ένταση, ο Αρταξέρξης ανέλαβε πρωτοβουλίες για να επαναφέρει την ειρήνη που είχε συμφωνηθεί. Σε μια από τις πολλές προσπάθειες συγκατατέθηκαν οι πάντες, εκτός από τους Θηβαίους. Στο πρακτικό που συντάχθηκε ήθελαν να περιληφθούν όλοι μαζί οι Βοιωτοί, αλλά οι Σπαρτιάτες θεώρησαν ότι η απαίτηση αυτή καταστρατηγούσε τον όρο της αυτονομίας των πόλεων. Ο εκπρόσωπος των Θηβαίων Επαμεινώνδας, ένας ικανός στρατηγός με φιλοσοφική κατάρτιση, έθεσε με τη σειρά του θέμα αυτονομίας των οικισμών της Λακωνίας, όπου κατοικούσαν οι περίοικοι.

Οι Σπαρτιάτες ανέθεσαν στον βασιλιά τους Κλεόμβροτο (380-371) να εκστρατεύσει εναντίον των Θηβαίων και να επιβάλει με τη βία τους όρους της ειρήνης. Μια μεγάλη μάχη δόθηκε το 371 στα Λεύκτρα, πολύ κοντά στις Πλαταιές: από τη μια πλευρά οι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοί τους με πολλαπλάσια δύναμη, από την άλλοι οι Βοιωτοί. Όλοι σχεδόν θεωρούσαν ότι το αποτέλεσμα ήταν προκαθορισμένο υπέρ των Σπαρτιατών. Ακόμη και οι στρατηγοί των Βοιωτών, οι βοιωτάρχαι, μοιράστηκαν: ο Επαμεινώνδας και δύο ακόμη επέμεναν να δοθεί μάχη, οι άλλοι τρεις πίστευαν ότι έπρεπε να αποσυρθούν. Τελευταία στιγμή έφτασε ο Πελοπίδας, που συντάχθηκε με τον Επαμεινώνδα. Αλλά και οι Βοιωτοί στρατιώτες ήταν φοβισμένοι. Έπαιρναν ωστόσο θάρρος από χρησμούς, ένας από τους οποίους έλεγε ότι οι Λακεδαιμόνιοι πρέπει να νικηθούν εκεί όπου βρισκόταν το μνήμα των παρθένων. Σύμφωνα με την παράδοση, πρεσβευτές των Σπαρτιατών είχαν βιάσει στον τόπο εκείνο παρθένες, και αυτές, πριν αυτοκτονήσουν, είχαν καταραστεί την πατρίδα των βιαστών. Ο συμβολισμός ήταν προφανής: οι Σπαρτιάτες είχαν ταπεινώσει τους Έλληνες και τους ανέμενε για αυτό σκληρή τιμωρία.

Ο Ξενοφών περιέγραψε τη μάχη στα Λεύκτρα με αρκετές λεπτομέρειες. Παρακολουθούσε άλλωστε τα πολεμικά γεγονότα της εποχής από πολύ κοντά. Ήξερε έτσι τις μεγάλες αδυναμίες του σπαρτιατικού ιππικού, που την εποχή εκείνη ήταν άθλιο, διότι τα άλογα τα συντηρούσαν οι πλούσιοι, ενώ τα ίππευαν οι ασθενέστεροι πολεμιστές, χωρίς να έχουν μάλιστα ασκηθεί. Δεν πρόσεξε ωστόσο ότι οι Θηβαίοι εφάρμοσαν ένα νέο στρατήγημα, που αποδίδεται στον Επαμεινώνδα. Όπως βεβαιώνουν άλλοι ιστορικοί, η φάλαγγά τους είχε λοξή διάταξη. Η μεγάλη δύναμη ήταν συγκεντρωμένη από τη μία πλευρά, επιτρέποντας την εύκολη περικύκλωση του εχθρού. Επρόκειτο, καθώς φαίνεται, για μια τελειοποιημένη εκδοχή της τακτικής που είχαν ακολουθήσει οι Αθηναίοι στη μάχη του Μαραθώνα. Ο Ξενοφών δεν απέδωσε επίσης καμία σημασία στην παρουσία του ἱεροῦ λόχου των Θηβαίων, που είχε αρχηγό τον Πελοπίδα. Δεν υπάρχει ωστόσο αμφιβολία ότι η θηβαϊκή αυτή επινόηση ενός σώματος 300 οπλιτών που μάχονταν κατά ζεύγη υπήρξε καθοριστική. Τα ζεύγη αυτά τα αποτελούσαν άνδρες που, καθώς λεγόταν, συνδέονταν με ερωτική φιλία και ήταν αποφασισμένοι να αγωνιστούν μέχρι θανάτου ο ένας για τον άλλο. Το επίλεκτο αυτό σώμα ονομαζόταν και λόχος τῆς πόλεως, επειδή η πόλη παρείχε στους άνδρες τροφή και κατοικία.

Στη μάχη που ακολούθησε οι Βοιωτοί πέτυχαν περιφανή νίκη. Από τους περίπου 1.000 Σπαρτιάτες με πλήρη πολιτικά δικαιώματα που είχαν απομείνει συνολικά, στη μάχη είχαν αποσταλεί 700 ικανοί πολεμιστές και από αυτούς σκοτώθηκαν περίπου 300 - μαζί με 1.000 συμμάχους τους. Έπεσε επίσης ο βασιλιάς Κλεόμβροτος - ο πρώτος Σπαρτιάτης βασιλιάς, από όσο είναι γνωστό, εκτός από τον Λεωνίδα, που σκοτώθηκε στο πεδίο της μάχης.

Η είδηση της μεγαλύτερης καταστροφής που είχαν υποστεί οι Σπαρτιάτες σε πεζομαχία έφτασε στην πόλη τους την τελευταία μέρα των γυμνοπαιδιῶν. Στην εορτή αυτή τα παιδιά χόρευαν γυμνά και εκτελούσαν γυμναστικές ασκήσεις. Ο ανδρικός χορός βρισκόταν μάλιστα στη σκηνή. Οι έφοροι δεν διέκοψαν τον εορτασμό ούτε επέτρεψαν στον χορό να σταματήσει. Συνέστησαν απεναντίας στις γυναίκες να υπομείνουν τη συμφορά σιωπηλές. Οι πάντες αντιλαμβάνονταν ότι η ζημιά που είχαν υποστεί ήταν ανεπανόρθωτη. Το πρώτο και άμεσο μέλημά τους ήταν αν θα εφάρμοζαν τον νόμο που απαιτούσε τον στιγματισμό όσων δεν είχαν πολεμήσει γενναία. Εάν τον εφάρμοζαν, θα έμεναν χωρίς πολεμιστές, εάν τον αθετούσαν θα παραβίαζαν το πάτριο πολίτευμα. Την υπόθεση ανέλαβε να διευθετήσει ο βασιλιάς Αγησίλαος, που ανακοίνωσε ότι την ημέρα εκείνη οι νόμοι έπρεπε να κοιμηθούν. Από την επόμενη θα ήταν και πάλι σε ισχύ.

Χωρίς σαφή ηγεσία ικανή να επιβάλει την τάξη, πολλές Ελληνικές πόλεις βρήκαν την ευκαιρία να ξεκαθαρίσουν τα εσωτερικά τους προβλήματα. Παντού σχεδόν εκδηλώνονταν στάσεις, δηλαδή αιματηρές κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις. Με ιδιαίτερη βιαιότητα αντέδρασαν οι δημοκρατικοί στο Άργος, όταν αντιλήφθηκαν ότι γινόταν απόπειρα ανατροπής της δημοκρατίας. Περισσότεροι από 1.200 εξέχοντες και πάμπλουτοι πολίτες εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες. Έντονες ήταν οι εξελίξεις και σε πόλεις όπου οι Σπαρτιάτες είχαν στηρίξει ολιγαρχικά πολιτεύματα. Η αδυναμία στην οποία είχαν περιέλθει οι εχθροί τους ενθάρρυνε τους δημοκράτες να ανατρέψουν και συχνά να φονεύσουν τους ολιγαρχικούς. Οι σύμμαχοι εγκατέλειπαν πλέον τους Σπαρτιάτες μαζικά, και οι εχθροί τους συνασπίζονταν για να τους αποτελειώσουν.

Έναν χρόνο μετά από τη μάχη στα Λεύκτρα, ο Επαμεινώνδας και οι Θηβαίοι εισέβαλαν στην Πελοπόννησο, επικεφαλής ενός μεγάλου συνασπισμού στον οποίο συνέπρατταν πάνδημοι οι Αρκάδες, οι Ηλείοι και οι Αργείοι. Συνολικώς μετείχαν περίπου 70.000 άνδρες, οπλίτες και ελαφρά οπλισμένοι, αλλά επίσης και άοπλοι με αποκλειστικό σκοπό την αρπαγή. Οι εχθροί έφτασαν στην ατείχιστη Σπάρτη και απειλούσαν την ίδια της την ύπαρξη. Για πρώτη φορά οι Σπαρτιάτισσες είδαν με τα μάτια τους εχθρικό καπνό. Η πόλη ήταν ανάστατη, και οι αρχές αναγκάστηκαν να εκτελούν τους συνωμότες, ακόμη και όταν ήταν πολίτες, χωρίς δίκη. Πολλοί περίοικοι και είλωτες δραπέτευαν προς τον εχθρό. Χωρίς συμμάχους και χωρίς δικούς της οπλίτες, η πόλη κατέφυγε για βοήθεια στους εσωτερικούς της εχθρούς, τους είλωτες. Έξι χιλιάδες δήλωσαν πρόθυμοι να συνδράμουν με δέλεαρ την ελευθερία τους, αλλά και αυτοί πρόβαλαν περισσότερο ως απειλή παρά ως συμπολεμιστές.

Παρά τη μεγάλη υπεροχή του στρατού του, ο Επαμεινώνδας επέλεξε να μην εισέλθει στην πόλη. Ήξερε ότι οι λιγοστοί υπερασπιστές της ήταν αποφασισμένοι να πεθάνουν και ότι θα προξενούσαν μεγάλη ζημιά στους εισβολείς. Πέτυχε ωστόσο κάτι εξαιρετικά σημαντικό. Απέσπασε από τη Σπάρτη τη Μεσσηνία και επανίδρυσε τη Μεσσήνη (αρχικά με την ονομασία Ιθώμη), που βρισκόταν στον έλεγχο των Σπαρτιατών για αιώνες. Στη νέα πόλη, που έγινε αμέσως δεκτή από τους άλλους Έλληνες ως ισότιμη, έσπευσαν να κατοικήσουν όλοι οι είλωτες της περιοχής και, μαζί με αυτούς, φυγάδες που βρίσκονταν διάσπαρτοι στη Σικελία, την Κάτω Ιταλία και τη Βόρεια Αφρική. Οι κάτοικοί της ισχυρίζονταν ότι είχαν διασώσει μνήμες από το μακρινό παρελθόν και ότι μπορούσαν να επανιδρύσουν λατρείες ξεχασμένες από την εποχή της δωρικής κατάκτησης. Οι ανασκαφές φέρνουν στο φως μια πόλη σχεδιασμένη από την αρχή, με εξαίρετη οχύρωση, περίβλεπτα κτίρια και πλήθος επιγραφές.

Λίγο αργότερα ιδρύθηκε η Μεγαλόπολη, σε μια τεχνητή προσπάθεια να ενωθεί η Αρκαδία γύρω από ένα μεγάλο αστικό κέντρο που θα λειτουργούσε ως ανάχωμα στη σπαρτιατική επεκτατικότητα προς τον βορρά. Οι αρκαδικές πόλεις έστειλαν επίσημους οικιστές, ενώ πληθυσμοί από πολλές κώμες, που βρίσκονταν σε χαλαρή πολιτική οργάνωση στην κεντρική Αρκαδία, πείστηκαν ή εξαναγκάστηκαν να συνδράμουν το εγχείρημα με μετοικεσία. Λίγο νωρίτερα, άλλωστε, οι Αρκάδες είχαν υποστεί ατιμωτική ήττα από τους Λακεδαιμόνιους (στην πρώτη επιτυχία τους μετά τα Λεύκτρα). Η προσπάθεια πολιτικής ένωσης των διάσπαρτων οικισμών της Αρκαδίας δεν θα είχε τελεσφορήσει χωρίς τη θερμή υποστήριξη του Επαμεινώνδα.

Ο Ελληνικός κόσμος βρισκόταν σε κατάσταση αναδιοργάνωσης, και όλοι όφειλαν να χαράξουν την πορεία τους με βάση τα καινούργια δεδομένα. Οι Θηβαίοι ανοίχτηκαν σε νέους πολέμους εναντίον του Αλεξάνδρου των Φερών, που είχε διαδεχθεί τον Ιάσωνα και προτιμούσε τη φιλία των Αθηναίων. Στη συνέχεια στράφηκαν για συνεργασία στον νέο βασιλιά της Μακεδονίας, τον Αλέξανδρο Β' (370-368/9), που είχε διαδεχθεί τον πατέρα του Αμύντα Γ'. Επιστρέφοντας στην πόλη του, ο Πελοπίδας είχε μαζί του ως όμηρο τον αδελφό του Μακεδόνα βασιλιά Φίλιππο (που έμελλε να γίνει και ο ίδιος βασιλιάς). Με τις επιτυχίες τους οι Θηβαίοι έγιναν συνομιλητές του Πέρση βασιλιά, που έκρινε ότι αυτοί εξυπηρετούσαν πλέον τα συμφέροντά του καλύτερα. Το 367 ο Πελοπίδας βρέθηκε στα Σούσα, όπου συμφωνήθηκε με τον Αρταξέρξη η ανανέωση της ειρήνης, αυτή τη φορά με τους όρους της Θήβας. Η Μεσσήνη, παρά τις αντιρρήσεις της Σπάρτης, αναγνωρίστηκε επίσημα ως ελεύθερη πόλη.

Οι Σπαρτιάτες συνέχισαν να δέχονται σταθερά τη συνδρομή του Διονυσίου των Συρακουσών, αλλά είχαν ανάγκη και από νέους συμμάχους. Στράφηκαν έτσι για συνεργασία στους παλαιούς, μεγάλους τους αντίπαλους. Παρά τις συγκρούσεις του παρελθόντος, οι Αθηναίοι έκριναν ότι δεν τους συνέφερε η συντριβή της Σπάρτης και συμφώνησαν να τη βοηθήσουν.

Τις φιλικές σχέσεις της Αθήνας με τη Σπάρτη έσπευσε να εκμεταλλευτεί ο Διονύσιος, για να διακριθεί επιτέλους ως ποιητής. Έχοντας υποστεί πολλές αποτυχίες, το 367 βραβεύτηκε στα Λήναια για μια τραγωδία που είχε γράψει ο ίδιος. Είχε μόλις ηττηθεί για μια ακόμη φορά από τους Καρχηδόνιους, αλλά προτίμησε να εορτάσει την ποιητική του νίκη και πέθανε στο γλέντι από την υπερβολή χαρά. Για τον θάνατό του λεγόταν ότι ήταν σαν θεατρικό τέλος μιας μεγάλης τραγωδίας.

Το 364 ο Πελοπίδας νίκησε ξανά τον Αλέξανδρο των Φερών, αλλά σκοτώθηκε στη μάχη. Τέτοια ήταν η δόξα του, ώστε οι Θεσσαλοί σύμμαχοι των Θηβαίων τού πρόσφεραν τη λαμπρότερη κηδεία που αξιώθηκε πολεμιστής έξω από την πόλη του. Εκτός από τους Θηβαίους, που εκδικήθηκαν σύντομα τον θάνατό του, εναντίον του Αλεξάνδρου στράφηκε λίγο αργότερα και η γυναίκα του, που τον σκότωσε μαζί με τα αδέλφια της. Τον αγώνα των Θηβαίων συνέχισε σχεδόν μόνος του ο Επαμεινώνδας.

Το 362 ο Επαμεινώνδας εισέβαλε πάλι στην Πελοπόννησο και προσπάθησε για μία ακόμη φορά να εισέλθει στην ανοχύρωτη Σπάρτη. Την πόλη έσωσε και πάλι ο Αγησίλαος, πολεμώντας τους Θηβαίους από τις στέγες των σπιτιών με τα παιδιά και τους γέροντες, και στα στενά δρομάκια με τους ελάχιστους ενήλικες που είχαν απομείνει. Ο Επαμεινώνδας νίκησε ωστόσο τους Σπαρτιάτες στη Μαντίνεια. Με το στρατόπεδο των Βοιωτών πολεμούσαν οι Ευβοείς, οι Θεσσαλοί, οι Αργείοι, οι Μεσσήνιοι και άλλοι. Με το στρατόπεδο των Σπαρτιατών πολεμούσαν οι Αθηναίοι και άλλοι. Οι Αρκάδες ήταν μοιρασμένοι. Η μάχη ήταν σκληρή, και ο Επαμεινώνδας υποχρεώθηκε να εκτεθεί προσωπικά περισσότερο από ό,τι συνηθιζόταν για στρατηγούς. Σε μια συμπλοκή τραυματίστηκε σοβαρά και αποσύρθηκε από τη μάχη. Πριν ξεψυχήσει ρώτησε, όπως όφειλε κάθε γενναίος πολεμιστής, αν είχε σωθεί η ασπίδα του· ύστερα, αν είχε κερδίσει τη μάχη.

Σε ηλικία 84 ετών ο βασιλιάς Αγησίλαος εξακολουθούσε να αγωνίζεται για να διασώσει ό,τι απέμενε από την πόλη του. Την είχε παραλάβει στη μεγαλύτερη ακμή της και την παρέδιδε ταπεινωμένη και αμελητέα. Για να εξασφαλίσει χρήματα, επέλεξε να συνδράμει ως μισθοφόρος τον Αιγύπτιο στρατηγό Τάχω, που εξακολουθούσε να πολεμά τον Πέρση βασιλιά. Η υπόθεση δεν εξελίχθηκε καλά, και ο Αγησίλαος αναγκάστηκε να προσχωρήσει στο στρατόπεδο του στασιαστή Νεκτάναβη, που αυτοαναγορεύτηκε βασιλιάς της Αιγύπτου. Έστω και έτσι, συγκέντρωσε κάποια χρήματα, που εκείνη την εποχή ήταν εντελώς απαραίτητα στην πόλη του. Δεν πρόλαβε ωστόσο να τα παραδώσει ο ίδιος, καθώς πέθανε στο δρόμο της επιστροφής το 360, έχοντας βασιλέψει για 40 χρόνια. Τον επόμενο χρόνο πέθανε και ο Αρταξέρξης Β' ύστερα από 46 χρόνια στην εξουσία. Τον διαδέχθηκε ο γιος του Ώχος, που πήρε και αυτός το όνομα του πατέρα του και βασίλεψε ως Αρταξέρξης Γ' (359-338).

Μετά από τη μάχη στα Λεύκτρα, ο Ξενοφών υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τον Σκιλλούντα. Η σχέση του με τους Αθηναίους είχε πλέον αποκατασταθεί και μπορούσε να επιστρέψει στην πόλη του - μολονότι ενδέχεται να προτίμησε την Κόρινθο ως τόπο μόνιμης διαμονής. Στη μάχη της Μαντίνειας, όπου οι Αθηναίοι πολέμησαν στο πλευρό των Σπαρτιατών, σκοτώθηκε ο γιος του Γρύλλος, πολεμώντας γενναία με προτροπή του πατέρα του. Ο Ξενοφών συνέχισε το συγγραφικό του έργο. Σε μία από τις εργασίες του με τον χαρακτηριστικό τίτλο Πόροι ἤ Περὶ προσόδων υπέδειξε στους Αθηναίους με ποιο τρόπο θα μπορούσαν να αυξήσουν τα έσοδά τους.

Στους συνεχείς πολέμους της εποχής οι περισσότερες ελληνικές πόλεις είχαν εξαντλήσει τα αποθέματά τους. Για να καλύψουν τις πιεστικές ανάγκες τους στρέφονταν όλο και συχνότερα στον Πέρση βασιλιά, όπως επίσης στη λεηλασία και στον εξανδραποδισμό των εχθρών τους. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά βρίσκονταν διαθέσιμοι ως δούλοι σε αφθονία ύστερα από κάθε σχεδόν πολεμική σύγκρουση. Ο Ξενοφών πίστευε ότι η Αθήνα όφειλε να αναζητήσει μονιμότερες λύσεις για την ανόρθωση των οικονομικών της. Ιδιαίτερο βάρος απέδωσε στην εκμετάλλευση των μεταλλείων του Λαυρίου. Όπως θυμούνταν οι πάντες, με το αργυρομετάλλευμά τους οι Αθηναίοι είχαν ναυπηγήσει τον στόλο της Σαλαμίνας και είχαν χρηματοδοτήσει τα δημόσια οικοδομήματα στην Πεντηκονταετία.

Η πόλη αποκόμιζε έσοδα από τα μεταλλεία ενοικιάζοντας τις γαίες σε ιδιώτες. Αυτοί με τη σειρά τους έκαναν τις αναγκαίες επενδύσεις για να ανακαλύπτουν νέες φλέβες μεταλλεύματος και για την εξόρυξη του αργύρου. Τα κέρδη που απέμεναν ήταν δικά τους. Οι εύποροι Αθηναίοι πάλι, που δεν επιθυμούσαν να έχουν τη φροντίδα τέτοιου είδους εργασιών, αποκόμιζαν μεγάλα κέρδη με άλλο, ασφαλέστερο τρόπο. Προμηθεύονταν με τα κεφάλαιά τους μεγάλους αριθμούς δούλων, τους οποίους μίσθωναν στους διαχειριστές των μεταλλείων με την ημέρα. Ο στρατηγός Νικίας, για παράδειγμα, που χάθηκε στη Σικελική Εκστρατεία, διέθετε 1.000 τέτοιους δούλους· άλλοι είχαν 600, άλλοι 300.

Οι συνθήκες εργασίας των δούλων σε τέτοιου είδους εργασίες ήταν πολύ σκληρές. Στις ανθυγιεινές σήραγγες των μεταλλείων του Λαυρίου, με τον τεχνητό φωτισμό και τον ανεπαρκή αερισμό, το προσδόκιμο ζωής των δούλων ήταν πολύ χαμηλό. Οι συνεχείς απώλειες έπρεπε να καλύπτονται με νέες αγορές. Ελπίδες για απελευθέρωση δεν υπήρχαν. Στη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου το Λαύριο είχε βρεθεί απροστάτευτο και χιλιάδες δούλοι κατάφεραν να δραπετεύσουν. Πολλοί συνελήφθησαν και ξαναπουλήθηκαν στη Θήβα σε χαμηλές τιμές, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη της πόλης. Μετά τον πόλεμο τα μεταλλεία υπολειτουργούσαν.

Ο Ξενοφών ήταν της γνώμης ότι η εκμετάλλευση των μεταλλείων στο Λαύριο μπορούσε να τεθεί σε νέα βάση. Τα αποθέματα έμοιαζαν αστείρευτα, αλλά δεν υπήρχαν ιδιώτες πρόθυμοι να προβούν στις αναγκαίες επενδύσεις. Η δική του πρόταση ήταν να αναλάβει η πόλη τον ρόλο των ιδιωτών. Οι δούλοι θα έπρεπε να αγοραστούν από το δημόσιο ταμείο και να πολλαπλασιάζονται, μαζί με τα έσοδα. Επίσης, τις δαπάνες για αναζήτηση μεταλλεύματος, που δεν ήταν πάντα επικερδείς, όφειλαν να τις αναλάβουν οι δέκα φυλές. Για μεγαλύτερη μάλιστα ασφάλεια, οι δούλοι έπρεπε να στιγματίζονται με τη σφραγίδα του δημοσίου, ώστε να μην τολμά κανείς να τους σφετεριστεί.

ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ: Το ΜΕΓΙΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ

Το Πιο Σημαντικό που μπορεί να Κατανοήσει ο Άνθρωπος (να «Μάθει») είναι το να ΚΑΤΑΝΟΗΣΕΙ την ΦΥΣΗ του και πως ΛΕΙΤΟΥΡΓΕΙ… Από Αυτή την Κατανόηση Πηγάζει η Αληθινή Γνώση και κάθε Ορθή Δράση.

Στην Ιστορία πολλοί άνθρωποι Κατανόησαν Πραγματικά την Φύση τους (τη Φύση του Ανθρώπου), Βίωσαν Ως το Απεριόριστο Βάθος την Ύπαρξή τους κι Ήρθαν σε Άμεση Επαφή με την Πραγματικότητα, (Πρόσωπο με Πρόσωπο με την Αλήθεια)…

Κάποιοι Ονόμασαν Αυτή την Εμπειρία (Αυτή την Κατάσταση Ύπαρξης) «Μία Φύση» όπως ο Λάο Τσε.

Άλλοι την Ονόμασαν «Βασίλειο του Αδημιούργητου», όπως ο Βούδας.

Κι άλλοι την Ονόμασαν «Θεό», «Βασίλειο του Θεού», «Βασιλεία των Ουρανών», όπως ο Ιησούς.

Και πρόσφατα ο Κρισναμούρτι την Ονόμαζε «Αλήθεια», «Χώρα της Αλήθειας»…

Τι εννοούσαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι με όλες αυτές τις εκφράσεις;

Προφανώς μιλούσαν για μια Αντικειμενική Πραγματική Κατάσταση της Ύπαρξης που τα Αγκαλιάζει Όλα. Η Μία Φύση, η Πραγματικότητα, ο Θεός, η Αλήθεια, Είναι Κάτι στο Οποίο μπορεί ο Άνθρωπος να Ανυψωθεί, να Βιώσει, να Νοιώσει Άμεσα – όχι κάτι εξωτερικό, ένα αντικείμενο.

Το Όλον Είναι το Απεριόριστο στο Οποίο Ανοιγόμαστε (σαν Άνθρωποι), Μια Εμπειρία – δεν είναι κάτι που υπάρχει ανεξάρτητα από εμάς, εκεί έξω. Αυτή η τελευταία αντίληψη (άποψη) είναι η αντίληψη ενός φαντασιόπληκτου νου που νομίζει ότι ο ιδέες του έχουν αντικειμενική υπόσταση κι ότι ο Θεός είναι κάτι εκεί έξω.

Με άλλα λόγια – για να τελειώνουμε με όλα αυτά - Το Όλον (Υπάρχει Μέσα σε Όλα, Μέσα στον Άνθρωπο κι ) Είναι η Ανώτερη Εμπειρία του Ανθρώπου, η Υπέρτατη Κατάσταση της Ύπαρξής του, η Ύστατη Πραγματικότητα που μπορεί να Βιώσει.

Κι αφού περιπλανηθήκαμε τόσο μακριά – αγαπητοί φίλοι – ας ξαναγυρίσουμε στον Άνθρωπο.

Όπως έλεγε ο Αρχαίος Σοφός, στην Αθήνα, πριν 2500 χρόνια (ο Πρωταγόρας) ο Άνθρωπος Είναι η Αρχή και η Πραγματικότητα και το Μέτρο των πάντων.

Κι όπως έλεγε ο άλλος Μεγάλος Σοφός, πάλι στην Αθήνα, την ίδια εποχή (ο Πλάτωνας) το «Μέγιστο Μάθημα» για τον Άνθρωπο είναι η Κατανόηση από τον Άνθρωπο της Μίας Φύσης, του Αγαθού, του «Τελείως Είναι», που τα Αγκαλιάζει Όλα κι Είναι Μέσα σε Όλα και Μέσα στον Άνθρωπο (και Ταυτίζεται με Όλα στο Βάθος της Ύπαρξής τους) – αφού Όλα από Αυτό (το Αγαθόν) Πηγάζουν… Και θυμηθείτε ο Πλάτωνας ήταν Μυημένος στα Ελευσίνια Μυστήρια.

Κι όλοι οι Σοφοί του Κόσμου (οι Πραγματικοί Σοφοί – όχι οι σοφοί που για να αποδείξουν ότι είναι σοφοί ξεδιπλώνουν ξεδιάντροπα διπλώματα, χαρτιά με σφραγίδες, χαρτιά με μελάνι) Αυτή την Αλήθεια Έψαξαν και Βρήκαν και Βίωσαν.

Τι είναι ο Άνθρωπος; Τι είναι η Φύση του Ανθρώπου; Πως λειτουργεί; Πως μπορούμε να Βιώσουμε την Πραγματικότητα; Τι είναι Αυτή η Ύστατη Πραγματικότητα που Βιώνουμε;

Η Απάντηση σε όλα τα Ερωτήματα είναι μία. Κι αυτή η Απάντηση δεν είναι απλά η Παράδοση, η Διδασκαλία, η Αλήθεια που κηρύττουν, είναι αυτό που μπορεί να Διαπιστώσει ο καθένας μας.

Η ΦΥΣΗ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ. ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ. ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΑΝΤΙΛΗΨΗ. ΑΝΤΙΛΗΨΗ (δηλαδή μια Δυναμική Σύλληψη Αυτού που Υπάρχει, αυτού που συμβαίνει, που φαίνεται, κλπ.), που Αναδύεται σε ΠΑΡΟΥΣΙΑ, Συμπυκνώνεται σε σκέψη, Παγιώνεται σε Αίσθηση και Σταθεροποιείται σε Φαινόμενο.

Όλα Είναι ΑΝΤΙΛΗΨΗ κι Όλα Ταυτίζονται (αφού είναι η ίδια η ΑΝΤΙΛΗΨΗ σε Διάφορες Χρήσεις).

Κι όπως Λειτουργεί η ΑΝΤΙΛΗΨΗ σε Κοσμικό Επίπεδο λειτουργεί και σε Ατομικό Επίπεδο και σε Ανθρώπινο Επίπεδο, Μέσα στον Άνθρωπο…

Καθένας μπορεί να Διαπιστώσει – Παρατηρώντας τον Εαυτό του – ότι ΕΙΝΑΙ ΑΝΤΙΛΗΨΗ (ΑΙΣΘΗΣΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ) και Λειτουργεί είτε σαν Αντίληψη (Απλή Παρουσία), είτε γίνεται σκέψη, είτε αίσθηση, είτε σωματική εμπειρία, μέσα στο κόσμο των φαινομένων.

Όλα Είναι ΑΝΤΙΛΗΨΗ, δεν υπάρχει κάτι Διαφορετικό. Η ΑΝΤΙΛΗΨΗ είναι που συμπυκνώνεται σε σκέψη, η ΑΝΤΙΛΗΨΗ είναι που γίνεται Αίσθηση, η ΑΝΤΙΛΗΨΗ είναι που διαχέεται μέσα στην σωματική δραστηριότητα. Είναι η ΑΝΤΙΛΗΨΗ σε Διάφορες Χρήσεις (η Ίδια Λειτουργία).

Κι όπως (Αυτή η Μία, η Ίδια Λειτουργία) η Αντίληψη Λειτουργεί σαν Αντίληψη, με τον ίδιο τρόπο λειτουργεί και στις Άλλες Χρήσεις της. Όλα Ελέγχονται με τη Βούληση.

Θέλουμε να πούμε ότι με τον ίδιο τρόπο (με τη Βούληση) χειριζόμαστε την Αντίληψη, την σκέψη, την αίσθηση, ή την κίνηση του χεριού για να κάνουμε κάτι. Από εμάς πηγάζει η Βούληση, η Δύναμη που προσανατολίζει την δράση μας. Από εμάς πηγάζει η Βούληση που μετατρέπει την Αντίληψη σε σκέψη, σε αίσθηση, ή σε κίνηση του χεριού.

Από εμάς εξαρτάται αν θα Αντιλαμβανόμαστε Απλώς, ή αν θα χρησιμοποιούμε την σκέψη, την αίσθηση, ή την σωματική δραστηριότητα.

Ο Χειρισμός της ΑΝΤΙΛΗΨΗΣ είναι Ίδιος σε όλες της Χρήσεις της, σε όλα τα Πεδία… γίνεται με τον ίδιο τρόπο.

Με τον ίδιο τρόπο που κρατάμε το χέρι μας ανοιχτό ή το σφίγγουμε σε γροθιά – με τον ίδιο ακριβώς τρόπο – σκεφτόμαστε ή εγκαταλείπουμε τη σκέψη (το ίδιο και την αίσθηση).

Τώρα, το ερώτημα είναι ότι αν Κατανοούμε την Φύση μας, αν την Βιώνουμε και τα Γνωρίζουμε όλα αυτά, τότε Ποια είναι η Ορθή Δράση;

Η Πραγματική, Φυσική, Λογική, Ισορροπημένη, Υγιής Δράση, είναι η Χρήση της Φύσης μας σύμφωνα με την αντικειμενική Ιεραρχία των δυνατοτήτων μας, αρμονικά και για καλό αποτέλεσμα. Αυτό δεν λέει η Λογική;

Πρέπει λοιπόν να Αντιλαμβανόμαστε Ελεύθερα, Απεριόριστα (με την Γενική Όρασή μας) και να χρησιμοποιούμε την σκέψη να αποφασίζουμε, την αίσθηση να κατευθυνόμαστε και το σώμα να πραγματοποιούμε. Τα χρησιμοποιούμε όλα αυτά ανάλογα με την φυσική αντικειμενική ιεραρχία τους και στο μέτρο που τους αναλογεί και μόνο για να έχουμε αγαθό αποτέλεσμα – το κακό είναι άγνοια, δυσαρμονία και διάλυση.

Πρέπει να Χρησιμοποιούμε την ΑΝΤΙΛΗΨΗ σε Όλες τις Χρήσεις της χωρίς να παρασυρόμαστε στην υπερβολή της σκέψης ή της αίσθησης ή της υλικής δραστηριότητας και να σκλαβωνόμαστε σε αυτές τις ιδιαίτερες χρήσεις. Δεν μπορούμε να παγιδευόμαστε σε ένα τρόπο σκέψης όπως δεν μπορούμε να κρατάμε το χέρι μας σφιγμένο σε γροθιά συνέχεια. Δεν είναι ανόητο; Δεν είναι τρελό;

Όταν Ενεργούμε Ισορροπημένα, με Μέτρο, τότε Είμαστε ελεύθεροι να Ζήσουμε και να δράσουμε κι η σκέψη, η αίσθηση, η σωματική δράση δεν είναι εμπόδια, δεν μας εμποδίζουν να βιώνουμε αυτό που πραγματικά υπάρχει, αυτό που πραγματικά συμβαίνει.

Όταν την Ελεύθερη και Απεριόριστη Αντίληψη (που Διαθέτουμε από τη Φύση μας) την μετατρέπουμε σε σκέψη, όταν εμμένουμε σε μια προοπτική του κόσμου μέσα από μια συγκεκριμένη αντίληψη (νοοτροπίες, πάγιες αντιλήψεις - δηλαδή όχι ζωντανούς αλλά τεχνητούς τρόπους αντίληψης), όταν απορροφιόμαστε σε αυτή την οπτική της ζωής, όταν λησμονιόμαστε μέσα σε αυτή την οπτική, τότε απλά ζούμε το «όνειρό» μας.

Κι όταν οι άνθρωποι το κάνουν αυτό σε μεγάλη κλίμακα (παγκόσμια) απομονώνεται ο καθένας στην πραγματικότητά του κι αρχίζει η ασυνεννοησία, η διαμάχη, οι πόλεμοι και το αποτέλεσμα το βλέπουμε παντού γύρω μας – στον ωραίο κόσμο που έχουμε φτιάξει, στην πολιτισμένη κοινωνία για την οποία περηφανευόμαστε, στον πολιτισμό μας που αδιαφορεί για τον άνθρωπο, την αδικία, την φτώχεια, τον θάνατο (εννοούμε το φόνο).

Κι έρχονται μετά οι κάθε είδους σωτήρες να φτιάξουν την κοινωνία…

Πλουτοκράτες, τραπεζίτες, αχυράνθρωποι πολιτικοί, βολεμένα τσουβάλια, ζόμπι στους δρόμους…

Πνευματικοί δάσκαλοι, ρασοφόροι και ψυχίατροι…

Διανοητές και ψευτοεπαναστάτες…

Κάθε είδους τρελός στην «Παγκόσμια Γιορτή των Τρελών».

Γνωρίζει τούτος ο κόσμος (όλοι αυτοί οι άνθρωποι) τι κάνει; Που πηγαίνει;

Είναι για γέλια και για κλάματα – όλο αυτό το μπέρδεμα.

Αλλά τα πράγματα είναι απλά – αγαπητοί φίλοι. Πολύ απλά.

Πρέπει απλά να μάθουμε να είμαστε Άνθρωποι. ΑΝΘΡΩΠΟΙ. Τίποτα περισσότερο αλλά και τίποτα λιγότερο (γιατί είμαστε πολύ λιγότερο).

Πρέπει να Αφήσουμε την ΦΥΣΗ μας να ΕΚΔΗΛΩΘΕΙ, να ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΣΕΙ ΕΛΕΥΘΕΡΑ, ΤΕΛΕΙΩΣ ΕΛΕΥΘΕΡΑ.

Πρέπει να Μάθουμε να Αντιλαμβανόμαστε (απλά να Αντιλαμβανόμαστε), να χρησιμοποιούμε την σκέψη (όχι να σκλαβωνόμαστε στη σκέψη – κι αυτό σημαίνει ότι πρέπει να πετάξουμε στα σκουπίδια όλο τον ανθρώπινο πολιτισμό, τις «γνώσεις», τους τρόπους ζωής, τις ανοησίες…), να χρησιμοποιούμε την αίσθηση (όχι να την ανακηρύσσουμε σε πάθος) να χρησιμοποιούμε το σώμα για να ζήσουμε ειρηνικά στον κόσμο, μαζί με τους άλλους (όχι για να κατακτήσουμε τον κόσμο – κι άντε ανόητε άνθρωπε! Να σου χαρίσουν τον Γαλαξία, το Σύμπαν… τι θα το κάνεις;).

Κι αυτά που λέμε – για να μην παρεξηγούμαστε – είναι απλά πράξη που πρέπει να κάνουμε, αν θέλουμε να είμαστε Υγιείς.

Δεν είναι ούτε Διδασκαλία, ούτε τεχνική, ούτε τίποτα άλλο.

Μην εμπιστεύεστε – αγαπητοί φίλοι – τους διδασκάλους που λένε ότι θα σας αποκαλύψουν την Αλήθεια. Τι θα σας αποκαλύψουν; Ήδη Είσαστε Άνθρωποι, Ζωντανοί κι Έχετε από την Φύση σας Όλες τις Δυνατότητες. Θα σας μάθουν να Είστε Εσείς; Να είστε Ζωντανοί; Να θέλετε; Να δράτε; Να περπατάτε; Να ανασαίνετε; Τι μπορούν να σας διδάξουν;

Μην εμπιστεύεστε αυτούς που λένε ότι θα σας μάθουν να είστε υγιείς, ότι θα σας ξεμπλέξουν από το μπέρδεμα της σκέψης κι από το πρόβλημα της ζωής. Έχετε Ήδη την Δυνατότητα να Είστε Υγιείς. Τι θα σας μάθουν; Πώς να Ισορροπείτε όταν περπατάτε; Χρειάζεται να σας διδάξει κάποιος ισορροπία στην σκέψη, στην αίσθηση, στο περπάτημα;

Μην εμπιστεύεστε αυτούς που σας υπόσχονται να σας σώσουν. Μόνοι σας πρέπει να σωθείτε, όπως μόνοι σας πρέπει να σηκωθείτε να πάτε στην βρύση να πιείτε νερό (ακόμα κι αν σας το φέρει κάποιος το νερό θα πρέπει μόνοι σας να το πιείτε).

Ακόμα και τον γράφοντα, μην τον παίρνετε στα σοβαρά. Ένας ανόητος είναι που απλά αγαπά τους ανθρώπους… και κάπου μέσα του σφίγγεται για όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας.

Μακάρι – αγαπητοί φίλοι – να μην με ένοιαζε, να ήμουνα ελεύθερος… να πάω μια βόλτα στο βουνό κι ας βρέχει, ή να χάζευα στους δρόμους χωρίς σκοπό, να κάτσω να κοιτώ τα πουλιά που πετάνε μακριά ή να αφουγκράζομαι το θρόισμα των φύλλων στο δένδρο που είναι απέναντι από το παράθυρό μου…

Αλλά χρειάζεται να «κλείσω» αυτό που γράφω.

Έχω να κερδίσω κάτι; Δεν με νοιάζει.

Από την στιγμή που η ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ γίνεται λόγια δεν είναι δικά μου πια. Είναι σαν τα αχνά ίχνη στην άμμο, στην ακρογιαλιά του χρόνου. Θα έρθει το κύμα και θα τα σβήσει…

Κάποιος άλλος θα βρεθεί να ξαναγράψει πάλι και πάλι τα λόγια θα χαθούν μαζί με ένα άλλο κύμα…

Μονάχα ένα πράγμα απομένει… Η ΑΓΑΠΗ ΠΟΥ ΠΛΗΜΜΥΡΙΖΕΙ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ΚΑΙ ΤΑ ΕΝΩΝΕΙ ΟΛΑ ΣΕ ΜΙΑ ΟΥΣΙΑ, σε ΜΙΑ ΑΝΤΙΛΗΨΗ, σε ΜΙΑ ΑΠΕΡΑΝΤΟΣΥΝΗ, Ήρεμη, Γαλήνια, Ευτυχισμένη.

Τίποτα… Όλα είναι ανοησίες…

Απλά Πρέπει (Όλοι μας, ο Καθένας μας) να μάθουμε να Είμαστε Άνθρωποι…

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ.

ΦΥΣΙΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ.

ΛΟΓΙΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ.

ΙΣΟΡΡΟΠΗΜΕΝΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ.

ΥΓΙΕΙΣ ΑΝΘΡΩΠΟΙ.

Πρέπει να μάθουμε να Γνωρίζουμε την ΦΥΣΗ μας (που ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΦΥΣΗ – ΑΝΤΙΛΗΨΗ) και να την ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΜΕ με ΟΡΘΟ ΤΡΟΠΟ.

Ούτε Διδάσκαλοι χρειάζονται, ούτε Διδασκαλίες.

Η Ίδια η Ζωή Είναι ο ΟΔΗΓΟΣ.

Πρέπει να την Εμπιστευτούμε. Θα μας Οδηγήσει Ακριβώς Εκεί που Πρέπει, στην ΖΩΗ!

Οι βασικές αξίες του Αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού και της τέχνης

Κινδυνεύουμε να ξεχάσουμε ότι ο άνθρωπος που εξύμνησαν οι Έλληνες ήταν ένας ολοκληρωμένος άνθρωπος. Αγαπούσε τη ζωή και τις γιορτές, τα συμπόσια, τον έρωτα, το κάλλος, τη γνώση, την αρετή, την ανδρεία, τη δόξα, την υστεροφημία. Όλα αυτά τα ανδραγαθήματα, τα πάθη, αλλά και οι υπερβολές, είχαν οδηγήσει τους Έλληνες στο τοποθετήσουν στο αέτωμα του ναού του Απόλλωνος στο μαντείο των Δελφών δύο από τα σπουδαιότερα Δελφικά Παραγγέλματα, το ΓΝΩΘΙ ΣΑΥΤΟΝ (να γνωρίσεις τον εαυτό σου), και το ΜΗΔΕΝ ΑΓΑΝ (να κάνεις τα πάντα με μέτρο, αποφεύγοντας την υπερβολή), ως οδηγούς ζωής.

Αν στα παραπάνω προσθέσουμε την φράση του Πρωταγόρα στον Θεαίτητο του Πλάτωνος (152a)

«πάντων χρηµάτων µέτρον ἐστίν ἄνθρωπος, τῶν µέν ὄντων ὡς ἐστιν, τῶν δέ οὐκ ὄντων ὡς οὐκ ἔστιν»,

τότε αποκτούμε μία εικόνα για τις βασικές αρχές του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού.

Η προαναφερθείσα φράση αυτή του Πρωταγόρα εισάγει θα έλεγε κανείς έναν ανθρωποκεντρισμό καθώς και την έννοια της σχετικότητας και του υποκειμενισμού ως προς την προσέγγιση της αλήθειας και γενικότερα των πραγμάτων. Σημαίνει πως ότι ο άνθρωπος αποτελεί το μέτρο της αλήθειας και ότι κάθε υποκειμενική άποψη έχει την αξία της, αλλά συγχρόνως και ότι η αλήθεια και η πραγματικότητα είναι σχετική, δεν υπάρχει κάποια απόλυτη αντιμετώπιση της αλήθειας, η οποία συχνά εκφεύγει , διαφοροποιείται, διαστρεβλώνεται κατά το δοκούν και με βάση τις ιδιαίτερες πεποιθήσεις, το ιδεολογικό υπόβαθρο καθενός, τις αντιλήψεις και τα πιστεύω του, τα οποία ούτως ή άλλως έχουν υποκειμενική χροιά και δεν μπορεί να είναι απολύτως κοινά και, με έναν φορμαλιστικό τρόπο, δεδομένα.

Οι αρχές του καθενός, οι αξίες, τα ιδανικά, οι προκαταλήψεις ή τα στερεότυπά του διαμορφώνουν την αντιμετώπισή του έναντι των συνθηκών και των καταστάσεων της ζωής. Αυτές είναι που οδηγούν στην διαμόρφωση της στάσης του και στην υιοθέτηση της αλήθειας, όχι της αντικειμενικής (κατά τοῦτο τὸ πρᾶγμα, κατά τον Αριστοτέλη στα Ηθικά Νικομάχεια), αλλά της υποκειμενικής (καθ’ ἡμᾶς).

Γεγονός το οποίο αντικατοπτρίζεται στην αρχαία Ελληνική τέχνη, η οποία είναι κατ’ αρχήν ιδιαίτερα ανθρώπινη. Αρκεί να σκεφτούμε την Αίγυπτο ή την Ινδία για να κατανοήσουμε τη δια­φορά. Ακόμα και όταν παριστάνει γίγαντες και τέρατα, πλησιάζει όλο και περισσότερο την ανθρώπινη μορφή. Στις μάχες μεταξύ θεών και γιγάντων μόλις διακρίνουμε τους μεν από τους δε: όλοι μοιάζουν με ανθρώπους (όπως στο διάζωμα του θησαυρού των Σιφνίων στους Δελφούς).

Και όταν ένας θεός και ένας άνθρωπος βρίσκονται ο ένας απέναντι στον άλλον, μόλις διακρίνουμε αν ο θεός είναι μεγαλύτερος από τον άνθρωπο: όπως στο διάζωμα του θησαυρού των Αθηναίων, πάντα στους Δελφούς.

Οι άνθρωποι φοβούνται λι­γότερο τους θεούς όσο πιο ελεύθερα επικοινωνούν μαζί τους, ε­φόσον δεν έχουν ούτε δόγμα ούτε κλήρο. Ο ανθρωπομορφισμός είναι ο κανόνας. Οι θεοί στην Ελληνικοί παράδοση, είναι ποικίλοι, υποταγμένο όμως και αυτοί στην ανάγκη, με ανθρώπινα πάθη και αδυναμίες. Εξαιτίας των συνεχών συγκρούσεων μεταξύ τους, ο άνθρωπος καταφεύγει στον ένα ή στον άλλον. Σίγουρα, οι θεοί μπορούν να χτυπούν, και ιδίως ο Δίας, ο βασιλιάς τους. Αλλά οι άνθρωποι, παρ’ ότι το ξέ­ρουν, δεν ζουν μέσα στον τρόμο ούτε στην υποταγή.

Δεν είναι τυχαίο πως οι Έλληνες είχαν καταλάβει την μυστηριώδη δύναμη της κρυφής πλευράς των πραγμάτων. Μας κληροδότησαν μια από τις ωραιότερες λέξεις της γλώσσας μας, την λέξη ενθουσιασμός από το εν-θεός μέσα μας. Το μεγαλείο των πράξεων του ανθρώπου έχει ως μέτρο του, την έμπνευση από την οποία πηγάζουν. Μακάριος όποιος φέρει έναν θεό μέσα του.

Οι ποιητές κοροϊδεύουν τους θεούς όταν βρουν την ευκαιρία: εν τούτοις δεν καταποντίζονται στις καταστροφές. Και επιπλέον υπάρχουν οι ενδιάμεσοι και οι δυνατότητες επικοινωνίας -με τους ήρωες, που είναι σχεδόν ημίθεοι, και με τους χρησμούς από τους οποίους μπορούν να ζητήσουν συμβουλή. Αν προσθέσουμε ότι οι θεοί είναι πρόγονοι πολλών οικογενειών και οι προστάτες της μιας ή της άλ­λης πόλης, εκτιμούμε πόσο μειώνεται η απόσταση ανάμεσα στο θείο και στο ανθρώπινο.

Αργότερα, οι δοξασίες επέτρεψαν πολύ πιο προσωπικές σχέ­σεις με τη θεότητα. Αυτό παρέμεινε αληθινό ως το τέλος του Ελ­ληνισμού και διευκόλυνε, μερικές φορές, τις μεταλλαγές με το Χρι­στιανισμό. Ήταν, γενικά, μία θρησκεία που αποδεχόταν και συγχρόνως γινό­ταν εύκολα αποδεκτή. Ξέρουμε πως ο απόστολος Παύλος βασί­στηκε, όταν βρέθηκε στην Αθήνα, στην ύπαρξη της λατρείας «τω Αγνώστω θεώ».

Ακόμα και ο Ελληνικός ναός βρίσκεται στα μέτρα του ανθρώπου, απόλυτα εναρμονισμένος με την φύση, με α­πέριττες γραμμές, στο οποίο η γλυπτική κατέχει μια πολύ οριοθετημένη θέση.. Δεν έχει ούτε την έπαρση των πυραμίδων ούτε την πληθώρα των γλυπτών του ναού της Άνγκορ Βατ στην Ανατολή (Καμπότζη). Είναι ίσως η ιδέα, παραπλανητική από πρώτη άποψη, που εκφράζει ο Περικλής στο Θουκυδίδη όταν δηλώνει: «Φιλοκαλούμεν γαρ μετ’ ευτελείας».

Αυτό που ενδιέφερε τον Έλληνα ήταν ένα πάθος για την αλήθεια, δηλαδή αυτό το οποίο είναι πραγματικά υπαρκτό, όχι για το εφήμερο, όχι για το προσωρινό αλλά αυτό που μένει, αυτό που είναι αιώνιο, ακατάληπτο, αμετάβλητο. Και ποιο είναι αυτό; Είναι ο λόγος των πραγμάτων. Τι θα πει ο λόγος των πραγμάτων; Η ουσία των πραγμάτων! Δηλαδή εκείνα τα γνωρίσματα κάθε όντος τα οποία κάνουν αυτό το ον να μετέχει στην ύπαρξη.

Όταν βλέπετε για παράδειγμα ένα άγαλμα του Απόλλωνα, αυτό που παριστάνει το άγαλμα δεν είναι ένα ωραίο παλικάρι το οποίο κάθετε ο γλύπτης και φτιάχνει το αντίγραφο του. Ή αν θέλει να φτιάξει την Αφροδίτη, παίρνει και στήνει μια ωραία κοπέλα, αυτό δηλαδή που έκαναν οι καλλιτέχνες στην Ευρωπαϊκή Αναγέννηση. Ο αρχαίος Έλληνας αφαιρεί από κάθε ωραία κοπέλα ή από κάθε ωραίο άντρα όλα τα περιστατικά και περιστασιακά γνωρίσματα. Αφαιρεί όλα αυτά για να φτάσει σ’ αυτόν τον λόγο. Επομένως ο θεατής του αγάλματος να έχει την αγαλλίαση της θέας εκείνων των στοιχείων που είναι αθάνατα. Δεν πεθαίνουν, δεν φθείρονται, είναι το όντος υπαρκτό.

Αντίστοιχα θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για την αρχιτεκτονική όπου ο στόχος ήταν πάλι να αποτυπωθεί ο λόγος του όντος υπαρκτού δηλαδή η αρμονία εκείνων των σχέσεων που καθιστά το σύμπαν κόσμο, κόσμημα. Έλεγε κάποτε ο Πικιώνης, ένας πολύ μεγάλος αρχιτέκτονας της εποχής μας «πως να καταλάβουμε την μετόπη του Παρθενώνα σήμερα που καταστρέψαμε την μετόπη της Πεντέλης;»

Ο Παρθενώνας λογοποιούσε τις σχέσεις του φυσικού περιβάλλοντος της Αττικής. Όταν αυτό το περιβάλλον χάσει τον λόγο του, την αρμονία των γραμμών του, τότε δεν μπορεί και να αποτυπωθεί.

Η αισθητική των αρχαίων Ελλήνων πήγαζε και εμπνεόταν από τις λαϊκές θρησκευτικές δοξασίες, αλλά ταυτόχρονα αποτελούσε και έκφραση πολιτικής ισχύος με την υψηλή καλλιτεχνική απόδοση των ιδεωδών της κοινωνίας. ΟJ.J. Winkelmann υποστήριξε πρώτος ότι η «τελειότητα» της αρχαίας Ελληνικής τέχνης οφείλεται στις συνθήκες της ατομικής ελευθερίας.

Ο Hegel υποστήριξε πως στην αρχαία Ελλάδα: «η τέχνη ήταν η ανώτερη μορφή μέσα από την οποία ο λαός παριστούσε τους θεούς και αποκτούσε συνείδηση της αλήθειας. Γι’ αυτό οι καλλιτέχνες και ποιητές της Ελλάδας είχαν γίνει οι δημιουργοί των θεών τους, δηλαδή οι καλλιτέχνες προσέφεραν στο έθνος τους μια συγκεκριμένη παράσταση της ζωής και των πράξεων των θεών, και στη θρησκεία ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο».

Η ρήση του μαντείου των Δελφών ότι «το πιο δίκαιο είναι το πιο όμορφο» καταδεικνύει το σφαιρικό τρόπο με τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες αντιλαμβάνονταν την ομορφιά. Μέσα από αυτή λοιπόν την ευρεία και γενική αντίληψη του «ωραίου» στην αρχαιοελληνική σκέψη εκπορεύτηκε σταδιακά η πιο στενή και συγκεκριμένη θεώρηση του «αισθητικά ωραίου». Οι Έλληνες ήταν οι πρώτοι που έδωσαν σε αυτήν την πιο στενή αντίληψη του «ωραίου» άλλα ονόματα. Οι ποιητές έλεγαν για μια «γοητεία» που «δίνει χαρά στους θνητούς», διάφοροι ύμνοι μιλούσαν για την «αρμονία» του κόσμου, οι γλύπτες αναφέρονταν στη «συμμετρία» και οι ρήτορες στην «ευρυθμία».

Πηγή της αισθητικής των καλλιτεχνών αποτελούσε η γενικότερη «λατρεία του κάλλους» των αρχαίων Ελλήνων, το οποίο είχαν προσωποποιήσει στη μορφή της θεάς Αφροδίτης. Στην αρχαιοελληνική σκέψη το κάλλος είχε άμεση σχέση με την αρμονία. Σύμφωνα με την αρχαία κοσμογονία, από την Αφροδίτη γεννήθηκαν η Αρμονία κα ο Έρως. Καθώς η έννοια του κάλλους δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τη μορφή, ο Έρως είναι ο νόμος της διαιώνισης των μορφών και η Αρμονία ο νόμος συλλειτουργίας τους. Επομένως, Έρως και Αρμονία είναι οι βασικοί νόμοι που διέπουν τις μορφές. Η έκφραση μιας μορφής αποδίδει την εσωτερική αρμονία και αντανακλά το εσωτερικό κάλλος, το οποίο με τη σειρά του εξωραΐζει την ίδια τη μορφή.

Στο «Συμπόσιο» του Πλάτωνα και από άλλες πηγές γνωρίζουμε ότι το «κάλλος» σήμαινε πολύ περισσότερα από το χάρισμα της ερωτικής γοητείας. Στο εξωτερικό κάλλος ερχόταν να προστεθεί ως αναπόσπαστο τμήμα του και το εσωτερικό κάλλος. Έτσι, σύμφωνα με την επικρατούσα αρχαιοελληνική αντίληψη, το ωραίο ήταν ταυτόχρονα και ενάρετο. Η λέξη άγαλμα εξάλλου «άγαλμα», σύμφωνα με την πλειονότητα των φιλολόγων, πρόκειται για ένα αντικείμενο που κάνει τη θεότητα στην οποία είναι αφιερωμένο αλλά και όποιον το βλέπει να «αγάλλεται».

Οι θεοί αναγνωρίζουν το κάλλος ενός ανθρώπινου σώματος με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο το εκτιμούν και οι θνητοί. Άλλωστε, ο Δίας απήγαγε το Γανυμήδη στον Όλυμπο και τον αναγόρευσε οινοχόο του επειδή ήταν λυγερός και όμορφος, κάτι που αποδεικνύει ότι οι θεοί στο θέμα της ομορφιάς είχαν ακριβώς τις ίδιες προτιμήσεις με τους θνητούς.

Συνοψίζοντας θα λέγαμε πως όσον αφορά τον ορισμό του «ωραίου», η λέξη «καλός» ήταν σχεδόν συνώνυμη με τη λέξη «αγαθός». Ότιδήποτε χαρακτηριζόταν «ωραίο» έπρεπε ταυτόχρονα να είναι «καλό» και ευχάριστο. Αυτή η αντίληψη είχε πεδίο εφαρμογής σε ανθρώπινα σώματα, ναούς, αγάλματα αλλά και σε χαρακτήρες, νόμους και πολιτεύματα. Περιλαμβάνονταν επομένως στην έννοια του «ωραίου» και η αντιληπτή μέσω των αισθήσεων ομορφιά και η πνευματική ομορφιά, και η ρεαλιστική και η ιδεατή ομορφιά. Έτσι, το «ωραίο» και η ομορφιά για τους αρχαίους Έλληνες αποτελούσαν κοσμικές αλήθειες. Πίστευαν πως οτιδήποτε είναι όμορφο σε ένα συγκεκριμένο πράγμα είναι όμορφο καις ε οποιοδήποτε άλλο, καθώς και πως ό,τι φαίνεται ωραίο σ’ έναν συγκεκριμένο άνθρωπο θα φαίνεται ωραίο και σε όλους τους άλλους. Με βάση αυτόν το συλλογισμό αναπτύχθηκαν και οι ιδέες της «αρμονίας» και της «συμμετρίας».

Τέλος, το «ωραίο» ενυπάρχει και στο φυσικό κόσμο και στα προϊόντα της τέχνης, αλλά στον υπέρτατο βαθμό εντοπίζεται στη Φύση. Ακόμη, χαρακτηριστικό γνώρισμα της αρχαίας Ελληνικής βιοθεωρίας ήταν η πεποίθηση ότι κάθε πράγμα έχει ένα κατάλληλο γι’ αυτό σχήμα και ανάλογα με τη φύση του πράγματος αυτό το σχήμα διαφέρει. Έτσι, η «καταλληλότητα» αποκτά μια ηθική και μια αισθητική διάσταση, που γίνεται φανερή στις θεωρίες για την τέχνη, στην ποίηση και στη ρητορική.

Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι έδιναν, λοιπόν, μεγάλη αξία τόσο στην ομορφιά όσο και στην καταλληλότητα, εξυμνούσαν και την καθολική ομορφιά αλλά και τη μεμονωμένη-ατομική καταλληλότητα. Με άλλα λόγια, αναγνώριζαν δύο ειδών έννοιες του «ωραίου», την υπερκοσμική ομορφιά της συμμετρίας και την ατομική ομορφιά της καταλληλότητας…

ΣΕ ΚΑΠΟΙΑ ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΤΡΟΦΗ

«Δύο χιλιάδες χρόνια θα διασχίσω, μακριά από τους αιώνες της ταπείνωσης, Θα βαδίσω, θα πετάξω επάνω στα φτερά των ανέμων, Προς τους μαρμάρινους ναούς και τις λευκές μας πολιτείες Εκεί όπου δεν κατοικούν οι ζωντανοί λαοί αλλά οι νεκροί, οι πιό γενναίοι, οι άριστοι» -Λουϊ Μενάρ, ΕΛΛΑΣ

Πολλούς αιώνες πριν από την εποχή μας, την Εποχή των Ελλήνων, σε μία κορυφή της Αιγίνης που τότε λεγόταν "Πανελλήνιον", και που σήμερα στέκει πάνω του (τι άλλο;) μία θλιβερή χριστιανική εκκλησία, ανέβηκε γεμάτος ευλάβεια ο άριστος των αρίστων Αιακός. Εκεί επάνω, ύψωσε πρόχειρο βωμό και ύψωσε τα όμματα και τα χέρια μπροστά από την επιβώμια φωτιά, για να προσευχηθεί στον Θεό Δία "Αφέσιο" για βροχή στα χώματα του έθνους του. Αυτή η ιεροπραξία, εκείνη η επίκληση στον Ύπατο των Ολυμπίων, ως "Πανελλήνιο" πλέον Θεό, δηλαδή ως εθνικό Θεό των Ελλήνων που προστατεύει το έθνος τους, ήταν που γέννησε την ιδέα του Πανελληνισμού.

Η Πανελλήνια Ιδέα ήρθε ως μυστηριώδες εσωτερικό φώς να ενώσει τις διαφορετικές φυλές της μεγάλης περιαιγαιακής ομοεθνίας κάτω από ένα Ομότροπο που πλέον μπορούσε να μορφοποιηθεί, αναδυόμενο από το ασαφές στο σαφές, από το ευκαιριακό στο σταθερό. Αυτή ήταν που απετέλεσε αλλά και υπέγραψε συνάμα την ληξιαρχική πράξη γεννήσεως του έθνους των Ελλήνων. Αυτόχθονες και επήλυδες, γένη αρχαία και νέα, ναυτικοί και αστοί, αγρότες και έμποροι, Ελλαδίτες ή απλωμένοι ως άποικοι και εκπολιτιστές στα πέρατα του τότε γνωστού κόσμου, οι Έλληνες έγιναν έκτοτε εκείνοι οι πολιτισμικοί καταλύτες που (δια)μόρφωσαν και ανέβασαν το ανθρώπινο στοιχείο στα υψηλότερα επίπεδα που του έμελλε να απολαύσει μέσα στην μακραίωνα Ιστορία των εθνών.

Η Ιστορία, αντίθετα από αυτά που πιστεύουν και διακηρύσσουν οι υπέρφρονες βλάκες που αυταποκαλούνται "μονοθεϊστές", δεν κινείται γραμμικά αλλά κυκλικά, σε σπείρες. Άνοδος και πτώση, πτώση και άνοδος. Οι πολυθεϊστές Έλληνες, με τις επιβώμιες φωτιές τους να τιμούν τις υψηλότερες έννοιες, ιδέες, κοσμοενέργειες και ανώτερες συνειδήσεις, εκπροσώπισαν για ένα πολύ μεγάλο διάστημα το ανώτατο τόξο μίας κυκλικής διαδρομής που στην επόμενη ωστόσο στροφή της σπείρας επεφύλασσε στο ανθρώπινο γένος το πυκνό σκοτάδι της απέραντης άγνοιας, της χονδροειδούς αγροικίας, της μισαλλοδοξίας, της θεοφοβικής ψυχοπαθολογίας και, φυσικά, της Ύβρεως.

Το τι μεσολάβησε από τότε είναι πολύ γνωστό. Τουλάχιστον για όσους εξακολουθούν να ρωτάνε την γριά-Ιστορία να τους διηγηθεί τα προς γνώσιν οφειλόμενα, τα οποία ο (υπο)γράφων εκθέτει άλλωστε αρκετά αμείλικτα στο αυτό blog. Αυτό που, εκτός ημών, κανείς δεν φαίνεται να τολμά ωστόσο να συζητήσει, είναι το τί επιφυλάσσει η ΕΠΟΜΕΝΗ στροφή.

Η ΕΠΟΜΕΝΗ στροφή λοιπόν, επιφυλάσσει την κατεδάφιση. Μία ομογενοποιημένη ανθρωπότητα, ο κολοφών της Ύβρεως και του παρα φύσιν, ο καραγκιοζοπαικτικός θίασος, καλείται να καταρρεύσει. Εκ των έσω και εξαιρετικά άδοξα. Ως απλή τακτοποίηση κάποιων εκκρεμοτήτων της φυσικής τάξεως του Κόσμου. Και μετά τι; Μετά θα επιστρέψουμε στη ρίζα των πραγμάτων. Στις μικρές κοινωνίες, τις μικρές οικονομίες, τα συνειδητά έθνη, τις εθνικές παραδόσεις και, φυσικά, στους εθνικούς Θεούς.

Θα ’ναι μία δύσκολη αλλά πολύ ενδιαφέρουσα στροφή των καιρών. Εμείς είμαστε έτοιμοι να την βιώσουμε και το Ιμπέριουμ της Ύβρεως είναι υποχρεωμένο να την υποστεί. Δίχως άλλους άσσους στο μανίκι, δίχως άλλη παραμυθιακή δυνατότητα, δίχως άλλα πνευματικά παραισθησιογόνα, βγαίνει κατηγορούμενο στο κακουργιοδικείο των καιρών και εδώ ΔΕΝ υπάρχουν απαλλαγές με βουλεύματα..

Σε αυτή την στροφή θα ξαναλάμψουν οι Έλληνες. Αυτοί που ανέβηκαν τα ανώτατα επίπεδα στο παρελθόν, θα το ξανακάνουν νομοτελειακά, ως άτομα ή ως έθνος, ως απελευθερωμένο από τα πάνω από 22 αιώνες παλαιά δεσμά του έθνος, αρκεί ν’ ακολουθήσουν τα ίδια Ελλάνια (ευλογημένα από τον Ελλάνιο Δία) βιοτικά και πνευματικά μονοπάτια με τους προγόνους τους. Η συνειδησιακή αλλαγή που απαιτείται για κάτι τέτοιο δεν είναι ανέφικτο όνειρο, όπως ίσως θέλουν να προδικάσουν κάποιοι ηττομανείς της ευκαιριακής "Ελληνολατρίας" ή κάποιοι άλλοι, κοινοί προβοκάτορες. Είναι κάτι το εξαιρετικά εφικτό γιατί ευαγγελίζεται το Φυσικό και το Υγιές. Μόνο που απαιτείται ιδρώτας, αίμα και σπέρμα, δηλαδή κόπος, δηλαδή πόνος, δηλαδή ΞΕΒΟΛΕΜΑ, ώ συμπότες και σύντροφοι Έλληνες.. Μπροστά όμως σε έναν κόσμο που ταχύτατα σαπίζει ΕΜΕΙΣ δεν έχουμε να χάσουμε παρά το "προνόμιο" να σαπίσουμε μαζί του.

Εκτός από τον τιμηθέντα με πεντακόσια και βάλε προσωνύμια και επικλήσεις Θεό Δία, οι αληθινοί Έλληνες πρόγονοί μας τίμησαν επίσης όλως ιδιαιτέρως, που πάει να πεί και λατρευτικά, και πνευματικά, και σαρκικά, τον Θεό Έρωτα. Έναν Θεό εξόριστο από τον μεταχριστιανικό κόσμο, ως ανταγωνιστή της υπερβολικής, ήτοι αντιφυσικής, έννοιας Αγάπη (και γράφω υπερβολικής, γιατί μέσα της εμπεριέχει το απεχθές "άγαν"). Αυτό που δεν κατενόησαν όμως οι μίζεροι μονοθεϊστές που τον εξόρισαν ως επικίνδυνο για την έως γελοιότητος εύθραυστη κοσμοθέασή τους, αλλά ούτε και οι κάποιοι ευκαιριακοί "ελληνολάτρες" που τον τιμούν στενά και περιοριστικά σε σχέση με αυτό που πραγματικά ενσαρκώνει, είναι ότι εισάγει την Σύνθεση και την Διατήρηση. Δηλαδή την ικανότητα να συνθέτουμε αντί να αποσυνθέτουμε, και την ικανότητα να διατηρούμε αντί να διαλύουμε ή να ισοπεδώνουμε (ή και να επιτρέπουμε τα δύο τελευταία να συμβαίνουν).

Κάπου εδώ, φίλοι, συμπότες και σύντροφοι Έλληνες, αφήνω το μολύβι και κλείνω το κείμενο. Προσωρινά όμως, όπως πάντα. Μέσα στην γιγαντιαία σπείρα του Χρόνου κινούνται τρισεκατομμύρια μικρότερες σπείρες και μέσα σε αυτές τρισεκατομμύρια μικρότερές τους. Σε κάποια από τις "επόμενες στροφές" τους, εμένα θα με βρείτε κανονικά να κτυπώ, κατά τα.. ειωθότα, προς την σωστή κατεύθυνση. Θα χαρώ πολύ να σας έχω συμμαχητές και παραστάτες.

Γιατί βρίζουμε όταν πονάμε;

Είστε από τους ανθρώπους που βρίζουν κάθε φορά που χτυπούν κάπου και τους λυγίζει ο πόνος; Μη νιώθετε άσχημα για τις βρισιές! Μια νέα έρευνα βρήκε ότι αυτή η τεχνική βοηθάει! Οι βρισιές χρησιμοποιούνται εδώ και αιώνες αποτελώντας σχεδόν παγκόσμιο ανθρώπινο γλωσσικό φαινόμενο.

Το πείραμα για τη βωμολοχία

Ως βωμολοχία ορίζεται η άσεμνη γλώσσα, τα αισχρά και χυδαία λόγια, οι βρισιές, που τείνουν να θεωρούνται ως αγένεια. Σε αντίθεση όμως με τη κοινή γνώμη, η χρήση της βωμολοχίας δεν είναι πάντα αγένεια ή απειλή προς κάποιον άλλο.

Πολλοί άνθρωποι χρησιμοποιούν τις βρισιές για να αποσυμπιέσουν θετικά ή αρνητικά συναισθήματα που προκαλούνται από διάφορες καθημερινές καταστάσεις.

Σύμφωνα με την έρευνα που διεξήγαγε ο Stephens το 2009 στο πανεπιστήμιο Keele στο Ηνωμένο Βασίλειο, υποστηρίχθηκε ότι η βρισιά μειώνει τον πόνο.

Πιο συγκεκριμένα, βρέθηκε ότι η χρήση υβριστικών λέξεων ή φράσεων είχε ως αποτέλεσμα την σημαντική αύξηση της αντοχής στον πόνο, αλλά μόνο όταν επρόκειτο για πραγματικές βρισιές. Το πείραμα είχε ως εξής: 92 εθελοντές έβαλαν τα χέρια τους μέσα σε παγωμένο νερό.

Για να αξιολογηθεί η αντοχή τους στον πόνο, οι ερευνητές μέτρησαν τον χρόνο που χρειαζόταν ώστε οι εθελοντές να αρχίσουν να αισθανθούν πόνο και η αντοχή τους σε αυτόν κρίθηκε από το πόση ώρα μπορούσαν να κρατήσουν τα χέρια τους μέσα στο παγωμένο νερό.

Κάθε συμμετέχοντας, επανέλαβε το πείραμα τέσσερις φορές και κλήθηκε από τους ερευνητές να επαναλαμβάνει είτε πραγματικές βρισιές είτε λέξεις που χρησιμοποιούνται αρκετές φορές ως βρισιές αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι.

Στα αποτελέσματα βρέθηκε ότι η χρήση πραγματικών υβριστικών λέξεων και φράσεων αύξησε την αντοχή στον πόνο κατά 33%! Αντίθετα, η χρήση κεκαλλυμένων βρισιών (Π.χ. Fuch αντί Fuck) βοήθησε ελάχιστα τους εθελοντές να ανταπεξέλθουν στον πόνο.

Οι συμμετέχοντες οι οποίοι έβριζαν την ώρα που είχαν τοποθετημένο το χέρι τους σε παγωμένο νερό εκτός του ότι είχαν περισσότερη αντοχή στο πόνο εμφάνισαν και αυξημένους καρδιακούς παλμούς συγκριτικά με εκείνους που δεν έβριζαν. Η ανακούφιση από τον πόνο ήταν άμεση και αποτελεσματική σε αυτούς που χρησιμοποιούσαν υβριστικές λέξεις.

Αντοχή στον πόνο

Στην έρευνα συμπεριλήφθησαν και οι ακόλουθοι παράμετροι: το φύλο, ο φόβος του πόνου και η συχνότητα της βρισιάς. Η συγκεκριμένη έρευνα ίσως δείχνει μια πιθανή αιτία γιατί οι βρισιές ξεκίνησαν να χρησιμοποιούνται και γιατί εξακολουθούν να υπάρχουν.

Παρ’ όλα αυτά τονίζεται, ότι η υπερβολική χρήση της βρισιάς σε καθημερινή βάση την καθιστά αναποτελεσματική στην μείωση του πόνου.

Το 2011 ο Stephens διεξήγαγε μια συμπληρωματική έρευνα: χρησιμοποίησε στο πείραμά του ίσο αριθμό ανδρών και γυναικών, τοποθέτησε τα χέρια τους στο παγωμένο νερό και αξιολογούσε τον πόνο κάθε 20 λεπτά. Ακόμη, χώρισε τους συμμετέχοντες σε τέσσερις διαφορετικές ομάδες: με υποστήριξη, χωρίς υποστήριξη, με την σιωπηρή παρουσία ατόμου και μόνοι τους. Στο τέλος της έρευνας υποστηρίχτηκε ότι άντεχαν περισσότερο στο πόνο τα άτομα που είχαν κοινωνική υποστήριξη, στη συνέχεια αυτοί που ήταν μόνοι τους, έπειτα χωρίς υποστήριξη και τέλος με τη σιωπηρή παρουσία ατόμων.

Καταλήγοντας ο Δρ Stephens παρατήρησε και επισήμανε μεταξύ άλλων το ενδεχόμενο ότι δεν είναι το άκουσμα των υβριστικών λέξεων που είχε επωφελείς επιδράσεις στον πόνο, αλλά κάτι πολύ βαθύτερο που πιθανότατα συνδέεται με την παιδική ηλικία κατά την οποία μαθαίνουμε τις βρισιές.

Το πώς η εκστόμιση απρεπούς λεξιλογίου επιτυγχάνει το συγκεκριμένο αποτέλεσμα δεν είναι ξεκάθαρο. Οι ερευνητές υποθέτουν ότι εμπλέκεται κάποιος μηχανισμός του εγκεφάλου που συνδέεται με το συναίσθημα. Παλαιότερες μελέτες έδειξαν ότι, σε αντίθεση με την κανονική γλώσσα που ελέγχεται από λίγα εξωτερικά χιλιοστά του αριστερού ημισφαιρίου του εγκεφάλου, η άσεμνη γλώσσα βασίζεται σε εξελικτικά πρώιμες δομές θαμμένες βαθιά στο δεξί ημισφαίριο.
Ο ρόλος της αμυγδαλής στις αντιδράσεις μας

Μία τέτοια δομή είναι η αμυγδαλή, μία ομάδα νευρώνων που μπορεί να ενεργοποιήσει μία αντίδραση fight-or-flight (πανικού) κατά την οποία ανεβαίνουν οι σφυγμοί και δεν είμαστε τόσο ευαίσθητοι στον πόνο. Πράγματι, οι σφυγμοί των φοιτητών, όπως είδαμε και παραπάνω, ανέβαιναν όσο έβριζαν, γεγονός που ωθεί τους ερευνητές στο συμπέρασμα ότι η αμυγδαλή είχε ενεργοποιηθεί. Αλλά επειδή η αμυγδαλή είναι συνδεδεμένη και με το τμήμα μνήμης του εγκεφάλου, η επανάληψη των λέξεων μειώνει τη δραστηριότητά της.

Όπως σημείωσε και ο Stephens, όσο περισσότερο βρίζουμε τόσο χάνεται το συναίσθημα από τη λέξη. Και χωρίς συναίσθημα δεν μπορεί η λέξη από μόνη της να έχει το ίδιο αποτέλεσμα.
Ισχυρισμοί ψυχολόγων για τη βωμολοχία

Ο ψυχολόγος Steven Pinker συνέκρινε την κατάσταση με αυτό που συμβαίνει στον εγκέφαλο μίας γάτας όταν κάποιος καθίσει κατά λάθος πάνω της. «Υποθέτω ότι το βρίσιμο ακουμπά σε ένα αμυντικό αντανακλαστικό κατά το οποίο το ζώο το οποίο τραυματίστηκε ή εγκλείστηκε σκάει σε μία οργισμένη προσπάθεια, συνοδευόμενη από μία θυμωμένη κραυγή, να ξαφνιάσει και να εκφοβίσει τον επιτιθέμενο».

Ο ψυχολόγος Timothy Jay ωστόσο, ισχυρίζεται πως οι βρισιές είναι κάτι περισσότερο από επιθετικότητα. Οι βρισιές μας επιτρέπουν να εκφράζουμε θυμό, χαρά, έκπληξη, ευτυχία. Είναι κάτι σαν την κόρνα του αυτοκινήτου σύμφωνα με αυτόν. Μπορείς να κάνεις πολλά πράγματα με αυτήν.

Αρχικά, οι ερευνητές πίστευαν ότι οι αισχρολογίες ήταν μια μορφή καταστροφολογίας, ένα είδος γνωστικής στρέβλωσης που μεγιστοποιεί το (εκάστοτε) οδυνηρό/εκνευριστικό γεγονός στο μυαλό του ατόμου και περίμεναν να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στον πόνο.

Ωστόσο, συνέβη το αντίθετο.

Στο πείραμα, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι μπορεί μερικές φορές οι άνθρωποι να βρίζουν με σκοπό να αισθανθούν καλύτερα. Μέσα από την λεκτική εκτόνωση το άτομο πετυχαίνει τόσο να μεταφέρει τα συναισθήματά του, όσο και να αναπτύξει ένα μηχανισμό αντιμετώπισης/διαχείρισης της κατάστασης που τον οδήγησε σε εκνευρισμό.

Σε άλλη έρευνα της ίδιας ερευνητικής ομάδας, οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να παίξουν βιντεοπαιχνίδια: είτε ένα παιχνίδι γκολφ ή ένα άλλο, πιο βίαιο παιχνίδι.

Αυτοί που έπαιξαν το βίαιο παιχνίδι παρουσίασαν υψηλότερα επίπεδα επιθετικότητας και εύκολα κατέληξαν να βρίζουν για να εκτονωθούν σε σύγκριση με εκείνους που έπαιξαν το πιο ήπιο παιχνίδι. Με αυτό τον τρόπο οι επιστήμονες συνέδεσαν και πάλι τη συναισθηματική αντίδραση με την αισχρολογία/βρισιά/εκτόνωση.

Το μαθητευόμενο τέρας

Αισθάνομαι μια πολύ μεγάλη δύναμη στα μπράτσα, στα χέρια, στη ράχη. Έχω μιαν άλλη φύση. Μόλις αναγνωρίζω την μητέρα μου, είναι ξένη για την κατάστασή μου, την δράση μου. Θα μπορούσα να διηγούμαι τις εντυπώσεις μου ώρες ολόκληρες, εντυπώσεις από αναρίθμητες παρεκκλίσεις. Μόλις δείπνησα. Κυρίως μετά το δείπνο, το βράδυ, έχω την εντύπωση μιας πολύ μεγάλης δύναμης.

Απαρτίωσα μέσα μου τον πρωτόγονο και μέσω αυτού το ζώο. Νιώθω πολύ δυνατός, πολύ ελεύθερος. Το τοπίο μού είναι παράδοξο, δεν αναγνωρίζω πάλι το σπίτι πού γεννήθηκα. Δεν είναι πια ή παθολογική εντύπωση τού αγνώστου ή τού γνωστού, είναι μια άλλη αίσθηση. Το χωριό μου δεν είναι το χωριό μου. Κατοικώ στα άγρια υψίπεδα της Αριζόνας ή στις άγριες πεδιάδες τού Γκραν Κάνυον, τού Κολοράντο. ’Ονομάζομαι τρελό άλογο ή μάτι της πέρδικας. Η μητέρα μου δεν είναι ή μητέρα μου, είμαι αγόρι Ινδιάνων. Επιθυμώ να ζήσω ανάμεσα τους, έτσι, θα είμαι στο στοιχείο μου. Επιθυμώ να καβαλικέψω το άλογο, να ρίξω τα βέλη. Αισθάνομαι ότι γίνομαι άγριος, νιώθω ν’ ανεβαίνει μέσα μου μία δύναμη άγρια. Τούτο με φοβίζει. Κάνω έναν περίπατο μέσα στο δάσος. Διασχίζω ένα πυκνό δάσος και είναι σχεδόν νύχτα.

Αισθάνομαι σαν ένα μέρος τού δάσους, γίνομαι άγριος, άγριος. Μέσα μου αναβλύζει μια τρομερή επιθετικότητα, βγάζω άγριες κραυγές όπως ό γάτος, ό τίγρης, το κοράκι. Νιώθω μια δύναμη φανταστική, μυθική, να κυλά έως τα δάκτυλά μου. Η καρδιά μου δεν κτυπά σχεδόν καθόλου. Είμαι ένα θηρίο, πώς είναι αυτό παράδοξο! Δεν δοκιμάζω αισθήματα ένοχης ούτε μπροστά στους ανθρώπους ούτε μπροστά στην φύση. Είμαι ικανός να αντιμετωπίσω τον λέοντα. Ας έρθουν αυτά τα ζώα πού έχω δει στα όνειρά μου. Αισθάνομαι δυνατός, είμαι ο Προμηθέας, ο Θεός! Ποιος είναι αυτός;

Περπατώντας, νιώθω την αλλόκοτη δύναμη να κατακλύζει το σώμα μου. Ανέρχομαι στον χρόνο. Είμαι εκατό χιλιάδων ετών. Βαδίζω πολύ γρήγορα, σκυφτός λιγάκι μπροστά, για να πάω καλύτερα. Οι ώμοι μου είναι πεσμένοι. Οι δυνάμεις αυξαίνουν όλο και περισσότερο στη ράχη μου, στα γόνατα, στα μπράτσα. Το χέρι μου δεν είναι δικό μου, είναι κάποιου άλλου. Είναι το χέρι ενός ανθρώπου σκληρυμένου από την φύση και από τον πόλεμο. Αισθάνομαι στο χέρι μια δύναμη πού θα μπορούσε να λυγίσει το σίδερο. Είμαι ένας άλλος, ένας άλλος, ξαναγίνομαι ένα κτήνος, μια πραγματική ύαινα. Φοβάμαι ότι αυτή ή κατάσταση μπορεί να γίνει τελειωτική. Αυτό μου προξενεί λίγο φόβο μολονότι αισθάνομαι καλά, μες στο πετσί της ύαινας, εξαιρετικά καλά. Δεν είμαι καθόλου κουρασμένος, θα μπορούσα να μετακινήσω τα όρη, θα έλεγες ότι όλη ή βιολογική δύναμη τού σύμπαντος και της ιστορίας κυλάει μέσα μου.

Όταν διατρέχω τον συνηθισμένο μου δρόμο, αυτός δεν είναι ο ίδιος δρόμος αλλά ένα μονοπάτι των Ινδιάνων. Ξαναγυρνώ από το βάθος των αιώνων. Ξαναζώ τον ενστικτώδη βίο των προγόνων μας. Θα ήθελα να σκοτώσω, ν’ αρπάξω, να κατασπαράξω. Γίνομαι ένα κτήνος, ένα κτήνος. Τι παράξενος καταποντισμός... Είναι το ασυνείδητο τού ζώου πού αναβλύζει μέσα μου, ένα ζώο αρπακτικό, τρομακτικά επιθετικό. Παρ’ όλα αυτά έχω κάποιο φόβο, ότι το ομαδικό ασυνείδητο κατακλύζοντας όλη μου την προσωπικότητα θα μ’ εξουθενώσει σε μια πρωτόγονη κατάσταση. Τί αντίθεση με το «μικρό αγόρι» το πολιτισμένο και φοβισμένο του περασμένου έτους ή του εδώ και ενός μηνάς! Είναι απίστευτο. Αισθάνομαι το ζωώδες και το ανθρώπινο να κυλάει μέσα μου. Είναι όλοι οι αιώνες της ανθρωπότητας πού κυλούν μέσα στους μυς, μέσα στο αίμα μου. Νιώθω το νευρικό μου σύστημα να έρχεται απειλητικό από τα βάθη.

Είναι σαν κάποιο αλλόκοτο φυτό, ριζωμένο μέσα μας, μες στα τάρταρα της βιολογικής μας ύλης, αινιγματικό και μεγαλειώδες. Ποιές εμπειρίες και μεταμορφώσεις κρύβονται κι εκτινάσσονται από τις σκοτεινές του σπηλιές, από τα τέλεια, τα γεωμετρικά του δώματα, τις άπειρες προβολές του; Ποιά τέρατα καλύπτει μέσα στις πτυχές του, όντα πού κάποτε υπήρξαν, άλλα πού θα υπήρχαν ίσως δυνητικά, όμως γκρεμίσθηκαν στα βάραθρα ή απορροφήθηκαν σιγά-σιγά μέσα σε λίμνες αίματος με τριχωτούς απρόβλεπτους βυθούς. ’'Αν στους προγόνους μας ανήκουν φυσικά όλα τα τέρατα της βιολογικής μας επετηρίδας, σκέπτομαι, πόσα άλλα επίσης πού ήταν έτοιμα σχεδόν να δημιουργηθούν, δεν περιμένουν την ανθρώπινη φύση για να τα ολοκληρώσει, το νευρικό μας σύστημα που ξεπερνώντας κάποτε το τέρας μέσα μας για να το στήσει ξαφνικά μπροστά μας με κάποιον άλλο τρόπο, άλλη πιο απίθανη και τρομερή μορφή!

Richard Dawkins: Παρηγοριά, ένα αναγκαίο κακό

Έφτασε η ώρα να ασχοληθούμε με τον σημαντικότερο ρόλο που διαδραματίζει ο Θεός, εκείνον του παρηγορητή· θα εξετάσουμε και την ανθρωπιστική πρόκληση να βάλουμε κάτι άλλο στη θέση του.

Ακόμη και όσοι δέχονται ότι ο Θεός πιθανόν δεν υπάρχει, και ότι δεν είναι αναγκαίος για την ηθική, επανέρχονται συνεχώς σε ένα θέμα: Την υποτιθέμενη ψυχολογική ή συναισθηματική ανάγκη για ένα θεό. Αν αφαιρέσουμε τη θρησκεία, ρωτούν επιθετικά, τι θα βάλουμε στη θέση της; Τι θα προσφέρουμε στους ετοιμοθάνατους ασθενείς, στους θρηνολογούντες απελπισμένους, στις μοναχικές Eleanor Rigby για τις οποίες ο Θεός είναι ο μοναδικός τους φίλος;

Η πρώτη απάντηση που πρέπει να δώσουμε δεν αξίζει καν τον κόπο να αναφέρεται: Η ικανότητα της θρησκείας να παρηγορεί δεν της προσδίδει αλήθεια. Έστω κι αν κάναμε μια τεράστια παραχώρηση· έστω κι αν αποδεικνυόταν τελεσίδικα ότι η πίστη στην ύπαρξη του Θεού είναι απολύτως ουσιώδης για την ψυχολογική και συναισθηματική υγεία του ανθρώπου· έστω κι αν όλοι οι άθεοι είναι απελπισμένοι νευρωτικοί που ωθούνται στην αυτοκτονία από το ανελέητο κοσμικό άγχος —τίποτε από όλα αυτά δεν θα προσέφερε την παραμικρή ένδειξη ότι η θρησκευτική πίστη είναι αληθινή. Ίσως προσφέρει ενδείξεις πως αξίζει να πείσει κανείς τον εαυτό του ότι υπάρχει Θεός —έστω κι αν δεν υπάρχει. Όπως αναφέραμε ήδη, ο Dennett, στο Breaking the Spell, κάνει μια διάκριση μεταξύ της πίστης στον Θεό και της πίστης στην πίστη· την πίστη ότι αξίζει να πιστεύουμε, έστω κι αν η ίδια η πίστη στερείται αντικειμένου:

«Πιστεύω, Κύριε! Αλλά βοήθησέ με, διότι η πίστη μου δεν είναι ισχυρή» (Κατά Μάρκον, 9:24).

Οι πιστοί ενθαρρύνονται να ομολογούν την πίστη τους, πεπεισμένοι ή όχι για αυτήν. Ίσως, με αρκετά συχνή επανάληψη, να καταφέρει κανείς να πείσει τον εαυτό του για την αλήθεια της. Νομίζω ότι όλοι γνωρίζουμε ανθρώπους οι οποίοι απολαμβάνουν την ιδέα της θρησκευτικής πίστης και δυσανασχετούν με τις επιθέσεις εναντίον της, μολονότι παραδέχονται διατακτικά ότι οι ίδιοι δεν πιστεύουν. Εξεπλάγην κάπως όταν ανακάλυψα ένα πρώτης τάξεως παράδειγμα στο βιβλίο The Limits of Science (Τα όρια της επιστήμης) του ήρωα μου, του Peter Medawar:

«Λυπούμαι που δεν πιστεύω στον Θεό και τις θρησκευτικές απαντήσεις γενικά, διότι θεωρώ ότι, αν υπήρχαν ικανοποιητικοί επιστημονικοί και φιλοσοφικοί λόγοι για την πίστη στον Θεό, θα έβρισκαν ικανοποίηση και ανακούφιση όλοι όσοι τον έχουν ανάγκη».

Αφότου διάβασα τη διάκριση του Dennett, έχω βρει επανειλημμένα την ευκαιρία να την εφαρμόσω. Δεν αποτελεί υπερβολή να πω ότι η πλειονότητα των άθεων που γνωρίζω κρύβουν τον αθεϊσμό τους πίσω από ένα προσωπείο ευλάβειας. Οι ίδιοι δεν πιστεύουν σε τίποτε το υπερφυσικό, ωστόσο διατηρούν μια ασαφή αδυναμία στην πίστη στο παράλογο. Πιστεύουν στην πίστη. Είναι εκπληκτικό το πόσο πολλοί φαίνεται να μην μπορούν να διακρίνουν τη διαφορά μεταξύ της πρότασης «το X αληθεύει» και της πρότασης «αξίζει οι άνθρωποι να πιστεύουν ότι το X αληθεύει». Ίσως βέβαια δεν διαπράττουν πραγματικά αυτό το λογικό σφάλμα, αλλά απλώς θεωρούν την αλήθεια ασήμαντη σε σύγκριση με τα ανθρώπινα συναισθήματα. Δεν σκοπεύω να απαξιώσω τα ανθρώπινα συναισθήματα. Αλλά σε κάθε συζήτηση ας γνωρίζουμε για τι πράγμα μιλάμε: για τα συναισθήματα ή για την αλήθεια. Αμφότερα μπορεί να είναι σημαντικά, ωστόσο δεν ταυτίζονται.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, η υποθετική παραχώρησή μου υπήρξε υπερβολική και λανθασμένη. Δεν έχω υπόψη μου καμία ένδειξη ότι οι άθεοι διακατέχονται από οποιαδήποτε γενική τάση προς τη δυστυχία, το άγχος και την απόγνωση. Κάποιοι άθεοι είναι ευτυχείς και άλλοι αξιολύπητοι. Παρομοίως, κάποιοι χριστιανοί, ιουδαίοι, μουσουλμάνοι, ινδουιστές και βουδιστές είναι αξιολύπητοι, ενώ άλλοι ευτυχείς. Ίσως υπάρχουν στατιστικές ενδείξεις για τη σχέση μεταξύ ευτυχίας και πίστης (ή έλλειψης πίστης), αλλά αμφιβάλλω εάν πρόκειται για αξιόλογη σχέση, ούτως ή άλλως. Θεωρώ περισσότερο ενδιαφέρον να αναρωτηθούμε εάν υπάρχει κάποιος καλός λόγος να αισθανόμαστε κατάθλιψη ζώντας χωρίς Θεό. Θα τελειώσω αυτό το βιβλίο υποστηρίζοντας ότι, αντιθέτως, κάθε άλλο παρά αδύνατη είναι μια ευτυχισμένη και ολοκληρωμένη ζωή χωρίς θρησκεία και πίστη στο υπερφυσικό. Πρώτα, ωστόσο, πρέπει να εξετάσω τους ισχυρισμούς της θρησκείας ότι προσφέρει παρηγοριά.

Η παρηγοριά κατά το Σύντομο λεξικό της Οξφόρδης συνίσταται στην απάλυνση της θλίψης ή της οδύνης. Θα διακρίνω δύο τύπους παρηγοριάς.

1. Άμεση φυσική παρηγοριά. Ένας άνθρωπος αποκλεισμένος για μια ολόκληρη παγερή νύχτα στα χιόνια ίσως βρει ανακούφιση στην παρουσία ενός μεγάλου, ζεστού σκύλου του Αγίου Βερνάρδου —χωρίς να ξεχνάμε το φλασκί με μπράντι στο λαιμό του ζώου. Ένα κοριτσάκι που κλαίει ίσως παρηγορηθεί με μια δυνατή αγκαλιά και με λίγα ενθαρρυντικά λόγια.

2. Παρηγοριά μέσω ανακάλυψης ενός γεγονότος το οποίο δεν είχε εκτιμηθεί προηγουμένως, ή ενός άγνωστου προηγουμένως τρόπον αντιμετώπισης τωρινών δεδομένων. Μια γυναίκα της οποίας ο σύζυγος σκοτώθηκε στον πόλεμο ίσως παρηγορηθεί αν ανακαλύψει ότι περιμένει το παιδί του, ή ότι εκείνος πέθανε ηρωικά. Μπορούμε επίσης να παρηγορηθούμε αν ανακαλύψουμε κάποιον νέο τρόπο αντιμετώπισης μιας κατάστασης. Ένας φιλόσοφος παρατηρεί ότι δεν υπάρχει τίποτε το ιδιαίτερο τη στιγμή του θανάτου ενός ηλικιωμένου ανθρώπου. Το παιδί το οποίο εκείνος υπήρξε κάποτε έχει «πεθάνει» προ πολλού, όχι τερματίζοντας απότομα τη ζωή του αλλά μεγαλώνοντας. Καθεμιά από τις επτά σαιξπηρικές ηλικίες του ανθρώπου «πεθαίνει» μεταβαίνοντας αργά στην επόμενη.

Από τούτη την άποψη, η στιγμή όπου ο ηλικιωμένος τελικά εκπνέει δεν διαφέρει από τους αργούς «θανάτους» κατά τη διάρκεια της ζωής του. Όποιος δεν χαίρεται ιδιαίτερα με την προοπτική του θανάτου του ίσως βρει παρηγοριά σε τούτη τη διαφορετική προοπτική. Ίσως και όχι, αλλά πρόκειται μόνο για ένα δυνητικό παράδειγμα παρηγοριάς μέσω του στοχασμού. Άλλο σχετικό παράδειγμα είναι η απόρριψη του φόβου του θανάτου από τον Μαρκ Τουέιν:

«Δεν φοβάμαι το θάνατο. Ήμουν νεκρός για δισεκατομμύρια και δισεκατομμύρια χρόνια πριν γεννηθώ, και δεν είχα το παραμικρό πρόβλημα».

Βέβαια, η νέα οπτική δεν αλλάζει τίποτα στο γεγονός του αναπόφευκτου θανάτου μας. Μας προσφέρεται όμως ένας διαφορετικός τρόπος αντιμετώπισης του αναπόφευκτου, και ίσως εκεί βρούμε παρηγοριά. Ο Thomas Jefferson, επίσης, δεν φοβόταν το θάνατο και φαίνεται ότι δεν πίστευε σε κανένα είδος μετά θάνατον ζωής. Όπως διηγείται ο Christopher Hitchens,

«Καθώς λιγόστευαν οι ημέρες του, ο Jefferson έγραψε αρκετές φορές σε φίλους ότι αντιμετώπιζε το επικείμενο τέλος χωρίς ελπίδα ούτε φόβο. Τούτο ισοδυναμεί με το να πούμε, με τον πλέον απερίφραστο τρόπο, ότι δεν ήταν χριστιανός».

Τα γενναία και μεγάλα πνεύματα ίσως είναι έτοιμα για την προκλητική και τολμηρή δήλωση του Bertrand Russell, στο δοκίμιό του «What I Believe» (Τι πιστεύω):

Πστεύω ότι θα σαπίσω όταν πεθάνω, και δεν θα επιβιώσει τίποτε από το εγώ μου. Δεν είμαι νέος και αγαπώ τη ζωή. Αλλά περιγελώ τα ρίγη πανικού στη σκέψη της εξαφάνισης. Η ευτυχία δεν είναι λιγότερο αληθινή επειδή πρέπει να φτάσει σε ένα τέλος, ούτε η σκέψη και η αγάπη χάνουν την αξία τους επειδή δεν διαρκούν αιωνίως. Πολλοί άνθρωποι στάθηκαν με υπερηφάνεια στο ικρίωμα· η ίδια υπερηφάνεια πρέπει να μας διδάσκει να σκεπτόμαστε αληθινά τη θέση του ανθρώπου στον Κόσμο. Ακόμη κι αν τα ανοικτά παράθυρα της επιστήμης μάς κάνουν στην αρχή να τρέμουμε μετά τη βολική σπιτική ζεστασιά των παραδοσιακών μύθων που μας εξανθρωπίζουν, στο τέλος ο καθαρός αέρας της λογικής φέρνει ζωτικότητα, και οι ανοικτοί χώροι της επιστήμης έχουν το δικό τους μεγαλείο.

Το δοκίμιο τούτο τού Russell υπήρξε για μένα πηγή έμπνευσης όταν το διάβασα στη βιβλιοθήκη του σχολείου μου σε ηλικία περίπου δεκαέξι ετών, αλλά το είχα ξεχάσει .Ίσως ήθελα ασυναίσθητα να του αποτίσω φόρο τιμής (όπως ήθελα συνειδητά να κάνω για τον Δαρβίνο) όταν έγραφα το 2003 στο A Devil’s Chaplain·.

Υπάρχει κάτι περισσότερο από μεγαλείο σε τούτη τη στάση ζωής, όσο ζοφερή και κρύα κι αν φαίνεται κάτω από το προστατευτικό κάλυμμα της άγνοιας. Μια βαθιά αναζωογόνηση είναι το κέρδος σου όταν στέκεσαι με το πρόσωπο στραμμένο προς τον δυνατό, διαπεραστικό άνεμο της κατανόησης: «οι άνεμοι που πνέουν μέσα από τις διαδρομές των αστεριών» του Yeats.

Πώς συγκρίνεται η θρησκεία με την επιστήμη όσον αφορά τους δύο παραπάνω τύπους παρηγοριάς; Ως προς την παρηγοριά του πρώτου τύπου, είναι εντελώς εύλογο τα ισχυρά χέρια του Θεού, έστω και εντελώς φανταστικά, να μπορούν να παρηγορήσουν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που το κάνουν τα πραγματικά χέρια ενός φίλου ή ο σκύλος του Αγίου Βερνάρδου με το φλασκί μπράντι κρεμασμένο στο λαιμό του. Αλλά, φυσικά, και η ιατρική μπορεί επίσης να προσφέρει ανακούφιση —συνήθως αποτελεσματικότερα από το μπράντι.

Αν τώρα στραφούμε στην παρηγοριά του δεύτερου τύπου, εύκολα θα πιστέψουμε ότι η θρησκεία μπορεί να είναι εξαιρετικά αποτελεσματική. Τα θύματα μιας τρομερής καταστροφής, όπως ένας σεισμός, συχνά αναφέρουν ότι τους παρηγορεί η σκέψη πως όλα είναι μέρος του ανεξιχνίαστου σχεδίου του Θεού: χωρίς αμφιβολία, κάτι καλό θα προκύψει με το πλήρωμα του χρόνου. Εάν κάποιος φοβάται το θάνατο, η ειλικρινής πίστη στην αθανασία της ψυχής μπορεί να τον παρηγορήσει —εκτός, φυσικά, εάν νομίζει ότι θα πάει στην κόλαση ή στο καθαρτήριο. Οι ψευδείς πεποιθήσεις μπορούν να προσφέρουν την ίδια παρηγοριά με τις αληθείς, μέχρι τη στιγμή της διάψευσης. Τούτο ισχύει και για μη θρησκευτικές πεποιθήσεις. Ένας καρκινοπαθής στο τελικό στάδιο ίσως παρηγορηθεί από το γιατρό ο οποίος τού λέει ψέματα ότι θεραπεύτηκε, εξίσου αποτελεσματικά με έναν άλλο άνθρωπο στον οποίο λένε την αλήθεια ότι θεραπεύτηκε. Η ειλικρινής και ολόψυχη πίστη στη μετά θάνατον ζωή είναι ακόμη περισσότερο άτρωτη από τη διάψευση απ’ ό,τι η πίστη σε έναν ψευδόμενο γιατρό. Το ψέμα του γιατρού έχει αποτέλεσμα μόνο μέχρι τη στιγμή που τα συμπτώματα γίνονται αναμφισβήτητα. Όποιος πιστεύει στη μετά θάνατον ζωή δεν μπορεί ποτέ εν τέλει να διαψευστεί.

Richard Dawkins, Η περί Θεού αυταπάτη

Οι Φαναριώτες

Μετά την κατάκτηση της Βασιλεύουσας από τους Οθωμανούς, ένα μεγάλο μέρος της βυζαντινής αριστοκρατίας διέφυγε στο εξωτερικό, ενώ όσοι παρέμειναν είδαν τους αρχικούς τους φόβους για την ζωή και την περιουσία τους να διασκεδάζονται από την πολιτική πρακτική των Οθωμανών. Πράγματι, οι νέοι κατακτητές αφού τοποθέτησαν τον Οικουμενικό Πατριάρχη στο θρόνο του, αξιοποίησαν τα απομεινάρια της βυζαντινής αριστοκρατίας στην διακυβέρνηση των νέων τόπων, όπου υπερείχαν συντριπτικά οι χριστιανοί. Πολλοί από τους παλιούς άρχοντες, προκειμένου να διατηρήσουν τον πλούτο και τα προνόμια τους, αλλαξοπίστησαν, ενώ όσοι αποφάσισαν να διατηρήσουν την θρησκεία τους αξιοποιήθηκαν στην διοίκηση των χριστιανικών περιοχών, αφού προηγουμένως ορκίστηκαν υποτέλεια στους Οθωμανούς. Ο Κ. Παπαρηγόπουλος αναφέρει σχετικά: «Αλλά η ανάγκη υποχρέωσε τον Μωάμεθ Β΄ να χρησιμοποιήσει πολλούς Έλληνες στη διαχείριση των πραγμάτων του κράτους. Εκτός από την οργάνωση του στρατού που ήταν δικό τους έργο, οι οσμανίδες αναγκάστηκαν, επειδή ήταν αδέξιοι στην πολιτική διοίκηση, να συνεχίσουν την προηγούμενη διοίκηση, και γι’ αυτό χρειάστηκε να καταφύγουν στην πείρα και την ικανότητα των κατακτημένων».

Στην Πόλη μετά την άλωση παρέμειναν μόλις τέσσερις βυζαντινές αριστοκρατικές οικογένειες, αυτές των Παλαιολόγων, των Καντακουζηνών, των Ασάνων και των Ράλληδων. Ο Μωάμεθ Β΄ αμέσως έφερε στην πρωτεύουσα χριστιανούς άρχοντες από την Τραπεζούντα, την Χίο, την Κρήτη, την Πελοπόννησο κ.α. και τους παραχώρησε την περιοχή του Φαναρίου για εγκατάσταση. Έτσι σταδιακά μέχρι και τις αρχές του 17ου αιώνα πάνω από τριάντα οικογένειες θα αποτελέσουν τον πυρήνα μιας αριστοκρατικής ελίτ, που έμεινε στην ιστορία με το όνομα «Φαναριώτες». Οι περισσότεροι εξ αυτών ασχολήθηκαν με το εμπόριο, αντικαθιστώντας τις ιταλικές ναυτικές δυνάμεις της Βενετίας και της Γένοβας, που απολάμβαναν πλήθος προνομίων επί των Βυζαντινών. Παράλληλα, μετά την εγκατάσταση του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Φανάρι στα 1601, οι Φαναριώτες θα επανδρώσουν τις διοικητικές υπηρεσίες της εκκλησίας, ενώ σταδιακά από τα μέσα του 17ου αιώνα θα προσληφθούν πολλοί εξ αυτών σε διοικητικές θέσεις στον πολυπλόκαμο οθωμανικό γραφειοκρατικό μηχανισμό. Λόγω της μόρφωσης τους γρήγορα θα γίνουν απαραίτητοι στη λειτουργία του αυτοκρατορικού μηχανισμού, ιδιαίτερα σε θέσεις διπλωματών και διερμηνέων. Ο οθωμανικός νόμος απαγόρευε στους Μωαμεθανούς την εκμάθηση οποιασδήποτε γλώσσας των απίστων, οπότε για τις διπλωματικές επαφές με τους Δυτικούς ήταν απαραίτητη η ύπαρξη ικανών διερμηνέων. Αρχικά η Υψηλή Πύλη χρησιμοποίησε στις θέσεις αυτές Εβραίους ή χριστιανούς εξωμότες Πολωνούς ή Ούγγρους, που τους αποκαλούσε απλώς «γραμματικούς», αλλά φαίνεται ότι οι Σουλτάνοι δεν έμειναν ευχαριστημένοι από τις επιδόσεις τους. Η γνώση ξένων γλωσσών καθώς και η δυτικού τύπου μόρφωση των Φαναριωτών τους έκανε απαραίτητους στο διπλωματικό σώμα. Παράλληλα, η διακυβέρνηση των ελληνόφωνων περιοχών των Βαλκανίων απαιτούσε ανθρώπους με άριστη γνώση της Ελληνικής.

Αυτός που άνοιξε τον δρόμο για τους Φαναριώτες στα διπλωματικά αξιώματα της αυτοκρατορίας ήταν ο Παναγιώτης Νικούσιος. Από το 1661 μέχρι το 1673 διετέλεσε Μέγας Διερμηνέας της Πύλης (διβάν-τερτζιμανί) και συνέβαλε στις διαπραγματεύσεις για την παράδοση του Χάνδακα στα 1669, γεγονός που του απέφερε το προνόμιο της συλλογής των αυτοκρατορικών φόρων του νησιού της Μυκόνου. Η θέση του διερμηνέα της Υψηλής Πύλης έκτοτε ήταν στα χέρια Φαναριωτών. Ο Μ. Φ. Ζαλλώνης στο έργο του για τους Φαναριώτες σημειώνει χαρακτηριστικά για τα προνόμια που περιβλήθηκε ο τίτλος του Μέγα Διερμηνέως: «Οι διάδοχοι αυτού (ενν. του Νικούσιου) έχαιρον τ’ αυτά πλεονεκτήματα απολαύσαντες προς τούτοις αύξησιν τιμών, ήτοι το δικαίωμα του φέρειν μακρά ενδύματα, όπως και οι μεγάλοι των Τούρκων. Τοις εδόθη δε και η άδεια του ιππεύειν και ακολουθείσθαι υπό τεσσάρων υπηρετών φορούντων καλπάκια, προνόμιον ανήκουστον δια τους Έλληνας». Οι Φαναριώτες σταδιακά δημιούργησαν στενές σχέσεις μεταξύ τους, κυρίως δια των γάμων και των κουμπαριών, σχηματίζοντας μια αριστοκρατική κάστα, που δεν ήταν όμως ερμητικά κλειστή σε νέα μέλη, αφού εφόδια για να προσχωρήσει κανείς σε αυτήν ήταν ο πλούτος καθώς και η μόρφωση. Όσοι εκ των Φαναριωτών δεν ασχολούνταν με την διοικητική γραφειοκρατία ή την διπλωματία επιδίδονταν στο εμπόριο και στα χρηματιστικά επαγγέλματα, κυρίως ως πιστωτές, αποκτώντας μυθικές περιουσίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Μιχαήλ Καντακουζηνός ο οποίος από το μονοπώλιο του εμπορίου γουναρικών με τη Ρωσία έφτασε να κερδίζει 60.000 δουκάτα τον χρόνο. Γρήγορα η περιοχή του Φαναρίου κοσμήθηκε με πολυτελείς κατοικίες, σχολεία, νοσοκομεία και άλλα αγαθοεργή ιδρύματα. Οι σπουδές των παιδιών τους περιελάμβαναν από μικρή ηλικία την εκμάθηση ευρωπαϊκών γλωσσών, παράλληλα με την τουρκική, ενώ πολλοί γόνοι στέλνονταν στο εξωτερικό για σπουδές σε πανεπιστήμια.

Μένοντας ευχαριστημένοι από τις υπηρεσίες των Φαναριωτών οι Οθωμανοί τους αξιοποίησαν σε ακόμη δυο σημαντικά διοικητικά πόστα. Του Δραγουμάνου του στόλου, όπου ουσιαστικά λειτουργούσαν ως βοηθοί του αρχιναυάρχου (Καπουδάν πασά) και του Ηγεμόνα των παραδουνάβιων ηγεμονιών της Μολδαβίας και της Βλαχίας, αξίωμα που αποδείχτηκε το πιο αξιοζήλευτο και το πλέον επικερδές. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι θέσεις αυτές δεν ήταν επίσημα πολιτικά πόστα, αλλά τιμητικές ονομασίες, αφού μέχρι και το 1856 στην Οθωμανική αυτοκρατορία κανείς ραγιάς δεν μπορούσε να αποκτήσει επίσημο πολιτικό αξίωμα. Ο μόνος τίτλος που δινόταν σε ραγιάδες που υπηρετούσαν στο κράτος ήταν αυτός του Μπέη. Ο Δραγουμάνος του Στόλου είχε σημαντικές αρμοδιότητες αφού ήταν υπεύθυνος για την είσπραξη των φόρων από τα νησιά του Αιγαίου, καθώς και να στρατολογεί άντρες για την επάνδρωση του οθωμανικού στόλου. Λειτουργούσε δε και ως ενδιάμεσος προωθώντας τα αιτήματα των ομόδοξων του νησιωτών στους ανώτερους του. Η θέση του Δραγουμάνου του στόλου μπορεί να ήταν υποδεέστερη αυτής του Μεγάλου Διερμηνέα της Πύλης, αλλά θεωρούταν ως προστάδιο της. Σημαντικότεροι Δραγουμάνοι του στόλου διετέλεσαν ο Ι. Καρατζάς, ο Π. Μουρούζης κ.α.

Το σημαντικότερο όμως πόστο στο οποίο αξιοποιήθηκαν οι Φαναριώτες ήταν η διοίκηση των παραδουνάβιων ηγεμονιών της Μολδαβίας και της Βλαχίας. Στις περισσότερες περιοχές των Βαλκανίων καθώς και στις παραδουνάβιες χώρες, οι Οθωμανοί διατήρησαν το προϋπάρχον καθεστώς, με την προϋπόθεση ότι οι ντόπιοι γαιοκτήμονες και αριστοκράτες θα ήταν υποτελείς. Η θέση του Οσποδάρου ήταν αρχικά για τους πιο πλούσιους από τους αριστοκράτες και γαιοκτήμονες των παραδουνάβιων περιοχών, αφού απαιτούσε υψηλά οικονομικά ανταλλάγματα προς την Υψηλή Πύλη. Οι Βογιάροι, όπως ονομάζονταν οι ντόπιοι φεουδάρχες, προκειμένου να συγκεντρώσουν τα απαραίτητα «μπαξίσια» για την Πύλη και τους Οθωμανούς αξιωματούχους επέβαλαν σε πολλές περιπτώσεις υπερβολικές καταπιέσεις στους Βλάχους και στους Μολδαβούς. Στα 1711 ο ηγεμόνας της Μολδαβίας Δημήτριος Καντεμίρ, προσπάθησε με ρωσική βοήθεια να αποτινάξει τη οθωμανική κυριαρχία. Η αποτυχία του κινήματος του οδήγησε του Οθωμανούς σε αλλαγή στάσης. Ακολουθώντας την αρχή ότι πρέπει να ανταμείβεται κάθε πιστός υποτελής, αποφάσισαν να αξιοποιήσουν την φαναριώτικη αριστοκρατία στην διοίκηση των παραδουνάβιων ηγεμονιών. Σωστά σημειώνει η J. Dalegre ότι: «Ο Σουλτάνος θεωρεί ότι είναι ένας τρόπος για να ικανοποιήσει αυτούς τους φιλόδοξους Έλληνες, και να αποτρέψει να περιέλθουν αυτές οι επαρχίες υπό ρωσική εξάρτηση, γιατί ο Φαναριώτης δεν είναι διόλου οπαδός της τοπικής ανεξαρτητοποίησης μέσα σε μια αυτοκρατορία που ελπίζει να διοικήσει».

Η εξουσία του Οσποδάρου στις παραδουνάβιες ηγεμονίες ήταν απόλυτη. Μόνο οι ντόπιοι Βογιάροι μπορούσαν, σε κάποιο βαθμό, να αποτελέσουν ανάχωμα, αλλά και αυτούς οι Φαναριώτες συνήθως τους προσεταιρίζονταν μέσα από γάμους των τέκνων τους ή μέσω διορισμών στην διοίκηση. Ουσιαστικά η διοίκηση των παραδουνάβιων περιοχών ήταν μια μικρογραφία του τρόπου λειτουργίας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, με τον Φαναριώτη Οσποδάρο επικεφαλής. Αυτός μοίραζε όλα τα αξιώματα στους συγγενείς του ή τα πλειστηρίαζε. Για τους Οθωμανούς είχαν επιφυλαχτεί μόλις τέσσερις θέσεις, αυτές του Διβάν-Εφέντη, για την επιτήρηση της εφαρμογής των οθωμανικών νόμων, του Becheli–aga, με αρμοδιότητες επιτήρησης των οδών, του Mechter–Baschi, ήτοι του αρχιμουσικού και του Μπαϊρακτάρη ή σημαιοφόρου. Στην Πόλη, ο Οσποδάρος, φρόντιζε να διατηρεί έναν έμπιστό του, τον Bache–Capi–Kiahaya, ο οποίος ήταν ο ενδιάμεσος της Υψηλής Πύλης με τον ηγεμόνα. Παράλληλα, ήταν επιφορτισμένος με την αντιμετώπιση των μηχανορραφιών των υπόλοιπων φαναριώτικων οίκων, που εποφθαλμιούσαν τη θέση του Οσποδάρου. Πράγματι, τα προνόμια που απέρρεαν από την θέση αυτή ήταν πρωτόγνωρα για τον κάτοχο της και εξ αρχής η πάλη μεταξύ των Φαναριωτών ήταν λυσσώδης. Κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο ετίθετο σε λειτουργία με σκοπό την ανάρρηση στη θέση του Οσποδάρου. Μηχανορραφίες, συκοφαντίες, δωροδοκίες, όλα τα δόλια μέσα χρησιμοποιούνταν προκειμένου να αποκτήσουν την περίβλεπτη αυτή θέση οι Φαναριώτες. O W. Eton στο βιβλίο του για την Οθωμανική αυτοκρατορία, στα 1798, αναφέρει για τις φαναριώτικες ίντριγκες: «Αυτοί οι Έλληνες καταγίνονται αδιάκοπα με το να υποσκελίζουν όσους ανάμεσα τους κατέχουν θέσεις, προκειμένου να τις αποκτήσουν οι ίδιοι. Ο γιος ραδιουργεί εναντίον του πατέρα, ο αδελφός εναντίον του αδελφού. Όλοι κατά κανόνα διαθέτουν όλα τα κακά των Τούρκων του παλατιού: τη δολιότητα, την αχαριστία, τη σκληρότητα και ένα πνεύμα δολοπλοκιών που ποτέ δεν ησυχάζει». Οι Οθωμανοί βλέποντας τον σκληρό ανταγωνισμό μεταξύ των Φαναριωτών, και σκεπτόμενοι πρακτικά, φρόντιζαν να μην διατηρούν για μεγάλο χρονικό διάστημα τον Οσποδάρο στη θέση του, φοβούμενοι, ίσως, να μην αποκτήσει και σταθερά ερείσματα στην περιοχή. Έτσι, περίπου κάθε τρία χρόνια φρόντιζαν να αλλάζουν τον ηγεμόνα, δίνοντας την θέση σε αυτόν τον Φαναριώτη που θα πλειοδοτούσε. Ο Άγγλος περιηγητής Porter, απεσταλμένος του βρετανικού Στέμματος για να μελετήσει τον δημόσιο και ιδιωτικό βίο των Οθωμανών, παρατηρεί στα 1746 για τις πανουργίες και τις δολοπλοκίες των Φαναριωτών να αναρριχηθούν στον θρόνο των παραδουνάβιων ηγεμονιών: «Κινούν γη και ουρανό για να εξουδετερώσουν ο ένας τον άλλο. Υπάρχουν δυο βοεβόδες που κατέχουν τα αξιώματα αλλά και δυο τρεις έκπτωτοι που αναζητούν τρόπο επιστροφής στην εξουσία. Χρησιμοποιούν γι’ αυτό το σκοπό το χρήμα των φίλων και συνεργατών τους από τους οποίους άλλοι ελπίζουν να μοιραστούν μαζί τους τη λεία και άλλοι έχουν κιόλας παχύνει από τον ιδρώτα των υπηκόων τους. Αν δεν επαρκεί το χρυσάφι που διαθέτουν δεσμεύονται να πληρώσουν μελλοντικά. Και δεν διακινδυνεύουν τίποτα μ’ αυτές τις δεσμεύσεις. Το αξίωμα είναι πακτωλός φθάνει να αναρριχηθούν, έστω και μια φορά, στην ηγεμονία».

Η τακτική αυτή των Οθωμανών είχε ως συνέπεια, οι Οσπαδάροι όσο καιρό έμεναν στην εξουσία να προσπαθούν να αποσβέσουν τα ποσά που είχαν καταβάλει ως «μπαξίσια». Για να το καταφέρουν αυτό επέβαλαν δυσβάσταχτους φόρους στους υποτελείς. Ο Κων. Μαυροκορδάτος, ως ηγεμόνας στα 1730, επέβαλε αύξηση φόρων κατά 1,5 εκ. φράγκα, γεγονός που τον έκανε μισητό στα μάτια της πλειοψηφίας των πενόμενων αγροτών. Στο έργο του για τον βίο και την πολιτεία των Φαναριωτών ο Μ. Φ. Ζαλλώνης αναφέρει σχετικά: «Το ταμιευτικόν δαιμόνιον επικαλούμενος ο Οσποδάρος πάντοτε, εξαφανίζει τους νόμους και τας διατάξεις των προκατόχων αυτού, εισάγων νέους κανονισμούς˙ καταστρέφει μεν παλαιάς καταχρήσεις, αλλά μόνο δια να τις αντικαταστήση δια νέων». Σκοπός του Ηγεμόνα είναι να πλουτίσει όσο γίνεται περισσότερο στο διάστημα που θα μείνει στην εξουσία. Ο πλούτος του σύμφωνα με τον Ζαλλώνη: «Προέρχεται εκ του ότι ο αυθέντης ούτος καταγυμνόνει αυθαιρέτως τους υπηκόους αυτού, αρπάζει από των εισοδημάτων του πλουσίου και των κόπων του πτωχού άνευ μέτρου και αιδούς». Η προσαύξηση των φόρων που επέβαλε η Πύλη είναι σε πολλές περιπτώσεις η κύρια μέθοδος απόκτησης πλούτου. Επίσης μεγάλα ποσά αποκόμιζαν και μέσω συμβολαίων βραχυχρόνιας μίσθωσης εσόδων, όπως για παράδειγμα το μονοπώλιο αλατιού. Γράφει πολύ σωστά ο G. Finlay: «Η διακυβέρνησή τους (ενν. στις παραδουνάβιες περιοχές), ήταν περισσότερο διεφθαρμένη και καταπιεστική από την τουρκική διοίκηση στα γειτονικά πασαλίκια. Οι Φαναριώτες, που μοναδικό τους μέλημα ήταν να συγκεντρώσουν χρήματα και να χαίρονται την δύναμή τους, κατόρθωσαν να μεταβάλουν τους ντόπιους κατοίκους στο πιο εξαθλιωμένο τμήμα των υπηκόων του Σουλτάνου. Καμία άλλη περιοχή δεν είναι εκτεθειμένη σε τέτοιους εκβιασμούς και αγριότητες».

Και ενώ απομυζούν τον λαό, οι ίδιοι παραδίνονται στην σαγήνη της πολυτέλειας. Ο Ζαλλώνης είναι αποκαλυπτικός: «Βλέπει τις τινάς εξ αυτών εκτείνοντας την ματαιότητα ώστε να έχωσι αμάξας μεγαλοπρεπώς επικεχρυσωμένας, συρομένας υπό υπερηφάνων ίππων κεκοσμημένων μετά θυσάνων, και πλουσίων ιπποσκευών. Ούτοι υβρίζοντες την γενικήν πτωχείαν ή την μετρίαν ευπορίαν, νέοι Εριχθόνιοι, περιτρέχουσι παρά τας οικίας της πρωτευούσης επιδεικνύοντες την ολεθρίαν αυτών μεγαλοπρέπειαν». Οι φτωχοί γεωργοί της Μολδαβίας και της Βλαχίας στέναζαν κάτω από τον φαναριώτικο δεσποτισμό. Ο Ζαλλώνης γράφει για αυτούς: «Οι χωρικοί Βλάχοι και Μολδαυοί γνωστοί, ως είπομεν ήδη, υπό το όνομα Τσαράνοι, εισίν ειδικώτερον το αντικείμενον περιφρονήσεως δια τους Βοϋάρους. Οι δυστυχείς φαίνονται υπάρχοντες δια μόνον την φιλοχρηματίαν των Φαναριωτών». Αντίστοιχη είναι και η συμπεριφορά τους προς τους ομοεθνείς τους Έλληνες τους οποίους αντιμετώπιζαν με περιφρόνηση και υπεροψία. Ο Κ. Κούμας αναφέρει χαρακτηριστικά: «Αυτοί ονομάσαντες εαυτούς «το περίβλεπτον γένος των Ρωμαίων»- βλασφημίαν ήκουαν, αν τους ονόμαζε τις Γραικούς ή Έλληνας- δεν ήθελαν να έχουν κοινωνίαν με τους αφανείς και αναξίους της συγγενείας των πραματευτάς ή τεχνίτας. Με διάφορα σκωπτικά ονόματα εσήμαινον τους Ηπειρώτας, τους Θετταλούς, τους Νησιώτας και όσους δεν ήταν Τσελεπήδες (δηλ. άρχοντες)».

Στα λίγα θετικά που αναφέρουν οι ιστορικοί για τους Φαναριώτες συμπεριλαμβάνονται η ροπή τους για τα γράμματα καθώς και ο εξελληνισμός των παραδουνάβιων ηγεμονιών, όσο ήταν αυτοί στην εξουσία. Πράγματι, ένα μεγάλο μέρος της ρουμανικής κουλτούρας επηρεάστηκε από την διάδοση των γραμμάτων και την ίδρυση σχολείων. Ο Κ. Παπαρηγόπουλος αναφέρει για τη διάδοση της ελληνικής κουλτούρας στις ηγεμονίες: «Από τότε λοιπόν για ολόκληρο τον αιώνα (δηλ. τον 18ο) και μετά οι χώρες εκείνες που κυβερνούνταν από Έλληνες και διοικούνταν με Έλληνες και διαπαιδαγωγούνταν σε ελληνικές σχολές, τόσο πολύ εξελληνίστηκαν ώστε οι σπουδαιότεροι από τους ιθαγενείς μιλούσαν και έγραφαν την ελληνική γλώσσα». Υπερασπιζόμενος τους Φαναριώτες, ο Θ. Μοσχόπουλος παραθέτει την μαρτυρία του Άγγλου προξένου στο Ιάσιο Wilkinson:«… καταργηθείσης της τέως εν χρήσει Σλαβωνικής γλώσσης και διακανονισθείσης πως επί Μαυροκορδάτου (τη πρωτοβουλία του ηγεμόνος τούτου) της ρωμουνικής οι άρχοντες, οι μηδέ τ’ όνομα αυτών δυνάμενοι τέως να χαράξωσιν, επεδόθησαν εις την σπουδήν της εθνικής αυτών γλώσσης».

Η διάδοση των εθνικιστικών ιδεών μεταξύ των Ελλήνων, κυρίως μετά τα μέσα του 18ου αιώνα, και το ξέσπασμα της επανάστασης του 1821 έφερε σε δύσκολη θέση την αριστοκρατική τάξη των Φαναριωτών. Στους κόλπους τους εμφανίστηκαν δυο διακριτές απόψεις. Είτε θα ακολουθούσαν τους επαναστάτες και θα αγωνίζονταν και αυτοί για τη δημιουργία εθνικού κράτους ανεξάρτητου, είτε θα ακολουθούσαν το μοντέλο των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών, τουτέστιν αυτονομία μεν, υποτέλεια στην Πύλη δε. Την πρώτη άποψη την ενστερνίστηκε ένα μικρό μέρος των Φαναριωτών, όπως ο Αλ. Μαυροκορδάτος, ο Θ. Νέγρης και οι Υψηλάντηδες, που κατέβηκαν στην επαναστατημένη Ελλάδα για να συμμετάσχουν στον αγώνα. Η πλειοψηφία όμως των Φαναριωτών αντιμετώπισαν τις φιλελεύθερες ιδέες για ανεξαρτησία και συνταγματικό κράτος με αποστροφή, προτιμώντας να παραμείνουν πιστοί στην Πύλη, όπου ήταν και τα συμφέροντά τους. Οι αγωνιστές του ΄21 έχοντας γνώση της φαναριώτικης κάστας δεν τους αντιμετώπισαν θετικά. Ο Φ. Χρυσανθόπουλος ή Φωτάκος στα απομνημονεύματά του σημειώνει για τον σκοτεινό ρόλο των Φαναριωτών που κατέβηκαν να συνδράμουν στον ελληνικό αγώνα τα εξής: «Πολλοί δε και άλλοι συνετέλεσαν, όχι ολίγον εις την διαφθοράν της καρδίας και του πνεύματος των Ελλήνων, αλλά και οι λοιποί Φαναριώται, αφού δεν εδυνήθησαν να λάβη έκαστος, ως εφαντάζετο, την πρωτοβουλίαν, εσυνδαύλισαν και αυτοί την διχόνοιαν δια να ευρίσκωσι τροφήν και να ερωτώνται από τους αναξίους κομματάρχας ως πολύπειροι πολιτικοί και να εμπνέωσιν εις αυτούς τα σχέδιά των. Αυτοί δε οι Φανριώται ανεπαύοντο εις τούτο, έμβαιναν εις τα πράγματα, είτε δια του ενός τρόπου, είτε δια του άλλου, μεταχειριζόμενοι προ πάντων το συνηθισμένον επάγγελμά των, την μηχανορραφίαν». Και ο Δ. Φωτιάδης συμπληρώνει για τον ρόλο τους στην επανάσταση: «Οι Φαναριώτες, με συμπαραστάτη τον λογιοτατισμό, τη νέα αυτή τάξη «έξωθεν ερχομένη, και επαγγελομένη, ότι γνωρίζει τα γράμματα και ξένας γλώσσας, ως και την πολιτικήν» αντί να φωτίσουν το λαό, ρίχνουν το έθνος, με την ψεύτικια γλώσσα που χρησιμοποιούσαν, σε μια μεγαλύτερη ακόμη αμάθεια από πριν».

Η εικόνα που δημιούργησαν σε όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους οι Φαναριώτες ήταν αυτή του δολοπλόκου και του εξουσιομανή. Και όχι άδικα. Ο βίος τους εξ αρχής είχε συνδεθεί με την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του αφέντη τους και ποτέ δεν ξεστράτισαν από την αποστολή τους. Πυξίδα στην δράση τους είχαν πάντα τον πλουτισμό, όχι τόσο αυτόν που προέρχεται από το επιχειρείν, όσο από την απομύζηση του ιδρώτα των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Διέθεταν δηλαδή όλα τα χαρακτηριστικά μιας ουσιαστικά παρασιτικής και αργόσχολης τάξης. Διαβάζουμε στην ανώνυμη μελέτη «Οι Φαναριώται»: «…οι Φαναριώται προσεκολλήθησαν εις τους Βεζύρας των σουλτάνων, εκ φύσεως και αγωγής αμαθεστάτους, τούτων δε τα πάθη θωπεύοντες και πρόθυμοι εργάται και υπηρέται των ανομιών των γενόμενοι, έλαβον την επί τούτων υπεροχή, διότι οι βάρβαροι εύρισκον λίαν εις αυτούς συμφέρον, δια της οκνηρίας προς ήν ήσαν επιρρεπείς, αυτοί μεν να καρπώνονται τας ωφελείας της θέσεως των, οι δε παρά τους πόδας τούτων έρποντες Φαναριώται να φέρωσι φροντίδας, χορταζόμενοι ως κυνάρια από της πλουσίας των δεσποτών αυτών τραπέζης». Ο Ζαλλώνης, είχε την ευκαιρία, ως ιατρός πολλών Φαναριωτών και Οθωμανών αξιωματούχων, να ζήσει από κοντά πολλούς από αυτούς. Στο βιβλίο του αναφέρει και τις νουθεσίες του Αλ. Σούτσου προς τον διάδοχό του, που αποκαλύπτουν το πραγματικό πρόσωπό και τις πραγματικές αξίες αυτών των ανθρώπων: «Μάθε ότι ο αυθέντης Φαναριώτης, άνευ φιλοδοξίας και άνευ ραδιουργιών ομοιάζει προς ρήτορα άνευ ευγλωττίας, φιλάρεσκον γυναίκα άνευ απαιτήσεων ή ιερέα άνευ υποκρισίας. Δεν αγνοώ ότι ο αυθέντης πρέπει να υπάρχη δίκαιος και αφιλοκερδής, η ηθική όμως αύτη δεν συνάδει προς το φαναριώτικο σύστημα. Πίστευόν με δεν δύναται τις να κυνηγήση ταυτοχρόνως της δικαιοσύνην και τον πλούτον».

Η πραγματικότητα φταίει

Μπερδευόμαστε .

Κάνουμε σενάρια στο κεφάλι μας και η πραγματικότητα έρχεται πάντα να τα διαψεύσει.

Της φορτώνουμε τα λάθη γιατί αυτό είναι πάντα πιο εύκολο απ’ το να τα φορτώσουμε σε μας του ίδιους.

Είναι ανώδυνο να φταίει αυτή, να φταίει κάποιος άλλος, οποιοσδήποτε, αρκεί να μην είμαστε εμείς.

Η πραγματικότητα φταίει.

Αυτή που υποτίθεται ότι πρέπει να λειτουργεί κατά πως μας βολεύει και τις περισσότερες φορές δεν το κάνει.

Αυτή, μαζί με το σύμπαν, το Θεό, την κακή τύχη, το μάτιασμα, τις συγκυρίες, τις συμπτώσεις, τους ανάδρομους και τον κακό μας τον καιρό.

Μπερδευόμαστε.

Μ' αυτά που δεν ξέρουμε αν θέλουμε, μ αυτά που δεν μπορούμε να προσωποποιήσουμε αλλά τα κρατάμε γενικά γιατί βολευόμαστε, με τα λόγια του αέρα , με ένα «θέλω» πιο εγωιστικό απ΄ το «μπορώ» και τέλος με το συμπέρασμα ότι ποτέ δεν φταίμε εμείς αλλά κάτι άλλο, γενικευμένο, απρόσιτο και εύκολο να κατηγορηθεί και να αναλάβει την ευθύνη.

Είναι τόσο λυτρωτικό να μην ξέρεις. Να ξαφνιάζεσαι. Να μην περιμένεις να συμβεί.

Είναι τόσο ανώδυνο να μην χρειάζεται να δώσεις εξηγήσεις.

Να μην πιέζεσαι να πάρεις αποφάσεις. Να μη χρειάζεται ν' αντιμετωπίσεις το αποτέλεσμα των λόγων σου ή των πράξεών σου.

Να μην αναλαμβάνεις ευθύνες. Να μην συμμετέχεις ενεργά στη ζωή σου.

Περιφερειακή οδός χωρίς φανάρια.

Γρήγορα, εύκολα και κυρίως ανώδυνα.

Δεν έχει σημασία που η δουλειά σου είναι στο κέντρο. Εσύ θα πας πάντα γύρω-γύρω να περάσεις και να φτάσεις σ έναν υποτιθέμενο προορισμό που όμως δεν σε αφορά γιατί δεν είναι ο δικός σου.

Τον ονομάζεις έτσι γιατί εκεί σ έβγαλε ο δρόμος. Εκεί υποτίθεται σε οδήγησαν οι πινακίδες.

Κι όταν φτάσεις σ αυτόν τον προορισμό και συνειδητοποιήσεις ότι δεν ήθελες να πας εκεί αλλά κάπου αλλού, φταίει η πραγματικότητα.

Μπερδευόσαστε.

Με μια ωριμότητα που δεν ήρθε ποτέ. Μια χαζομάρα που δεν σας εγκατέλειψε όταν ήρθε η ώρα.

Μια ζωή που δεν άλλαξε, δεν διαμορφώθηκε στην πορεία των χρόνων.

Μια νοοτροπία που παρέμεινε ακριβώς η ίδια χωρίς να δίνετε σημασία στην αλλαγή.

Με μια αντιμετώπιση που αρνείται να ακολουθήσει την πραγματικότητα.

Μια λογική ότι δεν πρέπει ν αφήνουμε το χρόνο να περνάει από πάνω μας και μια συμπεριφορά εφήβου σε κατάσταση προχωρημένης ακμής.

Μεγαλώνοντας θα είναι πάντα πιο εύκολο να ασχολείστε με τα σπυράκια που σας άφησαν σημάδια παρά με τα σημάδια που κακοφόρμισαν σε πληγές με πύον.

Μπερδευόσαστε.

Καθισμένοι σε αναπαυτικές πολυθρόνες, με τα καθημερινά προβλήματα λυμένα από άλλους και αυτά που προκύπτουν προωθημένα στην πραγματικότητα.

Που δεν σας τα λύνει. Και που δεν πειράζει. Γιατί δεν είναι δικά σας. Επειδή δεν έχουν λύσεις που σας βολεύουν. Επειδή δεν χρειάζεται να κάνετε τίποτα γι αυτά.

Επειδή αν δεν λυθούν, θα τα προσπεράσετε και θα πάτε παρακάτω.

Σε εκείνα που λύνονται. Όχι απ την πραγματικότητα. Από την αδιαφορία.

Η πραγματικότητα φταίει.

Φταίει γιατί όταν έπρεπε, δεν σας έδωσε ένα χαστούκι και δεν σας είπε...

Ξύπνα ηλίθιε.

Εσύ είσαι η πραγματικότητα.