Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2018

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Προμηθεὺς δεσμώτης (36-87)

ΚΡ. εἶἑν, τί μέλλεις καὶ κατοικτίζῃ μάτην;
τί τὸν θεοῖς ἔχθιστον οὐ στυγεῖς θεόν,
ὅστις τὸ σὸν θνητοῖσι προὔδωκεν γέρας;
ΗΦ. τὸ συγγενές τοι δεινὸν ἥ θ᾽ ὁμιλία.
40 ΚΡ. σύμφημ᾽· ἀνηκουστεῖν δὲ τῶν πατρὸς λόγων
οἷόν τε πῶς; οὐ τοῦτο δειμαίνεις πλέον;
ΗΦ. αἰεί γε δὴ νηλὴς σὺ καὶ θράσους πλέως.
ΚΡ. ἄκος γὰρ οὐδὲν τόνδε θρηνεῖσθαι· σὺ δὲ
τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει μάτην.
45 ΗΦ. ὦ πολλὰ μισηθεῖσα χειρωναξία.
ΚΡ. τί νιν στυγεῖς; πόνων γὰρ ὡς ἁπλῷ λόγῳ
τῶν νῦν παρόντων οὐδὲν αἰτία τέχνη.
ΗΦ. ἔμπας τις αὐτὴν ἄλλος ὤφελεν λαχεῖν.
ΚΡ. ἅπαντ᾽ ἐπαχθῆ πλὴν θεοῖσι κοιρανεῖν.
50 ἐλεύθερος γὰρ οὔτις ἐστὶ πλὴν Διός.
ΗΦ. ἔγνωκα τοῖσδε, κοὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω.
ΚΡ. οὔκουν ἐπείξῃ τῷδε δεσμὰ περιβαλεῖν,
ὡς μή σ᾽ ἐλινύοντα προσδερχθῇ πατήρ;
ΗΦ. καὶ δὴ πρόχειρα ψάλια δέρκεσθαι πάρα.
55 ΚΡ. βαλών νιν ἀμφὶ χερσὶν ἐγκρατεῖ σθένει
ῥαιστῆρι θεῖνε, πασσάλευε πρὸς πέτραις.
ΗΦ. περαίνεται δὴ κοὐ ματᾷ τοὔργον τόδε.
ΚΡ. ἄρασσε μᾶλλον, σφίγγε, μηδαμῇ χάλα·
δεινὸς γὰρ εὑρεῖν κἀξ ἀμηχάνων πόρον.
60 ΗΦ. ἄραρεν ἥδε γ᾽ ὠλένη δυσεκλύτως.
ΚΡ. καὶ τήνδε νῦν πόρπασον ἀσφαλῶς, ἵνα
μάθῃ σοφιστὴς ὢν Διὸς νωθέστερος.
ΗΦ. πλὴν τοῦδ᾽ ἂν οὐδεὶς ἐνδίκως μέμψαιτό μοι.
ΚΡ. ἀδαμαντίνου νῦν σφηνὸς αὐθάδη γνάθον
65 στέρνων διαμπὰξ πασσάλευ᾽ ἐρρωμένως.
ΗΦ. αἰαῖ, Προμηθεῦ, σῶν ὕπερ στένω πόνων.
ΚΡ. σὺ δ᾽ αὖ κατοκνεῖς τῶν Διός τ᾽ ἐχθρῶν ὕπερ
στένεις; ὅπως μὴ σαυτὸν οἰκτιεῖς ποτε.
ΗΦ. ὁρᾷς θέαμα δυσθέατον ὄμμασιν.
70 ΚΡ. ὁρῶ κυροῦντα τόνδε τῶν ἐπαξίων.
ἀλλ᾽ ἀμφὶ πλευραῖς μασχαλιστῆρας βάλε.
ΗΦ. δρᾶν ταῦτ᾽ ἀνάγκη, μηδὲν ἐγκέλευ᾽ ἄγαν.
ΚΡ. ἦ μὴν κελεύσω κἀπιθωύξω γε πρός.
χώρει κάτω, σκέλη δὲ κίρκωσον βίᾳ.
75 ΗΦ. καὶ δὴ πέπρακται τοὔργον οὐ μακρῷ πόνῳ.
ΚΡ. ἐρρωμένως νῦν θεῖνε διατόρους πέδας·
ὡς οὑπιτιμητής γε τῶν ἔργων βαρύς.
ΗΦ. ὅμοια μορφῇ γλῶσσά σου γηρύεται.
ΚΡ. σὺ μαλθακίζου, τὴν δ᾽ ἐμὴν αὐθαδίαν
80 ὀργῆς τε τραχυτῆτα μὴ ᾽πίπλησσέ μοι.
ΗΦ. στείχωμεν· ὡς κώλοισιν ἀμφίβληστρ᾽ ἔχει.
ΚΡ. ἐνταῦθα νῦν ὕβριζε καὶ θεῶν γέρα
συλῶν ἐφημέροισι προστίθει. τί σοι
οἷοί τε θνητοὶ τῶνδ᾽ ἀπαντλῆσαι πόνων;
85 ψευδωνύμως σε δαίμονες Προμηθέα
καλοῦσιν· αὐτὸν γάρ σε δεῖ προμηθέως,
ὅτῳ τρόπῳ τῆσδ᾽ ἐκκυλισθήσῃ τέχνης.

***
ΚΡΑΤΟΣ
Λοιπόν, τί στέκεις κι άδικα ψυχοπονιέσαι
τον αντίθεο το θεό και να μη βράζει η οργή σου,
που πρόδωκε στον άνθρωπο τ᾽ αξίωμά σου;
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Πολύ βαραίνει, συγγενής και φίλος να ᾽σαι.
ΚΡΑΤΟΣ
40 Δε λέω· μα πάει να παρακούς και του πατρός σου
το λόγο; Και πώς πιότερο δεν το φοβάσαι;
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Πάντα σου εσύ σκληρός, πάντα κακία γιομάτος.
ΚΡΑΤΟΣ
Δεν έχει διάφορο αν τον κλαίω· και συ μη χάνεις
σ᾽ όσα δεν ωφελούν τον κόπο σου του κάκου.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Αχ, τέχνη, πώς με τα όλα μου σ᾽ έχω μισήσει!
ΚΡΑΤΟΣ
Τί να της βαργομάς; γιατί, να πούμ᾽ αλήθεια,
στα κακά τώρ᾽ αυτά δε φταίει διόλου η τέχνη.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Μ᾽ άμποτε να τη λάχαινε κανένας άλλος.
ΚΡΑΤΟΣ
Όλα βαριά, εχτός να ᾽σαι των θεών ο αφέντης,
50 κι έξω απ᾽ το Δία κανείς ελεύτερος δεν είναι.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Σύμφωνος, και σ᾽ αυτό λόγο να πω δεν έχω.
ΚΡΑΤΟΣ
Κάνε λοιπόν και πέρνα του τις αλυσίδες,
να μη σε δει και αργοπορείς ο Δίας πατέρας.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Έτοιμα, βλέπεις, τα λυτάρια του είν᾽ ομπρός σου.
ΚΡΑΤΟΣ
Πεδίκλωσ᾽ του μ᾽ όλη τη ζώρη σου τα χέρια,
χτύπα με τη βαριά, στο βράχο κάρφωνέ τον.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Τέλειωσε, νά το, κι η δουλειά δεν πάει του μάκρου.
ΚΡΑΤΟΣ
Πιο πολύ βάρα, σφίγγε, μην τ᾽ αφήνεις λάσκα,
κι είν᾽ άξιος να βγει πέρα κι όπου δεν το ελπίζεις.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
60 Στεριώθηκε, που πια δε λει, το ᾽να του χέρι.
ΚΡΑΤΟΣ
Τ᾽ άλλο τώρα ζώστ᾽ του γερά· να μάθει μ᾽ όλες
τις μαστοριές, πως με τον Δία δεν παραβγαίνει.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Παράπονο, άλλος απ᾽ αυτόν, λέω να μη μου ᾽χει.
ΚΡΑΤΟΣ
Άγρια σαγόνα τώρα σφήνας ατσαλένιας
πέρα για πέρα πέρνα του γερά στα στήθια.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Οϊμένα, κλαίω, Προμηθέα, τα βάσανά σου.
ΚΡΑΤΟΣ
Τα ίδια μας πάλι; και για τους εχθρούς του Δία
θρηνείς; φυλάου μην κλάψεις για λογαριασμό σου.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Βλέπεις πράμα, που μάτια δε βαστούν να βλέπουν.
ΚΡΑΤΟΣ
70 Βλέπω που βρίσκει αυτός ό,τι άξιζε να πάθει·
μα βάλ᾽ του γύρω στα πλευρά μασκαλοζώστρες.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Ανάγκη πάσα· κι οι πολλές φωνές σου ας λείπουν.
ΚΡΑΤΟΣ
Και θα φωνάξω και θενά χουγιάξω ακόμα.
Έρχου κάτω, κιρκέλωσ᾽ του σφιχτά τα σκέλια.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Νά, τέλειωσε κι αυτό και μ᾽ όχι πολύ κόπο.
ΚΡΑΤΟΣ
Χτύπα τώρα γερά τα καρφιά πέρα ως πέρα,
γιατ᾽ έχεις δύσκολο κριτή σ᾽ αυτό σου το έργο.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Ταιριάζει αλήθεια η γλώσσα σου με τη μορφή σου.
ΚΡΑΤΟΣ
Κάνε συ αν θες το μαλακό, και το δικό μου
80 μη μου χτυπάς σκληρόψυχο κι αυθάδη τρόπο.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Πάμε· κι έχει ένα γύρο βρόχια στο κορμί του.
ΚΡΑΤΟΣ
Μεγαλοπιάνου τώρα εδώ κι άρπαζε αν θέλεις
τα τίμια των θεών να φέρνεις στους ανθρώπους.
Και τί μπορούνε τάχα αυτοί να σε συντρέξουν
στα βάσανά σου; ψεύτικα οι θεοί σού δίνουν
του Προμηθέα τ᾽ όνομα, γιατί κι ο ίδιος
χρειάζεται έναν άλλον νά ᾽βρεις προμηθέα,
για να ᾽θελε ξεμπλέξεις απ᾽ αυτές τις τέχνες.

Η θανατική ποινή στο Θουκυδίδη

Η Μυτιλήνη, η σημαντικότερη πόλη της Λέσβου, ανήκε στη συμμαχία των Αθηναίων. Την άνοιξη του 428 π.Χ. κατά τη διάρκεια του πελοποννησιακού πολέμου οι ολιγαρχικοί που δεν είχαν χάσει ποτέ την εξουσία, σκέφτηκαν ότι είχε φτάσει η κατάλληλη στιγμή που θα μπορούσαν να αποστατήσουν με επιτυχία από την Αθήνα, κάτι που δεν είχε πετύχει ως τότε καμία από τις πόλεις του Αιγαίου που το είχαν επιχειρήσει.
 
Το μέσο με το οποίο έλπιζαν ότι θα πετύχουν το σκοπό τους ήταν η βοήθεια από τη Σπάρτη και τη Βοιωτία. Η Αθήνα όμως πληροφορήθηκε το σχέδιο, και παρόλο που πιέζονταν πολύ από την εισβολή των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων της στην Αττική απέκλεισε τη Μυτιλήνη πριν φτάσει η βοήθεια. Κατά το τέλος του καλοκαιριού έφτασαν στην Ολυμπία, σε μια συνέλευση των Πελοποννησίων που έγινε με την ευκαιρία των αγώνων, απεσταλμένοι από τη Λέσβο και έπεισαν τους Σπαρτιάτες να αποδεχτούν το σχέδιο τους που περιελάμβανε δεύτερη εισβολή τους στην Αττική και συγχρόνως συγκέντρωση του στόλου τους στον Ισθμό.
 
Πίστευαν ότι αυτό το σχέδιο θα εξανάγκαζε τους Αθηναίους να αποχωρήσουν από τη Λέσβο με αποτέλεσμα να ελευθερωθεί ο λεσβιακός στόλος. Όμως οι Αθηναίοι, ενώ ακόμη γινόταν οι προετοιμασίες, επάνδρωσαν εκατό καινούργια καράβια και τα έστειλαν στον Ισθμό, χωρίς να ανακαλέσουν τον άλλο στόλο. Η εισβολή ματαιώθηκε και έτσι έσβησε κάθε προοπτική επιτυχίας των Μυτιληναίων.
 
Βέβαια την άνοιξη του 427 π.Χ. οι Σπαρτιάτες έστειλαν επιπλέον στη Λέσβο σαράντα καράβια, αλλά αυτά δεν έφτασαν ποτέ στον προορισμό τους και η Μυτιλήνη παραδόθηκε από έλλειψη τροφίμων. Η παράδοση μάλιστα επιβλήθηκε στους ολιγαρχικούς, όταν ο απεσταλμένος Σπαρτιάτης Σάλαιθος, χωρίς να το σκεφτεί έδωσε όπλα στο λαό και ο λαός, όπως αποδείχθηκε, ήταν φιλικός με την Αθήνα. Ο Πάχης, ο στρατηγός των Αθηναίων, έστειλε τον Σάλαιθο και όσους θεωρήθηκαν υπαίτιοι για την αποστασία στην Αθήνα. Οι Αθηναίοι σκότωσαν αμέσως το Σάλαιθο.
 
Για τους άλλους έκαναν δημόσια συζήτηση και αποφάσισαν να θανατώσουν όχι μόνο αυτούς που είχαν μπροστά τους αλλά και όλους τους άνδρες της Μυτιλήνης πάνω από την εφηβική ηλικία και να πουλήσουν τα παιδιά και τις γυναίκες για δούλους και έστειλαν πλοίο στη Μυτιλήνη για να γνωστοποιήσει την απόφαση για να την εκτελέσει το γρηγορότερο. Την άλλη όμως μέρα είχαν τύψεις από την τερατώδη και άγρια απόφαση που πάρθηκε από τον παραλογισμό του φόβου και της εκδίκησης και οργάνωσαν καινούργια συνέλευση για να συζητηθεί πάλι το πρόβλημα.
 
Οι απόψεις που εκφράστηκαν ήταν πολλές και διαφορετικές. Ξεχωρίζει ο ιστορικός τις απόψεις δύο πολιτικών του δημοκρατικού Κλέωνα και του συντηρητικού Διοδότου και τις αναπτύσσει σε δύο αντίθετες δημηγορίες.
 
Ο Κλέωνας εμφανίζεται σαν βίαιος δημαγωγός που απευθύνεται στο συναίσθημα, κολακεύει τα κατώτερα ένστικτα του λαού, απορρίπτει κάθε έννοια δικαίου και επιείκειας και με ωμό τρόπο υποστηρίζει ότι είναι συμφέρον της Αθήνας να θανατώσουν τους Μυτιληναίους.
 
Στον Κλέωνα απαντά ο Διόδοτος και προσπαθεί να αναιρέσει τα επιχειρήματα του με δικά του επιχειρήματα που θέτουν τις αρχές ενός φιλελεύθερου διαλόγου απαλλαγμένου από υστεροβουλίες και από την πρόθεση παραπλάνησης. Όμως και για το Διόδοτο ο οίκτος, η καλοσύνη, το δίκαιο δεν έχουν καμία θέση στη συζήτηση τους. Το μόνο πρόβλημα για αυτόν και επομένως θέμα της συζήτησης πρέπει να είναι ποια ποινή θα εξυπηρετούσε καλύτερα το συμφέρον της Αθήνας. «Μας συμφέρει η όχι να τους σφάξουμε».
 
Οπωσδήποτε υποστηρίζει το σωστότερο και τον πιο ανθρωπιστικό τρόπο με τα πιο κυνικά επιχειρήματα. Όμως από αυτό τον κυνισμό από αυτό το χαμηλό επίπεδο τον βλέπουμε να απομακρύνεται και να υψώνεται στη σφαίρα της κοινωνιολογίας. Σε μια από τις ωραιότερες παραγράφους που μας έχει παραδώσει ο Θουκυδίδης εκφράζει τη άποψη ότι η ποινή του θανάτου δεν μπορεί να αποτρέψει αποτελεσματικά το έγκλημα, δεν λειτουργεί σαν παράδειγμα για την αποτροπή των άλλων, αφού παρά την εφαρμογή της οι άνθρωποι εξακολουθούν να διαπράττουν εγκλήματα και οι πολιτείες να επαναστατούν, γιατί έχουν πάντα την ελπίδα ότι θα πετύχουν ή θα μείνουν ατιμώρητοι.
 
Ο Διόδοτος με τη δημηγορία του ακύρωσε την απόφαση των Αθηναίων για τη θανάτωση των Μυτιληναίων.
 
Απόσπασμα από το τρίτο βιβλίο του Θουκυδίδη κεφάλαιο 45
 
Διόδοτος… υπάρχει στις πολιτείες η ποινή του θανάτου για πολλά εγκλήματα, και μάλιστα όχι όμοια με ετούτο εδώ, αλλά πολύ μικρότερα. Παρ’ όλα αυτά ριψοκινδυνεύουν οι άνθρωποι επειδή παρακινούνται από την ελπίδα, και κανένας μέχρι τώρα δεν έφτασε στη φοβερή πράξη έχοντας καταδικάσει τον εαυτό του ότι δεν θα υπερισχύσει στις δόλιες σκέψεις του. Και ποια πόλη ποτέ που προσπάθησε να αποστατήσει θεώρησε πως ο εξοπλισμός της ή ο δικός της ή με τη βοήθεια των συμμάχων , είναι κατώτερος, και όμως επιχείρησε την αποστασία;
 
Και όλοι από τη φύση τους και οι ιδιώτες και τα κράτη έχουν προδιάθεση να παρανομούν, και δεν υπάρχει νόμος που θα τους εμποδίσει από αυτό, αφού έχουν δοκιμάσει οι άνθρωποι όλες τις ποινές διαδοχικά «με την ελπίδα» μήπως τυχόν αδικούνται λιγότερο από τους κακούργους. Και είναι πιθανό παλαιότερα να έχουν θεσπιστεί ηπιότερες ποινές για τα μεγαλύτερα εγκλήματα επειδή όμως με τη πάροδο του χρόνου παρέβαιναν τους νόμους αυξήθηκαν οι περισσότερες, μέχρι την ποινή του θανάτου. Και αυτή η ποινή όμως δεν λογαριάστηκε.
 
Ή λοιπόν πρέπει να εφευρεθεί κάποιος τρόπος πιο φοβερός από το θάνατο, ή αυτός ο τρόπος δεν τους εμποδίζει καθόλου, αλλά επειδή ή από τη μια μεριά η φτώχεια κάνει τον άνθρωπο παράτολμο από την ανάγκη, και από την άλλη επειδή η ασυδοσία τους κάνει υπερφίαλους και τους δίνει την επιθυμία για υπεροχή, και οι άλλες στιγμές της ζωής ανάβουν τα πάθη των ανθρώπων καθώς η κάθε μια διακατέχεται από μια αθεράπευτη παράνομη ορμή, ρίχνονται στους κινδύνους.
 
Και η ελπίδα και ο έρωτας σε κάθε περίσταση, αυτός πηγαίνοντας μπροστά και εκείνη ακολουθώντας και αυτός φροντίζοντας να καταστρώσει τα σχέδια και εκείνη υπολογίζοντας τη καλή έκβαση της τύχης διαπράττουν τα μεγαλύτερα κακά. Και επειδή είναι αόρατα είναι πιο δυνατά από τους φανερούς κινδύνους. Και επιπλέον η τύχη δεν συμβάλλει καθόλου λιγότερο στο να ξεσηκώνει τους ανθρώπους γιατί, επειδή καμία φορά βοηθάει απροσδόκητα παρακινεί τους ανθρώπους να αναλάβουν κινδύνους ξεκινώντας από ελάχιστα μέσα. Και αυτό συμβαίνει όχι λιγότερο στα κράτη, επειδή εδώ υπάρχουν τα πιο μεγάλα κίνητρα, η ελευθερία ή η υποταγή σε άλλους, και ο καθένας μαζί με όλους υπερτιμάει τη δύναμη τους. Και μ’ ένα λόγο είναι αδύνατο και χαρακτηρίζεται από μεγάλη ηλιθιότητα όποιος πιστεύει ότι, όταν η ανθρώπινη φύση ορμάει με προθυμία να κάνει κάτι, θα την αποτρέψει ή η δύναμη του νόμου ή κάποια άλλη απειλή.
 
Κεφάλαιο 46: Λοιπόν δεν πρέπει να πιστέψετε ότι η ποινή του θανάτου είναι εγγύηση ότι δεν θα ξαναγίνει το έγκλημα…

Ο Αριστοτέλης και ο τελικός ορισμός του δίκαιου ανθρώπου

Η διερεύνηση της δίκαιης πράξης δεν μπορεί να περιοριστεί απλώς στην υπόδειξη της δίκαιης ή της άδικης συμπεριφοράς, αλλά οφείλει να προχωρήσει διαχωρίζοντας την αδικία από το σφάλμα: «είναι η περίπτωση που το πρόσωπο προς το οποίο κατευθύνεται η πράξη ή η ίδια η πράξη ή το όργανο που χρησιμοποιείται ή ο σκοπός της πράξης δεν είναι αυτά που νόμιζε ο δράστης· μπορεί, επιπαραδείγματι, να πίστευε ή ότι δε χτύπησε κανέναν ή ότι δεν τον χτύπησε με αυτό το όργανο ή ότι δε χτύπησε αυτό το πρόσωπο ή ότι δεν τον χτύπησε γι’ αυτό το σκοπό, αλλά έτυχε να γίνει κάτι διαφορετικό από αυτό που ο ίδιος σκόπευε να κάνει, όχι π.χ. για να τον τραυματίσει, αλλά για να τον κεντρίσει και να τον πονέσει ή ότι δεν είχε στο νου του αυτό το πρόσωπο ή αυτό το όργανο» (1135b 8, 15-19).
 
Με άλλα λόγια, για να χαρακτηριστεί μια πράξη άδικη πρέπει να υπάρχει επίγνωση, δηλαδή ξεκαθαρισμένη πρόθεση, της ζημιάς που προκαλείται. Όταν κάποιος προξενεί συγκεκριμένες βλάβες χωρίς όμως να έχει αυτό το σκοπό, τότε δεν πρόκειται για αδίκημα, αλλά για σφάλμα. Κατά συνέπεια, η τιμωρία που πρέπει να του επιβληθεί (αν πρέπει) δε σχετίζεται με το αποτέλεσμα της πράξης, αλλά με το μέγεθος της ανευθυνότητας που το επέφερε.
 
Κι αυτό δεν έχει καμία σχέση με το ατύχημα: «Όταν […] η βλάβη γίνει αντίθετα προς κάθε λογική προσδοκία, είναι ατύχημα». (1135b 8, 19-20). Ο τελικός διαχωρισμός ανάμεσα στο ατύχημα και το σφάλμα είναι πλέον σαφής: «όταν όμως δε γίνει» (η βλάβη εννοείται) «αντίθετα με τις λογικές προσδοκίες, γίνει, πάντως, δίχως κακία, είναι σφάλμα (ένας άνθρωπος κάνει σφάλμα, όταν η αιτία που τον οδηγεί σ’ αυτό βρίσκεται μέσα του· ατύχημα υπάρχει, όταν η αιτία αυτή έρχεται από έξω)» (1135b 8, 20-22).
 
Για να υπάρχει αδίκημα πρέπει να υπάρχει πλήρης γνώση των συνεπειών που μπορούν να επέλθουν. Όμως και πάλι, όλες οι περιπτώσεις δεν είναι ίδιες: «Όταν, πάλι, προκαλεί κανείς τη βλάβη εν γνώσει του, χωρίς όμως να το έχει σκεφτεί και να το έχει μελετήσει από πριν, τότε είναι αδίκημα· αδικήματα είναι, επιπαραδείγματι, οι βλάβες που προκαλούνται στους άλλους από θυμό ή από άλλα πάθη που σχετίζονται με τις ανάγκες του ανθρώπου ή έχουν την αρχή τους στη φύση: προκαλώντας οι άνθρωποι αυτές τις βλάβες στους άλλους και κάνοντας αυτά τα σφάλματα αδικούν, βέβαια, και είναι όλα αυτά αδικήματα, δεν είναι όμως ακόμη εξαιτίας τους άδικοι ούτε κακού χαρακτήρα άνθρωποι· ο λόγος είναι ότι η βλάβη που προκαλούν δεν οφείλεται σε κακία» (1135b 8, 23-28).
 
Αυτός είναι και ο λόγος που οι ποινές που αποδίδονται σε τέτοιες περιπτώσεις είναι ηπιότερες: «Γι’ αυτό και είναι σωστό που στα δικαστήρια οι πράξεις που οφείλονται στο θυμό δεν κρίνονται ως πράξεις που έγιναν από προμελέτη: στην αρχή της πράξης δε βρίσκεται αυτός που ενεργεί με οργή, αλλά αυτός που τον εξόργισε. Εξάλλου το ερώτημα που τίθεται στις περιπτώσεις αυτές δεν είναι αν έγινε ή δεν έγινε η πράξη, αλλά αν ήταν δίκαιη, δεδομένου ότι οργίζεται κανείς εναντίον μια ενέργειας που του φαίνεται πως είναι άδικη» (1135b 8, 29-33).

Φυσικά, το να ασκεί κανείς βία, επειδή θεωρεί ότι αδικήθηκε, είναι κατακριτέο και πρέπει να επισύρει ποινές, αφού, αν γίνει αποδεκτό ότι ο δράστης έχει απόλυτο δίκιο, ώστε να αθωωθεί πλήρως, είναι σαν να δικαιώνεται η αυτοδικία, που από θέση αρχής ματαιώνει το θεσμό της δικαιοσύνης. Το ζητούμενο δεν αφορά την απαλλαγή του δράστη, αλλά το ελαφρυντικό του βρασμού της ψυχής μπροστά σε μια άδικη προσβολή που ήταν αδύνατο να ανεχτεί.
 
Το δικαστήριο οφείλει να ελέγξει επακριβώς τα δεδομένα (το μέγεθος της προσβολής, το μέγεθος της βίας που ασκήθηκε, το κατά πόσο ο δράστης έχει εμπλακεί και στο παρελθόν σε τέτοιες υποθέσεις κλπ), ώστε η ποινή να είναι σχολαστικά ανάλογη των καταστάσεων. Ένας τέτοιος δράστης δεν πρέπει να μείνει ατιμώρητος, αλλά συγχρόνως πρέπει να διαφοροποιηθεί από εκείνον που αδικεί με απόλυτη προτίμηση και προμελέτη, δηλαδή με πλήρη συνείδηση της αδικίας που διαπράττει.
 
Ο Αριστοτέλης καταδεικνύει την πιο επαίσχυντη μορφή αδικίας, θα λέγαμε τον απόλυτο ορισμό της: «αν όμως κανείς προκαλεί τη βλάβη από προσωπική του επιλογή και προτίμηση, τότε είναι άδικος και κακός». (1135b 8, 28-29) Η κακία είναι το επισφράγισμα της ολοκληρωτικής αδικίας και σ’ αυτές τις περιπτώσεις πρέπει να προβλέπονται οι αυστηρότερες ποινές. Ο δόλος, η επίγνωση και ο υπολογισμός των κερδών από την άδικη πράξη συνθέτουν την προμελέτη. Η αδικία του οξύθυμου δε συγκαταλέγεται σ’ αυτή την κατηγορία. Κι αυτός είναι ο λόγος που πρέπει να διαφοροποιηθεί και στην προβλεπόμενη νομοθεσία για τον καθορισμό των ποινών.
 
Αφού έχει αποσαφηνιστεί τι είναι αδικία και τι όχι κι έχουν καταδειχθεί οι διαβαθμίσεις της άδικης συμπεριφοράς, μέχρι την πιο καθαρή της μορφή, αυτό που μένει είναι να διερευνηθεί το ενδεχόμενο κατά πόσο είναι δυνατό να αδικεί κανείς (και μάλιστα) σκόπιμα τον εαυτό του. Ως αφορμή για το θέμα τίθενται οι στίχοι από ένα χαμένο έργο του Ευριπίδη:
 
– Σκότωσα τη μάνα μου, σύντομος και κοφτός ο λόγος μου.

–Το θέλατε κι οι δυο σας; Ή μήπως άθελα κι οι δυο σας; (1136a 9, 15-16).
 
Μοιραία, ο Αριστοτέλης αναρωτιέται: «Αλήθεια, μπορεί κανείς να αδικείται με τη θέλησή του, ή μήπως όχι, αλλά πάντοτε αδικείται χωρίς τη θέλησή του, όπως το να αδικεί είναι κάτι που κανείς το κάνει πάντοτε με τη θέλησή του; Και ισχύει άραγε σε όλες τις περιπτώσεις μόνο το δεύτερο ή μόνο το πρώτο, […] ή μήπως το να αδικείται κανείς είναι σε άλλες περιπτώσεις εκούσιο και σε άλλες ακούσιο;» (1136a 9, 17-21).
 
Το ίδιο ισχύει και αντιστρόφως, λαμβάνοντας υπόψη κατά πόσο αυτός που κάνει μια δίκαιη πράξη δρα με τρόπο ακούσιο ή εκούσιο. Γιατί, αν δρα ακουσίως τότε δεν είναι πράγματι δίκαιος, αλλά είναι η τύχη που καθιστά την πράξη του δίκαιη, όπως κι αν αδικεί ακουσίως δεν είναι άδικος.
 
Το σίγουρο είναι ότι για να διαπραχτεί αδικία χρειάζονται τουλάχιστον δύο πρόσωπα: αυτό που θα αδικηθεί κι αυτό που θα αδικήσει: «είναι, πράγματι, αδύνατο να υποστεί κανείς αδικία, αν δεν υπάρχει αυτός που θα την κάνει, ή να έχει δίκαιη μεταχείριση, αν δεν υπάρχει αυτός που θα κάνει τη δίκαιη πράξη. Αν όμως “αδικώ” θα πει γενικά “βλάπτω κάποιον με τη θέλησή μου”, και “με τη θέλησή μου” θα πει “γνωρίζοντας και αυτόν που βλάπτω και με τι τον βλάπτω και πώς τον βλάπτω”, και αν ο ακρατής άνθρωπος βλάπτει με τη θέλησή του ο ίδιος τον εαυτό του, τότε θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο ακρατής άνθρωπος αδικείται με τη θέλησή του και, ακόμη, ότι είναι δυνατό να αδικεί ο ίδιος τον εαυτό του…» (1136a 9, 34-39).
 
Αποδεχόμενοι αυτό θα μπορούσαμε να πούμε ότι η κατάκτηση της ηθικής αρετής, δηλαδή η εξασφάλιση της ισορροπίας για τις πράξεις του εαυτού σε όλα τα ζητήματα, αποτελεί στοιχείο δικαιοσύνης. Σε τελική ανάλυση, ο ακρατής, όπως και ο τσιγκούνης (που δε σκέφτεται παρά μόνο τα λεφτά), ο τεμπέλης (που υποβαθμίζει τη ζωή του λόγω απραξίας), ο αλαζόνας (που τον αποστρέφονται), ο δειλός (που φοβάται οποιαδήποτε πρωτοβουλία), ο άπληστος (που δεν ικανοποιείται με τίποτε), και γενικά όλοι αυτοί που με τη συμπεριφορά τους αντίκεινται στην αρετή πρώτα απ’ όλα αδικούν τον εαυτό τους. Και τον αδικούν, γιατί επί της ουσίας τον βλάπτουν. Όμως, για τον Αριστοτέλη η επιδίωξη της αδικίας του εαυτού είναι κάτι παράλογο: «Βλάπτεται κανείς με τη θέλησή του και υπομένει αδικίες με τη θέλησή του, κανένας όμως δεν αδικείται με τη θέλησή του» (1136b 9, 6-7).

Το παράδοξο ότι μπορεί κανείς να «υπομένει αδικίες με τη θέλησή του», αλλά όχι να «αδικείται με τη θέλησή του» σχετίζεται προφανώς με το στοιχείο της εκούσιας και ακούσιας δράσης. Μπορεί κανείς να ανεχτεί μια αδικία, αν οι συνθήκες είναι τέτοιες που τον εξαναγκάζουν ή αν φοβάται ότι μπορεί να αδικηθεί περισσότερο, αλλά είναι αδύνατο με τη θέλησή του κι έχοντας πλήρη επίγνωση των πράξεών του να προτίθεται να τον αδικήσουν, ενώ θα μπορούσε εύκολα να το αποφύγει. Τελικά, η αποδοχή της ζημίωσης του εαυτού δεν μπορεί παρά να υποκρύπτει την αδυναμία. Και η αδυναμία μπορεί να έχει ρίζες κοινωνικές (ο εργαζόμενος μπορεί να δεχτεί ένα άδικο μεροκάματο φοβούμενος την ανεργία) ή να αφορούν τη διαμόρφωση του χαρακτήρα.
 
Οι αδυναμίες του χαρακτήρα που γίνονται επιζήμιες για τον εαυτό είναι το αδιέξοδο του ανθρώπου που, αν και κατανοεί το σφάλμα, είναι αδύνατο να φέρει αντιστάσεις. Θα έλεγε κανείς ότι οι άνθρωποι αυτού του είδους ενεργούν ενάντια στη θέλησή τους, αφού τα πάθη τους αποδεικνύονται ισχυρότερα: «… κανένας δε θέλει να αδικείται, ούτε και ο ακρατής, που απλώς ενεργεί αντίθετα με τη θέλησή του· γιατί κανένας δεν επιθυμεί πράγματα για τα οποία είναι βέβαιος ότι δεν είναι καλά, ο ακρατής όμως άνθρωπος δεν κάνει αυτά που κατά βάθος πιστεύει ότι θα έπρεπε να κάνει» (1136b 9, 8-11).
 
Κι αυτό είναι το αδιέξοδο των ανθρώπων που δεν κατέχουν την ηθική αρετή, που δεν μπορούν δηλαδή να ζήσουν σύμφωνα με τη λογική και το μέτρο. Πρόκειται για τη δυστυχία της διαρκούς εσωτερικής σύγκρουσης ανάμεσα σ’ αυτό που ξέρουν ότι πρέπει να κάνουν και σ’ αυτό που τελικά υποκύπτουν λόγω αδυναμίας ελέγχου των παθών. Οι άνθρωποι αυτοί είναι αδύνατο να βρουν γαλήνη, αφού είναι αδύνατο να συμφιλιωθούν με τον εαυτό τους. Σε περιπτώσεις ακραίες ενδέχεται ακόμη και να τον μισούν. Κι επειδή ένα τέτοιο φορτίο είναι αβάσταχτο, ο μοναδικός αμυντικός μηχανισμός είναι η απόκρυψη από τους άλλους, ως επιβεβαίωση της ύψιστης υποτίμησης του εαυτού.

Δε χρειάζεται οι άλλοι να ξέρουν αυτά που επιφέρουν ντροπή. Κι αν κάνουν ότι τα υποπτεύονται ή τα υπαινιχτούν, θα γίνουν αμέσως εχθροί. Σε τελική ανάλυση, η επιθετικότητα που μπορεί να δείχνει κάποιος προς τους άλλους είναι το σύμπτωμα της μη αποδοχής του εαυτού. Η έλλειψη φίλων, η μισανθρωπία, το αδύνατο της εμπιστοσύνης είναι τα συμπτώματα της εσωτερικής σύγκρουσης, που έχουν να κάνουν με την απόρριψη του εαυτού. Εκείνος που δεν μπορεί να δώσει αγάπη στους άλλους, πριν από όλα δεν αγαπά τον εαυτό του. Και δεν τον αγαπά γιατί ξέρει ότι αντίκειται στις επιταγές της αρετής, όπως ορίζονται από τις αξίες της λογικής και του μέτρου. Από αυτή την άποψη, η κατάκτηση της ηθικής αρετής αφορά πριν από όλα τον εαυτό μας, αφού τίθεται ως βάση της ψυχικής γαλήνης, δηλαδή της αγάπης του εαυτού. Μόνο έτσι μπορεί κανείς να ζήσει αρμονικά με τους άλλους ανθρώπους. Κι αυτός είναι ο μόνος δρόμος για την ευτυχία.
 
Ωστόσο, όσο κι αν βλάπτει κανείς τον εαυτό του απομακρυνόμενος από τις επιταγές της αρετής, δεν είναι δόκιμος ο ισχυρισμός ότι αδικεί τον εαυτό του. Γιατί η αδικία είναι κάτι βαθύτερο από τη βλάβη. Απαιτεί θέληση και προμελέτη και ο ακρατής δε λειτουργεί με τέτοιο τρόπο: «Ο ορισμός, επίσης, που δώσαμε για το “αδικώ” βοηθάει και αυτός στο να λυθεί η δυσκολία· δεν παθαίνει, πράγματι, ο άνθρωπος αυτός τίποτε το αντίθετο προς τη θέλησή του, και άρα δεν αδικείται εξαιτίας αυτής της πράξης του· το πολύ πολύ να βλάπτεται μόνο». (1136b 9, 28-31).
 
Ως αδικία, όμως, αναφέρεται η ακρότατη αυτοκαταστροφική πράξη της αυτοκτονίας. Όμως και πάλι η αδικία κινείται στο ακαθόριστο: «Αυτός […] που μέσα στην οργή του σφάζει τον εαυτό του, κάνει το πράγμα αυτό με τη θέλησή του αντίθετα προς τον ορθό λόγο, κάτι που ο νόμος δεν το επιτρέπει. Ο άνθρωπος, επομένως, αυτός αδικεί. Ποιον όμως; Μήπως την πόλη και όχι τον εαυτό του; Γιατί ό,τι παθαίνει, το παθαίνει με τη θέλησή του, κανένας όμως δεν αδικείται με τη θέλησή του. Γι’ αυτό και η πόλη τού επιβάλλει ποινή, και προβλέπεται ένα είδος στέρησης πολιτικών δικαιωμάτων» (πρόκειται για τη στέρηση κάθε τιμής μετά το θάνατο) «για τον αυτόχειρα, με το αιτιολογικό ότι διαπράττει αδικία σε βάρος της πόλης» (1138a 11, 11-16).
 
Το κατά πόσο η αυτοκτονία είναι μια συνειδητή και ηθελημένη πράξη κι όχι αποτέλεσμα παθολογίας, που επί της ουσίας διαταράσσει τη θέληση καθιστώντας τον αυτόχειρα όμηρό της, είναι θέμα με το οποίο δεν καταπιάνεται ο Αριστοτέλης. Το σίγουρο είναι ότι αντίκειται στον ορθό λόγο. Από την πλευρά του ο νόμος απαγορεύει τις μεταθανάτιες τιμές καταδικάζοντας τον αυτόχειρα (και κατ’ επέκταση και τους συγγενείς του) σε ντροπή. Κι αυτό καθιστά την αυτοκτονία αδίκημα.
 
Επειδή, όμως, δεν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο θύμα που έχει αδικηθεί (ο Αριστοτέλης αναρωτιέται για τον αυτόχειρα «Ποιον» αδικεί «όμως;»), αυτό που μένει ως απάντηση είναι ότι αδικείται το σύνολο της πόλης. Η στάση του νόμου δεν έχει να κάνει μόνο με την προτεραιότητα του όλου έναντι του ατόμου, το οποίο συνεπάγεται ότι ο πολίτης δεν έχει το δικαίωμα να στερήσει από την πόλη τις υπηρεσίες του, αλλά και με την εύλογη προτροπή του προς τη ζωή. Ο νόμος οφείλει να προστατεύει τη ζωή κι οφείλει να καταδικάζει οτιδήποτε μπορεί να την απειλήσει από όπου κι αν προέρχεται.

Από κει και πέρα, αν κάποιος αδικεί τον εαυτό του όχι επειδή υποκύπτει σε πάθη, αλλά γιατί σε μια μοιρασιά κρατάει τα λιγότερα για τον εαυτό του, ο Αριστοτέλης καταθέτει την άποψη: «… αν δίνει κανείς στον άλλον μεγαλύτερο μερίδιο από ό,τι στον εαυτό του και αυτό το κάνει εν γνώσει του και με τη θέλησή του, αυτός αδικεί ο ίδιος τον εαυτό του, και αυτό το κάνουν, ως γνωστόν, οι μετρημένοι άνθρωποι· γιατί ο καλός και σωστός άνθρωπος έχει την τάση να κρατάει για τον εαυτό του τα λιγότερα» (1136b 9, 23-26).
 
Τελικά, όμως, γι’ αυτό δε φαίνεται απόλυτα σίγουρος: «Ή μήπως δεν είναι ούτε αυτό απόλυτα αληθινό;» (1136b 9, 26). Για να συμπληρώσει αμέσως: «Γιατί μπορεί, αν το φέρει η περίσταση, να κρατήσει για τον εαυτό του το μεγαλύτερο μερίδιο από κάποιο άλλο αγαθό, από τη δόξα π.χ. ή από το γενικά ωραίο και καλό» (1136b 9, 26-28).
 
Τελικά, η γνώση της δικαιοσύνης και της αδικίας δεν είναι και τόσο εύκολο πράγμα, αφού δεν έχει να κάνει μόνο με τον καθορισμό της δίκαιης ή της άδικης πράξης, αλλά με την επίγνωση όλου του πλαισίου σε μια κατάσταση, που θα το καθορίσει. Ο Αριστοτέλης δε συμμερίζεται την άποψη των περισσότερων: «Οι άνθρωποι, τώρα, πιστεύουν ότι το να αδικούν είναι κάτι που εξαρτάται από τους ίδιους, και ότι, γι’ αυτό, το να είναι δίκαιοι είναι εύκολο πράγμα» (1137a 9, 6-7).
 
Κι αυτό συμβαίνει επειδή η δικαιοσύνη δεν έχει να κάνει μόνο με συγκεκριμένες πράξεις που όλοι γνωρίζουν ότι πρέπει να αποφεύγουν, αλλά με τη συνολική διαμόρφωση της προσωπικότητας: «Το πράγμα δεν είναι όμως έτσι· γιατί το να συνευρεθούν με τη γυναίκα του γείτονα είναι εύκολο πράγμα και, σίγουρα, κάτι που εξαρτάται από αυτούς, όπως και το να χτυπήσουν το διπλανό τους ή να βάλουν στο χέρι κάποιου χρήματα· το να κάνουν όμως τα πράγματα αυτά ως αποτέλεσμα ενός συγκεκριμένου χαρακτήρα, ούτε εύκολο πράγμα είναι ούτε και κάτι που εξαρτάται από αυτούς» (1137a 9, 7-11).
 
Θα έλεγε κανείς ότι, αν ήταν τόσο εύκολο να διευθετηθεί το ζήτημα της δίκαιης και άδικης συμπεριφοράς, δε θα υπήρχαν και τόσες πολλές διενέξεις μεταξύ των ανθρώπων ή, τουλάχιστον, θα ήταν όλες απολύτως ξεκάθαρες, όπως και ο καθορισμός της αδικίας. Στην πράξη όμως δε συμβαίνει αυτό. Ο Αριστοτέλης έχει καταδείξει ότι η άδικη πράξη δε συνεπάγεται άμεσα και αδικία, όπως στην περίπτωση του σφάλματος ή του ψυχικού βρασμού. Και το να αποφευχθούν τέτοιες περιπτώσεις δε φτάνει μόνο η γνώση της αδικίας, αλλά πρόκειται για κάτι βαθύτερο και πιο ουσιαστικό: την ολική διαπαιδαγώγηση του ανθρώπου σύμφωνα με τις αξίες της αρετής, δηλαδή την απόκτηση της ηθικής αρετής.
 
Ο Αριστοτέλης, για να γίνει κατανοητός θα φέρει το παράδειγμα της ιατρικής: «… και εκεί το να ξέρει κανείς για το μέλι, για το κρασί, για τον ελλέβορο, για τον καυτηριασμό ή για την τομή είναι εύκολο πράγμα, το να ξέρει όμως πώς πρέπει να χρησιμοποιούνται όλα αυτά, σε ποιον και πότε, για να είναι ωφέλιμα στη υγεία, αυτό είναι τόσο δύσκολο πράγμα όσο και το να είναι κανείς γιατρός» (1137a 9, 17-20).
 
Κι αυτός είναι ο τελικός ορισμός του δίκαιου ανθρώπου, ο οποίος δεν περιορίζεται απλά στο να αναγνωρίζει την άδικη πράξη, πράγμα εύκολο, αλλά «το πώς πρέπει να ενεργεί κανείς, το πώς πρέπει να κάνει τις διανομές για να ενεργεί δίκαια, αυτό είναι πιο δύσκολο…» (1137a 9, 15-16). Εν τέλει, ο δίκαιος άνθρωπος χαρακτηρίζεται από τη συνολική αντίληψη που έχει περί δικαίου, την οποία μπορεί να επικαλεστεί σε κάθε περίπτωση. Κι αυτό δεν είναι μια γνώση, αλλά τρόπος ζωής. Απαιτεί σύνεση, καθαρή σκέψη, λογική, εγκράτεια, με δυο λόγια όλες τις αξίες που διέπουν την ηθική αρετή.
 
Ο Αριστοτέλης προτίθεται να γίνει απολύτως ξεκάθαρος: «Μόνο που “είναι κανείς δειλός” ή “είναι κανείς άδικος” δε θα πει “κάνει αυτές τις πράξεις” (αυτές οι πράξεις γίνονται και κατά σύμπτωση), αλλά “κάνει αυτές τις πράξεις ως αποτέλεσμα ενός συγκεκριμένου χαρακτήρα” – ακριβώς όπως “ασκώ το ιατρικό επάγγελμα” ή “γιατρεύω” δε θα πει “κάνω ή δεν κάνω τομές”, “ορίζω ή δεν ορίζω φάρμακα”, αλλά “τα κάνω όλα αυτά με έναν ορισμένο τρόπο”» (1137a 9, 25-30).
 
Αρχές δικαιοσύνης μπορεί να βρεθούν ακόμη και στον πιο άδικο άνθρωπο, ακόμη και σ’ αυτόν που κινείται στα μεγαλύτερα άκρα της υπερβολής και της έλλειψης, με τον ίδιο τρόπο που και ο πιο άσχετος μπορεί να έχει κάποιες γνώσεις ιατρικής. Όσο απέχει ο δεύτερος από το να είναι γιατρός, άλλο τόσο απέχει και ο πρώτος από το να είναι δίκαιος. Κι όπως ο απόλυτος ορισμός του γιατρού προϋποθέτει βαθιά γνώση των ιατρικών ζητημάτων, ώστε να παίρνει τις σωστές αποφάσεις σε όλες τις περιπτώσεις, έτσι κι ο ορισμός του δίκαιου έχει να κάνει με την εκπλήρωση της ηθικής αρετής σε καθημερινή βάση. Κι αυτό είναι θέμα παιδείας.
 
Αριστοτέλης: Ηθικά Νικομάχεια

Ντροπή: μια διαρκής αυτο-αμφισβήτηση

Η ντροπή είναι το συναίσθημα εκείνο που κάνει αυτόν που το βιώνει να νιώθει ξένος, διαφορετικός. Συχνά, περιγράφεται με τη φράση «θέλω να ανοίξει η γη να με καταπιεί». Κουβαλάει μια αίσθηση κατωτερότητας και εγγενούς ελαττώματος και τη συνακόλουθη πεποίθηση ότι «δεν αξίζω, είμαι άχρηστος, ανίκανος, αδύναμος, χαζός, ανεπαρκής, εκτεθειμένος…», χρωματίζοντας όλες τις εμπειρίες ζωής.   

Αναφέρεται, επομένως, στη βασική ουσία και ύπαρξη του ανθρώπου και μπορεί να αφορά τόσο μεμονωμένα χαρακτηριστικά όσο και ολόκληρη την εικόνα κάποιου. Σηματοδοτείται από το κοκκίνισμα και την παρόρμηση να κρυφτώ καθώς επίσης και την προσπάθεια να αποφύγω να το αντιληφθούν οι άλλοι.

Πρόκειται για ένα συναίσθημα βαθύ οι ρίζες του οποίου βρίσκονται, κατά κύριο λόγο, στην πρώιμη παιδική ηλικία. Έτσι, καθώς η ντροπή βιώνεται πριν ακόμη υπάρξουν για το μωρό λέξεις που να μπορούν να την περιγράψουν, η σωματική παρουσία του συναισθήματος αυτού είναι πολύ έντονη και εκδηλώνεται είτε με κοκκίνισμα, χαμήλωμα του βλέμματος και απόσυρση είτε με χλώμιασμα και σωματική αδυναμία. Αυτός είναι και ο λόγος που συχνά δεν μπορούμε να την περιγράψουμε και να μιλήσουμε γι’ αυτήν καθώς πολλές φορές δεν έχουμε καν επίγνωση της ντροπής μας, παρά μόνο έμμεσες – σωματικές - ενδείξεις. Άλλωστε, η ίδια η ντροπή είναι ακριβώς η ένδειξη και η απόδειξη του τρόπου λειτουργίας της σωματοποίησης: πρόκειται για μια ενέργεια/δράση η οποία, στην πορεία της προς την έκφρασή της, ανακόπηκε και, έτσι, εκδηλώθηκε σωματικά.

Επιπλέον, η ντροπή είναι ένα συναίσθημα που αφήνει εκείνον που το βιώνει να νιώθει μόνος καθώς προκαλείται μεν υπό το βλέμμα του (σημαντικού) άλλου βιώνεται όμως στη μοναξιά. Αυτό γίνεται εύκολα αντιληπτό αν αναλογιστούμε πώς νιώθαμε ως παιδιά στη – συχνή- ερώτηση «καλά δεν ντρέπεσαι;». Επομένως, η ντροπή είναι μια κύρια μορφή αρνητικής αντίδρασης και αυτο- αξιολόγησης, βαθιά ριζωμένη στην κουλτούρα μας και την κοινωνία μας καθώς θεωρείται τρόπος οριοθέτησης και πειθαρχίας. Όπως το περιγράφει ο Σάρτρ (1939): «δεν ντρέπομαι για το σώμα μου, γιατί μέσα σε αυτό υπάρχω, ντρέπομαι για το πώς οι άλλοι βλέπουν το σώμα μου». Έτσι, η κριτική αυτή «ματιά» που αρχικά δημιούργησε την ντροπή, ενδοβάλλεται σε βαθμό που δε χρειάζεται καν να υπάρχει κάποιος απέναντι για να νιώσω αυτό το συναίσθημα – την κουβαλάω εγώ ο ίδιος μέσα μου.

Κλείνοντας, με την ντροπή δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος στον οποίο το άτομο αποζητάει μεν την επαφή, νιώθει όμως ντροπή, θέλει να κρυφτεί και έτσι δεν μπορεί να υπάρξει τελικά αλληλεπίδραση για να μπορέσει να λάβει μια καινούρια ανατροφοδότηση από το περιβάλλον και να βιώσει ίσως μια επανορθωτική εμπειρία αγάπης. Ωστόσο, η «θεραπεία» της ντροπής είναι η αγάπη και η ελευθερία έκφρασης, ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο να μπορώ να εισπράξω το μήνυμα ότι «είμαι εντάξει έτσι όπως είμαι».

Πώς να καταλαβαίνετε καλύτερα τον εαυτό σας και τους άλλους

Η προσπάθεια  να ‘ψυχολογήσουμε’ τους άλλους δεν αφορά μόνο τους ψυχολόγους (ψυχίατρους, ψυχοθεραπευτές κ.α) αλλά όλους μας – και στην πραγματικότητα όλοι λειτουργούμε ως  ψυχολόγοι σε κάποιο βαθμό.  Έτσι το να κατανοήσουμε καλύτερα τις αμυντικές στρατηγικές και τα βασικά ζητήματα έναντι των οποίων οι άνθρωποι προσπαθούν να προστατευτούν, μπορεί να μας βοηθήσει  να καταλαβαίνουμε καλύτερα τους άλλους και σε μικρότερο βαθμό, τον εαυτό μας.
 
Ο ψυχίατρος Emanuel H. Rosen, συμπυκνώνοντας χρόνια ψυχαναλυτικής γνώσης και εμπειρίας σε ορισμένες βασικές αρχές που διέπουν την ψυχική μας λειτουργία, παρέχει ένα σύντομο βασικό οδηγό που μπορεί να σε βοηθήσει να σκέφτεσαι σαν ψυχοθεραπευτής και να αυξήσει θεαματικά τη διαύγεια με την οποία αντιλαμβάνεσαι του ανθρώπους γύρω σου. Ιδού, ορισμένες από αυτές:
 
1. Εάν θέλεις να ξέρεις πόσο υγιής συναισθηματικά είναι κάποιος, κοίτα μόνο τις στενές διαπροσωπικές του σχέσεις
 
Εμφανίσιμοι, αθλητικοί, χαρισματικοί, πλούσιοι, άνθρωποι έξυπνοι, με αυτοπεποίθηση δεν είναι πάντα συναισθηματικά υγιείς. Από χρονολογική άποψη μπορεί να είναι ενήλικες αλλά συναισθηματικά μπορεί να είναι δύο χρονών. Δεν θα μπορέσεις να κάνεις οποιαδήποτε ακριβή εκτίμηση των ανθρώπων μέχρι να μάθεις να ξεχωρίζεις τις επιφανειακές τους ποιότητες και χαρακτηριστικά από τις συναισθηματικές τους ποιότητες που έχουν ουσιαστικό νόημα.
 
Υπάρχουν τουλάχιστον τρία βασικά πράγματα που χρειάζεται να ξέρεις:
 
 -Το κυριότερο, πόσο μακρόχρονες και αφοσιωμένες είναι οι τρέχουσες συναισθηματικές τους σχέσεις;
 -Δεύτερον, πόση σύγκρουση βιώνουν στο περιβάλλον της δουλειάς τους και πόσο καιρό έχουν παραμείνει στην τρέχουσα εργασία τους; (*αυτές τις μέρες μάλλον δεν είναι και πολύ αξιόπιστο κριτήριο)
 -Τέλος, πως ήταν η παιδική τους ηλικία στην οικογένεια καταγωγής τους; Με απλά λόγια, τα πήγαιναν καλά με την οικογένειά τους;
 
2. Το πώς νιώθεις για τον εαυτό σου (η αυτοεκτίμησή σου) διαμορφώνεται σε σημαντικό βαθμό από το πόσο στοργική ήταν η μητέρα σοου, ο πατέρας σου και τα αδέλφια σου απέναντί σου όταν μεγάλωνες – ειδικά η μητέρα σου- παρόλο που δεν είναι πολιτικά ορθό να το λέμε.
 
Αυτό δε σημαίνει ότι η μητέρα κάποιου ευθύνεται για όλα του τα προβλήματα. Απλά ότι μια σταθερή υγιής σχέση με τη μητέρα θωρακίζει σημαντικά το άτομο από άποψη ψυχικής υγείας.
 
3. Ο τρόπος που σχετίζεσαι με τους κοντινούς ανθρώπους γύρω σου βασίζεται πάντοτε στο πώς σχετιζόσουν με την οικογένειά σου καθώς μεγάλωνες.
 
Ουσιαστικά, οι οικογένειές μας είναι πάντα μαζί μας. Είναι μέσα στο μυαλό μας. Για την υπόλοιπη ζωή μας τείνουμε να παίρνουμε το ρόλο είτε του παιδικού εαυτού μας είτε εκείνο των γονιών μας. Εξέτασε προσεκτικά τις σχέσεις σου με την οικογένειά σου. Θα σου πει πολλά για το ποιος είσαι.
 
4. Όλοι ‘παίζουμε’ για ένα κρυμμένο ακροατήριο- τη Μαμά και το Μπαμπά, μέσα στα κεφάλια μας.
 
Συχνά βλέπεις ανθρώπους να κάνουν περίεργα πράγματα στις προσωπικές τους αλληλεπιδράσεις. “Από πού ήλθε αυτό;” αναρωτιέσαι. Ήλθε από ένα κρυμμένο σενάριο που είναι γραμμένο στο μυαλό αυτού του ατόμου.
 
Φανερά, αντιδρά σε σένα, αλλά μέσα στο μυαλό του, αντιδρά στη μητέρα του. Στην πραγματικότητα όσο λιγότερο θυμάται την παιδική του ηλικία, τόσο περισσότερο την ‘εκδραματίζει’ μαζί σου.
 
5. Αυτό που ονομάζουμε  “υποσυνείδητο”  ή “ασυνείδητο” υπάρχει και ουσιαστικά καθορίζει τη ζωή μας, τα πάντα, από το τι δουλειά επιλέγουμε μέχρι το ποιόν παντρευόμαστε.
 
Όλα τα συναισθήματα που είχες για τον εαυτό, τους γονείς και την οικογένειά σου είναι ‘θαμμένα’ στο υποσυνείδητο κομμάτι του μυαλού σου. Επίσης θαμμένοι εκεί είναι και ορισμένοι πολύ βαθείς φόβοι μας.
 
Όσο μεγαλύτερη επίγνωση έχεις σε σχέση με το υποσυνείδητο σου, τόση περισσότερη ελευθερία θα έχεις.
 
6. Το σεξ παίζει καθοριστικό ρόλο, ό,τι και αν λέει κανείς.
 
Το σεξ έχει γίνει ‘ντεμοντέ’ ως ένας σημαντικός παράγοντας που μπορεί να  εξηγήσει την ανθρώπινη συμπεριφορά. Σήμερα, είναι πιο πολιτικά ορθό να δίνεται έμφαση στο ρόλο των συναισθημάτων και των σκέψεων παρά στο ρόλο του σεξ. Παρόλ’ αυτά, η σεξουαλική λειτουργία και το σεξουαλικό ιστορικό ενός ατόμου λένε πολλά για το πώς είναι αυτό το άτομο.
 
7. Όποτε υπάρχουν δυο άνδρες ή δύο γυναίκες σε ένα δωμάτιο, υπάρχει ομοφυλοφυλική ένταση.
 
Είναι μια δομική αλήθεια ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν τόσο ετεροφυλικές όσο και ομοφυλοφυλικές ενορμήσεις. Αυτό που διαφέρει είναι το πώς διαχειριζόμαστε αυτές τις ενορμήσεις. Το γεγονός ότι έχεις μια ομοφυλοφυλική ενόρμηση ή ιδέα δεν έχει να κάνει με το σεξουαλικό σου προσανατολισμό. Ορίζεσαι από τη σεξουαλική σου συμπεριφορά και όχι τις σεξουαλικές σου παρορμήσεις.
 
Οι άνθρωποι στην κοινωνία μας που είναι πιο ενάντιοι στην ομοφυλοφυλία είναι εκείνοι που νιώθουν πιο άβολα με τις δικές του ομοφυλοφυλικές παρορμήσεις. Αυτές οι παρορμήσεις δεν επιτρέπεται να εισέλθουν στη συνειδητή τους επίγνωση.
 
8. Ναι, τα παιδιά, αναπτύσσουν ερωτικά συναισθήματα για το γονέα του αντίθετου φύλου κάποια στιγμή στη ζωή τους, συχνά ανάμεσα στην ηλικία των τεσσάρων και έξι ετών.
 
Με τον ίδιο τρόπο που σχεδόν ο καθένας νιώθει αηδία στη σκέψη των γονιών του να κάνουν σεξ. Αυτό συμβαίνει γιατί υπάρχει σημαντική αντίσταση ενάντια στην ανάμνηση των ερωτικών συναισθημάτων προς τους γονείς του.
 
Δε σημαίνει όμως ότι, χρειάζεται να θυμάσαι αυτά τα συναισθήματα για να είσαι συναισθηματικά υγιής. Στην πραγματικότητα, ένα από τα πιο συχνά ζητήματα ου έχει κανείς να αντιμετωπίσει ως ενήλικας είναι η ελλιπής απώθηση αυτής της βασικής σύγκρουσης.
 
9. Υπάρχει όντως το λεγόμενο «άγχος ευνουχισμού»
 
Και μάλιστα είναι από τους πιο τρομακτικούς φόβους που έχουν οι άνθρωποι.
 
10. Οι γυναίκες δεν έχουν τόσο το «φθόνο του πέους» όσο οι άνδρες.
 
Οι άνδρες έχουν βαθιά μέσα τους διάφορες ανησυχίες σε σχέση με το πέος του. Αυτές συνήθως αφορούν το πόσο μεγάλο είναι, πόσο μακρύ, πόσο παχύ, και πόσο βαθιά πάει.
 
Αυτό είναι ένα σημαντικό θέμα που πιθανότατα ποτέ δεν θα ερευνηθεί αρκετά γιατί είναι πολύ άβολο να μιλάμε για αυτό. Υπάρχει περισσότερη μυθολογία για αυτό το θέμα από όλη την ελληνική μυθολογία μαζί .
 
11. Το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα είναι εκείνο που δίνει δουλειά στους ψυχοθεραπευτές.
 
Παρόλο που οι περισσότεροι άνθρωποι τείνουν να σκέφτονται τις σεξουαλικές του διαστάσεις, έχει πολύ περισσότερο να κάνει με τη σύγκριση μας με τους άλλους και συναισθήματα ανταγωνισμού. Με το να είναι κανείς συνήθως μεγαλύτερος, πλουσιότερος, ισχυρότερος, νικητής ή χαμένος. Τα συναισθήματα που περιλαμβάνει είναι οικουμενικά και έντονα.
 
Το να περάσει κανείς με επιτυχία από τα διάφορα στάδια της ψυχικής ανάπτυξης- στοματικό, πρωκτικό, γεννητικό- συνοπτικά σημαίνει ότι έχει μάθει:
 
 -Να αισθάνεται σταθερός και ασφαλής και να βασίζεται στους άλλους σε λογικό βαθμό
 -Να αισθάνεται ότι έχει τον έλεγχο
 -Να αισθάνεται ότι μπορεί να ανταπεξέλθει ικανοποιητικά και να νιώθει σαν άνδρας ή σαν γυναίκα.
 
12. Οι άνθρωποι είναι κατά βάση το ίδιο μέσα τους, που θα πει ότι όλοι θέλουν να ικανοποιήσουν παρόμοιες βαθύτερες ανάγκες και να κατευνάσουν τους ίδιους υποκείμενους φόβους.
 
Σε γενικές γραμμές, όλοι οι άνθρωποι φαίνεται να θέλουν χρήματα, ισχύ και θαυμασμό. Θέλουν να νιώθουν ασφαλείς. Θέλουν να νιώθουν ότι τους αγαπούν.
 
Σχετικά με αυτό: Τα χρήματα και η εξυπνάδα δεν σε προστατεύουν. Μόνο η συναισθηματική υγεία μπορεί να σε κρατήσει σε ισορροπία, μόνο τα συναισθήματά σου για τον εαυτό και τις στενές διαπροσωπικές σου σχέσεις.
 
13. Οι άνθρωποι συχνά ενεργούν ακριβώς με τον αντίθετο τρόπο από ότι νιώθουν, ειδικά όταν δεν είναι συναισθηματικά υγιείς.
 
Ή: η καλύτερη άμυνα είναι μια καλή επίθεση. Όταν οι άνθρωποι ενεργούν εγωιστικά, τα βαθύτερα συναισθήματά τους είναι ότι είναι ‘λίγοι’ ή ‘ανίκανοι’…
 
14. Το πόσο καλά οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν το θάνατο είναι συνήθως ανάλογο του πόσο καλά έχουν αντιμετωπίσει τη ζωή.
 
15. Ο τρόπος που οι άνθρωποι σχετίζονται μαζί σου στην καθημερινή ζωή μπορεί να σου πει πολλά για τα βαθύτερα ζητήματά τους, ακόμη και σε πολύ λίγο χρόνο.
 
Μπορείς να πεις πολλά για τη συναισθηματική σταθερότητα και το χαρακτήρα κάποιου από τον τρόπο που σε αποχαιρετά. Οι άνθρωποι που ‘κολλάνε’ ή ‘τραβάνε’ τα αντίο συχνά έχουν βαθιά θέματα με τον αποχωρισμό. Όλοι έχουμε βέβαια… είναι θέμα βαθμού. Εκείνοι που έχουν ένα υπόβαθρο σταθερότητας και ασφάλειας κουβαλάμε πάντα μαζί μας ένα ζεστό και  απαλό ‘αρκουδάκι’ τύπου τινά που μας βοηθάει να αντιμετωπίσουμε τον αποχωρισμό και τη μοναξιά. Χωρίς αυτή την αίσθηση ασφάλειας, το να πούμε αντίο ή να μείνουμε μόνοι μπορεί να είναι κόλαση.
 
Ένας ξένος, που σου λέει την ιστορία ολόκληρης της ζωής του στην πρώτη συνάντηση, ακόμη κι αν είσαι θεραπευτής, είναι επίσης δείγμα ασταθούς συναισθηματικής υγείας αφού αυτό υποδηλώνει ότι δεν υπάρχει όριο μεταξύ αυτού του προσώπου κι εσένα.- ενώ θα έπρεπε να υπάρχει…
 
16. Άκου με το ‘τρίτο αυτί’
 
“Καθώς ακούς το τι λέει ο θεραπευόμενος, με το τρίτο αυτί άκου γιατί το λέει».
 
Οι ψυχοθεραπευτές ακούνε με ένα μοναδικό τρόπο.  Εξετάζουν τα συναισθήματά σου με τον εαυτό τους ως εργαλείο.
 
Όταν αλληλεπιδράς με ένα άλλο άτομο, εάν αντιληφθείς  τον εαυτό σου να νιώθει ‘κάπως’, το πιο πιθανό είναι ότι ο συνομιλητής σου έχει την πρόθεση κατά  κάποιο τρόπο να νιώσεις έτσι. Χρειάζεται να είσαι συναισθηματικά σταθερός για να χρησιμοποιήσεις με ακρίβεια τον εαυτό σου ως ‘εργαλείο’.
 
Όταν έχεις εξασκηθεί στο να αναγνωρίζεις το τι νιώθεις,το επόμενο βήμα είναι να καθορίσεις γιατί. Συνήθως υπάρχουν δύο λόγοι. Ο πρώτος είναι ότι μπορεί να συμβαίνει επειδή ‘αντηχείς’ αυτό που νιώθει το άλλο άτομο. Μια δεύτερη πιθανότητα είναι ότι με ένα λεπτό τρόπο έχεις προκληθεί να παίξεις ένα συμπληρωματικό συναισθηματικό ρόλο σε μια σκηνή που συχνά έχει ένα ‘κρυμμένο’ σενάριο.
 
Δεν είναι εύκολο να χρησιμοποιεί κανείς τη δική του ‘καρδιά’ ως ‘εξεταστικό’ εργαλείο. Ο επιστημονικός όρος για αυτή τη διαδικασία είναι ‘αντιμεταβίβαση’…

Πίσω από κάθε παιδί που πιστεύει στον εαυτό του υπάρχει ένας δάσκαλος που πίστεψε πρώτα σε αυτό

“O ιδανικός δάσκαλος είναι εκείνος που γίνεται γέφυρα για να περάσει αντίπερα ο μαθητής του. Κι όταν πια του διευκολύνει το πέρασμα, αφήνεται χαρούμενα να γκρεμιστεί, ενθαρρύνοντας τον μαθητή του να φτιάξει δικές του γέφυρες”
-Νίκος Καζαντζάκης
Όλοι αν κλείσουν τα μάτια τους και θυμηθούν τα παιδικά τους χρόνια, κοντά στη φιγούρα των γονιών και ίσως των παππούδων θα βρίσκεται και η φιγούρα κάποιου δασκάλου. Ο δάσκαλος δεν είναι επάγγελμα, είναι λειτούργημα και αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι καταφέρνει να αφήνει ανεξίτηλα σημάδια σε κάθε άνθρωπο.

Η πιο ευαίσθητη και καθοριστική ηλικία ενός ανθρώπου είναι τα παιδικά του χρόνια. Εκεί διαμορφώνει χαρακτήρα και συμπεριφορές. Εκεί ξεκινάει να χτίζει το μονοπάτι της ζωής του που θα πρέπει να βαδίσει στην πορεία. Ο δάσκαλος έχει την ευθύνη να μεταδώσει όχι μόνο γνώσεις, αλλά κυρίως αξίες. Ο σωστός δάσκαλος πρέπει να είναι πάνω από όλα άνθρωπος και να αναγνωρίζει την ευθύνη που έχει στα χέρια του.

Πολλοί βιάζονται να κρίνουν και να ισχυριστούν πως είναι εύκολο να είσαι δάσκαλος και πως δεν είναι κάτι σπουδαίο. Μάλλον ξεχνάνε από πού ξεκίνησαν οι ίδιοι. Δεν είναι απολύτως λανθασμένη η άποψή τους αυτή βέβαια. Ορθά λένε πως είναι εύκολο να καταφέρεις να γίνεις δάσκαλος, αλλά θέλει μεγάλο κόπο να καταφέρεις να γίνεις ο δάσκαλος που θυμούνται τα παιδιά για μια ζωή. Θέλει πείσμα, δύναμη, θέληση και πραγματική αγάπη για τα παιδιά.

Ο πραγματικός δάσκαλος καταφέρνει να μιλήσει κατευθείαν στην καρδιά. Έχει το απίστευτο ταλέντο να μεταμορφώνεται από τη μια στιγμή στην άλλη σε γιατρό, σε γονιό, σε ψυχολόγο, αλλά και σε φίλο ανάλογα με τι απαιτεί κάθε φορά η περίσταση. Δε χρειάζεται να μιλήσεις για να καταλάβει, ξέρει να διαβάζει απ’ έξω και ανακατωτά τα μάτια. Με έναν μαγικό τρόπο είναι πάντα εκεί πριν καν τον φωνάξεις, από ένα απλό δέσιμο των κορδονιών, μέχρι και για τη συζήτηση των πιο κρυφών σκέψεων και φόβων.

Είναι ο άνθρωπος που δεν μπορούν να εξηγήσουν πώς καταφέρνει να έχει πάντα ενέργεια, όταν όλη η τάξη χασμουριέται και πώς έχει να πει την κατάλληλη λέξη όταν το έχεις ανάγκη. Ο ιδανικός δάσκαλος θα απλώσει το χέρι για να βοηθήσει ουσιαστικά, όταν νιώθεις ότι πέφτεις. Θα είναι εκεί για να σου ισιώσει τα φτερά για να μπορέσεις να πετάξεις στους δικούς σου ουρανούς και να κατακτήσεις τα όνειρά σου. Θα σε μάθει πως δε θα πιστέψει κανείς σε ‘σένα, αν πρώτα δεν πιστέψεις εσύ στον εαυτό σου.

Αν κάτσεις και περιπλανηθείς στις αναμνήσεις σου θα δεις πως σίγουρα θα βρεις λόγια δικά του που σε έχουν σημαδέψει στη ζωή σου. Αυτό και μόνο δείχνει πόσο σημαντικό ρόλο διαδραματίζει ο δάσκαλος στη ζωή του ανθρώπου. Και αν κάποια στιγμή θες να θυμηθείς τους δικούς σου δασκάλους, δε χρειάζεται να κάνεις πολλά. Κοίτα απλά τα χέρια σου και γράψε κάτι, προσπάθησε απλά να μιλήσεις και αυτόματα θα εμφανιστούν μπροστά σου. Κοίταξε απλά που έχεις φτάσει στη ζωή σου και θα συνειδητοποιήσεις ότι κατάφερες να σταθείς στα πόδια σου, έχοντας βάλει το δικό του λιθαράκι ένας από αυτούς. Να’ σαι καλά δάσκαλε!

Όποιους αγαπάμε και αντιπαθούμε, αποτελούν καθρέφτες του εαυτού μας

«Ολοι είμαστε πολυδιάστατα όντα. Οτιδήποτε υφίσταται κάπου στον κόσμο, υφίσταται και μέσα μας. Όταν αποδεχόμαστε αυτές τις διαφορετικές πλευρές του εαυτού μας, αναγνωρίζουμε τη σύνδεσή μας με την συμπαντική συνείδηση και διευρύνουμε την προσωπική μας επίγνωση.»  – Deepak Chopra

Αν κοιτάξουμε γύρω μας με τα μάτια της ψυχής θα συνειδητοποιήσουμε ότι όλοι και όλα σε αυτό τον κόσμο είναι απλώς μια άλλη όψη του εαυτού μας. Όλοι είμαστε ίδιο. Τα πάντα είναι το ίδιο πράγμα. Θα καταφέρουμε πραγματικά να συναντήσουμε τον εαυτό μας και να περπατήσουμε βαθύτερα στο μονοπάτι μας μόνο όταν μπορέσουμε να διακρίνουμε αυτή τη σύνδεση. Να νιώσουμε και να καταλάβουμε ότι όλοι μας αποτελούμε τμήματα της ίδιας συμπαντικής συνείδησης.

«Εγώ είμαι Αυτό, εσείς είστε Αυτό, τα πάντα είναι Αυτό.» – Deepak Chopra

Όταν κοιτάξουμε γύρω μας όλα όσα βλέπουμε είναι εκφράσεις του εαυτού μας. Ο καθένας μας είναι ένας καθρέφτης για τον άλλον και αν μάθουμε να βλέπουμε εμάς μέσα στην αντανάκλαση των ανθρώπων που συναντάμε τότε θα μπορέσουμε να δούμε ευκολότερα τον “εαυτό” μας και να συνειδητοποιήσουμε ποιοι πραγματικά είμαστε..

Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι, ένα εργαλείο πνευματικής εξέλιξης, Τόσο εκείνοι που αγαπάμε όσο και αυτοί που αντιπαθούμε, αποτελούν καθρέφτες του εαυτού μας. Γιατί όμως κάποιοι άνθρωποι μας έλκουν και κάποιους τους αντιπαθούμε;

Μας έλκουν εκείνοι που έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά με μας κι ακόμα περισσότερα. Θέλουμε να βρισκόμαστε κοντά τους γιατί υποσυνείδητα ξέρουμε ότι κάνοντάς το πολλά από αυτά τα χαρακτηριστικά ίσως μπορέσουμε να τα εκδηλώσουμε κι εμείς. Αντίστοιχα μας απωθούν εκείνοι οι άνθρωποι οι οποίοι μας αντανακλούν τα χαρακτηριστικά που δεν θέλουμε να παραδεχτούμε ότι έχουμε.

Αν νιώθουμε μια έντονη αντιπάθεια για κάποιον άνθρωπο τότε το μόνο σίγουρο είναι ότι έχουμε κάποια κοινά χαρακτηριστικά που αρνιόμαστε να τα δούμε σε μας και δεν τα αποδεχόμαστε. Αν αποδεχόμασταν την ύπαρξή τους τότε ο άνθρωπος αυτός δεν θα μας αναστάτωνε τόσο πολύ.

Την επόμενη φορά που θα νιώσετε έλξη ή συμπάθεια για κάποιον, αναρωτηθείτε τι είναι αυτό που σας αρέσει πάνω του. Μπορεί να είναι κάτι στην εμφάνιση του, μπορεί να είναι η χάρη του, η εξυπνάδα του, η δύναμη του, ο τρόπος που μιλά, η αλήθεια που έχουν τα λόγια του, μπορεί να είναι το χιούμορ του, η τρυφερότητα του. ‘Ο,τι και αν είναι αυτό να ξέρετε πως έχετε και εσείς αυτό το χαρακτηριστικό.

Από την άλλη τι είναι αυτό που σας απωθεί σε έναν άνθρωπο που αντιπαθείτε. Είναι η γκρίνια, η μιζέρια, η βιαιότητα, η πληθωρικότητα, το έντονο γέλιο του με ό,τι κρύβει αυτό από πίσω του,, η ανευθυνότητα του; ‘Ο,τι και αν είναι αυτό να ξέρετε πως έχετε και εσείς αυτό το χαρακτηριστικό. Αν δώσουμε προσοχή σε αυτά που μας ελκύουν και σε αυτά που μας απωθούν στους ανθρώπους γύρω μας τότε θα αρχίσουμε να έχουμε μια καλύτερη συνείδηση, του εαυτού μας.

Καθώς πλησιάζουμε όλο και περισσότερο στον αληθινό μας εαυτό χρειάζεται να κατανοήσουμε, να αποδεχτούμε και να αγαπήσουμε και τα λιγότερο «όμορφα» χαρακτηριστικά μας. Δεν μπορούμε να είμαστε ευαίσθητοι και δοτικοί αν δεν έχουμε αποδεχτεί το θυμό μας. Δεν μπορούμε να είμαστε γενναίοι, θαρραλέοι αν δεν υπάρχει και λίγη δειλία μέσα μας. Δεν μπορούμε να είμαστε γενναιόδωροι, αν δεν υπάρχει μέσα μας και ένας τσιγκούνης. Δεν μπορούμε να είμαστε ενάρετοι, αγαθοί, αν δεν διαθέτουμε και την ικανότητα να κάνουμε κακό. Δεν μπορεί να υπάρξει το φως μας χωρίς το σκοτάδι μας.

«Ο άνθρωπος που πολεμάει τις ίδιες του τις ενέργειες κάνει το ίδιο λάθος με τον άνθρωπο που δέρνεται με τα ίδια του τα χέρια. Κανένας δεν μπορεί να βγει νικητής. Σε αυτό το είδος της μάχης πάντα θα είσαι νικημένος. Χάνεις όλη σου την ενέργεια.»  – Osho

Η θεμελιώδης φύση του Σύμπαντος είναι, η συνύπαρξη αντίθετων αξιών. Περνάμε πολύ χρόνο από τη ζωή μας προσπαθώντας να μην αποδεχόμαστε την σκοτεινή μας πλευρά και καταλήγουμε να προβάλλουμε αυτά τα χαρακτηριστικά σε άλλους ανθρώπους γύρω μας. Και με αυτόν τον τρόπο χάνουμε πολύτιμο χρόνο και ενέργεια. Γινόμαστε πολύ αργοί στο προχώρημα μας στο πνευματικό μονοπάτι.

Κάθε φορά που συναντάμε ένα πρόσωπο που μας προκαλεί αντιπάθεια έχουμε μια ευκαιρία και να ανακαλύψουμε μια νέα πλευρά του εαυτού μας. Έχουμε μια ευκαιρία να κάνουμε ένα ακόμα βήμα προς την ανάπτυξη του πνευματικού μας Εαυτού. Οι πιο φωτεινοί άνθρωποι στον κόσμο αποδέχονται πλήρως το γεγονός ότι είναι ικανοί τόσο για το καλό όσο και για το κακό. Και όταν συναναστρεφόμαστε τέτοιους ανθρώπους, που αναγνωρίζουν το σκοτάδι μέσα τους, ποτέ δεν θα αισθανθούμε ότι μας κρίνουν. Οι κρίσεις και οι επικρίσεις είναι μόνο για αυτούς που δεν αποδέχονται την ολότητα της ύπαρξης τους και πεισματικά αντιστέκονται στο σκιερό εαυτό τους, προσδίδοντας τα δικά τους αρνητικά χαρακτηριστικά σε ανθρώπους που υπάρχουν στη ζωή τους.

 Όταν είμαστε πρόθυμοι να το δούμε αυτό και να αποδεχθούμε τόσο τη φωτεινή όσο και τη σκοτεινή μας πλευρά, τότε μπορούμε να αρχίσουμε να θεραπεύουμε όχι μόνο τον εαυτό μας, αλλά και τις σχέσεις μας.

Αν καταδικάσουμε κάποια αρνητικά χαρακτηριστικά μας όπως το θυμό, το φόβο, τη ζήλεια, τις ενοχές, θα τους δώσουμε την ευκαιρία να γιγαντωθούν, να μας κατακλύσουν και να μας δηλητηριάσουν το σώμα, το μυαλό και την καρδιά μας… Θα πλημμυρίσουν τη ζωή μας με τον ένα ή τον άλλον τρόπο (εσωτερικά ή εξωτερικά)

Αν τα ίδια συναισθήματα τα προσεγγίσουμε με αποδοχή, τότε θα τα μεταμορφώσουμε και θα διαπιστώσουμε ότι η ίδια ενέργεια που είχαν αυτά θα γίνει κάτι Θεϊκό. Θα γίνει καθαρή Αγάπη που θα μας οδηγήσει σε μια Ζωή γεμάτη Φως.

Υπάρχει μια θαυμάσια ιστορία από την παράδοση, των Σούφι που λέει με ποιον τρόπο ο καθρέφτης των σχέσεων επηρεάζει τη ζωή μας. 

Κάποιος έφτασε σε ένα χωριό και πήγε να επισκεφτεί τον σοφότερο γέροντα.
«Σκέφτομαι να έρθω να εγκατασταθώ εδώ…» του είπε. «μα δεν έχω ακόμα πάρει την απόφαση. Αναρωτιέμαι τι είδους χωριό είναι αυτό. Μπορείς να μου πεις μερικά πράγματα για τους κατοίκους της περιοχής;»
Ο γέροντας του απάντησε: Για πες μου, τι είδους άνθρωποι ζούσαν εκεί που κατοικούσες μέχρι σήμερα;»
«Ήταν ληστές, απατεώνες και ψεύτες», του απάντησε ο επισκέπτης.»
«Ξέρεις κάτι;» του είπε ο γέροντας. «Τέτοιου είδους άνθρωποι είναι και οι κάτοικοι αυτού του τόπου».
Ο επισκέπτης έφυγε από το χωριό και δεν ξαναγύρισε. 
Μισή ώρα αργότερα, ένας άλλος άνδρας μπήκε στο χωριό. Αναζήτησε κι αυτός τον δάσκαλο, και όταν τον βρήκε του είπε:
«Σκέφτομαι να μετακομίσω εδώ. Τι είδους άνθρωποι μένουν σ’ αυτό το χωριό;»
Και πάλι ο δάσκαλος τον ρώτησε: -Τι είδους άνθρωποι κατοικούσαν εκεί που έμενες παλιά;»
«Οι πιο καλοί, οι πιο ευγενικοί, οι πιο συμπονετικοί», απάντησε ο επισκέπτης θα μου λείψουν πάρα πολύ…»
«Ακριβώς τέτοιου είδους άνθρωποι κατοικούν εδώ» απάντησε ο δάσκαλος

Τα χαρακτηριστικά που διακρίνουμε πιο ξεκάθαρα στους άλλους είναι αυτά που υπερισχύουν μέσα μας. Από τη στιγμή που θα μπορέσουμε με θάρρος να κοιτάξουμε στον καθρέφτη των σχέσεων, θα αρχίσουμε να διακρίνουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα του εαυτού μας και θα πάρουμε στα χέρια μας την ευθύνη της ανάπτυξης μας.

Κανείς δεν διαθέτει αποκλειστικά και μόνο αρετές. Αν αναγνωρίσουμε πως έχουμε και αρνητικά χαρακτηριστικά, γινόμαστε ολοκληρωμένες υπάρξεις που βαδίζουν συνειδητά στο μονοπάτι της πνευματικής αναζήτησης.

Τα ψέματα που σου λέει η κατάθλιψη

Η χειρότερη, η πιο καταπιεστική, η πιο τοξική σχέση που θα μπορούσες να κάνεις ποτέ. Μην την αφήνεις να σου λέει ψέματα.

Η κατάθλιψη σου λέει ότι είσαι μόνος σου. Ότι κανείς δεν μπορεί να σε καταλάβει και ότι τα προβλήματά σου είναι χειρότερα από τα προβλήματα των άλλων.

Η κατάθλιψη σου λέει ότι υπερβάλλεις συνεχώς, ότι αντιδράς χωρίς λόγο, ότι κανένας δεν θα σε πιστέψει και κανένας δεν σε συμπαθεί.

Η κατάθλιψη σου λέει ότι όλοι θα σε παρατήσουν—και πως, όταν συμβεί αυτό, θα φταις εσύ για όλα.

Η κατάθλιψη σου λέει ότι είσαι ένα βάρος. Στους φίλους σου, στην οικογένειά σου, σε ολόκληρο τον κόσμο. Σου λέει πως δεν αξίζεις αυτά που επιθυμείς, και ότι δεν θα τα αποκτήσεις ποτέ.

Η κατάθλιψη σε πείθει να μισήσεις τον εαυτό σου, και σε πείθει ότι όλοι οι υπόλοιποι σε μισούν. Σου λέει πως ό,τι κάνεις είναι λάθος, σε ρίχνει στα πατώματα χωρίς να ξέρεις ακριβώς γιατί τις περισσότερες φορές.

Η κατάθλιψη σε κάνει να βλέπεις πόσο ευτυχισμένοι είναι οι άλλοι, σου κρύβει πόσο επιφανειακά είναι αυτά που βλέπεις. Δεν σε αφήνει να σκεφτείς ότι όλοι υποφέρουν, ο καθένας με τον τρόπο του.

Η κατάθλιψη σου λέει ψέματα και παίζει με κάθε ανασφάλεια που είχες ποτέ, αργά το βράδυ που δεν σε αφήνει να κοιμηθείς…

…και όταν ξυπνάς το πρωί, κουρασμένος, με λιγοστό ύπνο, σου λέει ότι είσαι ανίκανος που δεν μπορείς να λειτουργήσεις, που σέρνεσαι ενώ θα έπρεπε να πετάς.

Η κατάθλιψη σε κάνει να παραμελείς τον εαυτό σου. Σου λέει ότι δεν χρειάζεται να πλύνεις το πρόσωπό σου το πρωί, γιατί κανείς δεν θα το προσέξει, και μετά σε κάνει να φοβάσαι ότι είσαι ο πιο βρώμικος άνθρωπος που περπατά στην πόλη.

Η κατάθλιψη σε κάνει να ξεχνάς να φας, και μετά – κατεστραμμένος απ’ την πείνα – να το παρακάνεις. Και μετά σου δίνει για επιδόρπιο ενοχές.

Η κατάθλιψη σου λέει πως ό,τι έχεις καταφέρει είναι μικρό και τιποτένιο. Σε ρωτάει ευθέως αν βρίσκεις κάτι που να αξίζει σε όλη σου την ζωή, κι έπειτα απαντάει για ‘σένα. Σε φιμώνει και σε αναγκάζει να την ακούς, σαν τον πιο εγωμανή δικτάτορα.

Η κατάθλιψη σε κάνει να πιστεύεις πως η εξάντληση είναι φυσιολογική, κι ότι οι μέρες που ξυπνάς και νιώθεις καλά είναι σημάδια πως κάτι χειρότερο θα ακολουθήσει. Σε κάνει να φοβάσαι τις σκιές πίσω από κάθε γωνία, και τα τέρατα κάτω από το κρεβάτι, και σου λέει πως όλα αυτά έχουν το πρόσωπό σου.

Η κατάθλιψη σου λέει ότι θα ήταν καλύτερο να τα παρατούσες, τι προσπαθείς ακόμα να πετύχεις;

Η κατάθλιψη σου λέει ότι ένα κομμάτι μέσα σου είναι άδειο, κι ας βλέπεις τα σημάδια της κατάληψης που έχει κάνει σε κάθε σημείο του κορμιού σου.

Η κατάθλιψη σου λέει πως είσαι κακός άνθρωπος, άνθρωπος εγωιστής και μνησίκακος. Και κάθε φορά που ακούς το αντίθετο από έναν άνθρωπο που σε αγαπά, η κατάθλιψη σου λέει πως όλα είναι ψέματα, και πως είσαι ένας υποκριτής που κοροϊδεύει τους ανθρώπους.

Η κατάθλιψη δεν σου λέει πως όλα αυτά είναι ψέματα. Πως αν, για ένα λεπτό, κλείσεις τα αυτιά σου και στρέψεις την προσοχή σου αλλού, χάνει όλη την δύναμή της. Πως είναι κομμάτι σου, και τα κομμάτια σου τα ορίζεις και τα ελέγχεις μόνο εσύ. Η κατάθλιψη δεν σου λέει πως δεν είναι ντροπή να ζητάς βοήθεια, πως η βοήθεια μπορεί να είναι ακόμα κι ένα χαμόγελο, αν ξέρεις να το εκτιμάς όπως του αξίζει.

Η κατάθλιψη δεν ξέρει τίποτα για εσένα.

Και οι δύο πλευρές φαίνονται να έχουν δίκιο εξίσου

Οι Πυρρωνιστές, κράτησαν για τον εαυτό τους ένα θαυμαστό στρατηγικό πλεονέκτημα, αφού απάλλαξαν τον εαυτό τους από τη φροντίδα της αυτοάμυνας. Δεν τους νοιάζει ποιος τους επιτίθεται, αρκεί κάποιος να τους επιτίθεται: κάνουν τη δουλειά τους με οτιδήποτε. Αν νικήσουν, το επιχείρημά σας χωλαίνει· αν νικήσετε, το δικό τους χωλαίνει. Αν χάσουν, επαληθεύουν πως υπάρχει άγνοια· εσείς το επαληθεύετε. Αν αποδείξουν πως τίποτα δεν καθίσταται μέρος της γνώσης, όλα είναι μια χαρά· αν δεν καταφέρουν να το αποδείξουν, πάλι όλα είναι μια χαρά. Έτσι λοιπόν βρίσκοντας για κάθε πράγμα αιτίες εξίσου ισχυρές υπέρ και κατά, είναι πιο εύκολο ν’ αναβάλλει κανείς την κρίση του υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς.

Και επιδεικνύουν πως είναι πολύ πιο έτοιμοι να βρουν πως οτιδήποτε είναι λανθασμένο παρά αληθινό, [να αποδείξουν] τι δεν είναι, παρά τι είναι και [να εκφράσουν] τι δεν πιστεύουν, παρά τι πιστεύουν.

Οι τυπικές εκφράσεις τους είναι: “δεν ορίζω τίποτα· δεν είναι περισσότερο έτσι από ό,τι είναι αλλιώς· δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο· δεν το καταλαβαίνω· και οι δύο πλευρές φαίνονται να έχουν δίκιο εξίσου· είναι εξίσου σωστό να μιλάει κανείς και υπέρ και κατά”. (ΣΕΞΤΟΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ)

Τίποτα σε αυτούς τους ανθρώπους δεν φαίνεται αληθινό, που δεν μπορεί επίσης να φαίνεται ψεύτικο. Η ιερή τους λέξη είναι ἐπέχω, πάει να πει “κρατώ σε εκκρεμότητα, δεν κινούμαι [προς τη μια ή την άλλη πλευρά]”. Αυτές οι εκφράσεις, καθώς και άλλες παρόμοιες είναι επωδοί τους, έτσι που το αποτέλεσμά τους είναι μια καθαρή, ολοκληρωτική και πλήρης αιώρηση κρίσης, σε διαρκή αναβολή. Κάνουν χρήση της λογικής τους για να ρωτούν και να διαλέγονται, όχι όμως για να καταλήγουν σε επιλογές και αποφάσεις. Αν κανείς βάλει με το νου του μιαν αέναη ομολογία άγνοιας, μια δυνατότητα κρίσης δίχως κλίση και δίχως τάση [προς τη μια πλευρά ή την άλλη], για οποιοδήποτε θέμα και αν πρόκειται, τότε μπορεί να αντιληφθεί τι είναι ο Πυρρωνισμός.

Σε ότι αφορά τις πράξεις της ζωής, συμμορφώνονται με τον κοινό κανόνα. Θεωρούν πρέπουσα την αποδοχή των φυσικών τάσεων και την υποταγή τους σε αυτές, την παρακίνηση και τον καταναγκασμό των παθών, τους ορισμούς των νόμων και των εθίμων, καθώς και [τη διδασκαλία] των παραδοσιακών τεχνών. (ΣΕΞΤΟΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ)

Γιατί ο Θεός δεν θέλει να γνωρίζουμε, αλλά να χρησιμοποιούμε αυτά τα πράγματα. (ΚΙΚΕΡΩΝ)

Αφήνουν τις καθημερινές πράξεις τους να οδηγούνται από αυτά τα πράγματα, δίχως να επιβεβαιώνουν τίποτα ούτε να προσκολλώνται σε τίποτα. Τα κατά φαντασία, τα ανύπαρκτα και ψεύτικα προνόμια που ο άνθρωπος ιδιοποιήθηκε, ισχυριζόμενος ότι έτσι κηδεμονεύει, τακτοποιεί και ορίζει την αλήθεια, ο Πύρρων καλή τη πίστει τα απαρνήθηκε και τα εγκατέλειψε.

Ωστόσο δεν υπάρχει φιλοσοφική σχολή που να μην είναι υποχρεωμένη να επιτρέψει στο σοφό της (αν θέλει να ζήσει) να αποδεχτεί αρκετά πράγματα, που δεν είναι σε θέση να κατανοήσει ούτε να αντιληφθεί ούτε να αποδεχτεί.

Νιώθει τις προτροπές των αισθήσεών του, τις υπαγορεύσεις του πνεύματός του. Έστω κι αν δεν βρίσκει καθόλου μέσα του αυτό το ιδιαίτερο και μοναδικό ίχνος [του δικαιώματος] να κρίνει, έστω κι αν αντιλαμβάνεται πως δεν πρέπει να δεσμεύει τη συγκατάθεσή του σε τίποτα, δεδομένου ότι κάποιο ψέμα μπορεί να έχει κάθε ομοιότητα με την αλήθεια, δεν παραλείπει να επιτελεί πλήρως και με άνεση τα καθήκοντα της ζωής του. Πόσοι τομείς γνώσης υπάρχουν που επαγγέλλονται ότι στηρίζονται σε εικασίες μάλλον παρά σε γνώσεις και που, επειδή αδυνατούν να διακρίνουν την αλήθεια από το ψέμα, ακολουθούν μόνο και μόνο ότι φαίνεται πιθανό;

Υπάρχει, λένε [οι Πυρρωνιστές], και η αλήθεια και το ψέμα. Υπάρχει μέσα μας τρόπος να τα αναζητήσουμε, όχι όμως να τα εξακριβώσουμε τελεσιδίκως: δεν διαθέτουμε καμία λυδία λίθο. Θα είμαστε σε καλύτερη κατάσταση αν εγκαταλείπαμε τα ερωτήματά μας και πλάθαμε τον εαυτό μας σύμφωνα με τη φυσική τάξη του κόσμου.

Μια ψυχή απαλλαγμένη από την προκατάληψη έχει πετύχει θαυμαστή πρόοδο προς την πνευματική ηρεμία.

Βασικές αρχές του επικούρειου τρόπου ζωής

Πρακτική Φιλοσοφία: Πρέπει να ασχολείται κανείς και να φιλοσοφεί με τα ζητήματα και τις ανάγκες της ζωής και όχι να χάνεται σε περιθωριακά ζητήματα με άγονες συζητήσεις και διαλεκτικά τεχνάσματα.

Λιτός τρόπος ζωής: Ο Επίκουρος συνιστούσε ένα λιτό φιλοσοφημένο τρόπο ζωής με γνώμονα τη σωφροσύνη.Υποστήριζε ότι ο απλός τρόπος ζωής, χωρίς πολυτέλειες, βοηθά την υγεία και κάνει τον άνθρωπο ικανό να ανταπεξέρχεται με επιτυχία στις ενασχολήσεις της ζωής. Πρόσθετε όμως ότι και η λιτότητα έχει όρια. Όποιος το παραβλέπει παθαίνει κάτι αντίστοιχο με εκείνον που δεν βάζει φραγμό στις επιθυμίες του.

Αυτάρκεια, ολιγάρκεια: Σύμφωνα με τον Επίκουρο, πραγματικός πλούτος είναι το να αρκείται κανείς στα λίγα. Το λίγο ποτέ δεν λείπει συνήθιζε να λέγει. Η αυτάρκεια είναι ο μεγαλύτερος πλούτος και ο πολυτιμότερος καρπός της είναι η ελευθερία. Το να αρκείται κανείς σε αυτά που έχει είναι πολύ σπουδαίο αγαθό. Όχι γιατί πρέπει να περιορίζεται κανείς σώνει και καλά στα λίγα, αλλά να αρκείται στα λίγα, όταν λείπουν τα πολλά.

Οι αρετές παράγουν ηδονή. Το βασικό δόγμα του Επίκουρου είναι ότι η ενάρετη ζωή παράγει τη μεγαλύτερη δυνατή ευχαρίστηση και αυτός είναι ο λόγος που θα πρέπει να είμαστε ενάρετοι. Ο συνδυασμός ευτυχίας και αρετών συνιστά την αρχαιοελληνική ευδαιμονία. Αυτήν κατά τον Επίκουρο δεν τη φέρνουν τα μεγάλα πλούτη, ούτε η πληθωρική δραστηριότητα, ούτε οι εξουσίες, ούτε η ισχύς, αλλά η αλυπία, η πραότητα των συναισθημάτων και η ψυχική διάθεση που αναγνωρίζει τα όρια που έχει θέση η φύση.

Υπέρτατο αγαθό η φιλία: Απ’ όλα τα αγαθά που παρέχει η σοφία, το μέγιστο είναι η απόκτηση φίλων. Δεν έχουμε ανάγκη τόσο από τη βοήθεια φίλων, όσο από την πίστη ότι θα μας προσφέρουν βοήθεια. Κατά τον Επίκουρο, φίλος δεν είναι, ούτε όποιος επιδιώκει διαρκώς το όφελος από μια φιλία, ούτε εκείνος που ποτέ δεν συνδέει το όφελος με τη φιλία.

«Λάθε βιώσας». Ο Επίκουρος συνιστούσε την αποφυγή ανάμειξης στην πολιτική και τα δημόσια πράγματα. Προέτρεπε την αποφυγή μωρών επιδιώξεων, πράξεων που προκαλούν αντίδραση, ταράζουν τη γαλήνη του μυαλού και κατεβάζουν τον άνθρωπο στο επίπεδο των αφώτιστων και των χυδαίων. Υποστήριζε ότι δίπλα στους απατεώνες που ανεβαίνουν στην εξουσία οι πιο ευγενικοί και ευαίσθητοι δεν έχουν θέση, Διακήρυττε: «Αν θες να σώσεις τη γαλήνη και τον ανθρωπισμό σου στάσου μακριά. Κάνε τη δική σου πολιτεία, που θα σου δίνει όσα η επίσημη δεν μπορεί».

Ο άνθρωπος δεν έχει γνώση

Αποτέλεσμα εικόνας για Ο άνθρωπος δεν έχει γνώσηΕίναι άραγε στο χέρι του ανθρώπου να βρει αυτό που ψάχνει; Αυτή η αναζήτηση της αλήθειας στην οποία ο άνθρωπος έχει εμπλακεί εδώ και τόσους αιώνες, τον πλούτισε μήπως με κάποια νέα ισχύ ή κάποια σταθερή αλήθεια; Τώρα επιτέλους είναι η ώρα να δούμε αυτό το ζήτημα.

Πιστεύω πως ο άνθρωπος θα μου ομολογήσει, αν μιλήσει με καθαρή συνείδηση, ότι όλη κι όλη η ωφέλεια που αποκόμισε από μια τόσο μακρόχρονη αναζήτηση, είναι πως έμαθε να αναγνωρίζει την αδυναμία του. Την αμάθεια, που από φυσικού υπήρχε μέσα μας, με την μακρόχρονη μελέτη, την επιβεβαιώσαμε και την αποδείξαμε. Συνέβη στους πραγματικά μορφωμένους ανθρώπους αυτό που συμβαίνει στα στάχυα· όλο και ψηλώνουν, όλο και τραβούν κατά πάνω, με το κεφάλι όρθιο και περήφανο, όσο είναι άδεια· όμως, όταν είναι γεμάτα και φουσκωμένα από ώριμα σπυριά, αρχίζουν να γέρνουν και να χαμηλώνουν τις κεραίες (ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ).

Κατά τον ίδιο τρόπο, καθώς οι άνθρωποι προσπάθησαν και βυθομέτρησαν τα πάντα, δίχως να έχουν βρει (σε αυτόν το σωρό γνώσης και αποθήκευσης τόσων ποικίλων πραγμάτων) τίποτα ογκώδες και σταθερό και τίποτε άλλο εκτός από ματαιότητα, αποτίναξαν την οίησή τους και αναγνώρισαν τη φυσική τους κατάσταση.

Η μομφή που ο Βέλλειος αποδίσει στον Κόττα και στον Κικέρωνα είναι ότι είχαν μάθει από τον φιλόσοφο Φίλωνα πως δεν είχαν μάθει τίποτα.

Ο Φερεκύδης, ένας των επτά σοφών, γράφοντας στον Θαλή την ώρα που έβγαινε η πνοή του, λέει: “Έδωσα εντολή στους δικούς μου, αφού με θάψουν, να σου φέρουν τα κείμενά μου· αν ικανοποιούν τόσο εσένα όσο και τους άλλους σοφούς, δημοσίευσέ τα· αν όχι, εξαφάνισέ τα· δεν περιέχουν καμία βεβαιότητα που να ικανοποιεί εμένα τον ίδιο. Έτσι, δεν επαγγέλλομαι ότι γνωρίζω την αλήθεια και ότι την έφτασα. Περισσότερο αποκαλύπτω τα πράγματα, παρά τα ανακαλύπτω” (ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΗΣ, ΦΕΡΕΚΥΔΗΣ).

Ο σοφότερος άνθρωπος που υπήρξε ποτέ ο Σωκράτης, όταν ρωτήθηκε τι ήξερε, απάντησε ότι ένα πράγμα ήξερε, ότι δεν ήξερε τίποτα. Επιβεβαίωνε με αυτό τον τρόπο το λεγόμενο ότι το μεγαλύτερο κομμάτι αυτού που ξέρουμε είναι μικρότερο από το ελαχιστότατο κομμάτι αυτών που αγνοούμε.

Με λίγα λόγια, αυτά ακριβώς που νομίζουμε ότι ξέρουμε είναι ένα κομμάτι, πολύ μικρό μάλιστα, της άγνοιάς μας.

Ξέρουμε τα πάντα στο όνειρό μας, λέει ο Πλάτων, και τα αγνοούμε στην πραγματικότητα.

Όλοι σχεδόν οι Αρχαίοι είπαν πως τίποτα δεν μπορούμε να καταλάβουμε, τίποτα ν’ αντιληφθούμε, τίποτα να μάθουμε: οι αισθήσεις μας είναι περιορισμένες, η νόηση μας αδύναμη, ο βίος μας βραχύς. (ΚΙΚΕΡΩΝ)

Για τον ίδιο τον Κικέρωνα, που στη μάθηση όφειλε όλη του την αξία, ο Βαλέριος λέει ότι στα γεράματά του είχε αρχίσει να μην έχει σε εκτίμηση τα γράμματα. Και όσον καιρό ασχολιόταν με το γράψιμο, το έκανε δίχως καμία δέσμευση έναντι καμίας φιλοσοφικής σχολής, ακολουθώντας ό,τι του φαινόταν πιθανό, πότε στη μια σχολή, πότε στην άλλη, παραμένοντας όμως διαρκώς υπό [τον περιορισμό] της αμφιβολίας [που δίδασκε η Πλατωνική] Ακαδημία: Πρέπει να μιλήσω, έτσι όμως που σε τίποτα να μην είμαι κατηγορηματικός· θα ψάξω τα πάντα, αμφιβάλλοντας για τα περισσότερα και δυσπιστώντας έναντι του εαυτού μου. (ΚΙΚΕΡΩΝ)

Θα μου ήταν πανεύκολη υπόθεση να περιοριζόμουν να εξετάσω τον άνθρωπο στη συνηθισμένη του κατάσταση και χονδρικά. Θα ήμουν δικαιολογημένος να το κάμω, σεβόμενος τον κανόνα του ανθρώπου, που κρίνει τη αλήθεια όχι από το βάρος των ψήφων, αλλά από τον αριθμό.  Ας αφήσουμε λοιπόν στην άκρη τον λαό.

Που ροχαλίζει ξυπνητός
που η ζωή του νεκρή είναι, ας ζει κι ας βλέπει,
(ΛΟΥΚΡΗΤΙΟΣ)

που δεν έχει συνείδηση του εαυτού του, που διόλου δεν κρίνει τον εαυτό του, που αφήνει σε απραξία τις περισσότερες φυσικές του ιδιότητες. Θέλω να πάρω τον άνθρωπο στο ανώτατο επίπεδό του. Ας εξετάσουμε αυτόν το μικρό αριθμό έξοχων και διαλεκτών ανθρώπων, που προικισμένοι με όμορφα και ξεχωριστά φυσικά προσόντα, τα όξυναν και τα ενίσχυσαν ακόμα περισσότερο με φροντίδα, μελέτη και τέχνη και τα ανέβασαν στο ψηλότερο σημείο σοφίας που μπορεί να φτάσουν. Δούλεψαν τις ψυχές τους με τρόπους που τις κρατούν ανοιχτές από κάθε πλευρά προς κάθε κατεύθυνση, τις στήριξαν με τη συνδρομή κάθε εξωτερικής βοήθειας που τους ταίριαζε και τις πλούτισαν και στόλισαν με όλα όσα μπόρεσαν να δανειστούν προς όφελός τους, από τα μέσα και τα έξω του κόσμου. Σε αυτούς τους ανθρώπους βρίσκεται η ύψιστη μορφή της ανθρώπινης φύσης. Αυτοί τακτοποίησαν τον κόσμο με θεσμούς και νόμους, αυτοί δίδαξαν τον κόσμο με τις τέχνες και τις επιστήμες τους και τον δίδαξαν επιπλέον με το παράδειγμα της θαυμαστής ηθικής τους ακεραιότητας. Δεν θα λάβω υπόψη μου άλλο από τη μαρτυρία και εμπειρία τέτοιων ανθρώπων. Ας δούμε ως που έφτασαν και σε ποια συμπεράσματα κατέληξαν. Τις ασθένειες και μειονεξίες που θα βρούμε σε τέτοια ομήγυρη, ο κόσμος θα μπορεί με παρρησία να ομολογήσει πως είναι δικές του.

Όποιος κάτι ψάχνει, καταλήγει στο σημείο να λέει πως το βρήκε ή πως δεν μπορεί να βρεθεί ή πως ακόμα το αναζητάει. (ΣΕΞΤΟΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ)

Όλη η φιλοσοφία χωρίζεται σε αυτά τα τρία είδη. Σκοπός της είναι να ψάξει για την αλήθεια, την γνώση, τη βεβαιότητα. Οι Περιπατητικοί, οι Επικούρειοι, οι Στωικοί και άλλοι νόμισαν πως την βρήκαν. Αυτοί θεμελίωσαν τις επιστήμες που έχουμε αποδεχτεί και ανέπτυξαν τη γνώση τους στο βαθμό της βεβαιότητας. Ο Κλιτόμαχος, ο Καρνεάδης και οι φιλόσοφοι της Ακαδημίας απελπίστηκαν κατά την αναζήτησή τους και έκριναν πως η αλήθεια δεν μπορούσε να γίνει αντιληπτή με τις δυνάμεις που διαθέτει ο άνθρωπος. Η κατάληξή τους είναι [η αναγνώριση] της ανθρώπινης αδυναμίας και άγνοιας. Αυτή η σχολή είχε τους περισσότερους οπαδούς και τους ευγενέστερους θιασώτες.

Ο Πύρρων και οι άλλοι Σκεπτικοί ή Επέχοντες, που τα δόγματά τους αρκετοί αρχαίοι θεώρησαν πως προέρχονται από τον Όμηρο, τους Επτά Σοφούς, τον Αρχίλοχο, τον Ευριπίδη και στους οποίους συγκαταλέγουν τον Ζήνωνα, τον Δημόκριτο, τον Ξενοφάνη, λένε πως ακόμα αναζητούν την αλήθεια. Αυτοί κρίνουν πως οι φιλόσοφοι που νομίζουν ότι τη βρήκαν, λαθεύονται από άκρη σε άκρη. Και προχωρώντας περισσότερο προσθέτουν ότι η δεύτερη κατηγορία, δηλαδή οι φιλόσοφοι που είναι σχεδόν βέβαιοι πως οι ανθρώπινες δυνάμεις δεν είναι ικανές να φτάσουν την αλήθεια, πάσχουν από αναισχυντία και ματαιοδοξία. Γιατί ο καθορισμός του μέτρου της δύναμής μας, της γνώσης και κρίσης της δυσκολίας των πραγμάτων είναι σπουδαία και υπέρτατη γνώση, για την οποία αμφιβάλλουν πως ο άνθρωπος είναι ικανός.

Όποιος νομίζει πως τίποτα δεν ξέρουμε, αγνοεί επίσης αν ξέρουμε αρκετά για να υποστηρίξουμε πως τίποτα δεν ξέρουμε. (ΛΟΥΚΡΗΤΙΟΣ)

Η άγνοια που γνωρίζει τον εαυτό της, κρίνει τον εαυτό της και καταδικάζει τον εαυτό της, δεν είναι ολοσχερής άγνοια: για να είναι ολοσχερής άγνοια, πρέπει να μην ξέρει τον ίδιο της τον εαυτό. Κατά συνέπεια, οι δεδηλωμένες αρχές των Πυρρωνιστών είναι να ταρακουνούν κάθε πεποίθηση, να αμφιβάλλουν περί των πάντων και να ψάχνουν, δίχως να είναι βέβαιοι για τίποτα, δίχως να εγγυώνται τίποτα.

Αυτή λοιπόν η κριτική θέση [των Πυρρωνιστών], ολόισα και άκαμπτη, καθώς δέχεται τα πάντα δίχως να προσεταιρίζεται τίποτα και σε τίποτα να μη συναινεί, τους οδηγεί στην Αταραξία, που είναι ειρηνικός και ήρεμος κανόνας ζωής, απαλλαγμένης από τους κλυδωνισμούς που δεχόμαστε εξαιτίας του αποτυπώματος που επιβάλλουν οι γνώμες και της γνώσης της πραγματικότητας, που νομίζουμε ότι έχουμε. (ΣΕΞΤΟΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ)

Από αυτή [την εντύπωση] γεννιούνται ο φόβος, η φιλαργυρία, ο φθόνος, τα υπερβολικά πάθη, η φιλοδοξία, η υπερηφάνεια, η δεισιδαιμονία, η αγάπη του νεωτερισμού, η ανταρσία, η ανυπακοή, η ξεροκεφαλιά και τα περισσότερα από τα σωματικά κακά. Έτσι, οι Πυρρωνιστές απαλλάσσονται μάλιστα από τη φανατική άμιλλα υποστήριξης των δογμάτων τους, δεδομένου ότι συζητούν με πολύ μαλακό τρόπο και διόλου δεν φοβούνται την αντίκρουση των λόγων τους. Όταν λένε πως τα βαριά πράγματα πηγαίνουν κατά κάτω, θα ένιωθαν μεγάλη λύπη, αν κάποιος τους πίστευε· και ψάχνουν την αντιλογία για να δημιουργήσουν την αμφιβολία και τον κριτικό μετεωρισμό, που είναι ο σκοπός τους. Δεν προβάλλουν τις προτάσεις τους παρά για να καταπολεμήσουν εκείνες που νομίζουν ότι πιστεύουμε. Αν δεχτείτε την πρότασή τους, εξίσου πρόθυμα θα διαλέξουν να υποστηρίξουν την αντίθετη: όλα τους είναι ένα· δεν έχουν καμία προτίμηση. Αν καθορίζετε πως το χιόνι είναι μαύρο, επιχειρηματολογούν αντιστρόφως πως είναι άσπρο. Αν λέτε πως δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο, είναι δουλειά τους να υποστηρίξουν πως είναι και τα δύο. (ΣΕΞΤΟΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ)

Αν με σίγουρη κρίση επιμένετε πως δεν ξέρετε τίποτα από αυτά, θα σας ισχυριστούν ότι τα ξέρετε. Μάλιστα! Και αν βεβαιώνετε πως η αμφιβολία σας είναι αξίωμα, θα φροντίσουν να αντιπαραβάλλουν ότι δεν αμφιβάλλετε ή πως δεν μπορείτε να κρίνετε και να ορίσετε πως αμφιβάλλετε. Και ωθώντας την αμφιβολία στα άκρα σείονται τα ίδια της τα θεμέλια, όποτε ξεχωρίζουν και αποδεσμεύονται από αρκετές άλλες [φιλοσοφικές] θεωρίες, ακόμα και από εκείνες που διδάσκου ποικιλοτρόπως την αμφιβολία και την άγνοια.

Τόσο πιο ελεύθεροι κι ανεξάρτητοι, όσο η δύναμή τους για κρίση είναι ακέραια. Δεν είναι πλεονέκτημα να βρίσκεται κανείς αποδεσμευμένος από την ανάγκη που βάζει χαλινό στους άλλους; Δεν αξίζει περισσότερο να κρατιέσαι σε εκκρεμότητα παρά να μπερδεύεσαι στα τόσα σφάλματα που δημιούργησε η ανθρώπινη φαντασία; Δεν αξίζει περισσότερο να μεταθέτεις σε ένα απροσδιόριστο μέλλον στη προσκόλλησή σου στα πράγματα παρά να ανακατεύεσαι σε φατρίες που ερίζουν και στασιάζουν; “- Τι θα έπρεπε να διαλέξω; – Ότι σας αρέσει, αρκεί να διαλέξετε!” Να μια ανόητη απάντηση, στην οποία ωστόσο φαίνεται πως καταλήγει κάθε είδος δογματισμού και η οποία μας απαγορεύει να μην ξέρουμε ό,τι δεν ξέρουμε.