Παρασκευή 6 Απριλίου 2018

ΑΙΣΩΠΟΣ - Μῦθοι (251.1-255.1)

Σχετική εικόνα251. ΥΣ ΚΑΙ ΚΥΩΝ [251.1] ὗς καὶ κύων περὶ εὐτοκίας ἤριζον. τῆς δὲ κυνὸς εἰπούσης, ὅτι μόνη τῶν τετραπόδων ταχέως ἀποκύει, ἡ ὗς ὑποτυχοῦσα ἔφη· «ἀλλ᾽ ὅταν τοῦτο λέγῃς, γίνωσκε, ὅτι τυφλὰ τίκτεις».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι οὐκ ἐν τῷ τάχει τὰ πράγματα, ἀλλ᾽ ἐν τῇ τελειότητι κρίνεται.

252. ΥΣ ΑΓΡΙΟΣ ΚΑΙ ΑΛΩΠΗΞ
[252.1] ὗς ἄγριος ἑστὼς παρά τι δένδρον τοὺς ὀδόντας ἠκόνα. ἀλώπεκος δὲ ἐρομένης τὴν αἰτίαν, δι᾽ ἣν μηδενὸς αὐτῷ μήτε κυνηγέτου μήτε κινδύνου ἐφεστῶτος τοὺς ὀδόντας θήγει, ἔφη· «ἀλλ᾽ οὐ ματαίως τοῦτο ποιῶ. ἐὰν γάρ με κίνδυνος καταλάβῃ, οὐ τότε περὶ τὸ ἀκονᾶν ἀσχοληθήσομαι, ἑτοίμοις δὲ οὖσι χρήσομαι».
ὁ λόγος διδάσκει, ὅτι δεῖ πρὸ τῶν κινδύνων τὰς παρασκευὰς ποιεῖσθαι.

253. ΦΙΛΑΡΓΥΡΟΣ
[253.1] φιλάργυρός τις τὴν οὐσίαν ἐξαργυρισάμενος βῶλον χρυσοῦν ὠνήσατο καὶ τοῦτον πρὸ τοῦ τείχους κατορύξας διετέλει συνεχῶς ἐρχόμενος καὶ ἐπισκεπτόμενος. τῶν δὲ περὶ τὸν τόπον ἐργατῶν τις παρατηρησάμενος αὐτοῦ τὰς ἀφίξεις καὶ ὑπονοήσας τὸ ἀληθές, ἀπαλλαγέντος αὐτοῦ τὸ χρυσίον ἀνείλατο. ὁ δὲ ὡς ἐπανελθὼν εὗρε τὸν τόπον κενόν, ἔκλαιέ τε καὶ τὰς τρίχας ἐσπάρασσεν. ἰδὼν δέ τις αὐτὸν ὑπερπαθοῦντα καὶ μαθὼν τὴν αἰτίαν ἔφη πρὸς αὐτόν· «μὴ λυποῦ· λαβὼν δὲ λίθον κατάθες ἐν τῷ αὐτῷ τόπῳ καὶ νόμιζε τὸ χρυσίον κεῖσθαι. οὐδὲ γάρ, ὅτε ἦν, ἐχρῶ αὐτῷ».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι τὸ μηδέν ἐστιν ἡ κτῆσις, ἐὰν μὴ καὶ ἡ χρῆσις παρῇ.

254. ΧΕΛΩΝΗ ΚΑΙ ΛΑΓΩΟΣ
[254.1] χελώνη καὶ λαγωὸς περὶ ὀξύτητος ἤριζον. καὶ δὴ προθεσμίαν στήσαντες τοῦ τόπου ἀπηλλάγησαν. ὁ μὲν οὖν λαγωὸς διὰ τὴν φυσικὴν ὠκύτητα ἀμελήσας τοῦ δρόμου πεσὼν παρὰ τὴν ὁδὸν ἐκοιμᾶτο. ἡ δὲ χελώνη συνειδυῖα ἑαυτῇ βραδύτητα οὐ διέλιπε τρέχουσα καὶ οὕτω κοιμώμενον τὸν λαγωὸν παραδραμοῦσα ἐπὶ τὸ βραβεῖον τῆς νίκης ἀφίκετο.
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι πολλάκις φύσιν ἀμελοῦσαν πόνος ἐνίκησεν.

255. ΧΕΛΙΔΩΝ ΚΑΙ ΔΡΑΚΩΝ
[255.1] χελιδὼν ἔν τινι δικαστηρίῳ νεοττοποιησαμένη ἐξέπτη. δράκων δὲ προσερπύσας κατέφαγεν αὐτῆς τοὺς νεοττούς. ἡ δὲ ἐπανελθοῦσα καὶ τὴν καλιὰν κενὴν εὑροῦσα ὑπερπαθῶς ἔστενεν. ἑτέρας δὲ χελιδόνος παρηγορεῖν αὐτὴν πειρωμένης καὶ λεγούσης, ‹ὅτι› οὐ μόνον αὐτὴν τέκνα ἀποβαλεῖν συμβέβηκεν, ὑποτυχοῦσα ἔφη· «ἀλλ᾽ ἔγωγε οὐ τοσοῦτον ἐπὶ τοῖς τέκνοις κλαίω, ὅσον ὅτι ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ ἠδίκημαι, ἐν ᾧ οἱ ἀδικούμενοι βοηθείας τυγχάνουσιν».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι χαλεπώτεραι γίνονται τοῖς πάσχουσιν αἱ συμφοραί, ὅταν ὑφ᾽ ὧν ἥκιστα προσεδόκησαν, ἐπιφέρωνται.

***
251. Η γουρούνα και η σκύλα.
[251.1] Ήταν κάποτε μια γουρούνα και μια σκύλα που μάλωναν μεταξύ τους, ποιά είναι η πιο καλή στη γέννα. Η σκύλα, λοιπόν, έφερε ως επιχείρημα ότι η ίδια είναι μοναδική ανάμεσα σε όλα τα τετράποδα όσον αφορά την ταχύτητα με την οποία γεννάει. Πάνω εκεί όμως η γουρούνα την έκοψε λέγοντας: «Καλά, μωρή, έχεις το θράσος να το λες αυτό; Δεν ξέρεις ότι αυτά που φέρνεις στον κόσμο είναι θεόστραβα;».
Το δίδαγμα του μύθου: Η αξία μιας δουλειάς δεν κρίνεται από την ταχύτητα αλλά από την αρτιότητά της.

252. Το αγριογούρουνο και η αλεπού.
[252.1] Ήταν μια φορά ένα αγριογούρουνο που ακόνιζε τους χαυλιόδοντές του πάνω σε κάποιο δέντρο. Απόρησε, που λέτε, με τούτο η αλεπού και το ρώτησε για ποιόν λόγο τροχίζει έτσι τα δόντια του τέτοιαν ώρα, δίχως να υπάρχει εκεί κοντά ούτε κυνηγός ούτε κίνδυνος που να το απειλεί. Νά τί αποκρίθηκε τότε ο αγριόχοιρος: «Έγνοια σου και έχω τους λόγους μου που το κάνω αυτό. Αν υποθέσουμε ότι μου παρουσιάζεται ξαφνικά κάποιος κίνδυνος, δεν θα βρω εκείνη τη στιγμή καιρό να ασχοληθώ με το ακόνισμα. Τα δόντια μου όμως θα είναι έτοιμα για χρήση».
Το δίδαγμα του μύθου: Πρέπει να προετοιμαζόμαστε για τον κίνδυνο από τα πριν.

253. Ο τσιγκούνης.
[253.1] Ήταν ένας τσιγκούνης που ρευστοποίησε όλη την περιουσία του και αγόρασε με τα χρήματα μια ράβδο χρυσού. Την έθαψε, που λέτε, σε ένα μέρος λίγο πιο έξω από τα τείχη και πηγαινοερχόταν συνέχεια εκεί για να επιθεωρήσει την κατάσταση. Έτσι όμως κάποιος από τους εργάτες που δούλευαν κάπου κοντά, παρατήρησε τις επανειλημμένες επισκέψεις του και φυσικά υποψιάστηκε την αλήθεια. Μόλις λοιπόν απομακρύνθηκε ο τσιγκούναρος, ο εργάτης πήγε και σήκωσε το χρυσάφι. Λίγο αργότερα ξαναγύρισε ο ιδιοκτήτης· τούτη τη φορά, ωστόσο, βρήκε την κρυψώνα αδειανή. Ευθύς τότε ξέσπασε σε λυγμούς και τράβαγε και μαδούσε τις τρίχες της κεφαλής του. Με τα πολλά, κάποιος περαστικός τον πρόσεξε που υπέφερε και χτυπιόταν έτσι, και ρωτώντας πληροφορήθηκε τα καθέκαστα. Παρηγόρησε λοιπόν τον τσιγκούνη: «Έλα τώρα, μη στενοχωριέσαι τόσο. Πράξε ως εξής: Πάρε μια κοτρώνα και χώσε την στο ίδιο μέρος. Μετά κάνε σαν να είναι θαμμένο εκεί μέσα το χρυσάφι σου. Τί διαφορά θα έχει; Αφού και όταν υπήρχε ακόμη, δεν το χρησιμοποιούσες καθόλου».
Το δίδαγμα του μύθου: Η κατοχή ενός πράγματος δεν έχει κανένα νόημα άμα δεν το χρησιμοποιείς.

254. Η χελώνα και ο λαγός.
[254.1] Μια φορά μάλωναν μεταξύ τους η χελώνα και ο λαγός, ποιός είναι πιο γρήγορος. Όρισαν λοιπόν ένα τέρμα για αγώνα δρόμου και ξεκίνησαν και οι δύο από την αφετηρία. Κοιτάξτε τώρα τί έγινε. Ο λαγός, βέβαιος για τη φυσική του γρηγοράδα, δεν έδωσε πολλή σημασία στο τρέξιμο, παρά άραξε σε ένα σημείο παραπλεύρως της διαδρομής και το έριξε στον ύπνο. Η χελώνα, αντίθετα, είχε επίγνωση πόσο αργή είναι: γι᾽ αυτό δεν έκανε καθόλου διάλειμμα παρά έτρεχε αδιάκοπα. Έτσι, προσπέρασε τον λαγό, που κοιμόταν του καλού καιρού, και τελικά τερμάτισε πρώτη κερδίζοντας το βραβείο.
Το δίδαγμα του μύθου: Πολύ συχνά όποιος προσπαθεί πολύ νικάει εκείνον που έχει φυσικό χάρισμα αλλά δεν το ασκεί.

255. Η χελιδόνα και το δρακοντόφιδο.
[255.1] Ήταν κάποτε μια χελιδόνα που έφτιαξε τη φωλιά της μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου. Άφησε, που λέτε, εκεί μέσα τα μικρά της και έφυγε πετώντας. Στο μεταξύ, το δρακοντόφιδο σύρθηκε κοντά και κατασπάραξε τα μικρά πουλάκια. Έτσι, όταν γύρισε η χελιδόνα, βρήκε τη φωλιά της αδειανή. Την έπιασε λοιπόν φοβερή θλίψη και ξέσπασε σε γοερούς θρήνους. Τότε προσπάθησε να την παρηγορήσει κάποιο άλλο χελιδόνι: «Καλά, βρε καημένη», της είπε, «δεν είσαι εσύ η μόνη στον κόσμο που έτυχε να χάσει τα παιδιά της». Όμως η χαροκαμένη δεν το άφησε να συνεχίσει: «Μωρέ δεν είναι αυτό — δεν κλαίω τόσο τα παιδιά που έχασα. Προπάντων με πνίγει που με χτύπησε το άδικο ακριβώς εδώ, στο μέρος όπου βρίσκουν συμπαράσταση όλα τα θύματα της αδικίας».
Το δίδαγμα του μύθου: Αλίμονο άμα κάνει το κακό εκείνος που από μέρους του δεν το περιμέναμε καθόλου — τότε η συμφορά γίνεται ακόμη πιο δυσβάσταχτη για όποιον την τραβάει.

Ο Αριστοτέλης και η αποτυχία της μεσαίας τάξης

Αν δεχτούμε ότι οι πλούσιοι επιδιώκουν την ολιγαρχία και οι φτωχοί τη δημοκρατία δε μένει παρά να γίνει κατανοητό ότι η ισορροπία εξασφαλίζεται από την κυριαρχία της μέσης τάξης: «Επειδή στις περισσότερες πόλεις η μέση τάξη είναι μικρή, πάντοτε όποιοι από τους άλλους δύο υπερισχύουν, είτε οι πλούσιοι είτε ο λαός, αποκλίνοντας από το μέσον, προσανατολίζουν το πολίτευμα σύμφωνα με το συμφέρον τους, με αποτέλεσμα να προκύπτει δημοκρατία ή ολιγαρχία». (1296a 23-27).

Οι επαναστάσεις και οι αναταραχές δεν είναι τίποτε άλλο από τη διαρκή σύγκρουση των άκρων, που είναι αδύνατο να συνυπάρξουν: «Επιπλέον, επειδή επαναστάσεις και διαμάχες συμβαίνουν ανάμεσα στο φτωχό λαό και στους πλούσιους, όποιος από τους δύο συμβεί να επιβληθεί στους αντιπάλους του, δεν εγκαθιδρύει πολίτευμα που αποβλέπει στο κοινό συμφέρον και στην ισότητα των πολιτών. Αντίθετα εκλαμβάνουν ως έπαθλο της νίκης τους την επιβολή πολιτεύματος και έτσι οι μεν εγκαθιστούν δημοκρατία, οι δε ολιγαρχία». (1296a 27-32).
 
Η αντίληψη του πολιτεύματος ως έπαθλο της κυριαρχίας είναι η κατάδειξη της πιο συμφεροντολογικής πολιτειακής οπτικής, που εξ’ ορισμού ταυτίζεται με την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων επιδιώξεων, ανάλογα με τη δυναμική της ταξικής αναμέτρησης. Η διαιώνιση της αντίληψης αυτής είναι η διαιώνιση του συγκρουσιακού μοντέλου της εξουσίας, αφού ένα πολίτευμα που προκύπτει με τέτοιους όρους δεν μπορεί να παρά να βρίσκεται σε διαρκή επαγρύπνηση. Και η ακατάπαυστη επαγρύπνηση της εξουσίας είναι η ομολογία της υποβόσκουσας έντασης που αδυνατεί να εκτονωθεί και οφείλει να παραμείνει υποβόσκουσα σαν ωρολογιακή βόμβα που διαρκώς αναβάλλει την έκρηξη. Υπό αυτές τις συνθήκες είναι αδύνατο να γίνει λόγος για ισορροπία. Ο διαρκής αναβρασμός είναι η αστάθεια και η σύγχυση σε μια κοινωνία δυσαρμονίας. Το όλο κλίμα δε θα μπορούσε ποτέ να λειτουργήσει προς όφελος της πόλης.
 
Όμως, και πέρα από τα στενά όρια της πόλης η ωφελιμιστική εκδοχή του πολιτεύματος δε θα μπορούσε παρά να δράσει κερδοσκοπικά. Αυτό ακριβώς είναι το παιχνίδι της ηγεμονίας που κρύβεται πίσω από τη συμμαχική επίφαση και λειτουργεί απομυζητικά: «Ακόμη και εκείνοι που ασκούσαν την ηγεμονία στην Ελλάδα, ο καθένας από τους δύο αποβλέποντας στο δικό του πολίτευμα, επέβαλλαν στις πόλεις άλλοι δημοκρατίες και άλλοι ολιγαρχίες με σκοπό όχι την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των πόλεων αλλά των δικών τους». (1296a 32-36).
 
Αυτό που μένει είναι ο πολιτικός καιροσκοπισμός, που αναγκαστικά στερείται οποιασδήποτε ιδεολογίας, αφού η μόνη δύναμη που κινεί τις πεποιθήσεις είναι το προσωπικό συμφέρον. Υπό αυτούς τους όρους, τα πολιτεύματα λειτουργούν ως δικαιολογία της κυριαρχίας, η οποία οφείλει να επικαλεστεί ένα περιτύλιγμα. Η μετατροπή της πολιτικής ιδεολογίας σε δεκανίκι της προεξοφλεί την εκμηδένισή της: «Για τις αιτίες αυτές, λοιπόν, ή ποτέ δεν εμφανίζεται πολίτευμα της μέσης τάξης ή πολύ σπάνια και σε λίγες περιοχές». (1296a 36-38).
 
Κι όταν λέμε πολίτευμα της μέσης τάξης δεν εννοούμε εκείνο που επιβάλλει τη διεύρυνση της μεσαίας τάξης μόνο ως οικονομικό μέγεθος, αλλά κι ως αντίληψη. Γιατί ο μεσαίος που αποσκοπεί να πατήσει επί πτωμάτων προκειμένου να μεταπηδήσει στους πλούσιους, δεν είναι μεσαίος, αφού δεν αντιλαμβάνεται τον κοινωνικό του ρόλο. Ο μεσαίος είναι μεσαίος με την προϋπόθεση ότι καταλαβαίνει κι είναι ευχαριστημένος από τα πλεονεκτήματα της τάξης του. Με δυο λόγια η μεσαία τάξη δεν προβάλλεται μόνο ως οικονομικό αλλά (πρωτίστως) κι ως ιδεολογικό μέγεθος.
 
Ο φτωχός, αν φτάσει στο σημείο να στερείται τα βασικά για τη ζωή του, είναι δύσκολο να πλησιάσει την ισορροπία του μεσαίου. Του συνειδητοποιημένου μεσαίου. Γιατί ο μεσαίος που προσπαθεί να μιμηθεί (συνήθως κακέκτυπα) τον μπουρζουά έχοντάς τον ως πρότυπο ή που προσπαθεί να διευρύνει την περιουσία του κάνοντας συνεχώς αιματηρές οικονομίες χωρίς να απολαμβάνει τίποτε είναι μεσαίος μόνο οικονομικά (και ουδόλως ιδεολογικά) και συνήθως, αυτού του είδους οι μεσαίοι, είναι ιδιαιτέρως ευάλωτοι στα καλέσματα της πλουτοκρατίας – αν έρθουν ποτέ.
Οι μεσαίοι, τρέφοντας το όνειρο του προσωπικού πλουτισμού, υπήρξαν διεκδικητικοί περισσότερο προς τους όμοιούς τους παρά προς τους οικονομικά ισχυρότερους.
Τελικά, η κυριαρχία του πλούτου δεν είναι μόνο οικονομικό, αλλά και ιδεολογικό μέγεθος. Η διάλυση της μεσαίας τάξης αφορά πριν απ’ όλα την αποδόμησή του κοινωνικού της κύρους. Η παρουσίαση του μεσαίου ως φουκαρά, ως μίζερου, ως του ανθρώπου που διαρκώς μετρά, ως λανθάνοντα – αποτυχημένου μπουρζουά που θέλει κι αυτός να κάνει την επίδειξή του, ως πρόθυμου κάθε διαπλοκής προκειμένου να αποκτήσει περισσότερα, είναι η υποτίμηση της μεσαίας τάξης που δεν πρέπει ποτέ να αποκτήσει ιδεολογικό ανάστημα. Η μετατροπή του μεσαίου σε φιλήσυχο ανθρωπάκι που υπομένει τα πάντα προκειμένου να μη χάσει τα ελάχιστα είναι ο θρίαμβος του πλούτου που πλέον γίνεται κοινωνικό πρότυπο. Μ’ αυτό το δεδομένο είναι αδύνατο να τηρηθεί οποιαδήποτε ισορροπία. Οι μεσαίοι μπορούν να ξεπουλήσουν τα πάντα προκειμένου να γίνουν οι ίδιοι πλούσιοι, μπορούν να συγκρουστούν αδυσώπητα με ανθρώπους της δικής τους τάξης, μπορούν να φτάσουν στα άκρα αν μυριστούν κέρδος. Πολλές φορές γίνονται οι πιο πιστοί υπηρέτες της πλουτοκρατίας. Κι αυτή ακριβώς είναι η χρεωκοπία τους.
 
Φυσικά, ο Αριστοτέλης, όταν αναφέρεται στη μεσαία τάξη δεν έχει στο νου του αυτό. Αναφέρεται στη μεσαία τάξη που έχει συνείδηση του ρόλου της ως εξισορροπητική δύναμη της πολιτείας, δηλαδή ως κύριου διαχειριστή της εξουσίας που οφείλει να συμβιβάσει τα δύο άκρα του πλούτου και της φτώχειας. Μιλάμε δηλαδή για τη μεσαία τάξη που αντιλαμβάνεται πλήρως την κοινωνική της αποστολή. Η κατανόηση και η αποδοχή της επίδρασης μίας τάξης στο πολίτευμα δεν είναι τίποτε άλλο από την αναγνώριση της σημασίας της. Κι αυτό δεν είναι απλώς αυτό που ονομάζουμε ταξική συνείδηση με τα στενά οικονομικά όρια, αλλά με την έννοια της κοινωνικής αποστολής, που ανά πάσα στιγμή θα γεννήσει τη διεκδίκηση.
 
Η διάλυση της μεσαίας τάξης δεν μπορεί να επιφέρει τίποτε περισσότερο από την όξυνση της φτώχειας και το άνοιγμα της ψαλίδας με τον πλούτο. Η υπέρτατη φτώχεια που οφείλει να συνυπάρξει με τον υπέρτατο πλούτο είναι η κοινωνική πρόκληση που θα γεννήσει τη βία. Η εικόνα του ανθρώπου που τρέφεται απ’ τα σκουπίδια είναι το επιστέγασμα της κοινωνικής αποτυχίας. Γι’ αυτό η μεσαία τάξη οφείλει να σηκώσει ανάστημα. Γιατί οφείλει να διεκδικήσει ισότητα χωρίς ούτε να κόπτεται για την εξουσία ούτε και να ανέχεται να την εξουσιάζουν με τρόπο απροκάλυπτο: «Όμως τώρα επικράτησε στις πόλεις να μη θέλουν οι πολίτες την ισότητα, αλλά ή να επιδιώκουν να εξουσιάζουν ή να ανέχονται να εξουσιάζονται». (1296a 40, 1296b 1-2).
 
Η μεσαία τάξη ως συνειδητός διαμεσολαβητής των άκρων, δηλαδή ως τάξη που αντιλαμβάνεται τον κοινωνικό της ρόλο κι ως εκ τούτου αντλεί αυτοεκτίμηση δεν έχει άλλη επιλογή απ’ το να υπερασπίσει τα συμφέροντά της. Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται η επικινδυνότητα του καθορισμού της αποστολής. Γιατί για το φτωχό η διεκδίκηση είναι απολύτως ξεκάθαρη και αφορά τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, όπως βέβαια και για τον πλούσιο που είναι να μη χάσει τα κεκτημένα κι όσο είναι δυνατό να αποκτήσει κι άλλα. Για τη μεσαία τάξη όμως, που αντιλαμβάνεται τη μεσότητα ως προϋπόθεση για την κατάκτηση της ευτυχίας, ο κοινωνικός ρόλος που της αναλογεί δεν αναλώνεται αποκλειστικά στη βελτίωση της οικονομικής της θέσης (χωρίς βέβαια αυτό να της είναι αδιάφορο), αλλά στην κατοχύρωση των οικονομικών της δεδομένων (η μεσαία τάξη που κινδυνεύει να χάσει την οικονομική της δύναμη υποβαθμίζοντας το επίπεδο ζωής της είναι η μεσαία τάξη που έχει ήδη αποτύχει), και κυρίως στη διεύρυνση της πληθυσμιακής της αναλογίας. Γιατί η μεσαία τάξη οφείλει να ξέρει ότι η δύναμή της δεν είναι τίποτε άλλο από την πληθυσμιακή της υπεροχή. Ο Αριστοτέλης αναφερόμενος στα πολιτεύματα του παρελθόντος, τα οποία αποκαλεί αρχαία, είναι σαφής: «Οι αρχαίες αυτές πολιτείες εύλογα ήταν ολιγαρχίες και δημοκρατίες, διότι δεν είχαν πολυάνθρωπη μέση τάξη εξαιτίας του μικρού πληθυσμού, με αποτέλεσμα όντας λίγοι και χωρίς οργάνωση, ανέχονταν να εξουσιάζονται». (1297b 25-28).
 
Από τη στιγμή που καθίσταται σαφές ότι η δύναμη της μεσαίας τάξης κρύβεται τόσο στη συνείδηση των ανθρώπων που την αποτελούν όσο και στο πληθυσμιακό μέγεθός της, είναι ηλίου φαεινότερο ότι η μεσαία τάξη οφείλει να συμβάλει στο γεφύρωμα των άκρων (πλούσιοι και φτωχοί) και σε οικονομικό επίπεδο. Το να ενισχυθούν οικονομικά οι φτωχοί αποδυναμώνοντας τους πλούσιους, χωρίς βέβαια να απαξιώνονται οι όροι της αξιοκρατίας που οφείλουν να εκδηλωθούν και οικονομικά, θα πρέπει να είναι η σπουδαιότερη επιδίωξή της, αφού αυτή η πολιτική θα επιφέρει ακόμη περισσότερο τη μεσότητα που πρεσβεύει. «το πολίτευμα το οποίο στηρίζεται στη μεσαία τάξη βρίσκεται πιο κοντά στο λαό παρά στους ολιγαρχικούς και γι’ αυτό είναι το ασφαλέστερο από τα παρόμοια πολιτεύματα». (βιβλίο πέμπτο, 1302a 15 – 20).
 
Από αυτή την άποψη η υπεράσπιση των κοινωνικών παροχών, ο έλεγχος της εξουσίας ώστε να μη διαπλέκεται με την πλουτοκρατία, η απαίτηση της αντικειμενικής δικαιοσύνης, με δυο λόγια η διαρκής εγρήγορση στην αξιολόγηση της πολιτειακής λειτουργίας θα έπρεπε να είναι το κύριο έργο της μεσαίας τάξης για να παραμείνει ισχυρή. Γιατί αν όλα αυτά δε συμβαίνουν και η τρέχουσα πολιτική ευνοεί την όξυνση του οικονομικού χάσματος μεταξύ πλουσίων και φτωχών δε θα μπορούσε να υπάρξει άλλο επακόλουθο από τη συρρίκνωση και της μεσαίας τάξης. Και η συρρίκνωση της μεσαίας τάξης είναι η ενδυνάμωση των άκρων που μόνο πολιτειακή ανασφάλεια μπορεί να φέρει.
 
Αν ρίξουμε μια ματιά στη σύγχρονη εποχή θα δούμε στην πράξη τι σημαίνει να χτυπιέται η μεσαία τάξη από την ενδυνάμωση των άκρων. Η άκρατη φτώχεια που δημιουργείται από την απαξίωση της κοινωνικής πολιτικής και την ενίσχυση της κερδοφορίας των μεγαλοεπενδυτών με την ανεργία, την πτώση των μισθών, την παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου, τη συρρίκνωση των εργασιακών δικαιωμάτων, την ελαστικοποίηση του ωραρίου και πάει λέγοντας, θα ήταν αδύνατο να αφήσει ανέγγιχτη τη μεσαία τάξη. Η αντίληψη του στείρου ωφελιμισμού που υπαγορεύει τη διεκδίκηση μόνο υπό τους όρους της προσωπικής οικονομικής φθοράς στοίχισε (και στοιχίζει) πολύ ακριβά στους μεσαίους, που ασφαλώς δε στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων. Γιατί απεδείχθη ότι δεν είχαν ούτε συνείδηση της μεσότητας ως επιλογή στην αναζήτηση της ευτυχίας ούτε αντίληψη του κοινωνικού τους ρόλου να διευρύνονται πληθυσμιακά γεφυρώνοντας το χάσμα των άλλων.
 
Οι μεσαίοι, τρέφοντας το όνειρο του προσωπικού πλουτισμού, υπήρξαν διεκδικητικοί περισσότερο προς τους όμοιούς τους παρά προς τους οικονομικά ισχυρότερους. Η αδιαφορία, η απάθεια και η διεκδίκηση που αναλωνόταν πρωτίστως σε συντεχνιακές μικροσκοπιμότητες προωθώντας το στείρο συνδικαλισμό διέλυσαν κάθε έννοια ενότητας της μεσαίας τάξης. Η επιλογή των προσώπων που θα διαχειρίζονταν την εξουσία έχασε κάθε πολιτικό κριτήριο, αφού όλα τα καθόριζε ο λαϊκισμός και οι συντεχνιακές φατρίες των συμφερόντων. Η κατανάλωση και η συνακόλουθη επιθυμία του εύκολου πλουτισμού ήταν η αλλοτρίωση της μεσαίας τάξης που μοιραία αποπροσανατολίστηκε και πολιτικά.
 
Κι αν δεχτούμε ότι αυτό (πάνω – κάτω) συνέβη σε όλο το δυτικό κόσμο θα ήταν αδύνατο η Ελλάδα να αποτελέσει εξαίρεση, από τη στιγμή που η ελληνική μεσαία τάξη, ως απολύτως άπειρη και νεόπλουτη, έπεσε στην κατανάλωση με τα μούτρα. (Θα λέγαμε ότι στην ελληνική πραγματικότητα τα όρια της μεσαίας τάξης δεν ξεκαθαρίστηκαν ποτέ με σαφήνεια, αφού ο γιος του φτωχού αγρότη που γίνεται δημόσιος υπάλληλος και παίρνει δάνειο για να χτίσει μεζονέτα, νιώθει μάλλον πλούσιος αστός παρά μέσος). Το θέμα είναι ότι ακόμη και σήμερα, που τα πράγματα δείχνουν να ξεκαθαρίζουν για το που οδεύουν, οι μέσοι είναι περισσότερο διασπασμένοι παρά ενωμένοι. Κι αυτή είναι η πιο κατάφορη απόδειξη της αποτυχίας της μεσαίας τάξης.
 
Τελικά, αν κοιτάξουμε την ιστορία, είναι μάλλον δύσκολο να εντοπίσουμε μεσαία τάξη που να στάθηκε αντάξια του ρόλου της. Η μεσαία τάξη, αντί να είναι η εξισορροπητική δύναμη ανάμεσα στα άκρα, ήταν μάλλον μια τάξη χωρίς ταυτότητα, μια τάξη που παλαντζάριζε ανάμεσα στη φτώχεια και τον πλούτο νιώθοντας περήφανη που απέφυγε τη φτώχεια, αλλά ταπεινωμένη που δεν έφτασε στον πλούτο. Αντί να δράσει διεκδικητικά για την ισότητα ήταν αυτή που περισσότερο κλεινόταν στο καβούκι της από φόβο μη χάσει κι αυτά που έχει. Επί της ουσίας, έπαιζε μάλλον το παιχνίδι του πλούτου τρέφοντας πάντα την κρυφή ελπίδα να τον κατακτήσει. Κι αυτός είναι και ο λόγος που οι μέσοι δεν είχαν ποτέ την εκτίμηση των φτωχών.
 
Η αριστοτελική μεσότητα δεν μπόρεσε ποτέ να βρει σοβαρή πολιτειακή εκπροσώπηση: «Όπου πάλι το πλήθος της μέσης τάξης επιβάλλεται και στα δύο άκρα ή μόνο στο ένα από αυτά, εκεί ενδέχεται το πολίτευμα να είναι μόνιμο, γιατί δεν υφίσταται κίνδυνος να συμφωνήσουν οι πλούσιοι με τους φτωχούς εναντίον του. Η εξήγηση είναι ότι ποτέ δε θα θελήσουν να υποταχθούν οι μεν στους δε και ότι, αν ψάχνουν πολίτευμα ικανοποιητικό και για τους δύο συγχρόνως, κανένα άλλο εκτός από αυτό δε θα βρουν, γιατί δε θα ανεχόταν να κυβερνούν διαδοχικά λόγω της αμοιβαίας δυσπιστίας τους. Σε όλες όμως τις περιπτώσεις ο πιο αξιόπιστος είναι ο διαιτητής, και εδώ διαιτητής είναι η μέση τάξη». (1296b 38-40, 1297a 1-6). Αν δεχτούμε ότι η μεσαία τάξη οφείλει να παίζει το διαιτητή, οφείλουμε να προσθέσουμε ότι η σωστή της διαιτησία δεν αφορά απλώς τη διαχείριση των ξένων υποθέσεων, αλλά την ίδια την υπόστασή της. Αν μεροληπτεί προς όφελος του πλούτου τότε υποσκάπτει τη θέση της, πράγμα που δεν εννοεί να καταλάβει.
 
Υπό αυτή την έννοια, όλες οι λειτουργίες του πολιτεύματος αφορούν πάρα πολύ τη μεσαία τάξη, αφού και οι ελάχιστες διαφοροποιήσεις μπορεί να δράσουν μεροληπτικά για τη μία ή την άλλη πλευρά: «Πέντε είναι τα σοφίσματα που χρησιμοποιούνται στα πολιτεύματα για το συμφέρον δήθεν του λαού, τα εξής: για την εκκλησία του δήμου, για τα πολιτικά αξιώματα, για τα δικαστήρια, για τον εξοπλισμό και τη γυμναστική». (1297a 14-18).
 
Η αναφορά της εκκλησίας του δήμου αφορά βεβαίως τη συμμετοχή των πολιτών στα πολιτικά δρώμενα. Η συμμετοχή του λαού είναι η μεγαλύτερη απόδειξη της πολιτειακής νομιμότητας, αφού η απόφαση του συνόλου είναι η πιο τρανταχτή επικύρωση κάθε απόφασης. Από την πλευρά της ολιγαρχίας, που θέλει κυρίως τη συμμετοχή των πλουσίων ο Αριστοτέλης σημειώνει: «Το σόφισμα σχετικά με την εκκλησία του δήμου επιτρέπει σε όλους να συμμετέχουν στην εκκλησία, επιβάλλει όμως πρόστιμο στους εύπορους πολίτες, αν δεν προσέρχονται, μάλιστα μόνο σε αυτούς ή σε αυτούς πολύ μεγαλύτερο». (1297a 18-20).
 
Από την πλευρά της δημοκρατίας πάλι, που θέλει όσο το δυνατό να απομακρύνει τους πλούσιους ο Αριστοτέλης γράφει: «Αντίθετα στις δημοκρατίες σοφίζονται τα εξής: Στους άπορους πολίτες παρέχουν μισθό για την προσέλευσή τους στην εκκλησία και στα δικαστήρια, δεν επιβάλλουν όμως κανένα πρόστιμο στους εύπορους για την αποχή τους». (1297a 35-38). Για να συμπεράνει: «Συνεπώς είναι φανερό ότι, αν κάποιος θέλει να συνδυάσει δίκαια τα δύο πολιτεύματα, οφείλει να συνθέσει τους θεσμούς των δύο πολιτευμάτων, δηλαδή να χορηγεί μισθό στους άπορους και να επιβάλει πρόστιμο στους εύπορους πολίτες». (1297a 38-40).
 
Ο Αριστοτέλης θα φέρει κι άλλα παραδείγματα θεσμών που λειτουργούν μεροληπτικά στις ολιγαρχίες: «Το σόφισμα για τα πολιτικά αξιώματα δεν επιτρέπει στους κατόχους εισοδήματος να παραιτούνται από τις αρχές, το επιτρέπει όμως στους άπορους πολίτες. Για τα δικαστήρια, επίσης, επιβάλλεται πρόστιμο στους εύπορους, αν δεν προσέρχονται να δικάσουν αλλά όχι και στους άπορους». (1297a 20-23).
 
Η μεσαία τάξη, ως παράγοντας διατήρησης των κοινωνικών ισορροπιών, οφείλει να δείχνει μεγάλη ευαισθησία σ’ αυτές τις προκλήσεις. Οφείλει δηλαδή να διεκδικεί ένα πολίτευμα που θα είναι πραγματικά κι όχι φαινομενικά ισότιμο για όλους. Η ανοχή σε ανισότητες που αφορούν τη συμμετοχή στις πολιτειακές διαδικασίες και τα αξιώματα, τη δικαιοσύνη, την εκπαίδευση, τα εργασιακά δικαιώματα, τη φορολογία κι όλα αυτά που αναφέρονται ως στοιχειώδη για την απόδοση της ισονομίας και της αξιοκρατίας, είναι η πολιτική αδιαφορία που αφήνει πλέον τις πολιτικές εξελίξεις στην τύχη τους, κι αυτού του είδους οι συμπεριφορές, κατά κανόνα, εξυπηρετούν τα συμφέροντα των ισχυρών. Η ταύτιση της εξουσίας με συγκεκριμένα συμφέροντα είναι η απόλυτη πολιτειακή στρέβλωση. Υπό αυτούς τους όρους είναι αδύνατο να μιλάμε για υγιείς δημοκρατίες.
 
Αριστοτέλης: Πολιτικά