Σάββατο 12 Μαρτίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ἰλιάς (17.209-17.287)

Ἦ, καὶ κυανέῃσιν ἐπ᾽ ὀφρύσι νεῦσε Κρονίων.
210 Ἕκτορι δ᾽ ἥρμοσε τεύχε᾽ ἐπὶ χροΐ, δῦ δέ μιν Ἄρης
δεινὸς ἐνυάλιος, πλῆσθεν δ᾽ ἄρα οἱ μέλε᾽ ἐντὸς
ἀλκῆς καὶ σθένεος· μετὰ δὲ κλειτοὺς ἐπικούρους
βῆ ῥα μέγα ἰάχων· ἰνδάλλετο δέ σφισι πᾶσι
τεύχεσι λαμπόμενος μεγαθύμου Πηλεΐωνος.
215 ὄτρυνεν δὲ ἕκαστον ἐποιχόμενος ἐπέεσσι,
Μέσθλην τε Γλαῦκόν τε Μέδοντά τε Θερσίλοχόν τε,
Ἀστεροπαῖόν τε Δεισήνορά θ᾽ Ἱππόθοόν τε,
Φόρκυν τε Χρομίον τε καὶ Ἔννομον οἰωνιστήν·
τοὺς ὅ γ᾽ ἐποτρύνων ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
220 «κέκλυτε, μυρία φῦλα περικτιόνων ἐπικούρων·
οὐ γὰρ ἐγὼ πληθὺν διζήμενος οὐδὲ χατίζων
ἐνθάδ᾽ ἀφ᾽ ὑμετέρων πολίων ἤγειρα ἕκαστον,
ἀλλ᾽ ἵνα μοι Τρώων ἀλόχους καὶ νήπια τέκνα
προφρονέως ῥύοισθε φιλοπτολέμων ὑπ᾽ Ἀχαιῶν.
225 τὰ φρονέων δώροισι κατατρύχω καὶ ἐδωδῇ
λαούς, ὑμέτερον δὲ ἑκάστου θυμὸν ἀέξω.
τῶ τις νῦν ἰθὺς τετραμμένος ἢ ἀπολέσθω
ἠὲ σαωθήτω· ἡ γὰρ πολέμου ὀαριστύς.
ὃς δέ κε Πάτροκλον καὶ τεθνηῶτά περ ἔμπης
230 Τρῶας ἐς ἱπποδάμους ἐρύσῃ, εἴξῃ δέ οἱ Αἴας,
ἥμισυ τῷ ἐνάρων ἀποδάσσομαι, ἥμισυ δ᾽ αὐτὸς
ἕξω ἐγώ· τὸ δέ οἱ κλέος ἔσσεται ὅσσον ἐμοί περ.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἰθὺς Δαναῶν βρίσαντες ἔβησαν,
δούρατ᾽ ἀνασχόμενοι· μάλα δέ σφισιν ἔλπετο θυμὸς
235 νεκρὸν ὑπ᾽ Αἴαντος ἐρύειν Τελαμωνιάδαο,
νήπιοι· ἦ τε πολέσσιν ἐπ᾽ αὐτῷ θυμὸν ἀπηύρα.
καὶ τότ᾽ ἄρ᾽ Αἴας εἶπε βοὴν ἀγαθὸν Μενέλαον·
«ὦ πέπον, ὦ Μενέλαε διοτρεφές, οὐκέτι νῶϊ
ἔλπομαι αὐτώ περ νοστησέμεν ἐκ πολέμοιο.
240 οὔ τι τόσον νέκυος περιδείδια Πατρόκλοιο,
ὅς κε τάχα Τρώων κορέει κύνας ἠδ᾽ οἰωνούς,
ὅσσον ἐμῇ κεφαλῇ περιδείδια μή τι πάθῃσι,
καὶ σῇ, ἐπεὶ πολέμοιο νέφος περὶ πάντα καλύπτει,
Ἕκτωρ, ἡμῖν δ᾽ αὖτ᾽ ἀναφαίνεται αἰπὺς ὄλεθρος.
245 ἀλλ᾽ ἄγ᾽ ἀριστῆας Δαναῶν κάλει, ἤν τις ἀκούσῃ.»
Ὣς ἔφατ᾽, οὐδ᾽ ἀπίθησε βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος,
ἤϋσεν δὲ διαπρύσιον Δαναοῖσι γεγωνώς·
«ὦ φίλοι, Ἀργείων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες,
οἵ τε παρ᾽ Ἀτρεΐδῃς, Ἀγαμέμνονι καὶ Μενελάῳ,
250 δήμια πίνουσιν καὶ σημαίνουσιν ἕκαστος
λαοῖς· ἐκ δὲ Διὸς τιμὴ καὶ κῦδος ὀπηδεῖ.
ἀργαλέον δέ μοί ἐστι διασκοπιᾶσθαι ἕκαστον
ἡγεμόνων· τόσση γὰρ ἔρις πολέμοιο δέδηεν·
ἀλλά τις αὐτὸς ἴτω, νεμεσιζέσθω δ᾽ ἐνὶ θυμῷ
255 Πάτροκλον Τρῳῇσι κυσὶν μέλπηθρα γενέσθαι.»
Ὣς ἔφατ᾽, ὀξὺ δ᾽ ἄκουσεν Ὀϊλῆος ταχὺς Αἴας·
πρῶτος δ᾽ ἀντίος ἦλθε θέων ἀνὰ δηϊοτῆτα,
τὸν δὲ μετ᾽ Ἰδομενεὺς καὶ ὀπάων Ἰδομενῆος,
Μηριόνης, ἀτάλαντος Ἐνυαλίῳ ἀνδρειφόντῃ.
260 τῶν δ᾽ ἄλλων τίς κεν ᾗσι φρεσὶν οὐνόματ᾽ εἴποι,
ὅσσοι δὴ μετόπισθε μάχην ἤγειραν Ἀχαιῶν;
Τρῶες δὲ προὔτυψαν ἀολλέες· ἦρχε δ᾽ ἄρ᾽ Ἕκτωρ.
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἐπὶ προχοῇσι διιπετέος ποταμοῖο
βέβρυχεν μέγα κῦμα ποτὶ ῥόον, ἀμφὶ δέ τ᾽ ἄκραι
265 ἠϊόνες βοόωσιν ἐρευγομένης ἁλὸς ἔξω,
τόσσῃ ἄρα Τρῶες ἰαχῇ ἴσαν. αὐτὰρ Ἀχαιοὶ
ἕστασαν ἀμφὶ Μενοιτιάδῃ ἕνα θυμὸν ἔχοντες,
φραχθέντες σάκεσιν χαλκήρεσιν· ἀμφὶ δ᾽ ἄρα σφι
λαμπρῇσιν κορύθεσσι Κρονίων ἠέρα πολλὴν
270 χεῦ᾽, ἐπεὶ οὐδὲ Μενοιτιάδην ἔχθαιρε πάρος γε,
ὄφρα ζωὸς ἐὼν θεράπων ἦν Αἰακίδαο·
μίσησεν δ᾽ ἄρα μιν δηΐων κυσὶ κύρμα γενέσθαι
Τρῳῇσιν· τῶ καί οἱ ἀμυνέμεν ὦρσεν ἑταίρους.
Ὦσαν δὲ πρότεροι Τρῶες ἑλίκωπας Ἀχαιούς·
275 νεκρὸν δὲ προλιπόντες ὑπέτρεσαν, οὐδέ τιν᾽ αὐτῶν
Τρῶες ὑπέρθυμοι ἕλον ἔγχεσιν ἱέμενοί περ,
ἀλλὰ νέκυν ἐρύοντο· μίνυνθα δὲ καὶ τοῦ Ἀχαιοὶ
μέλλον ἀπέσσεσθαι· μάλα γάρ σφεας ὦκ᾽ ἐλέλιξεν
Αἴας, ὃς περὶ μὲν εἶδος, περὶ δ᾽ ἔργα τέτυκτο
280 τῶν ἄλλων Δαναῶν μετ᾽ ἀμύμονα Πηλεΐωνα.
ἴθυσεν δὲ διὰ προμάχων συῒ εἴκελος ἀλκὴν
καπρίῳ, ὅς τ᾽ ἐν ὄρεσσι κύνας θαλερούς τ᾽ αἰζηοὺς
ῥηϊδίως ἐκέδασσεν, ἑλιξάμενος διὰ βήσσας·
ὣς υἱὸς Τελαμῶνος ἀγαυοῦ, φαίδιμος Αἴας,
285 ῥεῖα μετεισάμενος Τρώων ἐκέδασσε φάλαγγας,
οἳ περὶ Πατρόκλῳ βέβασαν, φρόνεον δὲ μάλιστα
ἄστυ πότι σφέτερον ἐρύειν καὶ κῦδος ἀρέσθαι.

***
Είπε, τα μαύρα φρύδια χαμήλωσε ο Κρονίδης
210 και άρμωσε την αρματωσιά στου Έκτορος το σώμα·
μέσα του εμπήκε φοβερός ο Άρης και τα μέλη
άναψαν όλα δύναμη· και στους λαμπρούς συμμάχους,
κραυγάζοντας προχώρησε κι επρόσφερνεν εις όλους,
ως έλαμπε μες στ᾽ άρματα, τον θείον Αχιλλέα·
215 κι έναν προς έναν εύρηκε στην μάχην να εμψυχώσει,
τον Μέσθλην, τον Θερσίλοχον,, τον Μέδοντα, τον Γλαύκον,
τον Φόρκυν, τον Ιππόθοον και τον Αστεροπαίον·
μ᾽ εκείνους τον Δεισήνορα ομού και τον Χρομίον,
τον ορνεοσκόπον Έννομον και προς εκείνους είπε:
220 «Των περιοίκων βοηθών άπειρα γένη, ακούτε·
όταν από τες χώρες σας σας έφερα εδώ πέρα,
δεν εζητούσα του λαού ν᾽ αυξήσω εγώ το πλήθος,
αλλά για τες γυναίκες μας και τα μικρά παιδιά μας
των φιλομάχων Αχαιών μ᾽ ανδρειά ν᾽ αντιταχθείτε.
225 Όθεν και γενναιότερην να κάμω την ψυχήν σας,
δώρα σας δίδω και τροφές και πάσχουν οι λαοί μου.
Εμπρός λοιπόν καθένας σας στην μάχην ή να πέσει
ή να σωθεί και η σύσμιξις τούτ᾽ έχει του πολέμου.
Και όποιος τον Αίαντα ημπορεί να σπρώξει και να σύρει
230 τον Πάτροκλον, αν και νεκρόν, στες φάλαγγες των Τρώων
σ᾽ αυτόν τα μισά λάφυρα θα δώσω, κι εγώ τ᾽ άλλα
μισά θα πάρω· και όσο εγώ, θα δοξασθεί κι εκείνος».
Είπε, κι εκείνοι ορμητικά στους Δαναούς χυθήκαν
με τα κοντάρια σηκωτά· και τον νεκρόν θαρρούσαν
235 ν᾽ αρπάξουν απ᾽ τον Αίαντα τον Τελαμωνιάδην.
Μωροί! κι επάνω στον νεκρόν πολλούς θενά θερίσει.
Τότε προς τον ανδράγαθον Μενέλαον είπ᾽ ο Αίας:
«Αγαπητέ Μενέλαε, δεν έχω ελπίδα πλέον
να γύρομε απ᾽ τον πόλεμον εμείς εις την πατρίδα.
240 Ο πεθαμένος Πάτροκλος δε με τρομάζει τόσο
που άφευκτα σκύλοι Τρωικοί κι όρνεα θα τον φάγουν,
όσο η δική μου κεφαλή μην πάθει και η δική σου·
έρχεται ο Έκτωρ και μ᾽ αυτόν μαυρίλα του πολέμου
και αφανισμός μάς εύρηκε· αλλά στους πολεμάρχους
245 βάλε φωνήν των Δαναών, ίσως κανείς ακούσει».
Είπε και τον υπάκουσεν ο ανδράγαθος Ατρείδης.
και στριγγήν έσυρε φωνήν των Δαναών και είπε:
«Ω πολεμάρχοι αγαπητοί, προστάτες των Αργείων,
όσους οι Ατρείδες προτιμούν και πίνετε μαζί τους
250 από τα δώρα του κοινού και ορίζετε καθένας
τα πλήθη, και τιμήν ο Ζευς και δόξαν σας χαρίζει.
Μου είναι δύσκολο να ιδώ στην φλόγα του πολέμου,
καθέναν απ᾽ τους αρχηγούς· αλλά και αφ᾽ εαυτού του
κανείς ας έλθει κι έλεγχον ας φοβηθεί η ψυχή του
255 αν γίνει ο Πάτροκλος χαρά των σκύλων της Τρωάδος».
Είπε κι ευθύς τον άκουσεν ο Οϊλιάδης Αίας
και πρώτος ήλθε με σπουδήν απ᾽ όπου επολεμούσε·
κατόπιν ο Ιδομενεύς, μ᾽ αυτόν και ο Μηριόνης,
ακόλουθός του, ισόπαλος του ανθρωποφόνου Άρη.
260 Και ποιος στο πνεύμα του να ειπεί τα ονόματα ημπορούσε
των άλλων που κατόπι του τον πόλεμον ανάψαν;
Σύσσωμ᾽ οι Τρώες κτύπησαν εμπρός και ο Έκτωρ πρώτος·
και όπως εκεί που ροβολά διογέννητο ποτάμι
στο ρεύμα ενάντια η θάλασσα κύμα ξερνά μεγάλο
265 κι οι ακρογιαλιές αντιβοούν στον βρόντον της θαλάσσης,
με τόσην όρμησαν βοήν οι Τρώες και τριγύρω
στον Πάτροκλον οι Αχαιοί με μια ψυχή στεκόνταν
φραγμένοι στες ασπίδες των· και στα λαμπρά τους κράνη
σκοτάδι ολόγυρα βαθύ τους έχυσε ο Κρονίδης,
270 ότι και πριν τον Πάτροκλον καλόθελε, όταν ζούσε
του Αχιλλέως σύντροφος, και μισητό τού εφάνη
να γίνει εκείνος άρπαγμα των σκύλων της Τρωάδος,
και τους συντρόφους κίνησε γι᾽ αυτόν να πολεμήσουν.
Και πρώτα οι Τρώες έσπρωξαν τους Αχαιούς, που οπίσω
275 επόδισαν και τον νεκρόν αφήκαν και κανέναν
οι Τρώες οι περήφανοι δεν πήραν με τες λόγχες
αλλ᾽ ετραβούσαν τον νεκρόν· αλλ᾽ όμως δεν αργήσαν
να ορμήσουν πάλιν οι Αχαιοί σπρωγμένοι απ᾽ τον γενναίον,
τον Αίαντα οπού δεύτερος του θαυμαστού Πηλείδη,
280 των Δαναών επρώτευε στο σώμα και στα έργα.
Και απ᾽ τους προμάχους όρμησαν με την ανδρειάν αγρίου
χοίρου, που μες στα σύλλογγα βουνά κατασκορπίζει,
καθώς τινάζεται με ορμήν, άνδρες ομού και σκύλους.
Όμοια και ο Αίας, ο λαμπρός υιός του Τελαμώνος,
285 εύκολα κατασκόρπισε τες φάλαγγες των Τρώων,
που εκύκλωναν τον Πάτροκλον θαρρώντας να τον σύρουν
επάνω εις την πόλιν τους και δόξαν ν᾽ αποκτήσουν.

Το να πίνουμε με ακόρεστη δίψα από το ποτήρι της ζωής είναι η καλύτερη εγγύηση ότι δεν θα στερέψει ποτέ

Αν ο έρωτας είναι τυφλός, ο λόγος είναι ότι δεν βλέπει τίποτα με τα μάτια της εξουσίας. Μην ελπίζετε να κρίνει και να κυβερνήσει, γιατί αγνοεί την ανταλλακτική σχέση. Αρκείται στον εαυτό του. Όντας το κέρας της Αμάλθειας της σεξουαλικότητας, εκφράζει καλύτερα απ’ οτιδήποτε άλλο στον κόσμο του ευνουχισμού, τη θέληση για ζωή και την υπέροχη αγριάδα της.

Αν, πάντως, οι εραστές που χτες λατρεύονταν χωρίζουν ξαφνικά μέσα στο μίσος και στην περιφρόνηση, η αιτία δεν βρίσκεται σε κάποιο αναλλοίωτο νόμο της παρακμής, σε κάποια αδυσώπητη μοίρα της κούρασης. Προέρχεται από τη μέγγενη των ανταλλαγών, που μαραίνει τα πάθη, σβήνει τις φλόγες της καρδιάς, πνίγει τις παρορμήσεις...

Αντί να μείνουν άπληστοι για τα πάντα μέχρι την εσχατιά του κορεσμού, να που οι εραστές επικαλούνται το καθήκον, απαιτούν αποδείξεις, αναζητούν μια παραγωγικότητα της στοργής. Επιβάλλονται νόρμες συνοδευόμενες από την απαίτηση της αυστηρής τήρησής τους, δεν γίνεται πια ανεκτή η απερίσκεπτη λήθη, η αδεξιότητα, το ανάρμοστο, η φαντασιοκοπία, τα πάντα αποτελούν αφορμή επιπλήξεων και κυρώσεων. Επειδή τους λείπει η θέληση να δημιουργήσουν την αλλαγή όπου θα ξαναβρεθούν, δανείζονται τα δεκανίκια της κοινωνίας που τους ακρωτηριάζει από τη γενναιοδωρία τους.

Η ψυχρή λογική αποδιώχνει την τρέλα της αφθονίας και έρχεται να κάνει απολογισμό των πραγμάτων. Έφτασαν οι ύπουλοι καιροί του να ζητάς και να δίνεις λογαριασμό, των υποχρεώσεων που πληρώνουν εντόκως τα αναγνωριζόμενα δικαιώματα, των φιλιών έναντι φιλιών που προαναγγέλλουν το ‘‘μία σου και μία μου’’ του απελπισμένου γοήτρου.

Με το να ιδιοποιούνται ο ένας τον άλλο, με το να μετράνε την αμοιβαία στοργή, ο καθένας καταλήγει να πειστεί ότι τα προτερήματα του άλλου ήταν προϊόν της φαντασίας, ότι η γενναιοδωρία δεν ανταμείβεται όπως πρέπει κι ότι η έλξη δεν ήταν καθόλου δικαιολογημένη. Ο έρωτας διαμαρτύρεται ότι εκχωρήθηκε σε αφερέγγυο οφειλέτη, οι απογοητεύσεις συντάσσουν ένα πιστοποιητικό χρεωκοπίας, το πάθος καταλήγει στη μικροπρέπεια, η στοργή στο παζάρεμα, η φιλία στη συκοφάντηση.

Πώς να ζήσουμε σ’ ένα κόσμο όπου τα πάντα πληρώνονται; Τις λίγες απολαύσεις που σας απέμειναν να προσφέρετε στους άλλους και στον εαυτό σας, έχετε βαλθεί να τις ανταλλάξετε, να τις λογαριάσετε, να τις ζυγίσετε [να ορίσετε ισοτιμίες].

Το να πίνουμε με ακόρεστη δίψα από το ποτήρι της ζωής είναι η καλύτερη εγγύηση ότι δεν θα στερέψει ποτέ. Αυτό το ξέρουν τα παιδιά, που παίρνουν τα πάντα για να τα προσφέρουν στην τύχη. Η αισθησιακή αφθονία ζωογονεί τις τοπιογραφίες τους πριν η οικονομική επιταγή αρχίσει την αντίστροφη μέτρηση του βιώματος. Πριν μάθουν την ανταποδοτικότητα, πριν μυηθούν στο να αξίζουν ένα δώρο, να απαιτούν τα οφειλόμενα, να ανταμείβουν για ένα κέρδος, να τιμωρούν για μία υποτίμηση, να ευχαριστούν εκείνους που τους αφαιρούν ένα προς ένα τα θέλγητρα μιας ύπαρξης δίχως αντάλλαγμα.

Το ίδιο ισχύει και για τους παθιασμένους, αυτά τα παιδιά που ξανά-ανακαλύφθηκαν μέσα στον εαυτό τους. Οι εραστές δίνουν τα πάντα και παίρνουν τα πάντα ανεπιφύλακτα. Σαν να συναγωνίζονται ποιός θα προσφέρει τα περισσότερα δίχως να ζητά τίποτα σε ανταπόδοση. Κι αυτό δεν παύει να δίνει περισσότερη δύναμη στον έρωτα, που αντλεί νέες απολαύσεις ακόμα κι από τις ατονίες του και τις εξαντλήσεις του...

Αν η συγκυρία των συναντήσεων μου προσφέρει τον έρωτα σου και σου προσφέρει τον δικό μου, μην υποβιβάζεις την αρμονία των επιθυμιών μας σε αντάλλαγμα [Πρέπει να ζητώ ανταπόδοση] για να αγαπήσω; τόσο λίγο αγαπώ τον εαυτό μου; Όποιος δεν είναι γεμάτος από τις δικές του επιθυμίες δεν μπορεί να δώσει τίποτα. Όποιος βαδίζει στο δρόμο του δούναι και λαβείν, προχωρά σιγά σιγά προς την ανία, την κούραση και το θάνατο...

Όποιος ξέρει να αφουγκράζεται προσεκτικά την απόλαυση, αγνοεί πατρίδες και σύνορα, αφέντες και δούλους, κέρδος και ζημιά. Η σεξουαλική πληθώρα είναι αυτάρκης, έχει στο χώρο της και στο χρόνο της αρκετή τόλμη για να συντρίψει ό,τι την εμποδίζει.

Οι αχάριστοι γίνονται μάθημα κι οι άξιοι ανάμνηση

Υπάρχουν άνθρωποι σωσίβια!
Δεν το κάνουν με σκοπό, πολλές φορές ούτε οι ίδιοι καταλαβαίνουν πως γίνεται. Ίσως ξημέρωσαν εδώ μ’ ένα δρόμο στα όρια του χρέους. Ίσως η φωνούλα από μέσα επιτάσσει διαρκώς την προσφορά, τη βοήθεια, τη συμπαράσταση.

Ίσως γεννήθηκαν με “πειραγμένο μυαλό” αν και δεν είναι λειτουργία μυαλωμένη όλο αυτό. Ίσως έτσι νιώθουν χρήσιμοι, δικαιωμένοι, παρόντες πραγματικά. Ίσως ξέρουν, γιατί νιώθουν, ότι όλοι συνδεόμαστε μαγικά με μιαν αόρατη αλλά κατακόκκινη της καρδιάς κλωστή κι όλοι μπορούμε και μας αξίζει να είμαστε αληθινά καλά.

Και γίνονται σωσίβια σου. Προσφέρουν χρόνο, χώρο, χρήμα (ναι και τέτοιο πίστεψέ με) αυτιά, προσοχή, την ύπαρξη τους ολόκληρη υλικά και συναισθηματικά. Αν τους το ζητήσεις. Για να σταθείς, να μην πνιγείς, να αντέξεις, να σηκωθείς, να προχωρήσεις και να χαρούν που τα κατάφερες μαζί τους. Δεν θα σε χρεώσουν τίποτε απολύτως.

Δεν έχουν μπακαλοτέφτερια μέσα τους, δεν τους χρειάζονται. Έγιναν πλούσιοι δίνοντας. Ένα χαμόγελο σου φτάνει.

Ένα ευχαριστώ και μια αγκαλιά η καλύτερη ανταμοιβή. Και θα συνεχίσουν απτόητοι, όχι γιατί την έχουν δει σωτήρες αλλά γιατί συμμετέχουν έτσι στης ζωής το θαύμα με καρδιά αγνή κι ανοιχτή και πίστη στον άνθρωπο. Κι αυτό πραγματικά τους αρκεί.

Ίσως αυτοί τελικά να αξίζουν να λέγονται Άνθρωποι, ίσως αυτός να είναι ο ορισμός της πλάσης μας, του ερχομού μας εδώ πάνω.

Σκέψου το…

Κι όπως υπάρχουν αυτοί, τα σωσίβια στον ωκεανό της ζωής με την αξία του ανθρώπου της ψυχής τους παράσημο, υπάρχουν και κάποιοι άλλοι στην άλλη άκρη της τραμπάλας της ζωής. Αυτοί που η ψυχούλα τους νιώθει μόνιμα να υστερεί, μόνιμα να λυγίζει, μόνιμα να υπολείπεται. Κι η έλλειψη να μετατρέπεται σε εκμετάλλευση, η όποια ανάγκη της ψυχής ακραίος πόνος επιβίωσης, που δεν γίνεται να μοιραστεί πάρα μόνο να ζητηθεί εξαιτίας της βοήθεια.

Πάντα κάτι τους λείπει, πάντα υπάρχει ένα πρόβλημα μη ικανό να το αντιμετωπίσουν μόνοι τους και θέλουν απεγνωσμένα την πλάτη σου. Πλάτη όπως κι αν την φανταστείς ηθικά, υλικά, συναισθηματικά.

Κι αυτή η ανάγκη για την τροφοδοσία των μεγάλων αναγκών δεν σταματά ποτέ, όσο καταλαβαίνουν ότι η πηγή σου δεν στερεύει. Είσαι εκεί από αγάπη αληθινή και καταλήγεις να συνθηκολογήσεις, χωρίς να το καταλάβεις, σε αφαίμαξη κανονική που δημιουργεί τόση τοξικότητα όσο μια σχέση ενός ναρκομανή με την εξαρτώμενη ουσία του!

Και δυστυχώς πολλές φορές ανακαλύπτεις αυτή την τοξικότητα όταν συνειδητοποιήσεις ότι δεν έχει τελειωμό το δόσιμο-σώσιμο σου, όταν η προσφορά σου πέφτει σε ένα βαρέλι χωρίς πάτο κυριολεκτικά, όταν η όποια ανταμοιβή λαμβάνεις είναι απλά μια άνω τελεία μέχρι την επόμενη αίτηση κι έκκληση βοήθειας ενίοτε και με πιο επιτακτικό τρόπο…

Κάτι σαν ιστός αράχνης που πλέκεται όλο και πιο πυκνός γύρω σου, σαν κινούμενη άμμος που σε κάθε σου αντίδραση βουλιάζεις κι άλλο μέσα της…

Και τότε κλείνεις τη στρόφιγγα. Ξαφνικά και αιφνίδια γιατί τρόμαξες. Γιατί έστω κι αργά κατάλαβες ότι οι αχάριστοι γίνονται μάθημα ενίοτε ιδιαίτερα σκληρό αλλά κι οι άξιοι, οι πλούσιοι Άνθρωποι που ταπεινά υπηρετούν το ρόλο της ύπαρξής τους πρέπει να γίνουν μια ανάμνηση.

Για να θυμούνται κάποιοι τα “δώρα” που έχασαν…
Ανεπιστρεπτί…

Κι αν σε πόνεσαν, μην εκδικηθείς. Η αγάπη είναι η καλύτερη τιμωρία.

Ποιος από όλους μας μπορεί να οριοθετήσει τον πόνο;

Το άδειασμα της ψυχής που σε κυριεύει και σε γεμίζει οργή κάθε φορά που νιώθεις την προδοσία, την κοροϊδία και το ψέμα;
Πόσες φορές δεν είναι ο θυμός εκείνος που σε κάνει να θέλεις να εκδικηθείς;
Να θέλεις να προκαλέσεις πόνο; Τον ίδιο ακριβώς πόνο που νιώθεις κι εσύ.
Από την πληγή που αιμορραγεί.
Τη μοναξιά της δικής σου απελπισίας.
Της σκέψης σου που νιώθεις πως δε θα γιατρευτεί ποτέ.
Όποιο κι αν είναι το πρόσωπο: Αδερφός, γονιός, παιδί, φίλος, σύντροφος…
Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι συχνά άδικες.
Οι άνθρωποι δε σου δίνουν ό,τι παίρνουν. Ακόμη και οι πιο ανιδιοτελείς σχέσεις έχουν ιδιοτέλεια.
Κι όταν κάτι πονέσει πολύ, η ψυχή σου γεμίζει οργή. Μέχρι να απαντήσεις στο μεγάλο «γιατί».

Γιατί εγώ ήμουν πάντα εκεί για σένα αλλά εσύ ποτέ για μένα;
Γιατί το δικό σου χαμόγελο ήταν πάντα πιο πολύτιμο από το δικό μου;
Γιατί κάθε σου ανάγκη ερχόταν πριν από οποιαδήποτε δική μου;

Το γιατί δε βρίσκεται ποτέ.
Οι άνθρωποι που σε αδίκησαν και σου φέρθηκαν άσχημα, δεν πρόκειται να απαντήσουν ποτέ.
Όχι από αδιαφορία απαραίτητα.
Πρέπει να έχεις περάσει αμέτρητες ώρες μιλώντας στον ίδιο σου τον εαυτό για να αποδεχτείς τα λάθη σου.
Πρώτο από όλους σε αυτό τον κόσμο, φοβάσαι τον ίδιο σου τον εαυτό.
Αυτός είναι ο μεγάλος κριτής.
Και την παραδοχή «Έβλαψα, πόνεσα κάποιον» δεν τη φορτώνεις ποτέ στον εαυτό μας. Αντίθετα, τον χαϊδεύεις για να μην τον δεις απέναντι στον καθρέφτη.
Συνήθως λες πως δε φταις. Όμως είναι πολλές οι φορές που φέρεις ευθύνη. Σχεδόν όσες κι εκείνες οι φορές που είσαι το θύμα. Φορές που η αδικία πονάει και δεν ξέρεις πώς να τη διαχειριστείς.
Μην μπεις σε δύσκολα μονοπάτια όταν σου συμβεί.
Άφησε να περάσει λίγη ώρα μετά το κύμα της ανθρώπινης οργής. Σκέψου μόνο ότι δεν μπορείς να φορτωθείς εσύ την ευθύνη των πράξεων των άλλων. Δεν μπορείς καν να νευριάσεις με αυτές.
Δεν έχει νόημα να βρίσεις, να φωνάξεις, να κατακρίνεις, να εκδικηθείς.
Κανένας δεν μπορεί να σε βλάψει, αν δεν του το επιτρέψεις εσύ!

Είναι η παγίδα του θυμού που κάνει τις αντιδράσεις σου να ηχούν με τρόπο που δίνεις το δικαίωμα στο θύτη να το παίξει θύμα.
Ο πόνος δεν περνάει με πόνο. Όταν σε πονάνε δώσε χέρι. Μίλα ήρεμα και δώσε βοήθεια όταν χρειαστεί.
Η ένταση σε κρατάει μακριά από την ουσία. Το ζητούμενο είναι να κατανοήσει εκείνος που σε αδίκησε. Και για να το κάνει αυτό, θα πρέπει να δει μέσα του.
Να τον αφήσεις να ακούσει τη φωνή του.
Αφού θες να τιμωρηθεί, χάρισε του την καλύτερη τιμωρία: Αγάπα…
Κανείς δεν μπορεί να αντιδράσει άσχημα στην αγάπη.
Όταν προσβάλλεις, θα σε προσβάλλουν.
Όταν χτυπήσεις θα σε χτυπήσουν.
Όταν, όμως, αγαπάς, δεν μπορούν να κάνουν τίποτα.
Θα έρθει η στιγμή που θα δουν στον καθρέφτη. Θα καταλάβουν.
Κι αν δε σου ζητήσουν συγνώμη τι έγινε; Δεν είναι χειρότερο από αυτό που έχεις ήδη πάθει εξαιτίας τους.
Η γαλήνη, όμως, στη δική σου ψυχή είναι το ανεκτίμητο. Η γνώση να ξέρεις που έφταιξες εσύ και που οι άλλοι. Κι είναι αυτά τα χρυσά όρια της δικής σου ψυχικής ολοκλήρωσης που κανείς δεν μπορεί να τα πειράξει.
Δεν απειλούνται από κανέναν…

Οι σοφοί μιλάνε γιατί έχουν κάτι να πουν.Οι ανόητοι επειδή έχουν ανάγκη να πουν κάτι

Στους καιρούς μας, είναι συνηθισμένο ν’ ακούμε να μιλάνε όλες τις ώρες. Πρόκειται για μια συνήθεια, για ένα σπορ, για μια παρόρμηση, ακόμα και για έναν τρόπο να κερδίζει κανείς τη ζωή του.

Οι πολιτικοί μιλάνε για να τους πιστέψουν, οι δικηγόροι το κάνουν για να πείσουν για την αλήθεια τους.

Ωστόσο, αν είναι σημαντικό το να ξέρουμε να μιλάμε σωστά, άλλο τόσο σημαντικό είναι το να ξέρουμε να σωπαίνουμε.

Για τον Πλάτωνα, το να ξέρει κανείς να σωπαίνει ήταν προτεραιότητα.

Πράγματι, στην Ακαδημία του αυτό ήταν βασικός όρος, όπου συνηθιζόταν όλοι να περνούν κάποιο διάστημα σιωπής, διαλογιζόμενοι.

Όσο περνάν τα χρόνια, γινόμαστε όλο και πιο γρήγοροι σε όλα.

Το στρες μάς κάνει να πηγαίνουμε από το ένα μέρος στο άλλο χωρίς να σταματάμε λεπτό. Αν έχουμε μόλις μερικά λεπτά για να φάμε από τη μια δουλειά ως την άλλη, πώς να καθίσουμε να διαλογιστούμε; Και με τον διαρκή βομβαρδισμό πληροφοριών, την ηχορύπανση γύρω μας και το πλήθος των ανθρώπων με τους οποίους πιάνουμε κουβέντα, είναι σχεδόν αδύνατον να μείνουμε σιωπηλοί και να κατανοήσουμε τη σημασία του αυτοστοχασμού.

Αλλά το να σωπαίνουμε πότε πότε είναι θεμελιώδες για τέσσερις λόγους ζωτικής σημασίας:
  • Επιτρέπει να ξαναβρίσκουμε τον εαυτό μας και ν’ ακούμε τις εσωτερικές του ανάγκες.
  • Επιτρέπει όχι απλώς ν’ ακούμε τους άλλους, αλλά να τους ακούμε ενεργητικά.
  • Μειώνει τον αριθμό διαφωνιών, παρεξηγήσεων και τύψεων.
  • Βοηθάει στο να καταλαβαίνουμε αυτό που λέει ο άλλος, αντί απλώς ν’ ακούμε εκείνο που νομίζουμε ότι σκέφτεται.
Πολυάριθμες μελέτες διαβεβαιώνουν ότι η ικανότητα προσοχής την ώρα που ακούμε διαρκεί μόνο κάτι δευτερόλεπτα, κι ότι είναι ακόμα μικρότερη αν το θέμα για το οποίο μας μιλάνε δεν μας ενδιαφέρει. Γι’ αυτό και είναι πολύ βασικό να κατακτήσουμε την τέχνη του να σωπαίνουμε ώστε να ακούμε καλύτερα, είτε τη φωνή άλλων ανθρώπων είτε τις σκέψεις μας.

Αν το κάνουμε, θα εκπλαγούμε βλέποντας ως ποιο βαθμό έχουμε ενδιαφέροντα πράγματα να πούμε και μπορούμε να συσφίξουμε τη σχέση μας με τους άλλους.

Την επόμενη φορά που θα μιλήσεις με κάποιον, άκουσέ τον προσεκτικά.

Κι όταν θα έχεις μερικά λεπτά ανάπαυσης, άκου και τον εαυτό σου.

Η μανία μου να δημιουργώ έναν κόσμο ψεύτικο με συνοδεύει ακόμα

Αυτό ήταν, και μόνο αυτό, το νόημα της ζωής μου.

Ποτέ δεν είχα άλλη πραγματική ενασχόληση πέρα από την εσωτερική μου ζωή.

Οι μεγαλύτερες συμφορές της ζωής μου σβήνουν όταν ανοίγοντας το παράθυρο μέσα μου μπορώ και τις ξεχνώ κοιτάζοντας την αδιάλειπτη κίνηση εντός μου. Ποτέ δεν θέλησα να είμαι τίποτα άλλο πέρα από ονειροπόλος.

Σε όποιον μου είπε να ζήσω δεν έδωσα ποτέ σημασία. Ανήκα ανέκαθεν σ’ αυτό που δεν είναι όπου είμαι και σ’ αυτό που ποτέ δεν μπόρεσα να είμαι.

Ό,τι δεν είναι δικό μου, όσο ταπεινό και να είναι, είχε πάντα ποίηση για μένα. Ποτέ δεν αγάπησα άλλο από το τίποτα. Ποτέ δεν επιθύμησα άλλο από αυτό που δεν μπορούσα να φανταστώ.

Από τη ζωή τίποτα άλλο δεν ζήτησα πέρα από το να περάσει από μέσα μου χωρίς να την αισθανθώ. Από την αγάπη το μόνο που ζήτησα ήταν να μείνει για πάντα ένα όνειρο μακρινό. Από τα εσωτερικά μου τοπία, όλα τους μη πραγματικά, αυτό που με είλκυε ήταν το μακρινό, και τα τοξωτά γεφύρια που έσβηναν, σχεδόν στην απόσταση των τοπίων των ονείρων μου, είχαν μια γλυκύτητα ονείρου σε σχέση με άλλα μέρη του τόπου -μια γλυκύτητα που μ’ έκανε να τ’ αγαπώ.

Η μανία μου να δημιουργώ έναν κόσμο ψεύτικο με συνοδεύει ακόμα, και μόνο με τον θάνατό μου θα μ’ εγκαταλείψει».

FERNANDO PESSOA, Το βιβλίο της ανησυχίας

Αντισθένης: Πολλοί με εγκωμιάζουν. Τι κακό έκανα άραγε;

Ποιοι είναι οι άνθρωποι που σε θαυμάζουν; Μήπως είναι οι τρελοί; Μήπως είναι οι ανόητοι; Θέλεις να σε θαυμάζουν οι τρελοί και οι ανόητοι;

Τα κοράκια βγάζουν τα μάτια των νεκρών όταν οι νεκροί δεν τα χρειάζονται πια. Οι κόλακες όμως βγάζουν τα μάτια των ζωντανών. Μακάρι να είμαστε άξιοι επαίνων όσο ζούμε και να μας μακαρίζουν όταν πεθάνουμε – όμως ας είμαστε δύσπιστοι έναντι των πολλών επαίνων. Αναρωτιόταν ο κυνικός φιλόσοφος Αντισθένης: «Πολλοί με εγκωμιάζουν. Τι κακό έκανα άραγε;».

Αν και μας αρέσουν οι έπαινοι -η αναγνώριση αποτελεί τον υπ’ αριθμόν 1 ανθρώπινο στόχο-, σε πολλούς επαίνους ενεδρεύει η περιφρόνηση και το συμφέρον. Μερικοί άνθρωποι κολακεύουν τους άλλους για να αποσπάσουν εύνοια και χάρες. Εξάλλου, δεν πρέπει να παίρνουμε στα σοβαρά εκείνους που λένε καλά λόγια σ’ εμάς, ενώ κακολογούν άλλους. Να φοβάσαι τον άνθρωπο που σε εγκωμιάζει για αρετές που δεν έχεις, γιατί είναι ικανός να σε κακολογήσει για ελαττώματα που δεν έχεις.

Η αυθεντική αναγνώριση δεν είναι τα λόγια, είναι η μίμηση. Αν κάποιος μας χρησιμοποιεί ως υπόδειγμα, τότε η κολακεία είναι γνήσια. Ο σοφός άνθρωπος πρέπει να είναι σαν τον βράχο, αταλάντευτος στις κακολογίες και στους επαίνους.

Αντιμετωπίστε τη μελαγχολία

Η διάθεση την οποία πολλοί άνθρωποι κάνουν τεράστιες προσπάθειες να αποτινάξουν από πάνω τους είναι η μελαγχολία. Η Νταϊάν Τάις ανακάλυψε ότι οι άνθρωποι είναι ιδιαίτερα εφευρετικοί όταν προσπαθούν να απαλλαγούν από τις ακεφιές τους. Φυσικά, αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να αποφεύγεται κάθε μορφή θλίψης. Η μελαγχολία, όπως και κάθε άλλη διάθεση, έχει και τις θετικές πλευρές της.

Η θλίψη που προκαλείται από μια απώλεια έχει ορισμένες σταθερές επιπτώσεις: εξασθενίζει το ενδιαφέρον μας για διασκέδαση και απολαύσεις, προσηλώνει την προσοχή σε αυτό που χάθηκε και υπονομεύει την ενεργητικότητά μας, εμποδίζοντας μας να καταπιαστούμε με νέα εγχειρήματα -τουλάχιστον στην αρχή. Με λίγα λόγια, ενισχύει ένα είδος στοχαστικής απομάκρυνσης από τις έντονες αναζητήσεις της ζωής και μας αφήνει σε μια εκκρεμή κατάσταση, ώστε να θρηνήσουμε για την απώλεια, να συλλογιστούμε το νόημά της και, τελικά, να προσαρμοστούμε ψυχολογικά και να καταστρώσουμε καινούρια σχέδια που θα μας επιτρέψουν να συνεχίσουμε τη ζωή μας.

Το πένθος είναι βοηθητικό. Η απόλυτη κατάθλιψη όχι. Ο Γουίλιαμ Στάιρον δίνει μια γλαφυρή περιγραφή των «πολλών τρομερών εκδηλώσεων της πάθησης», μεταξύ των οποίων είναι η απόρριψη του εαυτού, μια αίσθηση μη χρησιμότητας, μια «απόλυτη δυστυχία», όπου «με ζώνει μια κατήφεια, μια αίσθηση φρίκης και αλλοτρίωσης, και πάνω απ’ όλα ένα πνιγηρό άγχος».

Ύστερα υπάρχουν τα διανοητικά σημάδια: «σύγχυση, αποτυχία πνευματικής συγκέντρωσης και απώλεια αναμνήσεων», και σε κατοπινό στάδιο, όπως ο ίδιος λέει, το μυαλό του «κυριεύεται από άναρχες διαστροφικές σκέψεις» και από «μια αίσθηση ότι η διεργασία της σκέψης μου βρισκόταν παγιδευμένη μέσα σε μια απερίγραπτη τοξική πλημμυρίδα που εξαφάνιζε κάθε ευχάριστη διάθεσή μου να απολαύσω τον κόσμο των ζωντανών».

Υπάρχουν οι σωματικές επιπτώσεις: αϋπνία, αίσθηση αποχαύνωσης, «ένα είδος μουδιάσματος, ένας εκνευρισμός, αλλά κυρίως μια αλλόκοτη ευπάθεια», μαζί με «μια νευρική ανησυχία».

Ακολουθεί η απώλεια της ευχαρίστησης: «Το φαγητό, όπως και καθετί άλλο στα πλαίσια των αισθήσεων, χάνει εντελώς τη γεύση του». Τέλος, η ελπίδα χάνεται, καθώς «η γκρίζα ψιχάλα του τρόμου» οδηγεί σε μια απελπισία τόσο χειροπιαστή που μοιάζει με το σωματικό πόνο, έναν πόνο τόσο ανυπόφορο, ώστε ως λύση να προβάλει η αυτοκτονία.

Μπροστά σε μια τέτοια σοβαρή κατάθλιψη η ζωή παραλύει. Από πουθενά δε φαίνεται να προβάλουν νέα ξεκινήματα. Τα ίδια τα συμπτώματα της κατάθλιψης προαναγγέλλουν μια ζωή με αναστολές. Για τον Στάιρον, καμιά φαρμακευτική αγωγή και κανένα άλλο είδος θεραπείας δε βοηθούσε. Τελικά το πέρασμα του χρόνου και το καταφύγιο του νοσοκομείου ξεκαθάρισαν την απελπισία. Όμως, για τους περισσότερους ανθρώπους, ιδιαίτερα για τις σοβαρότερες περιπτώσεις, η ψυχοθεραπεία μπορεί να είναι πολύ χρήσιμη· το ίδιο και η φαρμακοθεραπεία —το Prozac είναι η αγωγή της στιγμής, αλλά υπάρχουν πάνω από μια ντουζίνα άλλα παρασκευάσματα που προσφέρουν κάποια βοήθεια ,ιδιαίτερα σε περιπτώσεις μείζονος κατάθλιψης.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να εστιάσω το ζήτημα στην ακόμα πιο συνηθισμένη μορφή θλίψης, η οποία στα ανώτατα όριά της, μιλώντας με τεχνικούς όρους, εξελίσσεται σε «υποκλινική κατάθλιψη» —δηλαδή στη συνηθισμένη μελαγχολία. Αυτό είναι ένα φάσμα δυστυχίας που οι άνθρωποι μπορούν να αντιμετωπίσουν από μόνοι τους, αν διαθέτουν τα απαραίτητα εσωτερικά αποθέματα.

Δυστυχώς, μερικές από τις στρατηγικές που πολλές φορές επιστρατεύονται λειτουργούν σαν μπούμεραγκ και αφήνουν τους ανθρώπους σε χειρότερη κατάσταση από ό,τι τους βρήκαν. Μια τέτοια στρατηγική είναι το να μείνει κανείς μόνος, πράγμα που μπορεί να φαίνεται ευχάριστο όταν ο άνθρωπος νιώθει άκεφος. Πολύ συχνά, όμως, το μόνο που κάνει είναι να προσθέτει μοναξιά και απομόνωση στη θλίψη του.

Αυτό μπορεί εν μέρει να εξηγήσει γιατί η Τάις θεώρησε ότι η πιο λαοφιλής τακτική αντιμετώπισης της κατάθλιψης είναι η κοινωνικότητα -μια έξοδος για φαγητό, για έναν ποδοσφαιρικό αγώνα ή ένα σινεμά. Με λίγα λόγια, το να κάνει κανείς κάτι με την οικογένεια ή τους φίλους του. Αυτό λειτουργεί καλά αν έχουμε στόχο να απομακρύνουμε το μυαλό του ανθρώπου από τη θλίψη του. Αλλά μπορεί και να παρατείνει την κακή διάθεση, αν αυτός ο άνθρωπος ψάχνει την ευκαιρία να στοχαστεί τα αίτια που τον έφεραν σ’ αυτή τη δεινή κατάσταση.

Πράγματι, ένας από τους καθοριστικότερους παράγοντες για το κατά πόσο μια κακή διάθεση θα επιμείνει ή θα απομακρυνθεί είναι ο βαθμός στον οποίο οι άνθρωποι αναμασούν τις σκέψεις τους. Η ανησυχία γύρω από αυτά που μας καταπιέζουν φαίνεται ότι εντείνει ακόμα περισσότερο και παρατείνει την κατάθλιψη. Στην κατάθλιψη η ανησυχία παίρνει διάφορες μορφές, που όλες τους εστιάζονται σε κάποια πλευρά της ίδιας της κατάθλιψης: πόσο κουρασμένοι νιώθουμε, πόσο λίγη ενέργεια ή κίνητρα έχουμε, για παράδειγμα, ή πόσο λίγη δουλειά βγάζουμε.

Τυπικά, καμιά από αυτές τις σκέψεις δε συνοδεύεται από οποιαδήποτε συγκεκριμένη δράση που θα μπορούσε να απαλύνει το πρόβλημα. Άλλες κοινές ανησυχίες περιλαμβάνουν: «το να απομονώνεσαι και να σκέφτεσαι πόσο φρικτά νιώθεις, να ανησυχείς γιατί μπορεί ο σύντροφός σου να σε απορρίψει επειδή νιώθεις κατάθλιψη, και να αναρωτιέσαι κατά πόσο θα περάσεις άλλη μια νύχτα αγρύπνιας», λέει η Σούζαν Νόλεν-Χέκσμα, ψυχολόγος του Στάνφορντ, η οποία μελέτησε το αναμάσημα των σκέψεων στα μελαγχολικά άτομα.

Τα μελαγχολικά άτομα δικαιολογούν μερικές φορές αυτό το είδος περισυλλογής λέγοντας ότι «προσπαθούν να κατανοήσουν καλύτερα τον εαυτό τους».

Στην πραγματικότητα, διεγείρουν τα συναισθήματα θλίψης χωρίς να κάνουν κανένα βήμα που θα μπορούσε πρακτικά να βελτιώσει τη διάθεσή τους. Έτσι, στη θεραπεία, μπορεί να είναι πάρα πολύ χρήσιμο να συλλογιστεί κανείς βαθύτερα τα αίτια μιας μελαγχολίας, αν αυτό οδηγεί στην επίγνωση ή στις πράξεις που θα αλλάξουν τις συνθήκες που την προκάλεσαν. Όμως η παθητική βύθιση στη θλίψη απλώς χειροτερεύει τα πράγματα.

Η διαρκής επανάληψη των ίδιων σκέψεων μπορεί επίσης να κάνει τη μελαγχολία ακόμα πιο ισχυρή, δημιουργώντας συνθήκες, λόγου χάρη, πολύ πιο καταθλιπτικές. Η Νόλεν-Χέκσμα αναφέρει το παράδειγμα μιας πωλήτριας η οποία μελαγχολεί και περνάει πολλές ώρες ανησυχώντας για το ότι δεν παίρνει πια σημαντικά τηλεφωνήματα, για να κλείσει πωλήσεις. Τότε οι πωλήσεις της μειώνονται, κάνοντάς την να νιώσει αποτυχημένη, γεγονός που τροφοδοτεί την κατάθλιψή της. Αν όμως αντιδρούσε στη μελαγχολία προσπαθώντας να αποσπάσει τον εαυτό της από αυτήν, θα μπορούσε να επιχειρήσει να κάνει η ίδια τηλεφωνήματα για πωλήσεις, με στόχο να απομακρύνει το μυαλό της από τη θλίψη της. Οι πωλήσεις πιθανότατα θα είχαν λιγότερη κάμψη, και η ίδια η εμπειρία μιας πώλησης θα μπορούσε να τονώσει την αυτοπεποίθησή της, με αποτέλεσμα να ελαττωθεί κάπως η ίδια η κατάθλιψη.

Οι γυναίκες, κατά τη Νόλεν-Χέκσμα, όταν μελαγχολούν, είναι πολύ πιο επιρρεπείς στην περισυλλογή από τους άνδρες. Υποστηρίζει ότι αυτό μπορεί, τουλάχιστον εν μέρει, να ερμηνεύσει το γεγονός ότι στις γυναίκες η διάγνωση της μελαγχολίας είναι διπλάσια σε συχνότητα από ό,τι στους άνδρες. Φυσικά, μπορούν να υπεισέλθουν και άλλοι παράγοντες, όπως το ότι οι γυναίκες ανοίγονται και αποκαλύπτουν τη δυστυχία τους πιο εύκολα ή έχουν περισσότερους λόγους στη ζωή τους να μελαγχολούν. Οι άνδρες, από την πλευρά τους, πνίγουν συχνά τη θλίψη τους στο οινόπνευμα, κι έτσι στον αλκοολισμό η αναλογία ανδρών-γυναικών είναι δύο προς ένα.

Από ορισμένες μελέτες αποδείχθηκε ότι η γνωσιακή θεραπεία, που στόχο είχε την αλλαγή αυτών των προτύπων σκέψης, βρισκόταν στην ίδια ευθεία σπουδαιότητας με τη φαρμακοθεραπεία για την αντιμετώπιση της ήπιας κλινικής μελαγχολίας, ενώ ήταν ανώτερη από τη φαρμακοθεραπεία στην πρόληψη της επιστροφής της ήπιας μελαγχολίας.

Δύο στρατηγικές είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικές σ’ αυτή τη μάχη. Η μια είναι να μάθουμε να προκαλούμε τις σκέψεις όταν φθάνουμε στο κέντρο της περισυλλογής: να αμφισβητούμε την αξία τους και να σκεφτόμαστε πιο θετικές εναλλακτικές λύσεις. Η άλλη στρατηγική είναι ο προγραμματισμός σκόπιμων, ευχάριστων και ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων.

Ένας λόγος που η ψυχαγωγία φέρνει αποτέλεσμα είναι ότι οι μελαγχολικές σκέψεις είναι αυτόματες και εισβάλλουν απρόσκλητες στο νου του καθενός. Αλλά, ακόμα και όταν οι καταθλιπτικοί άνθρωποι προσπαθούν να καταστείλουν τις μελαγχολικές σκέψεις τους, συνήθως δεν είναι σε θέση να προτείνουν μια καλύτερη εναλλακτική λύση. Από τη στιγμή που η πλημμυρίδα των μελαγχολικών σκέψεων φουσκώνει, έχει καταλυτική επίδραση σε αυτή τη συσχετιστική αλληλουχία. Για παράδειγμα, όταν ζητήθηκε από μελαγχολικά άτομα να ανακαλύψουν μέσα από ένα μπερδεμένο κείμενο φράσεις που είχαν έξι λέξεις η καθεμιά, τους ήταν πολύ πιο εύκολο να ξεκαθαρίσουν πρώτα τα καταθλιπτικά μηνύματα («Το μέλλον διαγράφεται ζοφερό») παρά τα ευχάριστα («Το μέλλον φαίνεται λαμπρό»).

Η τάση διαιώνισης της μελαγχολίας επηρεάζει αρνητικά ακόμα και το είδος της διασκέδασης που επιλέγουν οι άνθρωποι. Όταν στους μελαγχολικούς ανθρώπους δινόταν μια λίστα με ευχάριστους ή πληκτικούς τρόπους προκειμένου να αποσπάσουν το νου τους από κάτι λυπηρό, όπως για παράδειγμα, την κηδεία ενός φίλου, αυτοί προτιμούσαν τις μελαγχολικές δραστηριότητες.

Ο Ρίτσαρντ Βέντζλαφ, ψυχολόγος από το Πανεπιστήμιο του Τέξας που εκπόνησε αυτές τις μελέτες, συμπεραίνει ότι οι άνθρωποι που ήδη είναι καταθλιπτικοί πρέπει να καταβάλουν ιδιαίτερες προσπάθειες για να εστιάσουν το μυαλό τους σε κάτι πραγματικά αισιόδοξο, προσέχοντας να μην επιλέξουν ασυναίσθητα κάτι — ένα δακρύβρεχτο έργο, μια τραγική νουβέλα — που θα μεταβάλει και πάλι τη διάθεσή τους αρνητικά.

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της

7.3. Το τέλος της αττικής ερυθρόμορφης κεραμικής: Ο ρυθμός Κερτς (370-320 π.Χ.)

Στη διάρκεια του 4ου αιώνα οι Αθηναίοι κατασκευαστές ερυθρόμορφων αγγείων στράφηκαν προς μιαν άλλη σημαντική και πλούσια αγορά, που απορροφούσε με αυξανόμενους ρυθμούς την παραγωγή τους: την περιοχή του Ευξείνου Πόντου, από όπου η Αθήνα εισήγε τότε το περισσότερο από το σιτάρι που είχε ανάγκη για να θρέψει τον πληθυσμό της. Τα πιο πολλά και τα πιο όμορφα ερυθρόμορφα αττικά αγγεία που κατασκευάστηκαν μετά το πρώτο τέταρτο του 4ου αιώνα π.Χ. έχουν βρεθεί σε τάφους της βόρειας ακτής του Ευξείνου Πόντου και ειδικά της περιοχής του Παντικαπαίου (του σημερινού Κερτς), στο ανατολικό άκρο της χερσονήσου της Κριμαίας. Για τον λόγο αυτό η τεχνοτροπία των ερυθρόμορφων αττικών αγγείων των χρόνων 370-320 π.Χ. ονομάζεται ρυθμός Κερτς.

Τα κύρια χαρακτηριστικά του ρυθμού Κερτς είναι οι τολμηρές βραχύνσεις στην απεικόνιση των μορφών, που με τις κινήσεις τους αναπτύσσονται στον χώρο, η χρήση φωτοσκίασης για τη δήλωση του βάθους, η αγάπη για τη λεπτομέρεια και ακόμη, στο επίπεδο της τεχνικής, η απόδοση των πτυχών των ενδυμάτων με κοντές και λεπτές γραμμές. Αξιοσημείωτη είναι επίσης η έντονη παρουσία πρόσθετων χρωμάτων, του λευκού (κυρίως για την απόδοση των γυμνών γυναικείων σωμάτων), αλλά και του χρυσού, του κόκκινου, του γαλάζιου και του πράσινου. Τα στοιχεία που αναφέραμε φανερώνουν την επίδραση της μεγάλης ζωγραφικής, που ξέρουμε ότι γνώρισε μεγάλη άνθηση τον 4ο αιώνα π.Χ. Ωστόσο, οι αγγειογράφοι του ρυθμού Κερτς δεν φαίνεται να μεταφέρουν στα έργα τους συνθέσεις από τη μεγάλη ζωγραφική, όπως είδαμε ότι έκαναν ορισμένοι ομότεχνοί τους του 5ου αιώνα. Αξίζει όμως να σημειώσουμε ότι στα αγγεία Κερτς συναντούμε μορφές εμπνευσμένες από δημιουργίες της σύγχρονής τους μεγάλης πλαστικής, έργα του Λυσίππου, του Πραξιτέλη και άλλων σπουδαίων γλυπτών.

Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι: ΙI. ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΩΚΡΑΤΙΚΟΥΣ ΣΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

15.11. Η ζωή είναι αλλού: η ελευθερία ως εσωτερικότητα


Ο Πλωτίνος έζησε σε μία από τις πιο ταραγμένες περιόδους της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και του αρχαίου κόσμου: στην εποχή ανάμεσα στους Σεβήρους και στον Διοκλητιανό, έναν αιώνα πολιτικής και κοινωνικής αναστάτωσης. Τα «βαρβαρικά» φύλα εισέβαλλαν από κάθε σημείο της αυτοκρατορίας, ομάδες ανεβοκατέβαιναν στην κοινωνική ιεραρχία, η οικονομία κατέρρεε. Ήταν μια περίοδος που ούτε ένας αυτοκράτορας (εκτός από τον Σεπτίμιο Σεβήρο) δεν πέθανε από φυσικά αίτια και που οι περισσότεροι δεν κράτησαν τον θρόνο τους παρά για διαστήματα από λίγες ημέρες μέχρι λίγα χρόνια.

Η αγωνία της εποχής θα μπορούσε να συνθλίψει το άτομο. Οι Γνωστικοί, εθνικής ή χριστιανικής κατεύθυνσης, είχαν προτείνει μια λύση που ίσως ακύρωνε τη φιλοσοφία: η ζωή είναι ένα όνειρο (για την ακρίβεια ένας εφιάλτης), και ο άνθρωπος θα σώσει την ψυχή του μόνο αν αποδράσει από τα μάταια πράγματα. Αυτός ο απόλυτος δυϊσμός, η διχοτόμηση του κόσμου, δεν γίνονταν δεκτά από τον Πλωτίνο.

Βεβαίως, η δική του λύση θα φαινόταν πολύ «θεωρητική». Η πλωτινική μεταφυσική κατασκεύασε εντυπωσιακά κοσμολογικά σχήματα, που εξηγούσαν το πώς είναι φτιαγμένος ο κόσμος και ποιος είναι ο σκοπός του. Ποια απάντηση, όμως, μπορούσε να δώσει στα προβλήματα του ανθρώπου; Το σύμπαν, ο Ήλιος, η Σελήνη, τα άστρα και η κοσμολογία παρουσίαζαν ενδιαφέρον για τους επιστήμονες· αλλά ο απλός άνθρωπος νοιαζόταν μόνο για ό,τι πίστευε ότι επηρεάζει την επίγεια ζωή του (το πολύ πολύ για την αστρολογία).

Ο Πλωτίνος δεν έδινε εύκολες απαντήσεις, αλλά ζητούσε από τον καθένα να ενεργοποιήσει τις δυνάμεις που υπάρχουν μέσα του. Η καταθλιπτική ανασφάλεια θα ξεπερνιόταν μόνο με τη φιλοσοφική άσκηση της ψυχής. Μέσα σε τέτοιες εξωτερικές συνθήκες, ο φιλόσοφός μας παραμέρισε την τετριμμένη καθημερινότητα και δεν παρασύρθηκε από τη διάχυτη απαισιοδοξία. Δεν παρέκλινε από τον σκοπό του: να προσέχει το ανώτερο, όπως πίστευε, κομμάτι του ανθρώπου, την ψυχή. Δεν ακολούθησε τους Στωικούς, για να βρει τη γαλήνη ταυτιζόμενος με τη λογική δομή του σύμπαντος. Πολέμησε τους Γνωστικούς που έβλεπαν τον υποσελήνιο κόσμο του Αριστοτέλη σαν μια κοσμική φυλακή.

Όσο παράδοξο κι αν φαίνεται, ο Πλωτίνος, συνεπής με τον εαυτό του, ακριβώς μέσα στην ταραχή της ιστορίας έψαξε να βρει τη γαλήνη του αιώνιου. Δεν ήταν αδιαφορία για τα κοινά και τον κόσμο. Το έδειξε με τη ζωή του. Μήπως ήταν η αναγκαστική φυγή του ανέστιου ανθρώπου; Μήπως η απόσυρση του φιλοσόφου από το ιστορικό προσκήνιο και την καθημερινότητα ήταν μια παραδοχή της αδυναμίας του να αλλάξει τον κόσμο και μια ύστατη προσπάθεια να αλλάξει τουλάχιστον τον εαυτό του;