Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Τρῳάδες (511-567)

ΧΟ. ἀμφί μοι Ἴλιον, ὦ [στρ.]
Μοῦσα, καινῶν ὕμνων
ἄεισον ἐν δακρύοις
ᾠδὰν ἐπικήδειον·
515 νῦν γὰρ μέλος ἐς Τροίαν ἰαχήσω,
τετραβάμονος ὡς ὑπ᾽ ἀπήνας
Ἀργείων ὀλόμαν τάλαινα δοριάλωτος,
ὅτ᾽ ἔλιπον ἵππον οὐράνια
520 βρέμοντα χρυσεοφάλαρον ἔνο-
πλον ἐν πύλαις Ἀχαιοί·
ἀνὰ δ᾽ ἐβόασεν λεὼς
Τρῳάδος ἀπὸ πέτρας σταθείς·
«ἴτ᾽, ὦ πεπαυμένοι πόνων,
525 τόδ᾽ ἱερὸν ἀνάγετε ξόανον
Ἰλιάδι Διογενεῖ κόρᾳ.»
τίς οὐκ ἔβα νεανίδων,
τίς οὐ γεραιὸς ἐκ δόμων;
κεχαρμένοι δ᾽ ἀοιδαῖς
530 δόλιον ἔσχον ἄταν.

πᾶσα δὲ γέννα Φρυγῶν [αντ.]
πρὸς πύλας ὡρμάθη,
πεύκᾳ ἐν οὐρείᾳ
ξεστὸν λόχον Ἀργείων
535 καὶ Δαρδανίας ἄταν θεᾷ δώσων,
χάριν ἄζυγος ἀμβρότα πώλου.
κλωστοῦ δ᾽ ἀμφιβόλοις λίνοιο, ναὸς ὡσεὶ
σκάφος κελαινόν, εἰς ἕδρανα
540 λάϊνα δάπεδά τε φόνια πατρί-
δι Παλλάδος θέσαν θεᾶς.
ἐπὶ δὲ πόνῳ καὶ χαρᾷ
νύχιον ἐπὶ κνέφας παρῆν,
Λίβυς τε λωτὸς ἐκτύπει
545 Φρύγιά τε μέλεα, παρθένοι δ᾽
ἀέριον ἀνὰ κρότον ποδῶν
βοάν τ᾽ ἔμελπον εὔφρον᾽· ἐν
δόμοις δὲ παμφαὲς σέλας
πυρὸς μέλαιναν αἴγλαν
550 ἔδωκεν ὕπνῳ.

ἐγὼ δὲ τὰν ὀρεστέραν [επωδ.]
τότ᾽ ἀμφὶ μέλαθρα παρθένον,
Διὸς κόραν [Ἄρτεμιν] ἐμελπόμαν
555 χοροῖσι· φοινία δ᾽ ἀνὰ
πτόλιν βοὰ κατεῖχε Περ-
γάμων ἕδρας· βρέφη δὲ φίλι-
α περὶ πέπλους ἔβαλλε μα-
τρὶ χεῖρας ἐπτοημένας·
560 λόχου δ᾽ ἐξέβαιν᾽ Ἄρης,
κόρας ἔργα Παλλάδος.
σφαγαὶ δ᾽ ἀμφιβώμιοι
Φρυγῶν, ἔν τε δεμνίοις
καράτομος ἐρημία
565 νεανίδων στέφανον ἔφερεν
Ἑλλάδι κουροτρόφῳ,
Φρυγῶν δὲ πατρίδι πένθη.

***
ΧΟΡΟΣ
Μούσα, πρωτάκουστο πες,
θρηνητικό για την Τροία μοιρολόι·
για ένα τετράκυκλο εγώ
σύνεργο τώρα θα πω στο τραγούδι μου,
που ᾽γινε αιτία —φριχτή συμφορά—
σκλάβα οι Αργείοι να με πάρουν εμέ τη βαριόμοιρη.
Έξω απ᾽ τις πύλες μας τ᾽ άφησαν τ᾽ άλογο·
520 βρόνταγε κείνο κι ολόψηλα έφτανε ο βρόντος του,
κι είχε τα χάμουρα ολόχρυσα
και βαριαρμάτωτοι μέσα του κρύβονταν άντρες.
Όρθιος στο βράχο τον τρωικό,
έκραξε δυνατά ο λαός:
«Τα βάσανά μας πάνε· εμπρός,
τ᾽ άγιο άγαλμα ανεβάστε εδώ,
για του Ίλιου την τρανή κυρά,
του Δία την κόρη την αγνή.»
Τα σπίτια αδειάσαν· κοπελιές,
γέροι, όλοι ξεπετάχτηκαν·
χαρές, τραγούδια· κι έμπασαν
530 τη συμφορά τη δολερή.

Προς την καστρόπορτα εκεί
χίμηξε τότε ο λαός, όλοι οι Φρύγες,
για να χαρούνε, να δουν
δόλο του εχθρού μας κρυφτόν σε πευκόξυλο,
προς την παρθένα θεά προσφορά,
μα συμφορά για την Τροία· σαν καράβι μαυρόπλωρο,
με τα σκοινιά τα κλωσμένα αφού το ᾽δεσαν,
μες στο ναό της Παλλάδας κυλώντας τ᾽ απόθεσαν,
540 πάνω στο πέτρινο δάπεδο,
όπου σε λίγο σφαγή θα γινόταν των Τρώων.
Δουλειά χαρούμενη, ώσπου πια
έπεσε η νύχτα η σκοτεινή·
λαλούσαν τότε λιβυκές
φλογέρες, φρυγικοί σκοποί,
και σε χαρούμενους ρυθμούς
χοροί, τραγούδια κοριτσιών·
έξω ήταν λάμψη δυνατή,
μα μες στο σπίτι φως θαμπό,
και μες στο μισοσκόταδο
550 στον ύπνο γέρνανε απαλά.

Στον ιερόν αυλόγυρο
της κυράς της Άρτεμης
είχαμε χορό στημένον
πλήθος οι Τρωαδιτοπούλες
και δοξολογούσαμε
τη βουνίσια την παρθένα.
Κι άξαφνα σύρθηκε
μέσα στο κάστρο πολέμου κραυγή·
τρομαγμένα
χέρια απλώνανε τα βρέφη
στων μανάδων την αγκάλη·
μέσ᾽ απ᾽ τον κρυψώνα του,
560 έργο της Παλλάδας,
Άρης άγριος ξεπροβάλλει·
γύρω στους βωμούς των Τρώων σφαγή·
νιες γυναίκες στα έρημά τους τα κρεβάτια
θέριζαν τα πλούσια τους μαλλιά,
κι ήτανε στεφάνια δόξας
για τα παλικάρια της Ελλάδας,
μα για τη δικιά μας την πατρίδα
πένθους προσφορά.

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Οι διάλεκτοι της αρχαίας ελληνικής γλώσσας

8.2 Πώς γεννήθηκε η κοινή νέα ελληνική γλώσσα;

Όπως ξέρετε, το νέο ελληνικό κράτος δημιουργήθηκε μετά την επιτυχημένη επανάσταση του 1821 ενάντια στους Οθωμανούς Τούρκους. Κάθε κράτος, για να εξασφαλίσει την καλή λειτουργία του (σχολεία, εκπαίδευση, διοίκηση, νομοθεσία κλπ.), χρειάζεται ένα κοινό γλωσσικό όργανο. Και όταν ένα τέτοιο κοινό γλωσσικό όργανο δεν υπάρχει γιατί στο νέο κράτος μιλιούνται διαφορετικές γλώσσες ή διαφορετικές διάλεκτοι, ή και τα δύο, τότε πρέπει να δημιουργηθεί και να επιβληθεί. Έτσι, για να δώσουμε ένα παράδειγμα, στην πρώην Σοβιετική Ένωση μιλιούνταν πολλές διαφορετικές γλώσσες: ρωσικά, ουκρανικά, γεωργιανά (στη Δημοκρατία της Γεωργίας), αρμενικά (στη Δημοκρατία της Αρμενίας) και πολλές άλλες. Οι γλώσσες αυτές εξακολούθησαν να υπάρχουν, να μιλιούνται και να γράφονται. Ωστόσο, τον ρόλο του κοινού γλωσσικού οργάνου «ανέλαβε» μία από αυτές, η ρωσική. Και αυτό γιατί ήταν η γλώσσα της ισχυρότερης και πολυπληθέστερης δημοκρατίας της Σοβιετικής Ένωσης, της Ρωσίας. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, υπήκοοι της οποίας ήταν οι Έλληνες μέχρι να κερδίσουν την ανεξαρτησία τους με την επανάσταση του 1821, μιλιούνταν επίσης πολλές γλώσσες: τουρκικά, περσικά, αραβικά, ελληνικά, αρμενικά, σέρβικα, βουλγάρικα, ρουμάνικα, αλβανικά και άλλες. Η γλώσσα όμως που κυριαρχούσε για τις ανάγκες της διοίκησης της Αυτοκρατορίας ήταν η γλώσσα του κυρίαρχου, η τουρκική. Έτσι «πέρασαν» στα ελληνικά (αλλά και στις άλλες γλώσσες των υπηκόων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) τουρκικές λέξεις που ανήκαν στο λεξιλόγιο της διοίκησης: ντοβλέτι 'εξουσία', φιρμάνι 'νόμος', φετφάς 'διαταγή θρησκευτικού περιεχομένου', αγάς/μπέης/πασάς (τούρκοι άρχοντες), βεζίρης κλπ. Κάποιες από αυτές εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται και σήμερα στα ελληνικά. Αυτά τα παραδείγματα αρκούν για να δείξουν ότι οι τύχες των γλωσσών είναι συνδεδεμένες με τις ιστορικές συνθήκες.

Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στην κοινή νέα ελληνική. Μέχρι την επανάσταση του 1821 και τη δημιουργία του ελληνικού κράτους δεν υπήρχε μια κοινή ομιλούμενη γλώσσα. Η ελληνική γλώσσα ήταν ένα «μωσαϊκό» διαλέκτων: πελοποννησιακά, αθηναϊκά, διάλεκτοι του Βορρά, κρητικά, κυπριακά, ποντιακά, καππαδοκικά (στην κεντρική Μικρά Ασία), κατωιταλικά (στην Κάτω Ιταλία και τη Σικελία), επτανησιακά κλπ. Αυτή η ποικιλία δεν δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα επικοινωνίας κυρίως ανάμεσα σε γειτονικές διαλέκτους. Σίγουρα όμως δημιουργούσε προβλήματα ανάμεσα σε ομιλητές διαλέκτων που χωρίζονταν από μεγάλη γεωγραφική απόσταση και διέφεραν πολύ. Αυτό μπορείτε να το καταλάβετε με ένα σύγχρονο παράδειγμα. Αν προσπαθήσετε να επικοινωνήσετε με έναν ποντιακής καταγωγής μετανάστη από την πρώην Σοβιετική Ένωση που μιλάει μόνο την ποντιακή διάλεκτο, θα έχετε δυσκολίες.

Τέτοιου είδους δυσκολίες στην Ελλάδα του 1836 περιγράφονται με χαριτωμένο τρόπο σε ένα θεατρικό έργο την εποχής που ονομάζεται Βαβυλωνία, γραμμένο από τον Δ. Βυζάντιο. Πρωταγωνιστές στο έργο αυτό είναι ομιλητές διαφόρων διαλέκτων: Επτανήσιοι, Κρητικοί, Ρουμελιώτες, Κύπριοι, Ανατολίτες και άλλοι. Η απουσία κοινού γλωσσικού εργαλείου επικοινωνίας δημιουργεί χαριτωμένες και αστείες περιστάσεις ασυνεννοησίας και παρεξήγησης. Έτσι, όταν π.χ. ο Κρητικός χρησιμοποιεί τη λέξη κουράδια (που σημαίνει στη διάλεκτο του 'πρόβατα'), οι άλλοι το θεωρούν βρισιά ή αισχρολογία, γιατί στη δική τους διάλεκτο σημαίνει, όπως και σήμερα, τα 'κακά'!

Αλβανός: Ωρέ Κρητίκα, ωρέ, πρα… Εσύ, εσύ ωρέ Κρητίκα! Πώ το γουρουνίζεις εσύ εμένα, ωρέ, το πα-πα-πα- το παλουκάρι;

Κρής: Δεν κατέχω ετσά πράμα, μηδέ κατέχω σε πούρι, Θιος κι η ψυχή μου.

Αλβανοσ: Πώς, ωρέ, να το λες έτσι εσύ, ωρέ εσύ, που 'ρτες, ωρέ, εγώ στο- στο-στο Κρήτη, ωρέ, κι έριχνες εγώ, ωρέ εγώ, το-το-το τουφέκιες σα- σα-σαν το βροχάδες; Κρησ: Είπα σού το δα μαθές, δε σε κατέχω, δεδίμ, διάλε τα πάσπαλα που θα θέσω στον άδη!

Αλβανός: Πρα, πώς το κάνεις έτσι, ωρέ, που δεν το γουρουνίζεις; Πώ σε γουρουνίζω εγώ;

Κρης: Κατέχω δα σε, δεδίμ, τώρα που 'ρθες κι έφαγες τα κουράδια μας.

Αλβανός [με θυμόν]: Τφου, Αλλά μπελιά βερσίν! Ποιος, ωρέ, να τρως κουράδιες;

Ανατολίτης [καθ' εαυτόν]: Ε, καβγκά τώρα σα μόσκο τα μυρίσει.

Κρης: Και γιάντα δα, δεδίμ, ψόματα 'ναι δα που δεν αφήκατε κουράδια στην Κρήτη;

Αλβανός: Άιδε να χάνεσαι, πίθε μούτι. [τρίζων τους οδόντας] Ποιος, ωρέ, το 'φαγες κουράδιες;

Κρης: Εσύ δα, μαθές, κι οι σύντροφοι σου, δεδίμ κια ολιάς…

Αλβανός [Τον πτύει.]: Τφου, τεταχίνιε!

Κρης [Τον πτύει.]: Τφου!

Αλβανός [Τον πτύει.]: Τφου, και συ μούτι! [ευγάζων την πιστόλαν] Να, ωρέ, ποιος να τρως κουράδιες… [Πυροβολεί και φεύγει.]

Κρης: Ω, ω, ω, διάλε τσ' αποθαμένοι σου και τσ' απομεινάροι σου… Με σκότωσες εδά…

Ανατολίτης: Δεν είπα εγώ; Ιστέ, Αρβανίτη χουνέρι τού έκαμε. [Τρέχει προς τον Κρήτα.] Πού χτύπησε; Ιστέκα, ιστέκα. [Βλέπει την πληγήν.] Ε, ζαράρι ντεν έχει τίποτα, μη φοβάσαι, σήκω, σήκω. [Τον σηκώνει ολίγον.]

πρα: βρε | γουρουνίζεις: γνωρίζεις | κατέχω: γνωρίζω | ετσά: τέτοιο | πούρι: καθόλου I δεδίμ: είπα | πάσπαλα: σκόνη | τφου: φτου | Αλλά μπελιά βερσίν: από τον Αλλάχ (= τον Θεό) να το βρεις, τον κακό σου τον καιρό | γιάντα: γιατί | ψόματα: ψέματα | άιδε να χάνεσαι: άιντε να χαθείς | πίθε μούτι: αισχρολογία | κια ολιάς: πριν από λίγο | τεταχίνιε: στο διάολο | απομεινάροι: ζωντανοί | ιστέ: να, ορίστε | ιστέκα: στάσου | ζαράρι: ζημιά

Στο θεατρικό αυτό έργο φαίνεται καθαρά η ανάγκη που αντιμετωπίζει το νεαρό ελληνικό κράτος του 1830 για μια κοινή ομιλούμενη γλώσσα.

Πριν μιλήσουμε για το πώς δημιουργήθηκε αυτή η κοινή ομιλούμενη γλώσσα, θα πρέπει να πούμε ότι, ενώ δεν υπήρχε μια κοινή ομιλούμενη γλώσσα, υπήρχε μια κοινή γραπτή γλώσσα. Αυτή ήταν μια μορφή γλώσσας που χρησιμοποιούσαν από πολύ παλιά (θα μιλήσουμε γι' αυτό αργότερα) οι εγγράμματοι και μορφωμένοι (και αυτοί ήταν λίγοι), κυρίως για να γράψουν ή και να μιλήσουν σε επίσημες περιστάσεις. Αυτή η μορφή γλώσσας ήταν αρχαϊστική, δηλαδή δεν αντιστοιχούσε στις ομιλούμενες μορφές αλλά προσπαθούσε να μιμηθεί την αρχαία ελληνική γλώσσα· και αυτό γιατί η αρχαία ελληνική γλώσσα, και ιδιαίτερα η διάλεκτος της πιο σπουδαίας αρχαίας πόλης, της Αθήνας, θεωρούνταν ότι ήταν όχι μόνο ένδοξη αλλά και «καθαρή» (γι' αυτό η γραπτή αυτή γλωσσική ποικιλία ονομάστηκε καθαρεύουσα), δηλαδή «αμόλυντη» από επιδράσεις άλλων γλωσσών, οι οποίες, κατά τους υποστηρικτές αυτής της άποψης, είχαν «χαλάσει» την ομιλούμενη ελληνική, όπως εμφανιζόταν στις διαλέκτους. Η άποψη αυτή δεν στέκεται επιστημονικά. Ήδη έχουμε πει, και θα ξαναμιλήσουμε γι' αυτό αργότερα, ότι οι γλώσσες δεν «χαλάνε», απλά αλλάζουν.

Η κοινή αυτή γραπτή μορφή γλώσσας, σε μια μορφή της που αργότερα ονομάστηκε καθαρεύουσα, ήταν η γλωσσική ποικιλία που χρησιμοποίησε το ελληνικό κράτος, από τη δημιουργία του μέχρι το 1976, ως το επίσημο γλωσσικό εργαλείο στο οποίο γράφονταν οι νόμοι και με το οποίο λειτουργούσε η διοίκηση καθώς και η δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση. Επειδή όμως δεν ήταν ένα ζωντανό γλωσσικό όργανο -δεν μιλιόταν-, δεν μπόρεσε ποτέ να γίνει η κοινή ομιλούμενη γλώσσα (γλωσσικό ζήτημα). Κοινή ομιλούμενη γλώσσα έγινε αυτή που ονομάστηκε δημοτική, που σημαίνει η γλώσσα που μιλιέται από τον «δήμο», δηλαδή από τους πολλούς.

Αλλά πώς γεννήθηκε η δημοτική από το μωσαϊκό των διαλέκτων για το οποίο μιλήσαμε νωρίτερα; Καταρχήν, ήδη από τα βυζαντινά χρόνια είχε διαμορφωθεί στα μεγάλα κέντρα της αυτοκρατορίας (με πρώτο την Κωνσταντινούπολη) μια κοινή ομιλούμενη γλώσσα, με επιδράσεις από τις διαλέκτους της περιοχής αλλά και από την αρχαΐζουσα γλώσσα. Αυτή η κοινή μορφή θα συναντηθεί με την πελοποννησιακή διάλεκτο. Και από αυτή τη συνάντηση θα γεννηθεί η δημοτική.

Δεν θέλει κυνήγι και περίπλοκες συνταγές, η ευτυχία

Περίεργη η συνταγή της ευτυχίας στις μέρες μας· δυσεύρετα τα υλικά και περίπλοκη η εκτέλεση.

Ψάχνεις τριγύρω να βρεις τις καλύτερες πρώτες ύλες, να βάλεις μυρωδικά και βοτάνια να νοστιμίσει η ζωή αλλά πάντα κάπου κολλάς.
Σου αρέσει η γλυκιά γεύση από μικρό παιδί.
Την αναζητάς σε κάθε σου βήμα κι όταν καταφέρεις να την δημιουργήσεις, κάνεις λες και την ανακάλυψες.
Ξεχνάς τον κόπο, την διαδρομή.
Ζορίζεσαι να παραδεχτείς πως δεν την βρήκες επειδή ήταν μοιραίο, την βρήκες επειδή εργάστηκες.

Έχει όμως καμιά σημασία τελικά;
Αφού πάντα διψασμένος είσαι και βαθιά ανικανοποίητος.
Σήμερα τη φτιάχνεις με χίλιους κόπους και αύριο την αναζητάς και πάλι.
Είναι η λαχτάρα για ζωή, για ανακάλυψη που σε ικανοποιεί.
Το δικό σου προσωπικό μονοπάτι, ο δικός σου προορισμός.

Σου κλείνουν πονηρά το μάτι η έννοια της αγάπης παρέα με τη χαρά και δεν ξέρεις πού να πρωτοπάς και τρέχεις.
Κάνεις κύκλους, ζαλίζεσαι, σκοντάφτεις, σηκώνεσαι και γελάς με τα χάλια σου.
Πόσο ακόμη άραγε θα σου πάρει να δεις το χαμόγελο στα χείλη σου που μόλις έφτιαξες από το τίποτα;

Νιώθεις σαν μικρό παιδί· τόσο μικρός αλλά και τόσο μεγάλος ταυτόχρονα.
Υπάρχει άραγε ευτυχία, αναρωτιέσαι, ή μήπως όλα είναι μια πλάνη που κάνει τη διαμονή μας σε τούτον τον κόσμο λιγάκι πιο ομαλή;
Και κάθεσαι πάλι κάτω, εκεί, στα νοερά καζάνια σου που αδειάζεις και ξαναγεμίζεις με άλλα υλικά, μπας και σου πετύχει τώρα.

Χάνεις το νόημα όμως. Χάνεις το χαμόγελο, εκείνο της αναζήτησης, της ανακάλυψης, της δημιουργίας.
Μήπως τελικά η ευτυχία βρίσκεται στο κυνήγι της;
Χαμογελάς γιατί ξέρεις πως αυτή είναι η σωστή απάντηση.

Όλο θα την κυνηγάς κι εκείνη θα σου γλιστράει μέσα από τα χέρια για να δοκιμαστείς και να γίνεις πιο δυνατός.
Ούτε μεζούρες ούτε καζάνια θέλει· στιγμές μονάχα.

Πονηρές σκέψεις που ντρέπεσαι να απολαύσεις

Οι φαντασιώσεις είναι ένα από τα πιο ένοχα μυστικά μας. Είναι σκέψεις που στριφογυρίζουν στο μυαλό μας –χωρίς να κοιτάζουν ώρα και περίσταση– βασανίζοντάς μας. Παρ’ ότι διψούμε να τις μοιραστούμε με τον σύντροφό μας συχνά δειλιάζουμε και τις κρατάμε για τον εαυτό μας. Ωστόσο, αποτελούν ένα θεμελιώδες κομμάτι της ανθρώπινης φύσης, άκρως φυσιολογικό, επομένως είναι κοινώς αποδεκτές. Ή μήπως όχι;

Ξεκινούν από την εφηβική ηλικία, σ’ αυτή τη φάση είναι απόλυτα αναμενόμενες και θεωρούνται υγιείς. Ο έφηβος πειραματίζεται και ανακαλύπτει πράγματα για τον εαυτό του που μέχρι πρότινος αγνοούσε. Όταν όμως αυτές επικρατούν στη σκέψη ενός ενήλικα αντιμετωπίζονται, συνήθως, σαν κάτι ντροπιαστικό, παιδιάστικο, ίσως και σκοτεινό. Η άποψη αυτή είναι λανθασμένη. Οι ερωτικές φαντασιώσεις κατέχουν σημαντικό ρόλο στη ζωή του ανθρώπου, ειδικότερα ενός ζευγαριού. Γεμίζουν με εικόνες τον νου και πυροδοτούν μία έκρηξη αισθήσεων, κάνοντάς τις ένα άκρως διεγερτικό και ερεθιστικό κομμάτι του ερωτικού τομέα.

Αν θεωρείται αδύνατο να αγνοήσει κάποιος τις επιθυμίες του, άλλο τόσο –ίσως κι ακόμη περισσότερο– να είναι αδύνατο να φρενάρει κανείς την φαντασία του. Ακόμη κι αν καταφέρει στη διάρκεια της ημέρας του να βάλει “pause” σε ό,τι τον εξιτάρει, το βράδυ όταν πέσει στο κρεβάτι και χαλαρώσει κι αφεθεί εκείνες θα βρουν τον τρόπο να επανέλθουν στη σκέψη του, ή και στα όνειρά του.

Υπάρχουν φαντασιώσεις στις οποίες πρωταγωνιστεί ο σύντροφός μας, αλλά κι άλλες όπου εκείνος είναι απών και τη θέση του λαμβάνει κάποιος άλλος (ένας παντελώς άγνωστος, ένα φιλικό πρόσωπο ή κάποιος διάσημος). Υπάρχουν φαντασιώσεις που έχουν να κάνουν με διάφορα μέρη, που έχουν να κάνουν με την πράξη καθ’ εαυτή και που ξυπνούν πρωτόγονα ένστικτά μας.

Οι λόγοι για τους οποίους οι άνθρωποι επιλέγουν να φυλακίζουν στον νου τις φαντασιώσεις τους, χωρίς να τις μοιράζονται με τους συντρόφους τους ποικίλουν. Τις περισσότερες φορές είναι θέμα ταμπού. Οι άνθρωποι θεωρούν μία τέτοια σκέψη ως κάτι ανήθικο, χυδαίο κι απαγορευμένο με αποτέλεσμα να ντρέπονται να τις εκμυστηρευτούν φοβούμενοι πως στο άκουσμά τους θα παρεξηγηθούν, πως το ταίρι τους θα τρομάξει και θα απομακρυνθεί. Πολλές φορές τις αγνοούν καθώς δε τις θεωρούν αληθινές, ακόμη κι όταν εκείνες πηγάζουν από το μονοπάτι του υποσυνείδητου· ενός κόσμου που τρέφεται και αναπνέει μέσα από τις επιθυμίες μας. Και κάποιες άλλες φορές, θεωρούν πως ακόμα κι αν τις εκμυστηρευτούν και γίνουν αποδεκτές θα είναι αδύνατον να πραγματοποιηθούν, γι’ αυτό και παραδίδουν τα όπλα μην έχοντας κάνει την παραμικρή προσέγγιση προς επίτευξή τους.

Κάπου εδώ γεννάται το ερώτημα αν πρέπει να μοιραστούμε όλες αυτές τις παιχνιδιάρικες σκέψεις με τον άνθρωπό μας. Από εμάς η απάντηση είναι και ναι και όχι! Εξαρτάται από τον χαρακτήρα και την ηθική του ανθρώπου που έχεις δίπλα σου. Εξαρτάται από την εμπιστοσύνη και την ελευθερία έκφρασης που υπάρχει ανάμεσά σας. Εξαρτάται από το είδος της ίδιας της φαντασίωσης. Γιατί, κακά τα ψέματα, δεν μπορείς να τα εκμυστηρευτείς κι όλα. Αν κάτι δεν τον αφορά –άμεσα στη πράξη, το τονίζω αυτό!– καλό είναι να το κρατήσεις για τον εαυτό σου. Υπάρχουν πράγματα που μπορεί να σας πληγώσουν και να φέρουν σε μία δυσάρεστη θέση τη σχέση σας. Είμαι σίγουρη πως κάτι τέτοιο δεν το θέλεις.

Αν όμως η σχέση σας πατάει σε γερά θεμέλια, αν μοιράζεστε ό,τι σας απασχολεί, αν είστε ανοιχτοί ο ένας απέναντι στον άλλον σε νέες ιδέες και προτάσεις τότε σου συνιστώ να το ρισκάρεις και να μοιραστείς το «ένοχο» μυστικό σου. Μπορεί να λειτουργήσει θετικά. Να ανοίξει νέους ορίζοντες στην ερωτική έκφραση και επικοινωνία σας. Να αυξήσει σημαντικά το ενδιαφέρον και να σας φέρει ακόμη πιο κοντά.

Είναι καιρός να απενοχοποιήσουμε καταστάσεις και να αποδεχτούμε τη φύση μας. Να βουτήξουμε στη φαντασία μας. Να αποκομίσουμε νέες εμπειρίες. Να ζήσουμε μεγάλα πάθη. Ας τολμήσουμε, λοιπόν. Ας βαδίσουμε σε μονοπάτια άκρως ερωτικά, δίχως ενοχές κι ενδοιασμούς. Ας κάνουμε τα όνειρά μας πραγματικότητα.

Όρια - Πλαίσια και Σχολικές Υποχρεώσεις

Από τότε που το παιδί είναι μικρό μπαίνει σε μία διαδικασία να μάθει να πραγματοποιεί δραστηριότητες με αρχή-μέση-τέλος, με σκοπό είτε την ευχαρίστηση είτε την ολοκλήρωση κάποιων υποχρεώσεων.

Καθώς μεγαλώνει, συχνά, μέρος της ωριμότητάς του είναι να μπαίνει σε διαδικασίες που δεν το ευχαριστούν πάντα άμεσα, αλλά του δίνουν ευχαρίστηση στο τέλος, με την ολοκλήρωσή τους.

Επίσης, το παιδί καθώς μεγαλώνει, ανάλογα με την ηλικία του, συγκεντρώνεται σε μία δραστηριότητα σταδιακά ολοένα και περισσότερο χρόνο: στα 2 ½ - 3 του χρόνια μπορεί να συγκεντρωθεί για 5’-10’, στα 4 του χρόνια μέχρι 20’.

Στο νήπιο ένα παιδί μπορεί να συγκεντρωθεί μέχρι και 30’ και στην Α’ Δημοτικού για ακόμα παραπάνω.

Τότε, στην Α’ Δημοτικού ξεκινά να ‘χει συγκεκριμένες υποχρεώσεις, που είναι διαφορετικές από το παιχνίδι που ήξερε ως τότε. Είναι «δουλειά», είναι κάτι που συχνά δεν το κάνει πρόθυμα, γιατί το παιδί θέλει να παίξει, θέλει να κάνει κάτι άλλο και να κάνει τη «δουλειά» μετά...

Τα πλαίσια, τα όρια στις υποχρεώσεις ενός παιδιού ξεκινούν νωρίς, από τότε που είναι μικρό, μέσα από το παιχνίδι, το φαγητό, τον ύπνο, το ντύσιμο, τη βόλτα.

Αν δεν υπάρχουν κανόνες και πρόγραμμα σε αυτά, τότε είναι εξαιρετικά δύσκολο να μπουν ξαφνικά, όταν φτάσει η ώρα για το σχολείο και το διάβασμα στο σπίτι.

Η αντίληψη ενός παιδιού μπορεί να είναι οξεία, ωστόσο, είναι απαραίτητο να μάθει το παιδί να αφιερώνει χρόνο στην εμπέδωση της νέας πληροφορίας, η οποία, χρόνο με το χρόνο στο σχολείο, γίνεται πιο απαιτητική σε ποιότητα και ποσότητα.

Η αντίληψη μόνη της είναι σημαντική, όμως πιο σημαντική είναι η προσήλωση, η διάρκεια της προσοχής, η επεξεργασία, η ανάλυση και τελικά η εμπέδωση της πληροφορίας.

Η αντίληψη είναι μια πιο γρήγορη διαδικασία από την εμπέδωση και είναι κάτι με το οποίο γεννιέσαι και το εξελίσσεις, ενώ η εμπέδωση είναι κάτι που το μαθαίνεις, καθώς μεγαλώνεις.

Η εμπέδωση θέλει χρόνο, επανάληψη, επιμονή.

Το «τα ξέρω από το σχολείο» είναι μία πρόταση συνηθισμένη, ωστόσο με μικρή αξία. Γιατί στην παράδοση του μαθήματος, το παιδί λαμβάνει την πληροφορία προφορικά και γρήγορα, ενώ πρέπει και να συνηθίσει (και στην πορεία να βελτιώσει) να εντρυφεί στο γραπτό λόγο, δηλαδή, στο «διαβάζω-κατανοώ» και στο «κατανοώ-γράφω».

Αυτό λοιπόν θέλει χρόνο, προσήλωση, «διάβασμα στο σπίτι».

Θέλει όλες τις αρετές που αναφέραμε παραπάνω.

Τουλάχιστον, με τον τρόπο που λειτουργεί το εκπαιδευτικό μας σύστημα...

Αλλά και πέραν του εκπαιδευτικού συστήματος, ένα παιδί πρέπει να μπορεί εν γένει να αφιερώνει χρόνο στο σπίτι για να ολοκληρώνει τις υποχρεώσεις του.

Να πειθαρχεί και να αυτοπειθαρχεί σε διαδικασίες γνώσης.

Στη φράση «κατακτώ τη γνώση» χρησιμοποιείται το ρήμα «κατακτώ», γιατί η γνώση είναι κάτι δύσκολο.

Ενδιαφέρον, χρήσιμο, ζωοποιό, αλλά συχνά δύσκολο.

Έρμαν Έσσε: Η σοφία δεν μεταδίδεται. Η σοφία που προσπαθεί να μεταδώσει ο σοφός ηχεί πάντα σαν τρέλα

Πραγματικά κανένα πράγμα στον κόσμο δεν απασχόλησε τόσο πολύ τη σκέψη μου, όσο αυτό το Εγώ, αυτό το αίνιγμα ότι είμαι ζωντανός, ότι είμαι ένας, χωρισμένος και διαφορετικός από τους άλλους, ότι είμαι ο Σιντάρτα!

Κι όμως, για κανένα πράγμα στον κόσμο δεν ξέρω λιγότερα απ’ ότι για μένα, για τον Σιντάρτα!

Κοίταξε Καμάλα: όταν ρίχνεις μια πέτρα στο νερό, βιάζεται να βρει το συντομότερο δρόμο για το βυθό.

Έτσι γίνεται και όταν ο Σιντάρτα έχει ένα σκοπό, μια πρόθεση.

Ο Σιντάρτα δεν κάνει τίποτα, περιμένει, σκέφτεται, νηστεύει, αλλά περνάει μέσα από τα πράγματα του κόσμου όπως η πέτρα από το νερό, χωρίς να κάνει τίποτα, χωρίς να κινηθεί, κάτι τον τραβάει, αφήνεται να πέσει.

Ο σκοπός του τον τραβάει, γιατί δεν αφήνει να μπει στην ψυχή του τίποτα αντίθετο στο στόχο του.

Αυτό έμαθε ο Σιντάρτα από τους σαμάνους.

Αυτό οι ανόητοι το ονομάζουν θαύμα και πιστεύουν πως προκαλείται από τους δαίμονες.

Τίποτα δεν προέρχεται από τους δαίμονες, δεν υπάρχουν δαίμονες.

Ο καθένας μπορεί να κάνει θαύματα, καθένας μπορεί να πετύχει το σκοπό του, αν ξέρει να σκέφτεται, να περιμένει και να νηστεύει.

Δες Γκοβίντα μου, αυτή είναι μια από τις σκέψεις που ανακάλυψα: Η σοφία δεν μεταδίδεται. Η σοφία που προσπαθεί να μεταδώσει ο σοφός ηχεί πάντα σαν τρέλα.

Δεν αστειεύομαι. Λέω αυτό που ανακάλυψα. Μπορεί να μεταδώσει κανείς τη γνώση, αλλά όχι τη σοφία.

Τη σοφία μπορεί κανείς να τη βρει, μπορεί να τη ζήσει, μπορεί να ενισχυθεί απ’ αυτήν, να κάνει μ’ αυτή θαύματα, αλλά δεν μπορεί να την πει και να τη διδάξει.

Αυτό ήταν που υποψιαζόμουν καμιά φορά όταν ήμουν νέος, αυτό ήταν που με τράβηξε μακριά από τους δασκάλους.

Έχω ανακαλύψει μια σκέψη, Γκοβίντα, που θα σου φανεί πάλι σαν αστείο ή σαν τρέλα, αλλά είναι η καλύτερή μου σκέψη. Άκουσε τη: το αντίθετο κάθε αλήθειας είναι εξίσου αληθινό!

Δηλαδή: μια αλήθεια που μπορεί να διατυπωθεί και περιβληθεί με λόγια είναι πάντα μονόπλευρη.

Μονόπλευρα είναι όλα όσα μπορεί κανείς να συλλογιστεί με σκέψεις και να πει με λέξεις, όλα μονόπλευρα, μισά όλα, αποκομμένα από την ολότητα, από τον κύκλο, από την ενότητα.

Όταν ο Φωτισμένος Βούδας μιλούσε διδάσκοντας για τον κόσμο, ήταν αναγκασμένος να τον διαιρέσει σε σαμσάρα και Νιρβάνα, σε πλάνη και αλήθεια, σε οδύνη και σε λύτρωση.

Δεν μπορεί κανείς να κάνει αλλιώς, δεν υπάρχει άλλος δρόμος γι’ αυτόν που θέλει να διδάξει.

Ο κόσμος όμως, όσα συμβαίνουν γύρω μας και μέσα μας, δεν είναι ποτέ μονόπλευρος.

Ποτέ ένας άνθρωπος ή μια πράξη δεν είναι μόνο σαμσάρα ή μόνο Νιρβάνα, ποτέ δεν είναι ένας άνθρωπος ολότελα άγιος ή εντελώς αμαρτωλός.

Κι αν φαίνεται έτσι, είναι γιατί είμαστε υποταγμένοι στην πλάνη πως ο χρόνος είναι κάτι πραγματικό.

Ο χρόνος δεν είναι πραγματικός, Γκοβίντα, το διδάχτηκα πολλές φορές αυτό.

Κι αν ο χρόνος δεν είναι πραγματικός, τότε είναι πλάνη και η διαχωριστική γραμμή που φαίνεται πως υπάρχει ανάμεσα στον κόσμο και την αιωνιότητα, ανάμεσα στην οδύνη και τη μακαριότητα, ανάμεσα στο καλό και το κακό».

Έρμαν Έσσε, Σιντάρτα. Ένα ινδικό παραμύθι

Νίτσε: Να μην σκέφτεσαι πια τον εαυτό σου

Θα έπρεπε να σκεφτούμε σοβαρά: γιατί πηδούμε στο νερό για να ανασύρου­με κάποιον που βλέπουμε να πνίγεται, ενώ δεν τρέφουμε κα­μιά συμπάθεια γι' αυτόν;

Από έλεος: εδώ δεν σκέφτεσαι πια παρά τον πλησίον σου, - απαντά ο παραλογισμός. Η αλήθεια είναι ότι στον οίκτο, - εννοώ σ' αυτό που συνήθως αποκαλούμε εσφαλμένα οίκτο - δεν σκεπτόμαστε πια τον εαυτό μας συ­νειδητά, αλλά τον σκεφτόμαστε πολύ έντονα με ασυνείδητο τρόπο, όπως όταν το πόδι μας γλιστρά και κάνουμε ασυνείδη­τα τις αντίθετες κινήσεις που αποκαθιστούν την ισορροπία μας, χρησιμοποιώντας καταφανώς όλη μας τη λογική.

Το ατύ­χημα ενός άλλου προσώπου μας προσβάλλει γιατί μας κάνει να νιώσουμε την αδυναμία μας, ίσως και τη δειλία μας, αν δεν τον βοηθήσουμε. Ή μάλλον αυτό προκαλεί ήδη από μόνο του μείωση της τιμής μας μπροστά στους άλλους ή και στον ίδιο τον εαυτό μας.

Ακόμη περισσότερο βρίσκουμε στο ατύχημα και στον πόνο ένα σήμα κινδύνου που παραμονεύει για μας. Και ήδη αυτές οι ενδείξεις της ανθρώπινης αβεβαιότητας και αδυ­ναμίας μπορούν να μας προκαλέσουν οδυνηρές συνέπειες. Απωθούμε αυτό το είδος αθλιότητας και προσβολής και απα­ντούμε σ' αυτό με μια πράξη συμπόνιας που μπορεί να κρύβει μια λεπτή άμυνα και ακόμη μια εκδίκηση.

Μαντεύει κανείς ότι στο βάθος σκεφτόμαστε πολύ τον εαυτό μας, όταν βλέπουμε την απόφαση που παίρνουμε σε όλες τις περιπτώσεις όπου μπο­ρούμε να αποφύγουμε το θέαμα του άλλου που πάσχει, που στερείται, που οδύρεται: αποφασίζουμε να μην το αποφύγου­με όταν μπορούμε να το πλησιάζουμε ως άνθρωποι δυνατοί και συμπονετικοί, σίγουροι για την επιδοκιμασία, θέλοντας να νιώσουμε την αντίθεση της δικής μας ευτυχίας, ή καλύτερα ελ­πίζοντας να διασκεδάσουμε την πλήξη μας.

Οδηγούμε στην παραπλάνηση όταν αποκαλούμε οίκτο (Mitleid) την οδύνη (Leid) που μας προκαλεί ένα τέτοιο θέαμα και που μπορεί να είναι πολύ ποικιλόμορφο, επειδή σε κάθε περίπτωση, είναι μια οδύνη από την οποία λυτρώνεται αυτός που υποφέρει μπρο­στά μας: αυτό είναι δικό μας, όπως εκείνου είναι δικός του ο πόνος του.

Όταν λοιπόν επιδιδόμαστε σε συμπονετικές πρά­ξεις, απαλλασσόμαστε μόνο από τον προσωπικό πόνο. Ωστό­σο, δεν ενεργούμε ποτέ έτσι από ένα μόνο κίνητρο: όπως είναι βέβαιο ότι θέλουμε να λυτρωθούμε από ένα πόνο, το ίδιο βέ­βαιο είναι ότι, για την ενέργεια, υποχωρούμε σε μια παρόρμηση ευχαρίστησης - και η ευχαρίστηση προκαλείται από το θέα­μα μιας κατάστασης αντίθετης με τη δική μας, επειδή η σκέψη της δύναμης να βοηθούμε μόνο αν θέλουμε, αποσκοπεί σε επαίνους και σε αναγνώριση στην περίπτωση που θα βοηθού­σαμε, με την πράξη της ίδιας της βοήθειας, εφόσον η πράξη πετυχαίνει (και όπως πετυχαίνει προοδευτικά, προκαλεί από μόνη της χαρά στον εκτελεστή της), αλλά κυρίως από το αί­σθημα ότι η παρέμβασή μας θέτει ένα όρο σε μια εξοργιστική αδικία (η εκτόνωση της οργής αρκεί ήδη για να ανακουφίσει).

Όλα αυτά μαζί με πολλά ακόμη λεπτότερα στοιχεία, είναι «οί­κτος» («Mitleid»): -πόσο αδέξια επιτίθεται η γλώσσα μας μ' αυ­τή τη λέξη για ένα τόσο περίπλοκο οργανισμό! - Το ότι, αντίθε­τα, η συμπόνια είναι ταυτόσημη με την οδύνη που την προκα­λεί η θέα της, ή το ότι έχει γι' αυτό μια ιδιαίτερα διεισδυτική και ευαίσθητη κατανόηση - αυτά αντιτίθενται στην εμπειρία, κι εκείνος που έχει εγκωμιάσει τον οίκτο μ' αυτές τις δύο σχέ­σεις, στερείται αρκετής πείρας στο ηθικό πεδίο.

Γι' αυτό μου εγείρονται αμφιβολίες όταν διαβάζω τα απίστευτα πράγματα που αναφέρει ο Σοπενχάουερ για την ηθική: αυτός που θα ήθε­λε με όλα αυτά να μας πείσει να πιστέψουμε στην μεγάλη και­νοτομία της εφεύρεσής του, ότι δηλαδή ο οίκτος - αυτός ο οί­κτος που παρατηρεί τόσο επιπόλαια και που περιγράφει τόσο αδέξια - είναι η πηγή κάθε ηθικής πράξης για το παρόν και για το μέλλον - ακριβώς εξαιτίας των ικανοτήτων που αυτός πρώ­τος επινόησε γι' αυτόν.

Στο κάτω- κάτω, τι ξεχωρίζει τα άτομα χωρίς έλεος από τα συμπονετικά άτομα;

Πριν απ' όλα -για να δώσουμε ακόμη ένα σκίτσο με αδρές γραμμές- δεν έχουν την ευερέθιστη φαντασία που προκαλεί ο φόβος, ούτε την επιδεξιότητα να προαισθάνονται τον κίνδυνο. Έτσι, η ματαιοδοξία τους πληγώνεται πιο αργά αν γίνει κάτι που θα μπορούσαν να το είχαν αποφύγει (για να διαφυλαχτεί η περηφάνια τους, τους προστάζει να μην αναμιχτούν ανώφελα σε υποθέσεις των άλ­λων, και μάλιστα, εφόσον ενεργούν έτσι, τους αρέσει να βοη­θά ο καθένας τον εαυτό του και να παίζει με τα δικά του χαρ­τιά) . Επιπλέον, έχουν συνηθίσει γενικά να υπομένουν περισσό­τερα βάσανα απ' όσο οι συμπονετικοί άνθρωποι, και δεν τους φαίνεται άδικο να υποφέρουν οι άλλοι εφόσον έχουν υποφέ­ρει κι αυτοί οι ίδιοι.

Στο κάτω-κάτω, το θέαμα των ευαίσθητων αισθημάτων τους προκαλεί τον ίδιο πόνο που προκαλεί το θέα­μα της στωικής απάθειας στους συμπονετικούς ανθρώπους. Κι έχουν για τις ευαίσθητες καρδιές περιφρονητικά λόγια και φοβούνται ότι το αρρενωπό πνεύμα τους και η ψύχραιμη ανδρεία τους κινδυνεύουν: μπροστά στους άλλους κρύβουν τα δάκρυά τους και όταν είναι μόνοι τους τα σφουγγίζουν οργι­σμένοι με τον ίδιο τους τον εαυτό.

Αυτοί ανήκουν σε ένα άλλο είδος εγωιστών από τους συμπονετικούς ανθρώπους. Αλλά με το να τους χαρακτηρίσουμε κακούς με διακριτική σημασία και να αποκαλέσουμε τα συμπονετικά άτομα καλούς, δεν σημαίνει τίποτα άλλο από μια ηθική της μόδας: ακριβώς όπως είχε η αντίθετη μόδα στην εποχή της, μια πολύ μακρόχρονη εποχή!

Νίτσε, Αυγή: Σκέψεις για τις ηθικές προλήψεις

Περιφρόνησε τους κανόνες

Υπάρχει μια ζωή που σε περιμένει να τη ζήσεις. Στέκεται αντίκρυ σου, στη μέση μιας καταπράσινης όασης. «Θα έρθεις;», σε ρωτά σαν το ανυπόμονο παιδί που γυρεύει συνένοχο στο παιχνίδι του. Σφυρίζεις αδιάφορα. Βουλιάζεις στη γκρίζα σου πολυθρόνα και κοιτάς αγχωμένος το ρολόι σου. Οι υποχρεώσεις σε κυνηγούν, οι εκκρεμότητες στο γραφείο δεν επιδέχονται άλλης αναβολής. Ντύνεσαι βιαστικά και φεύγεις.

Η ημέρα έχει ήδη αρχίσει. Σταματάς στο γωνιακό μαγαζάκι για έναν καφέ. Κάνεις μια υποτυπώδη προσπάθεια να πιάσεις ψιλοκουβέντα με τον υπάλληλο αλλά εκείνος σε κοιτάει βαριεστημένα. Μεταφράζεις την έκφρασή του προσώπου του ως «όρεξη έχει αδερφέ μου πρωϊνιάτικα». Παίρνεις τον καφέ σου αποκαρδιωμένος και προχωράς.

Συλλογίζεσαι πως κάποτε πρέπει πράγματι να είχαν όλοι μια παραπάνω όρεξη. Ύστερα τους έπεισαν πως όταν μεγαλώσουν θα ωριμάσουν και θα σοβαρευτούν. Ευτυχώς ωρίμασαν λοιπόν. «Μαζί και εγώ», καθησυχάζεις την αφεντιά σου πως συγκαταλέγεσαι στην εκλεκτή τους νόρμα.

Στο δρόμο ανοίγεις το ραδιόφωνο. Ο παρουσιαστής αναλύει μια έρευνα, σύμφωνα με την οποία τα 3 χρόνια σχέσης αποτελούν κομβικό σταθμό για πρόταση γάμου. Εσύ σκέφτεσαι πως συμπληρώνεις τον επόμενο μήνα το κρίσιμο όριο και αγχώνεσαι μήπως έφτασε πια ο καιρός να αποκατασταθείς.

Ο παρουσιαστής διευκρινίζει πως μετά τα 35 ο καιρός κυλά διαφορετικά και οι άνθρωποι κατασταλάζουν πιο γρήγορα. Πια είσαι σίγουρος. Το έχασες για τα καλά το τρένο. Κλείνεις τα μάτια και φαντάζεσαι το οικογενειακό τραπέζι της Κυριακής. «Άντε και ο Μανώλης παντρεύτηκε, μόνο εσύ έμεινες», ορκίζεσαι πως ακούς τη θεία Μαρίνα να σε νουθετεί.

Προσπαθείς να αντιληφθείς γιατί αυτό το «έμεινες» αντηχεί στα αυτιά σου σαν ληγμένο προϊόν, που ξεχάστηκε από τους υπαλλήλους στα ράφια του σούπερ μάρκετ. Ωστόσο, συμπεραίνεις πως οι πολύπλοκοι συλλογισμοί δε συνάδουν με τη στιγμή και πια σιγοτραγουδάς δήθεν αδιάφορος το ποπ ρεφρέν του ραδιοφώνου.

Φτάνεις στο γραφείο ήδη αγχωμένος αλλά πιο ενημερωμένος από ποτέ για την ελληνική δισκογραφία της εποχής. Οι υπάλληλοι σκυμμένοι σε σωρούς από έγγραφα με το ζόρι μουρμουρίζουν ένα καλημέρα. Αναρωτιέσαι από πότε σταμάτησαν τα μάτια να ακολουθούν τα χαμογέλα τους. Μάλλον αφότου επιτέλους ωρίμασαν και αυτοί.

Κοιτάς έξω από το παράθυρο. Η ζωή εξακολουθεί να σου γνέφει. Δεν καταλαβαίνεις γιατί αλλά αποφασίζεις να ακολουθήσεις την παρόρμηση σου. Αφήνεις πίσω το γκρίζο. Πια βρίσκεσαι στη μέση ακριβώς της πράσινης όασης. Εκείνη παρουσιάζεται μπροστά σου. Κάθεται σε μια πράσινη πολυθρόνα και μοιάζει στα αλήθεια εκπληκτικά όμορφη με τα χρυσά μαλλιά στους ώμους και τα ροδοκόκκινα, γεμάτα υγεία μάγουλά της.

«Συνήθως προτιμώ τη δράση αλλά νιώθω πως έφτασε η ώρα να κάνουμε μια συζήτηση εμείς οι δύο» σου απευθύνεται και βολεύεσαι πειθήνια στην αντικριστή πολυθρόνα.

«Με φοβάσαι» μαντεύει, κοιτώντας σε ευθεία στα μάτια.

«Δεν είναι αυτό», μουρμουρίζεις. Είναι, όμως, ακριβώς αυτό. Και το γνωρίζει.

Έπειτα, την ακούς να σου μιλάει, με μια φωνή που ποτέ σου δεν ξεχνάς:

«Κάθε φορά που φοβάσαι, θα γελάς. Οι δαίμονες τρέμουν την απομυθοποίησή τους. Όταν ξυπνάς, θα αποχωρίζεσαι με ένα χορευτικό σάλτο το κρεβάτι σου. Έτσι, σαν μια ελεγεία στην εφηβεία σου, που σε έντυσε με τον ανείπωτο ενθουσιασμό της. Θα ανοίγεις τα παντζούρια να μπει φως στην ψυχή. Δε θα βιάζεσαι. Θα απολαμβάνεις κάθε γουλιά από τον καφέ σου.

Θα επιλέγεις τα πιο όμορφα ρούχα σου. Μη τα φυλάς για τις εκλεκτές περιστάσεις. Το παρόν ισοδυναμεί με την πιο εκλεκτή περίσταση, δε συμφωνείς; Θα προτιμάς άγνωστους δρόμους για τις διαδρομές σου και όταν χάνεσαι θα το διασκεδάζεις. Οι προσεκτικoί πάνε πιο γρήγορα στο σωστό σημείο αλλά οι σοφοί εξερευνητές αντιλαμβάνονται ότι δεν υπάρχουν λάθος σημεία.

Θα κοιτάς τους ανθρώπους στα μάτια και θα τους ακούς λες και σου εκμυστηρεύονται το πιο σημαντικό νέο του κόσμου. Θα τους ενθαρρύνεις. Να κυνηγούν το όνειρο. Και όταν το καταφέρνουν, θα τους χειροκροτείς με την ψυχή σου. Είναι οι σπουδαίοι όσοι δεν απειλούνται από τις επιτυχίες των γύρω τους.

Θα αστειεύεσαι. Συνεχώς. Με τις μικροαναποδιές της καθημερινότητας αλλά κυρίως με τον ίδιο σου τον εαυτό. Αδιαφόρησε για όσους επιμένουν να σοβαρευτείς. Εσύ θα συνεχίζεις να παίζεις.

Άλλωστε, πιο σοβαρός άνθρωπος δε γεννήθηκε από όποιον αντιλήφθηκε νωρίς το φευγαλέο της ύπαρξης.

Μην κρατάς κακίες. Κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε, σύμφωνα με τον προγραμματισμό που κουβαλάμε. Αυτό να θυμάσαι. Απόφυγε να θυμώνεις με όποιον καμώνεται πως ως ο εξυπνότερος της παρέας όλα τα έμαθε. Συμπόνεσέ τον για τη μεγάλη του δειλία πως τον υποχρεώνει να οχυρώνεται στο καβούκι του.

Και ύστερα, μη βολεύεσαι. Γκρέμισε τα σκηνικά τα μέτρια, με τα μισά χαμόγελα και τις πλαδαρές σχέσεις. Αποφάσιζε με την καρδιά. Στήριξε τις αποφάσεις σου. Στόχευσε στο άπειρο. Δεν έχει σημασία πόσες φορές σου επανέλαβαν πως δεν μπορείς. Εσύ θα τα καταφέρεις.

Γίνε ο μεγαλύτερος θαυμαστής σου. Και αν σε ανέθρεψαν με την ψευδή ιδέα πως όποιος αγαπάει την αφεντιά του λέγεται εγωιστής, μάθε πως μονάχα από τις ασφαλείς καρδιές μπορείς να περιμένεις μια κάποια καλοσύνη.

Να είσαι επιφυλακτικός με όσους σπεύδουν να διαλαλήσουν σαν πραγματεία σε λαϊκή τα αστείρευτα προσόντα τους. Δόξαζε το ταλέντο το πηγαίο, που δε χρειάζεται κομπασμούς για να λάμψει.

Να εμπιστεύεσαι. Και αν κάποιος αποδειχθεί κατώτερος της εμπιστοσύνης σου, δεν πειράζει. Μονάχα η ανοιχτή ψυχή προσελκύει την αγάπη. Δώσε. Γιατί δε γίνεται να κάνεις διαφορετικά. Διότι πηγάζει από τα έγκατα της ύπαρξής σου. Κάνε παιδί μόνο αν πιστεύεις πως είσαι αρκετά δυνατός, ώστε να μην το φορτώσεις με τα προσωπικά σου συμπλέγματα και τις ανικανοποίητες προσδοκίες.

Γνώρισε το είδωλό σου στον καθρέφτη. Βαθιά. Μίλησε του. Φέρε το σε δύσκολη θέση. Θέσε του τις πιο αδιάκριτες ερωτήσεις. Όταν η ένταση σε κυριεύει να σκέφτεσαι πως μάλλον με πήρες πάλι πολύ στα σοβαρά.

Με ρωτάς τι είναι ζωή: Η ζωή λοιπόν είναι ένας πολύχρωμος καμβάς. Είναι τα δυνατά συναισθήματα και οι μεγάλοι έρωτες. Οι μαγικοί στόχοι και οι ενθουσιώδεις προσπάθειες για την κατάκτησή τούς.

Ζωή είναι να τραγουδάς στη μέση του δρόμου, δίχως να λογαριάζεις αν θα σε πουν τρελό. Να μη διστάζεις να δείξεις την αλήθεια σου. Να λες : «Αυτό είμαι. Δέξου με ή παράτησε με στην ησυχία μου». Ζωή είναι να αντικρίζεις το θαύμα της ύπαρξης με τα μάτια ενός μικρού παιδιού, να μη συμβιβάζεσαι με ημίμετρα, να μη χωράς σε ηλικιακά καλούπια και σε κοινωνικά στεγανά.

Ζωή είναι να λες την άποψή σου με θάρρος. Να διαφωνείς, αν χρειαστεί και να συγκρούεσαι, καθώς οι σπουδαίες διαφωνίες σφυρηλατούν τις αληθινές σχέσεις. Ζωή είναι να φωνάζεις εκστασιασμένος: «Θα αλλάξω τον κόσμο». Και αν τελικά δεν τα καταφέρεις είναι εντάξει. Αρκεί που υπήρξες στην ολότητα σου, που στη μέση του χάους εσύ αντάμωσες την καταπράσινη όαση.

Και αν όλα τα παραπάνω τα έπραξες, τότε σίγουρα έγινες πιστός φίλος, τρυφερός σύντροφος, ενθουσιώδης συνεργάτης και εμπνευσμένος ηγέτης. Και όσοι σε συνάντησαν στο διάβα τους, χάρη σε εσένα ποτέ πια δε θα είναι οι ίδιοι. Γιατί άλλαξες τον κόσμο τους. Και άρα άλλαξες και τον κόσμο. Απλώς δεν το ξέρεις».

Αυτή ήταν η ζωή. Και εσύ πρέπει μονάχα να τη ζήσεις.

10 υγιής φιλοφρονήσεις

1. Είσαι τόσο καλός ακροατής

Όταν οι άλλοι φαίνεται να κάνουν προσπάθεια να σας ακούσουν πραγματικά, είναι σημαντικό να τους το αναγνωρίζουμε. Οι περισσότεροι κουβαλούν τόσο δικό τους στρες και άγχος που δυσκολεύονται να κάνουν χώρο για τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς των άλλων γύρω τους. Γι΄ αυτό είναι σπάνιο κάποιος να έχει εξασκήσει τόσο καλά τις ακουστικές του δεξιότητες και αξίζει να σημειωθεί.

2. Το πάθος σου με εμπνέει

Ακόμα κι αν τα ενδιαφέροντά σας διαφέρουν, μπορεί και πάλι να θαυμάζετε το πάθος ενός ανθρώπου για κάτι συγκεκριμένο – τόσο που μπορεί να θρέφει την φλόγα μέσα σας ώστε να εξερευνήσετε κι εσείς τις δικές σας επιθυμίες. Αν του το εκφράσετε αυτό, θα τον ενθαρρύνετε να συνεχίσει σε αυτό το ρυθμό και ένταση να κυνηγά τα όνειρά του.

3. Θαυμάζω τη δύναμη και την ανθεκτικότητά σου

Το 2020 ήταν μια σκληρή χρονιά και ο καθένας μας αντιμετώπισε ξεχωριστές προκλήσεις στη ζωή του. Όταν βλέπετε κάποιον να έχει ξεπεράσει τα εμπόδιά του και να στέκεται σε ένα πιο ήρεμο μέρος, γιορτάστε τη δύναμη αυτή μαζί του. Υπενθυμίστε του πόσο δύσκολο και θαρραλέο ήταν να υπερπηδήσει όλα αυτά τα δύσκολα σημεία και στο τέλος να βρει την ισορροπία του.

4. Λατρεύω την προσωπικότητά σου

Πάντα δεν επιθυμούσατε να εκτιμήσει κάποιος όλα τα παράξενα και εκκεντρικά σας χαρακτηριστικά; Όταν κάποιος παρατηρεί τα μικρά, μοναδικά στοιχεία πάνω σας και υα βρίσκει όμορφα, νιώθετε επιτέλους πλήρως ορατοί. Το κοπλιμέντο που αναφέρεται στην προσωπικότητα κρύβει τη μεγαλύτερη δύναμη.

5. Η αυθεντικότητά σου είναι μεταδοτική

Σε μια κοινωνία τόσο κυριαρχούμενη από τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης και τις αντιγραφές, η ανάπτυξη και έκφραση του πραγματικού εαυτού μας στον κόσμο αποτελεί μια πράξη γενναιότητας. Η πίεση που νιώθουμε να προσαρμοστούμε στις κοινωνικές νόρμες συχνά υπερτερεί της επιθυμίας μας για αυθεντικότητα. Όταν παρατηρείτε ότι κάποιος παραμένει αληθινός στην αυθεντική του φύση, δείξτε του πόσο τον θαυμάζετε.

6. Νιώθω ότι μαζί σου μπορώ να είμαι ο εαυτός μου

Όταν δείχνετε σε κάποιον πόσο ευπρόσδεκτη είναι η ενέργειά του, αυτός ανοίγεται ακόμα περισσότερο, επειδή ξέρει ότι δεν θα επικριθεί. Αν έχετε έναν φίλο ή έναν συγγενή που σας βοηθά να νιώθετε κι εσείς άνετα μαζί του, εκφράστε το και θα δείτε ότι θα έρθετε ακόμα πιο κοντά.

7. Μου αρέσει πολύ το γούστο σου

Το γούστο είναι υποκειμενικό. Έχετε όμως ποτέ παίξει τα αγαπημένα σας κομμάτια σε έναν φίλο μόνο για να λάβετε πίσω κοροϊδευτικά σχόλια; Το μοίρασμα του γούστου μας στη μουσική, στις ταινίες, στα βιβλία μπορεί να είναι απογοητευτικό. Οπότε όταν κάποιος αποφασίσει να εκφράσει αυτά του ενδιαφέροντα και ενδιαφέρεται να ακούσει τη γνώμη σας, δηλώστε του πόσο το απολαύσατε. Θα δείτε ότι η αυτοπεποίθησή του θα τονωθεί.

8. Είσαι τόσο δημιουργικό/ή

Ένας δημιουργός βγάζει την ψυχή του κατά τη διάρκεια της δημιουργίας. Όποιο κι αν είναι το στυλ και η ιδέα του, αν εκείνος αποφασίσει να μοιραστεί το έργο του μαζί σας, θα ήθελε να ακούσει πόσο δημιουργικός είναι. Εκφράστε το ειδικά αν βλέπετε την προσπάθεια που καταβάλλει.

9. Το χιούμορ σου πάντα με κάνει να γελώ

Μία από τις καλύτερες εμπειρίες στη ζωή είναι η χαρά του γέλιου και όταν κάποιος μας κάνει να γελάμε, είναι μια όμορφη στιγμή. Αν γνωρίζετε κάποιον που πάντα σας κάνει να χαμογελάτε, πείτε του πόσο εκτιμάτε την αίσθηση του χιούμορ του. Θα τονώσετε την αυτοπεποίθησή του και θα του δείξετε ότι η ενέργεια που μεταδίδει βρίσκει τόπο.

10. Η θετική σου στάση πάντα με κάνει να νιώθω καλύτερα

Η ζωή είναι μια ισορροπία ανάμεσα στο γλυκό και το πικρό και η διατήρηση μια θετικής στάσης στην παρουσία πικρών εμπειριών είναι μια δύσκολη εργασία. Όταν κάποιος βάζει τα δυνατά του για να μείνει θετικός και διατηρήσει την ενέργειά του, το λιγότερο που αξίζει είναι η αναγνώριση της οπτιμιστικής του στάσης.

Η σκέψη είναι δύσκολη. Γι’ αυτό οι περισσότεροι άνθρωποι κρίνουν

Δεν θα βρεις εύκολα άνθρωπο να τα έχει καλά με τον εαυτό του. Για αυτό και ξεχωρίζει. Τον καταλαβαίνεις από χιλιόμετρα. Δεν έχει κανενός είδους κόμπλεξ, τα έχει βρει με το «εγώ» του. Χαμογελάει αβίαστα και ξέρει να λέει όχι. Είναι ευγενικός, χωρίς να θέλει να είναι αρεστός σε όλους. Μπορεί να μείνει μόνος του, δεν φοβάται την μοναχικότητα. Διαφέρει επίσης από την ανωτερότητα στον λόγο. Όχι τόσο στον τρόπο χειρισμού, όσο στην ποιότητα αυτού. Δεν θα τον ακούσεις ποτέ να κακολογεί κάποιον, να τον κρίνει, να μιλάει πίσω από την πλάτη του. Το πιο πιθανό είναι πως αν νιώσει την ανάγκη να πει κάτι για κάποιον, θα το πει στον ίδιο. Αν και τις περισσότερες φορές είναι τόσο απασχολημένος με άλλα πράγματα, για να ασχοληθεί τις αδυναμίες των άλλων. Ως επί το πλείστον δεν τον απασχολούν.

Οι άνθρωποι αυτοί έχουν προσωπικότητες που λαμποκοπάνε. Για αυτό σου λέω πως δεν μπορούν να περάσουν απαρατήρητοι. Ίσως να διαβάζουν πολλά βιβλία ή ίσως να ταξιδεύουν πολύ. Το μόνο σίγουρο είναι πως κανείς δεν μπορεί να τους χαλάσει την ημέρα, επειδή οι ίδιοι δεν το επιτρέπουν. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν μάθει να σκέφτονται. Να λειτουργούν το μυαλό και όχι απλά να το διαθέτουν. Η σκέψη είναι δύσκολη άλλωστε, για αυτό οι περισσότεροι άνθρωποι κρίνουν.

Υπάρχουν και οι άλλοι. Οι κριτές. Εκείνοι που δεν θέλεις να συναντήσεις στο διάβα σου. Εκείνοι που πάντα έχουν έναν κακό λόγο για κάποιον, εκείνοι που κρίνουν τις ζωές των άλλων (τις περισσότερες φορές, χωρίς να ξέρουν). Δεν υπάρχει κάποια δικαιολογία στην συμπεριφορά τους και όμως, είναι μια από τις πιο αποδεκτές συμπεριφορές της κοινωνίας. Το να κρίνεις τους άλλους έχει γίνει μάλιστα μόδα. Είναι το πρώτο πράγμα που κάνουν οι κυρίες στις γειτονιές, οι φίλοι όταν βγουν για καφέ, τα περιοδικά, οι τηλεοράσεις και όχι μόνο. Ο μιμητισμός στα χειρότερά του. Ο άνθρωπος μαθαίνει από την κούνια του, πως είναι ευκολότερο να κρίνει παρά να σκεφτεί. Οπότε αυτό κάνει.

Το εύκολο δεν είναι πάντα και το ενάρετο. Κάποια στιγμή όλοι υποπίπτουμε σε λάθη. Το θέμα είναι πόσο επιτρέπουμε σε αυτά να μας ελέγχουν και πόσο τελικά ελέγχουμε εμείς οι ίδιοι τον εαυτό μας. Δεν είναι ωραία η ιδέα να είμαστε υποχείρια του κακού μας εαυτού. Αν είναι να είμαστε υποχείρια κάποιου, ας είμαστε του καλού μας εαυτού.

Όσο οι άνθρωποι καταφέρνουν να αντιστέκονται στο επιβαλλόμενο τόσο η σκέψη θα νικά.
Όσο οι άνθρωποι καταφέρνουν να αποφεύγουν να κρίνουν τους άλλους, τόσο θα φτάνουν πιο κοντά στους ολοκληρωμένους εαυτούς.

Στο ξαναλέω η σκέψη είναι δύσκολη, για αυτό οι περισσότεροι άνθρωποι κρίνουν.

Εσύ τι κάνεις;

FRANZ KAFKA: Kάθε εσώτερη υποχρέωση που δεν εκπληρώνεται μετατρέπεται σε δυστυχία διαρκείας

Ποιες είναι οι εσώτερες υποχρεώσεις μας, οι οποίες, αν δεν τις φροντίσουμε, μετατρέπονται σε δυστυχία διαρκείας;

Υπάρχει ένα κείμενο το οποίο αποδίδεται στον Μπόρχες και περιγράφει πολύ καλά το τι μπορεί να νιώσει κάποιος που φτάνει σε προχωρημένη ηλικία χωρίς να έχει φροντίσει την ιερότερη υποχρέωσή του:

“'Εχω διαπράξει το χειρότερο από τα αμαρτήματά που μπορεί να διαπράξει άνθρωπος. Δεν υπήρξα ευτυχής. Είθε οι παγετώνες της λήθης να με παρασύρουν και να με αφανίσουν, ανελέητοι. Οι γονείς μου με γέννησαν για το ριψοκίνδυνο και όμορφο παιχνίδι της ζωής, για τη γη, το νερό, τον αέρα, τη φωτιά. Τους απογοήτευσα. Δεν υπήρξα ευτυχής. Δεν εκπληρώθηκε η νεανική τους επιθυμία. Το μυαλό μου προσαρμόστηκε στις συμμετρικές εμμονές της τέχνης, να υφαίνω το τίποτα με το τίποτα. Μου κληροδότησαν αξία. Δεν υπήρξα γενναίος. Δε με εγκαταλείπει. Πάντα είναι πλάι μου η σκιά του ότι έχω υπάρξει δυστυχής”.

Στο ίδιο πνεύμα, ο Ρ. Λ. Στίβενσον, που έγραψε το Νησί των θησαυρών, έλεγε ότι “Δεν υπάρχει καθήκον που να το αμελούμε τόσο πολύ όσο το να είμαστε ευτυχείς”

ΦΡΑΝΤΣ ΚΑΦΚΑ

ΞΕΝΟΦΩΝ: ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΥΧΗ

Ξενοφών (περ. 430 – μετά το 355 πΧ)

Απομνημονεύματα 1. 2. 23

Γιατί στο ίδιο σώμα συνυπάρχουν εκ φύσεως μαζί με την ψυχή οι κακές επιθυμίες που την πείθουν να μην είναι συνετή αλλά να ικανοποιεί ταχύτατα αυτές και το σώμα.

Απομνημονεύματα 1. 2. 53

Όταν η ψυχή βγει από το σώμα, που μόνο αυτή έχει φρόνηση, οι συγγενείς εξαφανίζουν το ταχύτερο το σώμα του πιο αγαπημένου τους ανθρώπου, αφού κάνουν την εκφορά του.

Άσκησε την ψυχή και το σώμα με τέτοιο τρόπο ζωής, τον οποίον εφαρμόζοντας κάποιος θα μπορούσε να περάσει τη ζωή του με θάρρος και ασφάλεια.

Απομνημονεύματα Α’ 4. 13

Δεν ήταν όμως αρκετό για τον θεό να φροντίσει μόνο το σώμα αλλά, το σπουδαιότερο, εμφύτευσε στον άνθρωπο την ισχυρότατη ψυχή. Γιατί ποιου άλλου ζώου η ψυχή έχει πρώτα-πρώτα τη γνώση ότι υπάρχουν θεοί που δημιούργησαν με τάξη τα σπουδαιότερα και ωραιότερα; Ποιο άλλο ζωικό είδος λατρεύει θεούς, αν όχι οι άνθρωποι; Ποια άλλη ψυχή, αν όχι η ανθρώπινη, είναι ικανότερη να παρέχει προφυλάξεις από την πείνα, τη δίψα, το κρύο ή τη ζέστη ή να προσφέρει βοήθεια σε ασθένειες ή να ασκεί στη ρώμη ή να κοπιάζει για μάθηση ή να είναι ικανότερη να διατηρεί στη μνήμη όσα τυχόν ακούσει, δει ή μάθει;

Απομνημονεύματα A’ 5. 5

Δεν πρέπει άραγε κάθε άνθρωπος που θεωρεί την εγκράτεια βάσει της αρετής, αυτήν πρώτα να εγκαθιδρύει στην ψυχή του; Γιατί ποιος θα μπορούσε χωρείς αυτή να μάθει κάτι καλό ή να το μελετήσει ιδιαίτερα; Ή ποιος υποδουλωμένος δεν θα είχε το σώμα του και την ψυχή σε αισχρή κατάσταση;

Απομνημονεύματα Δ’ 3. 14

Αλλά βέβαια και η ανθρώπινη ψυχή, που μετέχει στο θείο περισσότερο από καθετί άλλο ανθρώπινο, είναι φανερό ότι βασιλεύει μέσα μιας, ούτε και αυτή όμως ορατή.

Η ζωή του συγγραφέα του Συρανό ντε Μπερζεράκ

Συρανό ντε Μπερζεράκ, Ροστάν Εντμόν (1868-1918)

Προς τα τέλη του 19ου αιώνα, γεννιέται ένα ξεχωριστό συγγραφικό πνεύμα του οποίου τα έργα θα προκαλούν συνεχώς τον ενθουσιασμό των αναγνωστών σε διεθνές επίπεδο. Ονομάζεται Εντμόν Ροστάν και το όνομά του θα συνδεθεί για πάντα με το θεατρικό του χαρακτήρα Συρανό ντε Μπερζεράκ.

Ο Εντμόν Εζέν Ζοζέφ Αλέξης Ροστάν γεννιέται την 1η Απριλίου 1868 στη Μασσαλία και είναι ο γιος του γνωστού, εκείνη την εποχή, οικονομολόγου Εζέν Ροστάν (1843-1915). Η οικογένειά του είναι αρκετά ευκατάστατη και ο ίδιος μεγαλώνει σε ένα ευχάριστο περιβάλλον με τους δύο γονείς του. Μετακομίζουν στο ιαματικό θέρετρο Μπανιέρ ντε Λυσόν, στα Πυρηναία Όρη και εκεί θα ανεγείρουν μια επιβλητική έπαυλη με το όνομα Έπαυλη Ζουλιά. Ο Εντμόν θα ζήσει στην πόλη Λουσόν ή διαφορετικά στην Βασίλισσα των Πυρηναίων για περισσότερα από είκοσι χρόνια και θα αποτελέσει την πηγή της λογοτεχνικής του έμπνευσης.

Εγκαταλείπει για λίγα χρόνια τη συγγραφική του δραστηριότητα πηγαίνοντας στο Παρίσι για να πραγματοποιήσει σπουδές στη Νομική. Γρήγορα, όμως, συνειδητοποιεί ότι η καρδιά του ανήκει στη Ποίηση και το Θέατρο. Έτσι, στην ηλικία των είκοσι ετών, το 1888, δημοσιεύει το πρώτο του θεατρικό έργο με τον τίτλο «Το κόκκινο Γάντι». Την ίδια χρονιά και συγκεκριμένα την 1η Απριλίου ιδρύει με ένα φίλο του τον Σύλλογο των γεννηθέντων την 1η Απριλίου τα μέλη του οποίου θα απολαμβάνουν διάφορα προνόμια όπως την ελεύθερη είσοδο σε θέατρα.

Το 1890 θα αποτελέσει μια σημαντική χρονιά για την συγγραφική του πορεία και για την προσωπική του ζωή. Αρχικά παντρεύεται με την ποιήτρια Ροζμόν Ζεράρ (1866-1953), της οποίας δάσκαλος είναι ο συγγραφέας Αλέξανδρος Δουμάς (ο υιός). Έπειτα, δημοσιεύει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Οι Οκνηρίες» παρουσιάζοντας τις απόψεις του, τις ιδέες του, τα συναισθήματά του μέσω των στίχων. Το νέο ζευγάρι έχει κοινό σημείο αναφοράς την ποίηση και εκφράζεται μέσω αυτής συμπληρώνοντας ο ένας τον άλλον. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το γεγονός ότι η ποιητική συλλογή «Οι Οκνηρίες» του Εντμόν γίνεται περισσότερο κατανοητή με την παράλληλη ανάγνωση της ποιητικής συλλογής «Οι Μηχανορραφίες» της Ροζμόν. Οι δύο τους θα ζήσουν μια όμορφη οικογενειακή ζωή και θα αποκτήσουν δύο γιους, τον Μωρίς (1891) και τον Ζαν (1894).

Το 1894, ο Εντμόν θα γνωρίσει τη δόξα χάρη στη κωμωδία «Οι Ρομαντικοί», του οποίου η θεατρική παράσταση θα λάβει χώρα στο Γαλλικό Θέατρο ή διαφορετικά στη Γαλλική Κωμωδία. Πρόκειται για ένα οικοδόμημα υψίστης πολιτιστικής κληρονομιάς, που χτίστηκε το 1680 και έχει δικό του μόνιμο θίασο κωμικών. Μέχρι σήμερα έχει ανεβάσει περίπου 3000 θεατρικά έργα.

Η συγγραφική δραστηριότητα του Εντμόν συνεχίζεται και η χρονιά 1897 θα αποτελέσει σταθμό στην αναγνώρισή του που θα ξεπεράσει τα σύνορα της Γαλλίας. Αρχικά, εκδίδει το ποίημα «Για την Ελλάδα» και έπειτα ένα πιο τα σημαντικά θεατρικά δημιουργήματα. Πρόκειται για την κωμωδία των πέντε πράξεων «Συρανό ντε Μπερζεράκ», που θα χαρακτηριστεί ως ηρωική κωμωδία περιέχοντας στοιχεία από το Ρομαντισμό και το Κλασικισμό. Το έργο παρουσιάζεται για πρώτη φορά στις 28 Δεκεμβρίου 1897 στο Θέατρο ντε λα Πορτ-Σαν-Μαρτάν, ονομαζόμενο επίσης Όπερα του Λαού. Ο βασικός χαρακτήρας του έργου, ο Συρανό ντε Μπερζεράκ, αποτελεί δημιούργημα έμπνευσης από το Γάλλο συγγραφέα Σαβινιάν Συρανό ντε Μπερζεράκ (1619-1655).

Εκείνη την περίοδο, το πολιτικό πεδίο της Γαλλίας έχει χάσει την αξία του λόγω διαφόρων σκανδάλων και ο Εντμόν Ροστάν παρουσιάζει ένα έργο σχετικά με τα ιδεώδη και το μεγαλείο της ψυχής. Ο βασικός του χαρακτήρας, Συρανό ντε Μπερζεράκ, εκπροσωπεί τον ηρωισμό, το ρομαντισμό, τη γενναιότητα, που βρίσκουν απήχηση στο Γαλλικό κοινό. Ο Εντμόν είναι σίγουρος για την αποτυχία της θεατρικής παράστασης δεδομένου ότι απαιτεί πολλούς χαρακτήρες και αλλαγές στο σκηνικό. Επιπλέον, ο ρόλος του ήρωα είναι αρκετά μεγάλος, αφού αποτελείται από 1600 αλεξανδρινούς στίχους και η απόδοση μιας μάχης, που συμπεριλαμβάνεται, δε θα είναι εύκολη. Παράλληλα ζητάει συγγνώμη από το θίασο του επειδή τους «παρασύρει σε αυτή την τρομακτική περιπέτεια». Η αντίδραση του κοινού, όμως, διαψεύδει τον Εντμόν, αφού χειροκροτεί κατά τη διάρκεια του διαλείμματος για είκοσι συνεχή λεπτά. Επιπλέον, ένας υπουργός τον επισκέπτεται και αφαιρεί το δικό του μετάλλιο της Λεγεώνας της Τιμής προσφέροντάς το στον Εντμόν.

Ο Συρανό ντε Μπερζεράκ θα γίνει ο ήρωας που θα εκφράζει το γαλλικό πνεύμα ενώ το έργο θα παίζεται για πολλά χρόνια, ακόμα και όταν ο δημιουργός του δε θα είναι εν ζωή. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι σε διάστημα δύο χρόνων (1897-1899) το έργο θα παιχτεί τετρακόσιες φορές ενώ το 1913 θα πραγματοποιηθεί η χιλιοστή παράστασή του. Στο μέλλον, ο Συρανό ντε Μπερζεράκ θα γίνει όπερα, κινηματογραφική ταινία, κινούμενα σχέδια ενώ θα συναντήσουμε δύο αγάλματά του και το όνομά του θα δοθεί σε δρόμο της Γαλλίας. Πολλοί ερευνητές θα μελετήσουν το θεατρικό έργο, θα σκιαγραφήσουν το χαρακτήρα του Συρανό, θα αναζητήσουν τα αίτια που οδήγησαν τον Εντμόν Ροστάν σε αυτή την επιτυχία. Οι απαντήσεις, που θα πάρουν, θα δημιουργήσουν νέα ερωτήματα αλλά ο Συρανό ντε Μπερζεράκ θα συνεχίσει να εμπνέει και να διδάσκει. Ο Εντμόν Ροστάν θα τιμηθεί για το έργο του και θα γίνει Ταξιάρχης της Λεγεώνας της Τιμής.

Το 1900, θα παρουσιάσει το νέο θεατρικό του έργο με τον τίτλο «Το Αετόπουλο». Πρόκειται για ένα δράμα των έξι πράξεων με βασικό του θέμα τη ζωή του γιου του Ναπολέοντα Ά (1769-1821), δηλαδή του Ναπολέοντα ΄Β (1811-1832), που τον αποκαλούσαν «αετόπουλο». Το έργο δε θα γνωρίσει μεγάλη επιτυχία ενώ θα παίζεται για δύο συνεχή χρόνια. Όμως, χάρη σε αυτό ο Εντμόν Ροστάν θα γίνει μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας το 1901, μόλις στην ηλικία των 33 ετών. Η Γαλλική Ακαδημία δημιουργήθηκε το 1635 από τον Καρδινάλιο Ρισελιέ (1585-1642) με σκοπό την απλοποίηση και την τελειοποίηση της Γαλλικής Γλώσσας ώστε να γίνεται κατανοητή από όλους.

Ο Εντμόν συνεχίζει με την συγγραφή ποιημάτων και δοκιμίων μέχρι το 1910 όπου θα παρουσιάσει ένα θεατρικό έργο διαφορετικό από τα προηγούμενα. Ο τίτλος του είναι «Σαντεκλέ» και παίζεται στο Θέατρο ντε λα Πορτ-Σαν-Μαρτάν. Οι πρωταγωνιστές του είναι ζώα και μιλούν χρησιμοποιώντας σοφιστική γλώσσα η οποία δεν προκαλεί το μεγάλο ενδιαφέρον του κοινού. Παράλληλα, όμως, το συγκεκριμένο θεατρικό έργο παρουσιάζει την τεχνική για εκμοντερνισμό του σκηνικού και παρατηρείται από τους σκηνοθέτες.

Από το 1904 μέχρι το 1915 ο Εντμόν Ροστάν δεν έχει μεγάλη συγγραφική δραστηριότητα. Παρουσιάζει κάποια έργα μεταξύ των οποίων βρίσκουμε το πολεμικό ποίημα «Η Κλοπή της Μασσαλιώτιδας» (1915). Εξάλλου, το 1914 αποφασίζει να στηρίξει του Γάλλους στρατιώτες, αφού εκείνη την εποχή ξεσπάει ο Ά Παγκόσμιος Πόλεμος. Επιπλέον, το 1915 εγκαταλείπει τη σύζυγό του και ξεκινάει ένα καινούργιο κεφάλαιο στη προσωπική του ζωή. Διατηρεί σχέσεις με την ηθοποιό Μερί Μαρκέ (1895-1979), που είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στο έργο «Το Αετόπουλο». Όμως, ο Εντμόν Ροστάν υποφέρει από την ισπανική γρίπη και χάνει τη μάχη με τη ζωή στις 2 Δεκεμβρίου 1918 αφήνοντας την τελευταία του πνοή στο Παρίσι.

Η γαλλική κυβέρνηση θα τιμήσει την προσφορά του Εντμόν Ροστάν στο Θέατρο και αρκετοί δρόμοι του Μονπελιέ θα αποκτήσουν το δικό του όνομα και κάποιων χαρακτήρων του.

Ο Εντμόν Ροστάν ήταν ο άνθρωπος, που δεν έγινε γνωστός μόνο για τα θεατρικά έργα και ποιήματά του. Αντιθέτως, είναι ο δημιουργός που θύμισε ότι ανεξαρτήτως πολιτικής αστάθειας, οι αξίες και τα ιδανικά δε χάνονται ποτέ. Δημιούργησε το Συρανό ντε Μπερζεράκ και μας τον πρόσφερε απλόχερα για να μας δείξει ότι ο άνθρωπος μπορεί να ανακαλύψει το μεγαλείο της ψυχής του μέσω της αλήθειας, της γενναιότητας, της προσφοράς, του έρωτα χωρίς να αναζητά την εφήμερη δόξα. Εμείς, θα μπορούσαμε να διαβάσουμε κάποιο από τα θεατρικά έργα του και να το χρησιμοποιήσουμε ως πυξίδα για να βρούμε τον τρόπο με τον οποίο θα χαράξουμε τη δική μας πορεία στο χάρτη της ζωής.

«Σύμπαν 25»: Η ιστορία για ένα από τα πιο τρομακτικά πειράματα της επιστήμης

Το πείραμα με την ονομασία «Σύμπαν 25» αποτελεί ένα από τα τρομακτικότερα πειράματα στην ιστορία της επιστήμης, το οποίο, μέσα από τη συμπεριφορά μιας αποικίας ποντικιών, αποτελεί μια απόπειρα για να εξηγήσουν οι επιστήμονες τις ανθρώπινες κοινωνίες.

Το ημερολόγιο έγραφε 9 Ιουλίου 1968 όταν τέσσερα λευκά ποντικάκια τοποθετήθηκαν σε ένα παράξενο κουτί στο Εθνικό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας του Μέριλαντ, ένα κουτί που έμοιαζε περισσότερο με δωμάτιο και ονομάστηκε «Σύμπαν 25».

Ο δρ. Τζον Κάλχουν είχε σκοπό να προχωρήσει σε ένα πείραμα που θα αποδείκνυε τι θα μπορούσε να συμβεί σε έναν υπερπληθυσμένο κόσμο.

Ο Αμερικάνος επιστήμονας δημιούργησε το λεγόμενο «Παράδεισο των ποντικιών». Σε αυτό το δωμάτιο τα τρωκτικά είχαν άφθονο νερό, άφθονο φαγητό και ο χώρος ήταν μεγάλος για να ζήσουν. Τα τέσσερα αρχικά ποντίκια, μετά από αναπαραγωγή έγιναν οκτώ και στη συνέχεια ο πληθυσμός τους άρχισε να αυξάνεται ραγδαία. Ωστόσο, μετά από 315 ημέρες, παρατηρήθηκε μείωση.

Ο αριθμός στο δωμάτιο των ποντικιών, είχε φτάσει τα «600» και τότε ξεκίνησε να παρατηρείται μία ιεραρχία, ενώ εμφανίστηκαν και οι λεγόμενοι «άθλιοι». Τα μεγαλύτερα ποντίκια ξεκίνησαν να επιτίθονται σε αυτή την ομάδα, με αποτέλεσμα πολλά αρσενικά να αρχίσουν να καταρρέουν ψυχολογικά.

Αυτό είχε ως επακόλουθο να μην προστατεύουν τα θηλυκά ποντίκια και αυτά με τη σειρά τους να γίνονται επιθετικά στα μικρά τους. Στην «αλυσίδα» αυτή υπήρξε και συνέχεια, με τα θηλυκά να γίνονται όλα και πιο επιθετικά και να υπάρχει έλλειψη διάθεσης αναπαραγωγής.

Τότε, εμφανίστηκε μια νέα κατηγορία αρσενικών τρωκτικών, τα λεγόμενα «όμορφα ποντίκια». Αυτά αρνούνταν να ζευγαρώσουν με τα θηλυκά ή να «πολεμήσουν» για τον χώρο τους. Το μόνο που τα απασχολούσε ήταν το φαγητό και ο ύπνος.

Σε κάποια φάση τα «όμορφα αρσενικά» και τα «απομονωμένα θηλυκά» αποτελούσαν την πλειοψηφία του πληθυσμού.

Όσο πέρναγε ο καιρός, η θνησιμότητα των νεαρών έφτασε στο 100% και η αναπαραγωγή στο μηδέν. Ανάμεσα στα ποντίκια υπό εξαφάνιση, αυξήθηκε ο κανιβαλισμός, παρά το γεγονός ότι υπήρχε άφθονο φαγητό.

Την 1.780η ημέρα του πειράματος, πέθανε και το τελευταίο ποντίκι του «Σύμπαντος 25». Ο Τζον Κάλχουν επανέλαβε το ίδιο πείραμα άλλες 25 φορές και κάθε φορά το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο.

Το επιστημονικό έργο του Κάλχουν χρησιμοποιήθηκε ως μοντέλο ερμηνείας της κοινωνικής κατάρρευσης και η έρευνά του λειτουργεί ως άξονας μελέτης της αστικής κοινωνιολογίας και της ψυχολογίας.

Η τεχνολογία στην διάθεση της ιατρικής - 3D οστά στο σώμα του ασθενή

Η τεχνολογία έχει εισβάλει στην ιατρική και έχει προσφέρει σημαντικές λύσεις σε προβλήματα που έμοιαζαν ακατόρθωτα.

Η τελευταία έρευνα του University of New South Wales (Αυστραλία) έρχεται να δώσει μια διαφορετική διάσταση λόγω του υλικού που χρησιμοποιούν.

Συγκεκριμένα, οι ερευνητές παρουσίασαν μια σημαντικά αναβαθμισμένη τεχνική κατασκευής τεχνητών οστών μέσω 3D printing, στην οποία χρησιμοποιούν ένα ειδικό κεραμικό υλικό που είναι βιοσυμβατό με τα ζωντανά κύτταρα και μάλιστα μπορεί να “εκτυπωθεί” σε θερμοκρασία δωματίου (άρα χωρίς πολύπλοκα και κοστοβόρα συστήματα). Ο απώτερος στόχος τους είναι να επιδιορθώνουν ζημιές στα οστά των ασθενών με επί τόπου 3D εκτύπωση.

Σύμφωνα με τον Kristopher Kilian, καθηγητή της Σχολής Επιστήμης Υλικών και Μηχανολογίας του University of New South Wales,

Πρόκειται για μια πρωτοποριακή τεχνική που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να κατασκευαστεί με ακρίβεια τεχνητό οστό που μιμείται τις φυσικές και βιολογικές ιδιότητες ενός φυσικού οστού. Αυτή η εξέλιξη ανοίγει πληθώρα νέων δυνατοτήτων συμπεριλαμβανομένης της επιδιόρθωσης μεγάλων οστικών καταγμάτων που δεν μπορούν να επιδιορθωθούν φυσικά από τον οργανισμό και μπορεί να οδηγήσουν ακόμη και σε ακρωτηριασμό. Μπορούμε, επίσης, να εκμεταλλευτούμε την τεχνολογία για τη δημιουργία μοντέλων για οστά που θα μπορούν να μελετήσουν επιστήμονες του τομέα της Φυσιολογίας και της Παθολογίας ή ακόμη και για πειραματισμούς σε νέου τύπου φάρμακα.

Μέχρι στιγμής, η ερευνητική ομάδα έχει βελτιστοποιήσει την διαδικασία της εκτύπωσης, το ειδικό κεραμικό μελάνι και το υλικό εμβάπτισης που χρησιμοποιείται για να δημιουργηθεί το οστικό ικρίωμα με ζωντανά κύτταρα. Έχουν ήδη καταφέρει να εκτυπώσουν μικρά οστά και το επόμενο στάδιο περιλαμβάνει τις κλινικές δοκιμές σε μικρά ζώα προκειμένου να εξετάσουν εάν θα μπορούσαν να προχωρήσουν στην ίαση μεγαλύτερων τραυμάτων.

Nietzsche: η ηθική των δούλων

Διαλεκτική του καλού και του κακού

· Τα βαθύτερα νοήματα που εκφράζουν οι έννοιες του καλού και του κακού συνδέονται με αιτήματα πολιτισμικών και κοινωνικών μετασχηματισμών.
· Γι’ αυτό το λόγο περικλείουν τη σκέψη του κόσμου και αποκαλύπτουν την αλήθεια της γλώσσας του. Δεν δικαιολογούν μονοσήμαντες ή περιοριστικές θεωρήσεις που θα ακύρωναν τη δημιουργική σκέψη του ανθρώπου.
· Δεν αναλώνονται σε μια «φιλοσοφία της κουζίνας» (Χέγκελ) ούτε σε ηθικά κηρύγματα ή δόγματα που υπηρετούν εφήμερους ιδεολογισμούς. Αφορούν στο ίδιο το μυστήριο της ύπαρξης, που μας καλεί να προσδοκούμε το ανέλπιστο και να αναλαμβάνουμε την ευθύνη της απόφασης.
· Κάθε τέτοια ανάληψη δεν είναι στατική και τελεσίδικη. Διαμορφώνεται ανάλογα με τις κοινωνίες, τους τόπους, τις εποχές, αλλά και στη βάση μας ηθικής, η οποία στέκεται κριτικά στη μεταφυσική αντίληψη περί μιας ανεξάρτητης από την ελεύθερη βούληση ιδέας του καλού.
· Σύμφωνα με τον Schelling καθετί που υπάρχει μπορούμε να το κατανοούμε στο θεμέλιο του Είναι του μόνο ως προϊόν της βούλησής μας, εφόσον αυτή η βούληση είναι στην αντικειμενική της αλήθεια η ελευθερία να επιλέγουμε και να πράττουμε το καλό.
· Κατά τον Kierkegaard, δυνάμει της βουλητικής μας πράξης το καλό και το κακό αναγνωρίζονται ως θεμελιακές κατηγορίες του ηθικώς πράττειν.
· Η καινοτομία ενός τέτοιου βούλεσθαι έγκειται στο να προάγει αλήθειες που αποσαρθρώνουν την ψευδή συνείδηση και συνάμα καθιστούν περιττή μια εξωτερικά επιβεβλημένη ηθική, δηλαδή σωρευτικές και απρόσωπες αναλύσεις ή δεοντολογίες που προωθούν ορισμένοι ηθικιστές και οι οποίες τελικά δικαιολογούν την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων.
· Ορισμένοι διανοητές, προκειμένου να εξηγήσουν απρόβλεπτες ηθικές συγκρούσεις, εξετάζουν την έννοια του καθήκοντος στο πλαίσιο της ηθικής πράξης και επιχειρούν να διακρίνουν τα τέλεια από τα ατελή καθήκοντα, ώστε με βάση την προτεραιότητα του μείζονος καθήκοντος να επιλύονται οι συγκρούσεις.
· Ο Kant μίλησε για την αίσθηση του καθήκοντος, που χαρακτηρίζει την ηθική πράξη και η οποία τη διαχωρίζει από την προδιάθεση ή από το κίνητρο του κέρδους. Γι’ αυτό και σημασία δεν έχει τόσο η ίδια η πράξη, όσο το κίνητρο αυτής. Επομένως για να κρίνει κανείς την ηθικότητα της πράξης πρέπει να γνωρίζει την πρόθεση του πράττοντος.
· Αυτή η θέση του φιλοσόφου στηριζόταν στην πεποίθησή του πως όλοι οι άνθρωποι είναι ηθικοί και ξεκινούν από την αίσθηση του καθήκοντος. Αυτό σημαίνει περαιτέρω ότι κάθε ατομική πράξη για να είναι ηθική πρέπει να μπορεί να έχει μια καθολική ισχύ.
· Έλεγε για παράδειγμα: «Να πράττεις σύμφωνα με αξιώματα που ταυτόχρονα θα ήθελες να ισχύουν ως οικουμενικοί νόμοι». Δηλαδή οι πράξεις σου να ακολουθούν εκείνα τα αξιώματα που θα ήθελες να έχουν γενική ισχύ και να καθοδηγούν τις πράξεις όλων.
· Η σύγχρονη ηθική διακινεί κατά κανόνα ένα χρηστομαθή λόγο περί καλού και κακού με απώτερο στόχο να εγκλωβίσει τον άνθρωπο μέσα στα δίχτυα μιας συναισθηματικής συναίνεσης σε ή για αυτό που προβάλλει η εξουσία ως καλό.
· Έτσι τον χειραγωγεί και τον εμποδίζει να αναπτύξει μια αυθεντικά ριζοσπαστική σκέψη και πράξη, που θα του επέτρεπε να συντρίβει στη γένεσή τους χρησιμοθηρικές θεωρίες και πρακτικές γύρω από το καλό και το κακό.
· Ο Νίτσε θέλοντας να υπερβεί τη χρηστομάθεια που κυοφορεί δουλεία, υποταγή στους ισχυρούς, δοκίμασε να τοποθετηθεί πέρα από το καλό και το κακό.
· Διακήρυττε πως δεν υπάρχει απόλυτη αλήθεια ούτε απόλυτη αξία. Η εκρίζωση κάθε ιδέας περί απόλυτης αλήθειας και αξίας είναι βασική προϋπόθεση για την αναγέννηση της ανθρώπινης ύπαρξης.
· Εάν ο άνθρωπος, κατά τον Νίτσε, αναζητεί στην ηθική τη μη εξαπάτηση είναι σαν να πιστεύει ότι η ζωή δημιουργήθηκε από «φαινομενικότητες, πλάνες, απατηλά φαινόμενα και από την κοροϊδία τους».
· Οι ηθικές εντολές δεν είναι άσχετες από τις κοινωνικές τάξεις, στις θεωρήσεις των οποίων αντιστοιχούν. Ό,τι θεωρείται καλό για τις κυρίαρχες τάξεις, είναι το καλό που εξυπηρετεί τη δική τους ιδιοτέλεια, που δίνει δύναμη στους ανυπόληπτους και ανίκανους εξουσιαστές: όσο αυτοί υπολείπονται σε αξία και αυταξία, τόσο ταυτίζουν τις δικές τους ασυδοσίες με το γενικό καλό.
· Το καλό για τους εξουσιαστές συνεπάγεται συντριβή των καταπιεσμένων. Οι παράμετροι που ορίζουν την έννοια του καλού και του κακού είναι δύο, κατά τον Νίτσε: οι εξουσιαστές και οι καταπιεσμένοι. Οι δεύτεροι, μέσω θεολογικών ιερέων, πέτυχαν να επιβάλουν την ηθική της μνησικακίας τόσο στον εαυτό τους όσο και στους εξουσιαστές.
· Ο μνησίκακος διακρίνεται για την υποψία του, τις υπεκφυγές, τις ψεύτικες δικαιολογίες. Ξέρει να σιωπά, να σμικρύνεται, να ταπεινώνεται. Η μνησικακία σπρώχνει τους εξουσιαστές –αυτούς τους «βάρβαρους», «τα άγρια θηρία»- να κρύβονται από τους ίδιους τους εαυτούς τους.
· Η αντίθεση τελικά καλό και κακό εκφράζει τις αξιολογικές κρίσεις κυρίων και σκλάβων: για τους σκλάβους είναι η έννοια κακός που εμπνέει φόβο, ενώ για τους κυρίους είναι η έννοια καλός . αυτή εμπνέει και οφείλει να εμπνέει φόβο, η δε έννοια κακός ταυτίζεται με το καταφρονητέο.
· Εν τέλει, όπως τονίζει ο Νίτσε με γλαφυρότητα, «η ηθική των σκλάβων είναι η διάνοιξη προς όλες τις πανουργίες και τίθεται υπό την κυριαρχία των ισχυρών για να γίνει η κυρίαρχη ηθική».

ΠΛΑΤΩΝ: Πρωταγόρας (349d-351b)

Ἀλλ᾽ ἐγώ σοι, ἔφη, λέγω, ὦ Σώκρατες, ὅτι ταῦτα πάντα μόρια μέν ἐστιν ἀρετῆς, καὶ τὰ μὲν τέτταρα αὐτῶν ἐπιεικῶς παραπλήσια ἀλλήλοις ἐστίν, ἡ δὲ ἀνδρεία πάνυ πολὺ διαφέρον πάντων τούτων. ὧδε δὲ γνώσῃ ὅτι ἐγὼ ἀληθῆ λέγω· εὑρήσεις γὰρ πολλοὺς τῶν ἀνθρώπων ἀδικωτάτους μὲν ὄντας καὶ ἀνοσιωτάτους καὶ ἀκολαστοτάτους καὶ ἀμαθεστάτους, ἀνδρειοτάτους δὲ διαφερόντως.
[349e] Ἔχε δή, ἔφην ἐγώ· ἄξιον γάρ τοι ἐπισκέψασθαι ὃ λέγεις. πότερον τοὺς ἀνδρείους θαρραλέους λέγεις ἢ ἄλλο τι; ― Καὶ ἴτας γε, ἔφη, ἐφ᾽ ἃ οἱ πολλοὶ φοβοῦνται ἰέναι. ― Φέρε δή, τὴν ἀρετὴν καλόν τι φῂς εἶναι, καὶ ὡς καλοῦ ὄντος αὐτοῦ σὺ διδάσκαλον σαυτὸν παρέχεις; ― Κάλλιστον μὲν οὖν, ἔφη, εἰ μὴ μαίνομαί γε. ― Πότερον οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, τὸ μέν τι αὐτοῦ αἰσχρόν, τὸ δέ τι καλόν, ἢ ὅλον καλόν; ― Ὅλον που καλὸν ὡς οἷόν τε μάλιστα. ― Οἶσθα οὖν τίνες εἰς τὰ [350a] φρέατα κολυμβῶσιν θαρραλέως; ― Ἔγωγε, ὅτι οἱ κολυμβηταί. ― Πότερον διότι ἐπίστανται ἢ δι᾽ ἄλλο τι; ― Ὅτι ἐπίστανται. ― Τίνες δὲ ἀπὸ τῶν ἵππων πολεμεῖν θαρραλέοι εἰσίν; πότερον οἱ ἱππικοὶ ἢ οἱ ἄφιπποι; ― Οἱ ἱππικοί. ― Τίνες δὲ πέλτας ἔχοντες; οἱ πελταστικοὶ ἢ οἱ μή; ― Οἱ πελταστικοί. καὶ τὰ ἄλλα γε πάντα, εἰ τοῦτο ζητεῖς, ἔφη, οἱ ἐπιστήμονες τῶν μὴ ἐπισταμένων θαρραλεώτεροί εἰσιν, καὶ αὐτοὶ ἑαυτῶν [350b] ἐπειδὰν μάθωσιν ἢ πρὶν μαθεῖν. ― Ἤδη δέ τινας ἑώρακας, ἔφην, πάντων τούτων ἀνεπιστήμονας ὄντας, θαρροῦντας δὲ πρὸς ἕκαστα τούτων; ― Ἔγωγε, ἦ δ᾽ ὅς, καὶ λίαν γε θαρροῦντας. ― Οὐκοῦν οἱ θαρραλέοι οὗτοι καὶ ἀνδρεῖοί εἰσιν; ― Αἰσχρὸν μεντἄν, ἔφη, εἴη ἡ ἀνδρεία· ἐπεὶ οὗτοί γε μαινόμενοί εἰσιν. ― Πῶς οὖν, ἔφην ἐγώ, λέγεις τοὺς ἀνδρείους; οὐχὶ τοὺς θαρραλέους εἶναι; ― Καὶ νῦν γ᾽, ἔφη. [350c] ― Οὐκοῦν οὗτοι, ἦν δ᾽ ἐγώ, οἱ οὕτω θαρραλέοι ὄντες οὐκ ἀνδρεῖοι ἀλλὰ μαινόμενοι φαίνονται; καὶ ἐκεῖ αὖ οἱ σοφώτατοι οὗτοι καὶ θαρραλεώτατοί εἰσιν, θαρραλεώτατοι δὲ ὄντες ἀνδρειότατοι; καὶ κατὰ τοῦτον τὸν λόγον ἡ σοφία ἂν ἀνδρεία εἴη;
Οὐ καλῶς, ἔφη, μνημονεύεις, ὦ Σώκρατες, ἃ ἔλεγόν τε καὶ ἀπεκρινόμην σοι. ἔγωγε ἐρωτηθεὶς ὑπὸ σοῦ εἰ οἱ ἀνδρεῖοι θαρραλέοι εἰσίν, ὡμολόγησα· εἰ δὲ καὶ οἱ θαρραλέοι ἀνδρεῖοι, οὐκ ἠρωτήθην —εἰ γάρ με τότε ἤρου, εἶπον ἂν ὅτι [350d] οὐ πάντες— τοὺς δὲ ἀνδρείους ὡς οὐ θαρραλέοι εἰσίν, τὸ ἐμὸν ὁμολόγημα οὐδαμοῦ ἐπέδειξας ὡς οὐκ ὀρθῶς ὡμολόγησα. ἔπειτα τοὺς ἐπισταμένους αὐτοὺς ἑαυτῶν θαρραλεωτέρους ὄντας ἀποφαίνεις καὶ μὴ ἐπισταμένων ἄλλων, καὶ ἐν τούτῳ οἴει τὴν ἀνδρείαν καὶ τὴν σοφίαν ταὐτὸν εἶναι· τούτῳ δὲ τῷ τρόπῳ μετιὼν καὶ τὴν ἰσχὺν οἰηθείης ἂν εἶναι σοφίαν. πρῶτον μὲν γὰρ εἰ οὕτω μετιὼν ἔροιό με εἰ οἱ ἰσχυροὶ [350e] δυνατοί εἰσιν, φαίην ἄν· ἔπειτα, εἰ οἱ ἐπιστάμενοι παλαίειν δυνατώτεροί εἰσιν τῶν μὴ ἐπισταμένων παλαίειν καὶ αὐτοὶ αὑτῶν ἐπειδὰν μάθωσιν ἢ πρὶν μαθεῖν, φαίην ἄν· ταῦτα δὲ ἐμοῦ ὁμολογήσαντος ἐξείη ἄν σοι, χρωμένῳ τοῖς αὐτοῖς τεκμηρίοις τούτοις, λέγειν ὡς κατὰ τὴν ἐμὴν ὁμολογίαν ἡ σοφία ἐστὶν ἰσχύς. ἐγὼ δὲ οὐδαμοῦ οὐδ᾽ ἐνταῦθα ὁμολογῶ τοὺς δυνατοὺς ἰσχυροὺς εἶναι, τοὺς μέντοι ἰσχυροὺς δυνατούς· [351a] οὐ γὰρ ταὐτὸν εἶναι δύναμίν τε καὶ ἰσχύν, ἀλλὰ τὸ μὲν καὶ ἀπὸ ἐπιστήμης γίγνεσθαι, τὴν δύναμιν, καὶ ἀπὸ μανίας γε καὶ θυμοῦ, ἰσχὺν δὲ ἀπὸ φύσεως καὶ εὐτροφίας τῶν σωμάτων. οὕτω δὲ κἀκεῖ οὐ ταὐτὸν εἶναι θάρσος τε καὶ ἀνδρείαν· ὥστε συμβαίνει τοὺς μὲν ἀνδρείους θαρραλέους εἶναι, μὴ μέντοι τούς γε θαρραλέους ἀνδρείους πάντας· θάρσος μὲν γὰρ καὶ ἀπὸ τέχνης γίγνεται ἀνθρώποις καὶ [351b] ἀπὸ θυμοῦ γε καὶ ἀπὸ μανίας, ὥσπερ ἡ δύναμις, ἀνδρεία δὲ ἀπὸ φύσεως καὶ εὐτροφίας τῶν ψυχῶν γίγνεται.

***
Η ταύτιση σοφίας – ανδρείας.
Λοιπόν εγώ σου λέω, Σωκράτη, ότι όλ᾽ αυτά είναι βέβαια μόρια της αρετής, μου είπε· ότι απ᾽ αυτά, τα τέσσερα παρουσιάζουν εντυπωσιακή ομοιότητα ανάμεσά τους, αλλά ότι η ανδρεία είναι κάτι πολύ διαφορετικό απ᾽ όλα τ᾽ άλλα. Για να καταλάβεις ότι αυτή είναι η αλήθεια, σου λέω ότι μπορείς να βρεις ανθρώπους πολλούς που είναι άδικοι και ανόσιοι και αχαλίνωτοι και αμόρφωτοι όσο δεν παίρνει, όμως εξαιρετικά ανδρείοι.

α) Ανδρεία και θάρρος.
[349e] Μια στιγμή, του είπα· αξίζει τον κόπο να δούμε καλύτερα τα λεγόμενά σου. Τί πιστεύεις, οι ανδρείοι είναι θαρραλέοι ή όχι;
Κάτι παραπάνω, είπε, και ριψοκίνδυνοι· το λέει η καρδιά τους να ριχτούν σ᾽ αυτά που ο πολύς κόσμος φοβάται να πάει και κάνει πίσω.
Πρόσεξε τώρα, παραδέχεσαι ότι η αρετή είναι κάτι ωραίο, και εμφανίζεσαι ως διδάσκαλός της επειδή είναι ωραίο πράγμα;
Μόνο αν έχανα τα λογικά μου θα ᾽λεγα ότι υπάρχει πράγμα πιο ωραίο απ᾽ αυτήν, είπε.
Λοιπόν έχει και άσχημες και ωραίες μεριές ή στο σύνολό της είναι ωραίο πράγμα;
Στο σύνολό της και στο μέγιστο βαθμό ωραίο.
Λοιπόν, ξέρεις ποιοί [350a] κατεβαίνουν και βουτούν άφοβα στα πηγάδια;
Θέλει και ρώτημα, οι δύτες.
Γιατί; επειδή είναι εξασκημένοι ή από κάποια άλλη αιτία;
Επειδή είναι εξασκημένοι.
Και ποιοί πολεμούν άφοβα καβάλα στ᾽ άλογα; Οι καβαλάρηδες ή οι ανίδεοι;
Οι καβαλάρηδες.
Και ποιοί πολεμούν άφοβα οπλισμένοι με πέλτες; Οι πελταστές ή οι αγύμναστοι;
Οι πελταστές. Κι αν επιμένεις σ᾽ αυτό το σημείο, μου είπε, και σ᾽ όλα τ᾽ άλλα οι εξασκημένοι δείχνουν περισσότερο θάρρος από τους ανίδεους, περισσότερο κι απ᾽ ό,τι οι ίδιοι έδειχναν [350b] πριν μάθουν, από τη στιγμή που μαθαίνουν.
Σου έτυχε καμιά φορά, του είπα, να δεις ανθρώπους που έχουν μεσάνυχτα απ᾽ όλα αυτά, δείχνουν όμως θάρρος σε κάθε τέτοια περίπτωση;
Και βέβαια, και μάλιστα υπερβολικό θάρρος, είπε.
Τέτοιου είδους θαρραλέοι είναι λοιπόν και οι ανδρείοι;
Τότε η ανδρεία θα ήταν κάτι χυδαίο· γιατί αυτοί είναι θεότρελοι.
Άρα ποιοί κατά τη γνώμη σου είναι ανδρείοι; Δεν είπες ότι είναι οι θαρραλέοι;
Και τώρα αυτό υποστηρίζω, είπε.
[350c] Καλά, του είπα, άνθρωποι θαρραλέοι σαν κι αυτούς που λέμε τώρα δε φαίνονται θεότρελοι και ό,τι άλλο, όχι όμως ανδρείοι; Προηγουμένως όμως λέγαμε ότι οι σοφότεροι είναι και οι πιο θαρραλέοι· κι αφού είναι οι πιο θαρραλέοι, άρα είναι και οι πιο ανδρείοι. Αν κάνουμε αυτό το συλλογισμό, τότε η σοφία δε θα ήταν το ίδιο πράγμα με την ανδρεία;
Δε συγκράτησες καλά στη μνήμη σου τα λόγια και τις απαντήσεις μου, Σωκράτη. Εγώ, όταν με ρώτησες αν οι ανδρείοι είναι θαρραλέοι, συμφώνησα· δε με ρώτησες όμως αν κι οι θαρραλέοι είναι ανδρείοι· γιατί, αν με ρωτούσες, θα σου έλεγα ότι όχι όλοι. [350d] Νά τί παραδέχτηκα εγώ: ότι οι ανδρείοι είναι θαρραλέοι· απόδειξες λοιπόν ώς τώρα ότι έκανα ανοησία με το να το παραδεχτώ; Και συνεχίζοντας με την ίδια μέθοδο βγάζεις τους εξασκημένους ως πιο θαρραλέους κι από τον εαυτό τους κι από τους άλλους που δεν είναι εξασκημένοι, κι απ᾽ αυτό βγάζεις το συμπέρασμα ότι η ανδρεία και η σοφία είναι ένα και το αυτό πράγμα· εφαρμόζοντας τη μέθοδο αυτή, θα έφτανες στην άποψη ότι και η ισχύς είναι σοφία. Δηλαδή, εφαρμόζοντας τη μέθοδό σου, με τον ίδιο τρόπο θα με ρωτούσες πρώτα πρώτα αν οι ισχυροί [350e] είναι πιο δυνατοί. Εγώ θ᾽ απαντούσα, ναι. Ύστερα απ᾽ αυτό, αν εκείνοι που γνωρίζουν τα μυστικά της πάλης είναι δυνατότεροι απ᾽ όσους δεν τα γνωρίζουν, δυνατότεροι κι από τον εαυτό τους, αφού τα μάθουν, απ᾽ όσο ήταν οι ίδιοι προτού τα μάθουν· θα συμφωνούσα. Κι εσύ, έχοντας αποσπάσει τη συμφωνία μου πάνω σ᾽ αυτά, κάνοντας ανάλογους συλλογισμούς θα είχες να λες ότι σύμφωνα μ᾽ αυτά που εγώ παραδέχτηκα η σοφία είναι ισχύς. Εγώ όμως σε καμιά περίπτωση και ιδιαίτερα τώρα, δε δέχομαι ότι οι δυνατοί είναι ισχυροί· ότι όμως οι ισχυροί είναι δυνατοί, δε λέω όχι· [351a] γιατί ισχύς και δύναμη δεν είναι το ίδιο πράγμα· το ένα απ᾽ αυτά, η δύναμη, μπορεί να προέρχεται και από εξάσκηση, καμιά φορά κι από μανία κι από έξαψη, ενώ η ισχύς από τη φύση και από την παροχή καλής τροφής στο σώμα. Το ίδιο λοιπόν και στην προηγούμενη περίπτωση, θάρρος και ανδρεία δεν είναι το ίδιο πράγμα και έτσι βλέπουμε ότι οι ανδρείοι είναι θαρραλέοι, δεν είναι όμως ανδρείοι όλοι οι θαρραλέοι· γιατί το θάρρος το αποχτούν οι άνθρωποι και με την εξάσκηση, [351b] καμιά φορά κι από έξαψη κι από μανία —όπως και τη δύναμη— η ανδρεία όμως προέρχεται από τη φύση και από την παροχή καλής τροφής στην ψυχή.