Παρασκευή 11 Ιουλίου 2014

Γύφτοι - Κατσίβελοι - Ρομά ~ Από που κρατά η σκούφια τους


Η ιστορία των «παντρεμένων»

Το όνομά τους τώρα είναι Ρομά, αλλά το μυστήριο περί την καταγωγή τους εξακολουθεί να υπάρχει.

Βουτιά στα άδυτα της ιστορίας και της επιστήμης για τον λαό των «νοικοκυραίων».


Είναι κοντά μας εδώ και αιώνες. Από εμάς τους γνώρισαν η υπόλοιπη Ευρώπη και η Αμερική. Ομως το «πούθε κρατάει η σκούφια τους» ήταν πάντα ένα μυστήριο για εμάς, αλλά και... για τους ίδιους. Διότι, πολύ απλά, οι άνθρωποι της «φυλής των νοικοκυραίων» δείχνουν να μη γνωρίζουν την έννοια της λέξης «νόστος»: ποτέ δεν πόνεσαν για τη χαμένη πατρίδα τους, ποτέ δεν θέλησαν να γυρίσουν σε αυτήν, ποτέ δεν τη διεκδίκησαν ως πατρώα γη. Αλλά γιατί; Τι μπορεί να είναι τόσο δυνατό ώστε να ξεριζώσει από έναν λαό τη θύμηση της πατρίδας; Ποιο είναι το μυστικό που κρύβει η ταυτότητα των μποέμ μελαχρινών νομάδων, που άλλοτε τους έλεγαν Αθίγγανους, Τσιγγάνους και Γύφτους, αλλά εδώ και μια δεκαετία Ρομά; «o ΕΡΕΒΟΚΤΟΝΟΣ» ξεφυλλίζει τα πιο ετερόκλητα κιτάπια της Ιστορίας για να βρει την απάντηση, όπως και τις πιο πρόσφατες γονιδιακές μελέτες που τη διασταυρώνουν. Και αυτή η απάντηση... είναι γεμάτη εκπλήξεις.

 Είναι ο μόνος λαός που ποτέ του δεν διεκδίκησε την επιστροφή στα πατρώα εδάφη. Και, ακόμη πιο μυστηριωδώς για μας τους υπολοίπους, διέγραψε από τη συλλογική του μνήμη ως και το ποια ήταν αυτή η πατρίδα. Δεν κράτησε στις λαϊκές παραδόσεις του όχι μόνο κάποιο έπος του αλλά ούτε το ελάχιστο δημοτικό τραγούδι που θα διηγούνταν το από πού, πότε και πώς συνέβη ο ξεριζωμός του. Το μόνο που διεκδίκησε - μόλις το 1971 - ήταν να μην τον ονομάζουν πια με τα διάφορα ονόματα που διάλεγαν οι άλλοι αλλά με εκείνα που ο ίδιος προτιμούσε: Ρομά ο λαός τους και Ρομανί οι ίδιοι.

 Το αίτημά του έγινε δεκτό από τους διεθνείς οργανισμούς και με το πέρασμα στον νέο αιώνα συνειδητοποιήσαμε όλοι αίφνης πως το πολιτικώς ορθόν ήταν πλέον να αποκαλούμε Ρομά όσους παλαιότερα ονομάζαμε Αθίγγανους, Τσιγγάνους ή Γύφτους. Αλλά γιατί είναι έτσι το σωστό και όχι αλλιώς; Και αν εκείνα τα ονόματα ήταν λάθος, πώς προέκυψαν; Και αφού οι ίδιοι «δεν ξέραν πούθε κρατάει η σκούφια τους», ποιος μας λέει ότι το νέο όνομα είναι και το αρχικό τους; Χώρια που το Ρομανί ηχεί περίεργα οικείο σε όλες τις πάλαι ποτέ κτήσεις των Ρωμαίων στα μέρη μας: Ρωμυλία ή Ρούμελη λεγόταν η Στερεά Ελλάδα, Ανατολική Ρωμυλία η Βόρεια Θράκη, Ρωμανία η τωρινή Ρουμανία. Να 'ναι, λοιπόν, ένα όνομα που προσεταιρίστηκαν εκ των υστέρων επειδή από τα μέρη αυτά πρωτοπάτησαν στην Ευρώπη; Εκείνοι απορρίπτουν την καχυποψία μας μετά βδελυγμίας: Ρομά, λένε, σημαίνει στη γλώσσα τους «άνθρωπος» και μάλιστα «παντρεμένος», «νοικοκύρης».

Το επιχείρημα θα αρκούσε αν κρίναμε μόνο βασιζόμενοι στις εντυπώσεις από εξέχοντα μέλη του λαού αυτού, όπως ο Τσάρλι Τσάπλιν, ο Μπομπ Χόσκινς και ο ημέτερος πολυαγαπημένος Κώστας Χατζής. Λέμε όμως να ψάξουμε το θέμα επιστημονικά, τόσο ιστορικά και γλωσσολογικά όσο και γονιδιακά. Και αυτό είναι ένα... κουβάρι ιδιαίτερα μπερδεμένο.

 Το όνομα
«Τσιγγάνοι» προέρχεται είτε από παραφθορά της λόγιας λέξης «αθίγγανοι» είτε από το τουρκικό «τσιγκάν»,που σημαίνει πάμπτωχος, ή... από όνομα που τους συνόδευσε από τη χώρα καταγωγής τους

Λαθρομετανάστες του Μεσαίωνα
Λίγο πριν από την πρώτη χιλιετία μ.Χ. το πολύπαθο Βυζάντιο έγλειφε τις πληγές του από τις απανωτές επιθέσεις Ρώσων, Αράβων και Βουλγάρων, χωρίς να φαντάζεται ακόμη τη διαλυτική εμφάνιση των Σταυροφοριών και τη μετεγκατάσταση των Τούρκων στη Μ. Ασία. Τότε, το 800 μ.Χ., σημειώνεται και η πρώτη αναφορά στο όνομα Ατσίγγανοι: κατά τη διάρκεια ενός λιμού η Αγία Αθανασία έδωσε τροφή σε «ξένους που ονομάζονταν Ατσίγγανοι» κάπου στη Θράκη. Λίγο μετά, το 803 μ.Χ., ο Θεοφάνης ο Εξομολογητής έγραψε πως ο αυτοκράτωρ Νικηφόρος βοηθήθηκε από τους Ατσίγγανους στην καταστολή μιας εξέγερσης «μέσω της μαγικής τους γνώσης». Και ύστερα, το 1054 μ.Χ., στο αγιορείτικο κείμενο «Η ζωή του Αγίου Γεωργίου του Αναχωρητή» γράφτηκε πως ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος ΙΧ ο Μονομάχος απαλλάχθηκε από άγρια θηρία που έτρωγαν τα κοπάδια του με δηλητηριασμένα δολώματα που έβαλαν οι Ατσίγγανοι.

Με το όνομα όμως αυτό ήταν γνωστή στα ίδια χρόνια μια μανιχαϊστική αίρεση περιβόητη για τις τελετές μαγείας της. Να είχαν δώσει αυτό το όνομα και στους μελαψούς ξένους λόγω της «παρόμοιας τέχνης»; Πάντως εφεξής οι βυζαντινοί λόγιοι τους ανέφεραν ως Αθίγγανους (δηλαδή, αυτοί που δεν τους αγγίζεις), πράγμα που παραπέμπει ευθέως στον ορισμό των κατώτερων τάξεων της κοινωνίας των Ινδών. Το όνομα «Τσιγγάνοι» που υιοθέτησε στη συνέχεια γι' αυτούς ο απλός λαός προέρχεται είτε από παραφθορά της λόγιας λέξης είτε από το τουρκικό «τσιγκάν», που σημαίνει πάμπτωχος ή... από όνομα που τους συνόδευσε από τη χώρα καταγωγής τους.

Οι Δυτικοευρωπαίοι άρχισαν να τους αναφέρουν δύο αιώνες μετά: το 1322 μ.Χ. ο φραγκισκανός μοναχός Σίμων Σιμεώνις περιέγραψε «Ατσίγγανους» που ζούσαν στην Κρήτη, το 1350 ο Λουντόλφους Ζουντχάιμ τους ανέφερε ως «Μαντιπόλους» (μάντεις περιφερόμενους από πόλη σε πόλη) που κατέληξαν σκλάβοι στην Ηπειρο και κατέφυγαν στην ενετική Κέρκυρα. Εκεί έγιναν κολίγοι που ανήκαν στο Feudum Acinanorum. Αλλά το από πού είχαν έρθει αυτοί οι άνθρωποι φαίνεται ότι δεν το γνώριζε κανείς. Οι προσκυνητές των Αγίων Τόπων που μεταστάθμευαν στη Μεθώνη τους έβλεπαν εκεί να φτιάχνουν σπαθιά και υπέθεταν ότι είχαν έρθει από την Αίγυπτο (Αιγύπτιοι - Γύφτοι - Gypsies). Αλλωστε και οι ίδιοι φρόντιζαν να λένε στους Δυτικούς μια βολική ιστορία που τους έκανε συμπαθείς: ήταν, λέει, μια φυλή καταραμένη από τον Θεό να περιπλανιέται επειδή είχε απαρνηθεί τον Θεάνθρωπο Χριστό και τώρα ήταν κυνηγημένη από τους αλλόπιστους, Αραβες και Τούρκους. Η ιστορία αυτή τους έδωσε «διαβατήριο» για τις χώρες των χριστιανών, αλλά ίσως έτσι ξεκίνησε και η φημολογία ότι «οι Γύφτοι σκάρωσαν τα καρφιά που σταύρωσαν τον Χριστούλη».   

Πώς έγιναν «μποέμ»
Στους αιώνες που η Οθωμανική Αυτοκρατορία εξαπλωνόταν στις χώρες που πριν ανήκαν στους Βυζαντινούς οι Ατσίγγανοι / Αθίγγανοι / Γύφτοι / Ρομά προπορεύονταν ως λαθρομετανάστες: με το που κατέλαβαν οι Τούρκοι τη Μολδοβλαχία, το 1410, κύματα Τσιγγάνων πέρασαν στη Βοημία. Ο αυτοκράτωρ Σιγισμούνδος της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Εθνους εντυπωσιάστηκε τόσο από τα ταλέντα τους ως διασκεδαστών της αυλής που τους εξέδωσε διαβατήρια για ελεύθερη διέλευση προς όποια ευρωπαϊκή χώρα ήθελαν. Ετσι έγιναν γνωστοί στη Γαλλία ως Βοημοί (ο όρος μποέμ για τους γλεντζέδες προέρχεται από εκείνη την εποχή) και έφθασαν και στη Γερμανία, στην Ιταλία, στην Ισπανία και στην Πορτογαλία.

Από τότε και έπειτα οι Τσιγγάνοι εξαπλώθηκαν στη Βρετανία, στη Σκανδιναβία, στη Ρωσία και στην... Αμερική. Η εξέταση DNA σκελετών τους όμως που βρέθηκαν στη Νορβηγία έδειξε ότι κάποιοι από αυτούς είχαν πρωτοφτάσει εκεί τον 11ο αιώνα ως υπηρέτες συνταξιούχου τινός της Βαραγγιανής Φρουράς του βυζαντινού αυτοκράτορα!

Πιο καθαροί από τους άλλους
Ενόσω οι Τσιγγάνοι πληθύνονταν, η αμφιβολία των Ευρωπαίων γι' αυτή την περίεργη φάρα ανθρώπων μεγάλωνε. Ο σπόρος είχε πέσει στα χρόνια του Μεγάλου Θανατικού (της επιδημίας που σκότωσε εκατομμύρια), όταν όλοι αρρώσταιναν εκτός από τους Τσιγγάνους. Από το μυαλό κανενός δεν περνούσε τότε ότι ευθυνόταν η κατά πολύ υποδεέστερη προσωπική υγιεινή των Δυτικοευρωπαίων έναντι εκείνης που παραδοσιακά τηρούσαν οι Τσιγγάνοι. Και όταν έπειτα άρχισαν να φτάνουν με τα κάρα τους και στο τελευταίο χωριό, άρχισε και η αντιστροφή του «καλωσορίσματος»: στην αρχή τούς κατηγόρησαν για «κατασκόπους των Τούρκων» και μετά για όλα τα παραφερνάλια της ταχυδακτυλουργίας και της μαγείας - απατεωνιά, κλεψιά, αλητεία... Στην ίδια τη Βοημία που κάποτε τους έμπασε στην Ευρώπη ψηφίστηκε το 1538 ο πρώτος νόμος περιστολής τους, για να ολοκληρωθεί το 1545 με το διάταγμα των Αψβούργων που έλεγε ότι «όποιος σκοτώνει Γύφτο δεν διαπράττει έγκλημα». Στα επόμενα 400 χρόνια οι Τσιγγάνοι έζησαν ουσιαστικά ως σκλάβοι - τόσο στην Ευρώπη όσο και στη Ρωσία -, για να κορυφωθεί ο ρατσισμός εναντίον τους κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όταν εξοντώθηκαν περίπου 220.000 Τσιγγάνοι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζί.

 Οι αριθμοί
10.000 οργανοπαίκτες ήταν η πρώτη «εξαγωγή» από την Ινδία
1.500oC (κατάλληλους για ατσάλι) έπιαναν τα χυτήρια των Γύφτων
400 χρόνια έζησαν οι Τσιγγάνοι ως σκλάβοι στην Ευρώπη και στη Ρωσία
220.000 Τσιγγάνοι εξοντώθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζί

Η αναζήτηση της κοιτίδας
Ο πρώτος ευρωπαίος επιστήμονας που υποψιάστηκε ότι οι Γύφτοι δεν ήταν από την Αίγυπτο αλλά από πολύ μακρύτερα ήταν ο καθηγητής του γερμανικού πανεπιστημίου Halle Γιόχαν Ρούντιγκερ: το 1782 δημοσίευσε άρθρο υπό τον τίτλο «Περί της ινδικής γλώσσας και καταγωγής των Γύφτων», όπου συνέκρινε τη γραμματική δομή της γλώσσας τους με εκείνες των ινδοάριων γλωσσών του Ινδουστάν (στο σημερινό Πακιστάν). Από τότε και ως το 2003 έχουν δημοσιευθεί πάνω από 2.500 γλωσσολογικές εργασίες επί του θέματος (βλ. benjamins.com/#catalog/books/lisl.28/main). Ποιο είναι το συμπέρασμα στο οποίο συγκλίνουν; Οτι η κοιτίδα αυτού του λαού βρίσκεται μάλλον στο σημερινό Ανατολικό Πακιστάν και στη Δυτική Ινδία, στην κοιλάδα του Ινδού και στην περιοχή Μουλτάν του Πουντζάμπ (Πενταποταμία). Η δε παλαιότερη ονομασία του ήταν στα αρχαία σανσκριτικά κείμενα Ντομπά, δηλαδή «μουσικοί από χαμηλή κάστα».

Ως προς το «πότε ξεκληρίστηκαν από 'κεί», οι γλωσσολόγοι σημειώνουν την ιδιαιτερότητα της γλώσσας τους να μην έχει ουδέτερο γένος. Αυτή η διαφοροποίησή τους από τη γλωσσική εξέλιξη των υπολοίπων κατοίκων της Ινδικής χερσονήσου τοποθετεί την «απόσχιση» το αργότερο στον 10ο-13ο αιώνα μ.Χ. Είναι ακριβώς οι αιώνες που οι Σελτζούκοι Τούρκοι εισέβαλαν στην Περσική και στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, για να έρθει ξοπίσω τους η λαίλαπα των μογγολικών ορδών. Γλωσσολόγοι και ιστορικοί συμφωνούν τώρα ότι η μετανάστευση του λαού των Τσιγγάνων πρέπει να έγινε σε τρία κύματα κατά την ταραγμένη εκείνη περίοδο, με το τελευταίο σπρώξιμό τους προς το Βυζάντιο ίσως στον 13ο αιώνα, όταν τις κτήσεις Τούρκων και Περσών αιματοκυλούσαν οι ορδές του Ταμερλάνου.

Τι δείχνει το DNA
Το πιο πρόσφατο επιστημονικό πόρισμα για την προέλευσή τους δημοσιεύθηκε στις 16 Μαΐου 2012 στο περιοδικό «Nature» από μια διεθνή ομάδα έγκριτων γενετιστών: συγκρίνοντας το DNA των Ρομά της Ευρώπης με εκείνο αντιπροσωπευτικού δείγματος 10.000 ατόμων από τις 214 φυλές της Ινδίας, κατέληξαν στο ότι όντως κατάγονται από τους Ντομπά της Ινδίας. Οι Ντομπά (γνωστοί και ως Ντομ ή Νταλίτ) είναι παρίες-Αθίγγανοι, ακόμη και στη σημερινή Ινδία. Αλλά τι το ιδιαίτερο είχε ο συγκεκριμένος λαός ώστε να τον «πάρουν μαζί τους» οι μετά τον Αλέξανδρο κατακτητές αυτής της τεράστιας χώρας;

Η απάντηση αρχίζει να ξεδιπλώνεται όταν ξεφυλλίσουμε τα αρχαιότερα κιτάπια που αναφέρθηκαν σε αυτούς στις χώρες που γειτονεύουν με την κοιλάδα του Ινδού.

Οργανοπαίκτες στα χωράφια
Επί της βασιλείας του πέρση ηγεμόνα Μπαχράμ (420-438 μ.Χ.), ο ινδός βασιλιάς Σανγκούλ του έκανε δώρο 10.000 οργανοπαίκτες από τη φυλή των Λούρι. Ο Μπαχράμ τούς μοίρασε σπόρους και χωράφια για τα προς το ζην. Αλλά οι Λούρι έφαγαν τους σπόρους και ύστερα ζήτησαν από τον βασιλιά κι άλλους. Τότε ο Μπαχράμ τούς ξαπόστειλε αηδιασμένος στα πέρατα της Γης. Τάδε έφη στη «Βίβλο των Βασιλέων» ο πέρσης ποιητής Φερντοσί το 1011 μ.Χ.
Τους Λούρι αυτούς τους συναντάμε αμέσως μετά στα περίχωρα της Βαγδάτης, όπου οι Αραβες τους αποκαλούν Τζατ. Η εκεί παρασιτική παρουσία τους καταλήγει σύντομα σε πολεμική σύρραξη, με αποτέλεσμα να φθάσουν καταδιωγμένοι κάποτε στην Αίγυπτο. Πιθανόν κάποιοι από αυτούς να έφθασαν και στα μέρη μας, οπότε έγιναν γνωστοί ως Αιγύπτιοι - Γύφτοι. Αλλά ήταν απλά το «πρώτο κύμα».

Τα συντάγματα Τσικανίε και το πέρασμα στην Ευρώπη
Εξι αιώνες μετά, το 1001 μ.Χ., ένας τούρκος στρατηγός του αραβικού χαλιφάτου των Αββασιδών, ο Μαχμούντ Γκάζνι, έχει γίνει διοικητής του σημερινού Αφγανιστάν και αρχίζει αλλεπάλληλες επιδρομές στην κοιλάδα του Ινδού. Η πρώτη επαρχία που χτυπάει είναι το Μουλτάν, η θεωρούμενη κοιτίδα των Τσιγγάνων. Τα στρατιωτικά χρονικά της εποχής του λένε ότι επέστρεψε με πολλές χιλιάδες αιχμαλώτων που ενέταξε στον στρατό του. Μία μάλιστα πηγή - αδιασταύρωτη - αναφέρει ότι «είχε μαζί του τέσσερα συντάγματα Τσικανίε, μαζί με τα γυναικόπαιδά τους».

Τα πολυτάραχα εκείνα χρόνια είναι οι αιώνες της αραβικής επέκτασης ως τον Καύκασο και την Ινδία αλλά και της καθόδου των τουρκικών και μογγολικών ορδών από την κεντροασιατική στέπα. Οι τρεις αυτοί ιπποτοξότες κατακτητές αντιμάχονται μεταξύ τους χρησιμοποιώντας τους κατακτημένους λαούς ως πεζικό. Οι Τσιγγάνοι της Περσίας ισχυρίζονται ότι τότε βρέθηκε η φυλή τους (Λομά) μετεγκατεστημένη στην επαρχία Βασπουρακάν της Αρμενίας. Το 1021 ο ηγέτης της επαρχίας ονόματι Σενεκερίμ Αρντζρούνι αντάλλαξε τη Βασπουρακάν με εδάφη στη Σεβάστεια της βυζαντινής Κιλικίας, απέναντι από την Κύπρο. Σημειώνουμε ότι η μετανάστευση αυτή συμπίπτει χρονολογικά με την πρώτη εμφάνιση Αθίγγανων στην Κωνσταντινούπολη. Στο αρμένικο Βασίλειο της Κιλικίας όμως έφτασαν σύντομα οι Σελτζούκοι Τούρκοι, οι Σταυροφόροι και οι Μογγόλοι. Επί δύο αιώνες οι Τσιγγάνοι της Αρμενίας έγιναν «μπαλάκι» στα χέρια τους, μέχρι που το 1375 το βασίλειο αυτό κατέρρευσε οριστικά και Αρμένιοι και Τσιγγάνοι κατέφυγαν με γενοβέζικα πλοία στη σημερινή Μολδαβία ιδρύοντας το βασίλειο της Βεσσαραβίας. Δίπλα τους ήταν η σημερινή Ρουμανία, όπου οι Τσιγγάνοι βρήκαν άδεια βοσκοτόπια για τα άλογά τους, αλλά κατέληξαν σκλάβοι στους ντόπιους βοεβόδες.

Οι σφαγές του Ταμερλάνου
Μεγάλος αριθμός μελών της φυλής των Λομά κατέληξε επίσης στο σημερινό Αζερμπαϊτζάν. Στον Βίο του Ταμερλάνου που έγραψε ο Σύριος Αχμάντ ιμπν Αραμπσάχ (1389-1450) διαβάζουμε για περίεργα περιστατικά που συνέβησαν στα πρώτα χρόνια εξουσίας του μεγάλου στρατηλάτη (θυμίζουμε ότι αυτός ο μουσουλμάνος Μογγόλος ξεπάστρεψε στη συνέχεια 17 εκατομμύρια ανθρώπους, ήτοι το 5% του τότε παγκόσμιου πληθυσμού). Τρεις φορές, λέει, ξεκίνησε ο στρατηγός για εκστρατεία, για να βρει και τις τρεις φορές τους Τσιγγάνους να έχουν καταλάβει την πρωτεύουσά του. Τελικά κατέσφαξε τους περισσοτέρους και οι υπόλοιποι διασκορπίστηκαν. Το 1398, όμως, όταν ο Ταμερλάνος εισέβαλε στο Μουλτάν της Ινδίας, βρήκε απέναντί του μια στρατιά από Τζατ, ομόφυλους των Λομά. Επακολούθησε νέα μεγάλη σφαγή αυτών των «καταραμένων» και ξεριζωμός όσων γλίτωσαν. Και λίγο πριν από την τρομερή τελική μάχη του Δελχί ο ανελέητος Μογγόλος αποκεφάλισε μπροστά στον ινδό βασιλιά 100.000 αιχμαλώτους του! Το ηθελημένο ή συμπτωματικό κυνηγητό των Λομά/Τζατ/Τσιγγάνων από τις ορδές του Ταμερλάνου συνεχίστηκε όταν αυτός ήρθε σε σύρραξη με τους Σελτζούκους Τούρκους. Ετσι μοιάζει τελείως λογικό το ότι η καταδιωκόμενη αυτή φυλή συνέχισε να κινείται δυτικά, προς το Βυζάντιο και την Ευρώπη, ξεγράφοντας σταδιακά από τη θύμησή της τον τόπο καταγωγής της και την προοπτική επιστροφής σ' αυτόν.

Ποιες είναι οι φυλές των Τσιγγάνων;
Γλωσσολογικά οι Τσιγγάνοι διαχωρίζονται σε τρεις φυλές: τους Ρομά, τους Ντομά και τους Λομά. Οι Ρομά είναι η πολυπληθέστερη φυλή, απαρτιζόμενη από αρκετές υποδιαιρέσεις της: τους Καλντέρα, τους Καλντεράς και τους Κουρά- ρα, που είναι κυρίως σιδηρουργοί, ξυλουργοί και καλαθοπλέκτες, αλλά και τους Λοβάρα, που είναι εκτροφείς αλόγων. Τους συναντάμε στην Τουρκία, στα Βαλκάνια, στην Κεντρική και στην Ανατολική Ευρώπη. Στους Ρομά εντάσσονται επίσης οι Κάλε, που ζουν κυρίως στη Νότια Γαλλία και στην Ιβηρική χερσόνησο, με εξειδίκευση στο τραγούδι, στο θέατρο και στον χορό φλαμένκο, και οι Σίντι, που βρίσκονται συγκεντρωμένοι στα σύνορα Γαλλίας – Γερμανίας (ιδιαίτερα στην Αλσατία) και είναι εξειδικευμένοι στην ακροβασία και στις τέχνες του τσίρκου. Τέ λος, οι Ρομάνισελ, που απαντώνται κυρίως στη Μεγάλη Βρετανία και στις ΗΠΑ και παραδοσιακά ήταν εκτροφείς αλόγων.

Οι Τσιγγάνοι που συναντάμε σε Μαρόκο, Τυνησία, Αλγερία στις χώρες δηλαδή της περιοχής Μαγκρέμπ (οι Νταρ-μπούσι-φαλ), στην Αίγυπτο (οι Γκάγκαροι), στη Μέση Ανατολή και στη ΝΑ Τουρκία ανήκουν γενικά στη φυλή των Ντομά και εξειδικεύονται στα ακροβατικά και στην ταχυδακτυλουργία. Εντυπωσιακό είναι το ότι οι Ντομά της Αιγύπτου είναι στην πλειονότητά τους χριστιανοί κόπτες.

Στην Αρμενία, στη Γεωργία και στο Ιράν συναντούμε την τρίτη και πιο ολιγάριθμη φυλή, των Λομά, που εξειδικεύεται στην εκτροφή αλόγων. Συνολικά ο πληθυσμός τους ανά τον κόσμο εκτιμάται στα 12 εκατομμύρια.

Γιατί τους λέμε «κατσίβελους»;
Στη Θράκη κυρίως αλλά και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας παραδοσιακά αποκαλούν τους Ρομά «κατσίβελους». Το γιατί... ελάχιστοι πια το γνωρίζουν.
Η προέλευση της λέξης είναι από τη λατινική captivus (αιχμάλωτος, σκλάβος), που στα μεσαιωνικά λατινικά έγινε cattivello (σκλαβωμένος, δύστυχος). Το προφανές θα ήταν να πούμε πως οι λατινόφωνοι Βλάχοι έδωσαν από λύπηση αυτό το προσωνύμιο στους ρακένδυτους Τσιγγάνους όταν τους πρωτογνώρισαν. Αλλά υπάρχει και μια πιο ιστορική ερμηνεία: τους πρώτους αιώνες παρουσίας τους στα Βαλκάνια οι πολυπληθείς Τσιγγάνοι της Ρουμανίας ζούσαν υπό καθεστώς σκλαβιάς στη λατινόφωνη εκείνη χώρα. Οι Ελληνες Βλάχοι ανεβοκατέβαιναν, ως γνωστόν, τα Βαλκάνια για εμπορικές δοσοληψίες. Πιθανότατα λοιπόν τους γνώρισαν ως σκλάβους και «σκλάβους» τους ονόμασαν, στα λατινικά.

Τούρκοι και Ρομά
Μπορεί οι παραδόσεις μας να λένε ότι οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν την «άστεγη φυλή» άλλοτε ως σιδεράδες του στρατού τους, άλλοτε ως απαγωγείς παιδιών για τα χαρέμια και άλλοτε ως κοινούς κατασκόπους, αλλά η μεταξύ τους σχέση δεν ήταν ποτέ σχέση εμπιστοσύνης. Ενδεικτικό είναι το ακόλουθο δημώδες ανέκδοτο που κυκλοφορεί από αιώνες στη γειτονική χώρα:

Πηγαίνει μια μέρα ο Γύφτος στο τζαμί. Κατά τύχη βρίσκει θέση μόνο δίπλα στον νταή του χωριού, τον Καρά Ρουστέμ. Οταν τελειώνει η λειτουργία και όλοι στρέφουν το κεφάλι δεξιά - κατά πώς κάνει ο ιμάμης -, ο Γύφτος το στρέφει αριστερά, προς τον Καρά Ρουστέμ. Βγαίνοντας από το τζαμί, κάποιος τον ρωτάει γιατί γύρισε το κεφάλι ανάστροφα. Τότε εκείνος του απαντά: «Ο Αλλάχ συγχωρεί, αλλά ο Καρά Ρουστέμ ποτέ!».

Το μυστικό του ατσαλιού
Μια ολότελα απίστευτη εξήγηση για τον ξεριζωμό των Τσιγγάνων από την Ινδία προέκυψε ως πιθανή πριν από 11 χρόνια, όταν διερευνούσαμε σε «Το μυστήριο του δαμασκηνού σπαθιού». Εκεί σημειώναμε μεταξύ άλλων τα εξής:

Είναι εντυπωσιακό ότι το ατσάλι, το ισχυρότατο αυτό κράμα σιδήρου και άνθρακα, μας έδωσε το πρώτο δείγμα του σε ένα μαχαίρι που βρέθηκε στην Κύπρο, χρονολογούμενο περί το 1.200 π.Χ. Στα σίγουρα, πάντως, τα σπαθιά από ατσάλι τα πρωτοσυναντάμε ιστορικά στα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο ίδιος ο Αριστοτέλης είχε εξυμνήσει τις αρετές των εγχειριδίων της Ανατολής και μας είναι γνωστό ότι ο Αλέξανδρος είχε δώσει εντολή να κατάσχεται κάθε μεταλλείο και μεταλλουργείο που βρισκόταν στα εδάφη που κατακτούσε. Οταν ο ινδός βασιλιάς Πώρος συνθηκολόγησε μαζί του, του χάρισε τριάντα λίβρες από το καλύτερο ινδικό ατσάλι και ένα σπαθί.

Η απορία είναι γιατί οι Μακεδόνες - και οι Ρωμαίοι που τους διαδέχθηκαν - δεν επωφελήθηκαν από την τεχνογνωσία σφυρηλάτησης ομογενούς ατσαλιού των χωρών που γνώρισαν. Η απάντηση των επιστημόνων μεταλλουργών ήταν ότι τα χυτήρια των Ευρωπαίων, από την Αρχαιότητα ως και τον Μεσαίωνα, έφθαναν ως τους 1.200 βαθμούς Κελσίου και όχι στους 1.500 που χρειαζόταν αυτή η κατεργασία. Ηταν άγνωστο πώς οι ινδοί μεταλλουργοί το κατάφερναν και... σίγουρα κράτησαν καλά το μυστικό τους.

Το 1999 μια νέα αρχαιολογική ανακάλυψη έριξε φως στο μυστήριο αφήνοντας περιθώριο για νέες εικασίες ως προς τον ρου της Ιστορίας: στα ερείπια της πόλης Γκιαούρ Καλά του Τουρκμενιστάν βρέθηκαν τρία καμίνια του 1.000 μ.Χ., με πήλινο φούρνο, τροφοδοτούμενο με αέρα από κάτω, που όντως μπορούσε να φθάσει τους 1.500 βαθμούς. Ο υπεύθυνος των ανασκαφών δρ Ντάφιντ Γκρίφιθς, του Πανεπιστημιακού Κολεγίου του Λονδίνου, δήλωσε ότι πρόκειται για την πιο εξεζητημένη μεταλλουργική τεχνολογία που έχει ανασκαφεί ποτέ. Ποια είναι όμως η Γκιαούρ Καλά και γιατί βρέθηκε εκεί αυτή η τεχνογνωσία; Οπως υποψιάζεται κανείς από το όνομα, πρόκειται για ελληνιστική πόλη: ήταν η πρωτεύουσα της Βακτριανής, Σογδιανής, Μαργιανής και μετέπειτα Σελεύκειας.

Το αν οι κατοπινοί κατακτητές της υπήρξαν κοινωνοί του μυστικού του ατσαλιού δεν μας είναι ιστορικά γνωστό. Πάντως, ως την πρόσφατη ιστορική εποχή η εθνική ημέρα των Τούρκων περιελάμβανε το άναμμα ενός καμινιού, εις μνήμην της πηγής της δύναμής τους. Το 626 μ.Χ. κατηφόρισαν προς τα εδάφη των Αράβων, πολέμησαν άγρια μαζί τους για 90 χρόνια και έπειτα προσχώρησαν στη μουσουλμανική κυριαρχία του χαλιφάτου της Δαμασκού. Σύντομα βρέθηκαν να κυριαρχούν στον στρατό του χαλίφη και γύρω στο 1000 μ.Χ. κατέλαβαν επ' ονόματί του το Ινδουστάν.

Στα χρόνια της τουρκικής κατάκτησης της Ινδίας σημειώθηκε και η πρώτη ερήμωση των εκεί μεταλλείων σιδήρου. Οι εργάτες τους υποχρεώθηκαν να ακολουθήσουν τον τουρκικό στρατό και η φυλή-παρίας των μεταλλωρύχων της Χαϊντεραμπάντ απογυμνώθηκε από όσους γνώριζαν το μυστικό κατεργασίας του ατσαλιού. Να έχει αυτό άμεση σχέση με την παλιά μας αντίληψη για τον «σιδερά γύφτο» που υπηρετούσε τα οθωμανικά ασκέρια στα Βαλκάνια;

Μια ένδειξη για τέτοια σχέση μάς έδωσε η λεπτομερής περιγραφή των σιδεράδων γύφτων της Μεθώνης από τον Arnold von Harff το 1499: σημείωσε γεμάτος απορία ότι χύτευαν το σίδερο σε «χωνευτά καμίνια», σκαμμένα κάτω από τα πόδια τους, στο χώμα. Εκείνο που δεν γνώριζε ο γερμανός περιηγητής ήταν ότι μια τέτοια διάταξη λειτουργούσε σαν... χύτρα ταχύτητας που ανέβαζε πολύ υψηλά τη θερμοκρασία. Οι σημερινοί μερακλήδες μεταλλουργοί που επιχειρούν να φτιάξουν ατσάλινα σπαθιά με την παραδοσιακή «δαμασκηνή μέθοδο» καταφεύγουν ακριβώς στο ίδιο κόλπο.

Τέλος, τώρα μαθαίνουμε ότι στα γειτονικά μας Σκόπια μια φυλή Τσιγγάνων λέγεται «Κοβάτσια», που στην ινδική διάλεκτο του Πουντζάμπ σημαίνει «Σιδηρουργοί». Μια άλλη ονομάζεται «Μπαρουτσιέ», δηλαδή «Πυριτιδοκατασκευαστές», και μια τρίτη «Τοπχανσά», δηλαδή «Χυτευτές κανονιών». Είναι οι φυλές των Τουρκόγυφτων, που, σύμφωνα με τη στρατιωτική ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, παρείχαν τέτοιου είδους υπηρεσίες στον Σουλτάνο ως το 1912. Αν μη τι άλλο, στον τομέα των όπλων ο ξεριζωμένος αυτός λαός «μορφώθηκε» περνώντας από τα σπαθιά στα κανόνια.

Το μυστήριο του δαμασκηνού σπαθιού

Τι κοινό έχουν ο Μεγαλέξανδρος, ο Σαλαντίν, ο «χαμένος παράδεισος» και η Οθωμανική Αυτοκρατορία με έναν μετεωρίτη; Ενα μυστικό 2.500 χρόνων, αφού και η Ανατολή έχει το δικό της Εξκάλιμπερ...

Ο ανθρώπινος πολιτισμός είναι ένα οικοδόμημα στηριγμένο σε μεταλλεία. H ανακάλυψη των μεθόδων κατεργασίας του σιδήρου θεωρείται ο καταλύτης της ραγδαίας ανάπτυξης του τεχνολογικού μας πολιτισμού. Αρκεί να θυμηθούμε τη συμμετοχή των μεταλλείων του Λαυρίου στον Χρυσό Αιώνα του Περικλή για να δεχθούμε το αδιαμφισβήτητο του πράγματος. Οπως όμως συμβαίνει σχεδόν πάντα με την τεχνολογία, το πρώτο πεδίο εφαρμογής της μεταλλοτεχνίας υπήρξε το στρατιωτικό. Το σπαθί, χάλκινο στην αρχή, σιδερένιο μετά, αλλά ατσαλένιο αργότερα, σημάδεψε την πορεία μας. Μπήκε από τότε στο χέρι του ανθρώπου και το κραδαίνει ως σήμερα, έστω και ως σύμβολο, παιχνίδι ή διακοσμητικό φετίχ. «Σε γνωρίζω από την κόψη...».
Τα δύο πιο φημισμένα είδη σπαθιών της ανθρώπινης ιστορίας υπήρξαν το δαμασκηνό και το κατάνα των σαμουράι. Δοξασμένο το πρώτο από τους Ευρωπαίους που γεύθηκαν την κόψη του στις Σταυροφορίες και το δεύτερο από τους Αμερικανούς που το γνώρισαν στα χέρια αξιωματικών του εχθρού, στο μέτωπο του Ειρηνικού. Για το ποιο είναι ανώτερο ο πιο γνωστός ζων σιδηρουργός σπαθιών, ο Hank Reinhardt, αποφαίνεται: το δαμασκηνό σπαθί. Τα χαρακτηριστικά που διακρίνουν τη λάμα ενός σπαθιού είναι το πόσο σκληρή, ευλύγιστη και κοφτερή είναι. Οι ιστοριογράφοι των Σταυροφοριών βεβαιώνουν ότι τα δαμασκηνά σπαθιά των Σαρακηνών μπορούσαν να κόψουν τη σιδερένια πανοπλία των ιπποτών με ένα χτύπημα, να λυγίσουν σε 90 μοίρες και να επανέλθουν στη θέση τους και να κόβουν το ίδιο καλά ύστερα από άπειρα χτυπήματα. Ο μεσαιωνικός θρύλος μάλιστα θέλει τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο να επιχειρεί να πείσει τον Σαλαντίν για το ανώφελο της αντίστασης κόβοντας με ένα χτύπημα του σπαθιού του ένα σιδερένιο δοκάρι. Ο Σαλαντίν, ατάραχος, πέταξε απλά στον αέρα ένα μεταξωτό μαντίλι και το άφησε να πέσει στο ακίνητο σπαθί του: κόπηκε μονομιάς σε λωρίδες διαλύοντας τις αυταπάτες του Ριχάρδου.  H προέλευση του ατσαλιού H ονομασία του σπαθιού παραπέμπει στη Δαμασκό, την πρώτη πρωτεύουσα των αραβικών χαλιφάτων, κέντρο εμπορίου της ΝΔ Ασίας. Είτε γιατί μόνο εκεί μπορούσε να τα αγοράσει κανείς είτε γιατί τα μοναδικά νερά της λάμας τους θύμιζαν τους ιριδισμούς των μεταξωτών της Δαμασκού, τα σπαθιά βαφτίστηκαν «δαμασκηνά». H ακριβής προέλευση όμως του θαυμαστού τους ατσαλιού και η μέθοδος κατεργασίας του ήταν μυστικά που οι Ευρωπαίοι του Μεσαίωνα δεν κατόρθωσαν να ανακαλύψουν. Οι αιχμάλωτοι αρνήθηκαν να τους τα πουν ή τους έπεισαν ότι «βουτούσαν την πυρακτωμένη λάμα στα ούρα κοκκινοκέφαλου νηπίου»! H τέχνη κατεργασίας έμεινε στα χέρια των αραβικών συντεχνιών ως το πέρασμα των ταταρικών ορδών του Ταμερλάνου, τον 14ο αιώνα, που λεηλάτησε τη Βαγδάτη και πήρε όλους τους οπλουργούς μαζί του. Οι μόνες απόμακρες πληροφορίες για την τέχνη σφυρηλάτησης «ομοιογενούς ατσαλιού» έφθασαν στους Ευρωπαίους μέσω των Αράβων της Ιβηρικής. Τα σπαθιά του Τολέδου ήταν ό,τι καλύτερο διέθετε η ευρωπαϊκή οπλουργία το 1000 μ.X. αλλά έχασαν την αίγλη τους τους επόμενους τρεις αιώνες από τις συγκρίσεις των Σταυροφόρων με τα δαμασκηνά σπαθιά. Σύντομα πάντως η ανακάλυψη του κλιβάνου πολλαπλών ράβδων ατσαλιού στην Καταλονία το 1300 μ.X. έστρεψε το ενδιαφέρον των αρχόντων του Μεσαίωνα στη μαζική παραγωγή σπαθιών. Οι μόνοι επίμονοι ερευνητές παρέμειναν οι χημικοί (όπως ο Μάικλ Φάραντεϊ και ο Τόρμπεν Μπέργκμαν το 1785), οι οποίοι απέτυχαν μεν να αποκαλύψουν το μυστικό της μεταξένιας λάμας, αλλά έθεσαν με τις αναλύσεις τους τις βάσεις της επιστημονικής μεταλλουργίας.  H «κοφτερή» συνταγή Παρά τις μετέπειτα προσπάθειες πολλών γνωστών οπλουργών και μεγάλων χυτηρίων να αναπαράξουν τη «συνταγή», χρειάστηκε να φθάσουμε στο 1998 για να βρούμε τεκμηριωμένες απαντήσεις. Τότε οι ερευνητές Βερχόεβεν, Πέντρεϊ και Ντάουκς του Πανεπιστημίου της Αϊόβας δημοσίευσαν στην «Journal of Metallurgy» το πόρισμα των αναλύσεων που έκαναν σε δαμασκηνά σπαθιά του Μουσείου της Βέρνης (http://www.tms. org/pubs/journals/JOM/9809/ToC4#ToC4). Σύμφωνα με αυτό, τα δαμασκηνά σπαθιά φτιάχνονταν από εισαγόμενο ατσάλι που παραγόταν από το 500 π.X. στην περιοχή Καρνατάκα, στο Χαϊντεραμπάντ της N. Ινδίας. Γνωστό ως ούκου (ή γουτς αργότερα στους Ευρωπαίους), το ατσάλι αυτό είχε προσμείξεις σιμεντίτη (Fe3C) κατά 1,5% και φωσφόρου, χαλκού, θείου, νικελίου και πυριτίου σε ποσότητες κάτω της μονάδας. Κατά τη σφυρηλάτησή του στα μεταλλουργεία της Δαμασκού στην αιχμή της λάμας συγκεντρώνονταν καρβίδια (που της έδιναν τη ζηλευτή κόψη), ενώ εγκαρσίως στη λάμα ο σιμεντίτης διαμοιραζόταν σε στενές λωρίδες πάχους 6 mm και σε απόσταση 30-70 mm. Αυτές οι λωρίδες ξεχώριζαν από το υπόλοιπο ατσάλι όντας ανοιχτόχρωμες. Μετά την επεξεργασία και το γυάλισμα η λάμα αποκτούσε το ιδιαίτερο γκρι-ασημί της χρώμα με τα ιριδίζοντα νερά. Μολονότι τα σχέδια που δημιουργούσαν οι λωρίδες ήταν ποικίλα, το πιο γνωστό ήταν το λεγόμενο «σκάλα του Μωάμεθ». Αναμενόμενο, καθ' όσον και ο ίδιος ο Μωάμεθ λέγεται ότι είχε δαμασκηνό εγχειρίδιο...  Μύθος και ιστορία H παράδοση θέλει τη σιδηρουργία να αποκαλύπτεται συμπτωματικά στην προϊστορική Ελλάδα, με την παρείσφρηση σιδηρομεταλλεύματος στην καύση ξύλων για κάρβουνο. H επίσημη αρχαιολογία είχε από παλιά ενδείξεις ότι η επεξεργασία του σιδήρου εμφανίστηκε περίπου το 2000 π.X. στην Κίνα και στην Ινδία και ότι ήταν γνωστή στους Χετταίους, λαό που ζούσε στα υψίπεδα του Ιράν. Τα σιδερένια όπλα ήταν που επέτρεψαν στους Χετταίους να κατακτήσουν στα προομηρικά χρόνια όλες τις χώρες ως τη Μεσόγειο, ώσπου αφανίστηκαν γύρω στο 1200 π.X. από τους «ανθρώπους της θάλασσας» (τους Ελληνες;). Είναι εντυπωσιακό ότι το ατσάλι, το ισχυρότατο αυτό κράμα σιδήρου και άνθρακα, μας έδωσε το πρώτο δείγμα του σε ένα μαχαίρι που βρέθηκε στην Κύπρο, χρονολογούμενο περί το 1200 π.X. Το 1961 έγινε μια ανακάλυψη που οδήγησε επίσης σε σκέψεις για το επίπεδο της μεταλλοτεχνίας στη χώρα μας: ο αμερικανός φυσικός δρ Λάιλ Μπορστ μελέτησε δείγματα ανασκαφών από τη Σπάρτη και συμπέρανε ότι οι αρχαίοι Σπαρτιάτες παρήγαν μεγάλες ποσότητες ατσαλιού ήδη από το 650 π.X. Ο Μπορστ διετύπωσε σε άρθρο του στους «New York Times» την άποψη ότι αυτό ήταν το μυστικό της παντοδυναμίας των Σπαρτιατών στις πολεμικές αναμετρήσεις, καθ' όσον η χρήση ατσάλινων όπλων την εποχή εκείνη ισοδυναμούσε με κατοχή... ατομικής βόμβας. Στα σίγουρα πάντως τα σπαθιά από ινδικό ατσάλι τα πρωτοσυναντούμε ιστορικά στα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο ίδιος ο Αριστοτέλης είχε εξυμνήσει τις αρετές των εγχειριδίων της Ανατολής και μας είναι γνωστό ότι ο Αλέξανδρος θεωρούσε το ατσάλι πολύτιμο μέταλλο. Είχε μάλιστα δώσει εντολή να κατάσχεται κάθε μεταλλείο και μεταλλουργείο που βρισκόταν στα εδάφη που κατακτούσε. Στην ιστορία καταγράφεται ότι, όταν ο ινδός βασιλιάς Πώρος συνθηκολόγησε μαζί του, του χάρισε 30 λίβρες από το καλύτερο ινδικό ατσάλι και (ίσως) ένα σπαθί. H απορία είναι γιατί οι Μακεδόνες - και οι Ρωμαίοι που τους διαδέχθηκαν - δεν επωφελήθηκαν από την τεχνογνωσία σφυρηλάτησης ομοιογενούς ατσαλιού των χωρών που γνώρισαν. H απάντηση των επιστημόνων μεταλλουργών ήταν ότι τα χυτήρια των Ευρωπαίων από την αρχαιότητα ως και τον Μεσαίωνα έφθαναν ως τους 1.200 βαθμούς Κελσίου και όχι στους 1.500 που χρειαζόταν αυτή η κατεργασία. Ηταν άγνωστο πώς οι ινδοί μεταλλουργοί το κατάφερναν και... σίγουρα κράτησαν καλά το μυστικό τους.  H αρχαιολογική ανακάλυψη Το 1999 μια νέα αρχαιολογική ανακάλυψη έριξε φως στο μυστήριο αφήνοντας περιθώριο για νέες εικασίες ως προς τον ρου της ιστορίας: στα ερείπια της πόλης Γκιαούρ Καλά του Τουρκμενιστάν βρέθηκαν τρία καμίνια του 1000 μ.X. με πήλινο φούρνο - τροφοδοτούμενο με αέρα από κάτω - που όντως μπορούσε να φθάσει τους 1.500 βαθμούς. Ο υπεύθυνος των ανασκαφών δρ Ντάφιντ Γκρίφιθς του Πανεπιστημιακού Κολεγίου του Λονδίνου δήλωσε ότι πρόκειται για την πιο εξεζητημένη μεταλλουργική τεχνολογία που έχει ανασκαφεί ποτέ. Ποια είναι όμως η Γκιαούρ Καλά και γιατί βρέθηκε εκεί αυτή η τεχνογνωσία; Οπως υποψιάζεται κανείς από το όνομα, πρόκειται για ελληνική πόλη, την πρωτεύουσα της Βακτριανής και Σογδιανής! H Μαργιανή - όπως ήταν το πρώτο όνομα αυτής της αρχαίας πρωτεύουσας των Μασσαγετών - υπήρξε πατρίδα του Ζωροάστρη (492 π.X.) και της θρησκείας του. Ηταν επίσης, κατά την ινδική και αραβική μυθολογία, ο τόπος του χαμένου επίγειου παραδείσου. Οταν ο Αλέξανδρος κυνήγησε τον αντάρτη βακτριανό ηγεμόνα Σπιταμένη στον Βορρά (328 π.X.), έστειλε τον στρατηγό Κρατερό στη Μαργιανή για να την οχυρώσει και την... αναβάπτισε σε Αλεξάνδρεια Μαργιανή. Χρόνια αργότερα ο επίγονος Αντίοχος I´ ο Σωτήρ (280-261 π.X.) επεξέτεινε τα τείχη της σε πάνω από 250 χιλιόμετρα(!) και τη μετονόμασε Σελεύκεια, εις μνήμην του πατρός του. H πόλη έγινε πραγματικό εμπορικό και πνευματικό κέντρο της Κεντρικής Ασίας, σε μια περιοχή ιδιαίτερα εύφορη (πατρίδα του πεπονιού) αλλά και πλούσια σε σιδηρομετάλλευμα, χρυσό και πολύτιμους λίθους. H στρατηγική σημασία της περιοχής φάνηκε και τους επόμενους αιώνες από το ποιοι την κατέστησαν έδρα τους: οι Ούνοι (το 100 μ.X.), οι Τάταροι (500-700 μ.X.) και οι Τούρκοι. Το αν όλοι αυτοί οι κατακτητές λαών υπήρξαν κοινωνοί του μυστικού του ατσαλιού δεν μας είναι ιστορικά γνωστό. Γνωρίζουμε από τον Γίββωνα («H άνοδος και η πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας») ότι οι Τούρκοι θεωρούνταν από τους Τατάρους υποδεέστερη φυλή, είλωτες που δούλευαν στα μεταλλεία και στα σιδηρουργεία. Κάποια όμως στιγμή ένας ηγέτης τους έπεισε τους σκλάβους να πάρουν τα όπλα που έφτιαχναν για τους Τατάρους και να γίνουν αφέντες. Το κατόρθωσαν και ως την πρόσφατη ιστορική εποχή η εθνική ημέρα των Τούρκων περιελάμβανε το άναμμα ενός καμινιού, εις μνήμην της πηγής της δύναμής τους. Το 626 μ.X. κατηφόρισαν προς τα εδάφη των Αράβων, πολέμησαν άγρια μαζί τους για 90 χρόνια και έπειτα προσχώρησαν στη μουσουλμανική κυριαρχία του χαλιφάτου της Δαμασκού. Σύντομα βρέθηκαν να κυριαρχούν στον στρατό του χαλίφη και γύρω στο 1000 μ.X. καταλαμβάνουν επ' ονόματί του το Ινδουστάν. Επειτα από μόλις λίγα χρόνια λεηλάτησης του πλούτου αυτής της χώρας είναι έτοιμοι να ξεκινήσουν τη δική τους αυτοκρατορία, από τη Σογδιανή ως... όπου σήμερα γνωρίζουμε.  Ο «σιδεράς γύφτος» Στα χρόνια της τουρκικής κυριαρχίας της Ινδίας σημειώνεται και η πρώτη ερήμωση των μεταλλείων ατσαλιού. Οι εργάτες που δούλευαν εκεί υποχρεώθηκαν να ακολουθήσουν τον τουρκικό στρατό. Εχει αυτό σχέση με το χτίσιμο των καμινιών που βρέθηκαν στην Γκιαούρ Καλά; Δεν υπάρχουν αποδείξεις. Γνωρίζουμε πάντως ότι η φυλή-παρίας των ινδών μεταλλωρύχων της Χαϊντεραμπάντ, των Agaria (Αγκαρία, Αγαρηνοί; - γλωσσολόγοι, βοήθεια) απογυμνώθηκε από όσους γνώριζαν το μυστικό του ούκου και σήμερα τα απομεινάρια της είναι νομάδες. Να έχει αυτό άμεση σχέση με την παλιά μας αντίληψη για τον «σιδερά γύφτο» που ακολουθούσε τα οθωμανικά ασκέρια στα Βαλκάνια; Ποιος ξέρει...

Από τη σκόνη του μετεωρίτη στη νανοτεχνολογία 
Το αίνιγμα του δαμασκηνού σπαθιού παραμένει λοιπόν μισολυμένο. Γνωρίζουμε τη σύσταση του υλικού του αλλά δεν γνωρίζουμε τον ακριβή τρόπο κατεργασίας του. Ο θαυμασμός για τις ιδιότητές του αλλά και για τη μαστοριά των τεχνητών σε εποχές με ελλιπείς επιστημονικές γνώσεις συνεχίζει να θέλγει και σήμερα οπλουργούς και ερευνητές. Αρκετοί είναι οι κατασκευαστές σπαθιών και εγχειριδίων που έχουν παρουσιάσει εξαιρετικές μιμήσεις του δαμασκηνού σπαθιού, χρησιμοποιώντας ακόμη και αυθεντικό Ουκούς. Ενας μάλιστα από αυτούς είναι ο ελληνοαμερικανός δρ Μεταλλογραφίας Jim Hrisoulas (www.atar.com). Κάποιοι άλλοι προσπαθούν ακόμη να ξεπεράσουν τον «πήχη» που έθεσαν οι μεταλλοτεχνίτες της Δαμασκού. Ο καθηγητής Μεταλλουργίας του αμερικανικού Πανεπιστημίου Παρντιού Χάρβεϊ Αμπράμοβιτς ξεκίνησε αυτή την άνοιξη την κατασκευή του «καλύτερου σπαθιού όλων των εποχών» ονόματι Δρακοφονιάς (Dragonslayer). H ιδέα του βασίζεται στην επίσης αρχαία τεχνική των ιθαγενών της Ιάβας να ενσωματώνουν στο κράμα του ατσαλιού σκόνη μετεωρίτη αλλά και στον θρύλο του Εξκάλιμπερ, του σπαθιού του βασιλιά Αρθούρου, που ήταν φτιαγμένο από «μέταλλο του ουρανού». Ο καθηγητής πιστεύει ότι, αν εξαγάγει σίδηρο από ένα κομμάτι μετεωρίτη 390 γραμμαρίων που έπεσε στην Κίνα τον 15ο αιώνα, θα μπορέσει να φτιάξει ένα κράμα υπέρτερο απ' ό,τι έχει γνωρίσει ο κόσμος μας ως σήμερα. Στο εγχείρημα του Αμπράμοβιτς συμβάλλει ο καθηγητής Ολσον του Πανεπιστημίου Νορθγουέστερν και οι φοιτητές του. Ο Ολσον δεν είναι τυχαίος στον χώρο. Είναι επικεφαλής της νεόδμητης εταιρείας νανοτεχνολογίας QuesTek. H ιδιαιτερότητα αυτής της εταιρείας είναι ότι δεν κατασκευάζει ατσάλι από πρωτογενή υλικά αλλά «το γεννάει» σχεδιάζοντας εξ ολοκλήρου σε υπολογιστές τα νέα κράματα. Παρεμβαίνοντας στη μικροκρυσταλλική δομή των μετάλλων η εταιρεία κατόρθωσε να παράξει ένα υπερ-ατσάλι, το Ferrium C69. H συμμετοχή της QuesTek στην κατασκευή του Δρακοφονιά έχει να κάνει με τη μετατροπή του μετεωρίτη σε ατσάλι αλλά και με την αυτοματοποιημένη (μη σφυρήλατη πλέον) διαμόρφωση της κόψης του σπαθιού. Αρχικώς ο Αμπράμοβιτς θα διαλύσει τον μετεωρίτη σε ηλεκτρολυτικό διάλυμα. Ο καθαρός σίδηρος θα συσσωρευθεί σε ένα ηλεκτρόδιο αφήνοντας στο διάλυμα τις πρότερες προσμείξεις του. Στον σίδηρο θα διοχετευθεί σκόνη γραφίτη με τη μέθοδο της QuesTek ώστε να μετατραπεί σε Ferrium C69. Πέντε λίβρες από αυτό το «κυβερνοατσάλι» θα μεταπλαστούν στον Δρακοφονιά, που αναμένεται να εκτεθεί σε δημοπρασία του Internet αυτό το καλοκαίρι.

Ενοχές: Σκέψεις που σε βοηθούν να λυτρωθείς!

ΟΙ ΕΝΟΧΕΣ ΚΑΝΟΥΝ ΧΕΙΡΟΤΕΡΗ ΤΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΣΑΣ

Κείμενο του θεραπευτή και συγγραφέα Δρ. Πολ Χοκ. 

Μας λένε διαρκώς πως είναι ηθικό να αισθανόμαστε ενοχές όταν κάνουμε κάτι κακό, γιατί ο πόνος που είναι συν-δεδεμένος με τις ενοχές θα αποδειχτεί τόσο δυσάρεστος ώστε δεν πρόκειται να ξανακάνουμε το ίδιο σφάλμα. Αν ίσχυε κάτι τέτοιο, θα ήμουν ο πρώτος που θα πρότεινε ν’ αναπτύξουμε όσο περισσότερες ενοχές μπορούμε ώστε να γίνουμε λιγότερο επιρρεπείς σε λάθη. Δυστυχώς, τα πράγματα δεν είναι έτσι. Και μάλιστα, η αντίθετη συμπεριφορά είναι πιο αποτελεσματική· δηλαδή, μην επικρίνετε καθόλου τον εαυτό σας, μα αναλύστε τα σφάλματα και τις αμαρτίες σας κι έπειτα βάλτε τα δυνατά σας να μην τα επαναλάβετε. Όταν επικρίνετε τον εαυτό σας για τα λάθη σας, πείθεστε πως είναι σχεδόν αδύνατον να συμπεριφερθείτε καλύτερα και πως η χειρότερη συμπεριφορά είναι ό,τι ακριβώς χρειάζεται ένα κτήνος σαν κι εσάς για τιμωρία. Άλλωστε πώς αλλιώς μπορείτε να αποτυπώσετε ένα σφάλμα στη μνήμη σας αν δεν υποφέρετε εξαιτίας του;

Πάρτε για παράδειγμα τη Λούσυ. Παντρεύτηκε, ο άνδρας της έφυγε για υπηρεσία στο εξωτερικό, ένιωσε μοναξιά και έκανε σχέση με κάποιον άλλο. Παρόλο που είχε ηθικούς ενδοιασμούς yi’ αυτή τη σχέση, την απολάμβανε τόσο ώστε μπλόκαρε κάθε σκέψη να δώσει ένα τέλος ή να επικρίνει αυστηρά τον εαυτό της. Μα η σχέση αυτή έληξε σε έξι μήνες κι έπειτα βρέθηκε σχεδόν αμέσως στην αγκαλιά κάποιου άλλου άντρα. Τώρα πια είχε αρχίσει να μισεί τον εαυτό της. Σ’ αυτή τη φάση αποφάσισε ότι ήταν μια πόρνη, ένα διεφθαρμένο άτομο που δεν άξιζε βοήθεια και καλά θα έκανε να πάει με όποιον άντρα εξέφραζε κάποιο ενδιαφέρον γι’ αυτήν. Ένα βράδυ, μετά από ένα πάρτι, πρόσεξε ότι ένας από τους καλεσμένους την ακολουθούσε με το αυτοκίνητό του. Τι έκανε; Το μόνο πράγμα που ταίριαζε σε μια «πόρνη». Βγήκε από το αυτοκίνητό της, μπήκε στο δικό του κι έκανε έρωτα μαζί του. Έπειτα γύρισε στο σπίτι της. Αργά το βράδυ μου τηλεφώνησε κλαίγοντας - ήταν στα πρόθυρα της αυτοκτονίας και ζητούσε βοήθεια.

Δεν πέρασε πολύς καιρός και κατάλαβε τι έκανε στον εαυτό της. Άλλαξε τελείως όταν συνειδητοποίησε πως η αυτοεπίκριση την είχε πείσει πως ήταν διεφθαρμένη κι όχι απλώς μια ανόητη κι άπιστη σύζυγος. Ούτε μια φορά δε συμφώνησα πως οι πράξεις της ήταν ανώδυνες. Έτσι όπως σηκωνόταν από το ένα κρεβάτι κι έπεφτε στο άλλο θα μπορούσε να κολλήσει κάποιο αφροδίσιο νόσημα ή να μείνει έγκυος, πράγμα τρομερά άδικο για τον άντρα της. Επέμενα όμως ότι φερόταν τόσο απερίσκεπτα αλλά επέμενα επίσης ότι δεν έπρεπε να επικρίνει τον εαυτό της. Το θέμα ήταν να σκεφτεί τις πράξεις της και πόσο ωφελούσαν ή όχι τον εαυτό της.

Η ΕΠΙΚΡΙΣΗ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΒΙΑΙΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ ΣΑΣ
Σκεφτείτε για μια στιγμή τι κάνετε στον εαυτό σας όταν τον κατηγορείτε. Πρώτα τον θεωρείτε ανάξιο ν’ ανήκει στην ανθρώπινη φυλή και τον αντιμετωπίζετε σαν ξεχω­ριστό είδος από τους άλλους. Τον κηλιδώνετε με λεκτικές επιθέσεις, έτσι ώστε νιώθετε να βρωμάτε ακόμα κι αν οι άλλοι δεν μπορούν να σας μυρίσουν. Τον καλύπτετε με αόρατο μίσος κι απέχθεια.. Και πάντα τον μεταχειρίζεστε λες κι οι άλλοι θα ’πρεπε να τον φτύνουν και να τον αποφεύγουν σαν την πανούκλα. Αυτό είναι βία, δε συμφωνείτε;

Ας υποθέσουμε τώρα πως κάποιος άλλος επρόκειτο να τα κάνει όλα αυτά σ’ εσάς. Δε θ’ αντιστεκόσασταν, δε θα δίνατε και την ίδια σας τη ζωή για να μη σας φερθούν με τόσο επαίσχυντο τρόπο; Φυσικά. Αλλιώς θα ήσασταν τρελοί. Δίνετε όμως τέλος στη βία όταν εσείς οι ίδιοι την εξασκείτε; Και βέβαια όχι. Την απολαμβάνετε. Νομίζετε πως σας αξίζει. Και επιπλέον αισθάνεστε καλά επειδή πι­στεύετε πως, μέσα από όλα αυτά τα βασανιστήρια, λυ­τρώνεστε από τις αμαρτίες σας.
Αφού είναι τόσο καλό να υποφέρετε όταν το καλείτε εσείς, γιατί είναι κακό όταν το κάνουν άλλοι; Και μάλιστα, αν θέλετε να είστε λογικοί ρεαλιστές, όλοι εσείς που επικρίνετε τον εαυτό σας θα ’πρεπε να πάτε φυλακή για να συνειδητοποιήσετε τι πραγ­ματικά σημαίνει τιμωρία, ή να λάβετε μέρος εθελοντικά σε αποστολές αυτοκτονίας, ή να δουλέψετε σε αποικίες λεπρών. Όσο περίεργο κι αν φαίνεται, αυτό ακριβώς κά­νουν στην πραγματικότητα κάποιοι από τους πιο επίμο­νους επικριτές του εαυτού τους. Εκτίθενται σε κίνδυνο, πτώχευση, αποτυχία, πιστεύοντας πως τους αξίζει επειδή είναι ανάξιοι. Οι περισσότεροι όμως δε φτάνουν σε τέτοια άκρα. Τιμωρούν τους εαυτούς τους κατ’ ιδίαν, καταριού­νται μόνοι τους την ύπαρξή τους, ενώ προσπαθούν να κρύψουν από τους άλλους το μίσος που νιώθουν για τον εαυτό τους, χωρίς καν να συνειδητοποιούν πόσο άδικα του φέρονται.

Η ΕΠΙΚΡΙΣΗ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΑ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ
Η επίκριση δεν είναι εσφαλμένη μόνο όταν τη στρέφετε κατά του εαυτού σας- είναι εσφαλμένη κι επικίνδυνη ό­ταν τη στρέφετε και εναντίον των άλλων. Στη δεύτερη πε­ρίπτωση προκαλεί μίσος, θυμό και βία. Ό­ταν κάνουν καλές πράξεις, νομίζετε πως αντιμετωπίζετε καλούς ανθρώπους- όταν κάνουν κακές πράξεις, έχετε μπροστά σας κακούς ανθρώπους. Ανοησίες! Και πάλι συγ­χέουμε το άτομο με τις πράξεις του.

Ουσιαστικά, κάθε πράξη βίας, κάθε πόλεμος, βασανι­στήριο ή δολοφονία που συμβαίνει στον κόσμο ξεκινάει από αυτή τη φριχτή πεποίθηση, ότι: α) υπάρχουν κακοί άνθρωποι στον κόσμο και β) οι κακοί άνθρωποι πρέπει να επικριθούν αυστηρά και να τιμωρηθούν για τις κακές τους πράξεις. Πρέπει οπωσδήποτε  να τους τιμωρήσουμε δεν κάνουμε τίποτα παρα­πάνω απ’ ό,τι έκαναν εκείνοι και προσέλκυσαν την προ­σοχή μας.

Ας μη φτάνουμε στα άκρα. Οι πιο πολλοί από εμάς δεν ξέρουμε κανένα δολοφόνο, οπότε μια ματιά στα γε­γονότα της καθημερινής ζωής θα βοηθούσε να εξηγή­σουμε πολύ καλύτερα τους κινδύνους της επίκρισης. Ο άντρας σας μόλις αγόρασε ένα αυτοκίνητο χωρίς να σας συμβουλευτεί. Εσείς δε θέλατε καν δεύτερο αυτοκίνητο, αλλά είστε πρόθυμη να παραβλέψετε το γεγονός αυτό. Ωστόσο, δε σας δόθηκε η παραμικρή ευκαιρία να διαλέ­ξετε το μοντέλο ή το χρώμα. Κι ύστερα απ’ όλα όσα κάνατε γι’ αυτόν! Ήσασταν πάντα δίκαιη απέναντί του. Δεν ξοδεύατε τίποτα χωρίς πρώτα να τον ρωτήσετε. Τώρα αποφασίζετε πως αυτό που έκανε είναι τρομερή αδικία (κι έχετε απόλυτο δίκιο) κι έτσι του επιτί- θεστε αναφέροντας κάθε τι που σας ενοχλεί σ’ αυτόν. Α­φού του τα ψάλετε για τα καλά, του εκσφενδονίζετε κά­ποιο αντικείμενο και, για να τον κάνετε να νιώσει ακόμα χειρότερα, πηγαίνετε στο δωμάτιό σας με γοερά κλάμα­τα. Αν η πόρτα κλειδώνει, ακόμα καλύτερα.

Δεν είναι παραμύθι. Πρόκειται για ένα γεγονός που συμβαίνει πολύ τακτικά, σχεδόν σε κάθε νοικοκυριό. Σε κάποια σπίτια πρόκειται για μια καθημερινή τελετουρ­γία, όπως το πλύσιμο των πιάτων.

Η γυναίκα στο παράδειγμά μας κατηγόρησε τον άν­τρα της για την απερισκεψία του. Ουσιαστικά λέει στον εαυτό της: «Φέρθηκε άσχημα. Είναι κακός». Και το ενε­νήντα εννιά τοις εκατό των ανθρώπων θα συμφωνούσαν μαζί της. Εγώ όμως διαμαρτύρομαι. Γιατί κάνει λάθος; Πρώτα απ’ όλα, ο άντρας της είναι άνθρωπος, ατελής όπως κι η ίδια. Αυτό σημαίνει πως πρέπει να έχει κάποια ελαττώματα. Αν δε θέλει να είναι η απερισκεψία ένα από τα μεγάλα του ελαττώματα, τι θα προτιμούσε; Θα ένιωθε ικανοποιημένη αν κα­ταχραστής; Υπάρχουν και χειρότερα. Ίσως τότε θα ’πρεπε  ν’ αποδεχτεί το ε­λάττωμά του και να προσπαθήσει ήρεμα να του κόψει συνήθεια, αντί να του δίνει αφορμές να τη μισήσει όσο πολύ ώστε να πάει ν’ αγοράσει ακόμα κι ελέφαντα χωρίς να τη συμβουλευτεί.

Αυτού του είδους η επίκριση είναι επικίνδυνη, γιατί απομακρύνει τους ανθρώπους, διαλύει γάμους, βοηθάει να νιώσει το θύμα ενοχές και κατάθλιψη, ανεβάζει την πίεση και προκαλεί έλκος. Κανείς δεν μπορεί να γίνει έξαλλος με κάποιον άλλο χωρίς να πληρώσει το τίμημα.

Η ΦΛΟΓΑ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

"ΑΦ'ΕΣΤΙΑΣ"
Η Εστία είναι η θεά της φωτιάς, είναι η ζωντανή φλόγα που καίει ασταμάτητα στο κέντρο του σπιτιού, του ναού, της πόλης..
Η Εστία καθαγίαζε ναούς και κατοικίες και μόνον με την παρουσία της. Η εστία στους ναούς, που ήταν η απεικόνιση της θεάς Εστίας, άναβε πάντα από το φως του Ηλίου, άρα έχει σχέση με τις τροπές του Ηλίου και μάλιστα με την χειμερινή τροπή όπου θεωρείται ότι γεννιέται ο Ηλιος.

Σ’ αυτήν οι Έλληνες απέδιδαν την επινόηση της τέχνης για το χτίσιμο του πρώτου σπιτιού, καθώς επίσης και στην ενότητα που η ίδια αντιπροσώπευε, γι΄αυτό της είχαν αφιερώσει το κυριότερο μέρος της οικίας: εκεί δηλαδή που έκαιγε η φωτιά και συγκεντρώνονταν όλα τα μέλη της οικογένειας τριγύρω της. Σαν προστάτιδα της οικιακής ζωής και της οικογένειας, λάμβανε την πρώτη προσφορά σε κάθε θυσία στο σπιτικό, και στις ευωχίες οι πρώτες σπονδές γίνονταν προς τιμήν της, γι΄αυτό και η έκφραση «αφ’ Εστίας». αλλά δεν είχε δημόσια λατρεία. Εξαιτίας της γαλήνης, της πραότητας και της ηρεμίας που τη διέκρινε δε συμμετείχε ποτέ σε πολέμους ή διαμάχες.
Οι επικλήσεις της «Πατρώα», «Ένοικος», «Σύνοικος», «Εφέστιος», «Πρυτανίτις», μας εγγυώνται την σταθερότητα αλλά και την μονιμότητα και την συνέχιση του βίου.

Το Εφέστιο Ιερό Πυρ, για τους Έλληνες αποτελεί ένα ηθικό ον. Λάμπει, ζεσταίνει και μαγειρεύει την ιερή τροφή, όμως ταυτόχρονα «σκέπτεται» και έχει ολοκληρωμένη συνείδηση. Γνωρίζει τα καθήκοντα των ανθρώπων και επιβλέπει την εκπλήρωσή τους. Θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε και «ανθρώπινο», γιατί κατέχει τη διπλή ανθρώπινη φύση, αφού σε υλικό επίπεδο, αναφλέγεται, κινείται, ζει, παρέχει αφθονία, ετοιμάζει τα γεύματα, τρέφει το σώμα και σε ψυχικό επίπεδο εκδηλώνει συναισθήματα και αγάπη, δίνει στον άνθρωπο αγνότητα, επιβάλλει το κάλλος και το αγαθό, τρέφει την ψυχή.

Οι στύλοι του Ολυμπίου Διός: Ο μεγαλύτερος ναός της αρχαιότητας



Πώς γκρεμίστηκαν οι περισσότερες από τις 104 κολώνες που ζύγιζαν 364 τόνους...

Ήταν ο μεγαλύτερος ναός της Ελλάδας στα ελληνιστικά και τα ρωμαϊκά χρόνια. Όμως ο ναός του Ολύμπιου Δία είχε ήδη ξεκινήσει να χτίζεται το 515 π.Χ. από τον εγγονό του Πεισίστρατου, τον Πεισίστρατο τον νεότερο.

Ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι ο Πεισίστρατος ξεκίνησε την ανέγερση του ναού ακολουθώντας τη γνωστή τακτική πολλών άλλων τυράννων, οι οποίοι κρατούσαν τον πληθυσμό απασχολημένο, ώστε να μην εξεγείρεται ενάντια στη σκληρή διακυβέρνηση. Σύμφωνα με τον περιηγητή Παυσανία όμως, τον ναό είχε θεμελιώσει ο Δευκαλίωνας, ο γενάρχης των Ελλήνων, για να τιμήσει το Δία που τον έσωσε από τον κατακλυσμό. Με την πτώση της τυραννίας του Πεισίστρατου, η ανέγερση του ναού διακόπηκε. Λέγεται μάλιστα, ότι κομμάτια του χρησιμοποιήθηκαν για να χτιστεί το τείχος του Θεμιστοκλή, γύρω στα 479 π.Χ.

Πολλοί προσπάθησαν να συνεχίσουν την ανοικοδόμηση του ναού, όπως ο Αντίοχος Δ’ βασιλιάς της Συρίας και ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Αύγουστος. Τελικά όμως, ο ναός του Ολυμπίου Διός αποπερατώθηκε το 132 μ.Χ. από τον Αδριανό ο οποίος ήρθε στην Αθήνα το 124 μ.Χ., έγινε Αθηναίος Πολίτης και έκανε πολλά σημαντικά έργα για την πόλη. Σε ένα τείχος που χώριζε τη νέα από την παλιά Αθήνα της εποχής, εκεί κοντά, έχτισε και τη γνωστή Πύλη που πήρε το όνομά του. Στην τελική του μορφή, ο ναός του Ολυμπίου Διός είναι φτιαγμένος από πεντελικό μάρμαρο. Ο ρυθμός του είναι Κορινθιακός. Το μήκος του ξεπερνά τα 100 μέτρα και το πλάτος του τα 40. Όσο για τις περίφημες κολόνες του, συνολικά ήταν 104. Είχαν ύψος 17 μέτρα και διάμετρο 2,6 μέτρα ενώ καθεμιά ζύγιζε 364 τόνους!



Από το 500 μ.Χ. ο ναός σταδιακά ερειπώθηκε και οι κολόνες άρχισαν να πέφτουν. Μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα όρθιες στέκονταν μόλις 16. Όμως μια φοβερή καταιγίδα το 1852 έριξε άλλη μία, η οποία κείται στην ίδια θέση μέχρι σήμερα. Εκείνη την εποχή, ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, επηρεασμένος από το γεγονός, έγραψε το ποίημα: «Προς την υπό λαίλαπος δεινής κρημνισθείσαν στήλην του Oλυμπίου Διός»

Και έτσι ξεκίνησε ο καυγάς… αρκετά αργότερα, βέβαια. Δεν μπορούμε να αποφασίσουμε αν πρέπει να λέμε «οι στήλες του Ολυμπίου Διός» ή «οι στύλοι του Ολυμπίου Διός». Ένα από τα μεγαλύτερα μνημεία των Αθηνών συζητιέται μέχρι σήμερα όχι για τη γλώσσα του, αλλά για τη γραμματική του...

Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΤΟΥ ΔΙΟΣ


Φειδίας σμιλεύοντας την Προτομή του Διός - József István Pál Dorffmeister,1802
Ο άρχων του Ολύμπου στην ζεύξη, ένωση και στην διαίρεση, τον διαχωρισμός της Ζωής


Σημαντικότερο σύμβολο του Δία είναι ο κεραυνός, το πιο πολύτιμο όπλο που διαθέτει, το σκήπτρο, που καταλήγει σε αετό και είναι το σύμβολο της εξουσίας του και η αιγίδα από το δέρμα της Αμάλθειας που τον κάνει αήττητο και ένα από τα σημαντικά όπλα του στην Τιτανομαχία. Ιερό δέντρο του είναι η βελανιδιά.
Πολύ συχνά εικονίζεται με δυο πιθάρια στο πλάι του που συμβολίζουν τα καλά και τα κακά που μοίραζε στους ανθρώπους.
ΖΕΥΣ /ΝΟΥΣ Ο Θρίαμβος της έμφρονος ισχύος δια του κεραύνιου πυρός.
Αρχή και αιτία του κόσμου , ο ΖΗΝ«…..Άλλοι μεν τον ονομάζουν ΖΗΝΑ άλλοι Δία, αλλά όταν αυτά τα δύο ονόματα ενωθούν σε ένα φανερώνουν την φύση του θεού….. διότι δεν είναι δυνατόν να είναι άλλος αίτιος για την Ζωή παρά μόνο ο άναξ και κυβερνήτης του σύμπαντος. Το ΔΙΙ ΚΑΙ ΤΩ ΖΗΝΙ δηλ. ΤΟ ΔΙΝΕΙΝ ΖΩΗ είναι ένα όνομα.
Μία ιδιότητα του Διός εξαιρετική σημασίας, η οποία άπτεται της ουσίας της σύζευξης και διάζευξης υποδεικνύεται επίσης από τον Πλάτωνα, γιατί ΔΙΑΣ συνάπτεται μετά της Δικαιοσύνης, έχοντας κοινά τα δύο πρώτα γράμματα Δ και Ι.
Οι πρώτες Αρχές της Γέννησης και της Φθοράς των Όντων, που δραστηριοποιεί ο ΖΗΝ, αν δεν υπόκεινται στον Νόμο και την Δικαιοσύνη, τάξη και ευνομία και ευκοσμία θα εξαφανισθούν και ο κόσμος θα επανέλθει στην κατάσταση του Ησιοδείου Χάους.
Η ιδιότητα της Δικαιοσύνης προϋπάρχει «εν δυνάμει» στον Νουν του Διός, πριν η αλυσίδα των γάμων του φέρει στο προσκήνιο και εν ενεργεία τις κατ΄επέκταση ιδιότητες συζύγων και τέκνων του.
Ο Ζεύς αφενός με την σύ-Ζευξη και αφετέρου με την Διά-ζευξη επιτρέπει την αφομοίωση, συμφιλίωση. Σύντηξη και στην συνέχεια την Διά-σπαση, απόρριψη Διά-λυση, στο αεί της Αιωνιότητας όλων των πραγμάτων στο φθαρτό και ορατό κόσμο.


Ο ΔΙΑΣ ΘΡΙΑΜΒΕΥΤΗΣ ΒΙΛΛΑ ΤΩΝ ΜΕΔΙΚΩΝ , ΑΙΘΟΥΣΑ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ ΦΛΩΡΕΝΤΙΑ

Διαμέσου του θείου αυτού προτύπου ο άνθρωπος έχει πρόσβαση στην ορθότητα των συλλογισμών με την βοήθεια των 9 συζύγων θεών +27 τέκνα= 36, που οι ιδιότητες τους εμφανίζονται μεθοδικά και προοδευτικά και το πρότυπο από εν δυνάμει θα καταστεί εν ενεργεία. Δια την ανθρώπινη διάνοια τεκνοποίηση σημαίνει γέννηση νέων ιδιοτήτων, όπως περιγράφονται από τα ονόματα των τέκνων, που προέρχονται από τους θείους γάμους με σκοπό την δημιουργία νέων ορθών συλλογισμών.
1.Πρώτη σύζυγος του Διός Η ΜΗΤΙΣ/ ΦΡΟΝΗΣΗ. Πριν από αυτή ουδέν υπάρχει εις το νοητό πεδίο και από αυτή τα πάντα απορρέουν « Εξ ανάγκης». Από εδώ θα ξεκινήσει ο ανθρώπινος Νούς προκειμένου κατ΄ομοίωση του Νού του Διός να διευκολυνθεί στις επιλογές του, αφού θα έχει κατανοήσει την λειτουργία των θεσμών και του Νόμου, που διαπερνούν αφανώς ολόκληρο το συμπαντικό νοητικό πλέγμα.
Η Μήτις έχει μεταμορφωτικές δυνάμεις και μαντικές ικανότητες, όμως ο Ζεύς/Νούς μπορεί καταφέρνει να την ξεγελάσει καταπίνοντας της. Με οδηγό την φρόνηση/Μήτις, η ψυχή πραγματοποιεί την έναρξη επικοινωνίας με τον Νούν/Δία, αποκαθιστά τις σχέσεις με τον Ορθό Λόγο και οι συναισθηματικές της εξάρσεις υποχωρούν, τα τέρατα της ψυχής ελαχιστοποιούνται καθώς επίσης και οι μεταμορφωτικές της, άνευ αιτίας κινήσεις της ,αυτές οι παλινδρομήσεις των κυμάτων, ο κυανοχαίτης Ποσειδών την της ψυχής.
Συλλαμβανόμενη από την Μήτιδα η ΣΟΦΙΑ/ΑΘΗΝΑ, απαιτεί τρείς κύκλους κυοφορίας, ανά εννέα τέκνα, πριν αυτή γεννηθεί από τον ΝΟΥ/ΔΙΟΣ, καθώς και υπόκειται σε δύο κυοφορίες, μία στην κοιλία της μητρός της και μία εντός του Νού του πατρός της.
Ζεύς «Μητιέτης», βαθύβουλος και συνετός.
2. ΘΕΜΙΣ, η δεύτερη σύζυγος. Η Δικαιοσύνη που γεννά τις ΩΡΕΣ ΕΥΝΟΜΙΑ ΔΙΚΗ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ και τις ΜΟΙΡΕΣ ΚΛΩΘΩ, ΛΑΧΕΣΙΣ και ΑΤΡΟΠΟΣ
Χωρίς την Θέμιδα η Δικαιοσύνη με βάση τους θεσμούς, το «ΕΘΟΣ», το εθιμικό δίκαιο, δεν λειτουργεί. Το ΕΘΟΣ έχει θεία προέλευση αφού γίνεται ΘΕΟΣ και η σύνδεση μεταξύ τους προϋποθέτει την εφαρμογή της Δικαιοσύνης σε όλα τα βασίλεια των ελλόγων όντων. Το ΗΘΟΣ προκύπτει επίσης από το ΕΘΟΣ. Η θέμις κόρη του Ουρανού και της Γης, αποτελεί δικλείδα ασφαλείας όλου του γένους του Διός, αφού προστατεύει με τους θεσμούς το συνολικό Σύμπαν. Στο γονιδιακό της κύτταρο δεν έχει την ιδιότητα του νερού, για αυτό δεν επιτρέπονται συναισθηματισμοί και αναίτιες αποφάσεις στην διεκπεραίωση του Νόμου.
Ο όρος ΩΡΑ, προέρχεται από την Ω-ΡΙ-ΜΑΝΣΗ των γεγονότων στον ενδεδειγμένο χώρο την ΩΡ-ΙΣΜΕΝΗ χρονική στιγμή που έρχονται η Ευνομία, Δίκη και Ειρήνη στις τρείς διαδοχικές τους φάσεις για την εφαρμογή του Νόμου.
ΕΥΝΟΜΙΑ, απαράβατος όρος και επίκουρος της συντελούμενης Δικαιοσύνης/Δίκης προκειμένου να επικρατήσει η ΕΙΡΗΝΗ.
Οι Ώρες και οι Μοίρες, οι έξι θυγατέρες του Διός ενοποιούν τον Χ-ΩΡΟΧΡΟΝΟ, μέσα στην αέναη ροή, του ΝΥΝ στο ΑΕΙ, όπου δεσπόζει ο ΑΙΩΝ και παρελθόν και μέλλον ενώνονται με τον παρόν, γιατί στο ιδεατό πεδίο χρόνος δεν υπάρχει.
3. ΕΥΡΥΝΟΜΗ, ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ, που γεννά τις ΧΑΡΙΤΕΣ ΑΓΛΑΙΑ, ΘΑΛΕΙΑ και ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ.
Είναι οι ιδιότητες που συνδέουν το νοητό μετά του αισθητού πεδίου με την ενιαία πληρότητα του καθολικού Νόμου και Δικαιοσύνης.
Η Ευρυνόμη κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος δεν στερείται του υγρού στοιχείου, για να ευρύνει το απρόσωπο, άτεγκτο και ουδέτερο προσωπείο του Νόμου της θέμιδος.. Είναι η απαραίτητος μετεξέλιξη του Νόμου, προκειμένου η Δικαιοσύνη να αποδοθεί χωρίς στυγνότητα και σκληρότητα, αλλά να προσεγγίσει την ουσία του αδικήματος, με την ορθή κατανομή των ευθυνών.
Οι τρείς Χάριτες «μέλπονται πάντων τε νόμους και ήθεα κεδνα των αθανάτων» δηλ.εξυμνούν όλους του νόμους και τα ιερά ήθη των αθανάτων…. Με τρόπο έτσι ώστε όλοι να γνωρίσουν ότι πρώτο μέλημα τους είναι η τήρηση και ο σεβασμός στους θείους νόμους. Αλλά και χωρίς τις Χάριτες δεν υπάρχει χαρά στην ζωή των θνητών όπως μας λέει ο ορφικός Υμνος των Χαρίτων….
Οι προϋποθέσεις των αόρατων Νόμων και Θεσμών ετέθηκαν από τις πρώτες τρείς συζύγους του Δία και τα εννέα πρώτα παιδιά του.
4. ΔΗΜΗΤΡΑ, ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ, που γεννά την αδέκαστο ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ που δικάζει μετά του Πλούτωνος τις ψυχές που φθάνουν στον Αδη.
Όταν οι θεοί συνευρίσκονται μυθολογικά, υποδηλώνεται η δημιουργία νέων Νόμων και ιδιοτήτων, για την συνεχή εξελικτική διάπλαση των Κόσμων.
Ο γάμος του Δία με την Δήμητρα γίνεται με σκοπό την περαιτέρω εξέλιξη του θείου σχεδίου, με την γέννηση της Περσεφόνης την ψυχή της ανθρωπότητας.
5.ΜΝΗΜΟΣΥΝΗ, ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΜΝΗΜΗ που γεννά τις ΜΟΥΣΕΣ . ΚΛΕΙΩ,ΕΥΤΕΡΠΗ,ΘΑΛΕΙΑ,ΜΕΛΠΟΜΕΝΗΤΕΡΨΙΧΟΡΗ,ΕΡΑΤΩ,ΠΟΛΥΜΝΙΑ,ΟΥΡΑΝΙΑ ,ΚΑΛΛΙΟΠΗ
Οι ψυχές στον ένσαρκο βίο τους διδάσκονται την Αρετή και τις ιερές τελετές, μυήσεις από τις Μούσες και την μητέρα τους Μνημοσύνη.
Η Πέμπτη σύζυγος , η Μνημοσύνη , βρίσκεται στο κέντρο , τέσσερις προηγούνται και τέσσερις έπονται, τονίζοντας την ισορροπία μεταξύ του παρελθόντος και του μέλλοντος.
Η μνήμη για την ανθρώπινη διάνοια είναι η πρώτη από όλες τις νοητικές ιδιότητες, η οποία εμφανίζεται μετά την σύλληψη της Περσεφόνης.
Η Μνημοσύνη φροντίζει για την σύνδεση ψυχής και νού και αυξάνει τον δυνατό λογισμό των ανθρώπων, απομακρύνοντας τις επιζήμιους αρνητικές σκέψεις, και ανάπτυξη της μνήμης, η οποία δια της παιδείας θα αναπτύξει το ήθος.
Οι άνθρωποι δια της μνήμης, οφείλουν κατ΄ ομοίωση των Μουσών, να εξυμνούν τον Νόμο, προκειμένου αυτός να τυπώνεται στην ψυχή μαζί με τις συνήθειες των αθανάτων. Γιατί το άσμα δια του παλμού, της μελωδίας, του ρυθμού και της αρμονίας συντονίζει την ψυχή σε υψηλούς τόνους των ουράνιων συγχορδιών, διευκολύνοντας την στην ατένιση και κατανόηση της Αρετής, απομακρύνοντας την από κακόβουλες και φαύλες σκέψεις.
6.ΛΗΤΩ , ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ που γεννά την ΑΡΤΕΜΙΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΠΟΛΛΩΝΑ
Την σφραγίδα του νόμου κατέχει ο φωτίζων την Αλήθεια θεός του φωτός ο Φοίβος Απόλλων, σε αναγκαίες εξελικτικές διαβαθμίσεις της «Σεληνιακής και Ηλιακής Γνώσης» με επόπτες τα δίδυμα αδέλφια Αρτεμις και Απόλλωνα. Διττή η φύση των φαεινών σημάτων που εκπέμπουν προς όλες τις συνειδήσεις. ΚΑΘΑΡΟΤΗΣ ΨΥΧΗΣ (ΑΡΤΕΜΙΣ), αναμένει την Υδροχοική εντολή του Χρόνου για να αρχίσει το έργο της και όλη η επιβληθείσα ψυχική ρύπανση να αποβληθεί, και ΝΟΗΤΙΚΗ ΚΑΘΑΡΟΤΗΣ (ΑΠΟΛΛΩΝ), που θα οδηγήσει τον Νού δια της πειθούς, λογικής και διάκρισης στην οδό της Αρετής.
7.ΜΑΙΑ, ΕΡΜΗΝΕΙΑ, που γεννά τον ΕΡΜΗ. Η ερμηνεία του νόμου εκμαιεύεται από τον Ερμή,ο οποίος μεταβιβάζει τις εντολές του Διός που είναι Νόμοι για τους θνητούς.
8. ΣΕΜΕΛΗ, που γεννά τον ΔΙΟΝΥΣΟ. Ο Διόνυσος πήρε το σκήπτρο της εξουσίας επί των θνητών από τον Δία και προσφέρει την δυνατότητα εις τις ψυχές να αποκτήσουν κρίση δικαίου και ενσυνείδητο Αρετή, στον Αγρόν της Ζωής.
9. ΗΡΑ, ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ, ΑΝΔΡΕΙΑ, που γεννά την ΗΒΗ,ΑΡΗΣ, ΕΙΛΕΙΘΥΙΑ. Το σθένος της προάσπισης της Δικαιοσύνης το έχει αναλάβει ο Άρης, τελευταίο άρρεν τέκνο του Διός, και είναι ο συναρωγός Θέμιστος και ο δικαιοτάτων αγός φωτών»
10. ΖΕΥΣ/ΜΗΤΙΣ , ΣΟΦΙΑ, που γεννά την ΑΘΗΝΑ, η οποία πάνοπλος, έχει όλες τις ιδιότητες των προηγούμενων παιδιών, συγκεντρωμένες και ενοποιημένες.
Από το σπέρμα του Διός προέρχονται πολλά παιδιά που δεν έχουν μόνο μητέρες θείες οντότητες αλλά είναι και νύμφες ή θνητές των οποίων όμως η ηθική είναι άμεπτος (Ευρώπη, Αλκμήνη, Δανάη….) Αυτά τα παιδιά του θα καλεστούν να πολεμήσουν πολλά τέρατα και να επιτελέσουν Άθλους μέχρι εσχάτων , για να αναγνωρισθούν σαν διαχρονικές αξίες Ήθους και Αρετής.
Με την αλληγορία της συνεύρεσης του Δία με πολλές Θηλυκές Αρχές , Θεές και θνητές, κυοφορούνται νέες προοδευτικές διαβαθμίδες και γεννιούνται «ΤΈΚΝΑ». Τα αίτια, δηλ. οι σπερματικές ιδιότητες των γονέων, γίνονται αιτιατά, όταν αυτά τα τέκνα της δημιουργικής, γενετικής, νοητικής διαδικασίας δρούν στο φυσικό πεδίο.
Η ΕΝΝΟΜΟΣ ΤΑΞΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΒΑΘΡΟ, ΠΆΝΩ ΣΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΧΕΙ ΣΤΗΘΕΙ ΤΟ ΟΛΥΜΠΙΟ ΟΙΚΟΔΟΜΗΜΑ ΤΩΝ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΩΝ.
ΠΡΟΥΠΑΡΧΟΝ ΚΑΙ ΥΠΕΡΑΝΩ ΤΟΥ ΔΙΟΣ, Ο ΝΟΜΟΣ, ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΥΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΝΕΜΕΣΗ, ΑΔΡΑΣΤΕΙΑ, ΔΙΚΗ,ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ, ΑΝΑΓΚΗ, ΕΙΜΑΡΜΕΝΗ, ΜΟΙΡΕΣ, ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΝΟΜΟ ΤΟΥ ΑΝΤΙΠΕΠΟΝΘΟΤΟΣ.


ΟΙ ΚΕΡΑΥΝΟΙ ΤΟΥ ΔΙΟΣ (1589-92)Fresco Palazzo Ruspoli, ΡΩΜΗ Jacopo Zucchi

Ο φόβος του μεταμοντέρνου ανθρώπου

Ο μεταμοντέρνος άνθρωπος δεν φοβάται την οικονομική κρίση, ούτε τους σεισμούς και τα τσουνάμια, δεν φοβάται μη τον εγκαταλείψει η σύζυγος, ή η πίστη του.

Το μόνο που πραγματικά φοβάται είναι μήπως συμβεί κάτι βαθιά και οριζόντια ανατρεπτικό που θα συμβάλλει ώστε να αλλάξει η κεκτημένη προσωπική και συλλογική αίσθηση της αυτοδυναμίας κι αυτάρκειάς του, πάνω στην οποία στήριξε μεθοδικά την ασφάλεια του.

Κυριολεκτικά τρέμει μπρος το ενδεχόμενο να διευρυνθεί η άποψη που έχει για τον εαυτό του, να μετακινηθεί προς μια κατεύθυνση στην οποία δεν έχει διαθέσιμα αντιληπτικά κι ερμηνευτικά σχήματα.
Είναι νευρωτικά «αισιόδοξος», γιατί δεν αντέχει να είναι ρεαλιστικά απαισιόδοξος.

Θέλει να γίνει «καλύτερος», αποδοτικότερος, ως εργαζόμενος, ως εργοδότης, ως εραστής, φίλος, σύζυγος, γονιός χρησιμοποιώντας τεχνικές αυτοβελτίωσης και «θετικής σκέψης», γιατίφοβάται να μεταμορφωθεί.

Ευχαριστιέται να μιλάει, να εξηγεί, να κάνει τον «σοφό», να παίρνει και να δίνει συμβουλές. Δεν έχει όμως καμία διάθεση στο να εφαρμόζει όσα ξέρει, ούτε να πειραματίζεται με τον εαυτό του.

Τα ψυχικά και κοινωνικά του αντανακλαστικά κινούνται ανάμεσα στην άκριτη και δουλική υποταγή και στην «αναρχική», τυφλή κι ανελέητη αντίδραση στην εξουσία.

Η γκάμα των συναισθηματικών εκδηλώσεών του ασφυκτικά προβλέψιμη.

Μιλάει συνεχώς για αλλαγή, χωρίς να έχει καμία επίγνωση του πόσο την φοβάται. Ούτε πως συστηματικά κινείται προς την υπονόμευσή της.

Για τους παραπάνω λόγους ο μεταμοντέρνος άνθρωπος συνεχώς σκοντάφτει στις πληγές του, γιατί δεν γνωρίζει τον εαυτό του, ούτε είναι σε επαφή με τις εσωτερικές δυνάμεις, που συνεργούν στον να μην τον μάθει ποτέ…

Με δυο λόγια είναι ανεπίγνωστά του διαθέσιμος να σκεφτεί, να πει, και να κάνει τα πάντα, αρκεί να μην απολέσει την νευρωτική του ταυτότητα.

Τί μεταστρέφει σέ ὀργή τήν ἀγάπη;

Ἀναρωτιέμαι πολλὲς φορές τὶ εἶναι αὐτὸ ποὺ μεταστρέφει τὴν ἀγάπη σὲ ὀργὴ καὶ κάποιες ἄλλες φορὲς ἀκόμη καὶ σὲ μῖσος.

Ἡ ἀνάγκη νὰ κατέχουν οἱ ἄνθρωποι ὁ ἔνας τὸν ἄλλο γιὰ πάντα νομίζω πὼς εἶναι ἔνας τρόπος γιὰ νὰ κατανικήσουν τὸν φόβο τῆς φθορὰ τῆς γήινης ὑπόστασής τους …

Κανένα πλάσμα, ἀκόμη καὶ αὐτό που ἀνταποκρίνεται στὰ συναισθήματά μας, δὲν μᾶς ἀνήκει…

Ἡ ἐπιθυμία κατοχῆς εἶναι τόσο ἀχόρταγη, ποὺ μπορεὶ νὰ ἐπιζήσει καὶ μετὰ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἔρωτα κι αὐτὸ ὄχι ἐπειδὴ κάποιος ἀγαπάει τὸν ἄλλον, ἀλλὰ ἐπειδὴ φοβάται ὅτι ὁ ἄλλος μπορεῖ νὰ ξανὰ – ἀγαπήσει. Καὶ ἔχω δεῖ πολλὲς φορὲς οἱ ἄνθρωποι νὰ εὔχονται τὰ χειρότερα γιὰ ἐκείνους που κάποτε ἀγάπησαν …

Δὲν νομίζω ὅτι ὑπάρχει μεγαλύτερη ἐξέγερση ἀπὸ τὸ νὰ ἀγαπᾷς μὲ πάθος γνωρίζοντας ὅτι στὴν ζωὴ δεν ὑπάρχουν σταθερὰ περιγράμματα, γιατὶ διαφορετικὰ ἡ ζωὴ δὲν θὰ εἶχε καθόλου Στύλ.

Καταθέσεις... ζωής!

Φανταστείτε ότι υπάρχει μια Τράπεζα, η οποία κάθε μέρα καταθέτει στο λογαριασμό σας, το ποσό των 86.400 €. Αυτή η περίεργη Τράπεζα, ταυτοχρόνως, δε μεταφέρει τα χρήματα σας από τη μια μέρα στην άλλη. Κάθε βράδυ σβήνει από το λογαριασμό, ό,τι δεν έχει ξοδευτεί.

Τι θα κάνατε; Ασφαλώς θα πέρνατε κάθε μέρα τα χρήματα που δεν ξοδέψατε, σωστά;

Λοιπόν, ο καθένας μας έχει αυτή την Τράπεζα. Το όνομά της είναι ΧΡΟΝΟΣ. Κάθε μέρα, αυτή η Τράπεζα καταθέτει στον προσωπικό λογαριασμό του καθένα από μας, 86.400 δευτερόλεπτα.
Κάθε βράδυ σβήνει από το λογαριασμό μας και θεωρεί χαμένη, οποιαδήποτε ποσότητα χρόνου, δεν έχουμε επενδύσει σε κάτι ωφέλιμο.

Αυτή η Τράπεζα δεν μεταφέρει τους λογαριασμούς από τη μια μέρα στην άλλη. Κάθε μέρα ανοίγει καινούργιο λογαριασμό και κάθε βράδυ, σβήνει τις καταθέσεις της ημέρας.

Όποιος δεν χρησιμοποιεί τις καταθέσεις του κατά τη διάρκεια της μέρας, αυτός είναι ο χαμένος, γιατί κανείς δεν μπορεί να γυρίσει πίσω.

Δεν υπάρχουν χρωστούμενα για την επόμενη μέρα. Πρέπει να ζούμε το σήμερα με τη σημερινή κατάθεση.

Για το λόγο αυτό, μια καλή συμβουλή είναι, να επενδύουμε το χρόνο μας με τέτοιο τρόπο, ώστε να βρούμε το καλύτερο στην υγεία, την ευτυχία και την επιτυχία.

Το ρολόι συνεχίζει την πορεία του και πρέπει να χρησιμοποιούμε το μέγιστο κάθε μέρα.
* Για να καταλάβουμε την αξία ενός χρόνου, ας ρωτήσουμε ένα μαθητή που επανέλαβε την τάξη.
* Για να καταλάβουμε την αξία ενός μήνα, ας ρωτήσουμε μια μητέρα που μόλις γέννησε.
* Για να καταλάβουμε την αξία μιας εβδομάδας, ας ρωτήσουμε τον εκδότη ενός εβδομαδιαίου περιοδικού.
* Για να καταλάβουμε την αξία μιας ώρας, ας ρωτήσουμε τους εραστές που περιμένουν να συναντηθούν.
* Για να καταλάβουμε την αξία ενός λεπτού, ας ρωτήσουμε ένα ταξιδιώτη που έχασε το τρένο.
* Για να καταλάβουμε την αξία ενός δευτερολέπτου, ας ρωτήσουμε κάποιον που έπαθε ατύχημα.
* Για να καταλάβουμε την αξία ενός δεκάτου του δευτερολέπτου, ας ρωτήσουμε ένα αθλητή που κέρδισε το ασημένιο μετάλλιο σε Ολυμπιακούς Αγώνες.

Φυλάξτε κάθε στιγμή που ζείτε και ο θησαυρός αυτός, θα έχει μεγαλύτερη αξία αν το μοιράζεστε με κάποιο σημαντικό πρόσωπο, τόσο σημαντικό ώστε να του αφιερώσετε το χρόνο σας!...
Και θυμηθείτε ότι, ο χρόνος δεν περιμένει κανένα...

Μένει να ξαναβρούμε τη ζωή μας, τώρα που δεν έχουμε πια τίποτα.


(Ο κ. Στράτης Θαλασσινός περιγράφει έναν άνθρωπο)

Από τότες είδα πολλά καινούρια τοπία· πράσινους κάμπους που σμίγουν το χώμα με τον ουρανό, τον άνθρωπο με το σπόρο, μέσα σε μιαν ακαταμάχητη υγρασία· πλατάνια και έλατα· λίμνες με τσαλακωμένες οπτασίες και κύκνους αθάνατους γιατί έχασαν τη φωνή τους — σκηνικά που ξετύλιγε ο θεληματικός σύντροφός μου, ο πλανόδιος εκείνος θεατρίνος, καθώς έπαιζε το μακρύ βούκινο που του είχε ρημάξει τα χείλια, και γκρέμιζε με μια στριγκιά φωνή, ό,τι πρόφταινα να χτίσω, σαν τη σάλπιγγα στην Ιεριχώ. Είδα και μια παλιά εικόνα σε κάποια χαμηλοτάβανη αίθουσα· τη θαύμαζε πολύς λαός. Παράσταινε την ανάσταση του Λαζάρου. Δε θυμάμαι ούτε το Χριστό ούτε το Λάζαρο. Μόνο, σε μια γωνιά, την αηδία ζωγραφισμένη σ’ ένα πρόσωπο που κοίταζε το θαύμα σα να το μύριζε. Αγωνιζότανε να προστατέψει την ανάσα του μ’ ένα πελώριο πανί που του κρεμότανε από το κεφάλι. Αυτός ο κύριος της «Αναγέννησης» μ’ έμαθε να μην περιμένω πολλά πράματα από τη δευτέρα παρουσία…

Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν υποταχτείτε.
Υποταχτήκαμε και βρήκαμε τη στάχτη.
Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν αγαπήσετε.
Αγαπήσαμε και βρήκαμε τη στάχτη.
Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν εγκαταλείψετε τη ζωή σας.
Εγκαταλείψαμε τη ζωή μας και βρήκαμε τη στάχτη…

Βρήκαμε τη στάχτη. Μένει να ξαναβρούμε τη ζωή μας, τώρα που δεν έχουμε πια τίποτα. Φαντάζομαι, εκείνος που θα ξανάβρει τη ζωή, έξω από τόσα χαρτιά, τόσα συναισθήματα, τόσες διαμάχες και τόσες διδασκαλίες, θα είναι κάποιος σαν εμάς, μόνο λιγάκι πιο σκληρός στη μνήμη. Εμείς, δεν μπορεί, θυμόμαστε ακόμη τί δώσαμε. Εκείνος θα θυμάται μονάχα τί κέρδισε από την κάθε του προσφορά. Τί μπορεί να θυμάται μια φλόγα; Α θυμηθεί λίγο λιγότερο απ’ ό,τι χρειάζεται, σβήνει· α θυμηθεί λίγο περισσότερο απ’ ό,τι χρειάζεται, σβήνει. Να μπορούσε να μας διδάξει, όσο ανάβει, να θυμόμαστε σωστά. Εγώ τελείωσα· να γινότανε τουλάχιστο να αρχίσει κάποιος άλλος αποκεί που τελείωσα εγώ. Είναι ώρες που έχω την εντύπωση πως έφτασα στο τέρμα, πως όλα είναι στη θέση τους, έτοιμα να τραγουδήσουν συνταιριασμένα. Η μηχανή στο σημείο να ξεκινήσει. Μπορώ μάλιστα να τη φανταστώ σε κίνηση, ζωντανή, σαν κάτι ανυποψίαστα καινούριο. Αλλά υπάρχει κάτι ακόμα· ένα απειροελάχιστο εμπόδιο, ένα σπυρί της άμμου, που μικραίνει, μικραίνει χωρίς να είναι δυνατό να εκμηδενιστεί. Δεν ξέρω τί πρέπει να πω ή τί πρέπει να κάνω. Το εμπόδιο αυτό μου παρουσιάζεται κάποτε σαν ένας κόμπος δάκρυ χωμένος σε κάποια κλείδωση της ορχήστρας που θα την κρατά βουβή ώσπου να διαλυθεί. Κι έχω το ασήκωτο συναίσθημα πως ολόκληρη η ζωή που μου απομένει δε θα ’ναι αρκετή για να καταλύσει αυτή τη στάλα μέσα στην ψυχή μου. Και με καταδιώκει η σκέψη πως αν μ’ έκαιγαν ζωντανό αυτή η επίμονη στιγμή θα παραδινότανε τελευταία.

Ποιός θα μας βοηθούσε; Κάποτε, όταν ήμουν ακόμη στα καράβια, ένα μεσημέρι τον Ιούλιο, βρέθηκα μόνος σε κάποιο νησί, σακάτης μέσα στον ήλιο. Ένα καλό μελτέμι μού έφερνε στοργικούς στοχασμούς, όταν ήρθαν και κάθισαν λίγο παραπέρα, μια νέα γυναίκα με διάφανο φουστάνι, που άφηνε να ζωγραφίζεται το κορμί της, λιγνό και θεληματικό σα ζαρκαδιού, κι ένας σιωπηλός άντρας που, μια οργιά μακριά της, την κοίταζε στα μάτια. Μιλούσαν μια γλώσσα που δεν καταλάβαινα. Τον εφώναζε Τζιμ. Τα λόγια τους όμως δεν είχαν κανένα βάρος και οι ματιές τους σωφιλιασμένες και ακίνητες άφηναν τα μάτια τους τυφλά. Τους συλλογίζομαι πάντα γιατί είναι οι μόνοι άνθρωποι, που είδα στη ζωή μου να μην έχουν το αρπαχτικό ή το κυνηγημένο ύφος που γνώρισα σ’ όλους τους άλλους. Το ύφος εκείνο που τους κάνει ν’ ανήκουν στο κοπάδι των λύκων ή στο κοπάδι των αρνιών. Τους συναπάντησα πάλι την ίδια μέρα σ’ ένα από τα νησιώτικα κλησάκια που βρίσκει κανείς όπως παραπατά και τα χάνει μόλις βγει. Κρατούσαν πάντα την ίδια απόσταση κι έπειτα πλησίασαν και φιληθήκανε. Η γυναίκα έγινε μια θαμπή εικόνα και χάθηκε, μικρή καθώς ήταν. Ρωτιόμουν αν ήξεραν πώς είχαν βγει από τα δίχτυα του κόσμου…

Είναι καιρός να πηγαίνω. Ξέρω ένα πεύκο που σκύβει κοντά σε μια θάλασσα. Το μεσημέρι, χαρίζει στο κουρασμένο κορμί έναν ίσκιο μετρημένο σαν τη ζωή μας, και το βράδυ, ο αγέρας περνώντας μέσα από τα βελόνια του, πιάνει ένα περίεργο τραγούδι, σαν ψυχές που κατάργησαν το θάνατο, τη στιγμή που ξαναρχίζουν να γίνουνται δέρμα και χείλια. Κάποτε ξενύχτησα κάτω από αυτό το δέντρο. Την αυγή ήμουνα καινούριος σα να με είχαν κόψει την ώρα εκείνη από το λατομείο.

Α! να ζήσει κανείς τουλάχιστο έτσι, αδιάφορο.

Λονδίνο, 5 Ιουνίου 1932

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ)

Η σκέψη είναι ύλη και μπορεί να μετατραπεί σε οτιδήποτε- άσχημο ή όμορφο.

Εκείνο που είναι ιερό δεν έχει χαρακτηριστικά γνωρίσματα.
Μια πέτρα σε κάποιο ναό, μια εικόνα μέσα σε κάποια εκκλησία ή ένα σύμβολο, δεν είναι ιερά.
Ο άνθρωπος τα ονομάζει ιερά, άγια για να λατρεύονται μέσα από πολύπλοκες παρορμήσεις, φόβους και λαχτάρες.
Αυτή η «ιερότητα» βρίσκεται πάντα μέσα στο πεδίο της σκέψης• έχει χτιστεί από τη σκέψη και στη σκέψη δεν υπάρχει τίποτα το καινούριο ή το ιερό.
Η σκέψη μπορεί να συναρμολογήσει την πολυπλοκότητα των συστημάτων, των δογμάτων μιας πίστης• και οι εικόνες, τα σύμβολα που προβάλλει, δεν είναι πιο ιερά από τα αρχιτεκτονικά σχέδια ενός σπιτιού ή το σχέδιο ενός καινούριου αεροπλάνου.
 Όλα αυτά είναι μέσα στα σύνορα της σκέψης και δεν υπάρχει τίποτα το ιερό ή το μυστικιστικό γύρω από όλα αυτά.

 Η σκέψη είναι ύλη και μπορεί να μετατραπεί σε οτιδήποτε- άσχημο ή όμορφο.
Αλλά υπάρχει μια ιερότητα που δεν ανήκει στη σκέψη ούτε σε κάποιο συναίσθημα νεκραναστημένο από τη σκέψη.
Δεν είναι αναγνωρίσιμο από τη σκέψη και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τη σκέψη.
Δεν μπορεί να διατυπωθεί από τη σκέψη, αλλά υπάρχει μια ιερότητα ανέγγιχτη από κάθε σύμβολο ή λέξη.
Δεν είναι μεταδόσιμη. Είναι γεγονός.
Τα γεγονότα είναι για να τα κοιτάς, αλλά το κύταγμά τους δε γίνεται μέσα από τις λέξεις.
Όταν ένα γεγονός ερμηνεύεται, παύει να είναι γεγονός• γίνεται κάτι τελείως διαφορετικό.
Το κοίταγμα είναι που έχει τη μέγιστη σημασία. Κι αυτό το κοίταγμα είναι έξω από το χρόνο και το χώρο- είναι άμεσο, στιγμιαίο. Κι εκείνο που έχει κοιταχτεί δεν είναι ποτέ ξανά το ίδιο. Δεν υπάρχει ξανά ούτε «εν τω μεταξύ».

Αυτή η ιερότητα δεν έχει λάτρη, παρατηρητή που διαλογίζεται πάνω σ’ αυτή.
Δεν υπάρχει στην αγορά για ν’ αγοραστεί ή να πουληθεί.
Όπως και την ομορφιά, δεν μπορείς να τη δεις μέσα από το αντίθετο γιατί δεν έχει αντίθετο.

Κρισναμούρτι

Για να ζεις με φιλοσοφημένη λιτότητα

Υπάρχει μια θεωρία που λέει ότι έχεις πετύχει στη ζωή σου μόνο όταν όλα όσα επιθυμείς είναι αυτά που πραγματικά χρειάζεσαι. Ίσως αυτά τα λόγια συνοψίζουν την πεμπτουσία του Ευ Ζην, του Ζεν και της Οικοδύναμης. Κάποιοι φαίνεται να συμφωνούν (από το μακρύ παρελθόν) και να επαυξάνουν:
Ο αρχαίος Έλληνας στωικός φιλόσοφος Επίκτητος (50 – 138 μ.Χ.) μιλώντας για την Τέχνη του Ζην είχε πει πως, αν δεν θεωρήσεις ότι κάτι είναι αναγκαίο, τότε δεν θα είναι.
Ο Άγγλος καλλιτέχνης και σχεδιαστής υφασμάτων William Morris (1834 –1896) συμβούλευε τον κόσμο να μην έχει τίποτα στο σπίτι του που να μην πιστεύει ότι είναι όμορφο ή να μην ξέρει αν είναι χρήσιμο.
Σύμφωνα με τον Γάλλο διακοσμητή και επιπλοποιό Francis Jourdain (1876—1958), ένα δωμάτιο μπορεί να μετατραπεί σε πολυτελές αν του αφαιρέσεις έπιπλα και όχι αν του προσθέσεις.
Ο Άγγλος φιλόσοφος, μαθηματικός και ειρηνιστής Bertrand Russell (1872 –1970) υποστήριζε ότι η ενασχόληση και η μέριμνα για την κατοχή (πραγμάτων) είναι αυτό που, περισσότερο από όλα τα άλλα, αποτρέπει τους ανθρώπους από το να ζουν ελεύθερα, με ευγένεια και αξιοπρέπεια.

Δες το θέμα σφαιρικά και σκέψου:
* Η επιλογή να ζεις με λιγότερα μπορεί να λύσει προβλήματα που δεν είχες φανταστεί. Για παράδειγμα, η φροντίδα των περιττών είναι χρονοβόρα και ενεργοβόρα, γιατί τα περιττά σου θέλουν αποθήκευση, συντήρηση, καθαρισμό, φροντίδα, αντικατάσταση εξαρτημάτων (και χρήματα συν τοις άλλοις).
* Με τα πολλά έπιπλα και αντικείμενα, ακόμα και όταν το σπίτι δείχνει καθαρό και τακτοποιημένο, στην πραγματικότητα δεν είναι.
* Πολλά πράγματα ίσον πολλά φορτία, μεγαλύτερες έννοιες και περισσότερο άγχος. Λιγότερα (και χρηστικότερα) πράγματα ίσον καθαρότερο και πιο άνετο σπίτι. Με την ίδια έννοια, πολλά ρούχα στην ντουλάπα ίσον «τι να φορέσω;», ενώ λίγα αλλά όμορφα και διαλεγμένα κομμάτια ίσον… ντύνομαι στο λεπτό!
* Αφαιρώντας άχρηστα πράγματα το πιθανότερο είναι να ανακαλύψεις αξιοποιήσιμους χώρους που θα σου χρησιμεύσουν σε κάτι άλλο.

Πότε το Σύμπαν “Δεν Συνωμοτεί”

Πότε το Σύμπαν «Δεν Συνωμοτεί» για την υλοποίηση των θέλω σου;
Κάπου διάβασες, κάπου άκουσες το βλακώδες «Το σύμπαν συνωμοτεί πάντα στην υλοποίηση των επιθυμιών σου» και το κατάπιες αμάσητο γιατί είναι βολικό, αδρανές και τεμπέλικο. Κάθεσαι λοιπόν και περιμένεις την συνομωσία του σύμπαντος, μέσα σε ένα πέλαγος αμάθειας, ανηθικότητας και ηλιθιότητας.
Όχι δεν συνωμοτεί το σύμπαν, όταν ο παραλογισμός και η ανηθικότητα είναι ίδιον της ταυτότητας σου.
Όχι δεν συνωμοτεί όταν η εγωπάθεια σου θεωρείς ότι είναι κάτι σαν «θείο δώρο» για την ανθρωπότητα, ενώ ούτε καν αγγίζεις το τίποτα.
Όχι δεν συνωμοτεί ειδικά όταν εστιάζεις σε αυτά που δεν έχεις – και ούτε προφανώς χρειάζεσαι- αντί σε αυτά που ήδη έχεις. Στην πραγματικότητα δεν ξέρεις καν τι έχεις.
Όχι όταν δυσανασχετείς και ανησυχείς για φαντασιώσεις, αντί να νιώθεις ευγνωμοσύνη. Στην πραγματικότητα δεν γνωρίζεις καν τι είναι ευγνωμοσύνη.
Όχι όταν οι πεποιθήσεις σου λένε ότι κάτι πρέπει να γίνεται με συγκεκριμένο τρόπο, ενώ η λογική και η καρδιά γνωρίζουν ότι κάτι μπορεί να γίνει και με άλλους, τρόπους που δεν μπορείς να φανταστείς.
Όχι όταν έχεις πίστη, αντί να έχεις γνώση.
Όχι όταν αμφιβάλλεις για την πραγματοποίηση, αντί να έχεις γνωρίζεις τι να κάνεις για να γίνει.
Όχι όταν δεν γνωρίζεις την δύναμη των λέξεων και χρησιμοποιείς λέξεις που σαμποτάρουν την πραγματοποίηση της επιθυμίας σου.
Όχι όταν αισθάνεσαι μνησικακία, ζήλια, φόβο και όλα αυτά τα ταπεινά συναισθήματα που δείχνουν και τον τρόπο και την ποιότητα των σκέψεων σου.
Όχι όταν κατηγορείς άλλους ή τις συνθήκες και περιστάσεις για την δική σου πραγματικότητα, αντί να αναλαμβάνεις την Ευθύνη της ζωής σου.
Όχι όταν νιώθεις πως δεν το αξίζεις, αντί να γνωρίζεις ότι η αξία, είναι σχετική και ανεξάρτητη από τα συμβάντα στη ζωή σου και το τι σου λένε οι άλλοι. Η αξία είναι μια λέξη χωρίς καμία αξία, όπως και οι γνώμες των άλλων.
Όχι όταν έχεις πεποιθήσεις που δεν σε εξυπηρετούν και δεν τις έχεις εξαφανίσει ακόμα.
Όχι όταν συναναστρέφεσαι με ανθρώπους χωρίς κανένα όφελος από αυτούς και δεν είσαι όφελος εσύ για κανέναν.
Όχι όταν δεν κάνεις καμία εκροή- εισροή προσφοράς. Δεν υπάρχεις για το σύμπαν όταν δεν αλληλεπιδράς μαζί του, δεν σε αναγνωρίζει, δηλ. κατάλαβες αστέρι μου;
Όχι και σε καμία περίπτωση, όταν δεν γελάς, μέσα από τον νου σου. Όταν η καρδιά δεν γελά και όταν ο νους δεν γελά, το σύμπαν που περίμενες να συνωμοτήσει για την πάρτη σου, σε θεωρεί νεκρό.
Όχι όταν έχεις ιδέες για την πραγματοποίηση της επιθυμίας σου και δεν μπαίνεις στο κόπο να κάνεις τις ανάλογες ενέργειες, να ξεβολευτείς και να δράσεις προς νέες κατευθύνσεις και να περπατήσεις σε νέα μονοπάτια.
Όχι όταν έχεις την τάση να κλαίγεσαι επειδή παπαγαλίζεις τα memeπου σου λένε, ότι υπάρχει κρίση, δεν έχεις αρκετά χρήματα, δεν υπάρχουν αρκετές δουλειές, δεν θα βρεις σύντροφο, δεν υπάρχει αρκετός χρόνος κλπ. Όταν δηλ. δεν κατανοείς ότι η πραγματικότητα σου είναι καθρέφτης του προγράμματος που τρέχει στο νου σου και τον εκφράζεις με τις λέξεις σου και τα συναισθήματα σου.
Αυτή είναι μια γενική ιδέα του γιατί «το σύμπαν δεν συνωμοτεί για την πάρτη σου, όσο πολύ κι αν θέλεις κάτι» ειδικά όταν δεν ξέρεις τι θέλεις. Ανασκουμπώσου, όρισε σκοπό, θέσε στόχους, μελέτησε τα κατάλληλα βιβλία, συναναστρέψου με τους κατάλληλους ανθρώπους, με χαρά, ευγνωμοσύνη, ανέλαβε επιτέλους την Ευθύνη της ζωής σου και τότε, όταν δεν θα έχεις ανάγκη το σύμπαν και τις συνομωσίες του, θα ανακαλύψεις … φτάσε εκεί και θα δεις. Μέχρι τότε να γνωρίζεις …
«Είμαστε αυτό που σκεφτόμαστε.
Όλα όσα βλέπουμε, ξεπροβάλλουν μαζί με τις σκέψεις μας.
Όλα όσα καταλαβαίνουμε, είναι οι σκέψεις μας.
Είμαστε οι σκέψεις μας.
Με τις σκέψεις μας δημιουργούμε τον κόσμο.»

Πιο απλό δεν γίνεται !

Θεολογία του ποδοσφαίρου

Παιχνίδια με μπάλα στην αρχαία Ελλάδα: Το ακροατήριο των αοιδών (οι ευγενείς, οι γαιοκτήμονες  πολεμιστές) δεν απολάμβανε μόνο τις περιγραφές της  διείσδυσης των βλημάτων αλλά και του αποκεφαλισμού των αντιπάλων. Ο Πηνέλεως, Αχαιός ήρωας ασφαλώς, καρφώνει από κοντά, από πάνω προς τα κάτω, το δόρυ πάνω από το φρύδι του Τρώα Ιλιονέα με τέτοια δύναμη που επιφέρει συντριπτικές κρανιακές κακώσεις: του βγάζει το βολβό του ματιού, διατρυπά τη κόγχη του οφθαλμού και τον εγκέφαλο, διαπερνάει τον αυχενικό τένοντα και βγαίνει κάτω από την περικεφαλαία, στο σβέρκο (Ξ 493-5). Στη συνέχεια του κόβει το κεφάλι με το ξίφος και, καθώς το δόρυ είναι ακόμα καρφωμένο στο κεφάλι, το σηκώνει και το κραδαίνει φή κώδειαν ἀνασχών,  «κρατώντας το ψηλά σαν παπαρούνα», μας λέει ο αοιδός (Ξ 499) και υποψιάζομαι πως θα φαντάζεστε την ηδονή που θα ένιωθε το (ανδρικό) ηρωικό ακροατήριό του.

Εάν επιθυμείτε μεγαλύτερες δόσεις φρίκης και αγριότητας, διαβάστε τους στίχους Ν 201-205. Εκεί, ο Αίας, του Οϊλέως, όχι ο Τελαμώνιος, κόβει το κεφάλι του Ίμβριου, του γαμπρού του Έκτορα, το πετάει με δύναμη προς το αντίπαλο στράτευμα κι αυτό πάει και πέφτει στα πόδια του Έκτορα. Για να πάει όσο γίνεται πιο μακριά, ο ήρωάς μας έριξε το κεφάλι σαν μπάλα: σφαιρηδόν ἐλιξάμενος. Αυτό σημαίνει ότι τεντώθηκε προς τα πίσω, στρέφοντας το πάνω μέρος του κορμιού του, για να δώσει περισσότερη δύναμη στη βολή του.

Θα πρέπει να έκανε τη κίνηση που κάνουν οι παίκτες του ποδοσφαίρου όταν εκτελούν το πλάγιο άουτ. Φέρνουν τη μπάλα πίσω από το κεφάλι τους, γέρνουν προς τα πίσω και κατόπιν την εκσφενδονίζουν με δύναμη προς τα μπρος. Έτσι, σαν μπάλα, σφαιρηδόν, εκσφενδόνισε και το κεφάλι του Ίμβριου ο Αίας. Δεν υπάρχει καμιά  αμφιβολία πως η λέξη παραπέμπει στο κόσμο των παιχνιδιών με μπάλα που παίζονταν την εποχή της μνημειώδους σύνθεσης της Ιλιάδας. Σε ποιο παιχνίδι όμως; Δεν γνωρίζουμε.

Στην μεταγενέστερη Οδύσσεια, η Ναυσικά και οι υπηρέτριές της πλένουν τα ρούχα της βασιλικής οικογένειας στις εκβολές ενός μικρού ποταμού, τα απλώνουν πάνω στα χαλίκια της παραλίας για να στεγνώσουν, τρώνε, βγάζουν τα μαντήλια τους από το κεφάλι και το ρίχνουν στο παιχνίδι με μια μπάλα (σφαίρῃ . . . παῖζον, ζ 100). Κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού, η Ναυσικά ρίχνει τη μπάλα σε μια δούλα της, αυτή όμως δεν μπορεί να τη πιάσει. Ο αοιδός ρίχνει το φταίξιμο στη βασιλοπούλα (ζ 115-7): σφαῖραν ἒπειτ’ ἒρριψε μετ’ ἀμφίπολον βασίλεια/ ἀμφιπόλου μέν ἅμαρτε, βαθείῃ δ’ ἒμβαλε δίνῃ,/ αἱ δ’ ἐπί μακρόν ἄϋσαν. Ἅμαρτε  σημαίνει «αστόχησε»: θα πρέπει να υποθέσουμε ότι έριξε τη μπάλα προς τη συμπαίκτριά της είτε πολύ ψηλά είτε πολύ πλάγια. Η δούλα δεν μπορεί να τη πιάσει, το τόπι πέφτει μέσα στο ρέμα και όλες μαζί βάζουν τις φωνές, ξυπνάνε τον θεϊκό και ταυτόχρονα ταλαίπωρο Οδυσσέα (δῖος πολύτλας Ὀδυσσεύς, 37 φορές στην Οδύσσεια)  που εμφανίζεται μετά από λίγο μπροστά τους γυμνός και η συνέχεια επί του κειμένου. Ποιο παιχνίδι έπαιζε η Καλυψώ με τις δούλες της; Δεν γνωρίζουμε και δεν μπορούμε να μάθουμε.

Κατά τη διάρκεια της φιλοξενίας του Οδυσσέα στο νησί Σχερία, ο θεϊκός και ταυτόχρονα ταλαίπωρος ήρωας έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει κι ένα θέαμα που περιελάμβανε ένα παιχνίδι επιδεξιότητας με μπάλα  και χορό. Στο κέντρο της πλατείας (αγοράς) εμφανίζονται δυο χορευτές με μια κόκκινη μπάλα στα χέρια (σφαῖραν καλήν μετά χερσίν ἕλοντο/ ποργυρέην, θ 372-3) κι αρχίζουν να παίζουν. Ο ένας την έριχνε ψηλά, προς τα σύννεφα και ο άλλος πηδούσε και προσπαθούσε να την πιάσει στον αέρα. Να πως περιγράφει το παιχνίδι ο ίδιος ο αφηγητής (θ 374 κ. ε.) : τήν ἕτερος ρίπτασκε ποτί νέφεα σκιόεντα/ ἰδνωθείς ὀπίσω· ὁ δ’ ἀπό χθονός ὑψόσ’ ἀερθείς/ ῥηιδίως μεθέλεσκε, πάρος ποσίν οὖδας ἱκέσθαι. / αὐτάρ ἐπεί δή σφαίρῃ ἀν’ ἰθύν πειρήσαντο,/   ὀρχείσθην.

Ο Ηρόδοτος (Α’ 94) διηγείται ότι οι Λυδοί εκτός από το χρήμα επινόησαν και τα παιχνίδια. Από αυτούς τα δανείστηκαν οι Έλληνες. Αναφέρει μάλιστα και πότε και κάτω από ποιες συνθήκες επινοήθηκαν. Την εποχή που ήταν βασιλιάς ο Άτυς έπεσε στη Λυδία μεγάλη σιτοδεία. Για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα σκαρφίστηκαν το εξής: να τρώνε μέρα πάρα μέρα. Την ημέρα που δεν έτρωγαν, για να ξεχνούν τη πείνα τους, έπαιζαν. Έτσι πέρασαν δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια. Σε αυτό το χρονικό διάστημα ἐξευρεθῆναι δή ὧν τότε καί τῶν κύβων καί τῶν ἀστραγάλων καί τῆς σφαίρης και τῶν ἀλλέων πασέων παιγνίων τά εἴδεα, πλήν πεσσῶν.

Στο διάλογο «Ευθύδημος» ο Πλάτων της μεταβατικής περιόδου επιτίθεται κατά δυο σοφιστών της δεύτερης γενιάς, του Ευθύδημου και του αδελφού του Διονυσόδωρου, που ισχυρίζονται ότι η αρετή μπορεί να διδαχτεί και πως οι ίδιοι είναι διδάσκαλοί της. Στην αρχή του διαλόγου ο Ευθύδημος συζητά με τον νεαρό και άπειρο Κλεινία, τον οποίο βεβαίως κάποια στιγμή αποστομώνει, αυτή είναι η τέχνη που ξέρει να ασκεί, με αποτέλεσμα οἱ ἑπόμενοι, η ακολουθία δηλαδή, των σοφιστών να ξεσπάσει σε γέλια.

Και πριν προλάβει ο πιτσιρικάς (το μειράκιον) να πάρει ανάσα, τον πιάνει (ἐκδεξάμενος) ο Διονυσόδωρος και τον στριμώχνει για δεύτερη φορά (276c): καί πρίν ἀναπνεῦσαι καλῶς τε καί εὖ τό μειράκιον, ἐκδεξάμενος ὁ Διονυσόδωρος, τί δέ, ὦ Κλεινία, ἔφη. Η μετοχή ἐκδεξάμενος είναι όρος που προέρχεται από το χώρο των παιχνιδιών με μπάλα που έπαιζαν τα παιδιά. Ο Διονυσόδωρος έπιασε τον Κλεινία σα μπάλα: εννοείται ότι ο Ευθύδημος τον πέταξε προς τον αυτόν σαν μπάλα. Μετά από λίγο, και εκεί που ο Ευθύδημος δεν είχε καλά καλά τελειώσει τη κουβέντα, παίρνει πάλι το λόγο ο Διονυσόδωρος και αρχίζει να σφυροκοπά κι αυτός με τη σειρά του τον άτυχο Κλεινία.

Ο Πλάτων περιγράφει την αλλαγή πάλι με μια εικόνα από παιχνίδι με μπάλα, το οποίο ασφαλώς οι αναγνώστες της εποχής εκείνης θα το αναγνώριζαν πολύ εύκολα. Εμείς δεν μπορούμε: οι πληροφορίες που διαθέτουμε είναι πολύ λίγες. Ο Διονυσόδωρος, γράφει ο φιλόσοφος, δέχτηκε τη μπάλα, την κουβέντα αυτή τη φορά, και τη πέταξε σημαδεύοντας τον Κλεινία. Ας αφήσουμε όμως τον Πλάτωνα να μας τα πει ο ίδιος (277b): «Καί οὔπω σφόδρα τι ταῦτα εἴρητο τῷ Εὐθυδήμῳ, καί ὁ Διονυσόδωρος ὥσπερ σφαῖραν ἐκδεξάμενος τόν λόγον πάλιν ἐστοχάζετο τοῦ μειρακίου» Ο Διονυσόδωρος, με την επέμβασή του και τις ερωτήσεις του, επιτίθεται με ταχύτητα και βία κατά του Κλεινία.

Προφανώς, εάν έπαιζαν αυτό το παιχνίδι, ο πρώτος θα πετούσε τη μπάλα με ταχύτητα και δύναμη πάνω στον δεύτερο σημαδεύοντάς τον. Τι έπρεπε να κάνει ο Κλεινίας; Να αντέξει την ορμή της μπάλας (σφαίρας)-βλήματος και την πετάξει με τον ίδιο τρόπο εναντίον κάποιου άλλου; Εάν του έπεφτε η μπάλα, θα έχανε; Αυτός ήταν ο σκοπός του παιχνιδιού; Οι δυο παίκτες θα ήταν μέλη αντίπαλων ομάδων ή μήπως θα ήταν δυο από ένα μεγάλο αριθμό συμμετεχόντων; Δεν έχω ιδέα.

Στο διάλογο «Θεαίτητος», ο γέροντας Πλάτων (πέθανε το 347 π. κ.ε. ογδόντα χρονών, όταν ο Αριστοτέλης ήταν 37 και ο Αλέξανδρος της Μακεδονίας εννιά) επιχειρεί να διατυπώσει ένα ορισμό της γνώσης και βάζει τον Σωκράτη να συνομιλεί με τον γεωμέτρη Θεόδωρο, από τη Κυρήνη, και τον νεαρό Θεαίτητο. Στην αρχή τους διαλόγου, κι αφού διατυπώσει το ερώτημα, ο Σωκράτης τους ρωτάει: μπορεί κάποιος από σας να απαντήσει; Τι λέτε; Ποιος θα μιλήσει πρώτος; Όποιος δώσει λάθος απάντηση ή όποιος δίνει κατ’ επανάληψη λαθεμένες απαντήσεις, θα τον τιμωρήσουμε καβαλικεύοντάς τον σαν να είναι γαϊδούρι, όπως κάνουν τα παιδιά που παίζουν με τη μπάλα.

Όποιος όμως δεν κάνει λάθος, θα γίνει βασιλιάς μας και ό,τι μας διατάξει να κάνουμε ή να πούμε, θα το κάνουμε. Γιατί δε μιλάει κανένας; Να τι γράφει (146a): Ὁ δέ ἁμαρτών, καί ὅς ἄν ἀεί ἁμαρτάνῃ, καθεδεῖται, ὥσπερ φασίν οἱ παῖδες οἱ σφαιρίζοντες, ὄνος· ὅς δ’ ἄν περιγένηται ἀναμάρτητος, βασιλεῦσαι ἡμῶν καί ἐπιτάξει ὅτι ἄν βούληται ἀποκρίνεσθαι. Τί σιγᾶτε;

Αυτά γράφει ο Πλάτων και είναι βέβαιο ότι οι αναγνώστες του θα καταλάβαιναν σε ποιο παιχνίδι αναφερόταν. Εμείς όμως; Πρόκειται για το ίδιο παιχνίδι που αναφέρεται στον Ευθύδημο; Το παιχνίδι με τη μπάλα που παίζουν τα παιδιά είναι ένα ή μήπως πίσω από τους όρους σφαῖρα, σφαίρισις και σφαιρίζω κρύβονται πολλά και διαφορετικά παιχνίδια;

Εκθέτοντας ο Αριστοτέλης στη Ρητορική του τι ευχαριστεί τους ανθρώπους αναφέρει μεταξύ των άλλων και τη νίκη. Μιας και το ζήτημα αυτό άπτεται του αντικειμένου της εργασίας μας, θα παραθέσω το πολύ ενδιαφέρον αυτό εδάφιο (1370b- 1371a): Καί τό νικᾶν ἡδύ, οὐ μόνον τοῖς φιλονίκοις ἀλλά πᾶσιν·  φαντασία γάρ ὑπεροχῆς γίγνεται, οὐ πάντες ἔχουσιν ἐπιθυμίαν ἤ ἠρέμα ἤ μᾶλλον. ἐπεί δέ τό νικᾶν ἡδύ ἀνάγκη καί τάς παιδιάς ἡδείας εἶναι τάς μαχητικάς καί τάς ἐριστικάς (πολλάκις γάρ ἐν ταύταις γίγνεται τό νικᾶν), καί ἀστραγαλίσεις καί σφαιρίσεις και κυβείας καί πεττείας. καί περί τάς ἐσπουδασμένας δέ παιδιάς ὁμοίως. . . ὅπου γάρ ἅμιλλα, ἐνταῦθα καί νίκη ἔστιν·

Να τι λέει το κείμενο, σε μετάφραση Δ. Λυπουρλή: 1 «Ευχαρίστηση προκαλεί και η νίκη, και μάλιστα όχι μόνο σ’ αυτούς που τους αρέσει να νικούν, αλλά γενικά σε όλους· γιατί τότε δημιουργείται ένα αίσθημα υπεροχής, κάτι που το επιθυμούν όλοι, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Και αφού είναι κάτι το ευχάριστο η νίκη, δεν μπορεί παρά να προκαλούν ευχαρίστηση και όλοι οι αγώνες σωματικής και πνευματικής δύναμης (γιατί είναι συχνή σ’ αυτούς η νίκη)· έτσι και τα παιχνίδια με τους αστραγάλους, με τη μπάλα, με τα ζάρια, με τους πεσσούς το ίδιο και οι σοβαρότεροι αγώνες· γιατί όπου υπάρχει άμιλλα, εκεί υπάρχει και νίκη».

Ο όρος σφαιρίσεις δηλώνει ότι ο Αριστοτέλης δεν αναφέρεται σε ένα μόνο παιχνίδι που παιζόταν με τη μπάλα αλλά σε πολλά. Ποια είναι όμως αυτά τα παιχνίδια, ο Αριστοτέλης δεν μας λέει.

Αυτές είναι όλες κι όλες οι μαρτυρίες για τα παιχνίδια με μπάλα που μπόρεσα να εντοπίσω στα κείμενα μιας περιόδου που ξεπερνάει τους τέσσερις αιώνες: από τη  εποχή της μνημειώδους σύνθεσης της Ιλιάδας, μέσα ή τέλη του 8ου π. κ.ε. αιώνα μέχρι τα τέλη του 4ου. Ακόμα κι αν υπάρχουν κι άλλες, είμαι βέβαιος πως η εικόνα που έχουμε γι αυτά τα παιχνίδια δεν θα αλλάξει. Ελάχιστες είναι και οι πληροφορίες που μπορούμε να αντλήσουμε από αγγειογραφίες και ανάγλυφες παραστάσεις 2.

Ο περιορισμένος αριθμός των μαρτυριών δείχνει ότι τα παιχνίδια που παίζονταν με τη μπάλα όχι μόνο δεν ήταν πολλά αλλά δεν ήταν και τόσο δημοφιλή όσο κάποια άλλα. Εκτός από το παιχνίδι στο παλάτι του Αλκίνοου, δεν γνωρίζουμε πως παίζονταν. Είναι βέβαιο ότι θα υπήρχαν πολλές παραλλαγές, όπως βέβαιο είναι ότι παίζονταν μόνο από παιδιά, αγόρια και κορίτσια, και έφηβους.

Περισσότερες πληροφορίες για τα παιχνίδια με μπάλα  στην αρχαία Ελλάδα βρίσκουμε κυρίως στον Αθήναιο (2ος π.κ.ε. αι.) στο έργο του Δειπνοσοφισταί, και στον Πολυδεύκη (2ος μ. κ.ε. αι.), στο Ονομαστικόν του. Παίζονταν όμως τα παιχνίδια αυτά την εποχή του Ομήρου, του Ηροδότου, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη; Δεν το γνωρίζουμε. Μήπως παίζονταν μόνο την εποχή των συγγραφέων που τα αναφέρουν, δηλαδή μετά τον 2ο π. κ.ε. αιώνα; Ίσως να μην μπορέσουμε ποτέ να απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα. Αναγκαζόμαστε λοιπόν να περιοριστούμε στις μεταγενέστερες πληροφορίες που διαθέτουμε. Από αυτές μαθαίνουμε ότι παίζονταν η απόρραξις, το αρπαστόν, η ουρανία, ο επίσκυρος, το «κερητίζειν».

Η ἀπόρραξις αναφέρεται από τον Πολυδεύκη (Θ. 103)  και τον Ευστάθιο Θεσσαλονίκης που έζησε τον 12ο μ. κ.ε. αι. (Ιλ. 1601, 33). Από το όνομα του παιχνιδιού και την περιγραφή του Πολυδεύκη συνάγεται ότι επρόκειτο για ένα ατομικό παιχνίδι επιδεξιότητας: ο παίκτης χτυπούσε μια ελαστική μπάλα  στο έδαφος και μόλις αυτή πηδούσε προς τα πάνω, την ξαναχτυπούσε και μετρούσε τα χτυπήματα.

Το ἁρπαστόν (Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, Ι, 14)  παίζονταν από έφηβους: ένας από αυτούς έριχνε μακριά και ψηλά στον αέρα μια μικρού μεγέθους μπάλα και οι άλλοι πηδούσαν για να την αρπάξουν. Η αρπαγή της μπάλας απαιτούσε άσκηση βίας: οι αγκωνιές, οι κλωτσιές, ιδίως τα σπρωξίματα από το λαιμό και οι γροθιές ήταν απαραίτητες. Πιθανότατα, η ανάγλυφη παράσταση των έξι εφήβων (βλ. σημ. 2) αυτό το παιχνίδι να εικονίζει. Το υιοθέτησαν και το έπαιξαν με ζήλο οι Ρωμαίοι (harmastum). Σύμφωνα με μια θεωρία, το ποδόσφαιρο προήλθε από το harpastum που έπαιζαν οι Ρωμαίοι στην Αγγλία μετά την κατάκτησή της, το 43 μ. κ.ε.

Η ἐπίσκυρος σφαῖρα (Πολυδεύκης, Ονομ. Θ 104) ονομάζονταν και ἐπίκοινος ή και ἐφηβική. Παιζόταν από έφηβους πάνω σε έδαφος που ήταν στρωμένο με χαλίκια (επί-σκυρος): όποιος προλάβαινε και έπιανε τη μπάλα, προφανώς μικρού μεγέθους, την έριχνε με δύναμη πάνω στον άλλον, ο οποίος, προφανώς, έσκυβε για να την αποφύγει ή προσπαθούσε να την πιάσει για να την ρίξει εναντίον άλλου. Θεωρώ, με πολλές επιφυλάξεις, ότι αυτό το παιχνίδι πρέπει να έχει στο μυαλό του ο Πλάτων στον «Ευθύδημο»3.

Το όνομα οὐρανία αναφέρεται από τον Πολυδεύκη (Θ’ 104) και είναι σαφές ότι προέρχεται από την έκφραση οὐρανία σφαίρα. Θα πρέπει να είναι το παιχνίδι που παρακολούθησε ο Οδυσσέας στην αγορά των Φαιάκων: η μπάλα πετιέται προς τον ουρανό και οι άλλοι προσπαθούν να την πιάσουν πριν πέσει στο έδαφος.

Στο μέσο ανάγλυφης παράστασης σε επιτύμβιο μνημείο του τέλους του 6ου π. κ.ε αιώνα βλέπουμε δυο αντιμέτωπους παίκτες, σκυφτούς πάνω από μια μικρή μπάλα που βρίσκεται ανάμεσά τους, σαν κι αυτήν του τένις, να προσπαθούν να την μετακινήσουν με ραβδιά που στο κάτω άκρο είναι κυρτά.

Αριστερά και δεξιά, δυο έφηβοι σε κάθε πλευρά, παρακολουθούν τους παίκτες, περιμένοντας μάλλον τη σειρά τους να παίξουν. Το ανάγλυφο δείχνει ότι το παιχνίδι αυτό παιζόταν ανάμεσα σε δυο έφηβους, δεν ήταν δηλαδή ομαδικό, αλλά δεν γνωρίζουμε τι προσπαθούν να κάνουν με τη μπάλα. Πιθανότατα, η βασική επιδίωξη των παικτών να ήταν ο έλεγχος της μπάλας και η κατοχή της με την μετακίνησή της προς τα πόδια τους.  Δεν έχουμε καμιά μαρτυρία γι αυτό το παιχνίδι.

Δεν γνωρίζουμε με ποιο όνομα ήταν γνωστό αλλά ο Χρ. Δ. Λάζος το αποκαλεί κερητίζειν4 και βλέπει σε αυτό, όπως και ο Π. Βαλαβάνης5, τον πρόγονο του χόκεϊ. Ο πρώτος παρατηρεί (σελ. 305) ότι «η ομοιότητά του με το σημερινό χόκεϋ είναι εκπληκτική, γεγονός που θα ‘πρεπε να κατευθύνει τις έρευνες γύρω από το χόκεϋ και πως εφευρέθηκε. Πάντως, η σύμπτωση αυτή – αν πρόκειται για σύμπτωση – μας αφήνει άφωνους.» Κι εμείς μένουμε άφωνοι τόσο με την πρώτη πρόταση του κεφαλαίου που καταπιάνεται με αυτό το ανάγλυφο όσο και με την τελευταία. Η πρώτη (σελ. 303): «Θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για ένα άγνωστο παιχνίδι αφού η ονομασία κερητίζειν δεν επιβεβαιώνεται από καμιά πηγή».

Η τελευταία (305): «Άγνωστη επίσης παραμένει η σχέση του με το σημερινό χόκεϋ ή τουλάχιστον είναι άγνωστη σ’ εμένα.» Πόσο γρήγορα κατρακυλάμε από το θαυμασμό της εκπληκτικής ομοιότητας στην απογοήτευση! Φαίνεται ο συγγραφέας δεν μπόρεσε, όπως και εμείς,  να εντοπίσει στο ανάγλυφο ούτε ομάδες ούτε και εστίες.

Το κεφάλαιο για το ποδόσφαιρο στο βιβλίο του βιβλίου του Χρ. Δ. Λάζου για τα παιχνίδια στην αρχαία Ελλάδα και το Βυζάντιο έχει τον εξής τίτλο: «ποδόσφαιρο» (;). Το ερωτηματικό είναι δικό του. Δεν είναι πολύ δύσκολο να καταλάβουμε προς τι τα εισαγωγικά και το ερωτηματικό. Ο συγγραφέας άλλοτε είναι βέβαιος ότι οι αρχαίοι Έλληνες έπαιζαν ποδόσφαιρο κι άλλοτε όχι. Είναι βέβαιος όταν δηλώνει (σελ. 82) ότι «με ιδιαίτερη ικανοποίηση παρουσιάζω εδώ είδη σφαίρισης που επινόησαν οι Έλληνες, όπως το ποδόσφαιρο, το κρίκετ, το χόκεϋ, ίσως και το μπέιζ-μπολ και το χαντ-μπολ.

Οι αποδείξεις που διαθέτουμε και το εικαστικό υλικό είναι αρκετά να μας πείσουν. Να σημειωθεί ότι εκτός από το χόκεϋ, που οι αρχαίοι τα ονόμαζαν κερητίζειν, δεν γνωρίζουμε την ονομασία των υπόλοιπων παιχνιδιών. Υπάρχει, όμως, υλικό το οποίο τα συσχετίζει με τα σημερινά παιχνίδια.» Και, με την ίδια βεβαιότητα, συνεχίζει: «Ωστόσο, τα στοιχεία αυτά πρέπει να χρησιμοποιούνται με επιφύλαξη κι αν είναι δυνατό να διασταυρώνονται. Με βάση τα παραπάνω, [από τα παιχνίδια που πράγματι παίζονταν στην αρχαία Ελλάδα]  συμπεριλαμβάνονται εδώ το χόκεϋ (κερητίζειν) και το ποδόσφαιρο και στα απροσδιόριστα το κρίκετ.

Υποστηρίχθηκε ότι το χαντ-μπολ είναι η φαινίνδα· εδώ τη συμπεριέλαβα αν και δεν διαθέτω επαρκή στοιχεία ότι πρόκειται για το σημερινό παιχνίδι. Δεν αναφέρω καθόλου το μπέιζ-μπολ ούτε το συσχετίζω με κάποιο αταύτιστο παιχνίδι, πολύ ασαφές, αφού το κεραμικό θραύσμα όπου εικονίζεται δεν επιβεβαιώνεται από πουθενά».  Με την ίδια βεβαιότητα, στα παιχνίδια σφαίρισης συμπεριλαμβάνει, εκτός από το κερητίζειν (που μόνο, όπως είδαμε, χόκεϊ δεν είναι)  μόνο το ποδόσφαιρο και το κρίκετ.

Τώρα, αν ψάξετε να βρείτε το κεφάλαιο για το κρίκετ, θα απογοητευτείτε: δεν θα βρείτε ούτε μια λέξη. Όταν όμως μπαίνει στο κόπο να βγάλει από τη μύγα ξύγκι, όπως κάνουν σχεδόν όλοι όσοι ασχολούνται ερασιτεχνικά ή επαγγελματικά με το ποδόσφαιρο6, φιλοτιμείται να δηλώσει, με τα εισαγωγικά και το ερωτηματικό την αβεβαιότητά του. Αιτία για όλη αυτή την ικανοποίηση που μετεξελίσσεται σε αμηχανία και πλήρη διαστρέβλωση των ελάχιστων στοιχείων που διαθέτουμε για παιχνίδια με μπάλα είναι η διάσημη πια ανάγλυφη παράσταση σε μια μαρμάρινη επιτύμβια λήκυθο του 4ου π. κ.ε. αιώνα που βρίσκεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας.

Στο ανάγλυφο αυτό ένας γυμνός έφηβος έχει σηκώσει το λυγισμένο δεξί του πόδι και πάνω στο μηρό του, σε οριζόντια θέση, ισορροπεί μια μπάλα στο μέγεθος της σημερινής ποδόσφαιρας. Μπροστά του, ένας μικρός δούλος τον παρακολουθεί  με δέος και φαίνεται να τον θαυμάζει. Σχολιάζει ο Χρ. Δ. Λάζος: «Πιθανότατα με μια γνωστή αντιστροφή των ποδιών του ο έφηβος θα μετέφερε τη σφαίρα από το ένα πόδι στο άλλο, όπως κάνουμε και σήμερα στο ποδόσφαιρο.»

Πιθανότατα αυτό να έκανε ο αρχαίος έφηβος, αυτό κάνουν και οι παίκτες στο ποδόσφαιρο, αλλά αυτό δεν είναι καν ένδειξη ότι είναι ποδόσφαιρο. Το ποδόσφαιρο είναι ένα παιχνίδι που παίζεται από δυο πολυμελείς ομάδες, οι παίκτες των οποίων προσπαθούν με το πόδι να αποκτήσουν την κατοχή της μπάλας και να την χώσουν στη μεγάλη, παραλληλόγραμμη τρύπα των αντιπάλων τους. Στην παράσταση δεν υπάρχει ούτε ίχνος από αυτά τα στοιχεία.

Πολύ σωστά, ο συγγραφέας παρατηρεί ότι «πρόκειται για άσκηση υψηλής τεχνικής και δεξιοτεχνίας, που εμφανέστατα χρησιμοποιεί μόνο τα πόδια του» (σελ. 562-3), αλλά πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση του, συμπληρώνει: «Σήμερα το ονομάζουμε ποδόσφαιρο, εκείνη τη εποχή όμως πως το ονόμαζαν;» Αυτή την «άσκηση υψηλής τεχνικής και δεξιοτεχνίας» την ονομάζουμε σήμερα ποδόσφαιρο!

Ας ανακεφαλαιώσουμε. Οι πληροφορίες που έχουμε για τα παιχνίδια που παίζονταν με μπάλα για την περίοδο της αρχαϊκής και κλασσικής εποχής του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού είναι ελάχιστες και καθόλου διαφωτιστικές. Από τις λίγες μαρτυρίες που διαθέτουμε είμαστε σε θέση να διατυπώσουμε με βεβαιότητα ότι τα παιχνίδια αυτά ήταν ελάχιστα και ότι τα έπαιζαν τα παιδιά, τα αγόρια περισσότερο από τα κορίτσια, και οι έφηβοι. Οι γυναίκες κλεισμένες στο σκοτεινό γυναικωνίτη έπαιζαν, γνέθοντας μαλλί, με τη ρόκα και το αδράχτι. Οι άνδρες δεν έπαιζαν παιχνίδια με τη μπάλα. Όταν έπαιζαν, επιδίδονταν σε παιχνίδια τύχης ή στρατηγικής.

Δεν είμαστε βέβαιοι εάν υπήρχαν παιχνίδια με μπάλα που παίζονταν μεταξύ εφηβικών ομάδων. Κατά τη γνώμη μου, δεν υπήρχαν. Συνεπώς, δεν υπήρχαν και ομαδικά παιχνίδια αναπαράστασης της μάχης. Επίσης, σε κανένα από τα λίγα παιχνίδια με μπάλα που παίζονταν στην αρχαία Ελλάδα δεν επιδιώκονταν η διείσδυσή της σε κάποιο άνοιγμα του χώρου που κατείχαν οι αντίπαλοι, όπως γίνεται σε όλα τα ομαδικά παιχνίδια της εποχής μας, που είναι και τα πιο δημοφιλή παγκοσμίως.

Οι άνδρες στην αρχαία Ελλάδα αθλούνταν, δεν επιδίδονταν σε παιχνίδια που απαιτούσαν την οποιαδήποτε σωματική κίνηση. Γνωρίζουμε ότι τα αγωνίσματα στην αρχαία Ελλάδα ήταν θεσμοποιημένες στρατιωτικές ασκήσεις που αντιστοιχούσαν σε πολεμικές δεξιότητες, απαραίτητες για την εξασφάλιση της νίκης.

Τα καταβλητικά αγωνίσματα (πάλη, πυγμαχία και παγκράτιο) ήταν μονομαχίες που αποσκοπούσαν στην ψυχική σκληραγωγία των πολεμιστών μιας  και το σημαντικότερο στοιχείο τους δεν ήταν τόσο η σωματική δύναμη όσο το ψυχικό σθένος.

Οι αρχαίοι Έλληνες πολεμούσαν κάθε χρόνο, από την άνοιξη μέχρι αρχές φθινοπώρου, επιδίδονταν δηλαδή κάθε χρόνο στην πραγματική διείσδυση των αιχμηρών ακοντίων και ξιφών στα σώματα των αντιπάλων και δεν είχαν κανένα λόγο να αναπαραστήσουν ούτε τη διείσδυση του αιχμηρού όπλου ούτε τη μάχη.

 Σημειώσεις

1. Αριστοτέλης, Ρητορική. Εισαγωγή – μετάφραση – σχόλια: Δημήτριος Λυπουρλής, ΖΗΤΡΟΣ, Θεσσαλονίκη, 2002.

2. Πρόκειται για τρεις ανάγλυφες παραστάσεις (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας) σε επιτύμβια μνημεία: του τέλους του 6ου π.κ.ε οι δυο, των μέσων του 4ου τρίτη. Η μία αναπαριστάνει έξι έφηβους: ο ένας κρατάει μικρή μπάλα, σαν του τένις, στο δεξί του χέρι και ετοιμάζεται να την πετάξει, ενώ οι άλλοι τρέχουν για να την πιάσουν. Δεν φαίνεται, κατά τη γνώμη μου, να είναι χωρισμένοι σε ομάδες. Πιθανότατα, πρόκειται για το ἁρπαστόν, βλ. παρ. Στη δεύτερη, στο κέντρο της παράστασης, δυο σκυμμένοι προς το έδαφος έφηβοι κρατούν ραβδιά, κυρτά στο μπροστινό μέρος, και προσπαθούν να τραβήξουν προς το μέρος τους μια μπάλα σαν του τένις.

Αριστερά και δεξιά, έφηβοι με ραβδιά στο χέρι παρακολουθούν και φαίνεται σαν να περιμένουν να παίξουν κι αυτοί. Ούτε αυτό φαίνεται να είναι ομαδικό παιχνίδι αλλά πρόκειται για μονομαχίες μεταξύ εφήβων. Δεν γνωρίζουμε πως ονομάζονταν αυτό το παιχνίδι. (Θα τις δείτε στο Β΄τόμο, σελ. 498, της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών. Στη τρίτη, βλέπουμε έναν έφηβο να προσπαθεί να ισορροπήσει μια μεγάλη μπάλα, σαν του ποδοσφαίρου, πάνω στο λυγισμένο και σηκωμένο δεξιό μηρό του, όπως κάνουν και σήμερα οι ποδοσφαιριστές. Ένα αγόρι (δούλος;) παρακολουθεί με θαυμασμό. (Θα τη δείτε στο Χ. Δ. Λάζος, Παίζοντας στο χρόνο, Αίολος, 2002, σελ. 563). Όποιος μπορεί να βγάλει από τη μύγα ξύγκι, πολύ εύκολα πολύ να συμπεράνει ότι το ποδόσφαιρο πρωτοπαίχτηκε στην αρχαία Ελλάδα.

3. Στο λήμμα αρπαστόν, ο Χ. Δ. Λάζος θεωρεί ότι οι έξι έφηβοι της ανάγλυφης παράστασης παίζουν αρπαστό· στο λήμα επίσκυρος, θεωρεί ότι παίζουν επίσκυρο! Με ένα σπάρο, δυο τρυγόνια.

4. Χ. Δ. Λάζος, ο.π., σελ. 303.

5. Π. Βαλαβάνης, Άθλα, Αθλητές και Έπαθλα, εκδ. Ερευνητές, Αθήνα, 1996, σελ. 93.

6. Στη Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας (9/6/06) ο Τάσος Γουδέλης γράφει (σελ. 14): «Καίτοι ο Όμηρος, μέσα από το παιχνίδι της Ναυσικάς στο νησί των Φαιάκων, αλλά και του Πατρόκλου στην Ιλιάδα, αντιμετωπίζει το άθλημα με την μπάλα (κάτι συγγενικό με το σημερινό ποδόσφαιρο, ας πούμε) σαν κάτι ψυχαγωγικό» Γυναικείο ποδόσφαιρο στην Οδύσσεια; Θα μου έχουν διαφύγει οι στίχοι όπου ο Πάτροκλος επιδίδεται στο άθλημα του ποδοσφαίρου. Παιχνίδι ή άθλημα; Στο & 7 της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας (11/6/06, σελ. 16-17), η Ιωάννα Νιαώτη σχολιάζοντας το ανάγλυφο που παριστάνει τον έφηβο με τη μπάλα στο μηρό, γράφει: «Αρχαία ελληνικά γλυπτά με προγόνους, των σύγχρονων άσων».