Δευτέρα 1 Αυγούστου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (9.82-9.151)

Ἔνθεν δ᾽ ἐννῆμαρ φερόμην ὀλοοῖς ἀνέμοισι
πόντον ἐπ᾽ ἰχθυόεντα· ἀτὰρ δεκάτῃ ἐπέβημεν
γαίης Λωτοφάγων, οἵ τ᾽ ἄνθινον εἶδαρ ἔδουσιν.
85 ἔνθα δ᾽ ἐπ᾽ ἠπείρου βῆμεν καὶ ἀφυσσάμεθ᾽ ὕδωρ,
αἶψα δὲ δεῖπνον ἕλοντο θοῇς παρὰ νηυσὶν ἑταῖροι.
αὐτὰρ ἐπεὶ σίτοιό τ᾽ ἐπασσάμεθ᾽ ἠδὲ ποτῆτος,
δὴ τότ᾽ ἐγὼν ἑτάρους προΐειν πεύθεσθαι ἰόντας
οἵ τινες ἀνέρες εἶεν ἐπὶ χθονὶ σῖτον ἔδοντες,
90 ἄνδρε δύω κρίνας, τρίτατον κήρυχ᾽ ἅμ᾽ ὀπάσσας.
οἱ δ᾽ αἶψ᾽ οἰχόμενοι μίγεν ἀνδράσι Λωτοφάγοισιν·
οὐδ᾽ ἄρα Λωτοφάγοι μήδονθ᾽ ἑτάροισιν ὄλεθρον
ἡμετέροις, ἀλλά σφι δόσαν λωτοῖο πάσασθαι.
τῶν δ᾽ ὅς τις λωτοῖο φάγοι μελιηδέα καρπόν,
95 οὐκέτ᾽ ἀπαγγεῖλαι πάλιν ἤθελεν οὐδὲ νέεσθαι,
ἀλλ᾽ αὐτοῦ βούλοντο μετ᾽ ἀνδράσι Λωτοφάγοισι
λωτὸν ἐρεπτόμενοι μενέμεν νόστου τε λαθέσθαι.
τοὺς μὲν ἐγὼν ἐπὶ νῆας ἄγον κλαίοντας ἀνάγκῃ,
νηυσὶ δ᾽ ἐνὶ γλαφυρῇσιν ὑπὸ ζυγὰ δῆσα ἐρύσσας.
100 αὐτὰρ τοὺς ἄλλους κελόμην ἐρίηρας ἑταίρους
σπερχομένους νηῶν ἐπιβαινέμεν ὠκειάων,
μή πώς τις λωτοῖο φαγὼν νόστοιο λάθηται.
οἱ δ᾽ αἶψ᾽ εἴσβαινον καὶ ἐπὶ κληῗσι καθῖζον,
ἑξῆς δ᾽ ἑζόμενοι πολιὴν ἅλα τύπτον ἐρετμοῖς.
105 Ἔνθεν δὲ προτέρω πλέομεν ἀκαχήμενοι ἦτορ.
Κυκλώπων δ᾽ ἐς γαῖαν ὑπερφιάλων ἀθεμίστων
ἱκόμεθ᾽, οἵ ῥα θεοῖσι πεποιθότες ἀθανάτοισιν
οὔτε φυτεύουσιν χερσὶν φυτὸν οὔτ᾽ ἀρόωσιν,
ἀλλὰ τά γ᾽ ἄσπαρτα καὶ ἀνήροτα πάντα φύονται,
110 πυροὶ καὶ κριθαὶ ἠδ᾽ ἄμπελοι, αἵ τε φέρουσιν
οἶνον ἐριστάφυλον, καί σφιν Διὸς ὄμβρος ἀέξει.
τοῖσιν δ᾽ οὔτ᾽ ἀγοραὶ βουληφόροι οὔτε θέμιστες,
ἀλλ᾽ οἵ γ᾽ ὑψηλῶν ὀρέων ναίουσι κάρηνα
ἐν σπέσσι γλαφυροῖσι, θεμιστεύει δὲ ἕκαστος
115 παίδων ἠδ᾽ ἀλόχων, οὐδ᾽ ἀλλήλων ἀλέγουσι.
Νῆσος ἔπειτα λάχεια παρὲκ λιμένος τετάνυσται
γαίης Κυκλώπων οὔτε σχεδὸν οὔτ᾽ ἀποτηλοῦ,
ὑλήεσσ᾽· ἐν δ᾽ αἶγες ἀπειρέσιαι γεγάασιν
ἄγριαι· οὐ μὲν γὰρ πάτος ἀνθρώπων ἀπερύκει,
120 οὐδέ μιν εἰσοιχνεῦσι κυνηγέται, οἵ τε καθ᾽ ὕλην
ἄλγεα πάσχουσιν κορυφὰς ὀρέων ἐφέποντες.
οὔτ᾽ ἄρα ποίμνῃσιν καταΐσχεται οὔτ᾽ ἀρότοισιν,
ἀλλ᾽ ἥ γ᾽ ἄσπαρτος καὶ ἀνήροτος ἤματα πάντα
ἀνδρῶν χηρεύει, βόσκει δέ τε μηκάδας αἶγας.
125 οὐ γὰρ Κυκλώπεσσι νέες πάρα μιλτοπάρῃοι,
οὐδ᾽ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν
νῆας ἐϋσσέλμους, αἵ κεν τελέοιεν ἕκαστα
ἄστε᾽ ἐπ᾽ ἀνθρώπων ἱκνεύμεναι, οἷά τε πολλὰ
ἄνδρες ἐπ᾽ ἀλλήλους νηυσὶν περόωσι θάλασσαν·
130 οἵ κέ σφιν καὶ νῆσον ἐϋκτιμένην ἐκάμοντο.
οὐ μὲν γάρ τι κακή γε, φέροι δέ κεν ὥρια πάντα·
ἐν μὲν γὰρ λειμῶνες ἁλὸς πολιοῖο παρ᾽ ὄχθας
ὑδρηλοὶ μαλακοί· μάλα κ᾽ ἄφθιτοι ἄμπελοι εἶεν.
ἐν δ᾽ ἄροσις λείη· μάλα κεν βαθὺ λήϊον αἰεὶ
135 εἰς ὥρας ἀμῷεν, ἐπεὶ μάλα πῖαρ ὑπ᾽ οὖδας.
ἐν δὲ λιμὴν εὔορμος, ἵν᾽ οὐ χρεὼ πείσματός ἐστιν,
οὔτ᾽ εὐνὰς βαλέειν οὔτε πρυμνήσι᾽ ἀνάψαι,
ἀλλ᾽ ἐπικέλσαντας μεῖναι χρόνον εἰς ὅ κε ναυτέων
θυμὸς ἐποτρύνῃ καὶ ἐπιπνεύσωσιν ἀῆται.
140 αὐτὰρ ἐπὶ κρατὸς λιμένος ῥέει ἀγλαὸν ὕδωρ,
κρήνη ὑπὸ σπείους· περὶ δ᾽ αἴγειροι πεφύασιν.
ἔνθα κατεπλέομεν, καί τις θεὸς ἡγεμόνευε
νύκτα δι᾽ ὀρφναίην, οὐδὲ προὐφαίνετ᾽ ἰδέσθαι·
ἀὴρ γὰρ περὶ νηυσὶ βαθεῖ᾽ ἦν, οὐδὲ σελήνη
145 οὐρανόθεν προὔφαινε, κατείχετο δὲ νεφέεσσιν.
ἔνθ᾽ οὔ τις τὴν νῆσον ἐσέδρακεν ὀφθαλμοῖσιν·
οὐδ᾽ οὖν κύματα μακρὰ κυλινδόμενα προτὶ χέρσον
εἰσίδομεν, πρὶν νῆας ἐϋσσέλμους ἐπικέλσαι.
κελσάσῃσι δὲ νηυσὶ καθείλομεν ἱστία πάντα,
150 ἐκ δὲ καὶ αὐτοὶ βῆμεν ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης·
ἔνθα δ᾽ ἀποβρίξαντες ἐμείναμεν Ἠῶ δῖαν.

***
Εννιά μερόνυχτα παιδεύτηκα να με χτυπούν ολέθριοι άνεμοι
επάνω στο ψαρίσιο πέλαγο· δέκατη μέρα, και τότε μόνο
πιάσαμε στη γη των Λωτοφάγων που τρέφονται με τ᾽ άνθη τους.
Εκεί πατώντας στην ακτή, γυρέψαμε πρώτα νερό, ύστερα
το γεύμα οι σύντροφοί μου ετοίμασαν πλάι στα γρήγορα καράβια.
Κι όταν, τρώγοντας πίνοντας, νιώσαμε χορτασμένοι,
τότε αποφάσισα κι εγώ κάποιοι να προχωρήσουν, για να μάθουν
τι σόι άνθρωποι κατοικούν σ᾽ αυτή τη γη και τρων ψωμί,
90 δυο άνδρες ξεχωρίζοντας και τρίτον έναν κήρυκα για συνοδό τους.
Πήραν αυτοί τον δρόμο γρήγορα κι έσμιξαν με τους Λωτοφάγους.
Κι αν δεν μελέτησαν οι Λωτοφάγοι ν᾽ αφανίσουν τους συντρόφους,
τους δίνουν όμως να γευτούν λωτό·
όποιος κι αν έφαγε λωτό, τον μελιστάλαχτο καρπό,
ξεχνούσε την αποστολή του, δεν ήθελε τον γυρισμό·
κι αυτοί βουλήθηκαν εκεί να μείνουν με τους Λωτοφάγους,
μασώντας τον λωτό, τον νόστο λησμονώντας.
Τότε κι εγώ με το στανιό τούς φέρνω κλαίγοντας πίσω στα πλοία,
μέσα τούς τράβηξα στα βαθουλά καράβια, στα ζυγά τούς έδεσα.
100 Συγχρόνως παραγγέλλω στους άλλους τιμημένους μου συντρόφους
ν᾽ ανέβουν πάραυτα κι αυτοί στα γρήγορα πλεούμενα,
από τον φόβο μήπως κάποιος τους γευτεί λωτό, τον νόστο λησμονώντας.
Κι ανέβηκαν με δίχως καθυστέρηση, με τη σειρά στους πάγκους κάθησαν
και τα κουπιά χτυπούσαν τώρα την αφρισμένη θάλασσα.
Σε λίγο ξανοιχτήκαμε, πιο πέρα πλέοντας με την καρδιά βαριά,
ωσότου φτάσαμε στη γη των αλαζονικών δίχως θεσμούς Κυκλώπων.
Που αφήνοντας την τύχη τους στους αθανάτους,
μήτε φυτεύουν με τα χέρια τους μήτε κι οργώνουν.
Όλα τους βγαίνουν από μόνα τους, δίχως σπορά κι αλέτρι·
110 σιτάρι και κριθάρι, κι ακόμη αμπέλια φορτωμένα
με σταφύλια για κρασί — βρέχει ο Δίας για χάρη τους
κι εκείνα μεγαλώνουν.
Αυτοί δεν ξέρουν και δεν έχουν αγορές, να παίρνουν αποφάσεις
και να βγάζουν νόμους· ζούνε σ᾽ απότομες κορφές,
επάνω σε ψηλά βουνά, μέσα σε θολωτές σπηλιές,
ορίζοντας καθένας μόνος του παιδιά, γυναίκες — καμιά δεν έχουν
φροντίδα για τους άλλους.
Ένα νησί εκεί απλώνεται μπρος σε λιμάνι χαμηλό,
μήτε κοντά μήτε πολύ μακριά απ᾽ των Κυκλώπων
την ακτή, πυκνό σε δάση. Πάνω του ζουν
τα αγριοκάτσικα αναρίθμητα· αφού εκεί πόδι ανθρώπου
δεν πατά να τα σκορπίσει, μήτε και βρίσκουν
120 το νησί οι κυνηγοί που συνηθίζουν μες στα δάση,
με χίλιους κόπους και με βάσανα, να σκαρφαλώνουν τις βουνοκορφές.
Εδώ δεν βλέπεις ποίμνες μήτε χωράφια που τα πέρασε
το αλέτρι· άσπαρτη μένει πάντα η γη, ποτέ κανείς δεν την οργώνει,
λείπουν οι άνθρωποι, μόνο κατσίκια ανήμερα
κυκλοφορούν βελάζοντας.
Αφού οι Κύκλωπες δεν έχουν καν πλεούμενα, βαμμένα κόκκινα
στην πλώρη και στα μάγουλά τους· μήτε τεχνίτες καραβιών υπάρχουν,
να στήνουν τα σκαριά με τις γερές κουβέρτες, για να μπορούν
να φτάσουν ταξιδεύοντας από τη μία πολιτεία στην άλλη,
όπως το συνηθίζουν άλλοι άνθρωποι να σμίγουν μεταξύ τους,
τη θάλασσα σχίζοντας με τα πλοία.
130 Αν είχαν, θα κατόρθωναν να χτίσουν όμορφο νησί.
Κακό δεν είναι — θα μπορούσε να παράγει το κάθε πράγμα
στον καιρό του. Έχει λιβάδια στης γκρίζας θάλασσας τις όχθες,
αφράτα με πολλά νερά —θα φύτρωναν εκεί αμπέλια αθάνατα.
Έχει χωράφια μαλακά — βαθιά σπαρτά θα ψήλωναν που να θερίζονται
στην ώρα τους, αφού το χώμα είναι παχύ.
Έχει λιμάνι φυσικό, φιλόξενο — καμιά ανάγκη να δένεις
παλαμάρια, να κατεβάζεις αγκυρόπετρες, να ρίχνεις τις πρυμάτσες·
μπορείς ν᾽ αράξεις και να μείνεις για καιρό, ωσότου
οι ναυτικοί θελήσουν πάλι το ταξίδι, φυσώντας και το πρίμο αγέρι.
140 Κι ακόμη στου λιμανιού την άκρη, πιο ψηλά, γάργαρο τρέχει
το νερό, πηγή που βγαίνει από τα βάθη μιας σπηλιάς,
κι ολόγυρα φυτρώνουν λεύκες.
Εκεί μας έφεραν τα πλοία. Ένας θεός έγινε οδηγός μας
μέσα στης νύχτας το σκοτάδι, όπου δεν έβλεπες μπροστά σου τίποτε·
πυκνή ομίχλη είχε τυλίξει τα καράβια, άφαντη κι η σελήνη
στον ουρανό, την έκρυβαν τα νέφη.
Έτσι, κανείς δεν είδε με τα μάτια του μπροστά μας το νησί,
δεν βλέπαμε μήτε τα κύματα που μεγαλώνοντας κυλούσαν στο ακρογιάλι·
ωσότου αράξαμε με τα καλά, γερά καράβια μας.
Τα πλοία αράζοντας, τραβάμε τότε κάτω τα πανιά κι ευθύς εμείς
150 πατήσαμε στην άμμο της θαλάσσης.
Εκεί αποκοιμηθήκαμε, προσμένοντας να φέξει η θεία Αυγή.

Τελικά είσαι το καλό παιδί του σπιτιού ή το τέλειο θύμα;

Καμιά φορά φαντάζομαι τους ρόλους των μελών μιας οικογένειας να μοιράζονται σαν τραπουλόχαρτα, με μόνη διαφορά ότι εδώ η τράπουλα είναι «πειραγμένη» και κάποιοι έχουν ήδη προλάβει να διεκδικήσουν και να αναλάβουν τον ρόλο που τους βολεύει ή που ήδη είχαν. Για παράδειγμα, δε μου κάνει εντύπωση το να δω έναν γονιό να παίρνει τον ηγετικό ρόλο του κατέχοντος της απόλυτης αλήθειας όταν ως παιδί μεγάλωσε σαν εκλεχτή «χιονονιφάδα». Ομοίως, δε μου προκαλεί αίσθηση να βλέπω ένα «τέλειο παιδί» σε μια δυσλειτουργική οικογένεια.

Σαφώς, ένα «καλό παιδί» ενδέχεται να υπάρχει σε όλες σχεδόν τις οικογένειες. Πάντα κάποιο από τα παιδιά θα επιδιώξει περισσότερο να έχει την αποδοχή των γονιών του, θα στοχεύσει να εκπληρώσει τους στόχους που έχουν θέσει για εκείνο και θα επιδιώξει να λάβει όσο το δυνατόν περισσότερες επιδοκιμασίες και επαίνους. Θα είναι εκείνο που θα διαβάζει περισσότερο, θα είναι ήσυχο και δε θα παραπονείται, θα βοηθάει στις δουλειές του σπιτιού, δε θα τσακώνεται, δε θα επαναστατεί.

Συχνά αυτόν τον ρόλο τον υιοθετούν τα παιδιά που οι ενήλικες της οικογενείας αποτυγχάνουν στους ρόλους τους ως γονείς ή είναι υπερβολικά ελεγκτικοί και χειριστικοί. Και στις δύο περιπτώσεις φαινομενικά, το παιδί επωφελείται από «καλές συμπεριφορές» που δυνητικά θα το ωφελήσουν στη μετέπειτα εξέλιξή του. Ωστόσο, ακόμα και αυτό ενέχει κόστος -κυρίως ψυχικό- για το ίδιο το παιδί τόσο κατά την παιδική του ηλικία αλλά ακόμα περισσότερο κατά την ενηλικίωσή του.

Για να είσαι το «καλό παιδί» παραβλέπεις ένα σημαντικό βήμα στην ανάπτυξή σου, αυτό που μαθαίνεις και δημιουργείς εσύ ο ίδιος τον εαυτό σου, που αναγνωρίζεις το προσωπικό σου γούστο και τα δικά σου θέλω, που φαντάζεσαι τα δικά σου όνειρα και πλάθεις μόνος σου πτυχές της προσωπικότητάς σου. Αυτά όλα ένα «καλό παιδί», άλλοτε πολύ κι άλλοτε λιγότερο, τα αφήνει στην άκρη και αφοσιώνεται είτε στο τι ωφελεί την ίδια την οικογένεια, είτε στο τι θα ήθελαν για εκείνο οι γονείς του. Όμως, το τίμημα περικλείει κι άλλες πτυχές.

Είσαι το «καλό παιδί» άρα νιώθεις μονίμως μια ηθική ανωτερότητα απέναντι στους άλλους, καλύπτεις τον θυμό σου με χαμόγελο και είσαι λειτουργικός ακόμα και στις πιο δύσκολες συνθήκες. Δεν έρχεσαι σε αντιπαράθεση και δεν αντιδράς άμεσα ακόμα κι αν σε δεύτερο χρόνο ή σε ένα άλλο περιβάλλον θα εκφράσεις τη δυσανασχέτησή σου. Λες πόσο πολύ σε πληγώνει κάποιος, όμως ταυτόχρονα τρέμεις να σε δουν σαν ψυχρό, σκληρό, εγωιστή ή αναίσθητο. Ακόμα και ο καλός λόγος, το κομπλιμέντο, μοιάζει να μη σε αγγίζει κι αυτό γιατί δεν έχεις πλήρη αντίληψη ούτε των ικανοτήτων σου αλλά ούτε κι ως προς το πώς να το αποδεχθείς.

Ένα «καλό παιδί» είναι ένας καθημερινός και εκούσιος «μάρτυρας» στην ίδια του τη ζωή. Τον πληγώνουν μα, αφού νιώθει ότι πρέπει να είναι συναισθηματικά ανώτερος, συγχωρεί κι έτσι η ιστορία επαναλαμβάνεται. Θυματοποιείται δίχως συχνά να το αντιλαμβάνεται και αυτό γιατί χάνοντας ένα κομμάτι της εξέλιξής του στο βωμό της επιτυχίας του ρόλου του, εγκλωβίζεται στο θυμικό της παιδικής ηλικίας. Εκεί που φταίει το κακό τραπέζι, όχι εμείς που πέσαμε πάνω του.

Όμως, ας μη γελιόμαστε, όλοι θα θέλαμε να είμαστε το «καλό παιδί» στην οικογένειά μας. Όλοι θα θέλαμε να μας λούζουν οι γονείς μας με άπλετη αγάπη, αποδοχή και στοργή, να κομπορεύονται για το «τέλειο» παιδί τους, για τα δικά μας επιτεύγματα, να είμαστε η πηγή της περηφάνιας τους και το φωτεινότερο σημείο στις ζωές τους. Επίσης, αν οι ζωές τους ήταν δύσκολες, αν τους βλέπαμε να πασχίζουν για να μας προσφέρουν όσο το δυνατόν περισσότερα θα αισθανόμασταν (αν δεν ήμασταν τίποτα κακομαθημένα που νιώθουν ότι το σύμπαν τους χρωστάει), ότι πρέπει με κάποιον τρόπο να κάνουμε το φορτίο τους πιο ελαφρύ.

Λίγο-πολύ όλοι επιδιώξαμε να γίνουμε «καλά παιδιά» ακόμα κι αν δεν το πετύχαμε ή αν παραιτηθήκαμε στην πορεία. Δε σας κρύβω ότι παρ’ ότι ήμουν ένα αντιδραστικό πλάσμα, δεν ήθελα να πιάσει ποτέ κανείς τη μαμά μου και να της πει κάτι άσχημο για μένα κι αυτό γιατί έβλεπα πως έχει ήδη αρκετά προβλήματα και δεν ήθελα να είμαι ένα ακόμη. Προτιμούσα να γίνω μια «ανακούφιση» για εκείνη αλλά και για την οικογένειά μας. Γυρίζοντας πίσω βλέπω πως σχεδόν όλοι μου οι φίλοι πέρασαν από μια τέτοια φάση.

Αναλογίζομαι λοιπόν μήπως ο ρόλος του «καλού παιδιού» είναι απλά μια ανάγκη που καταλήγει να συρρικνώνει και να καταπιέζει άλλες ανάγκες μας όπως αυτή για αυθορμητισμό ή για διαφορετικότητα. Κάποτε, διάβασα σε έναν τοίχο «μην είστε καλά παιδιά, είναι βαρετό» όμως μεγαλώνοντας ανακαλύπτω πως είναι πολύ πιο δύσκολο απ’ όσο κανείς φαντάζεται κι ίσως τελικά να μην αξίζει και το τίμημα.

Η βία δεν υπήρχε πάντα

Είμαστε βίαιοι, είναι οι ανθρώπινη φύση … Παρόμοιοι ισχυρισμοί δεν έχουν καμία βάση.

Όχι, η βία δεν υπήρχε πάντα.

Επιστήμονες και οπαδοί της ενσυναίσθησης συναντιούνται με ένα απλό και φιλόδοξο στόχο: να αποδείξουν πως η βαναυσότητα δεν είναι εγγενής στο ανθρώπινο ον –και ότι μπορούμε ν’ αλλάξουμε.

Υπήρξε μια εποχή που η βία δεν είχε κάνει την εμφάνισή της. Δεν πρόκειται για όνειρο ούτε για μύθο ούτε για φιλοσοφική εικασία. Είναι το πιο πιθανό σενάριο στο οποίο συγκλίνουν η αρχαιολογία, η ανθρωπολογία, η εξελικτική βιολογία και οι επιστήμες που μελετούν τον εγκέφαλο και τον ανθρώπινο νου. Η σύγχρονη γνώση αλλάζει την εικόνα μιας ανθρωπότητας σφυρηλατημένης από τη βία και την ανταγωνιστικότητα, με την εικόνα μιας άλλης πραγματικότητας που βασίζεται στην ενσυναίσθηση και τη συνεργασία.

Οι μελέτες της ανθρώπινης φύσης μας επιτρέπουν να φανταστούμε έναν κόσμο χωρίς σφαγές, χωρίς πολέμους, χωρίς βαναυσότητα: τίποτα από τα παραπάνω δεν είναι παράπλευρη συνέπεια αυτού που είμαστε. Γιατρός, ψυχοθεραπευτής και κινηματογραφιστής, ο Γάλλος Michel Meignant ερευνά αυτό το πεδίο. Πήραμε συνέντευξη από δύο συντελεστές του.

Μια ειρηνική προϊστορία

Ο βίαιος θάνατος που επιβάλλει υπό μορφή τιμωρίας ο ένας άνθρωπος στον άλλο εμφανίζεται πολύ αργότερα από την ίδια την ανθρωπότητα και αποτελεί ένα πολύ περιορισμένο φαινόμενο. Αυτό υποδεικνύουν τα αρχαιολογικά ίχνη. Ιστορικός ειδικευμένη στην προϊστορία, διευθύντρια του τμήματος ερευνών στο CNRS, η Marylène Patou-Mathis αφιέρωσε ένα βιβλίο της σε αυτό το θέμα το 2013, η Προϊστορία της βίας και του πολέμου (Εκδόσεις Odile Jacob).

«Ξεκίνησα αυτή τη μελέτη επειδή με ενοχλούσε ν’ ακούω πάντα το ίδιο –είμαστε βίαιοι, είναι η ανθρώπινη φύση, η βία υπήρχε πάντα- όταν, μάλιστα, αυτοί οι ισχυρισμοί δεν έχουν καμία βάση. Ως επιστήμονας, σκέφτηκα: ας κοιτάξουμε λοιπόν τα στοιχεία».

Τα αποτελέσματα; Αν και η βία σπανίζει στην παλαιολιθική εποχή, εμφανίζεται σε κάποιες περιπτώσεις. «Οι πρώτες της εμφανίσεις παραπέμπουν στον κανιβαλισμό. Ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί ως νεκρώσιμη τελετουργία. Αλλά και ως τελετουργία που σχετίζεται με τη θυσία ενός ατόμου το οποίο τρώνε τα μέλη μιας ομάδας για να ενωθούν μεταξύ τους: με άλλα λόγια, στον κανιβαλισμό όλα τα μέλη συμμετέχουν στο έγκλημα». Αλλά γιατί γίνεται η θυσία; «Για να αντιμετωπίσουν ένα πρόβλημα, μια μεγάλη κρίση όπως κάποια επιδημία ή λιμό, θυσιάζουν κάτι πολύτιμο: ένα μέλος της ομάδας».

Ιδού, λοιπόν, κάτι που έρχεται σε ρήξη με τις προκατειλημμένες απόψεις που υποστηρίζουν ότι η πρωτόγονη βία εμφανίστηκε μέσα από τη μάχη για απόκτηση πόρων και τον ανταγωνισμό για την ικανοποίηση των επιθυμιών. «Σύμφωνα με ένα πολύ διαδεδομένο μύθο η βία ξεκινά τη στιγμή που ο ένας άνθρωπος επιτίθεται στον άλλον για να του πάρει κάτι. Κυκλοφορούν πολλοί τέτοιοι μύθοι, που δεν έχουν καμιά αρχαιολογική ή ανθρωπολογική βάση: για παράδειγμα, η αρπαγή των γυναικών, που είναι μια φανταστική προβολή του XIX αιώνα».

Απ’ την άλλη μεριά, δεν πρέπει να είμαστε αφελείς: δε βρισκόμαστε στον κήπο της Εδέμ και καλά θα κάνουμε να είμαστε προσγειωμένοι. «Δεν πρέπει να συγχέουμε τη βία με την επιθετικότητα. Αυτή η τελευταία είναι ένα αντανακλαστικό, κάτι ζωικό, που μας επιτρέπει να επιβιώνουμε». Μηχανισμός άμυνας, η φυσική επιθετικότητα συνδέεται με την κατάστασή μας ως αρπακτικά. «Οι κυνηγοί συλλέκτες σκοτώνουν ζώα για να τραφούν. Αλλά και εκεί υπάρχουν πάντα τελετουργίες – πριν, κατά τη διάρκεια, και μετά το κυνήγι. Δεν γνωρίζουμε κανένα λαό κυνηγών που να μην είχε παρόμοιες τελετουργίες. Είναι απαραίτητες για να μπορέσουν να σκοτώσουν αυτό το κοντινό, το σχεδόν ίδιο, αυτό το σχεδόν αδελφικό που αντιπροσωπεύει για εκείνους το ζώο».

Η απουσία της βίας δε σημαίνει πως δεν υπάρχουν συγκρούσεις: «Οι εθνογραφικές μαρτυρίες για τους λαούς που ονομάζουμε παραδοσιακούς –όπως οι Βουσμάνοι, οι Σαν, στην Νότια Αφρική, με τους οποίους είχα την τύχη να συμβιώσω για κάποιο χρονικό διάστημα- μας πληροφορούν πως σ’ αυτούς η βία σπανίζει. Όταν ξεσπά ένας καυγάς, όλοι συγκεντρώνονται. Αν δεν καταφέρουν να λύσουν τη διαφορά, η φυλή διαχωρίζεται: ένα μέρος της φεύγει μαζί με τον έναν από τους πρωταγωνιστές της σύγκρουσης».

Η αρχαιολογία μας επιτρέπει να σκιαγραφήσουμε την προϊστορία της ενσυναίσθησης; «Ναι. Το καταλαβαίνουμε όταν ανακαλύπτουμε σκελετούς που φέρουν τραύματα αναπηρίας ή συγγενείς παραμορφώσεις. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα, η περίπτωση ενός Νεάτερνταλ στο Shanidar, του Ιράκ, στον οποίο έλειπε ο πήχης και που έζησε πάνω από 40 χρόνια: αυτό μας αποκαλύπτει ότι η ομάδα ανέλαβε τη φροντίδα του και πως δεν τον έδιωξαν ούτε τον άφησαν να πεθάνει».

Τι ξέρουμε για τις προϊστορικές συμπεριφορές προς τα παιδιά; «Δεν έχουμε στη διάθεσή μας αρχαιολογικά μέσα για να μπορούμε να προσδιορίσουμε το είδος της εκπαίδευσης που λάμβαναν τα παιδιά στην παλαιολιθική εποχή. Αλλά αν παρατηρήσουμε τους σύγχρονους κυνηγούς συλλέκτες, βλέπουμε ότι δεν καταφεύγουν στην εκπαιδευτική βία: τους είναι άγνωστο κάθε είδος σωματικής τιμωρίας.

Πώς η ειρηνική ανθρωπότητα της προϊστορίας κατέληξε να γίνει βάναυση; «Καθώς οι ομάδες εγκαθιστούνται σε ένα μέρος, αρχίζει να αυξάνεται ο πληθυσμός. Αυτό συνεπάγεται μια οικονομική αλλαγή, την εξημέρωση των φυτών και των ζώων. Εμφανίζεται η αποθήκευση, τα αγαθά. Στις ζωγραφιές των σπηλαίων βλέπουμε να απεικονίζονται κάποιοι άνθρωποι ψηλότεροι από άλλους: είναι οι ελίτ. Δε θέλω να παραστήσω τον Ρουσσώ, αλλά τα γεγονότα μιλούν από μόνα τους». Υπάρχουν μη μετακινούμενοι λαοί χωρίς βία; «Κοινωνίες που ονομάζονται φυτοκομικές και έχουν περιορισμένο μέγεθος. Το ζήτημα του αριθμού είναι ουσιώδες».

Η “soft” βαναυσότητα της εκπαίδευσης

Υπάρχουν δυο κατηγορίες βίας προς τα παιδιά: και οι δυο μεταδίδονται από γενιά σε γενιά και αποτελούν το άρθροισμα της βίας που ασκείται σε προσωπικό επίπεδο και της κοινωνικής βίας. Γιατρός, ψυχοθεραπεύτρια, συγγραφέας διάφορων βιβλίων αφιερωμένων σ’ αυτό το θέμα (Είμαστε όλοι κακοποιημένοι; εκδόσεις Georg, ή Θύμα; Όχι ευχαριστώ!, εκδόσεις Jouvence), η Cornelia Gauthier από τη Γενεύη έχει μελετήσει και τις δυο αυτές κατηγορίες της βίας, αλλά κυρίως την πιο κοινή: «Η κακομεταχείριση γίνεται από ανθρώπους που έχουν και οι ίδιοι κακοποιηθεί στο παρελθόν.

Η καθημερινή εκπαιδευτική βία, αντίθετα, ασκείται σχεδόν από όλους μας, λίγο πολύ εν αγνοία μας ή επειδή πιστεύουμε πως ενεργούμε με καλή πρόθεση, ακολουθώντας την άποψη που λέει πως είναι κάτι που χρειάζεται το παιδί για να γίνει καλός άνθρωπος».

«Αποτελούμενη από απειλές, φωνές, κλάματα που αγνοούνται και από κάποιες ξυλιές, μοιάζει ασήμαντη, σχεδόν ευεργετική, όταν στην πραγματικότητα είναι το λίκνο κάθε μορφής βίας»: μειώνοντας την ικανότητα ενσυναίσθησης του παιδιού δημιουργούμε τις προϋποθέσεις για την διαμόρφωση στο μέλλον της ενήλικης βίας. Και μαζί τις προϋποθέσεις της αναπαραγωγής της. «Είναι μια γλώσσα που κάποιος τη μαθαίνει από πολύ μικρός: δεδομένου πως τα παιδιά μαθαίνουν μέσω της μίμησης, το εκπαιδευτικό μοντέλο που ακολουθείται, καθορίζει αυτό που στο μέλλον θα αντιλαμβάνεται το άτομο ως φυσιολογικό ή καλό».

Αλλά… αφαιρώντας κάθε μορφή βίας από το εκπαιδευτικό οπλοστάσιο δεν αυξάνουμε τον κίνδυνο να δημιουργήσουμε μικρούς τυράννους;

«Ξεχάστε αυτή την προκατειλημμένη ιδέα! Θ’ αφήσουμε το παιδί να κάνει ό,τι θέλει; Όχι βέβαια. Χρειάζεται όρια. Στην πραγματικότητα τα ψάχνει.

Πρόκειται για τη χειρότερη παρανόηση που υπάρχει ανάμεσα σε ενηλίκους και παιδιά».

Ας δούμε πιο προσεκτικά αυτό το σημείο. «Ο ενήλικας βάζει ένα όριο. Αυτό δίνει στο παιδί ασφάλεια, και για το λόγο αυτό θα δοκιμάσει να επαληθεύσει την ύπαρξη αυτού του ορίου.

Όταν του λένε: «Δεν πρέπει να κάνεις αυτό» είναι απόλυτα σίγουρο, το ξέρουμε ήδη: το παιδί θα το κάνει. Και σ’ αυτή την κατάσταση ο ενήλικας συγχύζεται, θυμώνει επειδή ερμηνεύει ως ανυπακοή κάτι που για το παιδί είναι απλά μια επαλήθευση».

Τι να κάνουμε λοιπόν; «Να επαναλάβουμε: «όχι, μην το κάνεις», χωρίς απειλές, με ηρεμία και σταθερότητα. Αυτό θα είναι καθησυχαστικό για το παιδί, που ακόμη κι αν νιώσει απογοητευμένο, θα μεγαλώσει με τον τρόπο αυτό χωρίς τις συγκινησιακές αναστολές που του δημιουργούμε με την άσκηση της εκπαιδευτικής βίας».

Άλλη κλασική παρανόηση: «Λένε σε ένα παιδί 2 χρονών: Όχι, μην αγγίζεις το τηλεκοντρόλ». Το παιδί ακούει «τηλεκοντρόλ», επεξεργάζεται την πληροφορία με τον μετωπιαίο λοβό του, δεν είναι ακόμη αρκετά ώριμο νευρολογικά για να σβήσει ταυτόχρονα αυτή την εικόνα από το μυαλό του ώστε να υπακούσει στην εντολή. Αμέσως μετά, θα αγγίξει το τηλεκοντρόλ κοιτάζοντάς μας στα μάτια, κινούμενο πολύ πολύ αργά: αλλά δεν παρακούει, επαληθεύει».

Ακολουθώντας τα βήματα του Olivier Maurel, η Cornelia Gauthier θεωρεί ότι η εκπαιδευτική βία εμφανίζεται στην ιστορία της ανθρωπότητας όταν ξεκινά η εγκατάσταση των πληθυσμών. «Καθώς αυξάνεται ο αριθμός των γεννήσεων στις κοινωνίες των κυνηγών συλλεκτών, τα μεγαλύτερα παιδιά απογαλακτίζονται για να μπορέσουν οι γυναίκες να θηλάσουν τα μικρότερα. Αυτό πρέπει να δημιούργησε επιθετικότητα στα μεγαλύτερα παιδιά που άρχισαν να χτυπούν τα μικρότερα. Η μητέρα, υπερ-επιθετική λόγω των ορμονών του θηλασμού πιθανά άρχισε να χτυπά τα μεγαλύτερα παιδιά…. Είναι μια αληθοφανής υπόθεση που μπορεί να εξηγήσει την εμφάνιση του κύκλου της βίας στο οικογενειακό περιβάλλον».

Ερωτικός σύντροφος: Η ενσάρκωση ενός ασυνείδητου πόθου

Στις αρχές του 1907 ο Φρόιντ δημοσιεύει μία ανάλυση που έγραψε ο ίδιος πάνω στο μυθιστόρημα του Βίλχελμ Γιένσεν «Γκραντίβα – Μία Πομπηιανή Φαντασία» και, την οποία ονόμασε «Το Παραλήρημα και τα Όνειρα στην Γκραντίβα του Β. Γιένσεν».

Το μυθιστόρημα πραγματεύεται την ιστορία ενός νεαρού αρχαιολόγου, ο οποίος ερωτεύεται ένα αρχαίο αγαλματίδιο, το οποίο αναπαριστά μία νεαρή κοπέλα, μάλλον ελληνικής προέλευσης. Η φαντασία του φτάνει σε τέτοιο σημείο, όπου αρχίζει να πιστεύει πως η κοπέλα ήταν αληθινό πρόσωπο, ελληνικής καταγωγής, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, με πατέρα Πατρίκιο, η οποία έζησε στην Πομπηία και πέθανε μέσα στην πύρινη λέλαπα του ηφαιστείου Βεζούβιου, το οποίο εκρήγνηκε το 79 μχ.

Συνεπαρμένος από την ιστορία αυτή, την οποία ο ίδιος δημιούργησε μέσα στο μυαλό του, χάνει κάθε ενδιαφέρον για την παρούσα ζωή του και αποφασίζει να ταξιδέψει στην Πομπηία, με σκοπό να ανακαλύψει κάποια σημάδια, τα οποία άφησε η Γκραντίβα στο πέρασμά της.

Έχουμε μεγαλώσει με την πεποίθηση, πως οι πράξεις, σκέψεις και συναισθήματά μας είναι προϊόντα της ελεύθερής μας βούλησης. Παρ’ όλ' αυτά, όπως ο ίδιος ο Φρόιντ μας διδάσκει – «είναι καθημερινό φαινόμενο, ακόμη και υγιή άτομα να απατώνται για τα κίνητρα των πράξεών τους και να το συνειδητοποιούν πολύ αργότερα, όταν η αντίφαση μεταξύ διαφορετικών συναισθημάτων μέσα τους, τούς δείξει την αιτιολογική σχέση του σφάλματός τους. Η απωθημένη παρόρμηση είναι αρκετά δυνατή για να μπορέσει να εκδικηθεί της κατασταλτικής της δύναμης, μέσω ενός συναισθήματος μη ικανοποίησης και ανημπορίας».

Ο Ρόμπιν Σκίννερ, στο βιβλίο του «Η οικογένεια και πώς να επιβιώσουμε μέσα σ’ αυτήν», παραθέτει ένα πείραμα (μελέτη των οικογενειακών συστημάτων), όπου μία ομάδα ατόμων, άγνωστων μεταξύ τους, επιλέγουν από ένα σύντροφο, ο οποίος είτε τους θυμίζει κάποιο μέλος της οικογένειάς τους, είτε τους εμπνέει τη σιγουριά πως θα μπορούσε να γεμίσει το «κενό» που βρίσκεται μέσα τους. Όταν μαζευτούν σε ζευγάρια, αρχίζουν να συζητούν μεταξύ τους, για το ποιοί θα μπορούσαν να είναι οι πιθανοί λόγοι και κίνητρα για αυτή την επιλογή και όχι για κάποια άλλη, συγκρίνοντας τις οικογένειές τους. Μετά το κάθε ζευγάρι επιλέγει κάποιο άλλο ζευγάρι και το κάθε μέλος της τετραμελούς ομάδας ταυτίζεται με ένα οικογενειακό ρόλο. Στο τέλος συζητάνε μεταξύ τους για τα κίνητρα του καθενός να επιλέξει τον οικογενειακό ρόλο που επέλεξε μέσα στην ομάδα, σε σχέση πάντοτε με τις δικές τους οικογένειες. Αυτό που ανακάλυψαν, ήταν πως υπήρχαν κάποια κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ των οικογενειών – είτε στον τρόπο έκφρασης κάποιων συναισθημάτων, είτε στη γενικότερη φύση των σχέσεων μεταξύ κάποιων μελών της οικογενείας, είτε στις προσδοκίες που είχαν οι γονείς τους προς αυτούς, είτε στη θέση που είχε το κάθε μέλος μέσα στην οικογένεια, είτε σε κάποια σημαντική απώλεια ή αλλαγή κτλ. Στο μεταξύ, υπήρχαν μερικά άτομα, τα οποία δεν είχαν επιλεγεί ή επιλέξει κανένα. Όταν τους ζητήθηκε να μιλήσουν για τις δικές τους οικογένειες, ανακάλυψαν πως όλοι τους, είτε μεγάλωσαν σε ορφανοτροφεία, είτε σε ξένες οικογένειες, είτε ήταν υιοθετημένοι, είτε βίωσαν με έντονο τρόπο στην πρώιμη παιδική τους ηλικία την απόρριψη.

Η ψυχολογία και σε μεγαλύτερο βαθμό η ψυχανάλυση, δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στην υποκειμενική πραγματικότητα, παρά στην αντικειμενική. Οι ερωτικές σχέσεις υπάρχουν ως κοινωνικό φαινόμενο, το οποίο λίγο ή πολύ όλοι μας έχουμε βιώσει. Εντούτοις, αυτό που μας ενδιαφέρει περισσότερο απ΄ οτιδήποτε άλλο, είναι ο τρόπος με τον οποίο το κάθε συγκεκριμένο άτομο βιώνει το αίσθημα του έρωτα. Αντικείμενο της έρευνάς μας είναι οι προσδοκίες, πόθοι, επιθυμίες, φαντασιώσεις, όλοι εκείνοι οι παράγοντες οι οποίοι διαμορφώνουν και χαρακτηρίζουν την ατομικότητα του καθενός μέσα στις σχέσεις του με τους άλλους και οι οποίοι είναι προϊόντα της πρoσωπικής του ιστορίας.

Η προσωπική αλήθεια του καθενός, διαμορφώνεται μέσα από τις προσωπικές του εμπειρίες. Η αλήθεια, δηλαδή η αλησμόνητη λήθη, απαιτεί την αναγνώρισή της. Επιζητεί κάποιο δυνατό τρόπο έκφρασής της, μέσω της ανάδυσής της στο συνειδητό πεδίο του μυαλού μας. Παρ’ όλα αυτά, λόγω του ότι η αλήθεια είναι πάντοτε φορτισμένη με έντονα συναισθήματα, τα οποία το άτομο πολλές φορές δεν μπορεί να χειριστεί, η συνείδηση τα απωθεί στο ασυνείδητο πεδίο του ψυχισμού του. Ο ψυχισμός, όμως, στην ολότητά του, έχει τη δική του δυναμική, ό,τι προϋπάρχει ή εισχωρεί μέσα του, συνεχίζει να λειτουργεί, ανεξαρτήτως αν βρίσκεται στο συνειδητό ή ασυνείδητο πεδίο του. Το γεγονός αυτό, παρουσιάζεται ως πρόβλημα για το συνειδητό, το οποίο στην προσπάθειά του να κρατήσει την αλήθεια στο χώρο του ασυνειδήτου, καταναλώνει μεγάλες ποσότητες ψυχικής ενέργειας. Γι΄ αυτόν τον λόγο, τα δύο πεδία «βρίσκουν» μία συμβιβαστική λύση, χρησιμοποιώντας δύο βασικούς μηχανισμούς: την μετάθεση και την συμπύκνωση.

Μετάθεση, είναι η διοχέτευση του ασυνείδητου υλικού σε διαφορετική, από την πρωταρχική του κατεύθυνση, ή σε διαφορετικό από το πρωταρχικό του αντικείμενο. Η μετάθεση πραγματοποιείται μέσω αντικατάστασης ενός στοιχείου με κάποιο άλλο, ή μέσω ανταλλαγής των λεκτικών μορφών των δύο στοιχείων. Όπως ανέφερα και πιο πάνω, οι άνθρωποι τείνουν να κοινωνικοποιούνται με άτομα, τα οποία φέρουν κάποια κοινά ή αντίθετα χαρακτηριστικά με οικία τους πρόσωπα. Ο λόγος έγκειται στο εξής γεγονός – αφού δεν μπορώ να έχω το άτομο που τόσο πολύ αγάπησα, τότε θα βρώ κάποιο που να του μοιάζει. Από την άλλη όμως, αν ο ψυχικός πόνος ήταν τόσο δυνατός που η αγάπη μετατράπηκε σε μίσος, τότε μπορεί να ψάχνω κάποιο άτομο με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά από το προηγούμενο, λές και με αυτό τον τρόπο θα αποτρέψω κάποια παρόμοια, μελλοντική κατάληξη της σχέσης μου.

Συμπύκνωση, είναι η χρησιμοποίηση ενός αντικειμένου, με διττή η πολλαπλή σημασία. Μία παράσταση ή ένα αντικείμενο, μπορούν να συμπυκνωθούν με διάφορους τρόπους, όπως για παράδειγμα μέσω παράληψης κάποιου στοιχείου τους, μέσω συγχώνευσής τους με άλλες παραστάσεις ή αντικείμενα ή μέσω κάποιου νεολογισμού.

Στην ψυχανάλυση υπάρχει επίσης ο όρος μετουσίωση. Η μετουσίωση είναι η μετατροπή της ουσίας ενός πράγματος σε κάτι άλλο. Πιο συγκεκριμένα, γίνεται λόγος για ασυνείδητο υλικό, το οποίο πολλές φορές λόγω του περιεχομένου και της φύσης του, αναγκαζόμαστε να το διοχετεύσουμε σε κοινωνικά αποδεκτές ενασχολήσεις, ακριβώς λόγω των περιορισμών που η ίδια η κοινωνία μας επιβάλλει.

Στόχος και των τριών μηχανισμών είναι η ικανοποίηση του ασυνείδητου υλικού, έστω και με κάποιο υποκατάστατο αντικείμενο ή έμμεσο τρόπο.

Η τέχνη είναι η προσωποποίηση της μετουσίωσης. Είναι ο χώρος όπου μεταθέτουμε όλες μας τις επιθυμίες, δίνοντας τους καλλιτεχνική μορφή. Τα όνειρα είναι ένας άλλος τρόπος ικανοποίησης των ασυνείδητων επιθυμιών μας. Οι μηχανισμοί που χρησιμοποιούνται όπως στην τέχνη, έτσι και στα όνειρα, με σκοπό την ικανοποίηση του ασυνείδητου υλικού, είναι η μετάθεση και η συμπύκνωση. Απ΄ αυτή την άποψη, ένα έργο τέχνης, δεν είναι λιγότερο αληθινό, από μία πραγματική ιστορία πάθους, ακριβώς γι΄ αυτό τον λόγο. Ο καλλιτέχνης, προβάλλει πάνω στο έργο του τον εσωτερικό του κόσμο και μας δίνει τη δυνατότητα να γνωρίσουμε τον τρόπο, με τον οποίο ο ίδος αντιλαμβάνεται και βιώνει το ερωτικό πάθος.

Η ερωτική συνάντηση, είτε αυτή είναι μυθιστορηματική, είτε είναι πραγματική, πραγματοποιείται στη σφαίρα του φαντασιακού. Ο ένας ταυτίζεται με τις προσδοκίες του άλλου. Αυτό που τους ενώνει είναι οι προσδοκίες που έχει ο ένας για τον άλλο. Δηλαδή, υπάρχει μία αμφίδρομη σχέση φαντασιακής προβολής, ή αν θέλετε αμφίδρομης προβολικής ταύτισης, όπου και τα δύο άτομα φέρουν μέσα τους από τη μιά μεριά τις προσδοκίες τους και, από την άλλη κάποια προδιάθεση να ταυτιστούν με τις προσδοκίες του άλλου. Όταν το μυστήριο που κρύβεται πίσω από το πρόσωπο του ερωτικού συντρόφου και, το οποίο τροφοδοτεί τη φαντασία και τις προσδοκίες, διαλευκανθεί, τότε ξαφνικά βρισκόμαστε ενώπιον κάποιου άγνωστου, ακόμη και ανεπιθύμητου προσώπου. Αυτό που ερωτευόμαστε δεν είναι το άτομο, αλλά την εικόνα που προβάλλουμε πάνω σ’ αυτό, βάσει των δικών μας προσωπικών βιωμάτων και εν συνεχεία προσδοκιών. «Μία επιτυχημένη και ευτυχής σχέση, λέει η Μέλανι Κλάιν, έγκειται στο βαθμό σύγκλισης μεταξύ του ασυνειδήτου των δύο συντρόφων».

Όπως γράφει ο Έριχ Φρόμ, στο βιβλίο του «Η Τέχνη της Αγάπης», «ο έρωτας είναι εκείνη η έλξη που βιώνουμε μέσα μας προς πλήρη συγχώνευση με κάποιο άλλο άτομο. Αυτό το εκρηκτικό βίωμα ερωτικού πάθους με κάποιο άτομο οδηγεί προς μια ξαφνική κατεδάφιση των υφιστάμενων φραγμών που υπάρχουν μεταξύ των δύο συντρόφων, ξένων μέχρι τώρα ο ένας για τον άλλο. Όταν όλοι οι φραγμοί μεταξύ των δύο συντρόφων κατεδαφιστούν, τότε χάνεται η κάθε πιθανή δυνατότητα για την επίτευξη κάποιας άλλης ξαφνικής εγγύτητας με τον ερωτικό σύντροφο.»

Ο Χοσέ Ορτέγκα Υ Γκασέτ, στο βιβλίο του «Μελέτες για τον έρωτα», γράφει «ο έρωτας είναι μία παθιασμένη συγκέντρωση της προσοχής μας πάνω σε κάποιο συγκεκριμένο άτομο. Όλος ο υπόλοιπος κόσμος και πράγματα σταδιακά αντικαθιστούνται μέσα στη συνείδηση του ερωτευμένου μόνο από ένα άτομο. Όπου κι αν βρίσκεται ο ερωτευμένος, ό,τι κι αν βρίσκεται μπροστά στο πεδίο όρασής του, η προσοχή του θα έλκεται συνεχώς από το ερωτικό του αντικείμενο. Η κάθε του προσπάθεια να μετατοπίσει την προσοχή του σε κάθε τι άλλο, θα αποβαίνει μοιραία. Τα όρια της συνείδησης στενεύουν σε τέτοιο βαθμό, που πλέον δεν υπάρχουν περιθώρια για περισσότερα από ένα αντικείμενα. Ο Πλάτωνας ονομάζει αυτή την ψυχοσυναισθηματική κατάσταση, «Θεία Μανία».

Pascal Bruckner: Το γέρασμα είναι μια ολίσθηση στη λογική του υπολογισμού, στο μέτρημα του υπολοίπου

Το χρήμα προσφέρει τη μοναδική πολύτιμη αξία σ’ αυτό τον κόσμο: προσφέρει χρόνο, την ανεξάντλητη αφθονία του χρόνου. Υπό αυτή την έννοια, είναι απελευθερωτικό.

Όταν λείπει, η ύπαρξη συρρικνώνεται σε ένα αιώνιο παρόν που μας φυλακίζει.

Ξεχώριζα πάντοτε τον βιοπορισμό από το νόημα της ζωής. Μερικές φορές τα δύο αυτά συνέπιπταν, χωρίς όμως να αποφεύγω τις αγγαρείες.

Θυμάμαι με νοσταλγία την εποχή που θεωρούσα το χρήμα ασήμαντο. Αισθανόμουν έτσι μέχρι την ηλικία των σαράντα ετών. Αν υπήρχε, εντάξει· αν δεν υπήρχε, δεν πείραζε.

Επικρατούσε μια θεσπέσια αμεριμνησία μπροστά στα υλικά προβλήματα: το μόνο που με ενδιέφερε ήταν να εξερευνήσω τον κόσμο, να διευρύνω τους ορίζοντές μου και να ξεφύγω από την ευτέλεια και την πλαδαρότητα.

Ευτυχισμένη νιότη, παρατεταμένη· δεν υπήρχε διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο απαραίτητο και στο περιττό· υπήρχε ανάμεσα στο αναγκαίο και στο εκ των ων ουκ άνευ.

Το εκ των ων ουκ άνευ: η μύηση στα βιβλία, τα ταξίδια στην Ασία και ιδιαίτερα στην Ινδία, οι πυρετώδεις συζητήσεις, οι πολιτικές δεσμεύσεις, οι απαιτητικές φιλίες, οι έντονες εμπειρίες, οι πολλαπλές αγάπες και προπάντων η ευκαιρία να ζήσω το πάθος μου, τη συγγραφή.

Το γέρασμα είναι μια ολίσθηση στη λογική του υπολογισμού, στο μέτρημα του υπολοίπου. Τα πάντα είναι αριθμημένα, οι ημέρες αρχίζουν να σπανίζουν. Ο χρόνος δεν είναι πια άφθονος· γίνεται αντικείμενο επίπληξης.

Για μένα όμως, η υπέρτατη πολυτέλεια ακόμη και σήμερα δεν είναι ούτε τα ωραία αυτοκίνητα, ούτε τα σπίτια κι οι επαύλεις, αλλά η προοπτική μιας παρατεταμένης φοιτητικής ζωής σε προχωρημένη ηλικία.

Φοιτητική ζωή: καθημερινοί αυτοσχεδιασμοί, βόλτες στους δρόμους, πολύωρες στάσεις στα καφέ, απόσταση από τα πράγματα, αδιαφορία για τις τιμές και τις απολαβές, για τις συμβολικές τελετουργίες στις οποίες αρέσκονται οι άνθρωποι για να ξορκίσουν το πέρασμα του χρόνου.

Με μια λέξη, η ψευδαίσθηση, παράλογη αλλά απαραίτητη, για να ξεκινήσει κάθε πρωί μια καινούργια ύπαρξη.

Ανέκαθεν προτιμούσα την ελευθερία μου από την ερωτοτροπία με την εξουσία κι από τις αγγαρείες που επισύρει η σταδιοδρομία.

Αν αισθάνομαι προνομιούχος, είναι επειδή εγώ ο ίδιος σφυρηλάτησα αυτό το προνόμιο. Δεν κληρονόμησα τίποτα, ούτε υπήρξα εισοδηματίας· και ποτέ δεν ήμουν αρκετά πλούσιος για να ξεχάσω το χρήμα, ούτε τόσο φτωχός ώστε να παραιτηθώ από αυτό.

Το χρήμα είναι μια υπόσχεση που επιδιώκει τη σοφία. Η έκφραση πρέπει να γίνει κατανοητή με διπλή έννοια: είναι σοφό να έχουμε χρήματα, είναι σοφό να αναρωτιόμαστε πάνω σ’ αυτά.

Το χρήμα μάς αναγκάζει σε μια μορφή διαιτησίας ανάμεσα στο τι θέλουμε, τι μπορούμε και τι οφείλουμε.

Κάνει τον κάθε άνθρωπο φιλόσοφο: σκέφτεται, υπολογίζει, μαθαίνει να ξοδεύει με τον καλύτερο τρόπο για τον ίδιο και τους άλλους.

Το χρήμα αποκαλύπτει τον τσιγκούνη, τον σπάταλο, τον φιλάργυρο, τον ζηλόφθονο· όλοι προδίδονται όταν βάζουν το χέρι στην τσέπη.

Με το χρήμα, κανείς δεν είναι απολύτως ειλικρινής: όσοι πιστεύουν ότι το μισούν στην πραγματικότητα το εξιδανικεύουν · όσοι το εξιδανικεύουν το υπερεκτιμούν · όσοι προσποιούνται ότι το περιφρονούν λένε ψέματα στον εαυτό τους.

Προβληματικός ενθουσιασμός, άτοπη αποδοκιμασία. Αυτή είναι η δυσκολία.

Αλλά αν η σοφία δεν είναι να αντιμετωπίζουμε και να κατανοούμε ό,τι εμφανίζεται ως σύμβολο τρέλας, τότε σε τι χρησιμεύε η φιλοσοφία;

Pascal Bruckner, Η σοφία του χρήματος

Έρμαν Έσσε: Χωρίς προσωπικότητα δεν υπάρχει Αγάπη

Το δημοφιλές παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, Το Ασχημόπαπο, έχει ως ερμηνευτικό κλειδί για τον ενήλικο αναγνώστη την αναζήτηση του εαυτού.

Το ασχημόπαπο γεννιέται ανάμεσα σε άλλα παπάκια, όμως είναι διαφορετικό. Δεν το αναγνωρίζουν ως ίδιο με εκείνα και το απορρίπτουν.

Προσπαθεί να τα κάνει να το αγαπήσουν, ελπίζει να γίνει σαν εκείνα, αλλά δε μπορεί, γιατί στο βάθος είναι διαφορετικό.

Νιώθει κατώτερο και περιφρονημένο και πασχίζει να γίνει αποδεκτό.

Αλλά, όσο το ασχημόπαπο δεν ανακαλύπτει την ταυτότητά του, δε βρίσκει την αγάπη -όσο δεν ανακαλύπτει πως είναι κύκνος και δεν αποδέχεται αυτό που είναι, δε μπορεί να αγαπήσει αληθινά, ούτε να αγαπηθεί.

Η αναζήτηση αποδοχής από το ασχημόπαπο ξεκινάει με κατεύθυνση προς τα έξω, καθώς προσπαθεί να ενταχθεί, θέλει να είναι κάτι που δεν είναι.

Αλλά, στην περίπτωση του παραμυθιού, το ασχημόπαπο δεν ξεγελάει με τη θέλησή του, απλώς βρίσκεται σε αυτήν την κατάσταση χωρίς να ξέρει το γιατί.

Πρέπει να ξεκινήσει μια πορεία που θα το οδηγήσει να ανακαλύψει ποιο είναι, και αυτό θα του επιτρέψει να βρει την αγάπη των άλλων.

Πολλοί άνθρωποι προσπαθούν να δείχνουν κάτι που δεν είναι, είτε γιατί νομίζουν πως αυτό θέλουν οι άλλοι είτε γιατί δεν τους αρέσει το πώς είναι.

Είναι εξαρτημένοι από τη γνώμη των άλλων και χρειάζονται απελπισμένα την επιδοκιμασία τους.

Όμως, η αληθινή αγάπη δε γεννιέται από τη στέρηση, με το να περιμένουμε να καλύψει ο άλλος τα εσωτερικά μας κενά ή να μας πει τι πρέπει να κάνουμε.

Αγαπάμε κάτι αληθινά, μόνο αποδεχόμενοι αυτό που είναι.

Μόνο αν αποδεχτούμε τον εαυτό μας όπως είναι, συμπεριλαμβανομένων των πληγών μας, θα μπορέσουμε να είμαστε κύριοι της ζωής μας.

Και γι’ αυτό πρέπει πρώτα να γνωρίσουμε τον εαυτό μας.

Κι έτσι, οι άλλοι θα μπορέσουν να αγαπήσουν το πρόσωπο που πραγματικά είμαστε και όχι ένα προσωπείο που έχουμε δημιουργήσει.

Ένα γνωστό τάνγκο με στίχους του Κάρλος Αντρές Μπαρ λέει:

«Δε θα μπορέσω να γίνω καλύτερος, αν και το θέλεις αφού με παροτρύνεις ν’ αλλάξω, δε θα μπορέσω να γίνω καλύτερος, αν και το θέλω, και για τη δική σου αγάπη και για τη δική μου.

Αγάπα με όπως είμαι, με την αγάπη μου και τα πιστεύω μου, αγάπα με όπως είμαι, με την ενοχή μου και τη μνησικακία μου, μην περιμένεις από μένα, για να μ’ αγαπήσεις, να πάψω να είμαι εγώ».

Τελειοθηρία

Παρατηρώντας την ιστορία του ανθρώπου από την εποχή που έφτιαξε τον πέλεκυ μέχρι την εφεύρεση της θερμοπυρηνικής βόμβας, θα συνειδητοποιήσει κανείς ότι το ανθρώπινο είδος χαρακτηρίζεται από ένα απίστευτο παραλογισμό ριζωμένο στην εγκεφαλική οργάνωσή του όπως αναφέρει ο Καίσλερ.

Η παράδοξη ανθρώπινη συμπεριφορά μπορεί να γίνει κατανοητή αν σκεφτεί κανείς πως ο άνθρωπος διακόσμησε την Capella Sixtina και κατασκεύασε το διεθνή διαστημικό σταθμό ενώ ταυτόχρονα συμμετείχε σε εγκληματικές ενέργειες, ανθρωποκτονίες καθώς και πολεμικές συρράξεις.

Αναρωτιέται λοιπόν κανείς, τι έχει μέσα στο κεφάλι του αυτός ο Ηomo; Τι χάος, τι αντίφαση, τι χίμαιρα είναι αυτός ο ανθρώπινος εγκέφαλος και πώς αντιδρά στη σύγχρονη μορφή της κοινωνίας που επιβάλλει το «φαίνεσθαι» ως κώδικα κοινωνικής επιτυχίας;

Ραγδαίοι ρυθμοί ζωής, άγχος, απογυμνωμένες από κάθε ηθική αξία κοινωνικές δομές, επιδερμικές διαπροσωπικές σχέσεις, αλλοτρίωση, φοβίες. τρέχουν να αιχμαλωτίσουν τα πάντα, το βάθος γίνεται πλάτος, το επουσιώδες αντικαθιστά το ουσιώδες, το πνεύμα ατονεί και η ψυχή χάνεται στο κυκεώνα του «φαίνεσθαι», της «τέλειας» εικόνας σε μία προσπάθεια να γεμίσει τα τενεκεδένια κονσερβοκούτια άδειων συναισθημάτων που τη ρυπαίνουν.

Υψηλές απαιτήσεις, μεγάλοι στόχοι, αναζήτηση του «τέλειου» αποτελούν χαρακτηριστικά γνωρίσματα πολλών ανθρώπων ειδικά των νέων που αδυνατούν να διαχειριστούν τα συναισθήματα άγχους και πίεσης που νιώθουν.

Σίγουρα η γόνιμη τελειοθηρία που στηρίζεται στη θεσμοθέτηση στόχων και προσπάθεια επίτευξης τους με τη συνδρομή των πνευματικών και ψυχικών δυνάμεων του ανθρώπου, αποτελούν μία υγιής έκφραση της επιθυμίας του για βελτίωση της προσωπικότητάς του. σε πολλά επίπεδα.

Ωστόσο, τις περισσότερες φορές η τελειοθηρία αγγίζει τον ψυχαναγκασμό και τότε η κατάκτηση υψηλών στόχων, συχνά ιδιαίτερα δύσκολων και ανέφικτων, μετατρέπεται σε μία παγίδα του ανθρώπινου νου, σε ένα φαύλο συνεχούς αμφισβήτησης του «εγώ», χαμηλής αυτοεκτίμησης, αποτυχίας, απογοήτευσης και παραίτησης έως ότου τεθεί ο επόμενος υψηλός στόχος και ο κύκλο ξεκινήσει ξανά.

Απόρροια αυτού είναι το αίσθημα αποξένωσης του ανθρώπου από τον ίδιο του τον εαυτό, η αδυναμία δημιουργίας ενός βαθύτερου εσωτερικού κόσμου και η φυλάκιση της ευαισθησίας και των αυθόρμητων συναισθημάτων σε μία ανελέητη προσπάθεια για την επίτευξη του «τέλειου».

Τότε, ειδικά εμείς οι νέοι, αδυνατώντας να διαχειριστούμε αυτά τα δύσκολα συναισθήματα που προκαλούνται από την ψυχαναγκαστική τελειομανία, την οποία επιβάλλουμε στον εαυτό μας ώστε να νιώσουμε την αποδοχή, την αγάπη και την εσωτερική γαλήνη που ενδεχομένως νιώθουμε ότι μας λείπουν, οδηγούμαστε πολλές φορές στα σκοτεινά μονοπάτια των διατροφικών διαταραχών.

Η αδηφάγα κατανάλωση του φαγητού ή αντίστοιχα η στέρηση αυτού αποτελεί μια προσπάθεια για αίσθημα πληρότητας απέναντι στη μοναξιά, το κενό και τις φοβίες που χαράζουν υπομονετικά και χρόνια την ψυχή. Έτσι, η καθημερινότητα μετατρέπεται σε ένα εφιάλτη με τις διαπροσωπικές σχέσεις να καθίστανται ολοένα και πιο δύσκολες.

Σε αυτό το σημείο πετυχαίνεται ένας αθέμιτος συμβιβασμός. Ο άνθρωπος έχοντας εισέλθει στη φάση του «αβοήθητου» παραδίνεται και η συνείδησή του συμβιβάζεται.

Η συνείδηση, αυτό το καθρέφτισμα της μέλαινας πραγματικότητας της ζωής ενός ανθρώπου με κάποια ψυχαναγκαστική διαταραχή, αυτό το είδωλο που δεν είναι τίποτε άλλο από ένα πλασματικό δημιούργημα μετατρέπει την ανθρώπινη ψυχή σε ένα νέο πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ βαμμένο με χρώματα λευκά και μαύρα που αντικατοπτρίζουν το «όλα ή τίποτα» που τους χαρακτηρίζει, την «ηθική του σφιγκτήρα» όπως κάποιοι αποκαλούν ειρωνικά.

Ο άνθρωπος, λοιπόν, που ταλανίζεται από κάποια διατροφική διαταραχή μετατρέπεται σε ένα νέο Ντοστογιέφσκι που προσπαθεί να ξεφύγει από την τυραννία της ψυχαναγκαστικής του σκέψης βουλιάζοντας ανάλγητος και ψυχικά εξαντλημένος στο φαγητό ή στην πλήρη απουσία αυτού.

Η πνοή δημιουργίας, το πάθος για ζωή, η ενεργητικότητα, ο ερωτισμός, αποχαυνώνονται και παρασύρονται στα σκοτεινά κανάλια της ανθρώπινης σκέψης, εκεί που ο πόνος της απόρριψης και του αισθήματος αποτυχίας στον προσωπικό υψηλό πήχη των προσδοκιών παρελαύνουν θριαμβευτικά και γίνονται παράσιτα της ψυχής.

Το είδωλο στον καθρέπτη παίρνει άλλη μορφή, η πραγματικότητα δίνει τη θέση στην πλασματική εικόνα και τα υγιή συναισθήματα γίνονται υπόδουλοι εσωτερικών ανασταλτικών ψυχικών μηχανισμών που καταψύχουν την ψυχική ισορροπία και γαλήνη.

Άραγε είναι όμως μόνο παιχνίδι του νου;

Μήπως τελικά ο άνθρωπος που πάσχει από ψυχαναγκαστική τελειομανία που συνακόλουθα τον οδηγεί σε κάποια μορφή διατροφικής διαταραχής, φοβάται να δει το πραγματικό του εαυτό και επαναπαύεται στο πλασματικό είδωλο που δημιουργεί ο νους του, σε μία προσπάθεια επιβίωσης από τον ψυχικό πόνο που νιώθει;

Ο Έριχ Φρομ διατύπωσε την άποψη οι ο σύγχρονος άνθρωπος φοβάται να αντικρύσει τον εαυτό του κατάματα. Φοβάται τις εσωτερικές αντιφάσεις και ενδεχομένως την οδύνη που θα μπορούσε να γεννήσει η διαπίστωση ότι από τον εσωτερικό κόσμο δεν απομένουν και πολλά για να υπερασπίσει. Φοβάται την περισυλλογή και την αυτογνωσία όμως δίχως αυτές τις ασφαλιστικές δικλείδες, δεν νοείται η κατάκτηση της εσωτερική ζωής η οποία είναι ταυτότητα και απόδειξη αυθεντικότητάς μας.

Ποιο είναι το κλειδί της επιτυχίας στη ζωή; Τι οδηγεί τελικά σε αυτήν;

Ποιο είναι το κλειδί της επιτυχίας στη ζωή; Τι οδηγεί τελικά σε αυτήν;

1. Η αποδοχή: Όταν η αυτοκράτειρα Μεσσαλίνα κατηγόρησε τον Σενέκα για μοιχεία με την Τζούλια Λιβίλλα, αδελφή του Καλιγούλα και της Αγριππίνας γύρω στο 41 μ.Χ., καταδικάστηκε σε εξορία για οκτώ χρόνια.

Ο Σενέκας πέρασε τα επόμενα οκτώ χρόνια στην Κορσική. Όντας ένας εύπορος και εκλεπτυσμένος γερουσιαστής, η εξορία θα ήταν μια θανατική καταδίκη για εκείνον, αλλά μάλλον αποδείχθηκε το σημείο καμπής στη ζωή του αλλά και για εμάς.

Αποδέχτηκε τη μοίρα του και εργάστηκε στο μέγιστο των δυνατοτήτων του για να αξιοποιήσει στο έπακρο την κατάσταση. Έγραψε δύο από τα πρώτα σωζόμενα έργα του, όπου παρηγορούσε τη θλιμμένη μητέρα του για ό,τι έπαθε: «Μπορούν να μου πάρουν τα πάντα, αλλά όχι την ικανότητά μου να διαλέξω».

Πολλές φορές στη ζωή μας γκρινιάζουμε και παραπονιόμαστε για τη σκληρή μεταχείριση της τύχης χωρίς κανένα δικό μας λάθος, όμως αν μπορούσαμε να την αποδεχθούμε, θα μπορούσαμε και να ξεπεράσουμε τη μοίρα μας. Μόνο αν μπορούσαμε να την δεχτούμε.

2. Λογική ρύθμιση στόχου και σκοπού: Αφού τον αποδεχτείτε, κάντε έναν εύλογο στόχο τι θέλετε να επιτύχετε για κάποια περίοδο.

Να είστε όμως σχολαστικοί και να χρησιμοποιείτε τη λογική σας, γιατί εάν θέσετε έναν στόχο που είναι πέρα ​​από τις δυνάμεις σας και μακριά από τους πόρους που έχετε στα χέρια σας, δεν θα είναι παρά μια αποτυχία εξ αιτίας σας.

3. Επιμονή: Γιατί ο προγραμματισμός είναι η μία όψη του νομίσματος και η αδιάκοπη εργασία προς αυτήν είναι η άλλη πλευρά, χωρίς την οποία δεν μπορείς ποτέ να πετύχεις τον επιθυμητό στόχο.

Όταν ο πρωταγωνιστής της ταινίας “Τελευταία έξοδος: Ρίτα Χέιγουορθ”, Andy Dufresne, καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη στην φυλακή Shawsank, όχι μόνο αποδέχτηκε τη μοίρα του αλλά σχεδίασε, και εργάστηκε ακούραστα για 19 χρόνια για να σκάψει ένα τούνελ για να δραπετεύσει από τη φυλακή. Τα 19 χρόνια είναι πάρα πολλά, αλλά ήταν επίμονος, κάτι που πολλοί από εμάς δεν είμαστε, όταν μας ζητάνε να κάνουμε περισσότερη δουλειά.

Ο μόνος τρόπος για να φτάσετε στον προορισμό σας, είναι να βαδίζετε συνεχώς προς αυτόν στο μονοπάτι που χαράξατε μόνοι σας.

4. Απολαμβάνοντας την επιτυχία: Αν κοιτάξετε γύρω σας, θα δείτε πολλούς ανθρώπους που πετυχαίνοντας ένα κατόρθωμα μισούν αυτή την επιτυχία τους. Και είναι πολύ παράδοξο.

Αφού αποδέχτηκαν, σχεδίασαν και δούλεψαν σκληρά για να πετύχουν, δεν μπορούν να την απολαύσουν αλλά την περιφρονούν. Γιατί κάπου στην διαδρομή, ξέχασαν ότι η επιτυχία δεν είναι μόνο το να πετύχεις, αλλά η επιτυχία μετριέται και από το ταξίδι προς αυτήν. Έτσι πρέπει να απολαμβάνετε τη διαδικασία από την αρχή μέχρι το τέλος. Γιατί αν δεν απολαύσεις, θα εξαντληθείς μέχρι να φτάσεις, και μια καμένη ψυχή δεν είναι ευχάριστη.

Απολαύστε λοιπόν την επιτυχία αλλά και το ταξίδι συγχρόνως.

ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ - ΦΙΛΟΤΙΜΟ - ΑΥΤΟΕΚΤΙΜΗΣΗ

ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ
: Είναι ο τρόπος ζωής, κατά τον οποίο σέβεται κανείς τον εαυτό του, δεν τον ταπεινώνει

Αξιοπρέπεια: Είναι «ο τρόπος ζωής, κατά τον οποίο σέβεται κανείς τον εαυτό του, δεν τον ταπεινώνει, ώστε να κερδίζει τον σεβασμό των άλλων, δεν πέφτει σε μικρότητες. Η υπερηφάνεια με ευγένεια ήθους». Αυτά αναγράφει το λεξικό.

Στην Αρχαία Ελλάδα υπάρχει η έννοια αξιοπρέπεια [dignitas]. Μια πολιτική έννοια με ουσιώδη γνωρίσματα την ευγενή καταγωγή, το δημόσιο λειτούργημα και την κοινωνική προσφορά. Ένας βαθμός ιερότητας την συγκαθόριζε την αξιοπρέπεια και το κύρος του Ρωμαίου αξιωματούχου, ως πρόσωπο. “Sanctus senatus”[Ιερά Σύγκλητος]. Όχι μόνον προνόμιο, αλλά δεσμευτική επιταγή για αυτοπειθαρχία και γενναιοδωρία. Μια αίσθηση ανωτερότητας, «υψηλό φρόνημα». Μεγαλοψυχία.

Η αξιοπρέπεια δεν έρχεται σε αντίθεση προς την ανθρωπιά αλλά την εμπεριέχει. Ο Κικέρων θεωρεί την αυτογνωσία, ως γνώση του προορισμού του ανθρώπου, βασική προϋπόθεση για την πραγμάτωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Θεολογικά ο άνθρωπος θεωρήθηκε, ως εάν εικόνα των Θεών, καθόσον ως πνευματικό ον αποπνέει την αξιοπρέπεια των Δημιουργών του. Βασίζεται στην ελεύθερη βούλησή του [αυτεξούσιο] ως προσώπου, που έχει την ιδιαίτερη δεκτικότητα του θείου. Έτσι η αξιοπρέπεια καθίσταται αθάνατη, καθόσον ως ουσία βασίζεται στην αιώνια τάξη, ανεξάρτητα από τον πεπερασμένο φορέα.

Σταδιακά άρχισε να διακρίνεται η αξιοπρέπεια σε δυο μορφές αξίας: στην ηθική που απονέμεται σε εκείνον που εκπληρώνει «τις υποχρεώσεις του ανθρώπου ως άνθρωπος» και στην «τιμητική κοινωνική θέση που χορηγείται λόγω εξαιρετικής προσφοράς».

Η αναγέννηση και η μεταρρύθμιση εξυμνούν την ομορφιά αυτού του Κόσμου και θεωρούν τον άνθρωπο ως ένα εξίσου όμορφο ον. Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια δεν βλάπτεται από την ευτέλεια της καταγωγής. Οι άνθρωποι δεν είναι δούλοι αλλά ζηλωτές της φύσης. Η θέση του ανθρώπου, ως στέμματος της δημιουργίας, εξασφαλίζει την ανταμοιβή για την αρετή του με τη θεία χάρη.

Η εξισωτική αντίληψη του φυσικού δικαίου στρέφεται κατά των αξιών στην ιεραρχικά δομημένη κοινωνία των τάξεων.

Ο Καντ θεωρεί τον άνθρωπο αυτοσκοπό και η αυτονομία είναι ο μοναδικός λόγος της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Ο Σίλλερ εναποθέτει στον ίδιο τον άνθρωπο την αξιοπρέπεια σε σχέση με τα ειδικά πνευματικά και ηθικά χαρίσματά του.

Τον 19ο αιώνα αρχίζει ο υποβιβασμός της αξιοπρέπειας με την διάδοση των υλιστικών αντιλήψεων [Φόϋρμπαχ και Μαρξ] μέχρι τον χυδαίο υλισμό [1860-1870] και της ωφελιμιστικής –λειτουργικής θεώρησης του ηθικού φαινομένου.

Ο Νίτσε υπογραμμίζει: «ο άνθρωπος έχασε πάρα πολλά από την αξιοπρέπειά του, παρά τις προσπάθειες όσων στη θέση του νεκρού θεού θέτουν την ηθική».

Μια σχετική αναβίωση της αξιοπρέπειας οφείλεται στον αγώνα των νεοκαντιανών κατά των ωφελιμιστικών –ευδαιμονιστικών τάσεων χωρίς να επεκταθεί πολύ.

Παρά την ρητή αναφορά της έννοιας της αξιοπρέπειας στο προοίμιο της Χάρτας των Ηνωμένων Εθνών [26-06-1945] και στη «Γενική διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου» [10 Δεκ 1948] η καθολική αναγνώριση της αξιοπρέπειας του ανθρώπου δεν κατάφερε να αποκτήσει σημαντική δεσμευτικότητα, λόγω της αντιφατικής πολλαπλής φιλοσοφικής και πολιτικής χρήσης της.

Μέσα στο κλίμα της μαζικής κοινωνίας και της εμπορευματοποίησης των πάντων, που επικρατεί τις τελευταίες δεκαετίες η έκφραση «ανθρώπινη αξιοπρέπεια» έχει καταστεί μάλλον ένας κενός τόπος μεταξύ πολλών άλλων.

Αληθεύει, ίσως, αυτό που ο Γκαίτε αποφαίνεται: «τώρα ο άνθρωπος ως ποιητής του εαυτού του θα αποκτήσει αυτοσυνείδηση και θα δημιουργήσει μόνος του τις συνθήκες της ζωής του και θα θεμελιώσει μια ανεξάρτητη αξιοπρέπεια».

ΦΙΛΟΤΙΜΟ: Είναι αρετή και συνιστά την κινητήρια δύναμη για επιτεύγματα που εγγίζουν το θαύμα

Το Φιλότιμο [philotimo]: Η έντονη συναίσθηση της τιμής. Η ενσυνείδητη προσπάθεια για ανταπόκριση στο καθήκον.

Συσχετίζεται με την γενναιότητα, τη τιμιότητα, την ευθύτητα, την ευθιξία, τη μεγαλοψυχία, την άμιλλα και την ελληνική λεβεντιά. Έχει ονομασθεί Ελληνικό Φιλότιμο, καθόσον είναι ιδιάζουσα έννοια του ελληνικού τρόπου σκέψεως και αντίδρασης.

Είναι αρετή και συνιστά την κινητήρια δύναμη για επιτεύγματα που εγγίζουν την έννοια του θαύματος. Στο ελληνικό φιλότιμο αποδίδονται όλα τα κατορθώματα της φυλής μας και η διαρκής παρουσία- προσφορά της στην Ιστορία της Ανθρωπότητας. Τις τελευταίες δεκαετίες φαίνεται ότι αμβλύνθηκε σημαντικά η έννοια Ελληνικό Φιλότιμο, γιατί πλημμυρίσαμε από την ατομική «ευδαιμονία».

ΑΥΤΟΕΚΤΙΜΗΣΗ: Είναι η αρετή να μεταχειρίζεται κανείς τον εαυτό του με αξιοπρέπεια, αλήθεια και αγάπη. Να τον εκτιμά

Αυτοεκτίμηση [self-esteem]: «Η προσωπική κρίση της αξίας του ατόμου, η οποία εκφράζεται με τις στάσεις που αναπτύσσει απέναντι στον εαυτό του» [Coopersmith]. Είναι η ικανότητα [αρετή] να δίνει κάποιος αξία στον εαυτό του και να τον μεταχειρίζεται με αξιοπρέπεια, αλήθεια και αγάπη. Συνώνυμες έννοιες: [self-concept] αυτο-ιδέα, [self-image] αυτοεικόνα, [self-acceptance] αυτοαποδοχή κοκ.

Η αυτοεκτίμηση είναι πηγή ενέργειας. Όταν εκτιμώ το εαυτό μου έχω μεγαλύτερες πιθανότητες να αντιμετωπίσω τη ζωή με ειλικρίνεια και δύναμη. Όταν θεωρώ τον εαυτό μου υποτιμητικά νιώθω ως θύμα. Θεωρώ τους άλλους υπεύθυνους για τις πράξεις μου. Αισθάνομαι δυσπιστία και απομόνωση, που προκαλούν κατάπτωση.

Η υψηλή αυτοεκτίμηση δεν πρέπει να συγχέεται με τον εγωισμό, που αποτελεί κακή μορφή «ανωτερότητας». Η αυτοεκτίμηση είναι η αναγνώριση της αξίας του εαυτού μας. Το μόνο αντίδοτο στο φόβο της απόρριψης. Εντάσσεται στα γνωρίσματα που μοναδικά ανήκουν στον άνθρωπο και του προσδίδουν την ανθρωπινότητα.

Οι ψυχολόγοι μας διαβεβαιώνουν ότι η αυτοεκτίμηση [θετική ή αρνητική] δεν είναι έμφυτη στο άτομο, αλλά είναι αποτέλεσμα της ποιότητας των εμπειριών του και της αλληλεπίδρασης με το ψυχολογικό και κοινωνικό περιβάλλον του. Αυτοεκτίμηση, έστω και ελλιπής, εμφανίζεται από τα πρώτα χρόνια της ζωής και κρυσταλλώνεται σταδιακά. Το οικογενειακό περιβάλλον είναι ο πιο σπουδαίος παράγοντας, αλλά το σχολείο και η κοινωνική νοοτροπία τελικά ασκούν τεράστια επιρροή.

Επιβεβαιώνεται η θεωρία του αυτοκαθρεπτιζόμενου εαυτού [looking-glass self] σύμφωνα με την οποία τα συναισθήματα που τρέφει το άτομο για τον εαυτό του αντανακλούν τα συναισθήματα των άλλων προς αυτό.

Η αύξηση της αυτοεκτίμησης είναι δυνατή ανεξάρτητα από την ηλικία και εδράζεται στην αυτογνωσία, τον αυτοέλεγχο και την αυτοπειθαρχία.

Όσο πιο πολύ εκτιμάει κανείς τον εαυτό του, τόσο πιο λίγα απαιτεί από τους άλλους. Όσο πιο λίγα απαιτεί, τόσο περισσότερο τους εμπιστεύεται. Όσο πιο πολύ εμπιστεύεται τον εαυτό του και τους άλλους τόσο πολύ ευκολότερα τους αγαπάει και λιγότερο τους φοβάται. Τόσο πιο πολλά οικοδομεί μαζί τους. Τόσο πιο πολύ τους γνωρίζει. Τόσο πιο στέρεοι είναι δεσμοί και οι γέφυρες ανάμεσα σε αυτόν και τους άλλους. Τόσο υγιής Κοινωνία δομείται….

Σήμερα κάτω από ένα ανελέητο βομβαρδισμό ανεξέλεγκτων πληροφοριών, με εύθραυστους οικογενειακούς δεσμούς, με αμβλυμμένες τις κλασσικές αξίες και με άκριτη «ισότητα» που οδηγεί σε γενική ισοπέδωση η υψηλή αυτοεκτίμηση καθίσταται μάλλον ουτοπία. Στην καλύτερη περίπτωση να αναπτυχθεί ένας εγωισμός που απέχει πολύ από την υψηλή αυτοεκτίμηση, από την οποία αναδύεται η ευσταθής αυτοπεποίθηση.

Η ευφυΐα (όπως και η βλακεία) αναγνωρίζεται, αλλά δεν ορίζεται

Η ευφυΐα δεν ορίζεται

Δεν έχει ακόμα διατυπωθεί ένας γενικά αποδεκτός ορισμός γι’ αυτό που επιτρέπει σε κάποιον να επιλύει με επιτυχία πολύπλοκα προβλήματα ενώ κάποιος άλλος σκαλώνει και στα απλά. Ένας κάπως ικανοποιητικός ορισμός, μάλλον χάρη στη γενικότητά του, είναι του Μπερξόν για την «ισορροπία ενστίκτων και νόησης». Όντως, σωστή κρίση ή απόφαση δεν μπορεί να εξαχθεί ψυχρά, «εγκεφαλικά», με σκέτη λογική˙ ούτε παπούτσια δεν αγοράζεις μόνο με λογικά κριτήρια: μέγεθος και τιμή. Το ένα συν ένα δεν κάνουν πάντα δύο˙ η ζωή δεν πορεύεται με ξερά δεδομένα, με το «yes-no» των υπολογιστών, υπάρχουν άπειρα ενδιάμεσα και μεταβλητές, όπως τα χρώματα έχουν αποχρώσεις και οι ήχοι τόνους, που δίνουν βάθος και ποιότητα στη νόηση. Η απόλυτη λογική είναι παραλογισμός. Ένας απολύτως λογικός άνθρωπος θα ερχόταν σε σύγκρουση με τον υπόλοιπο κόσμο ως απωθητικός κρυόκωλος και αδίστακτος υπολογιστής. Και μια απολύτως λογική κοινωνία με απολύτως λογικούς ανθρώπους θα ήταν μια φρικτή κοινωνία δίχως έλεος.

Ούτε η βλακεία ορίζεται.

Άλλωστε, μόνο στις θετικές επιστήμες και στη λογική οι ορισμοί μπορούν να αποδώσουν πλήρως τις έννοιες. Η βλακεία (όπως και η ευφυΐα) δεν είναι αποκλειστικά νοητικό φαινόμενο˙ αν πιάσουμε τον ορισμό του Μπερξόν απ’ την ανάποδη, στη βλακεία έχουμε την πλήρη ανισορροπία μεταξύ ενστίκτων, συναισθημάτων και νόησης. Ο βλάκας δεν υστερεί μόνο νοητικά αλλά και συναισθηματικά, ενώ την πρωτοκαθεδρία έχει το ενστικτώδες, το άλογο και ιδιοτελές. Όσο πιο λιγόμυαλος τόσο λιγότερο μπορεί να πειθαρχήσει τις φυσικές παρορμήσεις του και τόσο πιο απότομη, άξεστη και ανάλγητη είναι η συμπεριφορά του.

Η αναισθησία του βλάκα είναι γεγονός. Στον ευφυή τα κάθε είδους συμβάντα εγγράφονται ανεξίτηλα ως γνωστικές και συναισθηματικές εμπειρίες˙ οι ευχάριστες ή οδυνηρές αναμνήσεις πλουτίζουν τον ψυχικό του κόσμο και του χαρίζουν λεπτότητα και ευαισθησία: οι έξυπνοι άνθρωποι είναι αισθαντικοί, έχουν μια αδιόρατη θλίψη πάνω τους. Το αντίθετο με τον ηλίθιο που είναι κομμάτι αδιάβροχος σ’ αυτά, αφού όσο λιγότερα εννοεί τόσο λιγότερα νιώθει˙ είναι όπως λέμε «χοντρόπετσος», δεν «συν-αισθάνεται». Ο «εντυπωτικός μηχανισμός» του αδυνατεί να καταγράψει όλη την γκάμα συναισθηματικών αποχρώσεων˙ τα περισσότερα είναι ψιλή βροχή που πέρασε.

Ο στόκος συγκινείται, χαίρεται, θυμώνει, πονάει, πεισμώνει με τα πρωτογενή. Γι’ αυτό και η επαφή του με τις τέχνες είναι από ανύπαρκτη ως επιδερμική˙ είναι φτωχός σε παραστάσεις και δεν διαθέτει τα εφόδια (κρίση και συναίσθημα) για να συμμετέχει. Οι ιδέες και οι αφηρημένες έννοιες είναι περίπου αλαμπουρνέζικα˙ συνήθως αντιλαμβάνεται και θαυμάζει ποσότητες, απτά μεγέθη, χειροπιαστά: ώρες δουλειάς και όχι αποτέλεσμα, μεγάλη ορχήστρα και όχι άκουσμα˙ πολλά λεφτά, μεγάλο σπίτι, πολύ φαΐ, μεγάλα βυζιά.

Επίκουρος: τα διαδικτυακά σκουπίδια είναι πιο θανατηφόρα από τα διαστημικά

Όπως αναφέρει ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Διαστήματος:

Ένα αντικείμενο μεγέθους έως 1 εκατοστό θα μπορούσε να απενεργοποιήσει ένα όργανο ή ένα κρίσιμο σύστημα πτήσης σε έναν δορυφόρο. Οτιδήποτε πάνω από 1 εκατοστό θα μπορούσε να διεισδύσει στις ασπίδες του διαστημικού σταθμού και οτιδήποτε μεγαλύτερο από 10 εκατοστά θα μπορούσε να καταστρέψει ένα δορυφόρο ή να προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά σ ένα διαστημικό σκάφος.

Και ξέρετε ποιος είναι ο λόγος που τέτοια μικρά αντικείμενα μπορούν να προκαλέσουν τόσο μεγάλη ζημιά; Όχι τόσο το μέγεθός τους, αλλά η ταχύτητα. Όλα κινούνται γρήγορα στο διάστημα.

Κάπως έτσι –ταχύτατα δηλαδή – διαδίδονται και τα fake news στο διαδίκτυο. Οι ψευδείς ειδήσεις διαδίδονται 6 φορές πιο γρήγορα από τις πραγματικές, λέει μια μεγάλη έρευνα από το Πανεπιστήμιο ΜΙΤ. Και δεν είναι μόνο το «πιο γρήγορα» αλλά το ψέμα σε σχέση με την αλήθεια διαδίδεται πολύ μακρύτερα και σε μεγαλύτερο εύρος σε όλες τις κατηγορίες πληροφοριών.

Στον καιρό του διαδικτύου αρκεί ένα μικρό σκουπίδι, όπως πχ ένας ψεκασμένος γιατρός, για να κάνει μια μεγάλη ζημιά.

Για παράδειγμα πόσοι νομίζετε είναι αυτοί οι “ειδικοί” που διαφοροποιούνται και λένε τις δικές τους αρλούμπες στην εποχή του κορωνοιού ή των αντιεμβολιαστών;

Ελάχιστοι πραγματικά. Κι όμως αρκούν 10 “διαδικτυακά σκουπίδια ” για να παρασύρουν δεκάδες χιλιάδες μ ανυπολόγιστες συνέπειες πχ να ξαναγυρίσουν αρρώστιες που είχαμε εξαλείψει όπως η Ιλαρά ή να κινδυνεύσουν οι ζωές χιλιάδων.

Ο Γιόζεφ Γκέμπελς, ο μαέστρος της ναζιστικής προπαγάνδας εξηγούσε συνοπτικά τη μέθοδό του:

«Ένα ψέμα που λέγεται μία φορά παραμένει ψέμα, αλλά ένα ψέμα που λέγεται χίλιες φορές γίνεται αλήθεια».

Ή ακόμη κι ο Χίτλερ στο βιβλίο «Ο αγών μου» έγραφε ότι:

«Ακόμα και η πιο λαμπρή προπαγανδιστική τεχνική δεν θα έχει επιτυχία αν δεν έχουμε κατά νου μία βασική αρχή – ότι πρέπει να περιορίζεται σε ορισμένα βασικά σημεία και να τα επαναλαμβάνει ξανά και ξανά».

Όπως αναρωτιέται ο Yuval Noah Harari “μπορεί, άραγε, οποιοσδήποτε σημερινός εμποράκος fake news να προτείνει κάτι καλύτερο”; 

Με την έλευση του διαδικτύου συνέβησαν τα εξής γεγονότα στην ανθρωπότητα: Η τεχνολογία προχώρησε πολύ περισσότερο απ΄ ότι οι άνθρωποι μπορούσαν να χωνέψουν. Τα πράγματα δεν έγιναν – και δεν μπορούσαν να γίνουν- με τη σωστή σειρά. Δημιουργήθηκε το εργαλείο και δόθηκε προς χρήση χωρίς οδηγίες χρήσεως και χωρίς καμία εκπαίδευση.

Οι άνθρωποι μαθαίνουν στο σχολείο να θεωρούν αυτό που διαβάζουν/αποστηθίζουν ως αληθές, χωρίς να το αμφισβητούν, χωρίς να το κρίνουν, χωρίς να αμφιβάλλουν. Έτσι με ατροφική κριτική ικανότητα, χωρίς τις απαραίτητες δεξιότητες της ψηφιακής/πληροφοριακής παιδείας, ρίχτηκαν μέσα σ΄ έναν ωκεανό πληροφοριών που κυριαρχούν τα δωρεάν σκουπίδια κι οδηγήθηκαν σε επικίνδυνες ατραπούς.

«Το ίντερνετ», απ’ όπου «ενημερώνονται» σήμερα οι 7 στους 10, προσφέρει άσυλο σ όλους τους αγύρτες και λειτουργεί σαν μεγεθυντικός φακός στις «θεωρίες συνωμοσίας», την ανορθολογικότητα, και τη δεισιδαιμονία.

Ένα ψυχολογικο-κοινωνιολογικό πείραμα τεραστίων διαστάσεων λαμβάνει χώρα εδώ και 20 χρόνια περίπου. Δεν ξέρω αν το έχετε συνειδητοποιήσει, αλλά το προϊόν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είμαστε εμείς οι ίδιοι. Αυτό που πουλιέται κι αγοράζεται είναι η προσοχή κι ο χρόνος μας.

Ωραία όλα αυτά, αλλά τι μπορούμε να κάνουμε; Πως θα ξεκαθαρίζουμε το ψέμα από την αλήθεια;

Ο Επικούρειος “Κανόνας”

«ξεκαθαρίζοντας το έδαφος από το άχρηστο υλικό ο Επίκουρος περιόρισε την Διαλεκτική στους κανόνες που οδηγούν στον σχηματισμό σωστών κρίσεων, δηλαδή στο να ξεχωρίσει το φανταστικό από το πραγματικό. Το ξεκαθάρισμα αυτό ο ίδιος το είπε κριτήριο της Αλήθειας και το μέρος αυτό της φιλοσοφίας του το ονόμασε Κανονικόν ή Περι Κριτηρίου κι Αρχής.» 

Υπάρχει μια αρχαία μέθοδος ξεκαθαρίσματος του ψέματος από την αλήθεια. Αυτός είναι ο “Κανόνας” του Επίκουρου, ένας αλγόριθμος κοινής λογικής που μπορεί να βοηθήσει τα μάλα πολλά. Εμπεριέχει:

Δύο αρχές:

α) Τίποτα δεν γίνεται από το τίποτα.
β) Την αρχή της πλήρους αναλογίας

Τέσσερα κριτήρια αληθείας:

α) τις αισθήσεις.
β) Τα πάθη
γ) τις προλήψεις
δ) Τις φανταστικές επιβολές της διανοίας.

Την εμπειρική μεθοδολογία επιμαρτύρησης και μη αμφισβήτησης και αντιμαρτύρησης και αμφισβήτησης.

Δεχόμαστε πως τίποτε δεν προκύπτει από το τίποτε: Ο Επίκουρος υιοθετεί εδώ μία από τις βασικές αρχές της φυσικής ότι «τίποτα δεν γίνεται από το τίποτα ούτε καταλήγει στο τίποτα». Και μόνο μ αυτό μπορούμε να πετάξουμε έξω τη μισή σαβούρα του διαδικτύου, που προωθεί φανταστικά, αναπόδεικτα, αντιεπιστημονικά πράγματα

Η πλήρης αναλογία. Δηλαδή για όλα τα σώματα στην φύση, ισχύουν οι ίδιοι φυσικοί νόμοι. Οι ίδιοι νόμοι που ισχύουν για τα φανερά, κανονικά θα πρέπει να ισχύουν και για τα μη φανερά. Εφ’ όσον όλα τα γνωστά επιμέρους στοιχεία δύο σωμάτων είναι όμοια, τότε και τα άγνωστα στοιχεία τους θα είναι όμοια. Κι εδώ εκκαθαρίζουμε ένα μεγάλο μέρος του παραλόγου και της μεταφυσικής

Τοποθετούμε το κριτήριο του πραγματικού στις αισθήσεις. Η Επικούρεια φιλοσοφία μας ζητάει να ακουμπήσουμε στα φαινόμενα, στα γεγονότα, στην πραγματικότητα. Και όχι σε κενές δόξες, δηλαδή σε λόγια του αέρα. Δηλαδή τι μας λέει; ακολουθήστε την επιστήμη!



Τρόποι για να προσεγγίσουμε την επίλυση ενός προβλήματος; Υπάρχει η επιστημονική μέθοδος και η μη επιστημονική μέθοδος που δυστυχώς επικρατεί συνήθως στη διαδικασία λήψης αποφάσεων.

Ο Επίκουρος μπορεί να μην αμφιβάλει για την ικανότητα των αισθήσεών μας να παρέχουν χρήσιμες πληροφορίες για την πραγματικότητα, ωστόσο τονίζει ότι είναι απαραίτητο, να αποφεύγουμε να βγάζουμε βιαστικά συμπεράσματα βασιζόμενοι αποκλειστικά σ΄ αυτές.

-δεν πρέπει να βιάζουμε τα δεδομένα για να τα ταιριάξουμε με μια απίθανη ερμηνεία

-δεν πρέπει να μελετούμε τη φύση βασιζόμενοι σε κενές υποθέσεις και αυθαίρετους νόμους, μα σε συμφωνία με τις απαιτήσεις των φαινομένων.

Επιστολή προς τον Πυθοκλή

Χρησιμοποιούμε τα τέσσερα κριτήρια της αλήθειας. Από τις αισθήσεις μας, έλεγε ο Επίκουρος, γεννιούνται οι παραστάσεις, οι έννοιες δηλαδή που καταθέτονται στο νου. Οι Προλήψεις, είναι όλα αυτά που αισθανθήκαμε, διδαχθήκαμε, εμπεδώσαμε από την ημέρα της γέννησής μας και που τα έχουμε αποθηκεύσει στην μνήμη μας. Οι έννοιες λοιπόν μαζί με τα αισθήματα και τα συναισθήματα γεννούν στον άνθρωπο το κριτήριο της αλήθειας, αυτό δηλαδή που μας αποκαλύπτεται σαν πραγματικότητα.

Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι Επίκουρος δέχεται την τυχαιότητα σαν κινητήριο δύναμη του αισθητού κόσμου. Ο κόσμος μας είναι περίπλοκος, ο επιστημονικός τρόπος σκέψης, απαιτεί να ενσωματώσουμε την τυχαιότητα, την αβεβαιότητα σε πολλές από τις πεποιθήσεις και τις ιδέες μας. Κι αυτό είναι κάτι που μισούν θανάσιμα οι περισσότεροι και επιλέγουν την άλλη πλευρά.

Επιβεβαιώνουμε τα συμπεράσματα με την επιμαρτύρηση ή μη αντιμαρτύρηση της πραγματικότητας προς αυτά. Να μην κάνουμε βεβιασμένες κρίσεις και να μην ξεχνάμε μια παραγνωρισμένη αρχή της ορθολογικής σκέψης: Η συσχέτιση δεν συνεπάγεται αιτιότητα (σχέση αιτίου-αιτατού)

Γιατί δεν πρέπει να μελετάμε τη φύση, με κενές υποθέσεις και αυθαίρετους νόμους, αλλά όπως απαιτούν τα φαινόμενα. Γιατί ο βίος μας δεν έχει ανάγκη από παραλογισμούς και κενές δοξασίες αλλά από ζωή χωρίς ταραχές. Όλα λοιπόν τακτοποιούνται αν εξηγηθούν με τη μέθοδο των πολλαπλών αιτιών, σε συμφωνία πάντοτε με τα γεγονότα και αν προβάλλουμε εκείνο που σχετικά με αυτά είναι ευλογοφανές. Όταν όμως κάποιος άλλο αφήνει κι άλλο δεν απορρίπτει, παρ’ όλο που κατά τον ίδιο τρόπο συμφωνεί με τα φαινόμενα, αυτός είναι φανερό ότι βρίσκεται μακριά από κάθε μελέτη της φύσης και κατρακυλάει στον μύθο.
Επιστολή προς Πυθοκλή

Πρέπει να χρησιμοποιούμε την πλειότιμη λογική και την επικούρεια μέθοδο σκέψης, που δεν μπορούν να τις χειραγωγήσουν οι φωνές των σειρήνων του παραλόγου. Είναι ευθύνη όλων μας να αφιερώνουμε χρόνο και προσπάθεια για να αποκαλύπτουμε τις προκαταλήψεις μας και να επιβεβαιώνουμε τις πηγές των πληροφοριών μας.

Ο Λουκιανός στον Ερμότιμο περιγράφει μερικά από τα εφόδια που χρειαζόμαστε για να μην γίνουμε υποχείριο κανενός: κριτική και νηφάλια σκέψη, ορθός λόγος, ν’ αξιολογείς τίμια και θαρραλέα,

«Κριτική, καλέ μου άνθρωπε, και εξεταστική ικανότητα, μυαλό κοφτερό και σκέψη προσεκτική και αμερόληπτη -όπως πρέπει να ’vαι η σκέψη που θα κρίνει για τα μεγάλα ζητήματα- αλλιώς μάταια θα τα έχουμε δει όλα»

Η πολλή πληροφορία βέβαια απαιτεί βασικές γνώσεις, εμπειρία, υπομονή και ανοιχτό μυαλό για να αξιολογηθεί. Ανοίξτε κανένα βιβλίο. Κοπιάστε λίγο παραπάνω!

Δεν μπορεί κανείς να απαλλαγεί από τους φόβους για τα πιο σημαντικά πράγματα, αν δεν γνωρίζει ποια είναι η φύση του σύμπαντος και δίνει βάση στους μύθους που λέγονται γι’ αυτό. Συνεπώς, δεν μπορεί κανείς να απολαμβάνει ακέραιες τις ηδονές της ζωής, χωρίς τη φυσική επιστήμη.
Έπικ. Κύριαι Δόξαι 12.

Βασικές πρακτικές γνώσεις λοιπόν, από έναν μέγιστο της αρχαιότητας, για τη σημερινή εποχή που τα διαδικτυακά σκουπίδια είναι πιο θανατηφόρα από τα διαστημικά.

Διότι δεν έχουν όλοι πρόσβαση στην ηδονή

Ο φιλόσοφος και ο αναγνώστης συζητούν για την επιθυμία και την ηδονή.

Α. Έχω όμως ακόμα την απορία πώς μπορεί κανείς να μετρήσει εν γένει την ευχαρίστηση.

Φ. Ο Τζέρεμυ Μπένθαμ, ένας Άγγλος φιλόσοφος που έζησε από τα μισά του 18ου έως τις αρχές του 19ου αιώνα, σκέφτηκε ότι μπορεί κάποιος να προσδιορίσει ουσιαστικά την ποσότητα της ευχαρίστησης ως προς τη διάρκεια και την ένταση. Υποστήριξε αυτό που καλούμε «ποσοτικό ηδονισμό». Αλλά είναι αρκετά δύσ­κολο να τον εφαρμόσει κανείς. Για παράδειγμα, πώς σχετίζεται η ένταση της ευχαρίστησης που νιώθουμε όταν κάνουμε ένα ζεστό μπάνιο τον χειμώνα με την ευχαρίστηση όταν διαβάζουμε ένα ωραίο ποίημα;

Α. Αυτά είναι όντως δύσκολο να συγκριθούν μεταξύ τους. Άρα θα έπρεπε να κάνουμε διάκριση και ανάμεσα σε διαφορετικά ήδη ευχαρίστησης;

Φ. Ακριβώς αυτό λέει ο Τζων Στιούαρτ Μιλλ, ο οποίος παρεμπιπτόντως ήταν γιος ενός φίλου του Μπένθαμ. Ο Μιλλ υποστήριξε ακριβώς έναν «ποιοτικό ηδονισμό». Κατά την άποψή του, δεν πρέπει να λαμβάνουμε υπ’ όψη μας μόνο την ένταση και τη διάρκεια, αλλά και την ποιότητα ενός αισθήματος ευχαρίστησης.

Α. Πώς βρίσκουμε, όμως, ποιες ηδονές έχουν ανώτερη ποιότητα και ποιες κατώτερη;

Φ. Ο Μιλλ προτείνει, όταν θέλουμε να συγκρίνουμε δύο ηδονές κατά την ποιότητά τους, να ρωτήσουμε κάποιον που ξέρει και τις δύο ηδονές, που είναι απροκατάληπτος και όχι αποκτηνωμένος, και κατά τα άλλα όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικός. Και ένας τέτοιος άνθρωπος θα πει τότε ότι η ανάγνωση του ποιήματος προσφέρει μεγαλύτερη ευχαρίστηση από το ζεστό μπάνιο.

Α. Νομίζω ότι ακούγεται κάπως αυθαίρετο. Πάντως, ξέρω πολλούς ανθρώπους που δεν καταλαβαίνουν από ποίηση και μάλλον προτιμούν να κάνουν μπάνιο.

Φ. Μα αυτοί ακριβώς δεν έχουν πρόσβαση στην ηδονή της ποίησης και γι’ αυτό δεν κάνουν για κριτές της ποιότητάς της.

ΜΑΚΚΑΒΑΙΟΙ, ΜΟΥΤΖΑΧΕΝΤΙΝ ΚΑΙ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΙ ΓΙΑ ΚΛΑΜΜΑΤΑ

Μανιφέστο ενάντια σε εκείνους που ονειρεύονται ή απεικονίζουν την Θεά Ελευθερία γονατιστή


«Η πολυμορφία είναι βασικός βιολογικός φυσικός κανόνας. Η φύση απαιτεί πολυμορφία, η Μονάδα δεν είναι παρά προϋπόθεση μίας υποχρεωτικής πληθύνσεως, ό,τι ομογενοποιείται ζει στο προστάδιο του αφανισμού του.


Η πολυμορφία της ανθρωπότητας είναι βιολογική και κοινωνικο-πολιτική. Η βιολογική πολυμορφία εκδηλώνεται μέσα από την διαφορά στην εξωτερική μορφή, την ιδιοσυγκρασία και το χρώμα, η δε κοινωνικο-πολιτική μέσα από την διαφορά στο συλλογικό «έθος» ή για να χρησιμοποιήσουμε την διατύπωση των Ελλήνων, από την διαφορά «στα ειωθότα και τα νομιζόμενα»

Η ρίζα της λέξης «έθνος» είναι το «έθος». Η φυσική και άρα μόνη υγιής κατάσταση της ανθρωπότητας είναι το να εκδηλώνει τον εαυτό της μέσα από μία εξαιρετική ποικιλία εθνών, μέσα από μία πολυποίκιλη Εθνόσφαιρα
»

Κανείς προφανώς που είναι στοιχειωδώς «στα καλά του», δεν θα διανοείτο ποτέ να πει ότι πρέπει να υπάρχει μόνον ένας τύπος λουλουδιού, ή μόνον ένας τύπος δένδρου, ή μόνον ένας τύπος ψαριού, ή μόνον ένας τύπος θηλαστικού. Αυτό ίσως οφείλεται στο γεγονός ότι η Φύση βοά πως επιθυμεί ποικιλία, πολυμορφία. Και όντως, κάθε είδος που χάνει την ποικιλία του, η Φύση το εξαφανίζει και το αντικαθιστά με μία νέα ποικιλία.

Κανείς επίσης που είναι στοιχειωδώς «στα καλά του», δεν θα διανοείτο ποτέ να πει ότι πρέπει να υπάρχει μόνον ένας τύπος φαγητού. Εδώ είναι ολοφάνερο πως δεν «πολυασχολείται» η Φύση. «Ασχολείται» όμως η επιμέρους φύση του ανθρώπου, που εδώ και εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια έχει την ιδιορρυθμία να «φτιάχνει» το φαγητό του κατά τις επιθυμίες του, προτού το καταναλώσει. Τμήμα της απόκλισης του συγκεκριμένου ζωϊκού είδους από τις πρωτόγονες συνθήκες, είναι και η πρώϊμη πολιτισμική του κατάκτηση που στις ημέρες μας ονομάζεται «κουζίνα», «μαγειρική».

Το ίδιο κανείς που είναι στοιχειωδώς «στα καλά του», δεν θα διανοείτο ποτέ να πει ότι πρέπει να υπάρχει μόνον ένας τύπος ερωτικής πράξης (προφανώς η λεγόμενη «ιεραποστολική»). Εκτός από «κουζίνα», η ανθρωπότητα έχει αναπτύξει και μια άλλη βασική, καθημερινής χρήσης, τέχνη, με θαυμαστή μάλιστα ποικιλία επινοήσεων, που ονομάζεται «ερωτισμός».

Έως εδώ, όλα καλά και λογικά. Το αδιανόητο όμως άρχισε να χαλαρώνει στην πρόσφατη Ιστορία της ανθρωπότητας, από τον 4ο «μεταχριστιανικό» αιώνα, αλλά, κυρίως, κατά την δεύτερη «μεταχριστιανική» χιλιετία, όχι βεβαίως για τα παραπάνω βιολογικά είδη ή πρακτικές τέχνες, αλλά γι’ αυτό το ίδιο το ανθρώπινο είδος. Θρησκείες (μία ουσιαστικά, με πολλές αιρέσεις) και ιδεολογίες που είχαν ως άμεσο ζητούμενό τους να κάνουν όλους τους ανθρώπους τους πλανήτη ίδιους και υπό τις συγκεκριμένες δικές τους προδιαγραφές, έπεισαν τους, ουσιαστικά διανοητικά κατεστραμμένους, πιστούς τους, ότι δεν πρέπει να υπάρχουν διαφορές μεταξύ των ανθρώπων.

Επειδή βεβαίως δεν μπορούσαν, και συνεπώς δεν ενδιαφέρονταν, να αλλάξουν τον σωματότυπο ή το χρώμα των διαφόρων φυλών, η ομογενοποίηση στόχευσε κυρίως στην πολιτισμική / θρησκευτική διαφορά και την ιδιαίτερη «συλλογική ταυτότητα». Εχθρός λοιπόν του θρησκευτικού μονοθεϊσμού αρχικά, και του πολιτικού μονοθεϊσμού από τα τέλη του 19ου αιώνα κι εντεύθεν στάθηκε το «έθνος», δηλαδή το κάθε ανθρώπινο σύνολο με επίγνωση μιας σαφούς «συλλογικής ταυτότητας», η οποία συγκροτείται από κοινό ιστορικό παρελθόν, κοινή κοσμοαντίληψη, κοινή θρησκεία, κοινό αξιακό σύστημα και κοινά πολιτισμικά φαινόμενα, όπως γλώσσα, συμβολιστική, κ.λπ. Πιο περιληπτικά, το κάθε ανθρώπινο σύνολο που έχει επίγνωση των ιστορικών, λατρευτικών και πολιτισμικών ριζών και ιδιαιτεροτήτων του. «Να εξολοθρευθούν τα έθνη» κραύγαζε η Τορά και η κραυγή της αντηχούσε μέσα στην πρόθυμη Βίβλο και το εξίσου πρόθυμο Κοράνι, «να εξολοθρευθούν τα έθνη» κραυγάζουν και οι σύγχρονοι διεθνιστές της «Αριστεράς» (συνειδητά με εισαγωγικά) ή οι νεοφιλελεύθεροι της Δεξιάς (συνειδητά δίχως εισαγωγικά), η κάθε πλευρά βεβαίως για τους δικούς της «ιδεολογικούς» σκοπούς.

Ο γράφων έπεσε πρόσφατα επάνω σε ένα «fashion victim» του πολιτικού μονοθεϊσμού, της διεθνιστικής συγκεκριμένα πλευράς, όταν στο Facebook δημοσίευσε μία εικόνα με το μήνυμα «Υποστηρίζουμε τα αυτόχθονα έθνη και τις αυτόχθονες κουλτούρες σε κάθε σημείο της γης». Με πάσα άνεση και αυτοπεποίθηση, ο συγκεκριμένος και μάλιστα νέος άνθρωπος, βγήκε και δήλωσε ότι… μόνον ένα έθνος πρέπει να υπάρχει επί γης και, εν συνεχεία, αναπαρήγαγε κάποια υπερχρησιμοποιημένα κλισέ, αδυνατώντας εμφανώς να κάνει διάλογο ή να υποστηρίξει λογικά την άποψή «του». Και γεννήθηκαν λοιπόν τρία βαθιά ερωτήματα:

1. Όταν κάποιος διακηρύσσει ότι «δεν πρέπει να υπάρχουν έθνη», αγνοεί ότι το (δήθεν) πανανθρώπινο έθος που θα απομείνει, δεν θα είναι άλλο από εκείνο των νυν κυριάρχων σε πολιτισμικό, θρησκευτικό και οικονομικό επίπεδο;

2. Αγνοεί τον βασικό κανόνα ότι η Φύση απαιτεί ποικιλίες και πολυμορφίες, γι’ αυτό άλλωστε και, από την εμφάνισή του, το ανθρώπινο είδος επιμερίζεται σε μία τεράστια ποικιλία κουλτουρών και εθών, δηλαδή σε μια τεράστια ποικιλία εθνισμών, σε αυτό που οι εθνολόγοι με θαυμασμό περιγράφουν ως «εθνόσφαιρα»;

3. Αγνοεί ότι ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας είναι η λεγόμενη «εθνοκτονία», το να αφήνεις δηλαδή ζωντανά τα μέλη ενός έθνους, καταστρέφοντας ωστόσο την πολιτισμική τους ταυτότητα και ιδιαιτερότητα;

Τα πιο πάνω τρία ερωτήματα απαντώνται με ένα υπερβέβαιο «όχι» για την περίπτωση εκείνων που μηχανεύθηκαν και εφαρμόζουν και βελτιώνουν συνεχώς την ισοπέδωση της διαφορετικότητας. Από τους εκ του μηδενός κατασκευαστές του μονοθεϊσμού στην Βαβυλώνα και τα Σούσα γύρω στο έτος – 500 του χριστιανικού τρόπου χρονολόγησης, τους «πυρί και σιδήρω» χριστιανούς προσηλυτιστές επιγόνους τους και τους «αγωνιστές» («μουτζαχεντίν») της δια του ξίφους επιβολής του μονοθεϊσμού (τζιχάντ αλ-σάϊφ), μέχρι τα μαρξιστικολενινιστικά επιτελεία, που συστηματικά κατέστρεψαν τις αυτόχθονες κουλτούρες όπου τις πέτυχαν ακόμα ζωντανές, και τις γεμάτες περιτετμημένους «δεξαμενές σκέψης» («think tanks», «policy institutes», κ.λπ.) του νέου παγκοσμίου και μετακαπιταλιστικού καθεστώτος των περιβόητων «Αγορών», τα πιο πάνω ερωτήματα απαντώνται με «όχι».

Απαντώνται όμως, δυστυχώς, με «ναι», για τα εκατομμύρια των προγραμματισμένων ανθρώπων που νεροκουβαλούν στον μύλο της ισοπέδωσης. Και χρησιμοποίησα το «δυστυχώς» γιατί εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν εφιάλτη. Όχι μόνον οι νεροκουβαλητές είναι πάρα πολλοί για τις αντοχές της ανθρώπινης φυσιολογικότητας, αλλά είναι ταυτόχρονα και προγραμματισμένοι ως σκύλοι του Παβλώφ να απεχθάνονται το «άλλο», το πέρα από τα δεδομένα τους, την συγκροτημένη ταυτότητα που τους έχει διαφύγει, αδυνατώντας να κάνουν τις στοιχειωδέστερες επαγωγές που θα τους βοηθούσαν να καταλάβουν τον παραλογισμό και το χάλι τους.

«Έλληνες είστε και φαίνεστε» γράφουν κάποιοι από αυτούς στους τοίχους της χώρας μας και προφανώς καμαρώνουν για το κατόρθωμά τους και την «ευφυΐα» τους. Άλλοι ομόβαθμα «προοδευτικοί», καγχάζουν κάθε φορά που εμείς αναφερόμαστε σε «έθνος», «εθνισμό», «συλλογική ταυτότητα», «εθνικό αξιακό σύστημα», και, ακόμα πιο πολύ, σε «εθνική κοσμοαντίληψη» ή «εθνική θρησκεία». Φωνάζουν «πατρίδα για τους Παλαιστίνιους» ή «αξιοπρέπεια για τα ινδιάνικα έθνη» και ταυτόχρονα βγάζουν αφρούς κάθε φορά που γίνεται αναφορά στην δική μας, ελληνική, πατρίδα ή έθνος. Καλά και υπάκουα φανταράκια της πανούργας «αποδόμησης», χέρι – χέρι οι προδεφτικάνοι και οι νεοφιλελέ, καγχάζουν απέναντι σε κάθε αναφορά σε παράδοση και σε κάθε κοίταγμα προς την προχριστιανική ανθρωπότητα, απέναντι σε κάθε τι το πνευματικό που δεν ανήκει στα μονοθεϊστικά χωράφια, απέναντι σε κάθε τι που δεν μπορούν ή δεν θέλουν να κατανοήσουν. Σταυροκοπούμενοι ή με αμέτρητα εβραϊκά σχήματα μέσα στα μυαλά τους, καγχάζουν επιλεκτικά απέναντι σε κάθε πραγματική διαφορετικότητα, δηλαδή σε κάθε «άλλη» ταυτότητα που δεν είναι υπόδουλη στον θρησκευτικό ή πολιτικό μονοθεϊσμό.

Ένα από τα χειρότερα που μπορούν να συμβούν σε ένα έλλογο ον, και τέτοιο ον υποτίθεται ότι είναι ο άνθρωπος, είναι το να μη θεωρεί εξευτελιστικό το να αντιμετωπίζει με καγχασμό οτιδήποτε αδυνατεί να κατανοήσει (το χειρότερο είναι βεβαίως να εξολοθρεύει, αντί να περιορίζεται στο να καγχάζει). Τουλάχιστον η συγκριτικά ολιγάριθμη ηγεσία, τα εν επιγνώσει αφεντικά, ξέρουν πολύ καλά τι είναι αυτό που θέλουν με κάθε τρόπο να εξολοθρεύσουν. Οι άλλοι είναι για κλάματα. Οι εκατομμύρια ανώνυμοι μακκαβαίοι, μουτζαχαντίν και σταυροφόροι. Σε όποιο επίπεδο και σε όποιον τομέα δρουν και σε όποιον βαθμό εξολοθρεύουν. Στην κοσμοαντίληψη και θρησκεία, στα αξιακά συστήματα, τις κουλτούρες, την εκπαίδευση - διαμόρφωση, την αντιληπτική ικανότητα, τον καθημερινό τρόπο, την τέχνη, την πολιτική οικονομία.

Μακκαβαίοι: Οι Σφαγείς των Ελλήνων που… Γιορτάζουμε

Είναι θλιβερό όταν οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν την ιστορία τους, αλλά ούτε καν τα όποια θρησκευτικά πιστεύω τους και τις γιορτές τους. Είναι σχήμα οξύμωρο, αν όχι παρανοϊκό, να θεωρείς τον εαυτό σου Έλληνα, απόγονο των αρχαίων Ελλήνων αλλά και χριστιανό, όταν η πίστη σου γιορτάζει τους σφαγείς 
των προγόνων σου…

O Αριστίων μας γράφει:

Στις 13 Αυγούστου είναι η επέτειος της μητέρας όλων των μαχών που διεξήχθη στον Μαραθώνα το 490 π.α.χ.χ. Ακολουθεί στις 20 Αυγούστου η επέτειος της μάχης των Θερμοπυλών του 480 π.α.χ.χ όπου απεδείχθη κατά τον Ηρόδοτο ότι «άνθρωποι πολλοί, άνδρες ελάχιστοι». Στις 29 Αυγούστου ακολουθεί η επέτειος της μάχης των Πλαταιών το 479 π.α.χ.χ, όπου θάφτηκε το «όνειρο» των περιούσιων για εξαφάνιση της Ελλάδος και των αξιών της μαζί με τον εκπρόσωπό τους Μαρδοχάι-Μαρδόνιο. Και έναν μήνα αργότερα 28 Σεπτεμβρίου του 480  η ναυμαχία, της Σαλαμίνας, η ναυμαχία των ναυμαχιών όπου διεσώθη ολόκληρος η Ευρώπη και ο πανανθρώπινος πολιτισμός.

Και όμως! Οι ναζωραίοι κατακτητές «φρόντισαν», όλα αυτά να «ξεχαστούν». οι τύμβοι των ηρώων να καταντήσουν σκουπιδότοποι και ονόματα όπως Μιλτιάδης, Λεωνίδας, Παυσανίας, Θέρσιππος, Κυναίγειρος, Ευχίδας, Σκιλίας, Διηνέκης, Αριστόδημος, Θεμιστοκλής, Αμεινίας και τόσα άλλα Ελλήνων Ηρώων, να «αμαυρωθούν» (μην ξεχνάτε εκείνον τον γελοίο που απεκάλεσε τους 300 του Λεωνίδα «κιναιδικά ζευγάρια» κρίνοντας ίσως εξ ιδίων τα αλλότρια και «ξεχνώντας» εντέχνως τον αιμομίκτη «προπάτορα» του Λωτ και όλα τα μπουμπούκια του κοπαδιού της ερήμου) επιβάλλοντας τις δικές τους «εορτές» και «ήρωες» που τους αποκαλούν «αγίους».

Είδατε κάποιον «υπερπατριώτη» ιουδαιοχριστιανό απ’ αυτούς που το «παίζουν» Eλληνάρες, να προτείνει επαναφορά των εορτών αυτών; Το δε χείριστο όλων, είναι ότι αυτοί που θέλουν να ονομάζονται Έλληνες. τρέχουν με τα τέσσερα στα ιουδαιομαντριά και προσκυνούν (αν είναι δυνατόν» τους σφαγείς των αντί να φωνάξουν με όλη την δύναμη της ψυχής τους. «ΝΤΡΕΠΟΜΑΙ ΠΟΥ ΑΚΟΜΑ ΕΙΜΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΑΠΟΚΑΛΟΥΜΑΙ ΕΛΛΗΝΑΣ». Μόλις το καταλάβουν τα ιουδαιχριστιανικά πρόβατα που τρέχουν στα μαντριά με τα τέσσερα γιορτάζοντας τους σφαγείς των, τότε θα αρχίσει και η πραγματική απελευθέρωση της Ελλάδος!

Σήμερα, όπως κάθε χρονιά την 1η Αυγούστου, η Ορθόδοξη Εκκλησία και το σύνολο του ποιμνίου της, δίχως έως σήμερα μία ελάχιστη έστω φωνή διαμαρτυρίας ή απλή ένσταση, εορτάζουν την μνήμη των «Αγίων» 7 Μακκαβαίων. Εορτάζουν την μνήμη 7 Ιουδαίων αδελφών, φανατικών όσο και φανταστικών (αφού η πραγματική πηγή γι’ αυτούς είναι το προπαγανδιστικό, γραμμένο από την ιουδαϊκή διασπορά στα ελληνικά, «Β' βιβλίο των Μακκαβαίων»), που υποτίθεται ότι εκτελέστηκαν από τον Έλληνα βασιλιά της Συρίας Αντίοχο τον Δ' τον Επιφανή λίγο πριν την εξέγερση του Ιούδα Μακκαβαίου (167 – 160) επειδή αρνήθηκαν να φάνε… θυσιασμένο χοιρινό!

Οι πραγματικοί, ιστορικά υπαρκτοί Μακκαβαίοι ή Ασμοναίοι (δηλαδή ο Ματαθίας Ασμοναίος και οι απόγονοί του) τιμώνται ωστόσο από τους μονοθεϊστές Ιουδαίους ως εθνικοί και θρησκευτικοί ήρωες, πράγμα λογικό, αφού με την άγρια τρομοκρατία τους κατόρθωσαν να αποτρέψουν την ολοκληρωτική εξαφάνιση της λατρείας του Θεού Ιαχωβά και την πλήρη αφομοίωση των ομοφύλων τους από τον κυρίαρχο τότε Ελληνισμό, αφού όλοι σχεδόν οι αξιόλογοι Ιουδαίοι της εποχής είχαν εξελληνισθεί. Για τους μονοθεϊστές Ιουδαίους, οι πραγματικοί Μακκαβαίοι, που κατέσφαξαν τόσο τους Έλληνες Εθνικούς όσο και τους υπερπολλαπλάσιους των Ελλήνων ελληνίζοντες ομοφύλους τους, απετέλεσαν έκτοτε το υπέρτατο σύμβολο της απόλυτης πειθαρχίας στον μωσαϊκό νόμο, της πεισματώδους αντίστασης και της πέρα από τα αναμενόμενα επιβίωσης.

Όλα αυτά είναι συνεπώς απολύτως λογικά όσο και σεβαστά, ασχέτως της εκ των πραγμάτων αντιπαλότητας προς το έθνος των Ελλήνων: κάποιοι τιμούν, στην εορτή που ονομάζουν «χανουκά», τους όχι ομοφύλους τους (αφού ο μακκαβαϊκός πόλεμος στο μεγαλύτερο τμήμα του ήταν εμφύλιος), αλλά ομοϊδεάτες και ομοθρήσκους τους, που δίχως εκείνους, σήμερα αυτοί οι κάποιοι απλώς… δεν θα υπήρχαν.

Αντίθετα, ο παραλογισμός, η ανηθικότητα και το σκάνδαλο αναβλύζουν από την εθνοκάπηλη και πατριδοκάπηλη (αφού αυτό που εκπροσωπεί μισεί τα έθνη και τις πατρίδες) Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία τιμά την μνήμη των, όχι απλώς «ηρώων» άλλα «αγίων» και όχι ιστορικά πραγματικών αλλά φανταστικών, Μακκαβαίων, την ίδια ώρα που τόσο η ίδια όσο και η πολύμορφη «παραγοντική» συντεχνία που την προσκυνάει και την στηρίζει σε βάρος του βιοτικού και πνευματικού επιπέδου του ελληνικού λαού, εξακολουθητικά κάνουν απατεωνίστικα λόγο για «εθνική συνοχή». «Τίνος έθνους;» θα ρωτήσουμε εμείς. Γιατί όσο και να στηρίζεται η χριστιανική κατοχή του τόπου μας στην κατάρριψη κάθε κανόνα της Λογικής και την πλήρη αντιστροφή των αξιών και της ιστορικής πραγματικότητας, η τιμή από το παπαδαριό και τους πολιτικούς υπηρέτες τους που παριστάνουν τους «Έλληνες» προς 7 μέλη, έστω και φανταστικά, ενός ιστορικά υπαρκτού ωστόσο κινήματος που κάποτε κατέσφαξε Έλληνες, σπάζει κάθε προηγούμενο φράγμα τρέλας ή θρασύτητας.

Σήμερα, 1η Αυγούστου, όπως και κάθε χρόνο, η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει με κάθε ξεδιαντροπιά την μνήμη των 7 υποτιθέμενων «αγίων» του 2ου προχριστιανικού αιώνα, τους οποίους μάλιστα εξυμνεί ως «επτάριθμο δήμο των Μακκαβαίων», «προ Μαρτύρων μεγίστους Μάρτυρες», «καλλιμάρτυρας Χριστού», «επταρίθμους στύλους Σοφίας Θεού», «θείου φωτός επταφώτους λυχνίας» και «φρουρούς και φύλακας των του (μωσαϊκού) Νόμου δογμάτων». Ουσιαστικά εορτάζει τους ίδιους τους πραγματικούς, ιστορικά υπαρκτούς Μακκαβαίους, τους εθνικοθρησκευτικούς ήρωες του ιουδαϊκού μονοθεϊσμού και σφαγείς των Ελλήνων και των ελληνιστών, τους αναστηλωτές του Ιαχωβά και ακυρωτές του εξελληνισμού της Παλαιστίνης του 2ου προχριστιανικού αιώνα.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει ουσιαστικά την μνήμη των θρησκευτικών της προγόνων, δίχως τους οποίους αυτή δεν θα είχε ποτέ υπάρξει γιατί απλώς κανείς δεν θα μπορούσε να παραστήσει τον «ενσαρκωμένο Ιαχωβά» μέσα σε πληθυσμούς που είχαν ήδη προ δύο αιώνων υιοθετήσει την ελληνική κοσμοθέαση και παιδεία. Καλά κάνει λοιπόν και εορτάζει τους «Μακκαβείμ». Τον Ελληνισμό μόνο να μην πιάνει στο στόμα της, όπως και τους όρους «έθνος» και «πατρίδα».

«Πᾶν γὰρ ἑρπετὸν πληγῇ νέμεται»
(Τα ερπετά κουμαντάρονται με πλήγματα)
Μέγας Ηράκλειτος, DK B11.
 
Γεννήθηκε γαμώφιδο στου Αβραάμ το γένος
Σφάζει αρχαίες πατριές με γυναικείο μένος.
Όλο τον κόσμο διαιρεί δύο χιλιάδες χρόνια
Τα έθνη κάνει αχταρμά, τα δίνει σε κλεφτρόνια.
Πουλάει φτηνιάρικο καλό, μούφα ελεημοσύνη
Πίνει το αίμα με μπουρί, γαμεί νοημοσύνη.

Σφαγή, πουστιά και διχασμός, αιώνες προμελέτης
Τοκογλυφία, τεκτονισμός και λείπει ο ηγέτης.
Ισλάμ, Μεσσίας, παπαδαριά, της μήτρας εφευρέσεις,
Των δούλων τα αποχέσματα χυσοβολούν αιρέσεις.
Η αστροπύλη άνοιξε σε δράκους άλλης Γης,
Φυλάξτε τα κουλούρια σας, ΤΟ ΠΕΟΣ ΓΑΡ ΕΓΓΥΣ!!!

Από την συλλογή «Ο Αντίχυστος ήρθε και την έχει μεγάλη»

Ο Προκρούστης

Ο Προκρούστης, στην Ελληνική μυθολογία, ήταν ο απάνθρωπος ιδιοκτήτης μιας μικρής έκτασης στην περιοχή του Κορυδαλλού στην Αττική, στον δρόμο ανάμεσα στην Αθήνα και την Ελευσίνα, εκεί όπου τελούνταν τα ομώνυμα μυστήρια. Ο Προκρούστης είχε μια ιδιόμορφη αντίληψη για τη φιλοξενία: απήγαγε ταξιδιώτες, τους προσέφερε ένα πλουσιοπάροχο δείπνο και μετά τους προσκαλούσε να περάσουν τη νύχτα σ’ ένα πολύ ιδιαίτερο κρεβάτι. Ήθελε το μήκος του κρεβατιού να ταιριάζει απόλυτα στον ταξιδιώτη. Αν ήταν ψηλός και τα πόδια του εξείχαν, ο Προκρούστης τα έκοβε με ένα κοφτερό τσεκούρι· αν ήταν πιο κοντός, τραβούσε τα πόδια του μέχρι να φτάσουν το μήκος του κρεβατιού (λέγεται ότι το πραγματικό του όνομα ήταν Δαμάστης ή Πολυπήμων, αλλά του δόθηκε το προσωνύμιο Προκρούστης, που σημαίνει «αυτός που τανύει», δηλαδή τεντώνει).

Σε μια καθαρή περίπτωση θείας δίκης, ο Προκρούστης πιάστηκε στην ίδια του την παγίδα. Ένας από τους ταξιδιώτες έτυχε να είναι ο ατρόμητος Θησέας, ο οποίος λίγο νωρίτερα στην ηρωική του καριέρα είχε σκοτώσει τον Μινώταυρο. Μετά το συνηθισμένο δείπνο, ο Θησέας ανάγκασε τον Προκρούστη να ξαπλώσει στο ίδιο του το κρεβάτι. Έπειτα, προκειμένου να χωρέσει το σώμα του τέλεια σε αυτό, όπως απαιτούσε άλλοτε και ο ίδιος από τους φιλοξενούμενούς του, τον αποκεφάλισε. Έτσι, λοιπόν, ο Θησέας ακολούθησε τη μέθοδο του Ηρακλή, πληρώνοντας τον εχθρό του με το ίδιο νόμισμα.
Σύμφωνα με κάποιες πιο μοχθηρές εκδοχές (όπως αυτή στη Βιβλιοθήκη του Ψευδο-Απολλόδωρου), ο Προκρούστης είχε δύο κρεβάτια, ένα μικρό κι ένα μεγάλο: ανάγκαζε τα κοντά θύματα να ξαπλώνουν στο μεγάλο κρεβάτι, και τα ψηλά στο μικρό.

Η ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΗ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΚΡΟΥΣΤΕΙΑΣ ΚΛΙΝΗΣ

Η χρήση της Προκρούστειας κλίνης ως μεταφοράς δεν αφορά μόνο στην τοποθέτηση κάποιου πράγματος στο λάθος πλαίσιο· αφορά κυρίως στην ανάστροφη λειτουργία αλλαγής της λάθος μεταβλητής, στην προκειμένη περίπτωση του ανθρώπου αντί του κρεβατιού. 

Σημειωτέον, κάθε αποτυχία αυτού που ονομάζουμε «σοφία» (σε συνδυασμό με τεχνική επάρκεια) μπορεί να αναχθεί σε περίπτωση Προκρούστειας κλίνης.

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ, ΥΠΕΡ ΚΤΗΣΙΦΩΝΤΟΣ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ

ΔΗΜ 18.169–173

Ο πανικός μετά την είδηση κατάληψης της Ελάτειας

Παραθέτοντας τεκμήρια, ο Δημοσθένης προσπάθησε να καταδείξει την προσπάθεια του Φιλίππου να εξασφαλίσει ότι Θηβαίοι και Αθηναίοι δεν θα συμμαχούσαν εναντίον του. Τελικά, ο Μακεδόνας βασιλιάς κατέλαβε τη φωκική πόλη Ελάτεια (Σεπτέμβριος ή Οκτώβριος 339 π.Χ.), με στόχο να πλήξει το ηθικό των αντιπάλων του.


[169] Ἑσπέρα μὲν γὰρ ἦν, ἧκε δ’ ἀγγέλλων τις ὡς τοὺς πρυ-
τάνεις ὡς Ἐλάτεια κατείληπται. καὶ μετὰ ταῦθ’ οἱ μὲν
εὐθὺς ἐξαναστάντες μεταξὺ δειπνοῦντες τούς τ’ ἐκ τῶν
σκηνῶν τῶν κατὰ τὴν ἀγορὰν ἐξεῖργον καὶ τὰ γέρρ’ ἐνε-
πίμπρασαν, οἱ δὲ τοὺς στρατηγοὺς μετεπέμποντο καὶ τὸν
σαλπικτὴν ἐκάλουν· καὶ θορύβου πλήρης ἦν ἡ πόλις. τῇ
δ’ ὑστεραίᾳ, ἅμα τῇ ἡμέρᾳ, οἱ μὲν πρυτάνεις τὴν βουλὴν
ἐκάλουν εἰς τὸ βουλευτήριον, ὑμεῖς δ’ εἰς τὴν ἐκκλησίαν
ἐπορεύεσθε, καὶ πρὶν ἐκείνην χρηματίσαι καὶ προβουλεῦσαι
πᾶς ὁ δῆμος ἄνω καθῆτο. [170] καὶ μετὰ ταῦτα ὡς ἦλθεν ἡ
βουλὴ καὶ ἀπήγγειλαν οἱ πρυτάνεις τὰ προσηγγελμέν’ ἑαυ-
τοῖς καὶ τὸν ἥκοντα παρήγαγον κἀκεῖνος εἶπεν, ἠρώτα μὲν
ὁ κῆρυξ «τίς ἀγορεύειν βούλεται;» παρῄει δ’ οὐδείς. πολ-
λάκις δὲ τοῦ κήρυκος ἐρωτῶντος οὐδὲν μᾶλλον ἀνίστατ’
οὐδείς, ἁπάντων μὲν τῶν στρατηγῶν παρόντων, ἁπάντων
δὲ τῶν ῥητόρων, καλούσης δὲ [τῆς κοινῆς] τῆς πατρίδος
[φωνῆς] τὸν ἐροῦνθ’ ὑπὲρ σωτηρίας· ἣν γὰρ ὁ κῆρυξ κατὰ
τοὺς νόμους φωνὴν ἀφίησι, ταύτην κοινὴν τῆς πατρίδος
δίκαιον ἡγεῖσθαι. [171] καίτοι εἰ μὲν τοὺς σωθῆναι τὴν πόλιν
βουλομένους παρελθεῖν ἔδει, πάντες ἂν ὑμεῖς καὶ οἱ ἄλλοι
Ἀθηναῖοι ἀναστάντες ἐπὶ τὸ βῆμ’ ἐβαδίζετε· πάντες γὰρ
οἶδ’ ὅτι σωθῆναι αὐτὴν ἐβούλεσθε· εἰ δὲ τοὺς πλουσιω-
τάτους, οἱ τριακόσιοι· εἰ δὲ τοὺς ἀμφότερα ταῦτα, καὶ
εὔνους τῇ πόλει καὶ πλουσίους, οἱ μετὰ ταῦτα τὰς μεγάλας
ἐπιδόσεις ἐπιδόντες· καὶ γὰρ εὐνοίᾳ καὶ πλούτῳ τοῦτ’
ἐποίησαν. [172] ἀλλ’, ὡς ἔοικεν, ἐκεῖνος ὁ καιρὸς καὶ ἡ ἡμέρα
’κείνη οὐ μόνον εὔνουν καὶ πλούσιον ἄνδρ’ ἐκάλει, ἀλλὰ καὶ
παρηκολουθηκότα τοῖς πράγμασιν ἐξ ἀρχῆς, καὶ συλλελογι-
σμένον ὀρθῶς τίνος εἵνεκα ταῦτ’ ἔπραττεν ὁ Φίλιππος καὶ
τί βουλόμενος· ὁ γὰρ μὴ ταῦτ’ εἰδὼς μηδ’ ἐξητακὼς πόρ-
ρωθεν, οὔτ’ εἰ εὔνους ἦν οὔτ’ εἰ πλούσιος, οὐδὲν μᾶλλον
ἔμελλ’ ὅ τι χρὴ ποιεῖν εἴσεσθαι οὐδ’ ὑμῖν ἕξειν συμβου-
λεύειν. [173] ἐφάνην τοίνυν οὗτος ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ἐγὼ καὶ
παρελθὼν εἶπον εἰς ὑμᾶς, ἅ μου δυοῖν εἵνεκ’ ἀκούσατε
προσσχόντες τὸν νοῦν, ἑνὸς μέν, ἵν’ εἰδῆθ’ ὅτι μόνος τῶν
λεγόντων καὶ πολιτευομένων ἐγὼ τὴν τῆς εὐνοίας τάξιν
ἐν τοῖς δεινοῖς οὐκ ἔλιπον, ἀλλὰ καὶ λέγων καὶ γράφων
ἐξηταζόμην τὰ δέονθ’ ὑπὲρ ὑμῶν ἐν αὐτοῖς τοῖς φοβεροῖς,
ἑτέρου δέ, ὅτι μικρὸν ἀναλώσαντες χρόνον πολλῷ πρὸς τὰ
λοιπὰ τῆς πάσης πολιτείας ἔσεσθ’ ἐμπειρότεροι.

***
[169] Ήταν ένα βράδυ, κάποιος ήλθε και ανήγγειλε εις τους πρυτάνεις, ότι κατελήφθη η Ελάτεια. Και μετά ταύτα, άλλοι εκ των πρυτάνεων, εγερθέντες αμέσως, εν ω ακόμη εδείπνουν, εξεδίωξαν τους πωλητάς από τας εν τη αγορά σκηνάς, και έθεσαν πυρ εις τα καλύμματα των σκηνών, εν ω άλλοι έστειλαν και έφερον τους στρατηγούς, και εκάλουν τους σαλπιγκτάς, και η πόλις ήτο πλήρης θορύβου. Την δε επομένην, μόλις εξημέρωσε, οι μεν πρυτάνεις προσεκάλουν την βουλήν εις το βουλευτήριον, σεις δε κατευθύνεσθε προς την συνέλευσιν, πριν δε ακόμη εκείνη συσκεφθή, και αποφασίση, όλος ο λαός είχε καταλάβη τας θέσεις του εκεί επάνω.

[170] Και μετά ταύτα, όταν εισήλθεν η βουλή, και οι πρυτάνεις ανεκοίνωσαν, όσα είχον προαναγγελθή εις αυτούς, και επαρουσίασαν τον αγγελιοφόρον, και εκείνος επανέλαβεν, ηρώτα μεν ο κήρυξ «τις αγορεύων βούλεται», ουδείς δε ενεφανίζετο να ομιλήση. Και εν ω ο κήρυξ πολλάκις ηρώτα, ούτε τότε εσηκώνετο κανείς, αν και ήσαν παρόντες μεν όλοι οι στρατηγοί, όλοι δε οι ρήτορες, και η φωνή της πατρίδος εκάλει εκείνον, ο οποίος θα ωμίλει διά την σωτηρίαν της· διότι την φωνήν την οποίαν αφίνει ο κήρυξ κατ' επιταγήν των νόμων, ταύτην, ορθόν είναι, να την ακούωμεν ως κοινήν της πατρίδος φωνήν.

[171] Και εν τούτοις, εάν έπρεπε να ανέλθουν εις το βήμα, οι θέλοντες να σωθή η πόλις, όλοι εσείς οι άλλοι Αθηναίοι, εγειρόμενοι, θα εβαδίζατε προς αυτό, διότι καλώς γνωρίζω, ότι όλοι ηθέλατε να σωθή αύτη. Εάν οι πλουσιώτεροι, οι τριακόσιοι, εάν δε οι έχοντες και τα δύο ταύτα, και φιλοπάτριδες και πλούσιοι, οι μετέπειτα δώσαντες τας μεγάλας χρηματικάς δωρεάς· διότι έπραξαν αυτό, από φιλοπατρίαν και πλούτον. [172] Αλλ', ως φαίνεται, ο καιρός εκείνος, και η ημέρα εκείνη, εκάλει άνδρα, όχι μόνον φιλόπατριν και πλούσιον, αλλά και έχοντα παρακολουθήσει εξ αρχής τα πράγματα, και έχοντα ορθώς αντιληφθή, ένεκα τίνος, και τι επιθυμών, έπραττε ταύτα ο Φίλιππος. Διότι ο μη γνωρίζων ταύτα, και ο μη εξετάσας αυτά από πολλού χρόνου, ούτε εάν ήτο φιλόπατρις, ούτε εάν ήτο πλούσιος, κατ' ουδέν περισσότερον επρόκειτο να γνωρίζη, τι πρέπει να κάμετε, ουδέ θα ηδύνατο να σας συμβουλεύση.

[173] Κατ' εκείνην λοιπόν την ημέραν, εγώ ενεφανίσθην τοιούτος ανήρ, και ανελθών εις το βήμα, είπον εις σας, όσα ακούσατε μετά προσοχής διά δύο λόγους, αφ' ενός μεν διά να μάθετε, ότι μόνος εγώ εκ των αγορευόντων και των πολιτευομένων δεν εγκατέλειψα, εν μέσω των δεινών, τας τάξεις της φιλοπατρίας, αλλά ανεδεικνυόμην, και λέγων, και προτείνων τα πρέποντα υπέρ υμών, κατ' αυτά τα φοβερά γεγονότα, αφ' ετέρου δε, διότι δαπανώντες ολίγον χρόνον, θα είσθε εις το μέλλον πολύ εμπειρότεροι εις τα της γενικής πολιτικής.