Πέμπτη 18 Αυγούστου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (11.1-11.80)

Ραψωδία λ' Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Νέκυια


Αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ἐπὶ νῆα κατήλθομεν ἠδὲ θάλασσαν,
νῆα μὲν ἂρ πάμπρωτον ἐρύσσαμεν εἰς ἅλα δῖαν,
ἐν δ᾽ ἱστὸν τιθέμεσθα καὶ ἱστία νηῒ μελαίνῃ,
ἐν δὲ τὰ μῆλα λαβόντες ἐβήσαμεν, ἂν δὲ καὶ αὐτοὶ
5 βαίνομεν ἀχνύμενοι, θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέοντες.
ἡμῖν δ᾽ αὖ κατόπισθε νεὸς κυανοπρῴροιο
ἴκμενον οὖρον ἵει πλησίστιον, ἐσθλὸν ἑταῖρον,
Κίρκη ἐϋπλόκαμος, δεινὴ θεὸς αὐδήεσσα.
ἡμεῖς δ᾽ ὅπλα ἕκαστα πονησάμενοι κατὰ νῆα
10 ἥμεθα· τὴν δ᾽ ἄνεμός τε κυβερνήτης τ᾽ ἴθυνε.
τῆς δὲ πανημερίης τέταθ᾽ ἱστία ποντοπορούσης·
δύσετό τ᾽ ἠέλιος, σκιόωντό τε πᾶσαι ἀγυιαί.
Ἡ δ᾽ ἐς πείραθ᾽ ἵκανε βαθυρρόου Ὠκεανοῖο.
ἔνθα δὲ Κιμμερίων ἀνδρῶν δῆμός τε πόλις τε,
15 ἠέρι καὶ νεφέλῃ κεκαλυμμένοι· οὐδέ ποτ᾽ αὐτοὺς
Ἠέλιος φαέθων καταδέρκεται ἀκτίνεσσιν,
οὔθ᾽ ὁπότ᾽ ἂν στείχῃσι πρὸς οὐρανὸν ἀστερόεντα,
οὔθ᾽ ὅτ᾽ ἂν ἂψ ἐπὶ γαῖαν ἀπ᾽ οὐρανόθεν προτράπηται,
ἀλλ᾽ ἐπὶ νὺξ ὀλοὴ τέταται δειλοῖσι βροτοῖσι.
20 νῆα μὲν ἔνθ᾽ ἐλθόντες ἐκέλσαμεν, ἐκ δὲ τὰ μῆλα
εἱλόμεθ᾽· αὐτοὶ δ᾽ αὖτε παρὰ ῥόον Ὠκεανοῖο
ᾔομεν, ὄφρ᾽ ἐς χῶρον ἀφικόμεθ᾽, ὃν φράσε Κίρκη.
Ἔνθ᾽ ἱερήϊα μὲν Περιμήδης Εὐρύλοχός τε
ἔσχον· ἐγὼ δ᾽ ἄορ ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ
25 βόθρον ὄρυξ᾽ ὅσσον τε πυγούσιον ἔνθα καὶ ἔνθα,
ἀμφ᾽ αὐτῷ δὲ χοὴν χεόμην πᾶσιν νεκύεσσι,
πρῶτα μελικρήτῳ, μετέπειτα δὲ ἡδέϊ οἴνῳ,
τὸ τρίτον αὖθ᾽ ὕδατι· ἐπὶ δ᾽ ἄλφιτα λευκὰ πάλυνον.
πολλὰ δὲ γουνούμην νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα,
30 ἐλθὼν εἰς Ἰθάκην στεῖραν βοῦν, ἥ τις ἀρίστη,
ῥέξειν ἐν μεγάροισι πυρήν τ᾽ ἐμπλησέμεν ἐσθλῶν,
Τειρεσίῃ δ᾽ ἀπάνευθεν ὄϊν ἱερευσέμεν οἴῳ
παμμέλαν᾽, ὃς μήλοισι μεταπρέπει ἡμετέροισι.
τοὺς δ᾽ ἐπεὶ εὐχωλῇσι λιτῇσί τε, ἔθνεα νεκρῶν,
35 ἐλλισάμην, τὰ δὲ μῆλα λαβὼν ἀπεδειροτόμησα
ἐς βόθρον, ῥέε δ᾽ αἷμα κελαινεφές· αἱ δ᾽ ἀγέροντο
ψυχαὶ ὑπὲξ Ἐρέβευς νεκύων κατατεθνηώτων.
νύμφαι τ᾽ ἠΐθεοί τε πολύτλητοί τε γέροντες
παρθενικαί τ᾽ ἀταλαὶ νεοπενθέα θυμὸν ἔχουσαι·
40 πολλοὶ δ᾽ οὐτάμενοι χαλκήρεσιν ἐγχείῃσιν,
ἄνδρες ἀρηΐφατοι βεβροτωμένα τεύχε᾽ ἔχοντες·
οἳ πολλοὶ περὶ βόθρον ἐφοίτων ἄλλοθεν ἄλλος
θεσπεσίῃ ἰαχῇ· ἐμὲ δὲ χλωρὸν δέος ᾕρει.
δὴ τότ᾽ ἔπειθ᾽ ἑτάροισιν ἐποτρύνας ἐκέλευσα
45 μῆλα, τὰ δὴ κατέκειτ᾽ ἐσφαγμένα νηλέϊ χαλκῷ,
δείραντας κατακῆαι, ἐπεύξασθαι δὲ θεοῖσιν,
ἰφθίμῳ τ᾽ Ἀΐδῃ καὶ ἐπαινῇ Περσεφονείῃ·
αὐτὸς δὲ ξίφος ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ
ἥμην, οὐδ᾽ εἴων νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα
50 αἵματος ἆσσον ἴμεν, πρὶν Τειρεσίαο πυθέσθαι.
Πρώτη δὲ ψυχὴ Ἐλπήνορος ἦλθεν ἑταίρου·
οὐ γάρ πω ἐτέθαπτο ὑπὸ χθονὸς εὐρυοδείης·
σῶμα γὰρ ἐν Κίρκης μεγάρῳ κατελείπομεν ἡμεῖς
ἄκλαυτον καὶ ἄθαπτον, ἐπεὶ πόνος ἄλλος ἔπειγε.
55 τὸν μὲν ἐγὼ δάκρυσα ἰδὼν ἐλέησά τε θυμῷ,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδων·
«Ἐλπῆνορ, πῶς ἦλθες ὑπὸ ζόφον ἠερόεντα;
ἔφθης πεζὸς ἰὼν ἢ ἐγὼ σὺν νηῒ μελαίνῃ.»
Ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾽ οἰμώξας ἠμείβετο μύθῳ·
60 «διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾽ Ὀδυσσεῦ,
ἆσέ με δαίμονος αἶσα κακὴ καὶ ἀθέσφατος οἶνος·
Κίρκης δ᾽ ἐν μεγάρῳ καταλέγμενος οὐκ ἐνόησα
ἄψορρον καταβῆναι ἰὼν ἐς κλίμακα μακρήν,
ἀλλὰ καταντικρὺ τέγεος πέσον· ἐκ δέ μοι αὐχὴν
65 ἀστραγάλων ἐάγη, ψυχὴ δ᾽ Ἄϊδόσδε κατῆλθε.
νῦν δέ σε τῶν ὄπιθεν γουνάζομαι, οὐ παρεόντων,
πρός τ᾽ ἀλόχου καὶ πατρός, ὅ σ᾽ ἔτρεφε τυτθὸν ἐόντα,
Τηλεμάχου θ᾽, ὃν μοῦνον ἐνὶ μεγάροισιν ἔλειπες·
οἶδα γὰρ ὡς ἐνθένδε κιὼν δόμου ἐξ Ἀΐδαο
70 νῆσον ἐς Αἰαίην σχήσεις εὐεργέα νῆα·
ἔνθα σ᾽ ἔπειτα, ἄναξ, κέλομαι μνήσασθαι ἐμεῖο·
μή μ᾽ ἄκλαυτον ἄθαπτον ἰὼν ὄπιθεν καταλείπειν,
νοσφισθείς, μή τοί τι θεῶν μήνιμα γένωμαι,
ἀλλά με κακκῆαι σὺν τεύχεσιν, ἅσσα μοί ἐστι,
75 σῆμά τέ μοι χεῦαι πολιῆς ἐπὶ θινὶ θαλάσσης,
ἀνδρὸς δυστήνοιο, καὶ ἐσσομένοισι πυθέσθαι·
ταῦτά τέ μοι τελέσαι πῆξαί τ᾽ ἐπὶ τύμβῳ ἐρετμόν,
τῷ καὶ ζωὸς ἔρεσσον ἐὼν μετ᾽ ἐμοῖς ἑτάροισιν.»
Ὣς ἔφατ᾽, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον·
80 «ταῦτά τοι, ὦ δύστηνε, τελευτήσω τε καὶ ἔρξω.»

***
Όταν σε λίγο κατεβήκαμε στη θάλασσα, στο πλοίο,
πρώτη μας μέριμνα να σύρουμε το πλοίο στο αλμυρό, θείο νερό·
όπου και στήσαμε κατάρτι και πανιά στο μαύρο μας καράβι,
μετά τα πρόβατά μας φέραμε, τέλος κι εμείς βρεθήκαμε επάνω
στο πλεούμενο, με την καρδιά βαριά, χύνοντας μαύρο δάκρυ.
Για χάρη μας ωστόσο, πίσω στο κυανόπρωρο καράβι,
στέλνει τον ούριο άνεμο, που τα πανιά φουσκώνει, καλό μας σύντροφο,
η Κίρκη καλλιπλόκαμη, θεά που δέος φέρνει, με την ανθρώπινη μιλιά της.
Κι αφού πάνω στο πλοίο τ᾽ άρμενα, ένα προς ένα, τα φροντίσαμε,
μείναμε καθιστοί — εκείνο γύρευε τον δρόμο μόνο του,
10 κυβερνημένο από τον άνεμο.
Όλη τη μέρα, μ᾽ ανοιχτά πανιά, ποντοπορούσε,
ωσότου ο ήλιος έδυσε κι όλοι οι μεγάλοι δρόμοι βούλιαξαν στο σκοτάδι.
Έφτανε το καράβι πια στα πέρατα του Ωκεανού με τις βαθιές ροές,
όπου των Κιμμερίων ανδρών η χώρα και η πόλη —
από τα νέφη σκεπασμένοι και την καταχνιά, ποτέ
το φως του ήλιου δεν τους βλέπει με τις λαμπρές ακτίνες του,
μήτε κάθε φορά που ανηφορίζει ψηλά στον έναστρο ουρανό,
μήτε και σαν κατηφορίζει από τον ουρανό πάλι στη γη·
νύχτα βαριά και παγερή κρέμεται πάνω τους, σ᾽ αυτούς
τους δύστυχους βροτούς.
20 Στα μέρη εκείνα φτάνοντας, τραβήξαμε το πλοίο στην άμμο, φέραμε
και τα πρόβατα έξω· ύστερα εμείς, στου Ωκεανού το ρεύμα πλάι
πηγαίνοντας, βρεθήκαμε στον τόπο εκεί που η Κίρκη μάς εξήγησε.
Εκεί τα σφάγια ο Περιμήδης κι ο Ευρύλοχος γερά
κρατούσαν· κι εγώ, τραβώντας μυτερό σπαθί απ᾽ τον μηρό μου,
άνοιξα λάκκο ως έναν πήχη (φάρδος, πλάτος)
κι έχυνα γύρω από τα χείλη του σπονδές προς όλους τους νεκρούς·
πρώτα μέλι με γάλα, κρασί μετά γλυκό, τρίτο νεράκι,
και πάνω εκεί πασπάλιζα λευκό κριθάλευρο.
Παρακαλούσα επίμονα τα αδύναμα κεφάλια των νεκρών·
30 αν φτάσω στην Ιθάκη, τάζω ένα βόδι θηλυκό και στείρο, το καλύτερο,
να σφάξω στο παλάτι μου, να κάψω στην πυρά σκεύη πολύτιμα·
στον Τειρεσία χωριστά, μόνο σ᾽ αυτόν, πως θα προσφέρω
κατάμαυρο κριάρι, που ξεχωρίζει στο κοπάδι μας.
Κι αφού με τάματα και παρακάλια το σμάρι των νεκρών
λιτάνευσα, πιάνω τα πρόβατα, κι εκεί στον λάκκο κόβω
τον λαιμό τους — έτρεχε μαύρο το αίμα τους. Κι ευθύς μαζεύτηκαν,
από το έρεβος του κάτω κόσμου, ψυχές νεκρών που ο θάνατος τους βρήκε:
νύφες, παλληκαράκια, συφοριασμένοι γέροντες,
κορίτσια τόσο τρυφερά, με λαβωμένη την καρδιά από το πρόωρο πένθος·
40 πολλοί κι οι χτυπημένοι από κοντάρια χάλκινα,
άντρες που πολεμώντας έπεσαν, στο χέρι τους κρατώντας
ματοβαμμένα τα όπλα τους.
Αυτοί λοιπόν, τόσοι και τόσοι, γύρω στον λάκκο συναθροίστηκαν,
καθένας κι απ᾽ αλλού, σηκώνοντας ανήκουστη βοή· κι εμένα
με συγκλόνισε τρόμος χλωρός.
Και μολαταύτα, παρακινώντας τους συντρόφους, πρόσταξα
τα ζώα, που σφαγμένα κείτονταν από τον ανελέητο χαλκό,
να γδάρουν και να κάψουν, υψώνοντας ευχές προς τους θεούς,
στον κρατερό τον Άδη, στην τρομερή την Περσεφόνη.
Στην ώρα μου κι εγώ, τραβώντας από τον μηρό το οξύ μου ξίφος,
εκεί στεκόμουν και δεν άφηνα τα αδύναμα κεφάλια των νεκρών
50 να σκύψουν στο αίμα, προτού τον Τειρεσία ρωτήσω για να μάθω.
Πρώτη η ψυχή του Ελπήνορα ήλθε, του συντρόφου μου·
δεν είχε ακόμη ταφεί στο χώμα, κάτω από το πλατύ στέρνο της γης,
το σώμα του· εμείς το αφήσαμε στης Κίρκης το παλάτι
άκλαυτο κι άταφο — μας πίεζε τ᾽ άλλο βαρύ καθήκον.
Μόλις τον είδα δάκρυσα και τον συμπόνεσε η καρδιά μου,
αμέσως τον προσφώνησα, κι όπως του μίλησα,
τα λόγια μου πέταξαν σαν πουλιά:
«Ελπήνορα, πώς έφτασες εδώ, κάτω στο ζοφερό σκοτάδι;
Με πρόλαβες πεζοπορώντας, εμένα με το μαύρο μου καράβι.»
Στα λόγια μου βογγώντας εκείνος αποκρίθηκε:
60 «Βλαστάρι του Διός, γιε του Λαέρτη, πολυμήχανε Οδυσσέα,
με σύντριψε ενός δαίμονα μοίρα κακή και το άμετρο κρασί·
στης Κίρκης το παλάτι, στον ύπνο βυθισμένος πλάγιασα στο δώμα,
κι ο νους μου σκοτισμένος δεν μ᾽ άφησε να κατεβώ την ίδια
σκάλα την ψηλή που ανέβηκα, γκρεμοτσακίστηκα με το κεφάλι
από τη στέγη· έτσι, συντρίφτηκαν οι αστράγαλοι
στον σβέρκο μου, κι ευθύς στον Άδη κατέβηκε η ψυχή μου.
Μα τώρα σε ξορκίζω, στο όνομα εκείνων που σου λείπουν,
για τη γυναίκα σου μιλώ, για τον πατέρα που μικρόν σ᾽ ανάθρεψε,
για τον Τηλέμαχο, που μόνο του, μοναχογιό τον άφησες στο σπίτι.
Το ξέρω, μόλις αφήσεις τους δόμους του Άδη, θα πιάσεις
70 πάλι στο νησί της Αίας με το καλόχτιστο καράβι σου.
Εκεί λοιπόν σαν φτάσεις, παρακαλώ σε, άρχοντά μου, να με θυμηθείς·
μη φύγεις και μ᾽ εγκαταλείψεις άταφον, άκλαυτο,
κι έτσι με χωριστείς, μήπως σου γίνω η αφορμή και πέσει πάνω σου
οργή θεού. Πρώτα κάψε το σώμα μου, μαζί και τ᾽ άρματά μου,
τα δικά μου· ύστερα σήμα ανύψωσε για χάρη μου
στο περιγιάλι της θαλάσσης — ενός που η δυστυχία τον τσάκισε,
να βλέπουν οι μελλούμενοι και να με μνημονεύουν.
Κι όταν μ᾽ αυτά τελειώσεις, στήριξε το κουπί στον τύμβο μου,
αυτό που είχα ζωντανός, όσο κωπηλατούσα με τους άλλους μου συντρόφους.»
Μου μίλησε, κι εγώ στον λόγο του αποκρίθηκα:
80 «Ω δύστυχε, όσα ζητάς θα γίνουν, δεν θα σου λείψει τίποτε.»

Η ρηχή σκέψη κάνει δυνατή την εξάπλωση του κακού

Για μένα υπάρχει μια σημαντικότατη διαφορά: “κοινοτοπία” είναι ό,τι συμβαίνει συνήθως, κοινώς, παρ' όλα αυτά κάτι μπορεί να είναι αβαθές, και δίχως ακόμη να είναι κοινό…

Εννοώ ότι, αν πάμε μέχρι τη ρίζα, το κακό δεν είναι ριζικό, δεν έχει βαθύτητα, και είναι ακριβώς για το λόγο αυτό που είναι τόσο τρομερά δύσκολο να συλλάβουμε με τη σκέψη, γιατί σκέφτομαι εξ ορισμού, σημαίνει φτάνω μέχρι τις ρίζες.

Το κακό είναι ένα φαινόμενο της επιφάνειας, και αντί να είναι ριζικό, είναι απλώς ακραίο.

Αντιστεκόμαστε στο κακό όχι παρασυρόμενοι από την επιφάνεια των πραγμάτων, αλλά σταματώντας και ξεκινώντας να σκεφτόμαστε – δηλαδή προσεγγίζοντας μια διάσταση διαφορετική από εκείνη του ορίζοντα της καθημερινής ζωής.

Με άλλα λόγια, όσο πιο ρηχός είναι κάποιος τόσο πιο πιθανό είναι να ενδώσει στο κακό.

Σήμερα είμαι της άποψης πως το κακό δεν είναι ποτέ “ριζικό”, αλλά μονάχα ακραίο, και ότι δεν έχει ούτε βαθύτητα ούτε κάποια δαιμονική διάσταση.

Το κακό δύναται να κατακυριεύει τα πάντα και να σαρώνει τον κόσμο ολόκληρο, ακριβώς γιατί διασπείρεται σαν μύκητας.

Το κακό “προκαλεί” τη σκέψη, όπως είπα, γιατί η σκέψη προσπαθεί να αγγίξει το βάθος, να φτάσει στις ρίζες του και από τη στιγμή που καταπιάνεται με το κακό, απογοητεύεται, το εγχείρημα αποβαίνει μάταιο, γιατί δεν βρίσκει τίποτε, γιατί δεν υπάρχει τίποτε να βρει. Εδώ έγκειται η “ρηχότητα” του.

Μόνο το καλό έχει βαθύτητα και μόνο το αγαθό μπορεί να είναι ριζικό.

Χαλίλ Γκιμπράν: Η ψυχή μου με ορμήνεψε να αγαπώ όσα οι άλλοι μισούν

Η ψυχή μου μου μίλησε και μου -δίδαξε -ν’ αγαπώ εκείνους πού οι άνθρωποι μισούν και να είμαι φίλος μ’ εκείνους πού οι άνθρωποι περιφρονούν.

Η ψυχή μου μου φανέρωσε ότι ή αγάπη εκδηλώνεται όχι μονάχα στο πρόσωπο πού αγαπά, άλλα και στο πρόσωπο πού αγαπιέται.

Πριν ή ψυχή μου μου μιλήσει, ή αγάπη ήταν στην καρδιά μου σα μια λεπτή κλωστή πιασμένη από δυο πασσάλους.

Άλλα τώρα ή αγάπη έγινε ένας φωτεινός κύκλος πού αρχή του είναι το τέλος του, και το τέλος του ή αρχή του. Περιβάλλει καθετί πού υπάρχει κι απλώνεται σιγά σιγά για ν’ αγκαλιάσει όλα όσα θα υπάρξουν.

Η ψυχή μου με συμβούλεψε και μ’ έμαθε να διακρίνω την κρυμμένη ομορφιά του δέρματος, τού παραστήματος, και, του χρώματος. Με δίδαξε να στοχάζομαι εκείνο πού οι άνθρωποι ονομάζουν άσχημο μέχρι ν’ ανακαλύψω την αληθινή του γοητεία κι ομορφιά.

Πριν ή ψυχή μου με διδάξει, έβλεπα την ομορφιά σαν ένα τρεμάμενο πυρσό ανάμεσα σε στήλες καπνού. Τώρα πού ό καπνός έχει διαλυθεί, δε βλέπω τίποτε’ άλλο από τη φλόγα.

Η ψυχή μου μου μίλησε και μου δίδαξε ν’ ακούω τις φωνές πού ή γλώσσα, ό λάρυγγας και τα χείλη δεν μπορούν να προφέρουν.

Πριν ή ψυχή μου μου μιλήσει, δεν άκουγα παρά θόρυβο και θρήνους. ’Αλλά τώρα πρόθυμα παραστέκομαι στη Σιωπή κι αφουγκράζομαι τις χορωδίες της πού τραγουδούν τους ύμνους των εποχών και τα τραγούδια του σύμπαντος που αναγγέλλουν τα μυστικά του ’Αόρατου.

Η ψυχή μου μου μίλησε και μ’ έμαθε να πίνω το κρασί που δεν μπορεί να βγει από το πατήρι και δεν μπορεί να χυθεί από κούπες πού τα χέρια μπορούν να σηκώσουν ή τα χείλη ν’ αγγίξουν.

Πριν η ψυχή μου μου μιλήσει, ή δίψα μου ήταν σα μια σβησμένη σπίθα κρυμμένη κάτω από τη στάχτη πού μπορεί να σβήσει με μια γουλιά νερό.

Αλλά τώρα η λαχτάρα μου έγινε ή κούπα μου, το αίσθημα της αγάπης το κρασί μου, κι η μοναξιά μου ή μέθη μου κι ωστόσο σ αυτή την άσβεστη δίψα υπάρχει αιώνια χαρά.

Η ψυχή μου μου μίλησε και με δίδαξε ν’ αγγίζω εκείνο πού δεν έχει ακόμα ενσαρκωθεί’ ή ψυχή μου μου αποκάλυψε πώς ότι αγγίζουμε, είναι μέρος της επιθυμίας μας.

’Αλλά τώρα τα δάχτυλά μου απλώθηκαν μέσα στην καταχνιά πού διαπέρνα αυτό πού είναι ορατό μέσα στο σύμπαν κι ανακατεύεται με το ’Αόρατο.

Η ψυχή μου μ’ έμαθε να εισπνέω το άρωμα πού δε βγαίνει από τη μυρτιά ή το θυμίαμα. Πριν ή ψυχή μου μου μιλήσει, λαχταρούσα την ευωδιά τού αρώματος στους κήπους, στα δοχεία ή στα θυμιατήρια.

Τώρα όμως μπορώ να οσφρανθώ το θυμίαμα πού δε βγαίνει για προσφορά ή για Θυσία. Και γεμίζω την καρδιά μου με την ευωδιά εκείνη πού δεν πέτα με τα φτερά της παιχνιδιάρας αύρας μέσα στο διάστημα.

Η ψυχή μου μου μίλησε και μ’ έμαθε να λέω, «είμαι έτοιμος» όταν με πλησιάζουν το ’Άγνωστο κι ό Κίνδυνος.

Πριν ή ψυχή μου μου μιλήσει, δεν απαντούσα σ’ άλλη φωνή έκτος από τη φωνή τη γνωστή πού με καλούσε, και δεν περπατούσα παρά το εύκολο και ίσιο ‘μονοπάτι.

Τώρα το ’Άγνωστο έγινε άλογο που μπορώ ν’ ανεβώ για να φτάσω στο ’Άγνωστο’ κι ό καμπίσιος δρόμος έγινε σκάλα πού την ανεβαίνω για να φτάσω στην κορυφή.

Η ψυχή μου μου μίλησε και μου είπε, «Μη μετράς το Χρόνο λέγοντας, Υπήρξε το χθες και θα υπάρξει το αύριο !»

Μα πριν ή ψυχή μου μου μιλήσει, φανταζόμουν το Παρελθόν σα μια εποχή πού ποτέ δεν ξαναγύριζε και το Μέλλον σα μια εποχή πού ποτέ δεν μπορούσα να τη φτάσω.

Τώρα καταλαβαίνω ότι ή τωρινή στιγμή περιέχει όλο το χρόνο, και μέσα σ’ αυτήν υπάρχουν όλα όσα μπορεί να ελπίζει κανένας, να κάνει και ν’ αντιληφθεί.

Η ψυχή μου μου μίλησε και με πρότρεψε να μην περιορίζω το διάστημα λέγοντας, «’Εδώ, εκεί και πέρα».

Πριν ή ψυχή μου μου μιλήσει, ένιωθα ότι όπου κι αν βρισκόμουν’ ήμουν μακριά από κάθε άλλο μέρος.

Τώρα καταλαβαίνω ότι όπου κι αν βρίσκομαι, το μέρος αυτό περιέχει όλα τα μέρη’ κι ή απόσταση πού περπατώ αγκαλιάζει όλες τις αποστάσεις.

Η ψυχή μου με δίδαξε και με συμβούλεψε να μένω ξύπνιος όταν οι άλλοι κοιμούνται. Και να παραδίνομαι στον ύπνο όταν οι άλλοι βρίσκονται σε δράση.

Πριν ή ψυχή μου μου μιλήσει, δεν έβλεπα τα όνειρα τους στον ύπνο μου, ούτε κείνοι παρατηρούσαν τ’ όραμα μου.

Τώρα ποτέ δεν ταξιδεύω μέσα στο καράβι των ονείρων μου έκτος αν με παρατηρούν, κι εκείνοι ποτέ δεν πετούν στον ουρανό του δράματός τους έκτος αν εγώ χαίρομαι την Ελευθερία τους.

Η ψυχή μου μου μίλησε και μου είπε, «Να μη χαίρεσαι. με τον έπαινο και να μη θλίβεσαι με την κατηγορία».

Πριν ή ψυχή μου μου μιλήσει, αμφέβαλα για την αξία του έργου μου.

Τώρα καταλαβαίνω ότι τα δέντρα ανθίζουν την άνοιξη και καρπίζουν το καλοκαίρι χωρίς ν’ αναζητούν τον έπαινο’ και ρίχνουν τα φύλλα τους το φθινόπωρο και γυμνώνονται το χειμώνα χωρίς να φοβούνται την κατηγορία.

Η ψυχή μου μου μίλησε και μου έδειξε ότι δεν είμαι μεγαλύτερος από έναν πυγμαίο, ούτε μικρότερος από ένα γίγαντα.

Πριν ή ψυχή μου μου μιλήσει, έβλεπα τους ανθρώπους σε δυο κατηγορίες’ τον αδύνατο, πού τον λυπόμουν και τον δυνατό, πού τον ακολουθούσα ή πού του αντιστεκόμουνα παλικαρίσια.

’Αλλά τώρα έμαθα ότι είμαι όπως είναι κι οι δύο αυτοί, κι αποτελούμαι από τα ίδια στοιχεία. Ή προέλευσή μου είναι ή δική τους προέλευση, ή συνείδησή μου είναι ή δική τους συνείδηση, ή ευχαρίστησή μου είναι ή δική τους ευχαρίστηση, και το προσκύνημά μου, το δικό τους προσκύνημα.

“Αν αυτοί αμαρτάνουν, είμαι κι εγώ αμαρτωλός. “Αν πράττουν καλά, καμαρώνω για την καλή τους πράξη. “Αν ανυψώνονται, ανυψώνομαι κι εγώ μαζί, αν μένουν αδρανείς, συμμετέχω κι εγώ στην αδράνεια τους.

Η ψυχή μου μου μίλησε και μου είπε, «Το φανάρι πού κουβαλάς δεν είναι δικό σου, και το τραγούδι πού τραγουδάς δε γεννήθηκε μέσα στην καρδιά σου, γιατί κι αν κουβαλάς το φως, δεν είσαι εσύ το φως, κι αν είσαι το λαγούτο με τις τεντωμένες χορδές, δεν είσαι εσύ ό παίχτης του οργάνου.

Η ψυχή μου μου μίλησε, σαν αδερφός μου, και μου Έμαθε πολλά. Κι ή ψυχή σου μίλησε σε σένα και σ’ έμαθε το ίδιο πολλά. Γιατί εσύ κι εγώ είμαστε ένα, και δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα μας, εκτός ότι. εγώ βιάζομαι να φανερώσω αυτά που είναι μέσα στον εσωτερικό μου κόσμο, ενώ εσύ φυλάς σα μυστικό αυτό που βρίσκεται εντός σου. ’Αλλά στη μυστικότητά σου αυτή υπάρχει αρετή.

Χαλίλ Γκιμπράν, Σκέψεις και διαλογισμοί

Αν χρειαστεί να διεκδικήσεις τα αυτονόητα, φύγε

Αν χρειαστεί να διεκδικήσεις την καλημέρα, φύγε.

Αν χρειαστεί να διεκδικήσεις το φιλί, φύγε.
Αν χρειαστεί να διεκδικήσεις το χρόνο, το χώρο, την παρουσία, φύγε.
Αν χρειαστεί να διεκδικήσεις το “σ’ αγαπώ” και να δώσεις μάχη για το “σε θέλω”, φύγε.

Είσαι ήδη χαμένος.
Αν τα νιώθει και δεν τα δείχνει, δεν θα μπορέσεις ποτέ να νικήσεις απέναντι από έναν αρρωστημένο εγωισμό.
Αν δεν τα νιώθει και σε προκαλεί να τα διεκδικήσεις, σε παίζει σε ένα παιχνίδι τόσο βρώμικό που ακόμα κι αν δεν χάσεις, σίγουρα θα βγεις κομμάτια.

Γι’ αυτό σου λέω!
Αν αρχίσεις να διεκδικείς τα αυτονόητα.. δεν έχεις λόγο να σπαταλήσεις ούτε 5 λεπτά από την ζωή σου!

Όταν οι άνθρωποι νιώθουν, δεν φοβούνται να το δείξουν.
Γι’ αυτό σου λέω!
Φοβούνται εκείνοι που είτε δεν νιώθουν, είτε δεν είναι σίγουροι γι’ αυτά που νιώθουν.
Κι εσύ δικαιούσαι στην ζωή σου κάποιον που θα στέκεται στο πλάι σου.
Δεν θα τον κυνηγάς, δεν θα σε κυνηγάει.
Δεν θα σε τρέχει και δεν θα επιβεβαιώνεται μέσα από εσένα και τα αισθήματά σου.

Αν χρειαστεί να αναρωτηθείς αν σου αξίζει αυτό που ζεις, φύγε!
Ίσα που προλαβαίνεις να σώσεις την καρδιά σου..

Εγκέφαλος και πραγματικότητες

Ο ανθρώπινος εγκέφαλος αποτελεί την πλέον περίπλοκη δομή στον πλανήτη βρίσκεται σε συνεχή λειτουργία και δεν σταματά ποτέ κατά τη διάρκεια της ζωής μας. Αποτελείται από 100 δισεκατομμύρια νευρώνες και 60 τρισεκατομμύρια συνάψεις, φτάνοντας σε αριθμό τα αστέρια του γαλαξία μας. Ένα κομμάτι εγκεφάλου μεγέθους κόκκου άμμου περιέχει 100.000 νευρώνες και 1 δισεκατομμύριο συνάψεις!

Η κατανόηση της λειτουργίας του εγκεφάλου είναι καθοριστικής σημασίας για τη μελέτη της επίδρασης του συναισθήματος (και των σφαλμάτων που προκύπτουν από αυτό) στις γενικότερες προσωπικές και κοινωνικές συμπεριφορές.

Πώς λαμβάνει λοιπόν αποφάσεις το «μαύρο κουτί» του εγκεφάλου;

Ποιος είναι ο ρόλος των στερεοτύπων (stereotypes), των συναισθημάτων (emotions), των φημών (rumors), του θορύβου (noise) στις επιχειρηματικές, επενδυτικές και πολιτικές αποφάσεις; Πώς και γιατι δημιουργούνται οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις και οι φούσκες;

Στα ερωτήματα αυτά απαντά ο νέος κλάδος της χρηματοοικονομικής που ονομάζεται Συμπεριφορική Χρηματοοικονομική (Behavioral Finance) και πιο συγκεκριμένα το γνωστικό πεδίο της Νευροχρηματοοικονομικής (Neurofinance).

Αν θεωρήσουμε τον ανθρώπινο εγκέφαλο σαν ένα μαύρο κουτί (black box) που λαμβάνει πληροφορίες και δεδομένα επεξεργασμένα ή μη (inputs), τότε θα μπορούσαμε να τον παρομοιάσουμε με έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή, αλλά πολύ βασικό υπολογιστή με σχετικά περιορισμένες υπολογιστικές ικανότητες και αμφισβητούμενη ικανότητα ουσιαστικής μάθησης μέσα στον χρόνο.

Λόγω των γνωστικών μας περιορισμών, ψυχολόγοι και νευροεπιστήμονες υποστηρίζουν ότι ο εγκέφαλος επιλέγει συγκεκριμένα τμήματα δεδομένων και πληροφοριών, πολύ συχνά υποσυνείδητα, με αμφισβητούμενης αποτελεσματικότητας αποτελέσματα (outputs).

Η μεροληπτική χρήση των φιλτραρισμένων ή μη δεδομένων, σε συνδυασμό με την επίδραση των συναισθημάτων καν των ευριστικών κανόνων (εμπειρικών κανόνων για τη λήψη γρήγορων αποφάσεων), οδηγεί πολύ συχνά σε λανθασμένες κ μη ορθολογικές αποφάσεις.

Αυτό το πρόβλημα εντείνεται σημαντικά όταν οι αποφάσεις είναι πιο περίπλοκες και υπάρχει αυξημένη αβεβαιότητα, και ιδιαίτερα όταν υπάρχουν ακραίες καταστάσεις στις αγορές (extreme market conditions), όπως αυτή που βιώνει σήμερα η ελληνική κοινωνία.

Φήμες, στερεότυπα, συναισθήματα, αλλά και κάθε είδους συμφέροντα επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τη διαδικασία λήψης των αποφάσεων μας. Ο εγκέφαλος πολύ συχνά καλείται να αντιμετωπίσει νέες γνώσεις και πληροφορίες, οι οποίες έρχονται σε αντίθεση με τις υπάρχουσες γνώσεις και τις παγιωμένες πεποιθήσεις του, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μία δυσάρεστη κατάσταση, η οποία είναι γνωστή στην ψυχολογία ως «γνωστική ασυμφωνία» (cognitive dissonance).

Η θεωρία της γνωστικής ασυμφωνίας εισήχθη από τον κοινωνικό ψυχολόγο Leon Festinger (1956-57) και μπορεί να αποδοθεί ως μία «δικλείδα ψυχολογικής προστασίας» του ατόμου για να μην αποδεχθεί τα παρελθόντα σφάλματα του. Η συμπεριφορική προσέγγιση μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένες αποφάσεις, καθώς τα άτομα τείνουν να προσαρμόζουν, να απορρίπτουν ή ακόμη και να αγνοούν νέες πληροφορίες και γνώσεις με σκοπό να διατηρήσουν την ψυχολογική τους σταθερότητα και ηρεμία, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για σημαντικά προσωπικά η κοινωνικά θέματα.

Ο πόνος είναι απλά μια ψευδαίσθηση, στην οποία βρισκόμαστε παγιδευμένοι

Η ζωή είναι όμορφη, αρκεί να τη ζει κανείς. Να τη ζει ελεύθερα χωρίς μιζέρια και υποκρισία. Οι ανθρώπινες ψυχές φτιάχτηκαν για να ταξιδεύουν ελεύθερες.

Γαλήνεψε την καρδιά σου. Ο πόνος είναι απλά μια ψευδαίσθηση, στην οποία βρισκόμαστε παγιδευμένοι. Η δυστυχία είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με το περιεχόμενο της ύπαρξής μας, κάτι που δυστυχώς οι περισσότεροι αγνοούμε! Όπως αγνοούμε βέβαια, πως τόσο η κατάσταση της δυστυχίας όσο και της ευτυχίας είναι αποκλειστικά στο δικό μας χέρι, αφού είναι αποτέλεσμα των δικών μας επιλογών. Το να απελευθερωθούμε από τα αρνητικά συναισθήματα εξαρτάται από εμάς και μόνο. Πρέπει να μάθουμε λοιπόν να λειτουργούμε έτσι ώστε να μην γινόμαστε σκλάβοι των συναισθημάτων μας.

Να είσαι τρυφερός με τον εαυτό σου, ευγενής και υπομονετικός. Αποδέξου τον, αγάπησέ τον και πίστεψέ τον. Άσε τη μαγεία της ζωής να καθαρίσει το μονοπάτι σου και να σου δείξει τον προορισμό. Ξέχνα το χρόνο. Η δουλειά του είναι να μετρά λεπτά και δευτερόλεπτα. Εσύ να μετράς στιγμές, στιγμές γεμάτες χαρά και ικανοποίηση, αγάπη και ευγνωμοσύνη. Τότε και ο χρόνος θα γίνει σύμμαχός σου. Η ευτυχία μοιάζει με τις δροσοσταλίδες του ανοιξιάτικου πρωινού, προορισμένες να χαθούν σε μια στιγμή. Αν το θυμόμαστε αυτό, δε θα αφήνουμε τις στιγμές να φεύγουν μέσα από τα χέρια μας χωρίς να τις ζούμε!

Το μυαλό μας είναι η φυλακή μας. Έρχεται όμως κάποια στιγμή που η ποινή τελειώνει. Δε θα υπομένουμε τη ζωή αλλά θα ζούμε τη ζωή μας! Καθημερινά δίνεις πολλά και παίρνεις πολλά, αλλά δεν τολμάς να δώσεις κομμάτια της ψυχής σου. Όταν φτάσεις λοιπόν στο μηδέν, όπου θα νομίζεις ότι τίποτα άλλο δεν έχεις να δώσεις, άνοιξε τα μονοπάτια της ψυχής σου, άνοιξε μονοπάτια χαράς και απόλαυσης. Τότε θα καταλάβεις ότι ποτίζεις τον κόσμο γύρω σου με το άρωμα της ψυχής σου και ο κόσμος γίνεται η ίδια σου η ψυχή.

Βρες τον χαμογελαστό μάγκα πιτσιρικά μέσα στα βάθη της ψυχής σου. Νιώσε το κορμί σου να λάμπει, νιώσε τη ψυχή σου να πετά στην ομορφιά του δειλινού. Δε χρειάζεται να ζηλεύεις κανέναν, δε χρειάζεται να μοιάζεις με κανέναν! Είσαι υπέροχος και μοναδικός από μόνος σου! Δε χρειάζεσαι το χέρι κανενός για το μονοπάτι της ζωής. Έχεις εσένα και μπορείς να γευτείς τη μαγεία της με όλο σου το είναι!

Συμβουλές κατά παραγγελία

Δεν μπορείς να συμπεριφέρεσαι διαφορετικά από εμένα!

“H κόλαση είναι οι άλλοι”, είχε πει ο μεγάλος φιλόσοφος Zαν Πολ Σαρτρ, θέλοντας να αποδώσει την δυσφορία που προκαλεί συχνά η συνύπαρξή μας με τους άλλους ανθρώπους. Κόλαση είναι όμως και χωρίς τους άλλους, όταν αισθανόμαστε μοναξιά, όταν υπάρχει έλλειψη επικοινωνίας. Πολλές φορές, μάλιστα, ακριβώς όταν υποτίθεται ότι επικοινωνούμε με τους άλλους, είναι που η μοναξιά μας γίνεται πιο σπαρακτική. Συχνά το χάσμα παίρνει την μορφή των συμβουλών.

Αλήθεια, τι είναι συμβουλή; Είναι η στιγμή που επικοινωνούμε με τον άλλον λέγοντάς του τι να κάνει -συνήθως δε χωρίς ο άλλος να μας το έχει ζητήσει ή να το επιθυμεί καν.

Ας δούμε όμως μερικές από τις πιο δημοφιλείς, αλλά και πιο παραπλανητικές συμβουλές που προσφέρουμε ή δεχόμαστε.

«Μην παίρνεις αγκαλιά το μωρό, θα το κακομάθεις!»

O «βασιλιάς» των κακών συμβουλών. Bασίζεται σε μια τεράστια παρεξήγηση: Πολύς κόσμος πιστεύει ότι η προσφορά άπλετης αγάπης και τρυφερότητας προς ένα παιδί μπορεί να το κάνει εξαρτημένο και κακομαθημένο. Έρευνες όμως πολλών δεκαετιών επιβεβαιώνουν αυτό που ενστικτωδώς έχει την τάση να κάνει ο κάθε γονιός, πριν τον μπερδέψουν οι παραινέσεις των άλλων περί πειθαρχίας: Ισχύει ακριβώς το αντίθετο.

Όσο πιο πολλή αγάπη και τρυφερότητα λάβει ένα παιδί, τόσο πιο σίγουρο για τον εαυτό του, και επομένως πιο ανεξάρτητο γίνεται. Όταν πειστεί, όταν νιώσει ότι ο γονιός του είναι στοργικός και διαθέσιμος, είναι θέμα χρόνου μέχρι να αρχίσει να επιζητεί να κάνει τα πάντα «μόνο του, μόνο του»…

Έχει τότε τη σιγουριά του παιδιού που ξέρει ότι μπορεί να εξερευνά και να ανακαλύπτει τον κόσμο, έχοντας πάντα τη δυνατότητα να επιστρέφει στη σταθερή του βάση, δηλαδή στους γονείς του. Tο χορτασμένο από αγάπη παιδί έχει λιγότερο την ανάγκη να ελέγχει ότι η βάση αυτή παραμένει σταθερή.

Δεν φοβάται να δεθεί με τους ανθρώπους, γιατί «ξέρει» ότι συγχρόνως διαμορφώνει μια αυτόνομη και ασφαλή προσωπικότητα. Aντίθετα, η στερητική γονική στάση δεν ενθαρρύνει την ανεξαρτησία. Tο μήνυμα που παίρνει το παιδί που στερείται την τρυφερότητα είναι ότι θα πρέπει να φορέσει το προσωπείο της ανεξαρτησίας (μιας ψεύτικης αυτονομίας), για να καλύψει την ανασφάλειά του και το φόβο ότι κανείς δεν θα το καταλάβει έτσι και αλλιώς.

«Οι άντρες δεν πρέπει να κλαίνε».

H συμβουλή αυτή είναι η πρώτη «ξαδέρφη» της προηγούμενης. Σύμφωνα με το στερεότυπο που βρίσκεται πίσω από αυτή την προτροπή, ο δυνατός άνδρας είναι ένας ατρόμητος και ψυχρός άνθρωπος, που δεν εκφράζει τις πιο ευαίσθητες πλευρές του. Μια ακόμα μεγάλη παρεξήγηση, που συγχέει την δύναμη με την ψυχρότητα.

Σήμερα όμως ξέρουμε ότι το σημαντικότερο συστατικό της επιτυχίας σε άντρες και σε γυναίκες είναι η λεγόμενη «συναισθηματική νοημοσύνη». Συναισθηματικά νοήμων είναι αυτός που βρίσκεται σε επαφή με τα συναισθήματά του, έτσι ώστε να τα διαχειρίζεται καλύτερα και να οδηγείται σε σωστές αποφάσεις. Ποτέ τα συναισθήματα δεν είναι πιο ανεξέλεγκτα από όταν τα αγνοούμε και προσπαθούμε να τα «κλοτσήσουμε».

Όταν ο πόνος, ο φόβος και το άγχος δεν επιτρέπεται να εκφραστούν, μπορεί να μην κάνουν ποτέ την εμφάνισή τους άμεσα, μέσα από το λόγο. Aυτό δεν σημαίνει ότι παύουν να υπάρχουν. Aπλώς, μετατρέπονται σε μία σειρά από προβληματικές συμπεριφορές.

Αλήθεια, τι κάνει ένας άνδρας που έχει μάθει ότι πρέπει να κρύβει συνεχώς την ευάλωτη πλευρά του; O καταπιεσμένος φόβος, ο ψυχικός πόνος και άλλα αρνητικά συναισθήματα παραμένουν ζωντανά μέσα του και, αφού δεν μπορούν να μετατραπούν σε λόγο, γίνονται πράξεις.

Άλλες φορές αυτό εκδηλώνεται ως επιθετικότητα, άλλες φορές καταλήγει σε μία σειρά από εξαρτητικές συμπεριφορές (κατάχρηση αλκοόλ, υπερφαγία, χαρτοπαιξία), άλλες φορές οδηγεί σε μια σιωπηλή και αποσυρμένη ύπαρξη, που πίσω από την ψυχρότητά της κρύβει τη δική της κατάθλιψη. Αντίθετα, ένας άνδρας που δεν διστάζει να δείξει την συγκίνηση του, χωρίς αναστολές, έχει περισσότερες πιθανότητες να μπορεί να διαχειριστεί τα συναισθήματά του με πιο δημιουργικό και υγιή τρόπο.

Oι «ανώτεροι» και οι «κατώτεροι».

Βάζοντας τον εαυτό μας στην θέση αυτού που συμβουλεύει, τον τοποθετούμε σε μια θέση υπεράνω, ενώ αυτός που δέχεται την συμβουλή μας είναι κατώτερος. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο Λεξικό του Mπαμπινιώτη αναφέρεται ότι, όταν πρόκειται για επικοινωνιακούς ρόλους κατώτερου προς ανώτερο (π.χ. υπαλλήλου προς διευθυντή), δεν μπορεί να γίνει λόγος για συμβουλή.

Ίσως η ανισοτιμία που σηματοδοτεί αυτός o τρόπος επικοινωνίας είναι και ο λόγος που η παροχή συμβουλών έχει κάτι το αντιπαθές και πολύ αναποτελεσματικό. Αυτός που δέχεται την συμβουλή, ειδικά χωρίς να έχει ζητήσει μια τέτοια προσφορά, πιθανότατα θα υιοθετήσει αυτομάτως μια αμυντική στάση, ώστε να προστατέψει το «εγώ» του, που βάλλεται.

«Σκέψου θετικά».

Γιατί να σκεφτούμε θετικά όταν δεν περνάμε καλά, όταν είμαστε δυστυχείς μέσα στην σχέση μας, στον εργασιακό μας χώρο ή στην παρέα μας; Γιατί να μην αφήσουμε την δυσφορία και το άγχος να μας «μιλήσουν»; Εάν οι άνθρωποι σκέφτονταν συνεχώς θετικά, καμία υπέρβαση δεν θα είχε πραγματοποιηθεί.

Θα μπορούσε π.χ. να φανταστεί κανείς τους ήρωες της Ελληνικής Επανάστασης να αναβάλλουν τον αγώνα τους, γιατί -σκεπτόμενοι θετικά- συνειδητοποίησαν ότι τελικά ο τουρκικός ζυγός έχει και αυτός τα πλεονεκτήματά του; Υπάρχει και η στιγμή της άρνησης, γιατί κάποιες φορές αυτή μπορεί να είναι η μόνη αρμόζουσα έκφραση. Έχει σημασία να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να ονομάσουμε την κατάσταση όπως είναι, μέσα σε όλο της τον αρνητισμό, εάν έτσι αισθανόμαστε.

Σίγουρα, αυτά τα συναισθήματα γεννιούνται όταν υπάρχει κάποιος λόγος. H παραίνεση να σκεφτόμαστε πάντα θετικά ανοίγει συχνά το δρόμο προς μια χαζοχαρούμενη ύπαρξη, που αρνείται την πραγματικότητα. Το «σκέψου θετικά» μπορεί να είναι εξίσου μια φυγή όσο είναι η χρήση αλκοόλ ή η παρατεταμένη τηλεθέαση, ώστε να αποφύγουμε να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα.

Είναι πολύ πιο ωφέλιμο να βιώσουμε τα αρνητικά μας συναισθήματα, ώστε να λάβουμε τα κατάλληλα μέτρα και να τα αντιμετωπίσουμε. H θετική στάση εδώ μπορεί να είναι να αναλάβουμε την ευθύνη της ζωής μας, βλέποντας ποια από τα προβλήματά μας μπορούμε να λύσουμε και με ποια καλούμαστε να συμφιλιωθούμε.

«Ηρέμησε, μη θυμώνεις».

Μια συμβουλή που δεν είναι μόνο μάταιη, αλλά συνήθως προκαλεί τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Την στιγμή που θυμώνουμε, το τελευταίο πράγμα που βοηθάει είναι να μας πει κάποιος ότι το συναίσθημά μας δεν είναι αποδεκτό. Έτσι, εκτός από θυμωμένοι, μπορεί πια να νιώθουμε και μόνοι. Εξάλλου, γιατί να μην θυμώσουμε όταν κάποιος μάς φέρεται άσχημα ή προσπαθεί να μας εκμεταλλευτεί;

O θυμός είναι εξάλλου ένα πολύ χρήσιμο συναίσθημα, γιατί μας ειδοποιεί ότι κάτι δεν πάει καλά και μας ωθεί να κινητοποιηθούμε επ’ αυτού. Tο ζήτημα εξάλλου δεν είναι να προσπαθήσουμε να μην θυμώσουμε, αλλά να χρησιμοποιήσουμε το θυμό μας με δημιουργικό τρόπο. Να καταλάβουμε δηλαδή τι είναι αυτό που μας εξοργίζει και να το αντιμετωπίσουμε.

Αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει πάντα να ερχόμαστε σε αντιπαράθεση με τους γύρω μας. Μπορεί η αντιμετώπιση αυτή να αφορά μια εσωτερική επεξεργασία της αιτίας του θυμού μας, ένα διάλογο με τον εαυτό μας σε σχέση με το γιατί κάτι μάς κάνει έξαλλους.

«Ξέχασε αυτό που σε πόνεσε, κοίτα μπροστά».

Όσοι από εμάς έχουμε ζήσει ένα θάνατο ή ένα χωρισμό παρατηρήσαμε ίσως το εξής: οι περισσότεροι άνθρωποι που μας πλησιάζουν προσπαθούν να μας πείσουν ότι πρέπει να προσπαθήσουμε να ξεχάσουμε ότι μας συνέβη, όσο πιο γρήγορα γίνεται, και να προχωρήσουμε «μπροστά». H συμβουλή αυτή συνοδεύεται και από κάποιες βοηθητικές συστάσεις αυτής της κεντρικής ιδέας: «βγάλε τα μαύρα», «πρέπει να γυρίσεις πίσω στους κανονικούς σου ρυθμούς», «φτιάξε ξανά την ζωή σου, όσο πιο γρήγορα γίνεται», «μην μένεις μόνος σου».

Τι είναι όμως αυτό το ασαφές «μπροστά», προς το οποίο όλοι μάς προτρέπουν ότι θα πρέπει να κινηθούμε; Και πώς θα μπορέσουμε να το μάθουμε εάν δεν πενθήσουμε πρώτα αυτό που χάσαμε; Αποσαφήνισε με μεγάλη καθαρότητα την διαφορά μεταξύ πένθους και μελαγχολίας.

Στη μελαγχολία υπάρχει μια άρνηση της αποδοχής της απώλειας, η οποία όμως, αντί να μας προστατεύει, μας εμποδίζει να προχωρήσουμε τη ζωή μας, καθηλώνοντάς μας στο ίδιο σημείο. H άρνηση αυτή συντηρεί ζωντανή την φαντασίωση στην επιστροφή της προηγούμενης κατάστασης, όπως ακριβώς ήταν. Tο πένθος εμπεριέχει το συναίσθημα του έντονου πόνου, που συνδέεται με την σταδιακή συνειδητοποίηση της απώλειας

H κατανόηση αυτή επιτρέπει σταδιακά να αποστασιοποιηθούμε από τον πόνο και να συνεχίσουμε την ζωή μας, αφού όμως πρώτα ζήσουμε την απώλεια για όσο καιρό το χρειαζόμαστε. Δεν ωφελεί να προσποιούμαστε ότι δεν υποφέρουμε, ούτε και να κρύβουμε τα δάκρυά μας. Είναι ακριβώς αυτά που μέσα στην αλήθειά τους θα μας γιατρέψουν τελικά από τον πόνο και θα μας επιτρέψουν να γυρίσουμε σελίδα, κρατώντας τις αναμνήσεις μας σαν ένα πολύτιμο κομμάτι του εαυτού μας.

«Μην εμπιστεύεσαι κανέναν, εκτός από την οικογένειά σου».

H οικογένεια από την οποία προερχόμαστε είναι εξαιρετικά σημαντικό κομμάτι της ζωής μας. Εάν την απαρνηθούμε, δημιουργείται ένα τεράστιο εσωτερικό κενό, γιατί δεν ξέρουμε πια ποιοι είμαστε, από πού ερχόμαστε, πώς ξεκινήσαμε.

Είναι δείγμα ωριμότητας να μπορεί κανείς να αντέχει να έχει μια καλή σχέση με την οικογένειά του, χωρίς να τρέμει αιωνίως ότι θα υποστεί καταπίεση. Εξάλλου, ένας άνθρωπος που ξέρει πια τον εαυτό του μπορεί να αντιμετωπίζει τις γονικές υποδείξεις με χιούμορ και συγκατάβαση (το κατά δύναμιν βέβαια· όλοι λυγίζουμε κάποιες φορές, όταν είμαστε 40 χρονών, έχουμε μεγαλώσει δύο παιδιά και μας κάνουν ενδυματολογικές υποδείξεις).

Καθώς μεγαλώνουμε, καλούμαστε να επενδύσουμε συναισθηματικά σε ανθρώπους εκτός της οικογένειάς μας και να αποστασιοποιηθούμε μερικώς από την γονική εστία. H υπερβολική προσήλωση στα πρόσωπα της οικογένειας μετά την ενηλικίωση συνδέεται με την έλλειψη εξέλιξης, αλλά και με παθολογία, αφού σταματά ή καθυστερεί την φυσιολογική μας ωρίμανση. Αντίθετα, μια κάποια απόσταση προσφέρει τον απαραίτητο «χώρο», ώστε να μπορέσουμε να καλλιεργήσουμε τις ενήλικες μας σχέσεις με το σύντροφό μας, τα παιδιά μας, αλλά και τους προσωπικούς μας φίλους των ενήλικων επιλογών μας.

Συμβουλές μόνο «κατά παραγγελία».

Τελικά, αυτές οι συμβουλές είναι χρήσιμες με το δικό τους παράδοξο τρόπο! Εάν τις αντιστρέψουμε, έχουν κάτι σωστό να μας πουν. Εδώ βέβαια θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι συμβουλές έχουν και αυτές την θέση τους στην επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων και δεν προτείνουμε την κατάργησή τους. Πραγματικά, υπάρχει εκείνη η στιγμή που ένας φίλος μπορεί να προσφέρει το απόσταγμα της εμπειρίας του σε έναν άλλον, η ώρα που η επόμενη γενιά επωφελείται από την γνώση της προηγούμενης.

Οι συμβουλές επομένως δεν είναι από την φύση τους άχρηστες. Υπάρχει όμως μία προϋπόθεση για να είναι χρήσιμες: να μην τις προσφέρουμε παρά μόνο αφού μας ζητηθούν! Ακόμα πιο σημαντικό όμως είναι να θυμόμαστε πάντα ότι η γνώμη μας δεν αποτελεί την απόλυτη αλήθεια, αλλά μονάχα την άποψή μας, και ως τέτοια να την εκφράζουμε.

Τι κρύβεται πίσω από τις συμβουλές; Είναι κοινό μυστικό ότι ο ρόλος του συμβουλάτορα μας κάνει αντιπαθείς και προϊδεάζει τον ακροατή μας να σταματήσει να μας ακούει, πόσο μάλλον να ακολουθήσει την σύστασή μας. Γιατί, παρ’ όλα αυτά, προσφέρουμε έτσι τις συμβουλές μας; Ίσως το «κλειδί» να βρίσκεται στα υποσυνείδητα λόγια που βρίσκονται πίσω από τις συμβουλές, αλλά δεν μπαίνουν ποτέ σε λέξεις:

Δεν αντέχω τα συναισθήματά σου, μην τα νιώθεις! Συχνά πίσω από τις συμβουλές υπάρχει η παραίνεση να αρνηθούμε τα συναισθήματά μας, όπως αυτά είναι, και να νιώσουμε κάπως αλλιώς: π.χ. «μην κλαις», «μην στενοχωριέσαι», «μην σκέφτεσαι», «μην πονάς».

Πολύ συχνά όμως είναι η αμηχανία του συμβουλάτορα μπροστά στα συναισθήματά μας που τον ωθεί να ταμπουρωθεί πίσω από αυτή την συμβουλευτική στάση: για παράδειγμα, μπορεί ο ίδιος να μην αντέχει τον πόνο και να προσπαθεί να τον αποφύγει. Κάνε όπως εγώ, που είμαι ανώτερος και καλύτερος από εσένα. H συμβουλή δεν παύει ποτέ να είναι και σύσταση για μια αλλαγή. Αυτό που κάνει ο άλλος δεν είναι αρκετά καλό, και εμείς του αντιπροτείνουμε κάτι καλύτερο.

Είτε το συνειδητοποιούμε είτε όχι, όταν προσφέρουμε μια συμβουλή, έχουμε την τάση να βάζουμε τον εαυτό μας σε ανώτερη θέση από αυτόν που την δέχεται. Αυτό βέβαια εξαρτάται και από τον τρόπο μας, αλλά πάντως συχνά μια τέτοιου είδους επικοινωνία υποθάλπει ένα υπόγειο παιχνίδι εξουσίας.

Δεν μπορείς να συμπεριφέρεσαι διαφορετικά από εμένα! H διαφορετικότητα αποτελεί πάντα μια πρόκληση, ένα τεστ για το πόσο ασφαλείς είμαστε. Πώς αντιδράμε όταν η κολλητή μας φίλη μεγαλώνει το παιδί της με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο από αυτόν που ακολουθήσαμε εμείς;

Όταν αυτή η ανομοιότητα μας απειλεί (γιατί αναρωτιόμαστε μέσα μας εάν κάνουμε το σωστό), είναι πολύ πιθανόν να μας προκαλέσει επιθετικότητα, η οποία θα εκφραστεί με την επίφαση των χρήσιμων συμβουλών.

Εν τάχει: Μην συμβουλεύεις, αν δεν στο ζητήσουν με επιμονή.

Φιλόδημος: περί θανάτου

Όλες οι ελληνιστικές σχολές, ως γνωστό, θεωρούσαν ότι τα συναισθήματα, οι συγκινήσεις (τα πάθη) οι επιθυμίες, οφείλονται στις πεποιθήσεις. Ότι τα ψυχολογικά προβλήματα (όχι οι ασθένειες όπως η μανιοκατάθλιψη ή η σχιζοφρένεια ή οι ψυχώσεις, δηλαδή βλάβες που τις θεωρούσαν σωματικές – αλλά ό,τι παράγει και αναπαράγει την καθημερινή ανθρώπινη μιζέρια, ό,τι στέκεται εμπόδιο στην ευδαιμονία, αυτά δηλαδή από τα οποία πάσχει η πλειονότητα των ανθρώπων) οφείλονται σε πεποιθήσεις ή τουλάχιστον δεν είναι ανεξάρτητα από τις πεποιθήσεις.

Ένα πολύ απλό παράδειγμα: αν σου κλέψουν κάτι το οποίο δεν έχει για σένα καμία αξία, δεν θα στεναχωρηθείς – ενώ αν το θεωρείς πολύτιμο θα βυθιστείς στο πένθος ή θα εξοργιστείς, θα μισήσεις τον κλέφτη κλπ. Το θέμα λοιπόν είναι πώς αξιολογείς τα πράγματα· τα αξιολογείς με βάση τις ιδέες σου, άρα τα προβλήματά σου επιδέχονται φιλοσοφική θεραπεία. Αυτά σε χοντρές γραμμές.

[Ανοίγω μια παρένθεση για να επισημάνω πως συχνά χρησιμοποιείται καθ’ υπερβολή η έκφραση «φόβος του θανάτου». Ο φόβος του θανάτου δεν είναι πάντα ο κατάλληλος όρος. Τον χρησιμοποιούμε συμβατικά, αλλά και καταχρηστικά. Δεν πρόκειται απλώς και μόνο για «φόβο», ότι δηλαδή φοβάται κανείς την ώρα εκείνη που θα έρθει ο θάνατος να τον βρει ή φοβάται για το τι μπορεί να επακολουθεί.

Ένα αρχαίο ρήμα, που το χρησιμοποιεί και ο Επίκουρος, είναι το δείδω, δέδια, δεδιέναι – εξ ου και το δέος. Το δέος είναι πιο ευρεία έννοια από τον φόβο. Άλλο είναι να λέμε «σε πιάνει δέος με κάτι» και άλλο ότι απλώς το φοβάσαι. Σε κάποιο σημείο λέει ο Επίκουρος, «Ό,τι δεν σε στενοχωρεί όταν είναι παρόν, δεν υπάρχει λόγος να θλίβεσαι όταν το περιμένεις να έρθει» (προσδοκώμενον κενῶς λυπεῖ). Χρησιμοποιεί τη λέξη λυπῶ.

Ή ας πούμε, μια άλλη επικούρεια έκφραση: ἀνύποπτον ο θάνατος. Το ὕποπτον, είναι αυτό το οποίο (όπως λέει το Λεξικό Liddel-Scott) βλέπουμε κατεβάζοντας τα φρύδια ή πλαγίως: ὅν βλέπει τις καταβιβάζων τὰς ὀφρῦς ἢ πλαγίως – το ρήμα είναι ὑφοράω: στραβοκοιτάω θα λέγαμε σήμερα.

Ο Φιλόδημος στην πραγματεία του Περί Θανάτου χρησιμοποιεί πάρα πολύ συχνά τη λέξη δηγμός (πόνος οξύς, δαγκωματιά – σήμερα λέμε, αυτός κάνει δηκτικά σχόλια), καθώς και το ρήμα νύττεσθαι (τρυπώ με αιχμηρό όργανο) – δεν χρησιμοποιεί τον όρο «φόβος του θανάτου».]

Η ιδέα του θανάτου μπορεί να φοβίζει τα μικρά παιδιά και τους θρησκευόμενους που φαντάζονται τιμωρίες μετά θάνατο· στον ενήλικα όμως, εκτός από φόβο προκαλεί απελπισία, λύπη για το ότι ο ίδιος θα αφανιστεί και θα ’ναι ανύπαρκτος για πάντα, άγχος, πόθο για αθανασία και πάει λέγοντας.

Όλοι ξέρουμε τι διαδρομές, τι μονοπάτια μπορούν να ακολουθήσουν μες στο νου μας, τι διαστάσεις μπορούν να αποκτήσουν, τι εμμονές μπορούν να προκαλέσουν –που συχνά δεν βρίσκονται και λόγια να τις περιγράψουν– και πόσο δύσκολο είναι να συμφιλιωθεί κανείς με την ιδέα ότι θα τελειώσει και θα λείψει για πάντα. Και βέβαια, όλοι ξέρουμε πώς δένουν όλα αυτά με τη θρησκευτικότητα και με την ανάγκη για μεταφυσική παρηγοριά. Σε μεγάλο βαθμό οφείλονται σε ένα υπερτροφικό εγώ.

Και υπερτροφικό εγώ δεν έχουν μόνο οι αλαζόνες, οι μεγαλοσχήμονες και οι φαφλατάδες. Θα το βρεις και σε ανθρώπους σεμνούς και χαμηλών τόνων, που αδυνατούν να συμφιλιωθούν με την ιδέα ότι ο θάνατος είναι η ώρα όπου θα πρέπει να καλύψεις μια επιταγή που υπογράφηκε τη στιγμή που γεννήθηκες. Ή με την ιδέα πως δεν είσαι παρά ένα μόριο σκόνης μέσα στο σύμπαν, ένα βιολογικό συμβάν μέσα στη φύση ανάμεσα σε τρισεκατομμύρια άλλα βιολογικά συμβάντα που έχουν υπάρξει και υπάρχουν μέσα στη φύση. Ή απλά να πεις, όπως είπε ο Ιουλιανός ο αυτοκράτορας την ώρα που πέθαινε στα 31 του χρόνια,

«Ήρθε τελικά για μένα η στιγμή, φίλοι μου, ν’ αφήσω αυτή τη ζωή, την οποία επιστρέφω χαρούμενος στη Φύση, σαν τίμιος οφειλέτης».

Ο Ιουλιανός είχε μια –νεοπλατωνικού τύπου– μεταφυσική παρηγοριά. Αντίθετα οι Στωικοί και οι Επικούρειοι δεν είχαν να προσφέρουν μεταφυσική παραμυθία. Η θεραπεία έπρεπε να βασίζεται σε φιλοσοφική/ορθολογική επιχειρηματολογία. Και όφειλε να απαλλάξει το νου από όλα τα παραπάνω εμπόδια που ορθώνονται στο δρόμο για την ευδαιμονία.

Εν πάση περιπτώσει, οι Επικούρειοι αναγνωρίζοντάς τα, όλα τα παραπάνω, ως τα πιο καταστροφικά από τα αρνητικά πάθη, πάσχιζαν απ’ όλες τις μπάντες να τα εξουδετερώσουν. «Σου έχω φράξει όλες τις διόδους», λέει ο επικούρειος Μητρόδωρος. «Πᾶσαν σὴν παρείσδυσιν ἐνέφραξα … (Δηλαδή: δεν τα έχω αφήσει στην τύχη όλα αυτά, και δεν θα μπορέσουν να μπουν μέσα μου να μου φάνε την ψυχή. Δεν είμαι έρμαιο της Τύχης).

«Και σαν έρθει η ώρα να φύγω, θα φτύσω τη ζωή και όσους με ματαιοδοξία προσκολλώνται σ’ αυτήν, θα φύγω απ’ τη ζωή μ’ ένα ωραίο τραγούδι λέγοντας πόσο καλά την έζησα.»

Αυτό προσπαθεί ο Φιλόδημος στην πραγματεία του Περί Θανάτου, αυτό προσπαθεί και ο Λουκρήτιος στο ποίημά του Για τη φύση των πραγμάτων: να «φράξουν όλες τις διόδους».

Η πρωτοτυπία του Λουκρήτιου –αν και το πιο σωστό είναι να πούμε: η εντελώς πρωτοποριακή αντιμετώπιση– του θανάτου, είναι ότι δεν καταγίνεται μόνο με τις συνειδητές έγνοιες μας για το θάνατο, τις θλιβερές σκέψεις που κάνουμε, τις συνειδητές πεποιθήσεις και τις ιδέες που μας διακατέχουν. Αλλά, σε «παγκόσμια πρώτη» θα λέγαμε, άπτονται του υποσυνείδητου. Επιχειρούν να ερμηνεύσουν το «μυστικό κεντρί που κρύβεται μες στην καρδιά» (Λουκρήτιος, Για την φύση των πραγμάτων ΙΙΙ 870).

Ότι οφείλεται στο ότι, ακόμη κι αν πιστεύει κανείς πως ο θάνατος είναι ένα φυσικό γεγονός που ούτως ή άλλως θα συμβεί, και πάλι δε μπορεί να συμφιλιωθεί με την ιδέα. Σίγουρα μπορούμε να μιλάμε για «παγκόσμια πρώτη», μόνο που δεν ξέρουμε αν αυτή είναι του Επίκουρου, που έζησε 250 χρόνια πριν τον Λουκρήτιο, ή του ίδιου του Λουκρήτιου, ο οποίος ωστόσο στο ποίημά του, όπως λέει και ο ίδιος, ακολουθεί κατά πόδας τον Επίκουρο. Λέει τα εξής:

«… η πλεονεξία κι η τυφλή φιλοδοξία που εξωθούν τους δύστυχους ανθρώπους να καταπατούν το νόμο, και να πασχίζουν μέρα-νύχτα ν’ αναρριχηθούν στην κορυφή της εξουσίας – τούτες τις πληγές της ζωής, όχι λίγες φορές, τις τρέφει ο φόβος του θανάτου».

Ή πάλι:

«Σπρωγμένοι απ’ αυτόν τον αβάσιμο φόβο, αυγατίζουν το βιός τους με το αίμα των συμπολιτών τους και άπληστοι διπλασιάζουν τα πλούτη τους» (Λουκρ. ΙΙΙ 75)

Κι αυτό γιατί, όπως ακριβώς λέει ο Λουκρήτιος, η συσσώρευση πλούτου κάνει τον κάτοχό του να νιώθει πως παίρνει κάποια απόσταση από το θάνατο ενώ «η μαύρη φτώχεια, αταίριαστη με τη σίγουρη ζωή, μοιάζει να βρίσκεται πιο σιμά στο θάνατο» (ΙΙΙ.59-67). Όλα αυτά είναι ψυχολογικές ερμηνείες που αφορούν στον τρόπο που δρα το υποσυνείδητο. Ένα άλλο, πιο γνωστό απόσπασμα:

«Κάποιον που σκυλοβαριέται να μένει μες στο σπίτι τον βλέπεις να βγαίνει έξω συχνά· και ξαφνικά κάτι τον πιάνει και ξαναγυρνάει σπίτι, γιατί έξω δε νιώθει καθόλου καλύτερα. Ξεκινάει μετά για την εξοχική του βίλα, οδηγώντας ξέφρενα την άμαξα με τ’ άλογά του, θαρρείς κι έχει πιάσει φωτιά η έπαυλη και τρέχει να προλάβει». [Συχνά κι εμείς τα καλοκαίρια καθ’ οδόν προς Χαλκιδική βλέπουμε τον άλλο να γκαζώνει στα 130 χλμ την ώρα για να φτάσει στο εξοχικό του, ενώ θα μπορούσε να πηγαίνει με 80]. Και συνεχίζει ο Λ. «Με το που φτάνει στο κατώφλι, αρχίζει να βαριέται και να χασμουριέται ή πέφτει βαρύς να κοιμηθεί ζητώντας λησμονιά στον ύπνο ή πάλι ξεκινά να φύγει γιατί βιάζεται να επιστρέψει στην πόλη.

»Αν μπορούσαν οι άνθρωποι, εκεί που νιώθουν ένα βάρος να τους πλακώνει την ψυχή και να τους εξουθενώνει, να συλλάβουν τα αί­τιά του και να μάθουν από τι προέρχεται τούτος ο όγκος του κακού που τους έχει κάτσει στο στήθος, τότε δεν θα έκαναν τη ζωή που τόσο συχνά τους βλέπουμε να κάνουν τώρα, όπου δεν ξέρουν τι θέ­λουν, και διαρκώς ζητούν ν’ αλλάξουν τόπο, θαρρείς και μπορούν έ­τσι να ρίξουν χάμω το φορτίο τους.

»Έτσι προσπαθεί ο καθένας να ξεφύγει από τον εαυτό του· μα πα­ρά τις προσπάθειες, ξέρουμε ότι δεν κατορθώνει ποτέ να δραπετεύ­σει, μένει δεμένος με τον εαυτό του και τον μισεί· κι αυτό γιατί εί­ναι ένας άρρωστος που δεν ξέρει την αιτία της αρρώστιας του· γιατί αν την έβλεπε, θα παρατούσε όλα τ’ άλλα και θα φρόντιζε πάνω απ’ όλα να κατανοήσει τη φύση των πραγμάτων».

Με τέτοιες λεπτές ψυχολογικές ερμηνείες και διαγνώσεις που συσχετίζουν με την ιδέα του θανάτου ένα μεγάλο αριθμό δραστηριοτήτων, o μαθητής αποκτά μια επίγνωση, κι αυτό είναι ήδη ένα βήμα προόδου προς τη θεραπεία.

Για τη θεραπεία, οι Επικούρειοι επιστρατεύουν μια μεγάλη γκάμα επιχειρημάτων (άλλοτε η επιχειρηματολογία έχει αυστηρώς ορθολογικό χαρακτήρα, άλλοτε πάλι χρησιμοποιεί ρητορικά και λογοτεχνικά σχήματα). Δεν επιτρέπει η οικονομία αυτής της ομιλίας να τα παραθέσουμε, πόσο μάλλον να τα αναπτύξουμε.

Ενδεικτικά μόνο να αναφέρω ένα από αυτά, το λεγόμενο «επιχείρημα της συμμετρίας»:

Αιώνες, άπειρο χρόνο προτού γεννηθούμε, δεν υπήρχαμε, και δεν μας πείραζε καθόλου αυτό, ακριβώς επειδή δεν υπήρχαμε. Το ίδιο, και μετά το θάνατό μας, δεν θα υπάρχουμε και δεν θα μας πειράζει καθόλου αυτό, ακριβώς επειδή πάλι δεν θα υπάρχουμε.

Ή πάλι, μια ρητορικού χαρακτήρα επιχειρηματολογία που μας προτρέπει να αναλογιστούμε το θάνατο τόσων και τόσων σπουδαίων ανθρώπων συγκρίνοντας τον εαυτό μας με τους ανθρώπους αυτούς. Λέει για παράδειγμα ο Λουκρήτιος:

«Ακόμη κι ο Επίκουρος, σαν έφτασε το φως της ζήσης του στο τέρμα, πέθανε κι αυτός – αυτός που με το πνεύμα του ξεπέρασε τους πάντες κι έσβησε όλους τους σοφούς, σαν ήλιος που ανατέλλει και σβήνει τ’ αστέρια. Ποιος είσαι εσύ που θ’ απορήσεις και θ’ αγα­νακτήσεις για το θάνατό σου, εσύ, ένας ζωντανός νεκρός σχεδόν, που το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής σου το χαράμισες στον ύπνο και ροχαλίζεις ξυπνητός και βλέπεις όνειρα διαρκώς με το νου τα­ραγμένο από αναίτιους φόβους, ανίκανος να βρεις την αιτία του κα­κού όταν οι έγνοιες σε συνθλίβουν από παντού κι εσύ παραδέρνεις μέσα στις πλάνες του μυαλού σου;»

Ο Φιλόδημος στο Περί θανάτου καταπιάνεται με λογιών-λογιών περιπτώσεις, εύκολες και δύσκολες, π.χ. την περίπτωση όπου θλίβεται κάποιος γιατί καταδικάστηκε άδικα σε θάνατο, ή τον πονάει η σκέψη ότι δεν θα τον θυμάται κανείς, ή ότι θα πεθάνει μακριά από την πατρίδα και τους αγαπημένους του, ή ότι θα πεθάνει άσημος, και πάει λέγοντας.

Λέει ακόμη, μεταξύ αστείου και σοβαρού, για την περίπτωση που κάποιος στεναχωριέται που θα πεθάνει χωρίς ν’ αφήσει απογόνους, και έτσι θα χαθεί το όνομά του (22.10).

«Κοιμήσου ήσυχος, το όνομά σου θα το έχουνε μυριάδες, για να μη πω αμέτρητοι συνονόματοί σου…» (καθεύδειν ἔξεστιν ἐπ’ ἀμφότερα. μυρίων, μᾶλλον δ’ ἀπείρων τοῖς αὐτοῖς ὀνόμασιν προσαγορευθησομένων).

Ή για κάποιον που στεναχωριέται γιατί δεν έχει δικά του παιδιά να αφήσει την περιουσία του, και οι κόποι μιας ζωής θα πάνε σε κάποιους άλλους που θα την κληρονομήσουν (24.1):

«Μα τόσες και τόσες φορές, δεν συμβαίνει να είναι πιο ευχάριστο να αφήνει κάποιος την περιουσία του οπουδήποτε αλλού παρά σε συγκεκριμένα τέκνα!». (Λέει δηλαδή, πού ξέρεις ότι τα παιδιά που θα είχες θα ήταν τόσο εντάξει ώστε να τους αξίζει να σε κληρονομήσουν;). Χώρια που αυτοί οι άλλοι που θα σε κληρονομήσουν μπορεί να μην είναι ούτε φαύλοι ούτε ανάξιοι. (χωρὶς τοῦ μηδὲ φαύλους εἶναι μηδὲ ἀναξίους ἐνίοτε τοὺς κληρονομήσοντας). Αν πάλι είναι παλιάνθρωποι, μπορείς να πάρεις προφυλάξεις και να τα αφήσεις σε καλούς ανθρώπους και σε φίλους. Αν πάλι δεν έχεις τέτοιους, τότε, και μόνο γι’ αυτό το λόγο, είσαι αξιολύπητος, κι όχι επειδή…»– εδώ κόβεται το απόσπασμα, ο πάπυρος είναι κατεστραμμένος.

Μόνο σε δύο περιπτώσεις αναγνωρίζει ότι είναι φυσικό να θλίβεται κανείς που θα πεθάνει. Εδώ μάλιστα έχουμε να κάνουμε με μια εξέλιξη και εκλέπτυνση της θέσης του Επίκουρου ότι ο θάνατος δεν μας αφορά.

Αναγνωρίζει ότι το να αφήνεις πίσω σου γονείς ή παιδιά ή σύζυγο ή άλλους δικούς σου ανθρώπους που θα βρεθούν σε πολύ δύσκολη θέση (ἐν συμφοραῖς ἐσομένους) ύστερα από τον θάνατό σου ή ότι θα τους λείψουν τα αναγκαία, είναι φυσικότατο (ακριβώς αυτή τη λέξη χρησιμοποιεί, φυσικώτατον) σε κάθε λογικό άνθρωπο, περισσότερο από καθετί άλλο να φέρνει πόνο και δάκρυα. (Θέματα όπως αυτό, οι Στωικοί τα αντιμετώπιζαν διαφορετικά· η θέση τους συνοψιζόταν στο εξής: Αυτά που σου συμβαίνουν δεν εξαρτώνται από τη βούλησή σου, είναι «ἀπροαίρετα», άρα δεν φέρεις ευθύνη, επομένως δεν σε αφορούν· εφ’ όσον δεν περνάει από το χέρι σου να αλλάξεις την κατάσταση και δεν σου παρέχεται πεδίο ώστε να ασκήσεις την αρετή, δεν έχεις κανένα λόγο να θλίβεσαι…).

Η δεύτερη περίπτωση είναι το να πεθαίνει κάποιος πρόωρα, προτού προλάβει να αφομοιώσει και να ενστερνιστεί την επικούρεια φιλοσοφία. Ο Φιλόδημος παραδέχεται ότι είναι φυσικό να νιώσει κάποιος πόνο αν πρέπει να πεθάνει προτού κατακτήσει την τέλεια ευδαιμονία μέσω της φιλοσοφίας. Αλλά και αφού το πετύχει αυτό, πάλι χρειάζεται κάποιο, μικρό έστω, χρονικό διάστημα: ποσὸν χρόνον ἐπιζήσαντι.

Δεν προσδιορίζει πόσος χρόνος είναι αυτό. Κάποιοι μελετητές πάντως έχουν την άποψη ότι εδώ ο Φ. κάνει ένα είδος παραχώρησης. Φυσικά δεν παρεκκλίνει από την κύρια γραμμή. Κλείνει την πραγματεία του ως εξής:


Φιλόδημος Περί θανάτου (37.18): Το να καταλαβάνεσαι εξ απίνης και να συγκλονίζεσαι όταν ζυγώνει ο θάνατος, θαρρείς και συμβαίνει κάτι απροσδόκητο και παράδοξο, είναι ηλιθιότητα, συμβαίνει όμως έτσι με τον περισσότερο κόσμο, που δεν ξέρει πως ο καθένας άνθρωπος, ακόμα κι αν είναι πιο δυνατός κι από τους Γίγαντες, ἐφήμερός ἐστιν ως προς τη ζωή και το θάνατο, και του είναι άδηλο, όχι μόνο το αύριο αλλά και η αμέσως επόμενη στιγμή.

Γιατί σε ό,τι αφορά στο θάνατο όλοι μας ἀτείχιστον πόλιν οἰκοῦμεν και τα πάντα είναι γεμάτα από αιτίες που τον προκαλούν – τόσο επειδή τέτοια είναι η φυσική μας σύσταση έτσι αδύναμοι που είμαστε και η ψυχή εύκολα μπορεί να εκπνεύσει, όσο και επειδή το περιβάλλον μας σε συνδυασμό με την τύχη παράγει αναρίθμητα αίτια της διάλυσής μας, και μάλιστα πολύ συχνά σε χρόνο dt (differential of time). Με την ταχύτητα της σκέψης (ἅμα νοήματι).

Βάλε ακόμη και την κακία των ανθρώπων που επιφέρει ακόμη περισσότερα αίτια θανάτου, ένα σωρό, που δυσκολεύεσαι και να τα φανταστείς. Οπότε, εκτός κι αν είσαι κανένας τιποτένιος (εὐτελέστατος), θα σου φανεί παράδοξο όχι το ότι πεθαίνει κάποιος αλλά το ότι μένει ζωντανός για κάποιο χρονικό διάστημα, κι αν μάλιστα φτάσει ως τα γεράματα, θα σου φανεί και αφύσικο. Όμως υπάρχουν κάποιοι τόσο άσχετοι με την ανθρώπινη ζωή (ο Φ. τους λέει πάροικους της ζωής, δηλ. ξένους), κι όχι μόνο απλοί άνθρωποι του λαού αλλά και μεταξύ των λεγομένων φιλοσόφων.

Ο άλλος προγραμματίζει να ζήσει τόσα χρόνια στην Αθήνα για να ικανοποιήσει τη φιλομάθειά του, κι άλλα τόσα για να επισκεφτεί διάφορα μέρη της Ελλάδας και άλλων βαρβαρικών χωρών –όποια μέρη μπορεί να επισκεφθεί τελοσπάντων–, κι άλλα τόσα για διαλέξεις στην πόλη του κλπ. και για τις συναναστροφές του και πάει λέγοντας — και ξαφνικά, αόρατη, κρυμμένη η αναγκαιότητα έρχεται και του αφαιρεί τις μεγάλες ελπίδες.

Όποιος έχει μυαλό όμως, έχοντας ήδη αποκτήσει ό,τι αρκεί για να εξασφαλίζει με αυτάρκεια τον ευδαίμονα βίο, ευθύς αμέσως μετά, στην υπόλοιπη ζωή του περπατάει ἐντεταφιασμένος (ενν. προετοιμασμένος για τον τάφο) κι η κάθε μία μέρα είναι γι’ αυτόν κέρδος ίσο με μια ολόκληρη ζωή· κι όταν τούτη η ημέρα πάει να του αφαιρεθεί, αυτός ούτε εντυπωσιάζεται με τα όσα του συμβαίνουν ούτε τα ακολουθεί σαν κάποιος που υστερεί ως προς τον άριστο βίο, μόνο τραβά μπροστά, έχοντας δεχτεί τον επιπλέον χρόνο που του χαρίστηκε σαν κάποιος που του έλαχε μια σπάνια καλοτυχία και ευχαριστεί –ή ευγνωμονεί– τις περιστάσεις. [Εδώ μπορούμε να παραβάλουμε τον Επίκουρο, την Κύρια Δόξα 20: η διάνοιά μας, έχοντας εκτιμήσει σωστά τον σκοπό και τα όρια του σώματός μας και έχοντας διαλύσει τις ανησυχίες μας περί αιωνιότητας, ετοίμασε την τέλεια ζωή και δεν έχει πια ανάγκη τον άπειρο χρόνο. Δεν αποφεύγει την ηδονή αλλά ούτε, όταν οι περιστάσεις οδηγούν στην έξοδο από τη ζωή και όταν φτάνει στο τέλος της, δεν είναι λειψή ως προς τον άριστο βίο.]

Αντίθετα –συνεχίζει ο Φ.– ο κάθε κηφηνώδης (νωθρός πνευματικά) τύπος, ακόμη κι όταν γεράσει ούτε που αναλογίζεται ότι η ιδιοσυστασία μας είναι φθαρτή και θνητή και το θεωρεί εύλογο να λέμε πως είναι παράδοξο να βλέπουμε ένα γέρο καπετάνιο στα καράβια ή ένα γέροντα τύραννο αλλά όχι παράδοξο γενικά το να βλέπουμε γέρους ζωντανούς. Κι ακόμη κι όταν έχει πέσει επιδημία κι αρρωστήσει, αυτός δεν προσμένει το θάνατο αλλά μες στην γενικότερη σύγχυσή του δεν χάνει την ελπίδα της αθανασίας – και τον βλέπουμε να σκάει απ’ το κακό του για δυο χάλκινα νομίσματα, και να ρίχνει τα θεμέλια κτιρίων που δεν γίνεται να χτιστούν ούτε σε χίλια χρόνια.

Κανείς δεν θα ’λεγε πως τα πάθη αυτά διαφέρουν από το να νομίζουμε πως γυάλινα και κεραμικά σκεύη που τσουγκρίζονται συνεχώς με άλλα από σκληρό μέταλλο θα παραμένουν άθραυστα. Αλλά τέτοιοι άνθρωποι είναι φανερό πως απωθούν την ιδέα του θανάτου και πως είναι κολλημένοι στη ζωή επειδή τους πιάνει φρίκη με τον θάνατο κι όχι επειδή η ζωή τους είναι γλυκιά.

Κι όταν πια είναι ξεκάθαρη η όψη του θανάτου, τους φαίνεται σαν κάτι παράδοξο, και για το λόγο αυτό δεν αντέχουν ούτε τη διαθήκη τους να γράψουν, νιώθουν περικυκλωμένοι και πως τους βρήκε διπλή συμφορά για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Δημόκριτου. Αντίθετα, όσοι έχουν σώας τας φρένας, ακόμη κι αν για κάποια αιτία δεν βάζουν με το νου τους πως σύντομα θα φτάσουν στο τέρμα της ζωής τους, όταν τελικά βλέπουν καθαρά να ζυγώνει το τέλος, τότε αυτοί, μ’ ένα τρόπο που δεν μπορεί να περιγραφτεί στους αδαείς (ἀρρήτως τοῖς ἀγνοοῦσιν) διέρχονται –κάνουν μια βαθιά επισκόπηση (περιοδεύσαντες ὀξύτατα, ίσως μπορούμε να το μεταφράσουμε “αναλογίζονται έντονα”) το γεγονός ότι έχουν απολαύσει τα πάντα, όσο και το ότι θα έχουν πλήρη απώλεια αίσθησης με το θάνατο, κι έτσι ξεψυχούν ατρόμητοι…

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ, ΠΡΟΟΙΜΙΑ

ΔΗΜ πρ 6.1–2

Πού στοχεύουν οι ρήτορες που περιορίζονται σε κατηγορίες και δεν εστιάζουν στην ουσία των συζητούμενων προβλημάτων

[1] Πολλῶν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, λόγων εἰρημένων παρὰ
πάντων τῶν συμβεβουλευκότων, οὐδὲν ὑμᾶς νῦν ὁρῶ ὄντας
ἐγγυτέρω τοῦ τί πρακτέον ηὑρῆσθαι ἢ πρὶν εἰς τὴν ἐκκλη-
σίαν ἀναβῆναι. αἴτιον δὲ τούτου ταὔθ’ ὅπερ οἶμαι τοῦ
κακῶς ἔχειν τὰ ὅλα· οὐ γὰρ παραινοῦσιν ὑμῖν ὑπὲρ τῶν
παρόντων οἱ λέγοντες, ἀλλ’ ἑαυτῶν κατηγοροῦσι καὶ λοιδο-
ροῦνται, ὡς μὲν ἐγὼ κρίνω, συνεθίζοντες ὑμᾶς ἄνευ κρίσεως,
ὅσων εἰσὶν αἴτιοι κακῶν, ἀκούειν, ἵν’ ἄν ποτ’ ἄρ’ εἰς ἀγῶνα
καθιστῶνται, μηδὲν ἡγούμενοι καινὸν ἀκούειν, ἀλλ’ ὑπὲρ ὧν
ὤργισθε πολλάκις, πραότεροι δικασταὶ καὶ κριταὶ γίγνησθε
τῶν πεπραγμένων αὐτοῖς. [2] τὴν μὲν οὖν αἰτίαν δι’ ἣν ταῦτα
ποιοῦσιν, ἴσως ἀνόητον ἀκριβῶς ζητεῖν [εἴη ἂν] ἐν τῷ παρόντι·
ὅτι δ’ ὑμῖν οὐχὶ συμφέρει, διὰ τοῦτ’ ἐπιτιμῶ. ἐγὼ δ’ οὔτε
κατηγορήσω τήμερον οὐδενός, οὔθ’ ὑποσχήσομαι τοιοῦτ’
οὐδὲν ὃ μὴ παραχρῆμ’ ἐπιδείξω, οὐδ’ ὅλως τῶν αὐτῶν τούτοις
οὐδὲν ποιήσω· ἀλλ’ ἃ βέλτιστα μὲν τοῖς πράγμασιν, συμφέ-
ροντα δὲ τοῖς βουλευομένοις ὑμῖν ἡγοῦμαι, ταῦθ’ ὡς ἂν
δύνωμαι διὰ βραχυτάτων εἰπὼν καταβήσομαι.

***
[1] Καίτοι έχουν λεχθή, άνδρες Αθηναίοι, πολλοί λόγοι από όλους όσοι σας έχουν συμβουλεύσει, νομίζω ότι σεις δεν είσθε καθόλου πλησιέστερον προς το να έχη ευρεθή το τι πρέπει να πράξετε παρά πριν συγκεντρωθήτε εις αυτήν την συνέλευσιν. Αίτιον δε τούτου είναι το ίδιον, το οποίον νομίζω είναι αιτία τού να έχουν όλα κακώς· δηλαδή δεν σας συμβουλεύουν οι λέγοντες περί των παρόντων, αλλά κατηγορούν και υβρίζουν ο ένας τον άλλον, όπως μεν εγώ νομίζω, συνηθίζοντες υμάς να ακούετε άνευ κρίσεως πόσων κακών αυτοί είναι αίτιοι, ίνα, εάν κάποτε περιέλθουν εις δικαστικόν αγώνα, νομίζοντες ότι δεν ακούετε τίποτε νέον, αλλά εκείνα διά τα οποία πολλάκις οργίζεσθε, γίνεσθε πραότεροι δικασταί και κριταί των πράξεων αυτών. [2] Την μεν λοιπόν αιτίαν, διά την οποίαν πράττουν ταύτα, ίσως θα είναι ανόητον εις την παρούσαν περίστασιν να αναζητώ να εύρω· ότι δε δεν σας συμφέρουν αι πράξεις των, διά τούτο κατηγορώ τους ρήτορας. Εγώ όμως ούτε θα κατηγορήσω κανένα σήμερον, ούτε θα δώσω καμμίαν τοιαύτην υπόσχεσιν, την οποίαν δεν θα εκπληρώσω αμέσως, εν γένει δε δεν θα πράξω τίποτε όμοιον με αυτούς, αλλά θα κατέλθω από το βήμα, αφού σας είπω συντομώτατα εκείνους τους λόγους, οι οποίοι είναι άριστοι εις τας υποθέσεις σας και συμφέροντες εις σας που συσκέπτεσθε.