Πέμπτη 11 Απριλίου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ - Ἐκκλησιάζουσαι (1154-1183)

ΧΟ. σμικρὸν δ᾽ ὑποθέσθαι τοῖς κριταῖσι βούλομαι·
1155 τοῖς σοφοῖς μὲν τῶν σοφῶν μεμνημένοις κρίνειν ἐμέ,
τοῖς γελῶσι δ᾽ ἡδέως διὰ τὸν γέλων κρίνειν ἐμέ.
σχεδὸν ἅπαντας οὖν κελεύω δηλαδὴ κρίνειν ἐμέ,
μηδὲ τὸν κλῆρον γενέσθαι μηδὲν ἡμῖν αἴτιον,
ὅτι προείληχ᾽. ἀλλὰ πάντα ταῦτα χρὴ μεμνημένους
1160 μὴ ᾽πιορκεῖν ἀλλὰ κρίνειν τοὺς χοροὺς ὀρθῶς ἀεί,
μηδὲ ταῖς κακαῖς ἑταίραις τὸν τρόπον προσεικέναι,
αἳ μόνον μνήμην ἔχουσι τῶν τελευταίων ἀεί.
ΘΕ. ὦ, ὦ, ὥρα
δή, φίλαι γυναῖκες, εἴπερ μέλλομεν τὸ χρῆμα δρᾶν,
1165 ἐπὶ τὸ δεῖπνον ὑπανακινεῖν. Κρητικῶς οὖν τὼ πόδε
καὶ σὺ κίνει. ΒΛ. τοῦτο δρῶ. ΘΕ. καὶ τάσδε νῦν λαγαρὰς ‹ἄγαν›
‹ταχὺ χορείας ὄρσον ὑπάγειν› τοῖν σκελίσκοιν τὸν ῥυθμόν.
τάχα γὰρ ἔπεισι
λεπαδοτεμαχοσελαχογαλεο-
1170 κρανιολειψανοδριμυποτριμματο-
σιλφιοτυρομελιτοκατακεχυμενο-
κιχλεπικοσσυφοφαττοπεριστερα-
λεκτρυονοπτοκεφαλιοκιγκλοπε-
λειολαγῳοσιραιοβαφητραγα-
1175 νοπτερυγών. σὺ δὲ ταῦτ᾽ ἀκροασάμε-
νος ταχέως ταχέως λαβὲ τρύβλιον·
εἶτα κόνισαι λαβὼν
λέκιθον, ἵν᾽ ἐπιδειπνῇς.
ΒΛ. ἀλλὰ λαιμάττουσί που.
1180 ΧΟ. αἴρεσθ᾽ ἄνω, ἰαὶ ἰαί.
δειπνήσομεν, εὐοῖ, εὐαῖ,
εὐαῖ, ὡς ἐπὶ νίκῃ·
εὐαῖ, εὐαῖ, εὐαῖ, εὐαῖ.

***
ΚΟΡ. (στους θεατές)
Θέλω τώρα δυο λογάκια στους κριτές να μολοήσω.
Οι σοφοί τ᾽ άξια σοφά μου να θυμούνται και να κρίνουν.
Με το γέλιο που γελάσαν, να με βγάλουν νικητή.
Σα να λέμε θέλω απ᾽ όλους να μου δώσουν το στεφάνι
μήτε να με βλάψει ο κλήρος που ᾽βγαλεν εμένα πρώτον
να κριθώ. Και μην ξεχνάτε όσα καλά σάς έχω κάνει.
Μην πατήσετε τον όρκο του κριτή που ᾽χετε δώσει,
1160 μα να κρίνετε σωστά και δίκια τους χορούς μας, φίλοι.
Και μην κάνετε ό,τι κάνουν οι κοκότες, που θυμούνται
απ᾽ τους αγαπητικούς των μοναχά τον τελευταίο.
ΥΠΗ. Χοπ! και χοπ! Είναι καιρός
κοπελίτσες μου να πάμε για τη μάσα, χορευτά.
(στο Βλέπυρο)
Μα και συ κούνα τα πόδια με τον πηδηχτό ρυθμό.
ΒΛΕ. Αυτό κάνω. ΥΠΗ. Κι οι κοπέλες, πὄχουν άδεια την κοιλιά,
ας τινάξουν τις γαμπούλες ταιριαστά με το σκοπό μου.
Και θα φάμε ετοιμασμένα
πεταλιδογαλοσαλαχοχτάποδο-
1170 ξιδατοπιπερόμυαλομελότυρο-
κοτσιφαγριοπερίστεροτσιχλοκοτόπουλα-
λαγοστιφάδοτηγανοψαρόφετα-
πετμεζοκολυμπάδες λαλαγγίτες.
Και τώρα που τ᾽ ακούσατε όλ᾽ αυτά,
μαζί σας πάρτε από μια κούπα φάβα
να μην καργάρετε της πείνας. ΒΛΕ. Γρήγορα
κι ακούω σαγόνια να μασάνε πέρα.
ΧΟΡ. (Βγαίνει χορεύοντας με μπροστάρη το Βλέπυρο)
1180 Μ᾽ αψηλοπηδήματα
μπρος για φαγοπότι!
Γεια χαρά, νικήσαμε,
χάι και χάι κι αέρα, αέρα!

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ, Εργίνης, Ερύμανθος, Εύηνος

Εργίνης (Ακρωτήριο Σαρπηδόνιο, Θράκη, σημερινό Bagase Burun)

Τόπος γέννησης των Αργοναυτών Ζήτη και Κάλαη, των φτερωτών διδύμων γιων του Βορέα και της Ωρείθυιας.
 
Ερύμανθος (Πελοπόννησος)
 
Θεός ποταμός στην πόλη Ψωφίδα. Ο Ερύμανθος θεωρούνταν ο πρώτος οικιστής της πόλης, ο οποίος κατά τον Παυσανία (8,24.1 κ.ε.) ήταν γιός του Αρίστα, γιου του Πελασγού ή του Αρκάδα, οι οποίοι με τη σειρά τους θεωρούνται γενάρχες της Αρκαδικής χώρας.
 
Εύηνος (κοντά στην Καλυδώνα και το Μεσολόγγι)
 
Βασιλιάς της Αιτωλίας, γιος του Άρη και της Δημονίκης, πατέρας της Μάρπησσας. Η κόρη αυτή συνήθιζε να σκοτώνει τους μνηστήρες που τη ζητούσαν για γυναίκα τους και να στολίζει με τα κρανία τους τον ναό του Ποσειδώνα. Όταν ο Ίδας, ο γιος του Αφαρέα και της Αρήνης, απήγαγε την κόρη, ο Εύηνος τους καταδίωξε με το άρμα του μέχρι τον ποταμό που ονομαζόταν Λυκόρμας. Εκεί εγκατέλειψε την προσπάθειά του, γιατί ο Ίδας οδηγούσε φτερωτό άρμα που το είχε πάρει από τον Ποσειδώνα, έσφαξε τα άλογά του και αυτοκτόνησε πέφτοντας στα νερά του ποταμού. Από τότε μετονομάστηκε σε Εύηνο.
 
Ο ποταμός Εύηνος διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη ζωή του Ηρακλή. Ο Απολλόδωρος παραδίδει την ιστορία ως εξής:
 
[Ο Ηρακλής] Πήρε μαζί του τη Δηιάνειρα και έφτασε στον ποταμό Εύηνο. εγκαταστημένος εκεί ο Κένταυρος Νέσσος, περνούσε τους διαβάτες στην απέναντι όχθη έναντι αμοιβής, ισχυριζόμενος ότι είχε αναλάβει από τους θεούς την υπηρεσία αυτή, επειδή ήταν πολύ δίκαιος. Ο Ηρακλής, λοιπόν, πέρασε μόνος του το ποτάμι, ενώ εμπιστεύθηκε τη Δηιάνειρα στον Νέσσο να την περάσει απέναντι έναντι αμοιβής. Αλλά στη διαδρομή εκείνος επιχείρησε να τη βιάσει. Από τις φωνές ο Ηρακλής αντιλήφθηκε το γεγονός και, την ώρα που ο Νέσσος έβγαινε, τον χτύπησε μ' ένα βέλος στην καρδιά. Αυτός, λίγο πριν πεθάνει, ζήτησε τη Δηιάνειρα και της είπε αν ήθελε να έχει ένα φίλτρο που θα προκαλεί τον έρωτα του Ηρακλή, να ανακατέψει το σπέρμα του που έπεσε στη γη με το αίμα που έτρεξε από το τραύμα που του προκάλεσε η αιχμή του βέλους. Και αυτή το έφτιαξε και το φύλαγε επάνω της.
 
Όταν η Δηιάνειρα έμαθε από αυτόν [τον Ηρακλή] για την Ιόλη, επειδή φοβήθηκε μήπως αγαπήσει περισσότερο εκείνη και επειδή θεώρησε ότι το αίμα του Νέσσου που είχε τρέξει ήταν στ' αλήθεια φίλτρο ερωτικό, επάλειψε μ' αυτό τον χιτώνα. Τον φόρεσε ο Ηρακλής και άρχισε τη θυσία. Αλλά μόλις ο χιτώνας πήρε να θερμαίνεται, το δηλητήριο άρχισε να του σαπίζει το δέρμα και προσπαθούσε να βγάλει τον χιτώνα που είχε κολλήσει στο σώμα του· μαζί όμως ξεκολλούσαν και οι σάρκες του. (Απολλόδωρος2.151-152· 2.157-158)

Όλα είναι χρήμα;

Όλα είναι χρήμα!

Αλλά πίσω από το χρήμα, βρίσκεται αυτή η ταυτότητα που πασχίζει ο σύγχρονος άνθρωπος να διαφυλάξει.

Ποιος είμαι;

Τι έχω;

Τι πρέπει να διατηρήσω;

Πώς θα είμαι ασφαλής;

Τι με καθορίζει κοινωνικά;

Πόσοι με αποδέχονται;

Πού είμαι αποδεκτός;

Πώς θα κερδίσω;

Τι έχω να υπερασπιστώ;

Πώς θα επιβιώσω;

Ποιος είναι ο τρόπος που το σύστημα έχει βρει για να εξαγοράζει τη συμμόρφωσή σου; Το χρήμα φυσικά. Εξωτερικά. Γιατί εσωτερικά, έχει ήδη παγιδεύσει τη συνείδησή σου.

Κι έτσι, ΚΑΙ σε χτυπάει ΚΑΙ σε εξαγοράζει το σύστημα με το χρήμα.

Έχουμε ΗΔΗ εξαγοραστεί, χωρίς να βλέπουμε πως απλά επιβιώνουμε, υπηρετώντας το φόβο. Και δεν είναι αρκετό πια...

Τα πολύτιμα που χάσαμε μέσα απ’ τα χέρια μας

“Too good to be true”. Φράση που, κάποια στιγμή, όλοι μας λογικά την έχουμε πει. Γιατί μάλλον όλοι μας συναντήσαμε κάποιον άνθρωπο στο παρελθόν που μας φέρθηκε εξαιρετικά καλά. Τόσο που δεν μπορούσαμε να το πιστέψουμε πως υπάρχουν και τέτοιοι, τόσο που αναρωτιόμασταν αν κάποιος μας κάνει πλάκα.

Ναι, υπάρχουν και θαύματα και ναι, κάποτε, πέρασε ένας τέτοιος άνθρωπος κι απ’ τη δική σου ζωή. Ίσως και να ξαναπεράσει, μα σκέψου τι ευκαιρίες σου δίνει η ζωή. Θα ‘ταν κρίμα να ξαναπετάξεις μια τέτοια ευκαιρία, επειδή είσαι ανασφαλής, επειδή φοβάσαι να ζήσεις τα σπουδαία και βολεύεσαι να πιστεύεις πως μια τέτοια άψογη συμπεριφορά δεν μπορεί να ‘ναι αληθινή, παρά μόνο κρύβει κάτι που ακόμα δεν έχεις ανακαλύψει.

Ίσως να μην είναι το δικό σου μυαλό που πάει στο κακό πάντα, αλλά να φταίει το γεγονός πως βάλτωσες μες στη μιζέρια κι έγινες μέρος μιας πραγματικότητας που έχει διαγράψει την καλοσύνη κι έτσι όταν την συναντάς σε υποψιάζει, καθώς την θεωρείς προσποιητή. Ίσως να ‘χει να κάνει με βιώματα του παρελθόντος και με την ανάγκη σου να σε προστατέψεις από δυσάρεστες εκπλήξεις. Άρα μάντεψε ποιος κοιτά το συμφέρον του στην εν λόγω ιστορία!

Ο Mort Sahl είπε: «Δεν πιστεύω σε καλούς και κακούς ανθρώπους. Πιστεύω στα καλύτερα κομμάτια των ανθρώπων» κι εννοεί πως όλοι μας έχουμε (και) καλά κομμάτια μέσα μας. Το θέμα είναι σε ποιους θέλουμε να τα δείξουμε και ποιοι είναι ικανοί να τα δουν.

Παρ’ όλα αυτά, ας μην ξεφεύγουμε. Θυμήσου εκείνον τον άνθρωπο, εκείνη την ευκαιρία ζωής, που σε πλησίασε αλλά εσύ την άφησες να περάσει, που στην ουσία την έδιωξες. Σκέψου αυτόν που σου ‘δειχνε τα άστρα και το φεγγάρι κι εσύ κοιτούσες το δάχτυλο. Από ανασφάλεια; Από απογοήτευση; Γιατί είχες ανοιχτούς λογαριασμούς με πρώην; Μόνο εσύ ξέρεις.

Όπως θα ‘πρεπε να ξέρεις πια πως στη ζωή αρέσει η ειρωνεία και τέτοιες ευκαιρίες έρχονται πάντα σε τέτοιες, θεωρητικά ακατάλληλες, στιγμές. Το θέμα είναι να πάρεις τη σωστή απόφαση στον λάθος χρόνο. Κάτι που δεν έκανες, με αποτέλεσμα να χάσεις αυτόν τον άνθρωπο μια για πάντα και να επιστρέψεις και πάλι στη σίγουρη και βολική μετριότητά σου.

Με τον καιρό, ως διά μαγείας ή απλά επειδή σε κούρασε πολύ η μοναχικότητά σου, αφού απορρίφθηκες απ’ τις επιλογές που έκανες, απογοητεύτηκες και πληγώθηκες, σου ‘ρχεται στο μυαλό ο άνθρωπος αυτός που μπορούσε να γίνει παράδεισος στην κόλασή σου. «Τι να κάνει;» σκέφτεσαι, αναρωτιέσαι πού είναι και τι θα γινόταν αν δεν είχες φοβηθεί, αν τον είχες ακολουθήσει. Συνειδητοποιείς πως όντως πέρασε κάτι πολύ καλό απ’ τη ζωή σου και πως η ευθύνη είναι δική σου που δεν το κράτησες, μουρμουρίζοντας «τι μαλακία έκανα». Οι μετάνοιες όμως κι οι απολογίες πλέον δεν πιάνουν. Γιατί πια είναι πολύ αργά.

Κάποιος άλλος απολαμβάνει τώρα στιγμές μ’ εκείνον που μπορούσες να ‘χεις δίπλα σου και τον έχασες μέσα απ’ τα χέρια σου. Κάποιος που επιτέλους εκτίμησε κι άρπαξε την ευκαιρία, που εσύ με τόση ευκολία κλότσησες στα σκουπίδια. Κι αυτό είναι το καλό στην όλη υπόθεση. Πως σε έναν σκουπιδότοπο μπορείς εύκολα να βρεις θησαυρούς, όσο κι αν τους ψάχνεις σε γυαλισμένες βιτρίνες. Γιατί κάποιος θα ‘χει πετάξει κάτι πολύτιμο, κάτι που υπήρξε πολύ εγωιστής ή εξαιρετικά επιφανειακός για να αναγνωρίσει την αξία του όταν του προσφέρθηκε.

Ηθικό δίδαγμα: Τόλμα να πάρεις τις σωστές αποφάσεις τη λάθος στιγμή. Σταμάτα να κοιτάς ανθρώπους-βιτρίνες και κοίταξε το δικό σου καλό κι όχι πώς να μοστράρεσαι με ό,τι κούφιο γυαλίζει. Εξαρτάται, βέβαια, απ’ το τι ζητάει ο καθένας. Θα κάτσεις απλά να κοιτάς τη βιτρίνα ή θα αγοράσεις τελικά; Η ζωή είναι δική σου, οι επιλογές και τα λάθη σου όπως κι συνέπειες, επίσης. Δέξου τις.

Η μεγαλύτερη ευλογία είναι να μην γερνά η ψυχή σου

Η μεγαλύτερη ευλογία είναι να έχεις χρόνο
Χρόνο να γελάσεις, να χαρείς, να ερωτευτείς
Χρόνο να ονειρευτείς και να παλέψεις
Για να ενσαρκώσεις τα όνειρα που σε κρατούν ξύπνιο τις νύχτες…

Χρόνο να αγαπήσεις βαθιά και να συγχωρήσεις
Χρόνο να πέσεις και να ξανασηκωθείς
Χρόνο να κλάψεις και να ωριμάσεις
Χρόνο να ταξιδέψεις και να γνωρίσεις τη γη
Τους ανθρώπους και τον εαυτό σου…

Τόσο πολύτιμο δώρο ο χρόνος
Αφήνεται στα χέρια μας
Να τον χρησιμοποιήσουμε κατά βούληση
Να τον εξαργυρώσουμε στην τράπεζα της ζωής
Μέχρι το τελευταίο του δευτερόλεπτο…

Η μεγαλύτερη ευλογία είναι να μεγαλώνεις
Ζώντας τον χρόνο σου…

Να ανοίγεις και να κλείνεις τους κύκλους σου ένδοξα
Να πλουτίζεις από εμπειρίες και όχι να φτωχαίνεις ψυχικά
Να δίνεις και να δίνεσαι σε ό,τι αξίζει
Ακόμη και σε ό,τι αποδείχτηκε λιγότερο
Από αυτό που περίμενες
Αρκεί να είσαι αληθινός στα λόγια και στα έργα
Με όλα τα λάθη και τις αδυναμίες σου…

Άλλωστε δεν γεννήθηκες Θεός
Προσπαθείς όμως να του μοιάσεις…

Κι εδώ έρχεται η τιμή να σου σφραγίσει την ύπαρξη
Η τιμή της προσπάθειας
Η τιμή των όπλων κατά της απανθρωπιάς…

Η μεγαλύτερη ευλογία είναι
Να διατηρείς την ψυχή σου νεανική μέσα στον χρόνο
Να βλέπεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη και να μην τρομάζεις
Να αναγνωρίζεις στα μάτια σου το παιδί που έπαιζε στις αλάνες
Να χαϊδεύεις τις ρυτίδες σου με σεβασμό
Γιατί είναι παράσημα της αντοχής σου…

Να χαμογελάς που κρατάς αναμμένη τη φλόγα μέσα σου
Παρά το φύσηγμα των ανέμων
Να καμαρώνεις που συνεχίζεις να αφήνεις τα ίχνη σου με αξιοπρέπεια
Να αγκαλιάζεις το πριν και το μετά σου με δύναμη
Γιατί όλα είναι εσύ…

Γύρισε και κοίταξε το ρολόι σου που χτυπάει ακόμη
Φόρεσε τον καλύτερο εαυτό σου και βγες έξω
Είσαι νικητής και δεν το ξέρεις
Στον στίβο της ζωής έχεις τον Χρόνο σύμμαχο και αρωγό σου.

Και η επιδοκιμασία των άλλων δεν με αποζημιώνει

Επιπλέον, έχω παντελή άγνοια σε ό,τι αφορά τον εαυτό μου. Θαυμάζω την πεποίθηση και εμπιστοσύνη που καθένας έχει στο άτομό του, ενώ δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα που να ξέρω πως ξέρω, ούτε που να τολμώ να δώσω το λόγο μου ότι μπορώ να κάμω. Δεν έχω τις ικανότητές μου κατά κατηγορία και σε κατάλογο· και δεν μαθαίνω ποιες είναι παρά εκ των υστέρων: αμφιβάλλω τόσο για τον εαυτό μου όσο για οτιδήποτε άλλο. Και έτσι μου συμβαίνει, αν καταφέρω κάτι αξιέπαινο σε μια δουλειά, να το αποδίδω περισσότερο στην καλοτυχία μου παρά στη δύναμή μου, τόσο μάλλον που όλα μου τα σχέδια για κάθε δουλειά γίνονται στα τυφλά και διστακτικά. Ομοίως, μιλώντας γενικώς, να τι ισχύει και για μένα επίσης: από όλες τις γνώμες που, σε γενικές γραμμές, διατύπωσε η Αρχαιότητα περί του ανθρώπου, αυτές που ενστερνίζομαι προθυμότερα και με τις οποίες συμφωνώ πιο πολύ, είναι εκείνες που μας περιφρονούν, μας υποτιμούν και μας εκμηδενίζουν περισσότερο. Η φιλοσοφία ποτέ δεν μου φαίνεται πως έχει τόσο καλά χαρτιά, παρά μόνο όταν καταπολεμάει την αλαζονεία και τη ματαιότητά μας, όταν καλή τη πίστει αναγνωρίζει την αναποφασιστικότητά της, την αδυναμία της και την άγνοιά της. Μου φαίνεται πως η μητέρα τροφός των σφαλερότερων απόψεων, είτε δημόσιων είτε ιδιωτικών, είναι η υπέρμετρα καλή γνώμη που ο άνθρωπος έχει για τον εαυτό του.

Αλλά για να έρθω στην προσωπική μου περίπτωση, είναι εξαιρετικά δύσκολο μου φαίνεται για οποιονδήποτε άλλον να έχει λιγότερο σε εκτίμηση τον εαυτό του ή ακόμα για οποιονδήποτε άλλον να με έχει σε λιγότερη εκτίμηση από ό,τι εγώ έχω σε εκτίμηση τον εαυτό μου.

Εκτιμώ πως ανήκω στο συνηθισμένο είδος ανθρώπων, με τη μόνη διαφορά πως θεωρώ ότι εκεί πράγματι ανήκω· ένοχος των πιο παρακατιανών και χυδαίων ελαττωμάτων, που όμως ούτε απαρνιέμαι ούτε δικαιολογώ· και δίνω αξία στον εαυτό μου μόνο από το γεγονός ότι ξέρω την αξία μου.

Γιατί, για να λέω την αλήθεια, όποια μορφή και αν πάρουν, όταν πρόκειται για το προϊόντα του νου μου, ποτέ δεν ξεπήδησε κάτι από μένα που να με γέμιζε. Και η επιδοκιμασία των άλλων δεν με αποζημιώνει. Τα γούστα μου αντιλαμβάνονται λεπτές διακρίσεις και δύσκολα ικανοποιούνται, ιδιαιτέρως σε ό,τι σχετίζεται με το άτομό μου· απαρνιέμαι αδιάκοπα τον εαυτό μου και τον νιώθω παντού να αμφιρρέπει και να κάμπτεται από αδυναμία. Τίποτα από ό,τι βρίσκεται στην κατοχή μου δεν ικανοποιεί την κρίση μου. Η ματιά μου είναι αρκετά καθάρια και υπό έλεγχο, αλλά θολώνει όταν είναι να βγάλει αποτέλεσμα, όπως διαπίστωσα ξεκάθαρα στην περίπτωση της ποίησης. Την αγαπώ απέραντα· είμαι αρκετά καλός κριτής των έργων των άλλων· η αλήθεια όμως είναι πως όταν βαλθώ να καταπιαστώ με την ποίηση, είμαι σαν παιδί: βρίσκω τον εαυτό μου ανυπόφορο. Μπορείς να αστειεύεσαι οπουδήποτε αλλού, όχι όμως στην ποίηση:

«τους μέτριους ποιητές δεν ανέχονται ούτε οι θεοί ούτε οι άνθρωποι ούτε όσοι προβάλλουν τα έργα τους» (ΟΡΑΤΙΟΣ)

Ας έδινε ο Θεός αυτή η φράση να βρισκόταν στην πρόσοψη των μαγαζιών όλων των τυπογράφων μας, για να απαγορεύει την είσοδο σε τόσους στιχουργούς:

«πράγματι κανείς δεν είναι πιο αμέριμνος απ’ τον κακό ποιητή». (ΜΑΡΤΙΑΛΗΣ)

Γιατί να μην έχουμε ανθρώπους [σαν και αυτούς τους Έλληνες που θα αναφέρω]; Ο Διονύσιος ο Πρεσβύτερος δεν είχε από τον εαυτό του τίποτα σε εκτίμηση όσο την ποίησή του. Στην περίοδο των Ολυμπιακών αγώνων, εκτός από άρματα που ξεπερνούσαν όλα τα άλλα σε μεγαλοπρέπεια, έστειλε επίσης σκηνές και κιόσκια βασιλικά, χρυσωμένα και σκεπασμένα με χαλιά για τους ποιητές και μουσικούς που είχαν να παρουσιάσουν τους στίχους του. Όταν ήρθε η ώρα να απαγγελθούν οι στίχοι του, η χάρη και η αρτιότητα της απαγγελίας τράβηξαν στην αρχή την προσοχή του πλήθους· όταν όμως λίγο αργότερα ήρθε η ώρα να ζυγίσει τη μωρολογία του έργου, το κοινό έδειξε πρώτα περιφρόνηση και καθώς η κρίση του άρχισε να γίνεται αυστηρότερη, κυριεύτηκε σε λίγο από μανία και έτρεξε να γκρεμίσει και να ξεσκίσει από αγανάκτηση όλα τα κιόσκια. Και όταν τα άρματά του δεν έκαμαν τίποτα της προκοπής στις αρματοδρομίες και το πλοίο που έφερνε πίσω τους ανθρώπους του έχασε τη Σικελία, σπρώχτηκε από την τρικυμία και κομματιάστηκε πέφτοντας στην ακτή του Τάραντα, ο κόσμος θεώρησε βέβαιο πως ήταν κατατρεγμός των θεών, που είχαν οργισθεί, όπως και το κοινό, για εκείνη την κακή ποίηση. Και οι ίδιοι οι ναύτες που είχαν γλυτώσει από το ναυάγιο, έρχονταν συνεπίκουροι σε αυτήν τη γνώμη του κόσμου, με την οποία επίσης φάνηκε να συμφωνεί κάπως ο χρησμός που προείπε το θάνατό του. Ο χρησμός δήλωσε πως ο Διονύσιος θα πλησίαζε στο τέλος του, όταν θα είχε νικήσει εκείνους που άξιζαν περισσότερο από αυτόν, πράγμα που ο Διονύσιος ερμήνευσε ότι αφορούσε τους Καρχηδόνιους, που τον ξεπερνούσαν σε δύναμη. Και πολεμώντας εναντίον τους απέφευγε συχνά τη νίκη και τη μετρίαζε, για να μην υποστεί τη μοίρα που είχε προβλέψει εκείνη η προφητεία, όμως ερμήνευσε στραβά: γιατί ο θεός αναφερόταν στην εποχή που κέρδισε (με μεροληψίες και αδίκως) το βραβείο στην Αθήνα από καλύτερους τραγικούς ποιητές από ό,τι ο ίδιος, έχοντας δώσει να παίξουν στο διαγωνισμό το έργο του “Τα Λήναια”· ύστερα από αυτήν τη νίκη πέθανε ξαφνικά και εξαιτίας εν μέρει της υπερβολικής χαράς που τον κατέλαβε λόγω αυτού του γεγονότος.

Τα έργα μου απέχουν τόσο από το να μου προσφέρουν ικανοποίηση, ώστε όσες φορές και αν τα αναψηλαφώ, τόσες φορές με σκάζουν:

«σαν τα ξαναδιαβάζω, ντρέπομαι που τα έγραψα,
γιατί εγώ που τα έγραψα βλέπω πολλά που κρίνω άξια να
σβηστούν». (ΟΒΙΔΙΟΣ)

Εξ αυτού συμπεραίνω πως οι παραγωγές εκείνων των γόνιμων και μεγάλων πνευμάτων των περασμένων καιρών είναι πολύ πιο πέρα από το έσχατο όριο όπου απλώνεται η φαντασία και η επιθυμία μου. Τα γραπτά τους δεν με ικανοποιούν και με γεμίζουν μόνο, αλλά μου φέρνουν απορία και με κάνουν να μαρμαρώνω από θαυμασμό. Κρίνω την ομορφιά τους· τη βλέπω, αν όχι ως την άκρη, τουλάχιστον σε τέτοιο βαθμό, ώστε μου είναι αδύνατο να προσπαθήσω να τη φτάσω.

ΜΙΣΕΛ ΝΤΕ ΜΟΝΤΑΙΝΙ, ΔΟΚΙΜΙΑ

Υπάρχει πάντα ένα μυστικό στην κοινωνική οργάνωση που ουδέποτε αποκαλύπτεται

Το μόνο σίγουρο είναι πως από τα περί ισότητας τίποτα ή σχεδόν τίποτα δεν υλοποιείται στην πραγματικότητα. Υποτίθεται ότι διακηρύξαμε τα ίσα δικαιώματα επειδή δεν αντέχαμε την ανισότητα των δυνάμεων της κοινωνίας. Εντάξει, οι διακρίσεις καταγωγής καταργήθηκαν. Πώς μπορούν όμως να καταργηθούν κι εκείνες που έχουν να κάνουν με την ανωτερότητα των φυσικών ικανοτήτων; Δεν υπάρχει τρόπος! Κι όμως είναι αρκετές για να αποκαταστήσουν προνόμια, για να υψώσουν μεταξύ των ανθρώπων φράγματα, τόσο αξεπέραστα όσο και αυτά τα οποία χώριζαν κάποτε τις διαφορετικές κοινωνικές τάξεις. Σήμερα ο καθένας στη γραμμή εκκίνησης μπορεί να πάρει τη θέση που είναι εκ φύσεως ικανός να πάρει. Έτσι, άλλοι καταφέρνουν και εξυψώνονται από τη δουλειά και τα ταλέντα τους στα υψηλότερα στρώματα, άλλοι δεν μπορούν να κατακτήσουν κάτι παραπάνω παρά μόνο τις μεσαίες θέσεις του μεγάλου όχλου κι άλλοι, που έτυχε να γεννηθούν σε οικογένειες των υψηλών στρωμάτων, επειδή δεν έχουν ταλέντα σε συνδυασμό με ανάλογη εργατικότητα, κατρακυλούν στα τελευταία στρώματα της κοινωνίας, στα οποία και είναι αναγκασμένοι να παραμείνουν για όλη τους τη ζωή.

 Τι συμπέρασμα λοιπόν μπορεί να βγάλει κανείς; Ότι όλα βρίσκονται στο βάθος της ανθρώπινης ψυχής. Εκεί υπάρχουν ισχυρά ένστικτα, που εξαιτίας τους οι άνθρωποι δέχονται να υφίστανται τα πάντα και να σκύβουν το κεφάλι. Ο κάθε άνθρωπος μεμονωμένα και, κατ’ επέκτασιν, οι πολλές και διαφορετικές ομάδες που απαρτίζουν την κοινωνία έλκονται προς τα πάνω ή μένουν προσκολλημένοι στην κατάντια στην οποία γεννήθηκαν από δυνάμεις έλξης και βαρύτητας, των οποίων οι αρχές βρίσκονται μέσα στην ψυχή τούς κι από τις οποίες δεν μπορούν να γλιτώσουν.

 Όλες οι σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους διαμορφώνονται σύμφωνα με το αν ο καθένας είναι πλασμένος να επιβάλλει ή να υφίσταται. Πρώτα υποτασσόμαστε στον εαυτό μας και στη συνέχεια στους άλλους. Πάντα ανάλογα με το βαθμό ψυχικής δύναμης, η οποία υπάρχει εκ γενετής μέσα τους. Αυτή είναι εκείνη που κυριαρχεί και, ό,τι και να κάνουν, αυτή είναι που τους καθορίζει τη θέση τους στην κοινωνία.

 Η πραγματικότητα που περιγράφεται πιο πάνω εμπεριέχει, ασφαλώς, ένα είδος μοιρολατρίας, η οποία έχει να κάνει με την κατανομή της εξυπνάδας και της αντοχής καθώς και των άλλων κοινωνικά ενεργών πλεονεκτημάτων του χαρακτήρα ανάμεσα στους ανθρώπους, κατανομή που έχει να κάνει αποκλειστικά και μόνο με την εκάστοτε ιδιοτροπία της τύχης.

■ Η δύναμη, η περιουσία, η κοινωνική θέση, η φήμη και η δόξα είναι σε ανεπάρκεια. Δεν μπορούν να τα κατέχουν παρά μόνο οι λίγοι κι εκλεκτοί.
■ Το ξεκίνημα της ζωής του κάθε ανθρώπου δεν είναι παρά μια λοταρία στην οποία λίγοι μόνο αριθμοί κερδίζουν. Οι κερδισμένοι έχουν πολύ περισσότερα φυσικά εφόδια για να παραγκωνίσουν τους υπόλοιπους.
■ Το κράμα των ανθρώπων της κοινωνίας μοιάζει με τα πλήθη που συνωστίζονται σε πολύ μικρούς δημόσιους χώρους και προσπαθούν να μη μείνουν απ’ έξω. Αυτοί που δεν έχουν πολύ δυνατά πλευρά για ν’ αντέξουν την πίεση συνθλίβονται ή αυτοί που το κεφάλι τους δεν ξεπερνά πολύ το μέσο ύφος στο πλήθος για να μπορούν να αναπνεύσουν, πνίγονται.
■ Στο παιχνίδι των κοινωνικών δυνάμεων, οτιδήποτε είναι ασθενές αναπόφευκτα ισοπεδώνεται. Αυτός είναι ο νόμος της μάχης, κι αυτό στην εποχή μας είναι η μεγαλύτερη αλήθεια.
■ Στα πόδια των κατακτητών του, ο άνθρωπος που έχει πια πέσει είναι ένα τίποτα, ένα συνηθισμένο πτώμα κάποιου που είναι φυσικό να χαθεί στο πεδίο της μάχης.
■ Οι ιαχές του πλήθους πνίγουν τους αναστεναγμούς του ηττημένου και η κυρίαρχη ιαχή ανάμεσα στο πλήθος είναι: Επιτυχία! Στόχοι!
■ Επιτυχία! Στόχοι! Οι λέξεις αυτές καθορίζουν ολόκληρο τον πολιτισμό. Η τελευταία λέξη της σύγχρονης κοινωνικής φιλοσοφίας δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά το να αναζητάς τρόπους για να πετύχεις.
■ Το δρόμο προς την Επιτυχία δεν γίνεται να σ’ τον δείξει άλλος. Είναι δρόμος απόλυτα προσωπικός. Πρέπει να τον βρεις μόνος σου. Το μόνο που μπορεί να σε καθοδηγήσει για να τον βρεις είναι τα εξής αξιώματα, που έχουν προκύψει από την εμπειρία:
● Τα μυστικά της ζωής δεν είναι κάτι που μαθαίνεται θεωρητικά.
● Όταν μάθουμε τη ζωή είναι ανοησία να προσπαθήσουμε να την μάθουμε και σε άλλους. Η διδασκαλία μας δεν πρόκειται να τους χρησιμεύσει σε τίποτα.
● Αυτοί που κάθονται και πολυψάχνουν θεωρητικά τη ζωή είναι αυτοί οι οποίοι λιγότερο επιτυχημένοι.
■ Δε μπορούμε να κρίνουμε τους ανθρώπους από αυτά τα οποία φαίνονται, αφού όσα φαίνονται δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Δε μπορούμε να τους κρίνουμε με βάση αυτά που λένε, αφού δεν λένε αυτά τα οποία σκέφτονται. Κι ακόμα κι αν ήταν ειλικρινείς, δεν θα μπορούσαμε να τους πιστέψουμε, αφού κι αυτοί οι ίδιοι δεν γνωρίζουν αρκετά τον εαυτό τους για να μπορέσουν να μας διαβεβαιώσουν πως πάντα θα συμβαδίζουν τα λόγια και τις πράξεις τους.
■ Κάθε άνθρωπος κάποτε θα είναι καλός, κάποτε θα είναι κακός, κάποτε θα είναι γενναίος, κάποτε θα είναι δειλός. Ανάλογα με τη δεδομένη στιγμή της ζωής του. Τίποτα δεν είναι πιο εύκολο παρά να κάνουμε λάθος προβλέποντας τη μία ή την άλλη συμπεριφορά να εκπλαγούμε από τα αποτελέσματα.

Σε ποιο βαθμό οι αποτυχίες μας εκφράζουν ασυνείδητες επιθυμίες μας;

Για να καταλάβουμε σε ποιο βαθμό οι αποτυχίες μας μπορούν να εκφράσουν ασυνείδητες επιθυμίες πρέπει να επιστρέψουμε στον τρόπο με τον οποίο ο Φρόιντ έφερε την επανάσταση στη θεώρηση του ανθρώπινου υποκειμένου, δείχνοντας ότι η ψυχική ζωή του είχε χωριστεί σε τρεις «περιοχές»: το «Εγώ», το «Εκείνο» και το «Υπερεγώ». «Το Εγώ δεν κυριαρχεί στο ίδιο του το σπίτι», προειδοποιεί. Η κυριαρχία του συνειδητού «Εγώ» απειλείται πράγματι διπλά: από το «Κάτω» και το «Πάνω». Από κάτω: την ασυνείδητη ψυχική ενέργεια του «Εκείνου», από όλες τις απωθημένες παρορμήσεις από την παιδική ηλικία που προσπαθούν να επιστρέψουν. Από πάνω: από τις τυραννικές διαταγές του «Υπερεγώ», του κοινωνικού και ηθικού «Εγώ», που είναι, επίσης, σε μεγάλο βαθμό ασυνείδητο. Το ασυνείδητο είναι, λοιπόν, μια ζωντανή δυναμική ενέργεια, η οποία επιδιώκει να εκδηλωθεί και επωφελείται από την ανάγκη του λάθους για να το πράξει. Αυτή η ενέργεια μπορεί να προέρχεται είτε από το «Εκείνο» είτε από το «Υπερεγώ». Μέσα από τα λάθη μας, μπορούμε να εκφράσουμε συσσωρευμένη επιθετικότητα, καθώς και υψηλές φιλοδοξίες που δεν παραδεχόμαστε. Ένας σύζυγος «αποτυγχάνει» στην τρυφερή χειρονομία του και χτυπάει τη γυναίκα του. Αν είναι μια χαμένη ευκαιρία, αυτή είναι το δικό του «Εκείνο» που καταφέρνει να τον ικανοποιήσει. Αυτός ο άνθρωπος είχε την ασυνείδητη επιθυμία να βλάψει τη σύζυγό του. Αλλά αν αποτύχει σε μια συνέντευξη για δουλειά, γιατί φιλοδοξεί πολύ περισσότερα από αυτή τη θέση, τότε είναι μάλλον το «Υπερεγώ» του που εκδηλώνεται. Και στις δύο περιπτώσεις, υπάρχει αποτυχία και επιτυχία την ίδια στιγμή, ταυτόχρονα, λέει ο θεμελιωτής της ψυχανάλυσης. Υπάρχουν μια συνειδητή απόλαυση και μια ασυνείδητη δυσαρέσκεια.

Μια χαμένη ευκαιρία εμπίπτει σε αυτή τη λογική, η οποία συνοψίζεται από τον ψυχαναλυτή Ζακ Λακάν: «Για κάθε χαμένη ευκαιρία, υπάρχει ένας επιτυχημένος λόγος». Αυτός ο επιτυχημένος λόγος πηγάζει από το ασυνείδητο, το οποίο ζητά να ερμηνευτεί, να αποκρυπτογραφηθεί.

Ελληνιστική Γραμματεία: Τα λογοτεχνικά είδη, Ελληνιστικά είδη, Η διασταύρωση των ειδών

Ο όρος διασταύρωση των ειδών ("Kreuzung der Gattungen") επινοήθηκε από τον Γερμανό φιλόλογο Wilhelm Kroll το 1924, ο οποίος θέλησε με αυτόν τον τρόπο να περιγράψει τον συνδυασμό διαφορετικών υφολογικών, θεματικών και στιλιστικών γνωρισμάτων για τη δημιουργία νέων λογοτεχνικών ειδών. Η τάση να καταστρατηγούνται τα όρια των κλασικών ειδών της επικής, λυρικής και δραματικής ποίησης είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη μεταξύ των υποστηρικτών της αλεξανδρινής νεωτερικότητας. Ο Καλλίμαχος εισηγείται την πολυείδεια στην ποίηση στον προγραμματικό 13ο Ίαμβο (απ. 203, 30-34):
 
«Ποιος ήταν εκείνος που πρόσταξε «Εσύ να γράφεις ελεγείες! Κι εσύ στο μέτρο το ηρωικό! Και σένα σου 'λαχε απ' τους θεούς να συνθέτεις τραγωδίες»; Νομίζω κανένας».
 
Ένας τομέας στον οποίο είναι εμφανέστατη η διασταύρωση των ειδών είναι η ποιητική φόρμα, με κύρια συνέπεια την αποσύνδεση των ειδών από τις παραδοσιακές συμβάσεις διαλέκτου, μέτρου και μουσικής. Αποκομμένοι από τις συνθήκες σύνθεσης και παράστασης της λυρικής ποίησης όπως εφαρμόζονταν κατά την αρχαϊκή και κλασική εποχή (η μουσική είχε αυτονομηθεί από το μέτρο, ενώ συχνά το λυρικό «τραγούδι» προοριζόταν μόνο για απαγγελία), οι ελληνιστικοί ποιητές δεν ήταν υποχρεωμένοι να ακολουθούν τους αυστηρούς κανόνες του πινδαρικού ή αλκμανικού λυρισμού. Αντίθετα, συνηθίζεται αυτήν την εποχή να συνδυάζονται λυρικά μέτρα μεταξύ τους όχι μόνο στο πλαίσιο μιας ποιητικής συλλογής όπως οι Ίαμβοι του Καλλιμάχου αλλά ακόμη και στα όρια του ίδιου ποιήματος∙ δεν είναι τυχαία εξάλλου η επινόηση νέων μετρικών μορφών που παίρνουν το όνομά τους από τους ελληνιστικούς ποιητές που τις χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά (ο φαλαίκειος από τον επιγραμματοποιό Φάλαικο, ο ασκληπιάδειος από τον επιγραμματοποιό Ασκληπιάδη και ο σωτάδειος από τον σατιρικό Σωτάδη). Η επική ποίηση υφίσταται παρόμοιες μεταλλάξεις, αφού ο δακτυλικός εξάμετρος χρησιμοποιείται σε νεόκοπα ελληνιστικά είδη όπως το ειδύλλιο και το επύλλιο, ενώ δεν απαντά σε παραδοσιακές μορφές όπως ο αφηγηματικός ύμνος (χαρακτηριστικό παράδειγμα ο 5ος ύμνος του Καλλιμάχου Εἰς λουτρὰ τῆς Παλλάδος που γράφεται σε ελεγειακό δίστιχο και δωρική διάλεκτο). Παρόμοια το δράμα γίνεται συχνά ποίηση βιβλίου (Lesedrama όπως η Αλεξάνδρα του Λυκόφρωνα) και πεδίο τολμηρών πειραματισμών (παράδειγμα η ανάμιξη μίμου και ιάμβου από τον Ηρώνδα).

Κείμενα:

· Καλλίμαχος, Ία. 13* (Υπεράσπιση της πολυειδείας στην ποίηση)
· Θεόκριτος, Ειδύλλιο 1 (Το πρόγραμμα της βουκολικής ποιητικής)
----------------------
*Το ποιητικό μανιφέστο του Καλλιμάχου
Ο Καλλίμαχος ο Κυρηναίος (ακμή 285-246 π.Χ.) είναι ο εισηγητής της Αλεξανδρινής νεωτερικής ποίησης και το πρότυπο του κινήματος των poetae novi στη Ρώμη υπό τον Κάτουλλο αλλά και της ρωμαϊκής ελεγείας από τον Προπέρτιο ως τον Οβίδιο. Πρέσβευε τη σύνθεση λογιότητας και ποίησης, θέτοντας ως προϋπόθεση της καλλιτεχνικής δημιουργίας τη λεπτότητα και την καθαρότητα. Ταυτισμένος σχεδόν με το Μουσείο (ανήκε στην αυλή του Πτολεμαίου Β΄ του Φιλάδελφου) και τη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας (αν και ποτέ δεν ανέλαβε επίσημα τα καθήκοντα του Βιβλιοθηκάριου), ο Καλλίμαχος ήταν λόγιος, γραμματικός, λεξικογράφος, παραδοξογράφος, ποιητής — μία πολύπλευρη προσωπικότητα που αναγνωρίστηκε ως αρχηγέτης μιας μοντερνιστικής επανάστασης στην ποίηση αλλά και προκάλεσε τον φθόνο πολλών από τους ομοτέχνους του.
Αυτούς τους τελευταίους τους αποκαλεί περιφρονητικά «Τελχίνες» στο κατεξοχήν προγραμματικό κείμενό του, τον ποιητολογικού περιεχομένου Πρόλογο των Αιτίων [Καλλίμαχος, Αίτια. απ.1]:
Οι Τελχίνες, αυτοί οι αδαείς που δεν αξιώθηκαν τη φιλία της Μούσας … μουρμουρίζουν για την ποίησή μου. Μου καταμαρτυρούν ότι δεν άπλωσα ποίημα ενιαίο και συνεχές σε πολλές χιλιάδες στίχους περί βασιλέων και ηρώων, αλλά κλώθω, λέει, του τραγουδιού το νήμα λιγοστό σαν το μικρό παιδί, ενώ μετράω δεκαετίες ουκ ολίγες.
Σύμφωνα με έναν αρχαίο κατάλογο σε αυτούς περιλαμβάνονται οι επιγραμματοποιοί Ασκληπιάδης ο Σάμιος και Ποσείδιππος από την Πέλλα καθώς και ο περιπατητικός Πραξιφάνης ο Μυτιληναίος. Εναντίον τους ο Καλλίμαχος αντιπαρατάσσει τους δικούς του λογοτεχνικούς κανόνες, αποτυπωμένους σε μια σειρά από όρους —ὀλίγος, λεπταλέος, γλυκύς, λιγύς, σοφίη και τέχνη—, καθώς και σε εύγλωττες μεταφορές, όπως του ποιητή-τζίτζικα και του στενού, απάτητου μονοπατιού της νέας ποίησης.
Φαίνεται ότι ο κύριος στόχος του Καλλιμάχου ήταν η στομφώδης ποίηση που γραφόταν κατά απομίμηση των μεγάλων ποιητών του παρελθόντος και κυρίως του ομηρικού έπους. Η άποψη ότι ο Καλλίμαχος στρεφόταν ενάντια στους ομηρίζοντες επικούς ποιητές της εποχής του μπορεί σήμερα να απορρίπτεται από την έρευνα ως υπερβολική, ωστόσο αποτελούσε έναν ζωντανό θρύλο ήδη από τα χρόνια του ποιητή. Σύμφωνα με τις αρχαίες βιογραφίες μάλιστα, ο Καλλίμαχος απέρριψε ως κακόγουστο ομηρίζον έπος τα Αργοναυτικά του μαθητή του Απολλώνιου Ρόδιου κι εκείνος σε απάντηση του αφιέρωσε ένα αιχμηρό δίστιχο [ΑΠ. 11.275]:
Ο Καλλίμαχος, το κάθαρμα, ο απατεώνας, ο ξύλινος νους∙ ο υπαίτιος, ο που συνέθεσε τα Αίτια Καλλίμαχος.
Ακόμη κι αν η διαμάχη με τον Απολλώνιο θεωρείται πλέον ένα πλασματικό ανέκδοτο, η αντίθεση του Καλλιμάχου προς την πολύστιχη, μακροσκελή ποίηση χωρίς την εκλεπτυσμένη προσοχή στη λεπτομέρεια ήταν πέρα για πέρα πραγματική. Στον Καλλίμαχο αποδίδεται η φράση (απ. 465 Pf.) το μεγάλο βιβλίο είναι μεγάλη συμφορά, ενώ τα αρχαία σχόλια μαρτυρούν ότι το επύλλιό του Ἑκάλη γράφτηκε ως απάντηση σε εκείνους που τον κατηγορούσαν ότι δεν μπορούσε να γράψει ένα μεγάλο ποίημα. Εκτός από τη λεπτότητα, τα καλλιμαχικά ιδεώδη περιλαμβάνουν την εμμονή στην καθαρότητα, την υποστήριξη της πολυείδειας, την αποφυγή των ηρωικών θεμάτων και την εμμονή στις μικρές ποιητικές φόρμες όπως το επίγραμμα.

Κείμενα:

· Καλλίμαχος, Πρόλογος στα Αίτια (Το ποιητικό μανιφέστο)
· Καλλίμαχος, 'Υμν. Απόλλ. 105-113 (Η θεωρία της ποιητικής καθαρότητας)
· Καλλίμαχος, Ία. 13 (Υπεράσπιση της πολυειδείας στην ποίηση)
· Καλλίμαχος, Επίγραμμα 28 (Η απόρριψη του κύκλιου έπους)