Τετάρτη 10 Ιουνίου 2015

Ο ΣΩΚΡΑΤΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ: ΜΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

    Είναι κοινώς παραδεκτό ότι οι βασικοί άξονες της σκέψης του Σωκράτη εντάσσονται στο πνευματικό κίνημα του σοφιστικού διαφωτισμού. Η ενδότερη συγγένειά του με τους σοφιστές είναι περισσότερο αισθητή σε θέματα που σχετίζονται με την κριτική του μύθου, τη φιλοσοφική κατανόηση του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους της κοινότητας, την καλλιέργεια πολιτικών και παιδαγωγικών ενδιαφερόντων, την παιδευτική σημασία του λόγου και του έλλογου πράττειν. Αλλά και η πρακτική όψη της φιλοσοφικής του δραστηριότητας παρουσιάζει τα ίδια σχεδόν γνωρίσματα με εκείνα των σοφιστών: η διδασκαλία του συνδέεται με τις έγνοιες και τους προβληματισμούς των νέων ανθρώπων, οι συζητήσεις με τους συμπολίτες του, όπως π.χ εκείνη με τον Ευθύφρονα, λαμβάνουν συχνά διαφωτιστικό χαρακτήρα, η κριτική διάθεση της σκέψης του τείνει να αυτοθεμελιώνει τον διαπαιδαγωγητικό της ρόλο, η θεωρητική του βλέψη αμφισβητεί ευθέως την προσήλωση σε εδραιωμένα δόγματα και αναζητεί νέα παιδευτικά πρότυπα.

    Κι όμως ο Σωκράτης διαφέρει ουσιαστικά από τους σοφιστές. Η διαφορετικότητα που χαρακτηρίζει τις δύο πλευρές προωθεί νέους αναπροσδιορισμούς στη φιλοσοφική κατανόηση της παιδείας και σε γνωσιο-οντο-λογικό επίπεδο επιδρά καταλυτικά στην περαιτέρω εξέλιξη του φιλοσοφικού στοχασμού. Οι σοφιστές ομιλούν για μόρφωση, ο Σωκράτης για δια-μόρφωση1. Οι πρώτοι υπερασπίζονται την υποκειμενικότητα της γνώμης και την απόλυτη σχετικότητα της γνώσης, ο δεύτερος υπερασπίζεται την υποκειμενικότητα της σκέψης στη βάση της διαμόρφωσης ελεύθερης αυτοσυνείδησης ή πνευματικής απελευθέρωσης του εαυτού2. Εκείνοι υποτάσσουν το λόγο στην υπηρεσία της ρητορικής και ανασημαίνουν τα πράγματα δυνάμει της λεκτικής τους αναπαράστασης· ο Σωκράτης ανευρίσκει στο λόγο τη λογική μέθοδο πρωτίστως και δι’ αυτής προχωρεί στη σύλληψη της αλήθειας. Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο λόγος για τους σοφιστές είναι αντί-λογος, για τον Σωκράτη στοχαστικός κριτής των ανθρώπων και των πραγμάτων3. Με δεδομένη αυτή την αντιθετική ενότητα σκέψης, από την οποία εκπήγασε ο σωκρατικός διάλογος, θα προσπαθήσουμε να δείξουμε ότι αυτή η χρονικά πρώτη μορφή διασκεπτικού φιλοσοφείν δεν αποτελεί απλώς στιγμή -έστω και σημαντική- της ιστορίας της φιλοσοφίας, αλλά κυρίως αναγκαία μεθοδολογική αρχή για να πραγματοποιείται η φιλοσοφία ως ολοκληρωμένη παιδεία του ανθρώπου.

II. ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΣ

    Στην έννοια της παιδείας έβλεπε κανείς την εποχή του Σωκράτη κι ακόμα περισσότερο βλέπει σήμερα μια πολύτροπη πράξη που αφορά την ανατροφή των παιδιών, την εκπαίδευση, τη μόρφωση, την αγωγή, τη διδασκαλία, τα μαθησιακά αποτελέσματα, το διδαχθέν αντικείμενο, την ειδική γνώση στην επιστήμη και στην τέχνη, τη γενική και καθολική κουλτούρα. Στην ουσία πρόκειται για μια ανεξάντλητη πράξη, η οποία, επειδή είναι τόσο ανεξάντλητη, δεν μπορεί να προσδιορίζεται επακριβώς γι’ αυτό και κάθε απόπειρα οριστικής εννόησης της παιδείας έχει νόημα περισσότερο ως ιδεολογική περιχαράκωση της παρά ως αυθεντική σύλληψη της4. Θα μπορούσε κανείς ωστόσο να ξεκινήσει από ορισμένες διαχρονικές σταθερές, οι οποίες αναδείχνουν την παιδεία, ανεξάρτητα από την επί μέρους κατηγοριοποίηση της σε εκπαίδευση, μόρφωση, αγωγή κ.λπ., ως συστατική λειτουργία της ανθρώπινης ύπαρξης.

Η πρώτη σταθερά είναι ότι η παιδεία αποτελεί καθαρά ανθρώπινο επίτευγμα και θεμελιώνεται ως σχέση ανάμεσα σε δύο πρόσωπα: ανάμεσα σε ένα Εγώ και σε ένα Εσύ, ανάμεσα στη μητέρα και στο παιδί, ανάμεσα στο δάσκαλο και στο μαθητή. Κατά τη δεύτερη σταθερά, η παδεία ως σχέση συνιστά μια σχέση συνείδησης, η οποία εκτείνεται σε όλη τη διάρκεια του πεπερασμένου βίου και διακρίνεται για την αμοιβαία ευθύνη και ελευθερία των συνιστωσών της. Μια τρίτη σταθερά έχει να κάνει με τον παιδαγωγικό χαρακτήρα αυτής της σχέσης, με τη μάθηση, την ηθική ενέργεια, την αισθητική καλλιέργεια, τις μετα-φυσικές ανησυχίες και με κάθε παρόμοιο έργο που ανυψώνει το ανθρώπινο ον πάνω από τη φυσική του ατομικότητα, δηλαδή το καθιστά πρόσωπο5. Μια τέταρτη σταθερά αφορά τις μορφές γνώσης που του καλλιεργούν το νου και το χαρακτήρα, έτσι ώστε να μπορεί να θεωρεί τα όντα και να κατακτά την πνευματική του αυτονομία. Μια πέμπτη σταθερά σχετίζεται με τη γενικότερη σημασία των αξιών στην αγωγή και παιδεία του ανθρώπου.

Αυτές οι σταθερές συνέχονται και αλληλονοηματοδοτούνται υπό την ισχύ του ερωτήματος «τι είναι παιδεία». Το ίδιο το ερώτημα ως τέτοιο ανάγεται απευθείας στο σωκρατικό ερώτημα «τί εστίν;»6· έχει επομένως φιλοσοφικό υπόβαθρο και συνάπτει τις διερευνήσεις γύρω από την έννοια της παιδείας με την ποιοτική κατεύθυνση του σωκρατικού ερωτήματος. Αλλά εδώ μπορούμε να διερωτηθούμε: Ποια γνωρίσματα της ποιοτικής του κατεύθυνσης οντοθέτει το σωκρατικό ερώτημα; Οντοθέτει την αμφισβήτηση του δεδομένου ή ιδεολογικοποιημενού, την απομυθοποίηση της παντοδυναμίας του, την απελευθέρωση της ουσίας του πράγματος από την ανύποπτη βεβαιότητα της αναπόδεικτης γνώμης αλλά και από την δεσπόζούσα επαγγελματικο-τεχνική γνώση που στήριζε το όλο κοινωνικο-πολιτικό οικοδόμημα, την ανάδειξη της εκάστοτε παρουσίας του σε αντικείμενο του κριτικού λόγου. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η θεμελιώδης προϋπόθεση παιδείας συμπίπτει με την εκδίπλωση της ζωντανής σκέψης και με μια διαλογιστική διείσδυση, η οποία ορθώνει απέναντι στη σοφιστική μέθοδο της υποκειμενικής οριοθέτησης της αλήθειας τη διαλογική μέθοδο απορητικής ζήτησης της αλήθειας και καλλιεργεί έτσι την ικανότητα -όχι απλώς τη δεξιότητα- για αυτοκατευθυνόμενη αγωγή του ανθρώπου.

Αλλά ποιο συγκεκριμένο νόημα λαμβάνει η καλλιέργεια αυτής της ικανότητας; Μια ουσιαστική θεώρηση του σωκρατικού ερωτήματος, κατ’ αρχάς, δείχνει ότι το ερώτημα εν γένει μαρτυρείται μέσα στην ηθική συνείδηση και υποδηλώνει συγκεκριμένα αξιολογικά και γνωσιολογικά κριτήρια για να εκπληρώνει η συνείδηση την πιο πάνω προϋπόθεση παιδείας. Τέτοια κριτήρια τοποθετούν τη γνώση και το αγαθό σε μια συνδυαστική κλίμακα λογικής έρευνας και εσωτερικής σύνεσης7. Στο βαθμό που αυτά δεν τα εγγυάται κανένα είδος αγωγής από τα κυρίαρχα στην κοινωνία της Αθήνας και δεν θα μπορούσε να τα εγγυάται γιατί η ίδια θα αυτοκαταργούνταν, η πρόσκτηση τους ανατίθεται σε εκείνη τη φιλοσοφική άσκηση της συνείδησης, δια της οποίας η ίδια μπορεί να αυτοχειραγωγείται και να αυτοκατευθύνεται. Έναντι οποιασδήποτε εξωτερικής διδασκαλίας, αυτή η άσκηση έχει το προβάδισμα, διότι εργάζεται με την προοπτική της αδιάψευστης αλήθειας, του απόλυτου αγαθού, και όχι με βάση εφήμερες ή πιθανές λύσεις. Γι’ αυτό αποτείνεται στη λογική ικανότητα του ανθρώπου, κυριολεκτικά στην υποστασιακή του δομή, κι αγκαλιάζει το σύνολο της ζωής του και της εμπειρικής του ύπαρξης. Αναγνωρίζει έτσι στην καθημερινή παρουσία της τελευταίας το έργο της κατά Λόγο θεμελίωσης της οντολογικής και ηθικής της εξέτασης8. Αυτό, κατά δεύτερο, δείχνει ότι η ύπαρξη του παιδευτικού φαινομένου είναι γενικά συνυφασμένη με την έμφυτη ικανότητα του ανθρώπου να σκέπτεται, να υπόκειται σε άσκηση, να μορφώνεται και να διαμορφώνεται, αλλά και στη δυνατότητα του να αντιμετωπίζει με ελευθερία και ευθύνη της πρακτικής του συνείδησης την εμπράγματη κατάσταση του. Αυτή τη δυνατότητα δεν αξιοποίησε ο Σωκράτης, όταν έπρεπε να αντιμετωπίσει τη δική του εμπράγματη κατάσταση που συνοψιζόταν στο δίλημμα: να αποδράσει ή να μην αποδράσει και υπάκουσε αταλάντευτα στον «βέλτιστο λόγο»;

Η καλλιέργεια, κατά συνέπεια, της ικανότητας για αυτοαγωγή συνδέεται με τη διαμόρφωση των λογικών προϋποθέσεων για μια αυτόνομη και κατά εσωτερική αναγκαιότητα μεθ-όδευση της παιδευτικής στάσης του ανθρώπου: εισάγει τον τελευταίο στην οδό της ομο-λογούμενης άγνοιας και τον θέτει εντελώς μόνο απέναντι σε αυτό που ο ίδιος είναι ως γνωρίζον υποκείμενο, για να τον ανυψώνει στη γνώση αυτού που γνωρίζει και στη γνώση που γνωρίζει τα όρια της και μέσω αυτής στην αυτενεργό προσέγγιση των πραγμάτων. Πού στηρίζεται όμως αυτή η μεθόδευση και πώς συλλαμβάνεται στην πρακτική της διάσταση; Στηρίζεται στους λόγους9, οι οποίοι συναρθρώνονται κατά το διάλογο ερωτώντος και ερωτώμενου και παριστούν το λόγο να συγκροτεί την ενδοσυνάφεια των πραγμάτων. Συλλαμβάνεται δε, ως διαλογική πράξη γνωριμίας των διαλεγομένων και των πραγμάτων συγχρόνως. Πρόσωπο και πραγματικότητα δεν νοούνται χωριστά. Προσπαθώντας να γνωρίσει ή να εξετάσει κανείς την πραγματικότητα, γνωρίζει ή εξετάζει συνάμα τον εαυτό του και αντίστροφα. Η ενύπαρξη του λόγου ως ενιαίας ρυθμιστικής αρχής της σχέσης προσώπων και πραγμάτων προσδίδει διυποκειμενικό χαρακτήρα στην πιο πάνω μεθ-όδευση της παιδευτικής στάσης και δεν αφήνει περιθώρια να νοείται η παιδεία του προσώπου έξω από την κοινότητα των σκοπών του διαλόγου και του διαλογικού πράττειν10.

Αυτό παραπέμπει στην ουσία του πράγματος: η σωκρατική μεθ-όδευση παιδείας οντολογικά θεμελιώνεται σε μια ορθολογική κατάκτηση της ενότητας του εαυτού με την κοινότητα, ήτοι σε μια ενότητα, που αναδύεται ως βαθιά μέριμνα του εαυτού, συνακόλουθα ως μια φιλοσοφική [=λογική] ανά-γνωση «της αλήθειας του ανθρώπου καθώς και της αλήθειας καθεαυτήν και διεαυτήν»11, και τον φέρει σε διαστοχαστική επικοινωνία με τον εαυτό του και με τους άλλους. Λαμπρό παράδειγμα εδώ είναι η διαλογική-διαστοχαστική επαφή Σωκράτη και Κρίτωνα στον Ευθύδημο, η οποία έφερε στην επιφάνεια την ενδότερη σημασία της φιλοσοφικής δραστηριότητας για τη σωστή μεθόδευση της παιδείας12. Γνωσιολογικά δε κατανοείται ως μια συγκεκριμένη, βήμα προς βήμα, διαδικασία προσωπικής παίδευσης του ανθρώπου και προαγωγής των παιδευτικών του σχέσεων. Πιο ειδικά, η διαδικασία τούτη, στηριζόμενη στον φιλοσοφικό διάλογο, επιχειρεί να ανασύρει το ανθρώπινο άτομο από τον αυτοπεριορισμό του σε απόλυτους σχετικισμούς, από την πνευματική του ακινησία μέσα στους ρόλους μιας κατά συνθήκη τεχνογνωσίας, από τη μονοδιάστατη συνείδηση μιας τεχνητής συμβίωσης13. Η αυθεντικότητα της, εν τέλει, ηχεί ως μια αλυσιτελής προσπάθεια του ανθρώπου να πραγματοποιεί τον εσωτερικό του μετασχηματισμό και να μετατρέπει κάθε επί μέρους έργο σε ενσυνείδητη πράξη γενικής ομοθυμίας και συνεννόησης.

III. ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΓΝΩΣΗ

    Μια τέτοια πραγματοποίηση δεν αναζητείται κυρίως στην προβολή νέων θεωριών ή στην ατελεύτητη σώρευση γνώσεων όσο στη διαλεκτική διερεύνηση των γνωσιολογικών προϋποθέσεων, που έχει ανάγκη ο καθένας για να ενεργοποιεί τις λανθάνουσες δυνάμεις της ατομικής του ψυχής και να υψώνεται πάνω από τον εμπειροτεχνισμό της καθημερινότητας14. Στην πράξη πρόκειται για μια μεθ-οδική συμπόρευση «γνώσης και φρόνησης»15, όπου ο εξαντικειμενισμός της γνώσης δεν γίνεται αυτοσκοπός, αλλά μεταβατικό στάδιο για να αποκτά το ανθρώπινο άτομο συνείδηση της περιοριστικής χρήσης του αντικειμενικού λόγου16 και να περιάγεται σε κατάσταση ριζικής αμφιβολίας17. Έτσι, συμβαίνει μπροστά στην πλήρη αβεβαιότητα των πραγμάτων να θέτει το ερώτημα για τον ίδιο του τον εαυτό, δηλαδή να στρέφεται προς τη συνείδηση του εαυτού και να μετασχηματίζει τη γνώση που έχει για το Είναι.

Η στροφή αυτή είναι εκείνο που επιζητεί πάντοτε η ολοκλήρωση της ατομικής ύπαρξης και πάνω στο οποίο θεμελιώνεται η φιλοσοφική ιδέα της παιδείας. Η σύλληψη και η πραγμάτωση της έννοιας αυτής της στροφής αντιστοιχεί στην ίδια τούτη τη φιλοσοφική ιδέα· γι’ αυτό και η τελευταία δεν μπορεί να ταυτίζεται με τα διάφορα περιεχόμενα γνώσης ή προγράμματα εκπαίδευσης, αλλά ενσαρκώνει τη γνώση ως επίγνωση των ορίων της ανθρώπινης γνώσης και ερευνά την ουσία του ανθρώπινου ατόμου στη διαλογική προσέγγιση της διαφορετικότητας του Εγώ και του Εσύ18. Ικανοποιητική εικόνα αυτής της φιλοσοφικής θεμελίωσης μας δίνει ο Πλάτων στην Απολογία του: Ο Σωκράτης δεν πιστεύει ότι υπερέχει σε σοφία, όπως π.χ. πιστεύει ο Πρωταγόρας19, και ότι έχει να μεταδώσει κάποια ειδική γνώση στους νέους της εποχής του ή γενικότερα στους συνανθρώπους του· γι’ αυτό και δεν έσπευσε να υιοθετήσει άκριτα το χρησμό του μαντείου των Δελφών ότι είναι ο σοφότερος όλων, αλλά προτίμησε να ακούσει την εσωτερική του φωνή, δηλαδή να οδηγηθεί από την ελεύθερη ενέργεια της συνείδησης του, για να μην υπολείπεται της προσδοκίας του χρησμού, και να προχωρήσει σε δι-ερευνητικό διάλογο με υποτιθέμενους ειδήμονες και σοφούς.

Το όλο διαλογικό του εγχείρημα ομιλεί τη γλώσσα μιας φιλοσοφικής παιδείας που αναζητεί την ουσία της στην εννοιακή ανοιχτότητα της γνώσης [=γνώση της αρετής, του αγαθού, του εαυτού κ.λπ.] και όχι στην εννοιολογική περιχαράκωση των όρων της [=ρητορική, σοφιστική, πολιτική τέχνη κ.λπ.]· πραγματοποιεί δε αυτή την αναζήτηση ως μέθοδος γνώσης, ήτοι ως δια-πόρευση από ερώτημα σε νέο ερώτημα, από προβληματισμό σε βαθύτερο προβληματισμό, από τη βεβαιότητα της γνώμης στην αβεβαιότητα του στοχασμού20, από τη δεσμευτικότητα των οριστικά διατυπωμένων γνώσεων στη φωτεινότητα των αποσαφηνισμένων σκέψεων. Στη συζήτηση που είχε με τους πολιτικούς, τους ποιητές και τους τεχνίτες21 διαπίστωσε ότι και οι τρεις αυτές κατηγορίες πολιτών δεν απέκτησαν ποτέ συνείδηση αυτού που είναι και αυτού που πραγματικά γνωρίζουν, δεν μπόρεσαν να φτάσουν ποτέ στην έννοια της γνώσης και να την αντικρίσουν στην καθολικότητα της· γι’ αυτό και δεν κατόρθωσαν να υπερβούν το στάδιο της απαιδευσίας και της αφροσύνης: αν και δεν διέθεταν καμιά διαστοχαστική εμπειρία του Είναι, εν τούτοις πίστευαν ότι διαθέτουν ανήγαγαν έτσι, κατά ψευδή συνείδηση, τις μερικές ή αποσπασματικές τους γνώσεις σε απόλυτη γνώση και αυτονομιμοποιούνταν να γνωμοδοτούν ασυγκράτητα για τα πιο σημαντικά ζητήματα της πόλης.

Ενώ γενικότερα ο Σωκράτης αναγνώριζε τις ορισμένες γνώσεις των τεχνιτών και την αναγκαιότητα να καλλιεργούνται οι δεξιότητες, θεωρούσε άκρως επικίνδυνο για τις πολιτικές υποθέσεις της πόλης – για τα «μέγιστα» – να εισακούγονται εκείνοι οι οποίοι ταύτιζαν την κατοχή συγκεκριμένων δεξιοτήτων με την αρμοδιότητα να παρουσιάζονται ειδικοί και σε ζητήματα ξένα προς την ειδικότητα τους.

Στον Πρωταγόρα ο φιλόσοφος δείχνεται να λέει ότι οι Αθηναίοι χρησιμοποιούν τους ειδικούς, όπου χρειάζονται τεχνικές γνώσεις, αλλά σε ζητήματα σχετικά με τη διοίκηση της πόλης δέχονται να τους συμβουλεύει «το ίδιο ξυλουργός και σιδηρουργός και σκυτοτόμος, έμπορος και ναυτικός, πλούσιος και φτωχός, ευγενής και ταπεινός»22.

Απέναντι σε τέτοια σαθρά σχήματα δομών και αντιλήψεων, οι προσφερόμενες μορφές γνώσης, όπως οι πολλαπλές εκδοχές της σοφιστικής, εξαντλούνταν στο να εκπαιδεύουν συναισθηματικά και διανοητικά τους νέους για να επιτύχουν στον πολιτικό στίβο και να τηρούν τους κανόνες της συμβατικής ηθικής· τα κριτήρια παιδείας που αφορούσαν τόσο τις μορφές γνώσης όσο και την αξία τους δεν απαιτούσαν ιδίαν κριτική σκέψη ως προς το εάν η μια ή η άλλη πολιτική επιλογή είναι σωστή, ως προς το εάν οι νόμοι είναι δίκαιοι ή άδικοι κ.λπ., γιατί δεν προωθούσαν τη διείσδυση του λόγου ως τα θεμέλια των σκέψεων και των πράξεων της κοινότητας και των μελών της. Απ’ αυτή την άποψη υστερούν σε ριζοσπαστικότητα έναντι της σωκρατικής θεώρησης, η οποία αναγνωρίζει την αξιολογική κλίμακα της γνώσης και τη θέση του ανθρώπου μέσα στο Είναι της, ώστε να μην αποτυγχάνει στο έργο του «εαυτόν πλάττειν».

Ο ριζοσπαστικός χαρακτήρας αυτής της θεώρησης εγκατοικει μέσα στο διάλογο και είναι αυτός που ανυψώνει τη γνώση σε φιλοσοφικό θεμέλιο παιδείας: οδηγώντας τη σκέψη της εμπειρικής ύπαρξης στα όρια της αυτοκατάλυσής της ως διχοτομημένης συνείδησης -εδώ βρίσκει έκφραση η φιλοσοφική διάσταση της σωκρατικής αυτογνωσίας – υποχρεώνει το υποκείμενο να αναστατώνεται εσωτερικά και να ομο-λογεί το διχασμό του23. Έτσι το εξοπλίζει με ισχυρές προϋποθέσεις για να αντιμετωπίζει ως φιλοσοφικό αίτημα ζωής την αναίρεση κάθε ετερόνομης δέσμης πεποιθήσεων, να αποδυναμώνει την εξουσία του αντικειμενικού κόσμου απέναντι στον εαυτό του και να ακυρώνει κάθε εξουσιαστική αξίωση της γλώσσας αυτού του κόσμου να επιβάλλει ως οριστικά αληθινό και πραγματικό ό,τι είναι ήδη εξαντικειμενισμένο και παγιωμένο24. Για την ατομικότητα που ορέγεται την ανάκτηση της ενότητας της, αυτό σημαίνει ότι εκτίθεται στην κίνηση της γνώσης, η οποία, αφήνοντας πίσω της την απώλεια των αντικειμένων [=«πλούτος και άλλα αγαθά, ιδιωτικά και δημόσια» Απολογία 30b], αποκηρύσσει τον αντικειμενοποιημένο χαρακτήρα της [=δοξασίες, θεωρίες, κοσμοαντιλήψεις, δόγματα κ.λπ.] και συστηματοποιείται σε φιλοσοφική παίδευση [ = συγκρότηση] του υποκειμένου. Το προσανατολίζει σταθερά, υψώνοντας το στη λογικότητα της έννοιας, στο να αποκαθιστά ελεύθερη πρόσβαση στον κατανοητικό στοχασμό [begreifendes Denken] και να αξιολογεί τα (περι)ορισμένα νοήματα των πραγμάτων με βάση την ολόκληρη συνείδηση, την καθολική του φύση.

Μαθαίνει, κατ’ αυτό τον τρόπο, να μη στέκεται γενικά και αφηρημένα απέναντι στον κόσμο, αλλά να εισδύει στον εαυτό του, να τον αντιμετωπίζει στη συγκεκριμένη του ανθρωπινότητα, να τον ανα-λύει και να τον εκθέτει σε α-πορία. Κατ’ αυτή την έννοια, ο διάλογος γίνεται γλώσσα και πράξη της παιδείας του ανθρώπου. Πρακτικά σημαίνει ότι παρακινεί το συνομιλητή να συμμετέχει στην αφαιρετική εργασία της γλώσσας και να δοκιμάζεται στην αυτόνομη παραγωγή φιλοσοφικής γνώσης· κατά τη δοκιμασία δε τούτη να μην εξαρπάζεται από εφήμερα επιτηδεύματα, αλλά να διακρίνει τα λεπτά σήματα της γλώσσας του κόσμου, να ανοίγεται πλήρως στο εννοιακό τους βάθος και μέσα από τη διαύγαση των φιλοσοφικών προτάσεων να καθιστά προσιτή στη γλώσσα την κοινή ζήτηση της ουσίας του πράγματος25.

Αυτή η λογική χρήση της γλώσσας συνιστά ήδη μια πρωταρχική πηγή γνώσης, διότι αυξάνει στο συνομιλητή τη συνείδηση αγνωσίας και διανοίγει νέες προοπτικές ερμηνείας της αντικειμενικής του σχέσης. Συγκεκριμένα τον φέρνει σε ζωντανή επικοινωνία, ως σκεπτόμενο υποκείμενο, με την ιδέα του πράγματος, η οποία υπάρχει ήδη μέσα στο υποκείμενο υπό τη μορφή ακαθόριστης σύλληψης, αυξάνει την εσωτερίκευση της διαλογικής του εμπειρίας, κυρίως ως αναγνώριση της άγνοιας του26, και συνακόλουθα την επίγνωση ότι υπάρχει κάτι περισσότερο απ’ αυτό που γνωρίζει· άρα ενισχύει την αυτοσυναίσθηση ότι, ως φορέας γνώσης, δεν είναι μόνο αυτό που φαίνεται ή πιστεύει πως είναι. Εμβαθύνοντας λοιπόν ο ίδιος σε τούτη την κατάσταση του συνειδητού-Είναι του, ουσιαστικά γίνεται όλο και περισσότερο ρεαλιστική αυτοσυνείδηση που ανακαλύπτει, εντός αυτής της ρεαλιστικό-τητας, την ανώλεθρη γλωσσική ισχύ, ώστε να διαμορφώνεται σε αυθεντικό συνομιλητή27 μέσα στη δίνη της συζήτησης και να μην εκφυλίζεται σε απλό ακροατή που απλώς συγκατατίθεται28.

Από εδώ συνάγεται ότι ο διάλογος διδάσκει στους διαλεγομένους την ευθύτητα της σκέψης και δύναται έτσι να τους υποβάλλει σε μια πολλαπλή λογική διεργασία, η οποία εξελίσσεται σε ερευνητική μέθοδο εξέτασης του Είναι του όντος, εξέτασης του άλλου και του εαυτού29. Τι είναι όμως αυτό που στη σωκρατική πρακτική της φιλοσοφίας αναδεικνύει το διάλογο σε μοναδική μεθοδολογική προϋπόθεση για να πραγματοποιείται η φιλοσοφία ως παιδεία του ανθρώπου; Είναι το ερώτημα που κατευθύνει το υποκείμενο στην αγωγή συνείδησης και στην ορθόφρονη κρίση, καθώς και η γνώση ως ικανότητα να θέτει και να απαντά κανείς στο ερώτημα30. Το ερώτημα ανταγωνίζεται την κυριαρχία της απαιδευσίας και την ανηθικότητα που αυτή συνεπαγόταν για την Αθήνα και συνεπάγεται για κάθε κοινωνία, ανεξάρτητα από τους επί μέρους αυτοχαρακτηρισμούς της (δημοκρατική, συντηρητική κ.λπ.)· για αμφότερους δε τους συνομιλητές λειτουργεί ως κίνητρο αυτογνωσίας, εσωτερικής πλήρωσης και κατά συνέπεια ως παιδαγωγικό κριτήριο για την εννοιακή ενότητα της συζήτησης.

Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι η σχέση ερωτώντος-ερωτώμενου χωρεί πέρα από την ιεραρχικά δομημένη σχέση γνώσης, ειδικά όταν αυτή νοείται ως επιβολή του δασκάλου πάνω στο μαθητή31, και ευδοκιμεί ως μια εμπρόσωπη, όχι εκπρόσωπη σχέση32· γι’ αυτό αποτελεί και ένα μέτρο κρίσης για την ποιότητα των μορφών γνώσης. Η γνώση ως ικανότητα για να θέτουμε το ερώτημα αντιστρατεύεται τη συμβατικότητα όσο και την επιδεξιότητα, γιατί είναι ενδιάθετη γνώση συνυφασμένη με την εσωτερική λογική που κυβερνά τον άνθρωπο και τα πράγματα33. Σε τούτη τη γνώση στηρίζει ο Σωκράτης τη μαιευτική του τέχνη και αυτή επιχειρεί να εκμαιεύσει από τους συνομιλητές του, με το να δοκιμάζει να την φέρνει στο φως έτσι όπως έχει πρωτοϋπάρξει ως λογισμός του ανθρώπου και ενυπάρχει μέσα στον καθένα ως όχι ακόμη γνώση. Αυτή η γνώση συγκροτεί το λογικό υπόβαθρο των ερωτημάτων και θέτει σε εσωτερική δράση τον διαλεγόμενο34, ώστε να καθιστά δυνατή για τον εαυτό του «μια γνώση της μη-γνώσης [=όχι ακόμα γνώσης] και συγχρόνως έτσι την αποποίηση του εμπειρικού πεδίου [=σοφιστικής σύλληψης της γνώσης] ως θεωρητικά ατελούς»35.

Η παιδευτική αξία λοιπόν που προσλαμβάνει η γνώση υπό τη μορφή του φιλοσοφικού διαλόγου, επιβεβαιώναμενη διαρκώς από την ελεγκτική ισχύ του ερωτήματος, εξουδετερώνει το χάσμα ανάμεσα στο θεωρητικό και πρακτικό βίο -ένα χάσμα που (ανα)παράγει η λογική του ακτιβισμού36 – με το να αποδομεί τις απατηλές αυτοβεβαιότητες της βιολογικής ατομικότητας, να αποσυνθέτει τη φαινομενική αλήθεια, να αποκαλύπτει την ανεπάρκεια μεθόδων σκέψης και πράξης που υπηρετούσαν την πολιτική κυρίως σκοπιμότητα παρά οδηγούσαν σε ένα «λόγο της ουσίας» και να στρέφει τον άνθρωπο προς τον «έλεγχο του βίου». Υπ’ αυτές τις προϋποθέσεις, η αξία των εννοιών που συνδομούν τη διαλογική προσέγγιση – π.χ. η αξία της ρητορικής, της φιλοσοφίας, της πολιτικής του ενάρετου βίου κ.λπ.- αναγνωρίζεται ως παιδευτικά αναγκαία για την αυτοεξέταση και την αυτοκατανόηση, διότι αναδύεται από εκείνη ακριβώς τη γραμμή σκέψης που κάνει πράξη την ερευνητική δυνατότητα της ανθρώπινης σχέσης ως πολύτροπης θεωρητικοπρακτικής δραστηριότητας, αμφισβητώντας εξ υπαρχής τον χρησιμοθηρικό περιορισμό του μορφωτικού ιδεώδους, τα απόλυτα μεγέθη των πολιτικών αποφάσεων, τη λογική στενότητα της προνομιακής «σοφίας» (πολιτικής, επιστημονικής, θρησκευτικής) και τις ωραίες αυταπάτες της κοινωνικής ηθικής.

IV. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ

    Ο σωκρατικός διάλογος μπορεί να μην οδηγεί σε οριστικά αποτελέσματα και να μην επιδιώκει κάτι τέτοιο, αλλά κατορθώνει -και αυτό είναι ένα από τα κύρια επιτεύγματα του- να προτείνει μια μέθοδο έρευνας που συνάπτει την ιδέα της παιδείας με τη φιλοσοφική πράξη της συνείδησης, με τη διαλεκτική ακύρωση κάθε απόπειρας σύγχυσης ή ασάφειας σε αντιλήψεις και στόχους και με τον αδιάλειπτο επαναπροσδιορισμό της ανθρώπινης ύπαρξης, δυνάμει της κατακτώμενης αλήθειας της και όχι της στενής της ειδίκευσης. Αυτό αποτρέπει την εγκατάλειψη της αγωγής του προσώπου στην αντίληψη ότι η παιδεία είναι απλή εκπαίδευση για την κατάληψη μιας θέσης μέσα στους μηχανισμούς της κοινωνίας· σε ένα δε ευρύτερο πεδίο ανατιμά το φιλοσοφείν ως καθολική πράξη αμφισβήτησης που υπάγει την εφαρμογή της στην εσωτερική απαίτηση της σκεπτόμενης συνείδησης να μην υποκύπτει σε υποτιθέμενες αλήθειες ή σε πράξεις που βρίσκονται σε ευθεία αντίθεση προς τα αληθινά νοήματα της ζωής: «ο δε ανεξέταστος βίος ου βιωτός ανθρώπω»37.

Γιατί όμως τέτοια αμφισβήτηση; Επειδή η κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική πραγματικότητα που ζούσε ο Σωκράτης είχε οδηγήσει το ανθρώπινο άτομο σε απόλυτη καταρράκωση, τον κόσμο σε επικίνδυνο χωρισμό και τη λειτουργία των θεσμών σε παραλυτικό λήθαργο. Η καθημερινή συμπεριφορά συνακόλουθα και η γενική κουλτούρα αναπαρήγαγαν την απατηλή συνείδηση και την ψευδαίσθηση της γνώσης. Αυτό είχε ως περαιτέρω συνέπεια η σωκρατική διδασκαλία, αντί για αυθεντική κίνηση φιλοσοφικής κατανόησης και προσωπικής ζήτησης παιδείας, να αντιμετωπίζεται από πολλούς με προκατάληψη38 και να διαστρεβλώνεται εύκολα με συνειδητές ή ασυνείδητες παραποιήσεις σχετικά με μορφωτικά, ηθικά, κοινωνικά, πολιτικά, φιλοσοφικά ζητήματα39

Αλλά στην πραγματικότητα η φιλοσοφική πρακτική της αμφιβολίας δεν περιοριζόταν σε εξωτερικές αρνήσεις: στην άρνηση της δεσπόζουσας μορφωτικής βλέψης για εκμάθηση της πολιτικής τέχνης και για επιτυχή ανάμειξη στα πολιτικά πράγματα ή σε μια θεωρητική απόρριψη της αντίληψης περί μόρφωσης, την οποία έτεινε να εκπληρώνει η διαφωτιστική δραστηριότητα των σοφιστών απεναντίας αποσκοπούσε στο να συνδέσει τη σχέση γνώσης του ανθρώπου με την οντολογική ζωτικότητα της εσωτερικότητας του και με την κατάκτηση της φιλοσοφικής διαύγειας ως προϋπόθεσης για την επιδίωξη του άριστου και βέλτιστου. Η ανασκευή εξάλλου των επί μέρους ορισμών κατά τη συζήτηση επιτύγχανε να ρευστοποιεί κάθε μονοδιάστατη αξίωση για γνώση και να προωθεί την αξιακή ολοκλήρωση της αυτογνωσίας ως γνωσιοθεωρητικής αρχής «για μια θέση του ατόμου μέσα στον κόσμο»40 και συνακόλουθα για τη ζωτική αναγέννηση του πολιτισμικού και πολιτικού όλου, την οποία είχε τόσο ανάγκη η πολιτική κοινωνία της Αθήνας.
-----------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα σαφές στην Απολογία του Πλάτωνα. Ο Σωκράτης παρουσιάζεται εδώ να χαρακτηρίζει θεία την αποστολή του με την έννοια ότι η όλη φιλοσοφική του προσπάθεια δεν είναι τυχαίο έργο της καθημερινής ζωής, αλλά η ίδια η σκέψη της πεπερασμένης μας ύπαρξης που δεσμεύεται από το Λόγο να μετασχηματίζει τη συνείδηση μας κατά τις επιταγές του και να μας εφοδιάζει με εκείνη την ηθική δύναμη της γνώσης που καθορίζει τους σκοπούς μας, νοηματοδοτεί τη δράση μας και φωτίζει τη σχετικότητα των εγχειρημάτων μας. Αυτή η γνώση είναι εν τέλει η υπέρτατη αρχή που πειθαρχεί το νου και κατ’ επέκταση τη σύνολη προωπικό-τητα του ανθρώπου προς τη δική της ευκρίνεια και αρμονία.

2. Κατά τον Χέγκελ, η άπειρη υποκειμενικότητα και η ελευθερία της αυτοσυνείδησης ανάγουν την πρωταρχική τους σύλληψη στη σωκρατική φιλοσοφία. Βλ. σχετικά G.W.F. Hegel: Werke in zwanzig Baenden, Bd 18. Vorlesungen ueber die Geschichte der Philosophie I, Frankfurt a.M 1970, σσ. 442-443. Πώς λοιπόν κατανοείται, στη συνάφεια τούτη, η υποκειμενικότητα του νοείν και η γενικότερη πνευματική απελευθέρωση του εαυτού; Δυνάμει της ελεύθερης εργασίας της νόησης, το απόλυτο δεν παραμένει ένας παθητικός τρόπος του εαυτό-Είναι του, αλλά αυτοστοχάζεται την αντι-κειμενικότητά του και ως νοούσα συνείδηση πραγματοποιεί την ελευθερία ως ελευθερία της νόησης ή ως ελεύθερη αυτοσυνείδηση. Για την εμπειρική ύπαρξη τούτο σημαίνει ότι όσο αυτή εναρμονίζεται με εκείνη την ελεύθερη εργασία της νόησης τόσο πληρούται με συνείδηση βάθους και γνωρίζει τα όρια της μέσα στον κόσμο, δηλαδή αυτογνωρίζεται ως πεπερασμένο Είναι που αναζητεί την αυθεντικότητα του μέσα στην απόλυτη βεβαιότητα και έτσι εξαρπάζεται από την Ιδέα αυτής της αυθεντικότητας για να θέτει τον εαυτό του μπροστά στο οντολογικό ερώτημα: Να αναλώσει τη ζωή του για χάρη της απόλυτης επιταγής ή να την εκχωρήσει στη βαρβαρότητα των ωφελιμιστικά θεσμισμένων κοινωνικών σχέσεων; Ο Σωκράτης πάντως εξέθεσε τη ζωή του στον κίνδυνο του απόλυτου.

3. Ενδεικτικά βλ. Λάχης 187e-188a, όπου ο Νικίας εξαίρει την τάση του Σωκράτη να ερευνά, με τη δύναμη του λόγου, τον εσωτερικό κόσμο του συνομιλητή του. Στο Συμπόσιο (215c-d), άλλωστε, ο Αλκιβιάδης ομολογεί ότι η δια-λογική παρουσία του Σωκράτη κλόνιζε τα θεμέλια της ύπαρξης του. Βλ. επίσηςΒ. Witte, Die Wissenschaft vom Guten und Boesen, Walter de Gruyter & Co. Berlin 1970, σ. 72.

4. Απόπειρες για τελεσίδικους ορισμούς της παιδείας και για προκαθορισμένους σκοπούς της ευδοκιμούν συνήθως σε περιπτώσεις ορισμένων εγχειριδίων που διανέμονται μονοπωλιακά οτους φοιτητές και κατευθύνουν χρησιμοθηρικά τη μόρφωση τους. Προσβλέπουν σε ανάγκες της στιγμής και δεν κατορθώνουν παρά να αναπαράγουν ξένες ιδέες και να τις επιβάλλουν ως απροϋπόθετη γνώση. Κατ’ αυτό τον τρόπο αποδυναμώνεται η παραγωγή επιστημονικής γνώσης και αντίστοιχης μεθόδου, η δε καλλιέργεια ελεύθερης συνείδησης τελεί υπό όρους. Αλλά το κακό είναι γενικευμένο σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Εδώ βρίσκουν το πραγματικό τους νόημα τα λόγια του Νίτσε: «Ως στόχο και σκοπό της παιδείας έχουμε τη χρησιμότητα ή, ακόμη πιο συγκεκριμένα, την υλική απολαβή, το όσο το δυνατόν μεγαλύτερο χρηματικό κέρδος» (Fr. Nietzsche: Μαθήματα για την παιδεία, μτφρ. Ν. Μ. Σκουτερόπουλου, Αθήνα 1988, σ.48).

5. Κατά την πλατωνική θεωρία περί ατομικότητας «το συγκεκριμένο ανθρώπινο άτομο είναι η ατομική ψυχή» (R. W. Hall: Plato and the Individual, The Hague 1963, σ.16) και η προσωπικότητα εκτείνεται στο όλο αυτής της ψυχής, το οποίο περιλαμβάνει τα τρία γνωστά μέρη (ο.π.). Για τη σωκρατική αντίληψη η ατομική ψυχή ταυτίζεται γενικά με την άγρυπνη συνείδηση (ό.π. σ.64), η οποία αγωνιά για την τελείωση της. Σύμφωνα με τον Ε. Mounier (Personalism, London 1952, σ.19) ο άνθρωπος αναπτύσσεται ως πρόσωπο, όταν εξαγνίζει τον εαυτό του από το άτομο που φέρει μέσα του. Η μετάβαση, παρ’ όλα αυτά, από το άτομο στο πρόσωπο δεν πρέπει να βλέπεται ως εξολόθρευση της ανθρώπινης ατομικότητας εν γένει, αλλά ως μια τέτοιας ποιότητας πνευματική ολοκλήρωση της τελευταίας, ώστε η βιολογική ή φυσική της διάσταση να συνιστά πρωταρχική δυνατότητα αρνητικής αυτοκινησίας της· αρνητικής με την έννοια ότι όσο το Εγώ υπερβαίνει τη γυμνότητα του και μέσω της αξιοποίησης της ατομικής εμπειρίας καλλιεργείται σε εαυτό-Είναι, τόσο αρνείται την ανεπεξέργαστη εξατομίκευση του, που αποτελεί πρώτο γνωσιακό πεδίο, για να γνωρίσει την πληρότητα του στο Εσύ ως το άλλως-Είναι του. Για μια διεξοδική συζήτηση αυτών των θεμάτων βλ. Δ. Τζωρτζόπουλου, Ο Χέγκελ και η κατανοητική σκέψη, Τ.Ι: Η φιλοσοφική παιδεία και η διαμόρφωση της ατομικότητας, Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα 2000.

6. Στο βαθμό που το επί μέρους ερώτημα «τι είναι παιδεία» δεν αντιμετωπίζεται ως φιλοσοφικό ερώτημα και δεν ανάγεται στο καθολικότερο ερώτημα «τι εστίν», οδηγεί σε ανεξήγητα αντιθετικές έως αντιφατικές θεωρίες για την έννοια, τις μεθόδους και τους σκοπούς της παιδείας. Εάν η αντιθετικότητα τούτη, από μια πρώτη ματιά, κρίνεται αναγκαία, γιατί επιτρέπει την πολλαπλότητα των ερμηνειών, στην πράξη νομιμοποιεί κάθε ανεπαρκή θεωρία ή ιδεολογική αντίληψη να ορίζει κατά το δοκούν τα προγράμματα παιδείας και να υπονομεύει μια αληθινή παιδεία χειραφέτησης. Η τάση του σωκρατικού φιλοσοφείν να επιζητεί ή να ανακαλύπτει ορισμούς, όταν επιχειρούσε να αποσπάσει το συνομιλητή του από το πεδίο της εξωτερικά αποδεκτής γνώσης, σε μια τέτοια παιδεία χειραφέτησης δεν σκόπευε;

7. Αλκιβιάδης Ι 134-135. Στον Ευθύδημο εξάλλου βλέπουμε το (σωκρατικό) λόγο να εκτυλίσσεται ως προτρεπτικός λόγος που υποσημαίνει την ανάγκη ενός τέτοιου συνδυασμού. Αυτό τον διαφοροποιεί από το σοφιστικό αντί-λογο, του οποίου η επιχειρηματολογία ερείδεται στη χρήση διφορούμενων λεκτικών σχημάτων και σημασιών. Ο ίδιος ο φιλόσοφος δείχνει να παρακολουθεί την ένταση των «εριστικών» λόγων του Ευθύδημου και του Διονυσιόδωρου, κατά την παρουσίαση της δικής τους διδακτικής μεθόδου της αρετής. Έτσι αφήνει να δείχνεται το άκαρπο της αντι-λογικής συζήτησης και να αναδείχνεται η αναγκαιότητα ιδίας εύρεσης, από την πλευρά του συνομιλητή, της σωστής μεθόδου που θα συμβάλει στη διαμόρφωση προσωπικής άποψης σχετικά με το θέμα της συζήτησης.

8. Πρβλ. Wolfang H. Pleger, Sokrates, Der Beginn des philosophischen Dialogs, Hamburg 1998, σ.185.

9. Φαίοων 99e-100a. Ο ισχυρισμός του J. Mittelstrass (Die Rettung der Phaenomene, Berlin 1962, σ. 114) ότι η καταφυγή στους λόγους ερμηνεύει την πρόθεση του Πλάτωνα να στρέψει την θεμελίωση της επιστήμης πέρα από τον κόσμο των φαινομένων δεν έχει αντικειμενικό έρεισμα, γιατί ο Πλάτων με την απαίτηση για καταφυγή στους λόγους αναζητεί μια άλλη μέθοδο γνώσης και όχι ένα άλλο αντικείμενο γνώσης. Αξίζει εδώ να θυμηθούμε ότι ο πρώτος και ο δεύτερος πλους είναι δύο διαφορετικοί τρόποι για να γνωρίσει ο Σωκράτης την ουσία των όντων. Βλ. και Παν. Θανασάς, Φαδοων 96a-102a:Mia φιλοσοφική αυτοβιογραφία, Δευκαλίων 17/1, 1999:11-14.

10. Ο Σωκράτης λέει σχετικά στον Πρωταγόρα 333c: «Γιατί εγώ, κυρίως, εξετάζω την άποψη. Ίσως όμως συμβαίνει να εξεταζόμαστε συγχρόνως κι εγώ που ερωτώ και αυτός που απαντά».

11. G.W.F. Hegel: Η φιλοσοφία τον πνεύματος, μτφρ. Γ. Τζαβάρα, «Δωδώνη» Αθήνα-Γιάννινα 1993, σ.47.

12. Ευθύδημος 306d-307c. Επίσης Gernot Boehme, Der Typ Sokrates, Suhrkamp Frankfurt a.M. 1998, σ.59

13. Τούτο αποσαφηνίζεται αρκετά στη συζήτηση που διεξάγεται στο Χαρμίδη ενόψει του ορισμού της σωφροσύνης: Η γνώση κάποιου πράγματος, κάποιας τέχνης ή κάποιων κανόνων, δεν είναι γνώση της ουσίας του ανθρώπου. Είναι μια ειδική γνώση, που συνδέεται με τα εμπειρικά περιεχόμενα του εαυτού του και με την τάση να κυριαρχεί πάνω στα πράγματα. Ως τέτοια καλλιεργεί ίσως τις δεξιότητες και παραμένει μερική γνώση, η οποία συνδέεται με ορισμένους τομείς και με ορισμένη παραγωγή έργου αλλά δεν φωτίζει το όλο της ζωής του ανθρώπου . συνεπώς δεν τον βοηθά να αποκτά συνείδηση του όλου και να στρέφει το ενδιαφέρον του στο «ευ πράττειν». Στον αντίποδα αυτής της γνώσης γίνεται μια προσπάθεια να ορισθεί η γνώση της ουσίας του ανθρώπου ως «γνώση γνώσης και αγνωσίας» 166e· αλλά και αυτή αξιολογείται ως μια αφηρημένη αυτοαναφορά στο βαθμό που δεν προωθεί τη συγκεκριμένη πραγμάτωση της ανθρώπινης ουσίας. Η όλη διαλογική διερεύνηση τελικά δείχνει ότι η αλήθεια δεν είναι μια στατική τελείωση που βρίσκεται στο επέκεινα και μπορεί ως εξ αποκαλύψεως να γνωρίζεται, αλλά ενδημεί στη συνείδηση και στη σκέψη του εμπράγματου ανθρώπου ως ενεργός δοκιμασία του εαυτού. Αφορά λοιπόν, πρωτίστως, τη σχέση του ανθρώπου ως γνωσιακή σχέση του εαυτού του· καθόσον τέτοια όμως, αποκτά, κατά δεύτερον, πρακτική σημασία, όταν γεμίζει τη ζωή του με νόημα και τον οδηγεί από τη μερική γνώση και τα επί μέρους αγαθά στην αναζήτηση της καθολικής γνώσης: στη γνώση της ζωής και του αγαθού.

14. Περιεκτικά αναφέρει προς τούτο ο Σωκράτης στην Απολογία 29d: «όσο αναπνέω και ζω δεν θα πάψω να φιλοσοφώ». Με άλλα λόγια, ανάγοντας την αλήθεια της ζωής στην αντικειμενικότητα της έρευνας αίρεται πάνω από οποιαδήποτε εμπειρική κατάφαση που απαιτεί η θεσμισμένη γνώση [ρήτορες, ποιητές, πολιτικοί, πολιτικές θεωρήσεις, θρησκευτικά δόγματα κ.λπ.] και εννοεί να υποβάλλει στη φιλοσοφική κριτική την ίδια την ανθρώπινη γνώση ως τέτοια. Αυτό περαιτέρω του επιτρέπει να αρνείται μια ζωή εξωτερικής πλησμονής (Απολογία 29d-e: «Αξιε άνθρωπε…δεν ντρέπεσαι να φροντίζεις πώς θα αποκτήσεις περισσότερα χρήματα και δόξα και τιμές;») και να συναρτά την εμπειρική ύπαρξη με τη συνειδητή πράξη του φιλοσοφείν.

15. Αλκιβιάδης I 133c.

16. Αντικειμενικός με την έννοια ότι περιορίζεται σε μια ερμηνεία του πράγματος, προσκολλάται σε τούτη την ερμηνεία ως συμβατή προς τα εξωτερικά δεδομένα και δεν πραγματοποιεί εκείνη τη «γνώση που αφορά κάθε καλό και κακό και κάθε συμπεριφορά του» (Λάχης 199c), δηλαδή δεν οδηγεί σε εκείνη την αρχέγονη και γι’αυτό σταθερή γνώση που μας περιέχει και μας προσανατολίζει στην έννοια του Είναι των όντων.

17. Κοντά στη σωκρατική αντίληψη των πλατωνικών διαλόγων για τη μέθοδο της αμφιβολίας βρίσκεται η άποψη του Χέγκελ. Σύμφωνα λοιπόν με αυτή την άποψη, υπό την έννοια της αμφιβολίας δεν καταλαβαίνουμε απλώς «μια ταλάντευση γύρω από τη μια ή την άλλη υποτιθέμενη αλήθεια…αλλά την κατά συνειδητό τρόπο νοητική διείσδυση στην αναλήθεια της φαινομενικής γνώσης» ( G.W.F. Hegel: Φαινομενολογία του πνεύματος τ. Ι, μτφρ. Δημ. Τζωρτζόπουλου, Δωδώνη Αθήνα-Γιάννινα 1993, σ.206). Η αμφιβολία είναι κυριολεκτικά, όπως αναφέρει ο φιλόσοφος στο ίδιο σημείο, ο δρόμος της από-γνωσης για τη συνείδηση, με την έννοια ότι η φιλοσοφική της παίδευση προϋποθέτει επίγνωση και αναίρεση της φαινομενικής της αλήθειας, άρα ριζική ανατροπή των γνωσιακών δομών του Είναι της και επώδυνη άρνηση του εαυτού της ως απόλυτης βεβαιότητας. Ιδωμένη στη σχετική της αναλογία η σωκρατική μέθοδος της αμφιβολίας, υπό τη μορφή πάντοτε της ελεγκτικής μεθόδου, έθετε σε απόλυτη άρνηση την ανύποπτη βεβαιότητα της αδρανοποιημένης συλλογικής συνείδησης της Αθήνας και έδειχνε να είναι «μια επώδυνη διαδικασία, από την οποία οι Αθηναίοι ήλπιζαν να απαλλαγούν με την καταδίκη του Σωκράτη, μια διαδικασία όμως, η οποία τελικά είναι ωφέλιμη» (William Jordan, Ancient concepts of philosophy, London and New York 1990, σ. 61).

18. Αλκιβιάδης I 135ό: «Προσθέτω και τούτο: λίγο θέλουμε να αλλάξουμε μορφή, Σωκράτη, εγώ να πάρω τη δική σου και εσύ τη δική μου· δεν είναι δυνατόν από σήμερα να μη σε διαπαιδαγωγήσω και εσύ να μην ακολουθήσεις τον παιδαγωγό σου». Στη νεότερη εποχή ο Feuerbach πραγματεύεται στο ίδιο πνεύμα τη ζήτηση της ανθρώπινης ουσίας. Στο δοκίμιο του θεμελιώδεις αρχές της φιλοσοφίας του μέλλοντος γράφει με ενάργεια: «Η ουσία του ανθρώπου περιέχεται μόνο στην κοινότητα, στην ενότητα του ανθρώπου με τον άνθρωπο – μια ενότητα όμως που στηρίζεται μόνο στην πραγματικότητα της διαφοράς του Εγώ και του Εσύ» ( L. Feuerbach, Gesammelte Werke T.9, Akademie Verlag Berlin 1970, σ.339).

19. Πρωταγόρας: «Παραδέχομαι ότι είμαι σοφιστής και μορφώνω τους ανθρώπους» (Πρωταγόρας 317b). Σωκράτης: «Εγώ δεν υπήρξα ποτέ δάσκαλος κανενός» (Απολογία 33a).

20. Απέναντι στον κοινό νου, ο φιλοσοφικός στοχασμός, που προσωποποιεί ο Σωκράτης, παρομοιάζεται με αλογόμυγα (Απολογία 30e) και με θαλάσσια νάρκη (Μένων 80a) που ερεθίζει τη συνείδηση και επιχειρεί να την ξυπνήσει από το λήθαργο. Αυτό το ξύπνημα χαρακτηρίζει ο Κ.Π. Μιχαηλίδης (Ο Σωκρατικός λόγος, Χριστάκης Αθήνα 1992, σ.84) ως αληθινή παιδεία.

21. Για τη σημασία που απέδιδε ο Σωκράτης στην ιεράρχηση της συζήτησης με τις διάφορες κατηγορίες των συμπολιτών του βλ. G. Figal, Sakrales, Muenchen 1995, σσ. 46-9.

22. Πρωταγόρας 319c-d. Άραγε είναι καλύτερα τα πράγματα στη σημερινή δημοκρατία, όπου καλούνται να διαμορφώνουν ή πιο ήπια να συνδιαμορφώνουν πολιτικές στρατηγικές αδιόρατοι μηχανισμοί ετερόκλητης συντεχνίας συνεπικουρούμενοι από την ακρισία «διάσημων ποδοσφαιριστών, ηθοποιών ή τραγουδιστών» (W.K.C. Guthrie: Σωκράτης, Μ.Ι.Ε.Τ. Αθήνα 1990, σ.128). Σύμφωνα με τον A. E. Taylor: «η μεγάλη αδυναμία της αρχαίας δημοκρατίας ήταν η διακυβέρνηση από ανεύθυνους ρήτορες, όπως η σύγχρονη δημοκρατία τείνει να γίνει διακυβέρνηση από εξίσου ανεύθυνους δημοσιογράφους» (Plato- the Man & his Work, London 1986, 0.108).

23. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι, μεταξύ άλλων, ο Αλκιβιάδης όπως παρουσιάζεται να μιλάει για την επίδραση που δέχτηκε από το λόγο του Σωκράτη (Σνμπόσιο 215e-216).

24. Η εξουσιαστική χρήση της γλώσσας είναι π.χ. η λεκτική επιβεβαίωση μιας σκέψης ως απόφασης ή ως εντύπωσης, η ονομαστική παραπομπή σε ένα αντικείμενο κ.λπ.· με μια λέξη η σοφιστική και η ρητορική της χρήση. Αυτήν αντιμάχεται ο σωκρατικός λόγος ως διάλογος, που κατευθύνει τη σκε’ψη προς την έννοια του αντικειμένου και προς το πλέγμα σχέσεων που αυτή η έννοια περικλείει. Έτσι καλεί σε ένα νόημα, πέρα από λεκτικές εικόνες ή συναισθηματικές δεσμεύσεις, που δεν αποσαφηνίζεται οριστικά στο αντικείμενο, αλλά μπορεί να φωτίζει μερικώς τη συνείδηση και να ξυπνά μέσα της την ερευνητική διάθεση. Βλ. π.χ. Πρωταγόρας 355 κ.εξ., επίσης Συμπόσιο ό.π.

25. Κρατύλος385-387d. Βλ. ακόμη R.H.Weingartner, «Making Sense of the Cratylus», Phronesis 15, 1970:25.

26. Στον Ιππία Ελάσσονα (372c-e) ο Σωκράτης αναγνωρίζει ότι δεν αρνείται να μάθει και πως εξαιτίας της άγνοιας του αμφιταλαντεύεται κατά την έρευνα του πράγματος.

27. Στο πλαίσιο μιας γενικότερης αποτίμησης του σωκρατικού διαλόγου ο G. Boehme (ό.π. σ.31) θεωρεί «ότι η φιλοσοφία ως οδός της σοφίας στοχεύει στην ενότητα γνώσης και προσώπου και ότι πραγματικά αυτή δεν μεταδίδεται περαιτέρω μέσω βιβλίων, αλλά με σχέσεις δασκάλου-μαθητή».

28. W. Pleggerσjt. σ. 195.

29. Σύμφωνα με τον W. Plegger (ό.π. σσ.194-5) το μοτίβο του σωκρατικού διαλόγου δεν είναι κυρίως ο έλεγχος, η πρόθεση ανασκευής αλλά η αναζήτηση και η έρευνα.Ο έλεγχος λαμβάνει χώρα κατά την έρευνα παρεπιπτόντως. Απεναντίας, ο W. Jordan (ό.π. σ.62) θεωρεί ότι ο έλεγχος συνιστά την καρδιά της σωκρατικής πρακτικής της φιλοσοφίας. Ο Βλαστός («The Socratic Elenchos», Oxford Studies in Ancient Philosophy i 1983, σ.27-58) πιστεύει ότι ο έλεγχος δεν περιορίζεται στο να θέτει υπό δοκιμασία τη συνοχή των απόψεων των συνομιλητών του, αλλά αποβλέπει στην αναζήτηση της αλήθειας. Γενικώς θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι ο έλεγχος παρεισδύει αντικειμενικά στην πρόθεση του Σωκράτη να υποβάλλει σε λογική εξέταση κάθε δεδομένη κατάσταση [ = επηρμένους νόες, απατηλές συνειδήσεις, λαθεμένες αντιλήψεις ή αποφάσεις κ.ά.], κάθε προσφερόμενη απάντηση ή ορισμό και μορφοποιείται γλωσσικά με τη διάρθρωση επιχειρημάτων για τη λογική ανέλιξη του διαλόγου.

30. Στον Κρατύλο 390c o Σωκράτης θεωρεί ως τον μόνο αρμόδιο να κρίνει για την ορθότητα των πραγμάτων τον άνθρωπο που γνωρίζει να ερωτά και να απαντά. Αυτόν ονομάζει διαλεκτικόν.

31. O J. Brun γράφει σχετικά: «Ο Σωκράτης δεν έχει τίποτε κοινό με ένα διευθυντή σχολείου που κάνει διαλέξεις κι έχει μαθητές επί πληρωμή. Η σχολή του Σωκράτη είναι η αγορά, ο δημόσιος χώρος, όπου τον βλέπουμε να περπατά μεταξύ των εμπόρων, των άσημων ανθρώπων όσο και των αριστοκρατών, φλυαρώντας με τον ένα, ερωτώντας τον άλλο και μη παύοντας να παίρνει σαν θέμα μελέτης τα χίλια δυο προβλήματα της καθημερινής ζωής»(Ι. Brun: O Σωκράτης, μτφρ. Τ. Τεγοπούλου, Ζαχαρόπουλος Αθήνα χ.χ., σ.32).

32. Η ανομοιογένεια των συνομιλητών του Σωκράτη δεν αποτελούσε εμπόδιο για τη διεξαγωγή φιλοσοφικού διαλόγου· αντίθετα συντελούσε ώστε η κάθε συζήτηση να εξελίσσεται σε γνωριστική προσέγγιση προσώπων και τελικά να επιτυγχάνει την αυτοαγωγή και την ψυχική ενότητα των συζητητών. Βλ. Πρωταγόρας 348Α· στον Αλκιβιάδη I (130d), παρόμοια, ο Σωκράτης χαρακτηρίζει τη συζήτηση με τον Αλκιβιάδη ως συζήτηση ψυχής προς ψυχή. Μάλιστα ορίζει τον άνθρωπο ως την ψυχή που χρησιμοποιεί το σώμα· γι’ αυτό και η ουσία του πρέπει να αναζητείται στη γνώση της ψυχής.

33. Στον Πρωταγόρα ο Σωκράτης υποστηρίζει ότι «ο άνθρωπος έχει μέσα του τη γνώση» (352Β) και στο βαθμό που την αξιοποιεί σωστά, δηλαδή «γνωρίζει με ακρίβεια τι είναι καλό και τι κακό, δεν θα εξαναγκάζεται από τίποτα, ώστε να πράττει διαφορετικά πράγματα από αυτά που προστάζει η γνώση» (352ο). Κι όταν ο άνθρωπος αποτυγχάνει στις πράξεις του, σημαίνει ότι στερείται αυτής της γνώσης, δηλαδή η συνείδηση του δεν έχει εναρμονισθεί προς τη λογική της γνώσης τούτης, αλλά κατέχεται από αμάθεια: «πράξη που αποτυγχάνει από έλλειψη γνώσης, γνωρίζετε και εσείς οι ίδιοι ότι διαπράττεται από αμάθεια» (357Ε).

34. Θεαίτητος 150b κ.εξ.

35. J. Kube, Τέχνη und Αρετή. Sophistisches und Platonisches Tugendwissen, Walter de Gruyter & Co. Berlin 1969, σ. 164.

36. Ο Καλλικλής στον Γοργία ενσαρκώνει ακριβώς αυτή τη λογική του ακτιβισμού, κατά την οποία η φιλοσοφία είναι καλή μόνο για να αποκτούν παιδεία οι άνθρωποι όσο είναι νέοι, όχι όμως και για να αντεπεξέρχονται ως ενήλικες στα καθήκοντα της δημόσιας δράσης (485 κ.εξ).

37. Απολογία 38a.

38. Ο Σωκράτης αναφέρει ρητά στην Απολογία (18a-d) ότι δεν είναι εύκολο να ανασκευάσει τις διαβολές εναντίον του, γιατί είναι βαθιά ριζωμένες στη λαϊκή ψυχή και έχουν παγιωθεί ως περισσή αλήθεια, με αποτέλεσμα ο ίδιος να χρειάζεται να σκιαμαχεί κατά την απολογία του.

39. Απολογίαd-e.

40. S. Cavell, The Claim ofRaeson, Clarendon Press, Oxford 1979, σ. 107.

Ευγνωμοσύνη

Γιατί-οι-άνθρωποι…-αποφεύγουν-την-ευτυχία-325x200Πολλοί άνθρωποι τσιγκουνεύονται να πούνε ευχαριστώ ή απλώς θεωρούν την προσφορά των άλλων δεδομένη και δεν μπαίνουν καν στο κόπο να ευχαριστήσουν. Συχνά, αν τους επισημάνει κανείς αυτή τη συμπεριφορά τους, απαντούν ότι το αναγνωρίζουν, νιώθουν το ευχαριστώ, αλλά δε χρειάζεται και να το λένε όλη την ώρα μεταξύ φίλων, συντρόφων, γονέων, συναδέλφων, γειτόνων.
    
Ωστόσο, η έννοια της αναγνώρισης και ευγνωμοσύνης έχει αξία μόνο όταν τη δείχνουμε στον κόσμο. Δεν είναι σαν το κεντημένο τραπεζομάντιλο που το παρουσιάζουμε στο τραπέζι δυο φορές το χρόνο. Στρέφοντας την προσοχή μας στην ευγνωμοσύνη, αυξάνουμε τις πιθανότητές μας για ευτυχία. Γιατί δεν μπορεί να είσαι νευρωτικός, τσιγκούνης, κουμπωμένος και ευτυχής.

Η χαρά της ευγνωμοσύνης εκδηλώνεται ως αντίδραση σε κάποιο γεγονός που λειτουργεί υπέρ μας, φτάνει να το παρατηρούμε και οι κεραίες μας να είναι ανοιχτές ώστε να το εντοπίζουν. Αν οι κεραίες μας είναι προσαρμοσμένες να εντοπίζουν προβλήματα, προσπερνάμε τα ωφέλιμα για εμάς γεγονότα. Τα αγνοούμε κλείνοντας τα μάτια μας. Στη ζωή μας σίγουρα έχουν συμβεί θετικά γεγονότα, άνθρωποι που μας έχουν δώσει ευκαιρίες, αισθήματα και μαθήματα για τα οποία είναι χαρά μας να νιώθουμε ευγνωμοσύνη.

Ακόμα καλύτερα, μπορούμε να προβλέψουμε ότι θα νιώσουμε ευγνωμοσύνη για κάτι, οπότε ξεκινάμε τη μέρα μας ευγνώμονες για όσα πρόκειται να μας συμβούν.

Η ευγνωμοσύνη μπορεί να εμφανίζεται ως συνέπεια ύστερα από πόνο, δάκρυα, εμπόδια, απογοητεύσεις. Αναφέρω το παράδειγμα μιας γυναίκας που επέζησε από ένα αεροπορικό ατύχημα. Έλεγε ότι την επηρέασε θετικά. Κι όμως, ναι! Υποστήριζε ότι μετά το ατύχημα άρχισε να βλέπει τη ζωή της θετικά. Ότι απολαμβάνει κάθε της στιγμή, ακόμα και το περπάτημα στο δρόμο.

Επομένως, επιλέγοντας να είμαστε ευγνώμονες για όλα τα καλά, τα δυσάρεστα, τα παράδοξα, τα επώδυνα, όλα όσα μας φέρνει η ζωή ανεξάρτητα από την αρχική μας εντύπωση, αποδεικνύουμε πόσο εμπιστευόμαστε τη διαδικασία της ζωής.

Δεν εννοώ να χρησιμοποιούμε την ευγνωμοσύνη για να χρυσώνουμε το χάπι των επώδυνων συναισθημάτων ή να αγνοούμε και να θάβουμε ότι μας στενοχωρεί. Όλοι έχουμε το μερίδιό μας σε δυσκολίες και χαρές, επικεντρώνοντας όμως την προσοχή μας σε όλα τα καλά που μας συμβαίνουν, γινόμαστε πιο ευτυχισμένοι. Αναγνωρίζοντας ότι καλό υπάρχει ήδη στη ζωή μας, μας έρχεται κι άλλο.

Καλό είναι να καταγράψουμε όλα όσα έχουμε, είμαστε και κάνουμε δημιουργώντας την προσωπική μας ατελείωτη λίστα ευγνωμοσύνης. Μπορούμε, επίσης, επί τουλάχιστον είκοσι μία μέρες – όσο λένε οι ψυχολόγοι ότι χρειάζεται για να αλλάξουμε συνήθειες – να καταγράφουμε καθημερινά πέντε αιτίες ευγνωμοσύνης, μικρές ή μεγάλες, προκειμένου να μάθουμε πρακτικά να εφαρμόζουμε την ευγνωμοσύνη, μια σημαντική πηγή ευτυχίας. Μπορούμε να κάνουμε και τις δυο ασκήσεις. Είναι πηγές μεγάλης χαράς.

Γιατί κοιτάζει άλλες; – Η επιστήμη απαντά με ένα βίντεο!

Οι άνδρες κοιτούν τις όμορφες γυναίκες στο δρόμο, την παραλία, παντού. Αυτό ισχύει για τους άνδρες που είναι παντρεμένοι, έχουν σχέση ή είναι ελεύθεροι.
 
Eίναι στη φύση τους.Μάλιστα η εφημερίδα Daily Mail κατατάσσει σε σχετική λίστα, αυτή τη συμπεριφορά των ανδρών ως το Νο1 πρόβλημα σε ζευγάρια που αποφασίζουν να πάνε διακοπές μαζί.
 
Αλλά μπορεί αυτή η ενστικτώδης έλξη τους με το γυναικείο σώμα να είναι απειλή για την σύζυγο τους, τη φίλη, ή σύντροφο;
 
Η απάντηση έρχεται από τους επιστήμονες, όσο περίεργο και αν σας φαίνεται σε αυτό το μοναδικό βίντεο υποτιτλισμένο.

Τα μυστικά του εγκεφαλικού έρωτα

Συνιστώσες σεξουαλικής επιθυμίας

Η σεξουαλική επιθυμία μπορεί να αναλυθεί σε τρεις επιμέρους συνιστώσες: τη σεξουαλική ορμή, τα σεξουαλικά κίνητρα και τις σεξουαλικές προσδοκίες. Συχνά, όμως, κάθε μια απ’ αυτές αναφέρεται ως σεξουαλική επιθυμία.

Σεξουαλική ορμή: Η σεξουαλική ορμή είναι το αποτέλεσμα της νευροενδοκρινικής συμμετοχής στη σεξουαλική ώθηση και σε μεγάλο βαθμό ελέγχεται από τα ανδρογόνα, τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες. Με την πρόοδο της ηλικίας, η σεξουαλική ορμή καθαυτή παρουσιάζει μια μείωση, κυρίως στους άνδρες κατά την ηλικία των 50 ετών, χωρίς όμως αυτό να συνεπάγεται και υποχρεωτική μείωση των σεξουαλικών επαφών. Αν και ο νευροενδοκρινικός μηχανισμός αυτών των μεταβολών δεν έχει ακόμα σαφώς διευκρινιστεί, δεν προκύπτουν ενδείξεις ότι η μείωση της σεξουαλικής ορμής ακολουθεί τους ίδιους ρυθμούς στα δύο φύλα. Ετσι, σε αρκετές γυναίκες διατηρείται μεγαλύτερο διάστημα απ’ ό,τι στους άρρενες συντρόφους τους. Η σεξουαλική ορμή εγγυάται τη διαιώνιση του είδους και αντιστοιχεί σε αυτό που ο Freud ονόμασε libido.

Σεξουαλικά κίνητρα: Η σεξουαλική επιθυμία στον άνθρωπο δεν μπορεί απλώς να περιοριστεί μόνο στη βιολογική παράμετρο. Μια πιο σταθερή συνιστώσα είναι η προθυμία ή η διάθεση εμπλοκής σε μια σεξουαλική δραστηριότητα. £δώ βρίσκεται η μεγάλη πολυπλοκότητα της σεξουαλικής επιθυμίας, γιατί παρελθούσες και πρόσφατες εμπειρίες αλληλεπιδρούν με τις διαπροσωπικές σχέσεις και δημιουργούν τη δεύτερη συνιστώσα, τα σεξουαλικά κίνητρα.

Τα ψυχολογικά κίνητρα για σεξουαλική δραστηριότητα μπορεί να ενεργοποιηθούν από πολλά ερεθίσματα. Τα πιο σημαντικά απ’ αυτά περιλαμβάνουν ένα συνδυασμό λεκτικών, εξωλεκτικών και οπτικών διαπροσωπικών συμπεριφορών. Ωστόσο, τα συνηθέστερα ερεθίσματα είναι τα οπτικά, που κατά γενική ομολογία θεωρούνται ως τα ισχυρότερα για την πρόκληση διέγερσης. Η έλξη περιλαμβάνει την εντύπωση ότι ο άλλος μπορεί να καλύψει κάποιες ανάγκες του παρατηρητή. Καθένας απ’ τους συμμετέχοντες αναπτύσσει μια παροδική φαντασίωση, που πιθανόν αποτελεί τον ενδοψυχικό μηχανισμό μέσω του οποίου κινητοποιούνται οι περιφερικές ψυχοφυσιολογικές αντιδράσεις της διέγερσης. Είναι ενδιαφέρον ότι η απουσία τεστοστερόνης περιορίζει τη διέγερση μέσω μείωσης των φαντασιώσεων." Η μείωση της τεστοστερόνης μπορεί έτσι να υπομονεύει τη διαδικασία:

Άτομο -> Φαντασίωση -» Κίνητρο -» Διέγερση

Το σεξουαλικό κίνητρο, λοιπόν, ως παράμετρος της σεξουαλικής επιθυμίας, μπορεί να θεωρηθεί ότι εξυπηρετεί την ανάγκη για στενή προσέγγιση.

Σεξουαλικές προσδοκίες. Η τρίτη παράμετρος της σεξουαλικής επιθυμίας είναι νοητική (γνωσιακή) και συγκροτείται από τις προσδοκίες (cognitive aspiration) που χει το άτομο για τη σεξουαλική λειτουργία, δηλαδή από τις ψυχολογικές ανάγκες που προσδοκά να του καλύψει αι/τή η λειτουργία. Άτομα με σεξουαλική ορμή και κίνητρο μπορεί να μη θέλουν να εμπλακούν σε μια σεξουαλική δραστηριότητα, π.χ. γιατί τη θεωρούν ως αμαρτία. Η παράμετρος αυτή έρχεται συχνά σε σύγκρουση με τις άλλες δύο. Οι προσδοκίες προσδιορίζουν σε κάποιο Βαθμό τι αποδεχόμαστε και τι απορρίπτουμε ως σεξουαλική συμπεριφορά. Οι προσδοκίες για τη σεξουαλική συμπεριφορά δρουν ως ένας διπλός μηχανισμός αποδοχής-απόρριψης για ό,τι συμβαίνει κατά τη σεξουαλική δραστηριότητα, έτσι ώστε να επιτρέψουν στο σεξουαλικό σύστημα να λειτουργήσει ελεύθερα (αποδοχή) ή να το αναστείλουν (απόρριψη).

Να κάνεις σεξ χωρίς καθόλου αγάπη ή να μην κάνεις;

Αγάπη, σεξ και σεξουαλικός προσανατολισμός
Ερευνητές από το πανεπιστήμιο George Mason, καθώς και από το κέντρο προαγωγής της σεξουαλικής υγείας του πανεπιστημίου της Ιντιάνα, φτάνουν σε συμπεράσματα που φαίνεται να δίνουν κάποιες απαντήσεις σε ένα παλιό ερώτημα: τι σχέση έχει η αγάπη με το σεξ;
Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της μελέτης αυτής είναι πως, σε αντίθεση με τις προηγούμενες σχετικές μελέτες που είχαν εξετάσει την παραπάνω σχέση σε ετεροφυλόφιλα ζευγάρια, οι ερευνητές εδώ επικεντρώνονται στις εμπειρίες των ζευγαριών ίδιου φίλου. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, το αίσθημα αγάπης που μοιράζονται ή όχι οι δύο σεξουαλικοί σύντροφοι δε βρέθηκε να εξαρτάται από το σεξουαλικό προσανατολισμό.
Πιο συγκεκριμένα, η μελέτη που δημοσιεύτηκε πρόσφατα σε έγκυρο επιστημονικό περιοδικό βρήκε ότι η πιο πρόσφατη σεξουαλική επαφή που είχαν σχεδόν όλοι, το 92.6% των ανδρών, ήταν με σταθερό σύντροφο στα πλαίσια μιας ερωτικής σχέσης. Δεδομένων των τελευταίων πολιτικών εξελίξεων, άλλωστε, σχετικά με το γάμο των ομοφυλοφίλων στις ΗΠΑ, τα ευρήματα αυτά έρχονται να υπογραμμίσουν την επικράτηση και την αξία του αισθήματος αγάπης στις σχέσεις των ομοφυλοφίλων.
Οι ερευνητές επίσης, τονίζουν ότι τα αποτελέσματα της μελέτης είναι πολύ σημαντικά, γιατί ταυτόχρονα απαντούν στους μύθους και τα παρεξηγήσεις που θέλουν τους άνδρες να διαχωρίζουν τη σεξουαλική απόλαυση από την αγάπη, ακόμα και εάν η ικανότητα να δίνει κανείς και να δέχεται αγάπη είναι σύμφυτη με την ανθρώπινη φύση και δεν περιορίζεται από το φύλο ή το σεξουαλικό προσανατολισμό.
Στη μελέτη, η οποία διεξήχθη διαδικτυακά συμμετείχαν 25000 ομοφυλόφιλοι και αμφιφυλόφιλοι άνδρες, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν σελίδες κοινωνικής δικτύωσης για τη διευκόλυνση της κοινωνικής και σεξουαλικής τους αλληλεπίδρασης με άλλους άνδρες.
Οι συγγραφείς της μελέτης επίσης επισημαίνουν ότι η έρευνα  έχει εδώ και καιρό επικεντρωθεί στην ανάδειξη των αρνητικών πτυχών της σεξουαλικής συμπεριφοράς των ομοφυλοφίλων, ιδιαίτερα αναφορικά με τη λοίμωξη από τον HIV. Στην παρούσα μελέτη όμως, το ενδιαφέρον των ερευνητών επικεντρώθηκε στη διερεύνηση του ρόλου της θετικής επίδρασης του αισθήματος αγάπης, κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης σεξουαλική επαφής.
Σε γενικές γραμμές τα ευρήματα της μελέτης περιλαμβάνουν: 
•             Σχεδόν όλοι οι άνδρες της μελέτης, το 91.2% είχαν αισθήματα αγάπης  για το σεξουαλικό τους σύντροφο και αντιλαμβανόντουσαν ότι ο σύντροφος τους τα ανταπέδιδε.
•             Το αίσθημα αγάπης για ένα σεξουαλικό σύντροφο κατά τη διάρκεια μια συγκεκριμένης σεξουαλικής πράξης ήταν πιο πιθανό να αναφερθεί από την ηλικιακή ομάδα 30-39. Οι νεαρότεροι σε ηλικία ήταν λιγότερο πιθανό να απαντήσουν με σιγουριά εάν αγαπούσαν τους σεξουαλικούς  τους συντρόφους ή εάν ένιωθαν ότι εκείνοι τους αγαπούσαν.
•             Οι άνδρες που δήλωναν ερωτευμένοι με το σεξουαλικό τους σύντροφο, ήταν πιο πιθανό να περιγράψουν τη σεξουαλική εμπειρία ως πολύ, ή αρκετά απολαυστική, σε σύγκριση με προηγούμενες εμπειρίες που δεν ένιωθαν το ίδιο.
Περά όμως από τη συντριπτική πλειοψηφία των ανδρών που δήλωσαν ότι η πιο πρόσφατη σεξουαλική επαφή ήταν με ένα σύντροφο με το οποίο αισθάνονταν ταιριαστοί και ένιωθαν ότι έδιναν κι έπαιρναν αγάπη, υπήρχε επίσης ένας αριθμός ανδρών που δήλωσε ότι έκαναν σεξ χωρίς να νιώθουν αγάπη.  Πολύ λίγοι, επίσης, άνδρες δήλωσαν ότι η πιο πρόσφατη σεξουαλική τους εμπειρία ήταν με ένα σύντροφο που οι ίδιοι αγαπούσαν, αλλά εκείνος δεν ανταποκρινόταν συναισθηματικά. Οι ερευνητές τονίζουν ότι αυτή η σχέση της αγάπης που δεν ανταποδίδεται με τη σεξουαλική εμπειρία είναι σημαντικό να διερευνηθεί, ανεξάρτητα από το σεξουαλικό προσανατολισμό.

Αγάπη: Τα οφέλη της στην υγεία του ανθρώπου

Και όχι μόνο. Η αγάπη είναι ισχυρό παυσίπονο
Οι ερευνητές λένε ότι μια φωτογραφία του αγαπημένου μας προσώπου ενεργοποιεί το κέντρο ανταμοιβής του εγκεφάλου, δηλαδή μπορεί να δρα σαν φάρμακο. Οι επιστήμονες υποθέτουν ότι εφόσον αυτό είναι γνωστό θα ήταν δυνατόν να μας βοηθήσει για την ανακούφιση του πόνου χωρίς τη χρήση φαρμάκων που προκαλούν παρενέργειες.

Η αγάπη συχνά καταλήγει να είναι επίπονη για τους ανθρώπους που την βιώνουν. Αλλά στις αρχές της ευτυχίας, όντος συμβάλλει στην μείωση του πόνου - τουλάχιστον στη φυσική του μορφή. Αυτό είναι το πόρισμα, που αναφέρθηκε, σε μια μελέτη επιστημόνων μεταξύ των οποιών και ενός ψυχολόγου που ασχολήθηκαν με αυτόν τον πόνο και μελέτησαν την αγάπη.

Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε online στο περιοδικό PLoS ONE, προέκυψε από την συνάντηση δύο σημαντικών ανθρώπων, του Arthur Aron του Πολιτειακού Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης στο Stony Brook, που είναι ερευνητής της επιστήμης της αγάπης, και του ο Δρ Sean Mackey, γνωστού επιστήμονα που ασχολείται με θέματα σχετικά με τον πόνο στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ. Οι δύο επιστήμονες μοιράζονταν το ίδιο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου, καθώς συμμετείχαν μερικά χρόνια πριν σε ένα Συνέδριο Νευροεπιστημών.

Ήξεραν ότι μερικές παλαιότερες μελέτες είχαν διαπιστώσει ότι η αγάπη ανακουφίζει τον πόνο, αλλά ήθελαν να προχωρήσουν ένα βήμα παραπέρα και να μάθουν τι ακριβώς συμβαίνει στον εγκέφαλο. Έβαλαν μία ανακοίνωση στην πανεπιστημιούπολη του Στάνφορντ για τα άτομα που βρίσκονταν στους πρώτους εννέα μήνες της σχέσης τους και ήταν ακόμα στο απόγειο του ρομαντικού πάθους.

Ο Jarred Younger, τότε απόφοιτος του Stanford και η ερευνητική του ομάδα εξέτασαν 15 άτομα. Όλοι κλήθηκαν να φέρουν από έξι φωτογραφίες: τρεις των αγαπημένων τους και τρεις των συγκριτικά ελκυστικών προσώπων που είχαν γνωρίσει μέχρι εκείνη την στιγμή στην ζωή τους. Οι ερευνητές θέρμαιναν τις παλάμες των αριστερών χεριών των ατόμων που συμετείχαν στην έρευνα σε βαθμό που προκλήθηκε μέτριος ή υψηλός βαθμός πόνου και σ' αυτό το σημείο της έρευνας ζητήθηκε απο τα άτομα να κοιτάξουν μία φωτογραφία, είτε των αγαπημένων τους ή των άλλων προσώπων που θεωρούσαν ελκυστικά.

Στον τρίτο κύκλο των πειραμάτων, οι ερευνητές εξέτασαν τις επιδράσεις της απλής απόσπασης της προσοχής, κάτι που είναι γνωστό ότι μειώνει τον πόνο, για τον λόγο αυτό στα άτομα που πήραν μέρος στην έρευνα ανατέθηκαν καθήκοντα σκέψης (όπως η σκέψη για όλα των αθλήματα που παίζονται χωρίς μπάλα), ενώ οι παλάμες τους θερμαίνονταν.

Η φωτογραφία του αγαπημένου προσώπου καθώς και η διανοητική απόσπαση της προσοχής φάνηκε ότι μειώνουν τον πόνο κατά περίπου το ίδιο ποσοστό: από 36% έως 45% στον μέτριο πόνο, και από 12% έως 13% στον δυνατό πόνο. Αλλά όταν οι επιστήμονες επανέλαβαν το πείραμα, στα υπο έρευνα άτομα κάνοντας τους μια μαγνητική τομογραφία συντονισμού, είδαν ότι η φωτογραφία και η πνευματική λειτουργία -απόσπασης ενεργοποιούσαν εντελώς διαφορετικά τμήματα του εγκεφάλου.

Η απόσπαση της προσοχής απασχολούσε τα υψηλότερα, διανοητικά τμήματα του εγκεφάλου ενώ η φωτογραφία του αγαπημένου τους προσώπου από την άλλη πλευρά, απασχολούσε τα πιο πρωτόγονα τμήματα - τα κέντρα ανταμοιβής δηλαδή που σχετίζονται με τις εξάρσεις και τους πόθους που έχουν σχέση ακόμη και με τους εθισμούς.

Οι επιστήμονες υποδηλώνουν, ότι γνωρίζοντας ένα άτομο πώς να εκμεταλλευτεί τη δύναμη ενός αγαπημένου προσώπου μπορεί να βοηθήσει τον εαύτο του ως προς στην ανακούφιση του πόνου χωρίς φάρμακα που προκαλούν παρενέργειες - ή ακόμη και να βοηθήσει τον εαύτο του αλλά και τους άλλους ανθρώπους να σταματήσουν τις βλαβερές συνήθειες τους.

Ειλικρινά, δεν χρειάζεται τίποτα περισσότερο από την παρατήρηση για να γνωρίσεις τη Σοφία

-Δάσκαλε, που βρίσκεται η Σοφία;

-Η Σοφία είναι παντού γύρω σου. Απλά δεν έχεις μάθει να κοιτάς. Πρέπει να κοιτάς με το βλέμμα του παρατηρητή και όχι με τα μάτια του κριτή.

Η παρατήρηση, θα σου ξεδιπλώσει όλα τα μυστήρια και τα μυστικά του σύμπαντος. Συνέχεια αυτά εκεί είναι, δεν είναι τίποτα κρυφό!

Αν κατορθώσεις να δεις ένα λουλούδι το πώς μεγαλώνει, ανθίζει, πολλαπλασιάζεται και μαραίνεται, με τα μάτια του παρατηρητή, έχεις ανακαλύψει το μεγαλείο της δημιουργίας και την πνοή της ζωής. 

Ειλικρινά σου λέω, δεν χρειάζεται τίποτα περισσότερο για να γνωρίσεις τη Σοφία.

Αν όμως δεις το λουλούδι με τα μάτια του κριτή, τότε ίσως αυτό να σου αρέσει και να πλανηθείς από τη μυρωδιά του ή το σχήμα του και ίσως ακόμα το κόψεις για να το πάρεις μαζί σου. 

Μπορεί να μη σου αρέσει και να το πατήσεις ή να στρέψεις το βλέμμα σου αλλού, θεωρώντας πως χάνεις το χρόνο σου και όφελος δεν βγάζεις.

Μην ξεχνάς, πως έχεις μεγαλώσει με την αξία ότι ο χρόνος είναι χρήμα. Και όμως, όλα τα λεφτά είναι στο τι κάνεις με το χρόνο σου.

Πόσες ευκαιρίες χάθηκαν, επειδή δεν τολμήσαμε, δεν ρισκάραμε, δεν επιλέξαμε για εμάς!

Και έμεινα στη γωνιά του κήπου μου απορημένος:
Πόσο χρόνο χάσαμε κρίνοντας τους άλλους, αντί να αφιερώσουμε αυτόν τον χρόνο για να βελτιώσουμε τον εαυτό μας!
Με πόση ζήλια ποτίσαμε το κορμί μας, αντί να το θεριέψουμε με την αυτοπεποίθηση και να ορμίσουμε για τη ζωή μας!
Πόσες ώρες σπαταλήσαμε αποζητώντας αυτό που δεν είχαμε, αντί να ευφρανθούμε με αυτά που είχαμε και τα οποία όμως τα θεωρήσαμε δεδομένα!
Πόσο φόβο ζήσαμε, επειδή φοβηθήκαμε να αγαπήσουμε!
Πόσο δρόμο χάσαμε, ακολουθώντας τους δρόμους που μας έδειχναν!
Πόσο πολύ καθυστερήσαμε, ασχολούμενοι με τα αγκάθια που πατήσαμε!
Πόσο τη ζωή τη σπαταλήσαμε, γιατί αυτή τη ζωή δεν την πιστέψαμε!
Πόσες ευκαιρίες χάθηκαν, επειδή δεν τολμήσαμε, δεν ρισκάραμε, δεν επιλέξαμε για εμάς!
Έσκυψα σιωπηλός και μύρισα τα τριαντάφυλλά μου!
Τι άρωμα μεθυστικό!

Στην αρχή, ξεκίνησε με το “άστο κάτω αυτό”.

Στην αρχή, ξεκίνησε με το “άστο κάτω αυτό”.
Μετά, ο χώρος μου περιορίστηκε από το “μη εκεί”.
Όταν θέλησα να μάθω, έμαθα το “πολλά ρωτάς”.
Στο σχολείο, μου δίδαξαν το “μάθε αυτό όπως σου το λέω”, και έτσι, ποτέ δεν έμαθα αυτό που ήθελα.
Μεγαλώνοντας κι άλλο, γνώρισα τη ζωή ως “γιατί έτσι πρέπει”, “μη με κάνεις ρεζίλι”, και “τι θα πουν οι γείτονες”.
Πήγα να βγω με χαρά στην καθημερινή συναναστροφή, όπου συνάντησα “το πόσα βγάζεις”, “τι δουλειά κάνεις”, “πόσα είναι τα αποκτήματά σου”.
Τώρα, προσπαθώ απαρχής να καταλάβω σε τι κόσμο έχω έρθει.
Δυσκολεύομαι λίγο, ίσως γιατί δεν με ενδιαφέρουν πια όλα αυτά που μέχρι τώρα έμαθα, ή μάλλον με ενδιαφέρουν αυτά που δεν έμαθα, αλλά περισσότερο από όλα, γιατί τώρα με ορίζουν ως “αδιάφορο”, “κλειστό τύπο”, “αντικοινωνικό” και “περίεργο”.
Ναι, η αλήθεια είναι πως και εγώ περίεργο το βρίσκω το μέχρι πότε θέλουν να με ορίζουν.

Ήταν Λάθος που Εμπιστεύτηκα Εσένα περισσότερο από Εμένα

Δεν υπάρχει περίπτωση να μην έχετε νιώσει έστω μία φορά στη ζωή σας ότι κάποιος πρόδωσε την εμπιστοσύνη που του δείξατε.

Σίγουρα πέσατε από τα σύννεφα κι αναρωτηθήκατε ποιος είναι ο άνθρωπος που μέχρι εκείνη τη στιγμή νομίζατε ότι ξέρατε. Πιστέψατε ίσως ότι τα έχετε καταλάβει όλα λάθος για τους ανθρώπους ή ότι υπάρχει κάτι εγγενώς προβληματικό με εσάς για να εισπράξετε τέτοια συμπεριφορά.

Σε κάποιο βαθμό, είναι αναμενόμενα και φυσιολογικά όλα αυτά. Όμως, αν βιώνετε κάθε νέα «προδοσία» με πολύ επώδυνο τρόπο, αν συχνά αισθάνεστε ότι οι άλλοι σας αφήνουν ξεκρέμαστους κι απογοητευμένους κι, ακόμα, αν κάποιες φορές αναρωτιέστε μήπως θα ήταν καλύτερα να σταματήσετε να εμπιστεύεστε γενικά, τότε συνεχίστε το διάβασμα…

ΧΩΡΙΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΣΗ

Καταρχάς, η απόφαση να εμπιστευτούμε είναι μονόδρομος.

Από τη στιγμή που εξαρτιόμαστε συναισθηματικά και πρακτικά από τους άλλους, δεν έχουμε επιλογή παρά να εμπιστευτούμε, αν όχι όλους τους ανθρώπους, τουλάχιστον κάποιους από αυτούς.

Είναι θέμα εμπιστοσύνης το ποιοι είναι φίλοι και ποιοι «εχθροί» μας, το αν θα στείλουμε τα παιδιά μας στο σχολείο, αν θα ταξιδέψουμε με αεροπλάνο ή αν θα καταθέσουμε τα λεφτά μας στην τράπεζα.

Είναι σχεδόν ενοχλητικό να το σκεφτεί κανείς, αλλά η ικανότητα να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες μας δεν είναι εξολοκλήρου στον έλεγχό μας[1] – εξαρτάται από τη συμβολή των άλλων.

Στην ουσία εμπιστοσύνη θα πει ότι χρειαζόμαστε τη συνεργασία κάποιου άλλου για να αποκτήσουμε αυτό που θέλουμε[2]. Σημαίνει, για παράδειγμα, ότι εμπιστευόμαστε τον κολλητό μας να μας βοηθήσει με τη μετακόμιση, ελπίζοντας ότι δεν θα μας κρεμάσει.

  Άρα σημαίνει ότι ρισκάρουμε να χάσουμε χρόνο, χρήμα, ενέργεια, προσδοκώμενα οφέλη, την ηρεμία ή τον ύπνο μας, αν εκείνος δεν συμπεριφερθεί όπως αναμένεται.

Όλα εξαρτώνται από την στιγμιαία ισορροπία μεταξύ της δικής μας επιθυμίας να ικανοποιήσουν οι άλλοι τις ανάγκες μας και της επιθυμίας των άλλων να ικανοποιήσουν τις δικές τους ανάγκες[3].

Όσο και να αξιολογούμε την ακεραιότητα ή εντιμότητα των άλλων, στο τέλος η απόφαση για το ποιον θα εμπιστευτούμε βασίζεται απλώς στην πρόβλεψη για το ποιες ανάγκες θα επικρατήσουν σε κάθε περίπτωση[4].

Έτσι, στοιχηματίζουμε ότι τα πράγματα θα πάνε καλά όταν αποφασίζουμε να εμπιστευτούμε, ενώ όταν δείχνουμε έλλειψη εμπιστοσύνης στοιχηματίζουμε ότι τα πράγματα θα εξελιχθούν άσχημα. Κανονικός τζόγος δηλαδή.

ΣΟΥ ΕΧΩ ΤΥΦΛΗ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ

Το «κακό» είναι ότι έχουμε διαπροσωπικές ανάγκες.

Έχουμε ανάγκη τη συντροφιά και το μοίρασμα και να μας πάρουν αγκαλιά, επομένως είμαστε αναγκασμένοι να εμπιστευτούμε κάποιον να μας τα δώσει αυτά.

Η ανάγκη αυτή μας καθιστά αυτομάτως ευάλωτους[5], γι’ αυτό έχουμε συναισθήματα αβεβαιότητας και ανασφάλειας σχετικά με το ποιον και πόσο να εμπιστευτούμε – φοβόμαστε ότι θα πληγωθούμε.

Αυτό δεν είναι παράξενο. Το παράξενο είναι ότι κάποιοι από εμάς, αψηφώντας όλους τους κινδύνους, φαίνεται να εμπιστευόμαστε τυφλά.

Ενώ διαπιστώνουμε ότι συμβαίνουν πράγματα απρεπή, επικίνδυνα ή ενάντια στα συμφέροντα μας, για κάποιο λόγο η εμπιστοσύνη μας δεν κλονίζεται.

Όλοι μας προειδοποιούν ότι κάνουμε λάθος που εμπιστευόμαστε τον συγκεκριμένο άνθρωπο, αλλά εμείς αποφεύγουμε ή αγνοούμε τα γεγονότα και τις εμπειρίες που το επιβεβαιώνουν.

Επιμένουμε στο «αθώος μέχρι αποδείξεως του εναντίου», ενώ έχουμε αδιάσειστες αποδείξεις «ενοχής» εναντίον του:

Ας πούμε λέει ότι θα χωρίσει και δεν το κάνει. Λέει ότι θα πάρει τηλέφωνο και πάλι δεν το κάνει. Ισχυρίζεται ότι μας αγαπάει αλλά μας θυμάται μόνο τις φορές που μας χρειάζεται.

Περνάμε μία δύσκολη φάση και δεν είναι εκεί. Περνάμε μία χαρούμενη φάση και πάλι δεν είναι εκεί.

Στην ουσία δηλώνει, «μην βασίζεσαι επάνω μου για τίποτα», αλλά εμείς δεν τον ακούμε – πιστεύουμε σ′ εκείνον περισσότερο από ό,τι πιστεύει και ο ίδιος στον εαυτό του. Η ικανότητά μας για ενσυναίσθηση υπερλειτουργεί.

Μπαίνουμε μονίμως στη θέση του και προσπαθούμε να βρούμε δικαιολογίες[6]:

Άρνηση: Όχι, δεν είπε ψέματα, εγώ κατάλαβα λάθος…
Διαστρέβλωση: Μπορεί να μην είναι ποτέ εδώ, αλλά εγώ το νιώθω ότι με αγαπάει… Ελαχιστοποίηση: Μα δεν ήταν τίποτα σπουδαίο, στον καθένα μπορεί να συμβεί… Υπερανάλυση: Μεγάλωσε δύσκολα, κανένας δεν του έμαθε να φέρεται…

Είμαστε οι πιο ατζαμήδες συναισθηματικοί επενδυτές του κόσμου.

Ενώ διαπιστώνουμε ότι κάποιος καταχράται τα χρήματα που του δίνουμε να επενδύσει για λογαριασμό μας, εμείς του δίνουμε ακόμα περισσότερα, ελπίζοντας ότι τελικά θα εκτιμήσει την εμπιστοσύνη μας και από ευγνωμοσύνη θα φροντίσει να μας αποκομίσει κέρδος.

Σαν να πιστεύουμε ότι αν φανούμε υπομονετικοί, ευγενικοί και ολιγαρκείς μπροστά στην ασυνεπή και αναξιόπιστη συμπεριφορά του, εκείνος θα αποφασίσει να φερθεί δίκαια, ισότιμα και ανθρώπινα.

Πάντως δεν είναι ακριβώς αφέλεια.

Κατά βάθος το καταλαβαίνουμε ότι πλήττονται τα συμφέροντά μας και στην ουσία η εμπιστοσύνη μας κλονίζεται, όμως διστάζουμε να το επικοινωνήσουμε άμεσα ή να κάνουμε κάτι γι’ αυτό.

Και φυσικά παγιδευόμαστε.

Η στάση μας υπονοεί ότι είμαστε εντάξει με τη συμπεριφορά του άλλου και ότι δεν έχουμε κανένα πρόβλημα να τη συνεχίσει κι έτσι, άθελά μας, γινόμαστε συνένοχοι στην κακομεταχείρισή μας. [7]

Όταν πια αρχίζουμε να θυμώνουμε με τον εαυτό μας που εμπιστεύτηκε το λάθος άνθρωπο, αισθανόμαστε ότι είναι αργά για να κάνουμε πίσω – τουλάχιστον όχι χωρίς να παραδεχτούμε ότι κάναμε λάθος.

Παραμένουμε στο τραπέζι και συνεχίζουμε να ποντάρουμε, ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή θα ρεφάρουμε. Ότι, έστω και την ύστατη ώρα, ο άλλος θα κάνει κάτι για να μας αποδείξει ότι κάναμε καλά που τον εμπιστευτήκαμε. Μέχρι βεβαίως το σημείο όπου η «προδοσία» είναι αδύνατον να καλυφθεί πλέον και τότε ο κόσμος μας θρυμματίζεται.   

Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΗΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ

Το μήνυμα της «προδοσίας» είναι βροντερό κι εξευτελιστικό: «Δεν δίνω δεκάρα για σένα».

Δηλώνει ότι δεν είμαστε αρκετά σημαντικοί ή αρκετά καλοί ώστε ο άνθρωπος που πιστέψαμε να τιμήσει και ανταποδώσει την εμπιστοσύνη μας.

Είναι τέτοιο το σοκ που αρχίζουμε να αμφιβάλλουμε για τους πάντες και τα πάντα. Φταίμε εμείς; Ο άλλος; Μήπως δεν πρέπει να εμπιστευτούμε ποτέ ξανά;

Μάλιστα όσο περισσότερες σημαντικές και τραυματικές «προδοσίες» έχουμε στο ιστορικό μας, τόσο πιο προσωπικά το παίρνουμε και τόσο περισσότερο δυσκολευόμαστε να το ξεπεράσουμε.

Είναι σαν να αναβιώνουμε τις παλιές «προδοσίες», προβάλλοντας σενάρια από το παρελθόν και μπερδεύοντας τον άνθρωπο που έχουμε απέναντί μας με το γονιό που μας παραμέλησε ή με τον άνθρωπο που αγαπούσαμε κάποτε και μας εγκατέλειψε.

Γι’ αυτό παριστάνουμε ότι δεν ακούμε και δεν βλέπουμε τίποτα – επειδή δεν αντέχουμε ακόμα μία προδοσία.

Πιστεύουμε ότι αν δεν φέρνουμε αντιρρήσεις, δεν προβάλλουμε αντιστάσεις κι είμαστε καλά και υπάκουα παιδιά θα πάρουμε επιτέλους την επιβεβαίωση που τόσο χρειαζόμαστε και θα αποφύγουμε την απόρριψη ή την εγκατάλειψη.

Καταπιέζουμε και αμφισβητούμε τα συναισθήματα και τις αντιλήψεις μας προκειμένου να μην δημιουργούμε προβλήματα.

Φερόμαστε σαν οι άλλοι να είναι πιο σημαντικοί από εμάς ή σαν να γνωρίζουν περισσότερα από όσα εμείς.

Κάποιος μας λέει ότι ο γάιδαρος πετάει («δεν είναι αυτό που νομίζεις») και αντί να του πούμε να κόψει τις βλακείες, καθόμαστε και το εξετάζουμε.

Και ο λόγος που εμπιστευόμαστε «λάθος» ανθρώπους είναι ότι δεν ξέρουμε ποιοι είναι οι «σωστοί» άνθρωποι.

Επιθυμούμε κάποιος να μας φροντίσει και να μας προστατέψει αλλά δεν έχουμε ιδέα πώς είναι να σε φροντίζει κάποιος.

Ποτέ δεν νιώσαμε ότι αξίζουμε ανθρώπινη συμπεριφορά και ποτέ δεν μάθαμε πώς είναι οι φροντιστικοί άνθρωποι.

Γι’ αυτό δυσκολευόμαστε να αναγνωρίσουμε κάποιον που δεν είναι – δεν έχουμε μέτρο σύγκρισης.

Στην πραγματικότητα δεν αναζητούμε έναν άνθρωπο να σχετιστούμε μαζί του σε ρεαλιστική και ισότιμη βάση, αλλά κάποιον που θα μας πάρει υπό την προστασία του και θα θεραπεύσει τις πληγές μας. Έχουμε μεγάλη ανάγκη να πιστέψουμε ότι κάποιος είναι τόσο ολοκληρωτικά καλός που επιτέλους θα καταφέρει να ακυρώσει όλες τις «κακίες» που έχουμε υποστεί.

Ολοφάνερα έχει μια ανειλικρίνεια η στάση μας. Οι περισσότεροι άνθρωποι καταλαβαίνουν ότι ζούμε σε έναν ασπρόμαυρο, μαγικό κόσμο. Ότι η υπερβολική εμπιστοσύνη που δείχνουμε δεν είναι μια γνήσια εμπιστοσύνη που προκύπτει φυσικά μέσα από την αλληλεπίδραση, αλλά μια έκφραση απόγνωσης. Είναι μια τσαπατσούλικη ψευδοεμπιστοσύνη που σκοπό έχει να μας προστατέψει από τη συνειδητοποίηση ότι επανειλημμένα εμπιστευόμαστε αναξιόπιστους ανθρώπους που στο τέλος μας «προδίδουν».

Το μήνυμα που μεταφέρουμε είναι διπλό: δείχνουμε ακλόνητη εμπιστοσύνη επιφανειακά αλλά μέσα μας «ξέρουμε» ότι η κατάληξη θα είναι η «προδοσία» – και φυσικά οι επιλογές μας επιβεβαιώνουν τους φόβους μας.

Σχετιζόμαστε με ανθρώπους που έχουν κι εκείνοι δυσκολίες με την εμπιστοσύνη, οπότε ο κίνδυνος για εκατέρωθεν μη ρεαλιστικές προσδοκίες, απογοητεύσεις και «προδοσίες» είναι εξασφαλισμένος.

Δυστυχώς αυτή είναι η αλήθεια: επιλέγουμε αναξιόπιστους ανθρώπους επειδή είμαστε οι ίδιοι αναξιόπιστοι. Μην γελιέστε – το να είμαστε άξιοι εμπιστοσύνης και το να αξιολογούμε πόσο άξιοι εμπιστοσύνης είναι οι άλλοι είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. [8]

ΠΩΣ ΓΙΝΟΜΑΙ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΑΞΙΟΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ;

Για να μπορέσουμε να νιώσουμε ότι είμαστε άξιοι εμπιστοσύνης θα πρέπει πρώτα να συγχωρήσουμε τον εαυτό μας για τις προδοσίες που έχει δεχτεί από τους άλλους.

Πρέπει να καταλάβουμε ότι όλοι κάνουμε λάθη, όλοι κάνουμε εσφαλμένες επιλογές, όλοι έχουμε ξεγελαστεί και, ναι, όλοι έχουμε φανεί αφελείς.

Ή θα συνεχίσουμε να επικρίνουμε και να ντροπιάζουμε τον εαυτό μας πιστεύοντας ότι μας αξίζουν αυτά που παθαίνουμε ή θα αποφασίσουμε να ξεκολλήσουμε και να διευρύνουμε την προοπτική μας.

Απλώς χρειάζεται να δείξουμε λίγη ευγένεια.

Να αγκαλιάσουμε το φόβο μας ότι θα μας απορρίψουν ή εγκαταλείψουν και να σεβαστούμε τον πόνο μας για όσα έχουμε στερηθεί.

Πρέπει να αναγνωρίσουμε τα «συμπτώματα» που δείχνουν έλλειψη εμπιστοσύνης στον εαυτό μας και να προσπαθήσουμε να τα «θεραπεύσουμε»:

Μήπως λέμε ψέματα στον εαυτό μας; Μήπως αθετούμε τις υποσχέσεις που του δίνουμε;

Μήπως οι ίδιοι σαμποτάρουμε τις προσπάθειές μας να πετύχουμε αυτά που θέλουμε;

Μπορούμε να πάρουμε μια απόφαση; Έχουμε μια αυθεντική σχέση με τον εαυτό μας, δηλαδή υπάρχει συμφωνία μεταξύ αυτού που αισθανόμαστε, αυτού που λέμε και αυτού που κάνουμε;

Είπαμε ότι η εμπιστοσύνη προϋποθέτει συνεργασία ανάμεσα σε δύο μέρη, αλλά κανείς δεν λέει ότι τα δύο μέρη πρέπει να είναι διαφορετικοί άνθρωποι: [9]

Μπορεί ο τωρινός μας εαυτός να εμπιστευτεί ότι ο μελλοντικός μας εαυτός δεν θα χαλάσει τη δίαιτα;

Ότι δεν θα αναβάλει το διάβασμα; Ότι δεν θα ξαναπιεί; Ότι δεν θα στείλει εκείνο το μήνυμα που δεν πρέπει να στείλει;

Αν υποσχόμαστε στον εαυτό μας ότι θα τον φροντίσουμε με κάποιο τρόπο και μετά δεν το κάνουμε ή κάνουμε το αντίθετο, τότε όχι μόνο τον προδίδουμε, αλλά μαθαίνουμε ότι δεν ενδιαφερόμαστε αρκετά για εμάς κι ότι δεν μπορούμε να βασιστούμε επάνω μας.

Αντίθετα, όταν ενεργούμε με τρόπους που αποδεικνύουν ότι νοιαζόμαστε και σεβόμαστε τον εαυτό μας βιώνουμε την αίσθηση ότι είμαστε υπεύθυνοι και αξιόπιστοι.

Έτσι αποκτούμε ή ανακτούμε τον έλεγχο στη ζωή μας.

Όταν διαπιστώνουμε ότι είμαστε ικανοί να φροντίζουμε τον εαυτό μας και να νιώθουμε ολοκληρωμένοι και ικανοποιημένοι χωρίς να χρειαζόμαστε κάποιον άλλο να αναλάβει την ευθύνη μας.

Όταν σταματούμε να ζούμε διαμέσου των άλλων και εμπιστευόμαστε τη διαίσθηση, την κρίση, τις γνώσεις και τα συναισθήματά μας χωρίς να περιμένουμε έξωθεν επιδοκιμασία.

Αν οι ίδιοι δώσουμε στον εαυτό μας την αποδοχή και αναγνώριση που χρειάζεται, τότε οι ανάγκες που μας οδηγούν να εμπιστευόμαστε πέρα από τις δυνατότητές μας θα ατονήσουν.

Αν καλμάρουμε τους φόβους μας δεν θα αισθανόμαστε υποχρεωμένοι να ικανοποιούμε τους άλλους ούτε θα προσπαθούμε να έχουμε τέλεια συμπεριφορά ούτε θα διακινδυνεύουμε να πουλήσουμε τον εαυτό μας φτηνά.

Και φυσικά δεν θα έχουμε λόγο να εμπιστευτούμε αναξιόπιστους και ενδεχομένως κακόβουλους ανθρώπους προκειμένου να τους πείσουμε να μας επιστρέψουν λίγη από αυτή την πίστη. [10]

Επιτέλους πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν μπορούμε να ζητάμε μια σχέση εμπιστοσύνης με κάποιον άλλο αν δεν μπορούμε να έχουμε μια σχέση εμπιστοσύνης με τον εαυτό μας.

Ούτε γίνεται να περιμένουμε από τους άλλους να καλύψουν τις εσωτερικές μας ανάγκες αν δεν μπορούμε μόνοι μας να τις καλύψουμε. Εν ολίγοις, δεν μπορούμε να ζητάμε από τους άλλους να μην μας εγκαταλείψουν, αν εμείς πρώτοι έχουμε ήδη εγκαταλείψει τον εαυτό μας.  

   Η ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΤΟΛΜΗΡΟΥΣ:

ΣΕ 6 ΒΗΜΑΤΑ

Πώς σχετιζόμαστε λοιπόν με τους άλλους όταν ξέρουμε πλέον ότι είμαστε οι μόνοι υπεύθυνοι να κάνουμε το σωστό για εμάς;

Βήμα πρώτο: Ξεκινάμε επιφυλακτικά…

Όχι ότι πάμε στο άλλο άκρο και γινόμαστε «παρανοϊκοί», απλώς εφαρμόζουμε μια λειτουργική έλλειψη εμπιστοσύνης ώστε να ελαχιστοποιήσουμε τον κίνδυνο εκμετάλλευσης. Οι περισσότεροι άνθρωποι εξάλλου δεν περιμένουν με το καλημέρα να κερδίσουν την εμπιστοσύνη μας – θα λάβουν υπόψη τους τις επιφυλάξεις μας και θα σεβαστούν τα όρια μας. Εκείνοι που δεν θα μπορέσουν να το κάνουν απλώς θα φύγουν. Και δεν χρειάζεται να νιώθουμε ενοχές. Ο σκοπός της επιφυλακτικότητάς μας δεν είναι να χειριστούμε, να τιμωρήσουμε ή να ντροπιάσουμε, αλλά μόνο να προστατευτούμε.

Βήμα δεύτερο: Συνεχίζουμε αργά…

Παίρνει χρόνο να γνωρίσουμε κάποιον και δεν χρειάζονται βιασύνες. Μόνο αν συναναστραφούμε αρκετά με κάποιον μπορούμε να μάθουμε την ιστορία του, το πώς έχει φτάσει να είναι αυτό που είναι σήμερα και ποιος είναι ο τρόπος του να υπάρχει στον κόσμο. Μια καλή «στρατηγική» είναι να παρατηρούμε τις αρνητικές ή θετικές εμπειρίες που μοιραζόμαστε μαζί του και αναλόγως να προσαρμόζουμε τα επίπεδα της εμπιστοσύνης μας. Διαφορετικά, αν αγνοούμε την πραγματική αλληλεπίδραση στο εδώ και τώρα, η εμπιστοσύνη μας δεν απευθύνεται στον άλλο, αλλά σε κάποιο πλάσμα της φαντασίας μας.

Βήμα τρίτο: Κάνουμε μερικά τεστ…

Μην σας ξενίζει η ιδέα. Κάπως πρέπει να αξιολογήσουμε αν η συμπεριφορά των ανθρώπων που αφήνουμε να έρθουν κοντά μας είναι υπεύθυνη και λογική σε βάθος χρόνου. Λοιπόν, έχει λόγο; Μπορεί να δεσμευτεί σε κάτι ακόμα κι αν είναι κάτι μικρό; Αισθανόμαστε ασφαλείς μαζί του; Μπορούμε να του θυμώσουμε χωρίς να φοβόμαστε ότι θα τον χάσουμε; Είναι διατεθειμένος να μοιραστεί μαζί μας τον έλεγχο; [11] Έχει αξία και σημασία για εκείνον η σχέση μαζί μας με την έννοια ότι έχει τη διάθεση να την φροντίσει και να την προστατέψει; Ο σκοπός μας δεν είναι να περιχαρακωθούμε ή να περιχαρακώσουμε, αλλά απλώς να αισθανθούμε ότι ο άλλος είναι με το μέρος μας. Ότι είναι φίλος μας.

Βήμα τέταρτο: Αντέχουμε την αλήθεια…

Το μόνο που μπορεί κάπως να μειώσει το ρίσκο που ενέχει η εμπιστοσύνη είναι η διαφάνεια[12]. Αν είμαστε αυθεντικοί «υποχρεώνουμε» και τον άλλον να είναι αυθεντικός ή, διαφορετικά, να μας αφήσει στην ησυχία μας αν δεν μπορεί να το κάνει. Επιπλέον, όντας αληθινοί με τον εαυτό μας, μπορούμε να διακρίνουμε αν κάτι έρχεται πραγματικά από τον άλλον ή αν πρόκειται για κάτι δικό μας. Μπορούμε έτσι να είμαστε περισσότερο δίκαιοι μαζί του χωρίς να τον φορτώνουμε με πράγματα που δεν του ανήκουν, γεγονός που του επιτρέπει να είναι κι εκείνος περισσότερο αληθινός μαζί μας. Το θέμα είναι να έχουμε πίστη στον εαυτό μας και στον άλλον χωρίς όμως να κρυβόμαστε από την αλήθεια και ξέροντας ότι θα πάρουμε ακόμα και άβολες αποφάσεις αν χρειαστεί.

Βήμα πέμπτο: Προετοιμαζόμαστε για την «προδοσία»…

Κανένας άνθρωπος δεν είναι 100% διαφανής και αξιόπιστος. Όσες προφυλάξεις και να πάρουμε, από τη στιγμή που στοιχηματίζουμε στην ικανότητά μας να διαβάσουμε το μυαλό του άλλου πάντοτε υπάρχει περίπτωση να βγούμε χαμένοι[13]. Πρέπει να μάθουμε να αντέχουμε την αβεβαιότητα που περικλείει κάθε σχέση και να αποδεχθούμε το δεδομένο ότι κανένας άνθρωπος δεν είναι ολοκληρωτικά καλός ή κακός. Ακόμα κι εμείς έχουμε τα «σκοτεινά» μας σημεία. Ανά πάσα στιγμή έστω και άθελά μας μπορούμε να απογοητεύσουμε, να πληγώσουμε ή να προδώσουμε κάποιον. Το ζητούμενο δεν είναι να εμπιστευτούμε ότι κανένας δεν θα προδώσει ποτέ κανέναν ούτε να γίνουμε τιμωρητικοί μπροστά στις αναπόφευκτες αστοχίες, αλλά να δεσμευτούμε να φερόμαστε με ευγένεια και διακριτικότητα ο ένας στον άλλον.

Βήμα έκτο: Σηκωνόμαστε και προσπαθούμε ξανά…

Τελικά, η μόνη δικλίδα ασφαλείας είναι η εμπιστοσύνη στις δυνάμεις μας και στην ικανότητά μας να χειριστούμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο οποιαδήποτε κατάσταση παρουσιαστεί και οτιδήποτε μας φέρει η ζωή. Και πάλι θα πονέσουμε αν πληγωθούμε, αλλά τώρα ξέρουμε ότι θα επιβιώσουμε, ότι δεν θα καταστραφούμε. Ρισκάρουμε να εμπιστευτούμε τους άλλους χωρίς να χρειάζεται να κρεμαστούμε επάνω τους. Τους εμπιστευόμαστε να εμπλουτίσουν τη ζωή μας και όχι να τη σώσουν ή να τη γεμίσουν.

Ξέρουμε πλέον πότε πρέπει να νοιαζόμαστε για εμάς και πότε πρέπει να νοιαζόμαστε για τους άλλους. Και ποτέ μα ποτέ δεν προδίδουμε τον εαυτό μας προκειμένου να συνεχίσουμε να εμπιστευόμαστε έναν άνθρωπο που δεν έχει κάνει τίποτα για να αποδείξει ότι το θέλει ή ότι το αξίζει. Είναι το τέλος της αθωότητας κατά κάποιο τρόπο, αλλά η «προδοσία» αφήνει κέρδος: την απελευθερωτική διαπίστωση ότι, ακόμα και αν όλα καταρρεύσουν γύρω μας, υπάρχει κάποιος στον οποίο μπορούμε να βασιστούμε: ο εαυτός μας.

ΝΑ ΘΥΜΑΣΤΕ

Πολύ συχνά, οι άνθρωποι «αναγκάζονται» να «προδώσουν» εμάς προκειμένου να μην προδώσουν τον εαυτό τους. Προσπαθήστε να καταλάβετε και να αποδεχτείτε ότι δεν είναι προδοσία αν ο άλλος δεν μπορεί να σας αγαπάει πια. Ούτε αν αγάπησε κάποιον άλλο. Καλώς ή κακώς, το να αλλάξει κάποιος γνώμη για εμάς, να μην μπορεί να ανταποδώσει τα συναισθήματά μας και να κάνει επιλογές που εμάς δεν αρέσουν ή δεν μας εμπεριέχουν είναι συνηθισμένο μέρος της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης.

Είναι εκνευριστικό, αλλά συνήθως οι άνθρωποι αποφασίζουν για τον εαυτό τους χωρίς να σκέφτονται καθόλου εμάς. Τις περισσότερες φορές αυτά που κάνουν σχετίζονται με τους ίδιους και τη ζωή τους και δεν έχουν καμία σχέση με εμάς ή με την αξία μας.

Να θυμάστε ότι η «προδοσία» είναι μέρος της ζωής και το μόνο που μπορείτε να κάνετε για τον εαυτό σας είναι να εμπιστευτείτε ότι οι αποφάσεις που παίρνετε κάθε στιγμή είναι οι καλύτερες δυνατές για τη δική σας ζωή. Και το ίδιο πρέπει να εμπιστευτείτε ότι η απόφαση του άλλου, όσο κι αν σας πλήγωσε, ήταν η καλύτερη δυνατή για τη δική του ζωή τη συγκεκριμένη στιγμή.
----------------
ΑΝΑΦΟΡΕΣ 1, 3, 4, 8, 9, 12, 13. DeSteno, D. (2014). The Truth About Trust: How It Determines Success in Life, Love, Learning, and More. New York: HUDSON STREET PRESS. 2. Simpson, J. A. (2007). Psychological foundations of trust. Current Directions in Psychological Science, 16(5): 264-268. 5. Borum, R. (2010). The science of interpersonal trust. Mental Health Law & Policy Faculty Publications. Paper 574. . 6, 10. Gerlach, P. K. (2015). Do You Have a “Trust Disorder’? Reduce Excessive Trust and Distrust. Break the Cycle! Ed. Peter K. Gerlach. . 7, 11. Lewicki, R. J. & Tomlinson, E. C. (2003). Trust and Trust Building. Beyond Intractability. Eds. Guy Burgess and Heidi Burgess. Conflict Information Consortium, University of Colorado, Boulder. . Image credit 1: Street Art-Signs.FFX © Florbela’s Fotographix.IMG_3411.wtmrk2 via photopin Image credit 2: Trust is a Fragile Thing via photopin Image credit 3: Paring via photopin

Στη ζωή μου...

 Στη ζωή μου, οι πιο μεγάλοι ευεργέτες στάθηκαν τα ταξίδια και τα ονείρατα, από τους ανθρώπους, ζωντανούς και πεθαμένους, πολύ λίγοι βοήθησαν τον αγώνα μου. Όμως, αν ήθελα να ξεχωρίσω ποιοί άνθρωποι αφήκαν βαθύτερα τ' αχνάρια τους στην ψυχή μου, ίσως να ξεχώριζα τρεις τέσσερεις: τον Όμηρο, τον Μπέρξονα, το Νίτσε και το Ζορμπά.

Ο πρώτος στάθηκε για μένα το γαληνό κατάφωτο μάτι - σαν το δίσκο του ήλιου - που φωτίζει με απολυτρωτικιά λάμψη τα πάντα, ο Μπέρξονας με αλάφρωσε από άλυτες φιλοσοφικές αγωνίες που με τυραννούσαν στα πρώτα νιάτα, ο Νίτσε με πλούτισε με καινούργιες αγωνίες και μ' έμαθε να μετουσιώνω τη δυστυχία, την πίκρα, την αβεβαιότητα σε περηφάνια, κι ο Ζορμπάς μ' έμαθε ν' αγαπώ τη ζωή και να μη φοβούμαι το θάνατο.

Τούτο το θλιβερό προνόμιο, να κάνεις τέχνη τη ζωή, καταντάει σε πολλές σαρκοβόρες ψυχές ολέθριο. Γιατί έτσι, βρίσκοντας διέξοδο το σφοδρό πάθος, φεύγει από το στήθος κι αλαφρώνει η ψυχή, δεν πλαντάει πια, δε νιώθει πια την ανάγκη κορμί με κορμί να παλέψει, επεμβαίνοντας άμεσα στη ζωή και στην πράξη - μα χαίρεται καμαρώνοντας το σφοδρό της το πάθος να δαχτυλιδώνεται στον αγέρα και να σβήνει.

Κι όχι μονάχα χαίρεται παρά είναι και περήφανη, θαρρεί πως πραγματώνει έργο υψηλό, την εφήμερη αναντικατάστατη στιγμή - τη μόνη στον απέραντο καιρό που έχει σάρκα και αίμα - μετατρέποντάς τη τάχα σ' αιώνια. Κι έτσι ο Ζορμπάς, ο γεμάτος σάρκα και κόκαλα, κατάντησε στα χέρια μου μελάνι και χαρτί. Χωρίς να το θέλω, και μάλιστα θέλοντας το αντίθετο, κίνησε από καιρό να κρυσταλλώνεται μέσα μου ο μύθος του Ζορμπά. Άρχισε η μυστική στο σπλάχνο κατεργασία, στην αρχή μια μουσική ταραχή, πυρετική ηδονή και δυσφορία, σα να μπήκε μέσα στο αίμα μου ένα ξένο σώμα και μάχουνταν ο οργανισμός μου να το δαμάσει και να το αφανίσει, αφομοιώνοντάς το. Κι άρχισε γύρα από τον πυρήνα αυτόν να τρέχουν οι λέξεις, να τον κυκλώνουν και να τον θρέφουν σαν έμβρυο. Στερεώνουνταν οι θαμπωμένες θύμησες, ανέβαιναν οι βουλιαγμένες χαρές και πίκρες, μετατοπίζουντανσε ελαφρότερον αγέρα η ζωή, γίνουνταν ο Ζορμπάς παραμύθι.

Νίκου Καζαντζάκη, "Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά"

Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, ΘΕΛΕΙ ΜΕΓΑΛΑ ΚΟΤΣΙΑ

Ο καθένας μπορεί το οτιδήποτε στη ζωή του, να το κάνει «να πάψει να υπάρχει» για τον ίδιο. Είτε πρόκειται για συναίσθημα, είτε για σκέψη, είτε για κατάσταση, είτε για οτιδήποτε. Είτε τον βασανίζει, είτε τον ενοχλεί, είτε τον καταπιέζει, είτε τον κάνει δυστυχή, σημασία έχει πως τον εμποδίζει από το να είναι ήρεμος και ισορροπημένος, άρα ευχαριστημένος ή ακόμα και ευτυχισμένος από τη ζωή του, στη ζωή του. Κι ας ζούμε (όπως λένε) σε οικονομική κρίση. Γιατί η κρίση, δεν είναι τελικά σε καμία περίπτωση οικονομική. Είναι κρίση αξιών, διανοητική, και σαφώς βαθιά Πνευματική. Αν μπορέσει βέβαια κάποιος και κοιτάξει λίγο βαθύτερα, και δεν μείνει στην επιφανειακή κατάρρευση όλων των τομέων της καθημερινότητας, η οποία ως τέτοια και αναγνωρίζεται από όλους μας εξωτερικά.

Δεν είναι όμως εύκολο να προσεγγιστεί όλο αυτό. (Να πάψει για κάποιον να υπάρχει αυτό που τον κάνει δυστυχή και μόνιμα αγχώδη). Καθόλου εύκολο. Προϋποθέτει, να «ασχοληθεί» με το όλο ζήτημα, και όχι να ζει στα αποτελέσματα των δεδομένων που επικρατούν μαζικά. Πρόκειται για Ατομική υπόθεση. Οι περισσότεροι βέβαια άνθρωποι μένουν στην επιφάνεια του όλου θέματος, γι’ αυτό υπάρχει τελικά τόση δυστυχία γύρω μας, γι’ αυτό η συνέχιση της επικράτησης της «κρίσης», και γι’ αυτό και η όποια ολική χειροτέρευση που οι άνθρωποι πιστεύουν μας κοντοζυγώνει…

Όμως, μπορεί, (κάθε ζήτημα που τον απασχολεί τον καθένα), να το κάνει «να πάψει να υπάρχει γι’ αυτόν», με δύο (όχι απλούς βέβαια), τρόπους:

Ο ένας είναι, (αφού έχει διαπιστώσει αυτό που «τον ενοχλεί» ότι τον ενοχλεί και του στερεί την ελευθερία και ηρεμία του, γιατί υπάρχουν κι άλλα που δεν τα συλλαμβάνει), να το παρατηρήσει σε τόσο βάθος, ώστε η κατανόηση που θα προκύψει από αυτή την παρατήρηση, είναι και αυτή που μπορεί να καταφέρει να τον κάνει να συνειδητοποιήσει πως ως πρόβλημα, (το κάθε ζήτημα), είναι «τόσο βαρύ» γι’ αυτόν, εξαιτίας της δικής του θεώρησης, των σκέψεων που κάνει γι’ αυτό, των δεδομένων και πεποιθήσεων που λειτουργεί και συντηρεί, των ανεκπλήρωτων ανεξέλεγκτων επιθυμιών του, των προσδοκιών (ίσως) που δεν έφεραν αυτά που περίμενε (και εξακολουθούν να μην εμφανίζονται στη ζωή του) όπως θα τα ήθελε, του φόβου για επικράτηση ή ασφάλεια κλπ. Σημαίνει οπότε, πως «έψαξε» βαθιά «τις αιτίες» τελικά οι οποίες και είναι υπεύθυνες για την τόση διόγκωση του όλου ζητήματος, που έγινε (ίσως) γι’ αυτόν, ακόμα και ζήτημα ζωής ή και θανάτου…

Η παρατήρηση λοιπόν για την οποία συζητάμε, αφορά εσωτερικό σκάψιμο, και όχι μία επιφανειακή οπτική – θέαση των πραγμάτων. Ένα σκάψιμο - ψάξιμο, που η γαλούχηση από το περιβάλλον, την οικογένεια, την παιδεία και την κοινωνία, ήταν τέτοια, ώστε να μην διδαχθούμε μια τέτοιου είδους παρατήρηση, με το γνωστό αποτέλεσμα του να μην γνωρίζουμε πως υφίσταται… Μόνος ο καθένας μας όμως χρειάζεται κάποια στιγμή να το κάνει, για να καταφέρει να «δει» Πραγματικά…

Οπότε (για τον κάθε άνθρωπο), γιατί κάτι φτάνει να τον ενοχλεί; Τι αγγίζει μέσα του που δεν θέλει, ή φοβάται να αντικρίσει; Τι νομίζει πως θα χάσει; Τι δεν βλέπει γενικότερα;

Η κατανόηση των παραπάνω (και τόσων άλλων που δεν αναφέρονται εδώ) όμως, (αν διεξαχθεί σωστά η «ενδοσκοπική παρατήρηση») για το (κάθε) ζήτημα που εξετάζει – παρατηρεί, τον κάνει, να απομακρυνθεί, (ή και να φύγει εντελώς το αυτό ζήτημα) από την ψυχοσύνθεση του, ως ζήτημα άξιο προσοχής τέτοιας, που να τον επηρεάζει τόσο πολύ... Έτσι, (ακόμα κι αν για όλον τον υπόλοιπο κόσμο του πλανήτη εξακολουθεί να υπάρχει το αυτό θέμα) για τον ίδιο, ακριβώς επειδή η προσοχή του έχει πάψει να είναι σε αυτό, ουσιαστικά δεν υπάρχει, μια και δεν «ερεθίζει» μέσα του πια, τίποτα… Γνωρίζει…

Πολλοί, θέλουν (λένε) να ελευθερωθούν, αλλά κρατάνε στεγανά. Θέλουν δηλαδή να πάψει να τους ενοχλεί αυτό που τους ενοχλεί, κρατώντας όμως βολέματα, ασφάλειες, κεκτημένα. Αυτά ακριβώς όμως τελικά είναι η πηγή της κάθε σκλαβιάς – ενόχλησης τους. Αυτό σημαίνει πως αν δεν αλλάξουν ριζικά κάποια δεδομένα μέσα τους, η ενόχληση τους σαφώς και θα παραμείνει.

Όμως, εδώ ακριβώς είναι το κύριο μέρος για το οποίο ο καθένας μας, θα πρέπει να αναρωτηθεί σοβαρά: Ψάχνοντας, με το βάθος που αναγράφεται, (και ειλικρινά θέλοντας να ελευθερωθούμε και να βρούμε τη γαλήνη, «δούμε» Πραγματικά), ίσως ούτε το γάμο μας κρατήσουμε, ούτε τους φίλους που έχουμε, ούτε την εργασία που εκτελούμε, ούτε τα σπίτια, τα αξιώματα, τους επαίνους… Όλα αυτά όμως, (οι περισσότεροι άνθρωποι), δεν είμαστε διατεθειμένοι να τα χάσουμε… Θέλουμε παρ’ όλα αυτά να φύγει η ενόχληση…

Μα αυτή η ενόχληση όμως, είναι ακριβώς οι «δεσμεύσεις» και το κόλλημα μας με όλα τα παραπάνω… Αν δούμε αληθινά τι κάνουμε, (με το ψάξιμο που αναφέρθηκε), θα βρεθούμε στο εξής δίλημμα: «Ή κρατάμε όλα αυτά, (τις πάγιες θεωρήσεις, τα κολλημένα δεδομένα, τις ανούσιες επιθυμίες), ή γινόμαστε Ελεύθεροι άνθρωποι». Μήπως όμως τελικά γι’ αυτό οι άνθρωποι «δεν ψάχνουν» σε βάθος; Γιατί αν το κάνουν θα πρέπει να αφήσουν όλα όσα έχουν τακτοποιήσει – κουκουλώσει, τα οποία τους κάνουν να αισθάνονται ασφαλείς; («Ανεχόμενοι» ανθρώπους και καταστάσεις με τους οποίους ενώ δεν είναι καλά, παραμένουν…;) Έλα όμως που τελικά «έχουν πουλήσει» την Ψυχή τους…

Αυτό όμως, όταν το δει κάποιος για πρώτη φορά, του είναι δυσβάσταχτο. Μια και τότε θα διαπιστώσει πως αυτό που κατηγορεί στους άλλους, (το οτιδήποτε), το κατηγορεί, ακριβώς γιατί και ο ίδιος είναι χωμένος μέσα του με τα μπούνια… Δυο καρπούζια όμως σε μια μασχάλη, δεν χωράνε για να κρατηθούν… Άρα, το θέμα δεν είναι αν θέλουμε να ελευθερωθούμε, αλλά αν είμαστε έτοιμοι να «πληρώσουμε» το τίμημα….

Ο δεύτερος τρόπος, (για να πάψει για κάποιον να υπάρχει ένα ζήτημα που τον βασανίζει) είναι, να πάρει «εντελώς» την προσοχή του από αυτό. Τόσο, που γι’ αυτόν στην κυριολεξία να μην υπάρχει. Αυτό όμως προϋποθέτει, απόλυτο έλεγχο της σκέψης και του συναισθήματος και σαφώς, χρόνια «εργασίας» με τον Εαυτό… Μόνο σε αυτή την περίπτωση, πράγματι μπορεί να λειτουργήσει κατά αυτόν τον τρόπο, ακόμα και ακαριαία.

Αν όμως κάποιος, δεν έχει εργαστεί πρώτιστα στον έλεγχο του συναισθήματος και της σκέψης του, μπορεί να θεωρεί πως έδιωξε αυτό που τον απασχολεί, μέσα του όμως, θα εξακολουθεί να έχει την πίεση του… (Άρα, θα χρειαστεί να λειτουργήσει σε αυτή την περίπτωση την ενδοσκοπική παρατήρηση, ή, να ξεκινήσει καλύτερα από αυτήν…)

Συμπεραίνουμε οπότε από τα παραπάνω, πως ο ολοκληρωμένος τρόπος (της θανάτωσης ενός ζητήματος, γιατί περί αυτού πρόκειται), είναι να γίνει τελικά μια εφαρμογή – συνεργασία, και των δύο τρόπων που αναφέρθηκαν.

Και πάλι λοιπόν, δεν αναγράφεται τίποτε άλλο (στο παρόν άρθρο), από την βύθιση εντός μας….

Παγίδες κατά τη διεξαγωγή των παραπάνω; Πολλές…
1. Να μην καταφέρει το άτομο να εισχωρήσει σε βάθος με την παρατήρηση, και να εγκλωβιστεί μέσα στο ζήτημα τόσο, που να διογκωθεί μέσα του ακόμα περισσότερο. Αυτό σημαίνει πως (ο καθένας), αν «αποφασίσει» να ελευθερωθεί, είναι απαραίτητο να στραφεί προς τον εαυτό του. Να ψάξει λοιπόν εντός του, και να γνωρίζει, πως από εδώ και πέρα, αρχίζει να εργάζεται με τον Εαυτό του σοβαρά, για πρώτη φορά στη ζωή του. Μέχρι τώρα, ότι κι αν έκανε, το έκανε για να υπηρετήσει το κορμί του και μόνο. Το ρουχαλάκι. Ο άνθρωπος όμως, δεν είναι μόνο το κορμί του. Γι’ αυτό και αρρωσταίνει βέβαια το σώμα του: Γιατί ήδη το Εσωτερικό του νοσεί, κι απλά εκδηλώνεται και στο σώμα… Τι απόδειξη άλλη περιμένει ο άνθρωπος για να καταλάβει πως κάτι δεν κάνει σωστά; Κάνει οπότε τώρα μία αρχή, η οποία και δεν έχει τέλος… Μια και η ζωή του από εδώ και πέρα, προσανατολίζεται Εσωτερικά. Κάποια στιγμή, (πολύ) αργότερα θα αντιληφτεί, πως ακόμα και να μη θέλει να βλέπει σε βάθος «τι κάνει», θα του είναι αδύνατον…
2. Κατά της διάρκεια της κάθε παρατήρησης, το άτομο κρατά μέσα του κάποια αμετακίνητα δεδομένα. Όμως τότε, ακριβώς αυτά είναι που θα τον εμποδίζουν να εμβαθύνει και να «δει». Θα πρέπει λοιπόν, να είναι έτοιμος, να χάσει τα πάντα, όπως τα θεωρούσε μέχρι τώρα…
3. Το να μην αποδέχεται αυτά που του δίνει η κατανόηση γιατί τον ξεβολεύουν από τη ζωή που μέχρι τώρα «είχε τακτοποιήσει» κατά έναν συγκεκριμένο τρόπο. (Θα αναλυθεί παρακάτω το συγκεκριμένο ζήτημα…)
4. Να είναι η λογική του αυτή που θα τον έχει κάνει να πιστεύει πως έχει επέλθει η κατανόηση. Αυτό, είναι η μεγαλύτερη παγίδα. Κύρια ένδειξη λοιπόν, είναι ότι αυτά που θα αναγνωρίσει, «δεν θα του αρέσουν», στην αρχή (με την πιο ήπια ερμηνεία που μπορεί να λεχθεί), ενώ στη συνέχεια, θα «πάει μέχρι την κόλαση» (έτσι θα νιώθει), ώστε να δει την ουσία των πραγμάτων, και να αρχίσει στην συνέχεια να ανεβαίνει… (Αυτή είναι η αληθινή αίσθηση). Είναι όπως μια εγχείρηση: Δεν μπορείς να αφαιρέσεις τα κατεστραμμένα κύτταρα, αν δεν χρησιμοποιηθεί νυστέρι…

Παράδειγμα ζητήματος για ότι λέχθηκε:
Και θα μου πείτε τι; Εγώ δεν θα σκέφτομαι ότι έχω πρόβλημα επειδή δεν έχω χρήματα, και αυτό ως πρόβλημα δεν θα υπάρχει για μένα; Και πως θα ζήσω;

Κατ’ αρχήν. Τι ανάγκες έχεις για χρήματα, και ποιες από αυτές τις ανάγκες είναι πραγματικές ανάγκες όσων αφορά αυτά που σου είναι απαραίτητα για να ζήσεις; Γιατί ευτυχής, είναι ο άνθρωπος που είναι ελεύθερος από τα παλάτια, αλλά και από τις καλύβες. Δεν αλλάζει αυτό που νιώθει ως Εαυτός εξαιτίας του ενός από τα δύο. Είτε έτσι, είτε αλλιώς, χρησιμοποιεί αυτά που του είναι πρακτικά, και πραγματικά απαραίτητα. (Και εδώ ακριβώς είναι και το γιατί «ένας τέτοιος άνθρωπος» τελικά, δεν ψάχνει τα παλάτια…)

Επίσης, σημαντικό είναι το γεγονός, πως το να σε απασχολεί όλη την ημέρα αυτό το θέμα, δεν το κάνει και να λυθεί. Απλά μόνιμα σε απασχολεί. Οι λύσεις, όμως, έρχονται όταν ακριβώς είμαστε ήρεμοι, ώστε να μπορούμε και να τις δούμε. Αλλιώς, μόνιμα τυφλωμένοι είναι σαν να ζούμε με παρωπίδες, που μας κάνουν, και μπροστά μας να βρίσκονται οι λύσεις, εμείς, να μην είμαστε σε θέση να τις αναγνωρίζουμε.

Συνήθως ακόμα, (ως το παράδειγμα μας που αφορά τα χρήματα), τις περισσότερες φορές, ορίζουμε τον τρόπο για να έρθουν, όπως και το συγκεκριμένο είδος εργασίας που θεωρούμε πως μόνο από αυτό θα μπορούσαμε να είχαμε χρήματα. Αυτόματα, αποκλείουμε λύσεις. Όμως, ποτέ κανείς δεν χάνεται (αν δεν είναι η ώρα του...) Μπορεί μόνο να χαθεί, (πριν την ώρα του) προκαλώντας το χαμό του... Κι αυτό, από το φόβο του και μόνο ότι θα χαθεί... Αυτή όμως είναι και η πηγή της δυστυχίας μας, όπως και ο κύριος λόγος που έχουμε πιστέψει από τα γεννοφάσκια μας πως είμαστε σκλάβοι… Εξάλλου θα δεις ότι όλη αυτή η ανασφάλεια, (για τα χρήματα επί του προκειμένου), καλύπτει με άγχος, στεναχώρια και σκέψεις, όλη σου τη μέρα. Αποτέλεσμα; Κανένα. Δυστυχώς, δεν ισχύει το ότι όσο περισσότερο στεναχωριέσαι, τόσο πιο κοντά είναι η λύση που έρχεται…

Από την άλλη, αν δεν ασχολιόσουν όλη την ημέρα με τη στεναχώρια του ότι δεν έχεις χρήματα, (ή δεν έχεις αρκετά χρήματα), πως αλλιώς θα περνούσες τη μέρα σου; Το έχεις σκεφτεί; Και αν όλα όσα σκεφτείς ότι «θα έκανες» τότε, και πάλι σε γυρίζουν στα χρήματα, -γιατί με ότι κι αν καταπιανόσουν πάλι από το χρήμα που «θα είχες» (αν είχες) θα εξαρτιόταν για να το κάνεις,- μήπως είναι καιρός να δεις πόσο σκλάβος είσαι από αυτό; Αν βρισκόσουν δηλαδή σε ένα έρημο νησί μόνος, τι θα έκανες; Η τρομερή διαπίστωση: Τίποτα… Δεν θα είχες ζωή. Αυτό είσαι…

Δες το όμως. Δες από τι εξαρτάσαι, και γιατί. Και δες, πως αυτό μπορεί να αλλάξει. Γιατί όταν το δεις ξεκάθαρα, και απογυμνωθείς, (σε σένα τον ίδιο) μέσα σου, αυτό το μέσα σου θα σου πει ακριβώς τι να κάνεις, και πως πραγματικά να ζήσεις. Δυσκολάκι…

Φυσικά. Δεν είναι κάτι που είναι έτοιμος ο καθένας να το κάνει. Όμως γνώρισε, πως μόνο σου επιλέγεις τη σκλαβιά σου γιατί στην ουσία, δεν θέλεις την Ελευθερία σου. Πάψε οπότε να τη ζητάς. Γιατί η Ελευθερία αγαπητέ μου, θέλει μεγάλα….κότσια….

Όπως και πάψε να κατηγορείς όλους τους άλλους. Γιατί αυτός ο κόσμος, αυτό που είναι, είναι. Όπως το βλέπεις. Κι αυτό που τελικά σε απασχολεί, δεν είναι να ελευθερωθείς, αλλά να είσαι σε αυτούς που εξουσιάζουν, και όχι σε αυτούς που εξουσιάζονται. Απλά….δες το... Δες, τι είσαι... Τι έχεις γίνει…

Διότι είτε το ένα είσαι τελικά, είτε το άλλο, εξακολουθείς να είσαι δέσμιος. Γιατί για να είσαι Ελεύθερος, πρέπει να σπάσεις τα δεσμά και των δύο… Και του εξουσιαστή, και του εξουσιαζόμενου.

Αν αυτό που είσαι (που έχεις γίνει) λοιπόν σου αρέσει, τουλάχιστον καν’ το, αλλά γνωρίζοντας ότι εσύ ο ίδιος έχεις επιλέξει τη δυστυχία και την καταδίκη σου. Αλλιώς, κρύβεσαι. Δες το. Αν όμως τελικά πραγματικά δεις τι έχεις γίνει, ακριβώς επειδή δεν θα σου αρέσει καθόλου, θα θέλεις να πάψει να γίνεται. Δεν θα το αντέχεις. Καλώς ήρθες τότε. Αυτή, είναι και η Αρχή προς την Ελευθερία σου…

Τότε, θα αρχίσεις να ανήκεις κι εσύ «στους λίγους». Όχι λίγοι επειδή είναι οι ανώτεροι, ή οι πιο έξυπνοι, αλλά αυτοί οι λίγοι που πραγματικά το κάνουν… Όλοι οι υπόλοιποι, δούλοι, σε έναν κόσμο που τον έχουν κάνει κόλαση και ζουν όλοι σαν τα ζόμπι… Ούτε ζωντανοί, ούτε νεκροί…

Διάλεξε λοιπόν. Αλλά πρώτα δες!