Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ - Ἐκκλησιάζουσαι (189-240)

ΓΥ. Β’ νὴ τὴν Ἀφροδίτην, εὖ γε ταυταγὶ λέγεις.
190 ΠΡ. τάλαιν᾽, Ἀφροδίτην ὤμοσας; χαρίεντά γ᾽ ἂν
ἔδρασας, εἰ τοῦτ᾽ εἶπας ἐν τἠκκλησίᾳ.
ΓΥ. Β’ ἀλλ᾽ οὐκ ἂν εἶπον. ΠΡ. μηδ᾽ ἐθίζου νῦν λέγειν.
«τὸ συμμαχικὸν αὖ τοῦθ᾽, ὅτ᾽ ἐσκοπούμεθα,
εἰ μὴ γένοιτ᾽, ἀπολεῖν ἔφασκον τὴν πόλιν·
195 ὅτε δὴ δ᾽ ἐγένετ᾽, ἤχθοντο, τῶν δὲ ῥητόρων
ὁ τοῦτ᾽ ἀναπείσας εὐθὺς ἀποδρὰς ᾤχετο.
ναῦς δεῖ καθέλκειν, τῷ πένητι μὲν δοκεῖ,
τοῖς πλουσίοις δὲ καὶ γεωργοῖς οὐ δοκεῖ.
Κορινθίοις ἤχθεσθε, κἀκεῖνοί γέ σοι·
200 νῦν εἰσὶ χρηστοί, καὶ σύ νυν χρηστὸς γενοῦ.
Ἁργεῖος ἀμαθής, ἀλλ᾽ Ἱερώνυμος σοφός.
σωτηρία παρέκυψεν, ἀλλ᾽ ὀργίζεται
Θρασύβουλος αὐτὸς οὐχὶ παρακαλούμενος.»
ΓΥ. Β’ ὡς ξυνετὸς ἁνήρ. ΠΡ. νῦν καλῶς ἐπῄνεσας.
205 «ὑμεῖς γάρ ἐστ᾽, ὦ δῆμε, τούτων αἴτιοι.
τὰ δημόσια γὰρ μισθοφοροῦντες χρήματα
ἰδίᾳ σκοπεῖσθ᾽ ἕκαστος ὅ τι τις κερδανεῖ·
τὸ δὲ κοινὸν ὥσπερ Αἴσιμος κυλίνδεται.
ἢν οὖν ἐμοὶ πείθησθε, σωθήσεσθ᾽ ἔτι.
210 ταῖς γὰρ γυναιξί φημι χρῆναι τὴν πόλιν
ἡμᾶς παραδοῦναι. καὶ γὰρ ἐν ταῖς οἰκίαις
ταύταις ἐπιτρόποις καὶ ταμίαισι χρώμεθα.
ΠΑΣΑΙ
εὖ γ᾽, εὖ γε νὴ Δί᾽, εὖ γε. λέγε, λέγ᾽ ὦγαθέ.
ΠΡ. «ὡς δ᾽ εἰσὶν ἡμῶν τοὺς τρόπους βελτίονες
215 ἐγὼ διδάξω. πρῶτα μὲν γὰρ τἄρια
βάπτουσι θερμῷ κατὰ τὸν ἀρχαῖον νόμον
ἁπαξάπασαι, κοὐχὶ μεταπειρωμένας
ἴδοις ἂν αὐτάς. ἡ δ᾽ Ἀθηναίων πόλις,
εἴ πού τι χρηστῶς εἶχεν, οὐκ ἂν ἐσῴζετο,
220 εἰ μή τι καινὸν ἄλλο περιηργάζετο.
καθήμεναι φρύγουσιν ὥσπερ καὶ πρὸ τοῦ·
ἐπὶ τῆς κεφαλῆς φέρουσιν ὥσπερ καὶ πρὸ τοῦ·
223a τὰ Θεσμοφόρι᾽ ἄγουσιν ὥσπερ καὶ πρὸ τοῦ·
223b πέττουσι τοὺς πλακοῦντας ὥσπερ καὶ πρὸ τοῦ·
τοὺς ἄνδρας ἐπιτρίβουσιν ὥσπερ καὶ πρὸ τοῦ·
225 μοιχοὺς ἔχουσιν ἔνδον ὥσπερ καὶ πρὸ τοῦ·
αὑταῖς παροψωνοῦσιν ὥσπερ καὶ πρὸ τοῦ·
οἶνον φιλοῦσ᾽ εὔζωρον ὥσπερ καὶ πρὸ τοῦ·
βινούμεναι χαίρουσιν ὥσπερ καὶ πρὸ τοῦ.
ταύταισιν οὖν, ὦνδρες, παραδόντες τὴν πόλιν
230 μὴ περιλαλῶμεν, μηδὲ πυνθανώμεθα
τί ποτ᾽ ἄρα δρᾶν μέλλουσιν, ἀλλ᾽ ἁπλῷ τρόπῳ
ἐῶμεν ἄρχειν, σκεψάμενοι ταυτὶ μόνα,
ὡς τοὺς στρατιώτας πρῶτον οὖσαι μητέρες
σῴζειν ἐπιθυμήσουσιν· εἶτα σιτία
235 τίς τῆς τεκούσης θᾶττον ἐπιπέμψειεν ἄν;
χρήματα πορίζειν εὐπορώτατον γυνή,
ἄρχουσά τ᾽ οὐκ ἂν ἐξαπατηθείη ποτέ·
αὐταὶ γάρ εἰσιν ἐξαπατᾶν εἰθισμέναι.
τὰ δ᾽ ἄλλ᾽ ἐάσω. ταῦτ᾽ ἐὰν πείθησθέ μοι,
240 εὐδαιμονοῦντες τὸν βίον διάξετε.»

***
Β’ ΓΥΝ. Όμορφα τα ᾽πες, μά την Αφροδίτη!
190 ΠΡΑ. Στην Αφροδίτη ορκίστηκες, χαζόπραμα;
Τα μούσκεψες μπροστά σε τόσους άντρες!
Β’ ΓΥΝ. Μου ξέφυγε. ΠΡΑ. Να το ξεσυνηθίσεις!
(συνεχίζει το λόγο της)
Μα όταν συζητούσαμεν εδώ
τη συμμαχία με Κορθιανούς κι Αργίτες
στη Σπάρτη ενάντια, οι ρήτορες φωνάζαν
πως, αν δε γίνει, θα χαθεί η πατρίδα.
Την κάναμε, πικρά το μετανιώσαμε
κι αυτός που σας ξεμυάλισε έγινε άφαντος.
Όταν είναι να σύρουμε στη θάλασσα
τα καράβια, το θέλουν οι φτωχοί,
δεν το θέλουν οι πλούσιοι κι οι ζευγίτες.
Σου λέγανε: «Λαέ, τους Κορθιανούς
αν τους μισείς και σε μισούνε, τώρα
200 είναι καλοί, γενού και συ καλός».
Οι Αργίτες θέλαν πόλεμο οι ξερόμυαλοι,
αλλ᾽ ο δικός μας στρατηγός Ιερώνυμος
είχε μυαλό και ειρήνη σάς συμβούλευε.
Αχνοχάραζ᾽ ελπίδα σωτηρίας,
μα κάκιωσε ο Θρασύβουλος, γιατί
τη γνώμη τη δικιά του δε γυρέψαμε.
Β’ ΓΥΝ. Τί μυαλωμένος άντρας είσαι, φίλε!
ΠΡΑ. Τώρα ναι! Δεν τα μπέρδεψες.
(συνεχίζει το λόγο της)
Κι ο φταίχτης
σ᾽ όλα τούτα είσαι συ, λαέ. Καθένας
τσιμπολογώντας το δημόσιο χρήμα
κοιτάζει το συμφέρο του μονάχα
κι η πατρίδ᾽ ας κουτσαίνει στον κατήφορο.
Αν μ᾽ ακούσετ᾽ εμένα, θα σωθείτε.
210 Προτείνω την αρχή να παραδώσουμε
στις γυναίκες, που τόσο γνωστικά
κυβερνάνε τα σπίτια και το χρήμα.
ΟΛΗ Η ΣΥΝΑΞΗ
Γεια σου, χαρά σου! Πες τα μας, λεβέντη.
ΠΡΑ. Θα σας ξηγήσω τώρα πόσον είναι
ανώτερές μας οι γυναίκες σ᾽ όλα.
Αρχίζω: τα ποκάρια των μαλλιών
τα ζεματάνε σε βραστό νερό
κατά το παλαιόν και δεν αλλάζουν
σύστημα. Ενώ των Αθηναίων η πόλη
κι αν κάποτ᾽ είχε κάτι το καλό,
220 τρωγόταν να το αλλάξει στο χειρότερο.
Καθιστές καβουρντίζουν, όπως πάντα,
τη ζαλίκα φορτώνονται, όπως πάντα,
Θεσμοφόρια γιορτάζουν, όπως πάντα,
γλυκίσματα φουρνίζουν, όπως πάντα,
τους άντρες πιλατεύουν, όπως πάντα,
μπάζουνε μέσα φίλους, όπως πάντα,
ψωνίζουν και δικά τους, όπως πάντα,
αγαπούν το καλό κρασί, όπως πάντα,
καβαλιούνται ορεξάτες, όπως πάντα.
Σ᾽ αυτές λοιπόν να μπιστευτούμε, ω άντρες,
την πολιτεία χωρίς πολλές κουβέντες
230 και μήτε να εξετάσουμε αν μπορούνε,
παρά να τις αφήσουμε καλόπιστα
να κυβερνήσουν. Και μονάχα τούτο
να ξέρουμε, πως είναι μάνες κι έτσι
πρώτη τους έγνοια θα ᾽ναι τα παιδιά τους
να τα γλιτώνουν από τους πολέμους.
Και δε μου λες, ποιός έχει τον καημό
της μάνας, για να στέλνει στον υγιό του
τροφίματα κάθε φορά; Κι ακόμα
να οικονομούνε χρήματα οι γυναίκες
τετραπέρατες είναι. Αν κυβερνήσουν,
κανείς δε θα μπορεί να τις γελάσει
τις μαθημένες να γελούν τους άλλους.
Αρκούν αυτά. Στα λόγια μου αν πειστείτε,
240 θα ζήσετε ζωή χαριτωμένη.

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΠΡΙΑΜΙΔΕΣ, ΕΚΑΒΗ

Καταγωγή
 
Υπάρχουν δύο παραδόσεις για την καταγωγή της Εκάβης. Η μία, επική, τη θέλει να κατάγεται από τη Φρυγία ως κόρη του Δύμαντα με απώτερη καταγωγή από τον ποταμό Σαγγάριο -ενίοτε θεωρούνταν και πατέρας της· η άλλη, των τραγικών, τη θέλει κόρη του βασιλιά των Θρακών Κισσέα. Ως κόρη του Κισσέα μητέρα της θεωρείται η Τηλέκλεια, ως κόρη του Σαγγάριου η Νύμφη Ευαγόρα, ως κόρη του Δύμαντα η Νύμφη Ευνόη, ενώ τον τίτλο διεκδικεί και η Γλαυκίππη, κόρη του Ξάνθου. Μέχρι και τον 6ο αι. μ.Χ. το γενεαλογικό δέντρο της Εκάβης προκαλούσε συζητήσεις ανάμεσα στους γραμματικούς της εποχής.
 
Γάμος - Απογόνοι
 
Η υδάτινη καταγωγή της Εκάβης, από τον Σαγγάριο, αιτιολογεί τη γονιμότητά της, μια και ως (δεύτερη) σύζυγος του Πριάμου απέκτησε δεκαεννέα παιδιά.
Πρωτότοκος γιος ήταν ο Έκτορας, όμως όνειρο σημάδεψε τη γέννηση του δεύτερου παιδιού τους, του Πάρη:
 
… όταν ήταν να γεννήσει το δεύτερο παιδί η Εκάβη, είδε στον ύπνο της ότι γέννησε ένα δαυλό αναμμένο που διαμοιραζόταν σε ολόκληρη την πόλη και την έκαιγε. Όταν ο Πρίαμος έμαθε από την Εκάβη το όνειρό της, κάλεσε τον γιο του Αίσακο· γιατί ήξερε να εξηγεί τα όνειρα, τέχνη που έμαθε από τον Μέροπα, παππού του, από την πλευρά της μάνας του. Αυτός είπε ότι το παιδί θα γινόταν η καταστροφή της πατρίδας του και τον συμβούλευσε να το αφήσει έκθετο. Και ο Πρίαμος, όταν γεννήθηκε το παιδί, το έδωσε σε έναν δούλο, που ονομαζόταν Αγέλαος, να το μεταφέρει στην Ίδη και να το αφήσει εκεί. Για πέντε μέρες το βρέφος, που εκείνος είχε εγκαταλείψει, τράφηκε από μιαν αρκούδα. Κι όταν το βρήκε σώο, το μάζεψε, το έφερε στους αγρούς και το ανέθρεψε σαν να ήταν δικό του παιδί, αφού το ονόμασε Πάρι. Έφηβος πια και ασύγκριτος σε ομορφιά και δύναμη, επονομάστηκε και Αλέξανδρος, επειδή κυνηγούσε τους ληστές και προστάτευε τα κοπάδια. Και ύστερα από όχι μεγάλο χρονικό διάστημα, βρήκε τους γονείς του. (Απολλόδωρος 3.12)
 
Ο Πίνδαρος παραλλάσσει το όνειρο της Εκάβης. Είδε, λέει, πως είχε γεννήσει τέρας με εκατό χέρια. Σε καθένα κρατούσε από ένα δαυλό αναμμένο και σώριαζε την Τροία σε ερείπια.
 
Άλλη εκδοχή αναφέρει πως οι μάντεις, κυρίως ο Αίσακος, δήλωσαν πως το παιδί που θα γεννιόταν μια ορισμένη μέρα θα προκαλούσε την καταστροφή της Τροίας και ότι όφειλαν να σκοτώσουν μητέρα και παιδί. Όμως την ορισμένη μέρα, εκτός από την Εκάβη, γέννησε και η Κίλλα τον Μούνιππο από τον Θυμοίτη, αδελφό ή κουνιάδο του Πριάμου. Αυτούς θανάτωσε ο Πρίαμος.
 
Μετά από αυτόν [τον Πάρη] η Εκάβη γέννησε κόρες, την Κρέουσα, τη Λαοδίκη, την Πολυξένη, την Κασάνδρα, στην οποία ο Απόλλωνας υποσχέθηκε να διδάξει την τέχνη της μαντείας, επειδή ήθελε να σμίξει μαζί της. […] Στη συνέχεια γέννησε πάλι αγόρια, τον Δηίφοβο, τον Έλενο, τον Πάμμονα, τον Πολίτη, τον Άντιφο, τον Ιππόνοο, τον Πολύδωρο, τον Τρωίλο· γι' αυτόν λένε ότι τον απέκτησε με τον Απόλλωνα. (Απολλόδωρος 3.12)
 
Το τέλος του πολέμου - Θάνατος Εκάβης
 
Στην Ιλιάδα η Εκάβη δεν παίζει ιδιαίτερο ρόλο, κυρίως θρηνεί τον Έκτορα και τότε εκφράζεται με πάθος εναντίον του Αχιλλέα: «Αχ! καρφωμένη επάνω του το σκώτι πέρα πέρα / θα του 'τρωγα να πλερωθούν τα πάθια του παιδιού μου.» (Ω 212-213). Όμως από τους τραγικούς αναδεικνύεται ως η μάνα* στην οποία συσσωρεύονται όλα τα δεινά.
 
Στον πόλεμο έχασε τα αρσενικά παιδιά της και μετά την άλωση την Κασσάνδρα, που την είδε να φεύγει αιχμάλωτη και παλλακίδα του Αγαμέμνονα, την Πολυξένη, που θυσιάστηκε πάνω στον τάφο του Αχιλλέα, και τον Πολύδωρο, τον πιο μικρό της γιο που ο Πρίαμος είχε εμπιστευτεί στον θράκα βασιλιά Πολυμήστορα. Τον θάνατο του αδικοχαμένου γιου εκδικήθηκε** η αιχμάλωτη Εκάβη με τρόπο σκληρό -τύφλωσε τον φονιά του Πολυμήστορα, ενώ άλλες αιχμάλωτες Τρωαδίτισσες σκότωσαν τα παιδιά του Θράκα βασιλιά.
 
Για την πράξη της αυτή οι Έλληνες τη λιθοβόλησαν, όμως κάτω από τις πέτρες βρήκαν αντί για το σώμα της το πτώμα μιας σκύλας με πύρινα μάτια. Άλλοι παραδίδουν ότι μεταμορφώθηκε σε σκύλα την ώρα που την κυνηγούσαν οι σύντροφοι του Πολυμήστορα ή πάνω στο καράβι που τη μετέφερε αιχμάλωτη στην Ελλάδα, οπότε και ρίχτηκε στη θάλασσα. Άλλη παράδοση τη θέλει να φεύγει από την Τροία μαζί με τον Έλενο, την Κασσάνδρα και την Ανδρομάχη προς τη Χερσόνησο της Θράκης, προκειμένου να εγκατασταθούν εκεί. Εκεί μεταμορφώθηκε σε σκύλα και πέθανε. Θάφτηκε από τον Έλενο σε τάφο που ονομάστηκε κυνός σῆμα (ο τάφος της σκύλας). Στην τραγωδία Τρωάδες η Εκάβη δίνεται σαν δούλα στον Οδυσσέα, στον άνδρα που προκάλεσε με το τέχνασμά του την άλωση της Τροίας.
----------------------------
*Εκάβη
 
Η μαύρη κι άραχλη, να σύρω μεγάλη φωνή;
να σύρω μοιρολόι κι οδυρμό;
σκοτεινά γηρατειά, θεοσκότεινα,
σκλαβιά μου αφόρητη,
ασήκωτη σκλαβιά μου,
πού να ζητήσω καταφύγιο, σε ποιο παιδί μου;
σε ποια χώρα; ο γέροντάς μου χάθηκε
και τα παιδιά μου χάθηκαν·.
ποιο μονοπάτι να πάρω,
αυτό ή εκείνο;
ποιος δαίμονας και ποιος θεός θα τρέξει να με σώσει; […]
Δύσκολο πόδι μου πάγαινε,
πάγαινε τη γριά σε κείνο το πλατύσκαλο.
[…]
Είμαι γερόντισσα,
ένας κηφήνας,
αξιοθρήνητη,
σκιάς είδωλο,
προσωπείο θανάτου.
[…]
Γέρνω στη γη το κορμί μου,
γονατίζω τα γηρατειά μου
και με τα δυο μου χέρια
χτυπάω το χώμα.
(Ευρ., Εκ. 155-164· Τρωάδες, 190-193, 1305-1306)
 
**Η τύφλωση του Πολυμήστορα και ο φόνος των παιδιών του
 
[…] ήταν
κάποιος Πολύδωρος, γιος της Εκάβης,
ο πιο μικρός· αυτόν από την Τροία
τον έστειλε ο πατέρας του σε μένα
σπίτι μου να τον θρέψω, τι φοβόταν
ο Πρίαμος το πάρσιμο της πόλης.
Αυτόν τον σκότωσα· άκου για ποιο λόγο,
πόσο καλά και φρόνιμα έχω πράξει.
Φοβήθηκα ο εχθρός σου, αυτό τ' αγόρι,
μη μείνει ζωντανό και ξαναχτίσει,
μαζεύοντας λαό, πάλι την Τροία
και μήπως οι Αχαιοί μαθαίνοντάς το,
πως κάποιο ζει απ' του Πρίαμου τα τέκνα,
ξανάρχονταν στη χώρα της Φρυγίας
με στόλο αρματωμένο, και τους κάμπους
ερήμαζαν κουρσεύοντας της Θράκης.
Και τότε εμείς οι γείτονες της Τροίας
θα πάσχουμε, όπως τώρα, βασιλιά μου.
Η Εκάβη, μόλις έμαθε του γιου της
την τύχη τη θανάσιμη, εδωπέρα
μ' αυτήν την αφορμή μ' έχει ξεσύρει,
για να μου πει πως τάχα μες στην Τροία
του Πρίαμου χρυσάφι ήταν κρυμμένο
σε θήκες· μοναχό με τα παιδιά μου
με μπάζει μες στις τέντες, να μη μάθει
γι' αυτά κανένας άλλος. Στο κρεβάτι
καθίζω· Τρωαδίτισσες κοντά μου,
δεξιά κι αριστερά, κάθισαν πλήθος
σα να 'μουν φίλος· παίνευαν της Θράκης
τον αργαλειό τα ρούχα μου κοιτώντας·
άλλες τα δυο θρακιώτικα κοντάρια
βλέποντας, απ' αυτά με ξαρματώσαν.
Όσες ήταν μανάδες, τα παιδιά μου
θαυμάζοντας τα παίζανε στα χέρια
κι η μια στην άλλη τα 'δινε, ώσπου φτάσαν
να βρίσκονται μακριά από το γονιό τους.
Κι ύστερα από τις ήσυχες κουβέντες
βγάλανε -πώς σου φαίνεται;- μαχαίρια
που τα 'χαν μες στα πέπλα τους κρυμμένα.
Κι άλλες τους γιους μου αμέσως μαχαιρώνουν,
άλλες, θαρρείς κι ήταν εχθροί, μου πιάνουν
χέρια και πόδια και μου τα βαστάνε·
ζητώντας να συντρέξω τα παιδιά μου,
αν προσπαθούσα να σηκώσω το κεφάλι,
μου πιάναν τα μαλλιά και με κρατούσαν·
κι αν πάσκιζα τα χέρια να κουνήσω,
από το πλήθος τους ο δόλιος δεν μπορούσα
να καταφέρω τίποτα. Στο τέλος,
η πιο μεγάλη συμφορά μου απ' όλες,
φριχτό κακό μου κάναν με περόνες
τις κόρες διατρυπάνε των ματιών μου
και τα ματώνουν· ύστερα το σκάσαν
απ' τις σκηνές. Εγώ πηδώντας πάνω
σαν το θεριό τις σκύλες κυνηγάω
τις φόνισσες, γκρεμίζοντας, χτυπώντας.
Αυτά έχω πάθει, θέλοντας να κάνω
καλό, Αγαμέμνονα, σε σε, δικό σου
σκοτώνοντας εχθρό. Για να μην πάνε
τα λόγια μου σε μάκρος, αν κανένας
ή πριν, ή τώρα, ή αύριο τις γυναίκες
κακολογήσει, εγώ με δυο κουβέντες
μόνο θα πω όλα αυτά. Μια τέτοια φύτρα
ούτε στεριά ούτε θάλασσα έχει θρέψει·
όποιος μαζί μ' αυτές είχε να κάνει,
πολύ καλά θα το γνωρίζει ετούτο.
(Ευρ., Εκάβη 1113-1161)

ΤΟ ΑΕΙΘΑΛΕΣ ΔΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ

Θά ἐξετάσω τή γέννηση καί τήν ἐξέλιξη τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς τραγωδίας. Θ’ ἀρχίσω ἀπό τήν Ποιητική τοῦ Ἀριστοτέλη, πού καταλάβαινε βαθιά καί τήν τραγωδία καί τήν ποίηση. Στήν πρώτη διάλεξη θ’ ἀσχοληθῶ μέ τίς πρωτόγονες ἱεροτελεστίες ἀπ’ ὅπου ξεπήδησε ἡ τραγωδία καί στή δεύτερη καί τήν τρίτη, θά συζητήσω τήν Ὀρέστεια τοῦ Αἰσχύλου καί τόν Οἰδίποδα Τύραννο τοῦ Σοφοκλῆ, μέ σκοπό μου νά παρουσιάσω τά δυό αὐτά δράματα σάν δυό διαδοχικά στάδια στήν ὥρίμανση τῆς τραγικῆς τέχνης.
 
Τά λεγόμενα τοῦ Ἀριστοτέλη τά σχετικά μέ τήν τραγωδία εἶναι γνωστά. Θ’ ἀναφέρω ἐδῶ τά πιό σπουδαία[2].
 
Ἡ τραγωδία, λέει, εἶναι μιά «μίμησις πράξεως σπουδαίας... δι’ ἐλέου καί φόβου περαίνουσα τήν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν». Ἦταν ἀρχικά «αὐτοσχεδιαστική» καί «σατυρική», δηλαδή, ἀκόλαστη, καί ξεπήδησε «ἀπό τῶν ἐξαρχόντων τόν διθύραμβον», ἔπειτα ἀναπτυσσόταν σιγά-σιγά ἕως ὅτου «ἐπαύσατο, ἐπεί ἔσχε τήν ἑαυτῆς φύσιν». Δέν εἶχε ἀρχικά παρά ἕναν μονάχα ἠθοποιό, τόν ποιητή τόν ἴδιο. Ὁ Αἰσχύλος εἰσήγαγε τό δεύτερο ἠθοποιό κι ὁ Σοφοκλῆς τόν τρίτο. Ἕνα χαραχτηριστικό τῆς τραγικῆς πλοκῆς εἶναι ἡ «ἀναγνώρισις», δηλαδή, μιά «ἐξ ἀγνοίας εἰς γνῶσιν μεταβολή», κι ἕν’ ἄλλο ἡ «περιπέτεια», δηλαδή, «ἡ εἰς τουναντίον τῶν πραττομένων μεταβολή».
 
Πιστεύω πῶς οἱ παρατηρήσεις αὐτές τοῦ Ἀριστοτέλη εἶναι τόσο σωστές ὅσο καί διαφωτιστικές. Στή διάρκεια τῶν διαλέξεων, θά τίς ἐξετάσω ὅλες μέ τή σειρά, μέ σκοπό νά δείξω πώς ἀνταποκρίνονται τόσο στά δεδομένα τῆς ἀρχαίας φιλολογίας ὅσο καί στά συμπεράσματα τῆς νεότερης ἐπιστήμης.
 
Ἡ τραγωδία, κατά τόν Ἀριστοτέλη, εἶναι μιά μίμηση. Κάτω ἀπ’ τό φῶς τῆς νεότερης ἀνθρωπολογίας, εἴμαστε σέ θέση νά ποΰμε πῶς ὅ πυρήνας, τόσο τῆς τραγωδίας ὅσο καί τῆς ποίησης, βρίσκεται στό μιμητικό χορό τῆς πρωτόγονης κοινωνίας.
 
Τί θά πεῖ, ὅμως, μιμητικός χορός; Ἄς πάρουμε ἕνα παράδειγμα.
 
Τά κορίτσια μίας πρωτόγονης φυλῆς καλλιεργοῦνε τούς ἀγρούς. Τό νεαρό σπαρτό κινδυνεύει νά ρημαχτεῖ ἀπό τούς ἀνοιξιάτικους ἀνέμους. Γιά ν’ ἀποτρέψουν τόν κίνδυνο αὐτό, τά κορίτσια χορεύουν, μιμούμενα μέ τά κορμιά τούς τήν ὁρμή τοῦ ἀνέμου καί τό μεγάλωμα τοῦ σπαρτοῦ, καί χορεύοντας τραγουδᾶνε, παρακαλώντας τό σπαρτό νά κάνει κι ἐκεῖνο τό ἴδιο.
 
Αὐτός εἶναι ὁ μιμητικός χορός. Οἱ χορευτές πραγματοποιοῦν μέ τή φαντασία τούς τήν ἐκπλήρωση τῆς ἐπιθυμίας τους. Πιστεύουν πώς μέ τή μιμητική μαγεία τοῦ χοροΰ μποροῦνε ν’ ἀναγκάσουν τή φύση νά κάνει ὅ,τι θέλουνε. Ἡ πίστη αὐτή εἶναι, βέβαια, λαθεμένη. Ὁ χορός δέν μπορεῖ νά ’χει καμιάν ἄμεση ἐπίδραση πάνω στή φύση. Μπορεῖ, ὁμως, νά ἐπιδράσει στά ἴδια τά κορίτσια, πού, ἐμπνευσμένα ἀπ’ τό χορό, γυρίζουν στή δουλειά τους μέ περισσότερη ἐμπιστοσύνη καί ἔτσι μέ περισσότερη ἐνέργεια. Καί ἑπομένως ὁ χορός ἀσκεῖ κάποια ἐπίδραση καί στό σπαρτό. Ὁ χορός ἀλλάζει τήν ὑποκειμενική των στάση ἀπέναντι στό περιβάλλον τους, καί ἔτσι ἀλλάζει ἔμμεσα καί τό περιβάλλον.
 
Αὐτός εἶναι ὁ σκοπός τῆς μιμητικῆς μαγείας στήν πρωτόγονη κοινωνία. Εἶμαι τῆς γνώμης πώς, καί στήν πολιτισμένη κοινωνία, ἡ τέχνη ἔχει ἀκόμα μιά παρόμοια λειτουργία, δηλαδή, ν’ ἀλλάξει τήν ὑποκειμενική μας στάση πρός τό περιβάλλον μας καί ἔτσι ν’ ἀλλάξει καί τό περιβάλλον τό ἴδιο.
 
Τελετές μιμητικῆς μαγείας χρησιμοποιοῦνται γιά ὅλες τίς ἐνέργειες τῆς πρωτόγονης κοινωνίας, προπάντων γιά τήν ἐτήσια ἀνανέωση τῆς φύσης, καί γιά τίς κρίσιμες στιγμές τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, ἰδιαίτερα τή γέννηση, τήν ἐνηλικίωση καί τό θάνατο. Στήν πρωτόγονη σκέψη, ἡ γέννηση, ἡ ἐνηλικίωση (συνδυασμένη μέ τό γάμο) καί ὁ θάνατος εἶναι περιστατικά τοῦ ἴδιου εἴδους. Τό νεογέννητο παιδί εἶναι ἕνας πρόγονος πού ξαναγεννήθηκε. Ὁ νεόφυτος ἤ ἡ νεόφυτη πού ἐνηλικιώνεται πεθαίνει σάν παιδί καί ξαναγεννιέται σάν ἄντρας ἤ σάν γυναίκα. Ὁ γέρος πού πεθαίνει ξαναγεννιέται σάν προγονικό πνεῦμα. Κάθε γέννηση εἶναι θάνατος, καί κάθε θάνατος εἶναι γέννηση. Αὐτή εἶναι μιά ἀπό τίς πιό βασικές ἰδέες τῆς πρωτόγονης σκέψης, καί βρίσκεται ριζωμένη βαθιά σέ κάθε θρησκεία, ἀρχαία καί νέα.
 
Ἀπομεινάρια ἀπό τέτοιες τελετές διατηροῦνται ἀκόμα καί σήμερα στήν ἀγροτική ζωή πολλῶν λαῶν, ἀπό τή δυτική Εὐρώπη ἴσαμε τήν Κίνα. Τά περισσότερά τους ἀνήκουν στήν ἄνοιξη, μά ὑπάρχουν καί ἄλλα πού ἐκτελοῦνται τό φθινόπωρο. Στή σημερινή τους μορφή ἔχουνε χάσει τήν ἑνότητά τους, μά κατόρθωσαν οἱ εἰδικοί, μέ μιά μεθοδική μελέτη, ν’ ἀνασυγκροτησουν τήν ἀρχέτυπή τους μορφή, πού ἤτανε κάπως ἔτσι:
 
Τίς πρῶτες μέρες τῆς ἄνοιξης, τ’ ἀγόρια καί τά κορίτσια τοῦ χωριοΰ πορεύονται μέ πομπή στά δάση καί στά λιβάδια. Ἡ ἀναχώρησή τους συνοδεύεται μέ μοιρολόγια, γιατί τ’ ἀγόρια θά γυρίσουν σάν ἄντρες καί τά κόρίτσια σάν γυναῖκες. Συνήθως φέρνουνε μαζί τους μιά κούκλα, πού συμβολίζει τό χειμώνα καί τό θάνατο. Μέσα στά δάση κόβουνε δεντρόκλαδα, τά κρατᾶνε στά χέρια τους, καί στεφανώνουν μέ φύλλα τά κεφάλια τους Ἔτσι θαρροῦν πώς γεμίζουν μέ τίς γεννητικές δυνάμεις τῆς φύσης, καί τή νύχτα πλαγιάζουν μαζί γιά πρώτη φορά. Τ’ ἄλλο πρωί γυρίζουν χαροκοπώντας στό χωριό, κρατώντας στά κεφάλια καί στά χέρια τούς τά σύμβολα τῆς ἐνηλικίωσής τους. Συνήθως φέρνουν κι ἕναν κλάδο ἤ ὁλόκληρο δέντρο, πού συμβολίζει τήν ἀνανεωμένη ζωή τόσο τῶν ἀνθρώπων ὅσο καί τῆς φύσης. Ἄκολουθοῦν παιγνίδια, παλέματα, χοροί, ἀγωνίσματα, καί τό πανηγύρι τελειώνει μέ γλέντια.
 
Μέ τήν κατοπινή ἐξέλιξη τῆς πρωτόγονης κοινωνίας, οἱ τελετές ἄλλαξαν τό χαραχτήρα τους. Οἱ πιό σπουδαῖες ἀπό τίς ἀλλαγές ἤτανε δύο.
 
Πρῶτα, χωρίστηκαν τά δύο φύλα. Ἡ ἐνηλικίωση τοῦ κάθε φύλου ἔγινε μιά μυστική τελετή, ὅπου ἀπαγορεύονταν αὐστηρά ἡ συμμετοχή τοῦ ἄλλου, μέ ἀποτέλεσμα νά διαφοροποιηθοῦν οἱ δύο τελετές.
 
Ἡ ἐνηλικίωση τῶν κοριτσιῶν διατήρησε τή σχέση της μέ τήν καλλιέργεια τῆς γῆς, πού παράμενε ἀκόμα καθῆκον τῶν γυναικών. Ἀπό τέτοιες τελετές ἐξελίχτηκε στήν προϊστορική Ἑλλάδα τό πανηγύρι πού μᾶς εἶναι γνωστό μέ τό ὄνομα Θεσμοφόρια, μιά μυστική γιορτή τῶν γυναικών· καί φαίνεται πώς ἀπό μιά τοπική μορφή τῶν Θεσμοφορίων ἀναπτύχθηκε στήν ἱστορική ἐποχή ἡ πιό γνωστή ἀπ’ ὅλες τίς ἀρχαῖες γιορτές, τά Ἐλευσίνια Μυστήρια. Ἡ ἐνηλικίωση τῶν ἀγοριῶν προσαρμόστηκε στίς ἀνάγκες τοῦ πολέμου, καί ἔτσι ἔγινε μιά δοκιμασία στρατιωτικῆς καί ἀθλητικῆς ὑπομονῆς, ἰδιαίτερα στή Σπάρτη καί στήν Κρήτη. Ἀπό τέτοιες τελετές ἐξελίχτηκαν τά Ὀλύμπια καί τ’ ἄλλα ἀθλητικά πανηγύρια.
 
Καί στίς δύο περιπτώσεις, τῶν κοριτσιῶν καί τῶν ἀγοριῶν, τίς τελετές τίς διεύθυναν οἱ μεγαλύτεροι ἤ οἱ μεγαλύτερες, πού τά δασκαλεύανε σχετικά μέ τή σαρκική ὁμιλία καί τούς ἀποκάλυπταν τά μυστικά σύμβολά της. Τά ὅσα ἄκουγαν καί ἔβλεπαν οἱ μύστες, ἦταν ἀπαγορευμένο σ’ αὐτούς νά τά φανερώσουν στούς ἀμύητους.
 
Ἡ δεύτερη ἀλλαγή ἦταν ἡ ἐξέλιξη τῆς μυητικῆς ἑταιρείας, πού βρίσκεται σέ πολλά μέρη τῆς Ἐγγύς Ἀνατολῆς, συνδεμένη μέ τήν ἱερατική βασιλεία. Ἡ μυητική ἑταιρεία, ὁ Διονυσιακός θίασος τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας, εἶναι μιά ὁμάδα ἀπό ἄντρες ἤ γυναῖκες, πού συναντιοῦνται κρυφά ἔξω ἀπό τήν πόλη καί τελοῦν ἐκεῖ μυστικές τελετές, πού κατεβαίνουν ἀπό τίς τελετές τῆς πρωτόγονης ἐνηλικίωσης. Ἐπικεφαλῆς τους εἶναι ἕνας ἱερέας, πού ἐνσαρκώνει τό θεό. Κατά τή διάρκεια τῶν τελετῶν οἱ θιασῶτες γίνονται ἔνθεοι, δηλαδή, ἐκστατικοί. Προξενοῦνε τήν ἔκσταση μέ τεχνητά μέσα, λόγου χάρη, τρώγουν τά φύλλα τοῦ κισσοΰ ἤ τῆς δάφνης. Εἶναι γεγονός πώς τά φυτά αὐτά εἶναι τοξικά, καί ὁποῖος τά τρώγει ὑπόκειται σέ ψευδαισθήσεις. Στήν κατάσταση αὐτή παρακρούονται οἱ θιασῶτες, καί ἕνας τους σκοτώνεται ἀπό τούς ἄλλους. Ὁ θάνατός του σημαίνει πώς ὁ θεός πού τόν κατέχει πεθαίνει καί ξαναγεννιέται.
 
Ἀναγνωρίζουμε σ’ αὐτές τίς τελετές τρία στάδια πού βρίσκονται σ’ ὅλα τά πανηγύρια τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας. Ἡ ἀναχώρηση ἀπό τό χωριό εἶναι ἡ «πομπή», ἡ θριαμβευτική ἐπιστροφή εἶναι ὁ «κῶμος». Πομπή, ἀγών, κῶμος — τό ἱεροτυπικό αὐτό ἔχει μεγάλη σημασία γιά τή γέννηση τῆς τραγωδίας, ὅπως θά ἰδοῦμε.
 
Ἔχουμε ἀπό τήν ἀρχαία Ἑλλάδα πολλούς μύθους, πού καθρεφτίζουν σέ μυθική μορφή τά μυστήρια τοῦ Διονυσιακοῦ θιάσου, καί οἱ περισσότεροί τους προέρχονται ἀπό τή Βοιωτία, ὅπου βασίλευαν στήν προϊστορική ἐποχή δυό δυναστεῖες ἱερατικῶν βασιλιάδων, οἱ Καδμεῖοι της Θήβας καί οἱ Μινύαι τοῦ Ὀρχομενοῦ. Ξέρουμε ὅλοι τό μύθο τοῦ Πενθέα, βασιλιά τῆς Θήβας. Πῆγε στό βουνό νά κατασκοπεύσει τίς Βάκχες, τίς γυναῖκες δηλαδή τῆς πόλης, πού τελοῦσαν τά Διονυσιακά μυστήριά τους. Τόν καταξέσκισαν φρενιασμένες, καί ἡ μάνα του, ἡ Ἄγαυη, παλούκωσε τό κεφάλι του πάνω στόν κισσοδεμένο τῆς θύρσο. Γύρισε ὕστερα χαροκοπώντας στήν πόλη, καί ἐκεῖ μονάχα ἦρθε στά λογικά της καί κατάλαβε πώς βάσταγε στά χέρια της τό κεφάλι τοῦ γιοῦ της.
 
Σ’ ἕνα πανηγύρι τοῦ Ὀρχομενοῦ, πού λέγεται Ἄγριώνια[3], οἱ γυναῖκες κατατρώγανε κισσόφυλλα καί ἔτρεχαν φρενιασμένες ἔξω στό ὕπαιθρο, ὅπου τίς κυνηγοῦσε μ’ ἕνα σπαθί στό χέρι ὁ ἱερέας τοῦ Διονύσου, καί ὅποιαν τούς πρόφτανε νά πιάσει, τή σκότωνε. Αὐτά τά μνημονεύει ὁ Πλούταρχος, Βοιωτός κι αὐτός, καί προσθέτει πώς ἔγινε καί στόν καιρό του ἕνας τέτοιος σκοτωμός. Σέ κάθε τέτοια πράξη, ὁ σκοτωμός τοῦ ἀνθρώπου συμβολίζει τό θάνατο τοῦ θεοῦ.
 
Οἱ γυναῖκες τοῦ Ὀρχομενοῦ, πού κυνηγοῦσε ὁ ἱερέας τοῦ Διονύσου, ὀνομάζονταν Ὀλειαί, δηλαδή, γυναῖκες ὀλέθριες. Τέτοιοι θίασοι βρίσκονταν κι ἀλλοῦ, ὅπως οἱ Θυιάδες τῶν Δελφῶν, οἱ Δύσμαιναι τοῦ Ταΰγετου καί οἱ Διονυσιάδες τῆς Σπάρτης. Τά ὀνόματα Βάκχαι, Θυιάδες, Δύσμαιναι, ἔχουν ὅλα τήν ἴδια σημασία, «τρελές». Στήν ἴδια τήν Ἀθήνα, ἡ γιορτή ὅπου παρασταίνονταν οἱ κωμωδίες, λεγόταν Λήναια, δηλαδή, ἡ γιορτή τῶν «ληνῶν», πού σημαίνει, τῶν τρελαμένων γυναικών.
 
Στά σύνορά της Βοιωτίας καί τῆς Ἀττικῆς βρισκόταν ἕνα χωριό, οἱ Ἔλευθεραι[4]. Σ’ αὐτό τό χωριό κατοικοῦσαν οἱ κόρες τοῦ Ἐλευθήρα, πού εἶδαν μιά φορά ἕνα ὅραμα τοῦ Διονύσου, μά καταφρόνησαν τό θεό καί γι’ αὐτό τρελάθηκαν καί δέν ἦρθαν στά λογικά τους, ὥς ὅτου ὁ πατέρας τους ἵδρυσε πρός τιμήν τοῦ Διονύσου ἕνα βωμό. Κατά τήν παράδοση, τό χωριό πῆρε τ’ ὄνομά του ἀπό τόν πατέρα τους, τόν Ἐλευθήρα, ἀλλά στέκεται ὁλοφάνερο πώς ἡ κύρια σημασία τοῦ ὀνόματος (Ἔλευθεραί) ἦταν «γυναῖκες πού ἀφήνονταν λεύτερες» νά περιπλανιοῦνται στό ὕπαιθρο. Δηλαδή, τό χωριό πῆρε τ’ ὄνομά του ἀπό ἕνα θίασο γυναικῶν, παρόμοιο μέ τούς ἄλλους Διονυσιακούς θιάσους.
 
Τό χωριό αὐτό, οἱ Ἐλευθεραί, ἤτανε σχετισμένο, καθώς θά ἐξηγήσω ἀμέσως, μέ τά ἐν ἄστει Διονύσια, τό μεγάλο ἀνοιξιάτικο πανηγύρι τῆς Ἀθήνας, ὅπου παρασταίνονταν οἱ τραγωδίες. Θέλω τώρα νά δείξω, πώς ἀπό τά ὄργια τοῦ Διονυσιακοῦ θιάσου ἐξελίχτηκε στήν Ἀθήνα τό πανηγύρι αὐτό, τά ἐν ἄστει Διονύσια.
 
Ἕνα χαραχτηριστικό τῆς προϊστορικῆς θρησκείας, τόσο στήν Ἑλλάδα, ὅσο κι ἀλλοῦ, ἦταν ἡ ἐπικράτηση τῶν γυναικῶν, σύμφωνη μέ τή μητριαρχική ὀργάνωση τῆς πρωτόγονης κοινωνίας. Στή μυκηναϊκή ἐποχή, μέ τήν ἀνάπτυξη τοῦ πολέμου καί τῆς ἰδιοκτησίας, ἡ κοινωνική ἐξουσία πέρασε ἀπό τίς γυναῖκες στούς ἄντρες. Στή θρησκεία, ὅμως, ἰδιαίτερα στή λατρεία τῆς Δήμητρας, οἱ γυναῖκες διατήρησαν τά προνόμιά τους, ἴσαμε τά τέλη τῆς ἀρχαιότητας. Στήν Ἀθήνα τῆς ἱστορικῆς ἐποχῆς, τή λατρεία τῆς Ἄθηνᾶς τή διαχειρίζονταν οἱ ἄντρες, μά ὑπάρχουν ἀρκετά τεκμήρια πού δείχνουν πώς, στήν προϊστορική ἐποχή, τή διαχειρίζονταν οἱ γυναῖκες. Ἡ λατρεία τῆς Ἄθηνᾶς προέρχεται ἀπό μιάν ὁλότελα μητριαρχική, χαραχτηριστικά μινωική, ἱεροτελεστία, σχετισμένη μέ τήν καλλιέργεια τῆς ἐλιᾶς. Ἡ λατρεία τοῦ Διονύσου, σχετισμένη μέ τήν ἀμπελουργία, ἀνήκει σ’ ἕνα λίγο ὑστερότερο στάδιο, ὅπου ὁ ἔλεγχος τῆς λατρείας ἄρχιζε νά περνάει ἀπό τίς γυναῖκες στούς ἄντρες, γεγονός πού φανερώνεται στήν ὀργάνωση τοῦ θιάσου, πού σχηματίζεται ἀπό γυναῖκες μέ ἐπικεφαλῆς του ἕναν ἀρσενικό ἱερέα.
 
Τά ἕν ἄστει Διονύσια[5] γιορτάζονταν στά τέλη τοῦ Μάρτη. Τήν πρώτη μέρα τῆς γιορτῆς οἱ πολίτες ἔπαιρναν ἀπό τό ναό τοῦ Διονύσου Ἐλευθερέως τό ἄγαλμα τοῦ θεοῦ καί τό συνόδευαν μέ πομπή ἔξω ἀπό τήν πόλη, ἴσαμε τήν Ἀκαδημία, στό δρόμο πού ὁδηγοῦσε κατά τάς Ἐλευθεράς, τό χωριό πού ἀνάφερα πρίν. Τό ἄγαλμα πῆρε τ’ ὄνομά του, ἄγαλμα τοῦ Διονύσου Ἐλευθερέως, ἀπό τό γεγονός πώς ἀνῆκε ἀρχικά στάς Ἐλευθεράς. Στούς παλιούς καιρούς μεταφέρθηκε ἀπό κεῖ στήν Ἀθήνα, καί τό μέρος τοῦτο τῆς γιορτῆς γινόταν σέ ἀνάμνηση τῆς μεταφορᾶς του.
 
Τό ἄγαλμα τό συνόδευαν οἱ ἔφηβοι, δηλαδή, τά ἐνηλικιωμένα παλικάρια, ἀκολουθούμενα ἀπό ζῶα γιά θυσία καί ἀπό ἀνύπαντρα κορίτσια, πού κρατοῦσαν τά θυσιαστικά σύνεργα, καί πίσω τους τό κοινό, ἄντρες καί γυναῖκες, λαμπροντυμένοι καί στεφανοφορεμένοι. Μόλις ἔφταναν στήν ἀγορά, σταματοῦσαν. Μιά χορωδία ἔψαλλε ὕμνους, κι ὕστερα συνέχιζαν το δρόμο τους πρὸς τὴν Ἀκαδημία. Τοποθετοῦσαν ἐκεῖ τὸ ἄγαλμα πάνω σ’ ἕνα βωμὸ τοῦ Διονύσου, ἔψαλλαν κι ἄλλους ἀκόμα ὕμνους καὶ θυσίαζαν ὕστερα τὰ ζῶα. Τὸ κυριότερο ἀπὸ τὰ θύματα ἦταν ἕνας ταῦρος, πού θυσιάζονταν ἐπίσημα ἐν ὀνόματι τῆς πόλης. Τὰ σφαχτὰ ψήνονταν καὶ μοιρὰζονταν γιὰ φαΐ. Οἱ πανηγυριῶτες περνοῦσαν τὴ μέρα τους ξαπλωμένοι πὰνω σὲ στρωσίδια ἀπὸ κισσόφυλλα, τρώγοντας, καὶ πίνοντας, καὶ διασκεδὰζοντας, ὡς τὸ σούρουπο. Ὕστερα γύριζαν, κρατώντας στὰ χέρια τους λαμπάδες καὶ χαροκοπώντας, στὴν πόλη. Οἱ ἔφηβοι ἔφερναν τὸ ἄγαλμα στὸ Θέατρο καὶ τὸ ’βαζαν ἐκεῖ στὴ μέση τῆς ὀρχήστρας, ὅπου ἒμενε ὡς τὸ τέλος τῆς γιορτῆς.
 
Ἐδῶ, ἀναγνωρίζουμε τὰ τρία στάδια τῆς πρωτόγονης τελετῆς: τὴν ἀναχώρηση ἀπὸ τὴν πόλη, δηλαδή, τὴν πομπὴ· τὴ θυσία τοῦ ταύρου, δηλαδή, τὸν ἀγώνα· καὶ τὴ θριαμβευτικὴ ἐπιστροφή, δηλαδή, τὸν κῶμο. Ἡ θυσία τοῦ ταύρου ἀντιπροσώπευε τὸ θάνατο τοῦ θεοῦ, ὅπως καὶ ἡ ἀνθρώπινη θυσία τῆς προϊστορικῆς ἐποχῆς.
 
Οἱ ὑπόλοιπες μέρες τῆς γιορτῆς ἀφιερώνονταν στοὺς θεατρικοὺς διαγωνισμοὺς πού ὀνομάζονταν καὶ αὐτοί στὴν ἀρχαία γλώσσα «ἀγῶνες», καὶ ἦταν οἱ τραγικοὶ ἀγῶνες καὶ οἱ διθυραμβικοὶ ἀγῶνες. Τώρα, θυμούμαστε πώς ὁ Ἀριστοτέλης εἶπε πώς ἡ τραγωδία κατάγονταν «ἀπὸ τῶν ἐξαρχόντων τὸν διθύραμβον». Τί ἦταν ὁ διθύραμβος;
 
Στὴν ἱστορική του μορφή, ὁ διθύραμβος ἦταν ἕνας ὕμνος πρὸς τιμὴν τοῦ Διονύσου, πού ψάλλονταν ἀπὸ ἕναν κυκλικὸ χορό, δηλαδή, μιὰ χορωδία ἀπὸ πενήντα ἄντρες ἢ ἀγόρια, πού στέκονταν σὲ κύκλο γύρω ἀπ’ τὸ βωμό. Ἀφοῦ αὐτὴ ἦταν ἡ ἱστορική του μορφή, τότε, ποιὰ ἦταν ἡ παλιότερή του μορφή; Ἔχουμε μερικὲς μαρτυρίες, πού μᾶς βοηθᾶνε ν’ ἀπαντήσουμε στὴν ἐρώτηση αὐτή.
 
Πρῶτο, τὸ βραβεῖο στοὺς διθυραμβικοὺς ἀγῶνες ἦταν ἕνας ταῦρος. Φαίνεται, λοιπόν, πιθανὸ πώς ὁ ἀθλοφόρος ποιητὴς γιόρταζε τὴ νίκη του μὲ μιὰν εὐωχία γιὰ τοὺς φίλους του, πού θὰ ’ταν ταυτόχρονα καὶ μιὰ θυσία στὸ θεό.
 
Δεύτερο, ὁ Πίνδαρος δίνει στὸ διθύραμβο τὸ ἐπίθετο «βοηλάτης», δηλαδή, ὁδηγὸς τοῦ βοδιοΰ ἢ τοῦ ταύρου. Ἀπ’ αὐτό, ὅπως φαίνεται, πρέπει νὰ καταλάβουμε πώς σὲ παλιότερους καιροὺς οἱ ψάλτες τοῦ διθύραμβου δὲ 'στέκονταν ἀκίνητοι γύρω ἀπ’ τὸ βωμό, ἀλλά συνόδευαν τὸν ταῦρο στὸν τόπο πού θὰ γίνονταν ἡ θυσία. Τὸ ἴδιο συνάγουμε ἀπὸ ἕνα ἀπόσπασμα τοῦ Αἰσχύλου, ὅπου λέει πώς ὁ διθύραμβος[6] πρέπει νὰ συνοδεύει τὸ Διόνυσο.
 
Τρίτο, ἔχουμε ἕνα ἀπόσπασμα τοῦ Ἀρχιλόχου:
 
Ὡς Διωνύσοι’ ἄναχτος καλόν ἐξάρξαι μέλος
Οἶδα διθύραμβον, οἴνῳ συγχεραυνωθείς φρένας.
 
 «Ξέρω», λέει, «κεραυνοβολημένος ἀπ’ τὸ κρασί, νὰ ὁδηγήσω τὸ διθύραμβο, τ’ ὄμορφο τραγούδι τοῦ Διονύσου». Ἡ φράση «ἐξάρξαι διθύραμβον», πού χρησιμοποιεῖ ἐδῶ ὁ Ἀρχίλοχος, εἶναι ἡ ἴδια πού χρησιμοποίησε κι ὁ Ἀριστοτέλης ὅταν εἶπε πώς ἡ τραγωδία καταγόταν «ἀπὸ τῶν ἐξαρχόντων τὸν διθύραμβον». Σ’ αὐτό τὸν ὕμνο τοῦ Ἀρχιλόχου, ὁ ἐξάρχων εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ποιητής, κι ἐπειδὴ περιγράφει τὸν ἑαυτό του σὰν «κεραυνοβολημένο ἀπ’ τὸ κρασί», δηλαδή, μεθυσμένο, πρέπει νὰ συμπεράνουμε πώς τὸ τραγούδι αὐτό, πού τὸ ὁδηγοῦσε ὁ ποιητής, ἦταν αὐτοσχεδιαστικό.
 
Ἡ λέξη «ἐξάρχω»[7] μᾶς εἶναι γνωστὴ καὶ ἀπὸ τὰ ὁμηρικὰ ἔπη, ὅπου χρησιμοποιεῖται γιὰ τὴ γυναίκα πού ὁδηγοῦσε τὸ μοιρολόι: «ἐξῆρχε γόοιο».
 
Καθεμιὰ ἀπὸ τὶς γυναῖκες, τὶς ἐξάρχουσες τοῦ θρήνου, αὐτοσχεδίαζε μὲ τὴν ἀράδα της μιὰ μονωδία, καὶ ὕστερ’ ἀπὸ κάθε μονωδία, οἱ ἄλλες γυναῖκες πρόσθεταν ὅλες μαζὶ μιὰν ἐπωδό. Μποροῦμε ν’ ἀκούσουμε τέτοια μοιρολόγια, τόσο στὴν Ἑλλάδα ὅσο καὶ σὲ ἄλλες χῶρες, ἀκόμα καὶ σήμερα. Ἔτσι κι ὁ Ἀρχίλοχος, ἐξάρχοντας τὸ διθύραμβο, ἔψαλλε μονωδικὰ κάμποσους αὐτοσχεδιαστικοὺς στίχους, καὶ οἱ συγκωμαστὲς του τοῦ ἀπαντοῦσαν κάθε φορά μὲ τὴν ἐπωδό τους.
 
Τὸ συμπέρασμα αὐτό τὸ βεβαιώνει κι ἕν’ ἄλλο γεγονός. Στὰ ἐν ἄστει Διονύσια, ὅλα τὰ ἔξοδα τῶν διθυράμβων πληρώνονταν ἀπὸ τὸ κράτος, μὲ μιὰ μονάχα ἐξαίρεση. Ὁ ποιητὴς ὁ ἴδιος ἔπρεπε νὰ πληρώσει τὸν αὐλητή[8]. Ἀπ’ αὐτό συμπεραίνουμε πώς, σὲ παλιότερους καιρούς, ὁ ἴδιος ὁ ποιητὴς ἔπαιζε τὸν αὐλό. Ἔτσι ὁ ποιητὴς ἦταν ἀρχικὰ ὁ ἐξάρχων τοῦ χοροῦ, αὐτοσχεδιάζοντας τὶς στροφὲς καὶ συνοδεύοντας μὲ τὸν αὐλό του τὶς ἐπωδούς, καὶ γι’ αὐτό μποροῦμε νὰ ποῦμε πώς καταγόταν ἀπὸ τὸν ἱερέα τοῦ θιάσου πού ἐνσάρκωνε τὸ θεό.
 
Φαίνεται, λοιπόν, πώς, ἀναπτυγμένος ἀπὸ τὶς τελετὲς τοῦ Διονυσιακοῦ θιάσου, ὁ διθύραμβος ἔφτασε στὴν ἱστορική του μορφὴ τὴ στιγμὴ πού ἀντὶ νὰ συνοδεύει τὴν πομπὴ καὶ τὸν κῶμο, ψαλλόταν ἐν στάσει γύρω ἀπ’ τὸ βωμό, καὶ ἔτσι γίνηκε πραγματικὰ ἕνα «στάσιμον». Καὶ τὸ θέμα του, τί ἄλλο μποροῦσε νὰ ἤτανε παρὰ ὁ μῦθος πού ἀντιστοιχοῦσε στὴν προκείμενη θυσία, δηλαδή, ὁ θάνατος τοῦ θεοῦ; Μόλις ἀρχίζει ὁ ποιητὴς-ἐξάρχων ἕνα διάλογο μὲ τοὺς χορευτές του, παρουσιάζονται ὅλα τὰ στοιχεῖα ἑνὸς δράματος. Καθὼς εἶπε ὁ Ἀριστοτέλης, ἡ τραγωδία κατάγονταν «ἀπὸ τῶν ἐξαρχόντων τὸν διθύραμβον».
 
Σ’ αὐτή τὴ στιγμὴ τῆς ἐξέλιξής του, ὁ πρωτόγονος διθύραμβος διασπάστηκε σὲ δύο διαφορετικὲς μορφές. Στὴ μία του, ὁ ἐξάρχων-ποιητὴς γίνηκε αὐλητὴς καὶ ἡ μίμηση παραμερίστηκε. Στὴν ἄλλη, ἀναπτύχθηκαν ἀνάμεσα στὰ στάσιμα διάλογοι χωρὶς μουσικὴ μεταξὺ τοῦ ποιητῆ καὶ τοῦ κορυφαίου, καὶ ἔτσι ὁ ποιητὴς-ἐξάρχων μεταβλήθηκε πρῶτα σὲ ἕναν ἠθοποιό, ὕστερα σὲ δυὸ ἠθοποιούς, καὶ τελικὰ σὲ τρεῖς. Ὡστόσο, ἀκόμα καὶ στὴν ὁλοκληρωμένη της μορφή, ἡ τραγωδία διατήρησε ἀχνάρια τῆς γέννησής της. Ἂν ἐξετάσουμε τὰ δράματα πού διασώθηκαν, φαίνεται πώς πρὶν ἀπ’ τὸν Αἰσχύλο ἡ τραγωδία ἄρχιζε συνήθως μὲ τὴν πάροδο, δηλαδή, μὲ τὴν εἴσοδο τοῦ χοροῦ στὴν ὀρχήστρα, καὶ τελείωνε μὲ τὴν ἔξοδό του. Στὰ δύο αὐτά στοιχεῖα, τὴν πάροδο καὶ τὴν ἔξοδο, βλέπουμε ἀπομειναρία τῆς ἀναχώρησης τοῦ θιάσου, δηλαδή, τῆς πομπῆς, καὶ τῆς ἐπιστροφῆς του, δηλαδὴ τοῦ κώμου, καὶ παρόμοια, ἀναγνωρίζουμε στὰ ὅσα γίνονταν ἀνάμεσά τους ἕναν ἀγώνα, δηλαδή, ἕνα μυστηριακὸ θάνατο, πού εἶχε τὴ μαγικὴ δύναμη ν’ ἀνανεώνει τὴ ζωή.
 
Ἂς προσέξουμε τώρα τὴν ἐξέλιξη τοῦ ἠθοποιοῦ.
 
Ὁ Ἀριστοτέλης ἱστορεῖ πώς ὁ Αἰσχύλος εἰσήγαγε τὸ δεύτερο ἠθοποιὸ καὶ ὁ Σοφοκλῆς τὸν τρίτο[9]. Ὁ ἴδιος ὁ Αἰσχύλος χρησιμοποιοῦσε τὸν τρίτο στὰ τελευταῖα του ἔργα, δηλαδή, στὴν Ὀρέστεια καὶ στὸν Προμηθέα, μὰ ὄχι στὰ πρωτύτερα. Ἡ ὁλοκληρωμένη χρήση τοῦ τρίτου ἠθοποιοΰ φανερώνεται σὲ κείνους τοὺς διαλόγους, ὅπου καὶ οἱ τρεῖς τους κουβεντιάζουν μαζὶ δίχως κανένα περιορισμό. Ὑπάρχουν πολλοὶ τέτοιοι διάλογοι στὰ ἔργα τοῦ Σοφοκλῆ καὶ τοῦ Εὐριπίδη, μὰ στὴν Ὀρέστεια καὶ στὸν Προμηθέα τοῦ Αἰσχύλου ἡ ἐναλλαγὴ δὲν εἶναι πουθενὰ ἀπόλυτα ἀμοιβαία. Ἕνας ἀπὸ τοὺς τρεῖς μένει τὸ πιὸ πολὺ σιωπηλός, γεγονὸς πού δείχνει πώς ὁ Αἰσχύλος δὲν ἀπόχτησε ποτὲ μιὰ πλήρη κυριαρχία τοῦ τρίτου ἠθοποιοΰ.
 
Στὰ πρωτύτερα ἔργα τοῦ Αἰσχύλου, δηλαδή, στοὺς Πέρσες, στοὺςἙφτα ἐπὶ Θήβας καὶ στὶς Ἱκέτιδες, βρίσκουμε μιὰ παρόμοια κατάσταση, σχετικὴ καὶ μὲ τὸ δεύτερο ἠθοποιό. Καθένας τους κουβεντιάζει λεύτερα μὲ τὸν κορυφαῖο, μὰ δὲν ὑπάρχουν παρὰ λίγοι διάλογοι, ὅπου κουβεντιάζουν καὶ οἱ δυό τους μαζί.
 
Πρὶν ἀπὸ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ δεύτερου ἠθοποιοῦ, δὲν μποροῦσαν νὰ ἦταν παρὰ τρεῖς τύποι διαλόγων: 1) ὁ διάλογος ἀνάμεσα στὸν ἠθοποιὸ καὶ στὸν κορυφαῖο, σὲ στίχους, 2) ὁ διάλογος ἀνάμεσα στὸν ἠθοποιό, πού μιλᾶ σὲ στίχους, καὶ στὸ χορό, πού τραγουδᾶ σὲ λυρικὰ μέτρα, καὶ 3) ὁ διάλογος ἀνάμεσα στὸν ἠθοποιὸ καὶ στὸ χορὸ σὲ λυρικὰ μέτρα κι ἀπὸ τοὺς δύο. Παραδείγματα τοῦ πρώτου καὶ τοῦ δεύτερου τύπου βρίσκονται σὲ ὅλα σχεδὸν τὰ δράματα πού διασώθηκαν. Ὁ τρίτος τύπος, ὅπου ὁ διάλογος εἶναι ὁλότελα μουσικός, εἶναι πιὸ σπάνιος, μὰ βρίσκεται στοὺς Πέρσες καὶ στὶς Ἱκέτιδες. Αὐτός ὁ τύπος πρέπει νὰ ἦταν ὁ πιὸ παλιός, καὶ ἀνῆκε στὴν ἐποχή, πού ἡ τραγωδία ἀποτελοῦνταν ἀπὸ μία σειρὰ στάσιμα, χωρισμένα τὸ ἕνα ἀπὸ τ’ ἄλλο ἀπὸ μιὰν ἀντιφωνικὴ ἐναλλαγὴ μεταξὺ τοῦ ἠθοποιοῦ καὶ τοῦ χοροΰ. Καὶ τώρα πρέπει νὰ θυμηθοῦμε πώς, σύμφωνα μὲ τὸν Ἀριστοτέλη, τὸ ρόλο τοῦ ἠθοποιοῦ τὸν ἔπαιζε ἀρχικὰ ὁ ἴδιος ὁ ποιητής[10]. Ἔτσι βρισκόμαστε κοντὰ στὸν πρωτόγονο διθύραμβο, ὅπου δ ποιητὴς-ἐξάρχων, μὲ τὸν αὐλό του ἔψαλλε μαζὶ μὲ τὸ χορὸ ἕνα αὐτοσχέδιο καὶ ἀντίφωνο μαζὶ τραγούδι, ὅπου ὁ ποιητὴς ἔλεγε τοὺς στίχους του καὶ ὁ χορὸς κρατοῦσε τὴν ἐπωδό, ὅπως ἀκριβῶς ἔκανε καὶ ὁ Αρχίλοχος.
 
Ἀπὸ τὰ δεδομένα αὐτά μποροῦμε ἔτσι ν’ ἀνασυγκροτήσουμε τὴν εἰκόνα τῆς προαισχυλικῆς τραγωδίας. Οἱ χορευτὲς εἰσέρχονται στὴν ὀρχήστρα τραγουδώντας (πάροδος), παίρνουν τὴ θέση τους γύρω στὸ βωμό, καὶ ψάλλουν τὸ πρῶτο στάσιμο. Ἔπειτα ἐμφανίζεται μπροστά τους ὁ ποιητής, παρασταίνοντας τὸ θεὸ ἡ ἕναν ἥρωα. Ἀρχίζει ἕνα διάλογο μὲ τὸ χορό, κι ὕστερα ἐξαφανίζεται. Ὁ χορὸς ψάλλει τὸ δεύτερο στάσιμο. Ὁ ποιητὴς ξαναγυρίζει, παρασταίνοντας τώρα ἕναν ἀγγελιαφόρο, πού μηνάει τὸ θάνατο τοῦ ἥρωα (τὸν ἀγώνα). Τότε ψάλλουν ὅλοι μαζὶ ἕνα μοιρολόι, καὶ ἀφήνουν ἔτσι τὴν ὀρχήστρα (ἔξοδος).
 
Στὰ ἀττικά, ὁ ἠθοποιὸς λεγόταν «ὑποκριτὴς»[11]. Τὸ ὄνομα «ὑποκριτὴς» ἀντιστοιχεῖ στὸ ρῆμα «ὑποκρίνομαι», πού σήμαινε ἀρχικά «ἑρμηνεύω ἕναν οἰωνὸ ἤ ὄνειρο». Ὁ ὑποκριτής, λοιπόν, ἦταν ἀρχικά ἕνας ἑρμηνευτής. Τί λοιπὸν ἑρμήνευε;
 
Στὰ ἰωνικά, ὁ ἑρμηνευτὴς λεγόταν «ἐξηγητής», λέξη πού βρίσκεται στὰ ἀττικά, σὰν ὄνομα μίας ἱεροσύνης στὰ Ἐλευσίνια Μυστήρια. Οἱ ἐξηγηταί τῆς Ἐλευσίνας ἔξηγοῦσαν τὰ μυστικὰ λεγόμενα, καὶ ἔτσι ἑρμήνευαν στοὺς μύστες τὰ δρώμενα. Ἡ κύρια, ὅμως, σημασία τῆς λέξης «ἐξηγητὴς» εἶναι «ἐξάρχων», ἡ λέξη πού χρησιμοποιοῦν ὁ Ἀριστοτέλης καὶ ὁ Ἀρχίλοχος γιὰ τὸν ὁδηγὸ τοῦ διθύραμβου. Φαίνεται, λοιπόν, πώς ὁ ὑποκριτής, ὅπως ὁ παλιὸς ἱερέας, εἶχε ἀρχικά τὸ διπλὸ χρέος, νὰ ἐξάρχει τὸ χορικὸ τραγούδι καὶ νὰ ἑρμηνεύει τὸ προκείμενο μυστήριο. Γιατί, ὅμως, νὰ ἑρμηνεύει;
 
Ὁ Διονυσιακὸς θίασος ἦταν μιὰ μυητικὴ ἑταιρεία, πού οἱ τελετὲς της ἦταν ἀκατανόητες στοὺς ἀμυήτους. Μὲ τὸν καιρό, ὅμως, ὅταν ἔλειψαν οἱ λόγοι τῆς μυστικότητας, ὁ θίασος ἐκλαϊκεύει τὰ δρώμενά του σ’ ἕνα τύπο λαϊκοῦ δράματος. Ἑπομένως, μόλις παύει νὰ εἶναι μυστικὸς καὶ ἀρχίζει νὰ παρουσιάζει τὶς τελετές του σὰν δράμα μπροστὰ στὸ λαό, χρειάστηκε ἕναν ἐρμηνευτή, πού θὰ ἐξηγοῦσε στοὺς θεατὲς τὴν ἔννοια τοῦ δράματος. Τὸ χρέος αὐτό τὸ ἐκπλήρωνε ὁ ποιητὴς-ἐξάρχων, πού ἔγινε ἔτσι ὑποκριτής.
 
Ἂς πάρουμε σὰν παράδειγμα τὸ θίασο τῶν Ἐλευθερῶν καὶ ἂς ὑποθέσουμε πώς οἱ θιασῶτες παρασταίνουν τὶς κόρες τοῦ Ἐλευθήρα καὶ ὁ ἐξάρχων τὸ Διόνυσο, πού τὶς τρέλανε. Οἱ θιασῶτες οἱ ἴδιοι τὰ καταλαβαίνουν ὅλα, ὄχι ὅμως κι οἱ θεατές. Γι’ αὐτό, ὁ ἐξάρχων προχωράει μπροστά τους καὶ τοὺς λέει: Αὐτές εἶναι οἱ κόρες τοῦ Ἐλευθήρα, κι ἐγὼ εἶμαι ὁ Διόνυσος, πού τὶς ἔκρουσα μὲ μανία. Κάνοντας αὐτό, εἶναι κιόλας ἑρμηνευτής, καὶ κοντεύει νὰ γίνει ἠθοποιός.
 
Ἂπ’ ὅλα αὐτά, βγαίνει τὸ συμπέρασμα πώς ὁ ἠθοποιὸς-ποιητὴς-ἐξάρχων καταγόταν ἀπὸ τὸν ἱερέα τοῦ Διονυσιακοῦ θιάσου, πού ἐνσάρκωνε τὸ θεό.
 
Ἕνα ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τῆς τραγικῆς πλοκῆς ἦταν, κατὰ τὸν ἀριστοτέλη, ἡ ἀναγνώριση. Ἡ ἀναγνώριση φανερώνεται στὴν ἁπλούστερή της μορφή, ὅταν ὁ ἥρωας ἐπιστρέφοντας ἄγνωστος στὴν πατρίδα του δείχνει στοὺς φίλους του κάποια «γνωρίσματα», σημάδια τῆς ταυτότητάς του, ὅπως δείχνει ὁ Ὀρέστης τοῦ Αἰσχύλου στὴν Ἠλέκτρα τὰ σπάργανά του. Ἀπ’ ὅσα λέει ὁ Ἀριστοτέλης, φαίνεται πώς τὸ στοιχεῖο αὐτὸ ἤτανε παλιό. Πῶς λοιπὸν νὰ τὸ ἐξηγήσουμε;
 
Στὴ γνωστή της τὴ μορφή, ἡ τραγωδία καταπιανόταν μὲ κάθε λογὴς μύθους καὶ ὄχι μόνο μὲ τοὺς Διονυσιακούς. Ξέρουμε, ὅμως, πώς σὲ παλιὸτερους καιροὺς περιοριζόταν στὸ Διονυσιακὸ κύκλο καὶ ἀρχικά, ὅπως εἴδαμε, στὸ θάνατο τοῦ θεοΰ. Φαίνεται πιθανὸ πώς οἱ τραγικοὶ ποιητές, προτοῦ ἀρχίσουν νὰ μεταχειρίζονται τοὺς ἄλλους κύκλους, πρέπει νὰ εἶχαν ἐξαντλήσει τὸ Διονυσιακό. Ἔγινε κάτι τὸ παρόμοιο καὶ στὴ δυτικὴ Εὐρώπη. Ἂν ἐξετάσουμε τὰ μυστηριακὰ δράματα τῆς μεσαιωνικῆς Ἀγγλίας, βρίσκουμε στὴν ἀνάπτυξή τους τρία στάδια. Στὸ πρῶτο στάδιο, δὲν εἶχαν παρὰ ἕνα θέμα, τὰ Πάθη τοῦ Χριστοῦ. Στὸ δεύτερο, παρουσίαζαν ὄχι μόνο τὰ Πάθη, ἀλλὰ καὶ τὴν Ἀνάσταση καὶ τὴ Γέννηση. Στὸ τρίτο, καταπιάνονταν μὲ κάθε λογὴς θέματα ἀπὸ τὴν Καινὴ καὶ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὅπως ἡ δημιουργία, ἡ πτῶσις καὶ ὁ κατακλυσμός.
 
Ἂν ἀκολούθησαν μιὰ παρόμοια ἀνάπτυξη καὶ τὰ Διονυσιακὰ δράματα, βγαίνει τὸ συμπέρασμα πώς ἡ ἀναγνώριση προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀνάσταση τοῦ θεοῦ, πού ἀποκάλυπτε στὸ χορὸ τὸν ἑαυτό του καὶ τοῦ ἔδειχνε τὰ μυστικὰ σύμβολα τῆς λατρείας του.
 
Ἡ ὑπόθεση αὐτὴ μας δίνει τὴ δυνατότητα νὰ ἐξηγήσουμε καὶ ἕνα ἄλλο στοιχεῖο τῆς τραγικῆς πλοκῆς, τὴ στιχομυθία.
 
Ξέρουμε ὅλοι τὶς στιχικὲς ἐρωταποκρίσεις πού μᾶς δίνουν συχνὰ τὴν ἐντύπωση, ἰδιαίτερα στὸν Αἰσχύλο, πώς ὁ ὁμιλητής κρύβει ἐπίτηδες τὸ νόημα τοΰ λόγου του, σὰν νὰ ἔβαζε ἕνα αἴνιγμα γιὰ λύση. Εἶναι μάλιστα φορές, πού ἡ στιχομυθία παίρνει τὸν ἴδιο τὸν τύπο τοΰ αἰνίγματος. Στὶς Χοηφόρες, ὕστερα ἀπὸ τὸ φόνο τοῦ Αἴγισθου, ἡ Κλυταιμνήστρα, ἀκούγοντας τὶς βουές, ρωτάει: «Τί ἔγινε;» Ὁ ὑπηρέτης τῆς ἀπαντάει: «Σκοτώνουν, λέω, τοὺς ζωντανοὺς οἱ πεθαμένοι». Καὶ ἔπειτα ἡ Κλυταιμνήστρα λέει: «Ὠιμένα, κατάλαβα τί θὰ πεῖ τὸ αἴνιγμα» («Οἴ ’γώ, ξυνῆκα τοὔπος ἐξ αἰνιγμάτων»).
 
Τὸ αἴνιγμα μᾶς εἶναι σήμερα γνωστὸ σὰν ἕνα παιχνίδι, ἀρχικά, ὅμως, καθὼς καὶ ἄλλα παιχνίδια, εἶχε μιὰ σπουδαία σημασία. Ὁ μάντης Κάλχας λέγεται πώς πέθανε ἀπὸ λύπη, ἀφοῦ ἀπότυχε νὰ λύσει ἕνα αἴνιγμα πού τοῦ ’βαλε ἕνας ἄλλος μάντης. Στὴ Σάμο, γινόταν στὸ πανηγύρι τοῦ Ἄδωνη ἕνα συμπόσιο, ὅπου τὰ κορίτσια ἒβαζαν αἰνίγματα τὸ ἕνα στὸ ἄλλο. Ἔγινε κάτι τὸ παρόμοιο καὶ στὴ λατρεία τοΰ Διονύσου. Στὰ Ἀγριώνια τῆς Θήβας, στὸ πανηγύρι πού ἀνάφερα πρίν, οἱ γυναῖκες πὲρνοῦσαν μιὰ ἀπὸ τὶς μέρες τῆς γιορτῆς ἒξω ἀπ’ τὴν πόλη γυρεύοντας τὸ χαμένο Διόνυσο. Τὸ βράδυ, σὰν γύριζαν στὴν πόλη, ἔκαναν ἕνα δεῖπνο, ὅπου ὕστερα ἔβαζαν αἰνίγματα[12] ἀναμεταξύ τους. Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις, τοῦ Ἄδωνη καὶ τοῦ Διονύσου, φαίνεται πώς τὰ αἰνίγματα εἶχαν κάποια σχέση μὲ τὴν ἐπανεύρεση τοῦ χαμένου θεοῦ, καὶ πώς, μετὰ ἀπὸ τὴν ἀνάστασή του, ὁ ἀντιπρόσωπός του, ὁ ἱερέας, κατηχοῦσε τοὺς μύστες, γιὰ νὰ μάθει ἂν μποροῦσαν ν’ ἀναγνωρίσουν τὰ μυστικὰ του σύμβολα. Τέτοιων κατηχισμῶν ἀχνάρια διατηροῦνται στὴ στιχομυθία τῆς τραγωδίας.
 
Τέλος, ἂς προσέξουμε τὴ λέξη «σκηνή». Στὴν ἐποχὴ τοΰ Αἰσχύλου, δὲν ὑπῆρχε στὸ θέατρο καμιὰ ἐξέδρα, μονάχα ἕνα ξύλινο οἰκοδόμημα πίσω ἀπ’ τὴν ὀρχήστρα, καὶ αὐτό λεγότανε σκηνή. Οἱ κύριες σημασίες τῆς λέξης ἤτανε δύο, «τέντα» καὶ «σκεπὴ ἁμαξιοῦ». Ἡ πρώτη δὲ μᾶς ἐνδιαφέρει, μὰ ἡ δεύτερη εἶναι σπουδαία. Ἔχουμε ἀττικὲς ἀγγειογραφίες, πού παρασταίνουν τὶς πομπὲς καὶ τοὺς κώμους τοῦ Διονύσου, καὶ σὲ μερικές τους ἐμφανίζεται ἕνα ἁμάξι.
 
Αὐτό τὸ Διονυσιακὸ ἁμάξι μᾶς ὑπενθυμίζει μιὰ παράδοση γιὰ τὸν πρόδρομο τοῦ Αἰσχύλου, τὸ Θέσπη, πού κέρδισε τὸ τραγικὸ βραβεῖο τὸ 534, τὴν ἐποχή, δηλαδή, πού ὁ τύραννος Πεισίστρατος ὀργάνωνε στὴν Ἀθήνα τοὺς τραγικοὺς ἀγῶνες. Ὁ Θέσπις, κατὰ τὴν παράδοση, ἦταν ἀρχηγὸς μιᾶς συντεχνίας ἠθοποιῶν, πού τριγυρνοῦσαν τὰ χωριὰ τῆς Ἀττικῆς, πάνω σ’ ἕνα ἁμάξι πού τοὺς χρησίμευε νὰ φέρνει τὰ ἐνδύματα καὶ ἄλλα θεατρικὰ ἐξαρτήματα. Ἄν ὑποθέσουμε πώς οἱ ἠθοποιοὶ ἔπαιζαν τὰ δράματά τους μπροστὰ ἀπ’ τὸ ἁμάξι, πού χρησίμευε τότε σὰν βάθος σκηνῆς καὶ σὰν σκευοθήκη, μποροῦμε νὰ καταλάβουμε πώς ἡ λέξη «σκηνὴ» πῆρε μὲ τὸν καιρὸ καὶ τὴ θεατρική της ἔννοια.
 
Αὐτά τὰ δράματα τοῦ Θέσπη καὶ τῶν ὀπαδῶν του λέγεται πώς ἦταν ἀκόλαστα καὶ καταγελαστικά. Αὐτό ἤθελε νὰ πεῖ ὁ Ἀριστοτέλης μεταχειριζόμενος τὸν ὅρο «σατυρικὸν» γιὰ τὸ χαραχτήρα τῆς ἀρχικῆς τραγωδίας. Ἀναγνωρίζουμε ἔτσι στὴ συντεχνία αὐτή, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν ποιητή, μιὰ ὀργάνωση πού ἔμοιαζε πολὺ μὲ τὸ διθυραμβικὸ χορὸ τοῦ Ἀρχιλόχου, ὅπως τὸν ἀνασυγκροτήσαμε πιὸ πάνω. Καὶ τὰ δυό τους, καὶ τὸ δράμα τοῦ Θέσπη καὶ ὁ διθύραμβος τοῦ Ἀρχιλόχου, κατάγονται ἔτσι ἀπὸ τὸ Διονυσιακὸ θίασο τῆς προϊστορικῆς ἐποχῆς, πού εἶχε ἐπικεφαλῆς του ἕναν ἐνσαρκωτὴ τοῦ θεοῦ ἱερέα, ποιητὴ ὕστερα, καὶ ἠθοποιὸ τελευταία.
 
Ἀπ’ ὅσα εἶπα, βγαίνει θαρρῶ τὸ συμπέρασμα πώς ἡ τραγωδία ξεπήδησε ἀπὸ ἱεροτελεστίες βαθιὰ ριζωμένες στὴν ἑλληνικὴ ζωή. Τὸ ἴδιο χαρακτηριστικὸ θὰ ἴδοῦμε καὶ στὴν ἐξέλιξη τῆς ἴδιας πιὰ τῆς τραγωδίας. Οἱ ποιητὲς της ἄντλησαν τὴν ἐμπνευσή τους ἀπὸ τὶς ἴδιες τὶς ἱστορικὲς ἐμπειρίες καὶ τὶς μελλοντικὲς ἐλπίδες τοῦ ἀθηναϊκοῦ λαοῦ.
-------------------------------
[2] Οἱ ἀναφορὲς στὴν Ποιητικὴ τοῦ Ἀριστοτέλη εἶναι οἱ ἑξῆς: μίμησις... κάθαρσιν 5.2· αὐτοσχεδιαστικὴ 4.14· σατυρικὴ 4.17· ἀπὸ τῶν ἐξαρχόντων τὸν διθύραμβον 4.14· ἔσχε τὴν αὐτῆς φύσιν 4.16· τοὺς ἠθοποιοὺς 4.16· ἀναγνώρισις 11.4, 16.1-12· περιπέτεια 11.1. 
[3]Τὰ Ἀγριώνια: Πλούταρχος, Κέφ. κάτ. ἑλλ. 38.
[4] Ἐλευθεραί: Παυσανίας 1.20.3, 1.29.2, 1.38.8-9, Σουίδας λέξ. «μέλαν». 
[5] Τὰ ἐν ἄστει Διονύσια: Αἰσχ. καὶ Ἀθ., σ. 186-9, κθ' -λ'. 
[6] Ὁ διθύραμβος: Πίνδ. Ὀλ. 13.18, Αἰσχ. ἀποσπ. 355, Ἄρχιλ. 77.
[7] Ἐξάρχω: Ἰλ. Ω 719-76
[8] Ὁ ποιητὴς ἐπλήρωνε τὸν αὐλητή: Πλούτ. Περὶ μουσ. 30. 
[9] Ὁ δεύτερος κι ὁ τρίτος ἠθοποιός: Ἀριστοτ. Ποιητ. 4.16. 
[10] Ὁ ποιητὴς ὁ ἴδιος ὁ πρῶτος ἠθοποιός: Ἀριστοτ. Ρητορ. 3.1.
[11] Ὑποκριτής: Αἰσχ. καὶ Ἀθ., σ. 206-8. 
[12] Τὸ αἴνιγμα: στὴ Σάμο, Ἀθηναῖος 451b, 457c· στὰ Ἀγριώνια της Θήβας, Πλούτ. Σύμπ., πρβλ. προοίμιον.

Όρια: Οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους

Tα όρια δεν αφορούν μόνο τα παιδιά. Συχνά ακούμε συμβουλές για τους γονείς, «πώς να θέσουν όρια στα παιδιά τους», «η σημασία των ορίων», κλπ. Είναι αλήθεια ότι τα όρια στις σχέσεις μας με τα παιδιά μας, βοηθούν πολύ τόσο τα ίδια όσο και τον σκοπό γενικότερα της διαπαιδαγώγησης και της κοινωνικοποίησης τους.

Τι συμβαίνει όμως με τις σχέσεις των ενηλίκων; Τι σημαίνει βάζω όρια και πώς μπορώ να τα θέσω στους άλλους, αλλά και στον εαυτό μου;

Ας δούμε όμως πρώτα τι αφορούν αυτά τα όρια, ποιους τομείς της ζωής μας περιλαμβάνουν, προκειμένου να κατανοήσουμε καλύτερα πώς θα μπορούσαμε να λειτουργήσουμε σωστά.
  • Σεβόμαστε τον χρόνο μας και τον χρόνο των άλλων; Είμαστε συνεπείς στις υποχρεώσεις μας, στα ραντεβού μας, στις υποσχέσεις μας; Αντίστροφα, ανεχόμαστε την καθυστέρηση και τις αναβολές εκ μέρους των άλλων υποτιμώντας τον εαυτό μας;
  • Σεβόμαστε τα συναισθήματα μας και τα συναισθήματα των συνανθρώπων μας; Μπορούμε να αφουγκραστούμε τι νιώθουμε, πώς αισθανόμαστε, αλλά και τι νιώθουν οι άλλοι; Είμαστε σε επαφή με τα συναισθήματα μας;
  • Σεβόμαστε τις σκέψεις και τις ιδέες που εκφράζουν οι άλλοι γύρω μας; Αποδεχόμαστε το όριο που θέτει η πίστη τους, η ιδεολογία τους, χωρίς να παραβιάζεται το δικό μας όριο και οι δικές μας αξίες;
  • Σεβόμαστε τον προσωπικό χώρο των ανθρώπων; Από το δωμάτιο ως το τηλέφωνο, από το τετράδιο ως το βιβλίο… Τα πάντα!
Όπως βλέπετε το δίπολο σέβομαι – παραβιάζω βρίσκεται παντού. Τα όρια περιγράφουν το πώς θα μπορέσουμε να συνυπάρξουμε αρμονικά χωρίς παραβιάσεις, αλλά με σεβασμό και κατανόηση. Ας σημειώσουμε όμως και αυτό: Σέβομαι δεν σημαίνει απαραίτητα συμφωνώ. Σέβομαι σημαίνει καταρχάς αποδέχομαι. Σέβομαι τη θρησκεία σου, αλλά δεν συμφωνώ μαζί σου για τις αρχές της πίστης σου. Ωστόσο, αναγνωρίζω την ανάγκη σου για προσευχή και δεν θα σε εμποδίσω σε αυτό, αρκεί εσύ να σεβαστείς εμένα – τα δικά μου ήθη και έθιμα ώστε η έκφραση της προσευχής σου να μην προσβάλλει τα δικά μου… Πάνω – κάτω το ίδιο ισχύει για όλα: τον χρόνο, το χρήμα, τις ιδέες, τις ανάγκες, τα συναισθήματα, το ίδιο μας το σώμα…

Ο σεβασμός προϋποθέτει αυτοσεβασμό, η αποδοχή και αυτοαποδοχή. Η αγάπη για τους άλλους προϋποθέτει αγάπη για τον εαυτό μας. Αντιθέτως, παραμονεύει η ασυνεννοησία, η παρανόηση, η προσβολή, η παρεξήγηση. Συνηθίζουμε να λέμε «οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους», κατά συνέπεια τα όρια θέτουν σωστές βάσεις για καλές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, τόσο στις τυπικές όσο και στις πιο κοντινές. Γι’ αυτό λοιπόν, μην φοβάστε να βάζετε όρια… Τα όρια κάνουν καλό!

Μην δοκιμάσεις να ξεγελάσεις ποτέ το χρόνο

Απ’ τη μια είναι ο χρόνος που τρέχει κι απ’ την άλλη είμαστε εμείς που νομίζουμε πως μπορούμε να τον ξεγελάσουμε! Μάλλον άνισος αγώνας! Μοιάζει σαν να θέλει εκείνος να μας κάνει πλάκα και να διασκεδάσει μαζί μας. Όταν είμαστε χαρούμενοι και απολαμβάνουμε στιγμές ευτυχίας και χαλάρωσης, αισθανόμαστε ότι ο χρόνος τρέχει πιο γρήγορα. Αντίθετα στη θλίψη και στη στεναχώρια “παγώνει” και είναι ατέλειωτος.

Τι περίεργη αίσθηση! Άλλοτε πάλι μας ξεγελάει, μας δίνει ελπίδες και μας αφήνει να νομίζουμε ότι θα ξεχάσουμε ό,τι μας πόνεσε. Όμως όχι δεν ξεχνάμε. Απλά επιφανειακά προσπερνάμε. Επιδερμικά παρηγορούμαστε. Οι πληγές δείχνουν ότι κλείνουν αλλά δεν παύουν να αιμορραγούν εσωτερικά!

Έρωτες που έσβησαν, άνθρωποι που έφυγαν, καταστάσεις που μας γονάτισαν δεν σβήνονται από το μυαλό, όσος χρόνος κι αν περάσει. Ο χρόνος παρηγορεί αλλά δεν διαγράφει. Ο χρόνος προχωρά και δεν σταματά. Μαζί του κι εμείς. Προσπερνάμε και προσαρμοζόμαστε.

Ελπίζουμε, αισιοδοξούμε, κάνουμε κόντρα κινήσεις από αυτό που μας πόνεσε. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε να έχουμε βλέμματα μπροστά και να χαμογελάμε πονηρά στον χρόνο που κυλά!

Ίσως αυτή τη φορά να πετύχει

Στη ζωή μας δημιουργούμε σχέσεις. Σχέσεις που άλλοτε μένουν στην αρχή κι άλλοτε φτάνουν στο τέλος. Σχέσεις που καταλήγουν στο «μαζί» και σχέσεις που το χάνουν στην πορεία και φτάνουν με συνοπτικές διαδικασίες στο «χώρια». Σχέσεις που σου έρχονται με μια γλυκιά γεύση ενθουσιασμού κι έρωτα κι άλλες που αρχίζουν πικρά, πριν σε γλυκάνουν.

Τι συμβαίνει σε μια σχέση όταν οριστικά τελειώσει και τι γεύση, άραγε, να ‘χουν στο στόμα τους δύο άνθρωποι που μοιράστηκαν στιγμές και συναισθήματα και πλέον –ακόμα και μετά απ’ όσα έζησαν μαζί, μικρά ή μεγάλα– καλούνται να ονομάζονται, να κατηγοριοποιούνται και να παλεύουν να χωρέσουν σε μια τόσο μικρή και ταυτόχρονα τόσο βαριά λέξη όπως οι «πρώην»;

Όλοι οι πρώην δεν είναι ίδιοι. Ίσως ανήκουν στις συνειδητές επιλογές που κάναμε και θα ξανακάναμε στη ζωή μας και –ενώ έγιναν κομμάτι μας και γίναμε δικό τους– για κάποιον λόγο δεν πέτυχε. Ίσως να ήρθαν και να μην άγγιξαν, σαν να μην πάτησαν ποτέ, σαν απλοί περαστικοί. Ίσως, πάλι, να ‘φυγε ουσιαστικά μονάχα ο ένας απ’ τους δύο κι ο άλλος, γεμάτος συναισθήματα, να ‘μεινε να κοιτάζει αυτόν που πακετάρει. Μπορεί να υπέγραψαν από κοινού το grand φινάλε με διπλή υπογράμμιση στον επίλογο. Μπορεί, όμως, να μην πίστεψε κανείς τους εκείνο το «τέλος».

Δύο πρώην για να μην είναι πια νυν, αποτελούν την απόδειξη πως κάτι πήγε λάθος. Κανείς δεν απαγόρευσε, φυσικά, την επικοινωνία ούτε υποχρέωσε την έχθρα ανάμεσά τους. Σίγουρα, δεν είναι εύκολο το να διατηρείς επαφή, σε κρατάει πίσω, σε δυσκολεύει απ’ το να πας μπροστά, και το καλό και των δύο βρίσκεται στο μέλλον. Είναι, όμως, πάντα έτσι;

Ίσως στην αρχή να πήραν τον χώρο και τον χρόνο τους. Αυτό δε σημαίνει πως διέγραψαν απ’ τη ζωή τους τον μέχρι πρότινος άνθρωπό τους, χρειάζονταν όμως απόσταση κι αυτή η ανάγκη ήταν αμοιβαία. Είναι ουτοπικό να απαιτούμε αμέσως μετά τον χωρισμό να γίνουμε ξαφνικά φίλοι με τον άλλον, ενώ όλοι ξέρουμε πως όσο τα συναισθήματα θυμού κι απογοήτευσης που συνοδεύουν το φινάλε είναι ακόμα ζεστά, είναι πρακτικά αδύνατον να πετύχουμε κάτι τέτοιο τόσο άμεσα.

Αφήνεις, λοιπόν, χρόνο ώστε να γιατρευτούν οι πληγές και να εκτονωθεί ο αρνητισμός του τέλους κι αν το θέλει κι ο άλλος όσο κι εσύ, φυσικά κι υπάρχουν τρόποι να κρατήσετε μια ανθρώπινη επαφή -αν δε σας ρίχνει ψυχολογικά.

Κι όταν πια ο χρόνος κάνει τη δουλειά του, ξεπεράσετε τον πόνο και το παράπονο κι αν συναισθήματα όπως η αγάπη κι ο σεβασμός δεν κατάφεραν να σβήσουν, τότε αν αμοιβαία το θελήσετε μπορείτε να δοκιμάσετε να υπάρξετε ξανά μαζί. Διαφορετικά αυτή τη φορά, ξεκινώντας απ’ την αρχή μια καινούρια σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ σας, που θα χτίσετε μαζί απ’ το μηδέν.

Αν σκέφτεσαι πραγματικά την επανασύνδεση κι αν αισθάνεσαι μια βαθιά επιθυμία για να ζωντανέψεις εκείνο το «μαζί», θα πρέπει πρώτα να σκεφτείς τους λόγους που σας οδήγησαν στο «χώρια». Οι ευθύνες θα ‘ταν μοιρασμένες, θα δεις τα λάθη σου και τα λάθη του άλλου, τι μπορεί να ‘χεις διορθώσει, τι δε θα επαναλάμβανες και τι μπορείς να συγχωρέσεις και να ξεχάσεις αντίστοιχα. Εκεί βρίσκεται η απάντηση στο σενάριο μιας επανασύνδεσης. Στο πόσο ελαφρύς ή βαρύς ήταν ο λόγος του χωρισμού σας.

Το κοινό σας παρελθόν δε σημαίνει πως θα λειτουργήσει υπέρ σας με την πρώτη, κάνοντας τη σχέση από μόνη της να δουλέψει, αφού λειτούργησε και παλιά. Θέλει δουλειά, ακόμα κι αν μεταξύ σας υπάρχει ακόμα εκείνη η οικειότητα. Ακόμα, όμως, κι αν δεν υπάρχει, αν ο χρόνος χωριστά δείχνει να σας πάγωσε, δεν είναι απαγορευτική αυτή η έλλειψη οικειότητας για ένα νέο ξεκίνημα, αφού αποτελεί μια καλή ευκαιρία να γνωριστείτε απ’ την αρχή, ξανακερδίζοντας ο ένας τον άλλον.

Σίγουρα, κανένας απ’ τους δύο δε θα ‘χει ξεχάσει το σπάσιμό σας και τους λόγους που το προκάλεσαν, ακόμα κι αν αυτό δε σας σταματά απ’ το να θέλετε να προσπαθήσετε ξανά. Το παρελθόν υπάρχει και, δυστυχώς ή ευτυχώς, δε διαγράφεται. Το θέμα δεν είναι, όμως, να ξεχάσεις αλλά να μπορείς να συνεχίσεις μ’ όσα θυμάσαι, χωρίς να σκαλίζεις διαρκώς τα παλιά. Κάτι τέτοιο θα ‘ταν επώδυνο και για τους δυο σας και δε θα βοηθούσε πουθενά.

Αν υπάρχει επιθυμία κι ειλικρίνεια κι απ’ τις δύο πλευρές, αν αντέχετε να βάλετε όλα τ’ αρνητικά στην άκρη, χτίζοντας κάτι νέο βασισμένο αυτή τη φορά σε πιο γερά θεμέλια έχοντας υπ’ όψιν τα προηγούμενα λάθη, αν καταφέρετε να συγχωρέσετε ο ένας τον άλλον αλλά και τους εαυτούς σας, τότε θα μπορέσει να γεννηθεί κάτι πιο ώριμο και συνειδητοποιημένο.

Ακόμα κι αν πέσεις έξω, αν πιστεύεις πως αξίζει η προσπάθεια της επανασύνδεσης, αν για ‘σένα αυτός ο άνθρωπος σημαίνει πολλά, να εξαντλήσεις κάθε ευκαιρία, για να μη μένεις ποτέ με ερωτηματικά. Να πιστεύεις στην αλλαγή του κόσμου, γιατί κι ο κόσμος θες να πιστεύει στην αλλαγή σου. Πίστευε, λοιπόν, μέχρι να σου αποδείξουν το αντίθετο.

Κι ακόμα κι αν το παλέψεις και δε βγάλει κάπου, να θυμάσαι πως εσύ δεν ήσουν αυτός που τα παράτησε, αλλά αυτός που εξάντλησε όλες τις πιθανότητες και τώρα μπορεί και φεύγει με το κεφάλι ψηλά και σίγουρα μ’ ένα μάθημα κληρονομιά.

ΕΝΟΧΗ

Η ενοχή είναι το αντίστροφο τoυ θυμού. Αισθανόμαστε θυμό όταν μας προσβάλλει κάποιος. Αισθανόμαστε ενοχή όταν εμείς προσβάλλουμε κάποιον, ή παραβιάζουμε κανόνες. Μπορώ να απαριθμήσω δέκα τουλάχιστον διαφορετικές αποχρώσεις αυτού του καταστροφικού συναισθήματος, πέρα από την ενοχή που αισθάνομαι όταν δεν τηρώ μια δέσμευσή μου. Απλώς για να θυμηθούμε μερικές, σκεφτείτε την ενοχή που μπορεί να νιώσετε αν καθυστερήσετε στη δουλειά σας, ή όταν δεν προλαβαίνετε μια διορία. Ακόμη, έχουμε την ικανότητα να φορτίζουμε τον εαυτό μας με ενοχές για κάτι που κάναμε, αλλά και που δεν κάναμε: για το ότι δεν πήγαμε στο μάθημα της γιόγκα, ας πούμε, ή για το ότι δεν αντισταθήκαμε σ’ εκείνα τα ακαταμάχητα τραγανά πατατάκια. Επίσης, αν ξεχάσουμε να απαντήσουμε σε ένα σημαντικό μέιλ μπορεί να βασανιζόμαστε από ενοχές για μια ολόκληρη εβδομάδα. Μας τρώνε οι ενοχές και όταν αισθανόμαστε ότι αγνοήσαμε τους συνεργάτες μας, ή τους φερθήκαμε απότομα, ή ακόμη και όταν είμαστε πιο επιτυχημένοι από αυτούς. Πολλοί, μάλιστα, φτάνουν στο σημείο να αισθάνονται ενοχές επειδή είναι ευτυχισμένοι!

Χρησιμοποιούμε, επίσης, την ενοχή για να χειριστούμε τους άλλους. Μπορούμε να γεμίσουμε με ενοχές έναν υπάλληλό μας για τα λάθη που έκανε, ή να αναγκάσουμε ένα μέλος της οικογένειάς μας να αισθάνεται ενοχές επειδή απαιτεί υπερβολικά πολλά ή προσφέρει υπερβολικά λίγα. Για τους θρησκευόμενους, η ενοχή είναι, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, ο φρουρός όλων των πράξεων τους. Και η λίστα με τις διαφορετικές αποχρώσεις της ενοχής, δεν τελειώνει εδώ.

Σε καθημερινή βάση, και με την πάροδο του χρόνου, το φορτίο της ενοχής αυξάνεται αδιάκοπα και ριζώνει τόσο βαθιά μέσα μας, ώστε γίνεται σχεδόν αδύνατον να το εξαλείψουμε.

Η ενοχή μάς φορτίζει με φόβο. Η ενοχή κατατρώει. Δαγκώνει. Επιτίθεται ανελέητα. Μοιάζει με βαρύ φορτίο. Τέτοιες είναι οι μεταφορές που της αρμόζουν.

Ανεξάρτητα του πόσο έντονη αισθανόμαστε σε προσωπικό επίπεδο την πίεση της ενοχής, είναι σχεδόν σίγουρο ότι ξοδεύουμε -ή μάλλον χάνουμε- πολύ χρόνο κλωθογυρίζοντας την στο μυαλό μας. Φανταστείτε για λίγο μια ζωή -την κοινωνική και διαπροσωπική ζωή σας- κενή από οποιαδήποτε μορφή ενοχής. Αν δεν έχετε ήδη απορρίψει τούτη τη σκέψη ως γελοία, και λαμβάνετε σοβαρά υπόψη σας τη δυνατότητα μιας ζωής χωρίς ενοχές, πιθανότατα θα σκεφτείτε: πόσο μεγάλη ανακούφιση θα ένιωθα! Αν αναλογιζόμασταν όλες τις διαφορετικές περιστάσεις και συνθήκες που μπορούν να γεννήσουν ή να παρατείνουν τις ενοχές, σίγουρα θα κερδίζαμε πολύ χρόνο και το μυαλό μας θα ηρεμούσε.

Ωστόσο, αν δεν νιώθαμε, ή δεν μπορούσαμε να νιώθουμε ενοχή, θα κάναμε διαρκώς λάθη. Δεν θα είχαμε κανένα κίνητρο να τροποποιήσουμε ή να βελτιώσουμε τη συμπεριφορά μας. Θα περιφρονούσαμε οποιαδήποτε μορφή κοινωνικής ή ηθικής νόρμας, θα παραβλέπαμε τις συνέπειες των πράξεών μας. Οι μπαζωμένοι δολοφόνοι μάχονται με τις ενοχές τους μέχρι το τέλος της ζωής τους. Αντιθέτως, οι ψυχοπαθείς δεν αισθάνονται συχνά ενοχές. Συνεπώς, βιολογικά, η ενοχή έχει εξελιχθεί σε ένα κοινωνικό διορθωτικό εργαλείο που διασφαλίζει ότι δεν θα συμβούν ή δεν θα επαναληφθούν ορισμένες πράξεις. Σμιλεύει μια καλύτερη εκδοχή του εαυτού μας. Περιορίζει το προσωπικό συμφέρον και δημιουργεί χώρο για αλτρουιστικές και κοινωνικά ωφέλιμες πράξεις. Το αίσθημα της ενοχής είναι δυσάρεστο, διαρκές και εξαλείφεται δύσκολα, ωστόσο εμπνέει πράξεις που αποσκοπούν στην επανόρθωση μιας ζημιάς (για παράδειγμα, μια συγγνώμη) και επιχειρεί να σταματήσει, να αποτρέψει ή να αντισταθμίσει τις συνέπειες μιας προσβολής. Συνεπώς, η ενοχή αποτελεί ένα ισχυρό κίνητρο για να ενεργούμε με ηθικά και κοινωνικά αποδεκτούς τρόπους και να διορθώνουμε τη διαγωγή μας.

Η ανακάλυψη ενός κλασικού προ-Νευτώνιου τύπου υπολογισμού του π στην κβαντομηχανική ένα «κομμάτι μαγείας» της φύσης;

Παρόλο που οι περισσότεροι άνθρωποι συνδέουν τη μαθηματική σταθερά π με κύκλους και τόξα, οι μαθηματικοί έχουν συνηθίσει να τη βλέπουν σε διάφορους τομείς. Όμως, δύο επιστήμονες του Πανεπιστημίου του Rochester εξεπλάγησαν ακόμα περισσότερο όταν διαπίστωσαν ότι το π καιροφυλακτούσε σε έναν τύπο της κβαντικής μηχανικής για τις ενεργειακές καταστάσεις του ατόμου του υδρογόνου.

«Δεν βρήκαμε απλά το π», είπε η Tamar Friedmann, επισκέπτης επίκουρος καθηγήτρια μαθηματικών και επιστημονικός συνεργάτης της Φυσικής Υψηλών Ενεργειών και μια από τους συγγραφείς της μελέτης που δημοσιεύθηκε αυτή την εβδομάδα στην Journal of Mathematical Physics, «βρήκαμε την κλασική φόρμουλα του 17ου αιώνα, του Wallis για το π, καθιστώντας μας τους πρώτους που το παράγουν γενικά από τη φυσική και την κβαντομηχανική, ειδικότερα».

Ο τύπος του Wallis, που αναπτύχθηκε από τον Βρετανό μαθηματικό John Wallis, στο βιβλίο του Arithmetica infinitorum, προσδιορίζει το π ως γινόμενο μιας άπειρης σειράς λόγων που απαρτίζεται από ακέραιους αριθμούς. Για την Friedmann, η ανακάλυψη του τύπου του Wallis για το π σε μια σχέση της κβαντομηχανικής για ενεργειακές καταστάσεις του ατόμου του υδρογόνου, υπογραμμίζει την πανταχού παρουσία του π, στα μαθηματικά και την φυσική.

«Η τιμή του π έχει πάρει μυθική διάσταση, εν μέρει, επειδή είναι αδύνατο να γραφτεί με ακρίβεια 100%», είπε η Friedmann. «Δεν μπορεί να εκφραστεί με ακρίβεια ακόμη και ως λόγος ακεραίων και, αντί αυτού, παριστάνεται καλύτερα ως τύπος».

Δεν ήταν στόχος της Friedmann να ψάξει για το π, ούτε για τον τύπο του Wallis. Η ανακάλυψη ξεκίνησε σε ένα μάθημα κβαντομηχανικής που διδάσκεται από τον Carl Hagen, καθηγητή φυσικής στο Πανεπιστήμιο του Rochester και έναν από τους έξι φυσικούς που προέβλεψαν την ύπαρξη του μποζονίου Higgs. Παρόλο που οι κβαντικοί υπολογισμοί που αναπτύχθηκαν από τον Δανό φυσικό Niels Bohr στις αρχές του εικοστού αιώνα δίνουν ακριβείς τιμές για τις ενεργειακές καταστάσεις του υδρογόνου, ο Hagen θέλησε οι σπουδαστές του να χρησιμοποιήσουν μια εναλλακτική μέθοδο, που ονομάζεται μεταβολική αρχή, για να προσεγγίσουν την τιμή για την βασική κατάσταση του ατόμου του υδρογόνου. Όπως και με τον τύπο του Wallis, η μεταβολική αρχή χρονολογείται από τον 17ο αιώνα, με μια από τις πρώτες εφαρμογές της να είναι η αρχή του ελάχιστου χρόνου του μαθηματικού Pierre de Fermat, σύγχρονου του Wallis. Ο Hagen άρχισε επίσης να σκέφτεται σχετικά με το εάν θα ήταν δυνατό να εφαρμόσει αυτή τη μέθοδο σε καταστάσεις άλλες εκτός από την βασική κατάσταση. Ο Hagen ενέπλεξε την Friedmann για να να επωφεληθεί από την ικανότητά της να εργαστεί και στη φυσική και στα μαθηματικά.

Αν και η εφαρμογή της μεταβολικής αρχής για τον υπολογισμό της βασικής κατάστασης ενός ατόμου υδρογόνου είναι ένα σχετικά απλό πρόβλημα, η εφαρμογή της σε μια διεγερμένη κατάσταση δεν είναι καθόλου προφανής. Αυτό συμβαίνει επειδή η μεταβολική αρχή δεν μπορεί συνήθως να εφαρμοστεί εάν υπάρχουν χαμηλότερα ενεργειακά επίπεδα. Ωστόσο, η Friedmann και ο Hagen μπόρεσαν να το αποφύγουν αυτό με το διαχωρισμό του προβλήματος σε μια σειρά l προβλημάτων, καθένα από τα οποία επικεντρώθηκε στο χαμηλότερο ενεργειακό επίπεδο για ένα δεδομένο τροχιακό κβαντικό αριθμό, l.

Μπόρεσαν τότε να υπολογίσουν τις τιμές για τις διαφορετικές ενεργειακές καταστάσεις και να τις συγκρίνουν με τις τιμές που υπολογίστηκαν από τον Bohr, σχεδόν πριν από έναν αιώνα. Αυτό τους επέτρεψε να καθορίσουν πώς μεταβάλλονταν ο λόγος, των τιμών του Bohr, προς τις τιμές που λαμβάνονται με την «τροποποιημένη» μεταβολική αρχή, καθώς ελάμβαναν υπόψη όλο και υψηλότερα ενεργειακά επίπεδα. Ήταν έκπληξη που είδαν ότι ο λόγος απέδωσε αποτελεσματικά τον τύπο του Wallis για το π.

Συγκεκριμένα, ο υπολογισμός των Friedmann και Hagen κατέληξε σε μια έκφραση που περιλαμβάνει ειδικές μαθηματικές συναρτήσεις-ονομάζονται συναρτήσεις γάμμα-που οδηγούν στον τύπο:

20151111_pi-Figure1_560

ο οποίος μπορεί να αναχθεί στον κλασικό τύπο του Wallis:

20151111_pi-Figure2_560
 
«Αυτό που με εξέπληξε είναι ότι ο τύπος προέκυψε με τέτοιο φυσικό τρόπο στους υπολογισμούς, χωρίς να εμπλακούν κύκλοι στον καθορισμό των ενεργειακών καταστάσεων», δήλωσε ο Hagen. «Και είμαι ευτυχής, δεν το είχα σκεφτεί αυτό πριν έλθει η Tamar στο Rochester, επειδή θα μπορούσε να έχει πάει πουθενά αλλού και δεν θα κάναμε αυτή την ανακάλυψη».

Ο μαθηματικός Moshe Machover του King’s College του Λονδίνου αποκαλεί το εύρημα ένα «πονηρό κομμάτι μαγείας». «Αυτή η παραγωγή του π είναι μια έκπληξη του οικείου, μοιάζει σαν ένα κόλπο μάγου», δήλωσε ο Machover. «Ένα παιδί που βλέπει ένα κόλπο να γίνεται για πρώτη φορά μπορεί μόνο να εκπλαγεί. Αλλά ένας ενήλικας, ο οποίος έχει δει πολλά κόλπα με τα χρόνια, βιώνει και έκπληξη και οικειότητα».

Αντιμετωπίζοντας το χάσμα αιώνων μεταξύ του τύπου του Wallis, του 17ου αιώνα, την κβαντική θεωρία του εικοστού αιώνα και τις δεκαετίες που πέρασαν από τότε μέχρι τώρα, ο Doug Ravenel, καθηγητής μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο του Rochester, επισημαίνει ότι η Friedmann και ο Hagen χρησιμοποίησαν από παλιά εδραιωμένες έννοιες των πεδίων τους για να καταλήξουν στο αποτέλεσμά τους, έτσι ώστε ακόμη και μαθηματικοί και φυσικοί που έζησαν πριν από πολλές δεκαετίες, θα ήταν σε θέση να το εκτιμήσουν.

«Είναι μια όμορφη σύνδεση μεταξύ του π και της κβαντικής μηχανικής που θα μπορούσε να έχει βρεθεί πριν από 80 χρόνια, αλλά δεν είχε ανακαλυφθεί μέχρι τώρα», δήλωσε ο Ravenel, συγχαίροντας τους δύο συγγραφείς.