Παρασκευή 31 Ιουλίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἡρακλῆς Μαινόμενος (981-1015)

ὁ δ᾽ ἠλάλαξε κἀπεκόμπασεν τάδε·
Εἷς μὲν νεοσσὸς ὅδε θανὼν Εὐρυσθέως
ἔχθραν πατρώιαν ἐκτίνων πέπτωκέ μοι.
ἄλλωι δ᾽ ἐπεῖχε τόξ᾽, ὃς ἀμφὶ βωμίαν
985 ἔπτηξε κρηπῖδ᾽ ὡς λεληθέναι δοκῶν.
φθάνει δ᾽ ὁ τλήμων γόνασι προσπεσὼν πατρὸς
καὶ πρὸς γένειον χεῖρα καὶ δέρην βαλὼν
Ὦ φίλτατ᾽, αὐδᾶι, μή μ᾽ ἀποκτείνηις, πάτερ·
σός εἰμι, σὸς παῖς· οὐ τὸν Εὐρυσθέως ὀλεῖς.
990 ὁ δ᾽ ἀγριωπὸν ὄμμα Γοργόνος στρέφων,
ὡς ἐντὸς ἔστη παῖς λυγροῦ τοξεύματος
μυδροκτύπον μίμημ᾽ ὑπὲρ κάρα βαλὼν
ξύλον καθῆκε παιδὸς ἐς ξανθὸν κάρα,
ἔρρηξε δ᾽ ὀστᾶ. δεύτερον δὲ παῖδ᾽ ἑλὼν
995 χωρεῖ τρίτον θῦμ᾽ ὡς ἐπισφάξων δυοῖν.
ἀλλὰ φθάνει νιν ἡ τάλαιν᾽ ἔσω δόμων
μήτηρ ὑπεκλαβοῦσα καὶ κλήιει πύλας.
ὁ δ᾽ ὡς ἐπ᾽ αὐτοῖς δὴ Κυκλωπίοισιν ὢν
σκάπτει μοχλεύει θύρετρα κἀκβαλὼν σταθμὰ
1000 δάμαρτα καὶ παῖδ᾽ ἑνὶ κατέστρωσεν βέλει.
κἀνθένδε πρὸς γέροντος ἱππεύει φόνον·
ἀλλ᾽ ἦλθεν εἰκών, ὡς ὁρᾶν ἐφαίνετο
Παλλάς, κραδαίνουσ᾽ ἔγχος †ἐπὶ λόφω κέαρ†,
κἄρριψε πέτρον στέρνον εἰς Ἡρακλέους,
1005 ὅς νιν φόνου μαργῶντος ἔσχε κἀς ὕπνον
καθῆκε· πίτνει δ᾽ ἐς πέδον πρὸς κίονα
νῶτον πατάξας, ὃς πεσήμασι στέγης
διχορραγὴς ἔκειτο κρηπίδων ἔπι.
1010 ἡμεῖς δ᾽ ἐλευθεροῦντες ἐκ δρασμῶν πόδα
1009 σὺν τῶι γέροντι δεσμὰ σειραίων βρόχων
ἀνήπτομεν πρὸς κίον᾽, ὡς λήξας ὕπνου
μηδὲν προσεργάσαιτο τοῖς δεδραμένοις.
εὕδει δ᾽ ὁ τλήμων ὕπνον οὐκ εὐδαίμονα
παῖδας φονεύσας καὶ δάμαρτ᾽. ἐγὼ μὲν οὖν
1015 οὐκ οἶδα θνητῶν ὅστις ἀθλιώτερος.

***
Κι εκείνος χούγιαξε κι έτσι περηφανεύθη·
«Νά ένα ξεπεταρούδι τούτο του Ευρυσθέα
έπεσε, το πατρικό πληρώνοντας μίσος».
Και στ᾽ άλλο παιδί του έστρεψε τα τόξα, που είχε
στον βωμό κάτου μαζευτεί για να ξεφύγει.
Και προλαβαίνοντας το μαύρο να προσπέσει
στου πατέρα του τα γόνατα και ν᾽ απλώσει
το χέρι του στα γένια του και στον λαιμό του,
«αγαπητέ πατέρα, λέει, μη με σκοτώσεις·
είμαι δικό σου τέκνο κι όχι του Ευρυσθέα».
990 Μα εκείνος στρέφοντας Γοργόνας άγριο μάτι,
μόλις στα τόξα το παιδί εστάθη εκθεμένο,
σαν της βαριάς το κτύπημα του κατεβάζει
μέσα στο ολόξανθο κεφάλι του ένα βέλος
και του σπάει τα κόκαλα. Και πιάνοντας τ᾽ άλλο
πάει να το σφάξει τρίτο θύμα πάνω στ᾽ άλλα.
Αλλά προφτάν᾽ η πικρή μάνα του από μέσα
κι αρπάζοντάς το γρήγορα κλείνει την πόρτα.
Κι αυτός, σα να ᾽χε τα Κυκλώπεια τείχη εμπρός του,
σκάβει και βιάζει με λοστούς τις πύλες, ώσπου,
1000 τις παραστάδες ξεριζώνοντας, γυναίκα
και τέκνο αντάμα στρώνει κάτου μ᾽ ένα βέλος.
Κι ύστερα για τον σκοτωμό του γέρου τρέχει,
μα, καθώς φάνηκε, ήρθε η εικόνα της Παλλάδας
το δόρυ σειώντας και την περικεφαλαία
κι έριξε πέτρα στου Ηρακλή το στήθος πάνω,
που τον συγκράτησε απ᾽ του σκοτωμού την τρέλα
και σ᾽ ύπνο τονε βύθισε· και πέφτει κάτου
στο πάτωμα, την πλάτη του πα στην κολόνα
χτυπώντας, που ᾽ταν απ᾽ το σείσιμο της στέγης
πα στα θεμέλια διπλοράγιστη. Και τότε
1010 το πόδι λευθερώνοντας απ᾽ τη φευγάλα,
μεις με τον γέροντα τον δέσαμε με βρόχια
απ᾽ την κολόνα, που όταν ο ύπνος του τελειώσει
κακό κανένα να μην κάνει κοντά στ᾽ άλλα.
Τώρα κοιμάται δύστυχον ο μαύρος ύπνο,
φονιάς των τέκνων του και της γυναίκας. Άλλον
λοιπόν εγώ άνθρωπο πλέον άθλιο δεν ηξεύρω.

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της, Η τέχνη της πρώιμης κλασικής εποχής

4.4.4. Τα αγάλματα του Riace

Το 1973 ανακαλύφθηκαν τυχαία στη θάλασσα της νότιας Καλαβρίας, κοντά στο χωριό Riace, σε μικρή απόσταση από την ακτή και σε ρηχά νερά, δύο μεγάλα χάλκινα αγάλματα του 5ου αιώνα π.Χ. Παρά τις εκτεταμένες έρευνες δεν εντοπίστηκε αρχαίο ναυάγιο στην περιοχή. Δεν αποκλείεται, επομένως, τα αγάλματα να τα έριξε στη θάλασσα το πλήρωμα ενός πλοίου που κινδύνευε να εξοκείλει, για να το ελαφρύνει από το φορτίο του και να το σώσει. Η ανακάλυψη προκάλεσε μεγάλη αίσθηση στους αρχαιολόγους και στο ευρύτερο κοινό. Μετά από μακροχρόνια συντήρηση τα δύο αγάλματα εκτέθηκαν στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Ρηγίου της Καλαβρίας (Reggio di Calabria).
 
Τα αγάλματα του Riace εικονίζουν δύο όρθιους γυμνούς γενειοφόρους άνδρες (Α και Β), ο ένας από τους οποίους (Β) φορούσε στο κεφάλι κράνος κορινθιακού τύπου και κρατούσε ξίφος στο δεξί χέρι και ασπίδα στο αριστερό. Το άλλο άγαλμα (Α) κρατούσε και αυτό στο δεξί χέρι ξίφος και στο αριστερό ασπίδα και έχει μακριά μαλλιά, που πέφτουν σε κυματοειδείς βοστρύχους στον αυχένα και συγκρατούνται γύρω από το κρανίο με μια φαρδιά ταινία· δεν αποκλείεται να φορούσε επίσης κράνος, όπως δείχνουν κάποια ίχνη στερέωσης στο κρανίο του, που μοιάζει όμως να τοποθετήθηκε εκ των υστέρων. Τα μαλλιά του αγάλματος Β είναι κοντά και οι βόστρυχοι πιο συμπαγείς. Τα δύο αγάλματα έχουν μέγεθος μεγαλύτερο από το φυσικό (το ύψος τους είναι 2,06 m) και εικονίζουν πιθανότατα ήρωες, τους οποίους όμως δεν μπορούμε να ταυτίσουμε. Αρκετά από τα τεχνικά και τα εικονογραφικά ερωτήματα που θέτουν τα αγάλματα του Riace παραμένουν ακόμη αναπάντητα.
 
Βέβαιο μπορεί πάντως να θεωρηθεί ότι είναι πρωτότυπα αγάλματα του 5ου αιώνα π.Χ. Ωστόσο, οι διαφορές στο μοτίβο στήριξης καθώς και στην απόδοση των χαρακτηριστικών του προσώπου, των μυών και των ανατομικών λεπτομερειών είναι πολλές, ώστε να δικαιολογείται όχι μόνο η απόδοση των δύο αγαλμάτων σε διαφορετικούς καλλιτέχνες, αλλά και η άποψη ότι δεν είναι σύγχρονα μεταξύ τους. Το άγαλμα Α φαίνεται να είναι παλαιότερο και μπορεί να χρονολογηθεί γύρω στο 460 π.Χ., δηλαδή στα χρόνια του Απόλλωνα του Kassel. Το άγαλμα Β, αντίθετα, έχει τεχνοτροπικά στοιχεία που το τοποθετούν 20 ή 30 χρόνια αργότερα, στα 440-430 π.Χ. Όπως και αν έχουν τα πράγματα, τα αγάλματα του Riace είναι για μας σπάνιες και πολύτιμες μαρτυρίες που μας βοηθούν να αποκτήσουμε μια πληρέστερη αντίληψη για τα έργα της μεγάλης πλαστικής της περιόδου του «αυστηρού ρυθμού» (480-450 π.Χ.) και των χρόνων που ακολούθησαν.

Αν μπορούσα μόνο να ήξερα…!

Αν μπορούσα μόνο να ήξερα…!

Όλοι θα ήθελαν να μάθουν… Τρέχουν σε αστρολόγους, μέντιουμ και ό,τι άλλο. Καίγονται να ξέρουν!

Ποτέ δεν με ενδιέφερε. Ποτέ δεν κυνήγησα το μέλλον ή τη γνώση με αυτόν τον τρόπο.

Κοιτάζοντας πίσω τώρα… Αν ήξερα θα το ‘κανα; Θα περπατούσα αυτήν την πορεία; Θα είχε νόημα; Θα το πίστευα; Ποιες αοριστολογίες θα μπορούσαν να με εκτροχιάσουν από την τόσο πεισματική πορεία μου;

Μια πορεία απρόβλεπτη, ανηφορική μα και με πολλές υπέροχες βουνοκορφές, που τίποτα εκτός από τη βιωματική αίσθησή τους, δεν θα ήταν αρκετό.

Ευγνωμονώ….

Τις άπειρες φορές που έπεσα, ακόμα κι αν πίστευα ή φαινόταν πως δεν θα ξανασηκωνόμουνα.

Το πείσμα, την αυτό-πειθαρχία, την αφοσίωση στη δουλειά, που συχνά ξανάρχιζε από την αρχή.

Το σκοτάδι που έκρυβε απειλητικά το φως που λαχταρούσα να δω.

Τη δύναμη της ψυχής μου που άνοιγε σε καίριες στιγμές κάποιο παράθυρο για ν’ αναπνεύσω.

Το αλύγιστο πνεύμα μου που με οδηγούσε πάντα σαν τυφλή στην άβυσσο του νου μου.

Την πίστη μου που πετάει ελεύθερα και δε δεσμεύεται από το ψέμα.

Την αθωότητα που μου επιτρέπει να είμαι παιδί.

Τον έρωτα που με εμπνέει και με ολοκληρώνει.

Τη φιλία που οι αδελφές ψυχές μου ξέρουν πως είναι ανεκτίμητη.

Την ειλικρίνεια και τη φανέρωση, ακόμα κι όταν έμενα μόνη.

Το χρόνο που με έμαθε πως υπάρχω πέρα από αυτόν.

Και όλ’ αυτά, που συνεχίζουν να υπάρχουν, να καλλιεργούνται και να καθοδηγούν την πορεία μου... Μού χαρίζουν τα δώρα της επιμονής, της υπομονής, του θάρρους, που δεν μετριούνται με γήινους αριθμούς.

Σαν παιδί, μαθαίνω, ανοίγοντας νέους ορίζοντες.

Σαν έφηβος παθιάζομαι, ερωτεύομαι, πεισμώνω.

Σαν ενήλικας συνεχίζω να ζω, μια ζωή με νόημα, πάθος, δημιουργία, και απερίγραπτες στιγμές αλήθειας, μαγείας, έκστασης, ευτυχίας.

Οι ρόλοι δεν με ορίζουν μα λατρεύω να παίζω όσους επέλεξα συνειδητά, προσφέροντας με μεράκι, σοβαρότητα και αθωότητα ό,τι πιο αληθινό εντοπίζω μέσα μου. 

Και αύριο, είναι μια καινούργια μέρα…σε αρμονία και με πίστη στη ροή της ζωής, όπου/όπως κι αν βρίσκομαι!

Διασχίζοντας το Όνειρο

Η ελευθερία έρχεται με κόστος. Κανένας δεν θέλει να πληρώσει το τίμημα με συνειδητή βούληση και ευθύνη, κι έτσι το πληρώνουν ανάποδα: για να παραμένουν σκλαβωμένοι.

Η απαλλαγή από το τίμημα δεν είναι επιλογή, κανείς δεν εξαιρείται. Ούτε να κρυφτούμε μπορούμε από τη Δικαιοσύνη που διέπει τους κόσμους και εμείς ακόμα ανακαλύπτουμε, κατανοώντας τις παρανοήσεις μας (που είναι πάρα πολλές).

Μπορεί να κολυμπάμε στις ψευδαισθήσεις προσωρινά, μπορεί να βαυκαλιζόμαστε είτε για την κουτοπονηριά μας είτε για την υποτιθέμενη αρετή στον συμβιβασμό των κοινωνικών προσταγών μας, όμως ο χρόνος κάνει κύκλους και δεν αντιλαμβανόμαστε πως περνάμε από τα ίδια σημεία.

Γιατί όλα είναι αλληλένδετα, κι ας χάσαμε την ικανότητα να συνδέουμε. Ας εμπιστευτήκαμε να διχάζουμε, να απομονώνουμε, να κομματιάζουμε τον εαυτό μας. Οι δικές μας αντιλήψεις του κόσμου, αποτελούν ζωντανά ονειρέματα, πολύ πειστικά για την ακεραιότητα και την αλήθεια τους. Ταυτισμένοι και εξαρτημένοι, αδυνατούμε να αντιληφθούμε οτιδήποτε πέρα από ό,τι έχουμε ήδη καταχωρήσει, πιστέψει, υιοθετήσει...είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα, δεν έχει σημασία.

Η ζωή μας όλη, πόνοι και χαρές είναι αφορμές για να βοηθήσουν στις διασυνδέσεις: να καταλάβουμε, ν' αποδεσμεύσουμε, να ενώσουμε, να κάνουμε πιο ανάλαφρο το πέρασμά μας, αναλαμβάνοντας την ευθύνη της ουσίας μας: της σημαντικότητας ΚΑΙ ασημαντότητάς μας.

Τίποτα απ' όλα αυτά όμως δεν βγάζει νόημα, ενόσω εξακολουθούμε να πορευόμαστε με τον υφιστάμενο προγραμματισμό μας, όποιος κι αν είμαστε, ό,τι άλλο κι αν έχουμε καταφέρει. Τα βάρη που μας κρατάνε εξαρτημένους από τον υλικό κόσμο είναι πολλά, τα περισσότερα από αυτά αόρατα κι ας θεριεύουν οι προσπάθειες "αποκάλυψής" τους.

Γιατί δεν αποκαλύπτονται απ' έξω, από άλλους, ούτε από οποιαδήποτε ποσότητα πληροφοριών κι αν συλλέξουμε. Θα εξακολουθήσει να είναι αόρατο το κελί της φυλακής μας, γιατί απλούστατα ΕΜΕΙΣ το κρατάμε κρυφό από τη συνείδησή μας, συνεχίζοντας την πλάνη μας.

Η σοφία είναι αυτή που βλέπει καθαρά, όλα τα δυαδικά και αντίθετα, χωρίς φόβο, χωρίς απειλή, χωρίς την ανάγκη να κοιτάξει αλλού, να πείσει, να πολεμήσει με συνηθισμένους τρόπους που ουσιαστικά ενισχύουν ό,τι οι ίδιοι διαχωρίζουμε.

Η σοφία είναι πέρα από κάθε περιγραφή, πέρα από κάθε ομολογία, πέρα από κάθε αποσπασματική λεκτικοποίηση, κάποιου τμήματος της αλήθειας που είναι αδύνατον να χωρέσει στην περιοριστική αντίληψή μας. Κατανοεί και συμπονεί, μα συμμετέχει επιλεκτικά και μόνο εφόσον υπάρχει Λόγος καθαρός.

Η ενασχόληση με τον καθένα, το κάθε Άτομο/Άνθρωπο που επιλέγει να συνειδητοποιήσει βιωματικά την πλάνη, που αναλαμβάνει το κόστος της ελευθερίας του, αξίζει και είναι έργο...δεν μπορεί να ορίζεται από επιφανειακές ανάγκες απαλλαγής από τον πόνο, θεραπείας κάποιας αρρώστιας κλπ, αν και αυτά αποτελούν τις αφορμές που έχουμε ακόμα ανάγκη για να εστιάσουμε την προσοχή μας.  Όμως οι συνδέσεις είναι βαθύτερες και τις επιλέγουμε σε επίπεδο Εαυτού.

Και η κοινωνία, η "κατάντια του κόσμου", η αδικία που μαστίζει όλους τους τομείς της ζωής μας είναι έργο δικό μας, θετικό ή αν θέλεις, επιλεγμένο, για να αναλάβουμε κάποια στιγμή την ευθύνη μας...τη ΔΙΚΗ ΜΑΣ ευθύνη, ατομικά, συνειδητά, με θάρρος και πειθαρχία στο ξύπνημά μας, αλλάζοντας μια μια τις επιλογές μας!

Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΓΝΩΣΗΣ

Επίγνωση (στην Πραγματική Βιωματική Προσέγγισή της – άσχετα πως το αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος) Είναι Αυτοαναβλύζουσα Αντίληψη της Ύπαρξης, που στην Βάση της, στην Πλήρη Λειτουργία της και στην Αληθινή Κατάστασή της, Είναι Αντίληψη Παρουσίας Χωρίς Ιδιότητες, Χωρίς Όρια, Χωρίς Περιεχόμενο – Μια Αδιαφοροποίητη Αντίληψη Συνέχειας, Αιωνιότητας, Πληρότητας κι Ολοκλήρωσης.
 
Όταν η Επίγνωση Συσχετίζεται με Περιεχόμενο τότε αποκτά ένα Απεριόριστο Βάθος, σαν Χώρος Αντίληψης, Βάθρο Αντίληψης πάνω στο Οποίο μπορεί να θεωρηθεί, (να θεμελιωθεί, να παρατηρηθεί και να αναλυθεί) το ιδιαίτερο. Η Επίγνωση του Χώρου Ύπαρξης, της Ενότητας του Αδιαφοροποίητου, όχι μόνο Προηγείται αλλά και Προϋποτίθεται σε κάθε επίγνωση του ιδιαίτερου. Η επίγνωση του ιδιαίτερου δεν είναι παρά μια πολύ μερική επίγνωση-αντίληψη, μια εξαρτημένη κατάσταση αντίληψης και ποτέ (ποτέ) η πλήρης ολοκληρωμένη επίγνωση. Η Επίγνωση Είναι το Λευκό Φόντο που είτε Υπάρχει Από Μόνο του, στην Καθαρή Κατάστασή του, είτε χρησιμοποιείται σαν Φόντο, Βάση πάνω στην Οποία σχηματίζεται οποιοδήποτε σχήμα, που αποτελεί είτε ένα ολοκληρωμένο «νόημα», είτε στοιχείο κάποιου νοήματος (ύπαρξης, δραστηριότητας, κατάστασης, κλπ.)… Αυτό το Λευκό Φόντο είναι Πλήρες Δυνάμεως Δυνατότητας και Ζωής κι όχι «κενός» «ανύπαρκτος» «χώρος»… Επιτέλους, είναι θέμα απλής κοινής λογικής: για να γράψεις κάτι χρειάζεσαι χαρτί, ή κάποιο άλλο υλικό σαν βάση.
 
Συνήθως οι άνθρωποι (από τους φιλοσόφους, επιστήμονες, μέχρι τους απλούς ανθρώπους) αντιλαμβάνονται την «Επίγνωση» και την ορίζουν σαν «επίγνωση του κάτι» (επειδή ακριβώς δεν έχουν «εμπειρία» κάποιας άλλης κατάστασης επίγνωσης). Παραβλέπουν, τόσο την  Ουσιαστική Παρουσία (τους) που Συνιστά την Επίγνωση, όσο και το Πλαίσιο Χώρο Αντίληψης και προσδιορίζουν και ορίζουν σαν επίγνωση μόνο την άμεση παρούσα συμβαίνουσα αντίληψη του συγκεκριμένου (δηλαδή δεν έχουν αντίληψη του πλήρους φαινομένου αλλά μόνον του «περιεχομένου»). Αυτή είναι μια πολύ επιφανειακή προσέγγιση ενός Φαινομένου, που έχει τις Αιτίες του, τις Ρίζες του, την Ουσιαστική Λειτουργία του, πολύ βαθιά (μεταφυσικά), πολύ μακριά (μέσα στην ποικιλία των καταστάσεων επίγνωσης που είναι δυνατές), και πολύ ψηλότερα από το απλό «κοίταγμα» του αφελούς ανθρώπου, και ασφαλώς (γελάμε με αυτό ακόμα κι αν διατυπώνεται από δήθεν επιστήμονες και) δεν μπορούμε να πάρουμε μια τέτοια αντίληψη στα σοβαρά… Κάποιοι θεωρούν ακόμα την επίγνωση σαν επιφαινόμενο της υλικής εγκεφαλικής λειτουργίας και δεν μπορούν να αποδεχτούν ότι μπορεί να υπάρξει «Επίγνωση» χωρίς ύλη, χωρίς εγκέφαλο, χωρίς έμβια ζωή. Παραβλέπουν προκλητικά το γεγονός ότι προϋποτίθεται η «Επίγνωση» για να μπορέσουν να συλλάβουν όλες αυτές τις ωραίες ηλίθιες θεωρίες - αφού πάντα ο παρατηρητής προϋποτίθεται σε κάθε δραστηριότητα, ενέργημα, γνώσης – και μετά κάνουν το επιστημονικό ηλίθιο λάθος να περιορίζουν και να προσδιορίζουν σαν Ζωή (που στην πραγματική της Ουσία είναι Κίνηση, Ενέργεια, Δραστηριότητα) το υλικό φαινόμενο της ζωής (και μάλιστα της γήινης, ενώ είναι μαθηματικά βέβαιο ότι υπάρχουν εκατομμύρια πλανήτες στους Γαλαξίες με έμβια ζωή, πολλές φορές δομημένη σε διαφορετική υλική βάση)… Και τέλος το ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν εμπειρία μιας Ανώτερης Κατάστασης Επίγνωσης, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει κιόλας μια τέτοια κατάσταση: Τότε κι ο τυφλός έχει κάθε δικαίωμα να αποδείξει ότι δεν υπάρχει φως, αντίδραση της αντίληψης των αισθήσεων, όραση. Πολύ επιστημονικό ακούγεται αυτό!
 
Στην πραγματικότητα η Επίγνωση Προηγείται της Ύπαρξης (αφού η ύπαρξη δεν εμφανίζεται παρά σαν αντιληπτική σύλληψη, ιδιότητες, φαινόμενα) ό,τι κι αν λέει η «τετράγωνη» λογική των ανθρώπων. Και μάλιστα, είναι η Επίγνωση που δημιουργεί όλα τα φαινόμενα της ύπαρξης, τη ζωή, ακόμα και τα υλικά φαινόμενα. Όλα είναι «συμβάντα επίγνωσης», «νοητικά» φαινόμενα, που μέσα στην (μετρήσιμη) «νοητική» λειτουργία εμφανίζονται σαν φαινόμενα μιας χονδροειδούς «υλικής» ουσίας… Έτσι μας δίδαξαν όλοι οι Μεγάλοι Διδάσκαλοι, ο Ορφέας, ο Λάο Τσε, ο Βούδας… κι έτσι διαπιστώσαμε, βιωματικά, ότι συμβαίνει… Κι αν κάποιοι θεωρούν το «μυστικό βίωμα» σαν υποκειμενική παραφροσύνη και φαντασία με το ίδιο δικαίωμα τους θεωρούμε με τη σειρά μας που δεν «βλέπουν» αυτό που είναι μπροστά στα μάτια τους. Η Ευγένεια είναι αμοιβαία!
 
Η Επίγνωση Εκδηλώνεται σε διάφορες μορφές (Βαθμίδες Επίγνωσης, που δημιουργούν τα Πεδία Δραστηριότητας), σαν «Είναι», σαν «Νοείν», σαν «Ενέργεια», σαν «Φαινόμενο» που «μελέτησαν» οι Έλληνες Σοφοί (Ορφέας, Πυθαγόρας, Παρμενίδης, Ηράκλειτος, Πλάτωνας, Πλωτίνος), που «διευκρίνισε» ο Λάο Τσε στην «Οδό» του κι εξάντλησε η βουδιστική μεταφυσική (Σιντάρτα, Ναγκαρζούνα, Ασάνγκα και Βασουμπάντχου, Μποντιντάρμα… Όταν η Επίγνωση συνδέεται με ένα υλικό φορέα δημιουργούνται, εκδηλώνονται και λειτουργούν όλες εκείνες οι δραστηριότητες που εμφανίζονται σαν «ψυχολογική λειτουργία» (που ο Πλάτωνας όριζε σαν «υλική ψυχή» και την θεωρούσε σαν ένα πρόσκαιρο φαινόμενο που όφειλε ακριβώς την ύπαρξή του στην «σύνδεση της Επίγνωσης-Ψυχής με το σώμα), σαν ψυχοσωματική δραστηριότητα… Η Επίγνωση μπορεί να λειτουργεί σε αυτή την περίπτωση μέσω των ψυχοσωματικών λειτουργιών και μέσω των αισθήσεων και να δραστηριοποιείται στον κόσμο… αλλά μπορεί να Υπάρχει (όταν Απελευθερώνεται) και χωρίς το σώμα… Αυτός είναι ο Δρόμος των Σοφών. Τον Ακολούθησαν πολλοί. Ο Καθένας μπορεί να το διαπιστώσει μόνος του, με δική του προσωπική εμπειρία…
 
Πως Μπορεί λοιπόν Κάποιος (Ξεκινώντας από την Παρούσα Επίγνωση) να Προχωρήσει στο Απέραντο Βάθος της Επίγνωσης, πέρα από την επίγνωση του συγκεκριμένου, στην Ουσία της Επίγνωσης, στην Ίδια την Πηγή της Επίγνωσης, που Είναι η Αληθινή Ύπαρξη, η Αληθινή Ζωή, η Χωρίς Όρια Κατάσταση, η Ίδια η Θεότητα (Gottheit του Μάιστερ Έκχαρτ);
 
Αυτή η Κατάσταση Επίγνωσης που δεν είναι κατάσταση αλλά Υπέρβαση όλων των καταστάσεων επίγνωσης, στον Χωρίς Όρια Χώρο Αντίληψης, είναι το Άδυτο του ΙΕΡΟΥ, το ΙΕΡΟ, όπου λιώνουν τα Πάντα σε Μια Απέραντη Ήρεμη Θάλασσα Παρουσίας Χωρίς Ιδιότητες.

Μόρα: Η Δαιμονική Σκιά που στοιχειώνει τους Ονειρευτές

Πόσοι από εσάς έχετε νιώσει την δαιμονική σκιά που έρχεται από άγνωστη κατεύθυνση την ώρα που κοιμάστε; Αυτή η μυθική σκιερή οντότητα, σύμφωνα με τον μύθο και τις παραδόσεις στέκεται στο στήθος του ατόμου που επιτίθεται, και του ρουφάει την ενέργεια προσπαθώντας να του “κλέψει την ψυχή!

Σε μία τέτοια “αστρική επίθεση” όπως ονομάζεται, το άτομο παραλύει εντελώς και είναι αβοήθητος στις ορέξεις της δαιμονικής σκιάς. Όμως τι είναι αυτό το δαιμονικό πλάσμα που αποκαλούμε Μόρα; Υπάρχει στ’ αλήθεια; Και αν ναι, γιατί επιτίθεται και ποιές είναι οι σκοτεινές προθέσεις της;

Η Δαιμονική Μόρα στην Παράδοση

Για το Μυστήριο της Μόρας που ονομάζεται και στη Λαογραφία ως Βραχνάς, έχουν μιλήσει πολλοί ερευνητές του Παραφυσικού στο Εξωτερικό αλλά και την Ελλάδα, όπως ο Γ. Ιωαννίδης και ο Γιώργος Μπαλάνος που την Ονόμασε Έρπουσα Σκιά. Η Μόρα εμφανίζεται κυρίως στην Λαογραφία και την παράδοση που διαθέτουν οι περισσότερες περιοχές της Ελλάδας. Η προέλευση της Λέξης Μόρα είναι Σλάβικη και η μετάφρασή της σημαίνει Ερωμένη, και είναι χαρακτηριστικό το γεγονός πως η σκοτεινή σκιά που επιτίθεται τις νύχτες σε όσους κοιμούνται, συνδέθηκε στο παρελθόν με τα πλάσματα ίνκουμπι και σούκουμπι, που είναι αστρικά βαμπίρ που μέσα από αστρικές σεξουαλικές πράξεις ρουφούν την ενέργεια των ονειρευτών.

Οι ρίζες του ονόματος της Μόρας όμως συνδέονται και με το μυθολογικό αρχαίο τέρας Μορμώ ή Λάμια, με το οποίο τρόμαζαν τα παιδιά οι αρχαίοι αφού σύμφωνα με τον μύθο παραμόνευε στο σκοτάδι για να τα αρπάξει. Φυσικά το αρχετυπικό μοτίβο αυτού του σκιερού πλάσματος που καραδοκέι στα σκοτάδια εμφανίζεται σε όλες τις παραδόσεις του κόσμου με διαφορετικά ονόματα, ενώ σχετίζεται με το βρετανικό Nightmare,που μιλά για την Βαλκανική Μόρα. Μία άλλη εκδοχή συνδέει την Μόρα με την Λίλιθ, η οποία ήταν η πρώτη γυναίκα του Αδάμ που εξορίστηκε από τον Παράδεισο και έγινε ο υπέρτατος Δαίμονας του Σκότους, ενώ μία άλλη προσέγγιση στο φαινόμενο της Μόρας, αναφέρει πως το σκιερό πλάσμα είναι Ψυχικός Βρυκόλακας ή μία σκεπτομορφή που δημιουργείται από την ισχυρή σκέψη κάποιου άλλου που την στέλνει στον ύπνο μας για να μας τρομοκρατήσει! Το χαρακτηριστικό κοινό σημείο στις εμφανίσεις της Μόρας, είναι πως όλοι όσοι το έχουν βιώσει μιλούν για μία τρομερή και ανυπόφορη εμπειρία.

Οι εμφανίσεις της Σκιερής Μόρας

Πως εμφανίζεται η Μόρα σε όσους επιτίθεται κατά την διάρκεια της νύχτας; Ποιά είναι τα χαρακτηριστικά της τρομερής αστρικής επίθεσής της;

Η Μόρα εμφανίζεται σαν μία σκιά στην άκρη του κρεβατιού την ώρα που κοιμάσαι, ή κάθεται στο στέρνο του ανθρώπου που στέκει ανήμπορος να κάνει το οτιδήποτε . Σε αρκετές περιπτώσεις υπάρχουν άνθρωποι που έχουν αναφέρει πως την έχουν δει να εισχωρεί μέσα από τοίχους ενώ αναφέρουν πως η αίσθησή της είναι τριχωτή, ενώ πολλοί παρατηρούν έντονα κόκκινα μάτια που κοιτούν μέσα από την σκιερή σιλουέτα του πλάσματος. Πολλοί έχουν αναφέρει μάλιστα πως η Μόρα τους έχει μιλήσει χωρίς όμως να τους εμφανιστεί, και σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο οι αναφορές μιλούν για μία απειλητική και δυσάρεστη φωνή. Κατά την διάρκεια της επίθεσης η σκιερή φιγούρα στέκεται στο στέρνο του ατόμου, το οποίο αδυνατεί να αναπνεύσει ή να μιλήσει, ενώ αυτόματα διακατέχεται από το αίσθημα του τρόμου.

Σε αυτή τη φάση το άτομο έχει αίσθηση του περιβάλλοντος και συνείδηση του τι συμβαίνει γύρω του όμως δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε τίποτα. Η Επίθεση της Μόρας διαρκεί σύμφωνα με τις καταγραφές και τις αναφορές από μερικά λεπτά έως και πάνω από μισή ώρα σε ακραίες περιπτώσεις. Οι τρομερές περιγραφές της σκιερής φιγούρας μιλούν για μία αίσθηση πως κάποιος εισχωρεί στο δωμάτιο, ενώ οι σκιές στους τοίχους μετακινούνται και ζωντανεύουν παίρνοντας την μορφή της Γριάς Μόρας.

Η Επιστημονική εξήγηση για την Μόρα

Όπως είναι λογικό η επιστήμη μπορεί να δώσει μία εξήγηση στο αλλόκοτο φαινόμενο των σκιανθρώπων και της Μόρας, ονομάζεται Υπνική Παράλυση. Οι ειδικοί στα θέματα ύπνου υποστηρίζουν ότι η υπνική παράλυση είναι απλά ένα σημάδι ότι το σώμα δεν περνάει ομαλά μέσα από τα επιμέρους στάδια του ύπνου. Η Υπνική παράλυση περιέχει όλα τα παράξενα και τρομακτικά χαρακτηριστικά της Μόρας και Αυτό συμβαίνει όταν ο εγκέφαλος και όλο το σώμα δεν “συγχρονίζονται” στον τρόπο που μεταβαίνουν από την μία φάση ύπνου στην επόμενη. Κατά τη διάρκεια αυτών των μεταβάσεων, ενδέχεται να μην μπορεί να κινηθεί, ή να μιλήσει από μερικά δευτερόλεπτα μέχρι και μερικά λεπτά. Μερικοί άνθρωποι μπορεί επίσης να αισθάνονται πίεση στο σώμα τους, ή μια αίσθηση πνιγμού. Η υπνική παράλυση μπορεί να συνοδεύει άλλες διαταραχές του ύπνου, όπως η ναρκοληψία, η οποία είναι μια ακατανίκητη ανάγκη για ύπνο, που προκαλείται από ένα πρόβλημα με την ικανότητα του εγκεφάλου να ρυθμίζει τον ύπνο.

Η Υπνική παράλυση συμβαίνει συνήθως είτε την στιγμή που μας παίρνει ο ύπνος, ένα στάδιο που ονομάζεται υπναγωγικό, και αυτή η παράλυση λέγεται προϋπνική παράλυση ύπνου, είτε όταν ξυπνάμε από τον ύπνο, ένα στάδιο που ονομάζεται υπνοπομπικό, και η παράλυση αυτή λέγεται μεταϋπνική υπνική παράλυση. Οι μελέτες μάλιστα αναφέρουν πως περίπου το 40% των ανθρώπων μπορεί να βιώσει τουλάχιστον ένα περιστατικό στην διάρκεια της ζωής του αφού Είναι μια σχετικά κοινή κατάσταση που παρατηρείται συνήθως στα εφηβικά χρόνια.

Τι συμβαίνει τελικά;

Αν και τα τρομερά φαινόμενα όπως αυτό της Μόρας μπορούν να εξηγηθούν επιστημονικά, πάντα θα κρύβουν το μυστήριο μέσα τους, αφού από τα βάθη της αρχαιότητας τέτοιες σκιερές φιγούρες εμφανίζονται για να επιφέρουν τον τρόμο σε όσους αγγίζουν.

Και όσο και αν προσπαθούμε να εκλογικεύσουμε αυτές τις εμφανίσεις, οντότητες σαν τα ψυχικά βαμπίρ, τη Μόρα και τους Σκιανθρώπους θα ζωντανεύουν μέσα από το συλλογικό ασυνείδητο, που κοιτάει τρομαγμένο το σκοτάδι με την περιφερειακή του όραση, γιατί τα πιο παράξενα πράγματα, εμφανίζονται πάντα στην άκρη του ματιού, εκεί αποκαλύπτονται κόσμοι και πλάσματα που κρύβονται στο πιο βαθύ σκοτάδι.
 

Ζακλίν ντε Ρομιγί: Αν η Ελλάδα μάς ζητούσε πίσω όλες τις λέξεις της που έχουμε δανειστεί, ο Δυτικός πολιτισμός θα κατέρρεε

Η Ζακλίν Ντε Ρομιγί, η μεγάλη Γαλλίδα ελληνίστρια, έφυγε από τη ζωή το 2010 πλήρης ημερών, αφήνοντας πίσω της ένα πλουσιότατο και σημαντικότατο έργο, και για μας τους Έλληνες ιδιαιτέρως τιμητικό.

Ήταν η πρώτη γυναίκα στην έδρα της Επιγραφικής και της Φιλολογίας και η δεύτερη γυναίκα μετά τη Γιουρσενάρ, μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας, θαυμάστρια της ελληνικής σκέψης.

Λάτρης της ελληνικής ιστορίας, η μεγάλη κυρία των κλασικών γραμμάτων και παθιασμένη διανοούμενη υπήρξε η πρώτη νεαρή γυναίκα που κέρδισε τον ετήσιο διαγωνισμό Concours Général της Γαλλίας, η πρώτη γυναίκα καθηγήτρια του Collège de France, και η δεύτερη γυναίκα ακαδημαϊκός της Γαλλικής Ακαδημίας, μετά την Marguerite Yourcenar. Στις 5 Νοεμβρίου 2008, τιμήθηκε από τον πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων, Κ. Δημήτρη Σιούφα, με το βραβείο του Ιδρύματος της Βουλής σε τελετή που έγινε στο Παρίσι. Το 1995, απέκτησε την ελληνική υπηκοότητα ενώ, το 2000, ανακηρύχθηκε πρέσβειρα του ελληνισμού.

Οι εργασίες της, που καλύπτουν όλο το φάσμα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας: Όμηρο, Τραγικούς, σοφιστές, Θουκυδίδη, τον οποίο κατεξοχήν μετέφρασε, αποδεικνύουν τη σημασία που απέδιδε στα ελληνικά γράμματα. Γι’ αυτό άλλωστε το 1992 ίδρυσε την Ένωση για την Υπεράσπιση των Κλασικών Σπουδών.

«Ὅποιος σκέπτεται σήμερα, σκέπτεται ἑλληνικά, ἔστω κι ἄν δέν τό ὑποπτεύεται» – Jacqueline de Romilly

Σ’ αυτήν επίσης ανήκει η φράση: «Αν η Ελλάδα μάς ζητούσε πίσω όλες τις λέξεις της που έχουμε δανειστεί, ο Δυτικός πολιτισμός θα κατέρρεε».

Στο βιβλίο της “Γιατί η Ελλάδα;”, παρά το γεγονός ότι αυτά που γράφει έχουν συμβεί πριν από είκοσι πέντε αιώνες, είναι εξαιρετικά επίκαιρα και η ανάγνωσή τους θα έπρεπε να είναι υποχρεωτική για τους Ευρωπαίους αλλά και για τους Έλληνες.

Το βιβλίο εξηγεί πώς η νεαρή Ζακλίν διάβασε στα σχολικά της χρόνια Θουκυδίδη και πώς η εντύπωση που της προκάλεσε ο ένας από τους δύο πατέρες της Ιστορίας (μαζί με τον Ηρόδοτο) κατεύθυνε την κλίση της στη μελέτη της κλασικής Ελλάδας, στην οποία θα αφιέρωνε τη ζωή της. Το δοκίμιο κάνει έναν απολογισμό, με τρόπο σαφή, ψυχαγωγικό και βαθύ –σπάνιος συνδυασμός για ειδικό– εκείνου του θαυμαστού 5ου αιώνα προ Κοινής Εποχής στον οποίο ιστορία, φιλοσοφία, τραγωδία, πολιτική, ρητορική, ιατρική, γλυπτική έφτασαν στο απόγειό τους στην Ελλάδα, και έθεσαν τα θεμέλια γι’ αυτό που τελικά θα ονομαζόταν δυτικός πολιτισμός.

Ακολουθεί ένα απόσπασμα:

Κατ’ αρχήν κινδυνεύουμε να ξεχάσουμε ότι ο άνθρωπος που εξύμνησαν οι Έλληνες ήταν ένας ολοκληρωμένος άνθρωπος. Αγαπούσε τη ζωή και τις γιορτές, τα συμπόσια, τον έρωτα, τη δόξα. Μερικοί συγγραφείς μίλησαν γι’ αυτό περισσότερο από άλλους: ό­πως ο Ησίοδος, οι λυρικοί, ο Αριστοφάνης. Από τον Όμηρο όμως ως τα χορικά των τραγωδιών, αυτή η πλευρά δεν λείπει ποτέ. Πρέπει να το θυμίσουμε έντονα -διότι κατ’ αρχήν αυτό είναι η εκπληκτική γοητεία της ελληνικής λογοτεχνίας, υστέρα διότι μια τέ­τοια αγάπη για τη ζωή ανυψώνει περισσότερο το τίμημα του πάθους για να την εννοήσουμε, να την κατακτήσουμε και να υψωθούμε από τα συγκεκριμένα αυτά θέλγητρα προς μία σκέψη αρμονική προς αυτά. Η μίξη αυτών των δύο καθιστά την Ελλάδα μοναδική.

Επιπλέον, ακόμα και αν αποκαταστήσουμε αυτή τη διάσταση – που ηθελημένα αφήσαμε κατά μέρος σε μία μελέτη αφιερωμένη σε ένα μόνο θέμα – διακινδυνεύουμε πάλι να ξεχάσουμε ότι η ανάλυση που περιέχεται στα κείμενα αντιπροσωπεύει μία μόνο όψη της ελληνικής κουλτούρας και του ελληνικού πολιτισμού.

Βεβαίως, η άποψη αυτή είναι η πιο αυθεντική. Διότι κανένας άλλος πολιτισμός δεν είχε τόσο πάθος για την τέχνη του λόγου, της απόδειξης και της ανάλυσης: και αυτό, χωρίς αμφιβολία, πα­ραμένει το πιο αξιοσημείωτο γεγονός του ελληνισμού. Η επιδίωξη όμως της καθολικότητας που μαρτυρούν τα κείμενα, αν είναι τόσο χαρακτηριστική, θα πρέπει να ξαναβρεθεί επίσης στην τέχνη, στη θρησκεία, στη ζωή και στα ήθη.

Θα χρειάζονταν ακόμη πολλά βιβλία για να αποδειχθεί ότι έ­τσι είναι, αν χρησιμοποιήσουμε αναλύσεις πιο αόριστες από αυ­τές που προσφέρουν τα κείμενα: μόνο τα κείμενα μας δείχνουν αυτό που έχουν να πουν χωρίς διφορούμενα. Και όμως μπορούμε να θυμίσουμε ότι, ως προς την τέχνη και τη θρησκεία, έχουν δοθεί σύντομες ενδείξεις όταν το απαιτούσε η ανάπτυξη του θέ­ματος. Και επιβεβαιώνουν το αποτέλεσμα της έρευνας που έγινε εδώ.

Η ελληνική τέχνη είναι κατ’ αρχήν ιδιαίτερα ανθρώπινη. Αρκεί να σκεφτούμε την Αίγυπτο ή την Ινδία για να μετρήσουμε τη δια­φορά. Ακόμα και όταν παριστάνει γίγαντες και τέρατα, πλησιάζει όλο και περισσότερο την ανθρώπινη μορφή. Στις μάχες μεταξύ θεών και γιγάντων μόλις διακρίνουμε τους μεν από τους δε: όλοι μοιάζουν με ανθρώπους (όπως στο διάζωμα του θησαυρού των Σιφνίων στους Δελφούς). Και όταν ένας θεός και ένας άνθρωπος βρίσκονται ο ένας απέναντι στον άλλον, μόλις διακρίνουμε αν ο θεός είναι μεγαλύτερος από τον άνθρωπο: όπως στο διάζωμα του θησαυρού των Αθηναίων, πάντα στους Δελφούς. Η σκέψη μας πηγαίνει στις σχέσεις που έχουν οι ήρωες και οι θεοί στον Όμηρο…

Εξάλλου, η απεικόνιση ανθρώπινων μορφών, ιδιαίτερα κατά την αρχαϊκή εποχή, περιβάλλεται -όπως είδαμε- από μια γενίκευση και από μια συγκράτηση που αποκλείουν τα ατομικά χαρακτηριστικά και τα τονισμένα συναισθήματα. Αν αυτό συμβαίνει από έλλειψη πείρας ή από συνειδητή επιθυμία, δεν έχει σημασία: τα αγάλματα που μας υποδέχονται στα μουσεία έχουν την αγέ­ρωχη περίσκεψη του εξωπραγματικού και μας συγκινούν πολύ περισσότερο.

Τέλος, ο ελληνικός ναός είναι από μόνος του ένα μνημείο με α­πέριττες γραμμές, στο οποίο η γλυπτική κατέχει μια πολύ οριοθετημένη θέση. Βρίσκεται στα μέτρα του ανθρώπου. Δεν έχει ούτε την έπαρση των πυραμίδων ούτε την πληθώρα των γλυπτών του Ανγκόρ. Είναι ίσως η ιδέα, παραπλανητική από πρώτη άποψη, που εκφράζει ο Περικλής στο Θουκυδίδη όταν δηλώνει: «Φιλοκαλούμεν γαρ μετ’ ευτελείας».

Έτσι, η ίδια επιδίωξη προς το γενικό, το ανθρώπινο, το καθολικό εκφράζεται και στην τέχνη όπως και στη λογοτεχνία.

Όσο για τη θρησκεία, δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε άλλη πιο κοντά στον άνθρωπο. Ο ανθρωπομορφισμός είναι ο κανόνας. Και εάν στις απαρχές υπήρξαν ζώα που ταυτίστηκαν με τους θεούς, από το έπος του Ομήρου έγιναν απλά ευνοούμενα αυτών των θεών. Επιπλέον, οι θεοί είναι ποικίλοι και, εξαιτίας των συνεχών συγκρούσεων μεταξύ τους, ο άνθρωπος καταφεύγει στον ένα ή στον άλλον. Σίγουρα, οι θεοί μπορούν να χτυπούν, και ιδίως ο Δίας, ο βασιλιάς τους. Αλλά οι άνθρωποι, παρ’ ότι το ξέ­ρουν, δεν ζουν μέσα στον τρόμο ούτε στην υποταγή. Οι ποιητές κοροϊδεύουν τους θεούς όταν βρουν την ευκαιρία: εν τούτοις δεν καταποντίζονται στις καταστροφές. Οι άνθρωποι φοβούνται λι­γότερο τους θεούς όσο πιο ελεύθερα επικοινωνούν μαζί τους, ε­φόσον δεν έχουν ούτε δόγμα ούτε κλήρο. Και επιπλέον υπάρχουν οι ενδιάμεσοι και οι δυνατότητες επικοινωνίας -με τους ήρωες, που είναι σχεδόν ημίθεοι, και με τους χρησμούς από τους οποίους μπορούν να ζητήσουν συμβουλή. Αν προσθέσουμε ότι οι θεοί είναι πρόγονοι πολλών οικογενειών και οι προστάτες της μιας ή της άλ­λης πόλης, εκτιμούμε πόσο μειώνεται η απόσταση ανάμεσα στο θείο και στο ανθρώπινο. Το είδαμε όταν μιλήσαμε για τον Όμη­ρο. Αργότερα, οι δοξασίες επέτρεψαν πολύ πιο προσωπικές σχέ­σεις με τη θεότητα. Αυτό παρέμεινε αληθινό ως το τέλος του ελ­ληνισμού και διευκόλυνε, μερικές φορές, τις μεταλλαγές με το χρι­στιανισμό.

Επίσης, αυτοί οι πολλαπλοί θεοί, με τις αρκετά ελαστικές δι­καιοδοσίες, μπερδεύτηκαν στην Ελλάδα με πολλές προσφιλείς δραστηριότητες. Έτσι έγιναν και αυτοί ένα είδος συμβόλων με κα­θολική αξία. Για έναν Έλληνα της κλασικής εποχής, η Αφροδίτη εί­ναι η εικόνα του έρωτα, η Άρτεμις εικόνα της αγνότητας, ο Άρης του πολέμου. Έτσι ξαναβρίσκουμε, όπως αλλού, τη γλώσσα των συμβόλων, κατά την οποία κάθε οντότητα που ανήκει στο μύθο περιέχει μια σημασία πολύ γενική για τον άνθρωπο.

Αυτό ήταν, χωρίς αμφιβολία, ένας από τους λόγους που εξελί­χθηκαν τόσο άνετα οι ανταλλαγές και οι αφομοιώσεις με τις άλλες θρησκείες. Οπωσδήποτε η ελληνική θρησκεία δεν ήταν εθνική. Οι θεοί μπορούσαν να έχουν προνομιακούς δεσμούς με μία πόλη (ό­πως η Αθηνά με την Αθήνα): αυτό δεν τους εμπόδιζε να αναγνω­ρίζονται και να τιμώνται και αλλού -ενδεχομένως και στους βαρ­βάρους. Όταν είχαν άλλα ονόματα, οι Έλληνες έκριναν ότι υπήρ­χε κάποια παραλλαγή και η απόδειξη βρίσκεται στον Ηρόδοτο. Ήταν, γενικά, μία θρησκεία που αποδεχόταν και συγχρόνως γινό­ταν εύκολα αποδεκτή. Ξέρουμε πως ο απόστολος Παύλος βασί­στηκε, όταν βρέθηκε στην Αθήνα, στην ύπαρξη της λατρείας «τω Αγνώστω θεώ». Αλλά, χωρίς να φτάσει ως το Χριστιανισμό, ο Glen Bowersock επέμεινε πρόσφατα στο ρόλο που είχε η ελληνική θρησκεία στην ενοποίηση του όψιμου παγανισμού. Αυτή η κουλ­τούρα, γράφει, «πρόσφερε στη γλώσσα το μύθο και την εικόνα, το μέσον να εκφραστούν οι τοπικές παραδόσεις με τρόπο εύληπτο και πιο καθολικά κατανοητό». Όπως πάντοτε, η άνοδος προς το καθολικό, στο διανοητικό πεδίο, διευκολύνει, πράγματι, το άνοιγ­μα προς το καθολικό, στο επίπεδο των ανθρωπίνων σχέσεων.

Αλλά οι ίδιες αυτές λέξεις τραβούν την προσοχή σε ένα τρίτο κενό, σοβαρότερο, στην ανάπτυξη που παρουσιάζουμε σε τούτο το βιβλίο. Και όμως είχαμε απομακρυθεί για καλά από τις ανθρώ­πινες σχέσεις! Από τις πρώτες σελίδες, με τον Όμηρο, είχαμε επι­σημάνει μία απίθανη διάθεση στην αποδοχή των άλλων -μια έλ­λειψη εθνοκεντρισμού, μια κατανόηση, μια εξαιρετική φιλοφροσύνη όχι μόνο κατά την αρχαϊκή εποχή αλλά σε όλες τις εποχές. Εί­δαμε στη συνέχεια ν’ ανατέλλει με τον Ηρόδοτο μια σπάνια ανε­κτικότητα. Και στις δύο περιπτώσεις υπήρξε ερώτημα επειδή οι συγγραφείς μιλούσαν γι’ αυτό και μάλιστα με επιμονή. Αλλά, στο σύνολο, η έκταση της πνευματικής προσπάθειας που επιτελέ­σθηκε σε έναν αιώνα, έσβησε λίγο πολύ για μας τις ανθρώπινες α­ξίες. Και πώς να μιλήσουμε για έναν πολιτισμό χωρίς ν’ αναφέρουμε εκείνο που πρόσφερε σε αυτόν τον τομέα;

Καθένας γνωρίζει ότι η Ελλάδα πρόσφερε στον κόσμο την τέ­λεια και ιδανική έκφραση της δικαιοσύνης και της ελευθερίας. Και δεν είναι λίγο! Αυτές οι δύο μεγάλες ιδέες προσήλκυσαν και άλλες κατά τη ροή τους. Προκάλεσαν σίγουρα το σεβασμό στους νό­μους (που συναντήσαμε μιλώντας για τη δημοκρατία), καθώς και τη φιλοπατρία και την έννοια της γενναιότητας. Αλλά προκάλε­σαν επίσης την επιθυμία να υποστηρίξουν τους καταπιεζόμενους, να απελευθερώσουν τα θύματα, ακόμα και να ριψοκινδυνεύσουν για την υπεράσπισή τους: είναι ένας από τους τίτλους τιμής που η Αθήνα δεν έπαψε ποτέ να διεκδικεί. Οι δύο αυτές ιδέ­ες συνυφασμένες αποδείχθηκαν ζωογόνες και ευρύτατες. Ήταν ήδη άνοιγμα προς τους άλλους.

Το λαμπρό όμως αυτό ξεκίνημα δεν πρέπει να μας κάνει να ξε­χνάμε εκείνο που, πέρα από το νόμο και τους κανόνες του, προ­χωρούσε προς την ίδια κατεύθυνση πιο διακριτικά.

Ο νόμος, γιατί; Τον συναντήσαμε εδώ στο πολιτικό πλαίσιο της δημοκρατίας: είναι καιρός ν’ ανατρέξουμε λίγο πιο πίσω. Με τους Έλληνες πρέπει πάντα να γίνει αυτή η κίνηση. Τότε εκτιμάμε ότι ο νόμος εσήμαινε γι’ αυτούς, πριν απ’ όλα, το αντίθετο της βίας. Οι Έλληνες δεν έπαψαν να ορθώνονται εναντίον της βίας. Εμίσησαν τον πόλεμο, την αυθαιρεσία, την αταξία. Για τον πόλεμο αυτό είναι γνωστό. Ήδη στον Όμηρο, ο πόλε­μος είναι χώρος του ηρωισμού, αλλά επίσης της οδύνης και του θανάτου. Ο Άρης, ο θεός του πολέμου, προκαλεί φρίκη ακόμα και στο Δία: «Είναι για μένα ο πιο μισητός από όλους τους θεούς, που μένουν στον Όλυμπο, γιατί πάντα του αρέσουν τα μαλώματα και οι πόλεμοι και οι μάχες».

Η καταδίκη του πολέμου διαπερνά πράγματι όλα τα ελληνικά κείμενα. Υπάρχει στον Ηρόδοτο, στον οποίον εμπνέει τη διάσημη φράση: «Διότι κανένας δεν είναι τόσον ανόητος, ώστε να προτι­μά τον πόλεμον από την ειρήνην, αφού κατ’ αυτήν μεν τα παιδιά θάπτουν τον πατέρα, ενώ κατά τον πόλεμον οι πατέρες τα παι­διά». Υπάρχει στον Αισχύλο, στα μεγάλα χορικά της οδύνης και στην εικόνα τη σχετική με τον πόλεμο της Τροίας: «Κι ο Άρης σω­μάτων αργυραμοιβός και ζυγιαστής των κονταριών στη μάχη, στέλνει από την Τροία στους δικούς βαρεία και πικροθρήνητη α­πό την πυρά μονάχη αντίς τον άντρα – βολικά γεμίζοντας ένα λεβέτι με μια φούχτα στάχτη». Βρίσκεται ιδιαίτερα στον Ευριπί­δη με τους φοβερούς μονόλογους των Ικέτιδων όπου ο κήρυκας λέει ότι οι άνθρωποι μέσα στην τρέλα τους «κυνηγάμε πολέμους και σκλαβώνουμε όποιους βρούμε πιο αδύνατους, άντρας τον ά­ντρα, η πόλη την άλλη πόλη». Υπάρχει επίσης στον Αριστο­φάνη. Υπάρχει παντού.

Εξάλλου, το κείμενο του Ευριπίδη που αναφέραμε δείχνει κα­θαρά ότι, πίσω από την καταδίκη του πολέμου για τα δεινά που προκαλεί, οι Έλληνες διέκριναν καθαρά ότι αυτός καθ’ εαυτός ο πόλεμος ήταν απαράδεκτος. Προϋπόθεση του ήταν αποκλειστι­κά η δύναμη. Το σκάνδαλο όμως της κυριαρχίας της δύναμης το εί­χαν αντιληφθεί από τις απαρχές. Ήδη ο Ησίοδος το απεικόνισε στο θαυμάσιο απόλογο με το γεράκι και το αηδόνι που αναφέρ­θηκε στο κεφάλαιο το σχετικό με τον Πίνδαρο.

Η ίδια διαμαρτυρία εμπνέει τον Προμηθέα του Αισχύλου όπου η αυθαιρεσία του Δία εκπροσωπείται από το Κράτος και τη Βία. Ξαναβρίσκεται σε όλες τις αναλύσεις τις σχετικές με την τυραννία και ιδιαίτερα με την τυραννία μεταξύ πόλεων, που είναι ο ιμπε­ριαλισμός: το να κυβερνάς με τη βία σημαίνει να κυβερνάς με εξα­ναγκασμό, αντίθετα προς τη θέληση των ανθρώπων. Ξαναβρί­σκεται στις θεωρητικές και ανελέητες αναλύσεις του Θουκυδίδη (στο διάλογο των Μηλίων, στο 5ο βιβλίο) και στον Πλάτωνα (με τον Καλλικλή στο Γοργία).

Η Ελλάδα ήταν σαν να είχε κινητοποιηθεί εναντίον της βίας και τούτο ενέπνευσε το φλογερό σεβασμό της προς το νόμο. Το συ­ναίσθημα όμως αυτό ερμηνεύτηκε επίσης με ευρύτερες μορφές διότι στη βία αντιτίθεται επίσης η πειθώ.

Με τις αναφορές που είναι συγκεντρωμένες σε τούτο το κε­φάλαιο του συμπεράσματος, ίσως εκπλαγούμε βλέποντας το κεί­μενο να αλλάζει ύφος, ενώ θα περιμέναμε γενικές ιδέες και περι­λήψεις, σχόλια και αναφορές. Είναι σχεδόν αδύνατο να κάνουμε διαφορετικά. Εάν θέλουμε να τονίσουμε, διατρέχοντας έστω βια­στικά, τη σημασία των αξιών που καθόρισε η Ελλάδα και κληρο­δότησε στο δυτικό κόσμο, πρέπει να προσφέρουμε στον ανα­γνώστη κάτι σαν ανθοδέσμη από αυτά τα κείμενα που έθρεψαν τον κόσμο επί αιώνες. Οι αξίες δηλώνουν ότι η απόδειξη είναι δυ­νατή και ότι οι επαληθεύσεις δεν είναι αδικαιολόγητες. Ιδίως με την πληθώρα τους αποδεικνύουν καθαρά ότι πρόκειται για αξίες πολύτιμες για όλους τους ανθρώπους εκείνης της εποχής, ανεξάρτητα από διαφορετικές νοοτροπίες ή λογοτεχνικά είδη. Ίσως αφήσουν στο πέρασμα τους -ποιος ξέρει;- το θάμβος που προ­καλεί ένας ενθουσιασμός φωτεινός, και πάντα λίγο πολύ μεταδο­τικός. Και τέλος μια ανθοδέσμη: τι ωραιότερο να προσφέρει κα­νείς για να αποχωρήσει;

Κλείνοντας αυτή την παρένθεση, πρέπει να σπεύσουμε να συνδέσουμε το νόμο με την πειθώ, η οποία παρεμβαίνει παντού, όπου δεν κυβερνά ο νόμος. Διέπει τις συμφωνίες. Δεν κουράζεται να αντιτίθεται στη βία. Πώς να μη θυμηθούμε ότι όλα τα φονικά και όλες οι εκδικήσεις, που αποτελούν την Ορέστεια του Αισχύ­λου, συντρίβονται πάνω στη δίκαιη ανώτατη εξουσία ενός δικα­στηρίου, και ότι η Αθηνά, τότε, αναλαμβάνει να πείσει τις Ερινύες παρά να τις εξαναγκάσει, θα λέγαμε ότι πρόκειται για ομολογία πίστης του ελληνισμού στο αποκορύφωμα του, όταν η Αθηνά ε­πικαλείται «τη θεία Πειθώ» που δίνει στο λόγο της «τη μαγική γλυκύτητα» (Ευμενίδες 885-886). Και για ν’ απαντήσουμε με αν­θρώπινη γλώσσα στα λόγια της θεάς, θα μπορούσαμε ν’ αναφέ­ρουμε το νεαρό Νεοπτόλεμο του Σοφοκλή που επεδίωκε να πεί­σει το Φιλοκτήτη παρά να τον εξαπατήσει επωφελούμενος από την πλεονεκτική του θέση. Να πείθεις: ήταν το κίνητρο αυτής της δημοκρατίας για την οποία ήταν τόσο υπερήφανοι οι Αθηναίοι, α­φήνοντας τον εξαναγκασμό στους τυράννους.

Θα έλεγε κανείς ότι τα λόγια αυτά δεν ταιριάζουν με τον ιμπε­ριαλισμό, που ήταν μια τυραννία. Αλλά ποιος μας το είπε, αν όχι οι Αθηναίοι, που είχαν συνείδηση αυτής της κατάστασης και ήταν ικανοί να την ελέγχουν με οξυδέρκεια. Ο Θουκυδίδης είπε και ο Ισοκράτης υπερθεμάτισε ότι ο τύραννος και το Κράτος-τύραννος είναι καταδικασμένα να καταστραφούν. Από αυτά τα δύο, απο­κάλυψαν το σχήμα αυτής της «ασθένειας» περιγράφοντας την με μία μορφή γενική που ισχύει για πάντα.

Πρέπει όμως να προσθέσουμε ότι μετά από μια τέτοια εμπει­ρία και τη σαφή αντίληψη του κακού, οι Έλληνες διέδωσαν επίσης την ιδέα όλων των δυνατών συμφωνιών μεταξύ Κρατών. Και, ό­πως η Αθήνα ήξερε να τα ξεχάσει όλα μετά τον εμφύλιο πόλεμο και να βρει για τη συμφιλίωση των πολιτών ένα υπόδειγμα που δεν ξεπεράστηκε ποτέ, το ίδιο οι Έλληνες ανακάλυψαν τη βασική αρχή για συμφωνίες, διαιτησίες, συνθήκες, συμμαχίες, ομοσπον­δίες και συνομοσπονδίες. Δεν κατάφεραν μεν να ενωθούν αλλά έ­θεσαν τις αρχές, υπέδειξαν τι έπρεπε να αποφευχθεί και ποιοί ή­σαν οι όροι που έπρεπε να τηρηθούν. Κι εδώ επίσης ζούμε από την κληρονομιά τους και από εκείνο που αυτή παρήγαγε.

Όλα αυτά όμως ανήκουν στην κατηγορία των διακανονισμών και του δικαίου. Οι Έλληνες δεν προχώρησαν πέρα από αυτά; Δεν είχαν τίποτα που να τους ωθήσει προς τους άλλους, προς εκείνους με τους οποίους δεν τους συνέδεε καμιά συνθήκη και καμιά γραπτή υποχρέωση; Η Αθήνα μιλούσε για ανοχή στις ιδιωτικές σχέσεις. Αλλά δεν υπήρχε τίποτα που να ξεπερνά αυτό το πλαίσιο;

Και εδώ είναι το θαύμα: Γιατί ο λαός αυτός, που χαιρόταν τη γραπτή διατύπωση και τις σταθερές βάσεις που πρόσφερε σε ό­λους, ανακάλυψε εν τούτοις την ιδέα των άγραφων νόμων για ό­λα όσα υπήρχαν πέρα από τη δικαιοδοσία των νόμων. Οι άγραφοι αυτοί νόμοι είναι γνωστοί από το εγκώμιο του Σοφοκλή στην Αντιγόνη και στον Οιδίποδα Τύραννο. Επιβάλλουν, λόγου χάριν, το σεβασμό προς τους ικέτες και τους κήρυκες, την ταφή των νε­κρών και τη βοήθεια στους καταπιεζόμενους. Αντίθετα όμως με τους γραπτούς νόμους, το σημαντικό είναι ότι αυτοί οι νόμοι είναι παγκόσμιοι. Συχνά τους αποκαλούσαν «κοινούς νόμους των Ελλή­νων». Σε άλλα κείμενα υπάρχει η ιδέα ότι ισχύουν για όλους. Δια­βάζουμε γι’ αυτούς στον Ξενοφώντα ότι «εις κάθε τόπον δια τα ί­δια πράγματα τους παραδέχονται» και καλύτερα στον Ισοκράτη ότι είναι «ένας πατροπαράδοτος νόμος, που όλοι οι άνθρωποι τον τηρούν ανέκαθεν, γιατί νομίζουν, ότι δεν τον εθέσπισαν άνθρωποι παρά τον επέβαλε κάποια ανωτέρα δύναμις». Και ο Αριστο­τέλης προσδιορίζει ότι οι άγραφοι νόμοι αναγνωρίζονται από την κοινή αποδοχή.

Η ελληνική αυτή επινόηση έγινε παγκόσμια: με αυτήν αρχί­ζουν καλύτερες σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Είναι η ώρα που ο ίδιος ο Αριστοτέλης δίνει ξεχωριστή θέση στην ευθύτητα, μία ε­σωτερική διάθεση αρκετά ευέλικτη, δίπλα στη δικαιοσύνη, και στην οποία εκδηλώνονται σχεδόν παντού οι ιδέες της πραότητας, της κατανόησης και της επιείκιας.

Το άνοιγμα προς τους άλλους, που ξεκινούσε με τον αγώνα ε­ναντίον της βίας, ολοκληρώνεται εδώ για να ξεπεράσει όλο μαζί και το πλαίσιο της πόλης, ακόμα και της ίδιας της Ελλάδας και την αυστηρότητα των βασικών απαιτήσεων.

Η Ελλάδα της εποχής εκείνης δεν επινόησε τίποτα το τόσο ά­μεσο και συναισθηματικό όσο η χριστιανική αγάπη που αγκαλιά­ζει όλα τα πλάσματα στο όνομα του χριστιανικού μηνύματος. Αλλά η επιδίωξη της για την καθολικότητα την έκανε να βρει, μέ­σα στην κοινή ιδιότητα των ανθρώπων, την πηγή μιας αδελφικής επικοινωνίας. Όταν ο καθένας συνειδητοποιεί ότι είναι άνθρω­πος, τότε «μπαίνει στη θέση» των άλλων ανθρώπων. Και όπως η παγκοσμιότητα των ιδεών στον Πλάτωνα γίνεται πόλος έλξης και αντικείμενο χαράς ή επιθυμίας, κατά τον ίδιον τρόπο, η παγκο­σμιότητα των ανθρωπίνων καταστάσεων, στην οποία παραπέ­μπει πάντοτε η ελληνική σκέψη, γίνεται πηγή συμπάθειας και α­νεκτικότητας ως προς τους άλλους ανθρώπους.

Αυτό γίνεται αισθητό ήδη από τον 5ο αιώνα. Και μας συγκινεί όταν βλέπουμε στον Αίαντα του Σοφοκλή, τον Οδυσσέα να αρνείται να περιγελάσει τον εχθρό του, ακριβώς επειδή συνειδητά συμ­μερίζεται την κατάσταση του. Το λέει στην Αθηνά χωρίς έμφαση αλλά με πεποίθηση:

«Κανένα εγώ δεν ξέρω. Όμως με πιάνει θλίψη γι’ αυτόν τον έρμο, ας είναι εχθρός μου, που συμφορά φριχτή τον έ­χει ζώσει. Γιατί δε συλλογιέμαι τη δική του μόνο την τύχη, μα και τη δικιά μου, μια και το βλέπω ξάστερα πως άλλο τίπο­τα οι ζωντανοί δεν είμαστε, μονάχα κούφιες σκιές, φαντά­σματα κι αγέρας».

Λίγο αργότερα, ο Μένανδρος θα υπερθεματίσει και σε αυτόν πρέπει να αποδοθεί η ωραία φράση του Τερέντιου: «Είμαι άνθρω­πος και τίποτα το ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο».

Η αναφορά αυτή σε μια κοινή ανθρώπινη μοίρα δεν ήταν ήδη λανθάνουσα στον τρόπο με τον οποίον ο Όμηρος μιλούσε πάντα για τους «θνητούς»;

Οπωσδήποτε, συνετέλεσε, κατά την κλασική εποχή, στην εμ­φάνιση μιας καινούργιας λέξης για μια καινούργια αρετή. Η λέξη φιλανθρωπία, που δεν είχε πάρει ακόμα την έννοια της σημερινής «φιλανθρωπίας», ήταν η αγάπη για τους ανθρώπους, θα μπο­ρούσαμε να πούμε «ανθρωπισμός».

Φτάνουμε, πράγματι, σε μία τελείως διαφορετική σημασία του όρου αυτού. Γιατί έχει πολλές, που όλες προέρχονται από την Ελλάδα. Η λέξη «ανθρωπισμός» σημαίνει προφανώς την ανθρώπι­νη μοίρα, αυτήν που όλοι οι συγγραφείς θέλησαν να προσδιορί­σουν στο έπος, στην τραγωδία, στην ιστορία. Εξάλλου, επειδή η κατάσταση αυτή είναι κοινή σε όλους, η λέξη αποκτά αθροιστική έννοια που σημαίνει το σύνολο των ανθρώπων οι οποίοι συμμετέ­χουν σε αυτή την κατάσταση. Τέλος, επειδή η έννοια αυτής της συλλογικότητας προκαλεί την αλληλεγγύη, η λέξη γίνεται συνώνυ­μη της καλοσύνης για τους ανθρώπους. Ο όρος «απόδειξη αν­θρωπισμού» θυμίζει την αλληλεγγύη και την εφαρμογή της.

Θα θέλαμε να πούμε ότι οι σημασίες αυτές που μεταβιβάστη­καν με τα αρχαία κείμενα είναι παρούσες στην ονομασία που εί­χαν κάποτε οι κλασικές σπουδές όταν τις αποκαλούσαν «ανθρω­πιστικές».

Μπορούμε να πούμε ότι οι Έλληνες τις εφάρμοσαν περισσό­τερο από άλλους λαούς; Ασφαλώς όχι. Παραβίαζαν τους γρα­πτούς και άγραφους νόμους, κατά περίσταση, όπως όλος ο κό­σμος. Είχαν σκλάβους που υπέταξαν με τη βία. Η Αθήνα υπήρξε μία αυτοκρατορία-τυραννία. Και η δημοκρατία ακόμα μετετράπη κάποτε -το λέει ο Αριστοτέλης- σε οχλοκρατία. Η έλλειψη ανοχής πολλαπλασίασε στην πόλη τις δίκες για ασέβεια, θανάτωσαν το Σωκράτη. Υπήρξαν περίοδοι εθνικών αντιθέσεων και εμφυλίων πολέμων όπως και σε μας. Οι Έλληνες όμως ήξεραν τουλάχιστον να πουν τι θα έπρεπε να είναι, να προσδιορίσουν αξίες και καμιά φορά να πεθάνουν γι’ αυτές.

Οπωσδήποτε δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ήταν οι μόνοι που το έκαναν. Οι αξίες που περιγράψαμε εδώ υπήρξαν χωρίς αμφι­βολία και αλλού. Ίσως μια μέρα το μάθουμε, ίσως όχι… Και εδώ α­κόμα, οι Έλληνες είχαν τη μοναδική αυτή τιμή -που απεικονίζει θαυμάσια την κυρίαρχη ιδέα του βιβλίου- να διατυπώσουν τις διάφορες αυτές αξίες, να τις ορίσουν, να προβάλλουν, από αόρι­στες εμπνεύσεις ή παραδόσεις, στις οποίες παραμένουν οι άλλοι, μια εικόνα σαφή, φωτεινή, παγκόσμια, η οποία, ζώντας μέσα στα κείμενα, μπορούσε να επικοινωνεί με τις άλλες ή ακόμα να ενι­σχύεται από αυτές, όταν εκείνες ήταν μόνο συγκεχυμένες και λαν­θάνουσες. Ασφαλώς, πολλοί λαοί θα είχαν παραδεχθεί ότι μια α­δελφή οφείλει να θάψει τον αδελφό της. Οι λαοί όμως αυτοί δεν έ­γραψαν μια Αντιγόνη. Τα αισθήματα αναπτύσσονται σε επαφή με τις λέξεις και τα παραδείγματα, όπως ένα φυτό που δέχεται το φως του ήλιου.

Και το αποτέλεσμα είναι ότι οι λέξεις και αυτά τα παραδείγ­ματα ογκώθηκαν και αυξήθηκαν σε όλους τους λαούς που βρέθηκαν σε άμεση ή έμμεση επαφή με την αρχαία Ελλάδα. Παρά τα μέ­τρα αποκλεισμού των τελευταίων δεκαετιών, η επιρροή συνεχίζε­ται. Μπορεί να μην αναγνωρίζουμε την προέλευση αλλά δεν μπορούμε ν’ αρνηθούμε ότι υπήρξε και ότι έχει συμβάλει σε αυτό που είμαστε.

Είναι περίεργο να διαπιστώνουμε, στη σημερινή εποχή της άρνησης των ελληνικών σπουδών, ότι η επιρροή αυτή εκδηλώνεται με δύο μορφές πολύ διαφορετικές και άνισης σημασίας. Η πρώτη είναι ορατή και φαινομενικά τουλάχιστον πολύ επιφανειακή. Εκφράζεται με τη συνήθεια, με την προσφυγή σε κύρια ονόματα και σε αόριστους μυθολογικούς υπαινιγμούς. Ο μίτος της Αριάδνης, το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα είναι αναμνήσεις ελληνικές. Το ίδιο και οι Ολυμπιακοί αγώνες και ο Μαραθώνιος δρόμος. Η Ευρώπη που σφυρηλατούμε με γρήγορους ρυθμούς έχει ελληνικό όνομα και επικαλείται πρόθυμα μία ηρωίδα που απήγαγε ο Δίας, που ί­σως να μην είναι η σωστή. Όλοι οι θεατές της τηλεόρασης συνεχί­ζουν ν’ ακούν φράσεις όπως: «Η Αριάδνη θα συναντήσει τον Ερμή». Και οι πιο αμαθείς από τους νέους διανοούμενους χρησι­μοποιούν την ελληνική λέξη έρως με περισσότερη διάθεση από την αντίστοιχη γαλλική.

Η συνήθεια αυτή με διασκεδάζει. Δεν βασίζεται σε καμιά σο­βαρή γνώση αλλά παρόλα αυτά είναι αποκαλυπτική. Προϋποθέ­τει, σε μερικές περιπτώσεις, το γεγονός ότι οι ελληνικές λέξεις διατηρούν τη δύναμη και τη λάμψη τους: ο έρως δεν είναι ούτε η φιλία ούτε η αγάπη: ο έρως είναι πραγματικά σαφέστερη έν­νοια από την αγάπη. Συχνότερα, αυτές οι χρήσεις προϋποθέτουν την ακτινοβολία των συμβόλων ακόμα και όταν έχουν απομα­κρυνθεί από το αρχικό τους νόημα και έχουν αποκοπεί από τις ρί­ζες τους: το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα και ο Μαραθώνιος δεν θα ε­πιβίωναν εάν πάρα πολλές γενιές δεν είχαν ακούσει να γίνεται λό­γος γι’ αυτές τις οριακές σκηνές του φονικού και του κατορθώμα­τος. Και τέλος, θα διαπιστώσουμε ότι οι χρήσεις αυτές συνδέονται με την εξέλιξη της διεθνούς ζωής: τα ελληνικά σύμβολα ανήκουν σε όλους ή σε κανένα. Και, όπως σε πολλούς άλλους χώρους, η αρχαία Ελλάδα μας προσφέρει μια γλώσσα για την οποία θα πω, ακόμα μια φορά, ότι είναι οικουμενική.

Αλλά, εάν αυτές οι επιβιώσεις με διασκεδάζουν -μικρά παγό­βουνα που επιπλέουν χωρίς προορισμό, χωρίς να γνωρίζει πια κανείς γιατί βρίσκονται εκεί- υπάρχει μια άλλη επιβίωση πολύ πιο βαθειά και αγνοημένη σχεδόν από όλους. Είτε το θέλουμε είτε όχι, δημιουργήθηκε από ιδέες που βιώνουν μέσα μας χωρίς να το ξέ­ρουμε -σαν την καρδιά και το αίμα μας- και οι οποίες, μέσα από ποικίλα ενδιάμεσα προέρχονται από την αρχαία Ελλάδα. Πράγμα­τι, η ελληνική κληρονομιά, εδραιωμένη στην επιδίωξη του καθολι­κού, έγινε το ίδιο το πνεύμα του δικού μας δυτικού πολιτισμού. Η καταδίκη της βίας, η ανεκτικότητα, ο σεβασμός προς τη δικαιοσύ­νη, η αγάπη για την ελευθερία, είναι λίγο πολύ τα συνθήματα αυ­τών που επικαλούνται τη δημοκρατία. Και πίσω από τα συνθή­ματα κρύβονται ολοζώντανες δυνάμεις στις οποίες είναι επικίνδυ­νο σήμερα ν’ αντισταθούμε. Αντίθετα, την εποχή που δημιουργείται η Ευρώπη, νομίζουμε ότι δεν στερείται ενδιαφέροντος ν’ αναγνωρίσουμε αυτή την οφειλή που έχουμε την τάση να την ξεχνά­με.

Όταν βλέπουμε Τσέχους διαφωνούντες να επικαλούνται τα μαθήματα του Θουκυδίδη κατά της τυραννίας, υπάρχει ασφαλώς εκεί μια συμπύκνωση. Και οι περισσότεροι από αυτούς αγνοούν σίγουρα το Θουκυδίδη. Η στάση τους όμως είναι απόλυτα σύμ­φωνη με το δίδαγμα της Ελλάδας και δεν θα ήταν ίσως κατανοητή χωρίς την πρώτη ώθηση που δόθηκε εκεί πριν 25 αιώνες.

Και εδώ μιλάμε για πολιτική. Η ευαισθησία όμως στις χώρες μας, ο τρόπος της σκέψης, η προσπάθεια για διαύγεια, η επιστή­μη, η φιλοσοφία -αυτός ο αγώνας που σχεδόν δεν σταμάτησε πο­τέ από τότε- επαναφέρουν στα πρώτα τολμηρά βήματα της Ελλάδας στους διάφορους αυτούς τομείς.

Αλλά έστω και αν φτάνουνε σήμερα στο σημείο να κόβουμε την επαφή με εκείνη την προνομιακή στιγμή στην ιστορία της αν­θρωπότητας, δεν θα καταστρέψουμε αυτή τη μακρά ωρίμανση, η οποία στην πορεία της μας πρόσφερε τους καρπούς της. Μια τέτοια αποκοπή θα ήταν όμως παράλογη, ένοχη και επι­κίνδυνη. Προσπαθώντας ν’ απαντήσουμε στο ερώτημα «Γιατί η Ελλάδα;»,απαντάμε πάντα λίγο στην πιο πεζή και συνηθισμένη ε­ρώτηση: «Γιατί τα ελληνικά;»

Και σε τελική ανάλυση και σ’ αυτό ακόμα οι Αθηναίοι εκείνης της εποχής είχαν πλήρη συνείδηση του τι έπρατταν και του ρόλου που ήταν άξιοι να διαδραματίσουν. Ο Θουκυδίδης μας λέει, μέσω του Περικλή, ότι η Αθήνα είναι για την Ελλάδα ένα «ζωντανό δί­δαγμα», μία «αγωγή», μία «παίδευσις». Η Αθήνα υπήρξε για τους Έλληνες και οι Έλληνες για όλους εμάς: το γεγονός ότι είχε τόσο έ­ντονη την προαίσθηση, με ενθαρρύνει και με μαγεύει.

Τζων Στιούαρτ Μιλλ: Εκείνος που δεν έχει δικές του επιθυμίες και ορμές, δεν έχει χαρακτήρα, όπως δεν έχει χαρακτήρα και μια ατμομηχανή

Μια γενιά μετά τον Μπένθαμ, ο Τζων Στιούαρτ Μιλλ (John Stuart Mill. 1806-1873) προσπάθησε να σώσει τον ωφελιμισμό, αναδιατυπώνοντάς τον έτσι ώστε να τον καταστήσει μια πιο ανθρώπινη, λιγότερο υπολογιστική θεωρία. Ο Μιλλ ήταν γιος του Τζέημς Μιλλ ενός φίλου και οπαδού του Μπένθαμ. Ο Τζέημς Μιλλ δίδαξε ο ίδιος τον γιο του κατ’ οίκον, και ο νεαρός Μιλλ έγινε ένα παιδί-θαύμα. Άρχισε να μαθαίνει αρχαία ελληνικά στην ηλικία των τριών και λατινικά στην ηλικία των οκτώ. Στα έντεκα, έγραψε μια ιστορία του ρωμαϊκού δικαίου. Όταν ήταν είκοσι, υπέστη νευρικό κλονισμό, που του προκάλεσε κατάθλιψη για αρκετά χρόνια. Λίγο μετά γνώρισε τη Χάριετ Τέηλορ (Harriet Taylor). Ήταν παντρεμένη την εποχή εκείνη, με δύο παιδιά, αλλά έγινε στενή φίλη με τον Μιλλ. Όταν πέθανε ο άντρας της μετά από είκοσι χρόνια, παντρεύτηκε τον Μιλλ. Ο Μιλλ αναγνώριζε την Τέηλορ ως τη μεγαλύτερη πνευματική του σύντροφο και συνεργάτιδα την εποχή που άρχισε να αναδιατυπώνει τη θεωρία του Μπένθαμ.

Το επιχείρημα υπέρ της ελευθερίας

Τα κείμενα του Μιλλ μπορούν να διαβαστούν ως μια επίπονη προσπάθεια εκ μέρους του να συμβιβάσει τα ατομικά δικαιώματα με την ωφελιμιστική φιλοσοφία που κληρονόμησε από τον πατέρα του και υιοθέτησε από τον Μπένθαμ. Το βιβλίο του On Liberty (1859) [Περί ελευθερίας] αποτελεί την κλασική υπεράσπιση της ατομικής ελευθερίας στον αγγλόφωνο κόσμο. Η κεντρική του αρχή είναι ότι οι άνθρωποι θα πρέπει να είναι ελεύθεροι να κάνουν ό,τι θέλουν, εφόσον δεν βλάπτουν τους άλλους. Η κυβέρνηση δεν δικαιούται να παρεμβαίνει στην ατομική ελευθερία για να προστατεύσει ένα πρόσωπο από τον εαυτό του, ή να επιβάλλει τις απόψεις της πλειοψηφίας για το πώς θα πρέπει να ζει κανείς. Κατά την άποψη του Μιλλ, οι μόνες πράξεις για τις οποίες ένα πρόσωπο είναι υπόλογο στην κοινωνία είναι εκείνες που επηρεάζουν άλλα άτομα. Εφόσον δεν βλάπτω κανέναν άλλο, η «ανεξαρτησία [μου] είναι δικαιωματικά απόλυτη. Όσον αφορά τον εαυτό του, το σώμα και τη διάνοιά του, το άτομο είναι κυρίαρχο».

Θα έλεγε κανείς ότι αυτή η ασυμβίβαστη υπεράσπιση των ατομικών δικαιωμάτων χρειάζεται ένα ισχυρότερο θεμέλιο από την ωφελιμότητα. Γιατί σκεφτείτε το εξής. Ας υποθέσουμε ότι μια μεγάλη πλειονότητα απεχθάνεται μια μικρή θρησκεία και θέλει να την απαγορεύσει. Δεν είναι δυνατό, ή και πιθανό, ότι η απαγόρευση της θρησκείας θα επιφέρει τη μεγαλύτερη ευτυχία του μεγαλύτερου αριθμού; Είναι αλήθεια ότι η μειονότητα που υφίσταται την απαγόρευση θα νιώσει δυστυχία και καταπίεση. Αλλά, αν η πλειονότητα είναι αρκετά μεγάλη και μισεί με αρκετό πάθος τους αιρετικούς, η συλλογική της ευτυχία θα μπορούσε εύκολα να υπερσκελίσει τη δυστυχία τους. Αν αυτό το σενάριο είναι πιθανό, τότε φαίνεται ότι η ωφελιμότητα αποτελεί ένα επισφαλές, αναξιόπιστο θεμέλιο για τη θρησκευτική ελευθερία. Η αρχή της ελευθερίας του Μιλλ θα χρειαζόταν μάλλον μια σθεναρότερη ηθική βάση από την αρχή της ωφελιμότητας του Μπένθαμ.

Ο Μιλλ διαφωνεί. Επιμένει ότι το επιχείρημα για την ατομική ελευθερία στηρίζεται εξολοκλήρου σε ωφελιμιστικά κριτήρια: «Καλό είναι να δηλώσω ότι παραιτούμαι κάθε πλεονεκτήματος, που θα μπορούσε να αντλήσει η επιχειρηματολογία μου από την αφηρημένη έννοια του ορθού ως πράγματος απαλλαγμένου ωφελιμότητας. Θεωρώ την ωφελιμότητα τελικό κριτήριο για όλα τα ηθικά ζητήματα· ωφελιμότητα, όμως, με την ευρύτερη έννοια, ωφελιμότητα η οποία βασίζεται στα σταθερά συμφέροντα του ανθρώπου ως εξελισσόμενου όντος».

Ο Μιλλ θεωρεί ότι πρέπει να μεγιστοποιούμε την ωφελιμότητα όχι κατά περίπτωση αλλά μακροπρόθεσμα. Και σε βάθος χρόνου, όπως υποστηρίζει, ο σεβασμός της ατομικής ελευθερίας θα οδηγήσει στη μεγαλύτερη ανθρώπινη ευτυχία. Το να επιτρέψουμε στην πλειοψηφία να κλείσει το στόμα όσων διαφωνούν ή να λογοκρίνει τους ελεύθερους στοχαστές μπορεί να μεγιστοποιήσει την ωφέλεια σήμερα, αλλά θα κάνει χειρότερη -λιγότερο ευτυχισμένη- την κοινωνία μακροπρόθεσμα.

Γιατί θα πρέπει να δεχθούμε ότι η προάσπιση της ατομικής ελευθερίας και του δικαιώματος στη διαφωνία θα προαγάγει μακροπρόθεσμα την ευημερία της κοινωνίας; 0 Μιλλ προτείνει διάφορους λόγους: η αποκλίνουσα άποψη μπορεί να αποδειχθεί αληθής, ή εν μέρει αληθής, και να διορθώσει έτσι την κυρίαρχη γνώμη. Ακόμη κι αν δεν συμβεί κάτι τέτοιο, η έκθεση της κυρίαρχης γνώμης σε έναν έντονο ανταγωνισμό ιδεών θα την εμποδίσει να σκληρύνει και να γίνει δόγμα και προκατάληψη. Τέλος, μια κοινωνία που αναγκάζει τα μέλη της να ασπαστούν τα έθιμα και τις συμβάσεις της είναι πιθανόν ότι θα εγκλωβιστεί σε έναν ασφυκτικό κομφορμισμό, στερώντας την ίδια από την ενέργεια και τη ζωτικότητα που επιτρέπουν την κοινωνική ανόρθωση.

Οι εικασίες του Μιλλ για τις σωτήριες κοινωνικές συνέπειες της ελευθερίας είναι αρκετά εύλογες. Αλλά δεν προσφέρουν μια πειστική ηθική βάση για τα ατομικά δικαιώματα. για δύο τουλάχιστον λόγους: Πρώτον, ο σεβασμός των ατομικών δικαιωμάτων χάριν της προαγωγής της κοινωνικής προόδου αφήνει τα δικαιώματα έρμαια της συγκυρίας. Ας υποθέσουμε ότι βρίσκουμε μια κοινωνία που πετυχαίνει ένα είδος μακροπρόθεσμης ευτυχίας με δεσποτικά μέσα. Δεν θα έπρεπε τότε ο ωφελιμιστής να συμπεράνει ότι, σε μια τέτοια κοινωνία, τα ατομικά δικαιώματα δεν είναι ηθικά αναγκαία;

Δεύτερον, η θεμελίωση των ατομικών δικαιωμάτων σε ωφελιμιστικά κίνητρα δεν συλλαμβάνει τον τρόπο με τον οποίο η παραβίαση των δικαιωμάτων ενός ατόμου το αδικεί, ανεξάρτητα από τη συνέπεια της για τη γενική ευημερία. Αν μια πλειοψηφία διώκει τους πιστούς μιας μη δημοφιλούς πίστης, αυτό δεν αδικεί τους ίδιους, ως άτομα, ανεξάρτητα από τις όποιες κακές συνέπειες μπορεί να έχει μακροπρόθεσμα μια τέτοια αδιαλλαξία για την κοινωνία συνολικά;

Ο Μιλλ έχει μια απάντηση γι’ αυτές τις κριτικές, αλλά η απάντησή του τον οδηγεί πέρα από τα όρια της ωφελιμιστικής ηθικής. Το να αναγκάσουμε ένα πρόσωπο να ζει σύμφωνα με τα έθιμα ή τις κοινωνικές συμβάσεις ή την κυρίαρχη γνώμη είναι κακό, όπως εξηγεί ο Μιλλ, επειδή εμποδίζει το άτομο να επιτύχει τον ανώτερο σκοπό της ανθρώπινης ζωής, την πλήρη και ελεύθερη ανάπτυξη των ανθρώπινων ικανοτήτων του. Ο κομφορμισμός, σύμφωνα με την ανάλυση του Μιλλ, είναι ο εχθρός του καλύτερου τρόπου ζωής.

Οι ανθρώπινες δυνάμεις της αντίληψης, της κρίσης, της διάκρισης του ορθού, της νοητικής ενεργητικότητας, ακόμα και της ηθικής προτίμησης ασκούνται μόνο, όταν κάνουμε επιλογή. Εκείνος που κάνει τα πάντα, επειδή αυτό είναι το έθιμο, δεν κάνει καμιά επιλογή. Δεν εξασκείται να διακρίνει ή να επιθυμεί το καλύτερο. Οι διανοητικές δυνάμεις όπωςκαι οι μυϊκές δυνάμεις, βελτιώνονται μόνο όταν χρησιμοποιούνται… Αυτός που επιτρέπει στον κόσμο, ή στο τμήμα του κόσμου, στο οποίο ανήκει, να επιλέγει για λογαριασμό του το πρόγραμμα ζωής που θα εφαρμόσει, δεν χρειάζεται καμιά διανοητική δύναμη εκτός από εκείνη την πιθηκοειδή δύναμη της μίμησης. Αυτός που επιλέγει ο ίδιος το πρόγραμμά του, χρησιμοποιεί όλες τις διανοητικές του δυνάμεις.

Ο Μιλλ παραδέχεται ότι η συμμόρφωση με τις συμβάσεις μπορεί να οδηγήσει ένα πρόσωπο σε ένα ικανοποιητικό μονοπάτι ζωής και να το κρατήσει μακριά από κακοτοπιές. «Αλλά ποια θα είναι τότε η αξία του ως ανθρώπινου όντος;» ρωτάει. «Έχει πράγματι πολύ μεγάλη σημασία, όχι μόνο τι κάνουν οι άνθρωποι, αλλά και τι είδους άνθρωποι το κάνουν».

Εντέλει, λοιπόν, σημασία δεν έχουν μόνο οι πράξεις και οι συνέπειες. Σημασία έχει και ο χαρακτήρας. Για τον Μιλλ. η ατομικότητα είναι σημαντική όχι τόσο για την ευχαρίστηση που προκαλεί όσο και για τον χαρακτήρα που εκφράζει. «Εκείνος που δεν έχει δικές του επιθυμίες και ορμές, δεν έχει χαρακτήρα, όπως δεν έχει χαρακτήρα και μια ατμομηχανή».

Η εύγλωττη εξύμνηση της ατομικότητας είναι η πιο χαρακτηριστική συμβολή του δοκιμίου Περί ελευθερίας. Αλλά συνιστά και ένα είδος αίρεσης. Καθώς επικαλείται ηθικά ιδεώδη πέρα από την ωφέλεια -ιδανικά του χαρακτήρα και της ανθρώπινης ευδοκίμησης- δεν αποτελεί, στην πραγματικότητα, μια επεξεργασία της αρχής του Μπένθαμ αλλά μια απάρνησή της, παρά τους ισχυρισμούς του Μιλλ περί του αντιθέτου.

Από που προέρχονται οι προσβολές που δεχόμαστε;

Σε ένα βαθμό όλοι μας έχουμε δεχθεί προσβλητικά σχόλια. Εάν η προσβολή είναι ξεκάθαρη, πραγματική και όχι μια αποτυχημένη προσπάθεια ενός αστείου τότε η κατάσταση μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά αμήχανη και βλαπτική για μας.

Οι προσβολές συνήθως έρχονται με έναν τρόπο ο οποίος δεν μας δίνει αμέσως τη δυνατότητα να καταλάβουμε ότι έχουμε προσβληθεί. Μια προσβολή μπορεί να γίνει με τη μορφή ενός κομπλιμέντου και μας φέρνει στη δύσκολη θέση να αναρωτιόμαστε με ποιο τρόπο θα αντιδράσουμε. Δηλαδή αν θα το “αφήσουμε να περάσει” σαν να μην συνέβη τίποτε ή θα απαντήσουμε αντιδρώντας με έντονο τρόπο.

Στις απλές προσβολές, δεν μπορεί κάτι να μας μπερδέψει γιατί είναι πολύ ξεκάθαρο το τι θα πει ο άλλος και τις περισσότερες φορές έχουν ως στόχο τη προσωπικότητα ή κατι το οποίο υποστηρίζουμε. Για παράδειγμα, αν μας πει κάποιος ” η μπλούζα που φοράς σε κάνει να φαίνεσαι χαζός” και αντίστοιχα ” η μπλούζα που φοράς είναι της ομάδας που έχασε, αρά είσαι χαμένος”.

Επίσης η προσβολή μπορεί να προέλθει και ως κομπλιμέντο και χρειάζεται να καταλάβουμε τον τόνο της φωνής του ατόμου που λέει τη συγκεκριμένη φράση. Για παράδειγμα, μας λένε “Ωραίο καπέλο”, αυτή η φράση μπορεί να σημαίνει πρώτον ότι κάποιος θαυμάζει όντως το καπέλο που φοράμε ή ότι απλά μας κοροϊδεύει.

Τα άτομα με ναρκισσιστική συμπεριφορά έχουν την τάση να προσβάλλουν διότι έτσι νιώθουν καλύτερα με τον εαυτό τους. Επίσης προσβολές μπορεί να προέλθουν και από άτομα τα οποία δεν μπορούν να δεχτούν νέα και διαφορετικά άτομα που δεν έχουν κάτι κοινό με μια ομάδα ανθρώπων και δεν έχουν κάτι κοινό για να επικοινωνήσουν. Για παράδειγμα άτομα μπορεί να δεχτούν προσβολές για την προφορά τους, την καταγωγή τους ή το είδος εργασίας τους.

Μελετητές που ερευνούν τις προσβολές σε πιο προσωπικό επίπεδο ονόμασαν την ενέργεια των ατόμων που προσβάλλουν τους άλλους με στόχο να τους μειώσουν τη προσωπικότητα ως “λεκτική παρέκκλιση”. Μετά από έρευνα η οποία έγινε σε Πανεπιστήμιο της Νορβηγίας με ένα δείγμα 500 ατόμων διαπιστώθηκε ότι υπάρχουν 5 κατηγορίες προσβολών:
  1. Προσβολή λόγω αδιακρισίας
  2. Προσβολή με στοχοποίηση
  3. Προσβολή κατά της ομοφυλοφιλίας
  4. Προσβολή ανηθικότητας-σεξιστική
  5. Προσβολή για την εμφάνιση ενός ατόμου

Ο Διαφωτισμός και η πεφωτισμένη μοναρχία

Το κράτος του Διαφωτισμού: πεφωτισμένη μοναρχία

§1

Ο φιλοσοφικός-πολιτικός στοχασμός κάθε εποχής δεν είναι άμοιρος μιας ανάλογης πολιτικής έκφρασης και κρατικής οργάνωσης. Γι’ αυτό και κριτήριο δεν είναι απλώς και μόνο ο ριζοσπαστικός ή μη χαρακτήρας της θεωρητικής του εμβέλειας, αλλά και κατά πόσο παράγει ή δικαιολογεί τεχνάσματα, με τα οποία επιτυγχάνεται ή εννοεί να ασκεί τους ρόλους της η μια ή η άλλη μορφή εξουσίας. Έτσι παρατηρούμε, για παράδειγμα, τον φιλοσοφικό-πολιτικό στοχασμό του Μεσαίωνα να έχει για κύριο μέλημά του, μεταξύ των άλλων, μια ισόρροπη λειτουργία της σχέσης κράτους και εκκλησίας, με δεδομένο ότι ο παπισμός συγκέντρωνε όλο και πιο πολλή δύναμη στα χέρια του και όχι σπάνια περιόριζε ή ταπείνωνε την αντίστοιχη αυτοκρατορική εξουσία. Με τη συγκρότηση του έθνους-κράτους, στη νεότερη εποχή, οι μορφές εξουσίας που καθιδρύονται ή διεκδικούν την καθίδρυσή τους ανάγουν τη θεωρητική τους επεξεργασία ή συναντούν συγκεκριμένους υποστηρικτές ή επικριτές τους στον χώρο των φιλοσοφικο-πολιτικών στοχαστών της εποχής. Οι φιλόσοφοι στοχάζονται στις αυλές των αρχόντων ή έξω κι απ’ αυτές άλλοτε για να υπερασπιστούν την απόλυτη κυριαρχία της εξουσίας, π.χ. ο Χομπς, άλλοτε για να την περιορίσουν, π.χ. ο Λοκ. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις τα κείμενα των φιλοσόφων παραμένουν μοναδικά επιτεύγματα –και ποτέ επιτηδεύματα– λόγου και σκέψης: εκφράζουν την εποχή τους, υπερβαίνοντάς την ορισμένως.

§2

Πώς έχει το πράγμα με τον Διαφωτισμό; Το δικαστήριο του κριτικού του Λόγου, όταν κοιτάζει προς το παρελθόν, αποφαίνεται: το παρελθόν είναι η άρνηση που πρέπει, παντί τρόπω, να υπερβαθεί, να ξεπεραστεί. Απ’ αυτή την άποψη, το εν λόγω δικαστήριο αρνείται καθ’ ολοκληρίαν το παρελθόν και όχι τη μια ή την άλλη, πιο σκοταδιστική ίσως, πτυχή του. Τότε είναι που, όταν κοιτάζει προς το δικό του παρόν, αποφαίνεται: αυτό το παρόν είναι η εποχή των «Φώτων», δηλαδή η καθίδρυση μιας νέας, απόλυτα ελεύθερης σκέψης, που η κριτική της αξιοσύνη δεν έχει αρχή και τέλος, δεν ορρωδεί μπροστά σε τίποτα. Σε σχέση με αυτό, το Διαφωτιστικό κίνημα απορρίπτει κάθε απόπειρα για συγκρότηση φιλοσοφικού συστήματος. Πώς θα μπορούσε εξάλλου να αποδέχεται τη συστημική σκέψη, όταν το ίδιο προορίζεται να διαφωτίζει: δηλαδή να εισέρχεται μέσα στα πολιτισμικά οικοδομήματα και να τα κρίνει ριζικά εκ των έσω. Και όμως ένα τέτοιο κίνημα δεν είναι εξίσου εχθρικό και προς τα πολιτικά οικοδομήματα της εποχής: δεν απορρίπτει τη συστημική εξουσία. Συμβαίνει στο φιλοσοφικά ιδωμένο παράδειγμα της πολιτικής να καταδείχνει τα όριά του. Είναι τα όρια εκείνης της νεωτερικής Υποκειμενικότητας, που αυτοπροβάλλεται ως απόλυτος κριτής, όχι όμως και ως αυτοκρινόμενος τοιούτος. Το πολιτικό ιδεώδες, επομένως, για πολλούς Δια-φωτιστές ήταν εκείνο της πεφωτισμένης μοναρχίας ή δεσποτείας. Η περίπτωση του πεφωτισμένου μονάρχη στην Ευρώπη του 18ου αιώνα αποτελεί, λιγότερο ή περισσότερο, μια πολιτική έκφραση της ως άνω φιλοσοφικά νοούμενης νεωτερικής υποκειμενικότητας.

§3

Πιο ειδικά, η μοναρχική ή αυτοκρατορική εξουσία είναι δομημένη ως μια απόλυτη υποκειμενικότητα, που προορίζεται, με τη μορφή της αδιαμφισβήτητης αυθεντίας, να εξουσιάζει με ευσπλαχνία τους υποτελείς της. Τούτο υποδηλώνει περαιτέρω πως πασχίζει πάντοτε να αυτοκαταφάσκεται ως τέτοια αυθεντία μέσα από την επίδειξη μιας πνευματικής επάρκειας ή από την εκδήλωση συμπάθειας προς ορισμένους Διαφωτιστές και από λιγότερο ή περισσότερο εμπνευσμένες λογικές πολιτικών μεταρρυθμίσεων. Πράγματι, ο πεφωτισμένος μονάρχης είναι ο ένας και μοναδικός ηγέτης του κράτους, ο αδιαπραγμάτευτος δεσπότης, ο ηγεμόνας που διαφέρει από τον αντίστοιχο ηγεμόνα της φεουδαρχικής κυρίως εποχής κατά το ότι επιχειρεί να σκεφτεί επί της πολιτικής διοίκησης και λίγο Δια-φωτιστικά. Έτσι άλλοι μονάρχες της εποχής διεκδικούν για τον εαυτό τους τον ρόλο του πεφωτισμένου έμπρακτα, ενεργά, με πράξεις, άλλοι απλώς θεωρητικά. Στους δεύτερους μπορούμε, για παράδειγμα, να κατατάξουμε τον βασιλιά της Πρωσίας, το Φρειδερίκο το Μέγα, ή ακόμη και την αυτοκράτειρα της Ρωσίας, την Αικατερίνη τη Μεγάλη, η οποία αποτολμούσε ενίοτε να εκφραστεί πεφωτισμένα και εν τοις πράγμασι. Στη Γαλλία επίσης θα μπορούσε να διακρίνει κανείς μια ορισμένως πεφωτισμένη δεσποτεία, ασκούμενη στοιχειωδώς εν έργω, στον Λουδοβίκο ΙΕ΄. Όπως κι αν έχει το πράγμα, βέβαια, η πραγμάτωση του ιδεώδους του πεφωτισμένου μονάρχη συνδεόταν όχι τόσο με θεσμικές διασφαλίσεις όσο κυρίως με τον χαρακτήρα της μιας ή της άλλης μοναρχικής ατομικότητας. Ως εκ τούτου, κάποιες μονάδες από το βαρύ πυροβολικό του Δια-φωτισμού, όπως ο Βολταίρος, ο Ντιντερό κ.α., όταν διάκεινται ευνοϊκά προς τέτοιους μονάρχες ή δεσπότες, αφιερώνοντάς τους μάλιστα και στίχους, προφανώς δεν τους βλέπουν ως την άτεγκτη, εξουσιαστικά απόλυτη υποκειμενικότητα, αλλά μάλλον ως εκείνες τις ευαίσθητες ατομικότητες, που ανοίγουν αυλακιές στη/για τη διάδοση ή εφαρμογή διαφωτιστικών ιδεών. Μήπως, κατά το παράδειγμα του Πλάτωνα, στους απόλυτους δεσπότες έβλεπαν τις δικές τους δια-φωτιστικές Συρακούσες;   

ΠΛΑΤΩΝ: Λύσις (223a-223b)

Επίλογος

[223a] Ταῦτα δ᾽ εἰπὼν ἐν νῷ εἶχον ἄλλον ἤδη τινὰ τῶν πρεσβυτέρων κινεῖν· κᾆτα, ὥσπερ δαίμονές τινες, προσελθόντες οἱ παιδαγωγοί, ὅ τε τοῦ Μενεξένου καὶ ὁ τοῦ Λύσιδος, ἔχοντες αὐτῶν τοὺς ἀδελφούς, παρεκάλουν καὶ ἐκέλευον αὐτοὺς οἴκαδ᾽ ἀπιέναι· ἤδη γὰρ ἦν ὀψέ. τὸ μὲν οὖν πρῶτον καὶ ἡμεῖς καὶ οἱ περιεστῶτες αὐτοὺς ἀπηλαύνομεν· ἐπειδὴ δὲ οὐδὲν ἐφρόντιζον ἡμῶν, ἀλλ᾽ ὑποβαρβαρίζοντες ἠγανάκτουν τε καὶ [223b] οὐδὲν ἧττον ἐκάλουν, ἀλλ᾽ ἐδόκουν ἡμῖν ὑποπεπωκότες ἐν τοῖς Ἑρμαίοις ἄποροι εἶναι προσφέρεσθαι, ἡττηθέντες οὖν αὐτῶν διελύσαμεν τὴν συνουσίαν. ὅμως δ᾽ ἔγωγε ἤδη ἀπιόντων αὐτῶν, Νῦν μέν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ Λύσι τε καὶ Μενέξενε, καταγέλαστοι γεγόναμεν ἐγώ τε, γέρων ἀνήρ, καὶ ὑμεῖς. ἐροῦσι γὰρ οἵδε ἀπιόντες ὡς οἰόμεθα ἡμεῖς ἀλλήλων φίλοι εἶναι —καὶ ἐμὲ γὰρ ἐν ὑμῖν τίθημι— οὔπω δὲ ὅτι ἔστιν ὁ φίλος οἷοί τε ἐγενόμεθα ἐξευρεῖν.

***
[223a] Μόλις τα είπα αυτά σκόπευα να καλέσω κάποιον από τους πιο μεγάλους για να συνεχίσω τη συζήτηση μαζί του. Μπήκαν όμως τότε σαν δαίμονες οι παιδαγωγοί του Μενέξενου και του Λύσι έχοντας μαζί τους και τα αδέλφια των δύο παιδιών και τους καλούσαν επιτακτικά να γυρίσουν στο σπίτι· γιατί η ώρα ήταν πια περασμένη. Στην αρχή προσπαθούσαμε και εμείς και όσοι ήταν γύρω μας να τους διώξουμε. Επειδή όμως εκείνοι δεν μας έδιναν σημασία, αλλά απεναντίας δυσανασχετούσαν κι εξακολουθούσαν παρά τις αντιδράσεις μας [223b] να τους φωνάζουν με τη χαρακτηριστική ξενική προσφορά τους, και επειδή μας φάνηκε ότι τα είχαν «τσούξει» λίγο στη γιορτή του Ερμή κι ότι δεν ήταν δυνατό να συνεννοηθούμε μαζί τους, υποχωρήσαμε και διαλύσαμε τη συντροφιά. Εγώ όμως, καθώς έφευγαν πια τα παιδιά, Νά λοιπόν, τους είπα, Λύσι και Μενέξενε, που ντροπιαστήκαμε και εγώ, γέρος άνθρωπος, και εσείς. Φεύγοντας, όλοι αυτοί γύρω θα πουν για μας —βάζω και τον εαυτό μου μ᾽ εσάς— ότι έχουμε την ιδέα πως είμαστε φίλοι, τί είναι όμως ο φίλος δεν μπορέσαμε, θα πουν, να το βρούμε.

Πέμπτη 30 Ιουλίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἡρακλῆς Μαινόμενος (950-980)

950 διπλοῦς δ᾽ ὀπαδοῖς ἦν γέλως φόβος θ᾽ ὁμοῦ,
καί τις τόδ᾽ εἶπεν, ἄλλος εἰς ἄλλον δρακών·
Παίζει πρὸς ἡμᾶς δεσπότης ἢ μαίνεται;
ὁ δ᾽ εἷρπ᾽ ἄνω τε καὶ κάτω κατὰ στέγας,
μέσον δ᾽ ἐς ἀνδρῶν᾽ ἐσπεσὼν Νίσου πόλιν
955 ἥκειν ἔφασκε, δωμάτων τ᾽ ἔσω βεβὼς
κλιθεὶς ἐς οὖδας ὡς ἔχει σκευάζεται
θοίνην. διελθὼν δ᾽ ὡς βραχὺν χρόνον μονῆς
Ἰσθμοῦ ναπαίας ἔλεγε προσβαίνειν πλάκας.
κἀνταῦθα γυμνὸν σῶμα θεὶς πορπαμάτων
960 πρὸς οὐδέν᾽ ἡμιλλᾶτο κἀκηρύσσετο
αὐτὸς πρὸς αὑτοῦ καλλίνικος οὐδενός,
ἀκοὴν ὑπειπών. δεινὰ δ᾽ Εὐρυσθεῖ βρέμων
ἦν ἐν Μυκήναις τῶι λόγωι. πατὴρ δέ νιν
θιγὼν κραταιᾶς χειρὸς ἐννέπει τάδε·
965 Ὦ παῖ, τί πάσχεις; τίς ὁ τρόπος ξενώσεως
τῆσδ᾽; οὔ τί που φόνος σ᾽ ἐβάκχευσεν νεκρῶν
οὓς ἄρτι καίνεις; ὁ δέ νιν Εὐρυσθέως δοκῶν
πατέρα προταρβοῦνθ᾽ ἱκέσιον ψαύειν χερὸς
ὠθεῖ, φαρέτραν δ᾽ εὐτρεπῆ σκευάζεται
970 καὶ τόξ᾽ ἑαυτοῦ παισί, τοὺς Εὐρυσθέως
δοκῶν φονεύειν. οἱ δὲ ταρβοῦντες φόβωι
ὤρουον ἄλλος ἄλλοσ᾽, ἐς πέπλους ὁ μὲν
μητρὸς ταλαίνης, ὁ δ᾽ ὑπὸ κίονος σκιάν,
ἄλλος δὲ βωμὸν ὄρνις ὣς ἔπτηξ᾽ ὕπο.
975 βοᾶι δὲ μήτηρ· Ὦ τεκών, τί δρᾶις; τέκνα
κτείνεις; βοᾶι δὲ πρέσβυς οἰκετῶν τ᾽ ὄχλος.
ὁ δ᾽ ἐξελίσσων παῖδα κίονος κύκλωι
τόρνευμα δεινὸν ποδός, ἐναντίον σταθεὶς
βάλλει πρὸς ἧπαρ· ὕπτιος δὲ λαΐνους
980 ὀρθοστάτας ἔδευσεν ἐκπνέων βίον.

***
950 Κι οι άλλοι αίσθημα είχανε διπλό, γέλιου και φόβου.
Κι έλεγαν έτσι, πιάνοντας ο ένας τον άλλον·
«μας περιπαίζει ο αφέντης μας ή μην τρελάθη;»
Κι εκείνος πηγαινοέρχονταν μέσα στο σπίτι
και πέφτοντας στον ανδρωνίτην, αφού μπήκε
μέσα, στην πόλην έλεγε του Νίσου που ήρθε.
Και πέφτοντας στο πάτωμα, όπως ήταν, γλέντι
ετοίμαζε. Κι αφού έτσι στάθηκε λιγάκι,
στου Ισθμού πως έφτασ᾽, έλεγε, τους χλωρούς κάμπους.
Και τότε ξεκουμπώνοντας γυμνό το σώμα
960 μονάχος, δίχως να παλεύει με κανένα,
καλλίνικον εκήρυττε τον εαυτό του,
δίχως να ειπεί όνομα κανένα. Και βλαστημώντας
τον Ευρυσθέα, έδειχνε πως ήρθε στις Μυκήνες
με τα λεγόμενά του. Και τότε απ᾽ το χέρι
το δυνατό ο πατέρας πιάνοντάς τον του ᾽πε·
«παιδί μου, τί έχεις; τί παράξενα είναι τούτα;
Μη των νεκρών σ᾽ εβάκχεψεν ο φόνος, όπου
προ ολίγου σκότωσες;». Όμως θαρρώντας κείνος
ότι τον πιάνει από το χέρι τρομαγμένος
παρακαλώντας ο πατέρας του Ευρυσθέα,
σπρώχνει τον και καλά ετοιμάζει τη φαρέτρα
970 και τα τόξα στα παιδιά του ενάντια, θαρρώντας
ότι σκοτώνει του Ευρυσθέα. Κι αυτά σκιασμένα
έφευγαν όπου τύχαινε, και το ᾽να μέσα
στην ποδιά ζάρωσε της δύστυχής του μάνας,
τ᾽ άλλο στον ίσκιο της κολόνας και το τρίτο
σαν το πουλί στον βωμό κάτου. Ξεφωνίζει
τότε η μητέρα· «ωιμέ, τί κάμνεις, ω γονιέ τους;
σκοτώνεις τα παιδιά σου;». Κι όμοια ξεφωνίζει
ο γέροντας κι όλη των σκλάβων η πληθούρα.
Κι εκείνος κλώθοντας τριγύρω στην κολόνα
το παιδί του σε κυνήγι ολέθριο, μπροστά του
στέκοντας το χτυπά στο σκώτι· και τους στύλους
980 έβρεξε, ανάσκελα το μαύρο ξεψυχώντας

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της, Η τέχνη της πρώιμης κλασικής εποχής

4.4.3. Δύο δημιουργίες του Μύρωνα: Η Αθηνά με τον Μαρσύα και ο Δισκοβόλος

Για τον Αθηναίο γλύπτη Μύρωνα γνωρίζουμε αρκετά πράγματα: η δραστηριότητά του τοποθετείται στα χρόνια μεταξύ 470 και 440 π.Χ. και τα έργα του, ορισμένα από τα οποία αναφέρονται και περιγράφονται, τα θαύμαζαν ιδιαίτερα οι αρχαίοι για τη ζωντάνια τους και τον ρεαλισμό τους. Ξέρουμε επίσης ότι ο γιος του Μύρωνα, που λεγόταν Λύκιος, ήταν και αυτός γλύπτης. Περίφημη ήταν μια χάλκινη αγελάδα του Μύρωνα που ήταν στημένη στην Ακρόπολη της Αθήνας, αλλά τη μετέφερε στη Ρώμη ο αυτοκράτορας Βεσπασιανός, για να την τοποθετήσει στο τέμενος της Ειρήνης (Templum Pacis) που ίδρυσε.
 
Ένα χάλκινο σύνολο του Μύρωνα στην Ακρόπολη της Αθήνας εικόνιζε την Αθηνά και τον Μαρσύα. Τα δύο αγάλματα μας είναι γνωστά από μαρμάρινα αντίγραφα των ρωμαϊκών χρόνων· η τοποθέτησή τους αντικριστά προκύπτει από απεικονίσεις σε αθηναϊκά νομίσματα της ρωμαϊκής εποχής. Ο μύθος σχετίζεται με τη μουσική, και συγκεκριμένα με την ανακάλυψη και το παίξιμο των αυλών. Η Αθηνά εφηύρε το μουσικό αυτό όργανο, αλλά το πέταξε με οργή μόλις ανακάλυψε ότι, όταν το έπαιζε, τα μάγουλά της φούσκωναν και το πρόσωπό της παραμορφωνόταν. Τους πεταμένους αυλούς τούς βρήκε ο σιληνός Μαρσύας, ένα πρόσωπο του μύθου με ζωώδη χαρακτηριστικά και ουρά αλόγου, στον οποίο ο ήχος τους άρεσε τόσο πολύ, ώστε έμαθε να τους παίζει δεξιοτεχνικά. Αλλά η μουσική των αυλών στάθηκε μοιραία για τον Μαρσύα, γιατί τον έκανε τόσο περήφανο, ώστε να προκαλέσει σε αγώνα μουσικής τον κιθαρωδό θεό Απόλλωνα. Κριτές του αγώνα ήταν οι Μούσες, που αποφάσισαν ότι νικητής ήταν ο Απόλλων, αφού μπορούσε να τραγουδά παίζοντας ταυτόχρονα την κιθάρα του, κάτι που δεν είχε τη δυνατότητα να κάνει ο Μαρσύας με τους αυλούς. Μετά από αυτό ο Απόλλων τιμώρησε σκληρά τον Μαρσύα βάζοντας έναν υπηρέτη του να τον γδάρει ζωντανό. Το αγαλματικό σύνολο του Μύρωνα αποτυπώνει τη στιγμή που ο Μαρσύας ετοιμάζεται να πάρει τους αυλούς που πέταξε η Αθηνά. Για όσους ήξεραν τον μύθο η σκηνή αυτή προοιώνιζε την ήττα και το τέλος του Μαρσύα. Αλλά ο μύθος αποτελούσε ταυτόχρονα κριτική στη μουσική των αυλών, τους οποίους έπαιζαν κυρίως επαγγελματίες μουσικοί. Αντίθετα, η λύρα και η κιθάρα ήταν τα μουσικά όργανα που προτιμούσαν οι αριστοκράτες, καθώς συνόδευαν την επική, τη λυρική και τη χορική ποίηση. Είναι, επομένως, λογικό να υποθέσουμε ότι το έργο του Μύρωνα ήταν ανάθημα ενός αριστοκράτη ή ενός νικητή σε αγώνες κιθαρωδίας. Χαρακτηριστική για τη ρεαλιστική τεχνοτροπία του Μύρωνα είναι η μορφή του Μαρσύα με την έντονη τριχοφυΐα στο στήθος, τη σιμή μύτη, τις ρυτίδες στο μέτωπο και τα ανάκατα μαλλιά. Η Αθηνά από την πλευρά της δεν έχει την εξιδανικευμένη ομορφιά μιας θεάς, αλλά τα χαρακτηριστικά μιας καλοφτιαγμένης νεαρής κοπέλας.
 
Τον ίδιο έντονο ρεαλισμό τον συναντούμε και σε ένα άλλο χάλκινο άγαλμα του Μύρωνα, που το γνωρίζουμε και αυτό από μαρμάρινα αντίγραφα των ρωμαϊκών χρόνων: τον Δισκοβόλο. Το έργο εικονίζει έναν νέο αθλητή που ετοιμάζεται να ρίξει τον δίσκο. Η στάση αποτυπώνει μια στιγμιαία κίνηση: ο αθλητής έχει λυγίσει τα γόνατα, έχει χαμηλώσει το σώμα και έχει τεντώσει το δεξί χέρι, καθώς παίρνει δυνάμεις· ο θεατής έχει την αίσθηση ότι είναι έτοιμος να ανασηκωθεί, για να ρίξει όσο μπορεί μακρύτερα τον δίσκο. Αξιοπρόσεκτη είναι η ακρίβεια με την οποία αποδίδεται η ανατομία του σώματος. Δεν γνωρίζουμε πού ήταν στημένο το πρωτότυπο άγαλμα του Δισκοβόλου, μπορούμε όμως να υποθέσουμε ότι ήταν αφιέρωμα κάποιου αθλητή σε ένα μεγάλο ιερό. Στην Αρχαιότητα ο δίσκος δεν ήταν ένα αυτόνομο άθλημα, αλλά αποτελούσε μέρος του πεντάθλου, δηλαδή μιας σειράς πέντε αθλημάτων, που περιελάμβανε τον δρόμο, το άλμα, την πάλη, τον δίσκο και το ακόντιο.

Καταραμένοι ποιητές, χαμένοι στη μετάφραση

Η ποίηση είναι ίσως η πιο ιδιαίτερη μορφή δημιουργίας. Όταν αυτά που νιώθουμε πλημμυρίζουν το μέσα μας και δε βρίσκουν τις λέξεις να βγουν απ’ το στόμα μας, τότε ένας στίχος από κάποιο ποίημα είναι εκεί να μας χαρίσει την εξήγηση που δεν μπορούμε να δώσουμε στις σκέψεις μας. Αυτός είναι ο λόγος που οι ποιητές είναι σημαντικοί, κρατούν στα χέρια τους την πένα που σχεδιάζει και χρωματίζει με λέξεις τη ζωή μας. Κρατούν ξύπνιο κάθε όνειρο που θέλει να επιβιώσει ανά τους αιώνες. Η τέχνη απευθύνεται σε όλους, το ίδιο κι η ποίηση, όμως όπως ο καθένας από εμάς είναι διαφορετικός έτσι κάθε ποίημα αγγίζει διαφορετικές πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης αφού είναι δημιουργημένο από υλικά ξεχωριστών ψυχών. Είναι οικουμενική και ταυτόχρονα τόσο προσωπική. Γράφεται από έναν και μοιράζεται σε όλους, όμως εκείνος ο ένας είναι τόσο μοναδικός όσο και τα βιώματά του.

Έτσι, πολλοί ποιητές κατηγοριοποιήθηκαν, στάθηκαν κάτω από ταμπέλες και χαρακτηρίστηκαν βάσει των ποιημάτων που γέννησαν και της ζωής που επέλεξαν. Μια τέτοια κατηγορία ποιητών είναι και «Καταραμένοι», εκείνοι που αγάπησαν το σκοτάδι και κρύφτηκαν πίσω από τη σκιά της ποίησης. Μπορεί ο όρος που τους ακολουθεί να είναι βαρύς όμως η αίγλη της ζοφερής τους εικόνας είναι ανυπέρβλητα μεγάλη. Οι κραυγές τους, σαν λύκοι που ουρλιάζουν τα μεσάνυχτα, αποτυπώθηκαν σε χαρτί με μελάνι μαύρο. Δεν ακούστηκαν ποτέ, όμως διαβάστηκαν και θα συνεχίζουν να διαβάζονται όσο υπάρχουν άνθρωποι με τρωτά σημεία και πληγές ανοιχτές.

Οι καταραμένοι ποιητές δεν εγκλωβίζονται σε καλούπια και δεν υπακούν σε νόμους ψευτοηθικής που βασίζονται στην κανονικότητα των κοινωνικών επιταγών. Είναι άνθρωποι με πάθη που τα βιώνουν και τα απογειώνουν σε κάθε τους βήμα. Η ζωή τους μπλεγμένη με αλκοόλ, ουσίες, τρέλα, έρωτα. Όλα αυτά είναι αρκετά για να αφοριστούν από την καθωσπρέπει κοινωνία των πουριτανών που αρνούνται να δουν πως αυτά είναι απλώς η αθέατη πλευρά της ανθρώπινης φύσης. Περιθωριοποιήθηκαν και στοχοποιήθηκαν για τη ζωή τους, το έργο τους όμως είναι εκείνο που μιλάει στις ψυχές μας, γιατί μέσα του ανακαλύπτουμε τις πιο δικές μας μύχιες σκέψεις.

Είναι εκείνοι οι καλλιτέχνες που υπέφεραν όσο κανείς άλλος βιώνοντας την απώλεια, τον πόνο και την ταραχή δίνοντας φως μέσα από το δικό τους σκοτάδι.

«Η ψυχή μου είναι σαν ουρανός ασύνορος
Έχει απεραντοσύνες ζοφερές
Κι αμέτρητους ήλιους φωτεινούς
Ακόμα, παρά το κακό, η ζωή μου
Από διαμάντια τόσα γοητευμένη
Στων στίχων μου το ρυάκι είναι καθρεφτισμένη.»
Charles Cros (1842-1888)

Μερικοί βασικοί και πιο γνωστοί εκπρόσωποι απ’ αυτούς τους ποιητές είναι αναμφίβολα οι Σαρλ Μπωντλαίρ, Πωλ Βερλαίν, Αρθούρος Ρεμπώ και Λωτρεαμόν ενώ είναι πολλοί ακόμη που έχουν δώσει το δικό τους στίγμα. Ο πρώτος καταραμένος ποιητής θεωρείται ο Αλφρέντ ντε  Βινύ οποίος στο έργο του, Stello (1932), χαρακτηρίζει τους ποιητές ως «τη ράτσα των παντοτινά καταραμένων από τους ισχυρούς της γης». Φυσικά εκεί δεν συμπεριλαμβάνονταν οι ποιητές που ασπάζονταν τον καθωσπρεπισμό αλλά οι άλλοι, οι απόκοσμοι.

Ο Paul Verlaine τo 1884 εκδίδει το έργο του Paul Verlaine, Les Poets Maudits. Μέσα σε αυτό το εκτενές αφιέρωμα γίνεται αναφορά σε τρεις ποιητές οι οποίοι, κατά τη δική του άποψη πληρούν τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστούν με αυτόν τον τρόπο. Αυτοί είναι οι Tristan Corbière, Arthur Rimbaud και Stéphane Mallarmé, ενώ σε δεύτερη έκδοση του έργου προστίθεται μερικοί ακόμη.
Σε αυτό το βιβλίο διαβάζουμε για το αιώνιο πρόβλημα αναφορικά με τη σχέση ποιητή – κοινωνίας καθώς ο πρώτος περιγράφεται ως μια τραγική φιγούρα, η οποία σπρώχνεται στα άκρα από την ίδια την κοινωνία.

«Οι αμαρτίες μας είναι επίμονες, δειλές οι μετάνοιές μας·»
Charles Baudelaire (1821-1867)

Φυσικά η Ελλάδα, δε θα μπορούσε να μην έχει γεννήσει τους δικούς της καταραμένους ποιητές που συνεχίζουν μέχρι σήμερα να μας χτυπούν την πλάτη και να μας συντροφεύουν στις στιγμές μας. Πρώτος από όλους ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, ο οποίος μίλησε για τον θάνατο σε πολλά από τα ποιήματά του:

«Κι όπως κυλά στα βάθη του κενού μου, σαν άστρο φλογερό στον άξονα του, δε νιώθω πια παρά τον Νου μου στην Απεραντοσύνη του Θανάτου».

Ο Κωνσταντίνος Καρυωτάκης, ο Κωνσταντίνος Καβάφης, ο Γιώργος Μακρής, η Μαρία Πολτδούρη και η Κατερίνα Γώγου είναι εμβληματικές παρουσίες και οι δικοί μας ζοφεροί δημιουργοί. Το σημείο συνάντησης όλων αυτών των ποιητών είναι ο θάνατος και η ωδή προς αυτόν. Το σύντομο τέλος τους αλλά και οι προσπάθειες να βιώσουν, να νιώσουν και να αποχαιρετήσουν είναι ένας κώδικας που βλέπουμε να υπάρχει πίσω από κάθε δημιούργημα αλλά και πίσω από την ίδια τη ζωή τους.

Τι είναι αυτό τελικά που μας οδηγεί στο να τους διαβάζουμε, να τους αγαπάμε και να τους αγκαλιάζουμε τόσα χρόνια; Ίσως είναι η αντανάκλαση της δικής μας αθέατης πλευράς, ίσως πάλι να μεθάμε από τη δύναμη που είχαν να ζουν με τον τρόπο που ήθελαν ή που μπορούσαν. Ρίσκαραν, τα έπαιζαν όλα για όλα και στο τέλος έβγαιναν νικητές, αφού τα παιχνίδια παίζονταν με δικούς τους όρους. Όσα δεν τολμούμε να νιώσουμε εμείς, τα ένιωσαν αυτοί για εμάς γι’ αυτό θα ναι πάντοτε δικοί μας.