Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἰφιγένεια ἡ ἐν Αὐλίδι (303-333)

ΠΡ. Μενέλαε, τολμᾷς δείν᾽, ἅ σ᾽ οὐ τολμᾶν χρεών.
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
ἄπελθε· λίαν δεσπόταισι πιστὸς εἶ.
305 ΠΡ. καλόν γέ μοι τοὔνειδος ἐξωνείδισας.
ΜΕ. κλαίοις ἄν, εἰ πράσσοις ἃ μὴ πράσσειν σε δεῖ.
ΠΡ. οὐ χρῆν σε λῦσαι δέλτον, ἣν ἐγὼ ᾽φερον.
ΜΕ. οὐδέ γε φέρειν σὲ πᾶσιν Ἕλλησιν κακά.
ΠΡ. ἄλλοις ἁμιλλῶ ταῦτ᾽· ἄφες δὲ τήνδ᾽ ἐμοί.
310 ΜΕ. οὐκ ἂν μεθείμην. ΠΡ. οὐδ᾽ ἔγωγ᾽ ἀφήσομαι.
ΜΕ. σκήπτρῳ τάχ᾽ ἆρα σὸν καθαιμάξω κάρα.
ΠΡ. ἀλλ᾽ εὐκλεές τοι δεσποτῶν θνήσκειν ὕπερ.
ΜΕ. μέθες· μακροὺς δὲ δοῦλος ὢν λέγεις λόγους.
ΠΡ. ὦ δέσποτ᾽, ἀδικούμεσθα. σὰς δ᾽ ἐπιστολὰς
315 ἐξαρπάσας ὅδ᾽ ἐκ χερῶν ἐμῶν βίᾳ,
Ἀγάμεμνον, οὐδὲν τῇ δίκῃ χρῆσθαι θέλει.
ΑΓΑ. ἔα·
τίς ποτ᾽ ἐν πύλαισι θόρυβος καὶ λόγων ἀκοσμία;
ΜΕ. οὑμὸς οὐχ ὁ τοῦδε μῦθος κυριώτερος λέγειν.
ΑΓΑ. σὺ δὲ τί τῷδ᾽ ἐς ἔριν ἀφῖξαι, Μενέλεως, βίᾳ τ᾽ ἄγεις;
320 ΜΕ. βλέψον εἰς ἡμᾶς, ἵν᾽ ἀρχὰς τῶν λόγων ταύτας λάβω.
ΑΓΑ. μῶν τρέσας οὐκ ἀνακαλύψω βλέφαρον, Ἀτρέως γεγώς;
ΜΕ. τήνδ᾽ ὁρᾷς δέλτον, κακίστων γραμμάτων ὑπηρέτιν;
ΑΓΑ. εἰσορῶ, καὶ πρῶτα ταύτην σῶν ἀπάλλαξον χερῶν.
ΜΕ. οὔ, πρὶν ἂν δείξω γε Δαναοῖς πᾶσι τἀγγεγραμμένα.
325 ΑΓΑ. ἦ γὰρ οἶσθ᾽ ἃ μή σε καιρὸς εἰδέναι σήμαντρ᾽ ἀνείς;
ΜΕ. ὥστε σ᾽ ἀλγῦναί γ᾽, ἀνοίξας ἃ σὺ κάκ᾽ εἰργάσω λάθρᾳ.
ΑΓΑ. ποῦ δὲ κἄλαβές νιν; ὦ θεοί, σῆς ἀναισχύντου φρενός.
ΜΕ. προσδοκῶν σὴν παῖδ᾽ ἀπ᾽ Ἄργους, εἰ στράτευμ᾽ ἀφίξεται.
ΑΓΑ. τί δέ σε τἀμὰ δεῖ φυλάσσειν; οὐκ ἀναισχύντου τόδε;
330 ΜΕ. ὅτι τὸ βούλεσθαί μ᾽ ἔκνιζε· σὸς δὲ δοῦλος οὐκ ἔφυν.
ΑΓΑ. οὐχὶ δεινά; τὸν ἐμὸν οἰκεῖν οἶκον οὐκ ἐάσομαι;
ΜΕ. πλάγια γὰρ φρονεῖς, τὰ μὲν νῦν, τὰ δὲ πάλαι, τὰ δ᾽ αὐτίκα.
ΑΓΑ. εὖ κεκόμψευσαι πονηρά· γλῶσσ᾽ ἐπίφθονον σοφή.

***
Έρχεται, βιαστικός και θυμωμένος, ο Μενέλαος κρατώντας το γράμμα· τον ακολουθεί από κοντά ο Γέρος.

ΓΕΡ. Μενέλαε, φοβερή η αποκοτιά σου
σε κάτι που για σε δεν πρέπει.
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Φεύγα·
παραείσαι πιστός στο αφεντικό σου.
ΓΕΡ. Τιμή μου αυτή η βρισιά σου. ΜΕΝ. Αν φέρνεσαι όπως
δεν πάει σ᾽ εσέ, θα χύσεις μαύρα δάκρυα.
ΓΕΡ. Δεν έπρεπε ν᾽ ανοίξεις γράμμα που είχα
πάνω μου εγώ. ΜΕΝ. Και μήτε εσύ να φέρνεις
συμφορές στην Ελλάδα. ΓΕΡ. Αντιμετρήσου
μ᾽ άλλους γι᾽ αυτά· σ᾽ εμέ άφησε το γράμμα.
310 ΜΕΝ. Δεν τ᾽ αφήνω. ΓΕΡ. Κι εγώ δεν κάνω πέρα.
ΜΕΝ. Το κεφάλι σού σπάω με το ραβδί μου.
ΓΕΡ. Δόξα μου, να χαθώ για τον αφέντη μου.
ΜΕΝ. Παράτα· οι δούλοι δε φλυαρούνε τόσο.
ΓΕΡ., φωνάζοντας δυνατά.
Αφέντη μου Αγαμέμνονα! Μας πιέζουν!
Με το στανιό απ᾽ τα χέρια μου έχει αρπάξει
το γράμμα σου· δε σέβεται ο δίκιο.
Ο Αγαμέμνονας παρουσιάζεται στην πόρτα της σκηνής του.
ΑΓΑ. Έι!
Τί ᾽ναι τούτ᾽ η αντάρα κι οι άγριες οι φωνές μπρος στη σκηνή;
ΜΕΝ. Κύρος έχουν τα δικά μου λόγια κι όχι τουτουνού.
ΑΓΑ. Μα πώς πιάστηκες με δαύτον κι έτσι τον τραβολογάς;
320 ΜΕΝ. Νά με τί θ᾽ αρχίσω πρώτα: κοίτα με κατάματα.
ΑΓΑ. Γιος του Ατρέα εγώ, θα τρέμω λες; Θα κλειώ τα μάτια μου;
ΜΕΝ. Βλέπεις τούτο δω το γράμμα, το όργανο κακών σκοπών;
ΑΓΑ. Ναι, το βλέπω, κι άφησέ το πρώτ᾽ αυτό απ᾽ τα χέρια σου.
ΜΕΝ. Όχι· οι Δαναοί να δούνε πρώτα αυτά που γράφει εδώ.
ΑΓΑ. Το ξεσφράγισες και ξέρεις ό,τι εσύ δεν έπρεπε;
ΜΕΝ. Κλάψε· την κακή σου πράξη, την κρυφή, ξεσκέπασα.
ΑΓΑ. Πού το έπιασες; Για πες μου. Θεέ μου, τί ξετσιπωσιά!
ΜΕΝ. Καρτερούσα αν θά ᾽ρθει απ᾽ τ᾽ Άργος στο στρατό η κοπέλα σου.
ΑΓΑ. Τί; παραφυλάς δικούς μου! Και δεν είναι αδιαντροπιά;
330 ΜΕΝ. Η περιέργεια με κεντούσε· δούλος σου δεν είμαι δα.
ΑΓΑ. Πώς! Το σπίτι μου να ορίζω δε μ᾽ αφήνουν; Φοβερό!
ΜΕΝ. Ναι, γιατί λοξά η βουλή σου πάει, αλλού κάθε φορά.
ΑΓΑ. Έξυπνη έκφραση ατιμίας· μίσος η ευγλωττία γεννά.

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της, Η τέχνη του 4ου αιώνα π.Χ.: Η τέχνη της ελληνιστικής εποχής

8.2.3. Αρχιτεκτονική και τοπίο: Το ιερό του Ασκληπιού στην Κω και το ιερό της Αθηνάς στη Λίνδο

Τα ιερά της ελληνιστικής εποχής διαμορφώνονται συνήθως ως μεγάλα αρχιτεκτονικά σύνολα, στα οποία οι ναοί, παρά το γεγονός ότι προβάλλονται ιδιαίτερα, δεν είναι πλέον τα σημαντικότερα ούτε τα πιο επιβλητικά οικοδομήματα. Στις περιπτώσεις που ένα ιερό μεγαλώνει και επεκτείνεται, ο αρχικός ναός χάνει την αυτοτέλειά του και μοιάζει να χάνεται ανάμεσα στις νέες κατασκευές. Ένα τέτοιο παράδειγμα μας προσφέρει το Ασκληπιείο στην Κω. Στο νησί υπάρχει ένα σημαντικό ιερό του Ασκληπιού, του οποίου η διαμόρφωση χρονολογείται στην ελληνιστική εποχή. Δεν γνωρίζουμε πότε εισήχθη στο νησί η λατρεία του θεραπευτή θεού, η σημασία της όμως ενισχύθηκε αναμφίβολα από τη λειτουργία μιας από τις σπουδαιότερες ιατρικές σχολές της Αρχαιότητας, γνωστότερος εκπρόσωπος της οποίας ήταν ο Ιπποκράτης, που έζησε στο δεύτερο μισό του 5ου και στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. Βέβαιο είναι πάντως ότι στην πλαγιά ενός λόφου κοντά στην πόλη της Κω υπήρχε ήδη από τον 4ο αιώνα π.Χ. ένα άλσος από κυπαρίσσια αφιερωμένο στον Ασκληπιό. Στο πρώτο τέταρτο του 3ου αιώνα π.Χ., σε ένα ανάλημμα που δημιουργήθηκε λίγο χαμηλότερα από το άλσος, χτίστηκαν ένας μικρός ιωνικός ναός και ένας βωμός. Δίπλα στον ναό υπήρχε ένας περίβολος με δύο μικρά δωμάτια, όπου πιθανότατα κοιμούνταν οι ασθενείς, και δίπλα στον βωμό μια μικρή στοά για τα αφιερώματα που έφερναν οι πιστοί. Όπως συμβαίνει συνήθως στα αρχαία ελληνικά ιερά, τα οικοδομήματα αυτά δεν έχουν οργανική σύνδεση μεταξύ τους.

Λίγο αργότερα, μέσα στον 3ο αιώνα π.Χ., η Κως γνώρισε μεγάλη άνθηση χάρη στην προστασία και τις δωρεές του βασιλιά Πτολεμαίου Β' (283-246 π.Χ.), που είχε γεννηθεί εκεί το 308 π.Χ. Σε αυτά τα χρόνια διαμορφώθηκε, 11 m ψηλότερα από το επίπεδο του ναού, ένα νέο ανάλημμα με διαστάσεις 80 m x 60 m περίπου, το οποίο πλαισιώθηκε στις τρεις πλευρές του με στοές σε σχήμα Π, οι οποίες είχαν ξύλινα στηρίγματα αντί για κίονες και ξύλινη στέγη. Τα διαστήματα ανάμεσα στα ξύλινα στηρίγματα ήταν φραγμένα, πράγμα που σημαίνει ότι οι στοές χρησιμοποιούνταν ως κλειστοί χώροι, πιθανότατα για την ἐγκοίμησιν των ασθενών. Τον 2ο αιώνα π.Χ. δημιουργήθηκε, 6 m χαμηλότερα από το επίπεδο του ναού και του βωμού, ένα τρίτο ανάλημμα, περίπου συμμετρικό με το ανώτερο. Το ανάλημμα αυτό διαμορφώθηκε σαν κλειστή πλατεία πλαισιωμένη στις τρεις πλευρές με στοές και με μία μόνο κεντρική είσοδο στη βόρεια πλευρά. Στη νότια πλευρά, που δεν είχε στοά, κατασκευάστηκε μια κρήνη, από την οποία οι ασθενείς μπορούσαν να αντλούν το ιαματικό νερό. Τότε ή λίγο αργότερα αναδιαμορφώθηκε και το ανώτερο ανάλημμα με την κατασκευή μιας εξ ολοκλήρου λίθινης στοάς και ενός περίπτερου δωρικού ναού στο κέντρο, σε αξονική θέση. Η πρόσβαση γινόταν πλέον από μια μεγάλη κεντρική κλίμακα. Με τον τρόπο αυτό ένα σχετικά μικρό ιερό επεκτάθηκε σε δύο διαδοχικές φάσεις και έγινε ένα μεγάλο οικοδομικό συγκρότημα με συμμετρική δομή, το οποίο απλώνεται σε τρία επίπεδα και καταλαμβάνει ολόκληρη την πλαγιά του λόφου. Ο αρχικός ναός και ο βωμός έχασαν την αυτοτέλειά τους και εντάχθηκαν στο νέο σύνολο, που μπορεί κανείς να το χαρακτηρίσει ως αρχιτεκτονικά διαμορφωμένο τοπίο.

Ακόμη πιο εντυπωσιακή είναι η διαμόρφωση του ιερού της Αθηνάς στη Λίνδο της Ρόδου, όπου ένα επιβλητικό βραχώδες ύψωμα που δεσπόζει επάνω από τη θάλασσα μετατράπηκε στην ελληνιστική εποχή σε αρχιτεκτονική σύνθεση. Ο αρχαϊκός ναός, που κάηκε το 342 π.Χ., ξαναχτίστηκε στο τέλος του 4ου αιώνα π.Χ. στην ίδια θέση, στην άκρη ενός απόκρημνου βράχου που πέφτει κάθετα στη θάλασσα, και με το ίδιο ακριβώς μακρόστενο σχέδιο (7,75 m x 21,65 m), ως αμφιπρόστυλος δωρικός ναός. Λίγα χρόνια αργότερα δημιουργήθηκε γύρω από τον βωμό, στα ανατολικά του ναού, μια ευρύχωρη ορθογώνια πλατεία με στοές γύρω γύρω. Στη συμμετρική αυτή πλατεία, αν και όχι στον άξονά της, εντάχθηκε η πρόσοψη του ναού. Η πρόσβαση στην πλατεία γινόταν από την ανατολική πλευρά, απέναντι ακριβώς από τον ναό, μέσα από ένα μνημειακό πρόπυλο που είχε τη μορφή στοάς με προεξέχουσες πτέρυγες . Στο πρόπυλο οδηγούσε μια μεγάλη κλίμακα, ίση σε πλάτος με τη στοά. Στη βάση της κλίμακας χτίστηκε αργότερα, πιθανότατα τον 1ο αιώνα π.Χ., μια δεύτερη, ακόμη μεγαλύτερη στοά που περιβάλλει μια δεύτερη μνημειακή κλίμακα. Με τις παρεμβάσεις αυτές η απότομη βραχώδης ακρόπολη έχει μετατραπεί σε αρχιτεκτονικό τοπίο και ο επισκέπτης που πηγαίνει προς την κορυφή φτάνει στον ναό ανεβαίνοντας πολλά φαρδιά σκαλιά και περνώντας μέσα από διαδοχικές στοές χτισμένες σε επάλληλα επίπεδα.

Εκείνοι που δε φοβούνται να τσαλακωθούν

Αυτοί που είναι τσαλακωμένοι ή που δεν φοβούνται να τσαλακώσουν το είναι τους.

Οι άνθρωποι με σημάδια στο σώμα τους, με χαρακιές στη ψυχή τους.

Οι άνθρωποι που είναι πληγωμένοι, πονεμένοι, ραγισμένοι και απόκληροι απ’ τη ζωή αλλά παρόλες τις δυσκολίες και τις πίκρες τους, δεν εγκαταλείπουν την προσπάθεια της επιβίωσης. Ψήνονται μαζί με τις ανάγκες τους και γίνονται πιο δυνατοί. Συνεχίζουν να ζουν έχοντας το κεφάλι ψηλά και δεν βάζουν τη ψυχή τους στα πόδια.

Οι άνθρωποι που δεν φοβούνται να λυγίσουν και να κλάψουν. Ξέρουν ότι πάλι θα βγουν κερδισμένοι απ’ την πτώση και την εσωτερική ταπείνωση. Αυτοί που είναι μόνοι και μοναχικοί επειδή επέλεξαν τη μοναχικότητα τους ως την καλύτερη συντροφιά και μπορούν και μόνοι τους να είναι καλά.

Αυτοί που δεν φοβούνται ν’ αφεθούν και να φανερώσουν τα συναισθήματα τους και να επικοινωνήσουν δυνατά τις σκέψεις τους. Αυτοί που αφήνονται να δεθούν με τον σύντροφο που έχουν δίπλα τους και δεν χτίζουν τείχη και δεν υψώνουν άμυνες.

Αυτοί που βλέπουν γέφυρες και όχι εμπόδια στις ανθρώπινες σχέσεις και θέλουν να εστιάζουν σ’ αυτά που τους ενώνουν και όχι σ’ αυτά που τους χωρίζουν με τους ανθρώπους. Αυτοί που αγκαλιάζουν τους φόβους και τις ανασφάλειές τους για να μπορέσουν έτσι να τις παλέψουν και να τις ξεπεράσουν.

Οι άνθρωποι που παραμένουν πιστοί στα πιστεύω τους και δεν κάνουν εκπτώσεις. Αυτοί που ρίχνουν λάδι στη φωτιά και ας καούν. Αυτοί που παίρνουν ρίσκα και δεν μένουν αδρανείς. Οι άνθρωποι που βγαίνουν δυνατά προς τα έξω, είναι στην πρώτη γραμμή και σπρώχνουν τα πράγματα μπροστά.

Αυτοί που δεν περιμένουν τις κατάλληλες συνθήκες για να ενεργήσουν, αλλά που δημιουργούν οι ίδιοι τις συνθήκες για να στρώσουν το έδαφος που θέλουν να πατήσουν και αναζητούν τις ευκαιρίες με πείσμα. Και αν δεν βρουν αυτές που τους ταιριάζουν, πάλι μόνοι τους θα τις δημιουργήσουν και θα βρουν τον τρόπο.

Αυτοί που είναι πολυμήχανοι και ευφάνταστοι και με την φαντασία τους σε πάνε παντού. Αυτοί που δεν πατούν στη γη, που χάνονται στα όνειρά τους και βλέπουν τον κόσμο από ψηλά. Αυτοί που πιστεύουν πως μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο.

Οι άνθρωποι που είναι επαναστάτες, καλλιτέχνες, αντιδραστικοί, ανυπάκουοι και αντισυμβατικοί. Αυτοί που δεν κουράζονται να ελπίζουν και επιμένουν και κάνουν ευχές.

Η συνήθεια καμουφλάρει έξυπνα την ακαταλληλότητα

Μία λέξη παγίδα, άλλοι την πολεμούν, την αποφεύγουν, τη φοβούνται μάλλον και άλλοι την αποζητούν σε όλη τους τη ζωή. Ευχή και κατάρα. Κρύβει ασφάλεια, σταθερότητα μα και ακαταλληλότητα. Κάποιες στιγμές τη χρειάζεσαι κι άλλες τη σιχαίνεσαι. Η συνήθεια, αυτή η τρομερή και παρεξηγημένη λέξη. Υπάρχει λόγος όμως που παρεξηγείται.

Οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στη συνήθεια και στον τρόπο που θέλουμε να ζούμε δεν είναι και τόσο αυστηρά τοποθετημένες, τα όρια είναι δυσδιάκριτα και συχνά χάνουμε την ισορροπία μας στην προσπάθεια να μην πέσουμε στο λάκκο της συνήθειας. Ο Αριστοτέλης μάς σύστησε τις συνήθειες ως «έξεις», είχαν ηθική διάσταση και αφορούσαν  τα μόνιμα στοιχεία του εαυτού μας, που αποκτήθηκαν από επίπονη άσκηση κι επανάληψη συγκεκριμένων ενεργειών. Σήμερα, ο όρος έχει αποκτήσει ψυχολογικό περιεχόμενο, μιλώντας για μία συμπεριφορά που επαναλαμβάνεται και όχι πάντα συνειδητά, αφού πολλές από τις συνήθειές μας γίνονται αυτόματα.

Στην αρχή, παλεύεις να κατακτήσεις τη συνήθεια και μετά κινδυνεύεις να σε κατασπαράξει. Ευθύνεται για πολλές ακατάλληλες σχέσεις που συνεχίζονται, σαν να είναι υγιείς. Μπορεί να είναι ερωτικές, φιλικές ή ακόμα κι επαγγελματικές σχέσεις και δεσμοί, που δε διακόπτονται, γιατί συνηθίσαμε πια. Απ’ την άλλη, το άγνωστο που μας γοητεύει, αλλά μας φοβίζει κιόλας. Όσο κι αν το θέλουμε το απρόβλεπτο και μας γαργαλάει μέσα μας, κάποια στιγμή κουράζεσαι και θες να πας στα γνωστά, σ’ εκείνα που ξέρεις και σε ξέρουν. Εκεί που μπορείς να προβλέψεις τι θα συμβεί, που γνωρίζεις πως θα αντιδράσει ο άλλος και ποια θα είναι η συνέχεια, εκεί που θα εξοικονομήσεις ενέργεια αφού ξέρεις ήδη με ποιον τρόπο να φερθείς και φαντάζεσαι πως θα κυλήσει η μέρα.

Πόσοι και πόσοι άνθρωποι παραμένουν σε εργασιακούς χώρους που αν τους δινόταν η ευκαιρία, θα έφευγαν χθες. Σιχτιρίζουν κάθε μέρα που ξεκινούν να πάνε στη δουλειά, καταβάλλονται ψυχολογικά, αλλά συνεχίζουν και διατηρούν τη θέση τους μόνο και μόνο επειδή συνήθισαν τώρα μωρέ και πού να πάνε να ξεκινήσουν απ΄ την αρχή; Και θα ‘ναι καλύτερα; Γιατί τώρα είσαι καλά, περνάς καλά, έχεις αυτό που θέλεις και φοβάσαι μην το χάσεις; Περνώντας ο καιρός όμως και «η δύναμη της συνήθειας» που λένε και όχι αδίκως, σε κατακλύζει, σκέφτεσαι ότι αυτό μπορείς να κάνεις, ότι μέχρι εκεί αξίζεις και δε θα βρεις κάτι καλύτερο. Πείθεις τον εαυτό σου κάθε μέρα και αναζητάς τα θετικά για να κρατηθείς λίγο ακόμα, για να έχεις επιχειρήματα απέναντι στους άλλους που ρωτάνε και στον εαυτό σου που δεν τον κοροϊδεύεις εύκολα. Η συνήθεια σε κάνει να μη βλέπεις καθαρά την πραγματικότητα, σου κόβει τα φτερά, με αποτέλεσμα να μην τολμάς να αλλάξεις και το πιθανότερο να εξελιχθείς κιόλας.

Τομέας φίλοι: εδώ δημιουργούνται τρύπες χωρίς καν να το καταλάβουμε. «Τόσα χρόνια κάνουμε παρέα μωρέ, ‘ντάξει καλό παιδί, έχει κι αυτός τις παραξενιές του, αλλά τί να γίνει, τον συνηθίσαμε πια.» Οι άνθρωποι αλλάζουν, μεγαλώνουν, προχωράνε και δε σου μοιάζουν πια, δεν κολλάτε τόσο πολύ, δε χρειάζεται να συνεχίσεις την παρέα επειδή είστε από μικρά παιδιά μαζί. Γιατί κρατάς αυτό κι όχι ό, τι σε γεμίζει συνέχεια με αρνητική ενέργεια, σου δυσκολεύει την καθημερινότητα και σε παγιδεύει άθελά του ίσως σε μία σχέση που δεν προσφέρει τίποτα σε κανένα σε τελικό απολογισμό. Εσύ σκέφτεσαι πως μετά από τόσα χρόνια, ποιος είναι ο τρόπος να κόψεις το δεσμό; Και άντε τώρα να βγεις προς αναζήτηση νέας παρέας και φίλων, φαντάζει μερικές φορές πιο δύσκολο ακόμα και από την αναζήτηση νέας επαγγελματικής στέγης. Αξίζει τον κόπο όμως, είναι μικρή η ζωή για να βλέπεις κάθε μέρα φάτσες που δε θέλεις.

Ας πάμε όμως και στις ερωτικές σχέσεις και την συνύπαρξή τους με τη συνήθεια. Ξέρεις ζευγάρια που σε κάνουν να αναρωτιέσαι γιατί είναι μαζί αυτοί οι δύο κι ενδεχομένως να αναρωτιούνται κι εκείνοι το ίδιο μέσα τους. Κάποτε αναρωτήθηκες κι εσύ για τον εαυτό σου. Η συνήθεια σκέφτεσαι, μεγάλο πράγμα! Όσο είσαι με τον άλλον, γνωρίζεστε, τον μαθαίνεις και παράλληλα συνηθίζεις τις παραξενιές, τις ιδιοτροπίες του, αυτές που αν σε ρωτούσαν δε θα άντεχες με τίποτα. Γιατί αλίμονο στον άνθρωπο που δεν έχει ελαττώματα. Βλέπεις όμως ότι χάνεις τον εαυτό σου, τον έρωτα, την όρεξη και τη διάθεσή σου. Φοβάσαι όμως να αφήσεις τη σιγουριά, την ασφάλεια και τη συντροφικότητα που σου προσφέρει. Κι ας μη μοιάζει καθόλου αυτό που ζεις με την ουσία αυτής της λέξης, εσύ δεν το καταλαβαίνεις κι εν τέλει δεν τολμάς να βγεις από τη ζώνη ασφαλείας σου.

Προτιμάς αυτό που γνωρίζεις καλά, παρά το ρίσκο για κάτι άλλο που μπορεί να περνάς καλύτερα. Η συνήθεια σκεπάζει τα όσα ακατάλληλα βιώνεις και απ’ την άλλη φοβάσαι να μείνεις μόνος. Η μοναξιά είναι δύσκολο πράγμα και δεν είναι για όλους, άλλοι τη λαχταρούν κι άλλοι την τρέμουν. Αν δεν έχεις μάθει να ζεις μόνος σου, βλέπεις μπροστά σου μόνο απροσπέλαστα εμπόδια και όχι τα όμορφα που μπορεί να σου χαρίσεις με μία θαρραλέα κίνηση κόντρα στην ασφάλειά σου. Λες «με το ταίρι μου κουτσά-στραβά, θα τα καταφέρω», γιατί δε θες όμως να τα καταφέρεις ευθυτενώς και ολοκάθαρα, είτε μόνος σου είτε με κάποιο άλλο ταίρι, λειτουργικότερο για τις ανάγκες και τις επιθυμίες σου;

Η συνήθεια κρύβεται στα πιο μικρά πράγματα, είναι ύπουλη, δεν την αναγνωρίζεις εύκολα. Σου δίνει το προνόμιο να καταβάλλεις μηδενική προσπάθεια ρυθμίζοντας καθημερινά θέματα, έτσι σε γλυκαίνει γιατί μοιάζει να σε ξεκουράζει. Όμως κάποιες συνήθειες είναι για να κόβονται. Ο μύθος λέει πως χρειάζονται 21 ημέρες για να αυτοματοποιήσουμε μία νέα συνήθεια, οι έρευνες όμως συγκλίνουν στις 66 ημέρες. Όπως και να ‘χει, όσο κι αν χρειάζεται, σε μία ζωή που αλλάζει διαρκώς, οι συνήθειες μας γιατί να περιμένουν ίδιες; Λοιπόν, πότε ξεκινάμε;

Η Αθανασία της Ψυχής μέσα από τον Έρωτα

Ένα βασικό ερώτημα που έχει τεθεί από τα αρχαία χρόνια και έχει απασχολήσει την μεγαλύτερη μερίδα του πληθυσμού, για να μην πούμε όλη, είναι τι είναι ο έρωτας; Μπορεί κάποιος να τον ορίσει, μπορεί άραγε ο έρωτας να είναι για όλους μια ίδια έννοια ή ένας ίδιος ορισμός;

Κατά την γνώμη μου θαρρώ πως είναι πολύ δύσκολο ως και ακατόρθωτο να είναι για όλους κάτι κοινό, ο κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός.

Σύμφωνα με αναφορές που έχουν πραγματοποιηθεί διαχρονικά για τον «έρωτα» θα παρατεθεί ένας ορισμός που χρησιμοποιείται ευρέως: «πρόκειται για τη ζωηρή έλξη μεταξύ δύο προσώπων, η οποία συνήθως, σχετίζεται με την επιθυμία για συνουσία. Θεωρείται το ισχυρότερο συναίσθημα έλξης μεταξύ προσώπων, καθώς συμβάλλει και στη διαιώνιση των ειδών και την αναπαραγωγή».

Όμως όπως προαναφέρθηκε η αντίληψη για το τι είναι έρωτας μπορεί να διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο πόσο μάλλον από πολιτισμό σε πολιτισμό.
Έρωτας και συναισθήματα

Μέσα από εκατοντάδες μελέτες, έχει αποδειχθεί ότι ο έρωτας συμβάλει πολύ σημαντικά στην ψυχική μας υγεία. Σκεφτείτε πως νιώθατε την τελευταία φορά που ερωτευτήκατε, τα πρώτα αισθήματα που πυροδοτήθηκαν μέσα σας. Υποστηρίζεται από ειδικούς πως ο έρωτας είναι το πάθος και η επιθυμία ενός ανθρώπου για έναν άλλον.

Μέσα στον έρωτα μπορεί να βιώσεις έντονα αισθήματα χαράς, ευτυχίας, αναζωογόνησης που αυτά συμβάλλουν θετικά στην ψυχική υγεία σου και σε βοηθούν σημαντικά στην καθημερινότητα σου, μειώνοντας το στρες.

Όμως πρέπει να σημειωθεί ότι στη ζωή και πιο συγκεκριμένα στις καταστάσεις που βιώνουμε, τις περισσότερες φορές υπάρχουν δύο όψεις του νομίσματος. Έτσι είναι και στον έρωτα εκτός από τα θετικά αισθήματα το άτομο είναι πιθανό να βιώσει και αρνητικά όπως είναι η λύπη, η οργή και ο έντονος φόβος. Αυτά τα συναισθήματα όμως δεν πρέπει να σταθούν εμπόδιο στην ζωή μας, πρέπει να ζήσουμε τη στιγμή.

Άλλωστε η στιγμή είναι αυτή που θεμελιώνει το παρόν μας και χτίζει το μέλλον μας. 
 
Λογική και Έρωτας

Λένε πως όταν ερωτεύεσαι δεν μπορείς να έχεις ορθή κρίση, γίνεσαι ευάλωτος. Γίνεσαι ευάλωτος από έναν άνθρωπο που έχει αρχίσει να σε έλκει πνευματικά, συναισθηματικά και σωματικά αυτοί είναι οι τρείς βασικοί πυλώνες του έρωτα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αν κάποιος καταφέρει να «κατακτήσει» αυτούς τους τρείς πυλώνες, τότε είναι πολύ πιθανό να υπερισχύσει και να σπάσει τις «ασπίδες» που τοποθετούμε προς τον έξω κόσμο, για να προστατέψουμε τον εαυτό μας.

Μάλιστα όταν πέσουν οι ασπίδες που έχουμε οχυρώσει στο παρελθόν τόσο καλά τον εαυτό μας, έχοντας την πεποίθηση ότι έτσι δεν θα ξανά πληγωθούμε τότε αρχίζουν να μπερδεύονται και οι δρόμοι της «καρδιάς» και της «λογικής». Λέγεται πως πολλές φορές διασταυρώνονται αυτοί οι δύο δρόμοι στην ζωή μας, αλλά σημαντικό να υπογραμμισθεί είναι πως μόνο έναν από τους δύο διαλέγουμε να διαβούμε στα ζητήματα του έρωτα.

«Ο έρωτας και η λογική μοιάζουν με τον ήλιο και το φεγγάρι. Όταν ανατέλλει το ένα, δύει το άλλο». Κικέρων 

Ο φόβος και οι επιπτώσεις του

Ο φόβος είναι ένα από τα βασικά συναισθήματα που συνοδεύει τον έρωτα από την αρχή ως και το τέλος. Όταν υπάρχει επιθυμία ανάμεσα σε δύο άτομα είναι φυσικό να υπάρχει και η έντονη αίσθηση της απόρριψης. Υπάρχουν δεύτερες σκέψεις, προβληματισμοί και το ροζ σύννεφο του έρωτα δέχεται «πυρά» από τον ίδιο μας τον εαυτό και τις αμφιβολίες μας. Όμως σημαντικό να τονισθεί είναι πως ο φόβος έχει επιπτώσεις στην ψυχική μας υγεία.

Αρχικά οι ειδικοί υποστηρίζουν πως ο φόβος είναι ένα από τα έξι βασικά συναισθήματα που εντοπίζονται στο άτομο και πιο συγκεκριμένα είναι ένα αρνητικό συναίσθημα. Σημαντικό να ειπωθεί είναι πως ο φόβος κατά κύριο λόγο υπάρχει για την προφύλαξη του ανθρώπινου οργανισμού από κάποιο απειλητικό ερέθισμα. Παρατηρείται όμως πέρα από αυτή την χρησιμότητα πως οι φόβοι που έχει ένα άτομο μπορεί να γίνουν πολλοί προσωπικοί.

Όταν το άτομο βιώνει το συναίσθημα αυτό διακρίνονται κάποιες αντιδράσεις στο ανθρώπινο σώμα, οι οποίες προέρχονται από το αυτόνομο νευρικό σύστημα.

Πιο αναλυτικά μπορεί να παρουσιαστεί στο άτομο ταχυκαρδία, διαστολή της κόρης του, επιτάχυνση των αναπνοών του, ωχρότητα στο πρόσωπο, έντονη εφίδρωση και η πέψη των τροφών αναστέλλεται.

Επιπρόσθετα στην υγεία, ο φόβος παροτρύνει τα άτομα να αντιλαμβάνονται τον κόσμο ως απειλή. Με αποτέλεσμα να θέτουν τον εαυτό τους σε μία συνεχόμενη κατάσταση επαγρύπνησης. Τέλος είναι πολύ πιθανό το συναίσθημα του φόβου να αποδιοργανώσει το άτομο και να προκαλεί αισθήματα ταραχής, πανικού και έντονης σύγχυσης.

Βιώνοντας με πληρότητα τον έρωτα

Καταλήγοντας ο έρωτας για κάποιους ανθρώπους ορίζεται ως η ευδαιμονία, η εσωτερική γαλήνη, η σοφία, η ηδονή ή η αθανασία της ψυχής. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι όλα αυτά μαζί μπορούν να ορίσουν έναν ιδανικό έρωτα. Σημαντικό να τονισθεί είναι πως αν είναι αμοιβαίος όλα αυτά που προαναφέρθηκαν είναι ικανά να μαλακώσουν και την καρδιά ενός δολοφόνου. Ας αναστοχαστούμε για λίγο, αν μπορούσαμε να κάνουμε στην άκρη τους φόβους και τις αμφιβολίες που μας γεννιούνται απέναντι στον άνθρωπο μας, πόσο έντονες θα ήταν οι στιγμές που θα ζούσαμε, πόσους ανεκπλήρωτους έρωτες θα είχαμε καλύψει.

Ο έρωτας γεννιέται μέσα από το κοίταγμα δύο ανθρώπων, ζει και τρέφεται μέσα από την επιθυμία τους για συνάντηση και κορυφώνεται από την αδυναμία τους να αποχωριστούν ο ένας τον άλλον. Ο έρωτας μας κάνει να νιώθουμε παντοδύναμοι, αφού η επίγευση που μας αφήνει είναι η αθανασία της ψυχής μας.

Άραγε ποιος δεν θα ήθελε να είναι αθάνατος έστω και για ένα λεπτό στην ζωή του;

Είναι βλακώδες το να δείχνεις ότι είσαι έξυπνος

Αν θελήσουμε να εξετάσουμε γιατί είναι βλακώδες το να δείχνεις ότι είσαι έξυπνος, την απάντηση θα πρέπει να αναζητήσουμε να τη βρούμε σκεπασμένη κάτω από στρώματα σκόνης συμβουλών και νουθεσιών πάππου προς πάππου, οι οποίες συμβουλές και νουθεσίες μας καθιστούν σαφές ότι είναι φρονιμότερο να μη δείχνεις ότι είσαι έξυπνος.

Αυτή η βαθύτατα απαισιόδοξη, αυτή η καχύποπτη σύνεση, που κανείς πια στις μέρες μας δεν μπορεί να την εννοήσει με το πρώτο, πολύ πιθανό να κατάγεται από μιαν εποχή, όπου οι αδύνατοι ήταν πράγματι τόσο έξυπνοι, ώστε δεν περνιούνταν καν για ξύπνιοι: καθότι, συν τοις άλλοις, η εξυπνάδα τους θα μπορούσε ενδεχομένως να απειλήσει τη ζωή των ισχυρών!

Η βλακεία αντίθετα, νανουρίζει και αποκοιμίζει τη δυσπιστία, την “αφοπλίζει”, όπως λέμε σήμερα…

Ο αδύνατος που δεν μπορεί, ερεθίζει τον δυνατό λιγότερο από τον αδύνατο που δεν θέλει…

Κατά λογική συνέπεια, άρα, η εξυπνάδα κάνει τον δυνατό να γίνεται “θηρίο”!

Και ναι μεν, τώρα, η εξυπνάδα των υποτακτικών συμβαίνει ενίοτε να εκτιμάται –δεν εκτιμάται, όμως, ποτέ, όταν ξεπερνά τα όρια της άνευ όρων αφοσίωσης.

Από τη στιγμή, μάλιστα, που θα λείψουν αυτά τα εύσημα καλής διαγωγής και δεν θα του είναι βέβαιο ότι η εξυπνάδα έχει όντως τεθεί στην υπηρεσία του κύριου και αφέντη, όλο και πιο σπάνια θα την αποκαλούν με το όνομά της και θα προτιμούν να τη λένε αυθάδεια, θρασύτητα, ή κακοήθεια…

Η θεωρία του Παρμενίδη

Ως γνωστόν, κατά τον 6ο και 5ο π. Χ αιώνα, τα κέντρα της πνευματικής ανάπτυξης της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφικής σκέψης σταδιακά μεταφέρονται στη νότια Ιταλία. Σε αντίθεση με τη Μίλητο και την Έφεσο, οι οποίες ανέπτυξαν το εμπόριο, τα νέα κέντρα έκλιναν στην ανάπτυξη της γεωργίας και της αμπελουργίας.

Στην Ελέα, όπου πέρασε τα γεράματα του ο Ξενοφάνης ιδρυτής της Ελεατικής φιλοσοφίας και σχολής, έζησαν και άκμασαν ο Παρμενίδης και ο μαθητής του, Ζήνων.

Οι τρεις Μιλήσιοι φιλόσοφοι ο Θαλής, ο Αναξίμανδρος κι ο Αναξιμένης θεωρούν πως από Ένα -και μόνο- πρωταρχικό στοιχείο, έχουν προκύψει τα πάντα. Αλλά πως μπορούσε ένα στοιχείο ν’ αλλάξει ξαφνικά μορφή και να γίνει κάτι εντελώς διαφορετικό; Το πρόβλημα αυτό μπορούμε να το ονομάσουμε πρόβλημα της μεταβολής. M’ αυτά τα ερωτήματα ασχολήθηκαν μεταξύ των άλλων οι λεγόμενοι Ελεάτες φιλόσοφοι, που πήραν τ’ όνομα τους από την ελληνική αποικία Ελέα στη Νότια Ιταλία. Οι Ελεάτες έζησαν περίπου το 500 π.κ.ε και ο πιο γνωστός ανάμεσα τους ήταν ο Παρμενίδης (540-480 π.κ.ε)

Για τον Ελεάτη Παρμενίδη η ορθή λειτουργία της σκέψης ξεκινά από την αρχή ότι το Α κατ᾽ ανάγκην είναι Α – το Α δεν μπορεί να είναι ταυτοχρόνως και Α και Β.

Η αρχή αυτή θα ονομαστεί αργότερα στη Λογική «αρχή της ταυτότητας» ή «αρχή της μη αντίφασης». Ο Παρμενίδης είναι ο πρώτος που συνέλαβε αυτή την αρχή, και την ανέδειξε σε κριτήριο της έλλογης σκέψης. Είναι η αρχή πάνω στην οποία θεμελιώθηκαν τα μαθηματικά και οι επιστήμες

Η θεωρία του Παρμενίδη, είναι διάχυτη από την αμφιβολία, κατά πόσο οι αισθήσεις μπορούν να μας δώσουν την αντικειμενική αλήθεια. Ακόμα και ο Ηράκλειτος αναρωτιόταν για την αντικειμενικότητα της Λογικής. Τις φιλοσοφικές του ιδέες και τις προσπάθειές του να ερμηνεύσει τον κόσμο εκθέτει στο φιλοσοφικό ποίημά του «Περί φύσεως» από το οποίο σώθηκαν μόνο αποσπάσματα.

Το «είναι» για τον Παρμενίδη είναι «αγέννητο» και «ανώλεθρο» και το «νοείν» είναι ο αναγκαίος συνδετικός κρίκος με το «είναι». Παράλληλα δε, οι αισθήσεις θεωρεί ότι μπορεί να δίδουν στους ανθρώπους ψευδή εικόνα ή ψευδείς εικόνες του κόσμου.

Κατά την θεωρία του το ον είναι αδιατάρακτο και αγέννητο και μέσα στην ενότητά του διαλύεται ο κόσμος των φαινομένων και εντυπώσεων. Άρα, το αληθινό ον είναι διαφορετικό απ` αυτό που μας δίνουν οι αισθήσεις και η επιστήμη της γνώσης διαφορετική από την υποκειμενική γνώμη. Είναι ο φιλόσοφος του Είναι, σε αντιπαραβολή με τον Ηράκλειτο, που είναι ο φιλόσοφος του Γίγνεσθαι.

Ο Παρμενίδης θεωρεί ότι ο κόσμος αποτελείται από ένα σύνολο πολλαπλών φαινομένων, στον κόσμο αυτόν το κάθε φαινόμενο ή αντικείμενο είναι κάτι και παράλληλα δεν είναι κάτι άλλο, δηλαδή το καθετί μέσα στον κόσμο έχει τη δική του φύση, τις δικές του ιδιότητες, τα δικά του κύρια χαρακτηριστικά.

Σ` αυτό το σκεπτικό στηρίζει τη θέση του πάνω στο Είναι και Μη Είναι των πραγμάτων. Καθετί συνεπώς Είναι και συγχρόνως δεν Είναι. Γι’ αυτό και για τον Παρμενίδη, δεν υπάρχει ούτε γένεση ούτε φθορά. Η πολλαπλότητα των αντικειμένων είναι μόνο μια δοξασία. Αληθινό είναι μόνο ό,τι μπορεί να εκφραστεί με το Είναι. Η γνώση φτάνει μέχρι την πλήρη αντίληψη του όντος, από τη στιγμή που και η νόηση είναι ταυτόσημη με την ύπαρξη, δηλ. μπορεί να νοήσει κανείς ό,τι είναι αληθινά υπαρκτό.

Τα κύρια στοιχεία της σύνθεσης του κόσμου είναι το θερμό και το αντίθετό του ψυχρό. Το θερμό μέσα στη σφαίρα που συνθέτει τον κόσμο κατέχει τη θέση του όντος.

Σύμφωνα με την καθιερωμένη άποψη, ο Παρμενίδης θεωρείται μονιστής: απορρίπτει ριζικά την πολλαπλότητα και την πολυμορφία του αισθητού κόσμου καθώς επίσης την κίνηση, την αλλαγή, τη γένεση και τη φθορά των όντων. Ασχολείται αποκλειστικά με τη μία και μόνη πραγματική οντότητα, το Ον, και τις ιδιότητές του, όπως αυτές εκτίθενται στο απόσπασμα Β8: «αγέννητο, άφθαρτο, ολόκληρο, μονοειδές, ακλόνητο, τέλειο, όλο μαζί, ένα, συνεχές, αδιαίρετο, διότι είναι όλο, όμοιο, ακίνητο, χωρίς αρχή ούτε τέλος, μένοντας ίδιο, στο ίδιο μέρος, κείτεται μόνο του κι έτσι στεριωμένο θα μείνει. Γιατί η τρανή Ανάγκη το κρατάει στα δεσμά του ορίου, που γύρω γύρω το στριμώχνει». Πολλοί μελετητές μάλιστα πιστεύουν ότι σκοπός του Παρμενίδη είναι να αποδείξει, μέσω της Αλήθειας, ότι αυτό που μπορούμε να περιγράψουμε ή να σκεφθούμε όχι μόνο πρέπει να διαθέτει τις παραπάνω ιδιότητες, αλλά και να υπάρχει. Σύμφωνα με αυτή την άποψη ο Παρμενίδης είναι υπαρκτικός μονιστής.

Ο Παρμενίδης εκθέτει τη φιλοσοφία του σε έμμετρο λόγο (δακτυλικό εξάμετρο), επιθυμώντας πιθανώς να την παρουσιάσει ως αποτέλεσμα θείας αποκάλυψης. Στο προοίμιο του ποιήματoς περιγράφεται το ταξίδι του ποιητή πάνω σε άρμα, καθοδηγούμενο από κόρες του ΄Ηλιου σε μια ανώνυμη θεά. Ακολουθεί η Αλήθεια, στην οποία μιλά η θεά επιχειρώντας μια προσέγγιση της καρδιάς της αλήθειας.

«αλλά ωστόσο θα μάθεις και τούτο, πως τα δοκούντα θα έπρεπε να είναι απολύτως δεκτά, όλα δεκτά στο σύνολό τους ως όντα».

Παρουσιάζοντας τα φαινόμενα ως όντα, εισάγεται στο ποίημα το Είναι και γεννιέται εκείνος ο κλάδος της φιλοσοφίας που ονομάζεται Οντολογία, δηλαδή λόγος περί του όντος, περί του Είναι. Σε αντίθεση με τους Ίωνες ο Παρμενίδης δεν ρωτά για το τι των όντων, αλλά στρέφει την προσοχή μας στο Είναι.

Με τον όρο Οντολογία αναφερόμαστε στο λόγο περί του όντος ή στην επιστήμη του όντος, τη φιλοσοφική αναζήτηση που εξετάζει τις αρχές της ύπαρξης και συγκρότησης του Όντος, μελετά τη φύση και την ουσία των Όντων (Ον= αυτό που πραγματικά υπάρχει, καθετί που έχει υπόσταση). Στη φιλοσοφία η έρευνα της φύσης του όντος γίνεται σε διάκριση από το φαινόμενο.

Όταν η οντολογία αναδεικνύει την ουσία, σε σχέση με τα επιμέρους όντα, τότε αποκαλείται ουσιοκρατία, ουσιολογική οντολογία, ουσιοκρατική οντολογία ή σπανιότερα, εσενσιαλισμός (essentialismus) από τη λατινική λέξη essentia (ουσία).

Όταν η οντολογία προκρίνει το πρόσωπο έναντι της ουσίας, τότε ονομάζεται προσωποκρατία, προσωποκεντρισμός, περσοναλισμός (personalismus) ή προσωποκρατική οντολογία. Όταν η οντολογία δίνει προτεραιότητα στο άτομο έναντι του προσώπου, τότε ονομάζεται ατομοκρατική οντολογία ή ατομοκρατία.

Σε ένα άλλο απόσπασμα ο Παρμενίδης αντιδιαστέλλει το Είναι, την ύπαρξη των όντων, με το μηδέν και το απορρίπτει, μη αποδεχόμενος τη σύλληψη του απόλυτου μηδενός ως αντίθετου στο Είναι. Παρόλο που αναφέρει αρχικά τις δύο οδούς του είναι και του μηδενός, ως τις μόνες που μπορούν να νοηθούν, σπεύδει να υπογραμμίσει ότι η οδός του «Είναι» είναι η μόνη αληθινή και ότι μόνον το «Είναι» μπορεί να αποτελέσει αυθεντικό αντικείμενο της νόησης. Η νόηση εδώ δεν εξαρτάται βέβαια από τις αισθήσεις, ούτε τις λέξεις, αλλά εισδύει στη βαθύτερη ουσία των πραγμάτων.

Άσχετα από τη μεταβολή των εξωτερικών πραγμάτων το «Είναι» που αφορά αδιακρίτως κάθε ον, αποτελεί το μοναδικό αντικείμενο της Αλήθειας, η οποία δεν αρνείται τον Κόσμο και την πολλαπλότητα, την κίνηση και την πολυμορφία, αλλά υπογραμμίζει την «ΕΝΟΤΗΤΑ» και συνέχεια που τον διέπει, αν φυσικά τον δούμε γεμάτο από το «Είναι».

Ο μονισμός της Αλήθειας και ο δυισμός της Δόξας δε βρίσκονται σε αντίθεση, αλλά αλληλοσυμπληρώνονται και συνδέονται στενά. Η Αλήθεια ασχολείται με το Αμετάβλητο «Είναι» ενώ η Δόξα με το Κοσμικό «Γίγνεσθαι». Ανάμεσα στα δύο τμήματα το τμήμα της Αλήθειας ήταν εκείνο που επηρέασε την εξέλιξη της ελληνικής φιλοσοφίας περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο προσωκρατικό κείμενο. Η επίδρασή του είναι εμφανής τόσο στους μεταγενέστερους προσωκρατικούς όσο και στο έργο του Πλάτωνα [Πυθαγόρη] και του Αριστοτέλη.

Στα κείμενά του παρουσιάζεται, ο Ελεάτης φιλόσοφος, πως έρχεται με μια άμαξα από τον ουρανό και συνομιλεί, αναπτύσσοντας τις φιλοσοφικές του απόψεις, όχι με θνητό αλλά με μια θεά. Αποδίδει με τον τρόπο αυτό την πνευματική δύναμη των απόψεων του.

Ο Παρμενίδης δεν αναζήτησε την ενότητα του κόσμου σε ένα από τα επιμέρους στοιχεία του (νερό, αέρας, φωτιά κ.λπ.), αλλά στο Είναι (τὸ εἶναι, τὸ ἐόν), τονίζοντας ότι καθετί γύρω μας υφίσταται, υπάρχει, είναι.

Το Προοίμιο του ποιήματος που συνέθεσε περιγράφει ένα υπερφυσικό ταξίδι προς μια ανώνυμη θεά, η οποία του υπόσχεται πως θα μάθει από αυτήν «τα πάντα». Ακολουθεί το τμήμα της Αλήθειας, το οποίο αναπτύσσει την έννοια του Είναι διακρίνοντας δύο οδούς της νόησης. Η οδός του Είναι, η οποία τονίζει «ότι είναι και ότι αδύνατο να μην είναι», χαρακτηρίζεται ως οδός «της πειθούς, γιατί ακολουθεί την αλήθεια». Αντίθετα, η οδός του Μηδενός, η οποία υποστηρίζει «ότι δεν είναι και ότι ανάγκη να μην είναι», είναι μια «στράτα δίχως γνώση· γιατί ούτε να γνωρίσεις το μη-ον θα μπορούσες, ούτε να το εκφράσεις».

Στη συνέχεια η θεά εκθέτει μια σειρά από σήματα, τα οποία οριοθετούν την οδό του Είναι, ασκώντας συγχρόνως έμμεσα κριτική στους Μιλησίους. Η κατάφαση του Είναι συμβαδίζει διαρκώς με τη ρητή απόρριψη τόσο του Μηδενός όσο και μιας σύνδεσης και ανάμιξής του με το Είναι, η οποία θα μπορούσε να πάρει τη μορφή μιας “τρίτης οδού”. Στο δεύτερο τμήμα (Δόξα), η θεά εντοπίζει το θεμελιώδες σφάλμα των θνητών, οι οποίοι στις δοξασίες τους (δόξαι) διχοτομούν τον κόσμο βάσει δύο αντίθετων μορφῶν: του φωτός και της νύχτας. Στη συνέχεια εκθέτει ένα έγκυρο κοσμογονικό και κοσμολογικό σύστημα (διάκοσμος, Β 8.60), στο οποίο οι δύο μορφές δεν αλληλοαποκλείονται, αλλά αναμειγνύονται διαμορφώνοντας από κοινού τον κόσμο.

«Αφού λοιπόν τα πάντα φως και νύχτα ονομάστηκαν κι όσα αντιστοιχούν στις δυνάμεις τους στο καθετί αποδόθηκαν, όλα γεμάτα είναι από φως και νύχτα αόρατη συνάμα – ίσα και τα δύο, γιατί το Μηδέν σε κανένα τους δεν μετέχει» (Παρμενίδης, Β 9).

Παρμενίδης ο Ελεάτης: O αντίποδας της ηρακλείτειας φιλοσοφίας

Οι δύο μεγάλοι φιλόσοφοι της εποχής, ο Ηράκλειτος και ο Παρμενίδης συνήθως θεωρούμε ότι εκπροσωπούν αντίθετους πόλους στη φιλοσοφία: ο Ηράκλειτος είναι ο φιλόσοφος της αέναης αλλαγής και ο Παρμενίδης της απόλυτης ακινησίας. Και όμως η αφετηρία της σκέψης τους είναι κοινή. Και για τους δύο η φιλοσοφία είναι άρνηση του κοινού νου. Στις διαδεδομένες πεποιθήσεις των ανθρώπων, στις θρησκευτικές τους πρακτικές, ακόμη και στις απλές εικόνες που σχηματίζουν για τον κόσμο, δεν υπάρχει η παραμικρή δόση αλήθειας. Ο φιλόσοφος δεν θα κολακέψει ποτέ το πλήθος, δεν θα επιδιώξει να το προσεταιριστεί. Για να το αποσπάσει από τις φρούδες βεβαιότητές του, τους ευσεβείς του πόθους, δεν θα διστάσει να κατακρίνει ανοιχτά τις συνήθειες, τις αξίες και τις αντιλήψεις του, με καυστικό και δηκτικό τρόπο.

Ο Ηράκλειτος αντίθετα από τον Παρμενίδη γράφει σε πεζό λόγο, αλλά με ύφος που παραπέμπει σε χρησμούς και αφορισμούς. Τονίζει τη διαρκή κίνηση και μεταβλητότητα των πραγμάτων, χωρίς ωστόσο να μένει στη διαπίστωση ότι τὰ πάντα ῥεῖ (φράση που δεν προέρχεται από τον ίδιο και που κακώς του αποδίδεται). Τονίζει, αντίθετα, την ενότητα και συνοχή του μεταβαλλόμενου σύμπαντος, την οποία διασφαλίζει η ισχύς του λόγου: της ρυθμιστικής αρχής που διέπει το σύνολο της πραγματικότητας, συνδέει με σχέσεις αναλογίας όλα τα όντα και αποτελεί κριτήριο κάθε αληθούς λέγειν.

«Αν και ο λόγος αυτός υπάρχει αιώνια, οι άνθρωποι γίνονται πάντα ασύνετοι, και πριν τον ακούσουν και αφού τον ακούσουν για πρώτη φορά. Κι ενώ τα πάντα γίνονται σύμφωνα με αυτό τον λόγο, οι άνθρωποι δείχνουν άπειροι, κι ας έχουν πείρα λόγων και έργων όπως αυτά που πραγματεύομαι εγώ εδώ, όταν τα διαιρώ σύμφωνα με τη φύση του καθενός και εξηγώ πώς έχουν» (Β 1).

Ακόμη και οι καταστάσεις που εμφανίζονται ως αντίθετες εναρμονίζονται μέσα σε αυτήν τη βαθιά ενότητα, την οποία ο Ηράκλειτος αποκαλεί τὸ σοφόν και εξεικονίζει ως πῦρ: ως μια σταθερά που διαρκώς λαμβάνει διάφορες μορφές, χωρίς να χάνει ποτέ την ουσία της.

Ο σεβασμός και η εκτίμηση του Πλάτωνα για τον Παρμενίδη διατυπώνονται με ιδιαίτερη έμφαση. Ο πλατωνικός Σωκράτης τον αποκαλεί «σεβάσμιο και φοβερό» και ανησυχεί μήπως αποτύχει να κατανοήσει τα λεγόμενά του (Θεαίτ. 183e-184a). Η επίδρασή του στην πλατωνική μεταφυσική υπήρξε καθοριστική, καθώς οι ιδέες διέπονται από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του παρμενίδειου Είναι: είναι ενιαίες, απλές, αμετάβλητες, αγέννητες και άφθαρτες.

Στον Παρμενίδη, ο γέρων Παρμενίδης αναλαμβάνει τον κεντρικό ρόλο και προσφέρει στον νεαρό Σωκράτη ένα σημαντικό μάθημα περί ιδεών και διαλεκτικής, ενώ στον Σοφιστή και τον Πολιτικό κεντρικός συνομιλητής είναι ο ανώνυμος Ελεάτης Ξένος· αυτός αναγνωρίζει ότι η διάζευξη Είναι-Μηδενός αδυνατεί να εξηγήσει οντολογικά το ψεύδος, την ομοιότητα και την επίφαση και μετασχηματίζει το Μηδέν στην ιδέα της ετερότητας – χωρίς ωστόσο να αποδέχεται την ύπαρξη του “απόλυτου” Μηδενός, και άρα αποφεύγοντας εντέλει την περίφημη πατροκτονία. Τόσο στον Παρμενίδη όσο και στον Σοφιστή, ωστόσο, η φιλοσοφία του Παρμενίδη θα συνοψισθεί στη φράση ἓν τὸ πᾶν, αναγορεύοντάς τον έτσι τον Παρμενίδη σε φιλόσοφο του Ενός και της ακινησίας – ενώ από την άλλη ο Ηράκλειτος θα ταυτιστεί με τους ακραίους “οπαδούς” του (όπως ο Κρατύλος), εμφανιζόμενος ως φιλόσοφος της απροσδιόριστης μεταβλητότητας και διαρκούς ροής.

Η αδιάλειπτη ροϊκότητα των “Ηρακλειτείων” θα αναγνωριστεί από τον Πλάτωνα ως βασικό χαρακτηριστικό του κόσμου των φαινομένων· παράλληλα, η απόδοση στον Ηράκλειτο μιας θέσης περί ταυτόχρονης ύπαρξης των αντιθέτων, η οποία αποκλείει κάθε βέβαιη γνώση, τον εμφανίζει ως πρόδρομο της σοφιστικής (Κρατ. 402a, Θεαίτ . 152 d-e, 179e-180c). Παρμενίδης και Ηράκλειτος καθίστανται έτσι πόλοι μιας αντίθεσης, της οποίας η γεφύρωση και υπέρβαση θα αναληφθεί από την ίδια την πλατωνική φιλοσοφία.

Λίλιθ: Ο Αρχαίος Δαίμονας

Η Λίλιθ είναι μία από τις αρχαιότερες γνωστές θεότητες του Κόσμου. Οι ρίζες της προέρχονται από το γνωστό Έπος του Γκιλγκαμές, όμως η σκοτεινή θεά αναφέρεται στην Βίβλο αλλά και στο Ταλμούδ.

Σε μερικές πηγές περιγράφεται ως Δαίμονας, ενώ σε άλλες μεταμορφώνεται σε ένα σύμβολο που εν τέλει έγινε μία από τις σκοτεινότερες Θεότητες του Παγανισμού.

Στην Εβραϊκή παράδοση είναι ο μοχθηρότερος Δαίμονας αλλά σε άλλες παραπομπές στην Λίλιθ αναφέρεται ως η πρωτόπλαστη Γυναίκα στην Γη. Σύμφωνα με τον θρύλο, ο Θεός δημιούργησε την Λίλιθ ως την πρώτη γυναίκα κατά τον ίδιο τρόπο που έφτιαξε και τον Αδάμ. Η μοναδική διαφορά ήταν πως εκτός από καθαρό χώμα χρησιμοποίησε για να την δημιουργήσει Βρωμιά και ακαθαρσίες. Παραδοσιακά η Ονομασία Λίλιθ σημαίνει «Η Νύχτα», και σχετίζεται με τις ιδιότητες που συνδέονται με τις πνευματικές πτυχές της συναίσθησης και της ελευθερίας, αλλά και του ίδιου του τρόμου.

Λίλιθ: Ο Αρχαίος Δαίμονας των Σουμέριων

Η Ονομασία της Θεάς Λίλιθ προέρχεται από την Σουμεριακή λέξη «Lilitu» που σήμαινε πνεύμα του ανέμου ή Θηλυκός Δαίμονας. Η Λίλιθ αναφέρεται στην πλάκα XII του Έπους του Γκιλγκαμές, ενός διάσημου ποιήματος της Αρχαίας Μεσποποταμίας που χρονολογείται περίπου στο 2100 Π.Χ. Η Πλάκα προστέθηκε στο αρχικό κείμενο αρκετά αργότερα, περίπου το 600 Π.Χ στην Ασσυριακή και Ακκαδική μετάφραση του κειμένου. Η Σκοτεινή Θεά εμφανίζεται μέσα από μία μαγική ιστορία, στην οποία αντιπροσωπεύει τα κλαδιά ενός δέντρου και περιγράφεται παρέα με άλλους Δαίμονες, όμως οι Ερευνητές διαφωνούν για την δαιμονική ή σκοτεινή φύση της Θεάς. Παράλληλα εμφανίστηκε σε πρώιμες Εβραϊκές πηγές και έτσι είναι δυσδιάκριτη η πρώτη πηγή εμφάνισής της. Όμως είναι βέβαιο πως από τις απαρχές της ύπαρξής της στα διάφορα κείμενα σχετίζεται με την Σουμεριακή Μαγεία.

Η Λίλιθ περιγράφεται στο Βαβυλωνιακό Ταλμούδ ως ένα σκοτεινό πνεύμα με μία ανεξέλεγκτη και επικίνδυνη σεξουαλικότητα και αναφέρεται πως γονιμοποίησε τον ίδιο της τον εαυτό με ανδρικό σπόρο για να δημιουργήσει Δαίμονες και για αυτό πιστεύεται πως είναι η μητέρα εκατοντάδων Δαιμόνων.

Ήταν γνωστή στους Πολιτισμούς των Ελλήνων, των Αιγυπτίων, των Ισραηλινών αλλά και των Ρωμαίων. Αργότερα μέσα στους καιρούς «μετακόμισε» Βόρεια, όπου και αντιπροσώπευε το Χάος, την Σεξουαλικότητα και ο μύθος της σχετίζεται άρρηκτα με τις πρώιμες ιστορίες για τα Βαμπίρ και τους Βρικόλακες.

Η Σύζυγος του Βιβλικού Αδάμ

Η Λίλιθ εμφανίζεται στην Βίβλο, στο Κεφάλαιο του Ησαΐα 34:14 το οποίο περιγράφει την ερήμωση του Κήπου της Εδέμ. Από την αρχή θεωρείται ως ένα Δαιμονικό πνεύμα, ακάθαρτο και επικίνδυνο. Η Γένεσις την περιγράφει ως Πρώτη Σύζυγο του Αδάμ. Σύμφωνα με το βιβλίο, Ο Θεός τους δημιούργησε ταυτόχρονα και η Λίλιθ ήταν πολύ δυνατή και ανεξάρτητη και ζητούσε να είναι ίση με τον Αδάμ, και δεν δεχόταν να είναι λιγότερο σημαντική από εκείνη, αρνούμενη να παραβρεθεί μαζί του για αναπαραγωγή.

Έτσι η σύνδεση δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ και η ευτυχία δεν επήλθε αφού ο θεός την καταράστηκε να γεννά δαίμονες οι οποίοι και θα καταστρέφονταν από την αέναη φθορά. Έπειτα την εξόρισε από τον Παράδεισο και στην θέση της δημιούργησε την πειθήνια Εύα.

Ένα Σύμβολο για τους Σύγχρονους Παγανιστές και τον Φεμινισμό

Σήμερα η Λίλιθ έχει μετατραπεί σε ένα σύμβολο ελευθερίας για πολλές Φεμινιστικές ομάδες. Λόγω της ανάπτυξης της παιδείας οι γυναίκες ανέκτησαν την ανεξάρτητη θέση τους στο Κοινωνικό σύνολο και ξεκίνησαν να αναζητούν τα σύμβολα της Θηλυκής Δύναμης. Η Θεότητα επίσης ξεκίνησε να λατρεύεται από τους λάτρεις της Παγανιστικής παράδοσης Wicca που άνθισε κατά την δεκαετία του 1950.

Αυτή η μορφή ενισχύθηκε και από τους καλλιτέχνες που την αντιμετώπισαν ως Μούσα. Η Μορφή της μετατράπηκε σε ένα δημοφιλές μοτίβο στην τέχνη και την Λογοτεχνία κατά την διάρκεια της Αναγεννησιακής Περιόδου, όταν ο Μιχαήλ Άγγελος την απεικόνισε ως μισή Γυναίκα και μισή Ερπετό. Την παρουσίασε γύρω από το Ιερό Δέντρο της Γνώσης και με αυτό τον τρόπο ενίσχυσε την σημασία του μύθου της. Με τον καιρό η Λίλιθ προσέλκυσε την φαντασία και άλλων αντρών καλλιτεχνών όπως ο Dante Gabriel Rosetti, που την αποτύπωσε ως το πιο όμορφο θηλυκό στον Κόσμο. Ο Συγγραφέας των «Χρονικών της Νάρνια» C.S. Lewis εμπνεύστηκε από τον μύθο της Λίλιθ για να δημιουργήσει την Λευκή Μάγισσα. Ήταν όμορφη μα συνάμα επικίνδυνη και μοχθηρή και ανέφερε πως ήταν η κόρη της Λίλιθ που ήταν αποφασισμένη να σκοτώσει τα τέκνα του Αδάμ και της Εύας.

Λιγότερο ρομαντικές απεικονίσεις της Λίλιθ εμφανίστηκαν στο μυαλό του James Joyce που την αποκάλεσε υποστηρίκτρια των εκτρώσεων. Ο Joyce εισήγαγε την Λίλιθ στην Φεμινιστική φιλοσοφία και την παρουσίασε ως θεά των ανεξάρτητων γυναικών τον 20ο αιώνα. Όταν οι γυναίκες ξεκίνησαν να διεκδικούν τα δικαιώματά τους , ήρθαν σε αντιπαράθεση με την αντρική οπτική του κόσμου, συμπεριλαμβανομένης και της Βιβλικής παραβολής για την αρχή της ζωής στην Γη.

Η Πανάρχαια Σουμεριακή Δαιμονική θεότητα είναι ένα από τα δημοφιλέστερα θέματα στην φεμινιστική Λογοτεχνία που σχετίζεται με την Αρχαία Μυθολογία, κάνοντας τους ερευνητές να αναρωτιούνται αν πράγματι δημιουργήθηκε ως ένας πραγματικός Δαίμονας, ή ως μία παραβολική προειδοποίηση για το τι θα πάθαιναν οι γυναίκες αν αποζητούσαν περισσότερα δικαιώματα και δύναμη…

Αξίζεις τα πάντα. Και είναι κρίμα να μην το γνωρίζεις

Συμβιβάζεσαι με λίγα και ελπίζεις στα πολλά. Κάνεις πίσω για τους τύπους και κλειδώνεσαι. Λες ευχαριστώ για τα απολύτως αυτονόητα. Καλά κάνεις δε λέω, ή μάλλον καλά θα έκανες αν δεν αισθανόσουν αυτή την ευγνωμοσύνη την ατέλειωτη που νιώθεις τώρα λες και όλοι οι δρόμοι ανοίχτηκαν μπροστά σου και ήταν στρωμένοι με ροδοπέταλα, λες και χωρίς να κουνήσεις το δάχτυλό σου έγιναν όλα στη ζωή.

Όχι, προσπάθησες πολύ, προσπάθησες σκληρά και μπράβο σου. Τίμα τις προσπάθειές σου, τίμα εσένα και πάνω απ’ όλα να νιώθεις ευγνωμοσύνη… για σένα.

Δεν στο είπε ποτέ κανείς, μα αξίζεις τα πάντα. Έμαθες γεωμετρία, δύο τρεις τύπους μαθηματικών και φυσική, όμως για την ιστορία… η αξία σου παρέμεινε στο άγνωστο. Και δεν αναφέρομαι στα αρχαία.

Ύστερα μπήκες σε μια Σχολή και σπούδασες, όμως και πάλι κανείς δε σου είπε πόσο μοναδικός είσαι. Τα χρόνια πέρασαν, δουλειές ήρθαν και έφυγαν και άνθρωποι το ίδιο και εσύ ακόμα αμφιβάλλεις.

Γιατί δε στο είπε ποτέ κανείς. Γιατί κανείς δεν το ξέρει. Γιατί κανείς δε ξέρει ούτε για τον εαυτό του τον ίδιο κάτι τέτοιο. Γιατί αμφιβάλλουν όλοι για όλα τελικά, γιατί αν γνωρίζαμε πόσο μοναδικοί, ξεχωριστοί και υπέροχοι ήμασταν, τότε θα ήταν έτσι και όλη μας η κοινωνία. Όμως δε μας το είπε ποτέ κανείς. Ποιον συμφέρει άλλωστε;

Να περνάμε κρίσεις, να ερχόμαστε αντιμέτωποι με σοκ και πανικούς, να αισθανόμαστε λίγοι μπροστά στους «μεγάλους» που λύνουν και δένουν για χ,ψ λόγους παραγοντικούς, να φοβόμαστε μην απολυθούμε, να τρέμουμε να πούμε μια άποψη, να κρυβόμαστε. Κανέναν δε συμφέρει η αλήθεια μας. 

Η υπεροχότητα και η λάμψη μας.

Γεννήθηκες μέσα από αγάπη, για να δώσεις, να λάβεις και να ζήσεις μέσα στην αγάπη εξίσου. Είναι κρίμα να μην το γνωρίζεις, είναι κρίμα να μην το αισθάνεσαι, είναι κρίμα να μη σε τιμάς, να μη σε αγαπάς, να μη σε ορίζεις και κυρίως να μη σε σέβεσαι.

Είναι κρίμα να νιώθεις διαρκώς πως χρωστάς, είναι κρίμα να κάνεις πάντα δυο βήματα πίσω γιατί συνήθισες, είναι κρίμα να σε ρίχνεις πιο κάτω και να υπακούς απλά, χωρίς εν τέλει να ακούς.

Ξεκίνα να σε ακούς. Ξεκίνα να σε ορίζεις. Ξεκίνα να σε σέβεσαι, να σου κλείνεις το μάτι. Είσαι μοναδικός. Δε στο είπε ποτέ κανείς γιατί κανείς δεν το έκρινε απαραίτητο. Την αλήθεια την τρέμουμε.

Κρίμα! Όταν αρχίσεις να αντιλαμβάνεσαι τη δική σου αλήθεια και λάμψη, το δικό σου υπέρλαμπρο φως και ξεκινήσεις να αισθάνεσαι τη μελωδία που χτυπά η καρδιά σου στην εκάστοτε αλήθεια, τότε θα νιώσεις πραγματικά την αξία σου.

Ότι μπορείς να κατακτήσεις χτες, για να μη σου πω προχτές ό,τι ακριβώς επιθυμήσεις. Ότι μπορείς να ζήσεις πραγματικά ευτυχισμένος. Ότι μπορείς να ζήσεις μια ζωή ολόψυχη. Με καρδιά. Να νιώσεις ολοκληρωμένος. Μπορείς. Όμως δε στο ‘πε ποτέ κανείς.

Δεν είναι καθόλου αργά, αλήθεια. Ξεκίνα να σε ακούς ειλικρινά. Σκέψου πως η ζωή σου από τώρα είναι ένας άγραφος χάρτης. Τι χρώμα θα έβαζες; Ποιο θα ήταν το πρώτο σου σχέδιο; Ποια θα ήταν η πρώτη λέξη που θα έγραφες εκεί;

Ζήσε τα όνειρά σου άνθρωπέ μου ξύπνιος. Όχι μόνο στα όνειρα. Αξίζεις τα πάντα από πάντα, μα πιο πολύ από τώρα. Ξεκίνα τώρα και βούτα στο όνειρο και ζήσε το. Τώρα.

Καλόν γὰρ τὸ ἆθλον καὶ ἡ ἐλπὶς μεγάλη

Έτσι βεβαίωνε κάποτε εκείνος ο ‘φρονιμώτατος και δικαιώτατος’ άνθρωπος που πορευόταν τα έσχατα μέτρα ως την αναχώρησή του από αυτόν τον κόσμο όχι ζητώντας αλλά δίνοντας θάρρος στους περίλυπους φίλους και θρηνούντες μαθητές του. Είναι το λοιπόν καλό το έπαθλο και η ελπίδα μεγάλη… όταν ζήσεις αυτή τη ζωή ως αληθινός φιλόσοφος να προσδοκάς μια καλή, μια εξαιρετική τύχη στην επόμενη… αν έζησες με ‘αγνότητα’ και ‘σύνεση’, αν έζησες ‘ευσεβώς’… αλλά από κει και πέρα αρχίζει ένας ανελέητος υποκειμενισμός, ένας ακαταγώνιστος ψηλομύτικος περσοναλισμός, μια ατομική ερμηνευτική της κάθε λέξης, της κάθε φράσης, της κάθε έννοιας… γιατί τα μέτρα του φιλοσόφου είναι αυστηρά, οι ορίζουσες στενές και οι προϋποθέσεις απαιτητικές… σχεδόν ‘απάνθρωπες’… ο άνθρωπος είναι γραπωμένος από τη σανίδα της επιβίωσης, δεν έχει το ανάστημα ή το κουράγιο να αναζητήσει κορυφές και επιτεύξεις…

«καλόν γὰρ τὸ ἆθλον καὶ ἡ ἐλπὶς μεγάλη» -Πλάτων, Φαίδων


Μνημονεύουμε πλέον τους ανθρώπους αυτούς που έτσι ή αλλιώς ήταν ‘εξαιρέσεις’ σε κάθε εποχή λες και πρόκειται για ‘εξωγήινους’ ή ‘υπερανθρώπους’ που έδωσαν έναν τύπο, μια τάξη, ένα ύψος αλλά παραμένουν εξαιρέσεις. Το πρόβλημα δεν είναι στη σημερινή εποχή των ‘βιαστών’ του σκουπιδο-Μπιγκ Μπράδερ ότι θεώνται ως κάτι το ιδιαίτερο και απρόσιτο αυτές οι ‘στάσεις ζωής’ αλλά πως έχουν πλήρως αφανιστεί από τον ‘ορίζοντα των γεγονότων’ μας… Στο λυκόφως του Μεσαίωνα και καθώς αχνοχάραζε η Αναγέννηση, οι άνθρωποι αυτοί χρησίμευσαν ως πρότυπα για έναν άλλο ανθρωπισμό που έμελλε να είναι επαναστατικός, πλούσιος και μεμειγμένος βέβαια με τα αιτήματα των εποχών και των τόπων. Όμως ο ορίζοντας υπήρχε, οι φιλόσοφοι ενέπνεαν, οι μεγάλες σχολές ανταγωνίζονταν μεταξύ τους σε σφρίγος και ρώμη καθώς κυλούσε στις φλέβες το πνευματικό αίμα του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Πλωτίνου, του Αυγουστίνου.

Θα έπρεπε να το αναφέρω στην αρχή μα δεν πειράζει και τώρα, στέκεται ατόφιο. Μακριά από μένα λόγοι ‘παραινετικοί’, ‘προτρεπτικοί’ ή ‘πομαντικοί’ με δαψίλεια ηθικολογίας και περίσσεια ‘αποστασιοποιημένης’ υποκρισίας κάποιου κοσμικού ‘εγκρατίτη’. Δεν με αφορά το ηθικολογικό έλλειμμα, από αυτό δεν πάσχει κανείς μας. Αποτυπώνω το σχόλιό μου με πόνο καρδιάς… και το κάνω όλο και πιο σπάνια πλέον… η πραγματικότητα μοιάζει με μια θύελλα και η φωνή μου σαν εύθραυστο κλαράκι λυγίζει αλλά δεν σπάει. Ίσως δεν ακούγεται αλλά δεν πέθανε ακόμη.

Έστω όμως…

«όσοι φιλοσοφούν σωστά, αποφεύγουν τις επιθυμίες του σώματος και δείχνουν καρτερικότητα και δεν παραδίδουν τον εαυτό τους σ’ αυτές. Ούτε φοβούνται καθόλου την κατάρρευση της οικογένειάς τους ή τη φτώχεια, όπως πολλοί και φιλοχρήματοι. Ούτε πάλι φοβούνται την κοινή περιφρόνηση και αδοξία της κοινωνικής θέσεως όπως οι αρχομανείς και οι φιλόδοξοι. Αυτοί αδιαφορούν για τέτοια ζητήματα»

Να μου συγχωρεί ο Διδάσκαλος που απομόνωσα ένα φραγμέντο από τον ωραιότερο και πιο συγκινητικό ίσως διάλογό του –αν και πολλοί διεκδικούν τούτη την πρωτιά, υποκειμενική είναι η προσέγγιση είπαμε- αλλά το επέβαλλαν οι περιστάσεις, καθώς λένε. Ο μεγάλος Φλωρεντινός Φικίνος (Ficino, 1433 – 1499) έλεγε πως ‘όποιος διαβάζει σοβαρά τα έργα του Πλάτωνα θα βρεί μέσα σε αυτά τα πάντα’. Δεν χρειαζόμαστε τα πάντα, ψήγματα είναι πια αρκετά.

Κι αυτά όχι δυσεύρετα αλλά ‘καλά θαμμένα’…

Τώρα, ως ακροκέραμο… αναρωτιέμαι, από έναν λόφο περιτωμάτων, αν αφαιρέσεις ένα, παύουν τα υπόλοιπα να δικαιώνουν το ρόλο και την ύπαρξή τους; Ικανοποιήθηκε η μικροαστική ηθική αντίδραση των προυχόντων και αρχόντων που συνεχίζει να προβάλλεται ένα ελεεινό ‘πρότζεκτ’ ως τη στιγμή που κάποιο άλλο λουλούδι θα μας… χαρίσει το ξεχωριστό του άρωμα;

Αυτή τη φορά τι θα είναι άραγε; Η ίδια η πράξη;

Ανακαλύφθηκε μια άγνωστη έως τώρα μαζική εξαφάνιση των ειδών στη Γη πριν 233 εκατ. χρόνια

Τα ίχνη μιας ακόμη, άγνωστης έως τώρα, μαζικής εξαφάνισης των ειδών, η οποία συνέβη στη Γη πριν 233 εκατομμύρια χρόνια, ανακάλυψε μια διεθνής επιστημονική ομάδα. Το συμβάν (με την επιστημονική ονομασία Carnian Pluvial Episode ή CPE) κατά την Ύστερη Τριασική περίοδο, μεταξύ άλλων, διευκόλυνε την κυριαρχία των δεινοσαύρων στον πλανήτη μας.

Το επεισόδιο Carnian, στην ύστερη Τριαδική Περίοδο σηματοδοτεί μια εποχή βαθιών αλλαγών στη ζωή, στον ωκεανό και στην ξηρά. Κατά τη διάρκεια αυτού του σταδίου, σημειώθηκε μια σημαντική αλλαγή του κλίματος, Το συμβάν CPE συνέβη πριν από περίπου 234 έως 232 εκατομμύρια χρόνια. Το πιο χαρακτηριστικό χαρακτηριστικό του ήταν μια αξιοσημείωτη ενίσχυση του υδρολογικού κύκλου που χαρακτηρίστηκε από τέσσερα επεισόδια αυξημένης βροχόπτωσης, όπως υποδεικνύεται από διαφορετικά ιζηματογενή και παλαιοντολογικά δεδομένα). Επαναλαμβανόμενες διαταραχές του κύκλου C, που αποδεικνύονται από τα ισότοπα του C, συνέπεσαν με τις παγκόσμιες περιβαλλοντικές αλλαγές και την υπερθέρμανση του κλίματος, υποδηλώνοντας μια σχέση αιτίας-αποτελέσματος.

Οι 17 ερευνητές, με επικεφαλής τον παλαιοντολόγο Μάικ Μπέντον της Σχολής Γεωεπιστημών του βρετανικού Πανεπιστημίου του Μπρίστολ, οι οποίοι αξιολόγησαν μια σειρά από γεωλογικά και παλαιοντολογικά δεδομένα, θεωρούν ως πιθανότερη αιτία για την καταστροφή τις μαζικές εκρήξεις ηφαιστείων στον δυτικό Καναδά και στην Αλάσκα, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα τεράστιοι όγκοι ηφαιστειακού βασάλτη να ξεχυθούν και να καλύψουν μεγάλες εκτάσεις. Παράλληλα, η ατμόσφαιρα κατακλύσθηκε από εξίσου τεράστιες ποσότητες «αερίων του θερμοκηπίου», με συνέπεια να ανέβει απότομα η θερμοκρασία.

Η κλιματική αλλαγή που ακολούθησε, προκάλεσε μεγάλη απώλεια της βιοποικιλότητας τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα (απώλεια του ενός τρίτου των ειδών), ενώ μετά την εξαφάνιση των παλαιών ειδών, νέα είδη αναδύθηκαν, δημιουργώντας διαφορετικά οικοσυστήματα, π.χ. ευνοώντας ιδιαίτερα την επέκταση των κωνοφόρων δένδρων.

Οι δεινόσαυροι είχαν ήδη εμφανιστεί περίπου 20 εκατομμύρια χρόνια πριν από αυτή τη μαζική καταστροφή ειδών, αλλά έως τότε είχαν παραμείνει σχετικά σπάνιοι και μάλλον ασήμαντοι. Όμως στη συνέχεια, για ασαφείς λόγους, βρήκαν ευκαιρία να εγκαθιδρύσουν την κυριαρχική παρουσία τους. Το ίδιο έκαναν και άλλα νέα είδη, όπως οι χελώνες, οι κροκόδειλοι, οι σαύρες, νέα ερπετά και τα πρώτα θηλαστικά. Επίσης μετά τη νέα μαζική εξαφάνιση, εμφανίστηκαν οι πρώτοι σύγχρονοι κοραλλιογενείς ύφαλοι.

Έως τώρα οι παλαιοντολόγοι είχαν εντοπίσει πέντε μεγάλες μαζικές εξαφανίσεις ειδών κατά τα προηγούμενα 500 εκατομμύρια χρόνια, κάθε μία από τις οποίες είχε θεμελιώδεις επιπτώσεις για την εξέλιξη της ζωής στη Γη. Κάτι ανάλογο φαίνεται πως συνέβη και με την έκτη.

M. Heidegger: το ταξίδι προς θάνατο· τι είναι αυτό;

Μάρτιν Χάιντεγκερ: 1889-1976

ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΣ (§§45, 46)

Τι είναι ο θάνατος;

§1

Τι είναι ο θάνατος; Κυριολεκτικά παραπέμπει σε μια υπαρκτική κατάσταση, στην οποία οδεύει ολοταχώς ο άνθρωπος ως ύπαρξη. Με τη γλώσσα του Χάιντεγκερ πρόκειται για το «τέλος» της ύπαρξης του Dasein. Είναι το «τέλος» της πορείας που ακολουθεί το Dasein μέσα στον κόσμο και εντός του χρόνου. Πώς νοείται αυτό το τέλος; Νοείται ως το τερματικό σημείο μιας διαδρομής της ύπαρξης. Τούτη η διαδρομή τελεί πάντοτε σε χρονική εκκρεμότητα και ως τέτοια είναι η δυνατότητα της ύπαρξης του Dasein μας να υπάρχει αυθεντικά. Το να μπορεί να υπάρχει και μάλιστα να υπάρχει αυθεντικά σημαίνει να θέλει να έχει συνείδηση. Όσο αυτό το Dasein υπάρχει, τόσο φέρει μέσα του κυρίαρχο ένα συναίσθημα ότι εκκρεμεί κάτι που δεν έχει εκπληρώσει:

«Σε τούτη την εκκρεμότητα ανήκει το “τέλος”. Το “τέλος” του εντός-του κόσμου-Είναι είναι ο θάνατος».

Αυτό το τέλος περικλείει και καθορίζει την ολότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Γι’ αυτό και το αυθεντικώς υπάρχειν κινείται εντός των ορίων της σύλληψης του θανάτου ως ενός υπαρξιακού προς θάνατο Είναι (Sein zum Tode).

§2

Όπως λοιπόν προκύπτει, ο θάνατος δεν νοείται με μια βιολογική ή ανθρωπολογική έννοια, αλλά με υπαρξιακή. Κατά την έννοια τούτη, ο θάνατος δεν εκλαμβάνεται ούτε πρέπει να εκλαμβάνεται, κατά τον Χάιντεγκερ, ως ένας τελικός σκοπός, πράγμα που θα μας ανάγκαζε να τον λατρεύουμε ως το ύψιστο και να αντιμετωπίζουμε τη ζωή με απαισιόδοξο τρόπο. Απεναντίας, ο θάνατος λογίζεται ως το όριο, που η ζωή ως ύπαρξη ή η ανθρώπινη ζωή του Dasein, δηλ. η ζωή του Dasein μας, δεν μπορεί να αποφύγει. Το γεγονός ότι τούτο το Dasein είναι θνητό Είναι επιτρέπει να διακρίνεται η ύπαρξή του από κάθε άλλη μορφή ζωής, βιολογικής υφής. Όπου και όταν υπάρχει ανθρώπινο Dasein, εκεί υπάρχει και κόσμος. Στο βαθμό που αυτό υπάρχει, δεν φτάνει «στο τέλος»· έτσι, τούτο το «τέλος» τελεί εν αναμονή, σε εκκρεμότητα. Αυτό δεν σημαίνει ότι το ως άνω Dasein θα μπορούσε να είναι αθάνατο παρά πως τούτη η εκκρεμότητα αποτελεί χαρακτηριστικό της θνητότητάς του. Ο θάνατος είναι εδώ και είναι το πάντοτε εκκρεμούν τέλος του εντός-του-κόσμου-Είναι. Όταν ο θάνατος, ως τέλος της ανθρώπινης ύπαρξης, είναι προσιτός σε τούτη την ύπαρξη, τότε η τελευταία τούτη μπορεί να έχει εμπρός της τον εαυτό της ως Όλο.

§3

Ο θάνατος, κατά το ως άνω πνεύμα, είναι ο εγγυητής της ολότητάς μας. Γι’ αυτό, όσο η ανθρώπινη ύπαρξη έχει συνείδηση μιας ασταμάτητης μη-αποπεράτωσης και διέπεται από την προαναφερθείσα εκκρεμότητα, τόσο καθίσταται ελλειπτική η ως άνω ολότητα, τόσο μεταβάλλεται σε μη-ολότητα. Με τον θάνατο αίρεται η εν λόγω εκκρεμότητα. Η άρση αυτής της εκκρεμότητας σημαίνει πως το ανθρώπινο Dasein παύει να είναι αυτό το ίδιο, πως το Είναι του εξ-ολοθρεύεται, εκ-μηδενίζεται. Εδώ συμβαίνει ένα παράδοξο φαινόμενο: ενόσω αυτό το Dasein είναι ως ον, ποτέ, ουδέποτε μπορεί να φτάσει σε απόλυτη ολοκλήρωση· αν όμως επιτύχει τούτη την ολοκλήρωση, τότε το κέρδος είναι η ανεπανόρθωτη απώλεια του εντός-του-κόσμου-Είναι. Το γεγονός ότι το Dasein μας δεν μπορεί να βιωθεί ως ον και συναφώς οντικά ως υπάρχον Όλο ούτε μέσα στην ολοκλήρωσή του με τον θάνατο ως Είναι, δεν οφείλεται σε κάποια ατέλεια της γνωστικής μας ικανότητας, αλλά σε αυτή τούτη την ουσία της ύπαρξής μας: δεν είμαστε σε θέση να βιώσουμε την ύπαρξή μας ως Όλο, στο σύνολό της, διότι από το Είναι μεταβαίνουμε στο όχι-πλέον-Dasein μας. Η εν λόγω μετάβαση αίρει κάθε είδους δυνατότητα βίωσης. Αυτό που μένει είναι η εμπειρία που αποκτά η ύπαρξή μας από τον θάνατο των άλλων.

ΠΛΑΤΩΝ: Πολιτεία (402d-403e)

[402d] Οὐκοῦν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὅτου ἂν συμπίπτῃ ἔν τε τῇ ψυχῇ καλὰ ἤθη ἐνόντα καὶ ἐν τῷ εἴδει ὁμολογοῦντα ἐκείνοις καὶ συμφωνοῦντα, τοῦ αὐτοῦ μετέχοντα τύπου, τοῦτ᾽ ἂν εἴη κάλλιστον θέαμα τῷ δυναμένῳ θεᾶσθαι;Πολύ γε.Καὶ μὴν τό γε κάλλιστον ἐρασμιώτατον;
Πῶς δ᾽ οὔ;
Τῶν δὴ ὅτι μάλιστα τοιούτων ἀνθρώπων ὅ γε μουσικὸς ἐρῴη ἄν· εἰ δὲ ἀσύμφωνος εἴη, οὐκ ἂν ἐρῴη.
Οὐκ ἄν, εἴ γέ τι, ἔφη, κατὰ τὴν ψυχὴν ἐλλείποι· εἰ μέντοι τι κατὰ τὸ σῶμα, ὑπομείνειεν ἂν ὥστε ἐθέλειν [402e] ἀσπάζεσθαι.
Μανθάνω, ἦν δ᾽ ἐγώ· ὅτι ἔστιν σοι ἢ γέγονεν παιδικὰ τοιαῦτα, καὶ συγχωρῶ. ἀλλὰ τόδε μοι εἰπέ· σωφροσύνῃ καὶ ἡδονῇ ὑπερβαλλούσῃ ἔστι τις κοινωνία;
Καὶ πῶς; ἔφη, ἥ γε ἔκφρονα ποιεῖ οὐχ ἧττον ἢ λύπη;
Ἀλλὰ τῇ ἄλλῃ ἀρετῇ;
[403a] Οὐδαμῶς.
Τί δέ; ὕβρει τε καὶ ἀκολασίᾳ;
Πάντων μάλιστα.
Μείζω δέ τινα καὶ ὀξυτέραν ἔχεις εἰπεῖν ἡδονὴν τῆς περὶ τὰ ἀφροδίσια;
Οὐκ ἔχω, ἦ δ᾽ ὅς, οὐδέ γε μανικωτέραν.
Ὁ δὲ ὀρθὸς ἔρως πέφυκε κοσμίου τε καὶ καλοῦ σωφρόνως τε καὶ μουσικῶς ἐρᾶν;
Καὶ μάλα, ἦ δ᾽ ὅς.
Οὐδὲν ἄρα προσοιστέον μανικὸν οὐδὲ συγγενὲς ἀκολασίας τῷ ὀρθῷ ἔρωτι;
Οὐ προσοιστέον.
[403b] Οὐ προσοιστέον ἄρα αὕτη ἡ ἡδονή, οὐδὲ κοινωνητέον αὐτῆς ἐραστῇ τε καὶ παιδικοῖς ὀρθῶς ἐρῶσί τε καὶ ἐρωμένοις;
Οὐ μέντοι μὰ Δί᾽, ἔφη, ὦ Σώκρατες, προσοιστέον.
Οὕτω δή, ὡς ἔοικε, νομοθετήσεις ἐν τῇ οἰκιζομένῃ πόλει φιλεῖν μὲν καὶ συνεῖναι καὶ ἅπτεσθαι ὥσπερ ὑέος παιδικῶν ἐραστήν, τῶν καλῶν χάριν, ἐὰν πείθῃ, τὰ δ᾽ ἄλλα οὕτως ὁμιλεῖν πρὸς ὅν τις σπουδάζοι, ὅπως μηδέποτε δόξει [403c] μακρότερα τούτων συγγίγνεσθαι· εἰ δὲ μή, ψόγον ἀμουσίας καὶ ἀπειροκαλίας ὑφέξοντα.
Οὕτως, ἔφη.
Ἆρ᾽ οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, καὶ σοὶ φαίνεται τέλος ἡμῖν ἔχειν ὁ περὶ μουσικῆς λόγος; οἷ γοῦν δεῖ τελευτᾶν, τετελεύτηκεν· δεῖ δέ που τελευτᾶν τὰ μουσικὰ εἰς τὰ τοῦ καλοῦ ἐρωτικά.
Σύμφημι, ἦ δ᾽ ὅς.
Μετὰ δὴ μουσικὴν γυμναστικῇ θρεπτέοι οἱ νεανίαι.
Τί μήν;
Δεῖ μὲν δὴ καὶ ταύτῃ ἀκριβῶς τρέφεσθαι ἐκ παίδων διὰ [403d] βίου. ἔχει δέ πως, ὡς ἐγᾦμαι, ὧδε· σκόπει δὲ καὶ σύ. ἐμοὶ μὲν γὰρ οὐ φαίνεται, ὃ ἂν χρηστὸν ᾖ σῶμα, τοῦτο τῇ αὑτοῦ ἀρετῇ ψυχὴν ἀγαθὴν ποιεῖν, ἀλλὰ τοὐναντίον ψυχὴ ἀγαθὴ τῇ αὑτῆς ἀρετῇ σῶμα παρέχειν ὡς οἷόν τε βέλτιστον· σοὶ δὲ πῶς φαίνεται;
Καὶ ἐμοί, ἔφη, οὕτως.
Οὐκοῦν εἰ τὴν διάνοιαν ἱκανῶς θεραπεύσαντες παραδοῖμεν αὐτῇ τὰ περὶ τὸ σῶμα ἀκριβολογεῖσθαι, ἡμεῖς δὲ ὅσον τοὺς [403e] τύπους ὑφηγησαίμεθα, ἵνα μὴ μακρολογῶμεν, ὀρθῶς ἂν ποιοῖμεν;
Πάνυ μὲν οὖν.
Μέθης μὲν δὴ εἴπομεν ὅτι ἀφεκτέον αὐτοῖς· παντὶ γάρ που μᾶλλον ἐγχωρεῖ ἢ φύλακι μεθυσθέντι μὴ εἰδέναι ὅπου γῆς ἐστιν.
Γελοῖον γάρ, ἦ δ᾽ ὅς, τόν γε φύλακα φύλακος δεῖσθαι.
Τί δὲ δὴ σίτων πέρι; ἀθληταὶ μὲν γὰρ οἱ ἄνδρες τοῦ μεγίστου ἀγῶνος. ἢ οὐχί;
Ναί.

***
[402d] Όταν λοιπόν συμπέσει να υπάρχουν και στην ψυχή χρηστά ήθη και στο σώμα ανάλογες ιδιότητες του ιδίου τύπου, δεν θα ήταν αυτό το ωραιότερο θέαμα για κείνον που θα μπορούσε να το χαρεί;
Και πολύ μάλιστα.
Αλλά το πολύ έμορφο είναι βέβαια και το πιο αξιαγάπητο.
Πώς όχι;
Τους όσο μπορεί λοιπόν τέτοιους ανθρώπους δεν είναι δυνατό βέβαια να μην τους αγαπά ο αληθινός μουσικός· δεν θα αγαπούμε όμως έναν, αν δεν είχε αυτή την αρμονία ψυχής και σώματος.
Όχι βέβαια, αν είχε ελαττωματική την ψυχή· αν όμως το ελάττωμα ήταν στο σώμα μόνο, πιστεύω πως θα ᾽στρεγε [402e] να τον αγαπά.
Α, εννόησα· θα έχεις, φαίνεται, ή θα είχες κανένα τέτοιο φίλο και δεν επιμένω· λέγε μου όμως ένα άλλο· υπάρχει καμιά σχέση μεταξύ της εγκρατείας και της υπερβολικής ηδονής;
Και πώς, αφού η υπερβολική ηδονή κάνει τον άνθρωπο έξω φρενών, όχι λιγότερο από την υπερβολική οδύνη;
Αλλά τουλάχιστον με καμιάν άλλη αρετή;
[403a] Με καμιά.
Τί δε; με τη διαφθορά και την ακολασία;
Μ᾽ αυτές μάλιστα.
Μεγαλύτερην όμως και εντονότερη ηδονή από του σαρκικού έρωτα ξέρεις καμιάν άλλη να μου πεις;
Όχι· ούτε καμιάν άλλη πιο μανιώδη.
Ο αληθινός όμως έρως δεν είναι ν᾽ αγαπά κανείς έναν κόσμιο και ωραίο νέο με τρόπο κόσμιο και μουσικό;
Βεβαιότατα.
Δεν πρέπει λοιπόν ν᾽ αφήνομε να πλησιάζει τον αληθινό έρωτα τίποτε που να είναι παράφορο, ή που να έχει σχέση με την ακολασία;
Πραγματικώς δεν πρέπει.
[403b] Δεν πρέπει λοιπόν να γίνει καθόλου δεκτή αυτή η ηδονή, αλλά ν᾽ αποκλειστεί τελείως από τις σχέσεις μεταξύ εραστών και ερωμένων;
Ναι Σωκράτη· πρέπει τελείως ν᾽ αποκλεισθεί.
Έτσι λοιπόν θα νομοθετήσεις στην πόλη που συνοικίζομε ν᾽ αγαπά και ν᾽ αφοσιώνεται βέβαια ο εραστής και να πλησιάζει το νεαρό του φίλο σα να ήταν γιος του, επί καλού πάντα, αν είναι σύμφωνος και κείνος· όσο για τ᾽ άλλα, να είναι τέτοια η συμπεριφορά του, ώστε ποτέ να μη δώσει υποψία [403c] πως προχωρεί και παραπάνω· ειδεμή, θα έχει να περάσει για άμουσος και απειρόκαλος.
Έτσι είναι.
Δε νομίζεις λοιπόν τώρα και συ πως τελείωσαν όσα είχαμε να πούμε για τη μουσική μόρφωση; Γιατί υποθέτω να τελείωσε εκεί ακριβώς που έπρεπε να τελειώσει· γιατί πρέπει βέβαια κάθε λόγος για τη μουσική μόρφωση να τελειώνει με τον έρωτα του ωραίου.
Συμφωνώ.
Ύστερα λοιπόν από τη μουσική έρχεται τώρα η σειρά της γυμναστικής στην εκπαίδευση των νέων μας.
Μάλιστα.

Γυμναστική εκπαίδευση των φυλάκων
Πρέπει λοιπόν και σ᾽ αυτήν ν᾽ αρχίσομε να τους ανατρέφομε μ᾽ όλη τη σοβαρότητα από την παιδική ηλικία [403d] χωρίς διακοπή. Και ιδού τί φρονώ εγώ πάνω σ᾽ αυτό το κεφάλαιο· μα κοίτα τί λες και συ. Εγώ δηλαδή έχω την ιδέα πως δεν είναι το γερό και καλό σώμα εκείνο που με την αξία του κάνει καλή και την ψυχή, αλλά το εναντίον, η καλή ψυχή είναι που με την αρετή της κάνει και το σώμα όσο γίνεται πιο καλό· μα εσένα ποιά είναι η γνώμη σου;
Αυτή είναι και μένα.
Αν λοιπόν, αφού καλλιεργήσομε την ψυχή μ᾽ όλη την επιμέλεια που χρειάζεται, της αναθέσομε ν᾽ αναλάβει αυτή όλη τη φροντίδα για το σώμα, κι εμείς [403e] περιοριστούμε τους τύπους μόνο της σωματικής αγωγής να της υποδείξομε, για να μην καθόμαστε να μακρολογούμε, θα κάναμε σωστά;
Και πολύ σωστά μάλιστα.
Από τη μέθη, δα, είπαμε και πριν πως πρέπει να απέχουν· γιατί σε κάθε άλλον παρά στο φύλακα ταιριάζει να μεθύσει και να μην ξέρει πού βρίσκεται.
Γελοίο βέβαια θα ήταν ο φύλακας να ᾽χει ο ίδιος ανάγκη από φύλακα.
Κι όσο για την τροφή; Δεν είναι οι φρουροί μας αθληταί, προορισμένοι μάλιστα για τους πιο μεγάλους αγώνες; Ή όχι;
Ναι.