Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (22.1-22.67)

Ραψωδία χ' Μνηστήρων φόνος


Αὐτὰρ ὁ γυμνώθη ῥακέων πολύμητις Ὀδυσσεύς,
ἆλτο δ᾽ ἐπὶ μέγαν οὐδόν, ἔχων βιὸν ἠδὲ φαρέτρην
ἰῶν ἐμπλείην, ταχέας δ᾽ ἐκχεύατ᾽ ὀϊστοὺς
αὐτοῦ πρόσθε ποδῶν, μετὰ δὲ μνηστῆρσιν ἔειπεν·
5 «οὗτος μὲν δὴ ἄεθλος ἀάατος ἐκτετέλεσται·
νῦν αὖτε σκοπὸν ἄλλον, ὃν οὔ πώ τις βάλεν ἀνήρ,
εἴσομαι, αἴ κε τύχωμι, πόρῃ δέ μοι εὖχος Ἀπόλλων.»
Ἦ καὶ ἐπ᾽ Ἀντινόῳ ἰθύνετο πικρὸν ὀϊστόν.
ἦ τοι ὁ καλὸν ἄλεισον ἀναιρήσεσθαι ἔμελλε,
10 χρύσεον ἄμφωτον, καὶ δὴ μετὰ χερσὶν ἐνώμα,
ὄφρα πίοι οἴνοιο· φόνος δέ οἱ οὐκ ἐνὶ θυμῷ
μέμβλετο· τίς κ᾽ οἴοιτο μετ᾽ ἀνδράσι δαιτυμόνεσσι
μοῦνον ἐνὶ πλεόνεσσι, καὶ εἰ μάλα καρτερὸς εἴη,
οἷ τεύξειν θάνατόν τε κακὸν καὶ κῆρα μέλαιναν;
15 τὸν δ᾽ Ὀδυσεὺς κατὰ λαιμὸν ἐπισχόμενος βάλεν ἰῷ,
ἀντικρὺ δ᾽ ἁπαλοῖο δι᾽ αὐχένος ἤλυθ᾽ ἀκωκή.
ἐκλίνθη δ᾽ ἑτέρωσε, δέπας δέ οἱ ἔκπεσε χειρὸς
βλημένου, αὐτίκα δ᾽ αὐλὸς ἀνὰ ῥῖνας παχὺς ἦλθεν
αἵματος ἀνδρομέοιο· θοῶς δ᾽ ἀπὸ εἷο τράπεζαν
20 ὦσε ποδὶ πλήξας, ἀπὸ δ᾽ εἴδατα χεῦεν ἔραζε·
σῖτός τε κρέα τ᾽ ὀπτὰ φορύνετο. τοὶ δ᾽ ὁμάδησαν
μνηστῆρες κατὰ δώμαθ᾽, ὅπως ἴδον ἄνδρα πεσόντα,
ἐκ δὲ θρόνων ἀνόρουσαν ὀρινθέντες κατὰ δῶμα,
πάντοσε παπταίνοντες ἐϋδμήτους ποτὶ τοίχους·
25 οὐδέ που ἀσπὶς ἔην οὐδ᾽ ἄλκιμον ἔγχος ἑλέσθαι.
νείκειον δ᾽ Ὀδυσῆα χολωτοῖσιν ἐπέεσσι·
«ξεῖνε, κακῶς ἀνδρῶν τοξάζεαι· οὐκέτ᾽ ἀέθλων
ἄλλων ἀντιάσεις· νῦν τοι σῶς αἰπὺς ὄλεθρος.
καὶ γὰρ δὴ νῦν φῶτα κατέκτανες, ὃς μέγ᾽ ἄριστος
30 κούρων εἰν Ἰθάκῃ· τῷ σ᾽ ἐνθάδε γῦπες ἔδονται.»
Ἴσκεν ἕκαστος ἀνήρ, ἐπεὶ ἦ φάσαν οὐκ ἐθέλοντα
ἄνδρα κατακτεῖναι· τὸ δὲ νήπιοι οὐκ ἐνόησαν,
ὡς δή σφιν καὶ πᾶσιν ὀλέθρου πείρατ᾽ ἐφῆπτο.
τοὺς δ᾽ ἄρ᾽ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
35 «ὦ κύνες, οὔ μ᾽ ἔτ᾽ ἐφάσκεθ᾽ ὑπότροπον οἴκαδ᾽ ἱκέσθαι
δήμου ἄπο Τρώων, ὅτι μοι κατεκείρετε οἶκον,
δμῳῇσιν δὲ γυναιξὶ παρευνάζεσθε βιαίως,
αὐτοῦ τε ζώοντος ὑπεμνάασθε γυναῖκα,
οὔτε θεοὺς δείσαντες, οἳ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν,
40 οὔτε τιν᾽ ἀνθρώπων νέμεσιν κατόπισθεν ἔσεσθαι·
νῦν ὑμῖν καὶ πᾶσιν ὀλέθρου πείρατ᾽ ἐφῆπται.»
Ὣς φάτο, τοὺς δ᾽ ἄρα πάντας ὑπὸ χλωρὸν δέος εἷλε·
πάπτηνεν δὲ ἕκαστος ὅπῃ φύγοι αἰπὺν ὄλεθρον·
Εὐρύμαχος δέ μιν οἶος ἀμειβόμενος προσέειπεν·
45 «εἰ μὲν δὴ Ὀδυσεὺς Ἰθακήσιος εἰλήλουθας,
ταῦτα μὲν αἴσιμα εἶπας, ὅσα ῥέζεσκον Ἀχαιοί,
πολλὰ μὲν ἐν μεγάροισιν ἀτάσθαλα, πολλὰ δ᾽ ἐπ᾽ ἀγροῦ.
ἀλλ᾽ ὁ μὲν ἤδη κεῖται ὃς αἴτιος ἔπλετο πάντων,
Ἀντίνοος· οὗτος γὰρ ἐπίηλεν τάδε ἔργα,
50 οὔ τι γάμου τόσσον κεχρημένος οὐδὲ χατίζων,
ἀλλ᾽ ἄλλα φρονέων, τά οἱ οὐκ ἐτέλεσσε Κρονίων,
ὄφρ᾽ Ἰθάκης κατὰ δῆμον ἐϋκτιμένης βασιλεύοι
αὐτός, ἀτὰρ σὸν παῖδα κατακτείνειε λοχήσας.
νῦν δ᾽ ὁ μὲν ἐν μοίρῃ πέφαται, σὺ δὲ φείδεο λαῶν
55 σῶν· ἀτὰρ ἄμμες ὄπισθεν ἀρεσσάμενοι κατὰ δῆμον,
ὅσσα τοι ἐκπέποται καὶ ἐδήδοται ἐν μεγάροισι,
τιμὴν ἀμφὶς ἄγοντες ἐεικοσάβοιον ἕκαστος,
χαλκόν τε χρυσόν τ᾽ ἀποδώσομεν, εἰς ὅ κε σὸν κῆρ
ἰανθῇ· πρὶν δ᾽ οὔ τι νεμεσσητὸν κεχολῶσθαι.»
60 Τὸν δ᾽ ἄρ᾽ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«Εὐρύμαχ᾽, οὐδ᾽ εἴ μοι πατρώϊα πάντ᾽ ἀποδοῖτε,
ὅσσα τε νῦν ὔμμ᾽ ἐστὶ καὶ εἴ ποθεν ἄλλ᾽ ἐπιθεῖτε,
οὐδέ κεν ὣς ἔτι χεῖρας ἐμὰς λήξαιμι φόνοιο
πρὶν πᾶσαν μνηστῆρας ὑπερβασίην ἀποτῖσαι.
65 νῦν ὑμῖν παράκειται ἐναντίον ἠὲ μάχεσθαι
ἢ φεύγειν, ὅς κεν θάνατον καὶ κῆρας ἀλύξῃ·
ἀλλά τιν᾽ οὐ φεύξεσθαι ὀΐομαι αἰπὺν ὄλεθρον.»

***
Οπότε ο Οδυσσέας γυμνώθηκε, τα ράκη πέταξε,
πήδηξε πάνω στο πλατύ κατώφλι πολυμήχανος, στα χέρια του
κρατώντας δοξάρι και φαρέτρα, γεμάτη βέλη,
μπροστά στα πόδια του αδειάζει τις γοργές σαΐτες, ύστερα γύρισε
και λέει στους μνηστήρες:
«Τέλος, μ᾽ αυτό το ατέλεστο για σας αγώνισμα·
τώρα θα βάλω στόχο δεύτερο, που δεν τον έφτασε ποτέ άνθρωπος άλλος,
αν έχω τύχη και πετύχω, αν ο Απόλλωνας μου δώσει
τέτοια δόξα.»
Είπε και την πικρή σαΐτα σημαδεύοντας τη ρίχνει στον Αντίνοο πάνω,
την ώρα που άπλωνε το χέρι του να πιάσει την ωραία κούπα,
10 μαλαματένια, λαμπερή· μέσα στα χέρια του την έπαιζε,
έτοιμος πια να πιει κρασί — δεν πήγε ο νους του ούτε στιγμή
στον φονικό του θάνατο. Αλλά και ποιος να φανταστεί, ανάμεσα
σε τόσους ομοτράπεζους, πως ένας με πολλούς, ας είχε και μεγάλη δύναμη,
θα συντελούσε το κακό τους τέλος, τη μαύρη μοίρα τους.
Κι όμως ο Οδυσσέας σημαδεύοντας τον βρήκε με το βέλος
στον λαιμό, πέρασε αντίκρυ ο χαλός στον μαλακό του σβέρκο,
κι εκείνος χτυπημένος έγειρε, του ξέφυγε η κούπα από το χέρι,
κι ευθύς απ᾽ τα ρουθούνια ανάβλυσε παχύ ρυάκι αίμα ανθρώπινο·
20 κλότσησε αυτόματα μακριά του το τραπέζι και χύθηκαν όλα τα φαγητά
στο πάτωμα, ψωμιά ανάκατα με κρέατα ψημένα.
Τότε στην αίθουσα οι μνηστήρες βοή μεγάλη σήκωσαν, βλέποντας τον Αντίνοο
να πέφτει σκοτωμένος· αλλοπαρμένοι από τη θέση τους πετάχτηκαν,
στριφογυρίζοντας στην κάμαρη, κοιτάζοντας με μάτια ορθάνοιχτα
τριγύρω τους καλοχτισμένους τοίχους.
Αλλά δεν είδαν κάπου ένα σκουτάρι ή κάποιο δόρυ άλκιμο,
κι έτσι, με χολωμένα λόγια πήραν τον Οδυσσέα να βρίζουν:
«Ξένε, σφάλμα βαρύ που διάλεξες ανθρώπους να τοξεύσεις, αλλά
το κόλπο σου δεν θα πετύχει δεύτερη φορά·
τώρα σου μέλλεται αναπόφευκτος χαμός δικός σου,
γιατί θανάτωσες το πρώτο και καλύτερο από τα παλληκάρια
30 της Ιθάκης — σίγουρα θα σε φαν κι εσένα εδώ οι γύπες.»
Έτσι παράλογα μιλούσαν, γιατί φαντάστηκαν πως άθελά του
ο Οδυσσέας τον σκότωσε — μωροί, που δεν κατάλαβαν πως πάνω
στο κεφάλι τους κρεμόταν κιόλας σ᾽ όλους η θηλιά του ολέθρου.
Ο Οδυσσέας όμως πολυμήχανος λοξά τούς κοίταξε κι άγρια τους αντιμίλησε: «Σκυλιά, που λέγατε δεν θα γυρίσω πια στον τόπο μου, μετά
της Τροίας τον πόλεμο· γι᾽ αυτό ρημάζετε στο μεταξύ το βιος μου,
βάναυσα σέρνετε γυναίκες δούλες στο κρεβάτι σας, παντρολογήματα
γυρεύετε, ενόσω ακόμη ζω, με τη δική μου τη γυναίκα.
Δεν φοβηθήκατε καν τους θεούς, που τον πλατύ ουρανό κατέχουν,
40 μήτε και των ανθρώπων τη μελλοντική, δίκαιη εκδίκηση.
Μα τώρα κρέμεται η θηλιά του ολέθρου πάνω στο κεφάλι σας.»
Ακούγοντας τα λόγια του εκείνοι χλώμιασαν, τους έπιασε φόβος και τρόμος,
κοίταζε ο καθένας από πού να φύγει, πώς θα μπορούσε να γλιτώσει
το κεφάλι του απ᾽ τον χαμό.
Μόνο ο Ευρύμαχος τόλμησε να μιλήσει λέγοντας:
«Αν είσαι ο ιθακήσιος που γύρισε στον τόπο του, αν είσαι ο Οδυσσέας,
ό,τι μας έσυρες και δίκαιο είναι και σωστό, για τα πολλά κι ατάσθαλα
που οι Αχαιοί έχουν πράξει, και μέσα στο παλάτι κι απέξω στα χωράφια.
Μα να που αυτός κείτεται πια νεκρός, ο Αντίνοος,
πρωταίτιος των πάντων· αυτός ευθύνεται για τα ανόσια έργα.
50 Όχι από πόθο βέβαια να παντρευτεί ή κάποια ανάγκη,
αλλά επειδή άλλα φρονούσε το μυαλό του, που ο γιος του Κρόνου όμως
δεν έστερξε να γίνουν· ήθελε ο ίδιος να ᾽ναι βασιλιάς στον τόπο
της καλόχτιστης Ιθάκης, ήθελε με καρτέρι να σκοτώσει και τον γιο σου.
Μα τώρα, όπως του ταίριαζε, εξοντώθηκε· αλλά κι εσύ
λυπήσου τον λαό σου. Όσο για μας, αυτά που μέσα στο παλάτι
φάγαμε κι ήπιαμε, θα τα ξοφλήσουμε, και με το παραπάνω·
καθένας από μας, μαζεύοντας κι απ᾽ τον λαό, θα φέρει ανταμοιβή
είκοσι βόδια, θ᾽ ανταποδώσει μάλαμα και χαλκό, ώσπου να μαλακώσει
η πέτρινη καρδιά σου — ως τότε δικαιούσαι να ᾽σαι χολωμένος.»
60 Τον κοίταξε ο Οδυσσέας λοξά και πολυμήχανος του μίλησε άγρια:
«Ευρύμαχε, κι αν όλα τα αποδώσετε τα πατρικά αγαθά μου,
όσα στο μεταξύ σφετεριστήκατε, κι αν βρείτε κι άλλα απ᾽ αλλού,
και πάλι αυτά τα χέρια δεν σταματούν μπροστά στο φονικό,
προτού πληρώσουν οι μνηστήρες όλοι την ξέφρενη ανομία τους.
Να το λοιπόν το δίλημμά σας: αντισταθείτε πολεμώντας ή
το βάζετε στα πόδια, αν κάποιος κατορθώσει
τον θάνατό του ν᾽ αποφύγει, την κακή του μοίρα — δεν το νομίζω ωστόσο
πως έστω κι ένας θα γλιτώσει από τον μαύρο όλεθρο.»

Δεν είναι ουτοπία η ποιότητα ζωής

Η εξέλιξη της υγείας και η ασθένειας είναι πολυπαραγοντική και εξαρτάται από το περιβάλλον μέσα στο οποίο κανείς ζει και κινείται. Ο άνθρωπος της πόλης παρόλο που το αστικό περιβάλλον είναι πιο ασφαλές πάσχει πιο συχνά από πόνους και επίκτητα σωματικά προβλήματα.

Η κίνηση είναι χαρακτηριστικό της ζωής και αυτό είναι καθοριστικό στοιχείο για τον ανθρώπινο οργανισμό. Θα ήθελα να καταθέσω κάποιες προσωπικές διαπιστώσεις από την εργασία μου και τις ομάδες που κατά καιρούς βρίσκομαι. Θα συμπεριλάβω την ανατροφοδότηση από τις εποπτείες αλλά και τις εμπειρίες όσων συναντώ. Η διατροφή, η άθληση, η έκφραση μέσω της τέχνης, η ψυχική αποφόρτιση, η επαρκής ξεκούραση και οι σχέσεις είναι πιστεύω όσα ο άνθρωπος χρειάζεται πέρα από τα υλικά αγαθά για να έχει ποιότητα ζωής. Το θέμα είναι η κατάλληλη διαχείριση των παραπάνω σε σχέση με τον χρόνο και τις υποχρεώσεις.

Υπάρχουν άνθρωποι που επιβαρύνουν και καταπονούν το σώμα τους. Σε αυτό το φορτίο έρχεται να προστεθεί το ψυχικό βάρος που προκύπτει από την οπτική, την αντιμετώπιση και την νοοτροπία που έχει και καλλιεργεί κάποιος. Ζούμε στην εποχή που γνωρίζουμε αρκετές πληροφορίες για τον τρόπο λειτουργίας του σώματος και την επίδραση που έχει σε αυτό ο τόπος ζωής. Ωστόσο το σώμα και το πνεύμα έχουν ανάγκη την κατάλληλη φροντίδα.

Ο χρόνος που αφιερώνει κανείς στην ύπαρξή του, όχι ως θρέψη ενός ατομισμού αλλά ως αγαπητική διάθεση για την μόνη ουσιαστική περιουσία που είναι το περιγραπτό σώμα και οι λειτουργίες του, είναι το απαραίτητο “καύσιμο” για υγεία και ευεξία. Πολλοί βεβαίως ταλαιπωρούνται με τον ύπνο τους, και σε αυτό συντελεί η ένταση της ημέρας, η ενασχόληση με τη φωτεινή οθόνη, οι σκέψεις. Το νευρικό σύστημα βρίσκεται συνεχώς σε διέγερση εφόσον η “αναστολή λειτουργίας” αναβάλλεται από τις δραστηριότητες, δίχως πολλές φορές να υπάρχει το αντίβαρο της ανταμοιβής (σε επίπεδο ευχαρίστησης) οπότε είναι στο “ON” μηχανικά και διεκπεραιωτικά με ανηδονία και καταναγκασμό.

Συγκεκριμένα, είναι πολλές οι περιπτώσεις που κάποιος επιλέγει ένα παυσίπονο ή ηρεμιστικό φάρμακο. Αυτό το αναλγητικό βεβαίως δεν θεραπεύει τις περισσότερες φορές. Η λύση είναι η αλλαγή. Αν έχεις μια συνήθεια η οποία δεν σε βοηθά, θα δέχεσαι το ίδιο αποτέλεσμα. Αυτό το παρατήρησα από όταν ξεκίνησα να γυμνάζομαι. Ύστερα από τους 6 μήνες τακτικής προπόνησης το σώμα μου αλλά και η διάθεσή μου είχαν αλλάξει!

Όταν αποφάσισα να ζήσω αλλιώς δυσκολεύτηκα και ακόμη έχω να αντιμετωπίσω μια σκέψη που μου λέει “δεν πειράζει, άστο τώρα, κάνε αυτό που σε βολεύει”. Όσες φορές δεν έδωσα σημασία στη σκέψη αυτή, δεν το μετάνιωσα. Κινήσου και κάτι άλλο θα προκύψει, ή κάπως αλλιώς θα δεις τα πράγματα. Αυτό το έζησα επίσης στις ομάδες τέχνης και έκφρασης. Η κίνηση ανεξάρτητα από τη διάθεσή μου, με λύτρωνε.

Η φροντίδα του σώματος επίσης είναι αυτή που μου χαρίζει καλύτερη διάθεση για επικοινωνία, υπομονή και αντοχή. Ένα ντουζ, η πλύση των δοντιών, η ξεκούραση, μια κρέμα για το σώμα και η τακτική θεραπευτική μάλαξη που δέχομαι και εγώ με αποτοξινώνουν και δημιουργούν ένα υγιέστερο και ανθεκτικότερο σώμα το οποίο έχει δυνατότερο ανοσοποιητικό, είναι λιγότερο δύσκαμπτο και περισσότερο ενεργό. Η ολιστική προσέγγιση είναι αποτελεσματική και η διεπιστημονικότητα κερδίζει ευτυχώς διαρκώς έδαφος. Επίσης, από τους θεραπευόμενους βλέπω διαρκώς πως όποιος επιλέγει να κάνει τέτοιες αλλαγές είναι κερδισμένος.

Υπάρχουν ακόμη και σήμερα πολλές παρανοήσεις γύρω από αυτά τα ζητήματα. Το μόνο σίγουρο είναι πως υπάρχουν διέξοδοι για όλες τις κατεσταλμένες ενέργειες που δημιουργεί το άγχος. Ο εαυτός χρειάζεται μια αγκαλιά, μια αποδοχή και την φροντίδα που θα τον τονώσει. Δεν είναι ουτοπία η ποιότητα ζωής. Είναι στόχος που κατακτάται και χαρίζεται με μικρά εφικτά βήματα, χωρίς φόβο και χωρίς άμυνες. Για να χαμογελάμε περισσότερο και να μοιραζόμαστε τις χαρές της ζωής.

Η τελειομανία μπορεί να οδηγήσει σε κατάθλιψη

Μια πρόσφατη έρευνα που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Journal of Social and Clinical Psychology υποδηλώνει ότι η μη ρεαλιστική ανάγκη για τελειομανία συχνά γεννά κατάθλιψη, κοινωνική αποσύνδεση και έλλειψη κοινωνικής ενσωμάτωσης, μεταξύ άλλων αρνητικών αποτελεσμάτων.

«Ενδιαφέρθηκα για τη διερεύνηση του ρόλου της τελειομανίας στην κατάθλιψη αφού εργάστηκα σε ένα έργο που κατέδειξε ότι η τελειομανία – ένα χαρακτηριστικό προσωπικότητας που συχνά εξιδανικεύεται και επιβραβεύεται στην κοινωνία μας – οδηγεί σε μεγαλύτερη κατάθλιψη με την πάροδο του χρόνου», δήλωσε η επικεφαλής συγγραφέας της έρευνας, ψυχολόγος Katerina Rnic.

Για να κατανοήσει ποια είδη τελειομανίας οδηγούν στην κατάθλιψη, η έρευνα της Rnic επικεντρώθηκε στο μοντέλο κοινωνικής αποσύνδεσης της τελειομανίας (PSDM). Η θεωρία αυτή υποδηλώνει ότι το κάθε είδος τελειομανίας οδηγεί σε μεγαλύτερη αποσύνδεση από τους άλλους, η οποία οδηγεί σε καταθλιπτική διάθεση και άλλα συμπτώματα κατάθλιψης.

«Δεδομένου ότι το διαπροσωπικό άγχος είναι μία από τις κύριες αιτίες της κατάθλιψης, αποφασίσαμε να χρησιμοποιήσουμε το PSDM ως πλαίσιο για να εξετάσουμε αν τα διαπροσωπικά προβλήματα εξηγούν τη σχέση μεταξύ τελειομανίας και κατάθλιψης», δήλωσε η Rnic.

Η Rnic και η ομάδα της δοκίμασαν αυτή τη θεωρία σε μια ομάδα ενηλίκων και διαπίστωσαν ότι όλοι οι τύποι τελειομανίας οδηγούν σε μεγαλύτερη κατάθλιψη ενσταλάζοντας αισθήματα κοινωνικής αποσύνδεσης. Παρακάτω παρατίθεται μια ανάλυση των διαφόρων μορφών τελειομανίας που μελέτησαν οι ερευνητές:

– Η αυτοπροσανατολισμένη τελειομανία είναι μια μορφή τελειομανίας που απαιτεί την τελειότητα από τον εαυτό μας και είναι αυτό που σκέφτονται οι περισσότεροι άνθρωποι όταν μιλούν για τελειομανία.

– Η προσανατολισμένη στους άλλους τελειομανία είναι μια μορφή τελειομανίας που απαιτεί τελειότητα από τους άλλους, όπως τα μέλη της οικογένειας, τους φίλους και τους συναδέλφους.

– Η κοινωνικά προδιαγεγραμμένη τελειομανία είναι ένας τύπος τελειομανίας που θεωρεί ότι οι άλλοι απαιτούν από εσάς να είστε τέλειοι για να εξασφαλίσετε την έγκρισή τους. Οι συγγραφείς επεσήμαναν επίσης ότι η τελειομανία μπορεί να εκφραστεί με διάφορους τρόπους, όπως:

– Η τελειομανής αυτοπροβολή ή η ενεργή προώθηση των ταλέντων και των ικανοτήτων κάποιου για να εντυπωσιάσει τους άλλους. Όπως είναι αναμενόμενο, αυτό το διαπροσωπικό στυλ παρουσιάζει ομοιότητες με τον ναρκισσισμό.

– Μη επίδειξη των ατελειών του ατόμου, όπως η αποφυγή συμμετοχής σε δραστηριότητες που θα μπορούσαν να αποκαλύψουν τις ελλείψεις του.

– Μη αποκάλυψη των ατελειών, ή να μην μοιράζεται κανείς προφορικά τις ατέλειές του, όπως το να αποφεύγει να μιλά για τα λάθη ή τις δυσκολίες του.

Σύμφωνα με την Rnic, οι άνθρωποι συχνά επιδεικνύουν μια παράδοξη επιμονή στις τελειομανείς σκέψεις και συμπεριφορές τους, παρά τις αρνητικές τους συνέπειες.

Αυτό μπορεί να εξηγηθεί από ένα άλλο εύρημα της έρευνάς τους, το οποίο υπογραμμίζει ορισμένα από τα πλεονεκτήματα του να κρατά κανείς τον εαυτό του σε ένα πρότυπο τελειομανίας. Για παράδειγμα, παρόλο που η αυτοπροσανατολισμένη τελειομανία συνδεόταν με μεγαλύτερη κοινωνική αποσύνδεση και κατάθλιψη, συνδεόταν επίσης με μεγαλύτερη επιβεβαίωση της αξίας.

Αυτό μπορεί να συμβαίνει επειδή οι αυτοπροσανατολισμένοι τελειομανείς είναι ιδιαίτερα φιλόδοξοι, ένα χαρακτηριστικό που οι άλλοι μπορεί να θαυμάζουν, καθησυχάζοντας έτσι το τελειομανές άτομο για την αξία του. Η Rnic εξήγησε:

«Η διαπίστωσή μας ότι ορισμένοι τύποι τελειομανίας μπορεί να έχουν πράγματι θετικά αποτελέσματα (ενώ ταυτόχρονα συνδέονται και με αρνητικά αποτελέσματα) αρχίζει να ρίχνει φως στο γιατί οι άνθρωποι συνεχίζουν να επιδιώκουν την τελειότητα παρά τη σκληρή πραγματικότητα της ατέλειας και το κόστος που συνδέεται με την επιδίωξή της». Στη συνέχεια, έκανε ορισμένες προτάσεις για όποιον μπορεί να παλεύει με την τελειομανία:

– Σκεφτείτε πώς η τελειομανία σας έχει βλάψει και πώς η απελευθέρωση από αυτή τελειομανία θα μπορούσε να σας ωφελήσει. Θα είχατε περισσότερο χρόνο για τα πράγματα που σας ευχαριστούν; Θα ήταν ευκολότερο να ξεκινήσετε και να ολοκληρώσετε εργασίες; Θα τα πηγαίνατε καλύτερα με τον σύζυγο ή τον σύντροφό σας;

– Δοκιμάστε πειράματα συμπεριφοράς, όπου εξασκείστε σκόπιμα στο να κάνετε λάθη και να κάνετε πράγματα ατελώς. Στο πλαίσιο αυτών των πειραμάτων, προβλέψτε τι θα συμβεί όταν κάνετε ένα λάθος και στη συνέχεια ακολουθήστε το σχέδιο για να δείτε τι πραγματικά συμβαίνει.

«Οι άνθρωποι συχνά μένουν έκπληκτοι όταν βλέπουν ότι δεν ήρθε τελικά η καταστροφή και ότι υπάρχουν πολλά που μπορούν να ειπωθούν για την ελευθερία του να αγκαλιάζεις την ατέλεια», κατέληξε η Rnic.

Συνοδοιπόροι

Άλλο είναι να συμπορεύεσαι με κάποιον,
κι άλλο να κρέμεσαι από πάνω του.

Άλλο είναι να ζητάς βοήθεια,
κι άλλο να εξαρτάσαι.

Άλλο είναι να περπατάς δίπλα σε κάποιον,
κι άλλο να τον ακολουθείς.

Ο συνοδοιπόρος δεν αποτελεί αναγκαστικά αρωγό αλλά καλό θα ήταν να μην αποτελεί ούτε εμπόδιο.

Δεν αποτελεί ένδειξη ότι είμαστε στη σωστή κατεύθυνση, πόσο μάλλον να καθορίσει το ρυθμό ή την ταχύτητά μας.

Η πνευματικότητα είναι εμπειρία εσωτερική και απολύτως προσωπική, επομένως, ας μη βιαζόμαστε να προφτάσουμε τους άλλους κι ας μη μένουμε στάσιμοι περιμένοντάς τους.

Εγώ μπορώ να δω το τραύμα σου ή ν’ αγγίξω μια φλεγμονή σου, ποτέ όμως δε θα μπορέσω να πονέσω στη θέση σου και να νιώσω μέσα μου τη φωτιά που σε καίει.

Άλλο είναι να τείνεις χείρα βοηθείας
κι άλλο να παίρνεις πάνω σου ξένη ευθύνη.

Άλλο είναι να μοιράζεσαι μια ιδέα
κι άλλο να προσπαθείς να την επιβάλλεις.

Άλλο είναι να διαφωνείς
κι άλλο να κρίνεις τον διπλανό σου.

Θυμάστε τις στιγμές που το κλάμα σας ανέβηκε σαν κόμπος στο λαιμό αλλά καταφέρατε να καταπιείτε τα δάκρυά σας;

Οι μεγάλες ανακαλύψεις της Ψυχοσωματικής Ιατρικής μας εξηγούν!

Τι γίνονται τα συναισθήματα που καταπνίγουμε;

Πού πηγαίνουν οι ανάγκες μας που καταπιέζουμε;…

Τι συμβαίνει στα θέλω μας που δεν τολμάμε να εκφράσουμε;

Η απάντηση είναι… κοινή: βυθίζονται στα βάθη του είναι μας, στις αποθήκες του ψυχισμού μας. Όταν αυτές οι αποθήκες γεμίσουν ασφυκτικά τότε τα καταπιεσμένα συναισθήματα, ανάγκες και επιθυμίες μας σπάνε τις πόρτες αυτών των αποθηκών και ξεχύνονται είτε στην ψυχολογική μας κατάσταση είτε στο σώμα μας περιέχοντας ένα κρυφό μήνυμα.

Θυμάστε τότε που σας είχαν πιάσει νευρικά γέλια και που με κόπο καταφέρατε να τα καταπνίξετε πριν σας αντιληφθεί εκείνος που δεν έπρεπε;

Μπορείτε να ανακαλέσετε στη μνήμη σας τις φορές που είχατε κατακλυστεί από πανικό και που μόλις μπορέσατε να κρατήσετε την ψυχραιμία σας και να συγκρατήσετε τις κραυγές σας;

Κι εκείνες τις στιγμές που το κλάμα σας ανέβηκε σαν κόμπος στο λαιμό αλλά καταφέρατε να καταπιείτε τα δάκρυά σας ή τις διαμαρτυρίες σας;

Όλοι έχουμε παρόμοιες στιγμές να θυμηθούμε. Τι έγιναν όμως τα ξεσπάσματα γέλιου που συγκρατήθηκαν, τα δάκρυα που δεν κύλησαν, οι κραυγές που δεν ακούστηκαν; Κι αν το προχωρήσουμε ακόμα περισσότερο, τι να έγιναν άραγε οι βρισιές που δεν ξεστομίστηκαν, οι πόθοι που δεν εκφράστηκαν, τα παράπονα που δεν ειπώθηκαν; Χάθηκαν;

Για την ψυχολογία η απάντηση είναι ένα στρογγυλό όχι. Η φυσική σπεύδει να συνηγορήσει επισημαίνοντας πως τίποτα μα τίποτα δεν χάνεται στη φύση κι άσχετα αν εμείς το ονομάζουμε δάκρυ, γέλιο, σκέψη ή επιθυμία , φως, θερμότητα ή ηλεκτρομαγνητισμό όλα μπορούν να θεωρηθούν ενέργεια. Και η ενέργεια ποτέ δεν χάνεται. Μπορεί όμως να μεταλλαχθεί.

Κάπως έτσι ξεκίνησαν οι μεγάλες ανακαλύψεις της ψυχοσωματικής ιατρικής που επιβεβαιώνει πως συναισθήματα, ανάγκες και επιθυμίες που συγκρούονται μέσα μας ή δεν βρίσκουν τρόπο να ικανοποιηθούν γίνονται τελικά οι μυστικοί συνωμότες που μαζί με τους διάφορους νοσογόνους παράγοντες καταβάλουν το αμυντικό μας σύστημα.

Αν και για μακρύ διάστημα η συντηρητική και υλιστική πτέρυγα των επιστημόνων αρνούνταν να δεχθεί την άμεση σχέση όλων των ασθενειών με την ψυχική μας κατάσταση, η πανάρχαια εμπειρική γνώση των λαών δεν έτρεφε καμιά αμφιβολία για τη σχέση της λύπης με την ασθένεια.

Το θυμωμένο στομάχι

Υπάρχουν σκέψεις που μπορούν να προκαλέσουν πραγματική ηλεκτροχημική θύελλα στον οργανισμό μας. Το βέβαιο είναι πως όσο πιο έντονα τα συναισθήματα, οι ανάγκες και οι επιθυμίες , ιδίως όταν παραμείνουν ανέκφραστες, τόσο βαθύτερα τα αχνάρια που αφήνουν μέσα μας. Κι αν αυτό κρατήσει καιρό αργά ή γρήγορα θα βρουν μια χαραμάδα να ξεγλιστρήσουν, να βγουν στο φως. Είτε ως νεύρωση, είτε ως σωματική ασθένεια.

Ο Ντήπακ Τσόπρα στο βιβλίο του «Κβαντική Θεραπεία» μιλάει για χαρούμενο και λυπημένο στομάχι, για θυμωμένα νεφρά και φοβισμένο αυχένα εξηγώντας πως τα συναισθήματά μας διαποτίζουν κάθε όργανο, μόριο και κύτταρο του σώματός μας.

Όμως , αν οι γιατροί που υιοθετούν την ψυχοσωματική προσέγγιση αναζητούν πίσω από την ασθένεια έναν ψυχικό παράγοντα, οι ασχολούμενοι με τη μεταφυσική πάνε ακόμα πιο πέρα: βλέπουν την ασθένεια όχι σαν ξέσπασμα αλλά σαν ανακούφιση της ψυχής που επιτέλους έχει βρει έναν τρόπο να εκφράσει τις βαθύτερες ανάγκες της.

Η Επανάσταση των Καλόβολων

Συχνά αρνούμαστε να παραδεχθούμε ότι θέλουμε αγάπη και φροντίδα. Τότε αναλαμβάνει ο οργανισμός να «σωματοποιήσει» την ανάγκη μας και μας στέλνει στο κρεβάτι και στην αναγκαστική φροντίδα των άλλων που δεν μπορούμε πλέον να αρνηθούμε. Δεν έχει σημασία αν αυτή τη φροντίδα την προσφέρει ένα αγαπημένο πρόσωπο, ή ένας άγνωστος γιατρός και κάποιες νοσοκόμες.

Στην ουσία έχει εκπληρωθεί το βαθύτερο αίτημα επιστροφής μας σε μια κατάσταση όπου είμαστε απαλλαγμένοι από φροντίδες και αφημένοι στη μέριμνα κάποιου άλλου.

Ένα είδος παλινδρόμησης σε άλλες πιο παιδικές εποχές που εγκαταλείπαμε τον εαυτό μας στα στοργικά χέρια κάποιου μεγάλου. Από εσωτερική σκοπιά η ασθένεια είναι ένας τρόπος να ζητήσουμε αγάπη, να απαλλαγούμε για λίγο από τις ευθύνες, να αποφύγουμε δύσκολες καταστάσεις, να διεκδικήσουμε και… να εκδικηθούμε.

Αυτό το τελευταίο όσο παράξενο κι αν μοιάζει είναι πολύ αληθινό. Συχνά μια ασθένεια έρχεται ως τιμωρία του εαυτού μας ή κάποιου άλλου προς τον οποίο απευθύνουμε το μήνυμα «κοίτα σε τι κατάσταση με έφερες».

Ταυτόχρονα ο ασθενής, μέσα στην ανημποριά του αποκτά ένα είδος εξουσίας που επιτέλους μπορεί να ασκεί προς εκείνους που τον φροντίζουν. Με λίγα λόγια η ασθένεια είναι ένας τρόπος να εξασφαλίζουμε την συχνότερη παρουσία των άλλων κοντά μας. Δεν είναι ίσως ο πιο σοφός. Αλλά είναι μια διέξοδος.

Όπως το συνάχι που συχνά ξεσπάει επειδή πνίξαμε τόσα δάκρυα μέσα μας που στο τέλος ξεχειλίζουν από τη μύτη! Όπως ο καρκίνος, που σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση εμφανίζεται σε άτομα που ήταν πάντα πρόθυμα, εξυπηρετικά και γίνονταν θυσία για τους άλλους ή κυνηγούσαν με μανία την τελειότητα και υπηρετούσαν με αυτοθυσία τις υποχρεώσεις και τα πρέπει τους.

Είτε ως εξυπηρετητές των άλλων είτε ως περφεξιονιστές έθεσαν τον εαυτό τους κάτω από άκαμπτους κανόνες που δεν τους επέτρεπαν να ξαποστάσουν, να ζητήσουν για τον εαυτό τους, να διεκδικήσουν ή να πουν «δεν γίνεται».

Φρόντισέ με, Αγάπα με! Αν αυτές οι απαιτήσεις του ψυχισμού, που καταπιέστηκαν και απωθήθηκαν σε σημείο που συχνά να μη γίνονται αντιληπτές, δεν αναγνωριστούν και δεν τιμηθούν τότε θα γλιστρήσουν στο σώμα και με τη μορφή μιας σοβαρής ασθένειας όπως ο καρκίνος θα απαιτήσουν αυτό που το ίδιο το άτομο δεν τολμούσε να κάνει: να φερθεί άκρως εγωιστικά.

Όπως επισημαίνει ο Ρύντιγκερ Ντάλκε στο βιβλίο του « Η ασθένεια ως γλώσσα της ψυχής» (εκδόσεις Πύρινος Κόσμος) «με την έκρηξη της ασθένειας φανερώνεται ένα μεγάλο μέρος της κρυφής απαίτησης του εγώ. Βγαίνοντας στην επιφάνεια προκαλεί μεγάλη έκπληξη στο περιβάλλον του ασθενούς γιατί ακόμα και τα ειρηνικότερα άτομα απαιτούν ξαφνικά να περιστρέφεται το παν γύρω τους και γύρω από την ασθένειά τους.

Ό,τι μέχρι τώρα δεν τολμούσε ο ασθενής να το εκφράσει ως δική του γνώμη ανεβαίνει τώρα από τη σκιά και ζητά την ικανοποίησή του».

Συχνά παρατηρούμε πως εκείνοι που ήταν οι κάποτε εργατικοί, υποταγμένοι, σιωπηλοί, υπομονετικοί και τόσο συμπαθητικοί γεμάτοι αλτρουισμό και προθυμία να βοηθήσουν τους άλλους γίνονται ιδιότροποι και απαιτητικοί ασθενείς που χορεύουν τους άλλους στο ταψί.

Στην πραγματικότητα αυτό που μας φαίνεται ως παραξενιά και απαιτητικότητα δεν είναι παρά το ξέσπασμα των καταπιεσμένων δικών τους επιθυμιών που χρόνια τις είχαν υποτάξει δίνοντας το προβάδισμα στους άλλους.

Την ζωή μας τη φτιάχνουμε. Αν θέλεις τη δυστυχία θα την έχεις

Το να ξεχνάς είναι το μεγάλο μυστικό των δυνατών ανθρώπων. Το να θυμάσαι και να αναμασάς είναι η έσχατη ανθρώπινη αδυναμία, και το πληρώνουν πάντα οι άλλοι. Αλλά βέβαια το πληρώνεις πάντα κι εσύ.

Ξαπλωμένοι στο ξέφωτο ακούγαμε τις ζωές μας σαν παραμύθι. Κάναμε συγκρίσεις. Ήταν σαν να βάζαμε τάξη σε δυο ετερόκλητα σπίτια, σαν να πετούσαμε ένα έπιπλο για να κρατήσουμε ένα άλλο.. Προσπαθούσαμε να φυλάξουμε τις καλές στιγμές και ν’ αφανίσουμε τον πόνο, τις ενοχές, την ασχήμια, την απελπισία.

Κι οι άνθρωποι που μας αγαπούν μας γδέρνουνε, σαν τον Καίσαρα. Πρέπει ν’ αφήνουμε στον άλλο την ελευθερία να μας δείχνει την αγάπη του όπως θέλει, όπως ξέρει, όπως μπορεί, αρκεί να μη μας καταστρέφει. Κι ο έρωτας τι είναι; Νυχιές αγάπης είναι, σημάδια, ίχνη που αφήνει ο άλλος μέσα σου. Εγώ αυτό που φοβάμαι πάνω απ' όλα είναι η ησυχία, η σιωπή. Θέλω ανεξίτηλα σημάδια, ζωή.. Για μένα ο έρωτας είναι λευκή μαγεία!

Την ζωή μας τη φτιάχνουμε. Αν θέλεις τη δυστυχία θα την έχεις. Η ευτυχία τρομάζει, συμφωνώ, είναι πολύ πιο δύσκολη. Πρέπει να σπάσεις πολλές αντιστάσεις για να φτάσεις τους άλλους. Φαίνεται παράδοξο αλλά η δυστυχία είναι εύκολη. Ενώ πρέπει να αγαπάς πολύ τον εαυτό σου για να τον αφήσεις ελεύθερο να ευτυχήσει. Πρέπει να αισθάνεσαι ότι το αξίζεις. Αλλιώς δεν αντέχεις τη χαρά.

Την είχα πατήσει πάλι με τη φαντασία μου. Γιατί να μην ερωτευθώ τον/ην γείτονα/σα

Για μένα ελευθερία σημαίνει μοναξιά, μια μοναξιά γεμάτη περιπάτους στην εξοχή, βόλτες μόνη μου μέσα σε άγνωστες πόλεις, βιβλία πεταμένα γύρω από το κρεβάτι μου τη νύχτα και ανοιγμένα τυχαία σε κάποια σελίδα.

Δεν κατάλαβες ποτέ γιατί έλεγα ψέματα, ότι με τα ψέματά μου σου έκανα ένα δώρο μοναδικό: την αλήθεια. Από αγάπη, βέβαια, προσπαθούσες πάντα να με ελέγξεις. Αλλά υπάρχει λέξη πιο διφορούμενη από τη λέξη αγάπη;

Ποτέ δεν με κατάλαβες. Και γι' αυτό δεν σου αξίζω. Αλλά ας μείνουμε φίλοι. Φίλοι είναι οι άνθρωποι που δεν αγαπιούνται πραγματικά. Και μόνο τη φιλία μου αξίζεις

Πώς μπορούμε να βελτιώσουμε τη ζωή μας θέτοντας τα όριά μας

Περισσότερη συμπόνια και αυτοσεβασμός και λιγότεροι διαπληκτισμοί.


Αν κάποιος σας συμβουλέψει να βάλετε τα όρια σας απέναντι στους άλλους ίσως να το εκλάβετε ως κριτική στη συμπεριφορά σας ή την τάση σας να είστε “το καλό παιδί’. Ωστόσο, ο καθορισμός υγιών ορίων δε λύνει απλώς ένα άμεσο πρόβλημα σε σχέση με κάποιο άτομο που μπορεί να σας ζητά περισσότερα απ’ όσα μπορείτε να δώσετε, αλλά στην πραγματικότητα μπορεί να διαμορφώσει εκ νέου τον τρόπο που βλέπετε τον εαυτό σας, τις σχέσεις σας και τους ανθρώπους με τους οποίους έχετε δημιουργήσει αυτές τις σχέσεις. Όταν θέτουμε όρια που αντικατοπτρίζουν το ποιοι είμαστε και τι εκτιμούμε, η ζωή μας μπορεί να αλλάξει με διάφορους τρόπους.

10 θετικά της θέσπισης ορίων
  1. Είμαστε συμπονετικοί προς τους άλλους και αναγνωρίζουμε τους περιορισμούς τους.
  2. Βιώνουμε λιγότερο θυμό ή δυσαρέσκεια προς τους ανθρώπους επειδή είμαστε σε θέση να αποδεχτούμε ότι ο καθένας έχει δικαίωμα να θέσει όρια.
  3. Κερδίζουμε μια αίσθηση εσωτερικής γαλήνης και ασφάλειας από το να αισθανόμαστε την ανάγκη να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις των άλλων που εξυπηρετούν μόνο τους ίδιους. Παρόλο που αυτό μπορεί να μη γίνει από τους άλλους σεβαστό αμέσως ή ίσως και ποτέ, με το να εκφράζετε λεκτικά τα όριά σας δημιουργείτε μια άμυνα μέσα στην οποία μπορείτε να αισθάνεστε ασφαλείς να την τηρείτε.
  4. Κερδίζετε τον χρόνο και την ενέργεια που χρειάζεστε για να ασχοληθείτε με τα πράγματα που αξίζουν περισσότερο για εσάς και όχι με αυτά που είναι σημαντικά για τους άλλους.
  5. Κατακτάτε μια αίσθηση αυτοσεβασμού αφού δεν παραμερίζετε τις ανάγκες σας για να εκπληρώσετε τις ανάγκες των άλλων. Και οι άλλοι, θα σας σεβαστούν που θέσατε αυτή την γραμμή.
  6. Όταν ξεκαθαρίζετε τι είναι και τι δεν είναι λογικό να περιμένουν οι άλλοι από εσάς, οι συγκρούσεις με τους άλλους μειώνονται. Εάν δηλώσετε αυστηρά τα όρια σας και γίνουν τρόπος ζωής, οι άλλοι χάνουν τα πολεμοφόδια που ενδεχομένως να φυλάττουν για να σας δημιουργήσουν τύψεις για να συμφωνήσετε σε κάτι που θα ευχόσασταν να μην είχατε συμφωνήσει.
  7. Τα όρια συμβάλλουν στη βελτίωση της επικοινωνίας. Καθορίζετε βασικούς κανόνες και δείχνετε μ’ αυτό τον τρόπο στους άλλους που οριοθετήστε. Έτσι, υποδεικνύετε στους άλλους να κάνουν το ίδιο στη σχέση σας μαζί τους και τις σχέσεις τους με τους άλλους.
  8. Καθώς κτίζετε υγιή όρια, κτίζετε παράλληλα και την αυτοεκτίμησή σας. Θα αρχίσετε να συνειδητοποιείτε ότι η αυτοεκτίμηση σας δεν πρέπει να βασίζεται στο πώς σας χρησιμοποιούν οι άλλοι, αλλά στο πώς χρησιμοποιείτε εσείς τα ταλέντα και τα χαρίσματα σας. Καθώς επικοινωνείτε τα όριά σας, θα αποκτήσετε παράλληλα εμπιστοσύνη στον εαυτό σας.
  9. Όταν υπερασπίζεστε ή ξεκαθαρίζετε τα όριά σας τότε μένουν λιγότερα περιθώρια για παρεξηγήσεις και ενοχές κι έτσι μειώνεται το στρες και η ανησυχία σας. Μπορεί στην αρχή να δυσκολευτείτε να επικοινωνήσετε το σημείο των ορίων σας ωστόσο όταν τα εφαρμόζετε και τα τιμάτε το άγχος μειώνεται.
  10. Τέλος, τα ξεκάθαρα όρια έχουν ως αποτέλεσμα οι άλλοι να σας κατανοούν και να σας αποδέχονται περισσότερο. Τα όρια αντικατοπτρίζουν τις αξίες μας και όταν βλέπουμε τι αξίζει για τους άλλους, βοηθά στο να καταλάβουμε ποιοι είναι.
Όταν σκέφτεστε τα όρια, ποιοι τύποι αυτών έρχονται πρώτα στο μυαλό σας;

ΕΝΩ Ο ΣΚΟΠΟΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΘΕΣΕΤΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ ΣΤΟ ΤΙ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ ΚΑΙ ΑΠΑΙΤΟΥΝ ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΑΠΟ ΕΣΑΣ, ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΟΛΛΑ ΕΙΔΗ ΟΡΙΩΝ ΠΟΥ ΑΠΑΙΤΟΥΝΤΑΙ ΣΕ ΚΑΘΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ.

Παρακάτω αναφέρονται κάποιες κατηγορίες που συνήθως παραβιάζονται εκτός και αν τις αναγνωρίσουμε, επικοινωνήσουμε και τις διατηρήσουμε.

8 τύποι ορίων και πώς τους αναγνωρίζουμε
  1. Σωματικός: «Μην με πλησιάζεις». «Μην μπαίνεις στο δωμάτιο μου χωρίς να με ρωτήσεις.»
  2. Συναισθηματικός: «Σε παρακαλώ μη με κρίνεις καθώς μοιράζομαι τα συναισθήματα μου.»
  3. Χρονικός: «Μπορώ να μείνω για μία ώρα.» «Έχεις χρόνο να με βοηθήσεις να λύσω αυτό το θέμα;»
  4. Σεξουαλικός: «Θα χρειαστεί να χρησιμοποιήσουμε αντισύλληψη αν θα κοιμηθούμε μαζί.»
  5. Ηθικός: «Δεν μπορώ να πω ψέματα εκ μέρους σου. Λυπάμαι.»
  6. Διανοητικός: «Είναι εντάξει να διαφωνείς.»
  7. Οικονομικός: «Δεν μπορούμε να το αντέξουμε οικονομικά αυτή τη στιγμή και δεν θα σε αφήσω να το χρεώσεις στην κάρτα μας.»
  8. Πνευματικός: «Δεν μπορώ να σε αφήσω να προσβάλεις την πίστη μου απλά και μόνο επειδή δεν μπορείς να μοιραστείς τα πιστεύω μου.»
Όταν κάποιος που σε νοιάζεται ξεπερνά κάποιο όριο συνειδητά, μπορεί να είναι και μια μορφή κακοποίησης καθώς η κακοποίηση μπορεί να διαμορφωθεί με όλους τους πιο πάνω τρόπους. Όταν κάποιος παραβιάζει ένα από τα όρια σας, είναι σημαντικό να του το υπενθυμίζεται και να μοιράζεστε μαζί του πώς σας κάνει να νιώθετε η έλλειψη σεβασμού του προς αυτό το όριο.

Εξάσκηση των ορίων

Μπορεί να χρειαστεί λίγος περισσότερος χρόνος και σκέψη για να προσδιορίσετε τα ακριβή όριά σας. Μερικές φορές βοηθά το να βγείτε έξω από την κατάσταση και να φανταστείτε τις συμβουλές που θα δίνατε στον εαυτό σας αν ήσασταν φίλος ή σύμβουλός σας. Όταν είστε έτοιμοι/-ες να δηλώσετε και να μοιραστείτε ένα συγκεκριμένο όριο με τους άλλους, φροντίστε να χρησιμοποιήσετε το «Εγώ» (I-statements) για να τονίσετε ότι τα όρια είναι δικά σας να τα ορίσετε και να τα διατηρήσετε.

Ακολουθούν ορισμένες προτάσεις για τρόπους για να ανοίξετε τη συζήτηση:
  1. Έχω πρόβλημα όταν…
  2. Δεν θέλω πραγματικά να…
  3. Πραγματικά δεν έχω χρόνο για…
  4. Χρειάζομαι από εσένα να…
  5. Στην πραγματικότητα με ενοχλεί αν ή όταν …
  6. Είναι δύσκολο για εμένα να το πω αλλά…
  7. Νιώθω άβολα με…
  8. Είναι σημαντικό για εμένα να…
Αυτά τα είδη προτάσεων σας επιτρέπουν να έχετε την κυριότητα των ορίων που θέτετε χωρίς να χρειαστεί το απέναντι άτομο να αμυνθεί ή χειρότερα, να επιτεθεί. Καθώς δηλώνετε τι χρειάζεστε από τους άλλους, καθιστάτε τον εαυτό σας ως κάποιον που αξίζει να ερωτηθεί τι χρειάζεται και διαμορφώνετε το σεβασμό που περιμένετε από τον εαυτό και τους άλλους.

Ο καθορισμός ορίων είναι μία από τις πρακτικές που ενδεχομένως να χρειαστεί να κάνετε περισσότερες από μία φορές με τα ίδια άτομα μέχρι να καταλάβουν ότι εννοείτε αυτό που λέτε. Ωστόσο, τα οφέλη που αποκτάτε αξίζουν όλη τη δουλειά που έχει γίνει μέχρι τότε.

Σχέση δίχως επικοινωνία είναι η πιο σκληρή φυλακή

Σχέσεις οικογενειακές, φιλίες, ερωτικούς δεσμούς, συνεργασίες, συνοδοιπορίες και όλων των ειδών τα πάρε δώσε.

Δεν αρκεί όμως να οδηγείς εσύ προσεχτικά και σωστά το αμάξι σου για να φτάσεις στον προορισμό σου, πρέπει να μη σου έρθει ο άλλος κόντρα καταπάνω σου από την απέναντι λωρίδα του δρόμου.

Κάποιοι στο πίσω μέρος του κεφαλιού σκέφτονται: Καλύτερα χωρίς σχέση παρά με κακή σχέση. Και άλλοι σκέφτονται: Καλύτερα σε κακή σχέση παρά χωρίς σχέση.

Δεν υπάρχει νομίζω άνθρωπος που να μη θέλει να ζει και να χαίρεται μέσα σε καλές σχέσεις.

Υπάρχει όμως μια ακλόνητη, ισχυρή αντίσταση της ψυχοπνευματικής ισορροπίας σε ό,τι αποφασίζουμε για τη ζωή μας: η μοναξιά αρνείται σθεναρά να γιατρευτεί μέσα σε κακές σχέσεις. Αντιθέτως αυξάνεται, αρρωσταίνει χειρότερα.

Επιπλέον σβήνει η ελπίδα τού «ίσως αύριο»… Είσαι εγκλωβισμένος και αισθάνεσαι παράλυτος.

Σχέση δίχως επικοινωνία είναι η πιο σκληρή φυλακή. Οδηγεί και σε κάτι παραπέρα, άσχημο, στενάχωρο και αγχογόνο: Σε υποβιβάζει στα ίδια τα μάτια σου, λιγοστεύει και εξαφανίζει με τον καιρό την αυτοεκτίμηση.

Δίχως αυτοεκτίμηση, δεν έχεις αυτοπεποίθηση, και δίχως αυτοπεποίθηση καταντάς όλο και περισσότερο σκλάβος. Οι άλλοι, χρησιμοποιούν τους σκλάβους τους, βολεύονται ευχαρίστως, αλλά δεν τους σέβονται, δεν τους εκτιμούν, οι βολικοί δούλοι τούς εκνευρίζουν.

Τα παιδιά μας, ζώντας και μεγαλώνοντας μέσα σε τέτοια ασθενική, νοσηρή, δήθεν υπερευαίσθητη ατμόσφαιρα, μας θυμώνουν που δεν τους χαρίζουμε σθένος και τονωτικό παράδειγμα.

Η δεδομένη ανασφάλεια τέτοιων γονεϊκών συμπεριφορών τούς μεταγγίζει ανασφάλεια για τις δικές τους περιπέτειες στο μέλλον.

Τα παιδιά ζητούν από τους γονείς τους να τα στηρίζουν και να τα ξεφοβίζουν, να τα εμπνέουν στο σημαντικό. Να καλλιεργούν όραμα που κάνει τη ζωή και τον αγώνα να αξίζει, να ενθουσιάζει.

Για τούτο και τα μικρά παιδιά εξελίσσονται σε έφηβους τόσο αυστηρούς με τους γονείς τους, σκληρούς, επικριτικούς, απόλυτους και οργισμένους.

Κακά τα ψέματα! Οι αγάπες αξιώνουν θαυμασμό. Και όταν λέμε θαυμασμό, δεν εννοούμε κοινωνικές επιτυχίες ή καθαυτό πλούτη, αλλά το δέος που μας προξενούν οι ελεύθερες ψυχές, οι τονωτικές, οι έντιμες.

Ο έντιμος ούτε εξαγοράζει ούτε εξαγοράζεται, δεν κολακεύεται ούτε κολακεύει. Έχει λεβεντιά. Είναι ευαίσθητος απέναντι στο ερώτημα: «Με θέλουν εδώ ή δε με θέλουν;»

Κανείς να μη μένει εκεί όπου δεν τον θέλουν. Είναι μεγάλο ρεζιλίκι να κάνεις ότι δεν το καταλαβαίνεις, να λες πως ψιχαλίζει όταν σε φτύνουν.

Ούτε σε έρωτες, ούτε σε γάμους, ούτε καν κοντά στα παιδιά του δεν επιτρέπεται να μένει κανείς όταν δεν είναι ευπρόσδεκτος. Μόνο αν φύγει θα έχει ελπίδα να τον ξαναπροσεγγίσουν, να τον καλέσουν να επιστρέψει, αν θέλει βέβαια ως τότε πάλι κι ο ίδιος.

Οι αποστάσεις σώζουν την υγεία και τη σχέση, επανεξετάζεις καταστάσεις και μετανοείς, διορθώνεσαι και ξεσκαρτάρεις. Με τέτοια εσωτερική έμπρακτη εργασία απομένει ατόφιο το αληθινό και πετιέται στα σκουπίδια το ψεύτικο.

Αν μια σχέση είναι ψεύτικη, ας πεταχτεί, είναι λύτρωση! Αν είναι αληθινή, θα μάθει να διαχειρίζεται υγιώς την κατάστασή της.

Ο καθαρός αέρας της απόστασης είναι διαυγής, αναζωογονητικός και διαφωτιστικός. Είναι ανοησία να φοβόμαστε να ξεκολλήσουμε από όποιον λέμε πως αγαπάμε.

Τον πρώτο καιρό που αποχωριζόμαστε μια κίβδηλη σχέση ή μια κίβδηλη συμπεριφορά, ο εθισμός της ανάγκης μάς κάνει να υποφέρουμε, θέλουν χρόνο όλων των ειδών και ποιοτήτων οι αποτοξινώσεις.

Έπειτα όμως από ένα διάστημα, μόνο μια αλήθεια από εκείνη την κατάσταση επιζεί, οι ψευδοανάγκες και τα ψευδοαισθήματα εξανεμίζονται.

Συχνά τότε αναρωτιέσαι: Μα γιατί άργησα τόσο να λυτρωθώ; Γιατί φοβόμουν να απομακρυνθώ από τη σκλαβιά μου; Όταν δε φαίνεσαι σε βλέπουν καλύτερα, και όταν σιωπάς ακούγεσαι.

Η απόσταση που απαιτείται να πάρεις δε σημαίνει απουσία αγάπης, ούτε διακοπή σχέσης, αντιθέτως. Όσοι όντως αγαπούν είναι πολύ ευαίσθητοι στο να μη φορτώνονται, να μην πιέζουν, να μην ενοχλούν τους αγαπημένους.

Η ανθρωπιά σου και η ποιότητά σου εξαρτώνται εν πολλοίς από το τι κάνεις με τη μοναξιά σου. Πώς τη ζεις, πώς τη διαχειρίζεσαι. Όταν δηλαδή χρειαστεί να την ακολουθήσεις, όταν, μένοντας μόνος, διασώζεις τον αυτοσεβασμό σου.

Η σχέση σου με τη μοναξιά καθορίζει την ποιότητα των σχέσεων με τους άλλους. Εννοούμε με άλλους με τους οποίους δε «σκοτώνεις την ώρα σου», αλλά «ζεις την ώρα σου». Δεν περνάς τον καιρό σου, αλλά τον γεμίζεις.

Η ώρα μου! Ο καιρός μου! Τι ωραίες λέξεις, τι νόημα!

Τελικά κακώς ονομάζουμε μοναξιά τη μοναξιά. Έτσι όπως το λέμε, η μοναξιά μοιάζει με εσωτερική ερήμωση, με την ανυδρία τού έσω μη κόσμου, με το κενό. Με το αδειανό μη σύμπαν και την άπνοια της πλήξης και της ανίας.

Δεν είναι όμως! Είναι απαραίτητο να διαχωρίζουμε μοναξιά από ερήμωση.

Η πρώτη είναι η αναγκαία προϋπόθεση κάθε αυτογνωσίας, κάθε γνώσης, κάθε ανεξαρτησίας, κάθε ωρίμανσης, και εξέλιξης, και ενδυνάμωσης, κάθε κοινωνίας.

Μοναξιά είναι το σημείο συνάντησης με τον χαρακτήρα μας και με το θείο. Ο τόπος του ραντεβού μας.

Όλοι αξίζουμε τη μοναξιά, αξίζει να μένουν και μόνοι, διότι εκεί πιέζει και παίρνει φόρα η φτέρνα του δρομέα.

Μόνοι λοιπόν, για ένα διάστημα, κάποιες ώρες της μέρας, αναγκαστικά της νύχτας, κάποιες μεγάλες εποχές της ζωής, κάποιες ζωές. Εκεί εκκολάπτεται η μάθηση, η αφομοίωση, ο απολογισμός και ο σχεδιασμός, η ενίσχυση.

Ατλαντίδα – Τελχίνες – Μεγάλοι Παλαιοί

Οι Τελευταίες Ημέρες της Στρογγυλής, η Μυστική Σαντορίνη, η Ατλαντίδα, οι Τελχίνες και οι Αβυσσαίοι Μεγάλοι Παλαιοί.

Υπάρχουν μέρη μακρινά, που στον αέρα τους πλανάται ακόμα η μαγεία που δεν χωράει στην νωθρή καθημερινή πραγματικότητα της πόλης. Σ’ αυτό λοιπόν το μέρος που διάλεξα για μια μικρή, αλλά αναγκαία αποτοξίνωση, βρήκα διάχυτη πολύ περισσότερη μαγεία απ’ ότι είχα φανταστεί και, ειλικρινά, από την πρώτη μέρα που πάτησα στο νησί, με τρώει η επιθυμία να σας μιλήσω γι’ αυτό. Από το σημείο που παρατηρώ, και που οι ντόπιοι κάποτε παραφυλούσαν για πειρατές, απλώνεται μπροστά μου ολόκληρη η χιλιοταλαιπωρημένη Θήρα («Σαντορίνη» είναι το Φράγκικο όνομα, που βαφτίστηκε την εποχή των Σταυροφοριών, εξ’ αιτίας μιας παλιάς εκκλησίας της Αγίας Ειρήνης), αυτή τουλάχιστον που απέμεινε απ’ την αρχαία Στρογγύλη, ύστερα από χιλιάδες χρόνια σμίλευσής της από την Φύση.

Μια από τις φοβερότερες εκρήξεις ηφαιστείων στα χρόνια απ’ τα οποία έχει ακόμα μνήμες ο άνθρωπος, η καταβύθιση ολόκληρου του δυτικού τμήματος του νησιού, που άφησε απέναντι την Θηρασία αντικριστά με το μικρό Ασπρονήσι να θωρούν ατέρμονα τις απόκρημνες ακτές της γης με την οποία ήταν κάποτε ένα, η ανάδυση στην μέση του κόλπου, της Ιεράς, λίγο πριν την Ρωμαϊκή κατοχή, που ύστερα από μια βαθιά ανάσα και την εμφάνιση της Θείας (Παλαιάς Καμένης), θα βουτήξει πάλι κάτω απ’ το νερό, για να ξαναβγεί χίλια εξακόσια χρόνια αργότερα, τότε που το νησί έχει πέσει στους Οθωμανούς και να γίνει ένα με την Νέα Καμένη, την άχαρη μάζα γης, που ύστερα από το μάσημα τριών χιλιετηρίδων, ξέβρασε το φοβερό τέρας που παραμονεύει στο βάθος της καλντέρας, δημιουργώντας μια βραχονησίδα που μοιάζει να ’πεσε απ’ το φεγγάρι.

Έτσι, για να θυμίζει ότι το νησί που σήμερα έχει το σχήμα του μισοφέγγαρου, ήταν κάποτε ολόγιομο, τότε που οι πρώτοι Έλληνες την αποκαλούσαν Στρογγύλη. Κι όμως τα βίαια αυτά ξεσπάσματα σ’ αυτή την μεριά της Γης δεν στέρησαν καθόλου τον τόπο από την απέραντη ομορφιά που κάποτε του χάρισε τ’ όνομα Καλλίστη και που, πράγματι, έτσι θ’ άξιζε να λέγεται μέχρι σήμερα.

«Ο χώρος είναι Ιερός», έχει γράψει στο βράχο ο μοναχός (;) Αγαθάγγελος Καφούρος, δίπλα ακριβώς, την κατάρα «Εξολόθρευσε Κύριος πάντα τα χείλη τα δόλια και γλώσσαν μεγαλορρήμονα», που μάλλον απευθύνεται σε όσους συνηθίζουν να μαρτυρούν μυστικά και να μιλούν πολύ (κάποιους σαν κι εμάς δηλαδή). Μπροστά μου, τώρα, ο αινιγματικός Σκάρος, ορθώνεται σαν ένας πελώριος Κέλτικος μεγάλιθος, ή μια γιγάντια βολίδα, απ’ αυτές που κάποτε τίναζε αλαφιασμένο το ηφαίστειο! Προεξέχοντας απ’ την ακτή, αγναντεύει επιβλητικός την καλντέρα, ένας ακούραστος φρουρός τετρακόσια μέτρα ψηλότερα απ’ την επιφάνεια της θάλασσας. Το μονοπάτι που μέχρι κάποιο σημείο περιβάλει τον ογκόλιθο (και που αν δεν θέλετε το όνομά σας να συνδεθεί με την τοποθεσία, μην επιχειρήσετε να διαγράψετε ολόκληρο τον περίγυρό του) είναι αρκετά επικίνδυνο σε ορισμένα σημεία, αλλά το θέαμα που ακολουθεί αποζημιώνει. Τα ερείπια των κτισμάτων αντίθετα, είναι σχεδόν ισοπεδωμένα και σπάνια τα ξεχωρίζει κανείς από τα βράχια, αφήνοντας ένα ερώτημα να πλανάται στον στοιχειωμένο άνεμο αυτού του μνημείου.

Γιατί ο χώρος αυτός είναι ιερός;

Παίρνοντας όμως τον δρόμο της επιστροφής, στο σημείο που σχηματίζεται η φυσική γέφυρα που ενώνει την άκρη του ψηλού απόκρημνου βράχου με την μικρή χερσόνησο, εκεί που μια δεύτερη ζωγραφισμένη μ’ ασβέστη επιγραφή επιμένει πως ο χώρος είναι ιερός, το βλέμμα μου πέφτει σε μια τρύπα, στο πλάι και κάτω ακριβώς από την γέφυρα, κρυμμένη έτσι, που να μην μπορείς να την δεις όταν ακολουθείς το μονοπάτι προς το Σκάρο, αλλά μόνο όταν έχεις την αντίθετη κατεύθυνση. Κατεβαίνοντας μπροστά της, βλέπω ότι είναι μια μικρή είσοδος που οδηγεί προς τα κάτω σ’ ένα υπόγειο δωμάτιο. Χωρίς δεύτερη σκέψη εισβάλλω στον σκοτεινό χώρο, γλιστρώντας πάνω στα χαλάσματα.

Το δωμάτιο που αποκαλύπτεται είναι εντελώς άδειο, εκτός από τις πέτρες που έχουν κατρακυλήσει στην μια του άκρη, από το μάλλον πρόσφατο άνοιγμα της μικρής εισόδου, αλλά εξετάζοντας προσεκτικά όλες τις γωνίες του, σε κάποιο σημείο του τοίχου, βλέπω ένα νέο μικρό άνοιγμα στο πέτρινο δάπεδο. Αρχικά μοιάζει σαν αποχέτευση, αλλά πλησιάζοντας αντιλαμβάνομαι πως μόνο αυτό δεν είναι! Αντ’ αυτού, εμφανίζεται μια τετράγωνα σμιλευμένη τρύπα, αρκετή για να χωρέσει έναν άνθρωπο, που για μερικά μέτρα κατεβαίνει κάθετα προς τα κάτω. Στον πάτο της, το φως του φακού αποκαλύπτει ένα δεύτερο δωμάτιο, ένα επίπεδο χαμηλότερα απ’ αυτό που βρίσκομαι. Δυστυχώς δεν έχω μαζί μου σχοινιά και τον υπόλοιπο απαραίτητο εξοπλισμό για να συνεχίσω την κατάβαση –ποιος ξέρει πόσα ακόμη χαμηλότερα δωμάτια, είναι κρυμμένα στην βάση του μεγάλιθου– κι έτσι αφήνω την συνέχεια στην φαντασία σας και σ’ εκείνους που, αψηφώντας τις απειλές του Αγαθάγγελου, θ’ επιχειρήσουν ν’ ακολουθήσουν τα βήματά μου. Ένα πράγμα πάντως είναι σίγουρο, ότι «ο χώρος είναι ιερός!»

Επειδή μ’ ενδιαφέρει ιδιαίτερα το θέμα της Κούφιας Γης, ένα πράγμα που με κατέπληξε στο νησί είναι ότι είναι κούφιο! Η τέφρα από την έκρηξη του ηφαιστείου έθαψε το μεγαλύτερο μέρος του κάτω από ένα παχύ στρώμα κίσσηρης, σχηματίζοντας ολόκληρους λόφους από ελαφρόπετρα, τόνοι από την οποία μάλιστα χρησιμοποιήθηκαν κατά την κατασκευή της διώρυγας του Σουέζ. Στην πλαγιά ενός τέτοιου λοφίσκου, αναζήτησα την Παναγία την Τρύπα, (Παναγία Τρύπα έχει και στην Γορίτσα του Βόλου) μια παλιά εκκλησία που ήταν κάποτε καταφύγιο των χωρικών απ’ τους πειρατές, μια και είναι συνδεδεμένη με ένα κρυφό δίκτυο σπηλαίων. Ακολουθώντας ένα ξεχασμένο μονοπάτι δίπλα στο χωριό του Βόθωνα, έφθασα μπροστά σ’ αυτόν το λοφίσκο. Ξέρετε τι είδα; Δύο κλειδωμένες πόρτες σκαλισμένες στο βράχο, ένα μικρό καμπαναριό, μια πέτρινη σκάλα που οδηγεί προς τα πάνω σε μια άλλη πόρτα στην μέση του λόφου κι ένα μικρό παράθυρο «από το πουθενά», ακόμα ψηλότερα. Αυτή είναι η εκκλησία. Ολόκληρος ο βράχος κι ότι άλλο συνδέεται αόρατα μ’ αυτόν! Αλλά ούτε είναι και η μοναδική εκκλησία του νησιού που είναι χτισμένη πάνω σε σπήλαια.

Στο μέσα βουνό, που χωρίζει το Καμάρι από την Περίσσα, ανάμεσα σε μικρά βάραθρα και πολύπλοκα σπήλαια, βρίσκεται το εκκλησάκι της Κατεφειανής, που κάποτε επίσης αποτέλεσε καταφύγιο για τους ντόπιους. Όσο παράδοξο κι αν φαίνεται, οι Περισσιώτες το προτιμούσαν απ’ το γειτονικό κάστρο του Εξωμύτη, ή τον γουλά του Νημποριού, όπου ακόμα σώζονται ερείπια της αρχαίας πόλης Ελευσίνας. Κοιτώντας βέβαια απ’ την πλευρά της Περίσσας, το εκκλησάκι της Κατεφειανής σφηνωμένο στους βράχους, περίπου στην μέση της κατακόρυφης πλαγιάς, αναρωτιέται εύλογα κανείς, πώς σκαρφάλωναν οι ντόπιοι εκεί πάνω, αφού δεν υπάρχει κανένα εμφανές μονοπάτι που να οδηγεί σ’ αυτό!

Το μοναδικό ανηφορικό μονοπάτι που είδα, ακολουθεί μια δυτικότερη κατεύθυνση, σκαρφαλώνοντας μέχρι την κορυφή του βουνού, όπου βρίσκεται η Αρχαία Θήρα. Ανάμεσα στα ερείπια που σώζονται απ’ την δωρική αποικία του 9ο αι. π.κ.ε. και τους μεταγενέστερους οικισμούς, υπάρχει και σπήλαιο-άντρο του Ερμή και ναός του Πύθιου Απόλλωνα, και Πτολεμαϊκό ιερό αφιερωμένο στην Ίσιδα, τον κριτή του Κάτω κόσμου, Σέραπι και τον ψυχοπομπό Άννουβι, ενώ στο Ιερό Τέμενος του Αρτεμίδωρου, που φρουρεί την Νότια πλευρά του οικισμού, εκτός των άλλων Θεών, λατρεύονταν επίσης οι Διόσκουροι κι οι Κάβειροι, αλλά και η μάγισσα της υποχθονίας Εκάτη (που έχει μεγάλη σχέση με κάποια μαυροφορεμένη γριά χωρίς πρόσωπο).

Και μπορεί τα χρόνια να κύλησαν, όμως όλες αυτές οι παγανιστικές θεότητες, ή τα στοιχειακά επέζησαν στην συνείδηση των κατοίκων του νησιού, μέσα από την παράδοση. …Στο Μεγαλοχώρι, λένε οι παλιοί, από την πλευρά του γκρεμού που βλέπει στην καλντέρα και στη θέση που κάποτε αποκαλούσαν «Χορεύτρα», επειδή συνήθιζαν να χορεύουν Νύμφες ή νεράιδες, υπάρχει μια σπηλιά, απ’ όπου έβγαιναν καλικάντζαροι, τριχωτοί και μιαροί στην όψη, που επί πλέον μπορούσαν να πάρουν διάφορες μορφές. Ο φοβερότερος απ’ αυτούς ήταν ο Μεσανύχτης, που έβγαινε πάντα τα μεσάνυχτα και προκαλούσε τον τρόμο των φτωχών κατοίκων, που δεν αρκούσε να κλειδώσουν μόνο την πόρτα του σπιτιού τους αλλά έπρεπε να κρεμάσουν κι ένα ρούχο από πίσω για να μη τυχόν και μπει από την κλειδαρότρυπα (…ευτυχώς που υπάρχουν κι αυτές οι λαογραφικές παραδόσεις κι έτσι κάποιες ιστορίες παραμένουν στη μνήμη μας, κι αν επανειλημμένα αναφέρομαι στα χρόνια απ’ τα οποία ο άνθρωπος έχει ακόμα μνήμες, είναι γιατί τώρα θα σας μιλήσω για άλλα χρόνια, απ’ τα οποία κάθε θύμηση έχει χαθεί).

Είναι γνωστό ότι η Σαντορίνη έχει από πολλούς ταυτιστεί με την Ατλαντίδα, όπως άλλωστε και καμιά διακοσαριά άλλα μέρη (ανάμεσα σ’ εκείνους που την έχουν κάπου ανακαλύψει, είναι και κάποιος που σήμερα υπόσχεται ξενάγηση στη βυθισμένη πόλη, αντί του ποσού των 8.000.000 δολαρίων). Επειδή η Ατλαντίδα έχει μεγάλη σχέση με την έρευνα που κάνω, έχω μελετήσει αρκετά πολλές θεωρίες και έχω φθάσει σε κάποια συμπεράσματα.

Καταρχήν, μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι η Σαντορίνη δεν είναι η χαμένη Ατλαντίδα (όπως δεν είναι ούτε η Κρήτη, ούτε η Τροία, ούτε η Αρκαδία, ούτε η Ερυθρά θάλασσα, ούτε ο Καύκασος, ούτε η Ινδία, ούτε οι Κάτω χώρες κλπ), πράγμα που δεν μειώνει σε τίποτα το πανέμορφο νησί και τον πολιτισμό που αναπτύχθηκε πάνω του κατά τη δεύτερη χιλιετηρίδα π.κ.ε. Γιατί δηλαδή έχει μεγάλη σημασία να λέμε «η χαμένη Ατλαντίδα» κι ακούγεται πολύ πιο χαμηλότονα «η χαμένη Στρογγύλη»;

Αφού κι αυτοί ακόμα που υποστηρίζουν ότι η Ατλαντίδα είναι η Σαντορίνη, απ’ τα μνημεία του ίδιου μεγάλου πολιτισμού αντλούν τα στοιχεία τους, απ’ τα δεδομένα που άφησε πίσω της η προϊστορική πόλη του Ακρωτηρίου, όταν εγκαταλείφθηκε την εποχή της έκρηξης του ηφαιστείου. Και τέλος πάντων, απ’ όσους έχουν κατά καιρούς βαφτίσει έτσι κάποιες περιοχές επειδή αναγνωρίζουν ένα στοιχείο της Ατλαντίδας όπως το περιγράφει ο Πλάτωνας (κι ας είναι τα ευρήματα αντίθετα με άλλα δεκαπέντε στοιχεία που αναφέρει ο ίδιος), έχει άραγε σκεφτεί κανείς, ότι μπορεί αυτό που βλέπει να είναι μια αποικία που με κάποιον τρόπο, ίσως να έχει προκύψει από τους ίδιους που δημιούργησαν τον πολιτισμό της Ατλαντίδας; Όχι, θα έλεγαν οι περισσότεροι, και ίσως στην βιασύνη τους επάνω να συμπλήρωναν «αφού η Ατλαντίδα δεν υπήρξε, είναι μυθική!». Έ, λοιπόν, η Ατλαντίδα υπήρξε, αλλά δεν βρίσκεται στην Σαντορίνη.

Αυτό φυσικά το γνώριζα προτού φθάσω στο νησί. Δεν χρειάστηκε να διαβάσω παρά μόνο τα ίδια τα έργα του Πλάτωνα που θεωρούνται υπαίτια για την αποκάλυψη του Ατλάντιου μύθου, δηλαδή τον πρόλογο που γίνεται στον Τίμαιο και τον ημιτελή Κριτία. Τα ίδια έργα ασφαλώς έχουν διαβάσει κι όλοι αυτοί που κατά καιρούς έχουν «ανακαλύψει» την Ατλαντίδα σε κάθε Σαντορίνη. Πραγματικά αναρωτιέμαι αν όλοι διαβάζουμε τα ίδια ή διαφορετικά κείμενα.

Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι η μυθική ήπειρος χρησιμοποιείται από τον μεγάλο φιλόσοφο ως παράδειγμα ενός ουτοπικού πολιτισμού που καταρρέει εξαιτίας της ηθικής φθοράς, ή απληστίας των κατοίκων του. Μετά από λεπτομερέστατες μακροσκελείς περιγραφές της γεωλογικής διαμόρφωσης του νησιού, των ιερών που φιλοξενούνται πάνω του, των έργων που έκαναν οι κάτοικοι του και βέβαια της απαραίτητης γενεαλογίας της μυθικής τους φυλής, ο Κριτίας ξαφνικά διακόπτεται μόλις ακριβώς αρχίζει να περιγράφεται η φθορά αυτής της κοινωνίας, αφήνοντας απ’ έξω το σημείο στο οποίο θα ’πρεπε σύμφωνα με τις παραπάνω απόψεις να δοθεί η μεγαλύτερη βαρύτητα του έργου, δηλαδή στην περιγραφή του ηθικού κατρακυλίσματος και στην καταστροφική σύγκρουση με τους Αθηναίους. Δεν πιστεύω λοιπόν ότι ο Κριτίας εγκαταλείφθηκε ηθελημένα.

Επίσης δεν συμφωνώ μ’ όλους τους σύγχρονους τρομερούς ψυχολόγους που μπαίνουν στο μυαλό του κάθε Πλάτωνα και ξέρουν ότι ο Πλάτωνας είπε αυτό και εννοούσε εκείνο και πολύ περισσότερο εκείνους που γενικά ερμηνεύουν την μυθολογία ξεγυμνώνοντάς την από εικόνες ρεαλισμού και μεταμορφώνοντάς την σε ιδέες και λεκτικά σχήματα που χρησιμοποιούνται πάντοτε «αλληγορικά».

Αγαπητοί κύριοι ψυχολόγοι, σταθείτε για μια στιγμή και δείτε από μια γωνιά τον εαυτό σας και θυμηθείτε τι κάνατε σήμερα το πρωί, ή την προηγούμενη εβδομάδα, ή τα τελευταία χρόνια, ή ακόμα και σε όλη σας τη ζωή… Οποιαδήποτε κίνηση ή πράξη έχετε κάνει, είχε σίγουρα κάποιον λόγο και κάποιο βαθύτερο αίτιο, κι ασφαλώς μπορεί να ερμηνευτεί με διάφορους τρόπους και να βρεθούν σ’ αυτήν συγκεκριμένα κίνητρα κι αιτίες. Όμως αν όλα αυτά τα καταγράφατε στο χαρτί, θα δεχόσασταν να σας πει κάποιος ότι τίποτε απ’ όλα αυτά δεν συνέβη στ’ αλήθεια, δηλαδή δεν ζήσατε, κι ότι τα γραφόμενά σας είναι απλά αλληγορικά;

Οι σύγχρονοι τουριστικοί οδηγοί της Σαντορίνης αναφέρουν ότι η έκρηξη του ηφαιστείου, που σύμφωνα με μια άποψη οδήγησε στο μύθο της Ατλαντίδας, έγινε περίπου το 1.500 π.κ.ε. Ο Πλάτωνας, ισχυρίζονται κάποιοι, ή ο Σόλωνας απ’ τον οποίον κληρονόμησε την θρυλική ιστορία, απλά μπέρδεψε τα Αιγυπτιακά ιερογλυφικά και έβαλε ένα μηδενικό παραπάνω. «Θα σου μιλήσουμε για τα κατορθώματα των προγόνων σας που εσείς τώρα έχετε ξεχάσει, και που έγιναν πριν 9.000 χρόνια», έλεγαν οι Αιγύπτιοι ιερείς στο Σόλωνα, αλλά πριν «900 χρόνια» εννοούσαν, επιμένουν μερικοί, που αν προστεθούν στο 600 π.κ.ε, που περίπου έκανε το ταξίδι του στην Αίγυπτο ο Σόλωνας, κολλάει μια χαρά με την έκρηξη του ηφαιστείου της Στρογγύλης το 1500 π.κ.ε.

Άρα λοιπόν, η Σαντορίνη είναι η Ατλαντίδα, αφού πράγματι ένα μεγάλο μέρος του νησιού καταβυθίστηκε μετά την έκρηξη, άλλοι πάλι λένε ότι η Ατλαντίδα ήταν η Κρήτη, που μπορεί να μην βούλιαξε, αλλά μισή ώρα μετά την έκρηξη, δέχθηκε τεράστια παλιρροιακά κύματα (τσουνάμι) ύψους εκατό μέτρων και στην συνέχεια ένα σωρό άλλες θεομηνίες, που έστω και λίγο καθυστερημένα, πενήντα χρόνια αργότερα, οδήγησαν στην κατάρρευση του Μινωικού πολιτισμού.

Με βάση τα τελευταία πορίσματα από μελέτες τέφρας που βρέθηκε στους πάγους της Γροιλανδίας, με την μέθοδο του ραδιενεργού άνθρακα και της δεντροχρονολόγησης καθώς και την μαρτυρία σημαντικών διαταραχών στο οικοσύστημα του πλανήτη σε χρονικές στιγμές του παρελθόντος που έχουν ήδη αναγνωριστεί, η επιστημονική άποψη που σήμερα επικρατεί είναι πως η έκρηξη του ηφαιστείου της Στρογγύλης έγινε μεταξύ του 1.640-1.620 π.κ.ε. κι όχι εκατό χρόνια αργότερα, όπως μέχρι πρόσφατα πιστευόταν (κι όπως οι ξεναγοί λένε ακόμα στους τουρίστες που επισκέπτονται την Σαντορίνη).

Οι αρχαιολόγοι που συνάντησα στο Ακρωτήρι, συμφωνούν μ’ αυτήν την άποψη, που μετά από μια διαμάχη στους αρχαιολογικούς κύκλους, (αναμενόμενης, αφού τώρα θα πρέπει ν’ αναζητήσουν νέα αίτια για την εξαφάνιση του Μινωικού πολιτισμού) φαίνεται πλέον σιωπηλά να επικρατεί. Μιλώντας σήμερα για την έκρηξη του ηφαιστείου, προτιμούν πλέον να την τοποθετούν χρονικά στην Υστερο-Μινωική ΙΑ περίοδο (περίπου 1.700-1.500 π.κ.ε), αποφεύγοντας συγκεκριμένες λεπτομέρειες.

Μαζί φυσικά καταρρέει κι ο μύθος της «κατά λάθος προσθήκης ενός μηδενικού», που για κάποιους είχε λειτουργήσει ως το βασικότερο επιχείρημα σύνδεσης της έκρηξης του ηφαιστείου με την Ατλαντίδα. Ήθελα να ‘ξερα, αν οι ίδιοι θεωρούσαν ηλίθιο τον Πλάτωνα, το Σόλωνα, ή τους ιερείς της Σάιδας, αφού, ενώ αναφέρονται ως μέσα καταστροφής της Ατλαντίδας σεισμοί και καταποντισμοί, εντούτοις παραλείπεται οποιαδήποτε αναφορά στην έκρηξη ενός ηφαιστείου και τα τρομερά γεγονότα που ακολούθησαν και συντάραξαν ολόκληρο τον πλανήτη, κρύβοντας τον ήλιο για μέρες ολόκληρες πίσω από ένα πέπλο τέφρας, σε κάθε άκρη της γης.

Άλλωστε την εποχή που ακολούθησε την συγγραφή των έργων, κανείς από τους αρχαίους μελετητές του φιλοσόφου –ούτε καν εκείνοι που αμφισβήτησαν την εγκυρότητα της ιστορίας– δεν έκανε καμία σύγκριση της Ατλαντίδας με την Θήρα, ή τον Μινωικό πολιτισμό. Σήμερα, δυόμισι χιλιάδες χρόνια αργότερα, έχουμε καλύτερες μνήμες από τότε;

Κι ερχόμαστε πάλι στην παρατήρηση που έκανα νωρίτερα για τ’ ότι ο καθένας διαβάζει ότι θέλει. Ο Πλάτωνας δεν έγραψε έτσι απλά ότι τα γεγονότα αυτά συνέβησαν 9.000 χρόνια πριν την εποχή του Σόλωνα, για να μπορεί κανείς να συζητάει για ένα «λαθάκι» κάποιου αριθμού. Οι ιερείς λένε στο Σόλωνα ότι όλα αυτά έγιναν χίλια χρόνια πριν την εμφάνιση του πολιτισμού της Αιγύπτου, μιλούν για κατακλυσμούς που ακολούθησαν μεταγενέστερα, αναφέρουν ότι τότε δεν υπήρχαν ακόμα πλοία, με λίγα λόγια ένα σωρό λεπτομέρειες που περιορίζουν χρονικά την Ατλαντίδα τουλάχιστον δύο, αν όχι τρεις χιλιάδες χρόνια πριν την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας, κι αν φυσικά έχει κάποιος λόγους ν’ αμφισβητήσει τον Πλάτωνα που την τοποθετεί μεταξύ 9.500-8.500 π.κ.ε.

Αντίστοιχο φαινόμενο παρουσιάζεται και στην διαμάχη για την γεωγραφική τοποθέτηση της Ατλαντίδας.

Ο Πλάτωνας, δεν λέει απλά ότι βρίσκεται «έξω από τις στήλες του Ηρακλέους», ώστε να μπορούν ορισμένοι να ισχυρίζονται ότι δεν εννοούσε τα στενά του Γιβραλτάρ, που ήταν έτσι γνωστά, αλλά τα στενά του Βοσπόρου, ή το Σουέζ, ή τις στήλες του ανακτόρου της Κνωσού, αλλά μας λέει επίσης ότι αντικρίζει την περιοχή που αποκαλείται «Γάδειρον», και πρόκειται για την φοινικική πόλη «Γαδίρ», πάνω στο νησί Ευρισθεία, που στους χάρτες του Κλαύδιου Πτολεμαίου εμφανίζεται σαν ένα μεγάλο νησί έξω ακριβώς απ’ το Γιβραλτάρ με το όνομα «Γάδηρα», ή το Ισπανικό λιμάνι Καντίζ, ή Καντίθ (ή Καντάθ, θά ‘λεγε ο Λάβκραφτ), που πήρε τ’ όνομά της απ’ την αρχαία Φοινικική Γαδίς, στο λασπωμένο βυθό της οποίας κάποια στιγμή ανακαλύφθηκε μια ακόμη αρχαιότερη πόλη, αλλά οι έρευνες διακόπηκαν απότομα, λόγω της ύπαρξης υποθαλάσσιας Αμερικανικής βάσης πυρηνικών υποβρυχίων.

Εξάλλου, ο Πλάτωνας δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο διαχωρισμό των Ατλάντων, από τις φυλές που κατοικούν απ’ την μέσα μεριά της Ευρώπης, κι αναφέρει ότι στις κατακτήσεις της Ατλαντίδας είχε προσαρτηθεί το μέρος της Λιβύης (Αφρικής) μέχρι την Αίγυπτο και της Ευρώπης ως την Τυρρηνία (Δυτική Ιταλία, η περιοχή που άνθισε ο πολιτισμός των Ετρούσκων). Επίσης γίνονται αναλυτικές περιγραφές των αξιοθαύμαστων έργων που έγιναν πάνω στο νησί, όπως η διάνοιξη καναλιών και τούνελ, η εξόρυξη μετάλλων και λίθων, η κατασκευή αγαλμάτων και ναών, ενώ γίνεται λόγος για τη μεγάλη χρήση ελεφάντων σ’ αυτά.

Ελέφαντες απ’ όσο ξέρω στην Σαντορίνη δεν υπήρξαν, αυτό τουλάχιστον φαίνεται απ’ τις τοιχογραφίες του Ακρωτηρίου, που έχουν αποτυπώσει σημαντικές παραστάσεις από την χλωρίδα και πανίδα της εποχής. Αντίθετα, στα παράλια της Βορειοδυτικής Αφρικής που σκιάζει η γιγάντια οροσειρά Άτλας, προτού βουτήξει στον Ατλαντικό προς την μεριά των Κανάριων νήσων, ο Πλίνιος, τον 1ο αι. μ.κ.ε, παρατηρεί ασυνήθιστα πολλούς ελέφαντες.

Ο ίδιος άλλωστε, καταγράφοντας τις τρομερές ιστορίες που απέτρεπαν τους Ρωμαίους απ’ τις μυστηριώδεις βουνοκορφές, λέει ότι κατοικούνται από φυλές που δεν εμφανίζονται ποτέ την ημέρα, και την νύχτα οι φωνές τους σκορπούν τον τρόμο, ανάμεσα σε τύμπανα και φοβερές αστραπές, που σκιαγραφούν σιλουέτες τραγοπόδαρων θεών και Σατύρων. Η οροσειρά του Άτλαντα, κατά τον Ηρόδοτο κατοικείται από την άγνωστη φυλή των Ατλάντων, για τους οποίους ο Πλίνιος λέει ότι ζουν μέσα σε σπηλιές κι επικοινωνούν μεταξύ τους όχι με φωνές, αλλά με παράξενα τσιρίγματα (για να μη σας πω δηλαδή τι λέει για τους μεταλλαγμένους γείτονές τους…)

Αυτοί βέβαια είναι πολύ μεταγενέστεροι μύθοι, εμπλουτισμένοι με τα δεδομένα της εποχής τους. Στον καιρό της Ατλαντίδας δεν υπήρχε ούτε ο Ποσειδώνας, ούτε οι άλλοι Ολύμπιοι Θεοί. Εκείνος που λατρευόταν στην μυθική ήπειρο ήταν το «αρχέτυπο» του κερασφόρου Θεού της καταιγίδας Βάαλ (ίσως τότε να ονομαζόταν «Άτλας»), που συμβολίζει την ένωση της Θεάς της θάλασσας Ασεράχ, με τον υπέρτατο ταυρικό ηλιακό Θεό Ελ. Αναπαράσταση της θεϊκής ένωσης, είναι η τελετή του λυσίματος των ιερών ταύρων, μέσα στο χώρο του μεγάλου ναού της Ατλαντίδας, που ήταν αφιερωμένος στην θεότητα της θάλασσας και του ωκεανού-προστάτη του νησιού.

Ο Πλάτωνας περιγράφει παραστατικά την τελετή, κατά την οποία οι δέκα βασιλείς, οπλισμένοι μόνο με θηλιές και ξύλα, κυνηγούν τους ταύρους, μέχρι να πιάσουν εκείνον που τελικά θα επέλεγε ο Θεός για να θυσιαστεί. Η ίδια θαλασσινή θεότητα μεταγενέστερα θα γίνει γνωστή σαν Τιαμάτ, ή Δάγωνας, ή Νηρέας, ή Πρωτέας και τελικά Ποσειδώνας (του οποίου ιερό ζώο είναι ο ταύρος), που εκτός των άλλων είναι και Θεός των σεισμών, που μέσα απ’ την οργή του, κατέστρεψαν την Ατλαντίδα.

Αν οι αρχαιολόγοι βρουν κάποια στιγμή κάτω απ’ τις πυραμίδες την «Αίθουσα των αρχείων», όπως έχει προφητεύσει ο Κέησυ θα πρέπει μάλλον να περιμένουν μια σειρά από πινακίδες με σχέδια των διαφόρων φάσεων της Ατλαντίδας, που θ’ αποτελούνται από εικόνες κι όχι λέξεις, (αφού δεν υπήρχε καμία γραφή τόσο παλιά), εκτός αν η ιστορία έχει μεταγενέστερα καταγραφεί στο «βιβλίο του Θωθ» (που ίσως βρίσκεται πίσω απ’ το «Νεκρονομικόν» του Λάβκραφτ), και που γράφτηκε όταν πλέον ο Ποσειδώνας είχε ήδη κυριαρχήσει ως ύψιστος θαλασσινός Θεός.

Όσο για την πηγή αυτού του πολιτισμού;

Κάποια γνώριμη φωνή, μου λέει ότι η μυστική γνώση που οδήγησε στην εμφάνιση αυτού του μεγάλου πολιτισμού, δόθηκε στους Ατλάντιους από τους Νέφιλιμ. Αυτούς προσπαθούσαν να τιμήσουν οι δέκα βασιλείς της Ατλαντίδας, όταν φορούσαν τις ιερές γαλάζιες στολές, που σύμφωνα με τον Πλάτωνα, στο τέλος των λατρευτικών τελετουργιών της ταυρικής θυσίας αφιέρωναν στους Θεούς. Απόηχοι του θρυλικού Νεφιλιμικού πολιτισμού εμφανίζονται τόσο στην Θήρα, όσο και στην Μινωική Κρήτη.

Για παράδειγμα, τα γνωστά «ταυροκαθάψια», αναπαριστάνουν την τελετή της θυσίας των ταύρων, που ως εκ τούτου θεωρούνταν τόσο ιερά ζώα, ώστε η βασίλισσα Πασιφάη να γεννήσει απ’ το σπέρμα ενός λευκού ταύρου, τον τρομερό Μινώταυρο, που επτά χιλιάδες χρόνια μετά την ήττα των Ατλάντων, τιμωρούσε ακόμα τους Αθηναίους.

Την αρχέγονη σχέση μαρτυρούν και τα γαλάζια φορέματα που σε εξαιρετικές περιπτώσεις ενδύονται οι ιέρειες, όπως παρουσιάζουν ευρήματα της Μινωικής Κρήτης. Οι ίδιες παραδόσεις διατηρούνται και στην αρχαία Στρογγύλη, αφού σ’ όλες τις τοιχογραφίες που έχουν βρεθεί στο Ακρωτήρι, τα πρόσωπα που απεικονίζονται φορούν, αντί για στολές, γαλάζιες περούκες (οι αρχαιολόγοι τα ερμηνεύουν ως «μερικώς ξυρισμένα κεφάλια», μετατρέποντάς τους σ’ ένα είδος αρχαίων… πανκ). Σε συγκεκριμένη τοιχογραφία που βρέθηκε σε κτήριο του Ακρωτηρίου (Δυτική Οικία, 1ος όρ., δωμ.5, νότια πλευρά), από μια σκηνή που περιγράφει μια εικόνα δύο πόλεων, απεικονίζονται και Νέφιλιμ, αν και οι περισσότεροι αρχαιολόγοι που δεν έχουν ακούσει αυτή την λέξη, συνήθως τους ερμηνεύουν ως «αγρότες», που για κάποιον άγνωστο λόγο φορούν μια μακριά στολή γεμάτη φτερά.

Έχουμε λοιπόν την πηγή, έχουμε και το αποτέλεσμα, το ερώτημα ωστόσο παραμένει, πώς ο πολιτισμός της Ατλαντίδας μεταφέρθηκε στα Αιγαιοπελαγίτικα νησιά, χιλιάδες χρόνια μετά την καταβύθισή της; Αυτή η απορία με βασάνιζε για πολλές μέρες, μέχρι που τελικά επισκέφτηκα το Ακρωτήρι. Εκεί μου δόθηκε η μαγική λέξη που ξεκλείδωνε αυτό το αίνιγμα!

Τώρα που κοιτάζω τις φωτογραφίες που έφερα πίσω από την Σαντορίνη, αναρωτιέμαι πως δεν το είχα καταλάβει νωρίτερα, εκείνη ακριβώς την στιγμή που στάθηκα στα πόδια του Σκάρου, του φοβερού αμφίβιου γίγαντα που πέτρωσε, για να φρουρεί ακούραστα, πάνε τρεις χιλιάδες εξακόσια χρόνια τώρα, την μαγική καλντέρα. Από πόσο μακριά ήρθε άραγε αυτό το πλάσμα; Από άλλους πλανήτες, άγνωστους κόσμους, μακρινές θάλασσες;

Κι αν τέλος πάντων είναι κι αυτό ένα απ’ τα καμώματα της φύσης, τι ήταν αυτό που είδε η γη, η σιωπηλή σμιλεύτρα που τόσο πολύ της αρέσει –σαν τους Τελχίνες κι αυτή– να φτιάχνει αγάλματα από χώμα και βράχο, μιμούμενη κάθε τι που της κάνει εντύπωση και θέλει για πάντα να το κρατήσει; Και διαβάζοντας θαρρείς το απορημένο μου μυαλό, ο Σκάρος ξεροβήχει και μου αποκρίνεται, και με μια γερή ανάσα σαν το δυνατό άνεμο που φυσά εκεί πάνω, ο πανάρχαιος βράχος μου λέει όλη την ιστορία.

Η Ατλαντίδα υπήρχε τοπικά και χρονικά εκεί ακριβώς που την περιγράφει ο Πλάτωνας. Μετά την ήττα από τους Αθηναίους, όταν βασιλιάς της Αθήνας λένε πως ήταν ο Ωγύγης, κατά την βασιλεία του οποίου η Αθήνα επλήγει από έναν κατακλυσμό προγενέστερο εκείνου του Δευκαλίωνα, το νησί-ήπειρος της Ατλαντίδας καταβυθίστηκε, αλλά, όπως είπε κι ο Πλάτωνας σε ρηχά νερά, δημιουργώντας μια λασπώδη θάλασσα που για χιλιάδες χρόνια ήταν αδύνατο να την περάσουν πλοία. Όπως παραδέχονται κι οι γεωλόγοι, πριν από περίπου δέκα χιλιάδες χρόνια, η θερμοκρασία του πλανήτη ξαφνικά ανέβηκε, που συνοδεύτηκε κι από μια απότομη αύξηση των βροχοπτώσεων.

Έτσι κλείνει η τελευταία εποχή των πάγων, το λιώσιμο των οποίων ανεβάζει την στάθμη του Ατλαντικού ωκεανού κατά περίπου δέκα (άλλοι πάλι λένε εκατό) μέτρα. Αυτή η πλημμύρα ήταν αρκετή για να σκεπάσει το μεγάλο μέρος των πεδιάδων της νήσου, όχι όμως και των βουνών της, όπως εκείνα που περικύκλωναν το εξωτερικό μέρος της, καταλήγοντας σε απόκρημνες ακτές, ή αυτά που περιέβαλαν το κεντρικό νησί, σχηματίζοντας έτσι μικρά αποκομμένα νησάκια, στην μέση ενός ρηχού ωκεανού, κάνοντάς τον να μοιάζει περισσότερο με μια τεράστια κοραλλιογενή ατόλη.

Το πλησιέστερο απ’ αυτά, κατά το Στράβωνα (με βάση την Ομηρική Οδύσσεια) λίγο έξω απ’ τις Ηράκλειες στήλες, ήταν η Ωγυγία (που κατοικεί η κόρη του Άτλαντα, Καλυψώ), που ίσως ονομάστηκε έτσι προς τιμή του νικηφόρου βασιλιά των Αθηναίων, ενώ επίσης χαρακτηρίζεται και σαν «ομφαλός της θάλασσας». Άλλα πάλι, πιο μακρινά νησιά, έγιναν αργότερα γνωστά ως νήσοι των Εσπερίδων (που κατοικεί ο Άτλας), νήσοι των Μακάρων και των Ηλυσίων πεδίων, αλλά και αποτέλεσαν την βάση της μυθολογίας των μαγικών νησιών του «αλλόκοσμου», που οι Κέλτες αναζητούσαν από την αρχαιότητα, μέχρι την εποχή του Αγίου Μπρέναν.

Εκεί λοιπόν διασώθηκε το κύριο μέρος του πολιτισμού της Ατλαντίδας, απ’ τους κατοίκους που γλίτωσαν την πρώτη καταστροφή, αν και ένα ασθενέστερο μέρος του, μεταφέρθηκε από τις αποικίες της Αφρικής και της Ιβηρικής χερσονήσου (η τύχη των οποίων δεν σχολιάζεται από τον Πλάτωνα) δια μέσου δύο παράλληλων μεταναστευτικών ρευμάτων. Το πρώτο, θα ιδρύσει τον Αιγυπτιακό πολιτισμό λίγο μετά την καταστροφή και λίγο αργότερα θα περάσει στην γη του Ιορδάνη, χτίζοντας την πρώτη Ιεριχώ (8.000 π.κ.ε), για να εγκατασταθεί τελικά στην γη των Σουμέριων, την Μεσοποταμία.

Όλες αυτές οι περιοχές, συμφωνούν οι αρχαιολόγοι, εκείνη την εποχή, ξαφνικά γνωρίζουν την καλλιέργεια της γης. Το δεύτερο κύμα, περισσότερο βαρβαρικό και πολεμοχαρές, αποδεκατισμένο απ’ τον πόλεμο με τους λαούς της Ευρώπης και τις πλημμύρες που το έπληξαν επίσης σε μεγάλο βαθμό, θ’ ακολουθήσει μια πιο αργή πορεία, ομάδες κυνηγών που θα διασχίσουν την Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη (από κει μια μικρή φατρία θα περάσει και στις Βρετανικές νήσους), στην συνέχεια τον Καύκασο και στην περιοχή της Κασπίας θάλασσας, ενώ, τελικά θα φτάσουν μέχρι τον Ινδό ποταμό (χωρίς ωστόσο ν’ αποτελεί τον πρώτο πολιτισμό της Ινδίας), απ’ όπου αργότερα θα ξεπηδήσει το αναγνωρίσιμο φύλο της Άριας φυλής.

Χαρακτηριστικά λατρευτικά έθιμα των Ατλάντων θα διατηρηθούν για χιλιάδες χρόνια σ’ ολόκληρη αυτήν την περιοχή. Ο Θεός των Κελτών Κέρνουννος, έχει κέρατα ταύρου και κυβερνά κάθε δύναμη ανάμεσα στην ζωή και το θάνατο, φρουρώντας παράλληλα τις Πύλες που οδηγούν στον Κάτω κόσμο. Οι ταύροι επίσης χρησιμοποιούνται στις τελετές των δρυίδων, όπως άλλωστε και στην Μιθραϊκή θρησκεία, που θεωρούνται τα ιερότερα των ζώων. Στην «μαγεμένη» Έφεσο, ο Ποσειδώνας λατρευόταν ανάμεσα σε ταύρους, που απεικονίζονται κατ’ επανάλειψη και στα ευρήματα των αρχαίων οικισμών Χάραππα και Μοχέντζο Ντάρο, ενώ στη νοτιότερη περιοχή της Ινδίας, το Ταμίλ Ναντού, ανάμεσα στους σημερινούς απογόνους των Βραχμάνων, ακόμα και στις μέρες μας επιβιώνει το έθιμο του κυνηγιού των ταύρων, από άντρες με γυμνά χέρια.

Όμως αργότερα, ένας νεώτερος κατακλυσμός (του Νώε/Ουτναπίστιμ/Δευκαλίωνα – που οι Γεωλόγοι αποδίδουν σε υπερχείληση της Μαύρης θάλασσας) θα σαρώσει και τα δύο αυτά ρεύματα, κι έτσι σ’ όλη αυτήν την έκταση, ο μυθικός πολιτισμός να παραμείνει σαν μακρινή ανάμνηση, στην συνείδηση των μακρινών απογόνων και μεταγενέστερων κατοίκων της περιοχής.

Ο πολιτισμός των Ατλάντων ωστόσο δεν θα χαθεί, αφού οι ομάδες που έμειναν αποκομμένες πάνω στα νησιά του Ατλαντικού, ακολουθώντας δύο εντελώς διαφορετικές πορείες, θα καταφέρουν να επιβιώσουν και να εγκαταλείψουν τις αρχαίες βουνοκορφές, προτού η μυθική ήπειρος βουλιάξει για δεύτερη φορά, γλιστρώντας τώρα μέσα σε ωκεάνια ρήγματα και σε ασύλληπτα βάθη. Εκείνοι που βρίσκονταν κοντά στις ακτές της Αμερικανικής ηπείρου, θα διαφύγουν προς το εσωτερικό της γης, μέσα από υπόγεια τούνελ, τα οποία μερικώς έσκαψαν, αφού ανακάλυψαν αρχαιότερα τούνελ κάτω από τα ορυχεία απ’ όπου νωρίτερα έβγαζαν πέτρες και χαλκό (για αυτά τα παλαιότερα τούνελ, υπεύθυνο λέγεται πως είναι το πανάρχαιο «Τάγμα του Λαβυρίνθου», που δεν είναι άσχετο με τους «Μεγάλους Παλαιούς», αλλά εγώ επιμένω να φαντάζομαι γιγάντια μυρμήγκια).

Όσοι πρόλαβαν να χρησιμοπιήσουν αυτά τα τούνελ, τελικά θα φτάσουν (ίσως μετά από ολόκληρες γενεές) στην Κεντρική και Νότια Αμερική, όπου αρχικά θα υποδουλώσουν τους Ολμέκους κι αργότερα θα ιδρύσουν τον πολιτισμό των Μάγια (που άλλωστε διηγούνται πως οι λευκοί πρόγονοί τους βγήκαν μέσα από τούνελ, προερχόμενοι από το βυθισμένο νησί «Αζτλάν»), ή και τους μεταγενέστερους Ίνκας, που είναι γνωστό ότι κατείχαν τα υπόγεια περάσματα και στις προφητείες τους μιλούσαν για υπόγεια βασίλεια. Στην Αμερικάνικη ήπειρο, το Ατλάντειο γενεαλογικό δέντρο συνεχίζεται μέχρι τους Σιου και τους Χόπι, που επίσης ισχυρίζονται ότι οι πρόγονοί τους ήρθαν απ’ το εσωτερικό της γης.

Στα αινιγματικά οροπέδια των Χιλιανών Άνδεων, οι ανθρωπολόγοι πρόσφατα ανακάλυψαν μια φυλή γαλάζιων ανθρώπων κι ύστερα από μελέτες, απέδωσαν το χρώμα του δέρματός τους στην έλλειψη οξυγόνου, που παρατηρείται σ’ αυτά τα υψίπεδα που φθάνουν μέχρι έξι χιλιάδες μέτρα πάνω απ’ την επιφάνεια της θάλασσας. Το ίδιο φυσικά θα συνέβαινε και έξι χιλιάδες μέτρα κάτω απ’ την επιφάνεια της θάλασσας, αν κάποιοι ζούσαν σε τέτοιο βάθος, χαρακτηριστική άλλωστε είναι και η μορφή του Ετρουσκικού Χαρούν, του αδερφού του Μίνωα, Ραδάμανθυ, ή του Ευρυνόμου, του βαθυγάλαζου ανθρωπόμορφου Θεού του Κάτω κόσμου, που στην Ελληνική μυθολογία κατασπαράζει τις ένοχες ψυχές.

Μέχρι στιγμής περιγράψαμε επιγραμματικά τρία μεταναστευτικά ρεύματα. Αυτό που μένει και που θα μας απασχολήσει περισσότερο, είναι το μέρος της Ατλάντιας φυλής που επέζησε στα νησιά εκείνα, που τέσσερις ή πέντε χιλιάδες χρόνια πριν από τον τελευταίο κατακλυσμό, βρέθηκαν ξαφνικά απομονωμένα, στην μέση του ωκεανού. Σαν τον Κριτία τώρα, ο Σκάρος μου ζητάει να μη βιαστώ να τον διακόψω, αλλά ν’ ακούσω με συγκατάβαση την συνέχεια της ιστορίας.

Εκεί λοιπόν οι Ατλάντες, μέσα από μια διαδικασία φυλετικής μετάλλαξης, είτε μέσω πειραμάτων του DNA, είτε εξ’ αιτίας ενός φυσικού γενετικού εκφυλισμού, θα αποκτήσουν αμφίβεια χαρακτηριστικά που θα τους επιτρέψουν να επιβιώνουν στο νερό. Μην φαντάζεστε βέβαια την εικόνα του Patrick Duffy, που βλέπαμε στην τηλεόραση παλιά, ή του γαλαζόδερμου Aquaman (για όσους ασχολούνται με παλιά κόμιξ), αλλά μάλλον εκείνη των Αβυσσαίων (Deep Ones), που τους προσδίδει ο Λάβκραφτ στην «σκιά πάνω από το Ίνσμουθ». Προσομοιώνοντας την μορφή των πλέον συνηθισμένων ψαριών στις λασπωμένες αμμουδερές ακτές τους, των σαλαχιών (που έχω δει να βγαίνουν χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα μέχρι και την άκρη του κύματος στην αμμουδιά), πήραν έτσι μια ανθρωποσελαχοειδή όψη, με την οποία σ’ εμάς είναι γνωστοί ως «Τελχίνες».

Αυτή η μορφή ταιριάζει μ’ εκείνη των περιβόητων «διαβολόψαρων» (που κυκλοφορούν στο εμπόριο αποξηραμένα), αλλά την επόμενη φορά που θα ψαρέψει κάποιος ένα τέτοιο, ζωντανό, από περιέργεια, ας δοκιμάσει να τ’ ανακρίνει! Μ’ αυτήν λοιπόν την μορφή οι Τελχίνες επέζησαν και μετά τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα, όταν η μυθική ήπειρος αυτή την φορά χάθηκε για πάντα σε απώτερα βάθη.

Οι Τελχίνες περιγράφονται σε διάφορες μυθολογίες, όπως στην περίπτωση του αρχαίου Θεού των Σουμερίων Οάννες, του αρχηγού της αμφίβιας φυλής Ακπάλους («Ανένδοτοι») με το ψαρίσιο σώμα και τα χαρακτηριστικά και πόδια ανθρώπου. Ο Οάννες βγήκε απ’ τα νερά του Περσικού κόλπου, με σκοπό να εκπολιτίσει τους Σουμέριους, μαθαίνοντάς τους έτσι να χτίζουν πόλεις και ναούς, να καλλιεργούν την γη και τους μύησε στις τέχνες και τις επιστήμες. Σε μια Ασσυριακή σφραγίδα απεικονίζεται μια ομάδα από Ακπάλους συγκεντρωμένη γύρω από έναν «ομφαλό», απ’ αυτούς που είναι διασκορπισμένοι σε διάφορα σημεία της γης.

Ο μύθος λέει, ότι από εκείνο το σημείο οι ψυχές μπορούσαν να περνούν από την μια διάσταση στην άλλη, ή σε κάποιο άλλο σημείο του διαστήματος, αφού μπορούσε ν’ ανοίγει ενεργειακές τρύπες (επίσης γνωστές σαν «ορκίδες», ή «σκουληκότρυπες», ή «αστροπύλες») που ένωναν κάποιον άλλο πλανήτη με «αρχαία πηγάδια» της Γης. Οι αινιγματικοί Ντόγκον από το Μαλί μιλούν με την σειρά τους για τους «Νόμμος» (πως λέμε… «Ευρυνόμος»), αμφίβια πλάσματα που προέρχονται από το διάστημα και που προτιμούν να ζουν στο νερό, αν και μπορούν να ζήσουν και στην στεριά.

Οι Ντόγκον τα περιγράφουν με ανθρωπο-ιχθυοειδή χαρακτηριστικά, με δέρμα ψαριού και σχήμα σαλαχοειδές. Τον δε πλανήτη Σείριο Β’, τον αποκαλούσαν «πό-τόλο», που επιμένει μου φέρνει στο μυαλό την Ινδική «Πατάλα», το βασίλειο του Κάτω κόσμου. Αν δεν το καταλάβατε, απλά προσπαθώ να σας πω ότι οι μετα-Ατλάντιοι Τελχίνες/Ακπάλους/Νόμμος έχουν μεγάλη σχέση με την Κούφια Γη.

Ο Παράκελσος, για παράδειγμα, μιλώντας για τα γνωμικά (gnomes), στα οποία πρωτοαναφέρθηκε ο Βιργίλιος, τα παρουσιάζει ως πνεύματα που κατοικούν σε υπόγειους λαβύρινθους (όπως τα Νάγκας στην Πατάλα) και εξηγεί ότι η ονομασία τους προκύπτει απ’ τις ελληνικές λέξεις «Γη» και «Νόμος» (η τελευταία μπορεί και να κατάγεται από τον Σείριο Β΄), ενώ επιμένει ότι προέρχονται από την Κνωσό (!). Αυτά τα νανικά γνωμικά είναι γνωστά στη Βρετανία σαν «Κορέντς», (ή «Παλαιοί») κι απ’ αυτά προέκυψε η αρχέτυπη εικόνα των καλικάντζαρων.

Αλλά και οι ίδιες ακόμα οι ιχθυόμορφες θεότητες που αντικατέστησαν την αρχέγονη θαλάσσια θεότητα, μητέρα των Τιτάνων και προστάτιδας της Ατλαντίδας, οι Φοινικο-Ασσυριακοί Ατάργης και Δάγωνας, (κυρίαρχος θεός των Φιλισταίων, που προέρχονται απ’ τους αρχαίους Κρήτες), ο γέροντας Νηρέας ή ο Πρωτέας, που μπορεί ν’ αλλάζει μορφές, ο θαλάσσιος γκριζογάλαζος δαίμονας Γλαύκος και η γενιά του, οι Τρίτωνες κι οι ιχθυοκένταυροι, οι Νηρηίδες κι οι Ωκεανίδες, είναι άμεσα συνδεδεμένες με την μεταλλαγμένη φυλή. (Σκεφτείτε μόνο πόσες μορφές θα δοκίμασαν οι Άτλαντες, μέχρι να καταλήξουν σ’ αυτήν των Τελχίνων).

Από ιστορική σκοπιά, οι Τελχίνες τοποθετούνται απ’ τους αρχαιολόγους πίσω απ’ το όνομα «Φοίνικες», τον θαλασσινό λαό που πιστεύεται ότι πρώτος διέσχισε την Μεσόγειο μέχρι τον Ατλαντικό ωκεανό, αλλά δεν αποκλείεται τελικά ν’ ακολούθησε αντίστροφη διαδρομή. Μέχρι πού έφθασαν οι Φοίνικες; Ένα αρχαίο πλοίο ανακαλύφθηκε κάτω από τα λείψανα ενός πιο σύγχρονου ναυαγίου στο βυθό των νησιών Μπαχάμες. Δεν ήταν δύσκολο ν’ αναγνωριστεί ως Φοινικικό, αφού στην πλώρη των πλοίων τους σκάλιζαν νανικούς αμφίβιους θεούς!

Αλλά κι αν ακόμα οι Φοίνικες προέρχονταν από μια φυσιολογική ανθρώπινη φυλή, φθάνοντας σε μυθικούς χρόνους μέχρι την Ισπανική Ανδαλουσία, όπου ίδρυσαν την αρχαία Γαδίς (ερείπια της οποίας ξεκινούν από το 3.000 π.κ.ε), στην ίδια περιοχή που τοποθετείται η ακόμα αρχαιότερη μυθική Ταρσίδα, ή Ταρτησσός, τότε ήρθαν σίγουρα σε επαφή με τους Τελχίνες, που οδήγησαν τον πολιτισμό τους σε μεγάλη ακμή, μέχρι να καταστραφούν ολοκληρωτικά από τον Αλέξανδρο, ο οποίος στο δρόμο για την Αίγυπτο, «συμβολικά» σταύρωσε δύο χιλιάδες Φοίνικες, εξαφανίζοντάς τους απ’ την Ιστορία.

Στο Αιγαίο η μυθολογία θέλει τους Τελχίνες (κι η αρχαιολογία τους Φοίνικες) να εμφανίζονται πρώτα στην Κρήτη, όπου η γνώση που διατηρούν είναι πολύτιμη για την άνθηση του Μινωικού πολιτισμού. Κάποιες περιγραφές τους θέλουν δίχως χέρια ή πόδια, άλλες με μεμβράνες ανάμεσα στα δάχτυλα, αλλά πάντως μιλούν για αμφίβια πλάσματα με ιχθυοειδή χαρακτηριστικά. Οι «γιοι του ωκεανού», ή «αυτοί που ήρθαν απ’ τη θάλασσα» (κατά τον Διόδωρο), οι «μισοί άνθρωποι-μισοί ψάρια» (Suetonius, 1ος αι. μ.κ.ε), είναι γνώστες της μεταλλουργίας, όπως οι Ατλάντιοι ήταν οι πρώτοι γνώστες του ορείχαλκου (το ίδιο και οι νάνοι του Τόλκιν, που δημιουργεί κρυφά ο αντίστοιχος του Ποσειδώνα, Θεός Αουλέ) κι απ’ ότι φαίνεται ο Δαίδαλος διδάχθηκε –αν δεν ήταν ο ίδιος ένας– απ’ αυτούς.

Είναι επίσης οι πρώτοι που κατασκευάζουν αγάλματα, αλλά το ίδιο ακριβώς έχει ειπωθεί και για τους Ατλάντιους, ενώ κατέχουν το υπερόπλο που αποκαλείται «Κακό Μάτι» –το οποίο μάλιστα εμφανίζεται και σε Ασσυριακές σφραγίδες δίπλα στον Οάννες– και προκαλούν μ’ αυτό καταιγίδες και τρικυμίες (αλλά και κατά την άποψη του Κέησυ, η Ατλαντίδα καταβυθίστηκε από την υπερβολική χρήση τέτοιων όπλων – κρυστάλλων). Άλλοτε θεωρούνται ευεργέτες των ανθρώπων, λόγο της γνώσης που μεταφέρουν κι άλλοτε αντιμετωπίζονται σαν δαίμονες (σχεδόν με την σημερινή έννοια της λέξης) που έχουν μαγικές ικανότητες.

Σ’ αυτό άλλωστε οφείλουν και τ’ όνομά τους, αφού η λέξη «Τελχίνες» προκύπτει από το «θελγίνες», ή γόητες, που στην αρχαία Ελλάδα σήμαινε «μάγοι» (απ’ την «γοητεία» προέρχεται και το ξόρκι, ή «γητειά»). Οι ίδιοι πάντως παρουσιάζονται ιδιαίτερα αλαζόνες και φυσικά «καυχώνται ότι μπορούν ν’ αλλάζουν μορφές» (όπως, ας πούμε, ο Θεός Πρωτέας, ή οι καλικάντζαροι της Σαντορίνης).

Οι Τελχίνες λέγεται ότι βγήκαν στην Κρήτη απ’ το άντρο του Διός, στο όρος Ίδη, απ’ όπου συμπτωματικά κατά το Δάντη, πηγάζουν όλοι οι ποταμοί του Κάτω κόσμου, και στο οποίο, ο Μίνωας αποσύρεται κάθε φορά που θέλει να πάρει μια σοβαρή απόφαση, ή να γράψει κάποιον καινούριο νόμο (ή μήπως νόμμο;). Ο χαρακτήρας του Μίνωα σαν «κριτής» τονίζεται ιδιαίτερα, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τους δέκα βασιλείς – κριτές της Ατλαντίδας. Οι πολύμορφοι Τελχίνες αλλού ταυτίζονται κι αλλού συνδέονται γενεαλογικά, με τους Κάβειρους, τους Κορύβαντες, τους Ιδαίους Δακτύλους, και τους Κουρήτες (στους οποίους η Κρήτη ίσως οφείλει τ’ όνομά της) που έρχονται εκ Φρυγίας, από το εκεί όρος Ίδη, που επικοινωνεί δια μέσου τούνελ ή κάποιου «ομφαλού», με το Κρητικό Άντρο του Διός και το Κυπριακό Ιδάλιον όρος, αν όχι δηλαδή με τη λίμνη Αβέρνους της Ιταλίας (τα γνωμικά που ήρθαν απ’ την Κνωσό) ή τον ομφαλό της Ωγυγίας στον Ατλαντικό.

Σαν Κουρήτες, μεγάλωσαν και τον Δία, στο σπήλαιο του Κρητικού Ίδη, μαζί με την ωκεανίδα Καφείρα (Καφείρα, Καφούρος, χμμμ… κάτι «περίεργο» μου ψιθυρίζει ο Σκάρος). Από την Κρήτη, η αμφίβια φυλή περνά στην Κύπρο (ξέρετε πως) κι αργότερα στην Ρόδο, το νησί του Θεού Ήλιου, που τότε ονομάζεται Τελχινία, στην Τήλο και μετά στην Κέα (τελικά φθάνουν μέχρι την Σικυώνα – Αιγειάλη, όπου πολύ αργότερα καταβυθίζεται κι η τελευταία ίσως αποικία τους, η αρχαία Ελίκη) κι ανάμεσα σε όλα αυτά τα νησιά, που η μυθολογία επιμένει ότι πρωτοκατοικήθηκαν από Τελχίνες, για να ξαναγυρίσουμε εκεί που αρχίσαμε, και στην αρχαία Στρογγύλη.

Οι κάτοικοί της, που απ’ ότι φαίνεται δεν ξεπερνούσαν το 1,60 μ. σε ύψος, αναφέρει ο Ησίοδος ότι κατείχαν την γνώση του ορείχαλκου, πράγμα άλλωστε εμφανές από τα σημερινά ευρήματα. Ωστόσο δεν γίνεται κανένας συσχετισμός με τους Τελχίνες, που μετέφεραν την γνώση των μετάλλων στους ανθρώπους, ούτε στην γνωστή μυθολογία έχει συγκεκριμένα καταγραφεί η άφιξή τους στη Στρογγύλη (πέρα από κάποιον ίσως υπαινιγμό στα Αργοναυτικά του Απολλόδωρου).

Οι ανασκαφές στην προϊστορική πόλη του Ακρωτηρίου έφεραν στο φως τμήματα ενός παράλιου οικισμού, τα κτήρια του οποίου έχουν αποκαλυφθεί στις δύο πλευρές ενός μεγάλου δρόμου. Αυτόν το δρόμο, χωρίς να γνωρίζει κανείς σήμερα γιατί, ο Σπύρος Μαρινάτος τον ονόμασε «οδό Τελχίνων». Το 1974, και ενώ οι ανασκαφές βρίσκονταν ακόμα σε εξέλιξη, ο καθηγητής Μαρινάτος βρήκε τραγικό θάνατο από ατύχημα στον ίδιο χώρο. (Επίσημα, γλίστρησε από κάποιον τοίχο και χτύπησε το κεφάλι του σε μια πέτρα).

Το παράδοξο με τον οικισμό του Ακρωτηρίου, είναι ότι παρότι πιθανολογείται ότι στέγαζε όσους κατοίκους έχει σήμερα τον χειμώνα όλο το νησί, δεν έχουν βρεθεί πτώματα (ή, αν έχουν βρεθεί, για κάποιο λόγο δεν θέλουν να μας τα δείξουν). Μέχρι πρόσφατα, επικρατούσε η άποψη πως οι κάτοικοι εγκατέλειψαν την πόλη, παίρνοντας μαζί τα πολύτιμα αντικείμενά τους, προειδοποιημένοι από κάποιον μεγάλο σεισμό. Κι αυτή ακόμα η άποψη, προβλημάτιζε τους αρχαιολόγους, γιατί είναι εντελώς ασυνήθιστο να εγκαταλείπεται μια πόλη, ειδικά την περίοδο της ακμής της, εξ’ αιτίας απλά κάποιου σεισμού.

Ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα δημιουργούν τα ίχνη που μαρτυρούν την παρουσία κάποιων κατοίκων κατά την διάρκεια της έκρηξης του ηφαιστείου. Αυτούς ο Μαρινάτος τους ονόμασε «τρωγλοδύτες», ερμηνεύοντάς τους ως συνεργείο που επιδιόρθωνε τις ζημιές του σεισμού. Φυσικά ούτε αυτών τα πτώματα βρέθηκαν. Τα μόνα οστά που βρέθηκαν ήταν (;) κατσίκας, κι αυτό δηλώνει ότι τουλάχιστον κάποιοι κάτοικοι ήταν παρόντες μέχρι την τελευταία στιγμή. Οι σύγχρονες μελέτες πάντως, υποστηρίζουν ότι οι τρωγλοδύτες του Μαρινάτου, ήταν τελικά όλος ο πληθυσμός της πόλης, όπως φαίνεται από τα πολλά επισκευαστικά έργα που έμειναν ημιτελή κατά την έκρηξη του ηφαιστείου. Όμως αν επισκεφθεί κανείς την Πομπηία, στην γειτονική Ιταλία, θ’ αρχίσει να σκέφτεται έντονα ότι κάτι δεν πάει καλά. Φαίνεται πως οι κάτοικοι της Στρογγύλης, ήξεραν να ερμηνεύουν τα σημάδια του ηφαιστείου, που οι Ρωμαίοι χίλια επτακόσια χρόνια αργότερα αγνοούσαν.

Προσπαθώ να φανταστώ τις τελευταίες ώρες της Στρογγύλης, τον κρατήρα που δεν έχει ακόμα καταρρεύσει να υψώνεται σαν θεόρατο βουνό που καπνίζει απειλητικά, σεισμούς που ενδεχομένως ανά διαστήματα ταρακουνούν το νησί και τους αινιγματικούς κατοίκους της προϊστορικής πόλης να κοιτούν τρομαγμένοι ο ένας τον άλλον. Στο μυαλό μου έρχεται ο Έντουαρντ Μπάλγουερ Λύττον και το έργο του Οι Τελευταίες Ημέρες της Πομπηίας, και στην συνέχεια η Επερχόμενη Φυλή, όπου οι κάτοικοι της υποχθονίας, κατέχουν έναν πολιτισμό το ίδιο ουτοπικό με αυτόν της Ατλαντίδας.

Οι πρόγονοι των Βριλια, λέει ο Λύττον, ήταν αμφίβια, αν και τους συγκρίνει περισσότερο με αρχέγονους βατράχους, κι ύστερα πάλι σκέφτομαι μια άλλη ιστορία του Κάτω κόσμου, τους Βάτραχους του Αριστοφάνη. O Πλίνιος, προτού χαθεί ο ίδιος στην φοβερή έκρηξη του Βεζούβιου, γράφει στην Φυσική Ιστορία του, για ένα ασυνήθιστο είδος σαλαχιού, που οι Έλληνες ονομάζουν «βάτραχο», ενώ επίσης, καταγράφει πραγματικές μαρτυρίες αξιόπιστων προσώπων, για συναντήσεις με Τρίτωνες, Νηρηίδες και αμφίβια που κατοικούν σε σπηλιές του βυθού, όταν δεν κυκλοφορούν στην στεριά, και άλλα πολλά μυθικά πλάσματα της θάλασσας – που ξέρει πολύ καλά να ξεχωρίζει απ’ τα σημερινά γνωστά μεγάλα θηλαστικά.

Ανάμεσά τους αναφέρει κι έναν «άνθρωπο της θάλασσας», που εμφανίζεται συχνά στον κόλπο Γαδιτάνο (την θάλασσα της Καντίζ, που λέγαμε πριν) και σκαρφαλώνει ύπουλα στα πλοία, όπως άλλωστε στην Κέλτικη μυθολογία συνηθίζουν και οι «γαλάζιοι άνθρωποι», ίσως περισσότερο γνωστοί σαν «Γλαυκίδες», οι γιοι του θαλάσσιου άρχοντα και γιου του Μίνωα, Γλαύκου και της «Ευπλοκάμιας» (Κθουλοειδούς) μάγισσας Κίρκης.

Οι “Na fir Ghorm”, σύμφωνα με τους Χάϊλαντερς, κατοικούν μέσα σε σπήλαια στα βάθη του καναλιού Minch, στα νησιά Εβρίδες ή Υβρίδες (που ποιος ξέρει που οφείλουν τ’ όνομά τους) και μαρτυρίες για επιθέσεις τους σε πλοία, κυκλοφορούν ανάμεσα στους Σκωτσέζους ναυτικούς μέχρι τουλάχιστον το 14ο αι. Οι «γαλάζιες γυναίκες» με τις οποίες συγγενεύουν, είναι βέβαια πολύ γνωστότερες, αφού όλοι μας τις ξέρουμε σαν γοργόνες.

Ο Δίας θύμωσε με τους Τελχίνες, επειδή βοήθησαν τον βασιλιά της Ατλαντίδας Κρόνο να τον πολεμήσει, ή γιατί ανακάτευαν με θείο τα υπόγεια νερά της Στυγός, σκορπώντας το θάνατο σε ζώα και φυτά (συνεχίζοντας ίσως με την Αλχημιστική τους γνώση τα γενετικά πειράματα), ή τέλος πάντων εξ’ αιτίας του αλαζονικού χαρακτήρα τους και γι’ αυτό τους έριξε στον Τάρταρο. Άλλες πάλι αρχαίες αναφορές θέλουν τον Ποσειδώνα να τους προφυλάσσει απ’ την οργή του Δία, κρύβοντάς τους κάτω απ’ την Γη.

«Ίσως έχουν φτιάξει κάποιο υπόγειο καταφύγιο», λέω στον φύλακα του αρχαιολογικού χώρου του Ακρωτηρίου, που φαίνεται να συμφωνεί μαζί μου. «Λίγο πιο πάνω, στο βουνό, έχουν βρει δύο σπήλαια», μου εκμυστηρεύεται εκείνος. «Έχουν ανοιχθεί από ανθρώπινα χέρια, κι είναι άγνωστο σε τι χρησίμευαν. Αλλά, αφού είχαν την δυνατότητα ν’ ανοίγουν τρύπες στην κανονική γη του νησιού, τότε σίγουρα κάποια στιγμή θα τους βρούμε, σε κανένα καταφύγιο».

Δεν ξέρω, Σκάρε, τι λες κι εσύ για όλ’ αυτά;

«Το καταφύγιο θα βρεθεί. Οι κάτοικοι όμως, αμφιβάλλω αν θα είναι παγιδευμένοι στην άκρη του.» μου απαντά,

Περιορίστε την υπερανάλυση

Η υπερανάλυση είναι ένας ασταμάτητος φαύλος κύκλος, ένα μη παραγωγικό πέρα δώθε, ένας ατέρμονας κύκλος συνεχόμενης αστοχίας που τείνει να σας παραλύσει. Είναι επίσης αναρίθμητες σκέψεις που ξεχειλίζουν το ποτήρι. Μια κουραστική διαδικασία της συνεχιζόμενης σκέψης για τις ίδιες σκέψεις, που τείνουν να είναι θλιβερές ή σκοτεινές. Η επεξεργασία του παρελθόντος ή του μέλλοντος μας απομακρύνει από το παρόν, καθιστώντας αδύνατο το να ολοκληρώσουμε τη δουλειά που έχουμε σήμερα μπροστά μας. Εάν ρωτήσετε αυτούς που υπεραναλύουν πώς αισθάνονται, κανείς δεν θα πει «χαρούμενος». Οι περισσότεροι αισθάνονται άθλια.

Γι’ αυτό:

1. Τοποθετήστε τα πράγματα σε μια ευρύτερη οπτική. Μην υπεραναλύετε τα μικρά και ασήμαντα πράγματα.

2. Θέστε βραχύχρονα όρια για αποφάσεις. Μάθετε να παίρνετε τις αποφάσεις σας, βάζοντας προθεσμίες και να περνάτε άμεσα στη δράση.

3. Μη φορτώνετε τις μέρες σας με στρες και υπερβολικές σκέψεις. Προσπαθήστε να είστε λιγότερο απαισιόδοξοι. Τέλος, μη συσσωρεύετε στο μυαλό σας πολλές πληροφορίες, ειδικά αν είστε φανατικοί της τεχνολογίας και των social media. Γιατί αυτό εντείνει την τάση υπερανάλυσης.

4. Ρίξτε τη βαρύτητα στη δράση. Τα μικρά βήματα είναι επίσης μια ακόμα συνήθεια που λειτουργεί επειδή με αυτό τον τρόπο δεν τρομάζουμε από τον όγκο των πραγμάτων που έχουμε να κάνουμε.

5. Συνειδητοποιήστε ότι δεν μπορείτε να ελέγξετε τα πάντα. Το να σκέφτεστε κάτι 50 φορές, δεν θα σας βοηθήσει να το ελέγξετε κιόλας. Ούτε θα σας βοηθήσει να προβλέψετε κάθε πιθανή κατάληξη ή κάθε λάθος που θα γίνει στην πορεία.

6. Σταματήστε να σκέφτεστε κάτι, όταν γνωρίζετε ότι δεν μπορείτε να το κάνετε με ψυχραιμία. Μάθετε ότι σε τέτοιες συνθήκες, συνήθως είστε ευάλωτοι στα αρνητικά γεγονότα.

7. Μη χάνεστε μέσα σε αόριστους φόβους για μια κατάσταση. Ρωτήστε τον εαυτό σας: Ποιο είναι το χειρότερο που θα μπορούσε να συμβεί; Και όταν το συγκεκριμενοποιήσετε θα χρειαστείτε λίγα λεπτά μόνο για να σκεφτείτε τι θα κάνετε, αν αυτό το εξαιρετικά απίθανο γεγονός συνέβαινε. Και θα καταλήξετε ότι το χειρότερο που ρεαλιστικά θα μπορούσε να συμβεί, δεν είναι τόσο τρομακτικό, όσο νομίζατε. Η αποσαφήνιση αυτή συνήθως χρειάζεται λίγα λεπτά στο νου μας και ελάχιστη ενέργεια, ώστε να αποφύγετε τον παράλογο φόβο.

8. Γυμναστείτε, γιατί η άσκηση μπορεί πραγματικά να βοηθήσει σε περιπτώσεις έντασης και έντονων ανησυχιών. Αποτελεί μια χρήσιμη μέθοδος «αποσυμπίεσης» του εγκεφάλου σας.

9. Κοιμηθείτε επαρκώς (ποιοτικός ύπνος) για να είστε ξεκούραστοι όταν σκέφτεστε.

10. Ζήστε στο παρόν. Κινηθείτε πιο αργά, μιλήστε πιο ήρεμα. Με αυτό τον τρόπο, αποκτάτε μεγαλύτερη επίγνωση της στιγμής. Υπενθυμίζετε συχνά στον εαυτό σας ότι είστε στο εδώ και τώρα και δεν αφήνετε το νου σας να περιπλανηθεί σε άλλα ζητήματα.

11. Περάστε χρόνο με άτομα που δεν υπεραναλύουν. Το κοινωνικό σας περιβάλλον παίζει έναν κεντρικό ρόλο και σε αυτό. Όχι μόνο οι άνθρωποι και οι παρέες, αλλά ο,τι διαβάζετε, ακούτε και παρακολουθείτε. Ταινίες, βιβλία, blogs, τηλεόραση, μουσική. Οπότε σκεφτείτε αν αποτελούν πηγές που ενθαρρύνουν και δημιουργούν συνθήκες υπερανάλυσης. Αν ναι, καλύτερα να απομακρυνθείτε. Αντιθέτως, βρείτε τρόπους να περνάτε χρόνο με άτομα που έχουν θετική επίδραση στις σκέψεις σας και θα σας βοηθήσουν να αντιστρέψετε τη συνήθεια της υπερανάλυσης.

12. Μην μιλάς στον εαυτό σου. Το να μιλάς στον εαυτό σου βοηθά στην υπερανάλυση.

13. Απασχόλησε το μυαλό σου με κάτι. Οποιαδήποτε δραστηριότητα μπορεί να διώξει τις σκέψεις μακριά.

14. Μην είσαι αυστηρός με τον εαυτό σου. Πολλές φορές, κριτικάρουμε τον εαυτό μας, όπως φανταζόμαστε ότι μας κάνουν και οι άλλοι.

15. Τέλος, εντρύφησε στην Φιλοσοφία του Στωικισμού. Ο Μάρκος Αυρήλιος έλεγε:

«Εάν στενοχωριέσαι από οτιδήποτε εξωτερικό, ο πόνος δεν οφείλεται στο ίδιο το πράγμα καθ’ αυτό, αλλά στην εκτίμησή σου για αυτό και αυτό έχεις τη δύναμη να το ανακαλέσεις ανά πάσα στιγμή».

Τι έγραψε ο Νίκος Καζαντζάκης για τον Νίτσε;

25 Αυγούστου. Μεγάλη, πολύ πικρή χρονολογία στο ημερολόγιο τής καρδιάς μου. Όπου κι αν βρίσκουμε, τη μέρα αυτή την αφιερώνω ολάκερη σ’ έναν άνθρωπο πού πολύ αγάπησα στη ζωή μου. Στο Νίτσε.

Σά σήμερα, πριν από 39 χρόνια, πέθανε. Και τώρα, πρωί πρωί πού σεριανούσα σ’ ένα πάρκο στον όχτο του Τάμεση, ήρθε ο ίσκιος του μέσα στον, ·υγρόν αγέρα τής ’Αγγλίας και διάνεψε απάνω στην καταπράσινη χλόη.

Ποτέ ή παρουσία τού υπερήφανου αύτού Ευρωπαίου, πού δέ χωρούσε στά σύνορα τής πατρίδας του καί τόσο περιφρονοΰσε τούς «Φιλισταίους» συμπατριώτες του, δέν ήταν, τόσο έπίκαιρη κι άπαραίτήτη. Γιατί κανένας δέν είχε νιώσει μέ τόσο γενναιόκαρδο πάθος τήν άνάγκη νά μετατοπιστούν τά πολεμικά ένστιχτα τοΰ ανθρώπου σέ υψηλότερη άπύ τά έθνη παλαίστρα.

Καθίσαμε σ’ ενα φτωχικό παγκάκι, κάτω άπο μιά χινοπωριάτικη κιτρινισμένη καστανιά, καί δέν τολμούσα νά γυρίσω καταπάνω του το πρόσωπό μου, άπο το φόβο μήν Αγριέψει καί φύγει.

Βαριά ή στιγμή πού περνά ό κόσμος, κατάφορτη άπ’ όλα τά δώρα τού πονηρού. Ό Νίτσε πού έσπειρε τύν έπικίντυνο σπόρο τοΰ Υπεράνθρωπου, πέρα άπό το καλό. καί το κακό, πέρα άπό τήν ηθική, τή φιλανθρωπία καί τήν ειρήνη, πώς θά ’βλεπε τώρα, μέ τί διονυσιακήν άνατριχίλα, τά κόκκινα άστάχυα· πού φύτρωξαν;

Ρίχνεις το σπόρο πού τον έθρεψες μέ το αίμα σου καί μέ τά δάκρυα, κι ·αυτός φεύγει από σένα, άνεξάρτητος πεινασμένος οργανισμός, και δέν· μπορεί πιά νά τον άνακαλέσεις πίσω. Γιατί σίγουρα, τώρα μονάχα — πολύ άργά— το νιώθεις, δέν είναι ο σπόρος αύτος δικός σου. Τον έμπιστεύτηκε στά σπλάχνα σου μιά δύναμη πολύ σκληρότερη, πολύ πιο άπάνθρωπη κι άπο τον πιο σκληρό κι άπάνθρωπο στοχασμό σου.

Εμείς είμαστε μονάχα οί θηλυκές καρδιές, κι ένας φοβερές Αόρατος Δράκος είναι δ άντρας καί σπέρνει.

Καί, για νά πληθύνει Ακόμα πιο πολύ το μυστήριο, ο πιο άγριος σπόρος διαλέγει συχνά τίς πιο ήμερες κι ευαίσθητες καρδιές νά καταφύγει.

Τέτοια ήταν ή καρδιά σου, ω Μεγαλομάρτυρα πατέρα τού-Υπεράνθρωπου.

Είδα ζεστές άκόμα τις στάλες το αίμα σου σέ ολους τούς, ανήφορους τού ύψηλου σου μαρτύριου. Στο χωριο πού γεννήθηκες ένα πρωί πού έβρεχε γύριζα μέσα στήν ομίχλη ολομόναχος τα στενά χορταριασμένα σοκάκια καί σέ ζητούσα.

“Υστερα, εκεΐ κοντά, στη μικρή πολιτεία μέ το μεγάλα γοτθικο ναό, ζήτησα το σπίτι τής μάνας σου, όπου συχνά, ατούς μεγάλους πυρετούς, έτρεχες νά γαληνέψεις, ξαναγινόμένος παιδί της.

Κι ύστερα οί θεικοί δρόμοι στ’ Ακρογιάλια τής Γένοβας, όπου τόσο χάρηκες τή θάλασσα, τή γλύκα τ ούρανοΰ, τούς ταπεινούς Ανθρώπους, τήν αλαφράδα τού άγέρα.

Ζοΰσες τόσο πράος, φτωχός, χαμογελαστός πού οί γυναικούλες τής γειτονιάς σου σέ ονομάτισαν άγιο. Κι έκανες σχέδια, θυμάσαι, ν’ αρχίσεις μιά ζωή άπλή καί γαλήνια: «Νά ’μαι ανεξάρτητος, χωρίς νά πειράζει η ανεξαρτησία μου κανένα. Νά “χω μιά γλυκομίλητη κρυφή ύπερηφάνια. Νά κοιμούμαι αλαφριά, νά μήν πίνώ πιοτά, νά έτοιμάζω μόνος μου το φτωχικό μου φαί, νά μήν έχω τρανούς φίλους, νά μή βλέπω γυναίκες, νά μή διαβάζω έφημερίδες, νά μή θέλω αξιώματα, νά συναναστρέφουμαι μονάχα τούς πιο έκλεχτούς. Κι αν δέ βρίσκω πολύ έκλεχτούς, τότε τον άπλο λαό!»

Στήν Έγκαντίν, μέσα στο χειμωνιάτικον ήλιο, ένα Γενάρη, μέ τί συγκίνηση έρευνουσα Ανάμεσα Σίλς- Μαρία καί Σιλβαπλάνα νά βρώ το βράχο τον πυραμιδωτό, όπου σέ πρωτοβάρεσε τ’ όραμα τού αίώνιου Γυρισμού! Καί φώναξες, σπώντας σέ θρήνο: «Καί τέτοια πικρή, Αβάσταχτη ώς είναι ή ζωή μου, βλογημένη νά ναι, κι Ας έρθει κι ας ξάνάρθει άρίφνητες φορές!» Γιατί δοκίμαζες τή δριμύτατη χαβά τού ήρωα, πού φαντάζει γιά τις μικρές ψυχές μαρτύριο: Νά βλέπεις τήν άβυσσο μπροστά σου, νά προχωρείς καί νά μήν καταδέχεσαι νά πισωδρομήσεις.

Τά βουνά τρογύρα άχνιζαν, γαλάζια μέσα στον ήλιο, άπο· μακριά άκουσα βουή κι είδα ένα χιονόβουνο νά λιώνει καί νά γκρεμίζεται καί θυμήθηκα τί σοΰ ’γράφε ό φίλος σου: «Στά βιβλία σου μέσα θαρρώ πώς άκούω τή μακρινή βουή άπο τά νερά πού γκρεμίζουνται.»

Κι οταν έμπαινα στη Σίλς-Μαρία, τήν ώρα πού περνούσα το μικρο γιοφύρι μέ το φτωχικο δίπλα του κοιμητήρι, στράφηκα, γλυκά Ανατριχιάζοντας, δεξά μου – γιατί όπως έσύ ένιωσες ξαφνικά στο πλευρό σου το Ζαρατούστρα, όμοια κι έγώ είδα, κοιτώντας χάμω τον ίσκιο μου, «ο ένας νά γίνεται δυό καί σύ νά περπατάς στο πλάι μου.»

Ολη σου ή άθληση, Μεγαλομάρτυρα, ανεβαίνει σήμερα: πάλι στο νου μου.

Νέος, φλέγόμενος, άναρωτώντας όλους τούς ήρωες, γιά νά διαλέξεις ένα γυμναστή τής καρδιάς σου, νά τή δαμάσει καί ν’ άλαφρώσει άπό τή σφοδρότητα του έρωτα, συνάντησες μιά μέρα το Σοπενάουερ, το βραχμάνο του Βορρά.

Καθίζοντας στά πόδια του, άποκάλυψες το ηρωικό κι ανέλπιδο όραμα τής ζωής: Ό κόσμος είναι δημιούργημα δικό μου- όλα όσα ξεκρίνω, όρατά κι αόρατα, είναι όνειρο πλάνο. Μιά θέληση μονάχα ύπάρχει, τυφλή, χωρίς άρχή καί τέλος, χωρίς σκοπό, άδιάφορη, μήτε λογική μήτε παράλογη, άλογη, τεράστια. Στριμωγμένη σέ τόπο καί χρόνο, θρύβεται σέ αναρίθμητες μορφές” τις έξαφανίζει, δημιουργάει νέες καί τις συντρίβει πάλι, κι έτσι αιώνια. Νά’πώς ο αύτοσπαραγμός τής βούλησης καταντά αβάσταχτος, ακατάλυτος πόνος. Πρόοδο, δέν ύπάρχει, λογικό δέν κυβερνάει τή μοίρα, οί αφηρημένες έννοιες, οί θρησκείες, οί ηθικές, είναι άνάξιες παρηγοριές γιά τούς ανίδεους καί τούς δειλούς. Ο δυνατός πού ξέρει αντικρίζει γαλήνια τήν άσκοπη φαντασμαγορία του κόσμου καί χαίρεται αναλύοντας κι αποσυνθέτοντας το παρδαλό εφήμερο μαγνάδι τής Μάγιας.

Οτι είχε ο Νίτσε ψυχανεμιστεί, όργανώνεται τώρα σέ αύστηρή σφιχτοδεμένη θεωρία) υψώνεται σέ δραμα ήρωικό: Ο ποιητής, ο φιλόσοφος κι ο πολεμιστής πού’ παλεύανε μέσα στήν καρδιά του Νίτσε, άδελφώνουνται. Ό νεαρός Ασκητής στή μοναξιά, στή μουσίική, στους μακρινούς περιπάτους του χαίρεται κάμποσο καιρό εύτυχία.

Μια μέρα πού τον επιασε ή καταιγίδα στό βουνό έγραψε:

«Τί μέ νοιάζουν έμένα τα ηθικά παραγγέλματα; Κάμε τούτο, μήν κάνεις εκείνο. Πόσο διαφορετικιά είναι ή αστραπή, ή καταιγίδα, τό χαλάζι! Λεύτερες δυνάμες, χωρίς ήθικολογίες. Πόσο είναι εύτυχισμένες, ρωμαλέες οί δυνάμες τούτες πού ο στοχασμός δέν τϊς ταράζει!»

Μιά στιγμή ένθουσιάστηκε γιά τήν πατρίδα του πού μεγάλωνε δυνατή. Μά γρήγορα δ Σοπενάουερ τόν ξαναφέρνει στή βουδική αταραξία. «Τά δράματα τού ανθρώπου είναι μάταια αντιφεγγίσματα πού περνούν απάνω άπό τό σκοτεινό πέλαγο.»

Ξεχείλιζε ήρωική πίκρα, πού τή φώτιζε μονάχα ή Αγάπη τής τέχνης, ή ψυχή τού Νίτσε,. όταν μιά μέρα, στόν άνθό τής νιότης του, Αντίκρισε το μοιραϊον Αντρα, τό δεύτερό του ύστερα άπό τό Σοπενάουερ’ οδηγητή, πού τού χάρισε τή δριμύτερη χαρά τής ζωής του: τόν Βάγνερ.

Μεγάλη στιγμή. Ό Νίτσε είκοσι πέντε χρονών, καιγόμενος, σιωπηλός, μέ τούς ήσυχους γλυκούς του τρόπους, μέ τά βαθουλωμένα καί βίαια μάτια” ο Βάγνερ πενήντα εννιά χρονών, στήν κορφή τής δύναμής του, γιομάτος όνείρατα καί πράξη, μιά φυσική δύναμη πού ξεσπούσε Απάνω στά κεφάλια τών νέων. «Ελάτε, τούς φώναζε, είμαι ο κληρονόμος τού Λούθηρου, τού Κάντ, τού Σοπενάουερ, τού Μπετόβεν. Βοηθήστε με. θέλω ένα θέατρο, οπου νά δημιουργώ Λεύτερα- δώσετέ μου το! θέλω ένα λαό πού νά μέ καταλαβαίνει’ γενεΐτε σείς ο λαός μου! Βοηθήστε με, εχετε χρέος. Κι έγώ θά σάς δοξάσω.»

Ή τέχνη είναι ή μόνη λύτρωση. “Οσοι δεν πιστεύουν πιά στά παλιά ψέματα, μονάχα στήν τέχνη μπορούν ακόμα νά βρουν παρηγοριά καί καταφύγιο, μονάχα μέ τήν τέχνη θά φτάσει ή κοινωνία στήν ύψηλή της ισορρόπηση. «Ή τέχνη, εγραφε δ Βάγνερ στο βασιλιά Λουδοβίκο, παρουσιάζοντας τή ζωή σάν παιχνίδι, μετουσιώνει σέ εικόνες ώραϊες τίς τρομερώτερές της όψες κι έτσι μάς έξυψώνει καί μάς παρηγοράει !»

Ό Νίτσε αφουκράζεται, κάνει σάρκα κι αίμα τά λόγια, τοΰ δασκάλου, μάχεται στο πλευρό του. Ρίχνει τή ματιά του στους προσωκρατικούς φιλόσοφους, καί ξαφνικά άνατινάζεται μπροστά του μιά ήρωική μεγάλη εποχή, γιομάτη αιφνίδιες άναλαμπές, τρομαχτικούς θρύλους, στοχασμούς τραγικούς, ψυχές δυνατές πού σκέπαζαν τήν άβυσσο μέ μύθους-γελαστούς καί τή νικούσαν. Δέν ήταν πιά ή Ελλάδα, οπως ειδυλλιακά μάς τή ζωγράφισαν, οί δασκάλοι, ισορροπημένη, άμέριμνη, πού άντίκριζε μέ άπλοική χαμογελαστή γαλήνη τή ζωή καί το θάνατο. Ή γαλήνη τούτη ήρθε στο τέλος, στάθηκε καρπός ένός φλογερού δέντρου, όταν το δέντρο πιά άρχίνισε νά μαραίνεται. Πριν άπό τή γαλήνη αύτή βογκούσε στά στήθη τής Ελλάδας το χάος, η μεγάλη πίκρα, η άντρίκια βουλή. “Ενας άχαλίνωτος θεός, ο Διόνυσος, οδηγούσε τούς άλλόφρενους χορούς άντρες καί γυναίκες στά βουνά καί στις σπηλιές κι όλη ή Ελλάδα χόρευε σά μαινάδα.

Μέ τον πυρετό τής τραγικής σοφίας ο Νίτσε μάχεται νά συναρμολογήσει τ’ οραμά του. Ό Άπόλλωνας κι ο Διόνυσος είναι το ίερό ζευγάρι πού γεννάει τήν τραγωδία. ‘Ο Άπόλλωνας ονειρεύεται καί θεάται σέ γαληνές μορφές τήν αρμονία καί τήν όραιότητα τού κόσμου. Μέσα στή φουρτουνιασμένη θάλασσα τά φαινόμενα, οχυρωμένος στήν άτομικότητά του, στέκεται γαλήνιος καί σίγουρος, άκίνητος, καί. χαίρεται το τρικύμισμα τού ονείρου. Το βλέμμα του είναι – ολο φώς’ κι οταν άκόμα τόν κυριεύει άγανάχτηση ή θλίψη, δέ συντρίβει τη θεϊκιά ισορροπία της ώραιότητας.

Ο Διόνυσος συντρίβει τήν άτομικότητα, χιμάει στή θάλασσα τά φαινόμενα κι άκολουθάει τούς φοβερούς κυματισμούς της. ‘Άνθρωποι καί θεριά άδερφώνουνται, ο θάνατος είναι κι αύτός ένα άπό τά προσωπεία τής ζωής, τό παρδαλό μαγνάδι τής πλάνης ξεσκίζεται κι άγγίζουμε στήθος μέ στήθος τήν άλήθεια: “Ολοι είμαστε ένα“. “Ολοι είμαστε θεός“.

Οί “Ελληνες, όχυρωμένοι στο κάστρο του ’Απόλλωνα, άγωνιζουνταν οπήν άρχή νά σηκώσουν φράχτη στις άκράτητες τοΰτες διονυσιακές δυνάμες, πού ερχουνταν άπ’ ολους τούς δρόμους τής στεριάς καί τής θάλασσας καί χιμούσαν στήν Ελλάδα. Μά δέν μπόρεσαν ολοκληρωτικά νά δαμάσουν τό Διόνυσο. Πάλεψαν οί δυό θεοί, κανένας δέν έβαλε τόν άλλον κάτω, συμφιλιώθηκαν, δημιούργησαν τήν τραγωδία.

Τά διονυσιακά οργια άλάφρωσαν άπό τό χτήνος καί λάμψαν πιά κάτω άπό τή συγκρατημένη γλύκα του δνείρου. “Ενας όμως άπόμεινε πάντα ο ήρωας τής τραγωδίας, ένας καί μόνος: ο Διόνυσος. Ολοι οί ήρωες κι οί ήρωίδες τής τραγωδίας είναι μάσκες μονάχα του θεοϋ — χαμόγελα καί δάκρυα πού λάμπουνε γαληνεμένα στήν άπολλώνια χάρη.

Μά ή Ελληνική τραγωδία άπότομα εξαφανίστηκε- ή λογική άνάλυση τή σκότωσε. Ό Σωκράτης μέ τή διαλεχτική του σκότωσε τήν άπολλώνια επισκόπηση καί τή διονυσιακή μέθη. Ή τραγωδία πιά στόν Εύριπίδη καταντάει πάθος άνθρώπινο, ρητορεία, σοφιστικό κήρυγμα πού προπαγαντίζει νέες ίδέες. Χάνει τήν τραγική της ούσία. Πεθαίνει.

Μά ή διονυσιακή μέθη έπιζεϊ καί διαιωνίζεται στά μυστήρια καί στις μεγάλες έκστατικές στιγμές τοδ άνθρώπου. “Αραγε θά μπορέσει πάλι νά ντυθεί τή θεϊκή σάρκα τής τέχνης; ‘Ο Σωκρατισμός, δηλαδή ή Επιστήμη, θά κρατούν πάντα τό Διόνυσο στά δεσμά; μήπως, τώρα πού τό άνθρώπινο λογικό άναγνωρίζει, μέ τόν Κάντ, τά οριά του, θα προβάλει νέος πολιτισμός μέ’ σύμβολο τό Σωκράτη πού μαθαίνει, επιτέλους, μουσική;

“Ως τώρα τό ιδανικό τού πολιτισμού μας ήταν ο Αλεξανδρινός σοφός, πού κατά βάθος είναι βιβλιοθηκάριος καί τυπογράφος καί χαλνάει τά μάτια του στά σκονισμένα βιβλία καί στά όρθογραφικά παροράματα… Μά ή κορόνα άρχίζει καί τρεκλίζει στό κεφάλι τής Επιστήμης. Ολοένα ξυπνάει τό διονυσιακό πνέμα. Ή γερμανική μουσική, άπό τόν Μπάχ ίσαμε τόν Βάγνερ, διαλαλεΐ τόν έρχομό του. Νέος «τραγικός πολιτισμός» άνατέλνει άναγεννιέται ή Τραγωδία.

Ό κόσμος ο πλανερός, ή σκοτεινή ερημία του Σοπενάουερ, πώς μεταμορφώνεσαι! Πώς στροβιλίζουνται όλα τά νεκρά κι άκίνητα μέσα στό στρόβιλο τής γερμανικής μουσικής!

«Ναί, φίλοι μου, άνακράζει ο νεαρός προφήτης, πιστεύετε; καθώς πιστεύω κι εγώ, στή διονυσιακή ζωή καί στήν αναγέννηση τής διονυσιακής τραγωδίας! Πέρασε ή έποχή του Σωκράτη! Πάρτε τό θύρσο στά χέρια σας, στεφανωθείτε μέ κισσό, τολμήσετε νά γίνετε άνθρωποι τραγικοί, ετοιμαστείτε γιά μεγάλους άγώνες κι έχετε πίστη στό θεό σας, τό Διόνυσο!»

Τέτοιες κοσμογονικές έλπίδες στήριξε ο Νίτσε στό εργο του Βάγνερ. Ό νέος τραγικός πολιτισμός θ’ άναπηδήσει άπό τή Γερμανία, ο νέος Αισχύλος είναι μπροστά μας, ζει· μάχεται, δημιουργάει, ζητάει τή βοήθειά μας.

Οί προφητείες όμως τούτες δέ βρίσκουν άντίλαλο, οί σοφοί τις περιφρονοΰν, οί νέοι δέ συγκινούνται. Ό Νίτσε πικραίνεται, άμφιβολίες γεννιούνται μέσα του, άρχίζει καί ρωτάει. Είναι δυνατόν ο σημερινός άνθρωπος νά έξευγνιστεί; Πέφτει άρρωστος, καί στό Πανεπιστήμιο οί μαθητές του τόν παρατούν.

Σπαραχτική άγωνία. Ό ποιητής μέσα του σκεπάζει τήν άβυσσο μέ τ’ άνθη τής τέχνης’ μά ο φιλόσοφος μέσα του ζητάει νά μάθει μέ κάθε θυσία, περιφρονώντας κάθε παρηγοριά, κι αύτή άκόμα τήν τέχνη. Ο πρώτος δημιουργάει κι Ανακουφίζεται ο δεύτερος αναλύει, αποσυνθέτει, απελπίζεται. Ό κριτικός νους γκρεμίζει τα είδωλα.

Τι αξίαν έχει η τέχνη του Βάγνερ; ρωτάει. Είναι χωρίς μορφή, χωρίς πίστη, λαχανιασμένη, όλο ρητορεία, χωρίς ιερή μέθη κι ευγένεια. Άπαράλλαχτη σαν τήν τέχνη τοΰ Εύριπίδη. Είναι καλή για τις ύστερικές γυναίκες, γιά τούς θεατρίνους, για τούς άρρωστους. Ό ήμίθεος τοΰ Νίτσε κατάντησε τώρα θεατρίνος. Τόν γέλασε. Δεν κράτησε τό λόγο του. Τώρα δουλεύει χριστιανικά θέματα, γράφει τόν Πάρσιφαλ. Νικήθηκε ο ήρωας, σωριάστηκε στα πόδια του σταυροϋ. Αυτός πού μας ύποσχέθηκε νά δημιουργήσει νέους μύθους καί νά ζέψει στο διονυσιακό Αρμα του τή λιοπάρδαλη τή λογική.

Ή τέχνη, Αναφωνεί τώρα o Νίτσε, σκεπάζει μέ ώραΐες εικόνες τή φριχτή Αλήθεια. Είναι λοιπόν παρηγοριά γιά τούς δειλούς. ’Εμείς Ας βρούμε τήν Αλήθεια, κι ας χαθεί ο κόσμος!

Τούτη είναι ή νέα, αντίθετη μέ τήν πρώτη, κραυγή του Νίτσε. Ό κριτικός μέσα του νίκησε τόν ποιητή η αλήθεια, τήν ομορφιά. Μά κι ο Σοπενάουερ πιά δέν ικανοποιεί τις θεριεμένες ανάγκες τοΰ νοϋ του’ ή ζωή δέν είναι μονάχα θέληση νά ζεΐς’ είναι κάτι έντονώτερο: θέληση νά κυριαρχείς t Δέ χορταίνει ή ζωή νά συντηριέται μονάχα’ θέλει ν’ απλώνεται καί νά καταχτάει.

Ή τέχνη δέν είναι πιά ο σκοπός τής ζωής, μά μικρή άνάπαψη μέσα στόν Αγώνα. Πιό πάνω Από τήν ποίηση στέκεται ή γνώση, μεγαλύτερος Από τόν Αισχύλο είναι ο Σωκράτης, Ανώτερη Από τήν πιό λαμπερή καί γόνιμη ψευτιά είναι ή άλήθεια, ας είναι καί θανατερή.

Σπαράζεται. Γυρίζει Αρρωστος από τόπο σέ τόπο — ή ζέστη τόν παραλυοΰσε, ο Ανεμος τόν ξενεύριζε, τό χιόνι τοϋ πλήγωνε τά μάτια. Δέν μποροϋσε νά κοιμηθεί κι επαιρνε ύπνωτικά, ζοΰσε φτωχός, χωρίς ανεση, σέ αθέρμαστες κάμαρες. Μά ο Αρρωστος, ελεγε μέ ύπερηφάνια, δέν εχει δικαίωμα νά καταριέται τή ζωή. Μέσα από τούς πόνους του ανέβαινε λαγαρός, ανένδοτος, ο ύμνος στή χαρά καί στήν ύγεία.

Νιώθει μέσα, του να ώριμάζει καί να τού τρώει τά σωθικά ενας μεγάλος σπόρος. Μιά μέρα πού περπατούσε στήν ’Εγκαντίν, στάθηκε ξαφνικά έντρομος. Ό καιρός, συλλογίστηκε, είναι άπειρος’ ή ύλη είναι ορισμένη. ’Αναγκαστικά λοιπόν θά ’ρθει πάλι στιγμή πού όλοι τούτοι οί συνδυασμοί τής ύλης θά ξαναγεννηθούν οί ίδιοι, οί άπαράλλαχτοι. Υστερα από άπειρες χιλιάδες χρόνια, ένας άνθρωπος σαν καί μένα, έγώ ό ίδιος, θά σταθώ πάλι στό βράχο τούτον τόν ίδιο καί θά ξανάβρω τήν ίδια ιδέα. Κι όχι μονάχα μιά φορά, άναρίθμητες φορές έγινε αυτό κι αναρίθμητες φορές θά ξαναγίνει. Καμιά λοιπόν έλπίδα τό μελλούμενο νά ’ναι καλύτερο, καμιά σωτηρία’ πάντα οί ίδιοι, άπαράλλαχτοι, θά στρουφογυρίζουμε στόν τροχό τού καιρού. Καί τά πιό εφήμερα καταντούν έτσι αιώνια, κι ή πιό ασήμαντη πράξη μας παίρνει άνυπολόγιστη πιά σημασία.

Ό Νίτσε βυθίστηκε σ’ έναγώνια έκσταση. Ό πόνος του λοιπόν δέν έχει τελειωμό κι ό πόνος τοΰ κόσμου είναι αγιάτρευτος. “Ομως, άπό άσκητικήν υπερηφάνια, δέχουνταν μέ χαρά τό μαρτύριο.

Νέο έργο πρέπει νά δημιουργηθεΐ, νά κηρύξει στήν ανθρωπότητα τό νέο Εύαγγέλιο. Μέ ποια μορφή; Φιλοσοφικό σύστημα; Όχι, ή σκέψη του πρέπει νά ξεχυθεί λυρικά. Επος; Προφητείες; Αξαφνα ή μορφή τοΰ Ζαρατούστρα άστραψε στό μυαλό του.

Σέ τέτοια χαρά κι αγωνία τόν βρήκε η Λοΰ Σαλωμέ!

Ή φλέγόμενη Σλάβα μέ τό κοφτερό, ολο έρεθισμό καί περιέργεια μυαλό, που έσκυβε, Μεγαλομάρτυρα, σιωπώντας καί σέ άκουγε. ’Εσύ τής έδινες σπάταλα τήν ψυχήν σου κι αύτή τή στράγγιζε καί χαμογελούσε άκόρέστη. Πόσα χρόνια είχες ν’ άνοίξεις μέ τόση έμπιστοσύνη τήν καρδιά σου, νά χαρεΐς τή συγκίνηση, τήν ταραχή καί τή γονιμότητα πού μας προκαλούν οί γυναίκες καί νά νιώσεις, κάτω άπό τή βαριά πολεμική σου πανοπλία, τή μαλακή καρδιά σου νά λιώνει! Μπήκες τό βράδυ εκείνο στό άσκητικό κελί σου και γιά πρώτη φορά άνάσανες μέσα στόν αγέρα τής ζωής σου τό γυναικείο άρωμα.

Καί σέ ακολούθησε ο γλυκύτατος σκιρτημός στά βουνά όπου κατέφυγες, καί πρόσμενες μέ ταραχή, ώ ’Ασκητή, τό γράμμα τής γυναίκας. Μια μέρα σοΰ έστειλε όχτώ στίχους, κι ή καρδιά σου χτύπησε σάν είκοσι χρόνων καί τούς φώναζες δυνατά κάτω άπό τά έρημα έλατα:

Αχ, ποιός μπορεί σάν τόν άδράξεις νά γλιτώσει ποτέ και τή βαθιά ματιά σου νά ξεχάσει;

Νά, μέ άδραξες και πια δε θέλω νά ξεφύγω, τι δέν μπορείς εσυ μονάχα νά γκρεμίζεις!

Το ξέρω, ζεις σε όλα τά πλάσματα του κόσμου και τίποτα στη γης αυτή δέ σου ξεφεύγει.

Χωρίς εσένα πόσο η ζωή θα ‘ταν ώραία! κι όμως πόσο καλό νά ζήσουμε και σένα!»

Κι εύτύς ύστερα οι θανάσιμες μέρες τού χωρισμού. ‘Η γυναίκα σέ τρόμαξε σά νά ’σουνα δάσος νυχτερινό καί δέν είδε στό σκοτάδι του τό μικρό Θεό μέ τό δάχτυλο στό στόμα νά τής χαμογελάει. Καί ξανάρχισε τό μαρτύριό σου μέσα στήν άρρώστια, στην έγκατάλειψη καί στή σιωπή.

“Ενιωθες πώς ήσουν δέντρο πού έσπαζε άπό τό βάρος τού καρπού καί λαχταρούσες τά χέρια νά ’ρθοΰν νά σέ τρυγήσουν’ στεκόσουνα’ στήν άκρα τοΰ “δρόμου, άγνάντευες κάτω στίς πολιτείες των ανθρώπων, μά κανένας δέν ερχόταν.

“Αχ ή μοναξιά, συλλογίζουσουν, κι ο χωρισμός άπό τόν άνθρωπο πού άγαπάς! Όχι, ποτέ, ποτέ νά μήν ξαναζήσω τις ώρες τούτες! Πρέπει ν’ ανοίξω μιά θύρα σωτηρίας στον κλειστό κύκλο τού αιώνιου Γυρισμού!

Γράφει τόν Ζαρατούστρα, καινούρια έλπίδα Αστραψε στό νού του, ο νέος σπόρος: ο Υπεράνθρωπος. Αύτός είναι ο σκοπός τής Γης, αύτός κρατάει τή λύτρωση. Αύτός είναι ή Απόκριση στό παλιό του ρώτημα: Μπορεί ο σημερινός άνθρωπος νά εξευγενιστεί;

Ναί, μπορεί! Κι οχι άπό τό Χριστό, οπως κηρύχνει τώρα στό νέο του έργο ό Βάγνερ, παρά άπό τόν άνθρωπο τόν ‘ίδιο, άπό τΙς άρετές καί τούς άγώνες μιας καινούριας Αριστοκρατίας. ‘Ο άνθρωπος μπορεί νά γεννήσει τόν Υπεράνθρωπο. Αυτός είναι ό σκοπός τής ζωής, ή πηγή τής ενέργειας, ο Λυτρωτής. Ο αιώνιος Γυρισμός έπνιγε τόν Νίτσέ’ ό “Υπεράνθρωπος είναι ή νέα χίμαιρα πού θά ξορκίσει τή φρίκη τής ζωής” όχι ή τέχνη πιά, παρά ή ένέργεια.

Ό αιώνιος Γυρισμός είναι χωρίς έλπίδα’ ό Υπεράνθρωπος είναι μιά μεγάλη έλπίδα’ πώς μπορούν τά δυό αύτά άντικρουόμενα δράματα ν’ άρμονιστοΰν;

Ή ψυχή τοΰ Νίτσε άπό τότε πιά φτεροκοπάει στόν γκρεμό τής παραφροσύνης. ‘Ο Ζαρατούστρας απομένει μονάχα μια Κραυγή. Κι ο Νίτσε παρατάει μισερωμένο το τραγικό τούτο ποίημα καί μάχεται τώρα επιστημονικά ν’ αποδείξει πώς ή ουσία τής ζωής είναι: η βούληση κυριαρχίας.

Ή Εύρώπη χάνεται καί πρέπει νά υποβληθεί στήν αυστηρή δίαιτα τών αρχηγών. Η ήθική πού σήμερα κυριαρχεί είναι έργο σκλάβων’ είναι συνωμοσία πού οργάνωσαν οί αδύνατοι καί τό κοπάδι ένάντια στό δυνατό καί στόν τσοπάνη. Οί σκλάβοι αναποδογύρισαν μέ συφεροντολόγα πονηριά τις αξίες: κακός είναι, κήρυξαν, ο δυνατός, ό δημιουργός’ καλός είναι ο άρρωστος κι ο ήλίθιος. Δέν Αντέχουν στόν πόνο” κατάντησαν φιλάνθρωποι χριστιανοί καί σοσιαλιστές. Μονάχα ο Υπεράνθρωπος, σκληρός στόν έαυτό του, μπορεί νά χαράξει καινούριες εντολές καί νά δώσει στις μάζες σκοπούς καινούριους.

Ποιοι είναι αύτοί οί σκοποί, ποιά ή όργάνωση τών έκλεχτών καί τοΰ πλήθους, ποιός ο ρόλος τοΰ πολέμου στή νέα τούτη τραγική περίοδο τής Ευρώπης; — νά τά προβλήματα πού ταράζουν τά τελευταία φωτεινά χρόνια τοΰ Νίτσε. Δέν μπορεί ν’ Απαντήσει, μπροστά άπό τή φοβερή πλημμύρα πού ανεβαίνει ή καρδιά του δειλιάζει, μέσα στήν ανικανότητα τούτη καί τήν άγων ία άρχίζει νά κατρακυλάει το μυαλό του.

Ξαναρίχνεται στα παλιά του διονυσιακά τραγούδια καί μέ πικρότατο προαίσθημα τραγουδάει το κύκνειό του:

«Ο ήλιος βασιλεύει’ — σε λίγο πια, θα ξεδιψάσεις,— φλέγόμενη καρδιά μου! — ‘Ο άγέρας άρχίζει νά δροσερεύει’ —νιώθω τις αναπνοές απο άγνωστα στόματα,—τό μέγα κρύο κατεβαίνει!

“Ο άγέρας είναι ήσυχος κι άγνός‘’—δέ μου ’ρίξε μιά λόξη ματιά —και γοητευτική — ή νύχτα τούτη; Βάστα δυνατά, ώ γενναία καρδιά μον ! Μη ρωτάς τό γιατί, — ώ δειλινό της ζωής μου! — Ό ήλιος βασιλεύει’

Γρήγορα πλάκωσε τό σκοτάδι στο νου του- βάσταξε έντεκα χρόνια, ίσαμε τό θάνατο. Κάποτε έπαιρνε ενα βιβλίο· στά χέρια του καί ρωτούσε τήν άδερφή του: «Δέν εγραψα κι εγώ ώραΐα βιβλία;» Κι όταν τού έδειξαν τήν εικόνα τού Βάγνερ, είπε: «Αύτόν, τον άγάπησα πολύ!»

Στράφηκα’ στό παγκάκι τού έγγλέζικου πάρκου, δίπλα μου κάθουνταν άκόμα άχνός, συμμαζεμένος, ό ίσκιος. Δυό άεροπλάνα πέρασαν μουγκρίζοντας άπο πάνω μας’ δέ σήκωσε τά μάτια νά τά δει’ κοίταζε χάμω τά πεσμένα κίτρινα φύλλα, τής καστανιάς κι ετρεμε σά νά τουρτούριζε.

“Ενας μικρός έφημεριδοπώλης πέρασε διαλαλώντας καινούρια μηνύματα πολέμου: Στή Μόσχα ύπογράφτηκε ή γερμανοσοβιετική συνθήκη, κι άν ύπήρχε άκόμα κανένα φώς στον ούρανό, χάθηκε…

Ό Τσιγκισχάνος φορούσε ενα σιδερένιο δαχτυλίδι κι απάνω του ήταν χαραγμένες δυό λέξες: «Ραστί -Ρουστί», Δύναμη-Δίκιο. Ή έποχή μας φόρεσε τό σιδερένιο τούτο δαχτυλίδι.

Ποιος ήταν πού διαλάλησε πώς ή ούσία τής ζωής είναι ή λαχτάρα ν’ άπλωθεΐ καί νά κυριαρχήσει καί πώς μονάχα ή δύναμη είναι άξια νά ’χει δικαιώματα; Ποιος προφήτεψε τον Υπεράνθρωπο; Ό Υπεράνθρωπος έφτασε, κι ο προφήτης του, ζαρωμένος, μάχεται νά κρυφτεί κάτω από ένα χινοπωριάτικο δέντρο.

Πρώτη φορά σήμερα, ύστερα από τόσα χρόνια πού γιορτάζω στή μοναξιά μου τά μνημόσυνα τού μαρτυρικού προφήτη, ένιωσα γι’ αύτόν μιά τόσο τραγική συμπόνια. Γιατί πρώτη φορά είδα τόσο φανερά πώς είμαστε καλάμια στά χείλια κάποιου αόρατου Τσοπάνη καί παίζουμε ότι σκοπό μάς φυσήξει.

Κοίταζα τά βαθουλωμένα μάτια, τό άπόγκρεμνο μέτωπο, τά κρεμάμενα μουστάκια:

—’ Ήρθε ο Υπεράνθρωπος… τοΰ μουρμούρισα. Αύτό ήθελες;

’Μαζώχτηκε άκόμα πιό πολύ, σά θεριό πού κυνηγούν και κρύβεται ή σά θεριό έτοιμο νά χιμήξει. Κι άκούστηκε άπό τόν άλλον όχτο ή φωνή του· περήφανη καί πεισματωμένη:

— Αύτό!

Ένιωθα πώς ή καρδιά του σπαράζουνταν νά τό μολοήσει.

— Έσπειρες, καί τώρα κοίταξε τό θερισμό·. Σου άρέσει;

Κι άκούστηκε άπό τόν άλλον όχτο μιά άπελπισμένη, σπαραχτική κραυγή:

— Μου άρέσει!

“Οταν σηκώθηκα άπό τό παγκάκι τοΰ πάρκου, μόνος πιά, νά φύγω, ένα βομβαρδιστικό αεροπλάνο περνούσε μουγκρίζοντας απάνω άπό τήν πολιτεία. Τό αεροπλάνο, πού τό φαντάστηκε ο Λεονάρδος σαν αγαθό τεχνητό πουλί νά -κουβαλά άπό τ’ αψηλά κορφοβούνια χιόνι τό καλοκαίρι καί νά τό σκορπίζει στις πολιτείες νά δροσίζουνται, περνούσε τώρα φορτωμένο μπόμπες…

— Ομοια πετούν, είπα, έχοντας πάντα τό λογισμό μου στον ειρηνικό προφήτη τού πολέμου, όμοια πετουν άπό τό νου του ανθρώπου οι στοχασμοί σαν κορυδαλλοί τά ξημερώματα, καί μόλις τούς χτυπήσει ό δριμύς αγέρας τής αυγής μεταμορφώνουνται σέ άγρια σαρκοβόρα όρνια.

Φωνάζει ο δύστυχος πατέρας καί διαμαρτύρεται άπελπισμένος: «Δέν ήθελα αυτό. Δέν ήθελα αυτό!» μά τα όρνια περνούν άπάνω από το κεφάλι του στρηνιάζοντας, σά νά τον προγκούνε.

Νίκου Καζαντζάκη, Ταξιδεύοντας Αγγλία