Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἰφιγένεια ἡ ἐν Ταύροις (766-826)

ΠΥ. καλῶς ἔλεξας τῶν τε σῶν ἐμοῦ θ᾽ ὕπερ.
σήμαινε δ᾽ ᾧ χρὴ τάσδ᾽ ἐπιστολὰς φέρειν
πρὸς Ἄργος ὅ τι τε χρὴ κλύοντά σοῦ λέγειν.
ΙΦ. ἄγγελλ᾽ Ὀρέστῃ, παιδὶ τῷ Ἀγαμέμνονος·
770 Ἡ ᾽ν Αὐλίδι σφαγεῖσ᾽ ἐπιστέλλει τάδε
ζῶσ᾽ Ἰφιγένεια, τοῖς ἐκεῖ δ᾽ οὐ ζῶσ᾽ ἔτι…
ΟΡ. ποῦ δ᾽ ἔστ᾽ ἐκείνη; κατθανοῦσ᾽ ἥκει πάλιν;
ΙΦ. ἥδ᾽ ἣν ὁρᾷς σύ· μὴ λόγοις ἔκπλησσέ με.
Κόμισαί μ᾽ ἐς Ἄργος, ὦ σύναιμε, πρὶν θανεῖν,
775 ἐκ βαρβάρου γῆς καὶ μετάστησον θεᾶς
σφαγίων, ἐφ᾽ οἷσι ξενοφόνους τιμὰς ἔχω.
ΟΡ. Πυλάδη, τί λέξω; ποῦ ποτ᾽ ὄνθ᾽ ηὑρήμεθα;
ΙΦ. ἢ σοῖς ἀραία δώμασιν γενήσομαι.
Ὀρέσθ᾽, ἵν᾽ αὖθις ὄνομα δὶς κλύων μάθῃς.
780 ΟΡ. ὦ θεοί. ΙΦ. τί τοὺς θεοὺς ἀνακαλεῖς ἐν τοῖς ἐμοῖς;
ΟΡ. οὐδέν· πέραινε δ᾽· ἐξέβην γὰρ ἄλλοσε.
τάχ᾽ οὖν ἐρωτῶν σ᾽ εἰς ἄπιστ᾽ ἀφίξομαι.
ΙΦ. λέγ᾽ οὕνεκ᾽ ἔλαφον ἀντιδοῦσά μου θεὰ
Ἄρτεμις ἔσωσέ μ᾽, ἣν ἔθυσ᾽ ἐμὸς πατήρ,
785 δοκῶν ἐς ἡμᾶς ὀξὺ φάσγανον βαλεῖν,
εἰς τήνδε δ᾽ ᾤκισ᾽ αἶαν. αἵδ᾽ ἐπιστολαί,
τάδ᾽ ἐστὶ τἀν δέλτοισιν ἐγγεγραμμένα.
ΠΥ. ὦ ῥᾳδίοις ὅρκοισι περιβαλοῦσά με,
κάλλιστα δ᾽ ὀμόσασ᾽, οὐ πολὺν σχήσω χρόνον,
790 τὸν δ᾽ ὅρκον ὃν κατώμοσ᾽ ἐμπεδώσομεν.
ἰδού, φέρω σοι δέλτον ἀποδίδωμί τε,
Ὀρέστα, τῆσδε σῆς κασιγνήτης πάρα.
ΟΡ. δέχομαι· παρεὶς δὲ γραμμάτων διαπτυχὰς
τὴν ἡδονὴν πρῶτ᾽ οὐ λόγοις αἱρήσομαι.
795 ὦ φιλτάτη μοι σύγγον᾽, ἐκπεπληγμένος
ὅμως σ᾽ ἀπίστῳ περιβαλὼν βραχίονι
εἰς τέρψιν εἶμι, πυθόμενος θαυμάστ᾽ ἐμοί.
ΧΟ. ξέν᾽, οὐ δικαίως τῆς θεοῦ τὴν πρόσπολον
χραίνεις ἀθίκτοις περιβαλὼν πέπλοις χέρα.
800 ΟΡ. ὦ συγκασιγνήτη τε κἀκ ταὐτοῦ πατρὸς
Ἀγαμέμνονος γεγῶσα, μή μ᾽ ἀποστρέφου,
ἔχουσ᾽ ἀδελφόν, οὐ δοκοῦσ᾽ ἕξειν ποτέ.
ΙΦ. ἐγώ σ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν; οὐ παύσῃ λέγων;
τὸ δ᾽ Ἄργος αὐτοῦ μεστὸν ἥ τε Ναυπλία.
805 ΟΡ. οὐκ ἔστ᾽ ἐκεῖ σός, ὦ τάλαινα, σύγγονος.
ΙΦ. ἀλλ᾽ ἡ Λάκαινα Τυνδαρίς σ᾽ ἐγείνατο;
ΟΡ. Πέλοπός γε παιδὶ παιδός, οὗ ᾽κπέφυκ᾽ ἐγώ.
ΙΦ. τί φῄς; ἔχεις τι τῶνδέ μοι τεκμήριον;
ΟΡ. ἔχω· πατρῴων ἐκ δόμων τι πυνθάνου.
810 ΙΦ. οὐκοῦν λέγειν μὲν χρὴ σέ, μανθάνειν δ᾽ ἐμέ.
ΟΡ. λέγοιμ᾽ ἂν, ἄκουε πρῶτον Ἠλέκτρας τάδε·
Ἀτρέως Θυέστου τ᾽ οἶσθα γενομένην ἔριν;
ΙΦ. ἤκουσα, χρυσῆς ἀρνὸς ἦν νείκη πέρι.
ΟΡ. ταῦτ᾽ οὖν ὑφήνασ᾽ οἶσθας εὐπήνοις ὑφαῖς;
815 ΙΦ. ὦ φίλτατ᾽, ἐγγὺς τῶν ἐμῶν κάμπτεις φρενῶν.
ΟΡ. εἰκώ τ᾽ ἐν ἱστοῖς ἡλίου μετάστασιν;
ΙΦ. ὕφηνα καὶ τόδ᾽ εἶδος εὐμίτοις πλοκαῖς.
ΟΡ. καὶ λούτρ᾽ ἐς Αὖλιν μητρὸς ἀνεδέξω πάρα;
ΙΦ. οἶδ᾽· οὐ γὰρ ὁ γάμος ἐσθλὸς ὤν μ᾽ ἀφείλετο.
820 ΟΡ. τί γάρ; κόμας σὰς μητρὶ δοῦσα σῇ φέρειν;
ΙΦ. μνημεῖά γ᾽ ἀντὶ σώματος τοὐμοῦ τάφῳ.
ΟΡ. ἃ δ᾽ εἶδον αὐτός, τάδε φράσω τεκμήρια·
Πέλοπος παλαιὰν ἐν δόμοις λόγχην πατρός,
ἣν χερσὶ πάλλων παρθένον Πισάτιδα
825 ἐκτήσαθ᾽ Ἱπποδάμειαν, Οἰνόμαον κτανών,
ἐν παρθενῶσι τοῖσι σοῖς κεκρυμμένην.

***
ΙΦΙ. Στον Αγαμεμνονίδη Ορέστη πες:
«Νά τί σου παραγγέλνει η Ιφιγένεια,
770 εκείνη που τη σφάζαν στην Αυλίδα,
που ζει, κι αυτού περνά για πεθαμένη...»
ΟΡΕ. Και πού είναι; ξαναγύρισε απ᾽ τον Άδη;
ΙΦΙ. Αυτή που τώρα βλέπεις· μη με κόβεις.
«Από τη γη τη βάρβαρη, αδερφέ μου,
πάρε με πίσω στο Άργος πριν πεθάνω,
κι από τ᾽ αξίωμα που ᾽χω απάλλαξε με,
για τη θεά τους ξένους να θυσιάζω...»
ΟΡΕ. Τί να πω; Πού βρισκόμαστε, Πυλάδη;
ΙΦΙ. «Κατάρα, αλλιώς, στο σπίτι σου θα γίνω,
Ορέστη», ξαναλέω, για να θυμάσαι
τ᾽ όνομά του. ΟΡΕ. Θεοί! ΙΦΙ. Γιατί τους κράζεις,
780 τους θεούς σ᾽ ένα δικό μου ζήτημα; ΟΡΕ. Όχι,...
ο νους μου πήγε αλλού· για εξακολούθει.
Κι ανερώτητα, απίστευτα θ᾽ ακούσω.
ΙΦΙ. Μ᾽ έσωσε, πες του, η Άρτεμη· έβαλε ένα
ελάφι αντίς για μένα· αυτό ο πατέρας
έσφαξε, και θαρρούσε, στο κορμί μου
το κοφτερό πως έμπηγε μαχαίρι·
η θεά μ᾽ έφερε δω. Η παραγγελιά μου
αυτή ᾽ναι· αυτά, γραμμένα και στο γράμμα.
ΠΥΛ. Ω εσύ, που μ᾽ εύκολο όρκο μ᾽ έχεις δέσει
κι έδωσες έξοχο όρκο η ίδια, αμέσως
790 ό,τι έταξα θα κάμω· δε θ᾽ αργήσω.
Σου φέρνω και σου δίνω, Ορέστη, γράμμα
που η αδερφή σου, τούτη δω, σου στέλνει.
ΟΡΕ. Ευχαριστώ, μα αφήνοντας το γράμμα
έμπραχτα τη χαρά θα νιώσω πρώτα.
Γλυκιά αδερφή, κατάπληχτος σε παίρνω
στα χέρια μου —και τα ίδια δεν πιστεύουν—
κι ευφραίνομαι απ᾽ το θάμα που έχω μάθει.
ΚΟΡ. Ξένε, κακό την ιέρεια να μολύνεις,
τ᾽ ανέγγιχτά της πέπλα ν᾽ αγκαλιάζεις.
800 ΟΡΕ. Του Αγαμέμνονα κόρη, του γονιού μου,
αδερφή, μη γυρίζεις απ᾽ την άλλη,
που ανέλπιστα έχεις, νά, τον αδερφό σου.
ΙΦΙ. Εγώ αδερφό μου εσένα; πάψε, σώπα·
τ᾽ Άργος και τη Ναυπλία γεμίζει εκείνος.
ΟΡΕ. Δεν είναι εκεί, καημένη, ο αδερφός σου.
ΙΦΙ. Τί; η κόρη του Τυνδάρεου μάνα σου είναι;
ΟΡΕ. Κι ο γιος του γιου του Πέλοπα γονιός μου.
ΙΦΙ. Τί λες; μπορείς γι᾽ αυτά να πεις σημάδια;
ΟΡΕ. Ναι· για το γονικό μας ρώτησέ με.
810 ΙΦΙ. Καλά· να λες εσύ, κι εγώ ν᾽ ακούω.
ΟΡΕ. Πρώτα όσα μου ᾽χει πει η Ηλέκτρα. Ξέρεις
πως μάλωσε ο Ατρέας με το Θυέστη;
ΙΦΙ. Για το χρυσό τ᾽ αρνί· ναι, το ᾽χω ακούσει.
ΟΡΕ. Το ιστόρισες αυτό μες στα υφαντά σου;
ΙΦΙ. Ξυστά περνάς, καλέ μου, απ᾽ την καρδιά μου.
ΟΡΕ. Κι άλλο πλουμί; ν᾽ αλλάζει δρόμο ο ήλιος;
ΙΦΙ. Ναι, το ύφαναν κι αυτό τα νήματά μου.
ΟΡΕ. Για την Αυλίδα ξεκινώντας πήρες
νερό απ᾽ τη μάνα για λουτρό του γάμου;
ΙΦΙ. Γάμου ευτυχία δεν το ᾽σβησε απ᾽ το νου μου.
820 ΟΡΕ. Κι έστειλες στη μητέρα τα μαλλιά σου;
ΙΦΙ. Να μπουν στον τάφο αντίς για το κορμί μου.
ΟΡΕ. Και τώρα τα σημάδια που είδα ο ίδιος:
Στο σπίτι του πατέρα, την παλιά
του Πέλοπα τη λόγχη, που μ᾽ εκείνη
—στα χέρια παίζοντας την— τον Οινόμαο
σκότωσε, και γυναίκα του έγινε έτσι
της Πίσας η παρθένα, η Ιπποδάμεια·
μες στην παρθενική σου κάμαρα είναι.

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Τα μυστικά της γλώσσας

1.1 Ο άνθρωπος μιλάει, ενώ τα ζώα όχι

Όπως όλοι μας ξέρουμε, τα ζώα δεν μιλούν. Οι λέξεις που χρησιμοποιούμε για να μιλήσουμε για την επικοινωνία στο ζωικό βασίλειο είναι χαρακτηριστικές: τα πρόβατα βελάζουν, τα σκυλιά γαβγίζουν, τα άλογα χλιμιντρίζουν κλπ. Ο άνθρωπος όμως μιλάει. Πού βρίσκεται η διαφορά ανάμεσα στον τρόπο με τον οποίο επικοινωνούν τα ζώα και στον τρόπο με τον οποίο επικοινωνούν οι άνθρωποι;

Το σκυλί γαβγίζει για να εκφράσει την απειλή που νιώθει, γιατί κάποιος ξένος (άνθρωπος ή ζώο) βρίσκεται μπροστά του, ή για να εκφράσει τη χαρά του που βλέπει το αφεντικό του. Από τη σχέση μας με τα ζώα όλοι έχουμε προσέξει ότι αυτές οι συμπεριφορές ή αντιδράσεις τους γεννιούνται πάντα όταν κάτι στο περιβάλλον τους τις προκαλεί· δηλαδή, το σκυλί δεν θα γαβγίσει αν δεν αισθανθεί άμεσα την απειλή του ξένου που μπαίνει στον δικό του χώρο ή αν δεν αισθανθεί την παρουσία του αφεντικού του (αν δεν το μυρίσει, αν δεν το ακούσει, αν δεν το δει).

Τέτοιες συμπεριφορές παρατηρούμε και στους ανθρώπους. Όταν λ.χ. πονάμε πολύ, βογκάμε ή μουγκρίζουμε από τον πόνο. Όταν τρομάζουμε, βγάζουμε μια κραυγή, π.χ. αχ! Όπως το σκυλί δεν γαβγίζει, αν δεν υπάρχει φανερή απειλή, έτσι κι εμείς δεν βογκάμε, δεν μουγκρίζουμε, δεν κραυγάζουμε, αν δεν πονάμε ή αν δεν φοβόμαστε κάτι που μας απειλεί άμεσα. Κάτι δηλαδή στο περιβάλλον τους που συμβαίνει εκείνη τη στιγμή, ένα ερέθισμα, κάνει και τον άνθρωπο και τα ζώα να βγάζουν αυτούς τους ήχους. Οι ήχοι αυτοί που βγάζουν και οι άνθρωποι και τα ζώα σε τέτοιες περιπτώσεις είναι οι άμεσες αντιδράσεις τους σε αυτά τα ερεθίσματα. Με άλλα λόγια, με το γάβγισμά του ο σκύλος, με το βέλασμά του το πρόβατο, με το χλιμίντρισμά του το άλογο, με το βογκητό και το μούγκρισμά του ο άνθρωπος, αντιδρούν άμεσα σε ερεθίσματα που προέρχονται από τον κόσμο στον οποίο ζουν.

Το γάβγισμα εκφράζει άμεσα το συναίσθημα του φόβου ή της χαράς που νιώθει το σκυλί. Το βογκητό στους ανθρώπους εκφράζει, και αυτό, άμεσα τον πόνο που νιώθουμε. Και εδώ ακριβώς μπορούμε να δούμε τη διαφορά με τη γλώσσα. Η λέξη πόνος διαφέρει από το μουγκρητό ή το βογκητό του πόνου, γιατί μπορούμε να τη χρησιμοποιήσουμε και όταν δεν πονάμε. Π.χ. όταν λέμε Πονούσε η κοιλιά μου χτες όλη τη νύχτα, μιλάμε για ένα αίσθημα πόνου που δεν το έχουμε τη στιγμή που μιλάμε. Η λέξη πόνος, δηλαδή, σε αντίθεση με το βογκητό, δεν χρειάζεται το συναίσθημα του πόνου, για να χρησιμοποιηθεί.

Ο φόβος της γνώσης του μεγαλείου μας

Η μεγαλύτερη ανακάλυψη του Freud είναι ότι η μεγάλη αιτία πολλών ψυχολογικών ασθενειών είναι ο φόβος να γνωρίσει κανείς τον εαυτό του, τα συναισθήματα, τις παρορμήσεις, τις αναμνήσεις, τις ικανότητες, τις δυνατότητες, το πεπρωμένο του…

Γενικά, αυτού του είδους ο φόβος είναι αμυντικός, με την έννοια ότι είναι μια προστασία της αυτοεκτίμησης μας, της αγάπης και του σεβασμού που τρέφουμε για τον εαυτό μας. Τείνουμε να φοβόμαστε οποιαδήποτε γνώση θα μπορούσε να μας κάνει να απεχθανόμαστε τον εαυτό μας ή να μας κάνει να νιώθουμε κατώτεροι, αδύναμοι, ανάξιοι, κακοί. Προστατεύουμε τον εαυτό μας και την ιδανική εικόνα του εαυτού μας με την απώθηση και παρόμοιους αμυντικούς μηχανισμούς, οι οποίοι είναι κυρίως τεχνικές μέσω των οποίων αποφεύγουμε να συνειδητοποιήσουμε δυσάρεστες ή επικίνδυνες αλήθειες.

Οι προσπάθειες του κάθε ενός είναι να αποκαλύπτουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο την αλήθεια, ή είναι τρόποι για να δυναμώσει ο άνθρωπος έτσι ώστε να μπορεί να αντέξει την αλήθεια.

Το να είναι απόλυτα ειλικρινής με τον εαυτό του, είναι η σπουδαιότερη προσπάθεια που μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος.

Αλλά υπάρχει ένα άλλο είδος αλήθειας το οποίο τείνουμε να αποφεύγουμε. Όχι μόνο μένουμε προσκολλημένοι στην ψυχοπαθολογία μας, αλλά επίσης τείνουμε να αποφεύγουμε την προσωπική ανάπτυξη γιατί και αυτή, επίσης, μπορεί να επιφέρει ένα άλλο είδος φόβου, δέους, αισθημάτων αδυναμίας και ανεπάρκειας.

Κι έτσι, χρησιμοποιούμε ένα άλλο είδος αντίστασης, μια άρνηση της καλύτερης πλευράς μας, των ταλέντων μας, των καλύτερων ενορμήσεών μας, των ανώτερων δυνατοτήτων μας, της δημιουργικότητάς μας. Με δυο λόγια, αυτή είναι η μάχη με το δικό μας μεγαλείο, ο φόβος της ύβρεως.

Αυτό μας θυμίζει ότι ο μύθος του Αδάμ και της Εύας, με το επικίνδυνο δέντρο της Γνώσης που πρέπει κανείς να αγγίξει, έχει το αντίστοιχό του σε πολλές άλλες κουλτούρες, οι οποίες πιστεύουν επίσης ότι η ύψιστη γνώση είναι προνόμιο των θεών.

Στις περισσότερες κουλτούρες, οι επαναστάτες εκείνοι που αψήφησαν τους θεούς αναζητώντας τα μυστικά τους, τιμωρούνταν αυστηρά, όπως ο Αδάμ και η Εύα, ο Προμηθέας και ο Οιδίποδας και έμειναν στην μνήμη των ανθρώπων σαν προειδοποιήσεις ότι δεν πρέπει να προσπαθούν να μοιάσουν στον Θεό.

Η στιγμή του φόβου είναι αρκετά κατανοητή αλλά πρέπει παρόλα αυτά να ξεπεραστεί αν πρόκειται να υπάρξει δημιουργία. Έτσι, το να ανακαλύψει κανείς στον εαυτό του ένα μεγάλο ταλέντο μπορεί αναμφίβολα να φέρει ευφορία αλλά φέρνει επίσης και ένα φόβο των κινδύνων, των ευθυνών και των καθηκόντων του να είσαι ηγέτης και του να είσαι μόνος σου.

Η υπευθυνότητα φαίνεται κάποτε βαρύ φορτίο…

Η ζωή κάθε ανθρώπου είναι ένας δρόμος προς τον εαυτό του

Όταν νομίζουμε ότι πλήττουμε με κάποιον, είναι γιατί κατέχει κάτι που μας αγγίζει βαθιά και μας προκαλεί δυσφορία. Αυτός ο κάποιος γίνεται καθρέφτης για κάτι που υπάρχει μέσα μας και δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε. Αλλιώς δεν θα μας ενοχλούσε τόσο. Έτσι, ο μεν τσιγκούνης υπομένει την τσιγκουνιά των άλλων με περισσότερη ένταση από οποιονδήποτε, ο δε αδιάκριτος τσαντίζεται υπερβολικά όταν υφίσταται την αδιακρισία. Το πρόσωπο που μισούμε είναι καθρέφτης μας και, συνεπώς ένας πνευματικός δάσκαλος που δεν πρέπει να υποτιμάμε.

Η δύναμη της αγάπης, σαν το νερό, έγκειται στην προσαρμοστικότητά της στο μέσο όπου ζει. Αν αυτό μεταφερθεί στην καθημερινή ζωή, ο ικανός να αγαπήσει -όχι μόνο έναν άλλο άνθρωπο αλλά και ένα σχέδιο- σμιλεύεται στις δυσκολίες ώστε να αποκομίσει το καλύτερο σε κάθε κατάσταση.

Το παιδί πρέπει να εγκαταλείψει την παιδική ηλικία του, την αθωότητα του ώστε με αυτόν τον τρόπο να μεταμορφωθεί σε ενήλικα. Αυτά τα τελετουργικά μετάβασης συνεπάγονται πάντα το να αποβάλει κανείς το πρότερο εγώ του ώστε να επιτρέψει στο καινούργιο εγώ να γεννηθεί.

Τα παιδιά τα τρομάζει το σκοτάδι γιατί νομίζουν ότι ανάμεσα στις σκιές κρύβεται κάποιο τέρας, κάτι άγνωστο που μπορεί να τους επιτεθεί. Κατά τον ίδιο τρόπο, τους ενήλικες τους τρομάζει το άγνωστο γιατί συνεπάγεται αλλαγή, ρίσκο, αβεβαιότητα. Μας προκαλεί φόβο το καινούργιο γιατί αν αποτύχουμε ξέρουμε ότι θα ακούσουμε τη φράση: «Εγώ σου το είχα πει».

Πολλοί άνθρωποι προσπαθούν να δείχνουν κάτι που δεν είναι, είτε γιατί νομίζουν πως αυτό θέλουν οι άλλοι είτε γιατί δεν τους αρέσει το πώς είναι. Είναι εξαρτημένοι από τη γνώμη των άλλων και χρειάζονται απελπισμένα την επιδοκιμασία τους. Όμως, η αληθινή αγάπη δε γεννιέται από τη στέρηση, με το να περιμένουμε να καλύψει ο άλλος τα εσωτερικά μας κενά ή να μας πει τι πρέπει να κάνουμε. Αγαπάμε κάτι αληθινά μόνο αποδεχόμενοι αυτό που είναι.

Η ζωή κάθε ανθρώπου είναι ένας δρόμος προς τον εαυτό του, το πρόπλασμα ενός δρόμου ,το προσχέδιο ενός μονοπατιού. Κανένας άνθρωπος δεν έφτασε να είναι εντελώς ο εαυτός του· ωστόσο, οι πάντες φιλοδοξούν να το κατορθώσουν, άλλοι στα τυφλά, άλλοι με περισσότερο φως, ο καθένας όπως μπορεί.

Έρμαν Έσσε: 66 μαθήματα καθημερινής σοφίας

Πλούταρχος: Η καλή πολιτική ηγεσία εξαρτάται από την ηθική ανάπτυξη των ίδιων των ηγετών

Σε αυτή τη σύντομη πραγματεία ο Πλούταρχος αντικρούει την άποψη ότι το όφελος της κατοχής ενός αξιώματος είναι απλώς και μόνο η ευκαιρία για να ασκήσει κανείς εξουσία. Αυτή είναι η μυωπική στάση των απαίδευτων ηγετών, τους οποίους περιγράφει ως ανασφαλείς και φοβούμενους τους ανθρώπους που οι ίδιοι κυβερνούν. Οι μορφωμένοι ηγέτες, αντίθετα, μεριμνούν πρωτίστως για την ευημερία των ψηφοφόρων τους, ακόμη και εις βάρος της δικής τους δύναμης ή ασφάλειας.

Κατά την άποψη του Πλούταρχου, ένας ηγέτης εκπαιδεύεται με την έκθεσή του στη φιλοσοφία και ιδίως στην ηθική φιλοσοφία. Το μεγαλύτερο όφελος που θα προκύψει από αυτού του είδους την εκπαίδευση είναι η ανάπτυξη του Λόγου, της Λογικής, η οποία είναι απαραίτητη για τον έλεγχο των συναισθημάτων και των παρορμήσεών μας. Οι ηγέτες που επιτρέπουν στον εαυτό τους να τους κυβερνά η Λογική θα κυβερνήσουν, με τη σειρά τους, τις πόλεις τους με καλή προαίρεση.

Ο απαίδευτος ηγέτης, από την άλλη πλευρά, μαστίζεται από την απληστία, την παράνοια και μια ψευδαίσθηση μεγαλείου. Ο Πλούταρχος παρουσιάζει σε αυτή την πραγματεία τον θεό ως το ιδανικό πρότυπο με το οποίο οι ηγέτες θα πρέπει να συγκρίνονται και το οποίο πρέπει να υιοθετούν. Αυτός ο θεός, ωστόσο, δεν είναι μία από τις θεότητες της πολυθεϊστικής αρχαιοελληνικής θρησκείας αλλά μάλλον μία φιλοσοφική έννοια που ο Πλούταρχος έχει δανειστεί από τον Πλάτωνα. Αντιπροσωπεύει έναν καθαρό Λόγο και την τελειότητα της ηθικής αρετής.

Ο Πλούταρχος θεωρεί πως αυτή η θεότητα υπάρχει στους ουρανούς με τον ήλιο ως υλική της εκδήλωση. Και όπως ακριβώς ο ήλιος στον ουρανό αντιπροσωπεύει την τελειότητα της θεότητας, έτσι και ο ηγέτης που κυβερνάται από τη Λογική αποτελεί ένα υπόδειγμα αρετής για τους πολίτες μιας πόλης και, ακόμη περισσότερο, αυτός ο ενάρετος ηγέτης μπορεί με τη σειρά του να κάνει και τους πολίτες ενάρετους. Έτσι, η καλή πολιτική ηγεσία εξαρτάται όχι από τη διατύπωση και την εκτέλεση συγκεκριμένων πολιτικών, αλλά από την ηθική ανάπτυξη των ίδιων των ηγετών.

Κάντε λάθη μεγάλα. Μόνο έτσι θα θυμάστε ότι ζήσατε

Από παιδιά μας έμαθαν να αποφεύγουμε τα λάθη, μας μάλωναν για να συνετιστούμε και να «καταλάβουμε» ότι δεν πρέπει να κάνουμε… λάθη!

Όσο μεγάλωνα συνέχιζα να επαναλαμβάνω τα ίδια και τα ίδια «λάθη», ίσως θα μπορούσα να το πω και έτσι- ίσως- αν και κάθε φορά αντιλαμβανόμουν ότι δε χάλασε και ο κόσμος!

Μόνο ο δικός μου εσωτερικός κόσμος ταραζόταν, κι’ αυτό δεν ήταν απαραίτητα κακό γιατί μου θύμιζε πως είμαι ζωντανός, υπαρκτός, πως πατάω στα πόδια μου και κάποιες φορές (δεν ήταν δα και λίγες), πέφτω και τσακίζομαι…

Αργότερα ήρθε η μεγάλη διαπίστωση και νόμισα ότι συμβιβάστηκα με τα «σοβαρά λάθη» που είχα διαπράξει εις βάρος του εαυτού μου και έκανα δηλώσεις!

Είπα φτάνει λοιπόν, τέρμα τα λάθη απο ’δω και στο εξής, θα λειτουργώ όπως πρέπει. 

Σερνόμουν λοιπόν κουβαλώντας, όλα όσα θεωρούσα, ό,τι δεν έπρεπε να κάνω και κάθε μέρα που ξημέρωνε αγαπούσα όλο και λιγότερο τον εαυτό μου. Αλήθεια πώς πρέπει να λειτουργεί κάποιος, για να μην κάνει λάθη;

Πρόσφατα ένιωσα να κουράζομαι και προσπάθησα να αναζητήσω λίγο από τον εαυτό μου, μα ήταν μάταιο, δεν τον βρήκα πουθενά. Δεν είχα και πολλές δυνάμεις είναι η αλήθεια, αφού τις είχα εξαντλήσει αναλύοντας διαρκώς στο κεφάλι μου πόσο λάθος έχω κάνει τα πράγματα!

Λάθος φίλοι, λάθος σύντροφοι, λάθος δουλειά, λάθος μούτρα έβλεπα στον καθρέφτη, όλα λάθος…

Τώρα σκέφτομαι ότι τελικά μου αρέσουν τα λάθη… Με βγάζουν από την βαρετή καθημερινότητα, με βοηθούν να σκέφτομαι καλύτερα, με ξυπνάνε από την σαπίλα του παρωχημένου τρόπου ζωής.

Κάπου διάβασα πρόσφατα ότι «δεν υπάρχει μέρος να σκαρφαλώσουμε, ο χρόνος έφτιαξε πιστά αντίγραφα κάθε περασμένης στιγμής. Ούτε ένα όμως δεν είναι έγκυρο και δεν αποδεικνύει αυτή την στιγμή».

Θυμήθηκα ότι το λάθος μπορεί να γίνει λάθως! Και η ζωή συνεχίζεται…

Το σημείο Μηδέν

Υπάρχει ένα σημείο που λέγεται «Μηδέν». Είναι το σημείο που τα πάντα τελειώνουν για να αρχίσουν ξανά. Βρίσκεται εκεί που δεν έχεις τίποτα και όμως έχεις τα πάντα. Για να φτάσεις, αρκεί να καταλάβεις ότι ζεις. Τώρα. Εδώ. Για μια και μοναδική φορά.

Στη ζωή προχωράμε διαρκώς και γεμίζουμε. Μα ξεχνάμε ν’ αδειάσουμε και καμιά φορά. Και έτσι, καταλήγουμε να ξεχειλίζουμε από ανείπωτα θέλω, ρημαγμένα συναισθήματα, μυαλού απογοητεύσεις, καθωσπρεπισμούς, πρόσωπα και αψυχολόγητες συμπεριφορές, συμβιβασμούς, επιθυμίες και πόθους. Και κάπου εκεί χανόμαστε. Και χαμένοι καθώς είμαστε, πιέζουμε τη ζωή να μας δώσει αυτό που φανταζόμαστε καλύτερο για μας. Μα, αλήθεια, που θα το βάλουμε αυτό το καλύτερο αν δεν υπάρχει χώρος.

Το φοβόμαστε το σημείο μηδέν. Το μέρος εκείνο που σταματάμε να θέλουμε, που δεν απαιτούμε, που δεν βιαζόμαστε, που δεν υπάρχουν προσδοκίες, πρέπει και μη. Που ξεχνάμε όσα ξέραμε για να παίξουμε με τις πιθανότητες. Το φοβόμαστε γιατί έχουμε μάθει να κυνηγάμε εγωισμούς. Πώς από κυνηγός να γίνεις ένας απλός ταξιδιώτης;

Συνηθίσαμε να κοιτάμε το δρόμο και ποτέ τον ουρανό. Να έχουμε διαρκώς τα μάτια μας ανοιχτά και να μην τα κλείνουμε λεπτό να δούμε λίγο με την καρδιά μας. Αν κάνουμε κάποιο λάθος εμείς οι άνθρωποι, είναι που δεν καθαρίζουμε από τα σκουπίδια που έχουμε μαζέψει μέσα μας και γύρω μας. Που φτιάχνουμε γρήγορα-γρήγορα τις βαλίτσες μας για να προλάβουμε το πλοίο που πάει στο αύριο, ρίχνοντας μέσα όλη μας τη ζωή αντί να τις αδειάσουμε, να τις βάλουμε στο πατάρι και να ταξιδέψουμε όχι στο αλλού αλλά στο εδώ και με καθαρά πια μάτια.

Κάνε μια βόλτα στο δικό σου Μηδέν. Σταμάτα να τρέχεις πίσω από τα δύσκολα και άρχισε ν’ απολαμβάνεις τα απλά και τα εύκολα. Και αν δεν σ’ αρέσει μπορείς πάντα να γυρίσεις πίσω.

Ξέχνα ό, τι σου έχουν πει, “αυτό είναι σωστό και αυτό είναι λάθος”

Το μόνο καθήκον που έχεις σαν άνθρωπος, είναι να είσαι ευτυχισμένος. Κάνε σκοπό σου το να είσαι ευτυχισμένος. Αν δεν είσαι ευτυχισμένος, τότε σε οτιδήποτε κάνεις κάτι δεν πηγαίνει καλά και χρειάζεται κάποια δραστική αλλαγή.

Άσε την ευτυχία να αποφασίσει. Και η ευτυχία είναι το μόνο κριτήριο που έχει ο άνθρωπος. Επομένως, να κοιτάς πάντοτε τι συμβαίνει, όταν κάνεις κάτι: αν σε ηρεμεί και σε ξεκουράζει όταν είσαι σπίτι, αν σε χαλαρώνει, τότε είναι εντάξει. Αυτό είναι το κριτήριο. Τίποτε άλλο δεν είναι το κριτήριο. Αυτό που είναι σωστό για σένα, μπορεί να μην είναι σωστό για κάποιον άλλον. Να το θυμάσαι κι αυτό. Γιατί αυτό που μπορεί να είναι εύκολο για σένα, μπορεί να μην είναι εύκολο για κάποιον άλλον, κάτι άλλο μπορεί να είναι εύκολο για εκείνον. Επομένως, δεν μπορεί να υπάρξει ένας γενικός νόμος γι’ αυτό. Κάθε άτομο πρέπει να το επεξεργαστεί και να αποφασίσει για τον εαυτό του. Εσένα τι σου είναι εύκολο;

Αν όλη η ανθρωπότητα μάθει να χαλαρώνει αντί να παλεύει, αν μάθει να αφήνεται αντί να κάνει επίπονη προσπάθεια, θα υπάρξει μεγάλη αλλαγή στην ποιότητα της συνείδησης. Χαλαροί άνθρωποι, που απλώς κινούνται αθόρυβα με τη ροή του ποταμού, χωρίς δικούς τους στόχους, χωρίς “εγώ”…

Δεν υπάρχει τίποτε μεγάλο, τίποτε σπουδαίο. Η ζωή συνίσταται σε πολύ μικρά πράγματα. Αν λοιπόν στρέφεις το ενδιαφέρον σου στα δήθεν μεγάλα πράγματα θα χάνεις τη ζωή. Τα πουλιά τραγουδούν κάθε μέρα και δεν το έχεις σκεφθεί ποτέ, αλλά κάποια μέρα πρέπει να ανταποδώσεις το κάλεσμα. Απλώς μικρά πράγματα, πολύ μικρά πράγματα… Να σέβεσαι τη ζωή σου. Χάρη σ’ αυτόν τον σεβασμό θα αρχίσεις να σέβεσαι τη ζωή του άλλου.

Η ζωή πραγματικά είναι ένας χορός, αν είσαι αυθεντικός. Και είναι ο προορισμός σου να είσαι αυθεντικός. Κανένας άνθρωπος δεν είναι όμοιος με κάποιον άλλον, οπότε ο δικός μου τρόπος ζωής δεν μπορεί να γίνει ο δικός σου τρόπος ζωής. Η καρδιά μιλά με μια πολύ γαλήνια, χαμηλή φωνή. Δεν φωνάζει….

Ξέχνα ό, τι σου έχουν πει, “αυτό είναι σωστό και αυτό είναι λάθος”. Η ζωή δεν είναι τόσο προκαθορισμένη. Κάτι που είναι σωστό σήμερα, μπορεί να είναι λάθος αύριο, κάτι που είναι λάθος αυτή τη στιγμή μπορεί να είναι σωστό την επόμενη. Δεν μπορείς να αρχειοθετήσεις τη ζωή, δεν μπορείς να της βάζεις ετικέτες του τύπου “αυτό είναι σωστό και αυτό είναι λάθος”. Η ζωή δεν είναι φαρμακείο, όπου κάθε μπουκαλάκι έχει την ετικέτα του και ξέρεις τι είναι τι. Η ζωή είναι ένα μυστήριο. Τη μια στιγμή κάτι ταιριάζει και, επομένως, είναι σωστό. Κάποια άλλη στιγμή, έχει κατέβει τόσο νερό στον ποταμό που πλέον δεν ταιριάζει και είναι λάθος.

Ποιός είναι ο ορισμός για το σωστό; Αυτό που είναι εναρμονισμένο με την ύπαρξη είναι σωστό και εκείνο που είναι σε δυσαρμονία με την ύπαρξη είναι λάθος. Θα πρέπει να είσαι σε εγρήγορση κάθε στιγμή, γιατί θα πρέπει να αποφασίζεται κάθε στιγμή εκ νέου. Δεν μπορείς να βασίζεσαι σε έτοιμες απαντήσεις για το τι είναι σωστό και τι λάθος.

Η ζωή κινείται τόσο γρήγορα. Έχει μια δυναμική, δεν είναι στατική. Δεν είναι νερό που λιμνάζει, είναι ένας ποταμός, συνεχώς κυλά. Δεν είναι ποτέ ίδια σε δύο διαδοχικές στιγμές. Συνεπώς, ένα πράγμα μπορεί να είναι σωστό αυτήν τη στιγμή και μπορεί να μην είναι σωστό την επόμενη.

Τότε τι μπορούμε να κάνουμε; Το μόνο που μπορούμε είναι να κάνουμε τους ανθρώπους τόσο συνειδητοποιημένους, που αυτοί οι ίδιοι να μπορούν να αποφασίζουν πως θα ανταποκριθούν στη ζωή που αλλάζει.

Η ζωή είναι δυναμική. Δεν μπορείς να προετοιμάζεσαι γι’ αυτήν, δεν μπορείς να είσαι έτοιμος για αυτήν. Αυτή είναι η ομορφιά της, αυτό είναι το θαύμα της, πως πάντα σε αιφνιδιάζει, πάντα σε εκπλήσσει. Αν έχεις μάτια, θα δεις ότι κάθε στιγμή είναι μια έκπληξη και καμία έτοιμη απάντηση δεν έχει ποτέ εφαρμογή.

Πάρε όλα τα ρίσκα που πρέπει για να είσαι μια μοναδική προσωπικότητα και δέξου τις προκλήσεις, ώστε να μπορέσουν να σε ακονίσουν, να μπορέσουν να σου δώσουν μεγαλοπρέπεια και ευφυΐα.

Η αλήθεια δεν είναι μια πεποίθηση, είναι η απόλυτη ευφυΐα. Είναι μια αναζωπύρωση των κρυμμένων πηγών της ζωής σου, είναι μια διαφωτιστική βίωση της συνειδητότητάς σου. Αλλά θα πρέπει να δώσεις τον σωστό χώρο για να συμβεί. Και ο σωστός χώρος είναι το να δεχτείς τον εαυτό σου όπως είναι. Μην αρνείσαι τίποτε, μην διχάζεσαι, μην νιώθεις ένοχος.

Αίτιο και αποτέλεσμα συνδέονται, δεν μπορεί να υπάρξει κανενός είδους απόσταση. Αν το καταλάβεις, μπορεί να συμβεί αυτήν ακριβώς τη στιγμή. Γιατί αυτήν ακριβώς τη στιγμή μπορείς να δεις ότι δεν υπάρχει δυστυχία, οδύνη.

Είσαι σιωπηλός, μπροστά στην πόρτα του τίποτα. Ένα βήμα πιο μέσα και θα έχεις βρει τον μεγαλύτερο θησαυρό που σε περίμενε εδώ και χιλιάδες ζωές.

Η σημασία της κουλτούρας

Είναι δύο νεαρά ψάρια που κολυμπάνε. Κάποια στιγμή συναντούν ένα ηλικιωμένο ψάρι πού πηγαίνει στην αντίθετη κατεύθυνση. Τους χαιρέτα και λέει:

«Γεια σας, παιδιά. Πώς είναι το νερό;» 

Τα δύο νεαρά ψάρια κολυμπάνε ακόμα λίγο, ύστερα κοιτάζει, το ένα το άλλο και λέει: «Μα τι διάολο είναι το νερό;»

Το ζουμί της ιστορίας των ψαριών είναι απλώς ότι προφανείς, σημαντικές και πανταχού παρούσες πραγματικότητες είναι συχνά οι πιο δυσκολονόητες και οι πιο δύσκολα συζητήσιμες.

Όπως τα δύο νεαρά ψάρια, έτσι κι εμείς δεν αντιλαμβανόμαστε τι είναι στ’ αλήθεια το νερό μέσα στο όποιο ζούμε κάθε στιγμή τής ύπαρξής μας.

Πράγματι, δεν συνειδητοποιούμε ότι η λογοτεχνία και οι ανθρωπιστικές γνώσεις, η κουλτούρα και η μόρφωση αποτελούν το ιδανικό αμνιακό υγρό μέσα στο όποιο οι ιδέες της δημοκρατίας, της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της ισότητας, του κοσμικού χαρακτήρα της κοινωνίας, του δικαιώματος στην κριτική, της ανοχής, της αλληλεγγύης, του κοινού καλού μπορούν να αναπτυχθούν δυναμικά.

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ: Κανείς άλλος δεν φταίει για τούτα – μόνο εγώ

Μπορούμε ν’ απαντήσουμε στον Μένανδρο τούτο: “Κανένας ζωντανός δεν γίνεται να πει “Αυτό εγώ δεν θα το πάθω”, αλλά, ενόσω είναι ακόμα ζωντανός, μπορεί να πει: Αυτό εγώ δεν θα το κάνω· δεν θα πω ψέματα, δεν θα ραδιουργήσω, δεν θα κλέψω, δεν θα σκεφτώ επίβουλα”.

Τούτο είναι πραγματικά στο χέρι μας και δεν είναι μικρή αλλά μεγάλη συμβολή για την ψυχική γαλήνη. Όπως αντιθέτως,

η συνείδησή μου, γιατί ξέρω πως έκανα έργα φοβερά, (ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ),

σαν πληγή στη σάρκα, έτσι αφήνει πίσω της και στην ψυχή τη μεταμέλεια που διαρκώς τη ματώνει και την κεντρίζει. Τις άλλες λύπες, βέβαια, αναιρεί η λογική, αλλά η μεταμέλεια προκαλείται από την ίδια τη λογική αφού η ψυχή, μαζί με το συναίσθημα της ντροπής, τύπτεται και τιμωρείται από μόνη της. 

Όπως εκείνοι που ριγούν από κρυάδες ή καίγονται από πυρετό ενοχλούνται και υποφέρουν περισσότερο από εκείνους που νιώθουν τα ίδια από εξωτερική ζέστη ή κρύο, έτσι και οι λύπες οι προερχόμενες από τυχαία γεγονότα, που είναι σαν να έρχονται απ’ έξω, είναι ελαφρότερες· όμως εκείνος ο θρήνος,

κανείς άλλος δεν φταίει για τούτα – μόνο εγώ (ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ),

που λέγεται μετά από κάθε σφάλμα μας και που προέρχεται από μέσα μας, κάνει τον πόνο ακόμα πιο βαρύ εξαιτίας της ντροπής που νιώθουμε. Συνεπώς, ούτε το πολυτελές σπίτι ούτε η αφθονία χρυσαφιού ούτε η περηφάνια για την καταγωγή ούτε η λαμπρότητα του αξιώματος ούτε η χάρη του λόγου και η ευφράδεια παρέχουν τόση ηρεμία και γαλήνη στη ζωή όσο η καθαρή από κακές πράξεις και προθέσεις ψυχή, αυτή που έχει πηγή ζωής της το ατάραχο και αμίαντο ήθος· από την πηγή αυτή ρέουν οι καλές πράξεις που έχουν ενέργεια εμπνευσμένη και χαρούμενη, την οποία ακολουθεί μεγαλοφροσύνη, και (που έχουν) μνήμη γλυκύτερη και ασφαλέστερη από τη “γηροτρόφο” ελπίδα του Πινδάρου.

Μήπως “και τα θυμιατήρια”, όπως είπε ο Καρνεάδης, “ακόμα κι όταν έχουν αδειάσει, δεν κρατούν το άρωμά τους για πολύ καιρό”, και οι καλές πράξεις δεν αφήνουν στην ψυχή του σοφού πάντα χαριτωμένη και φρέσκια την ανάμνησή τους, με την οποία ποτίζεται η χαρά και θάλλει, και περιφρονεί όσους κλαίγονται και κατηγορούν τη ζωή πως είναι τόπος δεινών ή τόπος εξορίας που έχει οριστεί εδώ για τις ψυχές;

Ευχαριστιέμαι, επιπλέον, με τον Διογένη ο οποίος, όταν είδε τον οικοδεσπότη του στη Σπάρτη να προετοιμάζεται με υπερηφάνεια για κάποια γιορτή, είπε: “Ο καλός άνθρωπος δεν θεωρεί την κάθε μέρα γιορτή;” Και λαμπρότατη βέβαια, αν έχουμε σωφροσύνη.

Αφού η ζωή είναι η πιο τέλεια μύηση και τελετουργία στα παραπάνω, πρέπει να είναι γεμάτη ψυχική γαλήνη και χαρά και όχι, όπως συμβαίνει με τους πολλούς που περιμένουν τα Κρόνια, τα Διάσια, τα Παναθήναια και άλλες τέτοιες μέρες για να ευχαριστηθούν και ν’ αναζωογονηθούν, γελώντας το γέλιο που αγοράζουν πληρώνοντας το αντίτιμο στους μίμους και τους χορευτές.

Παρ’ ότι οι άνθρωποι χαίρονται με τα γλυκόλαλα όργανα και τα πουλιά που κελαηδούν, κι ευχαριστιούνται βλέποντας τα ζώα να παίζουν και να χοροπηδούν, ενώ, αντίθετα, δυσαρεστούνται, όταν αυτά ουρλιάζουν και βρυχώνται και δείχνουν αγριεμένα, ωστόσο, αν και βλέπουν πως η δική τους ζωή είναι αγέλαστη, κατηφής και πιεσμένη από οχληρά πάθη και προβλήματα και ατέλειωτες φροντίδες, δεν δέχονται να προσφέρουν στον εαυτό τους κάποια ανάσα και ξεκούραση από κάπου, αλλά, ακόμα κι όταν άλλοι τους παρακινούν, δεν δέχονται συμβουλή, που ακολουθώντας τη θα συμβιβάζονταν με τα παρόντα χωρίς να δυσθυμούν και θα θυμούνταν το παρελθόν με ευγνωμοσύνη, ενώ θ’ αντιμετώπιζαν και το μέλλον χωρίς φόβο και καχυποψία, με ευχάριστες και λαμπρές ελπίδες.

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, ΗΘΙΚΑ ΤΟΜΟΣ 12

NBD: Η επαναστατική μπαταρία που θα σας λύσει τα χέρια - Φορτίζει μόνη της και ζει πάνω από έναν αιώνα

Η NBD (Nano Diamond Battery) είναι η επαναστατική μπαταρία που ήρθε να μας λύσει πολλά προβλήματα, σκεφτείτε μόνο πως αν την βάλεις σε ένα ηλεκτρικό αυτοκίνητο, δεν θα χρειαστεί ποτέ φόρτιση.

Ο κύκλος ζωής της σκαρφαλώνει στα 28.000 χρόνια και μπορεί να αυτο-φορτίζει, κάτι που σημαίνει πως δεν χρειάζεται ποτέ εξωτερική παροχή ρεύματος.

Πώς γίνεται αυτό; Επιστρατεύοντας ένα ειδικού τύπου γραφένιο, κάτι σαν ανακυκλωμένο υλικό από πυρηνικά απόβλητα (το ραδιοϊσότοπο άνθρακας-14). Οι καινοτόμες κυψέλες έρχονται να αντικαταστήσουν ολοταχώς τα ιόντα λιθίου, καθώς οι πρακτικές τους εφαρμογές και τα μεγέθη τους δεν έχουν τέλος.

Ο πρωτοποριακός πυκνωτής της κάνει για τα πάντα, από μπαταρίες κινητών τηλεφώνων και απλές μπαταρίες της αγοράς (AA και AAA) μέχρι και μπαταρίες ηλεκτρικών αυτοκινήτων, τρένων και αεροπλάνων.

Η μπαταρία δεν απελευθερώνει διοξείδιο του άνθρακα και το μόνο που θέλει για να λειτουργήσει απρόσκοπτα είναι πρόσβαση στον καθαρό αέρα.

Το καλιφορνέζικο startup NBD Inc έχει δείξει τι ακριβώς υπόσχεται και πώς θα το καταφέρει. Σε κατάσταση πρωτοτύπου παραμένει, μια πρώτη εμπορική απόπειρα είναι ωστόσο καθ’ οδόν.

Αν πετύχει στον μεγάλο της στόχο, την εμπορική εκμετάλλευση της εφεύρεσής της, τότε θα μιλάμε για μια πραγματική επανάσταση στην επικράτεια της ενέργειας

«Δαμάζοντας» τον κεραυνό: Ελκτική ακτίνα κατευθύνει την αστραπή

Μια διεθνής ομάδα επιστημόνων αναπτύσσουν μία τεχνολογία ελκτικής δέσμης λέιζερ για τον έλεγχο της πορείας και της κατεύθυνσης του κεραυνού, που ως γνωστόν δεν είναι τίποτα άλλο παρά μία ηλεκτρική εκκένωση. Η τεχνολογία μπορεί να επιτρέψει στους επιστήμονες να ελέγχουν πού χτυπά το έδαφος ο κεραυνός, μειώνοντας έτσι τον κίνδυνο καταστροφικών πυρκαγιών, κάτι που έγινε πέρυσι στην Αυστραλία.

Οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν ένα λέιζερ με ένταση χίλιες φορές μικρότερη από αυτήν που έκαναν σε προηγούμενες προσπάθειες, που σημαίνει ότι οποιαδήποτε πιθανή τεχνολογία για τον έλεγχο του κεραυνού θα μπορούσε να είναι πολύ φθηνότερη, ασφαλέστερη και πιο ακριβής.

Το λέιζερ λειτουργεί παγιδεύοντας και θερμαίνοντας μικροσωματίδια γραφενίου στον ατμοσφαιρικό αέρα. Θερμαίνοντας τα μικροσωματίδια γραφενίου που παγιδεύονται στη δέσμη, η ομάδα δημιούργησε τις απαραίτητες ηλεκτρικές συνθήκες εκκένωσης και μετάδοσης της κατά μήκος της πορείας του λέιζερ χρησιμοποιώντας ένα συμβατικό λέιζερ χαμηλής έντασης .

Η ομάδα δηλαδή χρησιμοποίησε μια δέσμη λέιζερ που αντικατοπτρίζει την ίδια διαδικασία με τον κεραυνό και δημιουργεί ένα μονοπάτι που κατευθύνει τις ηλεκτρικές εκκενώσεις σε συγκεκριμένους στόχους. Το πείραμα προσομοίωσε παρόμοιες ατμοσφαιρικές συνθήκες με αυτές που βρέθηκαν σε πραγματικό αστραπή. Μπορούμε λοιπόν να φανταστούμε ένα μέλλον όπου αυτή η τεχνολογία μπορεί να προκαλέσει ηλεκτρική εκκένωση από τη μετάδοση της αστραπής, βοηθώντας την να οδηγηθεί σε ασφαλείς στόχους και να μειώσει έτσι τον κίνδυνο καταστροφικών πυρκαγιών.

Οι ερευνητές λένε ότι είναι σαν να έχουν ένα αόρατο νήμα, ένα στυλό με το οποίο μπορούν να γράψουν φως και να ελέγξουν την ηλεκτρική εκφόρτιση σε περίπου το ένα δέκατο του πλάτους μιας ανθρώπινης τρίχας.

Μάλιστα η ανακάλυψη έχει επίσης δυνατότητα για τον μικρο-έλεγχο της ηλεκτρικής εκκένωσης σε εφαρμογές ιατρικής και κατασκευών. Οι ιατρικές εφαρμογές περιλαμβάνουν οπτικά νυστέρια για την αφαίρεση σκληρού καρκινικού ιστού σε μη επεμβατικές χειρουργικές τεχνικές».

Πλάτων: τι σημαίνει ακόλαστος πολιτικός;

Πλάτων: 427 π.Χ.–347 π.Χ.

Ο φαύλος πολιτικός ως όλεθρος της πολιτείας

§1

Ίδιον των Ελλήνων της αρχαιότητας ήταν η συνύφανση πολιτικής θεωρίας και πράξης. Όσο καλλιεργούσαν σε βάθος την πολιτική θεωρία, την πολιτική θεώρηση των πραγμάτων, τόσο αποδεικνύονταν ικανοί να παράγουν αληθινή πολιτική πράξη και αντίστροφα. Η πολιτική θεωρία, κατά κανόνα, είχε ως βάση την πολιτική φιλοσοφία. Η συστηματική συνεπώς ανάπτυξη της τελευταίας συνέβαλε τα μέγιστα στο να πλημυρίσει ο αρχαίος κόσμος από εκείνα τα πολύ δυνατά κείμενα των αττικών ρητόρων, των λογογράφων, των ποιητών, των ιστορικών κ.α. Η πολιτική φιλοσοφία, από άποψη αρχής, δεν καλλιεργήθηκε ως ένας ιδιαίτερος κλάδος ή κατεύθυνση της φιλοσοφίας, αλλά ήταν αυτή τούτη η φιλοσοφική σκέψη που δεν ξεχώριζε τον εαυτό της από την πολιτική. Καθ’ όλη εξάλλου την ιστορική της εξέλιξη η φιλοσοφία δεν έπαψε να συνδέεται με την πολιτική ως σκέψη της πόλης. Γι’ αυτό και το σύνολο σχεδόν των φιλοσοφικών θεωριών, έμμεσα ή άμεσα, διεκδικούσαν μια πολιτική προτεραιότητα. Μια τέτοια προτεραιότητα χαρακτήριζε ουσιαστικά όλο το φιλοσοφικό έργο του Πλάτωνα.

§2

Χαρακτηριστικό της Πλατωνικής πολιτικής σκέψης –και αυτό της χάρισε μοναδική πρωτοτυπία στο διηνεκές του χρόνου– ήταν ότι εξαρτούσε το αληθές του Πολιτικού εν όλω από την πολιτική αρετή, δηλαδή από την ικανότητα της κοινωνίας και πολιτείας του ανθρώπου να διευθύνει με αυτονομία και παραδειγματική φρόνηση τα του οίκου της. Η άσκηση, συνακόλουθα, ή η εφαρμογή της πολιτικής αρετής δεν εξαρτάται από τη βούληση απλώς του πολιτικού ανδρός, γιατί βούληση –και μάλιστα βούληση μηδενισμού– διαθέτει και ο φαύλος, ο κίβδηλος πολιτικόςˑ απτό παράδειγμα οι αφισοκολλητές του καθεστωτικο-φεουδαρχικού «αριστερισμού», που στελεχώνουν την εξουσιαστική μηχανή της σημερινής Ελλάδας: με βούληση διαλύουν και ξεπουλούν ό,τι έχει απομείνει όρθιο από την πατρίδα, κάτι που σημειώνει με οξύνοια ο Πλάτων για παρόμοιες περιπτώσεις των δικών του καιρών. Ούτε ακόμη εξαρτάται από μια κατασκευασμένη εξωτερικά, συντεχνιακά, κοινότητα ανθρώπων. Εξαρτάται κυρίως από τη διεκδίκηση της υπέρτατης γνώσης, όχι ως εξουσιαστικής δοκησισοφίας, αλλά ως καταστροφής του επιχρίσματος της πολιτικής απάτης και ως διαλεκτικού Λόγου που θα αφυπνίζει τις μάζες και θα τις καθιστά ικανές να αποκτούν αυτοσυνείδηση, να αποβάλλουν έτσι τη μοίρα της μάζας και να γίνονται οδηγοί του εαυτού τους. Ένας τέτοιος Λόγος δεν διδάσκει στους άλλους την πολιτική –γιατί δεν αεροβατεί ως παντογνώστης– ή δεν την ασκεί εν ονόματι των άλλων ως πεφωτισμένος κομισάριος, αλλά διδάσκοντας και ασκώντας την πολιτική μετασχηματίζεται και ο ίδιος σε δύναμη άρνησης του κακού (Θεαίτητος), άρνησης της πολιτικής πλεκτάνης και των εισαγομένων «ηγετών»· γίνεται δηλαδή «μέτρο όλων των πραγμάτων», μέτρο και για τα όρια του εαυτού του, έτσι ώστε να ξεσκλαβώνεται ο νους και κανείς να μην επωμίζεται τον ρόλο του αγελαίου ή του καθοδηγητή.

§3

Χαράσσοντας μια τέτοια φιλοσοφική γραμμή, ο Πλάτων καθιστούσε το πολιτικό ζήτημα –και σύστημα– εμπρόσωπο και όχι απρόσωπο, όχι σαθρό, όπως συμβαίνει σήμερα. Συμβαίνει, για παράδειγμα, στους καιρούς μας, θλιβερές ασημαντότητες της πολιτικής να κατέχονται από μια τέτοια μεγαλομανία, ώστε να ταυτίζουν το γενικό συμφέρον με τις δικές τους κλεπτομανίες και σατανικές ιδεοληψίες για πρωτεία, να ξεγελούν το πλήθος με κενόδοξες ρητορείες περί κοινωνικής ισότητας, δικαιοσύνης κ.λπ. και στην άσκηση της εξουσίας να αποδεικνύονται ως η πιο αδίστακτη ολιγαρχία του πολιτικού ωφελιμισμού και της πολιτικής αγυρτείας. Όπως αναλύει ο Πλάτων στην Πολιτεία, η εξουσία δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά υπηρετεί έναν ανώτερο σκοπό: τη συνοχή και την ευδαιμονία της πολιτείας. Αυτό το χαρακτηριστικό της ιδιάζει στους αληθινούς φιλοσόφους, σε αντίθεση με τους αγύρτες: ενώ οι δεύτεροι απολαμβάνουν την εξουσία, οι πρώτοι απλώς την υποφέρουν, δηλαδή σηκώνουν το φορτίο της διακυβέρνησης για το καλό της πολιτείας και όχι για τη δική τους καλοπέραση.

§4

Μοιραία φαίνεται να ήταν η συνάντηση του Πλάτωνα με τον Σωκράτη. Ο τελευταίος ήταν αληθινός φιλόσοφος, καθώς ήξερε να εναρμονίζει τη θεωρία με τη δράση. Ο Σωκράτης, όπως καταμαρτυρεί ο Πλάτων (Επιστολή Ζ΄), δολοφονήθηκε από την αθηναϊκή δημοκρατία, επειδή ως φιλόσοφος ασκούσε αληθινά την πολιτική αρετή. Απ’ αυτή την άποψη, η αθηναϊκή δημοκρατία μόνο την πολιτική αρετή δεν ασκούσε, γι’ αυτό και δεν διέθετε χώρο για ανθρώπους σαν τον Σωκράτη. Εάν ο φιλόσοφος ως τέτοιος, σκεπτόταν ο Πλάτων, δεν έχει θέση σε μια «ευνομούμενη» πολιτεία, τότε: ή η πολιτεία δεν είναι ευνομούμενη και γι’ αυτό εχθρεύεται τη φιλοσοφική σκέψη, ή η φιλοσοφική σκέψη πρέπει να υπερβεί μια τέτοια σαπρή [=σάπια] πολιτεία. Με αφετηρία αυτή τη συλλογιστική, ο Πλάτων συνέθεσε όλα του τα έργα με πολιτικό σκεπτικισμό, αλλά και φιλοσοφική προοπτική. Η προοπτική αναδύεται από τη φοβερή σύλληψη της τέλειας Πολιτείας και από τη θεωρία των Ιδεών ως την αστείρευτη πηγή λόγου, αληθούς ερμηνείας του εμπειρικού και μιας ποιητικής εκμύθευσης ενάντια στα σιδερένια άλογα (Χάιντεγκερ) της πολιτικής ασυναρτησίας. Τα σιδερένια άλογα είναι, για τον Πλάτωνα (βλ. Θεαίτητος 173 κ.εξ), οι πολιτικοί συνασπισμοί και οι εκλεκτοί τους που διψούν για ανάληψη δημόσιων αξιωμάτων και για αύξηση μέσω αυτών της περιουσίας τους, για φιλήδονες συνεστιάσεις ή διασκεδάσεις, για νυχτερινά χαροκόπια, για αστόχαστες αντιλογίες μέσα στο βουλευτήριο και τόσα άλλα παρόμοια, αδιαφορώντας αν τα πράγματα στην Πόλη πορεύονται καλά ή κακά. Η αλήθεια, συνεχίζει ο Έλληνας φιλόσοφος, δεν βρίσκεται στις φλυαρίες για γραΐδια (ό.π., 176b), που ακούγονται εντός και εκτός βουλευτηρίου από τους δοκησίσοφους πολιτικούς, αλλά στην οντολογική της θεμελίωση σε σχέση με την εξουσία: π.χ. τι είναι η εξουσία και κατά πόσο η μια ή η άλλη μορφή άσκησής της ταιριάζει στην ουσία του ανθρώπου.

§5

Ο φιλόσοφος, ως προκύπτει, ούτε στον ύπνο του ούτε στον ξύπνο του δεν θέλει να βλέπει και να ακούει ό,τι έχει σχέση με τις μικρότητες των πολιτικών. Όταν, για παράδειγμα, τους «ακούει να εγκωμιάζουν κάποιον τύραννο ή βασιλιά», ας πούμε με σημερινούς όρους τον έναν ή τον άλλο πολιτικό ή πολιτειακό παράγοντα, «νομίζει πως ακούει να μακαρίζουν κανένα ποιμένα, όπως χοιροβοσκό ή βουκόλο που αρμέγει πολύ γάλα» ( Θεαίτητος 174d). Ο ίδιος ο φιλόσοφος φαντάζει, για όλους αυτούς, ξένο σώμα. Κι όμως βρίσκεται στο κέντρο της γης. Μέσα στην ατελή πολιτεία που υποχρεώνεται να ζήσει, μπορεί να μην του παραχωρείται χώρος αντάξιος του φιλοσοφικώς ζην, ωστόσο είναι ο μόνος που μπορεί να εγγυάται τη ριζική αλλαγή της φαύλης πολιτείας. Γιατί μπορεί μόνο αυτός; Επειδή μετέχει στον άτοπο τόπο, στον νοητό χώρο των καθαρών ιδεών: διάγει έναν βίο που στηρίζεται στη διαλεκτική σκέψη και έτσι αίρεται πάνω από τη μικρόψυχη κατάσταση του φιλόνικου και του φιλοκερδούς. Συναφώς δεν εκπίπτει «στην τάξη των επαγγελματιών, κηφήνων πολιτικών που δημαγωγούν και κολακεύουν το λαό, υποκινώντας τον συγχρόνως σε κάθε είδους βιαιοπραγίες» (Πολιτεία). Επομένως ο αληθινός φιλόσοφος δεν ενδιαφέρεται για ατομική ιδιοκτησία, πλούτη, χλιδή και εξουσία. Εάν, παρά ταύτα, οι φιλόσοφοι χρειάζεται να κυβερνήσουν είναι, γιατί «είναι ντροπή να αφήνουν τους χειρότερους να νέμονται την εξουσία προς ίδιον όφελος» (Πολιτεία). Οι αληθινοί φιλόσοφοι, εκείνοι που έχουν αντικρίσει το Αγαθό καθαυτό, δηλαδή έχουν μυηθεί σε έναν ανώτερο τρόπο ζωής, θα αντιμετωπίσουν «τη θορυβώδη πολιτική, με το να αναλάβουν τη διοίκηση (=διακυβέρνηση) και να υπηρετήσουν το κοινό καλό …και αφού διαμορφώσουν τα κατάλληλα πρότυπα πολιτών για υπηρέτηση του κοινού καλού θα μετοικήσουν στη νήσο των Μακάρων» (Πολιτεία), δηλαδή θα εγκαταλείψουν την εξουσία, η άσκηση της οποίας δεν τους τιμά, αλλά είναι αναπόφευκτη για ένα ορισμένο διάστημα. Η φιλοδοξία για παραμονή στην εξουσία για πολύ χρόνο χαρακτηρίζει τους πολιτικούς του ιδεολογικού ολοκληρωτισμού. Ό,τι ακριβώς κυριαρχεί σήμερα στην Ελλαδική πολιτεία!

ΠΛΑΤΩΝ: Πολιτεία (508d-510b)

[508d] Ὅταν δέ γ᾽ οἶμαι ὧν ὁ ἥλιος καταλάμπει, σαφῶς ὁρῶσι, καὶ τοῖς αὐτοῖς τούτοις ὄμμασιν ἐνοῦσα φαίνεται.Τί μήν;
Οὕτω τοίνυν καὶ τὸ τῆς ψυχῆς ὧδε νόει· ὅταν μὲν οὗ καταλάμπει ἀλήθειά τε καὶ τὸ ὄν, εἰς τοῦτο ἀπερείσηται, ἐνόησέν τε καὶ ἔγνω αὐτὸ καὶ νοῦν ἔχειν φαίνεται· ὅταν δὲ εἰς τὸ τῷ σκότῳ κεκραμένον, τὸ γιγνόμενόν τε καὶ ἀπολλύμενον, δοξάζει τε καὶ ἀμβλυώττει ἄνω καὶ κάτω τὰς δόξας μεταβάλλον, καὶ ἔοικεν αὖ νοῦν οὐκ ἔχοντι.
Ἔοικε γάρ.
[508e] Τοῦτο τοίνυν τὸ τὴν ἀλήθειαν παρέχον τοῖς γιγνωσκομένοις καὶ τῷ γιγνώσκοντι τὴν δύναμιν ἀποδιδὸν τὴν τοῦ ἀγαθοῦ ἰδέαν φάθι εἶναι· αἰτίαν δ᾽ ἐπιστήμης οὖσαν καὶ ἀληθείας, ὡς γιγνωσκομένης μὲν διανοοῦ, οὕτω δὲ καλῶν ἀμφοτέρων ὄντων, γνώσεώς τε καὶ ἀληθείας, ἄλλο καὶ κάλλιον ἔτι τούτων ἡγούμενος αὐτὸ ὀρθῶς ἡγήσῃ· ἐπιστήμην [509a] δὲ καὶ ἀλήθειαν, ὥσπερ ἐκεῖ φῶς τε καὶ ὄψιν ἡλιοειδῆ μὲν νομίζειν ὀρθόν, ἥλιον δ᾽ ἡγεῖσθαι οὐκ ὀρθῶς ἔχει, οὕτω καὶ ἐνταῦθα ἀγαθοειδῆ μὲν νομίζειν ταῦτ᾽ ἀμφότερα ὀρθόν, ἀγαθὸν δὲ ἡγεῖσθαι ὁπότερον αὐτῶν οὐκ ὀρθόν, ἀλλ᾽ ἔτι μειζόνως τιμητέον τὴν τοῦ ἀγαθοῦ ἕξιν.
Ἀμήχανον κάλλος, ἔφη, λέγεις, εἰ ἐπιστήμην μὲν καὶ ἀλήθειαν παρέχει, αὐτὸ δ᾽ ὑπὲρ ταῦτα κάλλει ἐστίν· οὐ γὰρ δήπου σύ γε ἡδονὴν αὐτὸ λέγεις.
Εὐφήμει, ἦν δ᾽ ἐγώ· ἀλλ᾽ ὧδε μᾶλλον τὴν εἰκόνα αὐτοῦ ἔτι ἐπισκόπει.
[509b] Πῶς;
Τὸν ἥλιον τοῖς ὁρωμένοις οὐ μόνον οἶμαι τὴν τοῦ ὁρᾶσθαι δύναμιν παρέχειν φήσεις, ἀλλὰ καὶ τὴν γένεσιν καὶ αὔξην καὶ τροφήν, οὐ γένεσιν αὐτὸν ὄντα.
Πῶς γάρ;
Καὶ τοῖς γιγνωσκομένοις τοίνυν μὴ μόνον τὸ γιγνώσκεσθαι φάναι ὑπὸ τοῦ ἀγαθοῦ παρεῖναι, ἀλλὰ καὶ τὸ εἶναί τε καὶ τὴν οὐσίαν ὑπ᾽ ἐκείνου αὐτοῖς προσεῖναι, οὐκ οὐσίας ὄντος τοῦ ἀγαθοῦ, ἀλλ᾽ ἔτι ἐπέκεινα τῆς οὐσίας πρεσβείᾳ καὶ δυνάμει ὑπερέχοντος.
[509c] Καὶ ὁ Γλαύκων μάλα γελοίως, Ἄπολλον, ἔφη, δαιμονίας ὑπερβολῆς.
Σὺ γάρ, ἦν δ᾽ ἐγώ, αἴτιος, ἀναγκάζων τὰ ἐμοὶ δοκοῦντα περὶ αὐτοῦ λέγειν.
Καὶ μηδαμῶς γ᾽, ἔφη, παύσῃ, εἰ μή τι, ἀλλὰ τὴν περὶ τὸν ἥλιον ὁμοιότητα αὖ διεξιών, εἴ πῃ ἀπολείπεις.
Ἀλλὰ μήν, εἶπον, συχνά γε ἀπολείπω.
Μηδὲ σμικρὸν τοίνυν, ἔφη, παραλίπῃς.
Οἶμαι μέν, ἦν δ᾽ ἐγώ, καὶ πολύ· ὅμως δέ, ὅσα γ᾽ ἐν τῷ παρόντι δυνατόν, ἑκὼν οὐκ ἀπολείψω.
Μὴ γάρ, ἔφη.
[509d] Νόησον τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὥσπερ λέγομεν, δύο αὐτὼ εἶναι, καὶ βασιλεύειν τὸ μὲν νοητοῦ γένους τε καὶ τόπου, τὸ δ᾽ αὖ ὁρατοῦ, ἵνα μὴ οὐρανοῦ εἰπὼν δόξω σοι σοφίζεσθαι περὶ τὸ ὄνομα. ἀλλ᾽ οὖν ἔχεις ταῦτα διττὰ εἴδη, ὁρατόν, νοητόν;
Ἔχω.
Ὥσπερ τοίνυν γραμμὴν δίχα τετμημένην λαβὼν ἄνισα τμήματα, πάλιν τέμνε ἑκάτερον τὸ τμῆμα ἀνὰ τὸν αὐτὸν λόγον, τό τε τοῦ ὁρωμένου γένους καὶ τὸ τοῦ νοουμένου, καί σοι ἔσται σαφηνείᾳ καὶ ἀσαφείᾳ πρὸς ἄλληλα ἐν μὲν τῷ ὁρωμένῳ [509e] τὸ μὲν ἕτερον τμῆμα εἰκόνες — λέγω δὲ τὰς εἰκόνας πρῶτον [510a] μὲν τὰς σκιάς, ἔπειτα τὰ ἐν τοῖς ὕδασι φαντάσματα καὶ ἐν τοῖς ὅσα πυκνά τε καὶ λεῖα καὶ φανὰ συνέστηκεν, καὶ πᾶν τὸ τοιοῦτον, εἰ κατανοεῖς.
Ἀλλὰ κατανοῶ.
Τὸ τοίνυν ἕτερον τίθει ᾧ τοῦτο ἔοικεν, τά τε περὶ ἡμᾶς ζῷς καὶ πᾶν τὸ φυτευτὸν καὶ τὸ σκευαστὸν ὅλον γένος.
Τίθημι, ἔφη.
Ἦ καὶ ἐθέλοις ἂν αὐτὸ φάναι, ἦν δ᾽ ἐγώ, διῃρῆσθαι ἀληθείᾳ τε καὶ μή, ὡς τὸ δοξαστὸν πρὸς τὸ γνωστόν, οὕτω τὸ ὁμοιωθὲν πρὸς τὸ ᾧ ὡμοιώθη;
[510b] Ἔγωγ᾽, ἔφη, καὶ μάλα.
Σκόπει δὴ αὖ καὶ τὴν τοῦ νοητοῦ τομὴν ᾗ τμητέον.
Πῇ;
Ἧι τὸ μὲν αὐτοῦ τοῖς τότε μιμηθεῖσιν ὡς εἰκόσιν χρωμένη ψυχὴ ζητεῖν ἀναγκάζεται ἐξ ὑποθέσεων, οὐκ ἐπ᾽ ἀρχὴν πορευομένη ἀλλ᾽ ἐπὶ τελευτήν, τὸ δ᾽ αὖ ἕτερον —τὸ ἐπ᾽ ἀρχὴν ἀνυπόθετον— ἐξ ὑποθέσεως ἰοῦσα καὶ ἄνευ τῶν περὶ ἐκεῖνο εἰκόνων, αὐτοῖς εἴδεσι δι᾽ αὐτῶν τὴν μέθοδον ποιουμένη.
Ταῦτ᾽, ἔφη, ἃ λέγεις, οὐχ ἱκανῶς ἔμαθον.

***
[508d] Όταν όμως, θαρρώ, πέφτει επάνω των κατάλαμπρος ο ήλιος, τα βλέπουν ολοκάθαρα και φαίνονται πως αυτά, τα ίδια τα μάτια, έχουν μέσα τους την όραση.
Πραγματικώς.
Το ίδιο λοιπόν να φανταστείς πως γίνεται και με την ψυχή· όταν στηρίξει το βλέμμα επάνω σε κάτι που ολόλαμπρη πέφτει επάνω του η αλήθεια και το ον, τότε ολοκάθαρα το αντιλήφθηκε και το γνώρισε και φαίνεται πως έχει νου· όταν όμως το στρέφει σε πράματα που είναι ανακατωμένα με το σκοτάδι, που γίνονται και χάνονται, τότε πια δε βλέπει καθαρά, σχηματίζει δοξασίες που αλλάζουν και πάνε άνω κάτω και μοιάζει τότε μ᾽ έναν που δεν έχει νου.
Πραγματικώς μοιάζει.
[508e] Αυτό λοιπόν που χορηγεί στα νοητά αντικείμενα την αλήθεια και στην ψυχή τη δύναμη να τα γνωρίζει, αυτό να λες πως είναι η ιδέα του αγαθού κι αυτό έχε στον νου σου πως είναι η αιτία της επιστήμης και της αλήθειας, όταν γίνεται αντικείμενο της γνώσης· και ενώ είναι τόσο ωραία και καλά και τα δυο τους, κι η αλήθεια και η γνώση, μπορείς να είσαι βέβαιος, χωρίς φόβο ν᾽ απατηθείς, πως αυτό είναι διαφορετικό και πολύ ακόμα, πολύ πιο ωραιότερό τους· [509a] και όπως εκεί το σωστό είναι να νομίζομε το φως και την όψη πως ηλιοφέρνουν, όχι όμως και πως είναι ήλιος, έτσι κι εδώ το σωστό είναι να νομίζομε πως και τα δυο τους αυτά έχουν ομοιότητα και αναλογία με το αγαθό, δεν είναι όμως σωστό να νομίζομε όποιο από τα δυο τους πως είναι το αγαθό, αλλά πολύ μεγαλύτερη αξία πρέπει να δίνομε στην ιδέα του αγαθού.
Αφάνταστη λοιπόν θα είναι η ομορφιά του, αφού, καθώς λες, δίνει την επιστήμη και την αλήθεια, τις ξεπερνά όμως τόσο πολύ στην ομορφιά· γιατί βέβαια δεν εννοείς με αυτό που λες την ηδονή.
Δάγκασε τη γλώσσα σου! αλλά πρόσεξε να δεις πώς θα σου παραστήσω ακόμα καλύτερα την εικόνα του.
[509b] Πώς;
Ο ήλιος, πιστεύω να παραδέχεσαι, πως όχι μόνο δίνει στα ορατά αντικείμενα τη δύναμη να βλέπουνται, αλλά και τη γέννηση και την αύξηση και την τροφή, χωρίς να είναι αυτός η γέννηση.
Βέβαια.
Κατά τον ίδιο τρόπο λοιπόν πρέπει να λέμε πως και τα αντικείμενα της νόησης στο αγαθό χρωστούν όχι μόνο το ότι γνωρίζονται, αλλά πως από κείνο έχουν και το είναι και την ουσία τους, χωρίς να είναι ουσία το αγαθό, αλλά πολύ παραπέρα και ψηλότερα από την ουσία κατά τα πρωτεία και τη δύναμη.
[509c] Και ο Γλαύκων με πολύ αστείο τρόπον: Ω Απόλλων, φώναξε, τί δαιμόνια υπερβολή!
Είσαι εσύ, του είπα εγώ, η αφορμή, που με ανάγκασες να πω την ιδέα μου απάνω σ᾽ αυτό.
Και μη σταματήσεις έως εδώ, αλλά τέλειωσε, αν όχι άλλο, αυτή τουλάχιστο την ομοιότητα του αγαθού με τον ήλιο, αν παράλειψες τίποτα.

Το νοητόν και το ορατόν ως αντικείμενα γνώσης
Πραγματικώς παράλειψα και πολλά μάλιστα.
Να μην παραλείψεις ούτε το παραμικρότερο.
Πάντα θα μείνει και πολύ, θαρρώ· όμως, όσα μπορώ για την ώρα θα προσπαθήσω να μην τα παραλείψω.
Έτσι μάλιστα.
[509d] Φαντάσου λοιπόν πως το αγαθό και ο ήλιος είναι, καθώς λέμε, δυο βασιλιάδες, ο ένας του νοητού κόσμου και ο άλλος του ορατού, για να μην πω του ουρανού και νομίσεις πως θέλω να παίξω με τη λέξη. Έχεις λοιπόν στο νου σου αυτά τα δυο είδη, το νοητό και το ορατό;
Τα έχω.
Φαντάσου τώρα μια γραμμή κομμένη σε δυο άνισα τμήματα και διαίρεσε πάλι το καθένα απ᾽ αυτά τα δυο τμήματα, του ορατού και νοητού, κατά την ίδια αναλογία· κι έτσι θα έχεις, σχετικά με τη σαφήνεια και ασάφεια μεταξύ τους, στο [509e] ορατό τμήμα, στην πρώτη υποδιαίρεσή του, εικόνες· και λέγω εικόνες [510a] πρώτα τις σκιές, έπειτα τα αντικαθρεφτίσματα επάνω στην επιφάνεια του νερού ή επάνω σε πυκνά, γυαλιστερά, διάφανα και παρόμοια σώματα, αν με εννοείς.
Αλλά σ᾽ εννοώ.
Στην άλλη του υποδιαίρεση βάλε τα ίδια τα αντικείμενα, που αυτά είναι οι εικόνες των, όλα δηλαδή που βλέπομε γύρω μας ζώα, φυτά και όλα μ᾽ ένα λόγο που παράγει η φύση ή κατασκευάζουν οι άνθρωποι.
Τα έβαλα.
Αν θα ήθελες τώρα να εφαρμόσεις αυτή τη διαίρεση επάνω στην αλήθεια και στο αντίθετό της, δε θα παραδεχόσουν πως έχει την ίδια σχέση η γνώση με τη δοξασία, όποια και η εικόνα με το αντικείμενο;
[510b] Εγώ βέβαια, και πολύ μάλιστα.
Πρόσεξε τώρα πώς πρέπει να διαιρεθεί και το νοητό τμήμα.
Πώς;
Σε δυο πάλι υποδιαιρέσεις· η πρώτη είναι εκείνη όπου η ψυχή, παίρνοντας σαν εικόνες τα πραγματικά αντικείμενα από το ορατό τμήμα, αναγκάζεται να αναζητά την αλήθεια στηριγμένη επάνω σε υποθέσεις και έτσι δεν πηγαίνει προς την αρχή αλλά προς το τέλος· στη δεύτερη υποδιαίρεση, που διευθύνεται προς μιαν ανυπόθετη αρχή, προχωρεί έξω από κάθε υπόθεση και χωρίς τις εικόνες εκείνες της άλλης, αλλά ακολουθώντας τις ίδιες τις καθαρές ιδέες και αυτές μόνο χρησιμοποιώντας στην αναζήτηση της αλήθειας.
Δεν τα εννόησα και πολύ καλά αυτά που είπες.