Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2023

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια 11. Έννοιες και αρχές

11.10. Οι θεοί, η τιμή και η αρετή


Οι θεοί στον Όμηρο δεν αντιπροσωπεύουν ανεξάρτητες και απρόσιτες κοσμικές δυνάμεις, αλλά διαμορφώνονται κατ᾽ εικόνα των ανθρώπων, μοιράζονται κοινά πρότυπα συμπεριφοράς μ᾽ αυτούς και έχουν λίγο πολύ τα ίδια πάθη: επιθυμούν τη διάκριση, ανταγωνίζονται και εξαπατούν ο ένας τον άλλον, μαλώνουν ή ερωτεύονται μεταξύ τους· ζηλεύουν, συμπαθούν ή αντιπαθούν συγκεκριμένους ήρωες και ηρωίδες. Σε σχέση ωστόσο με τους ήρωες και τις ηρωίδες που είναι θνητοί, οι ολύμπιοι θεοί διαθέτουν ένα αρνητικό πλεονέκτημα: είναι αθάνατοι. Μπορεί οι άνθρωποι να δοξάζονται ως ήρωες αιώνια και να θεωρούνται θεόμορφοι, όμως είναι καταδικασμένοι να γεράσουν και να πεθάνουν. Αντίθετα, οι θεοί μακάριοι απολαμβάνουν αιώνια νεότητα και ζωτικότητα. Κατά κάποιον τρόπο, η πιο σημαντική τιμή των θεών συνδέεται με την αθανασία τους. Οι θνητοί, όπως ο Έκτορας στην Ιλιάδα, μόνο να ευχηθούν μπορούν ότι θα κατορθώσουν τις τιμές και την αθανασία των θεών.

Επειδή οι θεοί είναι αθάνατοι, οι μεταξύ τους συγκρούσεις σε θέματα τιμής -σε αντίθεση προς τις έριδες των θνητών που έχουν οδυνηρά αποτελέσματα- είναι ανώδυνες για τους ίδιους και παίρνουν συχνά κωμικές διαστάσεις. Ένα παράδειγμα. Περιεχόμενο ενός τραγουδιού του αοιδού Δημοδόκου στην Οδύσσεια είναι η μοιχεία του ωραίου και γρήγορου στα πόδια Άρη με τη σύζυγο του χωλού Ηφαίστου Αφροδίτη. Ο απατημένος Ήφαιστος τσακώνει τους παράνομους εραστές στο συζυγικό κρεβάτι και καταγγέλλει το γεγονός στον πατέρα της Αφροδίτης Δία και στους υπόλοιπους αθανάτους, ζητώντας στη συνέχεια την ηθική και υλική του αποκατάσταση (θ 306-311):

Δία πατέρα, και μακάριοι εσείς θεοί αθάνατοι,
ελάτε, δείτε έργα καταγέλαστα κι αβάσταχτα·
το πώς εμένα, τον χωλό θεό, η Αφροδίτη, η κόρη του Διός,
με ατιμάζει συνεχώς· πώς στον ολέθριο Άρη χαρίζει
την αγάπη της, γιατί αυτός είναι ο ωραίος, ο αρτιμελής,
ενώ εγώ γεννήθηκα σακάτης.

Η αντίδραση των υπόλοιπων θεών στην ατίμωση του Ηφαίστου δεν είναι παρά άσβεστο γέλιο για το πάθημά του, «δούλεμα» και ανώδυνη απελευθέρωση των παράνομων εραστών.

Εξαιτίας της αθανασίας τους, οι θεοί έχουν αγαθά ανώτερα από των ανθρώπων. Διαθέτουν, για παράδειγμα, περισσότερη αρετή, τιμή και δύναμη. Τη διαφορά αυτή επικαλείται ο γέροντας Φοίνικας, προσπαθώντας μάταια στη σκηνή της «Πρεσβείας» να πείσει τον χολωμένο Αχιλλέα να επιστρέψει στη μάχη, για να βοηθήσει τους Αχαιούς που απειλούνται με αφανισμό από τους Τρώες (I 496-498):

Έλα, Αχιλλέα, δάμασε την περήφανη ψυχή σου, και ούτε ταιριάζει να έχεις καρδιά ανήλεη. Και οι θεοί οι ίδιοι, που έχουν πιο μεγάλη και αρετή και τιμή και δύναμη, αλλάζουν γνώμη.

Η άποψη του γέροντα παιδαγωγού υπονοεί ότι οι θεοί στα βασικά τους χαρακτηριστικά διαφέρουν από τους θνητούς ποσοτικά μάλλον παρά ποιοτικά. Έχουν δηλαδή τις ίδιες ιδιότητες, μόνο που τις κατέχουν σε μεγαλύτερο βαθμό, υπερέχοντας στα χαρακτηριστικά εκείνα που οι θνητοί μειονεκτούν. Στην προκειμένη βέβαια περίπτωση με την ανένδοτη στάση του ο Αχιλλέας απέναντι στα δώρα και στα λόγια των απεσταλμένων της πρεσβείας, υπερβαίνει ακόμη και τους θεούς.

Με τις χαρακτηριστικές αυτές διαφορές θεοί και θνητοί επικοινωνούν μεταξύ τους και βρίσκονται σε συνεχή αλληλεξάρτηση. Οι θνητοί γνωρίζουν ότι τα κάθε λογής φυσικά και πνευματικά τους χαρίσματα (λόγου χάρη η παλληκαριά και η δύναμη, που αποτελούν την αρετή τους) είναι στα χέρια των θεών. Ο χοιροβοσκός Εύμαιος στην Οδύσσεια λέει στον μεταμορφωμένο σε ζητιάνο κύριό του πως, όταν το θελήσει ο παντεπόπτης Δίας, ο ελεύθερος χάνει τη μισή αρετή του (τη μισή δηλαδή αξιοσύνη του), τη μέρα που τον βρίσκει η σκλαβιά (ρ 322-323):

Γιατί κι ο Δίας, που το μάτι του βλέπει παντού, κόβει του ανθρώπου
τη μισή αρετή, απ᾽ τη στιγμή που θα τον βρει
η μέρα της σκλαβιάς.

Από την άλλη μεριά, οι θεοί χρειάζονται τους ανθρώπους για να κατανοούν τον εαυτό τους. Η τιμή τους ειδικότερα εξαρτάται από τις προσφορές που δέχονται από τους θνητούς, κυρίως με διάφορες μορφές λατρείας (σπονδές, θυσίες, προσευχές). Ανταποδίδοντας με τη σειρά τους οι αθάνατοι τα ίσα, υποστηρίζουν πάνω απ᾽ όλα τους θνητούς που τους τιμούν. Ο Απόλλωνας, με τον λοιμό που στέλνει στο στρατόπεδο των Αχαιών, ανταποδίδει και τις τιμές που δέχθηκε στο παρελθόν από τον ιερέα του Χρύση, εισακούοντας την προσευχή του γέροντα (Α 39-41). Η ατίμωση του ιερέα του Απόλλωνα από τον βασιλιά Αγαμέμνονα θεωρείται προσβολή της τιμής του ίδιου του θεού. Ο λόγος της οργής του Απόλλωνα εναντίον των Αχαιών, όπως τον παρουσιάζει ο ποιητής αμέσως μετά το προοίμιο της Ιλιάδας, ανακλά τον αντίστοιχο του Αχιλλέα, όταν ο βασιλιάς Αγαμέμνονας αφαιρεί το τιμητικό λάφυρο του συμπολεμιστή του (Α 8-11):

Ποιος από τους θεούς έσπρωξε τους δυο αυτούς να μαλώσουν και να γίνουν εχθροί; Της Λητώς και του Δία ο γιος· αυτός θυμώνοντας με το βασιλιά ξεσήκωσε κακή αρρώστια μέσα στο στρατό, και χάνονταν οι άνθρωποι, γιατί ο Ατρείδης πρόσβαλε [ἠτίμασεν] το Χρύση τον ιερέα.

Στο τέλος πάλι της Ιλιάδας ο Δίας κινητοποιεί, με τη διαμαρτυρική μεσολάβηση του Απόλλωνα, την αποκατάσταση της τιμής του διασυρμένου από τον Αχιλλέα Έκτορα. Ο τρωαδίτης ήρωας θεωρείται από τον ύπατο των θεών φίλτατος στους ολυμπίους, επειδή τους πρόσφερε κάθε είδους δώρα με σπονδές και θυσίες. Ωστόσο, ο Δίας, για να καταλαγιάσει τις αντιρρήσεις της γυναίκας του Ήρας, χρειάζεται να της υποσχεθεί ότι η αποκατάσταση της τιμής του Έκτορα δεν θα είναι ισότιμη με του αντιπάλου του, εννοώντας ίσως τα λύτρα που θα προσφέρει ο Πρίαμος στον Αχιλλέα (Ω 65-70):

Ήρα, μη θυμώνεις τόσο με τους θεούς· εξάπαντος δε θα είναι ίδια η τιμή· όμως και ο Έκτορας ήταν στους θεούς ο πιο αγαπημένος από τους θνητούς που ζουν στο Ίλιο· έτσι ήταν και σε μένα, γιατί δε μας στερούσε από δώρα· κι εμένα από το βωμό ποτέ δε μου έλειπε η μερίδα που μου ταίριαζε και η σπονδή και η κνίσα· αυτό δα το τιμητικό δώρο έλαχε στον κλήρο το δικό μας.

Παρόμοια λίγο πολύ είναι η στάση του Δία απέναντι στον οδυσσειακό Οδυσσέα. Όταν η Αθηνά διαμαρτύρεται στον πατέρα των αθανάτων για την άδικη μεταχείριση που υφίσταται ο ήρωας από τους ολυμπίους, παραμένοντας εγκλωβισμένος στο νησί της Καλυψώς, ο παντοδύναμος θεός μεταφέρει την ευθύνη στον Ποσειδώνα, που επιμένει στην οργή του εναντίον του Οδυσσέα, επειδή του τύφλωσε τον γιο του Πολύφημο. Όσο για τον ίδιο τον Δία, θεωρεί τον πρωταγωνιστή του έπους όχι μόνο ανώτερο στη γνώση απ᾽ όλους τους θνητούς αλλά και πρώτο στην απόδοση των τιμών με θυσίες στους αθανάτους (α 63-67).

Φαίνεται λοιπόν ότι οι θεοί εκδηλώνουν συχνά τα συμπαθητικά, ή και αντιπαθητικά, αισθήματά τους απέναντι στους θνητούς περισσότερο σύμφωνα με την αρχή της ανταπόδοσης και λιγότερο με βάση κάποιους, γενικούς και απόλυτους, όρους δικαίου και καλοσύνης. Η ηθική τους γίνεται κατανοητή, αν συγκριθεί προς την αντίστοιχη των θνητών και όχι προς την αντικειμενική κρίση ενός αμερόληπτου κριτή.

Οι θνητοί γνωρίζουν ότι, για να τιμηθούν, πρέπει να τιμούν τους θεούς. Γι᾽ αυτό η βλάβη κάποιου μπορεί να αποδίδεται αυτόματα στο ότι ατίμασε τους θεούς· ή το αντίθετο: η επιτυχία του συχνά αποδίδεται στο ότι τιμά τους θεούς. Η ανταποδοτική ωστόσο υποστήριξη που παρέχουν οι θεοί στους θνητούς έχει όρια και περιορίζεται στους ευνοούμενούς τους θνητούς. Φτάνει κάποιος να έχει την ατυχία να βρεθεί στην παράταξη των αντιπάλων των θεών, για να δεχθεί την αμείλικτη οργή τους (στην παρούσα και όχι στη μετά θάνατον ζωή του). Παράδειγμα οι ειρηνικοί Φαίακες: τηρούν με ευλάβεια, σε σημείο υπερβολής, το πρωτόκολλο της φιλοξενίας απέναντι στον Οδυσσέα και τον στέλνουν, τιμημένο με πλούσια δώρα, σπίτι του με τα γρήγορα καράβια τους. Θυσιάζουν μάλιστα και προσεύχονται με σπονδές στον ξένιο Δία πριν από την αναχώρηση του ήρωα για την Ιθάκη. Κι όμως, για την πράξη τους αυτή οι Φαίακες τιμωρούνται, με τη συγκατάθεση του Δία, από τον Ποσειδώνα, που εχθρεύεται τον Οδυσσέα, επειδή του τύφλωσε τον γιο του Πολύφημο. Μόλις λοιπόν ο ήρωας αφήνεται από το πλήρωμα των Φαιάκων κοιμισμένος στην αμμουδιά της Ιθάκης, ο Ποσειδώνας, διαμαρτυρόμενος με οργή στον αδελφό του θεό, θεωρεί ότι έχασε πλέον τη δική του τιμή (ν 128-130):

Δία πατέρα, δεν περιμένω πια να με τιμήσουν οι αθάνατοι θεοί,
όταν δεν με τιμούν θνητοί, οι Φαίακες, κι ας είναι η ρίζα τους
δική μου φύτρα.

Αποτέλεσμα: με τη συμβιβαστική συμβουλή του Δία, ο Ποσειδώνας ριζώνει το καράβι των Φαιάκων μέσα στη θάλασσα.

Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός Ι. ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ

1.3. Όταν οι Πλειάδες ανατέλλουν, αρχίζει ο θερισμός


Ο Ησίοδος δεν ήταν ευτυχισμένος με το χωριό όπου ζούσε, τη βοιωτική Άσκρα στην πλαγιά του Ελικώνα. Το θεωρούσε κακό τον χειμώνα και μίζερο το καλοκαίρι· ποτέ δεν το έβρισκε ευχάριστο. Η οικογένεια του καταγόταν από την αιολική Κύμη, στα παράλια της Μικράς Ασίας, αλλά εκεί τα πράγματα δεν πήγαν καλά. Καθώς ο πατέρας του ήταν άτυχος, αναγκάστηκε να παρατήσει τις θαλάσσιες εμπορικές επιχειρήσεις και να εγκατασταθεί στη Βοιωτία. Ο Ησίοδος εργάστηκε ως κτηνοτρόφος και αγρότης. Μια μέρα, καθώς έβοσκε πρόβατα, δέχτηκε το κάλεσμα των Μουσών και αποφάσισε να αφοσιωθεί στην ποίηση και την αλήθεια. Προφανώς διέθετε καλή παιδεία και είχε μεγάλη εξοικείωση με την Ιλιάδα - ίσως και με την Οδύσσεια. Σε αντίθεση με τον λίγο παλαιότερό του Όμηρο, που δεν δηλώνει ποτέ το όνομά του, αυτός συστήνεται με υπερηφάνεια και, ως έναν βαθμό, αυτοβιογραφείται.

Το θέμα που επέλεξε στο ποίημα του Έργα και ημέρες είναι παράδοξο με βάση τα ομηρικά κριτήρια. Απευθυνόμενος ευθέως στον αδελφό του Πέρση, τον κατηγορεί ότι, παρόλο που είχε ιδιοποιηθεί με άδικο τρόπο μεγαλύτερο μέρος από όσο του αναλογούσε στην πατρική κληρονομιά, με την αστόχαστη συμπεριφορά του βρέθηκε πάλι σε ανάγκη. Του δίνει λοιπόν πρακτικές οδηγίες για τις καθημερινές ασχολίες ενός αγρότη. Συμβουλεύοντας τον αδελφό του, βρίσκει την ευκαιρία να απευθυνθεί σε ένα πολύ ευρύτερο ακροατήριο. Όσα διδάσκει είχαν, κατά τη γνώμη του, γενική ισχύ.

Τόσο γενική ισχύ είχαν οι συμβουλές του Ησιόδου, ώστε μοιάζουν αυτονόητες. Δεν χρειαζόταν να καταφύγει στο διδακτικό του έπος ένας αγρότης για να πληροφορηθεί πότε αρχίζει το όργωμα και πότε ο θερισμός. Ακόμη και ο Πέρσης θα πρέπει να ήξερε καλά τους ρυθμούς της αγροτικής ζωής. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν ίσως οι ηθικές παραινέσεις. Ο πλουτισμός που γίνεται αυτοσκοπός θεωρείται καταδικαστέος, ενώ επαινείται η σύνεση και το μέτρο, το δίκαιο και προπαντός η ευσέβεια. Τα πάντα έπρεπε, σύμφωνα με τον ποιητή, να αρχίζουν και να τελειώνουν με μια προσευχή. Αλλά και οι ηθικές αυτές παραινέσεις ηχούν αρκετά κοινότοπες. Η εναλλαγή των εποχών και οι απρόοπτες μεταβολές της φύσης έφερναν πάντα τον άνθρωπο πλησιέστερα στον θεό. Ο θεός έστελνε τη βροχή, αλλά ευθυνόταν και για την ανομβρία. Ο θεός έστελνε τον κεραυνό και έκανε τη γη να σείεται. Την εύνοια των θεών όφειλαν να την εξασφαλίζουν οι αγρότες με τη χρηστή τους διαγωγή. Μολονότι ο Ησίοδος έζησε γύρω στο 700, η καλλιέργεια της γης, όπως την περιγράφει, γινόταν με τον ίδιο τρόπο σε όλη σχεδόν την αρχαιότητα.

Η πραγματική αξία του ποιήματος ενδέχεται να βρισκόταν στην ίδια την επιλογή του θέματος. Σε μια εποχή που τα ομηρικά έπη υμνούσαν λαμπρά πολεμικά κατορθώματα, ο Ησίοδος στράφηκε στην αγροτική παραγωγή. Γι᾽ αυτόν ήρωας δεν ήταν ο ευγενής πολεμιστής που θυσίαζε τη ζωή του για την τιμή του, αλλά ο αγρότης που αφιέρωνε τη ζωή του στην παραγωγή και την οργάνωση του νοικοκυριού. Στον κόσμο του Ησιόδου ο πόλεμος ήταν μαζί με τη σιτοδεία (λιμόν) και τις επιδημίες (λοιμόν) οι μεγαλύτερες συμφορές. Και η γυναίκα, από γοητευτικό αντικείμενο επιθυμίας για το οποίο άξιζε να πεθάνει ή να οργώνει τις θάλασσες ένας ήρωας, έγινε στην καλύτερη περίπτωση ένας βοηθός στην εργασία· στη χειρότερη, ένας άχρηστος καταναλωτής ή μια επικίνδυνη ξελογιάστρα. Η εξύμνηση του αγρότη ενδέχεται να ήταν επιλογή επαναστατική. Μια μεγάλη και σημαντική κοινωνική τάξη διεκδικούσε με τον Ησίοδο θέση στην ποίηση και τον υψηλό πολιτισμό.

Βάση για να ξεκινήσουν όλα, σύμφωνα με τον Ησίοδο, ήταν τρία πράγματα: ένας οἶκος, μια γυναίκα και ένα βόδι. Ο οίκος, δηλαδή το νοικοκυριό, περιλάμβανε τα κτήματα και το σπίτι (οἰκίαν), τόπο διαμονής και ασφαλούς αποθήκευσης. Η γυναίκα ήταν απαραίτητη βοηθός σε όλες τις δουλειές, ακόμη και τις εξωτερικές ή τις καθαρά αγροτικές. Στην αρχή ο αγρότης έπρεπε να αρκεστεί σε μια αγορασμένη γυναίκα, δηλαδή μια δούλη - η ώρα για την κανονική σύζυγο θα έπρεπε να έρθει όταν όλα ήταν τακτοποιημένα και η ηλικία κατάλληλη. Το βόδι χρειαζόταν για το όργωμα, τις μεταφορές αλλά και για πλήθος άλλες εργασίες. Μαζί με το βόδι ή στη θέση του ήταν χρήσιμο και το μουλάρι.

Από τα συμφραζόμενα μπορούμε να φανταστούμε τρεις μεγάλες κατηγορίες αγροτών. Ένα νοικοκυριό με πολύ μικρή έκταση γης δεν μπορούσε να θρέψει όλη την οικογένεια και ανάγκαζε τον νοικοκύρη να αναζητήσει συμπληρωματικό εισόδημα. Συνηθέστερη λύση ήταν η προσφορά μισθωτής εργασίας. Ένα μεσαίο νοικοκυριό τα έφερνε ίσως βόλτα, αν ήταν καλά οργανωμένο και κατανάλωνε με οικονομία. Η οικογένεια εκτελούσε όλες σχεδόν τις αναγκαίες εργασίες με μικρή μόνο εποχική βοήθεια. Τρίτο ήταν το εύπορο νοικοκυριό, που παρήγε πλεόνασμα. Ένα μέρος του πλεονάσματος αποθηκευόταν για ασφάλεια και ένα άλλο κυκλοφορούσε ως εμπόρευμα. Για τη φροντίδα του εύπορου νοικοκυριού χρειάζονταν αρκετά πρόσθετα χέρια. Πλάι στο μόνιμο προσωπικό καλούνταν, σε εποχές αιχμής, να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους και μισθωτοί.

Ο Ησίοδος ασχολείται με αυτό το τρίτο, το εύπορο νοικοκυριό. Ο αγρότης τον οποίο αποφάσισε να υμνήσει ήταν ιδιοκτήτης μιας αρκετά μεγάλης έκτασης γης, με επιλογές στον τρόπο διαχείρισης της περιουσίας του. Εκτός από καλλιεργήσιμη γη, κατείχε αμπέλια, πρόβατα, κατσίκια, μελίσσια και ό,τι άλλο μπορούσε να εξασφαλίσει ευμάρεια - ασφαλώς και ελαιόδενδρα, μολονότι ο Ησίοδος δεν τα μνημονεύει. Αυτός ο συγκεκριμένος τύπος αγρότη διεκδικούσε τη θέση του στη δημόσια σφαίρα - και στο δημοφιλές έπος.

Ο Ησίοδος δεν αγαπούσε τα θαλασσινά ταξίδια. Αντιλαμβανόταν ωστόσο ότι ήταν μια προσοδοφόρος λύση για τη διοχέτευση του αγροτικού πλεονάσματος. Αφήνει να εννοηθεί ότι ο εύπορος αγρότης κατείχε συχνά το δικό του μικρό ή μεγάλο πλοίο, με το οποίο μπορούσε να διακινήσει τα αγαθά του. Αν όλα πήγαιναν καλά, το κέρδος ήταν γρήγορο και αξιόλογο. Ο προορισμός του κέρδους ήταν πάντως να επενδυθεί και πάλι σε γη. Μόνο αυτή πρόσφερε ασφάλεια και κύρος.

Εκτός από τις τρεις μεγάλες κατηγορίες αγροτών, στον κόσμο του Ησιόδου υπήρχαν και άλλες κοινωνικές ομάδες. Στο ένα άκρο ήταν οι επαίτες, οι εργάτες (θῆτες), οι δούλοι (δμῶες) και οι τεχνίτες, στους οποίους περιλαμβάνονταν επίσης οι αοιδοί - κάποιος έπρεπε να τραγουδά τα ηρωικά αλλά και τα διδακτικά έπη. Στο ίδιο άκρο βρίσκονταν ακόμη οι κλέφτες, όπως επίσης οι περαστικοί ξένοι. Στο άλλο άκρο οι άρχοντες, με αριστοκρατική καταγωγή, μεγάλη έκταση γης και εξουσία, πολιτική και δικαστική. Ο Ησίοδος τους αποκαλεί βασιλῆας και τους φαντάζεται να ασκούν μια εξουσία συλλογική. Στο άλλο του ποίημα, τη Θεογονία, επαινεί όσους από αυτούς ήταν ἐχέφρονες και δίκαιοι στις κρίσεις τους, αλλά στα Έργα και ημέρες τους χαρακτηρίζει συλλήβδην δωροφάγους. Είχε πικρή πείρα από τον τρόπο με τον οποίο ο αδελφός του τους εξαγόρασε με δώρα για να τον αδικήσει στην κληρονομιά. Τα κρίματά τους τα πλήρωνε συχνά ολόκληρος ο δήμος. Οι αριστοκράτες ασφαλώς παινεύονταν για την πολεμική τους ανδρεία, αλλά ο Ησίοδος προτίμησε να αποσιωπήσει τελείως το θέμα αυτό. Έτσι κι αλλιώς ο αγροτικός του κόσμος δεν επικοινωνούσε με αυτόν της αριστοκρατίας, που έχει τους δικούς του ρυθμούς και τους δικούς του κανόνες.

Ο κόσμος του Ησιόδου ήταν οργανωμένος σε πόλεις. Οι περισσότεροι άνθρωποι κατοικούσαν μέσα στα τείχη για προστασία, αλλά είχαν τα κτήματα τους στους γειτονικούς κάμπους και τους πρόποδες των βουνών. Ο Ησίοδος αποκαλεί την Άσκρα, όπου κατοικούσε, κώμην, χωριό, επειδή ήταν μικρή αλλά και επειδή ήθελε να τη μειώσει. Ήταν όμως και αυτή μια ολοκληρωμένη πολιτεία με την αγορά της. Ο Ησίοδος τη μνημονεύει περιστασιακά, γιατί ήθελε να απομακρυνθεί γρήγορα από το κέντρο για να περιγράψει το αγροτικό νοικοκυριό. Ωστόσο, από τους υπαινιγμούς του γίνεται σαφές ότι στην αγορά συνέβαιναν σημαντικά πράγματα. Εκεί συγκεντρώνονταν καθημερινά πολλοί άνθρωποι, προφανώς για εργασία και εμπορικές ανταλλαγές. Εκεί διεξάγονταν οι δίκες - και… οι κακοδικίες.

Στα ομηρικά έπη οι ήρωες απέδιδαν μεγάλη σημασία στους συντρόφους τους, τους ἑταίρους. Πήγαιναν στον πόλεμο μαζί, αγωνίζονταν πλάι πλάι και, όταν έφτανε η ώρα, προσπαθούσαν να επιστρέψουν πάλι μαζί. Στον αγροτικό κόσμο του Ησιόδου σημασία είχαν οι γείτονες. Ο καλός γείτονας ήταν μεγάλος θησαυρός. Αποτελούσε το καθημερινό στήριγμα, τον συνεργάτη και τον βοηθό. Δάνειζε και δανειζόταν. Σε ώρα ανάγκης οι γείτονες έτρεχαν να βοηθήσουν ο ένας τον άλλο χωρίς χρονοτριβή. Στο εσωτερικό του νοικοκυριού, πάντως, ο εύπορος αγρότης του Ησιόδου βασιζόταν κυρίως στους δούλους του.

Οι δμῶες ήταν μια αυτοαναπαραγόμενη κοινωνική ομάδα: τα παιδιά τους γίνονταν και αυτά δμῶες. Για την προέλευσή τους ο Ησίοδος δεν ανέφερε τίποτε. Πιθανότατα ούτε και γνώριζε. Στην εποχή του ο θεσμός που τους κρατούσε υπόδουλους ήταν καλά εδραιωμένος. Δεν πληροφορούμαστε επίσης αν κάποιος δμώς μπορούσε ποτέ να κερδίσει την ελευθερία του ή αν κάποιος ελεύθερος άνθρωπος μπορούσε να υποδουλωθεί. Στην κοινωνία του Ησιόδου υπήρχαν πιθανότατα και δούλοι αγορασμένοι από ξένο τόπο, θύματα πειρατείας ή πολέμου (όπως εξηγούν τα ομηρικά έπη). Αλλά αυτοί δεν μπορεί να ήταν πολλοί. Γίνεται λόγος για μία μόνο αγορασμένη γυναίκα σε κάθε εύπορο νοικοκυριό. Το καλοκαίρι οι δμῶες κοιμούνταν στο ύπαιθρο και για τον χειμώνα έχτιζαν οι ίδιοι ξύλινα καλύβια. Μια φορά τον μήνα γινόταν επιθεώρηση εργασίας και έπαιρναν την αμοιβή που τους αναλογούσε για να συντηρηθούν.

Για τον θεσμό της οικογένειας ο Ησίοδος είχε να πει αρκετά. Τον απασχολούσε η σωστή επιλογή της συζύγου, που θα έπρεπε να είναι παρθένος και, όσο γινόταν, από το κοντινό περιβάλλον - κανείς δεν μπορούσε να γνωρίζει τι λογής ήταν μια εντελώς ξένη γυναίκα, όπως λέει. Για να τα οργανώσει όλα σωστά, ο σύζυγος χρειαζόταν να φτάσει τα τριάντα χρόνια και, για να παραμένει επαρκώς ενάρετη, η σύζυγος θα έπρεπε να είναι κάτω από τα δεκαεπτά. Η απιστία ήταν μια μόνιμη έγνοια. Οι κίνδυνοι ελλόχευαν τόσο μέσα στο σπίτι όσο και έξω. Το ζήτημα είχε μια ηθική, μια ψυχολογική αλλά και μια πρακτική πλευρά. Υπέρτατη αξία, αυτή που εξασφάλιζε στον άνθρωπο ένα είδος αθανασίας, ήταν τα γνήσια τέκνα - και τα γνήσια τέκνα των τέκνων. Η μοιχεία διέκοπτε αυτή την πολύτιμη αλυσίδα.

Η γη και η ακίνητη περιουσία μοιράζονταν ισότιμα σε όλα τα αρσενικά παιδιά. Τα κορίτσια έπαιρναν μάλλον κινητά αγαθά. Όσο ευπορότερος ήταν ο αγρότης τόσο λιγότερα αγόρια επιθυμούσε να αποκτήσει. Προφανώς η διανομή της περιουσίας και ο κατακερματισμός της γης δεν επέτρεπαν στα πολλά παιδιά να διατηρήσουν την οικονομική και κοινωνική θέση του πατέρα τους. Διαφορετικά, η πολύτεκνη οικογένεια μπορούσε να αξιοποιήσει τα πολλά χέρια για να αυξήσει την περιουσία της. Ο Ησίοδος θεωρούσε δεδομένο ότι υπήρχε πάντα διαθέσιμη γη για αγορά. Όταν ο ένας αγρότης ευημερούσε, ο άλλος αστοχούσε.

Το Πνευματικό Ταξίδι

ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ 

Το αληθινό πνευματικό ταξίδι είναι το Πλάτεμα της Επίγνωσης, το Άνοιγμα της Αντίληψης, που σε κάνει να Βλέπεις όλο το Βάθος της Πραγματικότητας, όλη την Έκταση της Ζωής...

Πως μπορεί ο νους να πετάξει ελεύθερος στον Ουρανό του Απείρου, του Αληθινού, του Πραγματικού... όταν είναι δεμένος με αντιλήψεις, με σκέψεις, με αισθήσεις;

Πως μπορεί ο νους να Διαβεί την Πύλη του Ουρανού και να Μπει στην Πραγματικότητα, όταν τον δένουν τόσα πράγματα σε τούτο τον κόσμο, τρόποι ζωής και συνήθειες;

Πως μπορεί ο νους να απελευθερωθεί από το σώμα, να Βρει την πνευματική αιώνια φύση του, όταν χάνεται μέσα στην σωματική ζωή και σε ανούσιες δραστηριότητες;

Η Ελευθερία δεν είναι κάτι που κερδίζεται στο τέλος του «πνευματικού ταξιδιού»... Πρέπει από την αρχή να ελευθερωθείς από όλα όσα σε δένουν εδώ, να είσαι ελεύθερος για να μπορέσεις να ταξιδέψεις «αλλού»...

Πως μπορεί λοιπόν κάποιος να είναι ελεύθερος για να μπορεί να πετάξει «μέσα» στην Πραγματικότητα; Αν δεν μπορείς εξ’ αρχής και με μιας, τώρα, εδώ, να αγνοήσεις όλα όσα ξέρεις, όσα σκέφτεσαι, όσα αγκαλιάζουν οι αισθήσεις... μπορείς να περάσεις αδιάφορος ανάμεσά τους... κι αν ούτε κι αυτό μπορείς, μπορείς να τα παραμερίσεις, ήρεμα, χωρίς βία, και να διαβείς πέρα...

Ούτε οι προσωπικοί ηρωισμοί, ούτε η πολυμάθεια, ούτε η προσωπική άσκηση, ούτε οι εξωτερικές δραστηριότητες θα σε βοηθήσουν... όσα χρόνια κι αν προσπαθήσεις...

Η Αληθινή Προσευχή είναι αυτή που πετάει στον Ουρανό της Σιωπής, που ξεφεύγει από τις λέξεις, που αποδεσμεύεται από αισθήσεις και σπάει τα δεσμά της πράξης...

Μονάχα όταν ήσυχα, τα αφήσεις όλα πίσω σου, μπορείς να δεις μπροστά, μονάχα όταν είσαι ελεύθερος μπορείς να ξεκινήσεις το «αληθινό ταξίδι της ζωής»...

Τ αληθινό πνευματικό ταξίδι αρχίζει από εδώ και σε Οδηγεί σε ένα Πλατύτερο Εδώ... Γιατί το αληθινό πνευματικό ταξίδι είναι το Πλάτεμα της Επίγνωσης, το Άνοιγμα της Αντίληψης, που σε κάνει να Βλέπεις όλο το Βάθος της Πραγματικότητας, όλη την Έκταση της Ζωής... Εδώ, μέσα σου, χωρίς να μετακινηθείς, καθώς ανοίγουν οι πνευματικοί ορίζοντες, βρίσκεσαι αλλού... αλλά αυτό το αλλού, αν και «διαφορετικό», είναι ένα Πλατύτερο Εδώ...

Αυτό που αλλάζει είναι ο τρόπος που βλέπεις, κι ο κόσμος φαίνεται διαφορετικός... Είναι ο τρόπος που βλέπεις διαφορετικός, όχι ο κόσμος... Ενωμένος με το όλον, βλέπεις αληθινά, την Πραγματικότητα, μέσα από τα μάτια του σοφού... αυτό τον ίδιο κόσμο, τα ίδια πράγματα, τα ίδια γνώριμα αντικείμενα... κι είναι όλα λουσμένα στο Ερεβοκτόνο Φως...

Ο χορός στην Αρχαία Ελλάδα σύμβολο της συνειδητής παρουσίας της ζωής

Από τα πανάρχαια χρόνια ο χορός υπήρξε το σύμβολο της συνειδητής παρουσίας της ζωής. Το όργανο που χρησιμοποιεί ο χορός είναι το ανθρώπινο σώμα. Ο Χορός είναι τελετή, είναι συμμετοχή και όχι θέαμα. Είναι δεμένος στενά με τη θρησκεία με τη γιορτή, τη δουλειά, με τον έρωτα, με τον θάνατο.

Οι άνθρωποι χόρεψαν τον πόλεμο, την ειρήνη, το γάμο, το θερισμό, τη σπορά, χόρεψαν τη φύση.

Ο χορός έχει μια δύναμη που υπερβαίνει το νόημα των λέξεων. Χάρη στο ρυθμό και την ιδιορρυθμία του αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της ύπαρξής μας, διότι προτού θεωρηθεί τέχνη είχε προορισμό πολύ πιο ζωτικό και αναγκαίο. Στις πρώτες εκδηλώσεις του στους πρωτόγονους λαούς ο άνθρωπος απευθυνόταν στον χορό για να αυξήσει τις δυνάμεις του, με το χορό προσπαθούσε να αντιδράσει σε ότι του ήταν αδύνατο να πολεμήσει με τις δικές του δυνατότητες, στο χορό εύρισκε διέξοδο στις φυσικές ή στις πνευματικές αδυναμίες του. Με αυτόν τον τρόπο προσπαθούσαν αλλά και επιθυμούσαν επίσης, να ευχαριστήσουν να εξευμενίσουν ή και να προδιαθέσουν οι άνθρωποι τους θεούς τους.

Στους αρχαίους πολιτισμούς σ’ ολόκληρο τον κόσμο παρατηρούμε ότι ο άνθρωπος χορεύει τις περισσότερες φορές από θρησκευτική ανάγκη, επωφελείται από το χορό και από τον ερεθισμό που του προκαλεί. Μέσα σε αυτούς τους πολιτισμούς, μέσα σε αυτές τις δομημένες κοινωνίες του παρελθόντος μπορούμε να συναντήσουμε κάποιους στόχους του χορού:

Πρώτα απ’ όλα ο άνθρωπος μπορεί και χορεύει κάθε στιγμή, επειδή κάθε στιγμή μπορεί να είναι γι’ αυτόν μια τελετουργική στιγμή.

Έπειτα διότι είναι μια μορφή κοινωνικής επιβεβαίωσης, ένα μέσο έκφρασης της φυλετικής αφοσίωσης και δύναμης.

Είναι ακόμη ένα μέσο θρησκευτικής λατρείας κι ένας άμεσος τρόπος επικοινωνίας με τους θεούς σαν μορφή ιεροτελεστίας.

Και μπορεί επίσης να χρησιμεύσει σαν μέσο έκφρασης της φυσικής διαχυτικότητας, της δύναμης και της ευκαμψίας.

Στην αρχαία Ελλάδα ο χορός κατείχε πρωταρχική θέση και γνώρισε μεγάλο σεβασμό.

Πίστευαν οι αρχαίοι ότι τα άστρα και οι πλανήτες του ουρανού εκτελούσαν κάποιου είδους κοσμικό χορό. Οι αρχαίοι Έλληνες δεν αντιλαμβάνονταν το χορό σαν ξεχωριστή υπόσταση. Αντί γι’ αυτό ήταν στενά συνδεδεμένος με άλλα είδη εμπειριών. Έτσι η λέξη «ορχείσθαι» που μεταφράζεται «χορεύω» είναι ρυθμικές κινήσεις από τα μέρη ή και ολόκληρου του σώματος. Επίσης η λέξη «Μουσική» η τέχνη των Μουσών περιλάμβανε τη μουσική, την ποίηση και τον χορό που για τους Έλληνες εκείνης της εποχής ήταν όλα μέρος του ίδιου πράγματος.

Οι πηγές για τον αρχαίο ελληνικό χορό είναι πολλές. Ξέχωρα από τις φιλολογικές πηγές, είναι τα λόγια από τα τραγούδια που γράφτηκαν για χορό, στίχοι ποίησης όπως π.χ. τα Ομηρικά έπη, τα γραπτά των φιλοσόφων και μορφές γραπτού λόγου από ιστορικούς διαφόρων χρονικών περιόδων.

Οι αρχαιολογικές πηγές μας δίνουν πληθώρα πληροφοριών όπου περιλαμβάνουν αγάλματα, ανάγλυφα, ξυλόγλυπτα, τοιχογραφίες, πήλινα αγγεία, που όλα μας δίνουν πραγματικές απεικονίσεις του χορού.

Αυτές οι πηγές επίσης μας αναφέρουν ότι από τις πιο συνηθισμένες χρήσεις του χορού στην ζωή των αρχαίων Ελλήνων ήταν στην εκπαίδευση.

Οι επιφανέστεροι Έλληνες φιλόσοφοι ενίσχυσαν σθεναρά αυτή την τέχνη, ως μία ιδανική ολοκλήρωση του σώματος και του πνεύματος.

Ο Αριστοτέλης όρισε την εκπαίδευση σαν ένα μείγμα μουσικής και γυμναστικής, ενώ ο Σωκράτης υποστήριζε ότι πρέπει να διδάσκεται ευρύτερα, λέγοντας ότι εκείνοι που τιμούν τους θεούς με το χορό είναι και οι καλύτεροι στον πόλεμο. Ο Πλάτωνας έγραψε «το να τραγουδάει και να χορεύει ωραία κανείς σημαίνει ότι έχει καλή παιδεία» αφιερώνοντας ένα μεγάλο μέρος της προσοχής του στη σημασία του χορού για την εκπαίδευση στην πραγματεία του των «Νόμων».

Δίνει έμφαση στο γεγονός ότι υπάρχουν δύο είδη χορού και μουσικής: το ευγενικό που έχει σχέση με το ωραίο και το έντιμο και το μη ευγενικό, αυτό που μιμείται το άθλιο ή άσχημο.

Στους «Νόμους» ο Πλάτωνας αναφέρει ότι «ο χορός προέκυψε από τη φυσική επιθυμία των νεαρών πλασμάτων να κινήσουν τα σώματά τους για να εκφράσουν διάφορα συναισθήματα και ειδικά τη χαρά. Και συνεχίζει λέγοντας ότι θα έπρεπε όλα τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια να είναι όμοια εκπαιδευμένα με ανώτερη μουσική και χορό…

Επίσης αναφέρει ότι η αίσθηση της αρμονίας και του ρυθμού που πράγματι συνθέτουν χορούς από τις φυσικές και ενστικτώδεις κινήσεις είναι χάρισμα των θεών και των Μουσών.

Η μουσική και ο χορός θα έπρεπε να είναι αφιερωμένα στους θεούς … εφόσον οι ίδιοι οι θεοί χορεύουν και «δημιουργούν» χορούς…

Οι ανώτεροι χοροί θα πρέπει να επιδρούν πάνω στο μαθητή, όχι μόνο στην υγεία, στη χάρη και την ομορφιά του σώματος, αλλά και στην καλοσύνη της ψυχής και την ισορροπία του πνεύματος…»

Ανάλογα με το χαρακτήρα του κάθε χορού, ο Πλάτων τους διαιρεί σε τρεις κατηγορίες:

α) τους Πολεμικούς, β) τους Θρησκευτικούς, γ) τους Ειρηνικούς.

Οι πολεμικοί χοροί είχαν σαν σκοπό την προπαρασκευή των ανδρών για τον πόλεμο και τους αγώνες. Ο αρχαιότερος πολεμικός χορός είναι ο χορός των «Κουρητών». Σύμφωνα με τη μυθολογία οι ίδιοι οι θεοί δίδαξαν το χορό στους ανθρώπους. Και είναι η Ρέα αυτή που σύμφωνα με την παράδοση έμαθε το χορό στους Κουρήτες (που το όνομα τους σημαίνει νέοι) στο νησί της Κρήτης για να καλύψουν με το θόρυβο των ασπίδων και των ξιφών τους το κλάμα του μικρού παιδιού του Δία για να το γλιτώσουν από τον πατέρα του τον Κρόνο που καταβρόχθιζε τα παιδιά του και να μην χάσει το θρόνο του.

Ένας επίσης από τους πιο σπουδαίους χορούς είναι ο «Πυρρίχιος» που κατά τον Πλάτωνα είναι μια μίμηση του πολέμου, μια αναπαράσταση των φάσεων του με τη συνοδεία αυλού ή λύρας και τραγουδιών. Η ονομασία του προέρχεται από τη λέξη «πυρ» και σημαίνει τον κόκκινο χορό.

Κατά μία άλλη εκδοχή τον χορό αυτό τον επινόησε ο Πύρριχος που ήταν γιος του Αχιλλέα ή κατ’ άλλους ήρωας της Κρήτης. Ο Πυρρίχιος ήταν γνωστός σ’ ολόκληρη την αρχαία Ελλάδα. Στην Σπάρτη τον θεωρούσαν προγύμνασμα του πολέμου και τον χόρευαν στη γιορτή των Διόσκουρων, ενώ στην Αθήνα τον χόρευαν στις γιορτές των Παναθηναίων.

Οι χορευτές χόρευαν τον Πυρρίχιο πάνοπλοι. Αρχικά γινόταν ένα είδος παρέλασης με στροφές με στροφές προς τα πλάγια (έκνευση), οπισθοχωρήσεις (ύπειξη) άλματα σε ύψος και χαμηλώματα (ταπείνωση). Ακολουθούσαν οι κινήσεις της επίθεσης, οι στάσεις της άμυνας και γενικά όλες οι κινήσεις του πολεμιστή, όπως η στιγμή που ρίχνει το ακόντιό του, το τόξο του, ή κινήσεις με τη λόγχη του. Οι κινήσεις αυτές ήταν ρυθμικές προσαρμοσμένες στον ήχο που προκαλούσαν τα χτυπήματα των όπλων (κλαγγή).

Ειδικά στα αγόρια ο χορός διδάσκονταν σαν ένα βοήθημα στη στρατιωτική εκπαίδευση στην Αθήνα και τη Σπάρτη. Στην «παλαίστρα» και στο «γυμνάσιο» λάβαιναν μέρος σε πυρρίχιους και σε άλλους χορούς που ήταν σχεδιασμένοι για την προετοιμασία τους στην εκτέλεση των κινήσεων της μάχης και ανήκαν σε διάφορες κατηγορίες όπως:

Ποδισμός: (γρήγορη μεταβολή των κινήσεων των ποδιών, για να ασκηθεί ο πολεμιστής σε μάχη σώμα με σώμα).

Ξιφισμός: Κατ’ απομίμηση μάχη, στην οποία ομάδες από νέους ασκούνταν στην πολεμική τέχνη με χορευτική μορφή.

Ώμος: Μεγάλα άλματα με κοντάρι, για να προετοιμασθούν στην υπερπήδηση ψηλών κορμών ή για το σκαρφάλωμα σε τοίχους και φρούρια.

Τετράκομος: Επιβλητικοί σχηματισμοί ομάδων από στρατιώτες που προχωρούσαν μαζικά κατά του εχθρού ή προστάτευαν τους εαυτούς τους μέσω των διασταυρωμένων ασπίδων.

Υπήρχε όπως λέγεται κι ένας πολεμικός γυναικείος χορός προς τιμή της θεάς Άρτεμης, τον οποίο είχαν ιδρύσει και είχαν χορέψει για πρώτη φορά στην Έφεσο οι Αμαζόνες.

Πολλοί από τους πολεμικούς χορούς μετατρέπονται σε θρησκευτικούς (π.χ. διονυσιακοί χοροί όπως ο διθύραμβος).

Ο πολεμιστής, ο χορευτής κάνει ορισμένες κινήσεις που είναι σαν να προσπαθεί μέσα στη μάχη να πετάξει ή να αφαιρέσει το βάρος από το σώμα του προσπαθώντας να αψηφήσει το νόμο της βαρύτητας για να ξεφύγει από το χώμα. Ταυτόχρονα αυτά τα άλματα, αυτές οι κινήσεις γίνονται στην προσπάθεια να ξυπνήσουν τις χθόνιες ενέργειες τις γήινες ενέργειες να αποκτήσουν δύναμη όχι μόνο από τον ουρανό αλλά και από τη γη.

Σε τόσο μεγάλη εκτίμηση είχαν το χορό ώστε ήταν συνήθεια γενικά παραδεκτή για τους φιλόσοφους, τους πολιτικούς, τους στρατηγούς και άλλες εξέχουσες προσωπικότητες στον αιώνα του Περικλή να εκτελούν μόνοι τους χορούς μπροστά σε κοινό πολλών χιλιάδων, σε δημόσιες στιγμές, στην επιστροφή από μια στρατιωτική εξόρμηση ή νίκη. Ο Σοφοκλής ενώ ήταν ακόμη νέος διαλέχτηκε για να παίξει τη λύρα και να οδηγήσει το χορό της νίκης μετά από τη ναυμαχία της Σαλαμίνας.

Ο Λουκιανός σημείωνε ότι οι Έλληνες αξιολογούσαν το χορό σε τέτοιο βαθμό ώστε:

«…οι ευγενέστερες και μεγαλύτερες προσωπικότητες σε κάθε πόλη είναι οι χορευτές, οι οποίοι ντρέπονται τόσο λίγο γι’ αυτό, ώστε να επιδοκιμάζουν τον εαυτό τους περισσότερο για την επιδεξιότητά τους, παρά για το ότι είναι ευγενείς».

Για τους θρησκευτικούς χορούς επίσης υπάρχουν αρκετές πληροφορίες.

Σχεδόν όλοι αυτοί οι χοροί είχαν ιδιαίτερη μυστικιστική σημασία και προσπαθούσαν να περάσουν μηνύματα στους ανθρώπους στο να μπορέσουν να δουν ότι αποτελούν και αυτοί αναπόσπαστο κομμάτι της φύσης. Ο άνθρωπος μπορεί να χορεύει την εξέλιξη την προσωπική, την εξέλιξη της ψυχής, την εξέλιξη του Σύμπαντος και η ιστορία μας δείχνει κυκλικούς χορούς ή σπειροειδής μορφής. Ακόμα και σήμερα σε διάφορα μέρη της Ελλάδας χορεύεται ο χορός του Θησέα ή αλλιώς ο χορός του Λαβύρινθου. (Στους παραδοσιακούς δημοτικούς μας χορούς λέγεται ότι η παραλλαγή του είναι ο χορός Γέρανος).

Είναι ακριβώς αυτός ο λαβύρινθος ένα από τα σύμβολα της εξέλιξης του ανθρώπου. Όπως ο άνθρωπος που με κυκλικές μορφές πηγαίνει στο βάθος του εαυτού του, βγαίνει και συνεχίζει ώσπου νικάει τον Μινώταυρο, σύμφωνα με τον μύθο. Κι έρχεται η δεύτερη φάση του χορού, που ο άνθρωπος νικάει τον λαβύρινθο, βγαίνοντας από εκεί νικητής.

Δεν υπάρχουν στην αρχαιότητα μυστήρια και θρησκευτικές τελετές που να μη συνοδεύονται από το χορό. Όλοι δε όσοι θεμελίωσαν τέτοια μυστήρια, (όπως ο Ορφέας, ο Μουσαίος κ.α ) ήταν απαραίτητο να μυηθούν στο ρυθμό και στο χορό.

Οι χοροί αυτοί εκτελούνται από πιστούς άνδρες και γυναίκες γύρω από το βωμό της εκάστοτε θεότητας με συνοδεία από ειδικά τραγούδια και ύμνους στους οποίους μάλιστα οφείλουν συχνά το όνομά τους.

Οι γνωστότεροι από αυτούς ήταν οι εξής:

Ο Παιάν που τον τραγουδούσαν και τον χόρευαν στην αρχή προς τιμή του Απόλλωνα για να σταματήσουν οι ασθένειες και αργότερα προς τιμή και άλλων θεών όπως του Ασκληπιού , του Πάνα, της Αθηνάς και άλλων.

Ήταν μία δέηση ή μια προσευχή για την καταπολέμηση των ασθενειών.

Αργότερα τον χόρευαν για να εκφράσουν τη χαρά, την επιτυχία ή τη νίκη τους.

Υπάρχουν επίσης πλήθος από χορούς που χόρευαν οι γυναίκες προς τιμή της εκάστοτε θεότητας όπως τα Άνθεα και τα Παρθένεια που ήταν αφιερωμένοι στην Ήρα, ο χορός των Πεπλοφόρων για τη Δήμητρα και φορούσαν τα πέπλα σε ανάμνηση της θεάς που καλυμμένη με πέπλο αναζητούσε την κόρη της, ο χορός της Καλαθίσκου που ονομάστηκε από το χαρακτηριστικό καπέλο που φορούσαν οι κοπέλες όταν χόρευαν.

Στους θρησκευτικούς χορούς εντάσσονται και οι Διονυσιακοί χοροί που είχαν το οργιαστικό τυπικό προσπαθώντας να φτάσουν όσο το δυνατό πιο πολύ τους Βάκχους και τις Μαινάδες.

Τους ειρηνικούς χορούς τους διαιρούμε σε χορούς ιδιωτικής ζωής και σε χορούς θεάτρου. Οι χοροί της ιδιωτικής ζωής χωρίζονται σε τρεις βασικές κατηγορίες:

α) τους χορούς των συμποσίων, β) τους χορούς των γάμων, γ) τους χορούς του πένθους.

Οι χοροί των συμποσίων είναι γνωστοί από την Ομηρική Εποχή. Τους εκτελούσαν είτε επαγγελματίες, είτε οι προσκαλεσμένοι ιδιώτες. Συνήθως οι επαγγελματίες ήταν γυναίκες ορχηστρίδες που εκτελούσαν τους χορούς κρατώντας κρόταλα.

Και οι γαμήλιοι χοροί αναφέρονται στον Όμηρο όπου οι νέοι και νέες χορεύουν και τραγουδούν με συνοδεία αυλού ή λύρας το βράδυ του γάμου.

Οι χοροί του πένθους ήταν κυρίως ρυθμικοί βηματισμοί όπου οι χορευτές με τα χέρια υψωμένα έτσι ώστε το ένα να αγγίζει το κεφάλι και το άλλο να είναι λίγο πιο ψηλά ακολουθούσαν θρηνώντας την εκφορά του νεκρού.

Το ελληνικό θέατρο ήταν στενά συνδεδεμένο με το ξεκίνημα του χορού.

Οι θεατρικοί χοροί εκτελούνταν με συνοδεία τραγουδιού από τους υποκριτές οι οποίοι ειδικά λέγονται ορχηστές και διαιρούνται στις εξής κατηγορίες:

α) χορό της τραγωδίας, β) της κωμωδίας, γ) χορό της σατυρικής ποίησης.

Ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι η ελληνική τραγωδία προήλθε από το διθύραμβο, στη διάρκεια του οποίου οι ανοιξιάτικες τελετουργίες της γονιμότητας και της αναγέννησης έπαιρναν τυπικό χορικό και δραματικό χαρακτήρα, ώστε τελικά να αποκτήσουν τη μορφή έργου. Ο αρχαίος κοινός χορός που γινόταν στην ορχήστρα, κατέληξε να γίνει ο χορός, που ήταν ένα ουσιώδες στοιχείο του ελληνικού δράματος.

Υπήρχαν συγκεκριμένοι τύποι χορών στο ελληνικό δράμα:

Η Εμμέλεια που συμπεριλάμβανε έναν κώδικα συμβολικών χειρονομιών, μέσω του οποίου ο χορευτής μπορούσε να δώσει μια ολόκληρη ιστορία ενός δραματικού έργου, χωρίς να μιλήσει.

Ο Κόρδαξ που ήταν ο χαρακτηριστικός χορός της κωμωδίας και έχει περιγραφεί ως πρόστυχος και άσεμνος όπου περιλάμβανε περιστροφές του σώματος με υπονοούμενα.

Ο Σίκιννης ήταν ο αντιπροσωπευτικός των ελληνικών σατιρικών έργων του 6ου αιώνα π.Χ. Ήταν ζωηρός, ρωμαλέος, άσεμνος, με πολλές χειρονομίες και ακροβατικά. Συχνά αναπαριστούσε σατιρικά, μυθολογικά θέματα. Ήταν ο χορός των Σατύρων και των Σειληνών που συνοδεύονταν από αστεία και πειράγματα.

Ο χορός λοιπόν για τους αρχαίους Έλληνες ήταν ένας ολοκληρωμένος τρόπος να ζούνε τον κόσμο γιατί ήταν γνώση, τέχνη και θρησκεία ταυτόχρονα. Ήταν η πλήρης σοφία που αποτελούσε τη δημιουργική δύναμη του κάθε ανθρώπου που ολοένα αναγεννιέται και δρα στην ψυχή του. Έτσι η παράδοση ενεργοποιεί το μύθο, την πράξη του να ξαναζείς την αρχή, το ξεκίνημα του ανθρώπου και του θείου που ο ίδιος ο άνθρωπος φέρνει μέσα του και αυτό που είναι το μέλλον του, η δική του εξέλιξη.

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἄς κάνωμε τή γνωριμία ὁρισμένου Ἕλληνα πού δοκίμασε τήν ἐπίδραση τῶν σοφιστῶν καί μπορεῖ νά μᾶς δείξη τί ἔκαναν γιά ὅσους μποροῦσαν νά ἀπορρίψουν ὅ,τι κακό εἶχε ἡ διδασκαλία τους καί νά ὠφεληθοῦν ἀπό ὅ,τι ἄξιο εἶχε. Εἶναι ὁ μεγαλύτερος μαθητής πού εἰχαν ποτέ, καί τό ἔργο του, πού τό ἔχομε, μπορεῖ νά μᾶς δώση μιάν ἰδέα γιά τήν ἀτμόσφαιρα πού δημιούργησαν στήν Ἀθήνα. Ἐννοῶ τό Θουκυδίδη.

Κανείς δέν μπορεῖ νά διαβάση τόν Ἡρόδοτο καί τό Θουκυδίδη, τόν ἕνα δίπλα στόν ἄλλον, καί νά μήν τοῦ κάμη μεγάλη ἐντύπωση τό χάσμα πού ὑπάρχει ἀνάμεσα στούς δύο ἱστορικούς. Ὁ Ἡρόδοτος εἶναι πολύ εὐχάριστος, διδακτικός, καί, μέ τό δικό του τρόπο, φίλος τῆς ἀλήθειας: εἶχε ἀνοικτά τά μάτια, εἶδε πράγματα πού ἄξιζε νά τά δῆ κανείς, καί ξέρει νά λέγη τί εἶδε. Ἀλλά μᾶς διδάσκει περισσότερο γιά τήν ἀνθρώπινη φύση (πού τήν κατάλαβε καλά) παρά γιά τήν ἴδια τήν ἱστορία. Ἀπό τό ἄλλο μέρος, βρίσκομε στό Θουκυδίδη τόν πραγματικά ἐπιστημονικό ἱστορικό, πού ὅλα τά ὑποβάλλει στή βάσανο τῆς ἀλήθειας. Δέν ἔχομε πιά τήν ἄτακτη εὐπιστία, τήν καλόκαρδη ἀσυνέπεια τοῦ Ἡροδότου. Τά γεγονότα ζυγίζονται καί διαλέγονται: ἀναζητοῦν αἰτίες γιά τά ἀποτελέσματα: τό φῶς τοῦ λόγου εἶναι παντοῦ σέ ἐνέργεια. Ὁ Ἡρόδοτος εἶχε γενναιόψυχο ἐνδιαφέρον γιά τήν ἀνθρωπότητα: ὁ Θουκυδίδης εἶχε καί κριτικό νοῦ. Ὁ Ἡρόδοτος ἦταν πνεῦμα: ὁ Θουκυδίδης ἦταν μαζί καί ἕνας μορφωμένος ἄνθρωπος. Πού μορφώθηκε;

Τή μόρφωσή του τήν πῆρε ἀπό τους σοφιστές· μιά τυπική συνήθειά του δείχνει τό εἶδος τῆς διδασκαλίας πού τοῦ ἔδωσαν. Ἀδιάκοπα ἔρχονται καί ξανάρχονται στήν ἱστορία του χωρία ὅπως τό ἀκόλουθο: «Γενικά οἱ ἁπλοί ἄνθρωποι εἶναι καλύτεροι πολίτες ἀπό τους πανούργους. Γιατί τοῦτοι δῶ ἐπιθυμοῦν νά φαίνωνται σοφότεροι ἀπό τους νόμους· ἐπιδιώκουν πάντα νά νικοῦν στίς δημόσιες συζητήσεις· σκέπτονται ὅτι σέ ἀλλά σπουδαιότερα ζητήματα θά ἔχουν τήν εὐκαιρία νά φανερώσουν τή σκέψη τους καί τούτη τους ἡ ἀφροσύνη γενικά δημιουργεῖ καταστροφές στήν πατρίδα τους: ἐνῶ οἱ ἄλλοι μέ τό νά μήν ἔχουν ἐμπιστοσύνη στή δική τους ἱκανότητα, δέχονται ὅτι οἱ νόμοι εἶναι σοφώτεροι ἀπό αὐτούς τούς ἴδιους, καί ὅτι δέν εἶναι σέ θέση νά ἐπικρίνουν ἐκείνους πού βγάζουν καλούς λόγους. Καί ἐπειδή εἶναι ἀμερόληπτοι κριτές καί ὄχι φιλόδοξοι ἀντίπαλοι, τίς περισσότερες φορές ἐπιτυχαίνουν τό στόχο». Ἤ πάλι: «ὅταν ἔχωμε εἰρήνη, τότε καί τά πράγματα πηγαίνουν καλά καί οἱ πόλεις καί τά ἄτομα ἔχουν ἀνώτερες διαθέσεις, γιατί δέ βρίσκονται στήν ἐξουσία ἐπιτακτικῶν ἀναγκῶν: ἀλλά ὁ πόλεμος πού διώχνει μακριά τόν ἄνετο πορισμό τοῦ καθημερινοῦ εἶναι «βίαιος διδάσκαλος» καί τείνει νά προσαρμόζη τό χαρακτήρα τῶν πολλῶν «πρός τά παρόντα». ‘Οπουδήποτε μιλᾶ ἕνας πολιτικός, σκέψεις σάν αὐτές ρέουν ἀπό τά χείλη του, ἐνῶ λίγα πράγματα θά ἦταν λιγότερο κατάλληλα ἡ εὔλογα ἀπό τά τέτοια ἀφηρημένα ὀνειροπολήματα. Εἶναι μᾶλλον στοχασμοί φιλοσόφου. Ἀναφέρονται στήν ψυχολογία τῆς ἀνθρώπινης φύσης, καί ἰδιαίτερά της ἀνθρώπινης φύσης στήν πολιτική. Ὁ Θουκυδίδης πάντα στοχάζεται αὐτά τά θέματα. Πάντα ἀναλύει τικές πράξεις καί καταστάσεις. Ἡ ἱστορία του εἶναι μεταμφιεσμένο ἐγχειρίδιο πολιτικῆς θεωρίας. Ἡ θεωρία τῆς ἡγεμονίας: ποιά ἡ δικαιολογία της, ποιός ὁ καλύτερος τρόπος νά τήν ἀποκτήσης καί νά τή διατηρήσης: γιατί συνεπάγεται ἐξάπλωση καί τί κινδύνους φέρνει ἡ ἐξάπλωση: ποιά θέση ἔχει μέσ κράτος ἡ ἐπιείκεια καί ἡ μεγαλοψυχία: γιατί εἶναι ἀσφαλέστερο νά ἀφήνη ἐλεύθερούς τους ὑπηκόους: τί ὁδηγεῖ στήν ἀνταρσία· πότε ἡ στάση εἶναι δικαιολογημένη. Ἡ θεωρία γιά τήν πόλη: το πρόβλημα τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἄτομου ἀπέναντι ταῆς πολιτείας: γιατί εἶναι καλύτερο νά ἀνήκη κανείς σέ μιά πόλη παρά να μένη ἐγωϊστικά ἀπομονωμένος. Ἡ θεωρία τῆς πολιτικῆς γενικά: τά ἀποτελέσματα τοῦ πολέμου στήν ἰδιοσυγκρασία ἑνός λαοῦ: ὁ κίνδυνος τῆς πολιτικῆς σταθερότητας, τῶν εὐγλώττων ¨ομιλητῶν τῆς μόρφωσης, τοῦ κριτικοῦ πνεύματος: ἡ λειτουργία τοῦ νοῦ σέ μιά πόλη,—οἱ ἔξυπνοι ἤ οἱ βλάκες εἶναι οἱ καλύτεροι πολίτες;—ἡ θέση πού ἔχουν στήν πολιτική τά θρησκευτικά ἐλατήρια καί οἱ ἀπόψεις «περί τιμῆς»: τό πρόβλημα τῆς δικαιοσύνης ἀπέναντι στή σκοπιμότητα κατά τήν ἄσκηση τῆς πολιτικῆς· σ’ αὐτό ὁ Θουκυδίδης, ὕστερα ἀπό πολλή σκέψη, καταλήγει μέ σαφήνεια στό ὁριστικό συμπέρασμα ὅτι τό ἔσχατο κριτήριο σέ τοῦτα τά πράγματα εἶναι ἡ σκοπιμότητα καί ὄχι ἡ δικαιοσύνη: ἐνῶ ὅπως ὁ Burke θά ἤθελε νά ὑποστήριξη ὅτι «ἡ Μεγαλοψυχία εἶναι συχνά ἡ καλύτερη πολιτική». Τέλος ἡ θεωρία τῆς ἀνθρώπινης φύσης: τά ἀποτελέσματα γιά τούς ἀνθρώπους ἀπό ξαφνικές καταστροφές καί ξαφνικές ἐπιτυχίες: ἡ ψυχολογία τοῦ ἐγκλήματος (πολύ δουλεμένη καί διεισδυτική μελέτη) τά ὅρια τῆς ἀποτελεσματικότητας τῆς ποινῆς: ἡ ἐπίδραση στό χαρακτήρα ἀπό τήν ἐκδίκηση καί ἀπό τήν ἐλπίδα. Ὅλα αὐτά τά θέματα καί ἀκόμη περισσότερα τά πραγματεύεται ὁ Θουκυδίδης, ἤ ρίχνει τό βλέμμα τοῦ σ’ αὐτά. Συχνά οἱ σκέψεις του εἰσάγονται ὠμά, μέ τόν τρόπο τῶν ἔξυπνων νέων πού ξαφνικά ἀνακάλυψαν τήν ψυχολογία, καί ἔμαθαν ὅτι ἡ ἀνθρώπινη ἐνέργεια κρύβει ἕνα δίχτυ ἀπό προθέσεις καί σκοπούς· καί τόσο εὐχαριστημένος ἀπό τήν ἀνακάλυψη, πού γιά λίγα μπορεῖ νά μιλήση. Ὅμως οἱ ἴδιοι οἱ στοχασμοί γενικά εἶναι βαθεῖς. Διάβασε τό ἐξαιρετικό ἐκεῖνο χωρίο ὅπου περιγράφει τά ἀποτελέσματα τοῦ κομματισμοῦ στίς ἡμέρες του, χαράζοντας τή ζοφερή γενεαλογία του καί τόν ἀποτρόπαιο γόνο του, καί ἀναρωτήσου ἄν ἔγραψε ποτέ πένα πιό λεπτή, πιό βαθιά καί πιό τραγική σελίδα ἀνάλυσης.

Ο κόσμος του Φίλιππου Β΄ και του Μ. Αλεξάνδρου

Η κρίση της πόλης-κράτους και η πανελλήνια ιδέα

Μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο και την επικράτηση των Σπαρτιατών, ο περσικός παράγοντας φρόντισε να δημιουργήσει αντισπαρτιατικό συνασπισμό από τη Θήβα, την Κόρινθο, το Άργος και την Αθήνα και να υποκινήσει μια σειρά συγκρούσεων που έγιναν γνωστές ως Βοιωτικός ή Κορινθιακός πόλεμος (395-386 π.Χ.)16. Ο πόλεμος αυτός επισφραγίστηκε από μια μειωτική για τον Ελληνισμό ειρήνη.

Με τη Βασίλειο, γνωστή και ως Ανταλκίδειο ειρήνη, οι Σπαρτιάτες συμφώνησαν πλέον με το Μεγάλο Βασιλιά να επιβάλουν τους όρους του τερματισμού του πολέμου. Έτσι παρέδωσαν τις ελληνικές πόλεις των παραλίων της Μ. Ασίας και την Κύπρο στο βασιλιά της Περσίας, διακήρυξαν την αυτονομία όλων των ελληνικών πόλεων –με εξαίρεση τα νησιά Ίμβρο, Λήμνο και Σκύρο που παρέμειναν στους Αθηναίους– και έγιναν οι ίδιοι τοποτηρητές της ειρήνης στην κυρίως Ελλάδα. Μεταβλήθηκαν κατ’ αυτόν τον τρόπο σε όργανα της περσικής πολιτικής.

Την ηγεμονία μετά τους Σπαρτιάτες θα διεκδικήσουν για μικρό χρονικό διάστημα οι Θηβαίοι. Δύο σημαντικές για τον ελληνισμό μάχες, η μια στα Λεύκτρα (371 π.Χ.)και η άλλη στη Μαντίνεια (362 π.Χ.) θα κρίνουν την άνοδο και την πτώση αντίστοιχα της Θηβαϊκής ηγεμονίας.

Οι πόλεμοι μεταξύ των ελληνικών πόλεων, οι πολιτικές και κοινωνικές αναταραχές μέσα στις ίδιες τις πόλεις και ο παρεμβατικός ρόλος των Περσών ήταν τα συμπτώματα της παρακμής των ελληνικών πόλεων-κρατών.

Η πανελλήνια ιδέα. Τα συμπτώματα της παρακμής και της κακοδαιμονίας που κατέτρυχαν τον ελληνικό κόσμο απασχόλησαν κάποιους πνευματικούς ανθρώπους, οραματιστές ενός πανελλήνιου συνασπισμού.

Η πανελλήνια ιδέα ήταν μια νέα πολιτική έκφραση που διατυπώθηκε για πρώτη φορά στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. από το σοφιστή Γοργία, σε λόγο τουβστον ιερό χώρο της Ολυμπίας. Κύριος εκφραστής αυτής της πολιτικής ήταν ο Αθηναίος ρητοροδιδάσκαλος Ισοκράτης. Σε πρώτο στάδιο, στον «Πανηφυρικό» λόγο του (380 π.Χ.) διατυπώνει την άποψη ότι τον κοινό αγώνα εναντίον των Περσών θα μπορούσε να αναλάβει η Αθήνα με την ανασύσταση της ηγεμονίας της. Αργότερα, η αδυναμία της Αθήνας να εμπνεύσει εμπιστοσύνη και να επιβληθεί τον έστρεψε στην ιδέα ότι ένας ισχυρός μονάρχης θα ένωνε τους Έλληνες και θα τους οδηγούσε εναντίον των Περσών. Προσωπικότητες για τις οποίες πίστευε ότι θα μπορούσαν να θέσουν σε εφαρμογή την πανελλήνια ιδέα ήταν ο βασιλιάς της Σαλαμίνας της Κύπρου, ο Ιάσονας, τύραννος των Φελρών της Μαγνησίας, ο Διονύσιος Α΄, τύραννος των Συρακουσών. Σε βαθιά γηρατειά ατένιζε με ελπίδα την επικράτηση του Φιλίππου Β΄ της Μακεδονίας.

Ο Ισοκράτης ήταν από τις προσωπικότητες που κατόρθωσαν να αποδεσμευτούν από το τοπικιστικό πνεύμα που φανάτιζε ακόμα τους σύγχρονούς του πολιτικούς. Αντίθετος με την πολιτική αυτή, πιστός πάντα στην ιδέα του πρωταγωνιστικού ρόλου της Αθήνας, ήταν ο ρήτορας Δημοσθένης.

Ο Φίλιππος Β΄ και η ένωση των Ελλήνων

Ο Φίλιππος Β΄, αφού κατόρθωσε να σταθεροποιήσει τη θέση του στο θρόνο της Μακεδονίας, έθεσε ως στόχους της πολιτικής του πρώτα την ισχυροποίηση του μακεδονικού κράτους και στη συνέχεια την επέκταση της εξουσίας του.

Την ισχυροποίηση της Μακεδονίας πέτυχε με τις ακόλουθες ενέργειες:

1. Αντιμετώπισε αποτελεσματικά τις επιδρομές των Ιλλυριών και των Παιόνων στα βόρεια σύνορα.

2. Οργάνωσε ισχυρό στρατό. Κύριο στρατιωτικό σώμα ήταν η μακεδονική φάλαγγα, αποτελούμενη από πεζέταιρους σε σχηματισμό βάθους 16 σειρών και με οπλισμό ένα μακρύ δόρυ μήκους 6 μ., τη σάρισα. Το ιππικό επάνδρωναν οι ευγενείς, οι εταίροι όπως ονομάζονταν. Το στρατό συμπλήρωναν σώματα ακοντιστών, τοξοτών και πελταστών.

3. Δημιούργησε ισχυρή οικονομία. Αφού πέτυχε την κατάληψη των ορυχείων χρυσού του Παγγαίου, έκοψε νόμισμα, τους χρυσούς στατήρες. Το νόμισμα αυτό βαθμιαία εκτόπισε τους περσικούς δαρεικούς από τον ελλαδικό χώρο.

4. Ακολούθησε επεκτατική εξωτερική πολιτική.Στην αρχή η πολιτική αυτή ήταν συνδεδεμένη με τη στρατιωτική οργάνωση, γιατί εξασφάλιζε νέες εκτάσεις γης στους άνδρες του μακεδονικού στρατού. Στη συνέχεια όμως, μετά την παρέμβαση του Φιλίππου στην κεντρική και νότια Ελλάδα, η πολιτική του αποσκοπούσε στην ένωση των Ελλήνων υπό την αρχηγία του.

Σε πρώτο στάδιο, ο Φίλιππος, αφού κατέλαβε πόλεις της Χαλκιδικής και εδάφη της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, έφτασε μέχρι τις δυτικές ακτές του Ευξείνου Πόντου.

Σε δεύτερο στάδιο, με αφορμή προβλήματα του μαντείου των Δελφών, επενέβη στη Θεσσαλία και στη νότιο Ελλάδα. Σε μια από τις εκστρατείες του αντιμετώπισε νικηφόρα τις συνασπισμένες δυνάμεις των Θηβαίων και των Αθηναίων στη Χαιρώνεια (338 π.Χ.) και έτσι επιβλήθηκε ως ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης που είχε τη δυνατότητα να ενώσει τους Έλληνες και να ηγηθεί του κοινού αγώνα εναντίον των Περσών.

Η πανελλήνια ένωση έγινε πραγματικότητα σε συνέδριο στην Κόρινθο το 337 π.Χ., όπου συμμετείχαν όλες οι πόλεις εκτός από τη Σπάρτη και όπου συμφωνήθηκαν τα ακόλουθα:

1.Απαγορεύτηκαν οι συγκρούσεις μεταξύ των ελληνικών πόλεων και η βίαιη μεταβολή των καθεστώτων τους·

2. προστατεύτηκε η ελεύθερη ναυσιπλοΐα και καταδικάστηκε η πειρατεία·

3. Ιδρύθηκε πανελλήνια συμμαχία, αμυντική και επιθετική, με ισόβιο αρχηγό το Φίλιππο Β΄.

Το συνέδριο της Κορίνθου, μετά τη δολοφονία του Φιλίππου Β΄, επαναλήφθηκε την επόμενη χρονιά (336 π.Χ.) από τον Αλέξανδρο. Σε αυτό, ανανεώθηκε από την πλευρά των αντιπροσώπων στο πρόσωπο του νέου ηγέτη ο όρκος που είχαν δώσει στον πατέρα του.

Το έργο του Μ. Αλεξάνδρου. Με την κατάκτηση της Ανατολής ο Ελληνισμός οδηγήθηκε στα πέρατα του τότε γνωστού κόσμου

Το συνέδριο της Κορίνθου, μετά τη δολοφονία του Φιλίππου Β΄, επαναλήφθηκε την επόμενη χρονιά (336 π.Χ.) από τον Αλέξανδρο. Σε αυτό, ανανεώθηκε από την πλευρά των αντιπροσώπων στο πρόσωπο του νέου ηγέτη ο όρκος που είχαν δώσει στον πατέρ του.

Το οικουμενικό κράτος του Μ. Αλεξάνδρου. Η εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου, που στην αρχή είχε ως στόχο την αντιμετώπιση του περσικού κινδύνου και στη συνέχεια πέτυχε την κατάλυση της περσικής αυτοκρατορίας, ξεκίνησε από την Πέλλα το 334 π.Χ. Σε διάστημα ένδεκα χρόνων (334-325 π.Χ.) ο Μ. Αλέξανδρος κατάκτησε την Ανατολή φτάνοντας μέχρι τον Ινδό ποταμό. Το έργο αυτό πραγματώθηκε σε τρεις διαδοχικές φάσεις:

Στη διάρκεια της πρώτης φάσης (334-331 π.Χ.)
κυριάρχησε στη Μ. Ασία και απελευθέρωσε τις ελληνικές πόλεις, αφού συγκρούστηκε δύο φορές με τον περσικό στρατό, στο Γρανικό ποταμό (334 π.Χ.) και στην Ισσό της Κιλικίας (333π.Χ.). Ακολούθως κατέλαβε τη Φοινίκη18 και την Παλαιστίνη (333-2 π.Χ.) και ξεκίνησε την κατάκτηση της Αιγύπτου. Οι κάτοικοί της τον υποδέχτηκαν ως απελευθερωτή και τον αναγόρευσαν φαραώ. Στο Δέλτα του Νείλου ίδρυσε την Αλεξάνδρεια (331 π.Χ.), η οποία επρόκειτο να εξελιχθεί στο μεγαλύτερο εμπορικό και πνευματικό κέντρο της Μεσογείου.

Στη δεύτερη φάση (331-327 π.Χ.) προχώρησε
στη Μεσοποταμία και μετά από μια ανοικτή σύγκρουση με τον περσικό στρατό στα Γαυγάμηλα, κοντά στα ερείπια της αρχαίας Νινευί, νίκησε το Δαρείο Γ΄ και κατέλαβε τις μεγάλες πόλεις της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών, τη Βαβυλώνα, τα Σούσα (331 π.Χ.), την Περσέπολη, τις Πασαργάδες, τα Εκβάτανα (330 π.Χ.). Συνέχισε τη νικηφόρα εκστρατεία με την κατάληψη των ανατολικών σατραπειών, της Παρθίας, της Υρκανίας, της Αρείας, της Αραχωσίας (330 π.Χ.) και στη συνέχεια της Βακτριανής και της Σογδιανής, όπου και συνέλαβε το Βήσσο, το δολοφόνο του ΔαρείουΓ΄, τον οποίο και παρέδωσε στη βασιλική οικογένεια. Στις άκρες της περσικής αυτοκρατορίας ίδρυσε την Αλεξάνδρεια την Εσχάτη. Σ’ αυτές τις περιοχές παρέμεινε περίπου δύο χρόνια.

Η τρίτη φάση (327-325 π.Χ.) περιλαμβάνει την
εκστρατεία στην ινδική χερσόνησο. Στόχος του Αλεξάνδρου ήταν να φτάσει μέχρι τα πέρατα της Οικουμένης που τότε πίστευαν ότι ήταν στην Ινδία. Στον Υδάσπη, παραπόταμο του Ινδού, αντιμετώπισε νικηφόρα τον τοπικό ηγεμόνα Πώρο και προχώρησε ανατολικότερα μέχρι τον Ύφαση ποταμό, ο οποίος αποτέλεσε και το όριο της εκστρατείας του (326 π.Χ.). Η επιθυμία του να φτάσει μέχρι το Γάγγη δεν εκπληρώθηκε λόγω της αντίδρασης του μακεδονικού στρατού. Μέσω της χώρας των Μαλλών, ινδικής φυλής, έφτασε στις εκβολές του Ινδού και από εκεί ο ίδιος με το στρατό του πέρασε την έρημο της Γεδρωσίας, ενώ ο φίλος του, ναύαρχος Νέαρχος, παρέπλευσε τις ασιατικές ακτές μέχρι τις εκβολές του Τίγρη και του Ευφράτη. Ο Αλέξανδρος την άνοιξη του 323 π.Χ. άφησε την τε λευταία του πνοή στη Βαβυλώνα, ενώ προετοίμαζε τον περίπλου της Αραβίας

Το έργο του Μ. Αλεξάνδρου. Με την κατάκτηση της Ανατολής ο Ελληνισμός οδηγήθηκε στα πέρατα του τότε γνωστού κόσμου· έτσι δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για την οικουμενική του
ανάπτυξη. Οι ερευνητές και οι ιστορικοί αυτής της περιόδου έχουν χρησιμοποιήσει ποικίλες έννοιες για να αποδώσουν τη δραστηριότητα και να χαρακτηρίσουν το έργο που σε τόσο μικρό χρονικό
διάστημα κατόρθωσε ο Αλέξανδρος.

Στο στρατιωτικό τομέα, για τον οποίο η εικόνα που έχουμε είναι πιο ολοκληρωμένη, ο χαρακτηρισμός του Αλέξανδρου ως διορατικού στρατηγού με μεγαλοφυή σκέψη δεν ανταποκρίνεται μόνο στο έργο των κατακτήσεων ορισμένων περιοχών, αλλά κυρίως στην εφαρμογή κατάλληλου σχεδιασμού για την αντιμετώπιση του αντιπάλου, τόσο στις κατά μέτωπο συγκρούσεις όσο και στις πολιορκίες πόλεων.

Σε ό,τι αφορά την πολιτική του δράση, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι οι πράξεις του αποσκοπούσαν στην ανάμειξη του ελληνικού με τον ασιατικό κόσμο και στην ένωσή τους κάτω από μια ισχυρή διοίκηση.

Έκανε αποδεκτές τις τοπικές συνήθειες, τις παραδόσεις και το διαφορετικό τρόπο άσκησης της εξουσίας για κάθε λαό. Διατήρησε το θεσμό των σατραπειών αναθέτοντας τη διοίκησή τους σε Έλληνες ή Πέρσες ηγεμόνες. Με αυτόν τον τρόπο επιδίωξε να δημιουργήσει μια καινούργια διοικητική παράδοση.

Στον οικονομικό τομέα, προώθησε το σύστημα της νομισματικής οικονομίας και εγκατέλειψε την ιδέα του αυτοκρατορικού θησαυροφυλακίου. Οι σατράπες δεν ασχολούνταν πλέον με τη συγκέντρωση των φόρων και τη διαχείριση του δημόσιου πλούτου. Στη θέση της σατραπείας, που ήταν
μέχρι εκείνη την εποχή και φορολογική μονάδα, δημιούργησε τη φορολογική περιφέρεια με περισσότερες από μια σατραπείες. Οι θησαυροί που συγκεντρώνονταν μεταβάλλονταν σε χρυσό νόμισμα. Έτσι δημιουργήθηκε ενιαίο νομισματικό σύστημα στην απέραντη αυτοκρατορία.

Τέλος, στον πολιτιστικό τομέα, με τη διάδοση της Ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού, την υιοθέτηση πολιτιστικών στοιχείων από την παράδοση των λαών της Ανατολής, την ίδρυση νέων πόλεων που εξελίχθηκαν σε εμπορικά και πνευματικά κέντρα, τις εξερευνήσεις περιοχών, την επιθυμία για έρευνα –όπως αποδείχθηκε από τη συμμετοχή στην εκστρατεία φιλοσόφων και ερευνητών– διαμορφώθηκαν οι προϋποθέσεις που έδωσαν στην εκστρατεία του Αλεξάνδρου τη διάσταση της ένοπλης εξερεύνησης.

Παρά το περιορισμένο χρονικό διάστημα της βασιλείας του (336-323 π.Χ.) και τη νεαρή ηλικία του –ήταν τριάντα τριών ετών, όταν πέθανε– ο Μ.Αλέξανδρος έμεινε ζωντανός στη μνήμη των λαών. Το έργο του άφησε ανεξίτηλα ίχνη για τους επόμενους αιώνες και αποτέλεσε την τομή για μια διαφορετική πορεία των λαών της Ανατολής και της Μεσογείου. Η μορφή και η δράση του συνυφάνθηκαν με τη λαϊκή φαντασία και δημιούργησαν το θρύλο ενός μυθικού ήρωα στην παράδοση πολλών λαών.

Η Ελληνική καταγωγή του Ορφέως και η σημασία της

Ο Ορφέας είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο σε αυτό που λέμε Ελληνική παράδοση. Ο Πρόκλος αναφέρει ότι «άπασα γαρ η παρ’ Έλλησι θεολογία της Ορφικής εστί Μυσταγωγίας έκγονος». Και όπως ασφαλώς θα γνωρίζουμε, ολόκληρο το οικοδόμημα του Ελληνικού πολιτισμού θεμελιώνεται στην ελληνική λατρεία. Και αυτή δεν είναι κάτι άλλο παρά ο τρόπος θέασης του βίου, της φύσεως και του παντός. Δηλαδή, η Ελληνική θεολογία. Από εκεί απορρέουν όλες οι υψηλές και διαχρονικές αξίες, τις οποίες η χριστιανική λαίλαπα είτε αντέγραψε είτε διέστρεψε και καταδίκασε. Επόμενο είναι ότι η προπαγάνδα των χριστιανικών κύκλων που ερεθίζεται με οτιδήποτε Ελληνικό, θα επιχειρούσε να διαστρέψει και να συσκοτίσει και τα περί του Ορφέως. Να μπερδέψει με σκοπό να επιφέρει τη σύγχυση. Δεν είναι λοιπόν τα πράγματα απλά και επιφανειακά. Είναι πολύ βαθύτεροι οι λόγοι, και μόνο αν εισχωρήσει κανείς στην ουσία του ελληνισμού και του Iουδαιoχριστιανισμού θα μπορέσει να εννοήσει το γιατί ορισμένοι προσπαθούν να τον παρουσιάσουν ως «βάρβαρο». Διότι κάνοντας αυτό, προσπαθούν να στηρίξουν μια σειρά από ψευδολογήματα.

Κοντολογίς, οτιδήποτε κατόρθωσαν οι Έλληνες, δεν ήταν δικό τους παρά ξένο. Όσον αφορά τους μύθους που σχετίζονται με αυτήν την μέγιστη πνευματική οντότητα και τους οποίους διαστρέφουν ακριβώς επειδή δεν τους καταλαβαίνουν, φτάνοντας έτσι ακόμα και σε αυτό που αρχαίοι ονόμαζαν «ύβρη», δεν θα γίνει λόγος εδώ. Αυτό που θα επιχειρήσουμε είναι να παρουσιάσουμε όλα εκείνα τα στοιχεία που αναιρούν τις πλάνες των οπαδών της ιουδαϊκής σχισματικής ομάδας που καλείται χριστιανισμός.

Η δήθεν βαρβαρική καταγωγή του Ορφέως, επιχειρείται να στηριχθεί στο προσωνύμιο «Θράκας». Λέμε «Ορφεύς ο Θράκας». Η Θράκη κατά την εποχή εκείνη, εκτείνονταν σε μια πολύ ευρύτερη περιοχή από την σημερινή, που κατοικούνταν από πολλούς βαρβαρικούς λαούς, συμπεριλαμβανομένων όμως και ελληνικών φύλων. Η παραπλάνηση έγκειται στο ότι μένουν στην ονομασία αυτή, χωρίς να δίδουν περισσότερα στοιχεία, στοιχεία που ξεδιαλύνουν μια και καλή το θέμα και που υπάρχουν στις πηγές. Φυσικά, το όλο τους εγχείρημα υποβοηθείται από αλλοίωση κειμένων και νοημάτων τα οποία δίνουν στους αδαείς αναγνώστες τους.

α) Καταγωγή Ορφέως

Ας δούμε κάποιες πληροφορίες σχετικά με τη Θράκη, από το παλαιό γεωγραφικό λεξικό του Ν. Λορέντη…

Κατά τους αρχαιοτάτους χρόνους υπήρχον τα όρια και η έκτασις της χώρας ταύτης αμυδρώς προσδιωρισμένα· παρ’ Ομήρω εκλαμβάνεται υπό τούτο το όνομα όλη η επέκεινα της Θεσσαλίας εκτεινομένη χώρα της Ευρώπης επί της οποίας αναφέρει ο ποιητής ως ίδια μέρη την Πιερίαν, Ημαθίαν και Παιονίαν, κατοικούμενα υπό των Παιόνων και Κικόνων. Ο δε Ηρόδοτος συγκαταριθμεί μεταξύ των εθνών της Θράκης τους Γέτας και Δάκας· κατά Στράβωνα, Σκύλακα και Πλίνιον, εκτείνετο η Θράκη από τον Ίστρον ποταμόν έως του Στρυμόνος· εκατωκείτο δε το πάλαι η Θράκη από πολλούς κατ’ ιδίαν λαούς, έχοντας ίδια έθιμα και νόμους παραλλάττοντας προς αλλήλους.
(σ. 208)

Άρα, όταν οι αρχαίοι μιλάνε για «Θράκη», αναφέρονται σε μια πολύ ευρύτερη περιοχή από αυτήν που καταλαβαίνουμε σήμερα. Σε αυτήν την περιοχή υπήρχαν πολλοί λαοί (φυλές). Άλλες βαρβαρικές και άλλες ελληνικές, όπως θα δούμε στην συνέχεια.

Είμαστε στην πολύ ευχάριστη θέση να διαθέτουμε αρχαία κείμενα που μας δίνουν πληροφορίες τόσο για την ακριβή περιοχή γέννησης του Ορφέως, όσο και την καταγωγή, αλλά και τον τόπο δράσης του. Ας εκκινήσουμε από τα «Αργοναυτικά» του Ορφέως. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρεται στο τέλος του έργου:

Ένθεν δ’ ορμηθείς εσύθην χιονώδεα Θρήκην, Λειβήθρων ες χώρον, εμή πατρίδα γαίαν· άντρον δ’ εισεπέρησα περίκλυτον, ένθα με μήτηρ γείνατ’ ενί λέκτροις μεγαλήτορος Οιάγροιο.

Τα Λείβηθρα είναι η πατρική γη του Ορφέως. Αυτά ανήκουν στην Θράκη (όπως λέγονταν τότε) και βρίσκονται στους πρόποδες του Ολύμπου. Ο Όλυμπος βρίσκεται στα μεθόρια Θεσσαλίας και Μακεδονίας (όπως λέγονται σήμερα).

Το λεξικό του Σουίδα αναφέρει:

Ορφεύς, Λειβήθρων των εν Θράκη (πόλις δε εστίν υπό τη Πιερία), υιός Οιάγρου και Καλλιόπης· ο δε Οίαγρος πέμπτος ην από Άτλαντος, κατά Αλκυόνη μιαν των θυγατέρων αυτού. Γέγονε δε προ ια΄ γενεών των Τρωικών.

Οι πληροφορίες γίνονται όλο και πιο συγκεκριμένες. Τα Λείβηθρα είναι στην Πιερία. Στο «Γεωγραφικό» λεξικό του Ν. Λορέντη, αναφέρεται για την Πιερία ότι είναι «επαρχία της σημερινής Μακεδονίας κειμένη επί των συνόρων της Θεσσαλίας πλησίον του όρους Ολύμπου, κατά Στράβωνα σχηματίζουσα τα παράλια μεταξύ του Αλιάκμονος ποταμού και του Αξιού, αρχαιόθεν δε ανήκουσα εις την Θράκην· εκ της χώρας ταύτης κατήγετο ο Ορφεύς» (σ. 446).

Ο γραμματικός και ποιητής Ιωάννης Τζέτζης (12ος αιώνας), στο έργο «Λυκόφρων», αναφέρει ότι ο Ορφέας κατοικούσε γύρω από τον Ελικώνα και τα Λείβηθρα. Το όνομα «Λείβηθρον» σημαίνει «ρείθρον, οχετόν, κρουνόν και τόπος εν τη Μακεδονία και κατά τον Ελικώνα» (Ησύχιος, «Γλώσσαι»). Σήμερα η περιοχή ονομάζεται «Κανάλια», και δηλώνει το ίδιο πράγμα. Δηλαδή, τόπο στον οποίο εκχέονται ύδατα και ο οποίος έχει πολλές χαράδρες και πηγές.

Στα Αργοναυτικά του Ορφέως αναφέρεται: «Πιερίην Λειβήθρων τα’ άκρα κάρηνα».

Ο Παυσανίας στα «Βοιωτικά» (Λ΄7-9), γράφει ότι ο Ορφεύς ετάφη στο Δίον «Μακεδόνων δε η χώραν την υπό το όρος την Πιερίαν» και ότι υπάρχουν εκεί τα οστά του. Στα χρόνια που γράφει ο Παυσανίας (περίπου 2ος μεταχριστιανικός αιώνας), η Πιερία λέγεται ότι ανήκει στην Μακεδονία, όπως ακριβώς λέμε και σήμερα. Μάλιστα, «ρει δε και ποταμός Ελικών», ο οποίος φτάνει «ως εν τω Ολύμπω», περνώντας από τα Λείβηθρα, «η επί Μακεδονίας τέτραπται το όρος», και που «ου πόρρω της πόλεως το του Ορφέως μνήμα». Δηλαδή, δεν είναι μακριά τα Λείβηθρα από το Δίον, όπου βρίσκεται το μνήμα του Ορφέως. Για την ύπαρξη του μνήματος του Ορφέως στο Δίον, κάνει λόγο και ο Διογένης ο Λαέρτιος στους «Βίους Φιλοσόφων».

Στα Αργοναυτικά του Απολλωνίου του Ρόδιου, αναφέρεται:

Ας θυμηθούμε πρώτον τον Ορφέα, αυτόν που, κατά την παράδοση, τον γέννησε στη Θράκη, στην κορυφή της Πιμπληίδας, η Καλλιόπη σαν ενώθηκε με τον Οίαγρο τον περίφημο Ορφέα, τον άρχοντα της βιστωνικής Πιερίας.
(Α΄, στ.24)

Εδώ, έχουμε την ονομασία του όρους στο οποίο γεννήθηκε ο Ορφέας.

Στα Αργοναυτικά» του Ορφέως, ο Ιάσων προσφωνεί τον Ορφέα:

Ορφεύ, Καλλιόπης τε και Οιάγρου φίλε κούρε, Βιστονίη Κικόνεσσι πολυρρήνοισιν ανάσσων, χαίρ’ επεί Αιμονίους οχέας πρώτιστον ικανώ, Στρυμονίας τε ροάς, Ροδόπης τ’ αιπεινά προς άγκη.
(στ. 77 κε)

Οι πληροφορίες που παίρνουμε από τον στίχο αυτό των Αργοναυτικών του Ορφέως, μας λένε ότι ο Οίαγρος βασίλευε στην Βιστονία στον λαό των Κικόνων. Οι Κίκονες ήταν «έθνος αρχαίον της Θράκης, κατοικούντες περί τα παράλια από του Ισμάρου έως του Λίσου ποταμού απέναντι της νήσου Σαμοθράκης» (Γεωγραφικό λεξικό Ν. Λορέντη, σ. 267). Στο ίδιο σύγγραμμα αναφέρεται ότι «κατά τα παράλια αυτής ήσαν επίσημοι ελληνικαί αποικίαι συσταθείσαι εξ αρχαίων ήδη χρόνων» (σ. 208).

Αναφέρει ο Όμηρος για τους Κίκονες (οι οποίοι στάθηκαν στο πλευρό των Τρώων): «Με τους κονταρομαχητές τους Κίκονες εκίνα, Εύφημος, του διόθρεφτου Κεάδη απ’ τον Τροιζήνα» (Ιλιάδα, ραψωδία Β΄).

Όπως εξηγεί το ομηρικό λεξικό του Κωνσταντινίδη, «Τροίζηνος, υιός του Κέου, πατήρ Ευφήμου» (σ. 637).

Η γενεαλογική γραμμή περνά από τον Κέα (Κεάδη) στον Τροίζηνο και από εκεί στον Εύφημο που ηγείται των Κικόνων. Ο Κίκων ήταν γιος του Απόλλωνος και της νύμφης Ρόδου (ή Ροδόπης). Είναι πασιφανές ότι τα ονόματα είναι ελληνικά, και είναι σε χρήση μέχρι και στην σύγχρονή μας εποχή!

Μια επιπλέον απόδειξη για την ελληνικότητα του Ορφέως, είναι η δωρική του καταγωγή. Αυτό, μας το λέει ο ποιητής Μόσχος (2ος αι. π.κ.ε.), στο «Επιτάφιος του Βίωνος», όπου γράφει: «απώλετο Δώριος Ορφεύς».

Τέλος, να αναφερθεί ότι «Ελλάνικος δε και Δαμάσκης και Φερεκύδης εις Ορφέως το γένος ανάγουσι του Ομήρου» (Πρόκλος, βίος Ομήρου 26.14). Χρησιμότατη και αυτή η πληροφορία. Ώστε ο Ορφεύς είναι πρόγονος του Ομήρου!

Ανακεφαλαιώνοντας για τα περί της καταγωγής του Ορφέως, έχουμε: Ο Ορφεύς ο Θράκας γεννήθηκε στο όρος Πιμπηίδα στα Λείβηθρα, κάτω από την Πιερία που είναι επαρχία της σημερινής Μακεδονίας, η οποία από αρχαιοτάτων χρόνων ανήκε στη Θράκη. Ο πατέρας του ο Οίαγρος, βασίλευε στην βιστωνική Πιερία, στους Κίκονες που ήταν ελληνικό φύλο.

Έλληνας λοιπόν ο Ορφεύς, για αυτό και ο Παυσανίας τον βλέπει να αναπαριστάται με ελληνικό σχήμα και όχι με θρακικό, υπονοώντας βαρβαρικό: «Ελληνικόν δε το σχήμα εστί τω Ορφεί, και ούτε η εσθής ούτε επίθημά εστίν επί τη κεφαλή Θράκιον» (Φωκικά 30,6). Για ποιά βαρβαρική καταγωγή του Ορφέα μας μιλάνε οι σύγχρονοι πλαστογράφοι της ιστορίας;

β) Πιθανές ετυμολογίες του ονόματός του

Ακόμα και από την ετυμολογία του ονόματος «Ορφεύς», μπορεί κανείς να εννοήσει την ελληνικότητα του ονόματος. Παρακάτω είναι ορισμένες πιθανές ετυμολογήσεις.

Α. Ορφεύς: από το «όρφνη», που σημαίνει «το της νυκτός σκότος»/ «επί του σκότους του Άδου, του Κάτω Κόσμου» (Δ. Δημητράκος, τ. Ι΄, σ. 5244).
Το ίδιο πράγμα αναφέρεται και στο λεξικό των Lidel και Scott (έκδοση Α. Κωνσταντινίδη): «χθονός όρφνη, επί του κάτω κόσμου, δηλαδή του Αίδου»/«Η ρίζα του όρφνη, ορφνός, ορφεύς είναι ερέφω: Έρεβος». (τ. Α΄, σ. 361). Πράγματι, ο μύθος συνδέει τον Ορφέα με τον Άδη, καθώς κατέβηκε σε αυτόν για να φέρει την Ευρυδίκη στον επάνω κόσμο. Μπορεί όμως να συνδεθεί και με τα αρχαία μυστήρια τα οποία ήταν ακατανόητα για τους αμύητους. Άλλωστε Άδης σημαίνει αυτό που δεν βλέπεται με τα φυσικά μάτια.

Β. Ορφεύς: από τη ρίζα «όρφ» που δείχνει ότι κάποιος στερείται κάτι. Εξ ου και η λέξη «ορφανός». Κάποιοι υποστηρίζουν ότι μπορεί να θεωρηθεί μεταφορικά «ορφανός», εφόσον στερήθηκε την σύζυγό του.

Γ. Ορφεύς: από το «Ορ» και το «φάος», που σημαίνει λόγος φωτεινός. Η λέξη «όρος» σημαίνει (και) «λόγος» (όρος εστί λόγος δηλών ποίον εστί, κατά τον Γαληνό), και η λέξη «φάος» σημαίνει το φως.

γ) Χρονολόγηση

Το ζήτημα της χρονολόγησης -όσον αφορά τα πρόσωπα της μυθολογίας, είναι δύσκολο ήδη από τα χρόνια του Διόδωρου του Σικελιώτη. Ο ίδιος γράφει:

Δεν αγνοώ πως όσοι συντάσσουν αρχαίες μυθολογίες συμβαίνει να δυσκολεύονται πολύ κατά τη συγγραφή. Επειδή λόγω της αρχαιότητάς του το σχετικό υλικό είναι δυσεύρετο, οι γράφοντες βρίσκονται σε πολύ δύσκολη θέση, ενώ ταυτόχρονα καθώς η χρονική του τοποθέτηση δεν επιδέχεται ακριβή έλεγχο, κάνει τους αναγνώστες να περιφρονούν τα ιστορούμενα. Επί πλέον, η ποικιλία και το πλήθος των ηρώων, ημιθέων και των άλλων ανδρών που πρέπει να γενεαλογηθούν κάνουν σχεδόν ανέφικτη την αφήγηση. Μα το μεγαλύτερο και πιο εξωφρενικό εμπόδιο απ’ όλα είναι πως συμβαίνει εκείνοι που ανέγραψαν τα αρχαιότατα γεγονότα και μυθολογίες να μην συμφωνούν μεταξύ τους.
(Ιστορική Βιβλιοθήκη, Βιβλίο Δ΄, 1.1)

Εντούτοις, η θέση του ιστορικού μας είναι η εξής…

Εμείς, όμως, μιας κι έχουμε αντίθετη γνώμη από εκείνους, υπεστήκαμε τον κόπο της σχετικής αναγραφής και φροντίσαμε με κάθε τρόπο να εκθέσουμε τους αρχαίους μύθους. Διότι πολλές και μεγάλες πράξεις συντελέστηκαν από τους ήρωες και τους ημιθέους και πολλούς άλλους μεγάλους άνδρες, τους οποίους, για τις ευεργεσίες που παρείχαν σ’ όλους τους ανθρώπους, οι μεταγενέστεροι τους τίμησαν άλλους με ισόθεες και άλλους με ηρωικές θυσίες, ενώ όλους η ιστορία τους εξύμνησε στον αιώνα με τους επαίνους που τους έπρεπαν.
(ο. π.1.4)

Σύμφωνα με τις πηγές, ο Ορφεύς λαμβάνει μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία ως ιερεύς του Απόλλωνος (μάλιστα είναι ο πρώτος ιερεύς του Απόλλωνος), η οποία προηγείται του Τρωικού πολέμου. Συγκεκριμένα, το μεσαιωνικό λεξικό του Σουίδα, τοποθετεί τον Ορφέα ένδεκα γενεές πριν τα Τρωικά (Γέγονε δε προ ια΄ γενεών των Τρωικών).

Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης τον τοποθετεί εκατό χρόνια πριν τον Τρωικό (Ιστορική Βιβλιοθήκη, Δ. Σικελιώτης, Ζ΄).

Πριν τα τρωικά, τοποθετείται και από τον χρονογράφο Ιωάννη Μαλάλα.

Το ίδιο μαρτυρά και το Πάριο Χρονικό, το οποίο έχει αξία μόνο ως αρχαιολογικό εύρημα και όχι για τις χρονολογήσεις που δίνει, εφόσον τα ιστορικά γεγονότα μετατοπίζονται σε πολύ παλαιότερες εποχές από ότι αυτό δείχνει. Σημασία έχει όμως ότι η αργοναυτική εκστρατεία τοποθετείται σε παλαιότερη εποχή σε σχέση με τα Τρωικά.

Ο αστρονόμος Κ. Χασάπης, μετά από ανάλυση αστρονομικών δεδομένων που δίδονται στον ορφικό ύμνο του Απόλλωνος, τοποθετεί τα ορφικά κείμενα ή στο 1366 π.κ.ε., ή στο 11.835 π.κ.ε. Γράφει στην μελέτη του: «Όπως είδομεν, εις τον ύμνον του Απόλλωνος γίνεται λόγος περί ισότητος των εποχών, χειμώνος και θέρους (μίξας χειμώνος θέρεός τ΄ ίσον αμφοτέροισιν). Είναι όμως δυνατόν να υπολογίσωμεν μετά πάσης ακριβείας τον χρόνον, κατά τον οποίον έλαβε χώραν το φαινόμενο τούτο, εξ αυτού δε να συμπεράνωμεν κατά τρόπον ασφαλή περί του χρόνου, που διετυπώθησαν οι Ορφικοί ύμνοι». Και αφού ο καθηγητής εξηγεί με μαθηματικούς υπολογισμούς πως έφτασε στις χρονολογήσεις αυτές, γράφει: «Εκ των δύο τούτων χρονολογιών (έχει καταλήξει παραπάνω στο 1366 και 11835 π.κ.ε.) είναι αναντιρρήτως απορριπτέα εφ’ όσον ως προς το 1366 π.κ.ε. μεταθέτει τα γεγονότα κατά 10.369 έτη προς το απώτερον παρελθόν, κατά το οποίον ουδεμία ένδειξις υπάρχει και επομένως πιθανότης δια να εγράφησαν οι ύμνοι». Δηλαδή, η χρονολόγηση που μας πάει πιο βαθιά στην ιστορία, δεν απορρίπτεται από τον Κ. Χασάπη επειδή δεν βγαίνει με βάση τα αστρονομικά δεδομένα, αλλά διότι (όπως γράφει) «ουδεμία ένδειξις υπάρχει και επομένως πιθανότης δια να εγράφησαν οι ύμνοι».

Ας κρατήσουμε αυτές τις δυο χρονολογήσεις.

Ο Αριστοτέλης στο σύγγραμμά του «Μετεωρολογικά», στο πρώτο βιβλίο, μας λέει ότι ο Όμηρος είναι πρόσφατος αναφορικά με την εποχή που ιδρύθηκε η Μέμφις, δηλαδή το σημερινό Κάιρο. «και το αρχαίον η Αίγυπτος Θήβαι καλούμεναι. Δηλοί δε και Όμηρος, ούτως πρόσφατος ων ως ειπείν προς τας τοιαύτας μεταβολάς· εκείνου γαρ του τόπου ποιείται μνείαν ως ούπω Μέμφιος ούσης ή όλως ή ου τηλικαύτης». Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της αρχαιολογίας, η Μέμφις ιδρύθηκε το 3100 π.κ.ε.

Τι σημαίνουν αυτά; Αν ο Όμηρος γεννήθηκε το 3100 π.κ.ε., τα Τρωικά έγιναν σε ακόμα παλαιότερη εποχή. Διότι έχουμε μαρτυρία ότι υπήρξε προ του Ομήρου ο Κόριννος ο Ιλιεύς, ο οποίος πρώτος έγραψε για τα Τρωικά και ήταν σύγχρονος των γεγονότων!
«Κόριννος, Ιλιεύς, εποποιός των προ Ομήρου, ως τισίν έδοξε· και πρώτος γράψας την Ιλιάδα, έτι των Τρωικών συνισταμμένων. Ην δε Παλαμήδους μαθητής και έγραψε τοις υπό Παλαμήδους ευρεθείσι Δωρικοίς γράμμασιν» (Λεξικό Σούδα).

Τα Αργοναυτικά (στα οποία συμμετείχε και ο Ορφεύς), έλαβαν χώρα παλαιότερα.

Από τις χρονολογήσεις που κατέληξε ο αστρονόμος Κ. Χασάπης, η νεότερη δεν ταιριάζει με τα παραπάνω δεδομένα. Μας μένει η αρχαιότερη, η οποία συνάδει με την μαρτυρία του Διογένη του Λαερτίου, ότι ο Ορφεύς είναι «αρχαιότατος». Ο δε φιλόσοφος και βασιλεύς Ιουλιανός, στην επιστολή του προς τον Ηράκλειο τον Κυνικό, γράφει ότι «ο Ορφεύς είναι ο παλαιότατος ενθέως φιλοσοφήσας» (Προς Ηράκλειον Κυνικόν).

Σε κάθε περίπτωση, ο Ορφεύς χρονολογείται πριν το 3100 π.κ.ε., και όχι τον 6ο αι. π.κ.ε.

δ) Η δράση του Ορφέως και η πηγή των γνώσεών του
Ο ιστορικός Διόδωρος ο Σικελιώτης, στην «Ιστορική Βιβλιοθήκη», συμπεριλαμβάνει τον Ορφέα μεταξύ των άλλων μεγάλων μυθολόγων- θεολόγων, Όμηρο και Ησίοδο (Βιβλίο ΣΤ΄, 1.3). Σε άλλο σημείο του έργο του, μας αναφέρει τους δασκάλους του Ορφέως, που είναι οι Ιδαίοι Δάκτυλοι ή αλλιώς Ετεοκρήτες.

Πρώτοι, λοιπόν, απ’ όσους μνημονεύονται από την παράδοση, κατοίκησαν στην περιοχή της Ίδης στην Κρήτη οι Ιδαίοι Δάκτυλοι, όπως ονομάστηκαν. Ετούτοι, σύμφωνα με μια παράδοση, ήταν εκατό τον αριθμό, ενώ άλλοι λένε πως ήταν μόνο δέκα που έλαβαν αυτήν την ονομασία, ισάριθμοι με τα δάκτυλα των χεριών. Μερικοί, όμως, μεταξύ των οποίων και ο Έφορος, ιστορούν πως οι Ιδαίοι Δάκτυλοι γεννήθηκαν στην Ίδη της Φρυγίας και πως πέρασαν στην Ευρώπη με τον Μύγδονα· καθώς ήταν γόητες, επιδίδονταν στις μελωδικές φράσεις, τις τελετές και τα μυστήρια και ζώντας ένα διάστημα στη Σαμοθράκη εξέπληξαν σε μεγάλο βαθμό τους εκεί κατοίκους· την ίδια περίοδο και ο Ορφέας, προικισμένος με ξεχωριστή ικανότητα στην ποίηση και τη μελωδία, έγινε μαθητής τους και διατύπωσε (εξενεγκείν) πρώτος στους Έλληνες τις τελετές και τα μυστήρια.
(Ε΄,64.3-4)

Οι Ιδαίοι Δάκτυλοι, σύμφωνα με τα Αργοναυτικά του Απολλώνιου του Ρόδιου, ήταν δαίμονες, γεννήματα της νύμφης Αγχιάλης (Α΄, στ. 1129). Σύμφωνα με τον Παυσανία, ταυτίζονται με τους Κουρήτες της θεάς Ρέας. Στον ορφικό ύμνο 31, αναφέρονται ως «ακόλουθοι της ορειμανούς Μητρός, φανερωτές των μυστηρίων».

Στο παραπάνω απόσπασμα πρέπει να προσέξουμε το «εξενεγκείν», που κάκιστα αποδίδεται σε μερικές μεταφράσεις ως «έφερε». Ο Ορφεύς δεν έφερε τις τελετές και τα μυστήρια από έξω. Διότι αν έκανε εισαγωγή, θα έλεγε «εισενεγείν».

«Εξενεγκειν τελετας και μυστηρια» (ενεγκείν από το ρήμα φέρω) + πρόθεση εξ (εκ) = εκφέρω. Δηλαδή, ο Ορφεύς διατύπωσε δια κατάλληλων λέξεων, παρέθεσε, εξέδωσε, δημοσίευσε, πραγματεύτηκε, αποκάλυψε, και μαρτύρησε στα γραπτά του περί αυτών.

Σε πολλά σημεία της ελληνικής γραμματείας, φαίνεται ότι ο Ορφεύς δίδαξε τα Εληνικά μυστήρια. Για παράδειγμα, αναφέρει ο Δημοσθένης, «και την απαραίτητον και σεμνήν Δίκην, ην ο τας αγιωτάτας ημίν τελετάς καταδείξας Ορφεύς παρά τον του Διός θρόνον φησί καθημένη πάντα τα των ανθρώπων εφοράν…» (Κατά Αριστογείτονος Α΄, 11).

Το ίδιο αναφέρει και ο Αριστοφάνης, «Ορφεύς μεν γαρ τελετάς θ’ ημίν κατέδειξε φόνων τ’ απέχεσθαι» (Βάτραχοι, 1032).

Ο Διόδωρος μας δίνει την πληροφορία ότι ο Ορφεύς είχε μυηθεί (και) στα Καβείρια μυστήρια:

Λένε, μάλιστα, πως όσοι μετάσχουν στα μυστήρια γίνονται ευσεβέστεροι και δικαιότεροι και από κάθε άποψη καλύτεροι. Για αυτό και οι επιφανέστεροι από τους αρχαίους ήρωες και ημιθέους θέλησαν να μυηθούν στην τελετή· γιατί και ο Ιάσονας και οι Διόσκουροι, ο Ηρακλής, επίσης, και ο Ορφέας, αφού μυήθηκαν, πέτυχαν σε όλες τους τις εκστρατείες λόγω της εμφάνισης τούτων των θεών.
(Ε΄, 49.6)

Ο Ιωάννης Μαλάλας αναφέρει στην «Χρονογραφία» του, ότι ο Ορφεύς διδάχθηκε από τον Απόλλωνα. «[…] εκ της ιδίας αυτού ενθυμήσεως ουκ εξέθετο τι ποτέ περί θεού ή της κοσμικής κτίσεως, αλλ’ είπεν ότι αιτησαμένου δια ιδίας αυτού ευχής μαθείν παρά του Φοίβου Τιτάνος ηλίου την θεογονίαν και την του κόσμου κτίσιν και τις εποίησεν αυτήν». Ο Πρόκλος στο υπόμνημά του «Εις τον Τίμαιον του Πλάτωνος» γράφει ότι ο Ορφεύς διδάχθηκε από την μούσα Καλλιόπη. Συνεπώς και σύμφωνα με την παράδοση, την γνώση που έλαβε ο Ορφέας, δεν την έλαβε από ανθρώπους ούτε στην Αίγυπτο. Έχοντας ήδη αυτή τη Γνώση, μετέβη στην Αίγυπτο. Γράφει πάλι ο ιστορικός Διόδωρος ο Σικελιώτης σχετικά με αυτό: «Αφοσιωμένος στη μόρφωσή του, αφού έμαθε όλα όσα έλεγαν οι μύθοι για τους θεούς, πήγε στην Αίγυπτο όπου έμαθε κι άλλα περισσότερα κι έγινε ο μεγαλύτερος των Ελλήνων σε θέματα θεολογίας, τελετών, ποιημάτων και τραγουδιών» (Βιβλίο Δ΄, 25.3).

Ώστε ο Ορφεύς δεν διδάχθηκε τα πάντα στην Αίγυπτο, όπως το παρουσιάζουν οι απολογητές. Όταν πήγε εκεί, είχε ήδη γνώσεις. Εκεί έμαθε περισσότερα. Αυτό διαφέρει από το να ισχυριστεί κανείς ότι πήγε στην Αίγυπτο, έμαθε, και μετά ήρθε εδώ και μας δίδαξε τα των Αιγυπτίων, σαν εμείς να μην είχαμε τίποτα.

Βέβαια, η Γνώση που βρήκε εκεί ήταν ως επί το πλείστον ελληνική. Η ιδιοποίηση της ελληνικής γνώσης από τους Αιγυπτίους και της παρουσιάσεώς της ως δικό τους επίτευγμα, θα είναι το θέμα ενός προσεχούς άρθρου. Γιατί και σε αυτό παραπληροφορούν οι απολογητές.

Προς το παρόν, πέρα από όσα γράφτηκαν παραπάνω, αρκεί να φέρω ως τεκμήριο και την άποψη του Λουκιανού: «Αιθιόπων ούτε παρ’ Αιγυπτίων αστρολογίης περί ουδέν ήκουσαν, αλλά σφίσιν Ορφεύς ο Οιάγρου και Καλλιόπης πρώτος τάδε απηγήσατο». (Περί της αστρολογίης, 8). Περί αστρονομικών θεμάτων, πρώτος μίλησε ο Ορφεύς, όχι οι Αιγύπτιοι.

Στα Αργοναυτικά, αναφέρονται δυο χωρία που μας ξεκαθαρίζουν το θέμα…

Αιγύπτω ιερόν λόγον εξελόχευσα, Μέμφιν ες ηγαθέη πελάσας, ιεράς τε πόληας Άπιδος, ας πέρι Νείλος αγάρροος εσταφανώται.
(στ. 44)

Δηλαδή, «σου είπα και όσα ιερά λόγια εξελόχευσα στην Αίγυπτο, όταν πλησίασα στην ιερή Μέμφιδα και τις άλλες ιερές πόλεις του Άπιδος».

Τί σημαίνει το ρήμα «εξελόχευσα»; Το πρώτο συνθετικό είναι η πρόθεση «εξ» (εκ) και το δεύτερο το «ελλοχεύω». Η πρόθεση «εκ»/«εξ» δηλώνει κάτι που είναι κρυφό και γίνεται φανερό. Λέμε «εκφράζω τα συλλυπητήρια μου». Δηλαδή, βγάζω προς τα έξω αυτό που αισθάνομαι εσωτερικά. Δηλαδή, φανερώνω.

Στο λεξικό του Δ. Δημητράκου (τ. Θ΄, σ. 4387), το ρήμα «λοχεύω» έχει εννέα σημασίες. Από αυτές, οι επτά έχουν να κάνουν κυριολεκτικά με την όλη διαδικασία της γεννήσεως. Δηλαδή, με τη σύλληψη, την ώρα του τοκετού, την γέννα, και την περίοδο αμέσως μετά τη γέννα. Μόνο μια σημασία από αυτές, έχει μεταφορική έννοια και σημαίνει «παράγω, δίδω, αναδίδω». Και υπάρχει και η σημασία «ενεδρεύω», σύμφωνα με τον λεξικογράφο Ησύχιο. Τί πονηριά κάνουν οι νεοαπολογητές; Παίρνουν την κυριολεκτική σημασία του ρήματος για να πουν ότι ο Ορφέας αφού διδάχθηκε από τους Αιγυπτίους, γέννησε τον ιερό λόγο! Μα εδώ φυσικά, ο λόγος χρησιμοποιείται μεταφορικώς. Ο Ορφεύς έβγαλε από μέσα του, έδωσε, παρήγαγε, τον ιερό λόγο που ήδη είχε μυηθεί στα ελληνικά μυστήρια. Απλά, εξωτερίκευσε στους Αιγυπτίους τον ιερό λόγο που ενέδρευε ήδη μέσα του.

Σε άλλο σημείο του ίδιου έργου, αναφέρεται: «Ήδη γαρ μοι άλις καμάτων, άλις έπλετο μόχθων, ως ικόμην επί γαίαν απείριτον ηδέ πόληας, Αιγύπτω, Λιβύη τε βροτίς άνα θέσφατα φαίνων» (στ. 102). Δηλαδή, «Διότι τώρα πλέον μου είναι αρκετοί οι κόποι και οι ταλαιπωρίες που πέρασα διερχόμενος την απέραντη γη και τις πόλεις, αποκαλύπτοντας στους ανθρώπους τους θείους λόγους στην Αίγυπτο και στην Λυβύη».

Όσον αφορά τον τόπο της κύριας δράσης του Ορφέως, μας καθίσταται γνωστός από τις «Βάκχες» του Ευριπίδη, όπου λέει…

Μπορεί στου Ολύμπου τα δασιά από δεντριά φαράγγια όπου ο Ορφεύς σύχναζε κι έπαιζε την κιθάρα, με το τραγούδι εμάγευε δέντρα μαζί κι αγρίμια, Ω, Πιερία, μακάριος που σε τιμά ο Εύιος (Διόνυσος), θα’ ρθεις σ’ εσένα με χορούς, με βακχικά τραγούδια.
(στ. 560- 566).

ε) Συγγράμματα

Είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τόσο τα χαμένα όσο και τα σωζόμενα συγγράμματα του Ορφέως και των ορφικών διαδόχων του.

Πάλι με βάση τις μαρτυρίες, είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ότι έγραψε έπη. Ο Παυσανίας στα «Βοιωτικά» (Λ΄, 4) αναφέρει την γνώμη, ότι ο Ορφέας ξεπέρασε τους προηγούμενους όσον αφορά την καλλιέπεια των έμμετρων λόγων («ο δε Ορφεύς εμοί δοκείν υπερεβάλετο επών κόσμω τους προ αυτού»), και τόσο πολύ έγινε ισχυρός ώστε πίστευαν ότι βρήκε τις τελετές των θεών και τους καθαρμούς για τις νόσους που προκαλούνται εξαιτίας των ανόσιων έργων («και επί μέγα ήλθεν ισχύος οία πιστευόμενος ευρηκέναι τελετάς θεών και έργων ανοσίων καθαρμούς νόσων»), και μέσα θεραπείας και αποτροπές της θείας οργής («ιάματα και τροπάς μηνιμάτων θείων»).

Η γλώσσα που είναι γραμμένα τα ορφικά κείμενα είναι μια πρόσμιξη Αττικής διαλέκτου και Αιολικής (που είναι κλάδος της Αχαϊκής). Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι την εποχή του Πεισιστράτου (6ος αιώνας), το ορφικό έργο επανεκδόθηκε. Επόμενο ήταν να μετεγγραφτούν επί το απλούστερο και στη σύγχρονη για την τότε εποχή γλώσσα.

Ο Πλάτων αναφέρεται σε ύπαρξη εκτενούς ορφικής γραμματείας κατά την εποχή του, τον 4ο αιώνα· «βίβλων δε όμαδον παρέχονται Μουσαίου και Ορφέως, Σελήνης τε και Μουσών εγγόνων ως φασί» (Πολιτεία, Β΄, 364e)

Αιώνες μετά, ο Ιωάννης Μαλάλας στην «Χρονογραφία» του, γράφει ότι ο Ορφέας «ο σοφώτατος και περιβόητος ποιητής», εξέθεσε «θεογονίαν και κόσμου κτίσιν και ανθρώπων πλαστουργία». Είναι σε θέση να παραθέτει ορφικούς στίχους τους οποίους θεωρεί αυθεντικούς ( «και άλλους δε πολλούς περί τούτου είπε στίχους ο αυτός Ορφεύς» ). Επίσης, μας δίνει την πληροφορία ότι «ο δε αυτός Ορφεύς εν τη βίβλω συνέταξεν», που σημαίνει ότι θεωρεί τα συγγράμματα αυθεντικά.

Αυτά όσο και του Ερμού του Τρισμεγίστου διδάσκονταν από τους φιλοσόφους. Αναφέρει για τον Θέωνα επί παραδείγματι: «Θέων ο σοφώτατος φιλόσοφος εδίδασκε και ηρμήνευε τα αστρονομικά και τα Ερμού του Τρισμεγίστου συγγράμματα και τα Ορφέως».

Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ ΚΑΙ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΣΕΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 115 Μ.Χ.

Κατά τη διάρκεια του αιματοβαμμένου πολέμου των Διαδόχων, που ακολούθησε τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και διήρκησε από το 322 π.Χ. ως το 281 π.Χ., ο ιδρυτής της δυναστείας των Σελευκιδών, Σέλευκος Α΄ Νικάτωρ, κατέλαβε το μεγαλύτερο μερίδιο εδαφών της αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου. Το 281 π.Χ., το βασίλειο αυτό ξεκινούσε από τη βορειοδυτική Μικρά Ασία και κατέληγε μέχρι τη βορειοδυτική Ινδία. Το κέντρο του βασιλείου ήταν η βόρεια Συρία, με πρωτεύουσα την Αντιόχεια και δευτερεύουσες πρωτεύουσες τις Σάρδεις στα δυτικά και στα ανατολικά τη Σελεύκεια στον Τίγρη.

Το κύριο χαρακτηριστικό του βασιλείου αυτού ήταν η συνεχής ίδρυση πόλεων σε όλο το μήκος του, καθώς συνυπήρχαν ελληνικοί πληθυσμοί με γηγενείς (Άραβες, Ιουδαίοι, Πέρσες, Ινδοί). Βέβαια, οι θεσμοί, ο πολιτισμός και η τέχνη είχαν ελληνικό χαρακτήρα. Επιπλέον, οι Έλληνες από τη Μακεδονία ζούσαν σε πόλεις ελληνικού τύπου και ήταν πολύ υπερήφανοι για την καταγωγή τους. Ακόμη, πολλοί αυτόχθονες έμαθαν την ελληνική γλώσσα και γραφή, υιοθέτησαν τον ελληνικό τρόπο ζωής και αντίληψης, ενώ πολλοί από αυτούς είχαν ακόμη και ελληνικά ονόματα.

Το βασίλειο των Σελευκιδών ήταν απέραντο, αλλά μέσα σε αυτό το βασίλειο κατάφερε να ξεχωρίσει μια πόλη, που αποτέλεσε το επίκεντρο του ελληνικού πολιτισμού, αλλά και του εμπορίου, καθώς μέχρι και τον 10ο αιώνα μ.Χ. την επιθυμούσαν διακαώς Άραβες και Σταυροφόροι.

Η πόλη της Αντιόχειας ιδρύθηκε στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. από τον Σέλευκο Α΄ Νικάτωρ προς τιμήν του πατρός του, Αντιόχου. Ακόμη, ίδρυσε άλλες τρεις πόλεις, που ήταν η Σελεύκεια στην Πιερία (το σημαντικό λιμάνι της πόλεως), η Λαοδικεία και η Απάμεια. Όλες είχαν σχεδιαστεί με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή με το σύστημα του κανάβου και είχαν διαστάσεις 112×58μ., κάτι το οποίο μάς δείχνει το σχέδιο των αρχιτεκτόνων για μαζική κατασκευή πόλεων, με σκοπό την αστικοποίηση και τον εξελληνισμό της Ασίας. Αρχιτέκτονες της Αντιοχείας ήταν ο Ξενάριος, με βοηθούς τον Ατταίο, τον Περίττα και τον Αναξικράτη, που ανέλαβαν τον σχεδιασμό της πόλης.

Η τοποθεσία της πόλης βρισκόταν σε ένα καλά αρδευόμενο και υγιεινό σημείο, στην αριστερή όχθη του ποταμού Ορόντη και μεταξύ του όρους Σιλπίου. Τα περισσότερα ίχνη των Σελευκιδών έχουν χαθεί λόγω της μεγάλης εξάπλωσης της πόλης στη ρωμαϊκή και βυζαντινή περίοδο. Παρόλα αυτά, η έκταση της πόλης φαίνεται να υπολογίζεται στα 2,2 τετραγωνικά χιλιόμετρα, βρισκόταν ανάμεσα σε έναν ποταμό και σε έναν κύριο δρόμο, που οδηγούσε προς τον νότο, στο προάστιο της Δάφνης και στη θάλασσα της Λαοδικείας. Οι κάτοικοί της αριθμούσαν περίπου 500.000 ψυχές. Συνυπήρχαν Έλληνες, Σύριοι, που, κατά μια έννοια, ήταν η πλειοψηφία, και Ιουδαίοι. Η πόλη χωριζόταν σε 18 δήμους-φυλές.

Ο Σέλευκος, έπειτα από την κατασκευή της πόλης, δημιούργησε ένα προάστιο ιερό, που λεγόταν Δάφνη, οκτώ χιλιόμετρα νότια της Αντιόχειας. Η Δάφνη ήταν μια δασώδης περιοχή, με πολύ καλό κλίμα και ήρεμη ατμόσφαιρα. Για αυτόν τον λόγο και έγινε άλσος και όχι άδικα ησυχαστήριο με λουτρά και τόπους αναψυχής. Η πόλη ήταν αφιερωμένη στον Απόλλωνα Πύθιο.

Το σημαντικότερο μνημείο της πόλης ήταν ο ναός του Απόλλωνα. Το κολοσσιαίο άγαλμα του Απόλλωνα ήταν έργο του Βρύαξη. Από τις περιγραφές, που έχουμε, ο θεός φαίνεται να κρατούσε στο δεξί του χέρι μια λύρα και μια φιάλη προσφορών στο αριστερό. Ακόμη, υπήρχε ένα ευμέγεθες μπρούτζινο άγαλμα του Σελεύκου.

Υπήρχαν, ακόμη, ναοί της Αρτέμιδος, της Αφροδίτης και της ελληνο-αιγυπτιακής θεότητας, Ίσιδας. Η πόλη φημιζόταν για τις εκδηλώσεις και τους αγώνες της. Άλλο ένα σημαντικό μνημείο της αρχαίας πόλης είναι το άγαλμα της Θεάς Τύχης, που στην αρχαία Ελλάδα είχε σχέση με την τύχη ενός έθνους, κράτους, μιας πόλης ή ενός ατόμου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο, ήταν κόρη του Ωκεανού και της Θέτιδας, ενώ ο Πίνδαρος υποστήριζε πως πατέρας της ήταν ο Δίας.

Τις δεκαετίες μετά τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου, έγινε πολύ συχνή η λατρεία της και την τιμούσαν συνεχώς, ειδικά σε πολεμικές περιόδους. Οι ελληνιστές μυθογράφοι θεωρούν πως ήταν κόρη του Ερμή και της Αφροδίτης. Πολλές φορές, την συνδέουν με την Κυβέλη ή την Ίσιδα.Έτσι, οι διάδοχοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου αποφάσισαν να συνεχίζουν αυτή την παράδοση για την καλή τύχη μιας πόλης, δημιουργώντας στην Αντιόχεια το Τυχαίον.Το λατρευτικό άγαλμα φιλοτεχνήθηκε από τον Ευτυχίδη Σικυώνα, μαθητή του περίφημου Λύσιππου.

Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΣΕΙΣΜΟΣ

Στις 13 Δεκεμβρίου 115 μ.Χ., η πόλη της Αντιόχειας χτυπήθηκε από τεράστιο σεισμό, ενώ ο αυτοκράτορας Τραϊανός ξεχειμώνιαζε εκεί με τα στρατεύματά του. Ο σεισμός ήταν πολύ μεγάλος πιθανόν μεγέθους 7,5 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, κατέστρεψε σχεδόν ολοκληρωτικά την Αντιόχεια, τη Δάφνη και τέσσερις άλλες αρχαίες πόλεις, συμπεριλαμβανομένης της Απάμειας. Έγινε αισθητός σε όλη την Εγγύς Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο μέχρι τη Ρόδο και προκάλεσε τσουνάμι που έπληξε το λιμάνι της πόλης Caesarea Maritima στην Ιουδαία.

Η πιο ζωντανή περιγραφή της καταστροφής προήλθε από τον Ελληνορωμαίκης καταγωγης ιστορικό Cassius Dio. Στη Ρωμαϊκή Ιστορία του (Βιβλίο LXVIII), περιέγραψε πώς η Αντιόχεια ήταν γεμάτη κόσμο κατά τη διάρκεια του σεισμού λόγω του αυτοκράτορα Τραϊανού που ξεχειμώνιαζε μέσα στην πόλη.

Ενώ ο αυτοκράτορας παρέμενε στην Αντιόχεια έγινε ένας τρομερός σεισμός· πολλές πόλεις υπέστησαν τραυματισμούς, αλλά η Αντιόχεια ήταν η πιο ατυχής από όλες. Αφού ο Τραϊανός περνούσε τον χειμώνα εκεί και πολλοί στρατιώτες και πολλοί πολίτες είχαν συρρέει εκεί από όλες τις πλευρές σε σχέση με τον νόμο - κοστούμια, πρεσβείες, επιχειρήσεις ή αξιοθέατα, δεν υπήρχε έθνος ανθρώπων που να έμεινε αλώβητο· και έτσι στην Αντιόχεια ολόκληρος ο κόσμος υπό την κυριαρχία των Ρωμαίων υπέστη καταστροφή. (68.24.1-2)».

Έπειτα ζωγράφισε μια δραματική εικόνα της καταστροφής που γνώρισε ο πληθυσμός.

"Πρώτα ακούστηκε, ξαφνικά, ένας μεγάλος βρυχηθμός, και αυτό ακολουθήθηκε από έναν τρομερό σεισμό. Όλη η γη αναστατώθηκε και κτίρια πήδηξαν στον αέρα· μερικά μεταφέρθηκαν ψηλά μόνο για να καταρρεύσουν και να σπάσουν, ενώ άλλοι πετάχτηκαν από δω κι από κει σαν από το κύμα της θάλασσας, και ανατράπηκαν, και τα συντρίμμια απλώθηκαν σε μεγάλη έκταση ακόμη και στην ανοιχτή ύπαιθρο (68.24.2)

Στρατιώτες και πολίτες σκοτώθηκαν από πτώση συντριμμιών ενώ πολλοί άλλοι εγκλωβίστηκαν. Οι μετασεισμοί που ακολούθησαν τον σεισμό για αρκετές ημέρες σκότωσαν ορισμένους επιζώντες, ενώ άλλοι, εγκλωβισμένοι σε κτίρια που κατέρρευσαν, πέθαναν από την πείνα.

Και καθώς ο Θεός συνέχιζε τον σεισμό για πολλές μέρες και νύχτες, οι άνθρωποι ήταν σε δεινή θέση και αβοήθητοι, άλλοι συντρίφθηκαν και χάθηκαν κάτω από το βάρος των κτισμάτων που τους πίεζαν, και άλλοι πέθαιναν από την πείνα. (68.25.2-3)

Ο Τραϊανός επέζησε και γλίτωσε μόνο με ελαφρά τραύματα, αλλά αναγκάστηκε να καταφύγει στο τσίρκο καθώς οι μετασεισμοί συνεχίστηκαν για αρκετές ημέρες (δείτε μια αεροφωτογραφία του τσίρκου της Αντιόχειας εδώ).

Ο Τραϊανός βγήκε από ένα παράθυρο του δωματίου στο οποίο έμενε. Κάποιο ον, μεγαλύτερο από ανθρώπινο ανάστημα, είχε έρθει κοντά του και τον οδήγησε έξω, έτσι που γλίτωσε με λίγα μόνο ελαφρά τραύματα. και καθώς οι κραδασμοί παρατάθηκαν σε αρκετές ημέρες, έζησε έξω από τις πόρτες στον ιππόδρομο. (εδώ υπάρχει υποτιθέμενη θεϊκή παρέμβαση από τον Δια που σώζει τον αυτοκράτορα η οποια αποτυπωθηκε σε νομισμα.)(68.25.6)

Δυστυχώς, τίποτα δεν αναφέρεται για το πώς τα κατάφερε η Πλωτίνα, η σύζυγος του Τραϊανού ή ο Αδριανός, αλλά επέζησαν αλώβητοι. Πολλοί στρατιώτες, μεταξύ των οποίων και μέλη της αυτοκρατορικής ακολουθίας, χάθηκαν. Ένα από τα πιο σημαντικά θύματα ήταν ο τακτικός πρόξενος Marcus Pedo Vergilianus. Συνολικά, 260.000 λέγεται ότι πέθαναν κατά τη διάρκεια ή μετά από αυτό το γεγονός. Ο πληθυσμός της Αντιόχειας μειώθηκε σε λιγότερους από 400.000 κατοίκους και πολλά τμήματα της πόλης εγκαταλείφθηκαν.

Μετά τον σεισμό ο Τραϊανός άρχισε την ανοικοδόμηση της πόλης και έστησε για αυτό τον λόγο ένα αντίγραφο του αγάλματος της Τύχης της Αντιόχειας στο νέο θέατρο. Την ανοικοδόμηση την ολοκλήρωσε ο διάδοχος του Αδριανός.

ΣΟΦΙΣΤΙΚΗ: Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

1. ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΥΓΚΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΧΕΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Το πέρασμα από την αρχαϊκή εποχή στην κλασική όπως λέγεται, στήνεται πάνω στη γέφυρα που μαστορεύουν ο εκχρηματισμός της οικονομίας και η ανάπτυξη του εμπορίου. Ο πρώτος είχε ως συνέπεια τη σώρευση κεφαλαίου με το κέρδος που προσπόριζε στους εμπόρους και τους παραγωγούς, η δεύτερη την πύκνωση της επικοινωνίας με άλλους λαούς, με ξένες χώρες. Μολονότι η διάρθρωση της οικονομίας δεν παρουσίασε καμιά σημαντική αλλαγή, εντάθηκε η εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών και παράλληλα αυξήθηκε η εργατική δύναμη που εξασφάλιζαν οι δούλοι. Ωστόσο οι τελευταίοι δεν αυξάνονται γύρω από μια οικονομία, αλλά σε μεγάλες επιχειρήσεις όπως είναι τα μεταλλεία, στα λατομεία και τα εργαστήρια. Οι συνθήκες εργασίας χειροτέρευαν και μαζί με μια εντυπωσιακή τιμαριθμική άνοδο, επέδρασαν στην όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων. Μεγάλες περιουσίες δημιουργήθηκαν και αντίθετα πολλοί βρέθηκαν σε κατάσταση πενίας. Οι συνεχείς πόλεμοι, εμφύλιοι οι περισσότεροι ανάμεσα σε «πόλεις», συνεχείς πολιτειακές μεταβολές, απότοκοι μιας οικονομικής δυσπραγίας που υπόβοσκε παρά τη φαινομενική ευμάρεια, αλλά και των ξενικών επιρροών, εναλλαγές τυραννικών καθεστώτων προς δημοκρατικά, οξείς πολιτικοί ανταγωνισμοί, φανερώνουν, όταν τους αντιμετωπίζει κανείς με μια οφειλόμενη μακροϊστορική και μακροκοινωνιολογική προοπτική, μια ενότητα συναρθρωμένη από διαλεκτικά αντίνομα, αντιμέτωπα και συγκρουόμενα στοιχεία. Και η ενότητα αυτή πρώτ’ απ’ όλα και πάνω απ’ όλα αναδύει, μέσα στην αναταραχή των λεπτομερειών, μια ισόρροπη ολότητα, μια αρμονική συνύπαρξη.

Οι βασικές δομές της κοινωνίας και της οικονομίας, αλλά και της πολιτικής, δεν έχουν υποστεί καμιά ουσιαστική μετατροπή από την αρχαϊκή εποχή. Μόνο που τώρα, σε φάση ωρίμανσης του σταθερού, στην αστάθεια του γίγνεσθαι, γίνονται αντικείμενο μυχιότερου προβληματισμού. Μέχρι τώρα η προσοχή είχε στραφεί στον εξωτερικό κόσμο και αναζητήθηκε διασύνδεση των επιμέρους στοιχείων της φύσης με μια πρωταρχή καθολικής και γενικής ισχύος. Με την προκείμενη αρχή έγινε προσπάθεια να δομηθούν τα μερικά σε ένα γενικό και έτσι να συλληφθούν από τη συνείδηση. Μολοντούτο η εμμονή πάνω στο αντικείμενο, παραγνώριζε το υποκείμενο που το συλλαμβάνει. Γιατί ο κόσμος δεν είναι μόνο αντικείμενα δομημένα κατά μίαν αρχή, τα αντικείμενα υπάρχουν μόνο χάριν ενός υποκειμένου που τα δέχεται. Από τη μια μεριά έχουμε λοιπόν τον κόσμο των αντικειμένων που αντίκειται σ’ ένα υποκείμενο, και από την άλλη τα πολλά και ποικίλα υποκείμενα που δέχονται και μεταφέρουν στη συνείδησή τους ό,τι αντίκειται σ’ αυτά, μετουσιώνοντάς τα στη συνέχεια σε συνείδηση, συνειδητοποιώντας τα. Αν π αρχαϊκή περίοδος άφησε τον κόσμο των αντικειμένων να πληρώσει το συγκείμενο της προβληματικής της. τώρα η κλασική αντιμετωπίζει τον υποκειμενικό κόσμο και προσπαθεί να γεφυρώσει τις δυο σφαίρες. Έτσι, η γέφυρα που συνδέει την αρχαϊκή με την κλασική αρχαιότητα μετατρέπεται σε μια πλατιά λεωφόρο διπλής κυκλοφορίας.

Η στροφή προς τον υποκειμενικό κόσμο είναι ευκολονόητη. Όταν οι κοινωνικές διαφοροποιήσεις γίνονται εντονότερες, όταν η σταθερότητα παραμένει μια συνεχής αστάθεια, όταν τα πάντα κονιορτοποιούνται για να συντεθούν ή για να μη συντεθούν ποτέ, το ερώτημα μετατίθεται όχι στο τι είναι ο εξωτερικός κόσμος, αλλά ποιο είναι το υποκείμενο, ο ίδιος ο άνθρωπος, που είναι δέκτης αυτών των μεταβολών, τις οποίες, είναι φανερό πως ο ίδιος τις προκαλεί με τις πράξεις, τη συμπεριφορά του.

Όπου όμως υπάρχει έντονη κοινωνική διαφοροποίηση, αλλά και κινητικότητα στη διαφοροποίηση αυτή, η σύγκριση είναι αναπόφευκτη. Και όπως είπαμε τώρα υπάρχουν αυτές οι προϋποθέσεις. Στο εσωτερικό επίπεδο του ελληνικού κόσμου υπάρχει η ευκαιρία για σύγκριση ανάμεσα σε «πόλεις» και πολιτεύματα, κοινωνικές τάξεις και επαγγέλματα, ανάμεσα κυρίως σε ατομικές περιπτώσεις. Όχι μόνο γιατί εκεί είναι έτσι και εδώ αλλιώς, τότε ήταν έτσι και σήμερα διαφορετικά, αλλά και γιατί αυτός είναι έτσι και ο άλλος αλλιώς.

Η επικοινωνία που είπαμε με ξένες χώρες προκαλεί το έναυσμα για συγκρίσεις. Συγκρίνονται η γεωγραφική μορφολογία, οι κλιματολογικές συνθήκες, τα πολιτεύματα, η οικονομία, τα ήθη και τα έθιμα, οι θρησκείες, οι άνθρωποι οι ίδιοι. Και το αποτέλεσμα της σύγκρισης είναι απαισιόδοξο με τη σχετικότητα που προκαλεί: κάτι που ισχύει εδώ δεν ισχύει αλλού και κάτι που υπάρχει εκεί και θεωρείται καλό, εδώ δεν εφαρμόζεται γιατί κρίνεται ως κακό. Τι είναι λοιπόν καλό και τι κακό;

Η διμέτωπη λοιπόν σύγκριση γίνεται αιτία να αλλάξει πορεία η φιλοσοφική θεώρηση. Από την απόλυτη αλήθεια αναζητεί να ανεύρει τη σχετική, τόσο σχετική που έχει δύναμη παγκόσμιου κύρους. Αλλά μια παρόμοια σχετικοκρατία δεν σημαίνει τίποτε άλλο από την αναγωγή του ίδιου του ανθρώπου σε μέτρο κρίσης και σύγκρισης. Ο καθείς κατά το δικό του μέτρο, κατά το δικό του υποκείμενο. Τόσες οι αλήθειες, όσα τα υποκείμενα Εδώ δεν υπάρχει καν αντικείμενο, υπάρχουν φευγαλέες εντυπώσεις, αποτυπώματα και ίχνη που αφήνουν τα αντικείμενα στις αισθήσεις.

Από την άλλη πλευρά η σύγκριση οδηγεί το ανθρώπινο πνεύμα σε απτές κατευθύνσεις μέσα στο χρόνο και το χώρο. Έτσι αναπτύσσεται η Ιστοριογραφία και η Γεωγραφία από τους πρώτους «λογογράφους», όπως ο Εκαταίος ο Μιλήσιος, ο Ξάνθος ο Σαρδηνός, ο Ελλάνικος ο Μυτιληναίος, που συλλέγουν στοιχεία λαογραφικά, ανθρωπολογικά, κοινωνιολογικά Αυτοί οι πρόδρομοι του Ηρόδοτου προετοιμάζουν το έδαφος για την έλευση των σοφιστών. Και όπως συνέβη με τους πρώτους φιλοσόφους, έτσι και τώρα, η πλειονότητα δεν προέρχεται από τη Μητρόπολη του Ελληνικού κόσμου —ή ό,τι θεωρείται ως Μητρόπολη— αλλά από την περιφέρεια: όσοι αναφέραμε πιο πάνω κατάγονται από τη Μικρά Ασία, οι δυο μεγαλύτεροι σοφιστές ο Πρωταγόρας και ο Γοργίας, ο πρώτος από τα Άβδηρα της Θράκης και ο δεύτερος από την πόλη της Σικελίας Λεοντίνοι. Δεν είναι η μοίρα του Ελληνισμού να οργανώνεται η Μητρόπολή του στην περιφέρεια —και αυτό μέχρι τη σύγχρονη εποχή— όσο, πρακτικοί λόγοι που προκαλούν την αναδρομή στις υπερορίες περιοχές: αυτές έρχονται πιο εύκολα σε επαφή με το ξενικό βάρβαρο στοιχείο και οι εμπειρίες που αποκτούν είναι συνυφασμένες με συγκριτικές παρατηρήσεις.

Η Σοφιστική ξεκινά ακριβώς από αυτές τις εμπειρίες. Κατ’ επέκταση κινείται αντίστροφα απ’ ό,τι η πρώτη, η κοσμολογική φιλοσοφία Μολονότι η τελευταία δεν αποκλείει την εμπειρική παρατήρηση της φύσης, επειδή ο τελικός της σκοπός ήταν να καταλήξει σε μια πρωταρχή ερμηνευτική του κόσμου, στηριζόταν στη θεώρηση. Έτσι η μέθοδός της ήταν απαγωγική, υπάγοντας το μερικό στο γενικό, μια και αυτό ήταν το ζητούμενο. Αντίθετα η Σοφιστική ξεκινά από την εμπειρία, τη ζωντανή πραγματικότητα όπως φανερώνεται πολυδιασπασμένη. Από τις ψηφίδες αυτές της εμπειρίας τις ξέχωρες και ιδιαίτερες, προσπαθεί να συνθέσει το πολύπτυχο μωσαϊκό της γνώσης της· όσο πιο πλατύ είναι το φάσμα της, τόσο πιο πλούσιο είναι το συμπέρασμα Προσπαθεί πιο ειδικά, να μελετήσει όλες τις εκδηλώσεις του ανθρώπου και του περιβάλλοντος του, της κοινωνίας και της ζωής και απ’ την παρατήρηση αυτή να οδηγηθεί σε διατύπωση μιας θεωρίας αναφορικά προς τη δυνατότητα ή τη μη δυνατότητα της γνώσης, για τις αρχές και την εξέλιξη του πολιτισμού, για την προέλευση και τη δομή της γλώσσας, της τέχνης, του δίκαιου, των θεσμισμένων γενικά αξιών. Αλλά δεν παραμένει η Σοφιστική μόνο στο θεωρητικό επίπεδο, δεν την ικανοποιεί μόνο αυτό: προχωρεί και στη διατύπωση συμπερασμάτων που έχουν πρακτική και ηθική σκοπιμότητα, όπως είναι η στάση του ανθρώπου κατέναντι στην κοινωνία, η ίδια η εσωτερική συγκρότηση του ατόμου και της κοινωνίας. Μεθοδολογικά λοιπόν σημειώνεται μια ριζική μεταστροφή, όχι από το ολοτικό στο μερικό, αλλά από το μερικό στο καθολικά υπαρκτό, όχι από τη θεωρητική απαγωγή των πάντων από ιιια κινητήρια αργή, αλλά την κατά τρόπο εμπειρικό επαγωγή από τα πάντα οε συμπεράσματα. Η μέθοδος λοιπόν των Σοφιστών είναι η επαγωγική.

Αλλά υπάρχει και μια ακόμη διαφορά εξίσου σημαντική: οι σοφιστές διαφέρουν από τους αρχαϊκούς φιλοσόφους στο σκοπό. Για τους πρώτους η αναζήτηση της αλήθειας είναι αυτοσκοπός. Η γνώση είναι για τη γνώση, «ένεκεν της γνώσεως» αναλώνουν τη ζωή τους. Αντίθετα. για τον σοφιστή οι γνώσεις είναι χρήσιμες via την πράξη, η σοφιστική είναι η τέχνη με την οποία πετυχαίνεται η κυριαρχία στη ζωή και η εξουσία στην κοινωνία. Αυτό σημαίνει πιο απλά πως η σοφιστική έχει σαφή επαγγελματικό προσανατολισμό. Και ο σοφιστής παρέχει στους φοιτητές του, που τον αμείβουν γι’ αυτό καλά, γνώσεις τέτοιες ώστε μ’ αυτές να σταδιοδρομήσουν σαν άνθρωποι, σαν πολιτικοί. Η διδασκαλία του είναι δυνατή και γι’ αυτό η παρακο­λούθησή της καταλήγει να έχει οικονομικά αποτελέσματα. Αποτελεί επένδυση που θα αποδώσει μακροπρόθεσμα στον κοινωνικό στίβο, στο στάδιο της πολιτικής όπου ο φοιτητής θα αποδυθεί σε αγώνα ζωής.

Ο αρχαϊκός φιλόσοφος και όταν ακόμη είχε μαθητές —που δεν ήταν δα και απαραίτητοι— προσπαθούσε να διαπλάσει φιλοσόφους σαν κι αυτόν, όχι επαγγελματίες πολιτικούς. Ίσως αναρωτηθεί κανείς για την οικονομική αποδοτικότητα της πολιτικής στους κλασικούς χρόνους. Για ορισμένους μπορεί αυτό να φανεί ως εξεζητημένη απλούστευση ή εκκεντρισμός. Ωστόσο, όπως θα καταδείξουμε πιο κάτω, η κλασική αρχαιότητα έχει άμεση σχέση προς την εποχή μας —και σε γενικές γραμμές προς όποια φάση έχει περάσει ο σημερινός πολιτισμός για να καταλήγει εκεί όπου κατέληξε—. Στην εκχρηματισμένη, λοιπόν, απόλυτα εποχή μας, εκείνο που προσδοκάται από την παιδεία είναι η επαγγελματική αποκατάσταση ώστε σε τελική ανάλυση η επιτυχία της παιδείας να εξαρτάται από την αποδοτικότητα σε αγαθά που εξασφαλίζει στους φοιτητές μελλοντικά και που αποτιμώνται συνήθως σε χρήμα. Η προκείμενη αντίληψη έχει κληρονομηθεί από τη σοφιστική σκοποθεσία, με τη διευκρίνιση πως το «χρήμα» εδώ πρέπει να εκληφθεί κάτω από μια ευθύτερη σημειολογική σκοπιά. Είναι το σημαίνον της κοινωνικής διάκρισης, της κατοχής υψηλού ατομικού καθεστώτος. Και αναμφίβολα εκείνο που επεδίωκαν οι μαθητές των σοφιστών όπως προείπαμε είναι να διαπρέψουν και να διακριθούν στα πολιτικά πράγματα. Παράλληλα όμως η πολίτική εξουσία δεν παύει ποτέ από του να παριστά οργανωμένα συμφέροντα που σαν τέτοια ήταν, είναι και θα είναι οικονομικά. Ιδού λοιπόν γιατί χρειάστηκε να έλθει ο Σωκράτης ώστε να διαλύσει την πλάνη των σοφιστών και να αποδώσει στον άνθρωπο το χαμένο ανθρωπισμό ή πιο ορθά να αποδώσει στην παιδεία την πραγματική της αποστολή: τη δημιουργία όχι καλών επαγγελματιών, αλλά. τη διάπλαση πρώτιστα σωστών ανθρώπων.

Η σοφιστική φανερώνεται, λοιπόν, στην Ιστορία ως εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Και κάθε εκπαιδευτική μεταρρύθμιση δεν πρέπει να ξεχνάμε πως είναι αποτέλεσμα όχι τόσο των αλλαγών, όσο των αναγκών που επάγεται η οικονομική και πολιτική διάρθρωση της κοινωνίας. Μέχρι τους σοφιστές η νεολαία αποκτούσε από τους λεγόμενους γραμματιστές γνώσεις που περιορίζονταν στην ανάγνωση, τη γραφή και στην πρακτική αριθμητική. Λίγη ανάγνωση ποιητών, κυρίως των Ομηρικών επών και κάποια μουσική παιδεία ολοκλήρωναν τη μόρφωση των νέων. Αλλά τώρα, τα προβλήματα γίνονται πολυπλοκότερα. Η ενεργή ενασχόληση των πολιτών με την πολιτική. όπως επιβάλλει το δημοκρατικό πολίτευμα, απαιτεί ανθρώπους με πλατιά παιδεία. ικανούς να σκέπτονται με ευστροφία, να μιλάνε καλά και να ενεργούν σωστά στην επιδίωξη κάποιου συγκεκριμένου σκοπού. Τον άνθρωπο όμως της κλασικής αρχαιότητας δεν ικανοποιεί, όπως είδαμε, η ξερή θεωρητική γνώση, αλλά η γνώση που εναλλάσσεται με την πράξη. Γιατί ο τύπος που προβάλλει η εποχή είναι προπάντων εκείνος του ανθρώπου της δράσης, του πολιτικού.

Το περιεχόμενο της σοφιστικής διδασκαλίας αντλείται από τη δεξαμενή των γνώσεων που έχουν σωρεύσει οι αρχαϊκοί φιλόσοφοι, οι ποιητές, οι πρώτοι τελοσπάντων πανεπιστήμονες. Είναι μια εισαγωγή στα μαθηματικά, την αστρονομία, τη γραμματική, τη γλώσσα δηλαδή και τη χρησιμοποίησή της. Η εριστική και η ρητορική είναι οι δυο πλευρές μιας λαβίδας με την οποία συλλαμβάνει κανείς οπαδούς. Με την πρώτη μαθαίνει κανείς πώς να αρνείται τις φιλοσοφικές αντιλήψεις των άλλων, πώς να ασκεί αντιπολίτευση και με την άλλη πώς να πείθει για την ορθότητα των δικών του ισχυρισμών, της δικής του φιλοσοφικής τοποθέτησης. Η ρητορική ως τέχνη της πειθούς δεν αναφέρεται στην αλήθεια, στην αντικειμενικότητα, αλλά στην εμφάνιση του υποκειμενικού ως αντικειμενικού. Μετατρέποντας τον ήσσονα λόγο σε κρίσσονα παρασύρει το πλήθος, το κολακεύει, το ενθουσιάζει, του κεντρίζει τα πάθη του, το συγκινεί. Και όλα αυτά προκειμένου να το οδηγήσει στο λιμάνι εκείνο όπου ναυλοχούν τα καράβια του συμφέροντος και των επιθυμιών του ρήτορα που ρητορεύει. Πα ένα ρήτορα η αντιλογία προηγείται του λόγου. Πρώτα αντιλέγει και στη συνέχεια λέγει. Έτσι και οι σοφιστές δεν δίδαξαν μόνο τη λογική αλλά και την αντιλογική. Ενδιαφερόμενοι να καταστήσουν ικανούς τους φοιτητές τους όχι μόνο να πείθουν, αλλά και να παραπείθουν, φρόντισαν όχι μόνο να τους μορφώσουν, αλλά και να τους παραμορφώσουν. Χρησιμοποίησαν λοιπόν τις σωρευμένες γνώσεις «κατά τό δοκοῦν» ώστε να επιτύχουν το σκοπούμενο. Αυτό σημαίνει πως το σχετικό δεν υπάρχει μόνο στην αντίληψη του υποκειμένου, αλλά και στην εκδήλωση της αντίληψής του, δηλαδή στις απόψεις του. Τα δεδομένα της επιστήμης μπορούν να χρησιμοποιηθούν και έτσι και αλλιώς. Εφόσον οι εντυπώσεις προέχουν, κατά συνέπεια οι σοφιστές προσπαθούν με την τέχνη τους να εντυπωσιάσουν και να μάθουν και τους άλλους να εντυπωσιάζουν. Κατ’ αυτό τον τρόπο ο υποκειμενικός κόσμος του σοφιστικού ανθρώπου εκτείνεται και κατακτά τον υποκειμενικό κόσμο των άλλων.

Καθώς αναφέραμε πιο πάνω, η μη ύπαρξη απόλυτης, αλλά σχετικής αλήθειας, υποκειμενικής, καθιστά όλες τις εκδοχές πιθανές. Γιατί στον κόσμο των σοφιστών δεν κυριαρχεί μόνο το σχετικό αλλά και το «εἰκός» δηλαδή το πιθανό. Και το τελευταίο είναι εκείνο που εκφράζει τον κοινωνικό χώρο προς τον οποίο είναι στραμμένοι οι σοφιστές.

Η έρευνα της κοινωνίας κατατείνει σε πιθανές διαπιστώσεις σε νομοτέλειες και διακανονισμούς πιθανότητας και όχι βεβαιότητας. Ιδού λοιπόν γιατί οι σοφιστές από μια άλλη πλευρά είναι οι πρώτοι κοινωνιολόγοι, όπως τους εννοούμε σήμερα Αντίθετα απ’ ό,τι πιστεύεται, η διδασκαλία τους δεν είναι άρνηση της ζωής, είναι παραδοχή της. Δεν είναι απόρριψη της γνώσης, αλλά συνταιριασμός της προς τις εκάστοτε επικρατούσες συνθήκες. Ένα συνεχές δούλεμα και ξαναδούλεμα της εμπειρίας ώστε να έρχεται πάντα σε συνάφεια προς τη ζωντανή πραγματικότητα, προς τις απαιτήσεις της εποχής. Κατ’ αυτό τον τρόπο η γνώση ξεφεύγει από το δόκανο το οποίο της στήνει ο άκαμπτος σχολαστικισμός, και αποκτά μια ευκαμψία που της επιτρέπει να παρακολουθεί την πρόοδο της κοινωνίας και της Ιστορίας. Έτσι η γνώση αποκτά και κοινωνικότητα και ιστορικότητα, έτσι εξελίσσεται και η ίδια και δεν επαναλαμβάνεται ή δεν επαναπαύεται σε απολιθωμένους τύπους.

Εξάλλου και οι ίδιοι οι σοφιστές προβάλλονταν ως φορείς της προόδου και της διαφώτισης. Πλανόδιοι διδάσκαλοι, με εντυπωσιακή και επιμελημένη αμφίεση, περιόδευαν από πόλη σε πόλη διδάσκοντας τους νέους. Και οι τελευταίοι ενθουσιάζονταν από όσα άκουγαν απ’ αυτούς, τους θαύμαζαν και τους είχαν σαν ίνδαλμα. Τούτη η σαγήνη των σοφιστών προς τους νέους, μπορεί να εξηγηθεί σαν παραπλάνησή τους από τα φανταχτερά σχήματα λόγου, από χα συνθήματα και τις εικόνες που προσλάμβαναν ως παραστάσεις απ’ αυτούς. Αυτή όμως είναι μια πολύ αυστηρή και πολύ συντηρητική κρίση. Βέβαια ο νεανικός ενθουσιασμός συχνά είναι άλογος και αναβλύζει από τον συναισθηματικό κόσμο, η κρίση σ’ αυτή την ηλικία δεν έχει αναπτυχθεί όσο θα πρέπει. Μολαταύτα, πολλές φορές η διαίσθηση αναπληρώνει την κρίση. Και οι νέοι διαισθάνονται μάλλον παρά κατανοούν, αν όχι την ίδια την αλήθεια, τουλάχιστον το δρόμο που οδηγεί προς την αλήθεια.

Όπως έχουμε αναφέρει ήδη, οι σοφιστές στηρίχτηκαν στην υποκειμενικότητα που απορρέει από τις αισθήσεις. Και οι αισθήσεις όταν λειτουργούν, ορίζουν την επιθυμία η οποία πάλι κατευθύνει τις επιλογές, την ίδια την πραξιολογία του ανθρώπου. Η συνείδηση συλλέγει τις αισθήσεις από τα έξω και θα ενεργεί προς τα έξω πάλι ως αισθήσεις. Η αισθησιαρχία λοιπόν οδηγεί σε μια έκρηξη του συναισθηματικού κόσμου που κατατείνει στην ικανοποίηση της κάθε επιθυμίας των αισθήσεων. Το υποκειμενικό που υπάρχει στη σύλληψη του κόσμου μέσα στον οποίο βρίσκεται ο άνθρωπος, από τον άνθρωπο, θα υπάρχει και στην ενέργειά του κατέναντι του κόσμου, όπου ο ίδιος ενεργεί και πράττει. Μια παρόμοια όμως αντίληψη, οδηγεί κατ’ ευθείαν σ’ έναν ευδαιμονισμό όπου το ευχάριστο για τον καθένα χωριστά γίνεται πηδάλιο των ξέχωρων πράξεών του. Το πρακτέο λοιπόν, η πράξη θα πρέπει να έχει ευχάριστο αποτέλεσμα για εκείνον που πράττει.

Σύμφωνα προς τους σοφιστές η ηθικότητα δεν στηρίζεται σ’ έναν αντικειμενικό κανόνα, θεωρητικό. Γιατί όπως δεν υπάρχει απόλυτη θεωρία, έτσι δεν υπάρχει και τίποτε το αντικειμενικό και γιατί, εκείνο που προέχει για τη συνείδηση είναι οι αντιδράσεις σ’ αυτήν των αισθήσεων. Η ίδια έχει να επιλέγει ανάμεσα στην ευαρέσκεια που προκαλεί η ικανοποίηση της επιθυμίας και τη δυσαρέσκεια που προκαλεί η μη ικανοποίησή της. Ο άνθρωπος έτσι επανέρχεται σ’ έναν άλλου είδους δυϊσμό αυτή τη φορά: ευχάριστο-δυσάρεστο και δρομολογεί τη συμπεριφορά του ανάλογα προς αυτόν.

Μολοντούτο, δεν υπάρχει ηθικός άνθρωπος; Και αν υπάρχει μήπως είναι εκείνος, όπως είδαμε στις πρώτες σελίδες του παρόντος βιβλίου, που συμβιβάζεται προς τις προσδοκίες της κοινωνίας από τον ίδιο, που πράττει ό,τι η κοινωνία αναμένει απ’ αυτόν; Αυτή την κοινωνιολογική ηθική έχουν κατά βάση καλλιεργήσει οι σοφιστές. Ωστόσο είναι παραγνώριση της αλήθειας να ισχυριστούμε πως μια κοινωνιολογική ηθική δεν αναγνωρίζει αντικειμενικούς κανόνες για την ανθρώπινη συμπεριφορά. Με τη διαφορά, όπως είπαμε, πως αυτοί δεν εξάγονται από μια αρχή που βρίσκεται έξω από την κοινωνία, αλλά η πηγή τους είναι η ίδια η κοινωνική πραγματικότητα. Σ’ αυτό φαίνεται να προσανατολίζονται και οι σοφιστές, μολονότι οι γνώμες τους διχάζονται και είναι δύσκολο να διαγνώσει κανείς μίαν ομο­φωνία σ’ όλους, γύρω απ’ αυτό το θέμα. Αλλά και γιατί ό,τι έχει περισωθεί από τις απόψεις τους υπάρχει σε έργα που γράφτηκαν για να καταπολεμήσουν τις απόψεις τους. Μέχρι ποίου σημείου οι Πλατωνικοί διάλογοι, λογουχάρη, είναι αδιάσειστη και προπάντων αντικειμενική πηγή;

Μολαταύτα, το γεγονός και μόνο πως οι σοφιστές υπογράμμισαν τη σχετικότητα έτσι όπως επικρατεί στον κοινωνικό χώρο, διερεύνησαν τις πιθανότητες και επέμειναν στις εντυπώσεις που προκαλούν οι αισθήσεις μας, μπορεί να τους καταξιώσει ως επίσημους θεμελιωτές ενός κοινωνικού ρεαλισμού. Γιατί επιμένοντας στις εντυπώσεις, είναι προφανώς οι πρώτοι εμπρεσσιονιστές φιλόσοφοι. Και ο εμπρεσσιονισμός είναι έκφανση ενός προχωρημένου ρεαλισμού — αυτό μαρτυρεί η παρουσία του στην τέχνη και τη φιλοσοφία ενάμιση τώρα αιώνα. Γιατί, επιμένοντας πάνω σ’ ένα ρεαλιστικό θεμέλιο —που όπως θα δούμε στη συνέχεια είναι ο άνθρωπος— θέτει τις βάσεις για ένα θετικισμό. Όταν λοιπόν αναφερόμαστε στην Κοινωνιολογία ως «θετική» επιστήμη του «πιθανού», τότε διπλά ομολογούμε πίστη στη συμβολή των σοφιστών στη γέννησή της.

2. Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ

Ο πιο ονομαστός από τους σοφιστές είναι ο Πρωταγόρας (490- 420 π.Χ.) που περιόδευσε πολλές ελληνικές πόλεις διδάσκοντας, αλλά παρέμεινε τον περισσότερο χρόνο στην Αθήνα. Εδώ γνωρίζεται με τον Περικλή και απ’ αυτόν λαμβάνει εντολή να γράψει το «πολίτευμα» της πανελλήνιας αποικίας Θούριοι στη Σικελία που ιδρύθηκε το 444 π.Χ. και που στον αποικισμό της έλαβε μέρος εκτός από τον ίδιο και ο Ηρόδοτος. Κατά χο τελευταίο έτος της ζωής του, γύρω στον καιρό της εκστρατείας στη Σικελία, κατηγορείται για αθεΐα με αφορμή ένα σύγγραμά του «περί Θεών» και βρίσκει το θάνατο ταξιδεύοντας για τη Σικελία.

Ο Πρωταγόρας ήταν πολυγραφότατος, αλλά εκτός από ελάχιστα αποσπάσματα δεν έχει περισωθεί τίποτε αξιόλογο. Έτσι, όπως παρατηρήσαμε και πιο πάνω, οι Πλατωνικοί διάλογοι είναι οι πιο σημαντικές πηγές για τη μελέτη του έργου και των απόψεων του (ιδιαίτερα ο ομώνυμος διάλογος όπως και ο «Θεαίτητος»),

Η μνημειακή φράση «πάντων χρημάτων μέτρόν ἐστιν ἄνθρωπος, τῶν μέν ὄντων ὡς ἔστιν, τῶν δέ οὐκ ὄντων ὡς οὐκ ἔστιν» με την οποία ως φαίνεται άρχιζε το έργο του «Ἀλήθεια ἤ Κοταβάλλοντες», αποτελεί μια ριζική επανάσταση στη μέχρι τότε θεώρηση του κόσμου και της ανθρωπότητας. Και για πρώτη φορά το κριτήριο για ό,τι ανθρώπινο και κοινωνικό, δεν είναι μια αόρατη ή ορατή αρχή, δεν είναι κάτι το θεϊκό, είναι ο ίδιος ο άνθρωπος.

Με την παραπάνω φράση του ο Πρωταγόρας αναδείχτηκε γεννήτορας του Homo-mensura, εφ’ όσον μ’ αυτήν ο άνθρωπος αναγορεύεται σε μέτρο κρίσης και σύγκρισης του οντολογικού και του μεταφυσικού πεδίου, δεδομένου ότι κατά λέξη η φράση αυτή λέγει: «ο άνθρωπος είναι το μέτρο για όλα τα πράγματα, για όσα υπάρχουν είναι μέτρο για το ότι υπάρχουν, και για όσα δεν υπάρχουν, είναι το μέτρο για το ότι δεν υπάρχουν».

Όταν όμως ο Πρωταγόρας αναφέρεται στον άνθρωπο δεν εννοεί γενικά και αφηρημένα τον άνθρωπο ως γένος, αλλά τον κάθε άνθρωπο. Κατ’ επέκταση έχουμε τόσα μέτρα όσα και σι άνθρωποι, δηλαδή το συγκεκριμένο μέτρο εδώ είναι το υποκειμενικό και μόνο κριτήριο. Αυτό σημαίνει αναίρεση της αντικειμενικής αλήθειας, ώστε το αντικείμενο της γνωσιοθεωρίας μεταφέρεται από το αντικείμενο στο υποκείμενο, δεδομένου ότι όταν ο Πρωταγόρας αναφέρεται σε «χρήματα» δηλαδή πράγματα, δεν εννοεί μόνο τα συγκεκριμένα, αλλά και τις αφηρημένες ιδιότητες και μάλιστα όχι τις ποιότητες που συλλαμβάνουν οι αισθήσεις μας, όπως είναι το κρύο και η ζέστη, το γλυκό και το πικρό, χο μακρύ και το κοντό, αλλά και έννοιες που παριστούν αξίες, όπως καλό-κακό, ωραίο-άσχημο, δίκαιο-άδικο, ιερό-ανίερο.

Μολαταύτα, ο άκρατος αυτός υποκειμενισμός δεν εκτείνεται δίχως φραγμούς. Τη δυνατότητα μεταστροφής και ιδιαίτερα της βελτίωσης του ανθρώπου ο φιλόσοφος τη βρίσκει στην αγωγή, δηλαδή στην παιδεία που παρέχει στην περίπτωση ο σοφιστής. Αυτός μοιάζει με τον κηπουρό ή το γιατρό που μπορούν να περιποιηθούν έναν κήπο ο πρώτος ή έναν ασθενή ο δεύτερος ώστε να βελτιώσουν την υπάρχουσα κατάσταση. Με μια επιτρεπτή γενίκευση μπορούμε να ισχυριστούμε πως ο Πρωταγόρας έχει διαγνώσει τη σπουδαιότητα της κοινωνιοποιητικής πρόβασης την οποία εμφαντικά τονίζει η σύγχρονη Ψυχο-κοινωνιολογία.

Το γεγονός αυτό ενισχύεσαι από τις απόψεις του ίδιου που αφορούν στη γέννηση του πολιτισμού και η οποία πλαισιώνει την ανθρωπολογία του. Η ρίζα λοιπόν του πολιτισμού εκτείνεται στη φύση την ίδια που φροντίζει να εφοδιάζει τα έμβια όντα με όργανα που τους επιτρέπουν να διατηρηθούν στη ζωή. Ο άνθρωπος δεν υπερέχει των ζώων σε σωματική δύναμη τόσο, όσο υπερέχει στο νου. Αλλά η άνοδός που πολιτιστικά δεν έγινε αμέσως, χρειάστηκε να διανύσει μεγάλη απόσταση μέσα στο χρόνο για να ξεχωρίσει από χα ζώα και να τελειοποιηθεί. Βαθμιαία λοιπόν ανακάλυψε ο άνθρωπος χα μέσα που χρειαζόταν για την εξωτερική του ασφάλεια: ένδυση, καταλύματα κ.λπ. Προπάντων όμως με την επικοινωνία του με τους άλλους ανθρώπους ανάπτυξε τη γλώσσα, τη θρησκεία και την πολιτεία. Ώστε κατ’ επέκταση του κοινωνικού, ο άνθρωπος είναι και πολιτικό ζώο. Ωστόσο σ’ αυτή την εξελικτική πορεία έχει συντελέσει χο λογικό του ανθρώπου που σαν κάτι θεϊκό τον διακρίνει οντολογικά από τα άλλα ζώα. Επειδή όμως ο άνθρωπος που, όπως είδαμε διαφέρει από το συνάνθρωπό του, είναι επόμενο και η αντίληψη της λογικής να διαφέρει και αυτή ώστε και οι διάφορες θεσμισμένες αξίες που αναφέραμε. να εμφανίζουν ποικιλία από λαό σε λαό, από τόπο σε τόπο. Γιατί δημιουργός του πολιτισμού είναι ο ίδιος ο άνθρωπος· κάθε πολιτισμικό έργο δεν είναι δοτό στον άνθρωπο, αλλά κατάκτημά του. Έτσι οι θεσμισμένες αυτές αξίες δεν προέρχονται από τη φύση, αλλά από την κοινωνία Το δίκαιο δεν είναι «φύσει» αλλά «νόμῳ». δηλαδή έχουμε εδώ αντιστροφή της αντίληψης για χο δίκαιο που είχαν διαμορφώσει οι αρχαϊκοί φιλόσοφοι. Όχι μόνο δεν υπάρχει φυσικό δίκαιο, χο μόνο που υπάρχει είναι το ισχύον, χο θετικό, αλλά χο ίδιο συμβαίνει και με άλλες εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής. Η θρησκεία δεν είναι «φύσει» αλλά «νόμῳ», όπως και η ηθική και κυρίως η γλώσσα. Και κάθε τι που είναι «νόμῳ» έχει σχετικότητα: είναι περιορισμένο τοπικά και χρονικά.

Από την άλλη πλευρά όμως ο Πρωταγόρας δέχεται την ύπαρξη του αισθήματος της ηθικότητας και της δικαιοσύνης (αιδώς και δίκη) τα οποία είναι προϋπόθεση της ύπαρξης κάθε ανθρώπινης κοινωνίας. Αλλά οπωσδήποτε δεν είναι θείο δώρο. Αμφότερες ενυπάρχουν στην εσωτερική δομή του ανθρώπου ως προσόντα σύμφυτα προς την οντολογική του κατάσταση, και ποικίλλουν σε ένταση και σε έκταση. Το ίδιο απορεί να πει κανείς και για τη θρησκεία. Ο Πρωταγόρας λαβαίνοντας μια κριτική στάση κατέναντι της, δίχως να αντιταχθεί σ’ αυτήν ή να περιφρονεί το θρησκευτικό συναίσθημα, πίστευε ότι αυτό είναι ένα θέμα εντελώς προσωπικό. Στο έργο του «περί θεών» υποστηρίζει ότι για τους θεούς «δεν γνωρίζουμε ούτε ότι υπάρχουν ούτε ότι δεν υπάρχουν ούτε πώς είναι φτιαγμένοι. Και τούτο γιατί πολλά μας εμποδίζουν να αποκτήσουμε μια γνώση γι’ αυτούς: το άδηλο των θεών και η βραχύτητα του ανθρώπινου βίου».

Για την ανάπτυξη του πολιτισμού, ιδιαίτερη έμφαση δίνεται από το φιλόσοφο στη γλώσσα, είναι δεν χαρακτηριστικό ότι ο ίδιος θεωρείται ο πατέρας της γραμματικής. Η φροντίδα αυτή για τη λειτουργικότητα και τη δομή της γλώσσας είναι ενδιαφέρουσα, γιατί και σ’ αυτό το σημείο συμπορεύεται με πολλούς σύγχρονους κοινωνιολόγους που προσπαθούν μέσα από το θεσμισμένο προφορικό ή γραπτό λόγο να αναλύσουν ολόκληρο το κοινωνιακό συγκείμενο.

Θα πρέπει πάντως να εξαρθεί και το γεγονός ότι ο Πρωταγόρας είναι ο πρώτος φιλόσοφος που έχει διαγνώσει την πρόοδο του πολιτισμού, αντίθετα προς άλλους στοχαστές, όπως είναι για παράδειγμα ο Ησίοδος, τον οποίο συναντήσαμε πιο πάνω, που βλέπει μια κατάπτωση της πολιτιστικής παρουσίας του ανθρώπινου γένους, μια φθίνουσα πορεία μέσα στο χρόνο. Ως προς αυτό το σημείο ο Πρωταγόρας είναι κομιστής μιας αισιόδοξης άποψης, θέσης που συμβαδίζει προς το συνειδητό θετικισμό του.

Αλλά όσα έχουμε πει μέχρι τώρα για τον προεξάρχοντα των σοφιστών ζητούν κάποια δίπλευρη ολοκλήρωση: Η πρώτη είναι η παιδαγωγική του Πρωταγόρα και η δεύτερη ο δυϊσμός του. Σχετικά προς την Παιδαγωγική, πιστεύει πως το μάθημα χρειάζεται φυσική ιδιοφυία και άσκηση και πως η μάθηση πρέπει να αρχίζει από όταν κανείς είναι νέος. Παράλληλα όμως επιμένει σε μια κατά βάθος και όχι επιφανειακή μόρφωση, γιατί διαφορετικά αυτή μένει μετέωρη και χάνεται «δε ριζώνει στην ψυχή».

Τον κολασμό της παρεκτροπής —τόσο στην παιδαγωγική όσο και στη σφαίρα του ποινικού δικαίου— ο Πρωταγόρας αναγνωρίζει ως βελτιωτικό και σωφρονιστικό μέτρο και όχι ως ανταπόδοση —το ποινικό δίκαιο Λοιπόν δεν είναι εδώ «αντιπεπονθός» όπως στον Πυθαγόρα— Βλέπουμε λοιπόν πως και στο προκείμενο θέμα οι Πρωταγόρειες αντιλήψεις ομονοούν προς χο δόγμα της σύγχρονης Εγκληματολογίας και Σωφρονιστικής.

Αναφορικά τώρα προς τον δυϊσμό του Πρωταγόρα, αυτός εξάγεται εννοιολογικά από την αντιπαράθεση αντικρουόμενων και πάντα σχετικών απόψεων. Στο έργο του «Ἀντλογίαι» ξεκινούσε από την αρχή πως για καθετί υπάρχουν δυο αντίθετες απόψεις: ο λόγος και ο αντίλογος. Κατ’ επέκταση στη σκέψη του σοφιστή κυριαρχεί μια διαλεκτική. Ωστόσο αυτή είναι προπάντων εριστική δηλαδή στηρίζεται στη συνεχή αντιμαχία των αντιθέτων και κατάρριψη της μιας θέσης-λόγου από την άλλη αντίθεση-αντίλογο ή αντίστροφα.

3. ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΑΓΟΡΑ

Ο Πρωταγόρας είχε πολλούς και ονομαστούς μαθητές· εκείνοι όμως που είναι πιο γνωστοί είναι ο Πρόδικος από την Κέα, ο Ιππίας από την Ήλιδα και ο Αντιφών από την Αθήνα

Ο Πρόδικος (450-370 π.Χ.) ήταν συνομήλικος με τον Σωκράτη. Και αναπτύσσει και αυτός όπως ο δάσκαλός του μια ανάλογη θεωρία για τη γένεση και ανάπτυξη του πολιτισμού. Σαν αφετηρία όρισε τη γεωργία και είναι φανερό πως θέλησε μ’ αυτό να τονίσει τη σημασία της ανθρώπινης εργασίας. Δεν είναι κατά βάση αντίθετος σε όποια αισιόδοξη αντιμετώπιση της ανθρωπότητας μέσα στην ιστορική της πορεία, γιατί παρ’ όλες τις μεμψιμοιρίες για τη ζωή, υπάρχει το αντίδοτο, είναι αυτό που προσφέρει ο παραδειγματισμός του Ηρακλέους —όπως συνέβαινε και με τον Ησίοδο—. Η επιλογή της Αρετής από την Κακία εδώ γίνεται κήρυγμα ηθικοπλαστικό και παρακινείται η νεολαία να νικά τις δυσκολίες της ζωής αποφεύγοντας τη μαλθακότητα και την υποταγή στα πάθη. Ακόμα συνιστά αδιαφορία για τα υλικά αγαθά και κυρίως τον πλούτο. Ο τελευταίος μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τον καθένα είτε για καλό, είτε για κακό. Μάλιστα λέγεται πως ο Πρόδικος έγραψε και ένα «εγκώμιο της φτώχειας» του οποίου όμως αγνοούμε το περιεχόμενο.

Ενδιαφέρουσα είναι π κοινωνιολογική θεωρία του για την προέλευση της θρησκείας. Αρχικά. λέγει, οι άνθρωποι λάτρευαν σαν θεούς όσα τους έτρεφαν και τους ωφελούσαν, όπως φυτά, ποταμούς, λιβάδια, θάλασσες, ήλιο. Το στάδιο αυτό ανταποκρίνεται στο φετιχισμό και η διάγνωσή του έχει ιιια κάποια επιστημονική βάση. Σε δεύτερο στάδιο ο σοφιστής βλέπει τους ανθρώπους να θεοποιούν τους εφευρέτες των διαφόρων «τροφών» και «τεχνών», όπως λογουγάρη τον Ήφαιστο ή τη Δήμητρα, το Διόνυσο που εγκαινίασαν τη μεταλλουργία, γεωργία, καλλιέργεια αμπελιών. Η θεωρία του αυτή κρίθηκε επιλήψιμη και απολύθηκε από το Γυμνάσιο Λύκειο «ὡς οὐκ ἐπιτήδεια τοῖς νέοις διαλεγόμενος» δηλαδή επειδή έλεγε ανάρμοστα πράγματα στους νέους. Μεταξύ των «ανάρμοστων» αυτών πραγμάτων συγκαταλέγονταν και οι απόψεις του που θεωρούσαν περιττή την προσευχή.

Αντίθετα από τον Πρόδικο ο Ιππίας (π. 380 π.Χ.) .είχε μεγαλύτερη ακτινοβολία και κύρος. Αυτός ήταν στην κυριολεξία «κινητή εγκυκλοπαίδεια», πολυμαθής και παντογνώστης εντυπωσίαζε με τις γνώσεις του. Αξιοπρόσεκτη είναι η θέση που παίρνει για το δίκαιο. Κάνει ένα βήμα πίσω από τον Πρωταγόρα και δυο μπροστά γιατί επανέρχεται με το κατηγόρημα του «φυσικού δικαίου» αλλά λέγει πως «ἡγοῦμαι ἐγώ ἡμᾶς συγγενείς τε καί οἰκείους καί πολίτας ἅπαντας εἶναι φύσει οὐ νόμῳ τό γάρ ὅμοιον τῷ ὁμοίῳ φύσει συγγενές ἐστίν, ὁ δέ νόμος, τύραννος ὤν τῶν ἀνθρώπων, πολλά παρά τήν φύσιν βιάζεται». Το απόσπασμα αυτό από το διάλογο του Πλάτωνα «Πρωταγόρας» είναι σημαντικό. Απ’ αυτό προκύπτει πρώτα απ’ όλα ότι το θετικό δίκαιο, υπαγορεύει επιταγές, αντίθετα προς το φυσικό, ταλαιπωρεί τους ανθρώπους ώστε οι νόμοι της πολιτείας είναι οι πραγματικοί τους τύραννοι. Ακόμα επειδή φρονεί ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι, προκύπτει το συμπέρασμα πως ο Ιππίας είχε προχωρήσει στην κατάργηση της διάκρισης Ελλήνων και βαρβάρων, ελεύθερων και δούλων, εφ’ όσον όλοι σι άνθρωποι είναι «συγγενείς».

Αλλά την έννοια του φυσικού δικαίου έχει αναπτύξει πιο πλατιά ο Αντιφών ο Αθηναίος που έζησε κοντά στον 5ο αιώνα π.Χ. στο έργο του «Ἀλήθεια» διατυπώνει τη θεωρία του «κοινωνικού συμβολαίου» θεωρώντας την πόλη ως αποτέλεσμα αυτής της σύμβασης ανάμεσα στους πολίτες της. Το έθιμο και τη συνήθεια, το έθος, τα βλέπει σαν «δεσμούς» φυσικούς, δοσμένους δηλαδή από τη φύση. Αυτά θεωρεί σαν φυσικό δίκαιο και αντιπαραθέτοντας προς αυτά το θετό λέγει «τά μέν τῶν νόμων ἐπίθετα, τά δέ τῆς φύσεως αναγκαία· καί τά μέν των νόμων ὁμολογηθέντα οὐ φύντ’ ἐστίν, τά δέ τῆς φύσεως φῦντα οὐχ ὁμολογηθέντα». Οι νόμοι λοιπόν είναι «θετοί», έχουν τεθεί παρά τη φύση. Εκείνο που προέχει είναι η εφαρμογή του φυσικού δικαίου γιατί εκφράζει την ευημερία του ανθρώπου, είναι προστάγματα της ίδιας της ζωής. Γι’ αυτό επιβάλλεται η συμμόρφωση σ’ αυτό το πηγαίο δίκαιο τόσο από την πολιτεία όσο και από τους ανθρώπους. Πάντως ο ίδιος συνιστά μπροστά σε μάρτυρες, προφανώς από σκοπιμότητα, να μην παραβιάζει κανείς τους κείμενους νόμους και τούτο για να μην έχει δυσάρεστες συνέπειες. Αυτή η λεπτομέρεια όμως δεν αναιρεί τη βασική του θέση κατά την οποία η τήρηση των άγραφων νόμων της φύσης, υπογραμμίζει στο άτομο την αυτονομία που σαν άνθρωπος έχει, ενώ η ετερονομία που επιφέρουν οι γραπτοί νόμοι την εξαφανίζει, δηλαδή η πολιτεία εδώ είναι ο καταλύτης της αυτονομίας του ατόμου καθιστώντας το άθυρμα στην πολιτικά θεσμισμένη εξουσία

Σημαντική εξάλλου είναι και η θεωρία του για την ισότητα των ανθρώπων. Δίχως περιστροφές αρνείται τις κάθε είδους διακρίσεις, όπως σε αριστοκράτες κι άσημους, σε Έλληνες και βάρβαρους. Τις διακρίσεις αυτού του είδους τις χαρακτηρίζει ως βαρβαρότητα και προχωρεί πιο πέρα απ’ ό,τι ο Ιππίας, αγγίζοντας έναν κοσμοπολιτισμό και ένα διεθνισμό. Ακόμα πιο σημαντικό είναι το επιχείρημα που προβάλλει για την κατάργηση των διακρίσεων: όλοι οι άνθρωποι, λέγει, είναι υποχρεωμένοι για να ζήσουν να εργαστούν το ίδιο. το ίδιο να κοπιάσουν.

Ο Αντιφών, μολονότι αντιμετωπίζει με απαισιοδοξία τη ζωή, αναγνωρίζει την παιδεία σαν το σημαντικότατο προσόν και σαν το μεγαλύτερο κακό την αναρχία και τη χαλιναγώγηση. Η αρετή βρίσκεται στην αυτοσυγκράτηση και στον αυτοέλεγχο. Η παιδεία πάλι εκλαμβάνεται στην ευρύτερη έννοιά της ως αγωγή και κοινωνικοποίηση, δεδομένου ότι επισημαίνεται η σπουδαιότητα του περιβάλλοντος και ο εθισμός.

4. ΚΡΙΤΙΑΣ: ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑ

Είναι δύσκολο να συμπεριλάβει κανείς τον Κριτία στην κατηγορία των σοφιστών. Εξάδελφος της μητέρας του Πλάτωνος, υπήρξε σφοδρός πολέμιος της δημοκρατίας στην Αθήνα. Το 404 π.Χ., μετά το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου, εξελέγη μέλος της επιτροπής των τριάκοντα που είναι γνωστοί ως Τριάκοντα Τύραννοι. Σκοτώθηκε το 403 στον εμφύλιο πόλεμο. Δεν δίδασκε όπως οι λοιποί σοφιστές, αλλά συμμετείχε σε συντροφιές φιλοσοφούντων, έτσι φέρεται να είναι παρών στη συγκέντρωση των σοφιστών. Ασχολήθηκε με το γράψιμο και υπό μια έννοια ήταν μάλλον μαθητής του Σωκράτη και κάποιων σοφιστών, παρά σοφιστής ο ίδιος. Στα έργα του συγκαταλέγονται τόσο πεζά όσο και έμμετρα κείμενα. Στα τελευταία περιλαμβάνονται πολιτικές ελεγείες και εξάμετροι επί λογοτεχνικών και πολιτικών θεμάτων. Ακόμη έχει γράψει τρεις τραγωδίες και ένα σατυρικό δράμα.

Ένα απόσπασμα στο σατυρικό δράμα «Σίσυφος», που οι φιλόλογοι αποδίδουν στον Κριτία, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον και απηχεί απόψεις των σοφιστών που αφορούν τη γενετική και τις σχέσεις του Δικαίου και θρησκείας (θεών). Το απόσπασμα αρχίζει με την αρχή του μύθου που βρίσκουμε και στον πλατωνικό διάλογο Πρωταγόρας, μύθου που ως φαίνεται ήταν ευρύτερα διαδεδομένος.

Ήταν κάποτε ένας καιρός που οι άνθρωποι ζούσαν σαν τα ζώα, δεν είχαν τάξη και ήταν υποδουλωμένοι στη βία. Ακολούθησε ένα δεύτερο στάδιο όπου οι άνθρωποι προκειμένου να βασιλεύει η δικαιοσύνη και να τεθεί υπό έλεγχο η ὕβρις, καθιέρωσαν νόμους που προέβλεπαν τιμωρίες στους παραβάτες. Οι νόμοι αυτοί κατόρθωσαν να ελέγξουν τις πράξεις που γίνονταν δημόσια, αλλά οι πράξεις βίας συνεχίζονταν στα κρυφά. Έτσι, ακολούθησε ένα τρίτο στάδιο: κάποιος που ήταν έξυπνος και σοφός επινόησε το φόβο των θεών για να εκφοβίσει όσους ήταν στα κρυφά κακοί, στις πράξεις στα λόγια και στις σκέψεις. Και αυτό γιατί οι θεοί, που κατοικούν ψηλά στον ουρανό, έχουν θεϊκές δυνάμεις που τους επιτρέπουν να πληροφορούνται τις παραβάσεις των νόμων και γενικά την κακή συμπεριφορά σε όχι αφορά την πράξη, χους λόγους και τη σκέψη. Οι θεοί είναι σε θέση να γνωρίζουν χο μύχιο εαυτό των ανθρώπων.

Η διδασκαλία του σοφού αυτού ανθρώπου, παρά χο όχι έκρυβε την αλήθεια με μια περιγραφή που ήταν ψευδής, υπήρξε εξαιρετικά χρήσιμη, εφ’ όσον το αποτέλεσμα ήταν, με τους νόμους να εξαλειφθεί χο έγκλημα και η παρεκκλίνουσα, γενικά συμπεριφορά να ελεγχθεί. Ο Κριτίας επεξηγεί, χο εννοεί με την «ψευδή περιγραφή». Το ψεύδος στην προκειμένη περίπτωση, διευκρινίζει, αφορά την ύπαρξη των θεών. Και συγκεκριμένα λέγει πως «έτσι για πρώτη φορά κάποιος, υποθέτω πως έπεισε χους θνητούς όχι υπάρχει γένος θεών». Η πρόταση αυτή είναι πιο σημαντική από την ανάλυση που επιχειρείται σε ό,τι αφορά την εμφάνιση του Δικαίου και τη σχέση του με τους θεούς (θρησκεία). Γιατί περισσότερο από την αθεΐα, οδηγείται από ένα εκκοσμικευμένο πνεύμα. Αποδεικνύει δηλαδή την ύπαρξη ενός οξύτατου πνεύματος αμφισβήτησης, αλλά και ορμής ερμηνείας των κοινωνικών φαινομένων, όχι με εξω-λογικές δυνάμεις. αλλά με τις δυνάμεις της ίδιας της κοινωνίας.

5. Ο ΓΟΡΓΙΑΣ: ΑΚΜΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΜΗ ΤΩΝ ΣΟΦΙΣΤΩΝ

Στη μακροβιότητα του ο Γοργίας (483-376 π.Χ.) έχει παρακολουθήσει τις εξελίξεις στον Ελλαδικό χώρο από τους Περσικούς πολέμους μέχρι την ανδρική ηλικία του Πλάτωνος. Φαίνεσαι πως ο ονομαστός αυτός σοφιστής είχε διαπρέψει ήδη επαγγελματικά όταν ήλθε να εγκατασταθεί στην Αθήνα και είχε αποκτήσει σημαντική περιουσία. Η διδασκαλία που ξεκινά από το γνωσιολογικό πρόβλημα: στο έργο του «περί τοῦ μή ὄντος ἤ περί φύσεως» ισχυρίζεσαι πως: «Ἕν μέν καί πρῶτον, ὅτι οὐδέν ἔστι, δεύτερον ὅτι εἴ ἔστιν ἀκατάληπτον ἀνθρώπῳ, τρίτον ὅτι εἴ καί καταληπτόν, ἀλλά τοι γε ἀνέξοιστον καί ἀνερμήνευτον τῷ πέλας» δηλαδή λέγει πως:

Πρώτο: Τίποτε δεν υπάρχει

Δεύτερο: Και να υπάρχει δεν μπορεί να γίνει σε μας γνωστό

Τρίτο: Και να γίνει γνωστό δεν μπορεί να διδαχτεί.

Ο Γοργίας είναι ο κατ’ εξοχήν εμπρεσσιονιστής στην πορεία των σοφιστών μια και την παραπάνω διαπίστωσή του χη θεμελιώνει με τη σκέψη πως οι αισθήσεις μας δεν μας επιτρέπουν να γνωρίσουμε όλη την ουσία της πραγματικότητας, δηλαδή μας είναι αδύνατο να συλλάβουμε μια αντικειμενική παράσταση του συνόλου του εξωτερικού μας κόσμου. Έτσι η γνωστική μας ικανότητα δεν είναι μόνο ελλιπής, αλλά ταυτόχρονα και πιθανή, εικός, ώστε μόνο σχετικές είναι οι αλήθειες που συλλαμβάνουμε στη συνείδησή uac και όχι απόλυτες.

Στις κοινωνικές του θέσεις είναι συνεπής προς την παραπάνω γνωσιολογική του διδασκαλία. Αμφισβητεί την έννοια της ενιαίας αρετής καθολικής ισχύος για όλους τους ανθρώπους και διακρίνει σχετικές αρετές ανάλογες δηλαδή προς τον κοινωνικό ρόλο που εκτελεί ο άνθρωπος. Έτσι, όπως υπάρχει η αρετή του ανδρός που είναι διαφορετική από την αρετή της γυναικός, υπάρχει και η αρετή του πρεσβύτερου στην ηλικία από την αρετή του παιδιού, του ελεύθερου από του δούλου.

Όπως και στους λοιπούς σοφιστές έτσι και στο Γοργία, ο πολιτισμός γίνεται αντικείμενο διαλογισμού. Πιστεύει στην πρόοδο του πολιτισμού που οφείλεται στις εφευρέσεις οι οποίες γίνονται βαθμιαία μέσα στην ιστορική προοπτική. Ωστόσο η εξέλιξη δεν είναι τίποτε άλλο από μια εκδήλωση της εξέλιξης της διανοητικής ενέργειας του ανθρώπου. Έτσι, ο σοφιστής προπορεύεται των θετικιστών του 19ου αιώνα ως προς αυτό το σημείο.[1] Η διαπίστωσή του εξάλλου αυτή, μπορεί να συνδυαστεί με την πεποίθησή του ότι η ρητορική είναι η ύψιστη τέχνη με την οποία ο άνθρωπος μπορεί να εξουσιάσει τους ανθρώπους κατευθύνοντάς τους όπου αυτός επιθυμεί. Μ’ άλλη έκφραση, τελεολογικά η διδασκαλία του Γοργία είναι πολιτική. Γιατί την μεν γνωσιολογία του υπάγει στην κοινωνιολογία και την κοινωνιολογία του υπάγει σε πολιτικούς στόχους. Αυτούς που πετυχαίνει η ρητορική. Γιατί αυτή πείθει «τοῖς λόγοις ἐν δικαστηρίῳ δικαστάς καί ἐν βουλευτηρίῳ βουλευτάς καί ἐν έκκλησία ἐκκλησιαστάς, καί ἄλλῳ ξυλλόγῳ παντί, ὅστις ἄν πολιτικός σύλλογος γίγνηται». Έτσι, η κοινωνική πρό6αση μπορεί να ελεγχθεί από την πολιτική, ή μάλλον η τελευταία είναι ικανή να μεταστρέψει το κοινωνικό γίγνεσθαι. Πα να επιτύχει κανείς στη ρητορική δεν πρέπει, κατά τον Γοργία, να έχει ηθικούς φραγμούς, γιατί ο κόσμος διέπεται από την αρχή της επικράτησης του ισχυροτέρου. Μολονότι ο ίδιος αναγνωρίζει τη διάκριση του αγαθού και του κακού, του δίκαιου και του άδικου, επειδή σκοποθετεί την κατάκτηση της εξουσίας για την οποία προετοιμάζει τους μαθητές του, νομιμοποιεί οποιαδήποτε απάτη.

Η ηθική απάτη εδώ είναι ταυτόσημη προς την αισθητική απάτη. Όπως ειδικά η τραγωδία, η ποίηση, αλλά και οι εικαστικές τέχνες προκαλούν μια παραίσθηση στο κοινό και πέρα απ’ αυτή με τη δύναμη της υποβολής εξαγνίζουν το άτομο, δηλαδή του επιφέρουν το αίσθημα της κάθαρσης, μια σωτήρια ψυχική κατάσταση, έτσι και η ρητορική προφανώς μπορεί να λειτουργήσει σαν αντιστοιχία ανάλογη, δηλαδή να έχει ηθικά άριστο αποτέλεσμα. Γιατί με τη ρητορική και να προκαλέσει παραισθήσεις μπορεί κανείς, και να υποβάλει. Το τελευταίο, προκειμένου περί του αισθητικού χώρου, ο Γοργίας ονομάζει ψυχαγωγία. Με την ίδια πάντα αναλογία δεν κωλυόμαστε από τη διδασκαλία του σοφιστή να ισχυριστούμε πως και η ρητορική οντικά έχει ψυχαγωγικό χαρακτήρα και όπως αυτή είναι πολιτική πράξη, την αξιολόγησή της από σκοπιάς ηθικής θα εξαρτά η ηθικό­τητα που επιφέρει η κάθαρση, δηλαδή το τελικό αποτέλεσμα. Μια παρόμοια αντίληψη που παραλληλίζει την αισθητική πρόβαση με την πολιτική, έξω από οποιεσδήποτε άλλες επιπτώσεις, στηρίζεται στο γνωστό αφορισμό πως ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.

Το δρόμο που χάραξε ο Γοργίας ακολούθησαν μαθητές του με διαφορετικές όμως κατευθύνσεις. Ο ίδιος ο σοφιστής δεν έπαυε να τρέφει και πολιτικές φιλοδοξίες που συνοψίζονταν στη συνένωση των Ελλήνων ώστε να προταχτούν σ’ ενιαία δύναμη κατέναντι των βαρβάρων της Ασίας. Η σκέψη αυτή ήταν η κινητήρια κατά πάσα πιθανότητα αιτία στη διαπίστωσή του ότι ο ισχυρότερος είναι εκείνος που επικρατεί. Ωστόσο, η ίδια αντίληψη οδηγεί σε διαφοροποιήσεις και σε αντεγκλήσεις γύρω από το ζήτημα του δικαίου. Είναι το δίκαιο το συμφέρον του δυνατότερου; Τό τοῦ κρίττονος συμφέρον; Ή μήπως το δίκαιο «φύσει» είναι αντίθετο σ’ αυτή την αρχή; Αυτό ακριβώς το ερώτημα διχάζει τους ακολούθους του Γοργία.

Ο Καλλικλής υποστηρίζει τη θεωρία για το δίκαιο του ισχυρότερου. Σύμφωνα μ’ αυτήν, έθιμο και νόμος. όταν καλλιεργούν την ιδέα της ισότητας και inc απόλυτης δικαιοσύνης, είναι έργο της πλειοψηφίας των αδύνατων ανθρώπων. Οι ιδέες αυτές είναι εφευρήματα, γιατί στη φύση δεν ισχύει παρά ο αδήριτος νόμος της υπεροχής του πιο δυνατού. Ο ισχυρός όταν αντιληφθεί την απάτη, θα κρημνίσει τα έντεχνα αντερείσματα κατά του φυσικού νόμου, και θα επιβάλει ανενδοίαστα τη βούλησή του, κυριεύοντας τους αδυνάτους. Αυτή την πλεονεξία της εξουσίας εκφράζει ένας άλλος μαθητής του Γοργία ο Μένων, ενώ ο Θρασύμαχος θα δικαιολογήσει την επικράτηση του ισχυρού με την κοινή πείρα: η ίδια η πραγματικότητα διδάσκει πως ο κόσμος δεν διοικείται από τη θεία βούληση, διαψεύδει τις φαντασιώσεις για ύπαρξη δικαιοσύνης, για θρίαμβο ορισμένων υπέρτερων αρχών. Η απαισιοδοξία του Θρασύμαχου λοιπόν, καταλήγει στο συμπέρασμα πως τον κόσμο κυβερνά η απόλυτη δύναμη, όχι η «θεία δικαιοσύνη» ή όποια άλλη ευγενική αντίληψη.

Ένας άλλος μαθητής του Γοργία, ο Πρόξενος, ζητεί ν’ αποκτήσει δύναμη και τιμή με δίκαια μέσα, γιατί αυτό είναι ηθικό και όχι γιατί είναι Φυσικό. Στη φύση βλέπουμε τον άδικο, και δόξες να αποκτά και τιμές. Ο ισχυρός προπορεύεται μολονότι δεν είναι πάντα δίκαιος. Παράλληλα και ο Κριτίας, ένας από τους τριάντα τυράννους, που ήταν και αυτός μαθητής του ίδιου σοφιστή, βλέπει στους νόμους, δηλαδή τη δικαιοσύνη, ένα απλό μέσο με το οποίο καταλαγιάζει η ζωώδης φύση του ανθρώπου, πράγμα που δεν το καταφέρνει τέλεια Έτσι, ισχυρίζεται, κάποιο πονηρό μυαλό σοφίστηκε τη θρησκεία και υπέταξε τους ανθρώπους με το φόβο, από πανίσχυρα, αόρατα όντα, που βλέπουν και τιμωρούν ως και το κακό που κάνει κανείς στα κρυφά. Όποιος όμως καταλάβει την απάτη, δεν λοιδορεί μπροστά σε τίποτε.

Από την άλλη πλευρά διαμορφώνεται μια άλλη παράταξη. Ο Λυκόφρων μαθητής και αυτός του Γοργία, διδάσκει πως οι άνθρωποι έχουν την ίδια αξία, άσχετα από την καταγωγή τους και προτείνει την κατάργηση όλων των διακρίσεων και της υπεροχής των αριστοκρατών. Πιστεύει πως ο νόμος δεν είναι τίποτε άλλο από ένα «κοινωνικό συμβόλαιο» στο οποίο καθένας εγγυάται αμοιβαία το δίκαιο του άλλου. Την αντίληψη αυτή που είδαμε στον Αντιφώντα, συναντούμε και στον λεγόμενο Ανώνυμο του Ιάμβλιχου, όπως αποκαλούνται ορισμένα αποσπάσματα από σοφιστικό έργο του 5ου αιώνα π.Χ. Εδώ ο συγγραφέας δεν αναγνωρίζει αντίθεση φύσης και νόμου, παρά νόμος και έθος είναι χα αναγκαία συμπληρώματα που ολοκληρώνουν τον άνθρωπο. Έτσι πολεμά χη θεωρία για χο δίκαιο του ισχυρότερου. Ο τύπος του δυνατού που επιβάλλει την ανεξέλεγκτη βούλησή του, δεν είναι παρά πλάσμα, μια φαντασίωση. Και στην περίπτωση που θα εμφανιζόταν, θα κατέρρεε μπροστά στη συνένωση των πολιτών. Κατ’ επέκταση ο νόμος δεν είναι μόνο κοινωνικό συμβόλαιο, είναι ταυτόχρονα και έμπρακτη εκδήλωση αντίστασης κατέναντι της αυθαιρεσίας.

Παρόμοιες σκέψεις συναντούμε στους πρώτους λόγους του Δημοσθένη κατά του Αριστογείτονα που πιθανόν να ανάγονται σε χαμένο σοφιστικό έργο. Η αντίληψη εδώ περί κοινωνικού συμβολαίου έχει την ακόλουθη ιδιομορφία: η ανθρώπινη φύση, λέγει ο συγγραφέας αυτός, επιβάλλει όπως υπακούει στις γενικές διατάξεις του νόμου, γιατί σ’ αυτόν σαρκώνεσαι η κυριαρχία του νου.

Ριζοσπαστικότερες αντιλήψεις εκφράζει ο Αλκιδάμας που θεωρείσαι διάδοχος του Γοργία Ο Αριστοτέλης μας πληροφορεί πως αυτός έθεσε «τήν φιλοσοφίαν ἐπιτείχουσαν τῶν νόμων» και ακόμη πως υποστήριζε όχι «οὐδένα δοῦλον ἡ φύσις πεποίηκεν», μ’ άλλη έκφραση, ζητεί την κατάργηση της δουλείας, γιατί αυτή αντίκειται στη φύση.

Ο Φαλέας βαθαίνει ακόμη περισσότερο: ζητεί ισότητα παιδείας και ιδιοκτησίας. Φαίνεται μάλιστα πως έχει διατυπώσει ολόκληρο σύστημα· ως και το ζήτημα της προίκας ρυθμιζόταν κατά τρόπο που να μην αντιφάσκει προς χο αίσθημα της κοινωνικής δικαιοσύνης.

Ύστερα απ’ όλα αυτά που είπαμε, είναι πολύ δύσκολο να αποσιωπήσει κανείς τη μέγιστη συμβολή των σοφιστών στην ανάπτυξη της κοινωνικής και πολιτικής σκέψης μέσα στη ροή της ιστορίας. Μολαταύτα, η λόγια παράδοση στη συντηρητική της έκφραση, τηρεί μίαν ακραία επιφυλακτική στάση κατέναντι των σοφιστών, εχθρική μπορεί να πει κανείς. Αυτό είναι ευκολονόητο μια και όπως και να ’χει χο πράγμα η σοφιστική σκέψη πλοηγεί την πράξη προς την κοινωνία, εκεί όπου αναζητεί να βρει ερμηνεία και δικαίωση της ηθικότητας. Και από την αυτή άποψη είναι και’ εξοχή αστραφτερή η πολιτική σκέψη που θέλοντας και μη τροφοδοτεί δημοκρατικό φρόνημα Και η λόγια παράδοση σε γενικές γραμμές, δέχεται την αγκύλωση σε στατικά πολιτικά και κοινωνικά σχήματα, γίνεται θεραπαινίδα της συντήρησης και της αντίδρασης ταυτόχρονα. Άλλωστε δεν είναι υπεύθυνη μονάχα για τον υποβιβασμό της σοφιστικής σκέψης, αλλά και για τη στρέβλωση και. αυτής της φιλοσοφικής θεώρησης, όπως της διδασκαλίας του Πλάτωνα ή του Αριστοτέλη, περιχαρακώνοντάς τες σε πλαίσια με τείχη φανερού ή κρυφού σχολαστικισμού, με τον οποίο έντυνε κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές ιδιοτέλειες που εξυπηρετούσε.
----------------------------------
[1] Την ίδια άποψη για την ανάπτυξη του τεχνικού πολιτισμού με την εφεύρεση διαφόρων δεξιοτήτων (τέχναι) υποστηρίζουν και οι μαθητές του Γοργία, Πύλος, αλλά και ο Κριτίας.