Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2018

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ - Τῶν ἑπτὰ σοφῶν συμπόσιον (Ἠθικὰ 158b-159a)

[15] Καὶ ὁ Σόλων ἔφη «τί δὲ τοῦτ᾽ ἐκεῖνον

[158c] ἐρωτᾶν ἔδει; δῆλον γὰρ ἦν ὅτι τοῦ μεγίστου τῶν ἀγαθῶν καὶ κρατίστου δεύτερόν ἐστι τὸ δεῖσθαι τροφῆς βραχυτάτης. ἢ τὸ μέγιστον οὐ δοκεῖ τὸ μηδ᾽ ὅλως τροφῆς δεῖσθαι;»
«Οὐδαμῶς,» ὁ Κλεόδωρος, «ἔμοιγ᾽,» εἶπεν, «εἰ δεῖ τὸ φαινόμενον εἰπεῖν, καὶ μάλιστα παρακειμένης τραπέζης, ἣν ἀναιροῦσιν αἰρομένης τροφῆς φιλίων θεῶν βωμὸν οὖσαν καὶ ξενίων. ὡς δὲ Θαλῆς λέγει τῆς γῆς ἀναιρεθείσης σύγχυσιν τὸν ὅλον ἕξειν κόσμον, οὕτως οἴκου διάλυσις ἐστι· συναναιρεῖται γὰρ αὐτῇ πῦρ ἑστιοῦχον ἑστία κρατῆρες ὑποδοχαὶ ξενισμοί, φιλανθρωπότατα καὶ πρῶτα κοινωνήματα πρὸς ἀλλήλους, μᾶλλον δὲ

[158d] σύμπας ὁ βίος, εἴ γε διαγωγή τίς ἐστιν ἀνθρώπου πράξεων ἔχουσα διέξοδον, ὧν ἡ τῆς τροφῆς χρεία καὶ παρασκευὴ τὰς πλείστας παρακαλεῖ. δεινὸν μὲν οὖν, ὦ ἑταῖρε, καὶ τὸ γεωργίας αὐτῆς· διολλυμένη γὰρ αὖθις ἀπολείπει γῆν ἡμῖν ἄμορφον καὶ ἀκάθαρτον, ὕλης ἀκάρπου καὶ ῥευμάτων πλημμελῶς φερομένων ὑπ᾽ ἀργίας ἀνάπλεων. συναπόλλυσι δὲ καὶ τέχνας πάσας καὶ ἐργασίας, ὧν ἔξαρχός ἐστι καὶ παρέχει βάσιν πάσαις καὶ ὕλην, καὶ τὸ

[158e] μηδέν εἰσι, ταύτης ἐκποδὼν γενομένης. καταλύονται δὲ καὶ τιμαὶ θεῶν, Ἡλίῳ μὲν μικράν, ἔτι δ᾽ ἐλάττω Σελήνῃ χάριν αὐγῆς μόνον καὶ ἀλέας ἀνθρώπων ἐχόντων. ὀμβρίῳ δὲ Διὶ καὶ προηροσίᾳ Δήμητρι καὶ φυταλμίῳ Ποσειδῶνι ποῦ βωμός ἐστι, ποῦ δὲ θυσία; πῶς δὲ χαριδότης ὁ Διόνυσος, εἰ δεησόμεθα μηδενὸς ὧν δίδωσι; τί δὲ θύσομεν ἢ σπείσομεν; τίνος δ᾽ ἀπαρξόμεθα; πάντα γὰρ ταῦτα τῶν μεγίστων ἀνατροπὴν καὶ σύγχυσιν ἔχει πραγμάτων. ἡδονῆς δὲ πάσης μὲν περιέχεσθαι καὶ πάντως ἀλόγιστόν ἐστι, πᾶσαν δὲ φεύγειν καὶ πάντως ἀναίσθητον. τὴν μὲν οὖν ψυχὴν ἑτέραις

[158f] τισὶν ἡδοναῖς χρῆσθαι κρείττοσιν ὑπαρχέτω, τῷ δὲ σώματι λαβεῖν ἡδονὴν τῆς ἀπὸ τοῦ τρέφεσθαι δικαιοτέραν οὐκ ἔστιν εὑρεῖν, ὅπερ οὐδένα λέληθεν ἀνθρώπων· ταύτην γὰρ ἐν μέσῳ θέμενοι κοινωνοῦσιν ἀλλήλοις δείπνων καὶ τραπέζης, ἀφροδισίων δὲ νύκτα καὶ πολὺ προβάλλονται σκότος, ἡγούμενοι ταύτης τὸ κοινωνεῖν ἀναίσχυντον εἶναι καὶ θηριῶδες, ὡς τὸ μὴ κοινωνεῖν ἐκείνης.»
Ὑπολαβὼν οὖν ἐγὼ τοῦ Κλεοδώρου διαλιπόντος, «ἐκεῖνο δ᾽ οὐ λέγεις,» εἶπον, «ὅτι καὶ τὸν ὕπνον ἅμα τῇ τροφῇ συνεκβάλλομεν· ὕπνου δὲ μὴ ὄντος

[159a] οὐδ᾽ ὄνειρός ἐστιν, ἀλλ᾽ οἴχεται τὸ πρεσβύτατον ἡμῖν μαντεῖον. ἔσται δὲ μονοειδὴς ὁ βίος καὶ τρόπον τινὰ μάτην τὸ σῶμα περικείσεται τῇ ψυχῇ· τὰ πλεῖστα γὰρ αὐτοῦ καὶ κυριώτατα τῶν μερῶν ἐπὶ τὴν τροφὴν ὄργανα παρεσκεύασται, γλῶττα καὶ ὀδόντες καὶ στόμαχος καὶ ἧπαρ. ἀργὸν γὰρ οὐδέν ἐστιν οὐδὲ πρὸς ἄλλην συντεταγμένον χρείαν· ὥσθ᾽ ὁ μὴ δεόμενος τροφῆς οὐδὲ σώματος δεῖται. τοῦτο δ᾽ ἦν αὖ τὸ αὑτοῦ μὴ δεῖσθαι· σὺν σώματι γὰρ ἡμῶν ἕκαστος. ἡμεῖς μὲν οὖν,» ἔφην ἐγώ, «ταύτας τῇ γαστρὶ συμβολὰς εἰσφέρομεν· εἰ δὲ Σόλων ἤ τις ἄλλος τι κατηγορεῖ, ἀκουσόμεθα.»

***
[15] Είπε λοιπόν ο Σόλωνας: «Και γιατί έπρεπε

[158c] να του κάνω αυτήν την ερώτηση, αφού ήταν φανερό ότι το αμέσως επόμενο ύστερα από το μέγιστο και ύψιστο αγαθό είναι το να χρειάζεται κανείς πάρα πολύ λίγη τροφή; Ή μήπως το μέγιστο αγαθό δεν είναι κατά τη γενικότερη αντίληψη το να μη χρειάζεται κανείς καθόλου τροφή;»
«Κάθε άλλο», είπε ο Κλεόδωρος, «αν βέβαια πρέπει να πω αυτό που πιστεύω, και μάλιστα με στρωμένο μπροστά μας τραπέζι, που, μόλις αφαιρεθεί η τροφή, αυτό καταργείται, ενώ είναι βωμός των θεών που προστατεύουν τη φιλία και τη φιλοξενία. Και όπως ο Θαλής λέει ότι, αν καταστραφεί η γη, θα υπάρξει σύγχυση σε ολόκληρο το σύμπαν, έτσι και η κατάργηση της τροφής συνεπιφέρει διάλυση του σπιτιού. Γιατί την ίδια στιγμή καταργείται και η φωτιά της εστίας, η ίδια η εστία, οι κρατήρες του κρασιού, οι υποδοχές και οι φιλοξενίες, που περισσότερο από οτιδήποτε άλλο δείχνουν την αγάπη του ανθρώπου προς τον άνθρωπο και είναι τα πρώτα δείγματα της κοινωνικής τους σχέσης· για να το πω καλύτερα: καταστρέφεται

[158d] ολόκληρη η ζωή, αν, βέβαια, η ζωή δεν είναι παρά μια αδιάλειπτη πορεία του ανθρώπου, που οδηγεί στη διεκπεραίωση μιας σειράς πράξεων, τις πιο πολλές από τις οποίες τις προκαλούν η ανάγκη της τροφής και οι προσπάθειες για την εξασφάλισή της. Φοβερό είναι επίσης, φίλε μου, και αυτό που θα προκύψει σε βάρος της ίδιας της γεωργίας· γιατί, αν αυτή καταστραφεί και λείψει, θα μας αφήσει άσχημη και ακάθαρτη πάλι τη γη, γεμάτη —λόγω της έλλειψης καλλιέργειας— από άκαρπα δέντρα και από ρεύματα νερού που θα τρέχουν παντού ανεξέλεγκτα. Μαζί της θα καταστραφούν και όλες οι τέχνες και όλα τα ανθρώπινα έργα, για τα οποία αυτή είναι η αρχή και αυτή που τους παρέχει τη βάση και το υλικό:

[158e] αν λείψει αυτή, κι αυτά όλα εξαφανίζονται. Καταργούνται επίσης και οι τιμές των θεών, αφού οι άνθρωποι θα αισθάνονται μικρή ευγνωμοσύνη για τον Ήλιο, και ακόμη μικρότερη για τη Σελήνη, μόνο για το φως και τη ζεστασιά τους. Πού θα στηθεί βωμός και πού θα προσφερθεί θυσία στο Δία της Βροχής, στη Δήμητρα της Προάροσης, στον Ποσειδώνα της Σοδειάς; Πώς θα είναι Χαριδότης ο Διόνυσος, αν δεν θα χρειαζόμαστε και δεν θα του ζητούμε τίποτε από αυτά που δίνει; Τί θα θυσιάζουμε και τί θα προσφέρουμε ως σπονδή; Από τί θα προσφέρουμε απαρχές; Όλα αυτά σημαίνουν ανατροπή και σύγχυση των πιο σπουδαίων για μας πραγμάτων. Το να αρπάζεται κανείς από κάθε μορφή ηδονής είναι ολωσδιόλου παράλογο, αλλά και το να αποφεύγει κάθε ηδονή δείχνει απόλυτη αναισθησία. Την ψυχή λοιπόν

[158f] ας την αφήσουμε να χαίρεται κάποιες άλλες ανώτερες ηδονές, για το σώμα όμως είναι αδύνατο να βρούμε άλλη ηδονή πιο δικαιολογημένη από την ηδονή της τροφής, και αυτό δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην το ξέρει· παρουσιάζοντας οι άνθρωποι αυτήν την ηδονή φανερά μπροστά σε όλους, παίρνουν μέρος σε δείπνα και τραπέζια, ενώ την αφροδίσια ηδονή την κρύβουν στη νύχτα και στο πολύ σκοτάδι, γιατί θεωρούν ότι να απολαμβάνουν αυτήν την ηδονή φανερά είναι κάτι το ξεδιάντροπο και κτηνώδες, όπως είναι και το να μη χαίρονται εκείνην».
Μόλις σταμάτησε ο Κλεόδωρος πήρα τον λόγο εγώ και είπα: «Δεν είπες όμως και το άλλο, ότι μαζί με την τροφή διώχνουμε και χάνουμε και τον ύπνο, και όταν δεν υπάρχει ύπνος,

[159a] δεν υπάρχει και όνειρο· έτσι όμως χάνεται και το πιο σεβαστό από όλα τα μαντικά μας μέσα. Η ζωή μας θα είναι πια μονότονη, και κατά κάποιον τρόπο άδικα το σώμα μας θα περιβάλλει την ψυχή μας, αφού τα πιο πολλά και τα πιο σημαντικά μέρη του έγιναν για να είναι όργανα για την τροφή: η γλώσσα, τα δόντια, το στομάχι, το συκώτι· κανένα από αυτά δεν είναι αργό, ούτε προορίζεται για την ικανοποίηση άλλης ανάγκης. Επομένως αυτός που δεν χρειάζεται τροφή, δεν χρειάζεται ούτε σώμα· κι αυτό θα σήμαινε ότι δεν χρειάζεται τον εαυτό του· γιατί ο καθένας μας υπάρχει με το σώμα του. Αυτή λοιπόν», είπα εγώ, «είναι η δική μας συμβολή στην υποστήριξη της κοιλιάς. Αν ο Σόλωνας ή κάποιος άλλος έχει κάτι να αντιτάξει, θα τον ακούσουμε».

Ζήσε με πάθος, δεν είναι λάθος

Πάθος, έντονο και υποβλητικό συναίσθημα. Αν το πάθος δεν διεκδικήσει το γεννήτορα της ύπαρξής του, το λόγο δηλαδή για τον οποίο γεννήθηκε μέσα μας, τότε καμία δύναμη στο κόσμο δεν μπορεί να το πετύχει αυτό. Το πάθος είναι εκείνη η κρυφή ελπίδα που ζωντανεύει μέσα μας, η αισιοδοξία, η μεγάλη πίστη στο άπιαστο, το όνειρο που μανιωδώς παλεύει να πηδήξει από τη φαντασία στη πραγματικότητα για να εκφράσει το σκοπό του.

Ένα τόσο έντονο συναίσθημα έχει τη δύναμη να μας παρασύρει στο πέρασμά του αλλού, σε μια φανταστική, ιδανική πραγματικότητα. Φαίνεται ίσως περίεργο αυτό, μέχρι να σκεφτούμε την ορμή και το πάθος ενός μεγάλου έρωτα, την ικανότητα που έχει να βλέπουμε τα πράγματα από την θετική οπτική τους γωνία, αλλά και τον εθισμό που πιθανώς αφήνει σε αυτόν που μένει πίσω.

Γιατί αλήθεια οι μεγάλοι έρωτες μας εθίζουν όταν απότομα διακόπτονται; Μάλλον γιατί μας γειώνουν στην δύσκολη και ωμή πραγματικότητα, την οποία οι ιδιαιτέρως ευαίσθητοι ή ευαισθητοποιημένοι από κάποιο ερέθισμα άνθρωποι, δεν μπορούν να διαχειριστούν.

Το ίδιο συμβαίνει και στους παθιασμένους ανθρώπους με την ευρεία έννοια, ψάχνουν ένα καταφύγιο στη φαντασία τους, η οποία πλάθεται όπως επιλέγουν και με όσα χρώματα έχουν ανάγκη να δουν.

Την ίδια στιγμή η ένταση του πάθους μας οδηγεί στην ειλικρινή έκφραση του εαυτού μας. Δηλαδή στη μόνη γνώμη την οποία, αν και θνητά πλάσματα, δεν μπορούμε να τη σχηματίσουμε λανθασμένη.

Ποτέ, μα ποτέ δεν μπορούμε να έχουμε πλήρη γνώση των καταστάσεων γύρω μας, αλλά μπορούμε να έχουμε επίγνωση του εαυτού μας και να τον εκφράζουμε όπως θέλουμε -εφόσον δεν προσβάλουμε το κόσμο γύρω μας.

Η έκφραση είναι ζωή, διαφορετικά δεν θα σχηματίζαμε σχέσεις, θα ήταν ο καθένας μόνος του και θα ήταν καλά. Όταν όμως το πάθος εκφράζει το Είναι των ανθρώπων, τότε οι σχέσεις που δημιουργούν είναι αληθινές και αντέχουν στο χρόνο.

Αυτούς τους ανθρώπους αγαπώ, γιατί όλη τους η προσοχή στρέφεται σε ένα αντικείμενο, το οποίο αποτελεί για αυτούς πηγή ζωής, όλο τους το δυναμικό και η ενέργεια αξιοποιείται με έναν τόσο προσωπικό και μοναδικό τρόπο, ώστε να μην ψάχνουν μανιωδώς κάτι από το εξωτερικό τους περιβάλλον.

Είναι οι άνθρωποι οι οποίοι πίσω από τη πλάτη σου δεν θα βρουν τίποτα να πουν, δεν φοβούνται να εκφράσουν ό,τι πιστεύουν μπροστά σου. Έμαθαν να παράγουν ευτυχία για καλό σκοπό, όχι να αναπαράγουν φήμες.

Αυτό που τους κάνει μοναδικούς είναι το γεγονός ότι στρέφουν την προσοχή στον εαυτό τους, όχι εγωιστικά, αλλά αλτρουιστικά. Γιατί την αγάπη που έχουν για τον εαυτό τους, δεν σκέφτονται δεύτερη φορά αν θα την μοιραστούν, το έχουν κάνει με την πρώτη.

Όταν όλοι υιοθετήσουμε αυτόν τον τρόπο ζωής, αυτός ο κόσμος θα γίνει καλύτερος. Όλοι μας έχουμε ταλέντα, και όποιος πιστεύει το αντίθετο δεν έχει ψάξει, δεν έχει ιδέα τι θησαυρό κρύβει μέσα του. Δεν είμαστε όλοι Πικάσο ή Αϊνστάιν, προφανώς, λίγη φαντασία και δημιουργικότητα όμως, δεν μπορεί, όλοι έχουμε.

Όλοι έχουμε ένα απόθεμα ενέργειας, ψυχικό ή σωματικό, ας ασχοληθούμε λοιπόν με την τέχνη, με τον αθλητισμό, με πράγματα στα οποία όποιος επενδύει δε χάνει, παρά μόνο κερδίζει σε βάθος χρόνου. Και ας αφήσουμε ήσυχο το κόσμο και το τι αυτός κάνει. Ας ζήσουμε με πάθος, γιατί ποτέ δεν είναι λάθος.

Μοιάζει μάταιο να προσπαθείς να αποφύγεις την προδοσία

Έρχονται και αυτές οι ώρες που αναλογίζεσαι όλους εκείνους που στέκονται πλάι σου, που σε βλέπουν να χαμογελάς και χαίρονται δίχως καμία αμφιβολία και από την άλλη είναι κι εκείνοι που ναι μεν είναι κοντά σου, αλλά πάντα κάτι υπάρχει και το κοντά ποτέ δεν γίνεται ένα με εσένα.

Είναι αυτοί που εκφράζονται πριν από σένα για σένα, που σε ψυχολογούν και βγάζουν για το καθετί που κάνεις τα δικά τους συμπεράσματα ενώ συνηθίζουν να σε κρίνουν βασιζόμενοι στην επιφάνεια, λες και είσαι άλλο ένα κύμα που παρασύρεται σε ακόμα μια λυσσασμένη θάλασσα.

Η διαφορά είναι ότι σε αυτήν την περίπτωση ξέρουν μόνο όσα θέλεις να ξέρουν και αυτό δεν μπορεί να το αλλάξει κανείς.

Μοιάζει μάταιο να προσπαθείς να αποφύγεις την προδοσία, τις κακοτοπιές και όλα όσα πληγώνουν το μέσα σου, γιατί απλούστατα ο κόσμος εκεί έξω έχει ταυτιστεί και τρέφεται με αυτά. Ποιος έχασε την εμπιστοσύνη για να χτυπήσει την δική σου πόρτα; Μην ψάχνεις να βρεις την απάντηση, απλά πάρε το σφουγγάρι και άρχισε να σβήνεις όλη την μουτζούρα και την θολούρα που έχει δημιουργηθεί, άνοιξε τα παράθυρα σου και ανάπνευσε βαθιά να φύγει κάθε απομεινάρι υποτιθέμενης αγάπης και φιλίας.

Όσο υποψιασμένος και αν είσαι, μη γελιόμαστε, κάπου εκεί τριγύρω παραφυλάει ο ανταγωνισμός, ο φθόνος κι η διχόνοια. Θα σε πλησιάσουν, θα σου σιγοτραγουδήσουν τα ομορφότερα τραγούδια και θα σε κάνουν να αισθανθείς σαν βασιλιάς, αλλά έχε τον νου σου, ύποπτοι εκεί έξω φαίνονται πολλοί, μα ο πραγματικά ένοχος είναι πιο κοντά από ότι θα' θελες να πιστεύεις.

Πως τα παράπονα και οι αρνητικές σκέψεις επηρεάζουν τον εγκέφαλο

Σε κάθε σκέψη που κάνουμε, ο εγκέφαλος μας παράγει χημικά. Όταν σκεφτόμαστε τα καλά, χαρούμενα πράγματα ο εγκέφαλος παράγει χημικά που μας κάνουν να νιώθουμε χαρούμενοι και ολοκληρωμένοι.

Από την άλλη, αν έχουμε κακές, αρνητικές ή ανασφαλείς σκέψεις, ο εγκέφαλος παράγει χημικά που μας κάνουν να νιώθουμε όπως και οι σκέψεις μας- αρνητικοί και ανασφαλείς.

Οπότε, κάθε χημικό που παράγει ο εγκέφαλος μας, είναι στην πραγματικότητα ένα μήνυμα που επηρεάζει το σώμα και την ευεξία μας. Το σώμα κυριολεκτικά αισθάνεται όπως σκεφτόμαστε.

Χρειάζεται μόνο μια ματιά σε ιστοσελίδες με κριτικές καταναλωτών για να δούμε πως οι άνθρωποι τείνουν να παρατηρούν τα αρνητικά σχόλια παρά τα θετικά. Επίσης, ένας καταναλωτής που είχε κάποια αρνητική εμπειρία σε ένα ξενοδοχείο είναι περισσότερο πιθανό να γράψει μια κακή κριτική από έναν άλλον που έμεινε ευχαριστημένος από την εξυπηρέτηση.

Και αυτό ισχύει και για τις προσωπικές σχέσεις επίσης. Τείνουμε να εστιάζουμε στα ένα-δύο πράγματα που δεν πάνε καλά αντί στα τόσα πολλά που είναι μια χαρά.

Γιατί συμβαίνει αυτό; Και σημαντικότερα, πως η αρνητική σκέψη επηρεάζει τον εγκέφαλο και το μυαλό με τον χρόνο; Μπορούμε να επανασυνδέσουμε τον εγκέφαλο μας ώστε να εστιάζει μόνο στα θετικά πράγματα;

Ο νευροεπιστήμονας Rick Hanson στο βιβλίο του «Buddha BrainThe Practical Neuroscience of Happiness, Love and Wisdom» λέει πως ο εγκέφαλος μας παράγει δυσάρεστα συναισθήματα άγχους που μπορούν να είναι πολύ έντονα για κάποιους ανθρώπους.

Επίσης, το άγχος κάνει δύσκολο το να εστιάσουμε εσωτερικά, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και να καταλάβουμε τι πραγματικά συμβαίνει επειδή ο εγκέφαλος συνεχίζει να αναζητά για να είναι βέβαιος πως δεν υπάρχει κάποιο πρόβλημα. Η αναζήτηση του εγκεφάλου είναι τόσο διακριτική που δεν γνωρίζουμε καν ότι συμβαίνει.

Το υποσυνείδητο αναθεωρεί τους καινούργιους ανθρώπους, πράγματα ή μέρη για πιθανές βλάβες. Το συνειδητό εκδηλώνει αυτή τη δραστηριότητα του υποσυνείδητου περιορίζοντας μας ώστε να μην νιώθουμε πολύ ενθουσιασμένοι με καινούργια πράγματα και να προετοιμαζόμαστε για τα χειρότερα που ίσως συμβούν.

Η απώλεια χρημάτων, η κριτική, το ράγισμα της καρδιάς ή το να χάσουμε κάποιον αγαπημένο είναι πράγματα για τα οποία είμαστε ψυχικά προετοιμασμένοι πριν συμβούν.

Οπότε, τι μπορούμε να κάνουμε για να σταματήσουμε αυτή τη διαδικασία;
Το να παίρνουμε βαθιές ανάσες, ο διαλογισμός ή η άσκηση του συνειδητού επιπέδου για να συνδεθούμε με αυτά που πραγματικά συμβαίνουν στην ζωή μας, μπορούν να μας βοηθήσουν να αποκτήσουμε περισσότερη διορατικότητα γι το τι είναι αληθινό και τι προϊόν των αρνητικών σκέψεων.

Αν θέλουμε να επανασυνδέσουμε τον τρόπο σκέψης του εγκεφάλου, πρέπει να δώσουμε ιδιαίτερη προσοχή στις σκέψεις που ενεργοποιούν αυτές τις ανταποκρίσεις.

Η επανασύνδεση του εγκεφάλου για θετικές σκέψεις
Ο εγκέφαλος μας δημιουργεί ένα δίκτυο νευρώνων από κάθε εμπειρία, αρνητική σκέψη ή αίσθηση που έχουμε. Αυτό σημαίνει ότι οι σκέψεις και οι εμπειρίες που επαναλαμβάνουμε περισσότερο θα έχουν την μεγαλύτερη επίδραση στη σύνδεση του εγκεφάλου.

Για παράδειγμα, αν ξεκινάμε κάθε μέρα με αρνητικές σκέψεις και παράπονα σχετικά με το ότι πρέπει να πάμε στην δουλειά, θα αγχωθούμε περισσότερο και αυτό θα οδηγήσει σε περισσότερες αρνητικές σκέψεις. Το να βιώνουμε τα ίδια συναισθήματα κάθε μέρα διαμορφώνει με τον καιρό ένα νευρικό δίκτυο στον εγκέφαλο.

Με άλλα λόγια, μια μικρή αρνητική σκέψη μπορεί να οδηγήσει σε μια ατελείωτη ροή αρνητικών μοτίβων που συμβαίνουν στον εγκέφαλο κατά τη διάρκεια όλης της μέρας.
Οπότε, είναι βασικό να είμαστε προσεκτικοί και να γνωρίζουμε τον εαυτό μας αρκετά ώστε να μπορούμε να σταματήσουμε αυτές τις αρνητικές σκέψεις. Πρέπει να έχουμε κάτι πιο ισχυρό από αυτές. Μια δόνηση ανώτερη από τις σκέψεις μας.

Σε ενεργειακό επίπεδο, το πιο ισχυρό όπλο για να πολεμήσουμε αυτές τις σκέψεις είναι τα συναισθήματα αγάπης και ευγνωμοσύνης. Αυτά τα συναισθήματα έχουν περισσότερη δόνηση και βρίσκονται σε υψηλότερη συχνότητα από τον φόβο και την ανησυχία.

Ωστόσο, χρειάζεται πραγματικά να νιώσουμε και να πιστέψουμε στην αγάπη και στην ευγνωμοσύνη για να μπορέσουμε να τις χρησιμοποιήσουμε. Επειδή αν δεν τις νιώθουμε, χάνουν την δύναμη τους.
Μπορείτε να βοηθηθείτε με το να φανταστείτε τον φόβο σαν ένα παιδί που του λένε συνεχώς να μην μιλά, τον θυμό σαν ένα παιδί που πάντα του λένε ότι οι απόψεις του είναι λάθος και την λύπη σαν ένα παιδί που πάντα μένει μόνο του και κανείς δεν του δίνει προσοχή.

Οπότε, αγκαλιάστε αυτό το παιδί μέσα σας και προσφέρετε του αγάπη και υποστήριξη. Σύντομα θα μάθετε πώς να αλλάζετε τα επίπονα συναισθήματα σε κάτι που θα αγκαλιάσετε πέρα από τον φόβο.

Όταν φοβήθηκε ο Δίας

Η πρώτη σύζυγος του Δία ονομάζεται Μήτις και το όνομά της σημαίνει εκείνη τη μορφή ευφυΐας που του επέτρεψε, όπως είδαμε, να κερδίσει την εξουσία: μήτις, η πονηριά, η ικανότητα να προβλέπει κανείς τα γεγονότα, ώστε ποτέ να μην εκπλήσσεται και να μη σαστίζει, ποτέ να μην αφήνει περιθώρια για μια απρόσμενη επίθεση. Ο Δίας παντρεύεται λοιπόν τη Μήτιδα, η οποία μένει σε λίγο έγκυος στην Αθηνά. Ο Δίας φοβάται μήπως τον εκθρονίσει και αυτόν με τη σειρά του ο γιος του. Πώς να το αποφύγει; Στο σημείο αυτό επανερχόμαστε στο θέμα της κατάποσης. Ο Κρόνος καταβρόχθιζε τα παιδιά του, αλλά δεν καταπολεμούσε το κακό στη ρίζα του, διότι χάρη στη μήτιδα, την πονηριά, θα αναγκαστεί με ένα εμετικό να βγάλει από μέσα του όλα του τα παιδιά. Ο Δίας θέλει να λύσει το πρόβλημα με τρόπο πολύ πιο ριζικό. Σκέφτεται ότι μια λύση υπάρχει μόνο: δεν αρκεί να έχει δίπλα του τη Μήτιδα ως σύζυγό, πρέπει ο ίδιος να γίνει Μήτις. Δεν έχει ανάγκη από σύμμαχο, από σύντροφο, πρέπει ο ίδιος αυτοπροσώπως να είναι η μήτις. Πώς να το κάνει αυτό; Η Μήτις μπορεί και μεταμορφώνεται, αλλάζει συνεχώς μορφή, σαν τη Θέτιδα και τις άλλες θαλάσσιες θεότητες. Είναι ικανή να γίνει άγριο θηρίο, μυρμήγκι. βράχος, ό,τι περνάει από το νου του ανθρώπου. Ανάμεσα στη σύζυγο, τη Μήτιδα, και στο σύζυγο, το Δία, διεξάγεται μια μονομαχία πονηριάς. Ποιος άραγε θα είναι ο νικητής;

Έχουμε βάσιμους λόγους για να υποθέσουμε ότι ο Δίας χρησιμοποιεί μια τακτική την οποία έχουμε συναντήσει και σε άλλες περιπτώσεις. Ποια είναι αυτή; Αν αναμετρηθεί ευθέως με μια μάγισσα ή με ένα μάγο που διαθέτει εξαιρετικά χαρίσματα και πολύ μεγάλη δύναμη, είναι καταδικασμένος, φυσικά, να χάσει. Αντιθέτως, αν χρησιμοποιήσει πονηριά, έχει τότε μια πιθανότητα να κερδίσει. Ο Δίας ρωτάει τη Μήτιδα: «Μπορείς πραγματικά να πάρεις όποια μορφή θέλεις; Μπορείς δηλαδή να γίνεις ένα λιοντάρι που ξερνάει φωτιά;». Αμέσως η Μήτις γίνεται λέαινα που ξερνάει φωτιά. Ένα θέαμα φοβερό. Τη ρωτάει λοιπόν στη συνέχεια ο Δίας: «Μπορείς δηλαδή να μεταμορφωθείς και σε μια σταγόνα νερό;», «Βεβαίως και μπορώ». «Για να δω». Δεν προλαβαίνει καλά καλά να γίνει σταγόνα νερό και ο Δίας την καταπίνει. Έτσι λοιπόν, η Μήτις βρίσκεται μέσα στην κοιλιά του Δία. Η πονηριά για άλλη μια φορά έκανε το θαύμα της. Ο ηγεμόνας δεν καταπίνει απλώς τους ενδεχόμενους διαδόχους του· εφεξής και στο πέρασμα του χρόνου, μέσα στη ροή του χρόνου, θα ενσαρκώνει την πονηρή πρόγνωση που θα του επιτρέπει να τινάζει προκαταβολικά στον αέρα τα σχέδια όλων όσων επιδιώκουν να τον αιφνιδιάσουν, να τον καταλάβουν εξαπίνης. Η σύζυγός του Μήτις, έγκυος στην Αθηνά, βρίσκεται μέσα στην κοιλιά του. Η Αθηνά δε θα βγει λοιπόν από τη μήτρα της μητέρας της αλλά από το φουσκωμένο κεφάλι του πατέρα της, που μοιάζει σαν την κοιλιά της Μήτιδας. Ο Δίας ουρλιάζει από τους πόνους. Ο Προμηθέας και ο Ήφαιστος καλούνται να τον συνδράμουν. Έρχονται με ένα διπλό πέλεκυ, του δίνουν μια στο κρανίο και η Αθηνά ξεπηδάει αλαλάζοντας από το κεφάλι του θεού, μια πάνοπλη νεαρή παρθένος με την περικεφαλαία, το δόρυ, την ασπίδα και τη χάλκινη πανοπλία της. Η Αθηνά, η επινοητική, παμπόνηρη θεά. Την ίδια στιγμή, ο Δίας ενσαρκώνει από δω και μπρος όλη την πονηριά του κόσμου. Είναι απρόσβλητος, στο εξής κανείς δε θα μπορέσει να τον αιφνιδιάσει. Το μέγα ζήτημα λοιπόν της κυριαρχίας έχει λυθεί. Ο κόσμος των θεών έχει κύριο, τον οποίο κανείς δεν μπορεί πια να αμφισβητήσει, διότι είναι η ενσάρκωση της ίδιας της κυριαρχίας. Στο εξής τίποτα δεν μπορεί να απειλήσει την τάξη του σύμπαντος. Όλα ρυθμίζονται όταν ο Δίας καταπίνει τη Μήτιδα και γίνεται έτσι ο μητίετα, ο θεός που είναι ολόκληρος μήτις, η Φρόνηση προσωποποιημένη.

Μονταίνιος: Δεν υπάρχει τίποτα άχρηστο, ούτε η ίδια η αχρηστία

Δεν υπάρχει βιβλίο ικανό να ταρακουνήσει τα σωθικά μας όπως τα Δοκίμια (1580-1588) του Μονταίνιου. Κι όμως ο συγγραφέας δηλώνει ότι άρχισε να το γράφει χωρίς κάποιον συγκεκριμένο σκοπό («δεν έβαλα εδώ για τον εαυτό μου άλλο στόχο παρά οικιακό και ιδιωτικό»), αλλά για να αφηγηθεί, σε ένα κλίμα οικειότητας, όπως πολύ σωστά παρατήρησε η Φάουστα Γκαραβίνι, τους φόβους και τις άμυνες ενός κατακερματισμένου και διαφοροποιημένου πλάσματος: «Έτσι, αναγνώστη, είμαι εγώ ο ίδιος η ύλη του βιβλίου μου: δεν υπάρχει λόγος να περάσεις τη σχόλη σου μ’ ένα θέμα τόσο επιπόλαιο και τόσο κενόδοξο».

Επομένως, ένα άχρηστο βιβλίο το οποίο γράφεται σε μια βιβλιοθήκη που στήθηκε εκεί όπου πριν υπήρχε η γκαρνταρόμπα, «ο πιο άχρηστος τόπος του σπιτιού» (ο.π.,ΙΙΙ,3, σ. 60). Είναι εδώ που ο Μονταίνιος περνά τον καιρό του, μοναχικά, μελετώντας για την ευχαρίστησή του και όχι για κάποια μορφή κέρδους («Νέος μελετούσα για να κάνω επίδειξη` αργότερα, για να γίνω κάπως σοφός` τώρα, για διασκέδαση` ποτέ για το κέρδος».

Και μελετά ξέροντας καλά ότι η φιλοσοφία αντιμετωπίζεται ως κάτι «δίχως καμία χρησιμότητα και καμία αξία»:

Είναι πολύ παράδοξο ότι τα πράγματα έχουν φτάσει
σε τέτοιο σημείο στον αιώνα μας, ώστε η φιλοσοφία
να είναι, ακόμα και για τους γνωστικούς ανθρώπους,
λέξη κενή κι ουρανοκατέβατη, που θεωρείται δίχως
καμία χρησιμότητα και καμία αξία (ο.π., Ι, 26, σ. 224).

Παρ’ όλα αυτά, ο Μονταίνιος δεν παραδίδει τα όπλα. Το αντίθετο, σε πολλές περιπτώσεις, ο φιλόσοφος μας καλεί να αναγνωρίσουμε το άχρηστο εκείνων των αγαθών που συνήθως θεωρούνται χρήσιμα (θα έπρεπε «να γεννηθεί στους ανθρώπους η περιφρόνηση του χρυσού και του μεταξιού, όπως για πράγματα μάταια κι άχρηστα` ενώ τους αυξάνουμε την τιμή και την αξία, το οποίο είναι αδέξιος τρόπος για να κάνουμε τους ανθρώπους να τα σιχαθούν», ο.π., Ι, 43, σ. 347).

Μονταίνιος, Η ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΑΧΡΗΣΤΟΥ

Θα αρχίσεις να παρατηρείς τις ευκαιρίες που κρύβονται ακόμα και στην κατάσταση που ήδη βρίσκεσαι.

Η λέξη-κλειδί για τις περιόδους κρίσης είναι η εστίαση. Να εστιάζεις ξανά και ξανά την προσοχή σου σε αυτά που είναι σημαντικά για σένα. Να ψάχνεις κάθε μέρα πράγματα που σου δίνουν χαρά. Μπορεί να είναι κάτι απλό, όπως μια βόλτα, μια συζήτηση στο τηλέφωνο με ένα θετικό φίλο, ένα χαλαρωτικό μπάνιο· κάν’ το! Επίσης εστίασε την προσοχή σου με αποφασιστικότητα και θάρρος στα πράγματα που πραγματικά έχουν σημασία για σένα, σε αυτά που συμφωνούν με τους στόχους σου. Άκου την προσωπική σου διαίσθηση και ακολούθησέ την.

Καθώς επανακτάς την αυτοεκτίμησή σου, καθώς νιώθεις ξανά την προσωπική σου αξία και μειώνεις τους φόβους σου, θα αρχίσεις να παρατηρείς τις ευκαιρίες που κρύβονται ακόμα και στην κατάσταση που ήδη βρίσκεσαι. Όταν νιώθουμε να μας επιβάλλεται κάποια αλλαγή, συχνά γινόμαστε πολύ πεισματάρηδες. Ασφαλώς πρέπει να κάνουμε τις ανάλογες ενέργειες για να βεβαιωνόμαστε ότι δε μας εξαναγκάζουν σε πράγματα που είναι εναντίον των συμφερόντων μας, αλλά επίσης πάντα βοηθάει να έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά για τυχόν ευκαιρίες που θα προσφέρει αυτή η αλλαγή.

Αν και στην αρχή μπορεί να μην το πιστεύεις, να είσαι ανοιχτός στο ενδεχόμενο η αλλαγή να είναι προς το καλύτερο και όχι προς το χειρότερο, και τελικά να βγεις κερδισμένος σε σχέση με πριν. Για παράδειγμα, μπορεί να έχασες τη δουλειά σου λόγω περιορισμού των θέσεων εργασίας, αλλά έτσι ίσως να μη χρειάζεται πια να κάνεις μια δουλειά που μισείς. Μπορεί αυτή τη στιγμή να αντιμετωπίζεις δυσκολίες σχετικά με τα δικαιώματά σου ως άτομο, ως καταναλωτής, ως ενοικιαστής ή ως υπάλληλος. Ωστόσο πιθανόν να καταλήξεις να έχεις περισσότερα δικαιώματα από αυτά είχες προηγουμένως. Αφού αποδεχτείς αυτά τα ενδεχόμενα, άρχισε να εξετάζεις πώς θα ήθελες να εξελιχθούν τα πράγματα. Για παράδειγμα, ποια δουλειά θα ήθελες πραγματικά να κάνεις, ή πώς θα ήθελες να σε αντιμετωπίζουν οι άλλοι; Άρχισε να σχηματίζεις στο μυαλό σου τις ανάλογες εικόνες. Πώς μπορείς να δημιουργείς ευκαιρίες; Άρχισε να κάνεις θετικές σκέψεις και άκου προσεκτικά την προσωπική σου διαίσθηση.

Οι αλλαγές ενδέχεται να είναι πολύ θετικές· μπορεί να σου προσφέρουν κάθε είδους καινούριες και συναρπαστικές ευκαιρίες – καινούριους ανθρώπους, νέους και καλύτερους τρόπους διεξαγωγής των δραστηριοτήτων σου, μεγαλύτερη ευτυχία και εσωτερική εκπλήρωση. Ίσως θυμάσαι κάποιες αλλαγές που σου επιβλήθηκαν αναγκαστικά και μετά ανακάλυψες ότι ήταν για το καλό σου. Από μια θέση υψηλής αυτοεκτίμησης εστίασε την προσοχή σου στο καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, σε αυτό που σου φέρνει χαρά και είναι σύμφωνο με τους στόχους σου· ψάξε για άμεσα καθώς και για μακροπρόθεσμα πλεονεκτήματα. Χαλάρωσε και παρατήρησε.

Επιθυμούμε αυτό κι εκείνο και τ’ άλλο, γιατί δεν είμαστε ευχαριστημένοι με τα πράγματα όπως είναι

Αν μας ζητούσαν να περιγράψουμε πώς ακριβώς φανταζόμαστε ότι είναι και φέρεται ένας σοφός άνθρωπος, είναι πολύ πιθανό οι περιγραφές των περισσοτέρων από εμάς να συνέπιπταν σε πολλά σημεία: θα μιλούσαμε μάλλον για έναν άνθρωπο κάπως μεγάλης ηλικίας, που ζει ουσιαστικά μόνος σ’ ένα μέρος μακριά από τη βουή της πόλης μια λιτή ζωή χωρίς πολυτέλειες και περιττά αντικείμενα, με ελάχιστες ή καθόλου ανέσεις και ευκολίες.

Γνωρίζουμε – χωρίς να μπορούμε να πούμε πώς – ότι αν είμαστε σοφότεροι, δεν θα είχαμε τέτοια εξάρτηση από τα υλικά πράγματα, δεν θα χρειαζόταν να περιστοιχιζόμαστε απ’ αυτά ούτε και θα τους αφιερώναμε τόσο χρόνο. Διαισθανόμαστε ότι αν μπορούσαμε να εξυψωθούμε σ’ ένα ανώτερο επίπεδο, δεν θα χρειαζόμαστε πια να βλέπουμε διαρκώς τους άλλους γύρω μας να μας χειροκροτούν, να μας επιδοκιμάζουν, να μας λένε πόσο πολύ μας αγαπάνε ή πόσο μας χρειάζονται. Δεν θ’ αφιερώναμε καθόλου χρόνο ή κόπο στην προσπάθειά μας να γίνουμε κάτι που δεν είμαστε.

Κάτι μας λέει μέσα μας πως η αδυναμία, η άγνοια, η νεύρωση ή η πνευματική μας πενία (μπορούμε να το πούμε με πολλούς τρόπους) είναι που μας ωθεί προς αυτά τα – στην πραγματικότητα επιφανειακά – πράγματα, και μας κάνει να τα θεωρούμε απαραίτητα.

Αν η λέξη προσκόλληση αναφέρεται στην κυριολεξία σε μια κατάσταση έντονου ενδιαφέροντος, κλίσης, συμπάθειας ή στενής σχέσης με κάτι (ή κάποιον), αυτή η σχέση είναι πάντα πολύ ιδιαίτερη και αρρωστημένη, γιατί περιλαμβάνει μια αφοσίωση που σκλαβώνει, μια ευχαρίστηση που πονάει, μια προτίμηση που δεσμεύει. Είναι αυτή η σχέση που μας κρατάει δεμένους και εξαρτημένους απ’ αυτό που αγαπάμε ή έχουμε επιλέξει, και που περιλαμβάνει τον φόβο της απώλειας, τη δυσκολία του αποχωρισμού και την υποκειμενική αδυναμία μας να το αφήσουμε να φύγει.

Μετά απ’ όσα είπαμε, ίσως και να ξεκαθαρίζουν οι λόγοι για τους οποίους χρειάζεται να μάθει κάποιος να βαδίζει στο μονοπάτι της αποστασιοποίησης. Το να “παρατάμε” κάτι, λοιπόν, είναι σχεδόν, σχεδόν, σχεδόν επιτακτική ανάγκη (είναι εμφανές πως ούτε τώρα τολμώ να χρησιμοποιήσω αβασάνιστα τη λέξη επιτακτική).

Ωραία λοιπόν… Πώς μπορούμε να μεταφέρουμε αυτήν την ιδέα στη ζωή μας;

Στην πρόκληση να διασχίσουμε και να εξερευνήσουμε το επίπεδο της πνευματικότητάς μας, μαθαίνουμε, όπως είπαμε, πως στο ταξίδι αυτό παίρνουμε ελάχιστες αποσκευές· τα απολύτως απαραίτητα. Για να ξεκινήσει κανείς τον πνευματικό δρόμο, το μόνο που είναι απολύτως αναγκαίο είναι ν’ αρχίσει να βαδίζει. Από την αρχή καταλαβαίνεις μόνος σου ότι θα πρέπει ν’ απαλλαγείς απ’ όλα τα περιττά, από πράγματα που δεν είναι αναγκαία και, αργά ή γρήγορα, θα σου γίνουν μάλλον βάρος παρά βοήθεια.

Η καταναλωτική κοινωνία μετατρέπει το προαιρετικό σε αναγκαίο και το αναγκαίο σε ζωτικό και σπάνιο (καθιστώντας το έτσι ακόμα πιο επιθυμητό και διευκολύνοντας τη δουλειά των πωλητών και των διαφημιστών).

Για πολλούς, ζωτικά είναι τα λεφτά ή τα υλικά αγαθά· γι’ άλλους, οι ανέσεις που χρησιμοποιούνται ως υποκατάστατο μιας ευτυχισμένης ζωής· για μερικούς, τέλος, η απαγκίστρωση από μια σχέση στην οποία έχουν εγκλωβιστεί.

Όπως και να ’χει, στο καινούργιο επίπεδο ο καθένας μπορεί να συνειδητοποιήσει, λίγο μετά το ξεκίνημά του, τι του περισσεύει, τι τον βαραίνει περισσότερο, τι περιττό φορτίο κουβαλάει.

Είναι κλασική η ιστορία ζεν που μιλάει για έναν ταξιδιώτη που τον βρήκε η νύχτα στη μέση του δρόμου και χτύπησε την πόρτα ενός σοφού για να του ζητήσει να τον φιλοξενήσει ως το επόμενο πρωί. Ο σοφός δέχεται και καλεί τον ταξιδιώτη να περάσει μέσα. Μπαίνει εκείνος, και έκπληκτος βλέπει την καλύβα του σοφού τελείως άδεια, εκτός από ένα ράντσο από καραβόπανο που είχε για κρεβάτι, κι ένα – δυο πήλινα κανάτια με νερό.

“Που είναι τα πράγματά σου;” ρωτάει τον σοφό ο ταξιδιώτης.
“Τα δικά σου που είναι;” απαντάει ο σοφός.
“Μα εγώ είμαι περαστικός!” αναφωνεί ο ταξιδιώτης.
Τότε ο σοφός λέει χαμογελώντας:
“Κι εγώ το ίδιο!”.

Όλοι περαστικοί είμαστε σ’ αυτήν τη ζωή. Ιδιαίτερα όσοι δεν το ξέρουν.

Προσπαθούμε ν’ αποκτήσουμε αυτό που δεν έχουμε ή να γίνουμε εκείνο που δεν είμαστε, ακόμη κι αν αυτό που επιθυμούμε δεν είναι αναγκαίο, κι ακόμη κι αν η φιλοδοξία μας είναι ανέφικτη ή άδικη.

Εμείς οι προνομιούχοι που δεν πεινάσαμε ποτέ, που βρήκαμε ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μας και δεν κοιμηθήκαμε έξω στο κρύο, εμείς που – καλώς ή κακώς -, έχουμε ακόμα δουλειά, που δεν περπατήσαμε ποτέ ξυπόλυτοι παρά μόνο στην παραλία, εμείς, πάντα κάτι επιθυμούμε.

Επιθυμούμε αυτό κι εκείνο και τ’ άλλο, γιατί δεν είμαστε ευχαριστημένοι με τα πράγματα όπως είναι.

Λένε πως η επιθυμία σέρνει μονίμως απ’ το χέρι την απογοήτευση, αλλά στην πραγματικότητα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: η απογοήτευση είναι που τραβάει απ’ το χέρι την επιθυμία. Γι’ αυτό, ακόμα κι όταν η επιθυμία έχει ικανοποιηθεί, η πιο πρωτόγονη και βαθιά απογοήτευση εξακολουθεί – ακόρεστη – να υπάρχει.

Αν δεν απαλλαγούμε απ’ αυτήν την ενδογενή αίσθηση ανικανοποίητου, ακόμη κι αν καταφέρουμε κάτι απ’ όσα ποθούμε, θα διαπιστώσουμε ότι το επίτευγμά μας δεν είναι ποτέ πλήρες, ποτέ όπως το φανταζόμαστε, ποτέ αρκετό.

Συνεπώς, η μόνη λύση αν θέλει κάποιος να αποφύγει τη ματαίωση και τη δυστυχία, είναι να εγκαταλείψει εξαρχής την επιθυμία.

Μ’ άλλα λόγια: να φτάσει στην απόλυτη αποδοχή, σε μια χαλαρή και διόλου απαιτητική σχέση με τα πράγματα που είναι όπως είναι, και βρίσκονται εκεί που βρίσκονται.

Πιο φρέσκα και υγιεινά τρόφιμα χάρις στα παλλόμενα ηλεκτρικά πεδία

viaprismΜια νέα τεχνολογία που βασίζεται στην επεξεργασία τροφίμων με παλλόμενα ηλεκτρικά πεδία θα φέρνει στο τραπέζι μας αλλά και στα ράφια των σούπερ μάρκετ πιο φρέσκους χυμούς φρούτων, ελαιόλαδο έξτρα παρθένο. Οι ηλεκτρικοί παλμοί διαπερνούν τα φρούτα, με αποτέλεσμα να απλοποιείται το στύψιμο. Μια τροποποίηση της ίδιας τεχνολογίας μπορεί να σκοτώσει τα μικρόβια, αυξάνοντας τη διάρκεια ζωής των χυμών στο ράφι.
 
Είμαστε σε ένα αγρόκτημα με μηλιές στην Ιρλανδία. Η οικογένεια του Κορνίλιους Τράας έχει στην ιδιοκτησία της αυτό το αγρόκτημα που παράγει 600 τόνους μήλα κάθε χρόνο. Το 1/4 της σοδειάς γίνεται χυμός, μηλίτης και ξύδι. Το αγρόκτημα συμμετέχει στο ευρωπαϊκό ερευνητικό πρότζεκτ fieldfood. Έχει να κάνει με τη βελτίωση της επεξεργασίας τροφίμων με παλλόμενα ηλεκτρικά πεδία: το φορτίο υψηλής τάσης βοηθά να εξάγουμε περισσότερο χυμό από μερικά φρούτα. Ο Τράας μας εξηγεί:
 
«Οι ιδανικές συνθήκες για να χρησιμοποιήσουμε τη συσκευή, είναι όταν έχουμε σκληρά μήλα. Μήλα που δεν έχουν μαζευτεί καιρό πριν. Στις πρώτες εβδομάδες της συγκομιδής. Όταν τα περνάμε από αυτή τη διαδικασία, έχουμε μια αύξηση της απόδοσης παραγωγής κατά 3-4%».
 
Οι ηλεκτρικοί παλμοί διαπερνούν τα φρούτα, με αποτέλεσμα να απλοποιείται το στύψιμο. Μια τροποποίηση της ίδιας τεχνολογίας μπορεί να σκοτώσει τα μικρόβια, αυξάνοντας τη διάρκεια ζωής των χυμών στο ράφι.
 
«Περιμένουμε να έρθει ένα μικρότερο καζάνι, ώστε να μπορέσουμε να δώσουμε μεγαλύτερη τάση σε μικρότερη επιφάνεια. Όταν το κάνουμε αυτό, ελπίζουμε ότι δεν θα ανοίξουμε μόνο της κυτταρικές μεμβράνες του φρούτου, αλλά και πολύ μικρότερα κύτταρα, όπως για παράδειγμα τα βακτήρια» εξηγεί ο Τράας.
 
Στο Πανεπιστήμιο της Σαραγόσα, στην Ισπανία, ο Μάρκος Μάζα παίρνει δείγματα του κρασιού από τα βαρέλια. Το συγκεκριμένο εργαστήριο παράγει κόκκινο κρασί από σταφύλια, μέσα από τη διαδικασία των παλλόμενων ηλεκτρικών πεδίων.
 
Η συγκεκριμένη τεχνική δεν αλλοιώνει καθόλου τη γεύση του κρασιού σε σχέση με την παραδοσιακή μέθοδο.
 
«Υπάρχει μια αλλαγή στις πολυφαινόλες. Γι’ αυτό το λόγο, μπορείτε να αισθανθείτε, να δείτε ότι το κρασί που έχει προκύψει με αυτή τη μέθοδο έχει βαθύτερο χρώμα, έχει περισσότερες πολυφαινόλες, από αυτό που έχει υποστεί επεξεργασία» αναφέρει ο Μάζα.
 
Οι ερευνητές επιδιώκουν να δείξουν τα πλεονεκτήματα που έχει η συγκεκριμένη διαδικασία στις επιχειρήσεις που ασχολούνται με τα τρόφιμα. Η αρχική επένδυση που χρειάζεται να κάνουν μπορεί να είναι πολύ πιο μικρή με αυτές τις γεννήτριες, ενώ και το κόστος όσον αφορά στην ενέργεια είναι εντυπωσιακά μικρότερο.
 
«Η διαδικασία απαιτεί υψηλή τάση, αλλά εφαρμόζει πολύ μικρούς παλμούς σε κλίμακα microsecond. Αυτό είναι ένα εκατομμυριοστό του δευτερολέπτου. Άρα η συνολική ενεργειακή ανάγκη ήταν πολύ μικρή. Το να επεξεργαστούμε ένα κιλό ντομάτες απαιτεί λιγότερη ενέργεια από το να ζεστάνουμε κατά 1 βαθμό ένα λίτρο νερό» υπογραμμίζει η Ελίζα Λουένγκο, ερευνήτρια στο τμήμα επεξεργασίας τροφίμων στο Πανεπιστήμιο της Σαραγόσα.
 
Η φλούδα της ντομάτας βγαίνει εύκολα με αυτή τη διαδικασία, χωρίς τη χρήση καυτού νερού. Έτσι εξοικονομούμε ενέργεια, ενώ παράλληλα διατηρείται η θρεπτική αξία των λαχανικών. Αυτό συνεπάγεται ότι τα βιομηχανικά επεξεργασμένα τρόφιμα είναι πιο γευστικά και πιο υγιεινά.
 
Σε ερώτηση του Euronews, αν αυτά τα αποτελέσματα θα είναι πειστικά για τη βιομηχανία για να χρησιμοποιήσει τη συγκεκριμένη τεχνολογία σε ευρύτερη κλίμακα, ο Χαβιέ Ράσο, Καθηγητής Τεχνολογίας Τροφίμων στο Πανεπιστήμιο της Σαργόσα και συντονιστής του πρότζεκτ Filedfood επισημαίνει:
 
«Είναι μια τεχνολογία που δεν χρησιμοποιεί τη θερμότητα. Άρα αποφεύγουμε τις αρνητικές συνέπειες της θερμότητας στην ποιότητα των τροφίμων. Άρα ο καταναλωτής θα αγοράσει προϊόντα με καλύτερες ιδιότητες, πιο θρεπτικά προϊόντα. Επιπλέον, η μέθοδος μας επιτρέπει να μειώσουμε το ενεργειακό κόστος της επεξεργασίας».
 
Οι ερευνητές θεωρούν ότι η τεχνολογία των παλλόμενων ηλεκτρικών πεδίων ταιριάζει απόλυτα σε μικρές και μεσαίες εταιρίες επεξεργασίας τροφίμων. Αυτή η καινοτομία μπορεί να βοηθήσει να γίνουν πιο ανταγωνιστικές στην αγορά.

Η ακραία θερμότητα διακόπτει την απορρόφηση διοξειδίου του άνθρακα από τα δέντρα

 
Αυστραλοί ερευνητές πραγματοποίησαν μία αξιοπερίεργη νέα παρατήρηση σχετικά με το πώς τα δέντρα ανταποκρίνονται σε ακραίες θερμοκρασίες. Αφού παρακολούθησαν δέντρα στη χώρα για ένα ολόκληρο έτος, επιστήμονες του Πανεπιστημίου Σίδνεϋ, ανακάλυψαν ότι υπό υπερβολική ζέστη, τα δέντρα διαπνέουν και απελευθερώνουν νερό για να επιβιώσουν, σταματώντας προσωρινά την δέσμευση άνθρακα. 
 
Μέχρι τώρα, οι επιστήμονες πίστευαν ότι η φωτοσύνθεση και η διαπνοή δεν μπορούν να συμβούν χωρίς η μία την άλλη. Η συγκεκριμένη αντίδραση που παρατηρήθηκε τώρα λειτουργεί σαν «εφίδρωση» και συμβάλλει στη διατήρηση της θερμοκρασίας των δέντρων, αλλά προκαλεί ανησυχίες για το τι θα συμβεί καθώς επιδεινώνεται η υπερθέρμανση του πλανήτη.
 
Για τη μελέτη, οι ερευνητές φύτευσαν δώδεκα δέντρα σε δύο τοποθεσίες κοντά στο Σίδνεϋ, ελέγχοντας όλες τις κλιματικές μεταβλητές. Για τα μισά δέντρα, οι ερευνητές προσομοίωσαν ένα περιβάλλον όπου η μέση θερμοκρασία είχε αυξηθεί κατά τρεις βαθμούς Κελσίου, όπως αναμένεται να εξελιχθεί η κλιματική αλλαγή αν δεν ληφθούν κατάλληλα μέτρα.
 
Οι ερευνητές στη συνέχεια προσομοίωσαν αρκετά «κύματα θερμότητας». Οι επιδόσεις και η ανάπτυξη των δύο ομάδων δέντρων ήταν παρόμοιες, και η συγκεκριμένη προσωρινή διακοπή της απορρόφησης άνθρακα παρατηρήθηκε και στις δύο ομάδες δέντρων, ως απόκριση στο κύμα θερμότητας.
 
Προς το παρόν χρειάζεται περαιτέρω έρευνα για να κατανοήσουν καλύτερα οι ερευνητές τη διαδικασία και αν είναι πιθανό ότι τα δέντρα θα σταματήσουν κάποια στιγμή να συλλέγουν άνθρακα. Αν συμβεί αυτό, θα πρέπει να δημιουργηθούν γενετικά τροποποιημένα δέντρα για να διασφαλιστεί η επιβίωσή τους, καθώς και της ανθρωπότητας, αναφέρει η έρευνα.

Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΚΑΙ Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΟΥ

Ο Σωκράτης ήταν παντρεμένος και είχε τρεις γιούς. Αυτά είναι όλα, όσα μαθαίνουμε από την Απολογία (34d) και τον Φαίδωνα (60d) του Πλάτωνα, τίποτε περισσότερο. Το ότι ο Πλάτων δεν έλαβε σχεδόν καθόλου υπόψη του τις δεδομένες με αυτό το γεγονός σκηνικές δυνατότητες και τα συναφή πραγματολογικά προβλήματα ανήκει στις ιδιορρυθμίες της ποιητικής του κατασκευής. Μόνο σε ένα και μόνο χωρίο η σύζυγος του Σωκράτη γίνεται ενεργό πρόσωπο. Τη στιγμή όπου οι φίλοι του Σωκράτη ζητούν να τον δουν για τελευταία φορά στη φυλακή, βρίσκουν καθισμένη δίπλα του την Ξανθίππη με τον γιό του στα χέρια της. Μόλις βλέπει τους φίλους, η Ξανθίππη ξεσπά σε δυνατούς θρήνους και λέει: «Τώρα Σωκράτη μου, αυτοί οι φίλοι σου θα μιλήσουν για τελευταία φορά μαζί σου και συ μαζί τους». Τότε ο Σωκράτης στρέφεται στον Κρίτωνα και του λέει: «Κρίτων, πες σε κάποιον να την πάει στο σπίτι». Αμέσως ορισμένοι υπηρέτες του Κρίτωνα βγάζουν έξω την Ξανθίππη, ενώ αυτή φωνάζει και χτυπά το στήθος της.

Τη μέρα του θανάτου δεν μπορούσε να λείπει εντελώς η Ξανθίππη. Αλλά εμφανίζεται πολύ λίγο μόνο και με τούς αλόγιστους θρήνους της, «όπως κάνουν οι γυναίκες», δημιουργεί το πλαίσιο για τη φιλοσοφική σοβαρότητα των ανδρών. Πιο κοντά απ’ όλους βρίσκεται στον Κρίτωνα. Όπως αυτός, συνδυάζει μια ιδιαίτερη ανθρώπινη οικειότητα προς τον Σωκράτη με μια ιδιαίτερη έλλειψη κατανόησης για τη φιλοσοφική μορφή ζωής, η οποία, όσον αφορά τον Κρίτωνα, κάνει ιδιαίτερα αισθητή την εμφάνισή της στον Φαίδωνα και στον Κρίτωνα. Περισσότερα δεν αναφέρονται στον Πλάτωνα ούτε για τη σύζυγο ούτε για τα παιδιά.
 
Τώρα πρέπει να μιλήσουμε για την εξωπλατωνική παράδοση. Πρώτη-πρώτη έρχεται μια πολύ παράξενη διήγηση του Αριστοτέλη από το σύγγραμμά του Περί ευγενείας. Λέγεται ότι ο Σωκράτης είχε δύο γυναίκες, με πρώτη την Ξανθίππη, από την οποία απέκτησε τον μεγαλύτερο γιό του, τον Λαμπροκλή, και δεύτερη τη Μυρτώ, την κόρη του πολιτικού Αριστείδη, την οποία είχε αφήσει ο πατέρας της χωρίς περιουσία και ο Σωκράτης την είχε παντρευθεί χωρίς προίκα. Γιοί της ήταν ο Σωφρονίσκος και ο Μενέξενος.[1]
 
Ο ίδιος ο Αριστοτέλης μας λέει πώς πρέπει να ερμηνευθεί αυτός ο δεύτερος γάμος. Όπως αναφέρει, ο Σωκράτης πίστευε πώς η ευγένεια δεν βασίζεται στην υψηλή καταγωγή ή στον πλούτο, παρά μόνο στην καταγωγή από άξιους γονείς. Επειδή ήταν άξιος ο Αριστείδης, είναι και η κόρη του ευγενής. Αλλά αυτή ακριβώς η αξιοσύνη οδήγησε τον πατέρα σε πάρα πολύ μεγάλη πενία, κι αυτό προκάλεσε στην κόρη του, κοινωνικά και νομικά, πάρα πολύ μεγάλες δυσκολίες σύμφωνα με τα ελληνικά ήθη. Τότε ο Σωκράτης, από σεβασμό προς τον πατέρα, αποφάσισε να παντρευτεί το εντελώς άπορο κορίτσι.
 
Σ’ αυτή τη διήγηση του Αριστοτέλη αξίζει να παρατηρήσουμε κατ’ αρχήν οι έρχεται ανοιχτά σε αντίφαση με τις πληροφορίες του Πλάτωνα στον Φαίδωνα. Στον Πλάτωνα κοντά στην επιθανάτια κλίνη του Σωκράτη βρίσκεται η Ξανθίππη, ενώ στον Αριστοτέλη η Μυρτώ είναι η τελευταία από τις δύο γυναίκες του Σωκράτη. Ειρήσθω εν παρόδω ότι αυτό δεν μας δίνει το δικαίωμα να αμφισβητήσουμε την προέλευση της διήγησης του Αριστοτέλη· συχνά ο Αριστοτέλης δεν ακολουθεί τον Πλάτωνα στις βιογραφικές του πληροφορίες για τον Σωκράτη, αλλά άλλους Σωκρατικούς.[2]
 
Από ποιόν προέρχεται αυτή η ιστορία; Μια νύξη φαίνεται να μας δίνει το γεγονός ότι ο Αριστείδης, ο δημιουργός της αττικής ναυτικής συμμαχίας του έτους 477, περιγράφεται ως υπερβολικά φτωχός. Είναι ο τύπος του άμεμπτα δίκαιου, άλλα για τούτο καταδικασμένου στη σκληρότερη πενία, πολιτικού. Γνωρίζουμε ότι ο Σωκρατικός Αισχίνης, στον διάλογό του Καλλίας, περιέγραψε έτσι τον Αριστείδη και τον κατέστησε αντίποδα του πλούσιου Καλλία.[3] Εύλογα μπορούμε να υποθέσουμε άτι ο Αισχίνης επινόησε και τη (στηριζόμενη σ’ αυτή την περιγραφή) διήγηση για τον γάμο του Σωκράτη με την κόρη του Αριστείδη. Δεν μπορούμε να αποφανθούμε για το αν ανέφερε ή όχι την Ξανθίππη. Οπωσδήποτε, εναντίον μιας τέτοιας υπόθεσης δεν μπορεί να προβληθεί το γεγονός ότι ένας σωκρατικός λόγος (ίσως του Ευκλείδη) φαίνεται ότι ανέφερε πώς ο Αισχίνης, ιδιαίτερα μετά τον θάνατο του Σωκράτη, διακρίθηκε φροντίζοντας πιστά τη χήρα Ξανθίππη. Επιπλέον, ο Διογένης ο Λαέρτιος (2, 26) μαρτυρεί ότι υπήρχε μια εκδοχή, στην οποία (αντίθετα με τον Αριστοτέλη) η Μυρτώ χαρακτηριζόταν ως η πρώτη και η Ξανθίππη ως η  δεύτερη σύζυγος. Αυτό όμως έρχεται σε αντίφαση με όσα προϋποθέτει π.χ. ο Ξενοφών, ότι δηλαδή η Ξανθίππη ήταν η μητέρα του μεγαλύτερου γυιού του Σωκράτη, του Λαμπροκλή.
 
Τέλος, υπάρχει μία τρίτη εκδοχή ακόμη, η οποία παρουσιάζει τον Σωκράτη παντρεμένο και με τις δύο γυναίκες ταυτόχρονα, αυτή η εκδοχή φαίνεται να ανάγεται στον Αριστόξενο. Εν πάση περιπτώσει ο Αριστόξενος ανέφερε ότι ο Σωκράτης είχε ως νόμιμη σύζυγό του τη Μυρτώ και συγχρόνως και την Ξανθίππη ως ένα είδος δεύτερης γυναίκας· αυτές μάλωναν διαρκώς και όταν πια χόρταιναν στρέφονταν με ενωμένες τις δυνάμεις τους εναντίον του Σωκράτη, επειδή θύμωναν γιατί ο Σωκράτης ουδέποτε έπαιρνε θέση όταν καυγάδιζαν· ο Σωκράτης όμως, όντας υπεράνω όλων αυτών, απλώς διασκέδαζε πάρα πολύ.[4]
 
Κατοπινοί συγγραφείς ανέπτυξαν περαιτέρω το μοτίβο της διγαμίας και για να μετριάσουν το σκάνδαλο επινόησαν μιαν απόφαση του αθηναϊκού λαού, σύμφωνα με την οποία οι Αθηναίοι, για να καλύψουν όσα κενά δημιουργήθηκαν στον ανδρικό πληθυσμό από τον πόλεμο, αποφάσισαν ότι επιτρεπόταν να παντρεύεται κάνεις με μία συμπολίτισσά του, αλλά να κάνει παιδιά και με άλλη. Λέγεται ότι ο Σωκράτης ενήργησε σύμφωνα μ’ αυτή την απόφαση.[5]
 
Μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι το όνομα της Ξανθίππης εγείρει μεγαλύτερες αξιώσεις ιστορικής αξιοπιστίας, αλλά αυτό δεν μπορεί να αποδειχθεί.
 
Εν πάση περιπτώσει φαίνεται ότι η εικόνα της κακιάς Ξανθίππης, πού υποβάλλει στις σκληρότερες δοκιμασίες την υπομονή και τη φιλοσοφική ανωτερότητα του άνδρα της, δηλαδή η Ξανθίππη πού πέρασε στην παγκόσμια λογοτεχνία και πού παρ’ όλα αυτά ο Πλάτων αγνοεί, είναι δημιούργημα ενός από τούς παλαιότερους Σωκρατικούς.[6] Απ’ αφορμή το πρόσωπό της έπρεπε να περιγραφούν γλαφυρά όλα τα βάσανα του γάμου ακολουθώντας την ίδια εκείνη γραμμή σκέψης, η οποία εκφράζεται σε μερικές έντονες επιθέσεις της πρώιμης ελληνικής διδακτικής ποίησης εναντίον των γυναικών εν γένει. Φυσικά, η πλήρης αποτυχία του γάμου του Σωκράτη μπορούσε να χρησιμεύσει ειδικότερα ως πλαίσιο της στροφής του Σωκράτη προς τούς νέους, στους οποίους μόνο μπορούσε να βρει φιλοσοφικό έρωτα. Παρ’ όλα αυτά υπήρχαν και σωκρατικοί διάλογοι, όπως η Ασπασία του Αισχίνη και ο (επηρεασμένος εν μέρει από αυτήν) Οικονομικός του Ξενοφώντα, όπου όχι μόνο γινόταν δεκτή η πνευματική ισοτιμία της γυναίκας με τον άνδρα, αλλά συζητιούνταν και η υφή ενός τέλειου γάμου. Δυστυχώς δεν γνωρίζουμε πώς αντιμετώπιζαν αυτά τα κείμενα τον γάμο του ίδιου του Σωκράτη. Ίσως πρέπει να επιστήσουμε την προσοχή και στο ίδιο το άνομα «Ξανθίππη». Είναι ένα άνομα, πού ηχεί αριστοκρατικό – υπερβολικά αριστοκρατικό για τον μικροαστό Σωκράτη. Μήπως το μοτίβο της Ξανθίππης αρχικά είχε σκοπό του να στηρίζει μ ένα γλαφυρό παράδειγμα των αρχαία πρακτική βιοσοφία ότι είναι ανόητο να παντρεύεται κάνεις κάποιον κοινωνικά ανώτερό του; Δεν το ξέρουμε.
 
Ας παραθέσουμε ορισμένα μόνο κατεξοχήν χαρακτηριστικά ανέκδοτα για τον Σωκράτη και την Ξανθίππη.
 
Έτσι, σ’ ένα χωρίο του Συμποσίου του (2, 10) ο Ξενοφών προσέθεσε ένα σύντομο ανέκδοτο, το όποιο μας παραδίδεται μεμονωμένα και αλλού.[7] Κατά τον Ξενοφώντα, ο Σωκράτης διατύπωσε στον διάλογο μεταξύ των συμποτών την ιδέα ότι η γυναίκα δεν είναι λιγότερο προικισμένη για μάθηση από τον άνδρα. Ο Αντισθένης αντιτείνει σ’ αυτό: «Αν το πιστεύεις αυτό, γιατί δεν μορφώνεις την Ξανθίππη σου, παρά την αφήνεις να είναι η ενοχλητικότερη σύζυγος πού μπορεί να υπάρξει;» Ό Σωκράτης του άπαντα: «Μα βλέπω ότι και όσοι θέλουν να γίνουν ικανοί ιππείς δεν επιλέγουν τα ημερότερα, αλλά τα πιο ατίθασα άλογα. Γιατί πιστεύουν ότι, αν μπορέσουν να τα δαμάσουν, εύκολα θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν και τα υπόλοιπα. Και επειδή θέλω να εξασκηθώ στη συναναστροφή με ανθρώπους, διάλεξα αυτή τη γυναίκα, γιατί ξέρω ότι αν τα καταφέρω μαζί της θα μου είναι εύκολο να αντέξω και τους υπόλοιπους ανθρώπους».
 
Επομένως, σ’ αυτή την ιστορία έχει ερμηνευθεί θετικά το γεγονός ότι ο Σωκράτης έχει μια τόσο δυσεπίδεκτη μαθήσεως γυναίκα.
 
Σε άλλες διηγήσεις απλώς τεκμηριώνεται παραστατικά η ιδέα πόσο παρέμεινε φιλοσοφικά ανέπαφος ο Σωκράτης από τις ενοχλήσεις της Ξανθίππης. Η μία αναφέρεται, σε μία παραλλαγή, ως διάλογος του Σωκράτη με τον νεαρό Ευθύδημο,[8] ενώ, σε άλλη παραλλαγή, ως διάλογος του Σωκράτη με τον Αλκιβιάδη.[9] Ορισμένες φορές ο Αλκιβιάδης και ο Ευθύδημος είναι ισότιμες μορφές και στον Ξενοφώντα. Στην πυκνότερη εκδοχή του Πλουτάρχου η διήγηση αναφέρει: κάποτε ο Σωκράτης επιστρέφοντας από την παλαίστρα προσκάλεσε σπίτι του τον Ευθύδημο. Η Ξανθίππη θύμωσε πάρα πολύ γι’ αυτό, έβριζε και στο τέλος αναποδογύρισε το τραπέζι. Τότε ο Ευθύδημος σηκώθηκε πολύ λυπημένος και ήθελε να φύγει. Αλλά ο Σωκράτης είπε: «Χθες μπήκε και στο δωμάτιο σου ένα πουλί και αναποδογύρισε το τραπέζι, άλλα δεν θυμώσαμε. Γιατί, λοιπόν, θα ‘πρεπε να θυμώσουμε τώρα;»
 
Εκτός από την ταύτιση της ασυγκράτητης Ξανθίππης με άλογο ζώο, εδώ παίζει έναν ρόλο και το μοτίβο της ζήλιας για τούς φίλους του Σωκράτη. Εκφράζεται και στο ακόλουθο ανέκδοτο: κάποτε, με αφορμή μια γιορτή, ο Αλκιβιάδης έστειλε στον Σωκράτη να φάει ένα μεγάλο γλύκισμα. Η Ξανθίππη όμως θύμωσε τόσο πολύ με το δώρο πού έστειλε στον Σωκράτη ο αγαπημένος του, ώστε έριξε κάτω το γλύκισμα και το ποδοπάτησε με βία. Ο Σωκράτης όμως γέλασε και είπε: «Έ, λοιπόν, τώρα δεν θα φας γλυκό».
 
Σε μία άλλη διήγηση, στη μία εκδοχή της, συνομιλητής του Σωκράτη είναι ο Αλκιβιάδης,[10] και στην άλλη ο Κριτόβουλος,[11] δύο μορφές επίσης πολύ συγγενείς ως τύποι. Ό Αλκιβιάδης παραπονείται για το πόσο ανυπόφορη είναι η Ξανθίππη, καθώς συνεχώς βρίζει. Ο Σωκράτης άπαντα ατάραχος: «Έχω συνηθίσει, όπως και τον αδιάκοπο θόρυβο του ανεμόμυλου. Στο κτήμα σου ανέχεσαι και τις χήνες με τα συνεχή τους ξεφωνητά». Ό Αλκιβιάδης αντιτείνει: «Ναι, άλλα οι χήνες μου δίνουν αυγά και χηνόπουλα». Και ο Σωκράτης απαντά: «Κι εγώ απέκτησα παιδιά από την Ξανθίππη».
 
Η αιχμή αυτής (όπως και της προτελευταίας) ιστορίας είναι ότι η ενόχληση από έναν άνθρωπο, ο όποιος βρίζει ανόητα, είναι το ίδιο ακριβώς αδιάφορη όσο κι η ενόχληση από ένα άλογο ζώο (η συστηματική ηθική θα μπορούσε π.χ. να συμπεράνει απ’ αυτό ότι στην πραγματικότητα ο τρελός δεν είναι παρά ένα ζώο). Υπάρχουν πολλές παράλληλες ιστορίες, οι όποιες δείχνουν ότι τα ανέκδοτα για την Ξανθίππη απλώς αποτελούν παραλλαγές ενός γενικού τύπου.
 
Έτσι, έχουμε μια ιδιότυπη ιστορία, πού παραδίδεται σε πολλές αλληλοσυμπληρούμενες αποσπασματικές εκδοχές και πιθανώς ανάγεται σ’ έναν μεγαλύτερο σωκρατικό λόγον. Λέγεται ότι κάποτε ο Σωκράτης, στη διάρκεια μιας σφοδρής συνομιλίας μ’ έναν νεαρό ονόματι Αριστοκράτη (ίσως τον ίδιο πού αναφέρει φευγαλέα ο Πλάτων στον Γοργία ως φίλο της τυραννίδος), τον έκανε να θυμώσει τόσο πολύ, ώστε αυτός κακοποίησε τον Σωκράτη. Τότε οι παρευρισκόμενοι αγανάκτησαν. Αλλά ο Σωκράτης ήρεμα είπε: «Μήπως θα ‘πρεπε να θυμώσω, αν με κλοτσούσε ένας γάιδαρος;» Πάντως, ο νεαρός πήρε τόσο κατάκαρδα αυτή την μομφή ώστε πήγε και κρεμάστηκε.[12]
 
Μπορούμε να προσθέσουμε και μία ιστορία, την οποία ο ίδιος ο Ξενοφών διηγήθηκε υπό μορφή εξαιρετικά συμπυκνωμένου ανεκδότου. Όταν ένας φίλος του Σωκράτη θύμωσε, γιατί ένας τρίτος δεν του ανταπέδωσε τον χαιρετισμό, ο Σωκράτης είπε: «Είναι γελοίο να μη θυμώνεις συναντώντας έναν σωματικά ανάπηρο, και να σε πονάει επειδή συνάντησες έναν άνθρωπο, ο όποιος ψυχικά δεν είναι απόλυτα υγιής».[13]
 
Σε άλλα ανέκδοτα η Ξανθίππη εκπροσωπεί απλώς απέναντι στον Σωκράτη έναν απτό μικροαστισμό. Είναι το μοτίβο εκείνο, το όποιο υπαινίσσεται σύντομα και ο Πλάτων στον Φαίδωνα και, από ορισμένη άποψη, φέρνει την Ξανθίππη κοντά στον Κρίτωνα.
 
Έτσι, για παράδειγμα, σε μια ιστορία, η όποια σκηνικά είναι εντελώς αντίθετη μ’ ένα από τα παραπάνω ανέκδοτα, μαθαίνουμε ότι ο Αλκιβιάδης, πάλι με αφορμή μια γιορτή, στέλνει στον Σωκράτη ένα υπέροχο δώρο. Η Ξανθίππη έχει θαμπωθεί τελείως απ’ αυτό και παρακαλεί τον Σωκράτη να δεχθεί το δώρο. Αλλά ο Σωκράτης λέει: «Αν ο Αλκιβιάδης βάζει τη φιλοδοξία του σε τέτοια δώρα, εμείς εναντίον του θα βάλουμε τη φιλοδοξία μας στην άρνηση να δεχθούμε αυτά τα δώρα».[14]
 
Σε μια γιορτή και πάλι, η Ξανθίππη δεν θέλει να βάλει το φόρεμα που της έδωσε ο Σωκράτης, καθώς πρόκειται να βγει έξω για να δει την πομπή. Ο Σωκράτης παρατηρεί: «Άρα δεν θα βγεις έξω για να δεις, άλλα για να σε δουν».[15]
 
Ως κατακλείδα αυτής της σειράς μοτίβων μπορεί να αναφερθεί ο μοναδικός μεγαλύτερος σωζόμενος διάλογος, ο όποιος δεν έχει μεν ως συνομιλήτρια την Ξανθίππη, αλλά την έχει ως αντικείμενό του: ο διάλογος του Σωκράτη με τον γυιό του Λαμπροκλή στα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα (ΙΙ, 2). Παραδόξως, βέβαια, το όνομα της Ξανθίππης δεν αναφέρεται πουθενά στη συνομιλία· ίσως αυτό είναι απλή σύμπτωση, ίσως και όχι. Ο διάλογος έχει συντεθεί με ξενοφώντειο τρόπο, από πολλά εντελώς ετερόκλητα μέρη. Στο κύριο μέρος του αφιερώνεται σε γενικές σκέψεις σχετικά με το ότι η αχαριστία είναι χειρότερη από οποιοδήποτε αμάρτημα και η αχαριστία προς τους γονείς, ιδιαίτερα προς τη μητέρα, πού κάνει τα πάντα για το παιδί της, αποτελεί ιδιαίτερα βαρύ παράπτωμα, το όποιο δικαίως καταδικάζει με ιδιαίτερη αυστηρότητα και το κράτος. Σ’ αυτές τις γενικότητες εντάσσονται δύο μικρά αποσπάσματα, τα όποια συζητούν ειδικότερα τη σχέση με μια τόσο δύσκολη γυναίκα, όπως είναι η μητέρα του Λαμπροκλή (II 2, 7-10). Το πρώτο κομμάτι θα μπορούσε να έχει επηρεασθεί λίγο από την παραπάνω διήγηση για τον Αριστοκράτη ή από συγγενείς διηγήσεις. Ο γυιός λέει στον πατέρα του ότι απλούστατα δεν μπορεί να ανεχθεί άλλο την κακία της μητέρας του. Τότε ο Σωκράτης ρωτά τι θα ήταν φοβερότερο, η μητέρα ή ένα άγριο ζώο. Ο Λαμπροκλής λέει ότι θα ήταν η μητέρα, αν είναι πλασμένη σαν τη δική του. Τελικά ο Σωκράτης αντιτείνει αστειευόμενος: «Μα αυτή ποτέ ως τώρα δεν σε δάγκωσε ούτε σε κακομεταχειρίστηκε, όπως κάνουν συνήθως τα άγρια ζώα». Έτσι τελειώνει το πρώτο ανέκδοτο.
 
Το δεύτερο επισυνάπτεται από τον Ξενοφώντα χωρίς μεταβατική προεισαγωγή, αν και έχει κάπως διαφορετική συλλογιστική. Ο γυιός παρατηρεί ότι ή μητέρα του τον επιπλήττει με λόγια πού δεν θα ήθελε να τα ακούσει άνθρωπος. Τότε ο Σωκράτης ρωτά: «Νομίζεις ότι είναι σώνει και καλά χειρότερο για σένα να ακούς ό,τι λέει η μητέρα σου απ’ ό,τι είναι για τους ηθοποιούς να λένε στις τραγωδίες ο ένας στον άλλο τα φοβερότερα πράγματα;» Ο γυιός υπερασπίζει τον εαυτό του: «Νομίζω ότι τους ηθοποιούς δεν τους πειράζει αυτό καθόλου, γιατί ξέρουν ότι όσοι τους προσβάλλουν και τους απειλούν επί σκηνής δεν εννοούν διόλου σοβαρά ό,τι λένε». Τότε ο Σωκράτης κλείνει λέγοντας: «Και η μητέρα σου μιλά χωρίς κακή πρόθεση, παρά σου εύχεται όλα τα καλά. Γιατί λοιπόν της θυμώνεις;»
 
Αυτή η δεύτερη ιστορία είναι παράξενη, αφού μέσω της σύγκρισης με τους ηθοποιούς αφαιρείται στην πραγματικότητα η αιχμή από τη μομφή εναντίον της μητέρας. Η μητέρα, λοιπόν, δεν είναι σκόπιμα κακή, απλώς έτσι μιλάει. Παρ’ όλα αυτά μπορούμε να αναρωτηθούμε αν σ’ αυτό το κομμάτι η Ξανθίππη βρισκόταν εξαρχής στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Πιθανώς ήταν απλώς η αφετηρία για τη συζήτηση ενός εντελώς διαφορετικού προβλήματος, το οποίο είχε απασχολήσει και άλλοτε τους Σωκρατικούς: σε τι οφείλεται το ότι δεν μπορεί να ανεχθεί κανείς ορισμένες καταστάσεις και ορισμένα πεπρωμένα στην πραγματικότητα, ενώ τα παρακολουθεί ευχάριστα επί σκηνής;[16]
 
Υπάρχει όμως και μία εντελώς διαφορετική εικόνα της Ξανθίππης, η οποία, βέβαια, έχει κι ένα εντελώς διαφορετικό βιογραφικό υπόβαθρο. Είναι η εικόνα της Ξανθίππης ως χήρας μετά τον θάνατο του Σωκράτη. Έτσι, έχουμε ένα χωρίο, όπου αναφέρεται ότι η Ξανθίππη, προφανώς μετά τον θάνατο του συζύγου της, είπε ότι το πρόσωπο του Σωκράτη, παρ’ όλες τις μεταπτώσεις των τυχών της Αθήνας και της δικής του ζωής, παρέμενε συνεχώς το ίδιο, τόσο όταν έφευγε από το σπίτι του όσο και όταν επέστρεφε.[17] Γιατί o Σωκράτης προσαρμοζόταν σε κάθε περίσταση, είχε χαρούμενη διάθεση και ήταν υπεράνω κάθε φόβου και λύπης.[18] Πρόκειται για μία Ξανθίππη, ή οποία δίνει τη μαρτυρία της για το φιλοσοφικό πνεύμα του Σωκράτη και κατ’ αυτόν τον τρόπο συμβάλλει από την πλευρά της στη διαφύλαξη της κληρονομιάς του. Είναι φανερό ότι εδώ λαμβάνεται προπάντων υπόψη η στάση του Σωκράτη κατά τη διάρκεια του μεγάλου λοιμού, της σικελικής καταστροφής και κατά την πτώση της Αθήνας.
 
Στην ίδια συνάφεια ανήκει μια ιστορία, την οποία αφηγείται η 21η επιστολή των Σωκρατικών. Δεν θα μπορούσε να την έχει επινοήσει ελεύθερα ο συντάκτης της επιστολής. Εδώ ο Αισχίνης ανακοινώνει στην Ξανθίππη ότι έδωσε στον Εύφρονα τον Μεγαρέα έξι μεδίμνους κριθάλευρο, καθώς και 8 δραχμές κι ένα καινούργιο πανωφόρι, ώστε να μη χρειάζεται να έχει έγνοιες τον χειμώνα. Εκτός αυτού, τη διαβεβαιώνει ότι ο Ευκλείδης και ο Τερψίων είναι θαυμάσιοι άνδρες και φίλοι, δικοί της και του Σωκράτη. Τέλος, την προσκαλεί να επιτρέψει στα παιδιά να ταξιδέψουν στα κοντινά Μέγαρα, αν έχουν διάθεση. Έπειτα η επιστολή συνεχίζεται με παρηγορητικά λόγια στη χήρα. Λέει ότι το έργο όσων απέμειναν είναι να εξασφαλίσουν το μέλλον των παιδιών. Η Ξανθίππη, λέγεται, επαινέθηκε πολύ από τον Απολλόδωρο και τον Δίωνα, επειδή απορρίπτει κάθε ξένη βοήθεια και δηλώνει παντού ότι έχει αρκετά· γιατί είναι αποκλειστικό προνόμιο των φίλων του Σωκράτη να την υποστηρίξουν. Προφανώς η επιστολή πρέπει να γράφτηκε από τα Μέγαρα λίγο μετά τον θάνατο του Σωκράτη και προϋποθέτει ότι μετά την εκτέλεση του Σωκράτη όλοι οι φίλοι του κατέφυγαν εκεί. Ο Εύφρων, ο Ευκλείδης και ο Τερψίων κατάγονται οι ίδιοι από τα Μέγαρα, ενώ οι αναφερόμενοι κατόπιν Απολλόδωρος και Δίων μάλλον είναι φίλοι από την Αθήνα. Ο Απολλόδωρος ταυτίζεται με τον ενθουσιώδη θαυμαστή του Σωκράτη, ο οποίος κατέχει πάγια θέση στη σκηνή του θανάτου. Φυσικά, δεν μπορεί πια να διαπιστωθεί ποιος είναι πιθανόν ο αρχικός κορμός αυτής της ιστορίας. Αλλά ότι οι φίλοι του Σωκράτη μετά τον θάνατό του φρόντισαν να έχουν συνεχώς επαφή με τη χήρα και τη φρόντιζαν, ίσως αποτελεί πολύ παλαιά διήγηση. Τέλος, θα ήταν εύλογο το ερώτημα τι απέγινε με την Ξανθίππη και τα παιδιά μετά τον θάνατο του Σωκράτη. Ο Μενέδημος ο Ερετριεύς προϋποθέτει ήδη τούτο το μοτίβο, όταν υποστηρίζει ότι στην πραγματικότητα τους διαλόγους του Αισχίνη τους έχει γράψει ο ίδιος ο Σωκράτης και η Ξανθίππη απλώς τους έδωσε στον Αισχίνη κρυφά.[19] Φυσικά, το υπόβαθρο αυτής της κατηγορίας είναι κατ’ αρχήν το γεγονός ότι ο Αισχίνης, όπως και ο Πλάτων, ουδέποτε εμφανιζόταν ως συγγραφέας στους διάλογους του. Μπορούμε όμως να δεχθούμε ότι στη διαμόρφωσή της συγχρόνως συνέβαλε και μια γενική αντίληψη για τις ιδιαίτερα στενές σχέσεις του Αισχίνη με τη χήρα του Σωκράτη.
 
Όχι και τόσο πλούσια, πάντως αξιολογότατη είναι ακόμη η παράδοση για τα παιδιά του Σωκράτη. Ο Πλάτων παραδίδει ότι ήταν τρία παιδιά, με μια κάπως μεγαλύτερη διαφορά ηλικίας του μεγαλύτερου από τα δύο μικρότερα (Απολογία 34d). Τα άλλα κείμενα αναφέρουν τα ονόματα: Λαμπροκλής, Σωφρονίσκος και Μενέξενος. Μιλήσαμε ήδη για τον διάλογο του Σωκράτη με τον Λαμπροκλή σχετικά με την Ξανθίππη, τον όποιο αφηγείται ο Ξενοφών. Ίσως αποτελεί απλή μεταφορά του μοτίβου πού περιέχεται στην 21η επιστολή των Σωκρατικών (την πραγματευθήκαμε ήδη) όταν στην 27η επιστολή ο Αρίστιππος παραγγέλλει στην κόρη του την Αρετή να δεχθεί σαν δικό της γυιό τον γυιό του Σωκράτη τον Λαμπροκλή, πού ήταν μαζί του στα Μέγαρα, αν τυχόν έλθει στην Κυρήνη.
 
Ενδιαφέρουσα είναι μία, δυστυχώς πολύ συνοπτική μόνο, σημείωση του Αριστοτέλη (Ρητορική 1390b, 30 κ.ε.). Ο Αριστοτέλης δίνει παραδείγματα για το πώς προικισμένες οικογένειες μπορούν να εκφυλισθούν και να βγάλουν εκκεντρικούς χαρακτήρες, όπως περίπου οι οικογένειες του Αλκιβιάδη και του Διονύσιου του Πρεσβύτερου, ενώ αντίστροφα οικογένειες ισορροπημένες και συνετές μεταπίπτουν στην αφάνεια και στην πνευματική αμβλύτητα· ως παράδειγμα γι’ αυτή την περίπτωση αναφέρονται οι οικογένειες του Κίμωνα, του Περικλή και του Σωκράτη. Πρόκειται για ένα χαρακτηρολογικό σχήμα ιδωμένο από τη γενική σκοπιά του ερωτήματος πού θίγεται ήδη στον Λάχητα του Πλάτωνα: που οφείλεται το άτι οι γυιοί σπουδαίων πατεράδων συχνά βγήκαν τόσο αποτυχημένοι. Το θέμα έχει συμπεριληφθεί στον Πρωταγόρα, όπου γίνεται συζήτηση για τον Περικλή, και έπειτα σε μία εκτενή, τεκμηριωμένη περιγραφή στον Μένωνα, η οποία καταδεικνύει ειδικότερα την παιδευτική ανικανότητα των παλιών πολιτικών της Αθήνας. Εδώ το ζήτημα μπαίνει σ’ ένα αντικειμενικό σύστημα. Δεν γνωρίζουμε αν και κατά πόσο υπήρχαν ακριβέστερες διηγήσεις για την άσχημη κατάληξη των γυιων του Σωκράτη. Οπωσδήποτε, ήταν βέβαιο από τότε ότι κανένας τους δεν έγινε φιλόσοφος. Φυσικά, θα θέλαμε πολύ να ξέρουμε και αν τυχόν ο ίδιος ο Σωκράτης αναφέρθηκε στην ανικανότητα των γυιών του σε κάποια συνομιλία του. Μπορούμε να σκεφθούμε το παράλληλο μοτίβο στον Βίον του Αρίστιππου. Ήταν γνωστό ότι ο Αρίστιππος, σε μια επιστολή προς την κόρη του την Αρήτη, είχε αναπτύξει φιλοσοφικές διδασκαλίες. Επιπλέον, υπήρχε η συμπληρωματική πληροφορία ότι απαρνήθηκε με απόλυτη ψυχραιμία τον γυιό του, γιατί ήταν άχρηστος· και τούτο πάλι τεκμηρίωνε παραστατικά την ιδέα ότι πρέπει να εκτιμάμε τον άνθρωπο μόνο για την προσωπική του αξία, και όχι λ.χ. για λόγους συγγενείας.[20] Έχουν σωθεί μόνο τα απομεινάρια μιας και μοναδικής σκηνής, η οποία δείχνει τον Σωκράτη μαζί με τα παιδιά του.[21] Λέγεται ότι κάποτε ο Αλκιβιάδης ήλθε ξαφνικά στο σπίτι του Σωκράτη, ακριβώς τη στιγμή όπου αυτός έπαιζε με τον μικρό Λαμπροκλή του, και μάλιστα φαίνεται ότι έπαιζε ορισμένο παιδικό παιχνίδι, ή μόνο μαζί του ή και με τους τρεις. Η πρόθεση της, δυστυχώς πολύ αποσπασματικά μαρτυρούμενης, διήγησης είναι φανερή. Θέλει να δείξει (και αναμφίβολα αυτό εξήγησε ο Σωκράτης στον Αλκιβιάδη σε μια συνομιλία πού επακολούθησε) ότι και ο φιλόσοφος ξεκουράζεται κάπου-κάπου από την πνευματική εργασία του και προσπαθεί να χαλαρώσει με εύκολα παιχνίδια. Πρόκειται δηλαδή για τη σκηνική εξεικόνιση ενός αξιώματος, το όποιο ως απόφθεγμα του Σωκράτη σε άλλη παράδοση λέει τα εξής (Στοβαίου III 1, 186): Η ζωή παίρνει την πιο ευχάριστη όψη της όταν μπορεί να ρυθμίζεται σαν μουσικό όργανο, άλλοτε για ένταση και άλλοτε για ύφεση.[22]
 
Επιπλέον, αυτό το μοτίβο έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, επειδή παραπέμπει προκαταβολικά στις καθαρά θεωρητικές συζητήσεις του Αριστοτέλη για το κατά πόσον η σχόλη είναι χαρακτηριστικό της τέλειας ζωής,[23] αφ’ ετέρου όμως μπορεί να κατανοηθεί και ως μετασχηματισμός παλαιότερων διηγήσεων από τον κύκλο των Επτά Σοφών. Εδώ έχω υπόψη μου μια ιστορία, την όποια διηγείται ο Ηρόδοτος (2, 173) για τον βασιλιά Άμασι της Αιγύπτου. Ο Άμασις ανήκει, υπό ευρύτερη έννοια, στον κόσμο των Επτά Σοφών. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι αυτός ο ηγεμόνας μοίραζε έξυπνα τον χρόνο του μεταξύ σοβαρής εργασίας και ευχάριστης ψυχαγωγίας, και αποστόμωσε τούς επικριτές αυτού του τρόπου ζωής αναφέροντας ως παράδειγμα το τόξο, το όποιο επίσης δεν πρέπει να το αφήνουμε συνεχώς τεντωμένο. Η συγγένεια μεταξύ των μοτίβων αυτής της ιστορίας και του σωκρατικού λόγου είναι αδιαμφισβήτητη. Τέλος, μπορούμε να υποδείξουμε εν παρόδω ότι εδώ, με φανερή αφέλεια, συνίσταται η εναλλαγή αστείου (παιδειάς) και σοβαρού {σπουδής) ενώ στην πλατωνική εικόνα του Σωκράτη είναι μεν επίσης γνωστός ο αντιθετικός χαρακτήρας των δύο εννοιών, άλλα εννοείται εντελώς διαφορετικά, ως έκφραση σοβαρών πραγμάτων μέσα στο αστείο ή και ως παιχνίδι με σοβαρά λόγια. Εδώ ένας κανόνας πνευματικής υγιεινής εμβαθύνεται και γίνεται μια παράδοξη μορφή πνευματικής ζωής. Την αντίθεση προς τους δύο αυτούς τύπους αποτελεί ο φιλόσοφος εκείνος, ο όποιος με ακράδαντη αυστηρότητα δεν επιτρέπει ποτέ στον εαυτό του ούτε καν να χαμογελάσει. Με βάση τα όσα λέχθηκαν προηγουμένως δεν απορούμε πού μεταξύ των εκπροσώπων αυτού του εχθρικού σε κάθε παιχνίδι και αστειότητα ιδεώδους βρίσκουμε τον αντίπαλο του Σωκράτη, τον Αριστόξενο, και ακόμη τον Αναξαγόρα,[24] γιά τον όποιο ίσως υπήρχαν μερικές διηγήσεις, οι όποιες συνειδητά τον αντιπαρέθεταν στη σωκρατική ποίηση (Αριστόξενος, απ. 7 Wehrli).
 
Κατά τα λοιπά, μπορούμε ακόμη να αναφέρουμε δύο διηγήσεις μόνο. Έχουν ως αφετηρία τους το ότι τουλάχιστον δύο γυιοί του Σωκράτη πέθαναν ήδη πριν από τον πατέρα τους. Πρόκειται για ένα μοτίβο, το όποιο πάλι έρχεται κατηγορηματικά σε αντίφαση με τις πληροφορίες της πλατωνικής Απολογίας. Το ένα σύντομο ανέκδοτο είναι απλώς μία νέα επεξεργασία στοιχείων γνωστών μας και απ’ αλλού. Ο Σωκράτης ήταν απασχολημένος με μια συζήτηση, όταν κάποιος του ανακοίνωσε ότι ο γυιός του ο Σωφρονίσκος μόλις πέθανε. Εκείνος όμως ήρεμος τελείωσε τη συζήτηση και έπειτα είπε: “Ας πηγαίνουμε, λοιπόν, και ας αποδώσουμε στον Σωφρονίσκο όσα ορίζει ο νόμος” (Στοβαίου IV 44, 74). Εδώ έχουν συγχωνευθεί αφ’ ενός το πολύ διαδεδομένο μοτίβο ότι όταν ο πατέρας είναι απασχολημένος με σημαντικά πράγματα δεν ενοχλείται από τον θάνατο του γυιού του, δηλαδή ένα παράδειγμα της αδιατάρακτης ανδροπρέπειας, με το οποίο ίσως μπορεί να συγκριθεί η ιστορία για τη συμπεριφορά του Ξενοφώντα, όταν πέθανε ο γυιός του ο Γρύλλος (ο Κικέρων στο έργο του Consolatio συγκέντρωσε πάρα πολλά τέτοια παραδείγματα)· το άλλο είναι το μοτίβο ότι ένας φιλοσοφικός λόγος εφόσον άρχισε, πρέπει οπωσδήποτε να τελειώσει· πρόκειται για μιαν ιδέα, η οποία στην Σωκρατική πήρε μορφή σε μερικές ιδιόρρυθμες σκηνές: στο πώς ο Σωκράτης στο στρατόπεδο κοντά στην Ποτίδαια έμεινε όρθιος στο ίδιο μέρος επί εικοσιτέσσερις ώρες σκεπτόμενος, ή στο τι περιγράφει ο Πλάτων, πιθανώς επηρεασμένος απ’ αυτή τη σκηνή, στην αρχή του Συμποσίου όπου ο Σωκράτης πηγαίνοντας στον Αγάθωνα ξαφνικά σταματά και μόνο έπειτα από αρκετή ώρα μπαίνει στο σπίτι όπου γίνεται η γιορτή. Παρόμοιες διηγήσεις υπάρχουν και για τον μαθητή του Πλάτωνα, τον Ξενοκράτη (Διογένους Λαέρτιου 4, 11· 4, 16). Μια παρωδία του μοτίβου εμφανίζεται στο ακόλουθο ανέκδοτο για τον φιλόσοφο Στίλπωνα: κάποτε έφυγε βιαστικός στη μέση της συζήτησης με τον φιλόσοφο Κράτη, για να πάει ν’ αγοράσει ψάρια. Ο Κράτης, θέλοντας να τον εμποδίσει, είπε: «Πώς; Θ’ αφήσεις τη συζήτηση;» «Όχι», απάντησε ο Στίλπων, «τη συζήτηση την έχω, αλλά εσένα θα σ’ αφήσω, γιατί η συζήτηση μένει, το ψάρι όμως θα πουληθεί, αν περιμένω κι άλλο» (Διογένους Λαέρτιου 2, 119). Η ίδια η ιδέα ότι κάθε λόγος έχει τη φυσική του συνέχεια και το φυσικό τέλος του, και ότι πρέπει να συμμορφώνεται κανείς μ’ αυτήν την πορεία προκειμένου να πάει καλά το πράγμα, ίσως ανήκει στον ίδιο κύκλο όπως η σύγκριση της αναζήτησης μιας ιδέας με τη γέννηση ενός παιδιού στον πλατωνικό Θεαίτητο· αυτό το είδος παραστατικής περιγραφής του λόγου ως αυτόνομης οντότητας μπορεί να είναι, πολύ πιθανόν, παλαιότερο από την Σωκρατική, έστω και αν η έρευνα μέχρι τώρα δεν μπορεί να πει ακόμη ακριβέστερα πράγματα. Δυσκολότερα μπορούμε να αποφανθούμε για μιαν άλλη, πιο εκτενή διήγηση. Είναι ένα κομμάτι από το σύγγραμμα του Πλουτάρχου (589f κ.έ.) για το δαιμόνιον του Σωκράτη, όπου αναμειγνύονται οι προσωπικές επινοήσεις με σημαντικές αρχαίες παραδόσεις. Εκεί αναφέρονται τα έξης: στη Χαιρώνεια της Βοιωτίας ζούσε ένας νέος ονόματι Τίμαρχος, τον οποίο ο Σωκράτης κέρδισε για τη φιλοσοφία. Ήθελε όμως να μάθει τι ακριβώς σήμαινε το δαιμόνιον του Σωκράτη· κατέστρωσε λοιπόν το σχέδιο να ρωτήσει σχετικά το μαντείο του Τροφωνίου κι ανακοίνωσε την ιδέα του μόνο στους δύο Θηβαίους φίλους του Σωκράτη. Στο σπήλαιο του Τροφωνίου είδε σ’ ένα περιπαθές δράμα τον κόσμο και τον κάτω κόσμο, και μια φωνή του δίδαξε την ουσία των δαιμόνων, οι οποίοι είναι η ύψιστη αρχή μέσα στον άνθρωπο, καθοδηγούν τον άνθρωπο, αν είναι ευσεβής και καλός, και μάλιστα μπορούν να περιφέρονται ελεύθεροι από το σώμα, όπως η ψυχή του Ερμοτίμου του Κλαζομενίου. Έπειτα η φωνή λέει στον Τίμαρχο άτι σε τρεις μήνες θα μάθει περισσότερα. Ό Τίμαρχος επιστρέφει στην Αθήνα και μετά από τρεις μήνες πεθαίνει, αλλά προηγουμένως εκφράζει την επιθυμία να ταφεί δίπλα στον Λαμπροκλή, τον γιό του Σωκράτη, ο οποίος είχε πεθάνει λίγο πριν. Δεν μπορούμε να συζητήσουμε εδώ τις λεπτομέρειες αυτής της διήγησης και το ζήτημα για την προέλευση των οραμάτων του Επέκεινα· ούτε μας ενδιαφέρει εδώ αυτό. Σημασία έχουν μόνο δύο στοιχεία: ότι η πρόγνωση του θανάτου του νεαρού δεν συνδέεται αρμονικά με το υπόλοιπο δράμα του Επέκεινα και ότι η συνάφεια της μοίρας του Τιμάρχου με τον θάνατο του Λαμπροκλή παραμένει εντελώς ακατανόητη. Αυτό καθιστά εύλογη την ιδέα ότι χρησιμοποιήθηκε ένα παλαιότερο σκηνικό και αναμορφώθηκε από τον Πλούταρχο μόνο στα ουσιώδη σημεία του οράματος του Επέκεινα. Αλλά εξαρχής ήδη αυτή η σκηνή πρέπει να ανήκει στην ομάδα των «φυγόκοσμων» ιστοριών για το Επέκεινα, όπως π.χ. εκείνος ο λόγος, ο οποίος κρύβεται πίσω από την ονειρική μορφή του πλατωνικού Κρίτωνα, και ίσως εκείνη η ποιητική κατασκευή του Αντισθένη, η οποία έδειχνε έναν νέο να συνομιλεί με τη σκιά του νεκρού Σωκράτη. Κατά παρόμοιο τρόπο, ο θάνατος του Λαμπροκλή ίσως έγινε αφετηρία κάποιων σκέψεων για τη μετά θάνατον τύχη των καλών ανθρώπων.
 
Ας αναφερθεί, τέλος, ότι μας έχουν σωθεί αποσπάσματα από μία δήθεν επιστολή του Ξενοφώντα προς τον Λαμπροκλή για τον πλούτο (Στοβαίου III 5, 28/29). Ανήκουν στη συλλογή των πλαστών Σωκρατικών επιστολών, οι βάσεις των οποίων βρίσκονταν βέβαια πολλές φορές σε παλιές σωκρατικές ποιητικές κατασκευές.
---------------------
[1] Περί ευγενείας απ. 2 Ross.
[2] Η παράξενη ιστορία για τον δανεισμό της συζύγου του σε φίλους, πού απαντά στον Τερτυλλιανό, Apologeticum, 39,12, και στον Σαλβιανό, De gubernatione Dei 7, 103, μπορεί και να είναι παλιά, έστω και αν χρησιμοποιήθηκε από τους παραπάνω συγγραφείς (αυτονόητα) για κακόβουλη πολεμική εναντίον του Σωκράτη· πρβλ. Πλουτάρχου, Βίοι παράλληλοι, Λυκούργος 3.
[3] Πλουτάρχου, Βίοι παράλληλοι, Αριστείδης 25.
[4] απ. 54 Wehrli.
[5] Διογένους Λαέρτιου 2, 26.
[6] Για μια παρόμοια κακή σύζυγο του Πιττακού μας πληροφορεί ο Πλούταρχος, Ηθικά 471b. Για το ίδιο πρβλ. και Σενέκα, De matrimonio, απ. 62 Haase, και De constantia sapientiae.
[7] Διογένους Λαέρτιου 2, 37· Πλουτάρχου, Ηθικά 90d.
[8]  Πλουτάρχου, Ηθικά 461d.
[9] Στοβαίου III 1, 98.
[10]  Διογένους Λαέρτιου 2, 36 κ.έ.
[11] Στοβαίου III 1, 98.
[12] Διογένους Λαέρτιου 2, 21· Πλουτάρχου Ηθικά 10c, και Θεμιστοκλέους Περί αρετής, Rheinisches Museum 27, σελ. 461 κ.έ.
[13] Απομνημονεύματα ΙΙΙ 13, 1.
[14] Αιλιανού, Varia Historia 9, 29.
[15] Αιλιανού, Varia Historia 7, 10.
[16] Αρίστιππος, απ. 189, 190, εκδ. Mannebach.
[17] Για την αμετάβλητα ομοιόμορφη διάθεση του Σωκράτη βλ. και Κικέρωνα, Tusculanae Disputationes 3, 31· De officiis 1, 90· Σενέκα, De ira 2, 7, 1· Consolatio Helvia 13, 4· Epistulae Morales 104, 28.
[18] Αιλιανού, Varia Historia 9, 7.
[19] Διογένους Λαέρτιου 2, 60.
[20] Διδακτική επιστολή του Αρίστιππου προς τη θυγατέρα του Αρήτη: Διογένους Λαέρτιου 2, 84 και 72. Αποκλήρωση του γυιού του: απ. 95 Mannebach. Πρέπει να υφίσταται συνάφεια με το χωρίο Α 2, 54, από τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα, την οποία όμως δεν μπορούμε πια να ερμηνεύσουμε με σαφήνεια.
[21] Αιλιανού, Varia Historia 12, 15, και Valerius Maximus VIII, 8 ext.
[22] Εναλλαγή έντασης και χαλάρωσης: πρβλ. Αιλιανού, Varia Historia 12, 15· Αθηναίου 519b· Σενέκα, De tranquilitate animi 17, 4· Πλουτάρχου, Βίοι παράλληλοι, Αγησίλαος 25, σύμφωνα με τον Hense στο: Rheinisches Museum 62, σελ. 313 κ.έ. Όλα από το έργο του Αθηνοδώρου από την Ταρσό (φίλου του Αυγούστου) Περί σπουδής και παιδιάς. Βλ. σχετικά Κ. Praechter, Hermes σελ. 471 κ.ε. Πρβλ. και Αριστοτέλους, Ηθικά Νικομάχεια 1176b 33, και Gnom. Vatic. αρ. 17 Sternb., από έναν διάλογο με τον Ανάχαρσι.
[23] Ηθικά Νικομάχεια 1177b 4 κ.έ.· Πολιτικά 1337b 27 κ.έ.
[24] Ο μονίμως αγέλαστος Αναξαγόρας: Die Fragmente der Vorsokratiker 59A 21.