Δευτέρα 20 Ιουνίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (3.329-3.394)

Ὣς ἔφατ᾽, ἠέλιος δ᾽ ἄρ᾽ ἔδυ καὶ ἐπὶ κνέφας ἦλθε.
330 τοῖσι δὲ καὶ μετέειπε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη·
«Ὦ γέρον, ἦ τοι ταῦτα κατὰ μοῖραν κατέλεξας·
ἀλλ᾽ ἄγε τάμνετε μὲν γλώσσας, κεράασθε δὲ οἶνον,
ὄφρα Ποσειδάωνι καὶ ἄλλοις ἀθανάτοισι
σπείσαντες κοίτοιο μεδώμεθα· τοῖο γὰρ ὥρη.
335 ἤδη γὰρ φάος οἴχεθ᾽ ὑπὸ ζόφον, οὐδὲ ἔοικε
δηθὰ θεῶν ἐν δαιτὶ θαασσέμεν, ἀλλὰ νέεσθαι.»
Ἦ ῥα Διὸς θυγάτηρ, οἱ δ᾽ ἔκλυον αὐδησάσης·
τοῖσι δὲ κήρυκες μὲν ὕδωρ ἐπὶ χεῖρας ἔχευαν,
κοῦροι δὲ κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῖο,
340 νώμησαν δ᾽ ἄρα πᾶσιν ἐπαρξάμενοι δεπάεσσι·
γλώσσας δ᾽ ἐν πυρὶ βάλλον, ἀνιστάμενοι δ᾽ ἐπέλειβον.
αὐτὰρ ἐπεὶ σπεῖσάν τ᾽ ἔπιόν θ᾽ ὅσον ἤθελε θυμός,
δὴ τότ᾽ Ἀθηναίη καὶ Τηλέμαχος θεοειδὴς
ἄμφω ἱέσθην κοίλην ἐπὶ νῆα νέεσθαι.
345 Νέστωρ δ᾽ αὖ κατέρυκε καθαπτόμενος ἐπέεσσι·
«Ζεὺς τό γ᾽ ἀλεξήσειε καὶ ἀθάνατοι θεοὶ ἄλλοι,
ὡς ὑμεῖς παρ᾽ ἐμεῖο θοὴν ἐπὶ νῆα κίοιτε
ὥς τέ τευ ἢ παρὰ πάμπαν ἀνείμονος ἠὲ πενιχροῦ,
ᾧ οὔ τι χλαῖναι καὶ ῥήγεα πόλλ᾽ ἐνὶ οἴκῳ,
350 οὔτ᾽ αὐτῷ μαλακῶς οὔτε ξείνοισιν ἐνεύδειν.
αὐτὰρ ἐμοὶ πάρα μὲν χλαῖναι καὶ ῥήγεα καλά.
οὔ θην δὴ τοῦδ᾽ ἀνδρὸς Ὀδυσσῆος φίλος υἱὸς
νηὸς ἐπ᾽ ἰκριόφιν καταλέξεται, ὄφρ᾽ ἂν ἐγώ γε
ζώω, ἔπειτα δὲ παῖδες ἐνὶ μεγάροισι λίπωνται,
355 ξείνους ξεινίζειν, ὅς τίς κ᾽ ἐμὰ δώμαθ᾽ ἵκηται.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη·
«εὖ δὴ ταῦτά γ᾽ ἔφησθα, γέρον φίλε· σοὶ δὲ ἔοικε
Τηλέμαχον πείθεσθαι, ἐπεὶ πολὺ κάλλιον οὕτως.
ἀλλ᾽ οὗτος μὲν νῦν σοι ἅμ᾽ ἕψεται, ὄφρα κεν εὕδῃ
360 σοῖσιν ἐνὶ μεγάροισιν· ἐγὼ δ᾽ ἐπὶ νῆα μέλαιναν
εἶμ᾽, ἵνα θαρσύνω θ᾽ ἑτάρους εἴπω τε ἕκαστα.
οἶος γὰρ μετὰ τοῖσι γεραίτερος εὔχομαι εἶναι·
οἱ δ᾽ ἄλλοι φιλότητι νεώτεροι ἄνδρες ἕπονται,
πάντες ὁμηλικίη μεγαθύμου Τηλεμάχοιο.
365 ἔνθα κε λεξαίμην κοίλῃ παρὰ νηῒ μελαίνῃ
νῦν· ἀτὰρ ἠῶθεν μετὰ Καύκωνας μεγαθύμους
εἶμ᾽ ἔνθα χρεῖός μοι ὀφέλλεται, οὔ τι νέον γε
οὐδ᾽ ὀλίγον· σὺ δὲ τοῦτον, ἐπεὶ τεὸν ἵκετο δῶμα,
πέμψον σὺν δίφρῳ τε καὶ υἱέϊ· δὸς δέ οἱ ἵππους,
370 οἵ τοι ἐλαφρότατοι θείειν καὶ κάρτος ἄριστοι.»
Ὣς ἄρα φωνήσασ᾽ ἀπέβη γλαυκῶπις Ἀθήνη
φήνῃ εἰδομένη· θάμβος δ᾽ ἕλε πάντας Ἀχαιούς,
θαύμαζεν δ᾽ ὁ γεραιός, ὅπως ἴδεν ὀφθαλμοῖσι·
Τηλεμάχου δ᾽ ἕλε χεῖρα, ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζεν·
375 «Ὦ φίλος, οὔ σε ἔολπα κακὸν καὶ ἄναλκιν ἔσεσθαι,
εἰ δή τοι νέῳ ὧδε θεοὶ πομπῆες ἕπονται.
οὐ μὲν γάρ τις ὅδ᾽ ἄλλος Ὀλύμπια δώματ᾽ ἐχόντων,
ἀλλὰ Διὸς θυγάτηρ, κυδίστη τριτογένεια,
ἥ τοι καὶ πατέρ᾽ ἐσθλὸν ἐν Ἀργείοισιν ἐτίμα.
380 ἀλλά, ἄνασσ᾽, ἵληθι, δίδωθι δέ μοι κλέος ἐσθλόν,
αὐτῷ καὶ παίδεσσι καὶ αἰδοίῃ παρακοίτι·
σοὶ δ᾽ αὖ ἐγὼ ῥέξω βοῦν ἦνιν εὐρυμέτωπον,
ἀδμήτην, ἣν οὔ πω ὑπὸ ζυγὸν ἤγαγεν ἀνήρ·
τήν τοι ἐγὼ ῥέξω χρυσὸν κέρασιν περιχεύας.»
385 Ὣς ἔφατ᾽ εὐχόμενος, τοῦ δ᾽ ἔκλυε Παλλὰς Ἀθήνη.
τοῖσιν δ᾽ ἡγεμόνευε Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ,
υἱάσι καὶ γαμβροῖσιν, ἑὰ πρὸς δώματα καλά.
ἀλλ᾽ ὅτε δώμαθ᾽ ἵκοντο ἀγακλυτὰ τοῖο ἄνακτος,
ἑξείης ἕζοντο κατὰ κλισμούς τε θρόνους τε,
390 τοῖς δ᾽ ὁ γέρων ἐλθοῦσιν ἀνὰ κρητῆρα κέρασσεν
οἴνου ἡδυπότοιο, τὸν ἑνδεκάτῳ ἐνιαυτῷ
ὤϊξεν ταμίη καὶ ἀπὸ κρήδεμνον ἔλυσε·
τοῦ ὁ γέρων κρητῆρα κεράσσατο, πολλὰ δ᾽ Ἀθήνῃ
εὔχετ᾽ ἀποσπένδων, κούρῃ Διὸς αἰγιόχοιο.

***
Έτσι μιλώντας, έδυσε ο ήλιος κι έπεσε το σκοτάδι·
330 τότε τον λόγο πήρε μεταξύ τους, τα μάτια λάμποντας, η Αθηνά:
«Γέροντα, τα λεγόμενά σου όλα καλά και στη σειρά!
Αλλά προτείνω οι γλώσσες τώρα να κοπούν, να συγκεράσετε κρασί,
πρώτα να κάνουμε σπονδή στον Ποσειδώνα και στους άλλους αθανάτους,
μετά σκεφτόμαστε τον ύπνο, έφτασε λέω η ώρα του·
κι όπως το φως βυθίστηκε στα σκότη, δεν μας ταιριάζει πια
να μείνουμε άλλο στο τραπέζι των θεών, πρέπει
να πάμε σπίτια μας.»
Αυτά τους είπε η θυγατέρα του Διός, κι εκείνοι υπάκουσαν τον λόγο της:
κήρυκες έφεραν νερό και το ᾽χυναν πάνω στα χέρια τους·
340 έφηβοι με πιοτό ξεχείλισαν κρατήρες· τις κούπες σ᾽ όλους μοίρασαν,
να κάνουν τη σπονδή. Έβαλαν άλλοι στη φωτιά τις γλώσσες, κι έπειτα αυτοί
στάλαζαν όρθιοι το κρασί.
Όταν με τη σπονδή τους τέλειωσαν, κι ήπιαν όσο το θέλησε η ψυχή τους,
τότε ο Τηλέμαχος θεόμορφος κι η Αθηνά θεά,
οι δυο μαζί, κινούν να παν στο βαθουλό καράβι.
Αλλά τους συγκρατούσε ο Νέστορας και τους απέτρεπε μ᾽ αυτά τα λόγια:
«Ας το εμποδίσει ο Δίας κι οι άλλοι αθάνατοι θεοί,
με τη δική μου συγκατάθεση, να κατεβείτε εσείς στο γρήγορο καράβι·
σαν να ᾽μουν κάποιος δίχως ρούχο, πάμφτωχος,
που μήτε βρίσκονται στο σπίτι του φλοκάτες, μήτε
σκεπάσματα καλά, να κοιμηθεί κι αυτός στα μαλακά
350 αλλά και ξένους να κοιμίσει.
Υπάρχουν ευτυχώς πολλές φλοκάτες και καλά σκεπάσματα,
γι᾽ αυτό δεν πρόκειται τέτοιου πατέρα, του Οδυσσέα, ο ακριβός του γιος
σε καραβίσια κουβέρτα να πλαγιάσει· όσο ακόμη εγώ θα ζω,
αλλά κι αφού θα μείνουν κληρονόμοι στο παλάτι οι γιοι μου,
τους ξένους πάντα θα φιλοξενούν, όποιος κι αν φτάσει σπίτι μου.»
Πάλι στον Νέστορα αποκρίθηκε η θεά Αθηνά, τα μάτια λάμποντας:
«Καλέ μου γέροντα, καλός ο λόγος που είπες· και πρέπει
κι ο Τηλέμαχος να τον ακούσει — θα ᾽ταν αυτό και το καλύτερο.
Λοιπόν, μαζί σου τώρα να συμπορευτεί και στο παλάτι σου
360 να κοιμηθεί· όσο για μένα, κατεβαίνω προς το μελανό καράβι,
θάρρος να δώσω στους συντρόφους και να τους εξηγήσω τα καθέκαστα.
Γιατί είμαι ο μόνος που λογαριάζομαι πιο γέρος μεταξύ τους·
νεότεροί μου οι άλλοι, όσοι ταξίδεψαν μαζί του από αγάπη,
όλοι τους συνομήλικοι με τον γενναίο Τηλέμαχο.
Εκεί λοιπόν, στο μελανό πλεούμενο, λέω να πλαγιάσω απόψε·
με της αυγής όμως το χάραμα, το ᾽χω σκοπό να πάω
στους θαρραλέους Καύκωνες, που κάτι μου χρωστούν —
μήτε καινούργιο χρέος, μήτε λίγο.
Αλλά κι εσύ τον νέο Τηλέμαχο, που βρέθηκε στο αρχοντικό σου,
να τον προπέμψεις μ᾽ ένα αμάξι και τον γιο σου· του δίνεις άλογα,
370 ανάλαφρα στο τρέξιμο, στη δύναμη όμως τα καλύτερα.»
Κι όπως αντήχησε η φωνή της, τα μάτια λάμποντας, η Αθηνά
πέταξε κι έφυγε ψηλά, σάμπως γυπαετός· έκθαμβοι
όλοι οι Αχαιοί, κι ο γέροντας, που αντίκρισε το θαύμα με τα μάτια του,
γέμισε θαυμασμό.
Έπιασε τότε του Τηλέμαχου το χέρι, κι έτσι μιλώντας τον προσφώνησε:
«Φίλε ακριβέ μου, φόβο δεν έχω πως θα βγεις μικρός στο μέλλον και δειλός,
αν τώρα, τόσο νέο, θεοί σε συντροφεύουν στο ταξίδι σου.
Όχι, δεν ήταν κάποιος άλλος ο θεός αυτός απ᾽ όσους κατοικούν τον Όλυμπο·
μόνο η θυγατέρα του Διός που κυνηγά τη λεία, η Τριτογένεια,
εκείνη που τιμούσε στους Αργείους τον λαμπρό πατέρα σου.
380 Ω Δέσποινα, σπλαχνίσου μας, δώσε μου δόξα και τιμή,
σ᾽ εμένα, τα παιδιά μου, τη σεμνή γυναίκα μου.
Κι εγώ χρονιάρικη δαμάλα θα σου σφάξω, με κούτελο φαρδύ
κι αδάμαστη, να μην την έχει βάλει ο άνθρωπος ακόμη στον ζυγό —
τέτοια θα σου προσφέρω εγώ, χρυσώνοντας τα κέρατά της.»
Μ᾽ αυτά τα λόγια ευχήθηκε, κι η Αθηνά Παλλάδα τον επάκουσε.
Τότε τον δρόμο πήρε ο ιππικός Γερήνιος Νέστωρ
και ηγεμονεύοντας τους γιους και τους γαμπρούς του προχώρησε
στο ωραίο παλάτι.
Φτάνοντας έπειτα στο δοξασμένο ανάκτορο του βασιλιά,
κάθησαν όλοι στη σειρά σε θρόνους και καθίσματα.
390 Και για τους καλεσμένους στον κρατήρα ο γέροντας συγκέρασε
κρασί γλυκόπιοτο, από πιθάρι που η κελάρισσα το φύλαγε
έντεκα χρόνια ολόκληρα, και τώρα το άνοιξε
ξελύνοντας το σφράγισμά του.
Τέτοιο κρασί κέρασε στον κρατήρα ο γέροντας, κι ευχήθηκε πολλά
στην Αθηνά με τη σπονδή του, τη θυγατέρα του Διός
που την αιγίδα του κρατεί.

Η λογική μέσα στον έρωτα

Ανέκαθεν, ο έρωτας ήταν ο εχθρός της λογικής, αφού ο πρώτος προστάζει τη σχεδόν πλήρη απουσία της δεύτερης. Κι η αλήθεια είναι ότι στον γνήσιο κι αυθεντικό έρωτα, με το πάθος, την τρέλα, την κτητικότητα και την ακατανίκητη επιθυμία να είσαι συνεχώς με τον άλλον, δεν υπάρχει αρκετός χώρος ώστε να δράσει το μυαλό. Από την άλλη όμως, κι η λογική έχει υπάρξει εχθρός του έρωτα, αφού κι αυτή με τη σειρά της διεκδικεί την κυριαρχία της έναντι της καρδιάς, μην κατανοώντας όλα αυτά τα πρωτόγνωρα συναισθήματα που παλεύουν να τη βγάλουν εκτός παιχνιδιού.

Κι έτσι, έχει δημιουργηθεί μια αιώνια διαμάχη ανάμεσα στην καρδιά και στο μυαλό. Κάθε φορά που ερωτευόμαστε μαίνεται μια μάχη μεταξύ έρωτα και λογικής, με τις δύο πλευρές να πασχίζουν για την επικράτησή τους. Είναι ένας πόλεμος άγριος, το αποτέλεσμα του οποίου κρίνεται τελικά από τις λεπτομέρειες, τον χαρακτήρα του ερωτευμένου κι από το πόσο διατεθειμένος είναι να παραδοθεί σ’ ένα από τα δύο στρατόπεδα.

Βέβαια, έως ότου να συμβεί αυτό -η νίκη δηλαδή ενός εκ των δύο, ή ακόμα καλύτερα μέχρι να καταφέρει το άτομο να δράσει σαν διαπραγματευτής, να φέρει την ειρήνη κι έτσι να καταφέρει να ισορροπήσει αυτήν την έκρυθμη κατάσταση-, οι μάχες που διαδραματίζονται μέσα του, αποσυντονίζουν εντελώς τον ερωτευμένο και μπλέκουν περισσότερο την ήδη μπερδεμένη κατάσταση, με τα παραδείγματα να τείνουν στο άπειρο.

Έχετε σκεφτεί ποτέ λοιπόν, πώς μοιάζει αυτή η εσωτερική πάλη του ερωτευμένου; Έχετε σκεφτεί τους διαλόγους που διαδραματίζονται ανάμεσα στο μυαλό και στην καρδιά του ανθρώπου που παλεύει μεταξύ συναισθημάτων και λογικής; Για παράδειγμα, όταν ο ερωτευμένος συναντά το άτομο του πόθου του, φαντάζομαι, ο διάλογος έχει ως εξής:

Καρδιά: «Έρχεται! Ας χτυπήσω δυνατά και γρήγορα να δείξω τον ενθουσιασμό μου και να επηρεάσω τον άνθρωπο στον οποίο κατοικώ.»

Μυαλό: «Άρχισες πάλι; Πώς είναι δυνατόν να επιταχύνεις τις λειτουργίες σου όντας σε κατάσταση ηρεμίας; Να πω ότι βρίσκεσαι μπροστά σε κίνδυνο ή σε κάποια στρεσογόνα κατάσταση να το καταλάβω. Μάλλον προσπαθείς να με πετάξεις εκτός, αλλά δε θα σ’ αφήσω. Θα δώσω εντολή να ηρεμήσεις και θα το καταφέρω, αφού με τα κόλπα σου έχεις προκαλέσει στον άνθρωπο τρέμουλο. Ε όχι και να ντροπιαστεί έτσι. Δεν το δέχομαι.»

Καρδιά: «Κάνε ό,τι θες. Έτσι κι αλλιώς μόλις έρθει κοντά, θα παρακαμφθεί το σύστημα ασφαλείας σου, με τις κόρες των ματιών να διαστέλλονται και το χαμόγελο να φτάνει ως τ’ αυτιά, εξ’ αιτίας μου.»

Μυαλό: «Ας κερδίσει ο καλύτερος λοιπόν.»

Ένα ακόμα χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι η στιγμή που ο ερωτευμένος φιλά το πάθος του, με τη συζήτηση ανάμεσα στους δύο αντίπαλους να μοιάζει κάπως έτσι:

Καρδιά: «Υπέροχη στιγμή. Μοναδική. Μυαλό είδες πώς σ’ εξουσιάζω κι υποχωρείς; Σε παρέκαμψα τόσο εύκολα, προκαλώντας ανατριχίλα σ’ όλο το κορμί του ανθρώπου μας.»

Μυαλό: «Το επέτρεψα να γίνει στιγμιαία. Μην περηφανεύεσαι. Αν δεν αφήσω και λίγη απόλαυση να εισχωρήσει, ο άνθρωπος μπορεί να μ’ αφήσει στην απ’ έξω εντελώς.»

Καρδιά: «Αυτός ο εγωισμός σου θα σε φάει. Αφέσου και παραδέξου την ήττα σου. Νιώσε το μεθυστικό άρωμα που δημιουργείται καθώς έρχονται κοντά. Κοίτα πόσο πολύ ταιριάζουν. Θα έπρεπε να χαίρεσαι για τον άνθρωπό μας.»

Μυαλό: «Θα χαρώ λίγο, με τον καιρό όμως, όταν ο νέος έρωτας του ανθρώπου μας αποδείξει την καταλληλότητά του να είναι δίπλα του, όταν περάσει επιτυχώς τα τεστ στα οποία θα υποβληθεί σκόπιμα ή μη. Προς το παρόν δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία προς ανάλυση κι επεξεργασία, προκειμένου να βγάλω ασφαλή συμπεράσματα.»

Κι έτσι, ουσιαστικά, η καρδιά προστάζει την άνευ όρων παράδοση, χωρίς να σκέφτεται τις όποιες συνέπειες, ενώ η λογική ζητά την ασφαλή λειτουργία του ανθρώπου για να μη θρηνήσουμε θύματα. Και κάπου εκεί ανάμεσα σ’ αυτές τις σκέψεις, ο ερωτευμένος από τη μία απολαμβάνει αυτά τα πρωτόγνωρα συναισθήματα που τον ξεσηκώνουν και θέλει ν’ αφεθεί όσο τίποτα άλλο, αλλά κι από την άλλη, όντως, δε θέλει να φανεί η αμηχανία του μπροστά στο άλλο άτομο, ούτε επιθυμεί να χάσει τον έλεγχο μαζί του εντελώς. Όσο κι αν ευχαριστιέται αυτές τις μικρές στιγμές, κάπου-κάπου εισχωρεί η λογική η οποία υπενθυμίζει παρελθοντικές πληγές, άσχημες εμπειρίες και τον φόβο για μια μη ευτυχή κατάληξη. Ίσως κάποιες φορές πάλι, ενεργοποιείται κι ο εγωισμός ο οποίος αντιστέκεται σθεναρά στον έρωτα, εξαπολύοντας το δηλητήριό του. Κάπως έτσι λοιπόν, κάθε νέος έρωτας αποτελεί ένα μυστήριο στο ξεκίνημά του. Που θα υποκύψει τελικά ο άνθρωπος; Στην καρδιά ή στο μυαλό;

Ερωτικός σύντροφος – Η ενσάρκωση ενός ασυνείδητου πόθου

Στις αρχές του 1907 ο Φρόιντ δημοσιεύει μία ανάλυση που έγραψε ο ίδιος πάνω στο μυθιστόρημα του Βίλχελμ Γιένσεν «Γκραντίβα – Μία Πομπηιανή Φαντασία» και, την οποία ονόμασε «Το Παραλήρημα και τα Όνειρα στην Γκραντίβα του Β. Γιένσεν».

Το μυθιστόρημα πραγματέυεται την ιστορία ενός νεαρού αρχαιολόγου, ο οποίος ερωτεύεται ένα αρχαίο αγαλματίδιο, το οποίο αναπαριστά μία νεαρή κοπέλα, μάλλον ελληνικής προέλευσης. Η φαντασία του φτάνει σε τέτοιο σημείο, όπου αρχίζει να πιστεύει πως η κοπέλα ήταν αληθινό πρόσωπο, ελληνικής καταγωγής, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, με πατέρα Πατρίκιο, η οποία έζησε στην Πομπηία και πέθανε μέσα στην πύρινη λέλαπα του ηφαιστείου Βεζούβιου, το οποίο εκρήγνηκε το 79 μχ. Συνεπαρμένος από την ιστορία αυτή, την οποία ο ίδιος δημιούργησε μέσα στο μυαλό του, χάνει κάθε ενδιαφέρον για την παρούσα ζωή του και αποφασίζει να ταξιδέψει στην Πομπηία, με σκοπό να ανακαλύψει κάποια σημάδια, τα οποία άφησε η Γκραντίβα στο πέρασμά της.

Έχουμε μεγαλώσει με την πεποίθηση, πως οι πράξεις, σκέψεις και συναισθήματά μας είναι προϊόντα της ελεύθερής μας βούλησης. Παρ’ όλ' αυτα, όπως ο ίδιος ο Φρόιντ μας διδάσκει – «είναι καθημερινό φαινόμενο, ακόμη και υγιή άτομα να απατώνται για τα κίνητρα των πράξεών τους και να το συνειδητοποιούν πολύ αργότερα, όταν η αντίφαση μεταξύ διαφορετικών συναισθημάτων μέσα τους, τούς δείξει την αιτιολογική σχέση του σφάλματός τους. Η απωθημένη παρόρμηση είναι αρκετά δυνατή για να μπορέσει να εκδικηθεί της κατασταλτικής της δύναμης, μέσω ενός συναισθήματος μη ικανοποίησης και ανημπορίας».

Ο Ρόμπιν Σκίννερ, στο βιβλίο του «Η οικογένεια και πώς να επιβιώσουμε μέσα σ’ αυτήν», παραθέτει ένα πείραμα (μελέτη των οικογενειακών συστημάτων), όπου μία ομάδα ατόμων, άγνωστων μεταξύ τους, επιλέγουν από ένα σύντροφο, ο οποίος είτε τους θυμίζει κάποιο μέλος της οικογένειάς τους, είτε τους εμπνέει τη σιγουριά πως θα μπορούσε να γεμίσει το «κενό» που βρίσκεται μέσα τους. Όταν μαζευτούν σε ζευγάρια, αρχίζουν να συζητούν μεταξύ τους, για το ποιοί θα μπορούσαν να είναι οι πιθανοί λόγοι και κίνητρα για αυτή την επιλογή και όχι για κάποια άλλη, συγκρίνοντας τις οικογένειές τους. Μετά το κάθε ζευγάρι επιλέγει κάποιο άλλο ζευγάρι και το κάθε μέλος της τετραμελούς ομάδας ταυτίζεται με ένα οικογενειακό ρόλο. Στο τέλος συζητάνε μεταξύ τους για τα κίνητρα του καθενός να επιλέξει τον οικογενειακό ρόλο που επέλεξε μέσα στην ομάδα, σε σχέση πάντοτε με τις δικές τους οικογένειες. Αυτό που ανακάλυψαν, ήταν πως υπήρχαν κάποια κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ των οικογενειών – είτε στον τρόπο έκφρασης κάποιων συναισθημάτων, είτε στη γενικότερη φύση των σχέσεων μεταξύ κάποιων μελών της οικογενείας, είτε στις προσδοκίες που είχαν οι γονείς τους προς αυτούς, είτε στη θέση που είχε το κάθε μέλος μέσα στην οικογένεια, είτε σε κάποια σημαντική απώλεια ή αλλαγή κτλ. Στο μεταξύ, υπήρχαν μερικά άτομα, τα οποία δεν είχαν επιλεγεί ή επιλέξει κανένα. Όταν τους ζητήθηκε να μιλήσουν για τις δικές τους οικογένειες, ανακάλυψαν πως όλοι τους, είτε μεγάλωσαν σε ορφανοτροφεία, είτε σε ξένες οικογένειες, είτε ήταν υιοθετημένοι, είτε βίωσαν με έντονο τρόπο στην πρώιμη παιδική τους ηλικία την απόρριψη.

Η ψυχολογία και σε μεγαλύτερο βαθμό η ψυχανάλυση, δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στην υποκειμενική πραγματικότητα, παρά στην αντικειμενική. Οι ερωτικές σχέσεις υπάρχουν ως κοινωνικό φαινόμενο, το οποίο λίγο ή πολύ όλοι μας έχουμε βιώσει. Εντούτοις, αυτό που μας ενδιαφέρει περισσότερο απ΄ οτιδήποτε άλλο, είναι ο τρόπος με τον οποίο το κάθε συγκεκριμένο άτομο βιώνει το αίσθημα του έρωτα. Αντικείμενο της έρευνάς μας είναι οι προσδοκίες, πόθοι, επιθυμίες, φαντασιώσεις, όλοι εκείνοι οι παράγοντες οι οποίοι διαμορφώνουν και χαρακτηρίζουν την ατομικότητα του καθενός μέσα στις σχέσεις του με τους άλλους και οι οποίοι είναι προϊόντα της πρoσωπικής του ιστορίας.

Η προσωπική αλήθεια του καθενός, διαμορφώνεται μέσα από τις προσωπικές του εμπειρίες. Η α-λήθεια, δηλαδή η αλησμόνητη λήθη, απαιτεί την αναγνώρισή της. Επιζητεί κάποιο δυνατό τρόπο έκφρασής της, μέσω της ανάδυσής της στο συνειδητό πεδίο του μυαλού μας. Παρ’ όλα αυτά, λόγω του ότι η αλήθεια είναι πάντοτε φορτισμένη με έντονα συναισθήματα, τα οποία το άτομο πολλές φορές δεν μπορεί να χειριστεί, η συνείδηση τα απωθεί στο ασυνείδητο πεδίο του ψυχισμού του. Ο ψυχισμός, όμως, στην ολότητά του, έχει τη δική του δυναμική, ό,τι προϋπάρχει ή εισχωρεί μέσα του, συνεχίζει να λειτουργεί, ανεξαρτήτως αν βρίσκεται στο συνειδητό ή ασυνείδητο πεδίο του. Το γεγονός αυτό, παρουσιάζεται ως πρόβλημα για το συνειδητό, το οποίο στην προσπάθειά του να κρατήσει την αλήθεια στο χώρο του ασυνειδήτου, καταναλώνει μεγάλες ποσότητες ψυχικής ενέργειας. Γι΄ αυτόν τον λόγο, τα δύο πεδία «βρίσκουν» μία συμβιβαστική λύση, χρησιμοποιώντας δύο βασικούς μηχανισμούς: την μετάθεση και την συμπύκνωση.

Μετάθεση, είναι η διοχέτευση του ασυνείδητου υλικού σε διαφορετική, από την πρωταρχική του κατεύθυνση, ή σε διαφορετικό από το πρωταρχικό του αντικείμενο. Η μετάθεση πραγματοποιείται μέσω αντικατάστασης ενός στοιχείου με κάποιο άλλο, ή μέσω ανταλλαγής των λεκτικών μορφών των δύο στοιχείων. Όπως ανέφερα και πιο πάνω, οι άνθρωποι τείνουν να κοινωνικοποιούνται με άτομα, τα οποία φέρουν κάποια κοινά ή αντίθετα χαρακτηριστικά με οικία τους πρόσωπα. Ο λόγος έγκειται στο εξής γεγονός – αφού δεν μπορώ να έχω το άτομο που τόσο πολύ αγάπησα, τότε θα βρώ κάποιο που να του μοιάζει. Από την άλλη όμως, αν ο ψυχικός πόνος ήταν τόσο δυνατός που η αγάπη μετατράπηκε σε μίσος, τότε μπορεί να ψάχνω κάποιο άτομο με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά από το προηγούμενο, λές και με αυτό τον τρόπο θα αποτρέψω κάποια παρόμοια, μελλοντική κατάληξη της σχέσης μου.

Συμπύκνωση, είναι η χρησιμοποίηση ενός αντικειμένου, με διττή η πολλαπλή σημασία. Μία παράσταση ή ένα αντικείμενο, μπορούν να συμπυκνωθούν με διάφορους τρόπους, όπως για παράδειγμα μέσω παράληψης κάποιου στοιχείου τους, μέσω συγχώνευσής τους με άλλες παραστάσεις ή αντικείμενα ή μέσω κάποιου νεολογισμού.

Στην ψυχανάλυση υπάρχει επίσης ο όρος μετουσίωση. Η μετουσίωση είναι η μετατροπή της ουσίας ενός πράγματος σε κάτι άλλο. Πιο συγκεκριμένα, γίνεται λόγος για ασυνείδητο υλικό, το οποίο πολλές φορές λόγω του περιεχομένου και της φύσης του, αναγκαζόμαστε να το διοχετεύσουμε σε κοινωνικά αποδεκτές ενασχολήσεις, ακριβώς λόγω των περιορισμών που η ίδια η κοινωνία μας επιβάλλει.

Στόχος και των τριών μηχανισμών είναι η ικανοποίηση του ασυνείδητου υλικού, έστω και με κάποιο υποκατάστατο αντικείμενο ή έμμεσο τρόπο.

Η τέχνη είναι η προσωποποίηση της μετουσίωσης. Είναι ο χώρος όπου μεταθέτουμε όλες μας τις επιθυμίες, δίνοντας τους καλλιτεχνική μορφή. Τα όνειρα είναι ένας άλλος τρόπος ικανοποίησης των ασυνείδητων επιθυμιών μας. Οι μηχανισμοί που χρησιμοποιούνται όπως στην τέχνη, έτσι και στα όνειρα, με σκοπό την ικανοποίηση του ασυνείδητου υλικού, είναι η μετάθεση και η συμπύκνωση. Απ΄ αυτή την άποψη, ένα έργο τέχνης, δεν είναι λιγότερο αληθινό, από μία πραγματική ιστορία πάθους, ακριβώς γι΄ αυτό τον λόγο. Ο καλλιτέχνης, προβάλλει πάνω στο έργο του τον εσωτερικό του κόσμο και μας δίνει τη δυνατότητα να γνωρίσουμε τον τρόπο, με τον οποίο ο ίδιος αντιλαμβάνεται και βιώνει το ερωτικό πάθος.

Η ερωτική συνάντηση, είτε αυτή είναι μυθιστορηματική, είτε είναι πραγματική, πραγματοποιείται στη σφαίρα του φαντασιακού. Ο ένας ταυτίζεται με τις προσδοκίες του άλλου. Αυτό που τους ενώνει είναι οι προσδοκίες που έχει ο ένας για τον άλλο. Δηλαδή, υπάρχει μία αμφίδρομη σχέση φαντασιακής προβολής, ή αν θέλετε αμφίδρομης προβολικής ταύτισης, όπου και τα δύο άτομα φέρουν μέσα τους από τη μιά μεριά τις προσδοκίες τους και, από την άλλη κάποια προδιάθεση να ταυτιστούν με τις προσδοκίες του άλλου. Όταν το μυστήριο που κρύβεται πίσω από το πρόσωπο του ερωτικού συντρόφου και, το οποίο τροφοδοτεί τη φαντασία και τις προσδοκίες, διαλευκανθεί, τότε ξαφνικά βρισκόμαστε ενώπιον κάποιου άγνωστου, ακόμη και ανεπιθύμητου προσώπου. Αυτό που ερωτευόμαστε δεν είναι το άτομο, αλλά την εικόνα που προβάλλουμε πάνω σ’ αυτό, βάσει των δικών μας προσωπικών βιωμάτων και εν συνεχεία προσδοκιών. «Μία επιτυχημένη και ευτυχής σχέση, λέει η Μέλανι Κλάιν, έγκειται στο βαθμό σύγκλισης μεταξύ του ασυνειδήτου των δύο συντρόφων».

Όπως γράφει ο Έριχ Φρόμ, στο βιβλίο του «Η Τέχνη της Αγάπης», «ο έρωτας είναι εκείνη η έλξη που βιώνουμε μέσα μας προς πλήρη συγχώνευση με κάποιο άλλο άτομο. Αυτό το εκρηκτικό βίωμα ερωτικού πάθους με κάποιο άτομο οδηγεί προς μια ξαφνική κατεδάφιση των υφιστάμενων φραγμών που υπάρχουν μεταξύ των δύο συντρόφων, ξένων μέχρι τώρα ο ένας για τον άλλο. Όταν όλοι οι φραγμοί μεταξύ των δύο συντρόφων κατεδαφιστούν, τότε χάνεται η κάθε πιθανή δυνατότητα για την επίτευξη κάποιας άλλης ξαφνικής εγγύτητας με τον ερωτικό σύντροφο.»

Ο Χοσέ Ορτέγκα Υ Γκασέτ, στο βιβλίο του «Μελέτες για τον έρωτα», γράφει «ο έρωτας είναι μία παθιασμένη συγκέντρωση της προσοχής μας πάνω σε κάποιο συγκεκριμένο άτομο. Όλος ο υπόλοιπος κόσμος και πράγματα σταδιακά αντικαθιστούνται μέσα στη συνείδηση του ερωτευμένου μόνο από ένα άτομο. Όπου κι αν βρίσκεται ο ερωτευμένος, ό,τι κι αν βρίσκεται μπροστά στο πεδίο όρασής του, η προσοχή του θα έλκεται συνεχώς από το ερωτικό του αντικείμενο. Η κάθε του προσπάθεια να μετατοπίσει την προσοχή του σε κάθε τι άλλο, θα αποβαίνει μοιραία. Τα όρια της συνείδησης στενεύουν σε τέτοιο βαθμό, που πλέον δεν υπάρχουν περιθώρια για περισσότερα από ένα αντικείμενα. Ο Πλάτωνας ονομάζει αυτή την ψυχοσυναισθηματική κατάσταση, «Θεία Μανία».

Mal du départ

Ξύπνησα σήμερα με έναν έντονο «πόνο της φυγής» (mal du départ) τον λέει ο Καββαδίας. Μου συμβαίνει συχνά αυτό, όλο και πιο συχνά τα τελευταία χρόνια.

Πολλά είναι τα πρωινά που ξυπνάω με γεύση ματαιότητας και θανάτου. Όμως είναι και άλλα όπου με διακατέχει μία έντονη επιθυμία απόδρασης.

Ονειρεύομαι πως, σιωπηλά, χωρίς κανείς να με πάρει μυρωδιά, μαζεύω μερικά απαραίτητα πράγματα και εξαφανίζομαι. Το που πάω δεν έχει σημασία και αλλάζει από ξημέρωμα σε ξημέρωμα: άλλοτε λιάζομαι σε εξωτικά μέρη και άλλοτε χάνομαι σε μεγαλουπόλεις. Σημασία έχει ότι φεύγω. Αυτή η λαχτάρα της φυγής είναι τόσο έντονη που με πονάει σωματικά.

«Φεύγοντας ακίνητος» γιατί όσο περισσότερο νιώθω αυτόν τον πόθο, τόσο δεν πάω πουθενά. «Οι χειρότερες φυλακές» λέω, δεν είναι αυτές που δεν μπορείς αλλά που δεν θέλεις να φύγεις.

Α, το ταξίδι! Έχω κάνει πολλά – αλλά είναι πάντα λίγα. Κι όσο περνάνε τα χρόνια, βγάζω ρίζες και μετακινούμαι πιο δύσκολα. Το ξεκίνημα, το ξερίζωμα πονάει – αλλά μετά νιώθεις φτερό στον άνεμο που σε τρέχει. Και φεύγεις, φεύγεις.

Καλύτερα από όλους έχει περιγράψει αυτό το αίσθημα ο Baudelaire:

Mais les vrais voyageurs sont ceux-là seuls qui partent
Pour partir;Μα οι πραγματικοί ταξιδιώτες είναι αυτοί μόνο που φεύγουν
Για να φύγουν. Ανάλαφρες καρδιές, σαν αερόστατα
Από την μοίρα τους ποτέ δεν απομακρύνονται
Και δίχως να ξέρουν γιατί, λένε πάντα: πάμε!

Ναι, ξύπνησα το πρωί με μια γεύση φυγής στο στόμα. Κι όσο μπορώ, θα την αξιοποιήσω. Ίσως μέσα στη μέρα πεταχτώ σε έναν από τους Κρυφούς Τόπους όπου μπορείς να μείνεις μόνος μέσα σε πολλή ομορφιά. Έχω ένα κατάλογο από αυτούς του τόπους – κάτι πανέμορφοι αρχαιολογικοί χώροι σε ακτίνα δύο ωρών από την Αθήνα, όπου δεν θα συναντήσετε ποτέ επισκέπτη ή τουρίστα (ίσως κανένα αρχαιομανή Γερμανό) ακόμα και στην μεγάλη τουριστική έξαρση.

Η φυγή. Το ταξίδι. Κι αν ακόμα δεν φύγω, η αίσθηση της αλλαγής με γέμισε.

Αλλά αχ, εκείνα τα πρωινά που σε πλημμυρίζει η βεβαιότητα της απόδρασης! Τώρα, λες, ΤΩΡΑ θα τα παρατήσω όλα και θα φύγω. Για μια στιγμή είσαι γεμάτος και ευτυχής.

Πώς θα υπάρχει ο θάνατος στους νέους εικονικούς κόσμους

Η έννοια του θανάτου, της μνήμης και της μνημόνευσης μετασχηματίζεται ενεργά από τους εικονικούς χώρους. Πολλοί έχουν βιώσει την εμπειρία φίλων, αγαπημένων προσώπων ή δημόσιων προσωπικοτήτων να πεθαίνουν και να αφήνουν διαδικτυακά ψηφιακά ίχνη της ζωής τους.

Τα προφίλ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν γίνει χώροι συγκέντρωσης, πένθους και μνημόνευσης των ανθρώπων που έχουν φύγει από τη ζωή. Τα ψηφιακά προφίλ, τα άβαταρ και η διαδικτυακή παρουσία κάποιου αποτελούν πλέον μέρος μιας ευρύτερης ψηφιακής κληρονομιάς. Πώς θα υπάρχει ο θάνατος στο metaverse και το Web3;


Ο θάνατος ως αποκλεισμός από το δίκτυο

Ένα πρόσφατο meme στο Twitter και το Reddit που ασκεί κριτική στο Meta (πρώην Facebook) ισχυρίζεται ότι ο Mark Zuckerberg είπε: «Αν πεθάνεις στο metaverse, πεθαίνεις στην πραγματική ζωή». Το meme αναφέρεται σε ένα δυστοπικό όραμα που εξισώνει την απαγόρευση από το metaverse με μια μορφή «θανάτου» τόσο κοινωνικά όσο και οικονομικά.

Το μετέπειτα σχόλιο ως meme ασκεί κριτική σε μια συγκεντρωτική εκδοχή του metaverse, στην οποία η εξουσία συγκεντρώνεται σε μια χούφτα ιδιοκτητών ή διαχειριστών. Το ποιος ζει ή «πεθαίνει» (δηλαδή, αποκλείεται/εξορίζεται) σε ένα δίκτυο είναι εκτός του ελέγχου των χρηστών σε αυτό το μοντέλο.

Δεν θα είναι όλα τα metaverses συγκεντρωτικά, και ακόμη και αυτά που θα είναι, θα έχουν διαφορετικούς κανόνες, κανονισμούς και διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Το metaverse δεν είναι το ίδιο πράγμα με το Web3.

Οι εικονικοί κόσμοι θα υπάρχουν επίσης ως μέρος του Web3 ή web 3.0., ενός αποκεντρωμένου Διαδικτύου που βασίζεται στην αλυσίδα μπλοκ (blockchain) και στους αποκεντρωμένους αυτόνομους οργανισμούς (DAOs), οι οποίοι ιδανικά θα επιτρέπουν στους χρήστες να κατέχουν τα δικά τους δεδομένα και ψηφιακές ταυτότητες.

Με την άφιξη του Web3, η εξουσία να τραβήξουν την πρίζα σε χρήστες ή λογαριασμούς δεν θα βρίσκεται πλέον στα χέρια λίγων και εκλεκτών. Οι υποστηρικτές του Web3 ελπίζουν ότι αυτό το μοντέλο θα οδηγήσει σε ένα πιο δημοκρατικό Διαδίκτυο, στο οποίο οι χρήστες θα έχουν μεγαλύτερη εξουσία και ιδιοκτησία. Αυτό σημαίνει ότι καμία μεμονωμένη οντότητα δεν θα μπορεί να απομακρύνει έναν χρήστη.

Ωστόσο, η απαγόρευση ή η απομάκρυνση από ένα δίκτυο είναι μόνο μια μορφή «θανάτου». Οι σχεδιαστές και οι προγραμματιστές των πολλών κόσμων του metaverse και του Web3 θα πρέπει να παλέψουν με το πώς ο φυσικός και ο ψηφιακός θάνατος υπάρχουν στους εικονικούς χώρους. Το πώς θα υπάρχει ο θάνατος σε αυτούς τους εικονικούς χώρους μπορεί να χωριστεί σε δύο πολύ διαφορετικά ερωτήματα:

– Πώς θα αντιμετωπιστεί ψηφιακά ο φυσικός θάνατος ενός χρήστη; Τι συμβαίνει με τα δεδομένα και τους λογαριασμούς των ανθρώπων που έχουν πεθάνει; Πώς θα επηρεάσουν οι προγραμματιστές και οι δημιουργοί του metaverse και του Web3 τη σχέση μας με τις ψηφιακές μας κληρονομιές;

– Πώς βιώνεται ο «θάνατος» στους εικονικούς χώρους από τους ζωντανούς χρήστες; Θα υπάρξουν προσομοιωμένες εμπειρίες θανάτου, όπως στα μαζικά διαδικτυακά παιχνίδια πολλαπλών παικτών; Η απαγόρευση ή η απομάκρυνση από τα δίκτυα θα είναι τόσο σημαντική κοινωνικά ή οικονομικά που θα μοιάζει με μια μορφή «θανάτου»;

Όσον αφορά το πρώτο ερώτημα, οι σχεδιαστές και οι προγραμματιστές του metaverse αντιμετωπίζουν το πολύπλοκο έργο του τι θα κάνουν με τους ανενεργούς λογαριασμούς των αποθανόντων χρηστών. Οι εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης αναγκάστηκαν να αναπτύξουν ad hoc λύσεις για το πρόβλημα αυτό.

Λογαριασμοί/ μνημόσυνα και επιλογές κληρονομιάς

Το 2006, το Facebook έδωσε στους χρήστες ή στα μέλη των οικογενειών των χρηστών τη δυνατότητα να μνημονεύουν λογαριασμούς με την ένδειξη «Remembering» στην κορυφή του προφίλ. Οι χρήστες μπορούν επίσης να επιλέξουν επαφές κληρονομιάς ή, στις ρυθμίσεις, να διαγραφεί ολόκληρος ο λογαριασμός τους μετά το θάνατό τους. Οι λογαριασμοί Instagram μπορούν να παγώσουν και να μνημονευτούν ή τα μέλη της οικογένειας ή οι πλησιέστεροι συγγενείς μπορούν να αποφασίσουν να διαγράψουν τον λογαριασμό. Η Google προσφέρει μια ονομαστική επαφή κληρονομιάς.

Το 2019, το Twitter ανακοίνωσε ότι θα διαγράψει ανενεργούς λογαριασμούς, αλλά στη συνέχεια σταμάτησε αυτή τη διαδικασία μετά από δημόσιες αντιδράσεις και εργάζεται για να απελευθερώσει λογαριασμούς με μνημόνευση.

Το Web3 θα αντιμετωπίσει επίσης τον τρόπο με τον οποίο ο θάνατος θα επηρεάσει τους λογαριασμούς – τι συμβαίνει με τα μη μεταβιβάσιμα token ή το κρυπτονόμισμα μετά τον θάνατο; Θα προκύψουν ζητήματα σχετικά με τη μεταφορά και την πρόσβαση στα ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία. Ο ψηφιακός σχεδιασμός της περιουσίας θα γίνεται όλο και πιο σημαντικός.

Σε ένα πρόσφατο έγγραφο με τίτλο «Αποκεντρωμένη κοινωνία: Finding Web3’s Soul», οι συν-συγγραφείς Puja Ohlhaver του Flashbots, Glen Weyl της Microsoft και Vitalik Buterin του Ethereum παρουσιάζουν ένα εργαλείο που ονομάζεται «soulbound» tokens (SBTs), τα οποία θα αντιπροσωπεύουν διαπιστευτήρια, μέλη και συνδέσεις για τη δημιουργία προφίλ και φήμης – μια σειρά από ζωντανά, δημόσια ορατά tokens που ενδεχομένως να μπορούν να ανακληθούν από τον εκδότη. Οι λογαριασμοί αναφέρονται ως «ψυχές».

Οι άνθρωποι θα έχουν «ψυχές» που θα αποθηκεύουν βαθμούς με βάση τα εκπαιδευτικά τους πιστοποιητικά, τα επαγγελματικά τους πιστοποιητικά, το ιστορικό απασχόλησης ή έργα τέχνης ή συγγραφής που δημιούργησαν κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Εταιρείες και οργανισμοί όπως πανεπιστήμια ή εταιρείες θα εκδίδουν βαθμούς για να επαληθεύσουν μια πιστοποίηση ή μια ιδιότητα μέλους. Τι θα συμβεί σε όλα αυτά μετά τον θάνατο του ιδιοκτήτη;

Οι τελετουργίες πένθους και μνημοσύνου έχουν μεταμορφωθεί ενεργά από την τεχνολογία και θα συνεχίσουν να εξελίσσονται καθώς η τεχνολογία αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο ζούμε – και τον τρόπο με τον οποίο πεθαίνουμε.

Κωδικοί QR έχουν προστεθεί στις επιτύμβιες στήλες για να φέρουν την μνημόνευση στον διαδικτυακό χώρο. Τρισδιάστατα και τεχνητά ολογράμματα διατηρούν τις ιστορίες των επιζώντων του Ολοκαυτώματος για τις μελλοντικές γενιές. Νεκροί μουσικοί ανεβαίνουν στη σκηνή με τη μορφή μουσικών ολογραμμάτων. Εικονικές κηδείες έχουν πραγματοποιηθεί ακόμη και σε εικονικούς κόσμους, συμπεριλαμβανομένης μιας εικονικής κηδείας ενός γνωστού παίκτη που πραγματοποιήθηκε στο World of Warcraft.

Περνώντας στο δεύτερο ερώτημα: Θα υπάρχουν εμπειρίες θανάτου σε εικονικούς κόσμους για τους ζωντανούς χρήστες; Πώς θα απεικονίζεται ο θάνατος; Ποιος είναι ο ψυχολογικός αντίκτυπος στον χρήστη;

Ο θάνατος στα βιντεοπαιχνίδια και τους εικονικούς κόσμους

Ένα παράθυρο για την κατανόηση αυτού του γεγονότος είναι η εξέταση του τρόπου με τον οποίο απεικονίζεται ο θάνατος στους εικονικούς κόσμους και στα διαδικτυακά παιχνίδια πολλαπλών παικτών. Η Wanda Gregory, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον που διδάσκει σχεδιασμό παιχνιδιών, περιγράφει τον θάνατο ως ένα σημαντικό μηχανισμό του παιχνιδιού και ως ένα παράθυρο στις πεποιθήσεις και τα συναισθήματά μας απέναντι στη θνητότητα.

Ο θάνατος ως αποτυχία για την επίτευξη ενός στόχου

Στα παιχνίδια, ο θάνατος μπορεί να συμβολίζει την αποτυχία επίτευξης ενός στόχου και είναι ένας τρόπος για να επιβραδυνθεί το gameplay και να δοθεί στον παίκτη η ευκαιρία να μάθει και να ξαναπαίξει. Είναι ένας τρόπος να παρέχεται αρκετή πρόκληση και αίσθηση επείγοντος για την επίτευξη ροής. Η Dr. Gregory επισημαίνει ότι ακόμη και στο παιχνίδι Candy Crush, στον παίκτη δίνονται «ζωές» αντί για «στροφές» για να εμπλακεί ο παίκτης.

Ο θάνατος ως επανεκκίνηση ή «επαναφορά»

Ορισμένοι εικονικοί κόσμοι επιλέγουν έναν «θάνατο» που έχει ελάχιστες έως μηδενικές επιπτώσεις στον χρήστη. Στο Second Life, έναν εικονικό κόσμο που λειτουργεί από το 1992, ο θάνατος είναι απλά μια επανεκκίνηση. Όταν το άβαταρ υποστεί αρκετή ζημιά ώστε η υγεία της καρδιάς του να πέσει στο 0%, το άβαταρ τηλεμεταφέρεται στην αρχική του τοποθεσία. Ο «θάνατος» δεν είναι μόνιμος και ο χρήστης δεν χάνει κανένα απόθεμα.

Θάνατος ως μερική ανάσταση

Σε ορισμένα εικονικά παιχνίδια, ο θάνατος μεταφέρεται ως μερική ανάσταση. Η Dr. Gregory περιγράφει την εμπειρία μιας παλαιότερης έκδοσης του World of Warcraft, όπου μετά το θάνατο του avatar, ο παίκτης έχει την επιλογή να πληρώσει ένα ποσό στον Άγγελο του Θανάτου και να αναστηθεί με λιγότερη δύναμη ή να επιλέξει να πάει σε μια ειδική πίστα ως πνεύμα που προσπαθεί να βρει το σώμα του.

Ο θάνατος ως αναστοχασμός της θνητότητας

Ο τρόπος με τον οποίο ο θάνατος βιώνεται ψυχολογικά στους εικονικούς χώρους επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τους προγραμματιστές και τους παίκτες. Η Gregory περιγράφει πώς η διατήρηση του avatar της στη ζωή απέκτησε ζωτική σημασία καθώς υποβαλλόταν σε θεραπεία για τον καρκίνο. Η επιβίωση στο παιχνίδι απέκτησε νέο νόημα.

«Καθώς οι παίκτες και οι προγραμματιστές βιντεοπαιχνιδιών γερνούν, καθώς μεγαλώνετε και σκέφτεστε τη θνησιμότητα, πώς θα αλλάξει αυτό τον τρόπο που παίζετε το παιχνίδι και τι θα παρατηρήσετε στο παιχνίδι;» αναρωτιέται. Καθώς οι εικονικοί χώροι εξελίσσονται, θα εξελίσσονται και οι προοπτικές μας για τον θάνατο και τις ψηφιακές κληρονομιές.

Οι νόμοι της ανθρώπινης φύσης κρατούν το κλειδί της επιτυχίας σας

Από πότε φοράτε εκείνα τα παραμορφωτικά γυαλιά και πώς είναι ο κόσμος μέσα από αυτά; Πιθανόν να αδυνατείτε να κατανοήσετε τις προθέσεις όσων σας προσεγγίζουν ή ενδεχομένως να πιστεύετε πως οι πύλες της επιτυχίας θα ανοίξουν διάπλατα για εσάς μόλις αποκτήσετε το πτυχίο του καλύτερου πανεπιστημίου της χώρας.

Και τώρα αποχωριστείτε τα γυαλιά σας. Έφτασε η στιγμή να αντικρίσετε κατάματα την πραγματικότητα και να εκπαιδευτείτε στην αποκωδικοποίηση των σημάτων της. Σε μια εποχή που οι κίνδυνοι είναι λιγότερο ορατοί αλλά περισσότερο ύπουλοι από ό,τι στο παρελθόν, ανατρέψτε τα δυσλειτουργικά μοτίβα σας, αναβαθμίζοντας εκπληκτικά την ποιότητα της ζωής σας.

Είστε έτοιμοι να ανατρέψετε τις πλάνες σας και να μεταμορφωθείτε σε ριζοσπάστες ιδεαλιστές που αφουγκράζονται με επιτυχία τους κινδύνους και τις ευκαιρίες του περιβάλλοντος;

Στα παραμύθια το καλό θριαμβεύει στο τέλος όμως στη ζωή νικά εκείνος που απελευθερωμένος από τις ψευδαισθήσεις γεύεται τον καρπό της αλήθειας. Και εσείς βρίσκεστε πλέον μόλις ένα βήμα μακριά από την ουσία της ύπαρξης. Θα περπατήσετε το δρόμο που οδηγεί κατευθείαν στον πυρήνα της;

Συνδεθείτε με το έργο ζωή σας και γίνετε αναντικατάστατοι

Αρχικά συνδεθείτε ξανά με το έργο της ζωής σας. Ποιος είναι εκείνος ο σπόρος που φυτεύτηκε μέσα σας από τη γέννησή σας ακόμη και περιμένει από εσάς την κατάλληλη φροντίδα για να αναπτυχθεί και να ανθίσει; Ακολουθήστε με τόλμη το πεπρωμένο σας και ανακαλύψτε το κάλεσμα σας. Θυμηθείτε τι ήταν εκείνο που σας άρεσε να κάνετε ως παιδί, τις πρώιμες τάσεις σας που συνιστούν σαφή ένδειξη των πιο ανόθευτων έλξεών σας. Βυθιστείτε μέσα στον σκοπό σας και αγκαλιάστε τις παραξενιές σας. Ακολουθήστε ό,τι σας πλημμυρίζει με μια αίσθηση ανεπανάληπτης ζωντάνιας και ύστερα εμπιστευτείτε τη διαδικασία, μετατρέποντας τον χρόνο στον πιο πιστό σας σύμμαχο.

Επενδύστε στη μαθητεία και τότε η καλλιέργεια των έμφυτων ταλέντων σας θα σας αναδείξει σταδιακά σε δεξιοτέχνη του τομέα σας. Αξιολογήστε τις επαγγελματικές προτάσεις με κύριο κριτήριο τις περισσότερες ευκαιρίες για μάθηση και ύστερα προσεγγίστε τες με διερευνητικό πνεύμα. Εξασκηθείτε με αυτοσυγκέντρωση στο έργο σας και δείτε τις ικανότητές σας να ακονίζονται σταδιακά.

Μη φοβάστε την κριτική, αντίθετα επιζητήστε την

Καταφέρνοντας να αντικρίσετε το έργο σας μέσα από το βλέμμα των άλλων, θα αναγνωρίσετε ευκολότερα τις αδυναμίες σας και έπειτα θα επινοήσετε ασκήσεις που θα φέρουν εκπληκτικά αποτελέσματα πάνω τους. Η προσήλωση στον στόχο σας θα σας επιτρέψει να καταστείτε μοναδικοί στον τομέα σας.

Για να αξιοποιήσετε τις δεξιότητές σας, θα χρειαστείτε τις κατάλληλες τεχνικές. Επεκτείνετε το γνωστικό σας πεδίο, αφυπνίζοντας το πολυδιάστατο μυαλό σας και διατηρώντας εκείνη την αίσθηση του θαυμαστού που σας ήταν τόσο οικεία στην παιδική σας ηλικία. Η πραγματικότητά είναι απείρως μυστηριώδης αν την εξερευνήσετε με δέος, αν αφεθείτε στο ταξίδι της γνώσης που σας χαρίζει. Δείτε το έργο σας σαν κάτι ζωντανό και μαγέψτε το κοινό με τη δύναμη που αυτό αποπνέει. Αφοσιωθείτε στην αποστολή σας, εκτοξεύοντας στα ύψη τα επίπεδα υπεροχής σας.

Η ζωή ως ένα παιχνίδι εξουσίας

Μην ξεχνάτε πως η ζωή συνιστά ένα παιχνίδι εξουσίας. Κάντε τους δασκάλους σας να φαντάζουν λαμπρότεροι από εσάς και τότε η άνοδός σας στα κλιμάκια της ιεραρχίας θα αποδειχθεί εξασφαλισμένη. Διαχειριστείτε επιτυχώς τον θυμό σας, καθώς τα νεύρα αποτελούν σαφή ένδειξη ενός αδύναμου χαρακτήρα. Φανταστείτε τον κόσμο σαν ένα πελώριο παλάτι, γεμάτο περάσματα και ύστερα ελιχθείτε καταλλήλως, πλάθοντας τον εαυτό σας ακριβώς όπως ένας καλλιτέχνης πλάθει ένα κομμάτι πηλό. Δημιουργήστε κοινωνική αλληλεπίδραση, αναζητώντας παλιούς και νέους συμμάχους και εξερευνώντας πολλούς και διαφορετικούς κύκλους.

Να θυμάστε πως όλοι είναι παίκτες του παιχνιδιού, ακόμη και οι φαινομενικοί παρατηρητές του. Κατανοώντας τους νόμους της εξουσίας, αποκωδικοποιείτε τις αντιδράσεις των γύρω σας προβλέποντας τις επόμενες κινήσεις τους και στοχεύοντας στην καρδιά των βαθύτερων αναγκών τους. Μην κρίνετε από τα λόγια αλλά αφήστε τη συμπεριφορά των ατόμων μέσα στον χρόνο να σας οδηγήσει σε ακριβή συμπεράσματα. Διατηρήστε μια επιφύλαξη απέναντι σε εκείνους που παρουσιάζουν υπερτονισμένα ορισμένα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς τους. Έχετε αναρωτηθεί αν πίσω από το ιδανικό προσωπείο τους βρίσκεται μια απέλπιδα προσπάθειά να καλύψουν τη σκιώδη πλευρά τους;

Μια βουτιά στα άδυτα της ανθρώπινης φύσης

Στο τέλος της κατάδυσης σας, συνειδητοποιείτε πως το παραμύθι που πλάσατε ουδέποτε υπήρξε αλλά χαμογελάτε, αφού πια ξέρετε πως η αλήθεια συνιστά την μοναδική πηγή της εσωτερικής απελευθέρωσης και την αφετηρία των εκπληκτικότερων επιτευγμάτων σας. Αποχωρίζεστε οριστικά τα παραμορφωτικά γυαλιά σας και το θαύμα συμμαχεί με την ιστορία σας.

Κάποιοι δε θα δουν ποτέ τα «θαύματα», κάποιοι άλλοι, όμως, θα τα δημιουργούν

Άλλο ένα βράδυ που γυρνάς στο σπίτι κουρέλι, νιώθεις εξαντλημένος, τα βήματα σου αργά, νωχελικά, σέρνουν το κουφάρι του εαυτού σου.

Δειλά ανοίγεις την πόρτα και μ’ όση δύναμη σου έχει μείνει την κοπανάς πίσω σου. Ο ήχος της δυνατός και για μια στιγμή σε ταράζει.

Εκπνέεις και νιώθεις ν’ αδειάζεις απ’ όλο τον αέρα, σαν να ξεφουσκώνεις, να διώχνεις από μέσα σου όλα εκείνα που σου φόρτωσαν και σήμερα. Ύστερα πετάς τα κλειδιά στον πάγκο και ψάχνεις να βρεις τον πιο μικρό χώρο του σπιτιού. Αυτό θα είναι το καταφύγιό σου γι’ απόψε. Άλλη μια νύχτα που κρύβεσαι απ’ τους ξένους, απ’ τους περαστικούς, απ’ τους δικούς σου ανθρώπους. Άλλο ένα μερόνυχτο που προσπαθείς να κρυφτείς κι από εσένα.

Μεγάλωσες πια και μαζί σου μεγάλωσαν και τα προβλήματα. Εκτίθεσαι στον έξω κόσμο κι είσαι ένα αρνί μπροστά τους, ένα μικρό κι αθώο αρνάκι που σε κυνηγάνε για να σε θυσιάσουν, λες κι είναι κάθε μέρα Πάσχα γι’ αυτούς. «Ο κόσμος είναι κακός» σκέφτεσαι με παράπονο, μοιάζει με τους κακούς λύκους και τα τέρατα, που τόσο πολύ ευχαριστιόσουν ν’ ακούς στα παιδικά παραμύθια.

Τώρα κάθε λύκος, κάθε τέρας έχει και μια μορφή ανθρώπινη, ακόμη πιο τρομακτική απ’ ότι μπορούσε η φαντασία σου να φτιάξει. Στριμώχνεσαι σε μια γωνιά με τοίχους γύρω σου, ψάχνεις ένα φυσικό φρούριο να προστατευτείς, δεν είσαι ακόμη σίγουρος ότι το κακό πέρασε, ακόμα φοβάσαι πως οι σειρήνες θα ηχήσουν και τα λόγια κι οι πράξεις τους θα σε βρουν αφύλαχτο και θα σε λαβώσουν. Η πλάτη σου κολλάει στον παγωμένο τοίχο, το κεφάλι σου γέρνει λίγο προς τα πίσω, κι εδώ στην άκρη κουλουριασμένος, νιώθεις επιτέλους ασφαλής.

Στο μυαλό σου έρχονται πάλι εκείνα τα λόγια, οι κινήσεις, οι προθέσεις, τα βλέμματα και τα κρυφά χαμόγελα.

Μα πόση κακία μπορεί να κρύβει κάποιος μέσα του; Πώς μπορεί να πληγώνει χωρίς δεύτερη σκέψη, να πυροβολεί στο ψαχνό και να φεύγει με μια ικανοποίηση στο βλέμμα, μ’ ένα αίσθημα επιτυχίας, νικητής; Τι είδους λύκοι και τι εξωγήινα τέρατα είναι αυτά, που βγάζουν όλα τα κόμπλεξ και τη βλακεία τους στους άλλους; Η λογική σου δε δίνει απάντηση, αλλά τα συναισθήματά σου βράζουν.

Πόσο θα ήθελες να είχες μιλήσει, πόσο θα ήθελες να είχες απαντήσει σ’ εκείνο το σχόλιο, που έγινε πίσω απ’ την πλάτη σου την ώρα που διέσχιζες το δρόμο, να είχες κοιτάξει κατάματα εκείνους, που σου κάρφωναν το βλέμμα τους και γέμιζαν ειρωνεία το χώρο. Πόσο θα ήθελες να είχες σπρώξει μακριά τους κηφήνες, που έτρωγαν κι έπιναν στην υγειά σου χρόνια ολόκληρα και σε πρόδωσαν με τόση ευκολία σαν να κατάπιναν το νερό που τους προσέφερες.

Πόσο θα ήθελες ν’ ανήκεις, έστω και για λίγο, στην ομάδα των λύκων, να έφευγες απ’ τη θέση του θύματος και να γινόσουν ο θύτης, να ένιωθες την ικανοποίηση του να πληγώνεις τον άλλον χωρίς να καεί μια τρίχα απ’ τη γούνα σου κι ας πλήγωνες άλλους, κι ας τους έκανες να νιώθουν, όπως εσύ τώρα. Για το τελευταίο, ίσως άλλαξες γνώμη. Λύκος ή τέρας γεννιέσαι, αναθρέφεσαι, εκκολάπτεσαι. Περνάς από εκπαίδευση σκληρή, μαθαίνοντας να ζεις χωρίς αισθήματα, άδειος, κενός, μόνος. Μαθαίνεις να βάζεις τον εγωισμό σου φρουρό και μ’ αυτόν να κατακτάς εδάφη.

Δεν μπορούν όλοι οι άνθρωποι να φέρονται σκληρά, δεν μπορούν όλοι να πληγώνουν και να «τιμωρούν», γιατί τότε ο κόσμος θα ήταν ένα άδειο χωράφι, ξερό κι άγονο. Ναι, ο κόσμος είναι κακός και πληγώνεσαι απ’ αυτόν και πέφτεις. Με την ίδια ευκολία, όμως, σηκώνεσαι και τραβάς ξανά μπροστά, χτίζεις πάλι τα φρούρια σου, δημιουργείς, δε χάνεσαι. Έτσι τους χτυπάς, ευθύβολα, ακαριαία. Η δικιά σου ανάταση θα σε γλυτώνει πάντα και θα είναι στον αιώνα τον άπαντα η καλύτερη απάντηση σ’ όσους σε λοιδόρησαν και σ’ όσους επιφυλάσσονται να το κάνουν στο μέλλον.

Είναι δεδομένο πως οι άνθρωποι πάντα θα μεμψιμοιρούν, θα ζηλεύουν, θα καταργιούνται, θ’ αναθεματίζουν, θα πληγώνουν. Πάντα θα στοχεύουν εκεί, που δεν μπορούν να φτάσουν, πάντα θ’ αναζητούν ουρανούς που δεν τους ανήκουν. Κάποιοι θ’ απογοητεύονται και θα εγκαταλείπουν, δε θα δουν ποτέ τα «θαύματα». Κάποιοι άλλοι, όμως, θα τα δημιουργούν

Ακόμα κι η ευτυχία μάς συντρίβει, αν δεν μετριάζεται.

Η αδυναμία της [ανθρώπινης] κατάστασής μας σημαίνει πως δεν είμαστε σε θέση να κάνουμε συνήθη χρήση κανενός πράγματος στη φυσική και απέριττη καθαρότητά του. Τα στοιχεία που απολαμβάνουμε είναι διαβρωμένα, το ίδιο με τα μέταλλα· ακόμα και το χρυσό πρέπει να το νοθεύσουμε με κάποια άλλη ουσία για να τον κάνουμε κατάλληλο να μας εξυπηρετήσει.

Ούτε η απλή αρετή, που ο Αρίστων και ο Πύρρων, καθώς και οι Στωικοί επίσης έθεσαν σκοπό της ζωής, μπορεί να ικανοποιήσει αυτόν το στόχο δίχως κάποια πρόσμειξη, το ίδιο και ο ηδονισμός [που πρέσβευαν] οι Κυρηναϊκοί φιλόσοφοι και ο Αρίστιππος.

Από τις χαρές και τα αγαθά που έχουμε, δεν υπάρχει ούτε ένα απαλλαγμένο από κάποια πρόσμειξη κακού και δυσαρέσκειας.

Κατευθείαν απ’ την πηγή των απολαύσεων
κάτι πικρό αναβρύζει, που μας αγγουσεύει ως και καταμεσίς
στα λουλούδια.
 
(ΛΟΥΚΡΗΤΙΟΣ)

Η υπέρτατη των απολαύσεών μας μοιάζει κάπως με στεναγμό και οιμωγή. Δεν θα λέγατε πως πεθαίνει από οδύνη; Όταν μάλιστα πλάθουμε την εικόνα της στον ύψιστο βαθμό της, τη φτιασιδώνουμε με αρρωστιάρικα επίθετα και οδυνηρές ιδιότητες: λάγγεμα, ατονία, αδυναμία, λιποθυμία, μέγιστη απόδειξη πως είναι ιδιότητες ομόαιμες και ομοούσιες.

Η βαθιά χαρά έχει περισσότερη αυστηρότητα παρά ευθυμία, η άκρα και πλήρης ικανοποίηση περισσότερη νηφαλιότητα παρά ξεφάντωμα.

Ακόμα κι η ευτυχία μάς συντρίβει, αν δεν μετριάζεται. Η ευφροσύνη μάς συνθλίβει. (ΣΕΝΕΚΑΣ)

Το ίδιο εννοεί και ένας αρχαίος στίχος, όταν λέει: “Οι θεοί μάς πουλούν όλα τα καλά που μας δίνουν”, δηλαδή δεν μας δίνουν κανένα καθαρό και τέλειο και που να μην το πληρώνουμε με κάποιο κακό. (ΞΕΝΟΦΩΝ)

Ο μόχθος και η ευχαρίστηση, πολύ ανόμοια από τη φύση τους συνάπτονται με κάποιο ανεξήγητο φυσικό αρμολόγημα.

Ο Σωκράτης λέει πως κάποιος θεός δοκίμασε να σμίξει και να ανακατώσει τον πόνο και την απόλαυση, αλλά μην μπορώντας να τα καταφέρει, αποφάσισε να τα ζευγαρώσει από την ουρά τουλάχιστον. (ΠΛΑΤΩΝ, ΦΑΙΔΩΝ)

Ο Μητρόδωρος έλεγε πως η λύπη νοθευόταν από κάποια ευχαρίστηση. Δεν ξέρω αν ήθελε να πει κάτι άλλο, αλλά από τη μεριά μου φαντάζομαι πράγματι πως υπάρχει ένα στοιχείο πρόθεσης, συγκατάθεσης και αυταρέσκειας στο να τρέφεται κανείς από μελαγχολία (και αφήνω στην άκρη τη φιλοδοξία, που και αυτή μπορεί να ανακατευτεί με τη μελαγχολία). Υπάρχει κάποια χροιά φινέτσας και λεπτότητας που μας χαμογελάει και μας κολακεύει ακόμα και όταν είμαστε αγκαλιά της μελαγχολίας. Μήπως δεν υπάρχουν κάποιοι χαρακτήρες που την έχουν για μοναδική τροφή τους;

Υπάρχει απόλαυση στο κλάμα. (ΟΒΙΔΙΟΣ)

Η φύση μάς αποκαλύπτει αυτή τη νόθευση: οι ζωγράφοι υποστηρίζουν πως οι κινήσεις που δημιουργούν ρυτίδες στο πρόσωπο όταν δείχνουμε πως κλαίμε, φτιάχνουν τις ίδιες ρυτίδες όταν δείχνουμε πως γελάμε. Πράγματι: προσέξτε πώς προχωρεί η ζωγραφιά πριν οι πινελιές σκιαγραφήσουν εντέλει τη μια ή την άλλη συγκίνηση: δεν θα πάψετε να αμφιβάλλετε προς ποια από τις δύο τείνει. Και όταν ξεκαρδιζόμαστε, το γέλιο μας ανακατεύεται με τα δάκρυα.

Δεν υπάρχει κακό δίχως αντιστάθμισμα. (ΣΕΝΕΚΑΣ, Επιστολές. Πρόκειται για το ελληνικό “ οὐδέν κακόν ἀμιγές καλοῦ”).

Όταν με ευσυνειδησία εξομολογούμαι στον εαυτό μου, βρίσκω πως η καλύτερη καλοσύνη που έχω μέσα μου, έχει κάποια κηλίδα κακού. Και φοβάμαι πως ο Πλάτων, ακόμα και στην πλέον ανθούσα αρετή του (και το λέω εγώ που είμαι ο ειλικρινέστερος και πιστότερος θαυμαστής της Αρετής, καθώς και όλων των παρόμοιας υφής αρετών), αν την αφουγκραζόταν από κοντά (και την αφουγκραζόταν από κοντά) θα είχε πιάσει κάποιον παράταιρο ήχο ανθρώπινης νόθευσης, ήχο σκοτεινό όμως, που μόνος αυτός θα έπιανε. Ο άνθρωπος, σε όλα και παντού, δεν είναι παρά μπαλώματα και παρδαλοχρωμία.
Ακόμα και οι νόμοι της δικαιοσύνης δεν μπορούν να σταθούν δίχως κάποια πρόσμιξη αδικίας· και ο Πλάτων λέει πως επιχειρούν να κόψουν το κεφάλι της Ύδρας εκείνοι που έχουν την αξίωση να αφαιρέσουν από τους νόμους όλα τα στραβά και όλα τα μειονεκτήματα (νομοθετοῦντές τε οἶα ἄρτι διήλθομεν καί ἐπανορθοῦντες, ἀεί οἰόμενοί τι πέρας εὑρήσειν περί τά ἐν τοῖς συμβολαίοις κακουργήματα καί περί ἅ νυνδή ἐγώ ἔλεγον, ἀγνοοῦντες ὅτι τῶ ὂντι ὥσπερ Ὕδραν τέμνουσιν. ΠΛΑΤΩΝ, Πολιτεία, 426e)

Επίκουρος: να απλοποιήσετε τη ζωή σας

Εάν σας μιλούσε ο Επίκουρος αυτή τη στιγμή, θα σας παρότρυνε να απλοποιήσετε τη ζωή σας.

Ακούστε πώς θα το έθετε, εάν τον είχαμε μαζί μας τώρα: «Παιδιά μου, οι ανάγκες σας είναι λίγες, είναι εύκολο να τις καλύψετε και μπορείτε να αντέξετε κάθε απαραίτητη ταλαιπωρία. Μην περιπλέκετε τη ζωή σας με τέτοιους τετριμμένους στόχους όπως πλούτη και φήμη: Είναι ο εχθρός της ATΑΡΑΞΙΑΣ.

Η φήμη, για παράδειγμα, δεν είναι παρά οι απόψεις που έχουν οι άλλοι για μας και αυτό σημαίνει ότι θα έπρεπε να ζήσουμε τη ζωή μας όπως επιθυμούν οι άλλοι.

Για να επιτύχουμε και να διατηρήσουμε τη φήμη μας, πρέπει να μας αρέσει αυτό που οι άλλοι επιθυμούν και να αποφεύγουμε ό,τι αποφεύγουν κι αυτοί. Ως εκ τούτου, τι θέλετε μια ζωή δόξας ή μια ζωή στην πολιτική; Εγκαταλείψτε κι αυτή την ιδέα. Και πλούτο; Να τον αποφύγετε! Είναι μια παγίδα. Όσα περισσότερα αποκτούμε τόσο περισσότερα θέλουμε, και τόσο πιο βαθιά είναι η θλίψη μας όταν δεν μπορούμε να τα αποκτήσουμε.

Παιδιά μου, ακούστε με: Εάν επιθυμείτε την ευτυχία, μην σπαταλάτε τη ζωή σας αγωνιζόμενοι για κάτι που πραγματικά δεν χρειάζεστε.

Erich Fromm: Τι σημαίνει να δίνεις

Αλλά τι σημαίνει να δίνεις; Όσο και αν η απάντηση σε αυτό το ερώτημα φαίνεται αρχικά απλή, στην πραγματικότητα είναι γεμάτη αμφισημίες και πολυπλοκότητες. Η πιο διαδεδομένη παρανόηση είναι εκείνη σύμφωνα με την οποία όταν δίνεις σημαίνει «ότι παραιτείσαι» εσύ από κάτι, ότι στερείσαι κάτι, ότι το θυσιάζεις. Το άτομο, του οποίου ο χαρακτήρας δεν αναπτύχθηκε πέρα από το στάδιο τού να προσανατολίζεται στο πώς θα επωφεληθεί, θα εκμεταλλευτεί και θα αποθησαυρίσει και μόνο με αυτό τον τρόπο μπορεί να νιώσει το δόσιμο. Ο εμπορικός αυτός ανθρώπινος τύπος είναι πρόθυμος να δώσει, αλλά μόνο με το αντάλλαγμα ότι θα λάβει κάτι` το να δώσει χωρίς να πάρει είναι για αυτόν ισοδύναμο με εξαπάτηση. Οι άνθρωποι, των οποίων ο κύριος προσανατολισμός είναι μη δημιουργικός, νιώθουν το δόσιμο σαν κάτι που τους κάνει πιο φτωχούς. Για αυτό ακριβώς οι περισσότεροι άνθρωποι αυτού του τύπου είναι τόσο αρνητικοί στο να δίνουν. Μερικοί ανάγουν το δόσιμο σε θυσία και το αποκαλούν αρετή. Νιώθουν ότι απλώς και μόνο επειδή το να δίνεις είναι οδυνηρό, ο άνθρωπος πρέπει να δίνει` η αρετή τού να δίνεις έγκειται για αυτούς ακριβώς στην αποδοχή της θυσίας. Για αυτούς δηλαδή, το στερεότυπο ότι είναι προτιμότερο να δίνεις παρά να παίρνεις σημαίνει ότι είναι προτιμότερο να υποφέρεις από τη στέρηση παρά να βιώνεις χαρά.

Για τον δημιουργικό χαρακτήρα, το να δίνεις αποκτά μία εντελώς διαφορετική σημασία. Το να δίνεις είναι η υψηλότερη έκφραση της ανθρώπινης δυνατότητας. Στην ίδια την πράξη της προσφοράς βιώνω τη δύναμή μου, τον πλούτο μου, την ικανότητά μου. Αυτή η εμπειρία της αυξημένης ζωτικότητας και δυνατότητας με γεμίζει ευδαιμονία. Αισθάνομαι τον εαυτό μου να πλημμυρίζει, να προσφέρει, είμαι γεμάτος ζωή και επομένως ευτυχισμένος. Το να δίνω με γεμίζει με περισσότερη χαρά από ό, τι το να παίρνω όχι επειδή είναι μία πράξη με την οποία στερούμαι κάτι, αλλά επειδή μέσα στην ίδια την πράξη του δοσίματος έγκειται η εκδήλωση της ζωντάνιάς μου.

Στη σφαίρα των υλικών πραγμάτων, το να δίνει κανείς σημαίνει και ότι είναι πλούσιος. Δεν είναι πλούσιος αυτός ο οποίος έχει πολλά, αλλά αυτός ο οποίος δίνει πολλά. Ο άνθρωπος ο οποίος απλώς αποθησαυρίζει γεμάτος άγχος μήπως χάσει και το παραμικρό, είναι από ψυχολογικής άποψης φτωχός, εξαθλιωμένος, ανεξάρτητα από το πόσα πολλά έχει. Πλούσιος είναι όποιος είναι ταυτόχρονα ικανός να δίνει κάτι από τον εαυτό του. Αυτός νιώθει τον εαυτό του ως κάποιον που μπορεί να προσφέρει στους άλλους κάτι από αυτόν ακριβώς τον εαυτό. Μόνο ο άνθρωπος που είναι στερημένος ακόμη και των βασικών μέσων για να ικανοποιήσει τις στοιχειώδεις ανάγκες επιβίωσης θα ήταν ανίκανος να απολαύσει την πράξη τού να δίνει υλικά πράγματα. Όμως, η καθημερινή εμπειρία μας δείχνει ότι αυτό το οποίο ο κάθε άνθρωπος θεωρεί και αντιλαμβάνεται ως στοιχειώδεις ανάγκες εξαρτάται τόσο από το τι έχει πραγματικά στην κατοχή του όσο και από το χαρακτήρα του. Είναι ευρέως γνωστό ότι οι φτωχοί είναι πολύ περισσότερο πρόθυμοι από τους πλούσιους να δώσουν. Ωστόσο, η φτώχεια η οποία υπερβαίνει κάποιο όριο, μπορεί να καταστήσει αδύνατη την πράξη της προσφοράς, και είναι τόσο ταπεινωτική όχι μόνο εξαιτίας των βασάνων που άμεσα προκαλεί αλλά και εξαιτίας του γεγονότος ότι στερεί από τον άνθρωπο τη χαρά της προσφοράς.

Όμως ο πιο σημαντικός τομέας της προσφοράς δεν αφορά τα υλικά πράγματα, αλλά την πολύ ιδιαίτερη επικράτεια του ανθρώπου. Τι δίνει λοιπόν ένας άνθρωπος σ’ έναν άλλο άνθρωπο; Του δίνει κάτι από τον εαυτό του, από το πιο πολύτιμο που έχει, από τη ζωή του. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θυσιάζει τη ζωή του για τον άλλο – αλλά ότι του δίνει από ό, τι πιο ζωντανό υπάρχει μέσα του` του δίνει από τη χαρά του, από το ενδιαφέρον, από την κατανόησή του, από τη γνώση του, από το χιούμορ του, από τη θλίψη του – από όλες τις εκφάνσεις και εκδηλώσεις του ζωντανού πυρήνα της ύπαρξής του. Και με αυτού του είδους την προσφορά από την ίδια του τη ζωή εμπλουτίζει τους άλλους, ενδυναμώνει μέσα τους την επίγνωσή τους ότι είναι ζωντανοί, ενδυναμώνοντας έτσι και μέσα στον εαυτό του την ίδια αυτή επίγνωση. Δεν δίνει με σκοπό να πάρει` η προσφορά του είναι από μόνη της μία πηγαία χαρά. Παρ’ όλα αυτά, δίνοντας δεν μπορεί παρά να κάνει να γεννηθεί κάτι μέσα στον άλλο άνθρωπο, και αυτό το οποίο γεννιέται αντανακλάται πάλι σε αυτόν. Το να δίνεις αληθινά σημαίνει και πως δεν μπορεί παρά να λάβεις αυτό που θα σου ξαναδοθεί. Το να δίνεις σημαίνει με άλλα λόγια ότι θα κάνεις και τον άλλο άνθρωπο να δώσει, κι έτσι δύο άτομα πια θα μοιράζονται τη χαρά για αυτό που έκαναν να γεννηθεί. Μέσα στην ίδια την πράξη της προσφοράς, πάντοτε κάτι γεννιέται ώστε και οι δύο άνθρωποι που εμπλέκονται να νιώθουν ευγνωμοσύνη για τη νέα αυτή ζωντανή κατάσταση η οποία γεννήθηκε και για τους δυο τους. Ειδικότερα όσον αφορά την αγάπη, αυτό σημαίνει: η αγάπη είναι μία δύναμη που παράγει αγάπη` η αδυναμία είναι η ανικανότητα να γεννήσεις αγάπη.

Erich Fromm, Η Τέχνη της Αγάπης

Αριστοτέλης: Γιατί οι άνθρωποι προτιμούν τις σωματικές ηδονές;

«Επειδή δεν πρέπει μόνο να λέμε την αλήθεια αλλά και το αίτιο του ψεύδους (Ἐπεὶ δ᾽ οὐ μόνον δεῖ τἀληθὲς εἰπεῖν ἀλλὰ καὶ τὸ αἴτιον τοῦ ψεύδους).»
Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια 1154a22-23

Ποια είναι η αλήθεια για την ηδονή και ποιο το ψεύδος; Η πραγμάτευση του Αριστοτέλη για την ηδονή ακολουθεί τη μέθοδό του. Ως φυσικός φιλόσοφος και βιολόγος δεν μπορεί να παραβλέψει ότι τα ζώα, οι άνθρωποι, ακόμη και τα μικρά παιδιά επιδιώκουν την ηδονή. Το γεγονός αυτό τον εμποδίζει να καταδικάσει την ηδονή εν γένει. Εδώ έγκειται το λάθος. Οι ηδονές καταδικάζονται συλλήβδην χωρίς να είναι όλες κακές. Για παράδειγμα, ακόμη και ο φρόνιμος άνθρωπος (αυτός που λειτουργεί με γνώμονα τη φρόνηση) έχει μερίδιο στην ηδονή, την ηδονή του νου. Οι περισσότεροι όμως όταν μιλούν για ηδονή εννοούν μόνο τη σωματική, με αποτέλεσμα να μονοπωλεί το όνομα:

«αλλά οι σωματικές ηδονές έχουν κληρονομήσει το όνομα (ἀλλ᾽ εἰλήφασι τὴν τοῦ ὀνόματος κληρονομίαν αἱ σωματικαὶ ἡδοναὶ) γιατί οι άνθρωποι ορμούν σ’ αυτές πολύ συχνά και όλοι συμμετέχουν σ’ αυτές· επειδή λοιπόν είναι οι μόνες γνώριμες, γι’ αυτό νομίζουν ότι είναι και οι μοναδικές.»
Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια 1153b33-1154a1

Η πρώτη αιτία της μαζικής προτίμησης των σωματικών ηδονών έχει ήδη λεχθεί. Πρόκειται για το γνωριμότερο είδος που ο καθένας μπορεί να απολαύσει χωρίς κόπο. Ωστόσο, αυτό δεν είναι αρκετό για τον Αριστοτέλη, που δεν παύει να αναζητεί τις αιτίες ακόμη και της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Επομένως, θα αναλύσει τους λόγους για τους οποίους οι περισσότεροι επιλέγουν τις σωματικές ηδονές. Όπως ομολογεί, «όταν κάτι που δεν είναι αληθές φαίνεται εύλογο, θα πρέπει να πιστέψουμε περισσότερο στο αληθές». Η παρουσίασή του λοιπόν θα αποτελέσει μια μεθοδική και συστηματική καταγραφή των επιχειρημάτων υπέρ των σωματικών ηδονών. Ένα προς ένα θα μελετηθούν όλα, αρχής γενομένης της σχέσης της ηδονής με τη λύπη.

«Επομένως πρέπει να πούμε για ποιον λόγο οι σωματικές ηδονές φαίνονται προτιμότερες από τις άλλες. Ο πρώτος λόγος είναι ότι η ηδονή αποδιώχνει τη λύπη· εξαιτίας της υπερβολικής λύπης, οι άνθρωποι επιδιώκουν την υπερβολική ηδονή και γενικά τη σωματική ως θεραπευτική. Αυτές οι θεραπευτικές ιδιότητες της ηδονής γίνονται έντονες, γι’ αυτό και τις επιδιώκουν, καθώς φαίνονται αντίθετες από τις άλλες.»
Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια 1154a25-30

Ξεκινά από την αρχή, από το αναμφισβήτητο γεγονός ότι η ηδονή απαλλάσσει από τη λύπη. Έχει ήδη ειπωθεί βέβαια ότι οι σωματικές αποτελούν τον γνωριμότερο τύπο ηδονής και πιο εύκολα προσβάσιμο από όλους, τόσο από τα ζώα όσο και από τους φαύλους ανθρώπους που λόγω συνήθειας τις ακολουθούν χωρίς κριτήριο. Αλλά η ευκολία ποτέ δεν αποτέλεσε επιχείρημα. Η απάντηση του Αριστοτέλη είναι διττή. Από τη μια, οι θεραπείες συμπληρώνουν μια έλλειψη είναι καλύτερο κάποιος να μην χρειάζεται θεραπεία παρά να στρέφεται προς τα εκεί για να αναπληρώσει το κενό. Θα προσθέσει και ένα τρίτο επιχείρημα: Οι ηδονές αυτές αναζητούνται στη διαδικασία ολοκλήρωσης και είναι μόνο κατά σύμπτωση καλές (κατὰ συμβεβηκὸς οὖν σπουδαῖαι). Θα επιστρέψει όμως στο προηγούμενο ζήτημα γρήγορα για να συμπληρώσει τη σκέψη του:

«Επιπλέον, οι άνθρωποι τις κυνηγούν εξαιτίας της σφοδρότητάς τους, και επειδή δεν έχουν τη δυνατότητα να χαρούν άλλες ηδονές (ὑπὸ τῶν ἄλλαις μὴ δυναμένων χαίρειν). Αυτοί, αλήθεια, συνηθίζουν τον εαυτό τους να έχει κάποια δίψα γι’ αυτές. Όταν λοιπόν είναι αβλαβείς, δεν είναι μεμπτό, αλλά το να είναι βλαβερές είναι κακό. Επειδή δεν έχουν άλλα πράγματα με τα οποία να χαρούν και σε πολλούς αυτά προκαλούν λύπη από τη φύση τους.»
Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια 1154b2-7

Ο Αριστοτέλης προσθέτει και άλλους τύπους ανθρώπου που επιλέγουν τις σωματικές ηδονές. Οι νέοι, τους οποίους παραλληλίζει με τους μεθυσμένους, ακολουθούν τις ηδονές. Εξάλλου, η νεότητα από μόνη της είναι κάτι ευχάριστο (καὶ ἡδὺ ἡ νεότης). Παρομοίως οι εκ φύσεως μελαγχολικοί χρειάζονται πάντοτε μία θεραπευτική αγωγή (οἱ δὲ μελαγχολικοὶ τὴν φύσιν δέονται ἀεὶ ἰατρείας), και λόγω της διέγερσης το σώμα τους επιδιώκει σφοδρές επιθυμίες. Ως εκ τούτου, για να απαλλαγούν από τη λύπη επιλέγουν την ηδονή και μάλιστα όχι την αντίθετη της λύπης αλλά οποιαδήποτε άλλη τυχαία ηδονή. Οι ηδονές όμως δεν λειτουργούν όλες ως αντίδοτο στον πόνο. Οι θεραπευτικές δεν προσφέρουν μόνιμα ηδονή, καθώς είναι τυχαίες.

Έχει γίνει φανερό ότι η ηδονή δεν μπορεί να είναι ούτε βλαβερή ούτε συμπτωματική για τον Αριστοτέλη. Στην ουσία προσπαθεί να αποκαταστήσει την έννοια της ηδονής, αποδεσμεύοντάς την από το σωματικό της περίβλημα. Οι σωματικές ηδονές είναι αναγκαίες αν δεν ξεπερνούν το μέτρο, αν δεν είναι βλαβερές. Ωστόσο, δεν είναι αυτές που προσφέρουν τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση στον άνθρωπο, τουλάχιστον όχι σε όποιον έχει γευτεί άλλου είδους ηδονές. Όποιος όμως μένει σ’ αυτές, καθώς είναι οι μόνες γνώριμες για τον ίδιο, δεν μπορεί να αγγίξει την ευδαιμονία. Γι’ αυτό ούτε τα παιδιά ούτε τα ζώα ονομάζονται ευδαίμονα.

Η πραγμάτευση των σωματικών ηδονών είναι συνυφασμένη με την Αριστοτελική θεωρία της ψυχής. Η ψυχή αποτελείται από μέρη. Το κατώτερο μέρος της, το θρεπτικό, το μοναδικό κοινό σε όλα τα έμβια όντα (φυτά, ζώα, ανθρώπους) είναι αυτό που περιλαμβάνει τις λειτουργίες του σώματος που σχετίζονται με τις σωματικές ηδονές (τροφή, αναπαραγωγή). Μπορεί το σώμα στον Αριστοτέλη να είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ψυχή (έμψυχο=έμβιο) αλλά ο άνθρωπος διακρίνεται από τα υπόλοιπα ζώα χάρη σε ανώτερες λειτουργίες. Αυτές είναι που θα οδηγήσουν στην ευδαιμονία. Και η ευδαιμονία ως κατάσταση περιλαμβάνει την ηδονή. Ακόμη και τη σωματική. Αυτό είναι όμως το κατώτερο είδος της.

Ο Αριστοτέλης συμπληρώνει τη θεωρία της ηδονής και με τη Μεταφυσική και Φυσική του φιλοσοφία. Η ανθρώπινη φύση δεν είναι απλή, το έμψυχο σώμα έχει λειτουργίες. Πολλές λειτουργίες. Η φύση του δεν είναι απλή. Αν ήταν μία (π.χ. μόνο η θρεπτική) θα ευχαριστιόταν μόνο με αυτά τα πράγματα. Αλλά ο άνθρωπος έχει αισθήσεις και φυσικά το ανώτερο μέρος της ψυχής είναι η νοητική. Ως φθαρτό ον ο άνθρωπος δεν έχει απλή φύση, ώστε να χαίρεται με τα ίδια πράγματα. Όπως ο Αριστοτελικός θεός, το πρώτο κινούν ακίνητο, η νοήσεως νόησις που είναι μακάριος:

«Δεν προσφέρει πάντοτε το ίδιο πράγμα ηδονή (οὐκ ἀεὶ δ᾽ οὐθὲν ἡδὺ τὸ αὐτὸ) λόγω του ότι δεν είναι απλή η φύση μας, αλλά ενυπάρχει και κάτι άλλο, σύμφωνα με το οποίο είμαστε φθαρτοί, ώστε αν κάτι πράττει κάτι άλλο, αυτό για μια άλλη φύση να είναι αντίθετο, όταν όμως εξισορροπούν, η πράξη δεν φαίνεται να προσφέρει ούτε ηδονή ούτε λύπη. Επειδή αν κάποιου η φύση ήταν απλή, η ίδια πράξη θα ήταν πάντα ευχάριστη. Για τον λόγο αυτό ο θεός χαίρεται πάντοτε με μία και απλή ηδονή (διὸ ὁ θεὸς ἀεὶ μίαν καὶ ἁπλῆν χαίρει ἡδονήν). Διότι η ενέργεια δεν είναι μόνο χαρακτηριστικό της κίνησης αλλά και της ακινησίας, και η ηδονή βρίσκεται περισσότερο στην ηρεμία παρά στην κίνηση.»
Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια 1154b21-28

Οι άνθρωποι μπορούν λόγω της φύσης τους να απολαύσουν την ηδονή με πολλούς τρόπους. Με το κατώτερο ή με το ανώτερο μέρος της ψυχής, ξεκινώντας με την ηδονή που απορρέει από τις λειτουργίες της θρεπτικής ψυχής (η οποία είναι κοινή σε όλα τα έμβια) έως τη νοητική λειτουργία του παθητικού ή ενεργητικού νου (η οποία είναι κοινή στον άνθρωπο και τον Αριστοτελικό θεό).

Αλλά ο Αριστοτέλης δεν έχει ολοκληρώσει την πραγμάτευση της ηδονής. Θα επανέλθει στο δέκατο βιβλίο των Ηθικών Νικομαχείων για να συνοψίσει τη θεωρία της ηδονής: Υπάρχουν καλές και κακές ηδονές, όπως οικείες και μη. Οι ηδονές των ζώων δεν είναι τελικά οι ίδιες με των ανθρώπων, σύμφωνα με τον Ηράκλειτο τον οποίο παραθέτει, «Οι όνοι θα προτιμούσαν τα άχυρα από το χρυσάφι» («ἑτέρα γὰρ ἵππου ἡδονὴ καὶ κυνὸς καὶ ἀνθρώπου, καθάπερ Ἡράκλειτός ϕησιν, ὄνους σύρματ’ ἂν ἑλέσθαι μᾶλλον ἢ χρυσόν· ἥδιον γὰρ χρυσοῦ τροπὴ ὄνοις» Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια 1176a7-8, DK 22 B9 ), καθώς η τροφή για τα ζώα είναι μεγάλη ηδονή. Ανάλογα και τα παιδιά θεωρούν σπουδαιότερα αυτά που αρέσουν στα ίδια. Με ποιο κριτήριο όμως;

Οι σωματικές ηδονές στον Αριστοτέλη βρίσκουν τη θέση τους. Δεν καταδικάζονται ούτε εξαίρονται. Όπως και όλες οι επιθυμίες είναι αποτέλεσμα μάθησης και ήθους, συνήθειας. Επομένως, αν κάποιος μπορεί να γευτεί όλα τα είδη της ηδονής, χωρίς να είναι καταδικασμένος στη γνωριμία μόνο των σωματικών ηδονών, μπορεί να επιλέξει την πιο ευχάριστη. Χωρίς περιορισμούς.

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ, ΚΑΤΑ ΦΙΛΙΠΠΟΥ Γ΄

ΔΗΜ 9.1–9

Προοίμιον: ο Δημοσθένης διαχωρίζει τη θέση του από τους υπόλοιπους πολιτικούς αγορητές

Αφορμή για την εκφώνηση του Γ´ Φιλιππικού στάθηκαν τα γεγονότα του 341 π.Χ. στη Θράκη, στα οποία αναφερόταν και ο λόγος Περί των εν Χερρονήσω, που είχε εκφωνηθεί τρεις εβδομάδες νωρίτερα.


[1] Πολλῶν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, λόγων γιγνομένων ὀλίγου
δεῖν καθ’ ἑκάστην ἐκκλησίαν περὶ ὧν Φίλιππος, ἀφ’ οὗ τὴν
εἰρήνην ἐποιήσατο, οὐ μόνον ὑμᾶς, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἄλλους
ἀδικεῖ, καὶ πάντων οἶδ’ ὅτι φησάντων γ’ ἄν, εἰ καὶ μὴ
ποιοῦσι τοῦτο, καὶ λέγειν δεῖν καὶ πράττειν ὅπως ἐκεῖνος
παύσεται τῆς ὕβρεως καὶ δίκην δώσει, εἰς τοῦθ’ ὑπηγμένα
πάντα τὰ πράγματα καὶ προειμέν’ ὁρῶ, ὥστε δέδοικα μὴ
βλάσφημον μὲν εἰπεῖν, ἀληθὲς δ’ ᾖ· εἰ καὶ λέγειν ἅπαντες
ἐβούλονθ’ οἱ παριόντες καὶ χειροτονεῖν ὑμεῖς ἐξ ὧν ὡς
φαυλότατ’ ἔμελλε τὰ πράγμαθ’ ἕξειν, οὐκ ἂν ἡγοῦμαι δύ-
νασθαι χεῖρον ἢ νῦν διατεθῆναι. [2] πολλὰ μὲν οὖν ἴσως ἐστὶν
αἴτια τούτων, καὶ οὐ παρ’ ἓν οὐδὲ δύ’ εἰς τοῦτο τὰ πράγματ’
ἀφῖκται, μάλιστα δ’, ἄνπερ ἐξετάζητ’ ὀρθῶς, εὑρήσετε διὰ
τοὺς χαρίζεσθαι μᾶλλον ἢ τὰ βέλτιστα λέγειν προαιρου-
μένους, ὧν τινες μέν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἐν οἷς εὐδοκι-
μοῦσιν αὐτοὶ καὶ δύνανται, ταῦτα φυλάττοντες οὐδεμίαν
περὶ τῶν μελλόντων πρόνοιαν ἔχουσιν, οὐκοῦν οὐδ’ ὑμᾶς οἴον-
ται δεῖν ἔχειν, ἕτεροι δὲ τοὺς ἐπὶ τοῖς πράγμασιν ὄντας αἰτιώ-
μενοι καὶ διαβάλλοντες οὐδὲν ἄλλο ποιοῦσιν ἢ ὅπως ἡ μὲν
πόλις αὐτὴ παρ’ αὑτῆς δίκην λήψεται καὶ περὶ τοῦτ’ ἔσται,
Φιλίππῳ δ’ ἐξέσται καὶ λέγειν καὶ πράττειν ὅ τι βούλεται.
[3] αἱ δὲ τοιαῦται πολιτεῖαι συνήθεις μέν εἰσιν ὑμῖν, αἴτιαι δὲ
τῶν κακῶν. ἀξιῶ δ’, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἄν τι τῶν ἀληθῶν
μετὰ παρρησίας λέγω, μηδεμίαν μοι διὰ τοῦτο παρ’ ὑμῶν
ὀργὴν γενέσθαι. σκοπεῖτε γὰρ ὡδί. ὑμεῖς τὴν παρρησίαν
ἐπὶ μὲν τῶν ἄλλων οὕτω κοινὴν οἴεσθε δεῖν εἶναι πᾶσι τοῖς
ἐν τῇ πόλει, ὥστε καὶ τοῖς ξένοις καὶ τοῖς δούλοις αὐτῆς
μεταδεδώκατε, καὶ πολλοὺς ἄν τις οἰκέτας ἴδοι παρ’ ἡμῖν
μετὰ πλείονος ἐξουσίας ὅ τι βούλονται λέγοντας ἢ πολίτας
ἐν ἐνίαις τῶν ἄλλων πόλεων, ἐκ δὲ τοῦ συμβουλεύειν παν-
τάπασιν ἐξεληλάκατε. [4] εἶθ’ ὑμῖν συμβέβηκεν ἐκ τούτου ἐν
μὲν ταῖς ἐκκλησίαις τρυφᾶν καὶ κολακεύεσθαι πάντα πρὸς
ἡδονὴν ἀκούουσιν, ἐν δὲ τοῖς πράγμασι καὶ τοῖς γιγνο-
μένοις περὶ τῶν ἐσχάτων ἤδη κινδυνεύειν. εἰ μὲν οὖν καὶ
νῦν οὕτω διάκεισθε, οὐκ ἔχω τί λέγω· εἰ δ’ ἃ συμφέρει
χωρὶς κολακείας ἐθελήσετ’ ἀκούειν, ἕτοιμος λέγειν. καὶ
γὰρ εἰ πάνυ φαύλως τὰ πράγματ’ ἔχει καὶ πολλὰ προεῖται,
ὅμως ἔστιν, ἐὰν ὑμεῖς τὰ δέοντα ποιεῖν βούλησθε, ἔτι πάντα
ταῦτ’ ἐπανορθώσασθαι. [5] καὶ παράδοξον μὲν ἴσως ἐστὶν ὃ
μέλλω λέγειν, ἀληθὲς δέ· τὸ χείριστον ἐν τοῖς παρελη-
λυθόσι, τοῦτο πρὸς τὰ μέλλοντα βέλτιστον ὑπάρχει. τί
οὖν ἐστι τοῦτο; ὅτι οὔτε μικρὸν οὔτε μέγ’ οὐδὲν τῶν δεόν-
των ποιούντων ὑμῶν κακῶς τὰ πράγματ’ ἔχει, ἐπεί τοι, εἰ
πάνθ’ ἃ προσῆκε πραττόντων οὕτως διέκειτο, οὐδ’ ἂν ἐλπὶς
ἦν αὐτὰ γενέσθαι βελτίω. νῦν δὲ τῆς ῥᾳθυμίας τῆς ὑμετέ-
ρας καὶ τῆς ἀμελίας κεκράτηκε Φίλιππος, τῆς πόλεως δ’
οὐ κεκράτηκεν· οὐδ’ ἥττησθ’ ὑμεῖς, ἀλλ’ οὐδὲ κεκίνησθε.

[6] Εἰ μὲν οὖν ἅπαντες ὡμολογοῦμεν Φίλιππον τῇ πόλει πολεμεῖν
καὶ τὴν εἰρήνην παραβαίνειν, οὐδὲν ἄλλ’ ἔδει τὸν παριόντα λέγειν
καὶ συμβουλεύειν ἢ ὅπως ἀσφαλέστατα καὶ ῥᾷστ’ αὐτὸν ἀμυνού-
μεθα· ἐπειδὴ δ’ οὕτως ἀτόπως ἔνιοι διάκεινται, ὥστε πόλεις κατα-
λαμβάνοντος ἐκείνου καὶ πολλὰ τῶν ὑμετέρων ἔχοντος καὶ πάντας
ἀνθρώπους ἀδικοῦντος ἀνέχεσθαί τινων ἐν ταῖς ἐκκλησίαις λεγόντων
πολλάκις ὡς ἡμῶν τινές εἰσιν οἱ ποιοῦντες τὸν πόλεμον, ἀνάγκη
φυλάττεσθαι καὶ διορθοῦσθαι περὶ τούτου· [7] ἔστι γὰρ δέος μήποθ’
ὡς ἀμυνούμεθα γράψας τις καὶ συμβουλεύσας εἰς τὴν αἰτίαν ἐμ-
πέσῃ τοῦ πεποιηκέναι τὸν πόλεμον. [ἐγὼ δὴ τοῦτο πρῶτον
ἁπάντων λέγω καὶ διορίζομαι· εἰ ἐφ’ ἡμῖν ἐστι τὸ βουλεύεσθαι
περὶ τοῦ πότερον εἰρήνην ἄγειν ἢ πολεμεῖν δεῖ ...]. [8] Εἰ μὲν
οὖν ἔξεστιν εἰρήνην ἄγειν τῇ πόλει καὶ ἐφ’ ἡμῖν ἐστι τοῦτο,
ἵν’ ἐντεῦθεν ἄρξωμαι, φήμ’ ἔγωγ’ ἄγειν ἡμᾶς δεῖν, καὶ τὸν
ταῦτα λέγοντα γράφειν καὶ πράττειν καὶ μὴ φενακίζειν
ἀξιῶ· εἰ δ’ ἕτερος τὰ ὅπλ’ ἐν ταῖς χερσὶν ἔχων καὶ δύναμιν
πολλὴν περὶ αὑτὸν τοὔνομα μὲν τὸ τῆς εἰρήνης ὑμῖν προ-
βάλλει, τοῖς δ’ ἔργοις αὐτὸς τοῖς τοῦ πολέμου χρῆται, τί
λοιπὸν ἄλλο πλὴν ἀμύνεσθαι; φάσκειν δ’ εἰρήνην ἄγειν
εἰ βούλεσθε, ὥσπερ ἐκεῖνος, οὐ διαφέρομαι. [9] εἰ δέ τις
ταύτην εἰρήνην ὑπολαμβάνει, ἐξ ἧς ἐκεῖνος πάντα τἆλλα
λαβὼν ἐφ’ ἡμᾶς ἥξει, πρῶτον μὲν μαίνεται, ἔπειτ’ ἐκείνῳ
παρ’ ὑμῶν, οὐχ ὑμῖν παρ’ ἐκείνου τὴν εἰρήνην λέγει· τοῦτο
δ’ ἐστὶν ὃ τῶν ἀναλισκομένων χρημάτων πάντων Φίλιππος
ὠνεῖται, αὐτὸς μὲν πολεμεῖν ὑμῖν, ὑφ’ ὑμῶν δὲ μὴ πολε-
μεῖσθαι.

***
[1] Εις εκάστην σχεδόν συνέλευσιν, ω άνδρες Αθηναίοι, γίνεται ευρύς λόγος διά τα όσα εναντίον ημών, αλλά και των άλλων Ελλήνων, διαπράττει ο Φίλιππος μετά την σύναψιν της ειρήνης. Και πάντες βεβαίως ομοφώνως διακηρύσσουν ―χωρίς όμως αι πράξεις των να συμφωνούν με τους λόγους― ότι αντικειμενικός σκοπός των λόγων και των έργων μας πρέπει να είναι, πώς εκείνος θα εμποδισθή από τας αυθαιρεσίας και θα δώση λόγον δι' αυτάς. Εν τούτοις, διαπιστώνω ότι αι υποθέσεις μας ευρίσκονται εις τοιαύτην εγκατάλειψιν και εις τοιούτο κατάντημα ώστε φοβούμαι ότι θα ήτο μεν κακόηχον αλλά και αληθές να είπω τούτο: εάν πάντες οι ομιλούντες από του βήματος εκ προθέσεως επρότεινον και σεις εψηφίζατε τα βλαβερώτερα των μέτρων, δεν νομίζω ότι θα ήτο δυνατόν να ευρεθώμεν εις χειροτέραν κατάστασιν. [2] Πολλά είναι, ασφαλώς, τα αίτια των κακών τούτων και δεν έφθασαν τα πράγματα εις τοιαύτην κατάστασιν από ένα ή δύο μόνον λόγους. Αλλά την κυρίαν αιτίαν της καταστάσεως, εάν κατά βάθος εξετάζετε τα πράγματα, θα την εύρετε εν τω προσώπω εκείνων οι οποίοι προτιμούν να σας είναι ευχάριστοι παρά να σας δώσουν τας καλλιτέρας συμβουλάς. Εκ τούτων μερικοί, ω άνδρες Αθηναίοι, προσπαθούντες να διατηρηθή η παρούσα κατάστασις, η οποία εξασφαλίζει εις αυτούς δημοτικότητα και εξουσίαν, ουδεμίαν περί των μελλόντων πρόνοιαν λαμβάνουν, αδιαφορούν δε εάν και σεις λαμβάνετε πρόνοιαν. Άλλοι, κατηγορούντες και διαβάλλοντες τους διευθύνοντας τα δημόσια πράγματα ουδέν άλλο επιτυγχάνουν ειμή τούτο: τίνι τρόπω η πόλις θα κατηγορή αυτή εαυτήν και ασχολουμένη αποκλειστικώς περί τούτου θα επιτρέψη εις τον Φίλιππον να λέγη και να πράττη ό,τι θέλει. [3] Τοιαύτη πολιτική συμπεριφορά είναι συνήθης παρ' υμίν, αιτία δε των δεινών μας.

Έχω την γνώμην, ω άνδρες Αθηναίοι, ότι ουδόλως θα οργισθήτε εναντίον μου, εάν με ειλικρίνειαν σας είπω αληθείας τινάς. Σκεφθήτε προς στιγμήν: Η ελευθερία του λόγου, επί παντός άλλου αντικειμένου, φρονείτε ότι πρέπει να είναι τόσον κοινή διά πάντας τους εν τη πόλει, ώστε παρεχωρήσατε αυτήν και εις τους ξένους και εις τους δούλους· και δύναταί τις να ίδη παρ' υμίν πολλούς δούλους λέγοντας ό,τι θέλουν μετά μεγαλυτέρας ελευθερίας από τους πολίτας εις άλλας τινάς πόλεις· αλλά την ελευθερίαν από του βήματος εντελώς την απεδιώξατε. [4] Συνέπεια τούτου είναι ότι, εις μεν τας συνελεύσεις ευφραίνεσθε και κολακεύεσθε ακούοντες ευχαρίστους λόγους, όταν δε τα γεγονότα πραγματοποιούνται, τους εσχάτους διατρέχετε κινδύνους. Εάν μεν λοιπόν και τώρα τας αυτάς έχετε διαθέσεις ουδέν έχω να σας είπω. Εάν, αντιθέτως, θέλετε να ακούσετε ποίον είναι το συμφέρον σας, χωρίς κολακείας, είμαι έτοιμος να ομιλήσω. Διότι μολονότι τα πράγματα ευρίσκονται εις αθλίαν κατάστασιν και πολλά έχουν εγκαταλειφθή, εν τούτοις, εάν σεις αποφασίσετε να πράξετε ό,τι πρέπει, είναι ακόμη δυνατόν πάντα ταύτα να επανορθώσετε. [5] Και παράδοξον μεν ίσως είναι αυτό που πρόκειται να είπω, αλλ' όμως αληθές· εκείνο που μας έβλαψε περισσότερον εις το παρελθόν αυτό θα μας ωφελήση περισσότερον εις το μέλλον. Ποίον είναι τούτο; Ότι τα πράγματα έχουν κακώς διότι σεις ουδέν των δεόντων επράξατε, ουδέν, ούτε μικρόν ούτε μέγα· διότι εάν η κατάστασις ήτο οία είναι, μολονότι σεις είχατε πράξει το καθήκον σας, εν τοιαύτη περιπτώσει ουδεμία ελπίς βελτιώσεως θα υπήρχεν. Ήδη όμως, την ραθυμίαν και την αμέλειαν την ιδικήν σας ενίκησεν ο Φίλιππος, δεν ενίκησε την πόλιν. Δεν ηττήθητε σεις αλλ' απλώς δεν εκινήθητε καν.

[6] Εάν μεν λοιπόν πάντες είμεθα σύμφωνοι ότι ο Φίλιππος πολεμεί κατά της πόλεώς μας και παραβιάζει τας συνθήκας της ειρήνης, η μόνη προσπάθεια του ρήτορος από του βήματος τούτου θα ήτο να εκθέτη και να συμβουλεύη τίνι τρόπω θα αμυνθώμεν κατ' αυτού όσον το δυνατόν ασφαλέστερον και ευκολώτερον. Επειδή όμως υπάρχουν ενταύθα άνθρωποι τόσον παράδοξοι ώστε, ενώ εκείνος καταλαμβάνει πόλεις, και κατέχει πολλά ιδικά μας μέρη, και παραβιάζει πάντων των ανθρώπων τα δίκαια, αυτοί ανέχονται να λέγεται και να επαναλαμβάνεται εις τας συνελεύσεις ότι δημιουργοί του πολέμου είναι τινές εξ ημών, ανάγκη παρίσταται να αμυνθώμεν και να επανορθώσωμεν τα πράγματα εις το σημείον τούτο. [7] Διότι υπάρχει φόβος, εκείνος που θα προτείνη και θα συμβουλεύση τον τρόπον της αμύνης να βρη μίαν ημέραν τον μπελά του (να κατηγορηθή) ότι έχει αυτός προκαλέσει τον πόλεμον. Εγώ λοιπόν, προ παντός κάμνω την εξής ρητήν διάκρισιν: Εάν από ημάς εξαρτάται η εκλογή μεταξύ πολέμου και ειρήνης… [8] Εάν είναι επιτετραμμένον εις την πόλιν να παραμείνη εν ειρήνη και εάν αυτό είναι στο χέρι μας, διακηρύττω ευθύς εξ αρχής ότι πρέπει να διατηρήσωμεν την ειρήνην και ότι εκείνος που έχει την γνώμην αυτήν οφείλει να εισηγηθή και να ενεργήση αναλόγως, και να μη χρησιμοποιή απάτας. Εάν όμως ο αντίπαλος, έχων τα όπλα ανά χείρας και δύναμιν πολλήν περί εαυτόν, προβάλλη μεν ενώπιον υμών το όνομα της ειρήνης, επιδίδεται δε εις έργα πολέμου, τι άλλο μας μένει παρά να αμυνθώμεν; Εάν δε θέλετε να λέγετε μόνον, όπως εκείνος, ότι ευρίσκεσθε εν ειρήνη, αυτό ουδόλως με ενδιαφέρει. Εάν, όμως θεωρή τις ως ειρήνην την κατάστασιν εκείνην, η οποία θα επιτρέψη εις τον Φίλιππον, αφού καταλάβη πάντα τα άλλα, να μας επιτεθή εις τον τόπον μας, πρώτον μεν είναι παράφρων, έπειτα δε αποκαλεί ειρήνην ό,τι είναι πράγματι ειρήνη διά τον Φίλιππον εφ' όσον εξαρτάται από ημάς, και όχι δι' ημάς εφ' όσον εξαρτάται από εκείνον. Αυτό δε είναι που επιτυγχάνει ο Φίλιππος διά των δαπανωμένων χρημάτων: αυτός μεν να σας πολεμή, σεις δε να μη τον πολεμήτε.