Τρίτη 5 Οκτωβρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Οἰδίπους Τύραννος (1047-1085)

ΟΙ. ἔστιν τις ὑμῶν τῶν παρεστώτων πέλας,
ὅστις κάτοιδε τὸν βοτῆρ᾽, ὃν ἐννέπει,
εἴτ᾽ οὖν ἐπ᾽ ἀγρῶν εἴτε κἀνθάδ᾽ εἰσιδών;
1050 σημήναθ᾽, ὡς ὁ καιρὸς ηὑρῆσθαι τάδε.
ΧΟ. οἶμαι μὲν οὐδέν᾽ ἄλλον ἢ τὸν ἐξ ἀγρῶν,
ὃν κἀμάτευες πρόσθεν εἰσιδεῖν· ἀτὰρ
ἥδ᾽ ἂν τάδ᾽ οὐχ ἥκιστ᾽ ἂν Ἰοκάστη λέγοι.
ΟΙ. γύναι, νοεῖς ἐκεῖνον, ὅντιν᾽ ἀρτίως
1055 μολεῖν ἐφιέμεσθα; τόνδ᾽ οὗτος λέγει;
ΙΟ. τί δ᾽ ὅντιν᾽ εἶπε; μηδὲν ἐντραπῇς. τὰ δὲ
ῥηθέντα βούλου μηδὲ μεμνῆσθαι μάτην.
ΟΙ. οὐκ ἂν γένοιτο τοῦθ᾽, ὅπως ἐγὼ λαβὼν
σημεῖα τοιαῦτ᾽ οὐ φανῶ τοὐμὸν γένος.
1060 ΙΟ. μὴ πρὸς θεῶν, εἴπερ τι τοῦ σαυτοῦ βίου
κήδῃ, ματεύσῃς τοῦθ᾽· ἅλις νοσοῦσ᾽ ἐγώ.
ΟΙ. θάρσει· σὺ μὲν γὰρ οὐδ᾽ ἐὰν τρίτης ἐγὼ
μητρὸς φανῶ τρίδουλος, ἐκφανῇ κακή.
ΙΟ. ὅμως πιθοῦ μοι, λίσσομαι, μὴ δρᾶν τάδε.
1065 ΟΙ. οὐκ ἂν πιθοίμην μὴ οὐ τάδ᾽ ἐκμαθεῖν σαφῶς.
ΙΟ. καὶ μὴν φρονοῦσά γ᾽ εὖ τὰ λῷστά σοι λέγω.
ΟΙ. τὰ λῷστα τοίνυν ταῦτά μ᾽ ἀλγύνει πάλαι.
ΙΟ. ὦ δύσποτμ᾽, εἴθε μήποτε γνοίης ὃς εἶ.
ΟΙ. ἄξει τις ἐλθὼν δεῦρο τὸν βοτῆρά μοι;
1070 ταύτην δ᾽ ἐᾶτε πλουσίῳ χαίρειν γένει.
ΙΟ. ἰοὺ ἰού, δύστηνε· τοῦτο γάρ σ᾽ ἔχω
μόνον προσειπεῖν, ἄλλο δ᾽ οὔποθ᾽ ὕστερον.
ΧΟ. τί ποτε βέβηκεν, Οἰδίπους, ὑπ᾽ ἀγρίας
ᾄξασα λύπης ἡ γυνή; δέδοιχ᾽ ὅπως
1075 μὴ ᾽κ τῆς σιωπῆς τῆσδ᾽ ἀναρρήξει κακά.
ΟΙ. ὁποῖα χρῄζει ῥηγνύτω· τοὐμὸν δ᾽ ἐγώ,
κεἰ σμικρόν ἐστι, σπέρμ᾽ ἰδεῖν βουλήσομαι.
αὕτη δ᾽ ἴσως, φρονεῖ γὰρ ὡς γυνὴ μέγα,
τὴν δυσγένειαν τὴν ἐμὴν αἰσχύνεται.
1080 ἐγὼ δ᾽ ἐμαυτὸν παῖδα τῆς Τύχης νέμων
τῆς εὖ διδούσης οὐκ ἀτιμασθήσομαι.
τῆς γὰρ πέφυκα μητρός· οἱ δὲ συγγενεῖς
μῆνές με μικρὸν καὶ μέγαν διώρισαν.
τοιόσδε δ᾽ ἐκφὺς οὐκ ἂν ἐξέλθοιμ᾽ ἔτι
1085 ποτ᾽ ἄλλος, ὥστε μὴ ᾽κμαθεῖν τοὐμὸν γένος.

***
ΟΙΔ. Είναι κανείς απ᾽ τους εδώ
που ξέρει τίποτα για το βοσκό που λέει;
Στα χωράφια τον είδε κανείς;
Στα περίχωρα;
Αν έχετε στοιχεία, δώστε τα.
1050 Είναι καιρός να βρούμε κάποιαν άκρη.
ΧΟΡ. Θαρρώ πως είναι ο ίδιος
που ζήτησες πρωτύτερα
να ᾽ρθει απ᾽ τους αγρούς
για να τον εξετάσεις.
Μ᾽ αυτά σαφώς καλύτερα
τα ξέρει η Ιοκάστη.
ΟΙΔ. Γυναίκα, αυτός που θέλαμε να ᾽ρθει πρωτύτερα
είναι ο ίδιος
μ᾽ αυτόν που λέει;
ΙΟΚ. Τί; Ποιός και για ποιόν; Ξενοιάσου.
Συνήθισε να λησμονείς τα κούφια λόγια.
ΟΙΔ. Δε γίνεται να μη φωτίσω τη γενιά μου,
τώρα που βρήκα χνάρια να πατήσω.
1060 ΙΟΚ. Για το θεό, μη ξεσκαλίζεις πια,
αν αγαπάς λιγάκι τη ζωή σου.
Δε φτάνουν τα δικά μου πάθη;
ΟΙΔ. Κράτα ψηλα το κεφάλι·
δε θα ξεπέσεις δα,
ακόμα κι αν φανεί
πως είμαι δούλος γιος,
πάππου προς πάππου δούλος.
ΙΟΚ. Στα γόνατά σου πέφτω· μην προχωρήσεις.
ΟΙΔ. Παρακαλάς να μην γνωρίσω την αλήθεια;
ΙΟΚ. Μονάχα το καλό σου σκέφτομαι.
ΟΙΔ. Τέτοιο καλό με βασανίζει χρόνια.
ΙΟΚ. Αλιά σου κακορίζικε!
Μακάρι ποτέ να μη μάθεις ποιός είσαι.
ΟΙΔ. Να πάει κάποιος το βοσκό να φέρει εδώ.
Αυτήν αφήστε την να χαίρεται
1070 τα μεγαλεία της γενιάς της.
ΙΟΚ. Όι, όι, δύστυχε!
Στερνή φορά και δεν μπορώ
αλλιώς να σ᾽ ονομάσω.
ΧΟΡ. Μπήκε μες στο παλάτι, Οιδίπου,
κι απελπισίας οίστρος την ταράζει.
Φοβάμαι μήπως η σιωπή της εκραγεί.
ΟΙΔ. Ας εκραγεί το σύμπαν!
Το σπέρμα που με γέννησε,
έστω και ταπεινό,
επιθυμώ να το γνωρίσω.
Είναι γυναίκα και ξιπάζεται.
Ντρέπεται τις φτωχικές μου ρίζες.
Εγώ δεν νιώθω ντροπή καμιά.
1080 Είμαι παιδί της Τύχης
και χαίρομαι την προίκα της.
Μέσα στης τύχης πιάστηκα τη μήτρα·
έχω τους μήνες συγγενείς
που με γαλούχησαν μικρό
και μ᾽ έπλασαν μεγάλο.
Αυτός που είμαι γεννήθηκα
και δε θ᾽ αλλάξω
και δε θ᾽ αφήσω
στο σκοτάδι τη γενιά μου.

ΟΜΗΡΟΣ: Ἰλιάς (1.68-1.129)

Ἤτοι ὅ γ᾽ ὣς εἰπὼν κατ᾽ ἄρ᾽ ἕζετο· τοῖσι δ᾽ ἀνέστη
Κάλχας Θεστορίδης, οἰωνοπόλων ὄχ᾽ ἄριστος,
ὃς ᾔδη τά τ᾽ ἐόντα τά τ᾽ ἐσσόμενα πρό τ᾽ ἐόντα, 70
καὶ νήεσσ᾽ ἡγήσατ᾽ Ἀχαιῶν Ἴλιον εἴσω
ἣν διὰ μαντοσύνην, τήν οἱ πόρε Φοῖβος Ἀπόλλων·
ὅ σφιν ἐϋφρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν·
«ὦ Ἀχιλεῦ, κέλεαί με, Διῒ φίλε, μυθήσασθαι
μῆνιν Ἀπόλλωνος ἑκατηβελέταο ἄνακτος· 75
τοιγὰρ ἐγὼν ἐρέω· σὺ δὲ σύνθεο καί μοι ὄμοσσον
ἦ μέν μοι πρόφρων ἔπεσιν καὶ χερσὶν ἀρήξειν·
ἦ γὰρ ὀΐομαι ἄνδρα χολωσέμεν, ὃς μέγα πάντων
Ἀργείων κρατέει καί οἱ πείθονται Ἀχαιοί·
κρείσσων γὰρ βασιλεὺς ὅτε χώσεται ἀνδρὶ χέρηϊ· 80
εἴ περ γάρ τε χόλον γε καὶ αὐτῆμαρ καταπέψῃ,
ἀλλά τε καὶ μετόπισθεν ἔχει κότον, ὄφρα τελέσσῃ,
ἐν στήθεσσιν ἑοῖσι· σὺ δὲ φράσαι εἴ με σαώσεις.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς·
«θαρσήσας μάλα εἰπὲ θεοπρόπιον ὅ τι οἶσθα· 85
οὐ μὰ γὰρ Ἀπόλλωνα Διῒ φίλον, ᾧ τε σύ, Κάλχαν,
εὐχόμενος Δαναοῖσι θεοπροπίας ἀναφαίνεις,
οὔ τις ἐμεῦ ζῶντος καὶ ἐπὶ χθονὶ δερκομένοιο
σοὶ κοίλῃς παρὰ νηυσὶ βαρείας χεῖρας ἐποίσει
συμπάντων Δαναῶν, οὐδ᾽ ἢν Ἀγαμέμνονα εἴπῃς, 90
ὃς νῦν πολλὸν ἄριστος Ἀχαιῶν εὔχεται εἶναι.»
Καὶ τότε δὴ θάρσησε καὶ ηὔδα μάντις ἀμύμων·
«οὔτ᾽ ἄρ᾽ ὅ γ᾽ εὐχωλῆς ἐπιμέμφεται οὐθ᾽ ἑκατόμβης,
ἀλλ᾽ ἕνεκ᾽ ἀρητῆρος, ὃν ἠτίμησ᾽ Ἀγαμέμνων
οὐδ᾽ ἀπέλυσε θύγατρα καὶ οὐκ ἀπεδέξατ᾽ ἄποινα, 95
τοὔνεκ᾽ ἄρ᾽ ἄλγε᾽ ἔδωκεν ἑκηβόλος ἠδ᾽ ἔτι δώσει·
οὐδ᾽ ὅ γε πρὶν Δαναοῖσιν ἀεικέα λοιγὸν ἀπώσει,
πρίν γ᾽ ἀπὸ πατρὶ φίλῳ δόμεναι ἑλικώπιδα κούρην
ἀπριάτην ἀνάποινον, ἄγειν θ᾽ ἱερὴν ἑκατόμβην
100 ἐς Χρύσην· τότε κέν μιν ἱλασσάμενοι πεπίθοιμεν.»
Ἤτοι ὅ γ᾽ ὣς εἰπὼν κατ᾽ ἄρ᾽ ἕζετο· τοῖσι δ᾽ ἀνέστη
ἥρως Ἀτρεΐδης εὐρὺ κρείων Ἀγαμέμνων
ἀχνύμενος· μένεος δὲ μέγα φρένες ἀμφὶ μέλαιναι
πίμπλαντ᾽, ὄσσε δέ οἱ πυρὶ λαμπετόωντι ἐΐκτην·
105 Κάλχαντα πρώτιστα κάκ᾽ ὀσσόμενος προσέειπε·
«μάντι κακῶν, οὐ πώ ποτέ μοι τὸ κρήγυον εἶπας·
αἰεί τοι τὰ κάκ᾽ ἐστὶ φίλα φρεσὶ μαντεύεσθαι,
ἐσθλὸν δ᾽ οὔτε τί πω εἶπας ἔπος οὔτ᾽ ἐτέλεσσας·
καὶ νῦν ἐν Δαναοῖσι θεοπροπέων ἀγορεύεις
110 ὡς δὴ τοῦδ᾽ ἕνεκά σφιν ἑκηβόλος ἄλγεα τεύχει,
οὕνεκ᾽ ἐγὼ κούρης Χρυσηΐδος ἀγλά᾽ ἄποινα
οὐκ ἔθελον δέξασθαι, ἐπεὶ πολὺ βούλομαι αὐτὴν
οἴκοι ἔχειν· καὶ γάρ ῥα Κλυταιμνήστρης προβέβουλα
κουριδίης ἀλόχου, ἐπεὶ οὔ ἑθέν ἐστι χερείων,
115οὐ δέμας οὐδὲ φυήν, οὔτ᾽ ἂρ φρένας οὔτε τι ἔργα.
ἀλλὰ καὶ ὧς ἐθέλω δόμεναι πάλιν, εἰ τό γ᾽ ἄμεινον·
βούλομ᾽ ἐγὼ λαὸν σῶν ἔμμεναι ἢ ἀπολέσθαι·
αὐτὰρ ἐμοὶ γέρας αὐτίχ᾽ ἑτοιμάσατ᾽, ὄφρα μὴ οἶος
Ἀργείων ἀγέραστος ἔω, ἐπεὶ οὐδὲ ἔοικε·
120 λεύσσετε γὰρ τό γε πάντες, ὅ μοι γέρας ἔρχεται ἄλλῃ.»
Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεύς·
«Ἀτρεΐδη κύδιστε, φιλοκτεανώτατε πάντων,
πῶς γάρ τοι δώσουσι γέρας μεγάθυμοι Ἀχαιοί;
οὐδέ τί που ἴδμεν ξυνήϊα κείμενα πολλά·
125 ἀλλὰ τὰ μὲν πολίων ἐξεπράθομεν, τὰ δέδασται,
λαοὺς δ᾽ οὐκ ἐπέοικε παλίλλογα ταῦτ᾽ ἐπαγείρειν.
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν τῆνδε θεῷ πρόες· αὐτὰρ Ἀχαιοὶ
τριπλῇ τετραπλῇ τ᾽ ἀποτείσομεν, αἴ κέ ποθι Ζεὺς
δῷσι πόλιν Τροίην εὐτείχεον ἐξαλαπάξαι.»

***
Αυτά είπε κι εκάθισε· και τότε ο Θεστορίδης
ο Κάλχας εσηκώθηκεν, ορνεοσκόπος πρώτος
70 που εγνώριζ᾽ όλα μέλλοντα, παρόντα, περασμένα
και οδήγησε στην Ίλιον των Αχαιών τα πλοία
μ᾽ αυτό το πνεύμα μαντικό που του ᾽χε δώσει ο Φοίβος.
Σ᾽ αυτούς καλοπροαίρετα τότε ομιλούσ᾽ εκείνος:
«Με προσκαλείς, διίφιλε Πηλείδη, να εξηγήσω,
75 πώς εγεννήθηκε ο θυμός του μακροβόλου Φοίβου·
θέλει το ειπώ· μόνον εσύ στοχάσου και όμοσέ μου
να με βοηθήσεις πρόθυμα με λόγον και με χέρι,
ότι θ᾽ ανάψω την χολήν ανδρός που των Αργείων
δεσπόζει και όλ᾽ οι Αχαιοί του είναι υποταγμένοι·
80 όταν θυμώσει στον μικρόν, νικά ο βασιλέας·
ότι αν χωνεύσει την χολήν σ᾽ εκείνην την ημέραν,
όμως το πάθος άσπονδο στα στήθη μέσα τρέφει
να ξεθυμάνει στο εξής· και σκέψου αν θα με σώσεις».
Και ο γοργοπόδης προς αυτόν Πηλείδης αποκρίθη:
85 «Άφοβα λέγε τον χρησμόν όποιον ηξεύρει ο νους σου
ότι, μα τον Απόλλωνα, που τες ευχές ακούει,
Κάλχα, και συ των Δαναών προσφέρεις τους χρησμούς του,
όσο εγώ ζω κι εδώ στην γην βλέπω το φως του ηλίου,
βαρύ κανείς επάνω σου το χέρι δεν θα βάλει
90 των Δαναών όλων κανείς, και μήτε ο Αγαμέμνων
που σήμερα των Αχαιών καυχάται ότ᾽ είναι ο πρώτος».
Και ο μάντης ο ακατάκριτος επήρε θάρρος κι είπε:
«Τάμα ποσώς δεν του ᾽λειψε, μήτ᾽ εκατόμβη, αλλ᾽ είναι
ο ιερέας αφορμή, που αψήφησ᾽ ο Ατρείδης·
95 την κόρη δεν απόλυσε, τα λύτρα δεν εδέχθη,
ιδού γιατί μας έθλιψε και θα μας θλίψει ο Φοίβος.
Ούδ᾽ απ᾽ τους Δαναούς ποτέ την λοιμική θα διώξει
πριν δοθεί οπίσω του πατρός η λαμπρομάτα κόρη
άλυτρη, ανεξαγόραστη και αγίαν εκατόμβην
100 στην Χρύσην αποστείλομεν· τότ᾽ ίσως ίλεως γίνει».
Αυτά είπε κι εκάθισε· σηκώθη ευθύς ο ήρως
πολλών κυρίαρχος λαών, ο Ατρείδης Αγαμέμνων
φαρμακωμένος· και η χολή τα μαύρα σωθικά του
πλημμύριζ᾽ όλα, και άστραφταν τα μάτια του ωσάν φλόγες.
105Με βλέμμα κακοσήμαντο στον Κάλχαντα είπε πρώτα:
«Μάντη κακών, όχι, ποτέ πρόσχαρό τι δεν μου ᾽πες,
και ο νους σου πάντοτε αγαπά κακά να προμαντεύει·
λόγον δεν είπες συ ποτέ καλόν ούτ᾽ έχεις πράξει.
Και τώρα εδώ στους Δαναούς χρησμολογείς και λέγεις
110οπώς για τούτο συμφορές τους δίδει ο μακροβόλος,
ότι την πλούσια ξαγορά της θυγατρός του Χρύση
δεν δέχθηκα· ναι, θέλω εγώ καλύτερα την κόρη
σπίτι μου, αφού την προτιμώ της νυμφευτής μου ακόμα
της Κλυταιμνήστρας και ποσώς κατώτερη δεν είναι
115 στην κλάση, στο ανάστημα, στη γνώμη και στα έργα.
Και όμως αν συμφέρει αυτό, θε να την αποδώσω·
το καλό θέλω του λαού, ποτέ τον όλεθρό του·
αλλά δώρο ετοιμάσετε σ᾽ εμένα ευθύς, τι μόνος
εγώ δεν πρέπει αδώρητος να μείνω των Αργείων
120 και όλοι το βλέπετε ότι αλλού το δώρο μου πηγαίνει».
Του αντείπεν ο φτερόποδος ισόθεος Πηλείδης:
«Ένδοξε Ατρείδη, περισσά φιλόπλουτε, τι λέγεις;
Οι μεγαλόψυχοι Αχαιοί πώς θα σου δώσουν δώρον;
Μη κάπου λάφυρα κοινά γνωρίζομε αφημένα;
125 Όσ᾽ απ᾽ τες χώρες πήραμε εμοιρασθήκαν όλα
και να τα ξανακάμομε σωρό δεν είναι πρέπον·
αλλά συ τώρα στον θεόν απόλυσε την κόρη,
και τετραπλά θ᾽ ανταμειφθείς, αν ποτέ δώσει ο Δίας
οι Αχαιοί να πάρομε την πυργωμένην Τροίαν».

Οι αρνητές των πάντων

Θα συναντήσεις στη ζωή σου ανθρώπους που θα έχουν αντίθετη άποψη σε όποιο θέμα κι αν αναπτύξετε. Σε πρώτη φάση θα πει κανείς πως αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό, πως ο αντίλογος είναι εποικοδομητικός και πως οποιαδήποτε άλλη γνώμη πέρα από τη δική μας είναι αποδεκτή. Το πρόβλημα με αυτούς τους ανθρώπους είναι πως δε δέχονται να ακούσουν τίποτα άλλο πέρα από αυτό που ήδη πιστεύουν. Η αντίθετη άποψή τους φέρει συνήθως αρνητικό πρόσημο και κάποιες φορές αγγίζει τα όρια της υπερβολής.

Πρόκειται για τους λεγόμενους αρνητές των πάντων, μια κατηγορία ανθρώπων που προκαλεί συνήθως στην παρέα άσχημα συναισθήματα και δυσφορία. Έχουν την τάση να δείχνουν πως τα ξέρουν όλα και να προσπαθούν να τεκμηριώσουν τη γνώμη τους επιχειρήματα. Δε θα ακούσεις εύκολα καλό λόγο από εκείνους, ενώ θεωρούν πως οι απόψεις τους είναι σωστότερες όλων. Ίσως και να προσπαθήσουν να σε πείσουν για τις πεποιθήσεις τους κι αν δεν τα καταφέρουν ακόμα και να σου θυμώσουν.

Θα παρατηρήσεις πως πρόσωπα που αντιδρούν σε κάθε τι και προσπαθούν διαρκώς να περάσουν το αντίθετο, όσο περνάει ο καιρός έχουν όλο και λιγότερους φίλους κι όσοι μένουν προσπαθούν να βοηθήσουν. Οι αρνητές θα βρουν ένα θέμα, ένα κοινωνικό φαινόμενο που να τους προκαλέσει φανατισμό και θα θέλουν να προβάλουν πως δεν πάνε με την μάζα, πως δεν είναι πρόβατα -όπως συχνά θα τους ακούσεις να λένε. Στην πραγματικότητα έχουν ανάγκη να ενταχθούν σε μια ομάδα και να νιώσουν ικανοί, με εσφαλμένο όμως τρόπο. Οι απόψεις τους συνήθως είναι ακραίες, ποτέ στη μέση, ή του ύψους ή του βάθους. Μπορεί να αλλάξουν και άποψη για ένα θέμα με τον καιρό, παρ’ όλο που το υποστήριζαν σθεναρά. Κάποιες φορές θα προσπαθήσουν να σε πείσουν με κάθε είδους επιχείρημα -ακόμα και το πιο τρελό- κι άλλες θα κάθονται σε μια γωνιά και απλώς θα διαφωνούν.

Το χειρότερο όλων με τους αρνητές είναι πως αν κρατήσεις σταθερή την άποψή σου και τους πας κόντρα, θα συμπεριφερθούν σαν μικρά παιδιά. Κάποια στιγμή μπορεί να απομακρυνθούν κρατώντας το μανιάτικο και να μην εμφανίζονται σε καμία έξοδο ή μάζωξη σε σπίτι, ενώ πολλές φορές να μη σηκώνουν ούτε το τηλέφωνο. Συχνά οι γύρω τους κρατάνε αποστάσεις, γιατί η συναναστροφή μαζί τους δεν τους γεμίζει αισιόδοξη διάθεση, ενώ κουράζονται να προσπαθούν να εκφράσουν τη δική τους άποψη και να μη βγάζει πουθενά. Αν πάλι ο αρνητής είναι στο σπίτι σου, τα πράγματα είναι πιο δύσκολα. Προσπάθησε όσο μπορείς να τον κάνεις να νιώσει αποδοχή και πως είναι ικανός. Δείξε του πως και χωρίς τις φανατικές τους απόψεις είναι το ίδιο σημαντικός. Δεν τις χρειάζεται, ας τις κάνει στην άκρη. Άλλωστε θα του φύγει κι ένα βάρος.

Είναι πραγματικά θλιβερό να βλέπεις ανθρώπους στο περιθώριο, δίχως φίλους και αποδοχή. Μπορεί να μην είμαστε εμείς σωτήρες, όμως σίγουρα μπορούμε να κάνουμε μια προσπάθεια, να βοηθήσουμε κι ας μην τα καταφέρουμε. Αρνητές και οι φανατισμένοι υπήρχαν και θα υπάρχουν. Ας φροντίσουμε η δική μας γενιά να μη μεγαλώσει τους επόμενους αρνητές. Ας αλλάξουμε εμείς και μπορεί να αλλάξει κι ο κόσμος!

Είναι η ευτυχία υποχρεωτική;

Αν αναζητήσει κανείς το λήμμα «ευτυχία» («happiness») στη Wikipedia, θα βρει έναν μάλλον συμβατικό ορισμό λίγων γραμμών περί μιας πνευματικής ή συναισθηματικής κατάστασης. Για τη σύνταξη αυτού του ορισμού η σελίδα χρειάστηκε να περάσει από επεξεργασία περίπου 3.300 φορές, ένας αριθμός στον οποίο αντανακλάται μια πραγματικότητα: δεν είναι ποτέ απολύτως σαφές για τι ακριβώς μιλάμε όταν μιλάμε για την ευτυχία.

Δεν διαπιστώνω τίποτα καινούργιο· πριν από δυόμισι χιλιάδες χρόνια, ο Αριστοτέλης είχε σχολιάσει στα Ηθικά Νικομάχεια ότι, ενώ οι περισσότεροι συμφωνούν πως η ευδαιμονία είναι το πιο σπουδαίο αγαθό, ο καθένας αναφέρεται σ’ αυτήν εννοώντας κάτι διαφορετικό.

Ας πάρουμε για παράδειγμα έναν κάτοικο της Κόστα Ρίκα κι έναν της Φινλανδίας. Όχι τυχαία. Σύμφωνα με δύο διαφορετικούς δείκτες μέτρησης της ευτυχίας, οι πιο ευτυχισμένοι άνθρωποι στον κόσμο είναι είτε οι Κοσταρικανοί (Happy Planet Index) είτε οι Φινλανδοί (World Happiness Report), δύο λαοί, εν τω μεταξύ, που ακολουθούν ένα εντελώς διαφορετικό μοντέλο ζωής.

Πώς εξηγείται αυτό; Αφενός λόγω της διαφορετικής μεθοδολογίας των δύο μετρήσεων, αφετέρου επειδή ο Αριστοτέλης είχε δίκιο: για έναν Κοσταρικανό η ευτυχία είναι κάτι διαφορετικό από ό,τι για έναν Φινλανδό.

Η πιο σύγχρονη τάση σχετικών ερευνών, πάντως, τείνει να προτάσσει ως σημαντικότερη (εν συγκρίσει με τους πιο αντικειμενικούς δείκτες ποιότητας ζωής) την απάντηση του καθενός στην ερώτηση πόσο ευτυχισμένος νιώθει. Άρα, ευτυχισμένος είναι αυτός που νομίζει ότι είναι ευτυχισμένος.

Ακόμα κι αν για κάποιον άλλο αυτή η ευτυχία είναι ακατανόητη. Ο Καζαντζάκης έγραφε στον Ζορμπά ότι «η ευτυχία είναι πράγμα απλό και λιτοδίαιτο, ένα ποτήρι κρασί, ένα κάστανο, ένα φτωχικό μαγκαλάκι, η βουή της θάλασσας».

Ενδιαφέρεται κανείς;

Υποκειμενική ευτυχία, λοιπόν. Ένας από τους βασικούς όρους της θετικής ψυχολογίας, την οποία, ακόμα και αν δεν την έχετε ακούσει ποτέ, το πιθανότερο είναι να γνωρίζετε τι πρεσβεύει.

Με δυο λόγια: αντί να επικεντρωνόμαστε στο πρόβλημα, πρέπει να κοιτάξουμε τα θετικά συναισθήματα, να ψάξουμε αυτό που δίνει αξία στην ύπαρξή μας, να δημιουργήσουμε μια ποιοτική ζωή.

Ο στόχος μας είναι η ευτυχία, και όλοι μπορούμε να την αποκτήσουμε.

Όλα αυτά δεν ακούγονται ακριβώς καινούργια (αντίστοιχες διατυπώσεις θα βρει κανείς διαβάζοντας, για παράδειγμα, τους Στωικούς ή τους ανθρωπιστές ψυχολόγους του 20ού αιώνα), αλλά η θετική ψυχολογία ως επίσημος κλάδος μετράει περίπου δύο δεκαετίες ζωής.

Για την ακρίβεια, υφίσταται από το 1998, όταν ο Μάρτιν Σέλιγκμαν ανέλαβε τη θέση του προέδρου της Ένωσης Αμερικανών Ψυχολόγων και μετέτρεψε αυτές τις απόψεις σε επιστημονικό κλάδο.

«Η θετική ψυχολογία γεννήθηκε γιατί για περίπου έναν αιώνα η ψυχολογία είχε χάσει έναν από τους πιο βασικούς της στόχους, που δεν ήταν άλλος από το να βοηθάει τον άνθρωπο να βρει την ευτυχία», μου εξηγεί η ψυχολόγος Ειρήνη Καρακασίδου, μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Θετικής Ψυχολογίας – συνυπογράφει επίσης το Κατακτώντας την ευημερία (εκδ. Τόπος), μια ενδιαφέρουσα μελέτη για όποιον θέλει να μυηθεί σε αυτή την προσέγγιση.

Και υπάρχουν πολλοί που το θέλουν. Η θετική ψυχολογία βρήκε οπαδούς από την πρώτη μέρα (και στη χώρα μας) και, παρά την αρχική αμφισβήτηση, σήμερα αποτελεί την πιο δυναμική τάση στον χώρο της ψυχικής υγείας (ενδεικτικά, είναι το δημοφιλέστερο αντικείμενο προπτυχιακών σπουδών στο Γέιλ).

Μέσα σε κάποια χρόνια, λοιπόν, η θετική ψυχολογία κατέκτησε τις δυτικές, τουλάχιστον, κοινωνίες· με έναν εντελώς φυσικό τρόπο βρέθηκαν στο λεξιλόγιό μας όροι όπως η ενσυνειδητότητα, η ψυχική ανθεκτικότητα ή η αυτοσυμπόνια και κάπως μετατοπίστηκε η οπτική γωνία από την οποία κοιτούσαμε το ευ ζην.

Η αντίληψη ότι η ευτυχία μαθαίνεται και είναι προσιτή σε όλους προκάλεσε μια μαζική στροφή προς αυτή την κατεύθυνση (λογικό) και κάπου εκεί τα πράγματα άρχισαν να περιπλέκονται, με αποτέλεσμα να ανασχηματιστεί και σίγουρα να ισχυροποιηθεί η κυριαρχική πλέον κουλτούρα της αυτοβοήθειας, που εν πολλοίς αντλεί το περιεχόμενό της από αυτή την πρόθεση της θετικότητας.

«Κάνουμε έναν πολύ μεγάλο αγώνα να μη γίνεται αυτή η ταύτιση», μου λέει η κ. Καρακασίδου, «να καταστήσουμε ξεκάθαρες τις διαφορές».

Γιατί είναι απαραίτητο αυτό; Επειδή στη μία περίπτωση μιλάμε για έναν επιστημονικό κλάδο και στη δεύτερη για ένα αχανές σύμπαν που χωράει τα πάντα, επιστημονικής ή όχι εγκυρότητας: εγχειρίδια αυτοβελτίωσης, συνέδρια και ιντερνετικές διαλέξεις, προγράμματα σπουδών, workshops και μετεκπαιδεύσεις, σπεσιαλίστες coaches, συμβουλευτικές συνεδρίες, application και podcast, αρωματικά κεριά, αντιστρές σελίδες ζωγραφικής.

Το συμπέρασμα είναι ότι στον 21ο αιώνα το κυνήγι της ευτυχίας έχει εξελιχθεί σε ψύχωση και αυτή η ψύχωση έχει γεννήσει μια παγκόσμια αγορά με τζίρο περίπου 33 δισ. ευρώ.

ΟΙ ΓΚΟΥΡΟΥ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ

Το να δίνει κάποιος συμβουλές σε κάποιον άλλο για το πώς να ζήσει καλύτερα/ευτυχέστερα είναι μια διαδικασία που συντροφεύει τους ανθρώπους σχεδόν από την αφετηρία τους: από τον Κομφούκιο, την επικούρεια φιλοσοφία ή το carpe diem του Οράτιου (και του Τζον Κίτινγκ αργότερα στον Κύκλο των χαμένων ποιητών) μέχρι τον Ρουσσώ, τον Γκάντι και τους 12 κανόνες για τη ζωή του Τζόρνταν Πέτερσον (από τα μεγάλα σύγχρονα μπεστ σέλερ – στα ελληνικά από τις εκδ. Key Books).

Το πρώτο «επίσημο» βιβλίο αυτοβοήθειας, με τον περιγραφικό τίτλο Self-help, γράφτηκε από τον Σάμουελ Σμάιλς το 1859, σχεδόν συγχρόνως με δύο άλλα πολύ γνωστά συγγράμματα: την Καταγωγή των ειδών του Δαρβίνου και το Περί ελευθερίας του Τζον Στιούαρτ Μιλ.

Το Self-help πούλησε στην εποχή του περισσότερο και από τα δύο. Γιατί; Πιθανόν επειδή είχε αρχίσει να ισχυροποιείται η πεποίθηση ότι οι δυνατότητες του ατόμου είναι απεριόριστες και ότι η ευτυχία του συνδέεται με την εξέλιξή του.

Αργότερα, στα χρόνια που προηγήθηκαν και ακολούθησαν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, εμφανίστηκαν οι διασημότεροι γκουρού αυτής της κουλτούρας (Ναπόλεον Χιλ, Νόρμαν Πίιλ, Ντέιλ Κάρνεγκι κ.ά.), που με το έργο τους σημάδεψαν τη δυτική σκέψη.

Το μονοπάτι για την ευτυχία δεν ήταν ποτέ το ίδιο. Άλλαζε μαζί με την κοινωνία. Κάποτε που ο μεταπολεμικός, για παράδειγμα, άνθρωπος είχε ανάγκη από αυτοπεποίθηση και εξωστρέφεια, αυτοί ήταν τομείς στους οποίους έπρεπε να «βελτιωθεί» για να κάνει τη ζωή του καλύτερη.

Σε εποχές ευημερίας, ο Πάολο Κοέλιο κατέκτησε τον κόσμο προτείνοντας να εμπιστευτούμε το σύμπαν, κάτι που εν μέρει έκανε και η Ρόντα Μπερν στην αρχή του αιώνα μας με το Μυστικό των 20 εκατ. αντιτύπων.

Σήμερα, έπειτα από μια παγκόσμια οικονομική κρίση, στα χρόνια της τεχνολογικής εξάρτησης, της ταχύτητας, του μόνιμου άγχους και της υπερανάλυσης, το μονοπάτι έχει αλλάξει και πάλι. Οι οδηγίες πλέον περιλαμβάνουν καταγραφή δεδομένων, μέτρηση βημάτων τη μέρα και σφυγμών κατά τον ύπνο, καταπολέμηση των αρνητικών σκέψεων και επίτευξη μικρών στόχων – η ευτυχία περνάει μέσα από την επιβίωση, την αντοχή, την οργάνωση.

Η κριτική σε όλα αυτά είναι πολύ εύκολη: αμφιλεγόμενα νοήματα, λανθάνουσα επιστημονικότητα, υποκειμενικότητα, μανιερισμός, αυθαιρεσία.

Πριν καταδικάσουμε τα πάντα, όμως, ας σκεφτούμε ότι εκατομμύρια άνθρωποι ορκίζονται ότι μια τέτοιου είδους καθοδήγηση τους άλλαξε τη ζωή – δεν αποκλείεται. Αφενός επειδή μέσα σε αυτή τη γιγάντια βιομηχανία της ευτυχίας υπάρχουν σοβαροί άνθρωποι και αξιόλογες ιδέες που μπορούν να κινητοποιήσουν ή να εμπνεύσουν.

Άλλες φορές ίσως έχουμε να κάνουμε με την κλασική περίπτωση του placebo. Ή ίσως ισχύει το ότι, και μόνο που κάποιος κινητοποιήθηκε για να βρει την ευτυχία, έκανε ένα βήμα προς αυτήν, ανεξάρτητα από το ποιο ήταν αυτό το βήμα.

ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΔΥΣΤΥΧΙΑ

Ο βασικότερος στόχος μας ήταν πάντα αυτός: να είμαστε ευτυχισμένοι. Αυτό που μοιάζει να έχει αλλάξει είναι ότι σήμερα η ευτυχία μάς έχει γίνει εμμονή.

Ίσως θυμάστε, για παράδειγμα, την «κουβέρτα ευτυχίας» που λάνσαρε η British Airways πριν από κάποια χρόνια: ο επιβάτης φορούσε στο κεφάλι μια διακριτική συσκευή με νευροαισθητήρες που συνδέονταν με την κουβέρτα που ήταν σκεπασμένος και, ανάλογα με το πόσο ευτυχισμένος ένιωθε, η κουβέρτα άλλαζε χρώμα.

Δεν είναι κακό, προφανώς, να αναζητούμε την ευτυχία – αντιθέτως. Ωστόσο υπάρχει μια παγίδα σε αυτό το ατελείωτο κυνήγι (την περιγράφουν στο βιβλίο τους Wellness syndrom οι ερευνητές Καρλ Σέντερστορμ και Αντρέ Σπάισερ, ένα μίνι μανιφέστο κριτικής αυτής της εμμονής): να προσπαθήσουμε τόσο πολύ να μοιάζουμε ευτυχισμένοι, ξεχνώντας τελικά να γίνουμε.

Η εικόνα της ευτυχίας, δηλαδή, να αντικαταστήσει την ίδια την ευτυχία.

Αν το σκεφτείτε, συμβαίνει ήδη – όχι μόνο στα σόσιαλ μίντια, όπου σχεδόν μαζοχιστικά επιδιώκεται. Η καλή εικόνα, το χαμόγελο, η αισιοδοξία είναι προαπαιτούμενα σε έναν κοινωνικό-εργασιακό κύκλο, καθώς έχει ανατείλει μια νέα ηθική που επιβάλλει στο άτομο να δείχνει ικανοποιημένο, συμφιλιωμένο, πρόθυμο.

Στην Αμερική (κυρίως) έχει εμφανιστεί σε μεγάλες εταιρείες η ειδικότητα του Chief Happiness Officer· είναι ο αρμόδιος για την ευτυχία των υπαλλήλων, τους κινητοποιεί, τους ενημερώνει, φροντίζει να διατηρεί το ηθικό τους υψηλό – όπως προκύπτει από έρευνες, ένας χαρούμενος εργαζόμενος είναι 12% πιο παραγωγικός.

Το ισχύον (πολιτικό, οικονομικό, ιδεολογικό) σύστημα επιτρέπει στον καθένα να ελπίσει ότι θα εξελιχθεί σε οτιδήποτε (άρα και στο να είναι ευτυχισμένος) και είναι δική του ευθύνη να τα καταφέρει· το στραβό χαμόγελο ή τα παραπάνω κιλά ή ο χαμηλός μισθός είναι ενδείξεις αποτυχίας ή προβλήματος. Το να είμαστε ευτυχισμένοι ή υγιείς είναι σαν ξαφνικά να μην το οφείλουμε στους εαυτούς μας, αλλά στο περιβάλλον μας.

Κάπως ανήσυχα έχει αρχίσει να συζητιέται ο όρος της «τοξικής θετικότητας» – θυμηθείτε όλες τις φορές που σε μια δυσάρεστη ή αδιέξοδη στιγμή κάποιος σας είπε, καλοπροαίρετα ασφαλώς, να δείτε τα θετικά αυτής της ιστορίας ή σας προέτρεψε να σκεφτείτε ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι και χειρότερα.

Οι φράσεις αυτές έχουν συνήθως και ατυχώς ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός αισθήματος ενοχής ή ηττοπάθειας ή καταπίεσης. Η ευτυχία μοιάζει να εξελίχθηκε από δικαίωμα σε υποχρέωση. Και αυτό δεν μοιάζει καθόλου με τη σωστή κατεύθυνση προς την ευτυχία.

ΤΙ ΑΓΟΡΑΖΕΙΣ ΜΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΧΡΗΜΑΤΑ

«Πώς η βιομηχανία της ευτυχίας κυβερνά τη ζωή μας». Αυτός είναι ο υπότιτλος του βιβλίου Ευτυχιοκρατία (εκδ. Πόλις) του ψυχολόγου Έντγκαρ Καμπάνας και της κοινωνιολόγου Εύα Ιλούζ, οι οποίοι παρατηρούν πόσο η ψυχαναγκαστική αναζήτηση και ποσοτικοποίηση της ευτυχίας έχει διαστρεβλώσει την έννοιά της και πόσο επικίνδυνο είναι να αποδεχτούμε ότι η απόκτησή της είναι μια καθαρά προσωπική υπόθεση, σαν όλοι οι εξωγενείς παράγοντες να είναι αμελητέοι.

Για να επιστρέψουμε στη θετική ψυχολογία, θέτω το εξής ερώτημα στην κ. Καρακασίδου: Πώς μπορούμε να αγνοήσουμε τους εξωγενείς παράγοντες; «Δεν τους αγνοούμε», μου λέει. «Η ευτυχία είναι στο χέρι του καθενός, αλλά πρέπει να έχουμε επίγνωση των συνθηκών που μπορεί να είναι δύσκολες και να καταλάβουμε ότι η ευτυχία μπορεί να έρθει και σε στιγμές απόλυτης δυστυχίας. Να παλέψουμε για να μη χάνουμε τις μικρές στιγμές που μας κάνουν ευτυχισμένους».

Κατά κάποιον τρόπο, δηλαδή, αν κάποιος θεωρεί προϋπόθεση για την ευτυχία του την απόκτηση υλικών αγαθών, τότε η στέρησή τους του στερεί προφανώς και το αίσθημα ικανοποίησης από τη ζωή του. Είναι θέμα ορισμού ή απόφασης, εν μέρει, τι θεωρεί ο καθένας ότι τον κάνει ευτυχισμένο.

Μια έρευνα του Χάρβαρντ που «έτρεχε» για σχεδόν 80 χρόνια έφερε προ τριετίας στην επικαιρότητα αρκετές πολύτιμες ενδείξεις σχετικά με το ποια θεωρούμε τελικά ως τα βασικά συστατικά της ευτυχίας.

«Η δημοφιλέστερη απάντηση ήταν οι σχέσεις», μου λέει η κ. Καρακασίδου. «Οι θετικές σχέσεις που διέπονται από συγκεκριμένες αξίες, όπως ο σεβασμός και η αποδοχή. Άλλες απαντήσεις ήταν η εύρεση του νοήματος της ζωής, η απόλαυση των στιγμών, η ενίσχυση των δυνατών στοιχείων του κάθε χαρακτήρα».

Άλλες έρευνες, πάντως, δείχνουν ότι, για παράδειγμα, παρά τη λαϊκή ρήση, τα χρήματα τελικά φέρνουν την ευτυχία. Ή έστω αποτελούν βασική προϋπόθεση για την εξασφάλισή της ή ακόμα και ότι η απουσία τους συνδέεται άμεσα με τη δυστυχία, κάτι που είναι μάλλον λογικό.

Στην αρχή του τρέχοντος έτους, ο Μάθιου Κίλινγκσγουορθ του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια, αντλώντας στοιχεία από μια εφαρμογή που δημιούργησε (Track Your Happiness), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αίσθηση ικανοποίησης από τη ζωή αυξάνεται παράλληλα με το εισόδημα.

Λίγους μήνες νωρίτερα, η γνωστή ψυχολόγος και συγγραφέας Τζιν Τουένγκι δημοσίευσε μαζί με τη συνάδερφό της Μπελ Κούπερ μια έρευνα που κατ’ αρχάς επιβεβαίωνε τη σχέση χρημάτων και ευτυχίας, ωστόσο από τη μελέτη προέκυψε κάτι ακόμα, εξαιρετικά ενδιαφέρον: συγκρίνοντας στοιχεία από τη δεκαετία του ’70 με αντίστοιχα σημερινά, φαίνεται ότι αυτή η σχέση έγινε πολύ πιο στενή προϊόντος του χρόνου. Το κοινωνικό και οικονομικό στάτους αποτελεί πλέον αισθητά σημαντικότερο παράγοντα σε σχέση με το παρελθόν. Σαν η ευτυχία να αποκτά σταδιακά μια ταξική διάσταση.

Μήπως δηλαδή η ιδέα ότι όλοι οι άνθρωποι μπορούν να είναι ευτυχισμένοι είναι περισσότερο μια οργουελικής ειρωνείας διαπίστωση: όλοι οι άνθρωποι μπορούν να είναι ευτυχισμένοι, αλλά κάποιοι μπορούν περισσότερο από τους άλλους; Μπορούμε να το αλλάξουμε αυτό;

Να ιεραρχήσουμε από την αρχή τις προτεραιότητές μας; Να βρούμε την ευτυχία στις μικρές χαρές, στις ουσιαστικές σχέσεις ή έστω μέσα στο κεφάλι μας; Είναι σίγουρα πιο εύκολο από το να αλλάξει ο τρόπος που λειτουργεί ο κόσμος μας. Αλλά αυτό από μόνο του δεν είναι (ηθικά, έστω) ένας παράγοντας που σαμποτάρει την ευτυχία;

Η ΜΗΧΑΝΗ ΤΩΝ ΕΜΠΕΙΡΙΩΝ

Το 1974, ο Αμερικανός φιλόσοφος Ρόμπερτ Νόζικ διατύπωσε έναν προβληματισμό με τη μορφή ενός θεωρητικού πειράματος. Έστω ότι υπάρχει μια «μηχανή εμπειριών» στην οποία ο καθένας θα μπορούσε να συνδεθεί και να βιώνει χάρη σ’ αυτήν μόνο ό,τι θα τον έκανε να νιώθει ευτυχισμένος, χωρίς να συνειδητοποιεί ότι αυτό που συμβαίνει δεν είναι η πραγματικότητα.

Το ερώτημα που μας κάνει ο Νόζικ είναι απλό: Θα συνδεόσασταν; Η απάντηση φαίνεται ότι είναι αρνητική. Παράδοξο; Όχι. Κανείς δεν θέλει μια «σκέτη» ευτυχία, μια εύκολη ικανοποίηση, ούτε τελικά μια μόνιμη κατάσταση ευδαιμονίας, αφού αυτό, έτσι κι αλλιώς, είναι αδύνατον να αποσυνδεθεί στο μυαλό μας από τη λογική της ουτοπίας.

Η ζωή μας αποκτά αξία μέσα από τις αντιθέσεις της και την ευτυχία τη συναντάμε μέσα από τη διαδικασία της ύπαρξης, ο καθένας με τον τρόπο του. Κάποιος τη βρίσκει μέσα του, βελτιώνοντας τον εαυτό του και καλλιεργώντας τα θετικά του συναισθήματα.

Άλλος τη βρίσκει στο πορτοφόλι του. Άλλος στον έρωτα, άλλος στα χόμπι του ή στην τέχνη, άλλος στο βραδινό ποτό, άλλος ταξιδεύοντας, άλλος στις αναμνήσεις ή στα όνειρα, στον Θεό, στη γιόγκα, στο ποδόσφαιρο, στις ψευδαισθήσεις.

Ίσως όλη αυτή η μανία των τελευταίων ετών και η απαίτηση για περισσότερη ευτυχία να αποτελεί τελικά μια τέτοια διαδικασία, το καβαφικό ταξίδι, έναν τρόπο να προχωράμε, μια μέθοδο του καιρού μας.

Ή ίσως, όπως λέει ο Σκωτσέζος μουσικός και καλλιτέχνης Μπιλ Ντράμοντ, «η ζωή είναι πολύ σύντομη για να την ξοδέψουμε αναζητώντας την ευτυχία». Όπως νομίζει ο καθένας.

Αυτοσαμποτάζ: μορφές περιορισμένης στάσης

Η ζωή είναι εγγενώς χαοτική και απρόβλεπτη. Το ανθρώπινο ζώο ωστόσο δεν αντιδρά καλά στην αβεβαιότητα. Τα άτομα που αισθάνονται ιδιαίτερα αδύναμα και ευάλωτα τείνουν να υιοθετούν μια στάση απέναντι στη ζωή που περιορίζει αυτό που βιώνουν, ώστε να μειώσουν την πιθανότητα απροσδόκητων συμβάντων. Αυτή η αρνητική, περιοριστική στάση έχει συχνά τις ρίζες της στην παιδική ηλικία.

Κάποια παιδιά βρίσκουν ελάχιστη παρηγοριά ή υποστήριξη απέναντι σε έναν τρομακτικό κόσμο. Αναπτύσσουν διάφορες ψυχολογικές στρατηγικές για να περιορίζουν αυτά που πρέπει να βλέπουν και να βιώνουν. Δημιουργούν περίτεχνες άμυνες για να αποκλείουν άλλες απόψεις. Γίνονται ολοένα και πιο εγωκεντρικά. Στις περισσότερες περιπτώσεις, αναμένουν να συμβούν κακά πράγματα και οι στόχοι τους στη ζωή περιστρέφονται γύρω από την πρόβλεψη και την εξουδετέρωση των δυσάρεστων εμπειριών με σκοπό τον καλύτερο έλεγχό τους. Καθώς μεγαλώνουν, αυτή η στάση εδραιώνεται και οι ορίζοντές τους στενεύουν, πράγμα που καθιστά σχεδόν αδύνατη κάθε ψυχολογική ανάπτυξη.

Αυτές οι στάσεις έχουν δυναμική αυτοσαμποτάζ. Τέτοιοι άνθρωποι κάνουν τους άλλους να αισθάνονται το ίδιο αρνητικό συναίσθημα που κυριαρ­χεί στη στάση τους, πράγμα το οποίο συμβάλλει στην επιβεβαίωση των πεποιθήσεών τους για τους ανθρώπους. Δεν βλέπουν τον ρόλο που παίζουν οι δικές τους ενέργειες, το πόσο συχνά είναι οι υποκινητές της αρνητικής απόκρισης. Βλέπουν μόνο ανθρώπους να τους καταδιώκουν ή την κακοτυχία να τους κατακλύζει. Σπρώχνοντας τους άλλους μακριά τους, κάνουν ακόμα πιο δύσκολη την επιτυχία τους στη ζωή και, καθώς απομονώνονται, η στάση τους χειροτερεύει. Παγιδεύονται σε έναν φαύλο κύκλο.

Ακολουθούν οι πέντε πιο κοινές μορφές περιορισμένης στάσης

Τα αρνητικά συναισθήματα έχουν μια δεσμευτική δύναμη – ένα άτομο που είναι θυμωμένο είναι πιο επιρρεπές στο να αισθάνεται επίσης καχυποψία, βαθιές ανασφάλειες, δυσαρέσκεια κ.λπ. Κι έτσι, συχνά βρίσκουμε συνδυασμούς αυτών των διαφόρων αρνητικών στάσεων, που η καθεμία τροφοδοτεί και τονίζει την άλλη. Ο στόχος σας είναι να αναγνωρίσετε τα διάφορα σημάδια τέτοιων συμπεριφορών που υπάρχουν μέσα σας σε λανθάνουσες και εξασθενημένες μορφές και να τα ξεριζώσετε. Επίσης, να δείτε πώς λειτουργούν σε μια πιο ισχυρή εκδοχή τους σε άλλους ανθρώπους, πράγμα που θα σας βοηθήσει να κατανοήσετε την οπτική τους για τη ζωή. Και να μάθετε πώς να αντιμετωπίζετε άτομα με τέτοιες στάσεις.

Η εχθρική στάση

Μερικά παιδιά επιδεικνύουν εχθρική στάση σε πολύ μικρή ηλικία. Ερμηνεύουν τον απογαλακτισμό και τον φυσικό χωρισμό από τους γονείς ως εχθρικές πράξεις. Άλλα παιδιά έχουν να αντιμετωπίσουν έναν γονιό που του αρέσει να τιμωρεί και να πληγώνει. Και στις δύο περιπτώσεις, το παιδί βλέπει έναν κόσμο που του φαίνεται γεμάτος εχθρότητα και η αντίδρασή του είναι να επιδιώξει να τον ελέγξει με το να γίνει το ίδιο πηγή εχθρότητας. Τουλάχιστον τότε δεν είναι πλέον τόσο αναίτια και ξαφνική. Καθώς μεγαλώνουν, αποκτούν την ικανότητα να διεγείρουν τον θυμό και την απογοήτευση σε άλλους, πράγμα που δικαιώνει την αρχική τους στάση – «Βλέπεις; Οι άλλοι είναι εναντίον μου, με απεχθάνονται, και μάλιστα χωρίς εμφανή λόγο».

Σε μια σχέση, ένας σύζυγος με εχθρική στάση θα κατηγορήσει τη γυναίκα του ότι δεν τον αγαπά πραγματικά. Αν εκείνη διαμαρτυρηθεί και γίνει αμυντική, θα το εκλάβει ως απόδειξη ότι προσπαθεί να του κρύψει την αλήθεια. Αν εκείνη σωπάσει από φόβο, θα το εκλάβει ως απόδειξη ότι είχε δίκιο. Μέσα στο μπέρδεμά της, η σύζυγος δεν αποκλείεται να αρχίσει να αισθάνεται κάποια εχθρότητα από την πλευρά της, επιβεβαιώνοντας τη γνώμη του. Οι άνθρωποι με αυτή τη στάση έχουν πολλά άλλα έξυπνα τεχνάσματα για να προκαλέσουν την εχθρότητα που κατά βάθος θέλουν να αισθάνονται οι άλλοι γι’ αυτούς – ακυρώνοντας τη συνεργασία τους σε ένα έργο τη χειρότερη στιγμή, καθυστερώντας συνεχώς, κάνοντας κακή δουλειά, κάνοντας σκόπιμα κακή πρώτη εντύπωση. Αλλά δεν βλέπουν ποτέ τον ρόλο που διαδραματίζουν οι ίδιοι στην πρόκληση της αντίδρασης.

Η εχθρότητά τους διαποτίζει ό,τι κάνουν – τον τρόπο που διαφωνούν και προκαλούν (έχουν πάντα δίκιο), την κακεντρέχεια που υποβόσκει στα αστεία τους, το πόσο αχόρταγα απαιτούν προσοχή, τη χαρά που αντλούν από την κριτική σε βάρος άλλων και από την αποτυχία τους. Μπορείτε να τους αναγνωρίσετε από το πόσο εύκολα φουντώνει ο θυμός τους σε αυτές τις καταστάσεις. Η ζωή τους, όπως την περιγράφουν, είναι γεμάτη μάχες, προδοσίες, διώξεις, αλλά χωρίς να τις έχουν προκαλέσει αυτοί. Στην ουσία, προβάλλουν τα δικά τους εχθρικά συναισθήματα στους άλλους και είναι πάντα έτοιμοι να τα δουν ακόμα και στην πιο αθώα πράξη.

Ο στόχος τους στη ζωή είναι να αισθάνονται κατατρεγμένοι και να επιθυμούν εκδίκηση. Τέτοιοι τύποι έχουν γενικά προβλήματα σταδιοδρομίας, καθώς ο θυμός και η εχθρότητά τους ξεσπούν συχνά με την παραμικρή αφορμή. Αυτό τους δίνει άλλον έναν λόγο να διαμαρτύρονται και να κατηγορούν τον κόσμο ότι είναι εναντίον τους.

Εάν παρατηρήσετε σημάδια αυτής της στάσης στον εαυτό σας, η αυτογνωσία είναι ένα σημαντικό βήμα για να μπορέσετε να απαλλαγείτε. Μπορείτε επίσης να δοκιμάσετε ένα απλό πείραμα: Προσεγγίστε άτομα που συναντάτε για πρώτη φορά ή γνωρίζετε ελάχιστα, κάνοντας διάφορες θετικές σκέψεις – «Μου αρέσει», «Φαίνεται έξυπνος» κ.λπ. Δεν εκφράζετε με λεκτικό τρόπο αυτές τις σκέψεις, αλλά καταβάλλετε κάθε δυνατή προσπάθεια για να νιώσετε τέτοιου είδους συναισθήματα. Αν αντιδράσουν εχθρικά ή αμυντικά, τότε ίσως ο κόσμος είναι πραγματικά εναντίον σας. Πιθανότατα δεν θα δείτε τίποτα που θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως αρνητικό. Για την ακρίβεια, θα δείτε το αντίθετο. Σαφώς, λοιπόν, η πηγή κάθε εχθρικής αντίδρασης είστε εσείς.

Όταν αντιμετωπίζετε ακραία παραδείγματα αυτού του τύπου, κάντε ό,τι μπορείτε για να μην αντιδράσετε με την ανταγωνιστικότητα που περιμένουν. Διατηρήστε την ουδετερότητά σας. Αυτό θα τους μπερδέψει και θα σταματήσει προσωρινά το παιχνίδι που παίζουν. Τρέφονται από την εχθρότητά σας, οπότε μην τους δώσετε καύσιμο.

Η αγχώδης στάση

Αυτοί οι τύποι περιμένουν πάντα κάθε λογής εμπόδια και δυσκολίες σε κάθε κατάσταση που αντιμετωπίζουν. Από τους άλλους συχνά περιμένουν κριτική ή ακόμα και προδοσία. Όλα αυτά δημιουργούν υπέρμετρο άγχος πριν καν συμβεί το γεγονός. Αυτό που φοβούνται πραγματικά είναι να χάσουν τον έλεγχο της κατάστασης. Η λύση τους είναι να περιορίζουν το τι μπορεί να συμβεί, να στενεύουν τον κόσμο που τους περιβάλλει.

Αυτό σημαίνει ότι περιορίζουν το πού θα πάνε και τι θα προσπαθήσουν να κάνουν. Σε μια σχέση, θα κυριαρχήσουν επιδέξια στο τελετουργικό και στις συνήθειες του σπιτιού. Θα φαίνονται εύθραυστοι και θα απαιτούν διαρκή προσοχή. Αυτό θα αποτρέψει τους ανθρώπους από το να τους επικρίνουν. Όλα θα πρέπει να γίνονται σύμφωνα με τους όρους τους. Στη δουλειά θα είναι τελειομανείς και σχολαστικοί και τελικά θα σαμποτάρουν τον εαυτό τους προσπαθώντας να κάνουν πολλά πράγματα ταυτόχρονα. Όποτε βγαίνουν έξω από τη ζώνη άνεσής τους –το σπίτι ή τη σχέση όπου κυριαρχούν–, τους πιάνει ασυνήθιστο άγχος.

Μερικές φορές μπορεί να συγκαλύψουν την ανάγκη τους για έλεγχο ως αγάπη και ενδιαφέρον. Όταν ο Φράνκλιν Ρούσβελτ προσβλήθηκε από πολιομυελίτιδα το 1921, σε ηλικία τριάντα εννέα ετών, η μητέρα του, Σάρα, έκανε ό,τι μπορούσε για να περιορίσει τη ζωή του και να τον κρατήσει σε ένα δωμάτιο μέσα στο σπίτι. Θα έπρεπε να εγκαταλείψει την πολιτική του καριέρα και να παραδοθεί στη φροντίδα της. Η σύζυγος του Φράνκλιν, η Έλινορ, τον γνώριζε καλύτερα. Αυτό που ήθελε και χρειαζόταν ο Φράνκλιν ήταν να επιστρέψει σταδιακά και στον βαθμό του εφικτού στην παλιά του ζωή. Μεταξύ μητέρας και συζύγου δόθηκε μια μάχη που τελικά κέρδισε η Έλινορ. Η μητέρα κατάφερε να συγκαλύψει την αγχώδη στάση της και την ανάγκη να κυριαρχεί στον γιο της με την επίφαση της αγάπης της, μετατρέποντάς τον σε ανίσχυρο ανάπηρο.

Μια άλλη μεταμφίεση, παρόμοια με αυτού του είδους την αγάπη, είναι η επιδίωξη κάποιου να ευχαριστεί και να καλοπιάνει τους άλλους προκειμένου να τους αφοπλίσει και να εξουδετερώσει κάθε πιθανή απρόβλεπτη και εχθρική δράση.

Εάν παρατηρήσετε τέτοιες τάσεις στον εαυτό σας, το καλύτερο αντίδοτο είναι να ριχτείτε με όλη σας την ενέργεια στη δουλειά. Η εστίαση της προσοχής σας προς τα έξω και η αφοσίωση σε κάποιο έργο θα έχει ηρεμιστικό αποτέλεσμα. Από τη στιγμή που θα ελέγξετε την τελειομανία σας, θα μπορείτε να διοχετεύσετε την ανάγκη σας για έλεγχο σε κάτι παραγωγικό. Με τους ανθρώπους, προσπαθήστε να ανοιχτείτε σταδιακά στις συνήθειες και στους ρυθμούς τους, αντί για το αντίθετο. Αυτό μπορεί να σας δείξει ότι δεν έχετε να φοβηθείτε τίποτε αν χαλαρώσετε τον έλεγχο. Επιδοθείτε εσκεμμένα σε εκείνες τις δραστηριότητες που σας φοβίζουν περισσότερο και θα ανακαλύψετε ότι οι φόβοι σας είναι υπερβολικοί. Βάλτε λίγο χάος στην υπερβολικά τακτοποιημένη ζωή σας.

Στις δοσοληψίες σας με ανθρώπους που έχουν τέτοια στάση, προσπαθήστε να μη σας μεταδώσουν το άγχος τους, αλλά να τους μεταδώσετε εσείς την καταπραϋντική επιρροή που τόσο στερήθηκαν στα πρώτα χρόνια της ζωής τους. Εάν εκπέμπετε ηρεμία, η συμπεριφορά σας θα έχει καλύτερο αποτέλεσμα από τα λόγια σας.

Η αποφευκτική στάση

Οι άνθρωποι με αυτή τη στάση βλέπουν τον κόσμο μέσα από τον φακό της ανασφάλειάς τους, που γενικά έχει να κάνει με αμφιβολίες σχετικά με την ικανότητα και τη νοημοσύνη τους. Ίσως, ως παιδιά, τους έκαναν να αισθάνονται ενοχή και αμηχανία σε κάθε τους προσπάθεια να διακριθούν και να ξεχωρίσουν από τα αδέλφια τους. Ή τους έκαναν να αισθάνονται άσχημα για κάθε τους λάθος ή αταξία. Αυτό που φοβούνταν περισσότερο ήταν η κρίση των γονιών τους. Καθώς αυτά τα άτομα μεγαλώνουν, ο κύριος στόχος τους στη ζωή είναι να αποφύγουν κάθε είδους ευθύνη ή πρόκληση στην οποία μπορεί να διακυβευτεί η αυτοεκτίμησή τους και για την οποία μπορεί να κριθούν. Αν δεν καταβάλλουν ιδιαίτερες προσπάθειες για κάτι, δεν υπάρχει κίνδυνος να αποτύχουν ή να κριθούν.

Για να εφαρμόσουν αυτή τη στρατηγική, θα αναζητούν συνεχώς οδούς διαφυγής, συνειδητά ή ασυνείδητα. Θα βρίσκουν πάντα μια καλή δικαιολογία για να εγκαταλείψουν μια δουλειά νωρίς και να αλλάξουν καριέρα ή να διακόψουν μια σχέση. Στη μέση κάποιου σοβαρού έργου θα αρρωστήσουν ξαφνικά και θα φύγουν. Είναι επιρρεπείς σε κάθε είδους ψυχοσωματικές ασθένειες. Ή γίνονται αλκοολικοί ή εθίζονται σε ουσίες και πάντα υποτροπιάζουν, αλλά κατηγορούν την «ασθένεια» που έχουν και την προβληματική τους ανατροφή που τους οδήγησε στον εθισμό. Αν δεν ήταν το αλκοόλ, λένε, θα μπορούσαν να γίνουν σπουδαίοι συγγραφείς ή επιχειρηματίες. Άλλη στρατηγική είναι να χάνουν χρόνο και να αρχίζουν καθυστερημένα κάτι, βρίσκοντας πάντα μια δικαιολογία για το γιατί συνέβη αυτό. Με αυτόν τον τρόπο δεν μπορεί κανείς να τους κατηγορήσει για τα μέτρια αποτελέσματα.

Αυτοί οι τύποι δυσκολεύονται να αναλάβουν οποιαδήποτε δέσμευση και υπάρχει σοβαρός λόγος γι’ αυτό. Αν παρέμεναν σε μια δουλειά ή σε μια σχέση, τα ελαττώματά τους μπορεί να γίνονταν εμφανή στους άλλους.

Γι’ αυτό το καλύτερο είναι να αποχωρούν διακριτικά την κατάλληλη στιγμή και να διατηρούν την ψευδαίσθηση –δική τους και των άλλων– ότι όλα θα ήταν υπέροχα αν… Παρόλο που σε γενικές γραμμές το κίνητρό τους είναι ο φόβος της αποτυχίας και η επακόλουθη επίκριση, κατά βάθος φοβούνται και την επιτυχία – γιατί με την επιτυχία έρχονται οι ευθύνες και η ανάγκη να ανταποκριθούν σε αυτές. Η επιτυχία μπορεί επίσης να πυροδοτήσει ξανά τους πρώτους φόβους που ένιωθαν όποτε προσπαθούσαν να ξεχωρίσουν και να διακριθούν.

Μπορείτε εύκολα να αναγνωρίσετε αυτούς τους ανθρώπους από την πολυτάραχη επαγγελματική διαδρομή τους και τις βραχυπρόθεσμες προσωπικές τους σχέσεις. Ίσως επιχειρούν να συγκαλύψουν την πηγή των προβλημάτων τους παριστάνοντας τους υπεράνω: περιφρονούν την επιτυχία και τους ανθρώπους που προσπαθούν να αποδείξουν την αξία τους. Συχνά παρουσιάζονται ως ευγενείς ιδεαλιστές, διαδίδοντας ιδέες που δεν πρόκειται να πραγματοποιηθούν ποτέ, αλλά ενισχύουν την εικόνα του ανιδιοτελούς που επιθυμούν να προβάλλουν.

Το να προσπαθήσουν να κάνουν πράξη τα ιδανικά τους μπορεί να τους εκθέσει σε κριτική ή στην αποτυχία, οπότε επιλέγουν αυτά που είναι πολύ υψηλά και μη ρεαλιστικά για τις εποχές που ζουν. Μην ξεγελιέστε από την υποκριτικά ευγενή εικόνα που προβάλλουν. Κοιτάξτε τις πράξεις τους, την έλλειψη επιτευγμάτων, τα μεγάλα σχέδια που δεν γίνονται ποτέ έργα, πάντα με μια καλή δικαιολογία.

Αν παρατηρήσετε ίχνη αυτής της στάσης στον εαυτό σας, μια καλή στρατηγική είναι να αναλάβετε ένα έργο ακόμα και μικρής κλίμακας, να το φέρετε σε πέρας και να αποδεχτείτε την πιθανότητα αποτυχίας. Εάν αποτύχετε, θα έχετε ήδη μετριάσει το πλήγμα επειδή το περιμένατε και αναπόφευκτα δεν θα σας πονέσει όσο φανταζόσασταν. Η αυτοεκτίμησή σας θα αυξηθεί επειδή τελικά προσπαθήσατε κάτι και το ολοκληρώσετε. Μόλις μειώσετε αυτόν τον φόβο, η πρόοδος θα είναι εύκολη. Θα θελήσετε να δοκιμάσετε ξανά. Και αν πετύχετε, τόσο το καλύτερο. Σε κάθε περίπτωση, κερδίζετε.

Όταν γνωρίζετε άλλους με αυτή τη στάση, προσέξτε να μη συνεργαστείτε μαζί τους. Είναι άσοι στο να ξεγλιστρούν τη χειρότερη στιγμή, να σας φορτώνουν όλη τη δουλειά και την ευθύνη τυχόν αποτυχίας. Αποφύγετε πάση θυσία τον πειρασμό να τους βοηθήσετε ή να τους σώσετε από την αρνητικότητά τους. Είναι πολύ καλοί στο παιχνίδι αποφυγής.

Η καταθλιπτική στάση

Ως παιδιά, αυτοί οι τύποι δεν βίωσαν αγάπη και σεβασμό από τους γονείς τους. Για τα παιδιά που εξαρτώνται πάντα από τους ενήλικες, η σκέψη ότι οι γονείς τους μπορεί να κάνουν λάθος ή να μην τα ανατρέφουν σωστά είναι οδυνηρή. Ακόμα κι αν οι γονείς τους δεν τα αγαπούν, εκείνα εξακολουθούν να εξαρτώνται από αυτούς. Κι έτσι, η άμυνά τους είναι συχνά να εσωτερικεύουν την αρνητική κρίση και να φαντάζονται ότι όντως δεν τους αξίζει να τα αγαπούν, ότι κάτι πηγαίνει πολύ στραβά μαζί τους. Με αυτόν τον τρόπο μπορούν να διατηρήσουν την ψευδαίσθηση ότι οι γονείς τους είναι δυνατοί και ικανοί. Όλα αυτά συμβαίνουν εντελώς ασυνείδητα, αλλά το αίσθημα ότι είναι ανάξιοι θα στοιχειώνει αυτούς τους ανθρώπους σε όλη τους τη ζωή. Βαθιά μέσα τους θα νιώθουν ντροπή γι’ αυτό που είναι και δεν θα ξέρουν πραγματικά γιατί αισθάνονται έτσι.

Ως ενήλικες, θα θεωρούν δεδομένο ότι θα βιώνουν εγκατάλειψη, απώλεια και θλίψη και θα βλέπουν σημάδια εν δυνάμει καταθλιπτικών καταστάσεων στον κόσμο γύρω τους. Άθελά τους προσελκύονται από τη ζοφερή και δυσάρεστη πλευρά της ζωής. Επειδή με αυτόν τον τρόπο δημιουργούν οι ίδιοι εν μέρει την κατάθλιψη που αισθάνονται, νιώθουν ότι την έχουν τουλάχιστον υπό τον έλεγχό τους. Αντλούν παρηγοριά από τη σκέψη ότι ο κόσμος είναι ένα μουντό και θλιβερό μέρος. Μια στρατηγική που θα χρησιμοποιούν σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους είναι να αποσύρονται προσωρινά από τη ζωή και τους ανθρώπους. Αυτό θα τροφοδοτεί την κατάθλιψή τους και ταυτόχρονα θα τους δίνει τη δυνατότητα να τη διαχειρίζονται σε κάποιο βαθμό, σε αντίθεση με τις τραυματικές εμπειρίες που τους επιβάλλονται.

Ένα εξαιρετικό παράδειγμα αυτού του τύπου ήταν ο ταλαντούχος Γερμανός συνθέτης και μαέστρος Χανς φον Μπίλοφ (1830-1894). Το 1855 ο φον Μπίλοφ γνώρισε και ερωτεύτηκε την Κόζιμα Λιστ (1837-1930), τη χαρισματική κόρη του συνθέτη Φραντς Λιστ. Η Κόζιμα γοητεύτηκε από την αύρα της θλίψης που περιέβαλλε τον φον Μπίλοφ. Ο Μπίλοφ ζούσε με τη δεσποτική και εχθρική μητέρα του και η Κόζιμα τον συμπονούσε. Ήθελε να τον σώσει και να τον μετατρέψει σε σπουδαίο συνθέτη. Δεν άργησαν να παντρευτούν. Με την πάροδο του χρόνου, η Κόζιμα κατάλαβε ότι ο σύζυγός της ένιωθε κατώτερος σε σχέση με την ευφυΐα και την ισχυρή βούλησή της. Σύντομα άρχισε να αμφισβητεί την αγάπη της γι’ αυτόν. Στη διάρκεια των καταθλιπτικών του κρίσεων απομακρυνόταν εντελώς από εκείνη. Όταν η Κόζιμα έμεινε έγκυος, ξαφνικά εκδήλωσε κάποια μυστηριώδη ασθένεια που τον εμπόδιζε να είναι μαζί της. Χωρίς καμία αφορμή, γινόταν ψυχρός απέναντί της.

Νιώθοντας ότι ο σύζυγός της δεν την αγαπούσε και την παραμελούσε, η Κόζιμα έκανε σχέση με τον διάσημο μουσουργό Ρίχαρντ Βάγκνερ, ο οποίος ήταν φίλος και συνάδελφος του φον Μπίλοφ. Είχε την αίσθηση ότι ο σύζυγός της ενθάρρυνε ασυνείδητα τη σχέση τους. Όταν τελικά τον εγκατέλειψε για να ζήσει με τον Βάγκνερ, ο φον Μπίλοφ τη βομβάρδιζε με γράμματα, κατηγορώντας τον εαυτό του γι’ αυτό που είχε συμβεί. Ήταν ανάξιος της αγάπης της.

Έπειτα παραπονιόταν για την κακή τροπή που είχε πάρει η καριέρα του, για τις διάφορες ασθένειές του, τις αυτοκτονικές τάσεις του. Αν και επέκρινε τον εαυτό του, η Κόζιμα δεν μπορούσε παρά να αισθάνεται τύψεις και να στενοχωριέται επειδή κατά κάποιον τρόπο ήταν υπεύθυνη. Η αφήγηση όλων των δεινών του ήταν ένας έντεχνος τρόπος να την πληγώνει. Η Κόζιμα έλεγε πως κάθε του γράμμα ήταν σαν «ένα σπαθί στην καρδιά μου». Και τα γράμματα συνέχιζαν να έρχονται επί χρόνια, ώσπου ξαναπαντρεύτηκε και επανέλαβε το ίδιο μοτίβο με τη νέα του γυναίκα.

Αυτοί οι τύποι έχουν συχνά μια βαθιά ανάγκη να πληγώνουν τους άλλους, ενθαρρύνοντας πράξεις προδοσίας ή κριτικής που θα τροφοδοτήσουν την κατάθλιψή τους. Επίσης, σαμποτάρουν τον εαυτό τους αν βιώσουν οποιαδήποτε επιτυχία, επειδή αισθάνονται ότι κατά βάθος δεν την αξίζουν. Χάνουν την έμπνευσή τους ή εκλαμβάνουν την κριτική ως ένδειξη ότι δεν πρέπει να συνεχίσουν την καριέρα τους.

Οι καταθλιπτικοί τύποι συχνά προσελκύουν τους άλλους λόγω της ευαίσθητης φύσης τους. Διεγείρουν την επιθυμία να τους βοηθήσουν. Αλλά όπως ο φον Μπίλοφ, αρχίζουν να ασκούν κριτική και να πληγώνουν αυτούς που θέλουν να τους βοηθήσουν και στη συνέχεια αποτραβιούνται ξανά. Αυτή η έλξη και η απώθηση προκαλούν σύγχυση, αλλά από τη στιγμή που θα πέσει κανείς στα δίχτυα της γοητείας τους είναι δύσκολο να αποδεσμευτεί από αυτούς χωρίς να αισθανθεί τύψεις. Έχουν το ταλέντο να προκαλούν στους άλλους κατάθλιψη με την παρουσία τους. Αυτό τους τροφοδοτεί.

Οι περισσότεροι από εμάς έχουμε καταθλιπτικές τάσεις και στιγμές. Ο καλύτερος τρόπος να το χειριστούμε είναι να έχουμε επίγνωση της αναγκαιό­τητάς τους – είναι ο τρόπος του σώματος και του νου μας να μας αναγκάσει να επιβραδύνουμε, να μειώσουμε την ενέργειά μας και να αποσυρθούμε. Οι καταθλιπτικοί κύκλοι μπορούν να εξυπηρετήσουν θετικούς σκοπούς. Η λύση είναι να συνειδητοποιήσουμε τη χρησιμότητα και την προσωρινότητά τους.

Η κατάθλιψη που αισθάνεστε σήμερα δεν θα υπάρχει σε μια εβδομάδα και μπορείτε να την ξεπεράσετε. Αν είναι δυνατόν, βρείτε τρόπους για να αυξήσετε το ενεργειακό σας επίπεδο, πράγμα που θα σας βοηθήσει να αλλάξετε διάθεση. Ο καλύτερος τρόπος για να αντιμετωπίσετε την υποτροπιάζουσα κατάθλιψη είναι να διοχετεύσετε την ενεργητικότητά σας στη δουλειά, ειδικά στις τέχνες. Έχετε συνηθίσει να αποσύρεστε και να είστε μόνοι. Αξιο­ποιήστε αυτόν τον χρόνο για να αντλήσετε από το ασυνείδητό σας. Εξωτερικεύστε την ιδιαίτερη ευαισθησία σας και τα σκοτεινά σας συναισθήματα στο ίδιο το έργο.

Ποτέ μην προσπαθείτε να ανεβάσετε τους καταθλιπτικούς ανθρώπους κάνοντάς τους κήρυγμα για το πόσο υπέροχη είναι η ζωή. Αντί γι’ αυτό, είναι καλύτερο να ακολουθήσετε τη ζοφερή άποψή τους για τον κόσμο, ενώ τους παρασύρετε διακριτικά σε θετικές εμπειρίες που μπορούν να βελτιώσουν τη διάθεση και να αυξήσουν την ενέργειά τους χωρίς καμία άμεση προτροπή.

Η μνησίκακη στάση

Ως παιδιά, αυτοί οι τύποι δεν ένιωσαν ποτέ ότι είχαν αρκετή γονική αγάπη και στοργή – πάντα λαχταρούσαν περισσότερη προσοχή. Έχουν αυτή την αίσθηση δυσαρέσκειας και απογοήτευσης σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Δεν παίρνουν ποτέ την αναγνώριση που τους αξίζει. Είναι άσοι στο να ερευνούν το πρόσωπο των άλλων για ενδείξεις ασέβειας ή περιφρόνησης. Βλέπουν τα πάντα σε σχέση με τον εαυτό τους. Αν κάποιος έχει περισσότερα από αυτούς, είναι σημάδι αδικίας, προσωπική προσβολή. Όταν αισθάνονται αυτή την έλλειψη σεβασμού και αναγνώρισης, δεν εκδηλώνουν θυμό. Γενικά είναι προσεκτικοί και θέλουν να ελέγχουν τα συναισθήματά τους.

Ο πόνος επωάζεται μέσα τους, η αίσθηση της αδικίας αυξάνεται όσο το σκέφτονται. Δεν ξεχνούν εύκολα. Κάποια στιγμή θα πάρουν την εκδίκησή τους με κάποια πανούργα πράξη σαμποτάζ ή παθητικής επιθετικότητας.

Επειδή νιώθουν ένα συνεχές αίσθημα αδικίας, τείνουν να το προβάλλουν στον κόσμο, βλέποντας παντού δυνάστες. Με αυτόν τον τρόπο συχνά γίνονται αρχηγοί εκείνων που αισθάνονται δυσαρεστημένοι και καταπιεσμένοι. Εάν αυτοί οι τύποι αποκτήσουν δύναμη, μπορούν να γίνουν κακοί και εκδικητικοί και να ξεσπάσουν τη δυσαρέσκειά τους σε ανυποψίαστα θύματα. Σε γενικές γραμμές, φέρονται με αλαζονεία. Είναι πάνω από τους άλλους, ακόμα και αν κανείς δεν το αναγνωρίζει. Κρατούν το κεφάλι τους ψηλά και έχουν συχνά ένα αμυδρό χαμόγελο ή μια έκφραση περιφρόνησης.

Καθώς γερνούν, είναι όλο και πιο επιρρεπείς σε αψιμαχίες για ασήμαντες αφορμές, επειδή δεν μπορούν πλέον να συγκρατήσουν τη δυσαρέσκεια που έχει συσσωρευτεί μέσα τους με το πέρασμα του χρόνου. Η πικρόχολη στάση τους σπρώχνει τους περισσότερους ανθρώπους μακριά τους, κι έτσι συχνά καταλήγουν να συναναστρέφονται μόνο ομοίους τους, που τους ενώνει η κοινή τους στάση.

Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Τιβέριος (42 π.Χ.-37 μ.Χ.) είναι ίσως το πιο κλασικό παράδειγμα αυτού του τύπου. Ως παιδί, ο δάσκαλός του παρατήρησε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. «Είναι ένα δοχείο πλασμένο με αίμα και χολή», έγραψε κάποτε ο δάσκαλος σε έναν φίλο. Ο συγγραφέας Σουητώνιος, ο οποίος γνώριζε τον Τιβέριο, τον περιέγραψε ως εξής: «Στεκόταν ευθυτενής με το κεφάλι του περήφανα σηκωμένο… Ήταν σχεδόν πάντα σιωπηλός και μόνο αραιά και πού έλεγε καμιά λέξη… Και ακόμα και τότε με μεγάλη απροθυμία, κάνοντας ταυτόχρονα μια περιφρονητική κίνηση με τα δάχτυλά του». Ο αυτοκράτορας Αύγουστος, ο πατριός του, αναγκαζόταν διαρκώς να ζητάει συγγνώμη από τη Γερουσία για τους «δυσάρεστους, γεμάτους υπεροψία τρόπους του».

Ο Τιβέριος μισούσε τη μητέρα του, που ποτέ δεν τον αγάπησε αρκετά. Ποτέ δεν ένιωθε ικανοποιημένος από την εκτίμηση του Αυγούστου, των στρατιωτών του ή του ρωμαϊκού λαού. Όταν έγινε αυτοκράτορας, εκδικήθηκε αργά και μεθοδικά όλους όσοι τον είχαν κατά τη γνώμη του προσβάλει, και η εκδίκησή του υπήρξε ψυχρή και σκληρή.

Καθώς περνούσαν τα χρόνια, γινόταν όλο και λιγότερο λαοφιλής. Οι εχθροί του πλήθαιναν. Καταλαβαίνοντας το μίσος των υπηκόων του, αποσύρθηκε στο νησί Κάπρι, όπου πέρασε τα τελευταία έντεκα χρόνια της βασιλείας του, αποφεύγοντας σχεδόν εντελώς τη Ρώμη. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του επαναλάμβανε συχνά: «Μετά από μένα, ας πέσει φωτιά να καταστρέψει τη γη!» Όταν έγινε γνωστός ο θάνατός του, οι Ρωμαίοι ξέσπασαν σε πανηγυρισμούς και ο κόσμος εξέφρασε τα συναισθήματά του με την περιβόη­­τη φράση «Ρίξτε τον Τιβέριο στον Τίβερη!».

Εάν παρατηρήσετε μνησίκακες τάσεις μέσα σας, το καλύτερο αντίδοτο είναι να μάθετε πώς να απαγκιστρώνεστε απ’ όσα σας πληγώνουν και σας απογοητεύουν. Είναι καλύτερα να έχετε στιγμιαίες εκρήξεις θυμού, έστω κι αν φαίνεται παράλογο, από το να αναμασάτε προσβολές που κατά πάσα πιθανότητα είναι αποκύημα της φαντασίας σας ή υπερβολές. Οι άνθρωποι είναι γενικά αδιάφοροι για τη μοίρα σας, όχι τόσο ανταγωνιστικοί όσο φαντάζεστε.

Πολύ λίγες πράξεις τους απευθύνονται πραγματικά σε εσάς. Σταματήστε να βλέπετε τα πάντα με προσωπικούς όρους. Ο σεβασμός είναι κάτι που πρέπει να κερδίσετε μέσω των επιτευγμάτων σας, όχι κάτι που σας δίνεται απλώς και μόνο επειδή είστε άνθρωποι. Πρέπει να σπάσετε τον φαύλο κύκλο της μνησικακίας, να γίνετε πιο γενναιόδωροι απέναντι στους ανθρώπους και στην ανθρώπινη φύση.

Όταν αντιμετωπίζετε τέτοιους τύπους, πρέπει να είστε ιδιαίτερα προσεκτικοί. Παρόλο που μπορεί να χαμογελούν και να φαίνονται ευχάριστοι, στην πραγματικότητα σας παρατηρούν προσεκτικά για να διαπιστώσουν κάθε πιθανή προσβολή. Μπορείτε να τους αναγνωρίσετε από την ιστορία των παλαιότερων διενέξεών τους και την απότομη διακοπή των σχέσεών τους με τους ανθρώπους, όπως και από το πόσο εύκολα κρίνουν τους άλλους. Μπορεί να προσπαθήσετε να κερδίσετε αργά την εμπιστοσύνη τους και να μειώσετε τις υποψίες τους. Αλλά να γνωρίζετε ότι όσο περισσότερο βρίσκεστε κοντά τους τόσο περισσότερο καύσιμο θα τους δίνετε για να μνησικακούν, και η αντίδρασή τους μπορεί να είναι αρκετά φαρμακερή. Αν είναι δυνατόν, καλύτερα να αποφεύγετε αυτόν τον τύπο.

Η σκέψη είναι δύσκολη. Γι’ αυτό οι περισσότεροι άνθρωποι κρίνουν

Δεν θα βρεις εύκολα άνθρωπο να τα έχει καλά με τον εαυτό του. Για αυτό και ξεχωρίζει. Τον καταλαβαίνεις από χιλιόμετρα. Δεν έχει κανενός είδους κόμπλεξ, τα έχει βρει με το «εγώ» του. Χαμογελάει αβίαστα και ξέρει να λέει όχι. Είναι ευγενικός, χωρίς να θέλει να είναι αρεστός σε όλους. Μπορεί να μείνει μόνος του, δεν φοβάται την μοναχικότητα. Διαφέρει επίσης από την ανωτερότητα στον λόγο. Όχι τόσο στον τρόπο χειρισμού, όσο στην ποιότητα αυτού. Δεν θα τον ακούσεις ποτέ να κακολογεί κάποιον, να τον κρίνει, να μιλάει πίσω από την πλάτη του. Το πιο πιθανό είναι πως αν νιώσει την ανάγκη να πει κάτι για κάποιον, θα το πει στον ίδιο. Αν και τις περισσότερες φορές είναι τόσο απασχολημένος με άλλα πράγματα, για να ασχοληθεί τις αδυναμίες των άλλων. Ως επί το πλείστον δεν τον απασχολούν.

Οι άνθρωποι αυτοί έχουν προσωπικότητες που λαμποκοπάνε. Για αυτό σου λέω πως δεν μπορούν να περάσουν απαρατήρητοι. Ίσως να διαβάζουν πολλά βιβλία ή ίσως να ταξιδεύουν πολύ. Το μόνο σίγουρο είναι πως κανείς δεν μπορεί να τους χαλάσει την ημέρα, επειδή οι ίδιοι δεν το επιτρέπουν. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν μάθει να σκέφτονται. Να λειτουργούν το μυαλό και όχι απλά να το διαθέτουν. Η σκέψη είναι δύσκολη άλλωστε, για αυτό οι περισσότεροι άνθρωποι κρίνουν.

Υπάρχουν και οι άλλοι. Οι κριτές. Εκείνοι που δεν θέλεις να συναντήσεις στο διάβα σου. Εκείνοι που πάντα έχουν έναν κακό λόγο για κάποιον, εκείνοι που κρίνουν τις ζωές των άλλων (τις περισσότερες φορές, χωρίς να ξέρουν). Δεν υπάρχει κάποια δικαιολογία στην συμπεριφορά τους και όμως, είναι μια από τις πιο αποδεκτές συμπεριφορές της κοινωνίας. Το να κρίνεις τους άλλους έχει γίνει μάλιστα μόδα. Είναι το πρώτο πράγμα που κάνουν οι κυρίες στις γειτονιές, οι φίλοι όταν βγουν για καφέ, τα περιοδικά, οι τηλεοράσεις και όχι μόνο. Ο μιμητισμός στα χειρότερά του. Ο άνθρωπος μαθαίνει από την κούνια του, πως είναι ευκολότερο να κρίνει παρά να σκεφτεί. Οπότε αυτό κάνει.

Το εύκολο δεν είναι πάντα και το ενάρετο. Κάποια στιγμή όλοι υποπίπτουμε σε λάθη. Το θέμα είναι πόσο επιτρέπουμε σε αυτά να μας ελέγχουν και πόσο τελικά ελέγχουμε εμείς οι ίδιοι τον εαυτό μας. Δεν είναι ωραία η ιδέα να είμαστε υποχείρια του κακού μας εαυτού. Αν είναι να είμαστε υποχείρια κάποιου, ας είμαστε του καλού μας εαυτού.

Όσο οι άνθρωποι καταφέρνουν να αντιστέκονται στο επιβαλλόμενο τόσο η σκέψη θα νικά.
Όσο οι άνθρωποι καταφέρνουν να αποφεύγουν να κρίνουν τους άλλους, τόσο θα φτάνουν πιο κοντά στους ολοκληρωμένους εαυτούς.

Στο ξαναλέω η σκέψη είναι δύσκολη, για αυτό οι περισσότεροι άνθρωποι κρίνουν.

Εσύ τι κάνεις;

Όσο πιο εξελιγμένος είναι ο άνθρωπος τόσο περισσότερο έχει ανάγκη την ησυχία

Το να είναι λοιπόν κάποιος θορυβώδης δεν είναι καλό σημάδι. Πόσοι άνθρωποι κάνουν θόρυβο για να τους προσέχουν!

Μιλάνε δυνατά, γελάνε δυνατά, μπαίνουν σε μια αίθουσα χωρίς προφυλάξεις ενώ όλοι οι άλλοι έχουν ήδη καθίσει στις θέσεις τους, κοπανάνε τις πόρτες, σκοντάφτουν στα αντικείμενα ή τα αναποδογυρίζουν απλά και μόνο για να προσελκύσουν την προσοχή των άλλων.

Το να κάνουν θόρυβο είναι γι’ αυτούς ένας τρόπος επιβεβαίωσης του εαυτού τους, ένας τρόπος για να δείχνουν ότι είναι εκεί.

Πρέπει λοιπόν να μάθουν ότι τα άδεια βαρέλια είναι αυτά που κάνουν τον πιο πολύ θόρυβο : ναι, καταλαβαίνουμε αμέσως την παρουσία τους! Πράγματι, πόσοι είναι οι άνθρωποι που είναι σαν τα άδεια βαρέλια: πηγαίνουν παντού κάνοντας εκκωφαντικό θόρυβο ο οποίος αποκαλύπτει την ανεπάρκεια και τη μετριότητά τους.

Παρατηρώ τους ανθρώπους και η συμπεριφορά τους αμέσως μου αποκαλύπτει την καλλιέργειά τους, το χαρακτήρα τους, την ιδιοσυγκρασία και τον βαθμό εξέλιξής τους.

Όλα γίνονται ξεκάθαρα μέσα από τον τρόπο που παρουσιάζονται και που μιλάνε. Ορισμένοι μιλάνε σαν να θέλουν να καλύψουν, να κρύψουν κάτι, σαν να υποψιάζονται ότι η σιωπή μπορεί να αποκαλύψει ακριβώς αυτό που θέλουν να κρύψουν.

Πριν καλά καλά τους γνωρίσετε, πρέπει να σας πουν αμέσως ένα σωρό ιστορίες για να επιβάλουν κάποια ιδέα για τον εαυτό τους, για τους άλλους ή για τα γεγονότα. Θα πείτε: ”Μα μιλάνε για να γνωριστούμε”

Εντάξει, σύμφωνοι, αλλά για να γνωριστούν οι άνθρωποι μερικές φορές η σιωπή είναι πιο εύγλωττη από τις κουβέντες. Ναι, αν ζήσουν μαζί για λίγα λεπτά μέσα στην σιωπή, γνωρίζονται καλύτερα παρά μέσα από μία μεγάλη και άχρηστη φλυαρία.

Ο θόρυβος κρατάει τον άνθρωπο μέσα στις κατώτερες ψυχικές περιοχές. Τον εμποδίζει να μπει μέσα σε αυτόν τον αιθέριο κόσμο όπου η κίνηση γίνεται πιο εύκολη, η θεώρηση των πραγμάτων πιο ξεκάθαρη και η σκέψη πιο δημιουργική. Βέβαια, ο θόρυβος είναι η έκφραση της ζωής, όχι όμως εκείνης των ανώτερων βαθμίδων.

Αποκαλύπτει μάλλον μία ατέλεια μέσα στην δομή η την λειτουργία των όντων και των αντικειμένων. Όταν μια μηχανή ή μια συσκευή αρχίσουν να έχουν διακοπές, τότε κάνουν ένα σωρό θορύβους.

Και το ότι οι κατασκευαστές φροντίζουν όλο και περισσότερο να κατασκευάζουν αθόρυβες συσκευές, είναι επειδή ξέρουν πολύ καλά τελειότητας.

Ο πόνος είναι ένας θόρυβος που μας προειδοποιεί ότι κάποιο από τα όργανά μας έχει αρχίσει να χαλάει. Μέσα σ’ ένα υγιές σώμα τα όργανα είναι σιωπηλά. Βεβαίως εφόσον είναι ζωντανά εκφράζονται, αλλά αθόρυβα.

Η ησυχία είναι το σημάδι ότι όλα λειτουργούν σωστά μέσα στον οργανισμό. Από την στιγμή που κάτι αρχίσει να τρίζει, προσοχή! αυτό είναι η αναγγελία κάποιας αρρώστιας.

Η σιωπή είναι η γλώσσα της τελειότητας, ενώ ο θόρυβος είναι η έκφραση κάποιου ελαττώματος, κάποιας ανωμαλίας ή μιας ζωής που ακόμα βρίσκεται σε αταξία και αναρχία και που χρειάζεται να κυριαρχηθεί και να επεξεργαστεί.

Για παράδειγμα, τα παιδιά είναι θορυβώδη επειδή μέσα τους ξεχειλίζουν η ενεργητικότητα και η ζωντάνια. Αντίθετα, οι ηλικιωμένοι είναι σιωπηλοί. Θα πείτε: ”Φυσικά, είναι ξεκάθαρο, οι ηλικιωμένοι αγαπούν την σιωπή επειδή έχουν λιγότερες δυνάμεις και ο θόρυβος τους ενοχλεί”.

Αυτό είναι λίγο αλήθεια, μπορεί όμως και να υπήρξε μέσα τους κάποια εξέλιξη, κι έτσι τώρα το πνεύμα τους είναι εκείνο που τους ωθεί να μπαίνουν στην σιωπή. Για ν’ αναθεωρήσουν την ζωή τους, να σκεφτούν, να πάρουν μαθήματα από αυτήν, χρειάζονται αυτήν την ησυχία μέσα στην οποία γίνεται ολόκληρη εργασία απόσπασης, υλοποίησης, σύνθεσης.

Η αναζήτηση της σιωπής είναι μια εσωτερική διαδικασία η οποία οδηγεί τα όντα προς το φως και την αληθινή κατανόηση των πραγμάτων.

Η πρόκληση να δεχόμαστε κριτική από εκείνους που εμπιστευόμαστε

Υπάρχουν πολλοί, μεταξύ των οποίων ειδικοί επιστήμονες, που εξετάζουν αυστηρά τον κόσμο αλλά δεν εξετάζουν τόσο αυστηρά τους εαυτούς τους. Μπορεί να είναι ικανά άτομα, με τον τρόπο που κρίνει ο κόσμος την ικανότητα, αλλά δεν είναι ποτέ συνετά. Η ζωή της σωφροσύνης πρέπει να είναι μια ζωή φιλοσοφικού στοχασμού συνδυασμένου με δράση. Παλιότερα, στην αμερικανική κουλτούρα, ο φιλοσοφικός στοχασμός δεν έχαιρε μεγάλης εκτίμησης. Στη δεκαετία του 1950 ο κόσμος αποκαλούσε ειρωνικά τον Αντλάι Στήβενσον «διανοούμενο» και πίστευε ότι δε θα γινόταν καλός Πρόεδρος, ακριβώς επειδή ήταν ένας πνευματικός άνθρωπος, βαθυστόχαστος και αυτοαμφισβητούμενος. Έχω ακούσει γονείς να λένε στους νεαρούς βλαστούς τους με όλη τη σοβαρότητα «πάρα πολύ σκέφτεσαι». 

Πόσο παράλογο είναι αυτό, φαίνεται από το γεγονός ότι είναι κυρίως οι μετωπιαίοι λοβοί μας, η ικανότητά μας να σκεφτόμαστε και να εξετάζουμε τους εαυτούς μας, που μας κάνουν ανθρώπους. Ευτυχώς φαίνεται πως αλλάζουν αυτοί οι τρόποι σκέψης, και αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε ότι οι πηγές του κινδύνου για τον κόσμο βρίσκονται περισσότερο μέσα μας παρά έξω από μας, και ότι η συνεχής αυτοεξέταση και ο φιλοσοφικός στοχασμός είναι απαραίτητοι για την ύστατη επιβίωσή μας. 

Ωστόσο, μιλώ εδώ για έναν σχετικά μικρό αριθμό ανθρώπων που αλλάζουν τη στάση τους. Η εξέταση του εξωτερικού κόσμου δεν είναι ποτέ τόσο προσωπικά οδυνηρή όσο η εξέταση του εσωτερικού μας κόσμου. Και ακριβώς εξαιτίας του βασάνου που συνεπάγεται μια ζωή αυθεντικής αυτοεξέτασης, η πλειονότητα των ανθρώπων την αποφεύγει. Και όμως, όταν κάποιος είναι αφοσιωμένος στην αλήθεια, το βάσανο φαίνεται σχετικά αμελητέο – όλο και λιγότερο σημαντικό (και συνεπώς όλο και λιγότερο οδυνηρό) – όσο περισσότερο προχωρεί στο δρόμο της αυτοεξέτασης.

Μια ζωή ολοκληρωτικής αφοσίωσης στην αλήθεια σημαίνει επίσης μια ζωή ετοιμότητας στην προσωπική εξέταση. Ο μόνος τρόπος να είμαστε βέβαιοι ότι ο χάρτης μας της πραγματικότητας είναι έγκυρος, είναι να τον εκθέτουμε στην κριτική και την εξέταση από άλλους «χαρτογράφους». Διαφορετικά θα ζούμε σε ένα κλειστό σύστημα – μέσα σε ένα γυάλινο κώδωνα για να χρησιμοποιήσω την αναλογία στης Σύλβιας Πλαθ – αναπνέοντας μόνο τον δικό μας δύσοσμο αέρα, έρμαια όλο και περισσότερο της χίμαιρας. Ωστόσο, εξαιτίας της οδύνης που είναι σύμφυτη με τη διεργασία της αναθεώρησης του χάρτη μας της πραγματικότητας, επιδιώκουμε προπαντός να ξεφύγουμε ή να φυλαχτούμε από τον κίνδυνο οποιασδήποτε πρόκλησης κατά της εγκυρότητάς του. 

Στα παιδιά μας λέμε: «Μη μου αντιμιλάς, γιατί είμαι ο γονιός σου». 

Στην ή στον σύζυγο δίνουμε τούτο το μήνυμα: «Ας ζήσουμε εμείς, κι ας αφήσουμε τους άλλους να ζήσουν. Αν με επικρίνεις θα έχεις ένα γκρινιαρόσκυλο για σύζυγο, και θα το μετανιώσεις». 

Στις φαμελιές τους και στον κόσμο οι ηλικιωμένοι δίνουν το μήνυμα: «Είμαι γέρος (ή γριά) και ευπαθής. 

Αν με προκαλέσεις μπορεί να πεθάνω, ή τουλάχιστον θα έχεις στη συνείδησή σου το κρίμα πως έκανες δυστυχισμένες τις τελευταίες μέρες μου σε τούτο τον κόσμο». 

Στο εργατικό προσωπικό μας απευθύνουμε το μήνυμα: «Αν νιώθετε τόσο θαρραλέοι ώστε απλώς να με προκαλέσετε, καλά θα κάνετε να προσέξετε πολύ, μήπως βρεθείτε στην ανάγκη να ψάχνετε για άλλη δουλειά».

Δεν χρειάζεται να σπρώξουμε

Ο Άνιμπαλ Σαμπατίνι έλεγε πως η πληρότητα (ή η ευτυχία, ή ό,τι ο καθένας επιθυμεί περισσότερο) βρίσκεται κλεισμένη σ’ ένα δωμάτιο και ξέρουμε πως το μόνο που χρειάζεται είναι ν’ ανοίξουμε την πόρτα. Πλησιάζουμε, γυρίζουμε το πόμολο (αφού ξέρουμε πως δεν υπάρχει κλειδαριά) και σπρώχνουμε.

Στην πρώτη προσπάθεια, η πόρτα δεν ανοίγει. «Μάλλον θα έχει φρακάρει» σκεφτόμαστε, και σπρώχνουμε πιο δυνατά.

Δεν γίνεται τίποτα.

Προσπαθούμε περισσότερο, χωρίς επιτυχία.

Φωνάζουμε τους φίλους, τους συγγενείς και τους θεραπευτές μας για να μας βοηθήσουν στο σπρώξιμο. Έρχονται, αλλά η πόρτα μένει ακίνητη.

Ποτέ δεν παύουμε να προσπαθούμε.

Ποτέ στη ζωή δεν σταματάμε να σπρώχνουμε.

Κι όλο σπρώχνουμε και ξανασπρώχνουμε χωρίς να καθίσουμε να σκεφτούμε.

Χωρίς να καθίσουμε να σκεφτούμε.

Χωρίς να καθίσουμε να σκεφτούμε ότι δεν πρέπει να σπρώξουμε, αλλά να έλξουμε μαλακά την πόρτα μας προς το μέρος μας.

Ανταγωνισμός: όταν χρειάζεται να κοιτάξεις έξω από σένα για να εκτιμήσεις την αξία σου

Μπορείς πραγματικά να θυματοποιήσεις τον εαυτό σου, το σύντροφο σου ή τα παιδιά σου, αν δώσεις στον ακραίο ανταγωνισμό την πρώτη θέση στη φιλοσοφία σου ή τη συμπεριφορά σου. Οι σχολές που απαιτούν παντού άριστα από τους φοιτητές και τους σπρώχνουν σε απάνθρωπο, συχνά, ανταγωνισμό μεταξύ τους, μπορεί τελικά να παράγουν μερικά “αστέρια” πρώτου μεγέθους. Αλλά αυτό είναι που θέλεις εσύ για τον εαυτό σου; Την υπερθέρμανση και την υπερσυμπίεση ενός “αστέρα”; Και τι νομίζεις ότι θα γίνει, αν τελικά όλοι σε θεωρούν πραγματικά τον καλύτερο; Αν χρειάζεσαι αυτή την αναγνώριση για να δυναμώσει το εγώ σου, τότε επιβεβαιώνεσαι από τα χειροκροτήματα των άλλων κι όχι από μέσα σου – κι αυτό είναι ένα από τα πιο σίγουρα σημάδια της ανασφάλειας και της έλλειψης αυτοεκτίμησης. Το χειρότερο, όμως, είναι το άλλο: αν η αξία σου ως ανθρώπινου πλάσματος στηρίζεται στην επιτυχία σου σε κάποιο τομέα ή στο γεγονός ότι βρίσκεσαι στην κορυφή και ξεπερνάς όλους τους άλλους, τι θα κάνεις όταν θα πάψουν τα χειροκροτήματα και δεν θα είσαι πια στην κορυφή; Θα καταρρεύσεις, γιατί τότε δε θα έχεις πια κανένα λόγο να αισθάνεσαι σπουδαίος.

Ο ανταγωνισμός αποτελεί μια από τις κυριότερες αιτίες αυτοκτονιών στη χώρα μας. Θύματά του είναι κυρίως οι άνθρωποι που ένιωθαν σπουδαίοι, όσο ξεπερνούσαν το διπλανό τους. Όταν “απέτυχαν” σ’ αυτό, έχασαν την αίσθηση της προσωπικής τους αξίας και αποφάσισαν πως δεν άξιζε να ζουν τη θλιβερή ζωή τους.

Το ποσοστό αυτοκτονιών στα παιδιά μεταξύ οκτώ και δώδεκα χρόνων μεγάλωσε κατά τετρακόσια τοις εκατό από το 1967. Φανταστείτε: μικρά παιδιά να αυτοκτονούν. πιστεύοντας πως η ζωή τους δεν έχει αξία, τις περισσότερες φορές μόνο και μόνο επειδή πιστεύουν ότι πρέπει να ξεπεράσουν τα άλλα παιδιά για να έχουν αξία· Το άγχος να μπουν στη σχολική ομάδα, να πάρουν μεγάλους βαθμούς, να ικανοποιήσουν τους στόχους των γονιών τους και να ευχαριστήσουν τους πάντες: όλα αυτά δεν είναι αξίες ζωής, που θα έκαναν έναν υγιή άνθρωπο, να βάλει σε κίνδυνο τη ζωή του- κι ακόμα λιγότερο να την αφαιρέσει ηθελημένα-, για χάρη τους.

Όλα τα ανθρώπινα πλάσματα αξίζει να ζήσουν και μπορούν να ζήσουν με ευτυχία και αυτοεκπλήρωση, χωρίς να κοιτάζουν συνεχώς τους άλλους για να βρουν την αξία τους. Αντίθετα, μάλιστα, οι άνθρωποι που λειτουργούν αρμονικά δεν επιδιώκουν να είναι καλύτεροι από τον καθένα. Ψάχνουν μέσα τους να βρουν τους στόχους της ζωής τους και ξέρουν ότι ο ανταγωνισμός θα εκτρέψει μάλλον τις προσπάθειές τους, παρά θα τους βοηθήσει να καταφέρουν αυτό που επιθυμούν. Μην ξεχνάς ότι όταν βρίσκεσαι στην κατάσταση που ονομάζεται “ανταγωνισμός”, έχεις κάποιον άλλον μπροστά σου για σύγκριση. Κι όταν χρειάζεται να κοιτάξεις έξω από σένα για να εκτιμήσεις την αξία σου, αυτό σημαίνει ότι δεν κατευθύνεις εσύ τη ζωή σου. Είναι προτιμότερο να κοιτάζεις μέσα σου, παρά να μετριέσαι με το διπλανό σου.

ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΙ ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ


Μερικές φορές χρειάζεται να φάει κανείς μια δυνατή κλωτσιά, για να συνειδητοποιήσει ότι οι άνθρωποι είναι πιο σημαντικοί από τα πράγματα. Κινδυνεύεις να γίνεις ένα θύμα πρώτης γραμμής, αν έχεις σε μεγαλύτερη προτεραιότητα την απόκτηση υλικών αγαθών και όχι την ανθρώπινη ζωή, ιδιαίτερα τη δική σου. Αν αφιερώσεις τον εαυτό σου σε πράγματα, γεγονότα ή χρήματα, το πιο πιθανό είναι να απογοητευτείς βαθιά.

Εκείνοι που προσανατολίζονται αποκλειστικά και μόνο στα πράγματα, έχουν μεγάλες δυσκολίες στις σχέσεις τους με τους άλλους. Βρίσκουν ότι η κουβέντα με τους άλλους ανθρώπους είναι αγγαρεία – και γι’ αυτό τις περισσότερες φορές προτιμούν να μιλούν στους άλλους αντί με τους άλλους, να τους διατάζουν και να τους χρησιμοποιούν, προκειμένου ν’ αποκτήσουν πράγματα. Οι άνθρωποι που εισπράττουν τις διαταγές ενοχλούνται από τις προσπάθειες του άλλου να τους μεταβάλλει σε συναισθηματικούς δούλους και προτιμούν να μένουν μακριά από τον «άνθρωπο των αντικειμένων», που στρέφεται έτσι όλο και πιο πολύ στα πράγματα, επαναλαμβάνοντας αιώνια τον κύκλο αυτό. Τελικά, ο άνθρωπος των αντικειμένων μένει μόνος του, μη έχοντας παρά τα αντικείμενα για παρηγοριά. Όμως τα πράγματα δεν μπορούν να σε παρηγορήσουν: είναι στείρα, νεκρά, χωρίς αγάπη. Τα πράγματα δεν μπορούν να ανταποδώσουν την αγάπη σου – κι έτσι, οι τελικές απολαβές της υπερβολικής αφοσίωσης στην επιτυχία και την απόκτηση αγαθών, είναι η μοναξιά και η απογοήτευση.

Το σημαντικότερο στον κόσμο είναι οι άνθρωποι και τα ζωντανά πλάσματα. Αν δε νιώθεις γύρω σου τη ζωή να σφύζει κι εσύ να συμμετέχεις σ’ αυτή, δεν έχεις καμιά δυνατότητα χαράς. Αν χανόταν η ζωή από τη γη, τίποτε στον κόσμο δε θα είχε και δε θα έδινε νόημα. Η ζωή είναι το μόνο πράγμα που μετράει.

Arthur Schopenhauer: ο άνθρωπος με τις πράξεις του απελευθερώνεται από τα δεσμά του χώρου, του χρόνου και της αιτιότητας, εξαλείφοντας έτσι την άσκοπη ενέργεια της βούλησης

Ο άνθρωπος κατά τον Σοπενχάουερ είναι και ο ίδιος μια εκδήλωση της βούλησης, όπως και όλα τα άλλα πλάσματα, αναλαμβάνει όμως έναν ιδιαίτερο ρόλο μέσα στη φύση. Στον άνθρωπο, και πιο συγκεκριμένα στην ανθρώπινη λογική, η κατά τα άλλα τυφλή βούληση μετατρέπεται σε αυτογνωσία. Βασιζόμενη στη γνώση αυτή, η βούληση μπορεί να «μεταστραφεί», πράγμα που σημαίνει ότι ο άνθρωπος μπορεί στη διάρκεια της ζωής του να απελευθερωθεί από τη δεσμευτικότητα των παρορμήσεων και των ενστίκτων του. Ενεργώντας με βάση την ηθική, υπερβαίνει τον εγωισμό του και τις παρορμήσεις του. Αυτό μπορεί να συμβεί με δύο τρόπους: Αφενός όταν ο άνθρωπος δείχνει αλληλεγγύη στα άλλα όντα και τα αντιμετωπίζει με συμπόνια. Είναι κάτι που ισχύει για τη συμπεριφορά του ανθρώπου απέναντι σε όλα τα πλάσματα. Έτσι ο Σοπενχάουερ είναι ένας από τους λίγους φιλοσόφους που -βάσει της θεωρίας του περί ενότητας όλων των έμβιων όντων- απαιτούν από τον άνθρωπο ηθική στάση απέναντι στα ζώα.

Υπάρχει ωστόσο και ένας δεύτερος τρόπος με τον οποίο μπορεί να μεταστραφεί η βούληση, και αυτόν τον τρόπο ο Σοπενχάουερ τον τοποθετεί ακόμη ψηλότερα: η αδρανοποίηση όλων των παρορμήσεων μέσω του ασκητισμού. Στον αυστηρό ασκητισμό πραγματώνεται κατά τον Σοπενχάουερ το ιδεώδες της αγιοσύνης, όπως θεωρεί κυρίως όμως στους σοφούς της ινδικής φιλοσοφίας. Με τη συμπόνια και τον ασκητισμό επιτυγχάνεται η άρση του «principium individuationis» – ο άνθρωπος με τις πράξεις του απελευθερώνεται από τα δεσμά του χώρου, του χρόνου και της αιτιότητας, εξαλείφοντας έτσι την άσκοπη ενέργεια της βούλησης.

Απορρίπτοντας τη λογική ηθική του Καντ, η οποία σχετίζεται με έναν πολύ αφηρημένο ηθικό νόμο, ο Σοπενχάουερ επανεκτιμά το αρχικό ηθικό αίσθημα του ανθρώπου: το στοιχείο της καλοσύνης ενός χαρακτήρα παίζει στην ηθική του Σοπενχάουερ πολύ σημαντικότερο ρόλο από την τήρηση ενός ηθικού κανόνα.

Η σύνδεση ηθικών και μεταφυσικών ερωτημάτων στο έργο του Σοπενχάουερ γίνεται ιδιαίτερα εμφανής στην ερμηνεία της «ενοχής»: Ξεκινάει με δεδομένη κάποιου είδους «αρχέγονη ενοχή». Κάθε μορφή ζωής, όπως και η ζωή του ανθρώπου, συνδέεται από τη γένεσή της με την ενοχή, μια σκέψη που, κατά την άποψη του Σοπενχάουερ, εμπεριέχεται και στη χριστιανική διδασκαλία περί προπατορικού αμαρτήματος. Η άποψη ότι η ενοχή αναπαράγεται στην ανθρώπινη ύπαρξη αντιστοιχεί και πάλι στην ανατολική θρησκευτική διδασκαλία περί μετεμψύχωσης. Ο χαρακτήρας του ανθρώπου είναι εκ των προτέρων καθορισμένος, και από αυτόν τον χαρακτήρα ξετυλίγονται στη συνέχεια σαν κουβάρι η ζωή του και οι πράξεις του.

Αυτή η ενοχή μπορεί να εξαλειφθεί μόνο αν σβηστεί μέσα στο Τίποτα. Στο Τίποτα αυτό οδηγεί η μεταστροφή της βούλησης: «Για εκείνους που έχουν μεταστρέψει και αρνηθεί τη βούληση», λέει ο Σοπενχάουερ, «αυτός ο τόσο πραγματικός κόσμος μας, με όλους τους ήλιους και τους γαλαξίες του, δεν είναι Τίποτα». Αυτό το Τίποτα, γραμμένο με κεφαλαίο, που συνδέεται στενά με τη βουδιστική «νιρβάνα», είναι η τελευταία λέξη του έργου Ο Κόσμος ως Βούληση και ως Παράσταση – ο επίλογος ενός πεσιμιστή, ο οποίος πιστεύει ότι γι’ αυτόν τον κόσμο, που φέρει το εκ γενετής μειονέκτημα να αποτελεί προϊόν βούλησης, δεν υπάρχει σωτηρία.

Αποκαλούσαν τον Σοπενχάουερ «Βούδα της Φρανκφούρτης», μια φιλοφρόνηση που μάλλον δεν θεωρούσε καθόλου ερασιτεχνική. Διότι με το έργο του Ο Κόσμος ως Βούληση, και ως Παράσταση ήταν σε τελική ανάλυση ο πρώτος σημαντικός Ευρωπαίος φιλόσοφος που εισήγαγε την ινδική φιλοσοφία στον δυτικό τρόπο σκέψης.

Για τον Φρίντριχ Νίτσε το έργο του Σοπενχάουερ αποτέλεσε μάλιστα ένα είδος φιλοσοφικής αφύπνισης. Ακόμη και η φιλοσοφία της ζωής, την οποία ανέπτυξε ο Γάλλος φιλόσοφος Ανρί Μπεργκσόν, θα ήταν αδιανόητη χωρίς τον Σοπενχάουερ. Εντυπωσιακές αναλογίες υπάρχουν και ανάμεσα στον Σοπενχάουερ και στην ψυχανάλυση του Ζίγκμουντ Φρόιντ. Στις αναλογίες αυτές ανήκει και η διαπίστωση του πόσο απατηλή είναι η πίστη μας στη δύναμη της λογικής, καθώς και ο βαθμός στον οποίο οι ουσιαστικές κινητήριες δυνάμεις της ζωής και των πράξεών μας οφείλονται στις σωματικές παρορμήσεις μας. Αλλά και τον, κατά τον Φρόιντ, τόσο σημαντικό ρόλο της σεξουαλικότητας τον βρίσκουμε ήδη στον Σοπενχάουερ: ως μια ιδιαίτερη έκφραση της βούλησης για ζωή.

Ο Σοπενχάουερ άσκησε μεγάλη επιρροή σε πολλούς καλλιτέχνες, όχι μόνο σε συγγραφείς, όπως στον Τόμας Μαν, αλλά και σε μουσικούς, όπως στον Ρίχαρντ Βάγκνερ, ή σε ζωγράφους, όπως στον Μαξ Μπέκμαν. Δεν είναι καθόλου παράξενο που τον 20ό αιώνα, έναν αιώνα ολοκληρωτικής βαρβαρότητας και πολιτικών καταστροφών, ο πεσιμισμός του Σοπενχάουερ έγινε ιδιαίτερα επίκαιρος.

Μέχρι και σήμερα εκείνοι που κατά κανόνα έλκονται από τον Σοπενχάουερ δεν είναι οι ακαδημαϊκοί και οι άνθρωποι που ασχολούνται επαγγελματικά, αλλά οι λάτρεις της φιλοσοφίας, εκείνοι που ψάχνουν να βρουν κάτι περισσότερο από μια αφετηρία για μια έξυπνη διδακτορική διατριβή. Το έργο Ο Κόσμος ως Βούληση και ως Παράσταση κατάφερε όσο κανένα άλλο φιλοσοφικό βιβλίο των τελευταίων διακοσίων ετών να αγγίξει τις εμπειρίες και τη ζωή πολλών ανθρώπων και να εκφράσει την ανάγκη τους για γνώση και φιλοσοφική ηθική στήριξη.

Η πτώση της μεσαίας τάξης και το μέλλον της Δημοκρατίας

Κάτι παράξενο συμβαίνει σήμερα στον κόσμο. Η παγκόσμια οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2008 και η εξελισσόμενη κρίση του ευρώ, αποτελούν αμφότερες παράγωγα του μοντέλου του ελάχιστα παρεμβατικού καπιταλιστικού συστήματος που επικράτησε κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες. Εντούτοις, παρά τη διάχυτη οργή για τις διασώσεις επιχειρήσεων στη Wall Street, δεν σημειώθηκε μεγάλο κύμα λαϊκής αντίδρασης από την αμερικανική Αριστερά. Είναι πιθανό να σημειωθεί περαιτέρω ανάπτυξη του κινήματος Occupy Wall Street, αλλά μέχρι σήμερα το πιο δυναμικό λαϊκό κίνημα υπήρξε το δεξιόστροφο Πάρτι του Τσαγιού, η βασική επιδίωξη του οποίου είναι το ρυθμιστικό κράτος, που θέλει να προστατεύσει τους απλούς ανθρώπους από τους κερδοσκόπους. Κάτι αντίστοιχο αποτελεί πραγματικότητα και στην Ευρώπη, όπου η Αριστερά είναι αναιμική και τα κόμματα της λαϊκής Δεξιάς κερδίζουν έδαφος.

Είναι αρκετοί οι λόγοι για την παρατηρούμενη αδράνεια της Αριστεράς, αλλά μεταξύ αυτών ο κυριότερος πηγάζει από μια αποτυχία στη σφαίρα των ιδεών. Στην προηγούμενη γενιά, το ιδεολογικό πλεονέκτημα επί των οικονομικών ζητημάτων κατείχε η φιλελεύθερη Δεξιά. Η Αριστερά δεν ήταν ικανή να καταθέσει μια πειστική επιχειρηματολογία για μια ατζέντα διαφορετική από την επάνοδο στην ασύμφορη μορφή μιας ξεπερασμένης σοσιαλδημοκρατίας. Η απουσία πειστικού προοδευτικού αντιλόγου είναι ανθυγιεινή, δεδομένου ότι ο ανταγωνισμός κάνει καλό στην ιδεολογική αντιπαράθεση όσο και στην οικονομία. Και είναι αλήθεια ότι χρειαζόμαστε επειγόντως έναν σοβαρό πνευματικό δημόσιο διάλογο, καθώς η σημερινή μορφή του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού διαβρώνει την κοινωνική βάση της μεσαίας τάξης, πάνω στην οποία στηρίζεται η φιλελεύθερη δημοκρατία.

ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΥΜΑ

Οι κοινωνικές δυνάμεις και συνθήκες δεν «καθορίζουν» απλώς τις ιδεολογίες, όπως άλλοτε υποστήριξε ο Καρλ Μαρξ. Οι ιδέες, αντιθέτως, δεν ισχυροποιούνται παρά μόνο αν αφορούν στα συμφέροντα μεγάλου αριθμού απλών ανθρώπων. Η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι η βασική ιδεολογία στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου σήμερα, εν μέρει επειδή ανταποκρίνεται σε ορισμένες κοινωνικο-οικονομικές δομές, αλλά και διευκολύνεται από αυτές. Τυχόν μεταβολές σε αυτές τις δομές ενδέχεται να επιφέρουν ιδεολογικές συνέπειες, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που ιδεολογικές μεταβολές ενδέχεται να οδηγήσουν σε κοινωνικο-οικονομικές επιπτώσεις.

Όλες σχεδόν οι ισχυρές ιδέες που διαμόρφωσαν τις κοινωνίες των ανθρώπων στα τελευταία 300 χρόνια είχαν μια φύση θρησκευτική. Σημαντική εξαίρεση στον κανόνα υπήρξε ο κομφουκιανισμός στην Κίνα. Η πρώτη μείζων κοσμική ιδεολογία με διαρκή και παγκόσμια απήχηση υπήρξε ο φιλελευθερισμός, ένα δόγμα που σχετίστηκε με την άνοδο, αρχικά μιας εμπορικής και κατόπιν μιας βιομηχανικής μεσαίας τάξης, σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης κατά τον 17ο αιώνα. (Με τον όρο «μεσαία τάξη» εννοώ ανθρώπους που δεν βρίσκονται ούτε στην κορυφή ούτε στο κατώτατο επίπεδο των κοινωνιών από πλευράς εισοδήματος, ανθρώπους που είναι απόφοιτοι τουλάχιστον της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και που κατέχουν είτε ακίνητη περιουσία είτε διαρκή αγαθά ή έχουν δική τους επιχείρηση).

Όπως διατυπώθηκε από κλασικούς διανοητές σαν τον Λοκ, τον Μοντεσκιέ και τον Μιλ, ο φιλελευθερισμός προϋποθέτει ότι η νομιμοποίηση της κρατικής εξουσίας πηγάζει από την ικανότητα του κράτους να προστατεύει τα ατομικά δικαιώματα των πολιτών του και ότι αυτή η κρατική εξουσία οφείλει να συμμορφώνεται προς τον Νόμο. Ένα από τα θεμελιώδη δικαιώματα που πρέπει να προστατεύονται είναι αυτό της ατομικής ιδιοκτησίας. Η Ένδοξη Επανάσταση στην Αγγλία (1688-89) υπήρξε πολύ σημαντική για την εξέλιξη του σύγχρονου φιλελευθερισμού, επειδή για πρώτη φορά καθιέρωσε τη συνταγματική αρχή ότι το κράτος δεν νομιμοποιείται να φορολογεί τους πολίτες χωρίς τη συγκατάθεσή τους.

Στην αρχή, ο φιλελευθερισμός δεν συνεπαγόταν κατ’ ανάγκην και δημοκρατία. Οι Ουίγοι, που υποστήριξαν τη συνταγματική ρύθμιση του 1689, ήταν οι πλουσιότεροι γαιοκτήμονες στην Αγγλία. Το Κοινοβούλιο εκείνης της περιόδου εκπροσωπούσε λιγότερο από το 10% του συνόλου του πληθυσμού. Πολλοί κλασικοί φιλελεύθεροι, περιλαμβανομένου του Μιλ, αμφισβητούσαν έντονα τις αρετές της δημοκρατίας. Πίστευαν ότι η υπεύθυνη πολιτική συμμετοχή απαιτούσε μόρφωση και μια κοινωνική θέση, δηλαδή, ιδιοκτησία γης. Μέχρι και το τέλος του 19ου αιώνα, το δικαίωμα ψήφου ήταν απ’ άκρη σ’ άκρη της Ευρώπης εξαρτημένο από προϋποθέσεις γαιοκτησίας και μορφωτικού επιπέδου. Η εκλογή του Άντριου Τζάκσον ως προέδρου των ΗΠΑ το 1928 και η συνακόλουθη κατάργηση των προϋποθέσεων ιδιοκτησίας για το δικαίωμα ψήφου, τουλάχιστον για τους λευκούς άρρενες, υπήρξε μια πρώτη και σημαντική νίκη προς έναν πιο ισχυρό δημοκρατικό κανόνα.

Στην Ευρώπη, ο αποκλεισμός μιας μεγάλης πλειοψηφίας του πληθυσμού από την πολιτική εξουσία και η ανάδειξη μιας βιομηχανικής εργατικής τάξης άνοιξαν τον δρόμο για τον μαρξισμό. Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος εκδόθηκε το 1848, την ίδια χρονιά που οι επαναστάσεις απλώθηκαν σε όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες εκτός από το Ηνωμένο Βασίλειο. Έτσι ξεκίνησε ένας αιώνας διαγκωνισμού για την ηγεσία του δημοκρατικού κινήματος, ανάμεσα στους κομμουνιστές, που ήταν πρόθυμοι να εγκαταλείψουν τη διαδικαστική δημοκρατία (πολυκομματικές εκλογές) προς χάριν αυτού που πίστευαν ως ουσιαστική δημοκρατία (αναδιανομή του πλούτου), και τους φιλελεύθερους δημοκράτες, οι οποίοι πίστευαν στη διευρυμένη πολιτική συμμετοχή με παράλληλη διατήρηση μιας νομοθεσίας που θα προστατεύει τα ατομικά δικαιώματα, περιλαμβανομένων και των δικαιωμάτων της ιδιοκτησίας.

Αυτό που διακυβευόταν ήταν η υποταγή της νέας βιομηχανικής εργατικής τάξης. Οι πρώτοι μαρξιστές πίστευαν ότι θα νικούσαν με την καθαρή δύναμη των αριθμών: καθώς στα τέλη του 19ου αιώνα το δικαίωμα ψήφου διευρύνθηκε, κόμματα όπως το Εργατικό στο Ηνωμένο Βασίλειο και το Σοσιαλδημοκρατικό στη Γερμανία, αναπτύχθηκαν αλματωδώς και απείλησαν την ηγεμονία τόσο των συντηρητικών όσο και των παραδοσιακών φιλελευθέρων. Η άνοδος της εργατικής τάξης εμποδίστηκε λυσσαλέα, συχνά με αντιδημοκρατικά μέσα. Από την πλευρά τους, οι κομμουνιστές και πολλοί σοσιαλιστές, εγκατέλειψαν την τυπική δημοκρατία προς χάριν της απευθείας κατάληψης της εξουσίας.

Στη διάρκεια του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, διαμορφώθηκε μια ισχυρή συναίνεση όσον αφορά την προοδευτική Αριστερά, ότι δηλαδή μια μορφή σοσιαλισμού (κρατικός έλεγχος στους βασικούς πυλώνες της οικονομίας, ώστε να διασφαλιστεί μια δίκαιη αναδιανομή του πλούτου) ήταν αναπόφευκτη για όλες τις ανεπτυγμένες χώρες. Ακόμη και ένας συντηρητικός οικονομολόγος, όπως ο Joseph Schumpeter, στο βιβλίο που εξέδωσε το 1942 με τον τίτλο Capitalism, Socialism and Democracy, μπόρεσε να γράψει ότι ο σοσιαλισμός θα έβγαινε νικητής, επειδή η καπιταλιστική κοινωνία υφίστατο πολιτιστική αυτοϋπονόμευση. Ο σοσιαλισμός θεωρήθηκε ότι εκπροσωπούσε τη βούληση και τα συμφέροντα της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού στις σύγχρονες κοινωνίες.

Και ενώ οι μεγάλες ιδεολογικές συγκρούσεις του 20ου αιώνα εξαντλούνταν σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο, πολύ σημαντικές αλλαγές συνέβαιναν στο κοινωνικό επίπεδο, γεγονός που υπονόμευε το μαρξιστικό σενάριο. Πρώτον, το πραγματικό βιοτικό επίπεδο της βιομηχανικής εργατικής τάξης συνέχισε να βελτιώνεται, σε σημείο που πολλοί εργάτες ή τα παιδιά τους μπόρεσαν να αναρριχηθούν στη μεσαία τάξη. Δεύτερον, το συγκριτικό μέγεθος της εργατικής τάξης σταμάτησε να αυξάνει, ιδιαίτερα στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, όταν οι υπηρεσίες άρχισαν να εκτοπίζουν τη βιομηχανική παραγωγή, στις οικονομίες που ονομάστηκαν «μετα-βιομηχανικές». Τέλος, μια καινούργια ομάδα φτωχών και μη προνομιούχων ανθρώπων αναδύθηκε κάτω από τη βιομηχανική εργατική τάξη, ένα ετερογενές μίγμα φυλετικών και εθνικών μειονοτήτων, πρόσφατων μεταναστών και κοινωνικά αποκλεισμένων ομάδων, όπως οι γυναίκες, οι ομοφυλόφιλοι και οι ανάπηροι. Ως αποτέλεσμα αυτών των αλλαγών, στις περισσότερες βιομηχανικές κοινωνίες, η παλιά εργατική τάξη είχε μετεξελιχθεί σε άλλη μια εγχώρια ομάδα συμφερόντων, που χρησιμοποιούσε την πολιτική ισχύ των συνδικαλιστικών οργανώσεων για να προστατεύσει τα με σκληρό τρόπο αποκτημένα κέρδη μιας παλαιότερης εποχής.

Η εργατική τάξη, εξάλλου, αποδείχθηκε ότι δεν ήταν το τρανό εκείνο λάβαρο, που έμελλε να κινητοποιήσει τους λαούς των προηγμένων βιομηχανικών χωρών στην πολιτική δράση. Η Δεύτερη Διεθνής αφυπνίστηκε απότομα το 1914, όταν οι εργατικές τάξεις στην Ευρώπη αγνόησαν τις εκκλήσεις για ταξικό πόλεμο και συσπειρώθηκαν πίσω από συντηρητικούς ηγέτες που κήρυσσαν εθνικιστικά συνθήματα. Το ίδιο σχήμα λειτουργεί και σήμερα. Πολλοί μαρξιστές επιχείρησαν να δώσουν μια ερμηνεία στο φαινόμενο με τη «θεωρία της λάθος διεύθυνσης», όπως την ονόμασε ο θεωρητικός Ernest Gellner.

Με τον ίδιο τρόπο που οι σιίτες μουσουλμάνοι πιστεύουν ότι ο αρχάγγελος Γαβριήλ έδωσε από λάθος στον Μωάμεθ το μήνυμα του Θεού, που προοριζόταν για τον Αλί, οι μαρξιστές αρέσκονται να πιστεύουν ότι το πνεύμα της ιστορίας ή η ανθρώπινη συνείδηση έχουν διαπράξει ένα τρομερό λάθος. Το αφυπνιστικό μήνυμα απευθυνόταν στις κοινωνικές τάξεις, αλλά από ένα ολέθριο ταχυδρομικό λάθος παραδόθηκε στα έθνη.

Ο Gellner συνέχισε την επιχειρηματολογία του λέγοντας ότι η θρησκεία επιτελεί μια λειτουργία παρόμοια με εκείνη του εθνικισμού στη σημερινή Μέση Ανατολή: κινητοποιεί αποτελεσματικά τον λαό, επειδή έχει πνευματικό και συναισθηματικό περιεχόμενο, πράγμα το οποίο δεν διαθέτει η ταξική συνείδηση. Ακριβώς όπως ο εθνικισμός ξεπήδησε όταν στο τέλος του 19ου αιώνα οι Ευρωπαίοι μετακινήθηκαν από την ύπαιθρο στις πόλεις, έτσι και ο ισλαμισμός αποτελεί αντίδραση στην αστικοποίηση και στις μετακινήσεις που λαμβάνουν χώρα στις σύγχρονες κοινωνίες της Μέσης Ανατολής. Η επιστολή του Μαρξ δεν πρόκειται ποτέ να παραδοθεί σε διεύθυνση που να αναγράφεται μια «τάξη».

Ο Μαρξ πίστευε ότι η μεσαία τάξη, ή τουλάχιστον εκείνη η μερίδα της που ήταν κάτοχος κεφαλαίων και που ο ίδιος ονόμαζε μπουρζουαζία, θα παρέμενε πάντα μια μικρή και προνομιούχος μειοψηφία στις σύγχρονες κοινωνίες. Αντιθέτως, αυτό που στην πραγματικότητα συνέβη ήταν ότι η μπουρζουαζία και γενικότερα η μεσαία τάξη, συγκρότησαν τη μεγάλη πλειοψηφία στους λαούς των πλέον προηγμένων χωρών, γεγονός που δημιούργησε προβλήματα στον σοσιαλισμό. Από την εποχή του Αριστοτέλη, οι στοχαστές διατύπωσαν την πεποίθηση ότι η σταθερή δημοκρατία στηρίζεται σε μια ευρεία μεσαία τάξη και ότι οι κοινωνίες που παρουσιάζουν ακραίο πλούτο και φτώχια είναι ευάλωτες είτε στην ολιγαρχική κυριαρχία είτε στη λαϊκή επανάσταση. Όταν μεγάλο μέρος του ανεπτυγμένου κόσμου κατόρθωσε να δημιουργήσει κοινωνίες μεσαίας τάξης, η απήχηση του μαρξισμού εξανεμίστηκε. Οι μόνες περιοχές όπου ο αριστερός ριζοσπαστισμός παραμένει ισχυρός είναι μερικά από τα πιο υποβαθμισμένα μέρη του κόσμου, όπως κάποια στη Λατινική Αμερική, το Νεπάλ και οι εξαθλιωμένες περιφέρειες της ανατολικής Ινδίας.

Αυτό που ο πολιτικός επιστήμονας Samuel Huntington ονόμασε «τρίτο κύμα» του παγκόσμιου εκδημοκρατισμού, που ξεκίνησε στη νότια Ευρώπη κατά τη δεκαετία του 1970 και κορυφώθηκε με την πτώση του κομμουνισμού στην Ανατολική Ευρώπη το 1989, οδήγησε σε αύξηση των αντιπροσωπευτικών δημοκρατιών στον πλανήτη, από περίπου 45 το 1970 σε περισσότερες από 120 μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1990. Η οικονομική ανάπτυξη συνέβαλε στην ανάδυση νέων μεσαίων τάξεων σε χώρες όπως η Βραζιλία, η Ινδία, η Ινδονησία, η Νότια Αφρική και η Τουρκία. Όπως κατέδειξε ο οικονομολόγος Moisés Naím, αυτές οι μεσαίες τάξεις είναι σχετικά μορφωμένες, έχουν περιουσία και συνδέονται μέσω της τεχνολογίας με τον έξω κόσμο. Έχουν απαιτήσεις από τις κυβερνήσεις τους και κινητοποιούνται με ευκολία, χάρη στην πρόσβασή τους στην τεχνολογία. Δεν θα πρέπει να εκπλήσσει το γεγονός ότι οι πρωταίτιοι των εξεγέρσεων της Αραβικής Άνοιξης ήταν μορφωμένοι Τυνήσιοι και Αιγύπτιοι, των οποίων οι προσδοκίες για επαγγελματική απασχόληση και πολιτική συμμετοχή συμπιέζονταν από τη δικτατορία υπό την οποία διαβιούσαν.

Ο κόσμος της μεσαίας τάξης δεν υποστηρίζει κατ’ ανάγκην και κατ’ αρχήν τη δημοκρατία : όπως όλοι, είναι κι αυτοί άνθρωποι ιδιοτελείς, που τους απασχολεί η προστασία της περιουσίας και της κοινωνικο-οικονομικής θέσης τους. Σε χώρες όπως η Κίνα και η Ταϊλάνδη, πολλά μέλη της μεσαίας τάξης αισθάνονται να απειλούνται από τα αναδιανεμητικά αιτήματα των φτωχών και, ως εκ τούτου, τάχθηκαν υπέρ των αυταρχικών κυβερνήσεων που προστατεύουν τα συμφέροντα της τάξης τους. Ούτε, επίσης, ισχύει ότι οι δημοκρατίες κατ’ ανάγκην ανταποκρίνονται στις προσδοκίες των αντίστοιχων μεσαίων τάξεων και, όταν αυτό δεν συμβαίνει, οι μεσαίες τάξεις μπορεί να γίνουν ανυπάκουες.

Η ΕΣΧΑΤΗ ΚΑΚΗ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ;

Σήμερα έχει διαμορφωθεί μια ευρεία παγκόσμια συναίνεση σχετικά με τη νομιμοποίηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας, τουλάχιστον επί της αρχής. Παρακολουθούμε τη σκέψη του οικονομολόγου Amartya Sen: «Αν και η δημοκρατία δεν έχει ακόμη επικρατήσει παντού ούτε είναι στ’ αλήθεια αποδεκτή με τον ίδιο τρόπο παντού, εντούτοις το γενικό κλίμα στην παγκόσμια κοινή γνώμη φανερώνει ότι η δημοκρατική διακυβέρνηση έχει στις μέρες μας πετύχει να θεωρείται κατά κανόνα σωστή». Ευρύτερα είναι αποδεκτή σε χώρες που έχουν φθάσει σε ένα επίπεδο επαρκούς υλικής ευμάρειας, το οποίο να επιτρέπει στην πλειοψηφία των πολιτών τους να θεωρούν τους εαυτούς τους ως ανήκοντες στη μεσαία τάξη, πράγμα που εξηγεί και το γιατί υπάρχει συνάφεια ανάμεσα στα υψηλά επίπεδα ανάπτυξης και στη δημοκρατική σταθερότητα.

Ορισμένες κοινωνίες, όπως το Ιράν και η Σαουδική Αραβία, απορρίπτουν τη φιλελεύθερη δημοκρατία προς όφελος μιας μορφής ισλαμικής θεοκρατίας. Εντούτοις, αυτά τα καθεστώτα είναι συνώνυμα του αναπτυξιακού αδιεξόδου και επιβιώνουν μόνο χάρη στο γεγονός ότι κάθονται πάνω σε τεράστια αποθέματα πετρελαίου. Οι Άραβες αποτελούσαν κάποτε τη μεγάλη εξαίρεση στο –κατά Huntington- τρίτο κύμα (προς τον εκδημοκρατισμό), αλλά η Αραβική Άνοιξη έδειξε ότι οι αραβικοί πληθυσμοί είναι δυνατόν να κινητοποιηθούν κατά των δικτατοριών με την ίδια ευκολία που μπορούν να το πράξουν οι Ανατολικο-Ευρωπαίοι και οι Λατινο-Αμερικανοί. Αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει ότι θα είναι εύκολος και ευθύς ο δρόμος προς μια ορθώς λειτουργούσα δημοκρατία στην Τυνησία, στην Αίγυπτο ή στη Λιβύη, αλλά υποδεικνύει ότι ο πόθος για πολιτικές ελευθερίες και συμμετοχή δεν αποτελεί μια πολιτισμική ιδιαιτερότητα Ευρωπαίων και Αμερικανών.

Η μόνη πιο σοβαρή πρόκληση παγκοσμίως κατά της φιλελεύθερης δημοκρατίας σήμερα, προέρχεται από την Κίνα, η οποία συνδυάζει την αυταρχική διακυβέρνηση με μια μερικώς ελεύθερη οικονομία της αγοράς. Η Κίνα είναι κληρονόμος μιας μακράς και υπερήφανης παράδοσης ενός υψηλού επιπέδου γραφειοκρατικής διακυβέρνησης, που εκτείνεται δύο χιλιετίες πίσω στον χρόνο. Οι ηγέτες της χώρας πέτυχαν μια τεραστίων διαστάσεων πολυσύνθετη μετάβαση από μια κεντρικά σχεδιασμένη, σοβιετικού τύπου οικονομία σε μια οικονομία δυναμική και ανοιχτή, και αυτό το έπραξαν με μια αξιοσημείωτη ικανότητα -μεγαλύτερη, είναι αλήθεια, από εκείνη που επέδειξαν πρόσφατα οι Αμερικανοί ηγέτες στη διαχείριση της δικής τους μακρο-οικονομικής πολιτικής. Πολλοί είναι σήμερα εκείνοι που θαυμάζουν το κινεζικό σύστημα, όχι μόνο για την απόδοσή του στην οικονομία αλλά και γιατί μπορεί να λαμβάνει γρήγορα πολύ μεγάλες και σύνθετες αποφάσεις, σε αντίθεση με τη βασανιστική πολιτική παράλυση που έχει πλήξει τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη κατά τα τελευταία χρόνια. Ειδικότερα από τότε που ξέσπασε η πρόσφατη οικονομική κρίση, οι ίδιοι οι Κινέζοι έχουν αρχίσει να διαλαλούν το «κινεζικό μοντέλο» ως μια εναλλακτική λύση προς τη φιλελεύθερη δημοκρατία.

Ωστόσο, το μοντέλο αυτό είναι απίθανο να αναδειχθεί ποτέ σε σοβαρή εναλλακτική προς τη φιλελεύθερη δημοκρατία, σε περιοχές εκτός της Ανατολικής Ασίας. Καταρχάς, το μοντέλο είναι πολιτισμικά ιδιάζον: η κινεζική κυβέρνηση συγκροτείται γύρω από ένα μακράς παράδοσης αξιοκρατικό σύστημα προσλήψεων, από διαγωνισμούς για τη στελέχωση των δημοσίων υπηρεσιών, από μεγάλη έμφαση στην εκπαίδευση και σεβασμό στη δύναμη των τεχνοκρατών. Λίγες είναι οι αναπτυσσόμενες χώρες που μπορούν να συναγωνιστούν αυτό το μοντέλο. Αυτές που το επιχείρησαν, όπως η Σιγκαπούρη και η Νότια Κορέα (παλαιότερα, τουλάχιστον), βρίσκονταν ήδη εντός του κινεζικού πολιτισμικού χώρου. Οι ίδιοι οι Κινέζοι εκφράζουν σκεπτικισμό σχετικά με το κατά πόσον είναι εφικτό να εξαχθεί το δικό τους μοντέλο. Το λεγόμενο «consensus του Πεκίνου» είναι μια δυτική επινόηση και όχι κινεζική.

Είναι, επίσης, ασαφές το κατά πόσον το κινεζικό μοντέλο μπορεί να έχει διάρκεια. Ούτε η βασισμένη στις εξαγωγές ανάπτυξη ούτε το συγκεντρωτικό σύστημα λήψης των αποφάσεων μπορεί να αποφέρει για πάντα τα επιθυμητά αποτελέσματα. Το γεγονός ότι η κινεζική κυβέρνηση δεν επέτρεψε ανοιχτή συζήτηση γύρω από το ολέθριο δυστύχημα σε αμαξοστοιχία του σιδηροδρόμου υψηλής ταχύτητας, που συνέβη πέρυσι το καλοκαίρι, καθώς και το ότι δεν απέδωσε ευθύνες στο Υπουργείο Σιδηροδρόμων, φανερώνει ότι υπάρχουν και άλλες ωρολογιακές βόμβες κρυμμένες πίσω από την πρόσοψη της αποτελεσματικής διοίκησης.

Τελικά, η Κίνα είναι εξαιρετικά ευάλωτη και στον ηθικό τομέα. Η κινεζική κυβέρνηση δεν υποχρεώνει τους αξιωματούχους της να σέβονται την αξιοπρέπεια των πολιτών. Κάθε εβδομάδα καταγράφονται νέες διαμαρτυρίες για διαρπαγές γης, περιβαλλοντικές παραβάσεις ή κατάφωρη διαφθορά από πλευράς ορισμένων αξιωματούχων. Καθώς η χώρα αναπτύσσεται ταχύτατα, αυτές οι καταχρήσεις κρύβονται κάτω από το χαλί. Όμως, η φρενήρης ανάπτυξη δεν θα συνεχίζεται επ’ άπειρον και η κυβέρνηση θα κληθεί να πληρώσει το τίμημα της οργής που ζητά διέξοδο. Το καθεστώς δεν διαθέτει πλέον ένα ιδανικό για οδηγό, γύρω από το οποίο να οργανώνεται. Θεωρητικά δεσμευμένο στην ισότητα, το Κομμουνιστικό Κόμμα κυβερνά μια κοινωνία στιγματισμένη από δραματική και αυξανόμενη ανισότητα.

Κατά συνέπεια, η σταθερότητα του κινεζικού συστήματος δεν θα πρέπει με κανένα τρόπο να θεωρείται δεδομένη. Η κινεζική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι οι πολίτες της είναι πολιτισμικά διαφορετικοί και πάντοτε θα προτιμούν μια καλοσυνάτη δικτατορία, που προωθεί την ανάπτυξη, από μια ρυπαρή δημοκρατία που θέτει σε κίνδυνο την κοινωνική σταθερότητα. Πάντως, είναι απίθανο αυτή η διογκούμενη μεσαία τάξη να συμπεριφερθεί στην Κίνα διαφορετικά από ό,τι έπραξε σε άλλα μέρη του κόσμου. Μπορεί και άλλα αυταρχικά καθεστώτα να επιχειρήσουν να μιμηθούν την επιτυχία της Κίνας, αλλά είναι μάλλον απίθανο, ύστερα από πενήντα χρόνια, μεγάλο μέρος του κόσμου μας να θυμίζει τη σημερινή Κίνα.

ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Σήμερα στον κόσμο υπάρχει μεγάλος συσχετισμός της οικονομικής ανάπτυξης με την κοινωνική αλλαγή και την ηγεμονία της φιλελεύθερης δημοκρατικής ιδεολογίας. Και προς το παρόν, δεν διαφαίνεται άλλη πειστική ανταγωνιστική ιδεολογία. Αν, όμως, συνεχιστούν κάποιες ανησυχητικές οικονομικές και κοινωνικές τάσεις, θα θέσουν σε κίνδυνο τη σταθερότητα των σύγχρονων φιλελεύθερων δημοκρατιών, αλλά και θα εκθρονίσουν τη δημοκρατική ιδεολογία, έτσι όπως την κατανοούμε σήμερα.

Ο κοινωνιολόγος Barrington Moore διατύπωσε κάποτε ορθά-κοφτά τη φράση: «Χωρίς Αστούς, Χωρίς Δημοκρατία». Οι μαρξιστές δεν πέτυχαν την κομμουνιστική ουτοπία, επειδή ο ώριμος καπιταλισμός δημιούργησε τις κοινωνίες της μεσαίας τάξης και όχι της εργατικής. Τι θα γίνει, όμως, αν η περαιτέρω ανάπτυξη της τεχνολογίας και η παγκοσμιοποίηση υπονομεύσουν τη μεσαία τάξη και δεν επιτρέπουν πλέον παρά σε μια μικρή μειονότητα πολιτών μιας προηγμένης κοινωνίας να αναρριχώνται στο status της μεσαίας τάξης;

Είναι ήδη άφθονα τα σημάδια ότι μια τέτοια εξέλιξη έχει ήδη ξεκινήσει. Στις Ηνωμένες Πολιτείες τα μεσαία εισοδήματα έχουν -σε πραγματικούς όρους- τελματώσει, από τη δεκαετία του 1970 και μετά. Οι οικονομικές επιπτώσεις αυτής της στασιμότητας εξομαλύνθηκαν εν μέρει από το γεγονός ότι τα περισσότερα αμερικανικά νοικοκυριά της περασμένης γενιάς στηρίχτηκαν στο εισόδημα δύο εργαζομένων μελών τους. Επιπροσθέτως, όπως πολύ πειστικά υποστήριξε ο οικονομολόγος Raghuram Rajan, με δεδομένο ότι οι Αμερικανοί είναι απρόθυμοι να δεσμευθούν σε μια ξεκάθαρη αναδιανομή, οι Ηνωμένες Πολιτείες, αντιθέτως, προχώρησαν σε μια πολύ επικίνδυνη και αναποτελεσματική μορφή αναδιανομής, επιδοτώντας τον ενυπόθηκο δανεισμό των νοικοκυριών με χαμηλό εισόδημα, της περασμένης γενιάς. Η τάση αυτή διευκολύνθηκε από την υψηλή ρευστότητα, προερχόμενη από την Κίνα και άλλες χώρες, και έδωσε σε πολλούς απλούς Αμερικανούς την ψευδαίσθηση ότι το βιοτικό τους επίπεδο ανέβαινε προοδευτικά στη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας. Από αυτήν την άποψη, το σκάσιμο της στεγαστικής φούσκας το 2008-9, δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια βίαιη επιστροφή στη φτώχεια. Μπορεί οι Αμερικανοί να απολαμβάνουν σήμερα φθηνά κινητά τηλέφωνα, ρούχα σε λογικές τιμές και Facebook, αλλά ολοένα και περισσότερο δεν μπορούν να συντηρήσουν το σπίτι τους, να πληρώσουν την ασφάλεια για υγειονομική περίθαλψη ή ικανοποιητική σύνταξη, όταν θα πάψουν να εργάζονται.

Ένα πιο ανησυχητικό φαινόμενο, που ανέδειξαν ο ειδικός στα κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών Peter Thiel και ο οικονομολόγος Tyler Cowen, είναι ότι τα οφέλη από τα πιο πρόσφατα επιτεύγματα της τεχνολογικής καινοτομίας σωρεύθηκαν δυσανάλογα στα πιο χαρισματικά και μορφωμένα μέλη της κοινωνίας. Αυτό το φαινόμενο συνέβαλε με τη σειρά του στη μαζική αύξηση της ανισότητας στην προηγούμενη γενιά, στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 1974, το κορυφαίο 1% των οικογενειών μοιράστηκε το 9% του ΑΕΠ. Μέχρι το 2007, το μερίδιο αυτό αυξήθηκε στο 23,5%.

Οι εμπορικές και φορολογικές πολιτικές ενδεχομένως να επιτάχυναν αυτήν την τάση, αλλά ο πραγματικός θύτης εδώ είναι η τεχνολογία. Στις παλαιότερες φάσεις της εκβιομηχάνισης (στις εποχές της υφαντουργίας, του άνθρακα, του χάλυβα και των μηχανών εσωτερικής καύσης), τα οφέλη από τις τεχνολογικές αλλαγές σχεδόν πάντα διαχέονταν προς τα κάτω, στην υπόλοιπη κοινωνία, με τη μορφή της απασχόλησης. Όμως, αυτό δεν αποτελεί νόμο της φύσης. Σήμερα ζούμε σε αυτό που ο καθηγητής Shoshana Zuboff χαρακτήρισε «εποχή της έξυπνης μηχανής», στο πλαίσιο της οποίας ολοένα και πιο πολύ η τεχνολογία είναι ικανή να υποκαθιστά περισσότερες και υψηλότερες λειτουργίες του ανθρώπου. Κάθε σπουδαίο επίτευγμα στη Silicon Valley πιθανότατα σημαίνει απώλεια χαμηλής ειδίκευσης θέσεων εργασίας σε άλλους τομείς της οικονομίας. Αυτή η τάση δεν φαίνεται πιθανό να ανατραπεί σύντομα.

Η ανισότητα υπήρχε ανέκαθεν, ως αποτέλεσμα των φυσικών διαφορών σε χαρίσματα και σε χαρακτήρα. Όμως, ο σημερινός τεχνολογικός κόσμος μεγιστοποιεί σε πολύ μεγάλο βαθμό αυτές τις διαφορές. Σε μια αγροτική κοινωνία του 19ου αιώνα, ένας άνθρωπος με μαθηματικό μυαλό δεν είχε τόσο πολλές ευκαιρίες να κεφαλαιοποιήσει το χάρισμά του. Σήμερα, μπορεί να γίνει άσσος στη μηχανική λογισμικού και να προσποριστεί ακόμη μεγαλύτερο μερίδιο εθνικού πλούτου.

Ο άλλος παράγοντας που υπονομεύει τα εισοδήματα της μεσαίας τάξης στις ανεπτυγμένες χώρες, είναι η παγκοσμιοποίηση. Με τη μείωση του κόστους των μεταφορών και των επικοινωνιών και την είσοδο στο παγκόσμιο εργατικό δυναμικό εκατοντάδων εκατομμυρίων νέων εργατών από τις αναπτυσσόμενες χώρες, το είδος της εργασίας που προσέφερε η παλιά μεσαία τάξη στον ανεπτυγμένο κόσμο μπορεί τώρα να εκτελεστεί αλλού πολύ πιο φθηνά. Κάτω από ένα οικονομικό μοντέλο που θέτει ως προτεραιότητα τη μεγιστοποίηση του συνολικού εισοδήματος, είναι αναπόφευκτο ότι οι θέσεις εργασίας θα μεταφέρονται έξω από τα σύνορα.

Πιο έξυπνες ιδέες και πολιτικές θα μπορούσαν να περιορίσουν τη ζημιά. Η Γερμανία πέτυχε σε σημαντικό βαθμό να προστατεύσει την παραγωγική της βάση και το βιομηχανικό εργατικό δυναμικό της, ενώ οι επιχειρήσεις της παρέμειναν ανταγωνιστικές σε διεθνές επίπεδο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο, από την άλλη πλευρά, ευχαρίστως υιοθέτησαν τη μετάβαση στη μετα-βιομηχανική οικονομία των υπηρεσιών. Το ελεύθερο εμπόριο έγινε μάλλον μια ιδεολογία παρά μια θεωρία: όταν μέλη του αμερικανικού Κογκρέσου επιχείρησαν με τη μορφή εμπορικών κυρώσεων μια αντεπίθεση κατά της Κίνας επειδή διατηρεί υποτιμημένο το νόμισμά της, κατηγορήθηκαν με αγανάκτηση για προστατευτισμό, σαν να είχε ήδη επιτευχθεί ανταγωνισμός επί ίσοις όροις. Πολύς λόγος έχει γίνει γύρω από τα θαύματα της οικονομίας της γνώσης καθώς και για το πώς οι βρώμικες και επικίνδυνες δουλειές στη βιομηχανία αναπόφευκτα θα αντικατασταθούν από εργάτες υψηλής ειδίκευσης, που θα κάνουν δημιουργικά και ενδιαφέροντα πράγματα. Όλα αυτά ήταν ένας λεπτός πέπλος που κάλυπτε το σκληρό γεγονός της αποβιομηχάνισης. Παρέβλεπε το γεγονός ότι τα οφέλη από τη νέα τάξη πραγμάτων προορίζονταν δυσανάλογα για έναν πολύ μικρό αριθμό ανθρώπων που κινούνται γύρω από τα χρηματοοικονομικά και την υψηλή τεχνολογία, δηλαδή για κύκλους συμφερόντων που κυριαρχούν στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και στον γενικότερο πολιτικό διάλογο.

Η ΑΠΟΥΣΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Ένα από τα πιο αινιγματικά χαρακτηριστικά του κόσμου μας, που αποτελούν επακόλουθο της οικονομικής κρίσης, είναι ότι μέχρι στιγμής, η λαϊκή έκφραση δείχνει να έχει λάβει κατά κύριο λόγο δεξιόστροφη μορφή, παρά αριστερόστροφη.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, αν και το Πάρτι του Τσαγιού ακολουθεί μια αντι-ελιτίστικη ρητορική, εντούτοις τα μέλη του ψηφίζουν συντηρητικούς πολιτικούς, που υπηρετούν τα συμφέροντα ακριβώς εκείνων των επενδυτικών και επιχειρηματικών ελίτ, τις οποίες υποτίθεται ότι απεχθάνονται. Για το φαινόμενο αυτό υπάρχουν πολλές ερμηνείες, οι οποίες περιλαμβάνουν μια βαθιά εδραιωμένη πίστη στην ισότητα των ευκαιριών μάλλον, παρά στην ισότητα του αποτελέσματος, και στο γεγονός ότι ζητήματα κουλτούρας, όπως οι εκτρώσεις και το δικαίωμα οπλοφορίας, τέμνουν τα οικονομικά ζητήματα.

Όμως, ο βαθύτερος λόγος για τον οποίον ποτέ δεν έγινε εφικτή μια Αριστερά με ευρεία λαϊκή βάση, είναι πνευματικός. Πρώτον, εδώ και πολλές δεκαετίες ούτε ένας εκπρόσωπος της Αριστεράς δεν μπόρεσε να διατυπώσει μια λογική ανάλυση του τι συμβαίνει στη δομή των προηγμένων κοινωνιών όταν υφίστανται οικονομικές μεταβολές, και, δεύτερον, να διαμορφώσει μια ρεαλιστική ατζέντα που να δημιουργεί την ελπίδα για την προστασία της κοινωνίας της μεσαίας τάξης.

Οι βασικές τάσεις που διαμορφώθηκαν στην Αριστερά, στη διάρκεια των δύο τελευταίων γενεών, ήταν -ειλικρινά- καταστροφικές, είτε ως εννοιολογικό πλαίσιο είτε ως μέσον κινητοποίησης. Ο μαρξισμός πέθανε πριν από πολλά χρόνια και οι λίγοι παλιοί οπαδοί του που επιζούν, είναι έτοιμοι για το γηροκομείο. Η θεωρητική Αριστερά αντικατέστησε τον μαρξισμό με τον μετα-μοντερνισμό, την πολυ-πολιτισμικότητα, τον φεμινισμό, την κριτική θεωρία και έναν σωρό από άλλες κατακερματισμένες διανοητικές τάσεις, που έχουν μάλλον πολιτισμικό παρά οικονομικό προσανατολισμό. Ο μετα-μοντερνισμός ξεκινά με απόρριψη των προοπτικών κάθε γενικής αφήγησης της ιστορίας των κοινωνιών, υποσκάπτοντας το δικό του κύρος ως φωνή για την πλειοψηφία των πολιτών που αισθάνονται προδομένοι από τις ελίτ των κοινωνιών τους. Η πολυ-πολιτισμικότητα κατ’ ουσίαν τεκμηριώνει τη θυματοποίηση των κοινωνικά αποκλεισμένων ομάδων. Είναι αδύνατον να δημιουργήσεις ένα μαζικό προοδευτικό κίνημα στη βάση μια τέτοιας ετερόκλητης συμμαχίας: το μεγαλύτερο μέρος των πολιτών της εργατικής τάξης και του κατώτερου τμήματος της μεσαίας, που έχουν θυματοποιηθεί από το σύστημα, είναι φορείς συντηρητικής κουλτούρας και θα αισθάνονταν αμήχανοι δίπλα σε συμμάχους σαν τους προαναφερθέντες.

Όποιο κι αν είναι το θεωρητικό υπόβαθρο σε μια ατζέντα της Αριστεράς, το μεγαλύτερο πρόβλημά της είναι η έλλειψη αξιοπιστίας. Οι δύο προηγούμενες γενεές γνώρισαν μια Αριστερά, η γενική τάση της οποίας ακολούθησε σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα, που εστίαζε στην κρατική μέριμνα επί μιας σειράς υπηρεσιών, όπως οι συντάξεις, η υγειονομική περίθαλψη και η εκπαίδευση. Αυτό το μοντέλο έχει τώρα εξαντληθεί: τα κράτη-πρόνοιας έχουν γίνει μεγάλα, γραφειοκρατικά και δύσκαμπτα. Πολύ συχνά αιχμαλωτίζονται από τους ίδιους τους οργανισμούς τους οποίους εποπτεύουν, μέσω των συνδικάτων στον δημόσιο τομέα. Και πάνω απ’ όλα, είναι ασύμφορα από δημοσιονομική άποψη, καθώς οι λαοί γηράσκουν παντού στον ανεπτυγμένο κόσμο. Κατά συνέπεια, όταν τα υφιστάμενα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ανέρχονται στην εξουσία, δεν ευελπιστούν παρά να γίνουν φρουροί ενός κράτους-πρόνοιας που είχε δημιουργηθεί δεκαετίες πριν. Κανένα από αυτά τα κόμματα δεν είχε ένα καινούργιο, ενδιαφέρον πρόγραμμα, γύρω από το οποίο να προσελκύσει τις μάζες.

ΜΙΑ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

Φανταστείτε, για μια στιγμή, σήμερα, έναν ταπεινό γραφιά, κάπου σε μια σοφίτα, να προσπαθεί να αποτυπώσει μια ιδεολογία για το μέλλον, που θα προσφέρει έναν ρεαλιστικό δρόμο προς έναν κόσμο με υγιείς κοινωνίες μεσαίων τάξεων και εύρωστων δημοκρατιών. Πώς θα ήταν αυτή η ιδεολογία ;

Θα είχε δύο -τουλάχιστον- συστατικά μέρη, το πολιτικό και το οικονομικό. Από πολιτική άποψη, η νέα ιδεολογία θα έπρεπε να επαναβεβαιώνει την υπεροχή της δημοκρατικής πολιτικής επί της οικονομίας και να νομιμοποιεί εκ νέου την κυβέρνηση ως εκφραστή του δημοσίου συμφέροντος. Όμως, η ατζέντα που προωθείται για την προστασία της ύπαρξης της μεσαίας τάξης, δεν θα πρέπει να βασίζεται απλώς στους υφιστάμενους μηχανισμούς του κράτους-πρόνοιας. Η ιδεολογία θα πρέπει με κάποιον τρόπο να επανασχεδιάσει τον δημόσιο τομέα, αποδεσμεύοντάς τον από την εξάρτησή του από τις υπάρχουσες ομάδες συμφερόντων και χρησιμοποιώντας νέες, επιβοηθούμενες από την τεχνολογία, προσεγγίσεις για την παροχή υπηρεσιών. Θα πρέπει να κάνει με ειλικρίνεια λόγο για μεγαλύτερη αναδιανομή και να παρουσιάσει ένα ρεαλιστικό πρόγραμμα για να πάψει η κυριαρχία των ομάδων συμφερόντων στην πολιτική.

Από οικονομική άποψη, η ιδεολογία δεν θα πρέπει να ξεκινά με μια καταδίκη του καπιταλισμού καθεαυτού, ως σαν ο ξεπερασμένος σοσιαλισμός να εξακολουθεί να αποτελεί βιώσιμη προοπτική. Το διακύβευμα είναι μάλλον η διαφοροποίηση του καπιταλισμού και ο βαθμός στον οποίον οι κυβερνήσεις θα βοηθήσουν τις κοινωνίες να προσαρμοστούν στις αλλαγές. Η παγκοσμιοποίηση θα πρέπει να γίνει αντιληπτή όχι ως ένα μοχθηρό φυσικό φαινόμενο, αλλά μάλλον ως πρόκληση και ευκαιρία, που πρέπει να γίνει αντικείμενο πολύ προσεκτικών πολιτικών χειρισμών. Η νέα ιδεολογία δεν θα βλέπει τις αγορές ως αυτοσκοπό. Αντιθέτως, θα αποτιμά το παγκόσμιο εμπόριο και τις επενδύσεις στο μέτρο που συνέβαλαν στη δημιουργία μιας ευημερούσας μεσαίας τάξης και όχι μόνο στη μεγαλύτερη συσσώρευση εθνικού πλούτου.

Ωστόσο, δεν είναι εύκολο να επιτευχθούν τα ανωτέρω χωρίς να γίνει μια σοβαρή και επίμονη κριτική ανάλυση στο οικοδόμημα των σύγχρονων νεοκλασικών οικονομικών, αρχής γενομένης από θεμελιώδεις προϋποθέσεις, όπως είναι ο σεβασμός των ατομικών προτιμήσεων και η άποψη ότι το συλλογικό εισόδημα είναι ένας ακριβής δείκτης της εθνικής ευημερίας. Αυτή η ανάλυση θα πρέπει να επισημαίνει ότι το εισόδημα των ανθρώπων δεν αντιστοιχεί απαραιτήτως με την πραγματική συνεισφορά τους στην κοινωνία. Εντούτοις, θα πρέπει να προχωρεί περισσότερο και να αναγνωρίζει ότι ακόμη και αν οι αγορές εργασίας ήταν αποδοτικές, η φυσική κατανομή των χαρισμάτων δεν είναι απαραιτήτως δίκαιη και ότι τα άτομα δεν είναι κυρίαρχες οντότητες, αλλά πλάσματα που σε πολύ μεγάλο βαθμό διαμορφώνονται από τις κοινωνίες που τα περιβάλλουν.

Οι περισσότερες από αυτές τις ιδέες κυκλοφορούσαν σαν συνονθύλευμα για κάποιο διάστημα. Ο γραφιάς που προαναφέραμε, θα έπρεπε να τις τοποθετήσει σε ένα συνεκτικό πακέτο. Ο ίδιος ή η ίδια θα έπρεπε επίσης να αποφύγει το πρόβλημα με τη «λάθος διεύθυνση». Η κριτική της παγκοσμιοποίησης, δηλαδή, θα πρέπει να είναι συνδεδεμένη με τον πατριωτισμό ως στρατηγική για κινητοποίηση, έτσι ώστε να καθορίζει την έννοια του εθνικού συμφέροντος με έναν τρόπο πιο εξελιγμένο, σε σύγκριση -για παράδειγμα- με το σύνθημα «Αγόραζε Αμερικανικά», που προώθησαν τα σωματεία στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το προϊόν θα ήταν μια σύνθεση ιδεών τόσο από την Αριστερά όσο και από τη Δεξιά, αποσυνδεδεμένο από την ατζέντα των περιθωριοποιημένων ομάδων, που συνιστούν το υπάρχον προοδευτικό κίνημα. Η ιδεολογία θα πρέπει να είναι λαϊκή. Το μήνυμα θα πρέπει να ξεκινά με μια κριτική κατά των αρχουσών τάξεων, οι οποίες επέτρεψαν να θυσιαστούν τα οφέλη των πολλών προς χάριν των ολίγων, και μια κριτική της χρηματοοικονομικής πολιτικής (ειδικά στην Ουάσιγκτον), που συντριπτικά ευνοεί τους πλούσιους.

Οι εγγενείς κίνδυνοι ενός τέτοιου κινήματος είναι προφανείς: μια υποχώρηση ιδίως των Ηνωμένων Πολιτειών από την υπεράσπιση ενός πιο ανοιχτού παγκόσμιου συστήματος, θα πυροδοτούσε αλλού αντιδράσεις προστατευτισμού. Από πολλές απόψεις, η επανάσταση των Ρήγκαν και Θάτσερ πέτυχε αυτό που έλπισαν οι υποστηρικτές της, δηλαδή να δημιουργήσει έναν ολοένα και πιο ανταγωνιστικό, παγκοσμιοποιημένο και χωρίς συγκρούσεις κόσμο. Στη διαδρομή παρήχθη τεράστιος πλούτος και δημιουργήθηκαν ανερχόμενες μεσαίες τάξεις παντού στον ανεπτυγμένο κόσμο, αλλά και παράλληλη εξάπλωση της δημοκρατίας. Είναι πιθανόν ο ανεπτυγμένος κόσμος να βρίσκεται στην άκρη μιας σειράς τεχνολογικών ανακαλύψεων, οι οποίες όχι μόνο θα αυξήσουν την παραγωγικότητα αλλά και θα προσφέρουν αξιόλογη απασχόληση σε μεγάλο αριθμό ανθρώπων από τη μεσαία τάξη.

Όμως, τα παραπάνω είναι μάλλον ζήτημα ελπίδων παρά αντανάκλαση της εμπειρικής πραγματικότητας των τελευταίων τριάντα χρόνων, η οποία δείχνει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Πράγματι, είναι πολλοί οι λόγοι που μας κάνουν να πιστέψουμε ότι η ανισότητα θα εξακολουθήσει να επιδεινώνεται. Η ισχύουσα συγκέντρωση του πλούτου στις Ηνωμένες Πολιτείες έχει γίνει αυτοτροφοδοτούμενη: όπως υποστήριξε ο οικονομολόγος Simon Johnson, ο χρηματοοικονομικός τομέας έχει χρησιμοποιήσει την πολιτική επιρροή των ομάδων συμφερόντων για να αποφύγει πιο επαχθείς μορφές ελέγχου. Τα σχολεία για εύπορους είναι καλύτερα από ποτέ, ενώ τα σχολεία για όλους τους άλλους συνεχίζουν να εκφυλίζονται. Σε όλες τις κοινωνίες οι ελίτ χρησιμοποιούν τη μεγαλύτερη πρόσβασή τους στο πολιτικό σύστημα, για να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους, απούσης μιας αποτρεπτικής δημοκρατικής κινητοποίησης, που θα εξισορροπούσε την κατάσταση. Οι αμερικανικές ελίτ δεν αποτελούν εξαίρεση στον κανόνα.

Αυτή η κινητοποίηση δεν πρόκειται να συμβεί, εντούτοις, για όσον καιρό οι μεσαίες τάξεις στον ανεπτυγμένο κόσμο παραμένουν γοητευμένες από τον μύθο της προηγούμενης γενιάς: ότι τα συμφέροντά τους θα εξυπηρετηθούν καλύτερα από μια ακόμη πιο ελεύθερη αγορά και από λιγότερο κράτος. Ο εναλλακτικός μύθος είναι εκεί έξω και περιμένει να γεννηθεί.