Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (16.266-16.320)

Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς·
«οὐ μέν τοι κείνω γε πολὺν χρόνον ἀμφὶς ἔσεσθον
φυλόπιδος κρατερῆς, ὁπότε μνηστῆρσι καὶ ἡμῖν
ἐν μεγάροισιν ἐμοῖσι μένος κρίνηται Ἄρηος.
270 ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν ἔρχευ ἅμ᾽ ἠοῖ φαινομένηφιν
οἴκαδε, καὶ μνηστῆρσιν ὑπερφιάλοισιν ὁμίλει·
αὐτὰρ ἐμὲ προτὶ ἄστυ συβώτης ὕστερον ἄξει,
πτωχῷ λευγαλέῳ ἐναλίγκιον ἠδὲ γέροντι.
εἰ δέ μ᾽ ἀτιμήσουσι δόμον κάτα, σὸν δὲ φίλον κῆρ
275 τετλάτω ἐν στήθεσσι κακῶς πάσχοντος ἐμεῖο,
ἤν περ καὶ διὰ δῶμα ποδῶν ἕλκωσι θύραζε
ἢ βέλεσιν βάλλωσι· σὺ δ᾽ εἰσορόων ἀνέχεσθαι.
ἀλλ᾽ ἦ τοι παύεσθαι ἀνωγέμεν ἀφροσυνάων,
μειλιχίοις ἐπέεσσι παραυδῶν· οἱ δέ τοι οὔ τι
280 πείσονται· δὴ γάρ σφι παρίσταται αἴσιμον ἦμαρ.
ἄλλο δέ τοι ἐρέω, σὺ δ᾽ ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσιν·
ὁππότε κεν πολύβουλος ἐνὶ φρεσὶ θῇσιν Ἀθήνη,
νεύσω μέν τοι ἐγὼ κεφαλῇ, σὺ δ᾽ ἔπειτα νοήσας
ὅσσα τοι ἐν μεγάροισιν ἀρήϊα τεύχεα κεῖται
285 ἐς μυχὸν ὑψηλοῦ θαλάμου καταθεῖναι ἀείρας
πάντα μάλ᾽· αὐτὰρ μνηστῆρας μαλακοῖς ἐπέεσσι
παρφάσθαι, ὅτε κέν σε μεταλλῶσιν ποθέοντες·
“ἐκ καπνοῦ κατέθηκ᾽, ἐπεὶ οὐκέτι τοῖσιν ἐῴκει
οἷά ποτε Τροίηνδε κιὼν κατέλειπεν Ὀδυσσεύς,
290 ἀλλὰ κατῄκισται, ὅσσον πυρὸς ἵκετ᾽ ἀϋτμή.
πρὸς δ᾽ ἔτι καὶ τόδε μεῖζον ἐνὶ φρεσὶ θῆκε Κρονίων,
μή πως οἰνωθέντες, ἔριν στήσαντες ἐν ὑμῖν,
ἀλλήλους τρώσητε καταισχύνητέ τε δαῖτα
καὶ μνηστύν· αὐτὸς γὰρ ἐφέλκεται ἄνδρα σίδηρος.”
295 νῶϊν δ᾽ οἴοισιν δύο φάσγανα καὶ δύο δοῦρε
καλλιπέειν καὶ δοιὰ βοάγρια χερσὶν ἑλέσθαι,
ὡς ἂν ἐπιθύσαντες ἑλοίμεθα· τοὺς δέ κ᾽ ἔπειτα
Παλλὰς Ἀθηναίη θέλξει καὶ μητίετα Ζεύς.
ἄλλο δέ τοι ἐρέω, σὺ δ᾽ ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσιν·
300 εἰ ἐτεόν γ᾽ ἐμός ἐσσι καὶ αἵματος ἡμετέροιο,
μή τις ἔπειτ᾽ Ὀδυσῆος ἀκουσάτω ἔνδον ἐόντος,
μήτ᾽ οὖν Λαέρτης ἴστω τό γε μήτε συβώτης
μήτε τις οἰκήων μήτ᾽ αὐτὴ Πηνελόπεια,
ἀλλ᾽ οἶοι σύ τ᾽ ἐγώ τε γυναικῶν γνώομεν ἰθύν·
305 καί κέ τεο δμώων ἀνδρῶν ἔτι πειρηθεῖμεν,
ἠμὲν ὅπου τις νῶϊ τίει καὶ δείδιε θυμῷ,
ἠδ᾽ ὅτις οὐκ ἀλέγει, σὲ δ᾽ ἀτιμᾷ τοῖον ἐόντα.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσεφώνεε φαίδιμος υἱός·
«ὦ πάτερ, ἦ τοι ἐμὸν θυμὸν καὶ ἔπειτά γ᾽, ὀΐω,
310γνώσεαι· οὐ μὲν γάρ τι χαλιφροσύναι γέ μ᾽ ἔχουσιν·
ἀλλ᾽ οὔ τοι τόδε κέρδος ἐγὼν ἔσσεσθαι ὀΐω
ἡμῖν ἀμφοτέροισι· σὲ δὲ φράζεσθαι ἄνωγα.
δηθὰ γὰρ αὔτως εἴσῃ ἑκάστου πειρητίζων,
ἔργα μετερχόμενος· τοὶ δ᾽ ἐν μεγάροισιν ἕκηλοι
315 χρήματα δαρδάπτουσιν ὑπέρβιον, οὐδ᾽ ἔπι φειδώ.
ἀλλ᾽ ἦ τοί σε γυναῖκας ἐγὼ δεδάασθαι ἄνωγα,
αἵ τέ σ᾽ ἀτιμάζουσι καὶ αἳ νηλείτιδές εἰσιν·
ἀνδρῶν δ᾽ οὐκ ἂν ἐγώ γε κατὰ σταθμοὺς ἐθέλοιμι
ἡμέας πειράζειν, ἀλλ᾽ ὕστερα ταῦτα πένεσθαι,
320 εἰ ἐτεόν γέ τι οἶσθα Διὸς τέρας αἰγιόχοιο.»

***
Πάλι του μίλησε βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος:
«Ω ναι, εκείνοι δεν θα μείνουν για πολύ μακριά από την άγρια μάχη,
όταν θα φτάσει η ώρα να κρίνει ο Άρης τον αγώνα μας
με τους μνηστήρες στο παλάτι.
270 Μα τώρα εσύ, μόλις φανεί στον ουρανό η Αυγή, πήγαινε
σπίτι, ανακατέψου πάλι με τους περήφανους μνηστήρες —
εμένα θα με κατεβάσει αργότερα στην πόλη ο χοιροβοσκός,
με τη μορφή ενός γέρου, κουρελή ζητιάνου.
Κι αν μέσα στο ίδιο μου το σπίτι εκείνοι με καταφρονήσουν,
να μείνει ψύχραιμη η καρδιά σου, βλέποντας
το κακό που πάσχω· ακόμη κι αν στο πάτωμα με σύρουν απ᾽ τα πόδια
να με πετάξουν έξω, ή ρίξουν τις βολές τους πάνω μου, βλέπε
και κάνε εσύ υπομονή. Μόνο με λόγια μαλακά τους λες
τις αφροσύνες τους να σταματήσουν. Αυτοί, είναι σίγουρο,
280 δεν θα σ᾽ ακούσουν· γιατί τους μέλλεται η μοιραία μέρα.
Αλλά και κάτι άλλο έχω να σου πω, να το φυλάξει ο νους σου:
μόλις φωτίσει το μυαλό μου πολύβουλη η Αθηνά,
εγώ κουνώντας το κεφάλι θα σου κάνω νεύμα, πιάνεις εσύ τότε
το νόημα, κι αμέσως σηκώνεις τα όπλα του πολέμου
που παραμένουν στη μεγάλη αίθουσα — να τα μαζέψεις όλα
στη γωνιά της πάνω κάμαρης.
Όσο για τους μνηστήρες, όταν τα αναζητήσουνε και σε ρωτήσουν,
πάλι τους ξεγελάς με λόγια μαλακά: «Τα σήκωσα να τα φυλάξω
από την κάπνα, γιατί δεν μοιάζουν πια όπως ο Οδυσσέας
τ᾽ άφησε τη μέρα εκείνη που έφευγε στην Τροία·
290 έχουν το χάλι τους, τα θάμπωσε η καπνισμένη ανάσα της φωτιάς.
Κι ένας ακόμη λόγος σοβαρότερος, που ο Δίας τον έβαλε στον νου μου·
μήπως μιαν ώρα μεθυσμένοι, πιάσετε μεταξύ σας τον καβγά
και πληγωθείτε, οπότε θα ντροπιάσετε γεύμα και προξενιό —
γιατί από μόνο του το σίδερο τραβά τον άντρα.»
Μόνο για μας τους δυο άφησε μέσα δυο σπαθιά, δυο δόρατα,
και δυο σκουτάρια από βοδίσιο δέρμα· πρόχειρα να ᾽ναι,
όταν διαλέξουμε την ώρα να εφορμήσουμε. Μετά η Παλλάδα Αθηνά
θα τους μαγέψει αυτούς, αλλά κι ο Δίας βαθυστόχαστος.
Και κάτι ακόμα θα σου πω, να το θυμάσαι·
300 αν είσαι γιος μου κι αίμα μου, κανείς μην πάρει είδηση
πως ο Οδυσσέας βρίσκεται στο σπίτι. Μήτε ο Λαέρτης να το μάθει
μήτε ο χοιροβοσκός μήτε άλλος άνθρωπος δικός μας —
ούτε κι η ίδια η Πηνελόπη.
Μόνο εσύ κι εγώ, μαζί να δούμε των γυναικών το φρόνημα
και λέω να δοκιμάσουμε τους άλλους δούλους· αν κάποιος μας τιμά
και μας φοβάται, και ποιος καθόλου δεν μας λογαριάζει
κι εσένα σε ατιμάζει, κι ας είσαι αυτός που είσαι.»
Ανταποκρίθηκε ο λαμπρός του γιος και τον προσφώνησε:
«Πατέρα, το φρόνημά μου σύντομα θα το γνωρίσεις —
310 δεν είμαι πάντως αχαλίνωτος.
Αλλά δεν βλέπω αυτό που είπες να συμφέρει τόσο
και τους δυο μας· γι᾽ αυτό προτείνω να το ξανασκεφτείς.
Πολύν καιρό νομίζω πως θα χάσεις τους δούλους δοκιμάζοντας έναν προς έναν, γυρίζοντας και στους αγρούς· στο μεταξύ οι μνηστήρες
ανενόχλητοι κι ασύστολοι ξαφρίζουν στο παλάτι τ᾽ αγαθά σου —
δεν έχουν στάλα δισταγμό.
Είμαι λοιπόν της γνώμης, των γυναικών την πίστη
να τη δοκιμάσεις· ποιες κριματίζονται σε βάρος σου
και ποιες σου μένουν ακριμάτιστες.
Δεν θα συμβούλευα όμως, πηγαίνοντας στους στάβλους, στον έλεγχο να βάλουμε
ακόμη και τους δούλους — αυτή η δουλειά ας μείνει αργότερα,
320 αν πράγματι κρατείς στο χέρι σημάδι από τον αιγίοχο Δία.»

Ένα παιδί που δεν το αποδέχθηκαν, τρέχει μια ζωή προκειμένου να φτάσει κάπου

«Είναι εύκολο να γίνεις γονιός, αλλά είναι δύσκολο να είσαι γονιός».

Σ’ αυτή τη φράση ο Βίλχελμ Μπους εσωκλείει σύντομα και περιεκτικά τη δυσκολία – κι ό,τι αυτή προϋποθέτει ή συνεπάγεται- του να είναι κανείς όχι τέλειος, αλλά ένας αρκούντως καλός γονιός. Εξάλλου τέλειοι γονείς δεν υπάρχουν, όπως δεν υπάρχουν και τέλεια παιδιά, κι αυτό είναι κάτι, που χρειάζεται να κρατάμε καλά στο νου μας.

Όταν κάποιος γίνεται γονιός, τότε είναι η στιγμή που έρχεται στην επιφάνεια το δικό του εσωτερικό παιδί, των δικών του παιδικών χρόνων, έρχεται ξανά σε επαφή με το παρελθόν του, με τα τραύματά του. Και μπορεί είτε να υποκύψει σ’ αυτά και να τα αναπαράγει, διαιωνίζοντας με τη σειρά του αυτό το φαύλο κύκλο γενεών, είτε μπορεί να έρθει αντιμέτωπος με τις πληγές του, σπάζοντας τον κύκλο.

Όποια κι αν είναι η επιλογή του, οι συνέπειες είναι αναπόφευκτες και αντίστοιχες της απόφασής του. Ο πρώτος δρόμος είναι σίγουρα ο πιο εύκολος, αλλά εξίσου σίγουρα είναι και ο πιο επικίνδυνος και επώδυνος για το παιδί μπροστά του.

Οι γονείς βλέπουν το παιδί τους ως προέκταση του εαυτού τους, αδυνατούν να το δουν ως ξεχωριστή προσωπικότητα, ως πλάσμα με διαφορετική ταυτότητα, τη δική του ταυτότητα. Περιμένουν απ’ αυτό να γίνει ό,τι δεν έγιναν, να κάνει ό,τι δεν έκαναν, να ζήσουν τη ζωή που δεν έζησαν μέσα απ’ τη ζωή του παιδιού τους, να “φτιάξουν” το τέλειο, το ιδανικό, το ατσαλάκωτο παιδί. Αντ’ αυτού όμως, το μόνο που καταφέρνουν να “φτιάξουν” είναι ένα φοβισμένο παιδί.

«Όταν ο γονιός δεν έχει αρκετή αυτοπεποίθηση, όταν δεν είναι σίγουρος για τη θέση του, μπορεί να αντιδρά άσχημα στις εκδηλώσεις αντίστασης του παιδιού του. Αντί να δει την αντίσταση ως μία εκδήλωση της ταυτότητας του παιδιού, αισθάνεται ότι κατευθύνεται εναντίον του». -Ιζαμπέλ Φιλιοζά

Και τότε οι γονείς κάνουν ένα από τα μεγαλύτερα τους λάθη. Αντί να προσπαθήσουν να κατανοήσουν τη συμπεριφορά του παιδιού τους, προσπαθούν να μεγαλώσουν ένα υπάκουο και πειθαρχημένο παιδί χρησιμοποιώντας ως όπλο τους και έχοντας ως σύμμαχο τους το φόβο. Και ο φόβος είναι παιδική κακοποίηση.

Παιδική κακοποίηση δεν είναι μόνο ό,τι αγγίζει τη σφαίρα του ακραίου. Παιδική κακοποίηση είναι οι τιμωρίες, οι επικρίσεις, οι υποτιμήσεις, οι ετικέτες, οι συγκρίσεις, οι απαιτήσεις, οι απειλές, η αδιαφορία, η απόρριψη, η απαξίωση, η ειρωνεία, τα λόγια που πονάνε, η αγάπη υπό όρους («Σ’ αγαπώ/ Είσαι καλός/ή, αν κάνεις αυτό που λέω/θέλω εγώ»). -F. Engels

Δε μιλάμε πλέον για μια σχέση ισότιμη, αναφορικά με την αξιοπρέπεια. Μιλάμε για μια σχέση ελέγχου, για ένα μόνιμο παιχνίδι εξουσίας, με τους γονείς να κατηγορούν το παιδί ξεχνώντας ότι αυτοί το ξεκίνησαν. Το παιδί δεν μπορεί να ακούει προσβολές, γιατί μόνο έτσι μεγαλώνοντας θα αποκτήσει αξιοπρέπεια.

Κάθε φορά που ο γονιός επιδιώκει να επιβληθεί στο παιδί του, κατ’ ουσίαν επιχειρεί να επιβληθεί στα τραύματα του για να μην πονάει.

Πίσω απ’ τη βία κρύβεται μια δική του ιστορία, είναι οι παλιές πληγές, που ξαναματώνουν, προβάλλει την οργή της παιδικής του ηλικίας στο παιδί του.

Το παιδί εξαρτάται από τους γονείς του, καθρεφτίζεται στο βλέμμα τους, βλέπει τον εαυτό του μέσα απ’ τα δικά τους μάτια. Το παιδί δεν έχει ανάγκη από τέλειους γονείς, έχει ανάγκη από γονείς που το αγαπούν και κυρίως το αποδέχονται άνευ όρων και όχι άνευ ορίων.

Δε φτάνει μόνο η αγάπη, χρειάζεται και η αποδοχή.

Ένα παιδί, που δεν το αποδέχθηκαν, τρέχει για μια ζωή προκειμένου να φτάσει κάπου.

Έχει ανάγκη από γονείς που αποδέχονται ότι το παιδί τους δεν είναι τέλειο, ότι δεν είναι ίσως αυτό που ονειρεύτηκαν, ότι δεν είναι αυτό που θα ήθελαν να είναι.

Αλήθεια, οι ίδιοι είναι αυτό που θα ήθελαν να είναι; Αποδέχτηκαν ποτέ τον εαυτό τους; Τον αγάπησαν;

Το παιδί έχει ανάγκη από γονείς, που αναγνωρίζουν τα λάθη τους, τα παραδέχονται και προσπαθούν να τα διορθώσουν.

«Κι εμείς τι πάθαμε που μεγαλώσαμε έτσι;».

Μεγαλώσαμε μέσα σ’ έναν ψεύτικο εαυτό. Μάθαμε να φοβόμαστε, να κρυβόμαστε πίσω από μάσκες, να μην έχουμε πρόσωπο, αλλά προσωπείο, να φοράμε το κουστούμι μας και να παίζουμε το ρόλο μας.

Μάθαμε να μην εκφράζουμε τις ανάγκες και τα «θέλω» μας, να μην τα αναγνωρίζουμε, να θέλουμε τα «θέλω» των άλλων, να τα περνάμε για δικά μας, να τους ανήκουμε, να εξαρτιόμαστε.

Μάθαμε να μην αγαπάμε τον εαυτό μας, άρα και τους άλλους, να μην τον αποδεχόμαστε, να τον σαμποτάρουμε, να ζητούμε το δυσλειτουργικό για να λειτουργήσουμε ή για να νομίζουμε ότι έτσι λειτουργούμε.

Μάθαμε να βολευόμαστε, να μη ρισκάρουμε, να μην κυνηγάμε τα όνειρά μας, να μην ονειρευόμαστε, να μας τρομάζει η αλλαγή, δηλαδή η ίδια η ζωή, μάθαμε να μη ζούμε. Άλλα περισσότερο, άλλα λιγότερο.

Άλλοι περισσότερο, άλλοι λιγότερο. Κι αν πάλι όλα αυτά δεν τα αναγνωρίζουμε είναι γιατί κυρίως μάθαμε να τα βάζουμε όλα «κάτω απ’ το χαλί»...

Κι αφού δεν τα βλέπω, ή μάλλον δε θέλω να τα δω, τότε δεν υπάρχουν! Αυτό πάθαμε. Γίναμε έτσι...

Μας οφείλουμε λοιπόν να βγούμε στο φως, να δούμε τις σκιές μας, να τις αναγνωρίσουμε, να τις γνωρίσουμε κι αυτή τη φορά να μάθουμε να τις διαχειριζόμαστε.

«Να πούμε “ναι” στον εαυτό μας, να αντιμετωπίσουμε τον εαυτό μας σαν αυτό να είναι το σοβαρότερο απ’ όλα τα καθήκοντά μας.» -C. Jung.

Να βγάλουμε τη μάσκα! Να σπάσουμε τον κύκλο!

Η πίστη ως ερωτική χρονικότητα

Ας εξετάσουμε πρώτα τις αγάπες που είχα για κάποιο χρόνο πριν τις προδώσω ή τις εγκαταλείψω.

Κι όμως, τους μένω πιστός, και μάλιστα οριστικά.

Όχι βέβαια χάρη στις προσπάθειες της ανάμνησης, που η εργασία του πένθους ή μία απογοήτευση με τη λογοκρισία της μπορούν αν θέλουν, αντιθέτως, να τις καταργήσουν.

Αλλά επειδή όσο πιο πολύ πείθω τον εαυτό μου ότι «Δεν θέλω να ακούσω τίποτε», τόσο πιο πολύ αναγνωρίζω, με την άρνησή μου την ίδια, ότι ήμουν ο εραστής εκείνου για τον οποίο σήμερα θέλω να ξεχάσω τα πάντα.

Δεν είναι η μνήμη του τάδε προσώπου, ή ετούτης εδώ της σάρκας, ούτε αυτού εδώ του άλλου – όλα αυτά μπορούν κάλλιστα να εξαφανιστούν χωρίς να αφήσουν ψυχολογικά ίχνη.

Είναι ότι κάποτε έκανα μία ανεπανόρθωτη εξομολόγηση σ’ αυτόν που ίσως έχει σβήσει από τη μνήμη μου και του οποίου έγινα ο εραστής· αν σήμερα έχω ξεχάσει τα πάντα, αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι, για να αγαπήσω αυτόν που έχει πια εκλείψει, έφτασα όντως στο καθεστώς του εραστή, ότι αγάπησα όντως από πρωτοβουλία σύμφωνα με την αρχή του μη αποχρώντος λόγου, και ότι όντως έλαβα από αυτόν την σάρκα μου (την οποία δεν είχε) δίνοντάς του τη δική του (την οποία δεν είχα).

Οπότε, ακόμα κι αν ο όρκος δεν ήξερε πώς να διαρκέσει, δεν το μπόρεσε, ή δεν το θέλησε, ακόμα κι αν ο άλλος έχει εξαφανιστεί μαζί με το φαινόμενο που τον φανέρωνε, το γεγονός παραμένει ότι ριζικοποίησα την ερωτική αναγωγή, της οποίας η σφραγίδα με σημαδεύει για πάντα.

Ό,τι έκανα, είπα ή αισθάνθηκα από έρωτα φτάνοντας μέχρι τη ριζικοποιημένη ερωτική αναγωγή, με σημάδεψε σαν οριστικό στίγμα και μου επέβαλε μία νέα μορφή. Ίσως έχασα με τον χρόνο τον τάδε άλλο ή έχασα χρόνο μαζί του – αλλά δεν θα χάσω ποτέ αυτό που χρειάστηκε να γίνω για να τον αγαπήσω.

Όλες τις πράξεις που έκανα ως εραστής, τις κρατώ για πάντα μέσα μου – ή μάλλον με κρατούν μέσα τους και σώζουν την αδιαμφισβήτητη ερωτική αξιοπρέπειά μου.

Αυτοί που αγάπησα ίσως χάθηκαν, όχι όμως το γεγονός ότι τους αγάπησα, ούτε ο χρόνος που αφιέρωσα γι’ αυτό, ούτε ο εραστής που έγινα για να τους αγαπήσω.

Γιατί δεν υπάρχει ποτέ πρώην, υπάρχουν μόνο τα ανεξίτηλα ίχνη των άλλων, που με έκαναν εραστή, εραστή όχι άσφαλτο, εραστή χωρίς αμφιβολία πεπερασμένο, αλλά οριστικό, αλλά ανέκλητο.

Ποτέ δεν θα μπορέσω να αναιρέσω το γεγονός ότι μπήκα στον πειρασμό να αγαπήσω, ότι επομένως αγάπησα.

Ελέγχω τα συναισθήματά μου, ελέγχω τη ζωή μου

Στο πάγωμα της καθημερινότητας και όντας απομονωμένοι, ερχόμαστε όλοι αντιμέτωποι με τις διάφορες πλευρές του εαυτού μας και τα συναισθήματά μας.

Μας γεννήθηκαν πολλές απορίες, είχαμε και έχουμε πολλές ερωτήσεις, που όμως δεν μπορούν να απαντηθούν, επειδή δεν έχουμε τα πραγματικά δεδομένα. Και τι μας μένει σε τέτοιες περιπτώσεις; Πολύ μεγάλη αβεβαιότητα και φόβος. Ο εγκέφαλός μας είναι καλωδιωμένος έτσι ώστε να αντιπαθεί την αβεβαιότητα και το άγνωστο επειδή τα εξισώνει με τον κίνδυνο.

Η τρέχουσα κατάσταση έχει πυροδοτήσει την ανησυχία, το φόβο, την ανασφάλεια και το άγχος, με αποτέλεσμα να βρισκόμαστε στο έλεος αρνητικών σκέψεων και συναισθημάτων. Γι’ αυτό σε τέτοιους καιρούς, η συναισθηματική μας υγεία, που συνεπάγεται και σωματική υγεία, είναι πολύ σημαντική.

Τα καλά νέα είναι ότι είμαστε τεχνολογικά εξελιγμένα, υψηλής πολυπλοκότητας όντα με την ικανότητα να αυτό-ρυθμίζουμε την ενέργεια που ρέει στο βιολογικό μας σύστημα. Μπορούμε να ρυθμίζουμε συνειδητά τη βιολογία μας (να ενισχύσουμε το ανοσοποιητικό μας, να ξυπνήσουμε τα ένζυμα της μακροζωίας, να αυξήσουμε την ανθεκτικότητά μας). Πώς; Μέσω των συναισθημάτων μας. Η υγεία και η μακροζωία επηρεάζονται περισσότερο από το εσωτερικό μας περιβάλλον απ’ ότι από το εξωτερικό.

Μας έχουν μάθει ότι υπάρχουν αρνητικά, κακά συναισθήματα. Και τι κάνουμε με κάτι αρνητικό και κακό; Το απομακρύνουμε. Το κρύβουμε. Το μεταμφιέζουμε σε κάτι άλλο. Για να το ελέγξουμε.

Κι έτσι παλεύουμε ενάντια στα συναισθήματά μας, τα απωθούμε, προσποιούμενοι ότι δεν υπάρχουν ή απλά τα κλείνουμε στο υπόγειο και πετάμε το κλειδί.

Η αλήθεια είναι πως δεν υπάρχουν αρνητικά ή κακά συναισθήματα. Όλα τα συναισθήματα εξυπηρετούν ένα σκοπό. Η λειτουργία τους είναι να τραβήξουν την προσοχή μας, ώστε να εστιάσουμε σε κάτι, και να μας παρακινήσουν να δράσουμε. Τα συναισθήματα είναι εγγενώς ουδέτερα, απλά μας ενημερώνουν πού βρισκόμαστε και πώς φαίνεται να είναι τα πράγματα. Όλα τα συναισθήματα είναι πληροφορίες, δεδομένα, μηνύματα. Είναι ενέργεια σε κίνηση και είναι η κύρια γλώσσα του σώματος, του υποσυνείδητου και της διαίσθησης. Όταν καταστέλλουμε ή αγνοούμε δύσκολα συναισθήματα, το πραγματικό θύμα είναι η ευημερία και η υγεία μας.

Πώς μπορούμε να ελέγξουμε δύσκολα ή δυσάρεστα συναισθήματα;

Όταν για παράδειγμα νιώθω φόβο, ρωτάω: «Τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή; Είναι δικό μου αυτό το συναίσθημα; Είναι το συναίσθημα ανάλογο της κατάστασης;».

Εφόσον αναγνωρίσω και αποδεχτώ αυτό που νιώθω, μπορώ να αρχίσω να το μεταμορφώνω. Πολλές πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι όταν ονομάζουμε τα συναισθήματά μας, χάνουν μέρος της δύναμής τους. Ότι όταν γίνονται αντικείμενο της γνωστικής διαδικασίας, μειώνεται η έντασή τους.

Η μειωμένη ένταση του συναισθήματος, εφόσον το έχω ονομάσει, μου επιτρέπει να μείνω μαζί του και να το βιώσω. Μου επιτρέπω να νιώσω απογοητευμένη, θυμωμένη, λυπημένη ή φοβισμένη.

Νιώθω οτιδήποτε είναι αυτό που αισθάνομαι και δεν επιτρέπω στο μυαλό μου να το δικαιολογήσει ή να το αιτιολογήσει. Παίρνω μερικές βαθιές αναπνοές και κάθομαι μαζί του. Γίνομαι ο «ιερός μάρτυρας» αυτού που συμβαίνει μέσα μου.

Παρατηρώ τις αισθήσεις που έχω στα διάφορα σημεία του σώματός μου. Παρατηρώ, χωρίς να προσπαθώ να διορθώσω τίποτα. Και μετά ρωτάω: «Ποιο είναι το γενικό μήνυμα αυτού του συναισθήματος; Τι θέλει να μου πει;». Και παραμένω σε σιωπή και ακινησία για λίγα λεπτά. Η απάντηση μπορεί να εμφανιστεί με διάφορους τρόπους, σαν αίσθηση, εικόνα, λέξεις ή έμπνευση…

«Τι θέλω πραγματικά; Τι μου λέει η καρδιά μου; Τι χρειάζεται να κάνω;».

Οι εικόνες που έχω στο μυαλό μου, πυροδοτούν μια έκρηξη χημικών τα οποία μεταβάλλουν τη σύνθεση του αίματός μου, το οποίο με τη σειρά του ρυθμίζει και ελέγχει τα κύτταρά μου. Τα βιοχημικά που εκκρίνονται μέσα μου είναι σαν κύμα που ξεχύνεται στο σώμα μου και ολόκληρη η διαδικασία διαρκεί 60 με 90 δευτερόλεπτα. Μπορώ να διαχειριστώ και να ελέγξω 90 δευτερόλεπτα, έτσι δεν είναι;

Τα προβλήματα δημιουργούνται όταν δεν είμαστε καλά με τον εαυτό μας. Όλα τα προβλήματα είναι εσωτερικά. Η ποιότητα της ζωής μας καθορίζεται από την ποιότητα των σκέψεων και των συναισθημάτων μας.

Είναι σημαντικό να γνωρίζεις πως μπορείς να επιλέξεις τι θα σκεφτείς και τι θα νιώσεις. Μπορείς να σταματήσεις εν τη γενέσει τις παρορμήσεις σου και να τις ελέγξεις.

Πώς ζεις τη ζωή σου, με χαρά και αγάπη ή με άγχος και φόβο.

Να επιμένεις στην αγάπη και να τη πιστεύεις όσο το δυνατό περισσότερο γίνεται

Ναι, να επιμένεις στην αγάπη.

Να επιμένεις σε εκείνο το μαγικό τρόπο που σε κάνει να βλέπεις τα πράγματα.
Να επιμένεις σε εκείνους που δεν σταματούν να βλέπουν το καλό στη ψυχή των άλλων…

Να επιμένεις στην αγάπη…

Και να αφουγκράζεσαι τη δύναμή της.
Όπως και το πόνο που πολλές φορές κουβαλάει.
Και να τον γιατρεύεις με την αύξηση της δόσης της.

Να επιμένεις στην αγάπη…

Και να τη πιστεύεις όσο το δυνατό περισσότερο γίνεται.
Και να ελπίζεις πως ίσως μια μέρα θα καταφέρει να αλλάξει τον κόσμο.

Να επιμένεις στην αγάπη…

Και μην ακούς αυτά που λένε, ότι δήθεν η αγάπη πληγώνει και μας κάνει να καταρρέουμε…

Είναι δυνατόν ένα τέτοιο συναίσθημα που υφίσταται για να δίνει χαρά, να προκαλεί τόσο εύκολα τον πόνο;

Οι άνθρωποι πληγώνουν.
Οι προσδοκίες μας από αυτούς.
Και αυτά είναι που κλονίζουν την αγάπη.
Και την κάνουν να μειονεκτεί.

Να επιμένεις στην αγάπη…

Και μη σταματάς ποτέ να αναζητάς το φως της.
Την αλήθεια της.
Τα χρώματά της.
Σε φιλίες και σχέσεις που μπορούν να δώσουν.

Να επιμένεις στην αγάπη…

Και κάθε φορά να τη βιώνεις σε βάθος,
Από την αρχή ως το τέλος της…
Και μη σκεφτείς ποτέ να την αφήσεις.

Να επιμένεις στην αγάπη…

Και μη την εξευτελίζεις, σε παρακαλώ.
Άκου τις λέξεις της,
Τις σιωπές της.
Όλα αυτά που προσπαθεί να σου μάθει.

Να επιμένεις στην αγάπη…

Και μην πέσεις και εσύ στη παγίδα ότι είναι ακόμα ένα λάθος σου.
Ότι δεν είναι για σένα.

Να ξέρεις πως μπορείς να ξαναγαπήσεις.
Και να νιώσεις ξανά την πληρότητα που σε γεμίζει.
Και να σε εμπιστευτείς.

Να επιμένεις στην αγάπη…

Και να της δίνεις το χρόνο και το χώρο που χρειάζεται.
Και να θυμάσαι πως εσύ μοίρασες απλόχερα αυτό που μπορούσες.
Δεν κλείδωσες.

Να επιμένεις στην αγάπη…

Και μη τη ξοδεύεις άλλο σε παρελθόντες χρόνους…
Ζήσε την επιτέλους σε αυτό το σήμερα που της αξίζει.

Και μην ξεχνάς…

Η αγάπη δεν είναι δειλία.
Αγαπώ σημαίνει εγώ αγαπώ.
Το τι κάνει ο άλλος είναι δική του δουλειά.

Γι’ αυτό μη τη φοβάσαι…

Πώς η έμφαση δίνεται στο «έχειν» και όχι στο «είναι»

Μια κάποια αλλαγή, όσον αφορά την έμφαση που δίνεται αντίστοιχα στο «έχειν» και στο «είναι», φαίνεται ξεκάθαρα στην όλο και αυξανόμενη χρήση των ουσιαστικών και στην επακόλουθη μείωση της χρήσης των ρημάτων στις δυτικές γλώσσες.

Το ουσιαστικό είναι η ακριβής κατονομασία ενός πράγματος. Μπορώ να πω ότι έχω πράγματα: έχω ένα τραπέζι, ένα σπίτι, ένα βιβλίο, ένα αυτοκίνητο. Η ακριβής κατονομασία μιας δραστηριότητας, όμως ή μιας διαδικασίας σε εξέλιξη είναι ένα ρήμα: λόγου χάρη, «είμαι», «αγαπώ», «επιθυμώ», «μισώ» κ.λπ. Αλλά όλο και πιο συχνά, ακόμη και μια δραστηριότητα εκφράζεται με όρους κτήσης: με άλλα λόγια, ένα ουσιαστικό αντικαθιστά το ρήμα. Το να εκφράσεις ωστόσο μια δραστηριότητα χρησιμοποιώντας το ρήμα «έχω» σε συνδυασμό με ένα ουσιαστικό, αποτελεί εσφαλμένη χρήση της γλώσσας, καθώς οι δραστηριότητες και οι διαδικασίες σε εξέλιξη μπορούν μόνο να βιωθούν και όχι να αποκτηθούν.

Οι καταστροφικές συνέπειες αυτής της σύγχυσης είχαν ήδη αναγνωριστεί από τον δέκατο όγδοο αιώνα. Ο Ντι Μαρέ έδωσε μια ιδιαίτερα ακριβή έκφραση αυτού του προβλήματος σ’ ένα έργο του που εκδόθηκε μετά των θάνατό του, με τίτλο: «Οι Πραγματικές Αρχές της Γραμματικής» (1769), Γράφει εκεί: «Στο παράδειγμα “Έχω ένα ρολόι”, το ρήμα πρέπει να εννοηθεί με την κυριολεκτική του σημασία• όταν, όμως, λέει κάποιος “έχω μια ιδέα”, τότε το “έχω” λέγεται μόνο μεταφορικά. Είναι μια δανεισμένη έκφραση. Έχω μια ιδέα σημαίνει σκέφτομαι, συλλαμβάνω κάτι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Παρόμοια, έχω μια επιθυμία σημαίνει επιθυμώ κ.ο.κ.».

Στη διάρκεια των δύο αιώνων μετά τον Ντι Μαρέ, αυτή η γενική τάση της υποκατάστασης των ρημάτων με ουσιαστικά έχει λάβει τόσο μεγάλες διαστάσεις, που ακόμη κι εκείνος ο ίδιος δύσκολα θα μπορούσε να είχε φανταστεί. Ιδού ένα τυπικό, ακόμη κι αν είναι κάπως παρατραβηγμένο, παράδειγμα της καθημερινής μας ομιλίας. Ας υποθέσουμε ότι ένας άνθρωπος πηγαίνει να συμβουλευτεί έναν ψυχαναλυτή και ξεκινά τη συζήτηση με τα παρακάτω λόγια: «Γιατρέ, έχω ένα πρόβλημα˙ έχω αϋπνία. Αν και έχω ένα όμορφο σπίτι, αξιαγάπητα παιδιά κι έναν ευτυχισμένο γάμο, έχω και πολλές ανησυχίες». Πριν από μερικές δεκαετίες, αντί ο ασθενής να πει «έχω ένα πρόβλημα», θα είχε ίσως πει «είμαι προβληματισμένος», αντί να πει «έχω αϋπνία», θα έλεγε «δεν μπορώ να κοιμηθώ»˙ και, αντί να πει «έχω έναν ευτυχισμένο γάμο», θα έλεγε «είμαι ευτυχισμένος στον γάμο μου».

Ο πιο πρόσφατος τρόπος έκφρασης δηλώνει και τον υψηλό βαθμό αλλοτρίωσης που έχει επικρατήσει. Λέγοντας «έχω ένα πρόβλημα» αντί «είμαι προβληματισμένος», η υποκειμενική εμπειρία περιορίζεται: το εγώ της βιωμένης εμπειρίας υποκαθίσταται από αυτό της κτήσης. Έχω μετασχηματίσει το συναίσθημά μου σε κάτι το οποίο κατέχω: ένα πρόβλημα. Όμως, η λέξη «πρόβλημα» είναι ένας αφηρημένος όρος για κάθε λογής δυσκολία. Δεν δύναμαι να έχω ένα πρόβλημα, καθώς αυτό το τελευταίο δεν είναι κάτι το οποίο μπορεί να βρίσκεται στην κατοχή μου. Ωστόσο, μπορεί αυτό να κατέχει εμένα. Με διαφορετική διατύπωση, έχω μεταβάλει τον εαυτό μου σε «πρόβλημα» και τώρα πια με κατέχει το δημιούργημά μου. Αυτός o τρόπος ομιλίας προδίδει επομένως μια κρυμμένη, ασυνείδητη αλλοτρίωση. Αλλά βέβαια, θα μπορούσε κάποιος να αντιτάξει σε όλα αυτά πως η αϋπνία είναι ένα φυσικό σύμπτωμα όπως ο πονεμένος λαιμός ή ο πονόδοντος, και γι’ αυτό είναι αποδεκτό να λέμε ότι έχουμε αϋπνία, όπως λέμε ότι έχουμε πονεμένο λαιμό. Αλλά εδώ υπάρχει μια διαφορά: ένας πονεμένος λαιμός ή ένας πονόδοντος είναι σωματικές αισθήσεις, οι οποίες μπορούν να είναι περισσότερο ή λιγότερο έντονες, όμως δεν έχουν ιδιαίτερη ψυχική χροιά. Μπορεί κανείς να έχει πονεμένο λαιμό, αφού βέβαια έχει λαιμό, όπως μπορεί να έχει πονεμένο δόντι, αφού έχει δόντια. Η αϋπνία, αντίθετα, δεν είναι μια σωματική αίσθηση, αλλά μια πνευματική κατάσταση του ανθρώπου, αυτή κατά την οποία αδυνατεί να κοιμηθεί. Αν πω ότι «έχω αϋπνία» αντί «δεν μπορώ να κοιμηθώ», προδίδω την επιθυμία μου να απωθήσω μακριά μου την εμπειρία του άγχους μου, της ανησυχίας και της έντασης που δεν με αφήνουν να κοιμηθώ, και να αντιμετωπίσω ένα φαινόμενο που σχετίζεται με το μυαλό μου σαν να ήταν σωματικό σύμπτωμα.

Ή ένα άλλο παράδειγμα˙ το να πω «έχω μεγάλη αγάπη για σένα», δεν σημαίνει απολύτως τίποτε. Η αγάπη δεν είναι ένα πράγμα που μπορεί κάποιος να το έχει, αλλά μια ζωντανή διαδικασία, μια εσωτερική δραστηριότητα, υποκείμενο της οποίας είναι αυτός ο κάποιος. Μπορώ να αγαπώ, μπορώ να είμαι ερωτευμένος, αλλά αγαπώντας… δεν έχω τίποτε. Στην πραγματικότητα, μάλιστα, όσο λιγότερα έχω τόσο περισσότερο μπορώ να αγαπώ.

Erich Fromm, Να έχεις ή να είσαι;

Η διαφορά της ελευθερίας με την αυθαιρεσία

Από την ώρα που οι αρχές και οι κανόνες, τα παραγγέλματα και οι εντολές μας έρχονται απ’ έξω και οι κυρώσεις, θετικές ή αρνητικές, έπαινος ή ψόγος, αμοιβή ή ποινή επιβάλλονται πάλι απ’ έξω, από την ώρα που δεν κρίναμε εμείς και δεν αναδεχτήκαμε εμείς ολόκληρο το βάρος της εκλογής και της πράξης μας, δεν επήραμε μόνοι και ακέραια την απόφασή μας, η ευθύνη μας είναι περιορισμένη. Άλλο αν είναι και για το θετό Δίκαιο η ευθύνη μας στην περίπτωση αυτή πλήρης ή όχι. Εγώ μιλώ για την ηθική ευθύνη. Πλήρης είναι η ευθύνη μόνο στις πράξεις της αυτόνομης βούλησης. Πλήρως υπεύθυνος είμαι κατά το μέτρο που η πράξη είναι δική μου, κατά το μέτρο που η πράξη απέρρευσε από μένα τον ίδιο. Όσο δεν είναι δική μου με το νόημα αυτό, άλλο τόσο δεν υπέχω κι εγώ την πλήρη ευθύνη για τη σύλληψη και την εκτέλεσή της.

Ελευθερία όμως ηθική δεν θα πει αυθαιρεσία. Να μια παρεξήγηση που πρέπει να την αποφύγουμε. Άλλο ελευθερία και άλλο αναρχία. Επομένως και η ηθική αυτονομία αντιδιαστέλλεται ριζικά και σαφώς προς την αυθαιρεσία. Αυθαίρετη είναι η αναρχούμενη, όχι η ελεύθερη βούληση. Αυτονομούμενη είναι η βούληση που προστάζεται από το δικό της νόμο, όχι εκείνη που δεν αναγνωρίζει κανένα νόμο. Τέτοια είναι η αυθαίρετη, η αναρχούμενη βούληση. Η αυτονομούμενη βούληση ενεργεί σύμφωνα με τη δική της αξιοθεσία, με τη δική της ιεράρχηση των αξιών, πέρα από κάθε δέσμευση. Ενεργεί πέρα από κάθε δέσμευση, εκτός από μία. Όλες τις άλλες δεσμεύσεις μπορεί να τις αγνοήσει. Να τις καταλύσει. Μιαν όμως δέσμευση δεν μπορεί η αυτονομούμενη βούληση να την αρνηθεί ή να την αναιρέσει: τον αυτοσεβασμό. Να η διαφορά μεταξύ της αυθαίρετης και της ελεύθερης βούλησης. Η αυθαίρετη βούληση δεν πειθαρχεί πουθενά, δεν σέβεται κανένα νόμο, και κατά τούτο ακριβώς είναι αυθαίρετη ότι δεν πειθαρχεί στον εαυτό της. Δεν έχει καμιά δυσκολία να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Ή να μη σας δώσει κανένα λόγο. «Έκανα άλλοτε έτσι, αυτό τώρα το κάνω αλλιώς». Γιατί; «Γιατί έτσι θέλω». Ούτε αυτοσεβασμός, ούτε αυτοπειθαρχία. Ελευθερία όμως δεν θα πει να ενεργείς από καπρίτσιο ή ελεύθερα. Ελευθερία θα πει να ενεργείς από σεβασμό προς ένα νόμο που έχεις δώσει ο ίδιος στον εαυτό σου και να αισθάνεσαι την υποχρέωση πρώτος εσύ να τον τηρήσεις. Όχι κατά σύμπτωση. Όχι κατ’ εξαίρεση. Αλλά ως σταθερό και αμετακίνητο κανόνα βίου. Γι’ αυτό λέμε : ελεύθερη βούληση είναι εκείνη που δεν δεσμεύεται από τίποτα εκτός από τον ίδιο τον εαυτό της. Να σέβεται τον εαυτό της και να πειθαρχεί σ’ αυτόν είναι η αρχή της.

Erich Fromm: Η επιθετικότητα γεννάται από τον φθόνο και τη ζήλια

Σχετική με την επιθετικότητα που προκύπτει από τη διάψευση είναι η εχθρότητα που γεννάται από τον φθόνο και τη ζήλια. Τόσο η ζήλια όσο και ο φθόνος αποτελούν ένα ιδιαίτερο είδος διάψευσης. Προκαλούνται από το ότι ο Β έχει ένα αντικείμενο που επιθυμεί ο Α ή ότι τον αγαπάει ένα άτομο την αγάπη του οποίου επιθυμεί ο Α. Το μίσος και η εχθρότητα ξυπνούν στον Α και στρέφεται κατά του Β, ο οποίος γίνεται αποδέκτης εκείνου που επιθυμεί και δεν μπορεί να αποκτήσει ο Α. Ο φθόνος και η ζήλια είναι διαψεύσεις, που τονίζονται όχι μόνο από το ότι ο Α δεν λαμβάνει αυτό που επιθυμεί, αλλά από το ότι ένα άλλο άτομο ευνοείται αντί για εκείνον. Η ιστορία του Κάιν- που χωρίς να φταίει δεν του δείχνουν αγάπη-, ο οποίος σκοτώνει τον ευνοούμενο αδελφό του, και η ιστορία του Ιωσήφ και των αδελφών του αποτελούν κλασικές εκδοχές ζήλιας και φθόνου. Η ψυχαναλυτική φιλολογία προσφέρει πλούσια κλινικά δεδομένα σχετικά με αυτά τα φαινόμενα.

Ένα ακόμη είδος βίας που σχετίζεται με την αντιδραστική αλλά προχωρά ήδη ένα βήμα παραπέρα, προς την κατεύθυνση της παθολογίας, είναι η εκδικητική βία. Έχει τον ανορθολογικό σκοπό να αναιρεί μαγικά αυτό που έχει συμβεί πραγματικά. Συναντάμε την εκδικητική βία τόσο σε άτομα όσο και μεταξύ των πρωτόγονων και πολιτισμένων ομάδων. Αναλύοντας την ανορθολογική φύση αυτού του είδους βίας, μπορούμε να προχωρήσουμε ένα βήμα πιο πέρα. Το κίνητρο της εκδίκησης είναι αντιστρόφως ανάλογο με τη δύναμη και την παραγωγικότητα μιας ομάδας ή ενός ατόμου. Οι ανίσχυροι και οι ανάπηροι έχουν μόνο μία καταφυγή για να αποκαταστήσουν την αυτοεκτίμησή τους αν αυτή πλήγηκε από τη βλάβη που υπέστησαν- να πάρουν εκδίκηση σύμφωνα με το lex talionis: “οφθαλμό αντί οφθαλμού”. Από την άλλη, το άτομο που ζει παραγωγικά δεν έχει καμία τέτοια ανάγκη ή την έχει ελάχιστα. Ακόμη και αν πληγώθηκε, προσβλήθηκε και υπέστη βλάβη, η ίδια η διαδικασία της παραγωγικής ζωής το κάνει να ξεχνά τη βλάβη του παρελθόντος. 

Η ικανότητα παραγωγής αποδεικνύεται ισχυρότερη από την επιθυμία εκδίκησης. Το αληθές αυτής της ανάλυσης μπορεί εύκολα να αποδειχτεί από εμπειρικά δεδομένα στην ατομική και την κοινωνική κλίμακα. Το ψυχαναλυτικό υλικό καταδεικνύει ότι το ώριμο, παραγωγικό άτομο παρακινείται λιγότερο από την επιθυμία εκδίκησης απ’ ό,τι το νευρωτικό άτομο, που δυσκολεύεται να ζήσει ανεξάρτητα και εν ολοκληρία και που συχνά έχει την τάση να βασίζει ολόκληρη την ύπαρξή του στην επιθυμία εκδίκησης. Στις σοβαρές μορφές ψυχοπαθολογίας, η εκδίκηση γίνεται ο κυρίαρχος στόχος στη ζωή του, εφόσον δίχως την εκδίκηση όχι μόνο η αυτοεκτίμηση αλλά και η αίσθηση του εαυτού και της ταυτότητάς του απειλούνται να καταρρεύσουν. Ομοίως, διαπιστώνουμε ότι στις πιο οπισθοδρομικές ομάδες (από οικονομική, πολιτιστική ή συναισθηματική άποψη) το αίσθημα της εκδίκησης φαίνεται να είναι ισχυρότερο. Αρκεί να πούμε εδώ ότι με δεδομένο τον έντονο ναρκισσισμό με τον οποίο είναι προικισμένη η πρωτόγονη ομάδα, οποιαδήποτε προσβολή του αυτοειδώλου της είναι τόσο καταστροφική, που είναι απολύτως φυσικό να προκαλέσει έντονη εχθρότητα.

Ως αντισταθμιστική βία κατανοώ τη βία υπό τη μορφή αντικαταστάτη της παραγωγικής δραστηριότητας που εμφανίζεται σε ένα ανίκανο άτομο. Για να κατανοήσουμε τον όρο “ανικανότητα” όπως χρησιμοποιείται εδώ, πρέπει να προβούμε σε ορισμένες προκαταρκτικές σκέψεις. Παρότι ο άνθρωπος είναι το αντικείμενο των φυσικών και κοινωνικών δυνάμεων που τον εξουσιάζουν, ταυτόχρονα δεν αποτελεί μόνο αντικείμενο των περιστάσεων. Διαθέτει τη βούληση, την ικανότητα και την ελευθερία να μεταμορφώσει και να αλλάξει τον κόσμο- μέσα σε ορισμένα όρια. Αυτό που έχει σημασία εδώ δεν είναι το εύρος της βούλησης και της ελευθερίας, αλλά το ότι δεν μπορεί να ανεχτεί την απόλυτη παθητικότητα. Ωθείται να αφήσει το αποτύπωμά του στον κόσμο, να μεταμορφώσει και να αλλάξει, και όχι να μεταμορφωθεί και να αλλάξει ο ίδιος. Αυτή η ανθρώπινη ανάγκη βρίσκει έκφραση στις προϊστορικές τοιχογραφίες σπηλαίων, σε όλες τις τέχνες, στην εργασία και τη σεξουαλικότητα. Όλες αυτές οι δραστηριότητες είναι το αποτέλεσμα την ικανότητας του ανθρώπου να κατευθύνει τη βούλησή του προς έναν στόχο και να εμμένει στην προσπάθειά του μέχρι να τον φτάσει. Η δυνατότητα να χρησιμοποιήσει με αυτόν τον τρόπο τις δυνάμεις του ονομάζεται ικανότητα.
(Η σεξουαλική ικανότητα είναι μόνο μια μορφή ικανότητας.)

Αν για λόγους αδυναμίας, άγχους, ανεπάρκειας και ούτω καθεξής ο άνθρωπος δεν είναι σε θέση να δράσει, αν είναι ανίκανος, τότε υποφέρει. Αυτό το μαρτύριο λόγω ανικανότητας έχει τις ρίζες του στο ότι η ανθρώπινη ισορροπία έχει διαταραχθεί, ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να αποδεχτεί την κατάσταση πλήρους αδυναμίας χωρίς να προσπαθήσει να αποκαταστήσει την ικανότητά του για δράση. Μπορεί όμως; Και με ποιο τρόπο; Ένας τρόπος είναι να υποταχθεί σε άτομο ή σε μια ομάδα που έχει δύναμη και να ταυτιστεί μαζί τους. Με αυτή τη συμβολική συμμετοχή στη ζωή ενός άλλου ατόμου, ο άνθρωπος έχει την ψευδαίσθηση της δράσης όταν στην πραγματικότητα απλώς υποτάσσεται και γίνεται μέρος εκείνων που δρουν. Ο άλλος τρόπος, και μας ενδιαφέρει περισσότερο στο συγκεκριμένο πλαίσιο, είναι η δυνατότητά του να καταστρέφει.

Το να δημιουργεί κανείς ζωή σημαίνει να υπερβαίνει την υπόστασή του ως πλάσματος που “ρίχνεται” ξαφνικά στη ζωή, όπως ρίχνονται τα ζάρια από ένα κύπελλο. Ωστόσο, και η καταστροφή της ζωής σημαίνει ότι την υπερβαίνει και ότι αποδρά από το αφόρητο μαρτύριο της ολοκληρωτικής παθητικότητας. Η δημιουργία ζωής απαιτεί συγκεκριμένες ιδιότητες, που το ανίκανο άτομο στερείται. Ο ανίκανος άνθρωπος μπορεί να υπερβεί τη ζωή καταστρέφοντάς τη στους άλλους ή στον εαυτό του. Με αυτόν τον τρόπο εκδικείται τη ζωή επειδή αυτοαναιρέθηκε σε εκείνον. Η αντισταθμιστική βία είναι ακριβώς η βία που έχει τις ρίζες της και λειτουργεί αντισταθμιστικά στην ανικανότητα. Όποιος δεν μπορεί να δημιουργήσει επιθυμεί να καταστρέψει.

Erich Fromm, Η καρδιά του ανθρώπου

Να είσαι ευγενικός, γιατί κάθε άνθρωπος που συναντάς δίνει και μια σκληρή μάχη

Το μάθημα αυτό του Πλάτωνα δεν είναι πάντα εύκολο να το ακολουθήσουμε, γιατί δυσκολευόμαστε να είμαστε ευγενικοί όταν νιώθουμε στρεσαρισμένοι, βυθισμένοι στον ιλιγγιώδη σημερινό κόσμο. Όταν έρχεται η ώρα να γυρίσουμε σπίτι και πρέπει να πάρουμε το τρένο, δεν είναι πάντα εύκολο να δώσουμε τη σειρά ή τη θέση μας σε κάποιον άλλο ή να απαντήσουμε με ένα χαμόγελο σε κάποιον που μας ξενύχιασε ή ακουμπάει την τσάντα του στα πλευρά μας.

Ωστόσο, η ευγένεια είναι ένα ισχυρό αντίδοτο κατά του στρες, και για εκείνον που την εφαρμόζει και για εκείνον που τη δέχεται. Ιδού κάποια κλειδιά για να την καλλιεργήσουμε:

Να θυμόμαστε ότι όλος ο κόσμος δίνει την προσωπική του μάχη.

Η φράση του Πλάτωνα είναι το κλειδί που δίνει πνοή στην ευγενική ψυχή μας. Ίσως να βρισκόμαστε σε μια κατάσταση τρομερά δύσκολη, αλλά το πιο πιθανό είναι και οι άλλοι να βρίσκονται σε μια παρόμοια κατάσταση.

Να χαμογελάμε, ό,τι κι αν συμβαίνει.

Ένα χαμόγελο μεταδίδει εγκαρδιότητα, επιθυμία συνεργασίας και απουσία εχθρότητας. Με αυτούς τους οιωνούς, σίγουρα οποιαδήποτε συνάντηση εκτυλίσσεται με μεγαλύτερη ευκολία.

Όπως έλεγε ο εμψυχωτικός συγγραφέας Ουίλλιαμ Άρθουρ Ουόρντ, “ένα ζεστό χαμόγελο είναι η παγκόσμια γλώσσα της ευγένειας”.

Να μάθουμε να λέμε “όχι”, αλλά με ένα “αλλά”.

Το κλειδί αυτό χρησιμεύει στο να είσαι ευγενικός και ευχάριστος στους άλλους, χωρίς, όμως, να νιώθεις χαλί να σε πατάνε. Το να προσθέτεις ένα “αλλά” ακολουθούμενο από μια συμβουλή ή από το όνομα άλλου ανθρώπου στον οποίο θα τρέξουν για την επίλυση του προβλήματος επιτρέπει στην ευγένειά σου να συνεχίσει ανέπαφη.

Για παράδειγμα, “Δεν μπορώ να το κάνω για τον τάδε λόγο, αλλά γνωρίζω τον Χ που ίσως μπορεί.”.

Να είμαστε ευγενικοί με μας τους ίδιους, πάνω απ’ όλα.

Ό,τι κάνουμε στον εαυτό μας, αυτό θα εισπράξουμε από τους άλλους. Εξ ου και είναι τόσο σημαντικό να δείχνουμε ευγένεια. Αν αγαπάμε τον εαυτό μας και τον φροντίζουμε, αν τρέφουμε την ψυχή μας και προσέχουμε να μην την πληγώσουν, τότε και οι άλλοι θα μας φερθούν με την ίδια λεπτότητα.

SENECA: Ζήτησε λοιπόν από μένα όχι να είμαι όμοιος με τους αρίστους, αλλά να είμαι καλύτερος από τους κακούς

Αν επομένως κάποιος από αυτούς που μαίνονται κατά της φιλοσοφίας υποβάλει τη γνωστή ερώτηση: «Γιατί λοιπόν εσύ, που τα λες τόσο ωραία, δε ζεις ανάλογα; Γιατί μιλάς ταπεινά μπροστά σ’ ένα υπέρτερο ον, παράλληλα όμως θεωρείς ότι τα χρήματα σου είναι αναγκαίο εφόδιο και η απώλεια τους σε αναστατώνει; Γιατί χύνεις δάκρυα όταν πληροφορείσαι το θάνατο της γυναίκας σου ή του φίλου σου, γιατί φροντίζεις την υπόληψή σου και γιατί σε ταράζουν οι συκοφαντίες; Γιατί καλλιεργείς περισσότερα κτήματα από όσα απαιτούν οι φυσικές σου ανάγκες; Γιατί τα γεύματά σου δε συμβαδίζουν με τη διδασκαλία σου; Γιατί διατηρείς τόσο κομψή επίπλωση; Γιατί στα δείπνα σου πίνεις κρασί παλιότερο και από σένα ακόμη; Τι είναι αυτή η επίδειξη του ορνιθώνα σου; Γιατί φυτεύεις δέντρα που δε σου προσφέρουν τίποτε άλλο πέρα από σκιά; Γιατί η γυναίκα σου φοράει στ’ αυτιά της το εισόδημα ενός πλούσιου σπιτιού; Γιατί οι νεαροί δούλοι σου φορούν πολυτελή ενδύματα; Γιατί έχει γίνει πια τέχνη το να παρακαθήσει κάποιος στο τραπέζι σου και, αντί να τοποθετηθεί το πιάτο αμέριμνα και όπως τύχει, γίνεται ένα προσεκτικό σερβίρισμα, και γιατί τάχα υπάρχει και επαγγελματίας ακόμη για να τεμαχίσει το κρέας που παραθέτεις;». Αν θέλεις μάλιστα, πρόσθεσε και αυτά ακόμη: «Γιατί έχεις κτήματα πέρα από τη θάλασσα; Και γιατί έχεις πιο πολλά από όσα και συ ο ίδιος έχεις δει; Ντροπή σου! – ή μήπως είσαι τόσο ανεύθυνος, ώστε να μην έχεις ποτέ σου αντικρίσει μια χούφτα από δούλους που έχεις, ή είσαι τόσο τρυφηλός, ώστε να έχεις περισσότερους από όσους θα μπορούσε η μνήμη σου να σου θυμίσει;».

Πιο κάτω θα επικροτήσω κι εγώ τις κατηγορίες σου, και μάλιστα θα προσάψω στον εαυτό μου ακόμη πιο πολλές από όσες νομίζεις, για την ώρα όμως τούτο μόνο θα σου απαντήσω: «Δεν είμαι σοφός και -για να δώσω περισσότερη τροφή στην κακεντρέχειά σου- ούτε και θα γίνω ποτέ. Ζήτησε λοιπόν από μένα όχι να είμαι όμοιος με τους αρίστους, αλλά να είμαι καλύτερος από τους κακούς. Μου είναι αρκετό αν περιορίζω καθημερινά, έστω και στο ελάχιστο, τα ελαττώματα και καταδικάζω τα σφάλματά μου. Δεν έχω πετύχει να είμαι πραγματικά υγιής, ούτε και θα το πετύχω βέβαια. Περισσότερο αγωνίζομαι να ανακουφίσω την ποδάγρα μου παρά να τη θεραπεύσω, και είμαι ευχαριστημένος αν με θυμάται σπανιότερα και μου προκαλεί λιγότερο πόνο· όταν όμως συγκρίνω την κατάσταση μου με τα δικά σου πόδια, παρά την αναπηρία μου, εγώ είμαι δρομέας». Όλα αυτά δεν τα λέω για λογαριασμό μου -γιατί εγώ είμαι βουτηγμένος σε πέλαγος αμαρτιών κάθε είδους- αλλά μιλώ εξ ονόματος εκείνου που έχει πράγματι επιτύχει κάτι.

ΣΕΝΕΚΑΣ, Για μια ευτυχισμένη ζωή

Η βάση για την λύση στα προβλήματα των σχέσεων

Προβλήματα στις ερωτικές σχέσεις

Συχνά όταν δύο άνθρωποι κάνουν μία ερωτική συντροφική σχέση, o καθένας έρχεται αντιμέτωπος με στοιχεία του χαρακτήρα και συμπεριφορές του άλλου με τα οποία δεν συμφωνεί και οι οποίες γίνονται πηγή ψυχικής ταραχής και δυσφορίας. Μπορεί να πρόκειται για στοιχεία στον άλλον που τα θεωρεί ελαττώματά του ή ιδιοτροπίες του ή απλά στοιχεία διαφοράς χαρακτήρων.

Αυτό που γίνεται συνήθως τότε, είναι ότι το άτομο που δυσαρεστείται από στοιχεία του χαρακτήρα και τη συμπεριφορά του άλλου διαμαρτύρεται, παραπονείται, γκρινιάζει, μουτρώνει, απογοητεύεται, κλείνεται στον εαυτό του, εκνευρίζεται, θυμώνει και εν πάση περιπτώσει πιέζει για αλλαγή του άλλου ανοιχτά ή κεκαλυμμένα.

Πρόκειται για μία τακτική που τις περισσότερες φορές δεν φέρνει αποτέλεσμα, δηλαδή το άλλο μέρος δεν προσαρμόζει το χαρακτήρα και τη συμπεριφορά του στις επιθυμίες του/της συντρόφου του. Έτσι συχνά γίνονται συζητήσεις σε έντονο και δυσάρεστο κλίμα, συμβαίνουν διαπληκτισμοί, αναπτύσσεται μία ψυχροπολεμική ατμόσφαιρα ή ξεσπούν ανοιχτοί καυγάδες.

Τέτοιου είδους επεισόδια όσο κι αν τα δύο μέρη φιλιώνουν τελικά μεταξύ τους, αφήνουν κάποιο αρνητικό ίχνος (κάποια πικρά λόγια που ειπώθηκαν, κάποια αρνητικά συναισθήματα που εκφράστηκαν ή που διαχύθηκαν ανάμεσά τους). Το ίχνος αυτό συσσωρεύεται κάθε φορά επί του προηγούμενου απομακρύνοντας σταδιακά ολοένα και περισσότερο το ζευγάρι από μία σχέση αρμονίας, αγάπης, σεβασμού, κατανόησης, αλληλο-υποστήριξης και εντέλει ικανοποίησης.

Προβλήματα σχέσεων και η βάση για τη λύση τους

Το ζήτημα είναι πως ακόμα κι αν το ένα μέρος υποχωρήσει και αλλάξει συμπεριφορά για να ικανοποιηθεί το ταίρι του (είτε ως αποτέλεσμα γκρίνιας και πιέσεων είτε αυτοβούλως), το πρόβλημα στη σχέση παραμένει.

Ο λόγος είναι ότι ναι μεν το ένα μέρος ικανοποιείται βραχυπρόθεσμα από την υποχώρηση του άλλου, αλλά το μέρος που υποχωρεί, δεν σημαίνει ότι είναι πραγματικά καλά μ’ αυτό. Ανεξάρτητα από το αν υποχωρεί μετά από μάχη ή αν δε μιλάει και δέχεται τη ματαίωση κάποιων επιθυμιών του σιωπηλά, μέσα του αισθάνεται συχνά εκνευρισμό, απογοήτευση, αίσθημα απουσίας ικανοποίησης, αίσθημα ότι δεν αγαπιέται και άλλα αρνητικά συναισθήματα αναφορικά με τον/την σύντροφό του.

Αυτά τα συναισθήματα υποβαθμίζουν τη σχέση και όσο και να τα κρύβει το άτομο που υποχωρεί, ο άλλος, ο υποτιθέμενος «κερδισμένος» τα αντιλαμβάνεται υποσυνείδητα, με αποτέλεσμα να του προκαλούν ένα χρόνιο, συχνά υποσυνείδητο αίσθημα ενοχής ότι δεν είναι πηγή ευτυχίας για τον/την σύντροφό του αλλά μάλλον ψυχικής δυσφορίας.

Επίσης το μέρος που υποχωρεί, εκδηλώνει πολύ συχνά -χωρίς να το καταλαβαίνει τις περισσότερες φορές και σε ανύποπτους χρόνους- συμπεριφορές δυσάρεστες προς τον/την σύντροφό του που συνιστούν ουσιαστικά μία μορφή υποσυνείδητης διαμαρτυρίας απέναντι στη ματαίωση που υφίσταται.

Τελικά λοιπόν ακόμα και το μέρος που ας το πούμε έτσι φαινομενικά ωφελείται από την υποχώρηση του άλλου, πληρώνει αφενός μεν ακριβά δε το τίμημα αυτής της υποχώρησης.

Πώς λύνεται το πρόβλημα της ασυμφωνίας σε μία σχέση;

Τι να κάνουμε όταν σε μία σχέση ένα στοιχείο του χαρακτήρα ή η συμπεριφορά του άλλου προσώπου μας δυσαρεστεί;

Φαίνεται ότι το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε στην περίπτωση που δυσαρεστούμαστε από τη συμπεριφορά του άλλου, είναι να τον αποδεχθούμε όπως ακριβώς είναι. Ας διευκρινίσουμε όμως τι σημαίνει αποδοχή.

Προβλήματα σχέσεων και η βάση για τη λύση τους. Αποδοχή σημαίνει αποκατάσταση της ψυχικής γαλήνης και να βρούμε, να νιώσουμε μέσα μας την αγάπη μας για τον άλλον ακόμα και όταν δεν είναι όπως θα θέλαμε να είναι. Αυτό. αποδοχή δεν σημαίνει ότι δεν διεκδικούμε (μέσα από ψυχική γαλήνη και αγάπη και μέχρι του σημείου που έχει κάποιο πρακτικό νόημα) αυτό που θέλουμε, ούτε σημαίνει ότι θα μείνουμε σε μία σχέση ακόμα κι αν αυτό που δεν μας αρέσει είναι πολύ σημαντικό για μας.

Αν κινηθούμε προς την αποδοχή του άλλου με την παραπάνω έννοια, μπορεί να συμβούν τα εξής:

Απλά και μόνο επειδή αποδεχθήκαμε τον άλλον όπως είναι, ο άλλος αλλάζει -ως ένα βαθμό τουλάχιστον- προς αυτό που θεωρούμε καλύτερο, ακριβώς γιατί δεν νιώθει ότι πρέπει να το κάνει υπό πίεση, αλλά το κάνει από δική του επιλογή, ελεύθερα, από αγάπη για μας. Πράγματι, όταν κάποιος δέχεται πίεση να αλλάξει του τύπου «αν δεν αλλάξεις, δεν θα έχεις την αποδοχή μου», τότε αντιδρά, θέλει να διασφαλίσει το δικαίωμά του να κάνει αυτό που θέλει όταν το θέλει, ενεργοποιείται δηλαδή το πανίσχυρο ένστικτο της ελευθερίας και αντιστέκεται υπέρ αυτής.

Ακόμα κι αν ο άλλος παρά την αποδοχή μας δεν αλλάξει, το στοιχείο του που δεν μας αρέσει, παύει να συνιστά πρόβλημα, αφού δεν μας ταράζει πλέον ψυχικά δεδομένου ότι τον έχουμε αποδεχθεί.

Από κει κι έπειτα, η ψυχική μας γαλήνη αφήνει την κρίση μας να καθαρίσει και να δούμε αν πραγματικά αυτό που δεν μας αρέσει είναι όντως τόσο σημαντικό για μας. (Αντίθετα η ψυχική ταραχή μεγεθύνει δυσανάλογα μερικές φορές τη σημαντικότητα των στοιχείων του άλλου που δεν μας ταιριάζουν). Έτσι απ’ αυτό το σημείο ανοίγονται δύο δρόμοι:

Αν το στοιχείο που δεν μας αρέσει στον άλλον (και που παρ’ όλη μας την αποδοχή δεν αλλάζει) αποδειχθεί όχι και τόσο σημαντικό ή λιγότερο σημαντικό από τα θετικά που του αναγνωρίζουμε, μένουμε στη σχέση. Μένουμε όμως ολόκληροι απολαμβάνοντας τη ζωή μαζί του, όχι όπως πριν με μία εσωτερική ή εξωτερική γκρίνια, γιατί τον έχουμε αποδεχθεί όπως είναι, με τα θετικά του και τα αρνητικά του.

Αν πάλι το στοιχείο που δεν μας αρέσει και που δεν αλλάζει παρά την αποδοχή μας αποδειχθεί ακόμα και μέσα από ψυχική γαλήνη και καθαρή κρίση ότι είναι πολύ σημαντικό για μας, τότε χωρίζουμε. Χωρίζουμε όμως πάλι ολόκληροι, χωρίς παλινδρομήσεις και χωρίς την αίσθηση ότι κάτι λάθος κάνουμε, γιατί έχουμε τη σιγουριά ότι ο άλλος δεν μπορεί να είναι το ταίρι μας.

Επίκουρος και Ηδονισμός

Μια προοπτική σοφίας.

Ο Πλάτων εφαρμόζει μια σχιζοφρενική παιδαγωγική, με μια ερμητική προφορική διδασκαλία που απευθύνεται σε μια ομάδα εκλεκτών και μια άλλη, εξωτερική, που προσφέρεται στους πολλούς. Αριστοκρατική άσκηση της φιλοσοφίας. Η Ακαδημία διακηρύττει λοιπόν μια εκπαίδευση που φαινομενικά είναι ανοιχτή σε όλους: τίποτα δε φανερώνει την ύπαρξη περιορισμών σχετικά με την πρόσβαση στις διδασκαλίες του Πλάτωνα. Ολόκληρο το γραπτό του έργο, το μόνο που έχουμε, προέρχεται αποκλειστικά απ’ αυτήν τη φανερή, εξωτερική μεταβίβαση.

Όμως υπήρχε και μια μυστική διδασκαλία που προσφερόταν σε μαθητές επιλεγμένους από τους καλύτερους μαθητές των δημόσιων μαθημάτων. Πιθανότατα τους δίδασκε, μετά από προπαρασκευαστικά έτη μαθηματικών υψηλού επιπέδου, τις πρώτες αρχές, τις έσχατες αιτίες, τα γενεαλογικά στοιχεία. Έκτοτε το χάσμα ανάμεσα στη φιλοσοφία χαμηλής ποιότητας για τους πολλούς και τη φιλοσοφία για την ελίτ φαίνεται ξεκάθαρα στην ιστορία των ιδεών.

Ως αντίδοτο, και σ’ αυτό το σημείο, της πλατωνικής φιλοσοφικής πρακτικής, ο Επίκουρος και οι οπαδοί του ενεργούν διαφορετικά: ο Κήπος είναι ανοιχτός για όλους και όλες, αδιακρίτως ηλικίας, φύλου, κοινωνικής θέσης, πνευματικής καλλιέργειας, καταγωγής, χωρίς την επιδίωξη δημιουργίας μιας αριστοκρατίας προορισμένης να καταλάβει υψηλές θέσεις στην κοινωνία – ουσιαστικά με στόχο την αναπαραγωγή του κοινωνικού συστήματος…

Η πλατωνική θεώρηση είναι θεωρητική και ελιτίστικη· η επικούρεια πρόταση πρακτική και υπαρξιακή. Η ιστορία της φιλοσοφίας διαρθρώνεται συνολικά γύρω από τους δύο αυτούς τροπισμούς: μια μυστική θεωρητική πρακτική, μια υπαρξιακή δέσμευση στην καθημερινή ζωή.

Εξ ου και οι σχετικοί χώροι: ο Πλάτων διδάσκει σ’ ένα απομονωμένο μέρος, μυστικό, κλειστό, περιφραγμένο, ανάμεσα σε ομοίους που διακρίνονται από τους πολλούς και προορίζονται να κυβερνήσουν πιο πολύ τους άλλους παρά τον εαυτό τους.

Πώς λοιπόν να μην αναλογιστούμε τον θεσμό των ελιτίστικων σχολών, η κοινωνική λειτουργία των οποίων συνίσταται στην παροχή προς την κοινωνία των καλύτερων στοιχείων για την εξασφάλιση της συνέχειας του συστήματος που τους στρατολογεί και τους συντηρεί; Από τη μυστική Ακαδημία ως τις Grandes Ecoles της Γαλλικής Δημοκρατίας η συγγένεια είναι ξεκάθαρη. Στα οποία πρέπει επιπλέον να προσθέσουμε το Πανεπιστήμιο, που γίνεται όλο και πιο ανεκτικό ιδεολογικά όσο μειώνεται η εξουσία του – το είδαμε στην πράξη όταν η δύναμή του ήταν απεριόριστη…

Ο Πιερ Αντό δηλώνει ότι ολόκληρη η αρχαία φιλοσοφία λειτουργεί βάσει της ίδιας αρχής: έχει ως στόχο τη φιλοσοφική ζωή. Φοβάμαι ότι θα πρέπει να τροποποιήσουμε αυτήν την ελκυστική αλλά εύθραυστη υπόθεση στην περίπτωση του τάδε ή του δείνα προσωκρατικού -για παράδειγμα, του Ηράκλειτου, του Εμπεδοκλή…-, του Πλάτωνα και των μαθητών του -τι να πούμε για τον Τίμαιο;- και κυρίως τον Αριστοτέλη των Φυσικών ή του Μετά τα φυσικά… Προφανώς ο στωικισμός, ο επικουρισμός, ο κυνισμός ή ο κυρηναϊσμός προϋποθέτουν υπαρξιακές πρακτικές, εκεί οδηγούν εξάλλου οι θεωρίες τους. Απεναντίας, η θεωρητική φιλοσοφία δεν καταλήγει απαραίτητα στον ευδαιμονισμό για όλους τους αρχαίους φιλοσόφους.

Το αρχαίο χάσμα που είναι ορατό στον διαχωρισμό ανοικτή αγορά / μυστική σχολή συνεχίζεται με το επίσημο γίγνεσθαι του χριστιανισμού, που δυσφημίζει στο σύνολό της την υπαρξιακή φιλοσοφία. Οι Πατέρες της Εκκλησίας διεκδικούν την “αληθινή φιλοσοφία” – η έκφραση απαντάται σχεδόν στο σύνολο των ομιλιών τους… Βάσει της αρχής του διανοούμενου αυλικού, του φιλοσόφου της εξουσίας, ο Ευσέβιος της Καισαρείας, φίλος και εγκωμιαστής του Κωνσταντίνου, δίνει τον τόνο: ο φιλόσοφος θέτει την ικανότητά του ως προς τη σύλληψη εννοιών, τη συλλογιστική του δύναμη, το ταλέντο του στον στοχασμό, στην υπηρεσία ενός σκοπού που δικαιολογεί και νομιμοποιεί συμβιβασμούς με την ιστορία, τα αρχεία, την αλήθεια.

Μια ατελείωτη σειρά στοχαστών παρατάσσεται έκτοτε, με λιγότερο ή περισσότερο ζήλο, πίσω από την εξουσία και εκμηδενίζει κάθε δυνατότητα ελεύθερης σκέψης και συγγραφής. Η φιλοσοφική ζωή; Ανύπαρκτη πλέον. Αρκεί ν’ ακολουθείς τις ψευδοδιδασκαλίες του συμπλεγματικού Αποστόλου Παύλου για να γίνεις φιλόσοφος. Κάθε αρχαία σοφία, καθόσον ειδωλολατρική, είναι σφαλερή, κάθε εναλλακτικός χριστιανισμός, κυρίως ο γνωστικισμός, είναι αιρετικός, κάθε αυτόνομος ή ανεξάρτητος στοχασμός απαγορεύεται. Η αγορά; Το φόρουμ; Ο κήπος; Δεν υπάρχουν πια… Η Εκκλησία κυριαρχεί παντού και επιβάλλει τις επισκοπικές, και συνεπώς αυτοκρατορικές, προτροπές.

Η υπαρξιακή πρακτική επιμένει. Περιέργως, η επικούρεια κοινότητα θα μπορούσε κάλλιστα, με κάποιες θεωρητικές διασαφηνίσεις -βάσει της αρχής των χριστιανών επικούρειων, όπως ο Βάλα, ο Έρασμος, ο Γκασαντί και άλλοι…- να είναι η απόδειξη της συνέχειας μιας φιλοσοφικής υπαρξιακής πρακτικής: η θεωρία έχει ως στόχο την εφαρμογή, οι ιδέες παίρνουν σάρκα και οστά. Το να είσαι χριστιανός δε σημαίνει ότι περιορίζεσαι σε μια επιφανειακή επίδειξη, αλλά ότι ζεις χριστιανικά, μιμούμενος τη ζωή και τα καθημερινά έργα του Ιησού. Βάσει αυτής της αρχής, η κοινοβιακή κοινότητα του Βενέδικτου, για παράδειγμα, δε θα είχε ξαφνιάσει τους Αθηναίους οπαδούς του επικούρειου Κήπου.

Ο χριστιανισμός εξοντώνει λοιπόν την υπαρξιακή πλευρά της φιλοσοφίας προκειμένου να την παρασύρει προς την πλευρά της επιχειρηματολογίας, της συζήτησης, της διαμάχης περί ασήμαντων λεπτομερειών του δόγματος: έκτοτε η θεολογία σκοτώνει τη φιλοσοφία, ή τουλάχιστον προτίθεται να διαπράξει το έγκλημα. Από τον Ειρηναίο της Λυόν, με το Κατά των αιρέσεων, έως τον Θωμά Ακινάτη και τη Θεολογική σύνοψη, η φιλοσοφία τίθεται στην υπηρεσία ασήμαντων έργων. Ο Θεός: αυτός είναι στο εξής το μοναδικό δυνατό αντικείμενο οιουδήποτε στοχασμού. Ιδού η αιτία τουλάχιστον δέκα αιώνιων σκοταδισμού στη Δύση…

Το αρχαίο πνεύμα σήμερα προσφέρει ακόμα μια ευκαιρία να βγούμε από το αδιέξοδο στο οποίο συχνότατα βυθίζεται η θεωρητική φιλοσοφία – η κυρίαρχη στο Πανεπιστήμιο και στους επίσημους χώρους της φιλοσοφίας. Τάσσομαι υπέρ της επανενεργοποίησης αυτού του πνεύματος της αρχαίας υπαρξιακής φιλοσοφίας.

Η απόδειξη του φιλοσόφου; Η ίδια του η ζωή. Ένα γραπτό έργο που δεν συνοδεύεται από μια φιλοσοφική ζωή δεν αξίζει ούτε δευτερόλεπτο προσοχής. Η σοφία κρίνεται στις λεπτομέρειες: σε όσα λέει κάποιος ή δε λέει, κάνει ή δεν κάνει, σκέπτεται ή δε σκέπτεται.

Ο φιλόσοφος είναι φιλόσοφος είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, ακόμα και στα σημειώματά του για το καθαριστήριο, για να επαναλάβουμε το συνηθισμένο επιχείρημα… Ο Πλάτων είναι φιλόσοφος όταν γράφει κατά του ηδονισμού στον Φίληβο, αλλά και όταν ο έμπορος του ασκητικού ιδεώδους πεθαίνει κατά τη διάρκεια ενός συμποσίου· όταν συντάσσει τον Παρμενίδη, όπως και όταν επιθυμεί να κάψει τα έργα του Δημόκριτου· όταν ιδρύει την Ακαδημία, αλλά και με το παρελθόν του ως δραματικού ποιητή και παλαιστή· όταν δημοσιεύει την Πολιτεία και τους Νόμους, όπως και ως αυλικός στο παλάτι του Διονυσίου των Συρακουσών κ.ο.κ. Και ο ένας και ο άλλος, ο ένας είναι ο άλλος.

Εξ ου και η ανάγκη για μια στενή σχέση μεταξύ θεωρίας και πρακτικής, στοχασμού και ζωής, σκέψης και δράσης. Η βιογραφία ενός φιλοσόφου δεν συνοψίζεται μόνο στον σχολιασμό των εκδομένων έργων του, αλλά στη φύση της σχέσης μεταξύ των γραπτών του και της συμπεριφοράς του. Μόνο το σύνολο μπορεί να ονομαστεί έργο. Περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, ο φιλόσοφος οφείλει να συνδέει αυτούς τους δύο χρόνους που τόσο συχνά αντιπαρατίθενται.

Ένας πραγματιστικός ωφελιμισμός.

Ποιο είναι το φιλοσοφικό σκηνικό; Δεν είναι η σχολή, ούτε το Πανεπιστήμιο ή ο μυστικός χώρος, αλλά το ανοιχτό θέατρο του κόσμου και της καθημερινής ζωής. Σ’ αυτήν τη δεύτερη ομάδα, η έννοια, η ιδέα, η θεωρία δεν έχουν την ίδια υπόσταση μ’ εκείνη της ιδεαλιστικής πλευράς. Στην υπαρξιακή λογική δεν υπάρχει η λατρεία του λόγου: η λέξη χρησιμεύει στην ανταλλαγή, στην επικοινωνία, στη διατύπωση, και όχι στον διαχωρισμό. Η θεωρία προτείνει μια εφαρμογή, έχει ως στόχο μια πρακτική. Πέραν αυτής δεν έχει κανέναν λόγο ύπαρξης. Σε μια νομιναλιστική λογική οι λέξεις χρησιμεύουν ωφελιμιστικά και δεν είναι τίποτε άλλο από πρακτικά όργανα. Δεν υπάρχει λατρεία του λόγου…

Υποστηρίζω μια ωφελιμιστική και πραγματιστική φιλοσοφία και όχι την αντίπαλο αδελφή της: την ιδεαλιστική και εννοιολογική. Μόνο η πρώτη επιτρέπει το υπαρξιακό σχέδιο. Προτού όμως συνεχίσουμε, πρέπει να εξαγνίσουμε αυτές τις δύο έννοιες, καθώς στην κλασική παράδοση ο ωφελιμισμός και ο πραγματισμός επιδέχονται δύο σημασίες, όπως συμβαίνει συχνά με τις έννοιες της φιλοσοφικής παρόδου: έτσι, οι όροι υλιστής, αισθησιοκράτης, κυνικός, επικούρειος, σοφιστής, σκεπτικός διαθέτουν στο λεξικό ένα φιλοσοφικό λήμμα, αλλά και μια κοινή σημασία. Περιέργως, η δεύτερη αντικρούει την πρώτη, σε σημείο που η μία μοιάζει να αναιρεί την άλλη.

Αυτό συμβαίνει με τον υλιστή: σύμφωνα με τον φιλόσοφο, είναι ο στοχαστής που ισχυρίζεται ότι ο κόσμος ανάγεται σε μια απλή και ξεκάθαρη διάταξη της ύλης· όμως, για τους κοινούς θνητούς, είναι το άτομο που έχει εμμονή με τη συσσώρευση υλικών αγαθών και πλούτου· το ίδιο ισχύει και για τον κυνικό: μαθητής του Διογένη εκ Σινώπης, άρα και οπαδός του ασκητισμού και μιας άκαμπτης ηθικής ευθύτητας, αλλά και χυδαίο άτομο χωρίς πίστη ούτε νόμο· αλλά και με τον επικούρειο, που χαρακτηρίζει τον μαθητή του Επίκουρου, τον οπαδό μιας λιτής ζωής και του ασκητισμού, και ταυτόχρονα ένα πρόστυχο, χυδαίο και φιλήδονο άτομο· ο σοφιστής διακηρύσσει έναν μεθοδολογικό προοπτικισμό, εκφράζει όμως ταυτόχρονα, για την πλειοψηφία του κόσμου, το άτομο που αρέσκεται σε δόλιους συλλογισμούς έχοντας στόχο την επιτυχία με κάθε μέσο· και θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε με πολλά ακόμα παραδείγματα.

Ένα ηδονιστικό σύστημα.

Συνοψίζοντας: υποστηρίζω λοιπόν μια αντι-ιστορία της φιλοσοφίας ως εναλλακτική λύση αντί της κυρίαρχης ιδεαλιστικής ιστοριογραφίας· μια σωματική λογική και το αντίστοιχο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα με μια καθαρά ενδοκοσμική οπτική· μια φιλοσοφία που νοείται ως εγωδικία προς δημιουργία και αποκωδικοποίηση· μια φιλοσοφική ζωή ως αποκάλυψη του λόγου· μια υπαρξιακή οπτική με έναν ωφελιμιστικό και πραγματιστικό στόχο.

Όλα αυτά συγκλίνουν σε ένα εστιακό σημείο: τον ηδονισμό. Συχνά προβάλλω αυτό το απόφθεγμα του Σαμφόρ, καθώς λειτουργεί ως ηδονιστική κατηγορική προσταγή: να απολαμβάνεις και να προσφέρεις απόλαυση, χωρίς να κάνεις κακό ούτε στον εαυτό σου ούτε σε οποιονδήποτε άλλον, αυτό είναι ηθική.

Αυτή η φράση τα λέει όλα: προσωπική απόλαυση, οπωσδήποτε, αλλά κυρίως απόλαυση του άλλου, καθώς χωρίς αυτή δε νοείται καμία ηθική, αφού μόνο η υπόσταση του άλλου τής δίνει αυτές τις ιδιότητες. Αν δεν υπάρχει ο άλλος -όπως στο έργο του Μαρκήσιου ντε Σαντ– δεν υπάρχει ηθική… Το ειδικό βάρος αυτού του αποφθέγματος του Σαμφόρ στον χώρο της συνεπειοκρατίας επιδέχεται άπειρες προεκτάσεις.

Κατ’ αρχάς θα ήθελα να προσδώσω σ’ αυτόν τον όρο μια αξιοπρέπεια που δε διαθέτει. Προβλήματα αντιμετώπισαν και οι υποστηρικτές του αρχαίου ηδονισμού: την άρνηση να μελετηθούν νηφάλια οι λεπτομέρειες των λεγομένων στο όνομα της υστερικής ταραχής που προκαλεί το άκουσμα και μόνο της λέξης ηδονή. Έκτοτε ο καθένας τα βγάζει πέρα με τον εαυτό του και την απόλαυσή του κι έπειτα πολύ συχνά αποδίδει στον άλλον, με την απλούστατη μέθοδο της μεταβίβασης, την εντύπωση που έχει σχηματίσει ο ίδιος για την ηδονή.

Να απολαμβάνεις χωρίς να προσφέρεις απόλαυση στους άλλους, μ’ αυτήν τη φράση πρέπει πραγματικά να εξομοιωθεί αυτή η φιλοσοφική θεωρία και η χειρότερη απάρνηση κάθε φιλοσοφίας· αλλά να απολαμβάνεις “και” να προσφέρεις απόλαυση στους άλλους: τι έχουν να πουν για το “και” οι υποστηρικτές αυτού του σκανδαλώδους, αλλά τόσο συχνού ολισθήματος;

Φυσικά, υπάρχει και η πιο εύκολη εκδοχή: η εξομοίωση του ηδονισμού με την πρόστυχη, συνήθη και σύγχρονη απόλαυση του φιλελεύθερου καταναλωτισμού.

Η ηδονή παραλύει: η λέξη, τα γεγονότα, η πραγματικότητα, οι ομιλίες που γίνονται επ’ αυτής. Παραλύει ή προκαλεί υστερία. Υπάρχουν πάρα πολλά προσωπικά στοιχήματα που χάθηκαν, πολλοί δεσμοί αλλοτριωμένοι, πάσχοντες, δυστυχισμένοι και αξιολύπητοι, πολλές κρυφές, κρυμμένες αποτυχίες, πολλές δυσκολίες για την ύπαρξη, τη ζωή – τη χαρά. Εξ ου και η απόρριψη της λέξης: κακόβουλη, επιθετική, κακόπιστη κριτική· ή απλώς ξεκάθαρη αποφυγή. Ανυποληψία, δυσφήμιση, υποτίμηση, περιφρόνηση, όλα τα μέσα είναι χρήσιμα αρκεί ν’ αποφύγουμε το θέμα.

Επιμένω στη θεωρητική και υπαρξιακή μου θέση: ο ηδονισμός παρά τις παρεξηγήσεις, προσδιορίζει αυτήν τη θεώρηση του κόσμου που προτείνω στα τριάντα μου βιβλία. Υπερασπίζομαι, δηλαδή, μια σκέψη δυνατή, στέρεα, δομημένη, συνεπή, και προσπαθώ να εξετάσω το σύνολο των δυνατών γνώσεων.

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΑΙ

ΘΟΥΚ 3.72.2–3.74.3

(ΘΟΥΚ 3.69.1–3.81.5: Η εμφύλια διαμάχη στην Κέρκυρα) 

Επίθεση των ολιγαρχικών – Γενίκευση της σύρραξης και νίκη των δημοκρατικών

[3.72.2] Ἐν δὲ τούτῳ τῶν Κερκυραίων οἱ ἔχοντες τὰ πράγματα
ἐλθούσης τριήρους Κορινθίας καὶ Λακεδαιμονίων πρέσβεων
ἐπιτίθενται τῷ δήμῳ, καὶ μαχόμενοι ἐνίκησαν. [3.72.3] ἀφικομένης
δὲ νυκτὸς ὁ μὲν δῆμος ἐς τὴν ἀκρόπολιν καὶ τὰ μετέωρα τῆς
πόλεως καταφεύγει καὶ αὐτοῦ ξυλλεγεὶς ἱδρύθη, καὶ τὸν
Ὑλλαϊκὸν λιμένα εἶχον· οἱ δὲ τήν τε ἀγορὰν κατέλαβον,
οὗπερ οἱ πολλοὶ ᾤκουν αὐτῶν, καὶ τὸν λιμένα τὸν πρὸς
αὐτῇ καὶ πρὸς τὴν ἤπειρον. [3.73.1] τῇ δ’ ὑστεραίᾳ ἠκροβολίσαντό
τε ὀλίγα καὶ ἐς τοὺς ἀγροὺς περιέπεμπον ἀμφότεροι, τοὺς
δούλους παρακαλοῦντές τε καὶ ἐλευθερίαν ὑπισχνούμενοι·
καὶ τῷ μὲν δήμῳ τῶν οἰκετῶν τὸ πλῆθος παρεγένετο ξύμ-
μαχον, τοῖς δ’ ἑτέροις ἐκ τῆς ἠπείρου ἐπίκουροι ὀκτακόσιοι.
[3.74.1] διαλιπούσης δ’ ἡμέρας μάχη αὖθις γίγνεται καὶ νικᾷ ὁ δῆμος
χωρίων τε ἰσχύι καὶ πλήθει προὔχων· αἵ τε γυναῖκες αὐτοῖς
τολμηρῶς ξυνεπελάβοντο βάλλουσαι ἀπὸ τῶν οἰκιῶν τῷ κε-
ράμῳ καὶ παρὰ φύσιν ὑπομένουσαι τὸν θόρυβον. [3.74.2] γενομένης
δὲ τῆς τροπῆς περὶ δείλην ὀψίαν, δείσαντες οἱ ὀλίγοι μὴ
αὐτοβοεὶ ὁ δῆμος τοῦ τε νεωρίου κρατήσειεν ἐπελθὼν καὶ
σφᾶς διαφθείρειεν, ἐμπιπρᾶσι τὰς οἰκίας τὰς ἐν κύκλῳ τῆς
ἀγορᾶς καὶ τὰς ξυνοικίας, ὅπως μὴ ᾖ ἔφοδος, φειδόμενοι
οὔτε οἰκείας οὔτε ἀλλοτρίας, ὥστε καὶ χρήματα πολλὰ ἐμπό-
ρων κατεκαύθη καὶ ἡ πόλις ἐκινδύνευσε πᾶσα διαφθαρῆναι,
εἰ ἄνεμος ἐπεγένετο τῇ φλογὶ ἐπίφορος ἐς αὐτήν.

[3.74.3] Καὶ οἱ μὲν παυσάμενοι τῆς μάχης ὡς ἑκάτεροι ἡσυχά-
σαντες τὴν νύκτα ἐν φυλακῇ ἦσαν· καὶ ἡ Κορινθία ναῦς
τοῦ δήμου κεκρατηκότος ὑπεξανήγετο, καὶ τῶν ἐπικούρων
οἱ πολλοὶ ἐς τὴν ἤπειρον λαθόντες διεκομίσθησαν.

***
[3.72.2] Στο μεταξύ οι ολιγαρχικοί που είχαν τώρα στα χέρια τους την κατάσταση στην Κέρκυρα, όταν έφτασε κ' ένα πολεμικό από την Κόρινθο και πρέσβεις των Λακεδαιμονίων, ρίχτηκαν καταπάνω στους δημοκρατικούς και τους νίκησαν στη συμπλοκή που έγινε. [3.72.3] Όταν όμως ενύχτωσε, ο λαός κατέφυγε στην Ακρόπολη και τα ψηλώματα της πολιτείας, κι αφού μαζεύτηκαν, εγκαταστάθηκαν εκεί· είχαν στα χέρια τους και το Υλλαϊκό λιμάνι. Οι άλλοι πάλι έπιασαν την αγορά, όπου έμεναν οι περισσότεροι τους και το γειτονικό λιμάνι, που βλέπειπρος την απέναντι στεριά.

[3.73.1] Την άλλη μέρα έγιναν μερικές μικοοσυμπλοκές κ' έστειλαν κ' οι δυο ομάδες ανθρώπων να τριγυρίσουν τα χωριά για να προσπαθήσουν να φέρουν τους δούλους με το μέρος τους, τάζοντάς τους να τους λευτερώσουν· οι περισσότεροι δούλοι πήγανε σύμμαχοι με τους δημοκρατικούς, στους ολιγαρχικούς όμως ήρθανε μισθοφόροι από την απέναντι στεριά, οχτακόσιοι.

[3.74.1] Κι αφού πέρασε κι αυτή η μέρα έγινε πάλι μάχη και νίκησαν οι δημοκρατικοί, γιατί είχαν το πλεονέκτημα πως κρατούσαν τα πιο ισχυρά μέρη κ' είχαν περισσότερο κόσμο μαζί τους· ως κ' οι γυναίκες τούς βοηθούσαν παλληκαρίσια, πετώντας κεραμίδια από τις στέγες των σπιτιών, κι αντέχοντας στην ταραχή καλύτερα απ' ό,τι συνήθως ταιριάζει στο φυσικό τους. [3.74.2] Κι όταν γύρισε η μάχη ενάντιά τους αργά το σούρουπο, φοβήθηκαν οι ολιγαρχικοί μήπως ορμήσει ο λαός σε γιουρούσι κι αρπάξει και τ' οπλοστάσιο και τους καταστρέψει ολότελα, γι' αυτό βάλανε φωτιά στα σπίτια τους γύρω στην αγορά, και στις λαϊκές πολυκατοικίες, για να μην τους γίνει επίθεση, χωρίς να λυπηθούν ούτε τα δικά τους ούτε τα ξένα σπίτια, έτσι πού καταστράφηκαν και πολλές αποθήκες γεμάτες εμπόρευμα, και παρά λίγο θα χαλιόταν όλη η πολιτεία αν σηκωνόταν άνεμος ευνοϊκός για να ξαπλωθεί η πυρκαγιά. [3.74.3] Σταμάτησε λοιπόν η μάχη κ' οι δυο μερίδες έμειναν στις θέσεις τους χωρίς να επιχειρήσουν τίποτ' άλλο, αλλά βρίσκονταν σ' επιφυλακή όλη τη νύχτα· το Κορινθιακό πολεμικό άμα επικράτησαν οι δημοκρατικοί, έκανε πανιά στα κρυφά και βγήκε από το λιμάνι, κ' οι περισσότεροι μισθοφόροι πέρασαν απέναντι χωρίς να τους πάρουν είδηση.