Σάββατο 6 Μαρτίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ - Δύσκολος (522-545)

(ΣΩ.) ὅστις ἀπορεῖ κακῶν, ἐπὶ Φυλὴν ἐλθέτω
κυνηγέτης. ὢ τρισκακοδαίμων, ὡς ἔχω
ὀσφῦν, μετάφρενον, τὸν τράχηλον, ἑνὶ λόγῳ
525 ὅλον τὸ σῶμ᾽· εὐθὺς γὰρ ἐμπεσὼν πολύς,
νεανίας ἐγώ τις, ἐξαίρων ἄνω
σφόδρα τὴν δίκελλαν, ὡς ἂν ἐργάτης, βαθὺ
ἔπαιον. ἐπεκείμην φιλοπόνως, οὐ πολὺν
χρόνον. εἶτα καὶ μετεστρεφόμην τι, πηνίκα
530 ὁ γέρων πρόσεισι τὴν κόρην ἄγων ἅμα
σκοπούμενος. καὶ νὴ Δί᾽ ἐλαβόμην τότε
τῆς ὀσφύος, λάθρᾳ τὸ πρῶτον· ὡς μακρὸν
ἦν παντελῶς δὲ τοῦτο, λορδοῦν ἠρχόμην,
ἀπεξυλούμην ἀτρέμα δ᾽. οὐδεὶς ἤρχετο.
535 ὁ δ᾽ ἥλιος κατέκα᾽, ἑώρα τ᾽ ἐμβλέπων
ὁ Γοργίας ὥσπερ τὰ κηλώνειά με
μόλις ἀνακύπτοντ᾽ εἶθ᾽ ὅλῳ τῷ σώματι
πάλιν κατακύπτοντ᾽. «οὐ δοκεῖ μοι νῦν», ἔφη,
«ἥξειν ἐκεῖνος, μειράκιον.» «τί οὖν,» ἐγὼ
540 εὐθύς, «ποῶμεν;» «αὔριον τηρήσομεν
αὐτόν, τὸ δὲ νῦν ἐῶμεν;» ὅ τε Δᾶος παρῆν
ἐπὶ τὴν σκαπάνην διάδοχος. ἡ πρώτη μὲν οὖν
ἔφο]δος τοιαύτη γέγονεν. ἥκω δ᾽ ἐνθάδε,
διὰ τί μὲν οὐκ ἔχω λέγειν μὰ τοὺς θεούς,
545 ἕλκ]ει δέ μ᾽ αὐτόματον τὸ πρᾶγμ᾽ εἰς τὸν τόπον.

***
ΣΩΣ. Εκείνος που από βάσανα έλλειψη έχει
ας έρθει στη Φυλή να κυνηγήσει.
Σακατεμένο είν᾽ όλο το κορμί μου,
η μέση μου, ο λαιμός, η πλάτη μου, όλα.
Ρίχτηκα με τα μούτρα στη δουλειά
σαν παλικάρι· σήκωσα την τσάπα
ψηλά σα δουλευτής τρισάξιος, κι όλος
κέφι βαθιά την έχωνα στο χώμα.
Όμως αυτό πολλή δε βάσταξε ώρα·
γύριζα για να βλέπω πότε θά ᾽ρθει
530 ο γέρος και μαζί του κι η κοπέλα
κι έπιανα στην αρχή τη μέση μου έτσι,
ναι, μά το Δία, κρυφά, να μη με βλέπουν.
Αλλά το πράμα πήγαινε του μάκρου,
κι άρχισα να κορδώνω το κορμί μου·
ξύλιασα και κανένας δεν ερχόταν.
Έκαιγε ο ήλιος· δίπλα μου ο Γοργίας
με κοίταε να στυλώνω το κορμί μου
κι ύστερα χαμηλά να σκύβω πάλι,
σαν πηγαδιού γεράνι που ανασέρνει.
«Σήμερα, παλικάρι μου, δε μοιάζει
πως θά ᾽ρθει.» Έτσι μου λέει. Κι εγώ ρωτάω:
540 «Τί λες λοιπόν να κάμουμε;» «Για τώρα
το πράμα ας μένει, κι αύριο καρτερούμε.»
Ήρθε κι ο Δάος και του ᾽δωσα την τσάπα.
Έτσι πρωτόμπα στο χορό· και τώρα
γυρίζω εδώ. Να κάμω τί; Δεν ξέρω,
μά τους θεούς· κάτι, άθελα, με σπρώχνει.
Βγαίνει από τη σπηλιά ο Γέτας και, χωρίς να δει
το Σώστρατο, μονολογεί γρινιάζοντας για το μάγερα.

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Η συνάντηση της αρχαίας Ελληνικής με άλλες γλώσσες

9.7.11 Αρχαία ελληνική, λατινική και το επιστημονικό λεξιλόγιο


Πριν κλείσουμε το κεφάλαιο αυτό, θα πρέπει να συζητήσουμε τον ρόλο που έπαιξαν αυτές οι δύο μεγάλες γλώσσες στη διαμόρφωση του επιστημονικού λεξιλογίου των νεότερων χρόνων. 

Αν ανοίξει κανείς κάποια μελέτη που αφορά φυτά, έντομα ή και ζώα, θα δει ότι τα επιστημονικά τους ονόματα (τα ονόματα που τους δίνουν οι βοτανολόγοι, εντομολόγοι, ζωολόγοι) είναι τα περισσότερα λατινικά. 

Η ιατρική ορολογία, από το άλλο μέρος, είναι σε σημαντικότατο ποσοστό φτιαγμένη με αρχαίο ελληνικό γλωσσικό υλικό. Το ίδιο ισχύει και για άλλες επιστήμες. Γιατί έγινε αυτό; Οι όροι αυτοί δεν φτιάχτηκαν βέβαια στην αρχαιότητα. 

Η λέξη τηλέφωνο φτιάχτηκε από τους ξένους, με ελληνικό γλωσσικό υλικό (τῆλε'μακριά' + φωνή), όταν εφευρέθηκε το τηλέφωνο. Οι αρχαίοι δεν είχαν βέβαια τηλέφωνα για να διαθέτουν και τη σχετική λέξη. Το ίδιο ισχύει και για λέξεις όπως τηλεσκόπιο, τηλέγραφος κ.ά. 

Οι επιστήμες που αναπτύχθηκαν στη νεότερη εποχή, κυρίως στη Δύση, χρησιμοποίησαν για να κατασκευάσουν την επιστημονική τους ορολογία τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά, γιατί ήταν οι γλώσσες στις οποίες πρωτοκαλλιεργήθηκαν οι επιστήμες και η φιλοσοφία και γιατί αυτές οι γλώσσες διέθεταν ιδιαίτερο κύρος. Επιπλέον, τα λατινικά μέχρι τον 17ο αιώνα ήταν η γλώσσα της επιστήμης και της φιλοσοφίας στη Δύση. Με άλλα λόγια, όλοι οι επιστήμονες και οι στοχαστές, άσχετα από τη μητρική τους γλώσσα, έγραφαν τα έργα τους στα λατινικά.

Διαχείριση συναισθημάτων

Πώς «διαχειρίζομαι» τα συναισθήματά μου; Είναι μια πολύ συνηθισμένη απορία μα και αντίληψη ζωής η «διαχείριση συναισθημάτων», παράγωγο της Ψυχολογίας και τις Ιατρικής κυρίως.

Όλοι περνάμε από αυτό το στάδιο της «διαχείρισης», προσπαθώντας να ελέγξουμε ουσιαστικά ή να μετατρέψουμε τα αρνητικά συναισθήματά μας σε θετικά. Αυτός είναι ο σκοπός της όλης προσπάθειας και όλων των μεθόδων που αναπτύσσονται, προς αυτόν τον σκοπό. Στόχος, η εσωτερική γαλήνη και αταραξία.

Λειτουργεί όμως; Επιτυγχάνεται ποτέ ο πολυπόθητος σκοπός του απόλυτου αυτό-έλεγχου και διαχείριση συναισθημάτων, όπως τον εννοούμε; Επιτυγχάνουμε την ειρήνη με τα συναισθήματα και τον εαυτό μας; Τολμάμε άραγε ν’ απομακρύνουμε την εστίαση της προσοχής μας ώστε να συνθέσουμε μεγαλύτερα κομμάτια γνώσης και πληροφοριών, ώστε να δούμε μια πιο διευρυμένη θέαση των πραγμάτων; Τολμούμε να δούμε με αθωότητα και αγνότητα τα ουσιαστικά ερωτήματα της ζωής μας;

Η αλήθεια είναι σχετικά απλή στην αρχική οπτική που τολμάμε… φοβόμαστε τα συναισθήματά μας! Γιατί διαφορετικά θα τα τοποθετούσαμε απέναντι, προσπαθώντας να τα αλλάξουμε; Γιατί να τα εκλογικεύουμε αντί να τα αναγνωρίζουμε και να τα αποδεχόμαστε ως έχουν;

Η πρώτη παρανόηση που κάνουμε αλλά δεν εξετάζουμε ξανά στη συνέχεια είναι να διαχωρίζουμε τα συναισθήματα σε θετικά και αρνητικά. Αν το δούμε από τη πλευρά της αυτογνωσίας, ΟΛΑ τα συναισθήματα, μηδενός εξαιρουμένου, έχουν κάτι να μας πουν για τον εαυτό μας, κρύβουν μηνύματα του νου μας που διαφορετικά δεν θα μπορούσαμε ν’ αντιληφθούμε. Δεν υπάρχει «καλό» και «κακό» συναίσθημα, κάτι που υπονοεί η κατάταξη «θετικά – αρνητικά». Ενόσω επιμένουμε να υιοθετούμε αυτή την άποψη, ότι τα αρνητικά συναισθήματα μας εμποδίζουν, μας αρρωσταίνουν, χαλάνε τις σχέσεις μας κ.λ.π., τόσο παραμένουμε σε εμπόλεμη κατάσταση με τον εαυτό μας και στην άγνοια ουσιαστικά.

Η δεύτερη παρανόηση είναι ότι τα συναισθήματα προκύπτουν από το εξωτερικό περιβάλλον, όπου βρίσκονται και οι αιτίες τους. Συνηθίζουμε να υποθέτουμε ότι «ο άλλος με θύμωσε» ή ότι «ο οποιοσδήποτε με κάνει χαρούμενη» κ.λ.π., κάτι που φυσικά δεν ισχύει. Ο άλλος, το περιβάλλον, οι καταστάσεις, τα περιστατικά είναι απλά οι αφορμές που πυροδοτούν το συναίσθημα. Όμως οι αιτίες είναι πάντα εσωτερικές και βρίσκονται στις σκέψεις που διατηρούμε και ενισχύουμε.

Μια τρίτη παρανόηση είναι ότι αλλάζοντας είτε τις (επιφανειακές) σκέψεις μας είτε τον τρόπο που εκδηλώνουμε τα συναισθήματά μας, αυτό θα μας απαλλάξει και από τις αρνητικές συνέπειές τους, θα μας προφυλάξει από συγκεκριμένες εμπειρίες και τελικά θα «διαμορφώσει» το συναίσθημά μας. Τίποτα από όλ’ αυτά δεν λειτουργεί φυσικά, γιατί οι αιτίες που προκαλούν τα διάφορα συναισθήματα (είτε θετικά είτε αρνητικά) βρίσκονται βαθιά στο υποσυνείδητο, είναι θαμμένες στο παρόν και όχι στο παρελθόν που τις ψάχνουμε και είναι αδύνατον να αναδυθούν μέσω κριτικής και της ήδη διαμορφωμένης αντίληψής μας. Αυτό μας φέρνει σε μια άλλη παρανόηση...

Η τέταρτη παρανόηση είναι ότι πρέπει να αλλάξουμε το συναίσθημά μας (ή να το διατηρήσουμε) μέσω αυτοκριτικής και φυσικά… κατ’ επέκταση, κριτικής των άλλων: "αυτό μου αρέσει, αυτό δεν μου αρέσει, αυτό το θέλω, αυτό δεν το θέλω" κ.ο.κ. Δεν ξέρω αν το έχετε προσέξει, αλλά καθημερινά κρίνουμε τους άλλους, την κοινωνία, τον εαυτό μας... βλέπετε τίποτα ν' αλλάζει ή τ' αρνητικά συναισθήματα να μετατρέπονται σε θετικά;

Μια άλλη ισχυρή παρανόηση είναι ότι τα "αρνητικά" συναισθήματα πρέπει οπωσδήποτε ν' αλλάξουν και να μετατραπούν σε θετικά. Είναι μια αφοριστική άποψη που αφαιρεί την έννοια της διάκρισης, αφαιρεί τη μοναδικότητα της στιγμής, αφαιρεί την έννοια της δικαιοσύνης και πολλά άλλα, τα οποία παραμορφώνονται κάτω απά το πέπλο μιας ψεύτικης ηθικής.

Υπάρχουν κι άλλες παρανοήσεις φυσικά... ο καθένας έχει τις δικές του, κρυμμένες μέσα στις απόψεις του, τις πεποιθήσεις και τις πρωταρχικές του ανάγκες. Χρειάζεται πάντα μια προσωπική διερεύνηση, για να διαπιστώσει ο καθένας μας τι χρειάζεται να επανεξετάσει, διαλύοντας τις αντιφάσεις και τις παρανοήσεις μέσα του.

Η προσπάθεια της «διαχείρισης των συναισθημάτων» ενισχύει, μέσω του εσωτερικού κριτή, τον εσωτερικό πόλεμο, που άλλοτε τον εκτοξεύουμε προς τους άλλους και άλλοτε τον γυρνάμε προς τον εαυτό μας. Η έννοια του παρατηρητή είναι πρακτικά ακόμα άγνωστη σε μεγάλο βαθμό ως λειτουργία καθημερινή, διαχρονική. Αλλά η παρατήρηση συμπεριλαμβάνει και την αποδοχή, που είναι το πρώτο βήμα της αυτογνωσίας και είναι απαραίτητη για να πορευόμαστε εν ειρήνη, με τον εαυτό μας και για να καταλαβαίνουμε – μέσα από εμάς – τους άλλους.

Πώς γίνεται αυτό; Χρειάζεται μια «διόρθωση» κάποιων εννοιών, που έχουν καταγραφεί μέσα μας λανθασμένα και άρα διαστρεβλώνουν αυτά που κατανοούμε, επικοινωνούμε και τελικά λειτουργούμε. Επίσης, χρειάζεται να μάθουμε πώς λειτουργεί η σκέψη, πώς αναδύονται τα συναισθήματα, τη σημασία του γραμμικού χρόνου και της γραμμικότητας της σκέψης μας, πώς λειτουργεί η φαντασία, πόσες άλλες δυνατότητες διαθέτουμε αλλά αγνοούμε περιορίζοντας τον εαυτό μας και τους άλλους...

Η ενεργοποίηση του παρατηρητή μέσα μας χρειάζεται δουλειά. Δεν το έχουμε μάθει άρα χρειάζεται να επιλέξουμε να το κατακτήσουμε, μαθαίνοντας τη μοναδική λειτουργία που θα μας οδηγήσει σε πολλές άλλες και σε μια διευρυμένη αντίληψη ζωής, χωρίς σύνορα. Είναι δουλειά, είναι σαφώς έξοδος από τη ζώνη άνεσης του κριτή και τις ψεύτικης ασφάλειάς του και χρειάζεται πειθαρχία και αφοσίωση. Χρειάζεται απόλυτη ειλικρίνεια με τον Εαυτό μας καθώς εισχωρούμε βαθύτερα στο νου και στο Είναι μας, αντλώντας τη δική μας, μοναδική αλήθεια και ειρηνική συνύπαρξη με τον κόσμο μας.

Τα συναισθήματα αποτελούν το κλειδί που ξεκλειδώνει τον εσωτερικό μας κόσμο. Είναι ένας κόσμος μαγικός, γεμάτος γνώση και σοφία, εφόσον είμαστε πρόθυμοι να εγκαταλείψουμε τις απόψεις που έχουμε υιοθετήσει και να προσπαθούμε μάταια να αλλάξουμε τον εαυτό μας (ή τους άλλους).

Mονομαχία με το φόβο

Ήταν κάποτε μια νεαρή πολεμίστρια. Ο δάσκαλός της είπε ότι έπρεπε να μονομαχήσει με το φόβο. Η ίδια δεν ήθελε να το κάνει. Φαινόταν πολύ επιθετικό. Ήταν τρομακτικό και έμοιαζε εχθρικό. Αλλά ο δάσκαλος είπε ότι έπρεπε να το κάνει και της έδωσε οδηγίες για τη μάχη. Η μέρα έφτασε. Η μαθήτρια πολεμίστρια στάθηκε από τη μια πλευρά και ο φόβος από την άλλη. Η νεαρή γυναίκα ένιωθε πολύ μικρή και ο φόβος φαινόταν τεράστιος και άγριος. Ο καθένας είχε τα όπλα του.

Η νεαρή σηκώθηκε και πήγε προς το φόβο, έκανε τρεις βαθιές υποκλίσεις και ρώτησε: «Μπορώ να έχω την άδεια να πολεμήσω με σένα;»

Ο φόβος είπε: «Σ’ ευχαριστώ που μου δείχνεις τόσο σεβασμό και ζητάς την άδεια».

Τότε η νεαρή είπε: «Πώς μπορώ να σε νικήσω;»

Ο φόβος απάντησε: «Τα όπλα μου είναι ότι μιλάω γρήγορα και έρχομαι πολύ κοντά στα μούτρα σου. Τότε παραλύεις και κάνεις ό,τι κι αν σου πω. Αν δεν κάνεις ό, τι σου λέω, δεν έχω δύναμη. Μπορείς να με ακούσεις, να με σεβαστείς, ακόμη και να σε πείσω, αλλά αν δεν κάνεις ό,τι σου λέω, δεν θα έχω καμιά δύναμη».

Με αυτόν τον τρόπο η νεαρή πολεμίστρια έμαθε πώς να νικάει το φόβο.

Πέτα ψυχή

Υπάρχουν, στ’ αλήθεια, κάποιες «εμπνευσμένες» στιγμές που έχεις την αίσθηση, πως μπορείς να σηκώσεις στην πλάτη σου ένα θεόρατο βουνό, πως μπορείς να διασχίσεις τη θάλασσα με τον ίδιο, ακριβώς, τρόπο που διασχίζεις τη ξηρά, πως μπορείς να ανοίξεις διάπλατα τα ελαφριά και πελώρια φτερά σου και να πετάξεις πως μέσα σου δεν υπάρχουν όρια πως δεν υπήρξανε ποτέ.

Κι είναι, κάποτε, κάποιες αδρές στιγμές που βουλιάζεις αργά μέσα σε μαύρες δίνες, που σέρνεσαι πάνω στις ράγες ενός ξεχασμένου απο τον χρόνο σιδηρόδρομου, που τα φτερά σου πληγώνονται και αδυνατούνε πια να σε ταξιδέψουν σε εκείνους τους εκστατικούς, αλλιώτικους τόπους, απ’ όπου ξεχνιόσουν να γυρίσεις πίσω …

Ω ψυχή, που κατοικείς σε τόπους θείους και απροσπέλαστους, ω μαγευτική και μυστηριώδη ουσία, είσαι γέννημα θρέμμα του δημιουργού σου, είσαι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του, είσαι εφεύρεση του πιο μεγάλου εφευρέτη, είσαι ο γάμος ενός θνητού με μια θεά, είσαι το βάλσαμο που χύνεται βελούδινα επάνω στην ματωμένη πληγή του πολεμιστή, το θαυματουργό ελιξίριο στην μάστιγα της γήινης φυλακής.

Πώς μπορώ να σ’ αντικρίσω, στ’ αλήθεια, στην πρωταρχική σου μορφή; Πώς μπορώ να σε θαυμάσω, γυμνή και αυθεντική, έτσι ακριβώς, όπως σε κατασκεύασε ο αρχιτέκτονάς σου; Μόνο, έτσι, θα ήταν, ίσως, εφικτό να αναλογιστώ για λίγο τις άπειρες δυνατότητές μου, το απύθμενο βάθος της ύπαρξής μου, τα προικισμένα με ένα ιδιαίτερο άρωμα χαρίσματά μου, την ανεκτίμητη και ανυπολόγιστη δύναμή μου και αυτή την την μοναδική ατομικότητά μου που ξεχωρίζει, όπως, ακριβώς ξεχωρίζει κάθε άτομο μέσα σε μια ομάδα, όχι εγωιστικά και αλαζονικά, μα σαν ένα μικρό κομματάκι παζλ, δίχως το οποίο το σύνολο μένει ανολοκλήρωτο και ασθενικό …

Ως καρπός θείας προέλευσης και καταγωγής, πώς θα μπορούσες να επιζήσεις, να τραφείς και να συντηρηθείς σε έναν επίγειο, ξένο και αφιλόξενο για σένα κόσμο, ω μεγάλη και τρανή ψυχή; Πώς οι λεπτοκαμωμένες, αραχνούφαντες φτερούγες σου να μην εκτεθούν στον πιο θρασύ κίνδυνο που παραμονεύει δόλια σε κάθε εκατοστό της γης; Να σπάσουν και να πληγωθούν. Ψυχή – πουλί, που περιφέρεσαι σε κόσμους άβατους και απρόσιτους για την γήινη σφαίρα, που αεροβατείς μέσα σε τόπους απόκοσμης σοφίας και μαγείας, πέτα, πέτα όσο πιο μακριά μπορείς. Πέτα στα πιο λεπτά και ανώτερα στρώματα, εκεί, όπου, μόνο, οι αιθέριες φτερούγες σου έχουνε το προνόμιο να φθάσουν, να σε μυήσουν και να σε οδηγήσουν εκεί, που λαχταράς απο την πρώτη γέννησή σου, ω μικρή και αθώα, ωσάν περιστεριού, αλαβάστρινη ψυχή …

Κι εκεί, μέσα στην γνήσια γενέτειρά σου, θα ξαναγεννηθείς, σαν αντικρίσεις και ανταμώσεις και πάλι την Πηγή σου. Σαν εύθραστος νεοσσός μες στις ζεστές φτερούγες του Ύψιστου Αετού σου θα κουρνιάσεις, θα ξαποστάσεις και θα ξεδιψάσεις με το ύδωρ, που απο καιρό αναζητούσε η ευγενική ψυχή σου.

Ω ναι, τούτες οι ώρες, μοιάζουν να είναι «οι εμπνευσμένες». Αυτές, που νιώθω πώς η ράχη μου μπορεί να σύρει ασάλευτα βουνά, τα πέλματά μου να διαβούνε της θάλασσας τα αδιάβατα νερά. Είναι οι ώρες που πετά και φτερουγίζει, ωσάν αηδόνι, η ψυχή μου. Απο το πέταγμά της στα γνώριμα και παλιά λημέρια της, απ’ την επιστροφή στον τόπο της και την προυπάντηση με τον δημιουργό της αναβλύζει αυτή η αλλόκοτη, ανυπέρβλητη δύναμή μου.

Δίχως Αυτόν, μοιάζει να ξεψυχά η ψυχή, λες και o νεοσσός, ανυπεράσπιστος, πέφτει, καταγής, απο την τρυφερή φωλιά του. Και οι υποσχομένες μυητικά ταξίδια φτερούγες του βυθίζονται μέσα στης λήθης τα πηγάδια! Ω άνθρωπε, είσαι μηδέν και άπειρο μαζί. Είσαι μικρός, πολύ μικρός, μα και συνάμα ένας πελώριος, πανίσχυρος θεός … Δίχως να αντλείς τροφή και ύδωρ απο την Πηγή σου, δεν παραμένει παρά μόνο το εγώ σου, αδύναμο και ασθενές, ασφυκτιά και εντοιχίζει την λεπτή και αιθερική ψυχή σου. Δεν είσαι τίποτα δίχως Αυτόν. Ότι κι αν καταφέρνεις, προέρχεται πάντα, αποκλειστικά και μόνο απ’ την Πηγή σου. Και σαν το λησμονάς αυτό εδώ, απο το ίδιο σου το εγώ αυτοεξοντώνεσαι, ακριβώς όπως ο αλαζονικός σκορπιός αυτοκαταστρέφεται απ’ το δηλητηριώδες κεντρί του.

Το λάθος δεν είναι εκείνου που εμπιστεύεται, αλλά εκείνου που ψεύδεται

Η εμπιστοσύνη είναι σαν ένα εύθραυστο και διαφανές κρυστάλλινο κόσμημα που διαμορφώνει τη ζωή μας. Χρειάζεται πολύ χρόνο και προσπάθεια για να το φτιάξουμε, επειδή είναι πολύτιμο και ανεκτίμητο.

Ωστόσο, μπορεί αυτό το κόσμημα να φέρνει μεγάλη ευτυχία, αλλά σπάει εύκολα σε λίγα δευτερόλεπτα από αμέλεια, από εγωισμό και από κακή συμπεριφορά.

Όταν ένα συναίσθημα τόσο σημαντικό όσο η εμπιστοσύνη καταρρέει, κάτι πεθαίνει μέσα μας.

Αυτό συμβαίνει επειδή το ψέμα αμφισβητεί χιλιάδες αλήθειες, οδηγώντας μας να αμφισβητούμε τον εαυτό μας, ακόμη και για τα βιώματα που θεωρούσαμε ότι ήταν τα πιο ειλικρινή.

Το ψέμα έχει πολύ κοντά πόδια και πολύ μακριά χέρια.

Ακόμα κι αν το ψέμα μπορεί να φτάσει σε ανυποψίαστα όρια, η αλήθεια πάντα αναδύεται στην επιφάνεια.

Ωστόσο, το θέμα μας δεν είναι ότι όσα χτυπήματα κι αν δεχτούμε, θα παραμείνουμε όρθιοι. Είναι φυσιολογικό να συμβεί το αντίθετο και πράγματι, το ψέμα και η προδοσία οριοθετούν ένα πριν και ένα μετά στη ζωή μας.

«Ένα πουλί που στέκεται σε ένα κλαδί δεν φοβάται ποτέ ότι το κλαδί αυτό θα σπάσει, γιατί δεν πιστεύει στο κλαδί. Πιστεύει στα δικά του φτερά…»

Η Ευθύνη για την προδοσία!

Συχνά λέμε ότι «αν προδοθείς μία φορά, είναι λάθος του άλλου, αλλά αν σε προδώσουν δύο φορές, τότε είναι λάθος δικό σου». Προφανώς, αυτή η δήλωση δεν είναι εντελώς λανθασμένη, αλλά πρέπει να τη σκεφτούμε κάπως πιο σοβαρά.

Με άλλα λόγια, το ζήτημα είναι ότι μαθαίνουμε από τα λάθη μας και δεν τα επαναλαμβάνουμε. Δεν πρέπει να αισθανόμαστε ένοχοι για τις προδοσίες που έχουμε υποστεί. Πώς μπορούμε να είμαστε υπεύθυνοι για το τι κάνουν οι άλλοι; Αυτό είναι παρανοϊκό.

Εντούτοις, αυτό πιθανότατα μας έχει ταλαιπωρήσει αρκετές φορές, με αποτέλεσμα να νιώθουμε ηλίθιοι που έχουμε πέσει στην παγίδα ενός ατόμου που θα μπορούσαμε να «είχαμε καταλάβει από πριν τι ήταν». Επομένως, είναι εύκολο να βγάζουμε συμπεράσματα όταν το σπίτι έχει ήδη καταρρεύσει.

Δεν είμαστε ούτε μάντεις, ούτε αλάνθαστοι. Επίσης, οι άλλοι δεν είναι τέλειοι και μερικές φορές θα πρέπει να σκεφτούμε ότι ακόμη κι οι σωστοί άνθρωποι σφάλουν, κάνουν τα δικά τους λάθη και κάποιος πρέπει να είναι πρόθυμος να συγχωρήσει.

«Μετά από λίγο, θα καταλάβετε ότι αν εκτεθείτε στον ήλιο για πολύ, θα καείτε. Θα αποδεχτείτε με τον καιρό ότι ακόμη κι οι καλοί άνθρωποι κάποια στιγμή μπορεί να σας πληγώσουν και εσείς μετά θα πρέπει να τους συγχωρήσετε. Θα μάθετε ότι ο λόγος μπορεί να απαλύνει τους πόνους της ψυχής …θα ανακαλύψετε όμως ότι χρειάζονται χρόνια». –William Shakespeare

Η συναισθηματική πληγή της προδοσίας!

Η αθανασία και η προδοσία μας βλάπτουν περισσότερο όταν επηρεάζουν τους ανθρώπους που αγαπάμε και μας περιβάλλουν ως σύντροφοι, φίλοι, ή μέλη της οικογένειάς μας. Όταν συμβεί κάτι τέτοιο, τότε αισθανόμαστε διάφορα συναισθήματα όπως μίσος, αδυναμία και θυμό.

Είναι επίσης πολύ οδυνηρό (και δυστυχώς πολύ συνηθισμένο) κάποιος να κάνει κάτι για χάρη μας μόνο και μόνο διότι περιμένει αντάλλαγμα. Αυτός ο τύπος συγκλονίζει τα πρότυπά μας και βυθίζει τον συναισθηματικό μας κόσμο σε πραγματικό χάος.

Ωστόσο, ακόμα κι αν η πλάνη αυτή μας πονάει βαθιά στην καρδιά μας, δεν έχει νόημα, διότι την ώρα που μας τραυμάτισε, μας άλλαξε και τον τρόπο ύπαρξής μας και μας οδήγησε να συμπεριφερόμαστε άσχημα με τους άλλους, λόγω εκδίκησης ή καταστροφής.

Όσο απίστευτη κι αν φαίνεται, αυτή η αντίδραση είναι πολύ κοινή, όταν η «συναισθηματική πληγή» είναι ακόμη ανοιχτή και μολυνθεί.

Με τον ίδιο τρόπο, δεν πρέπει κανείς να κρύβεται πίσω από μια πανοπλία για να αντιμετωπίζει την κοινωνία και τον περίγυρό του. Αρκεί απλώς να προστατευθεί από το πρόσωπο που προέβη στην πράξη της προδοσίας.

Πώς ξεπερνάει κανείς το ψέμα, την προδοσία και την εξαπάτηση!

Η ασφάλεια, η ειλικρίνεια και η πίστη στις σχέσεις μας αποτελούν βασικό πυλώνα για την ανάπτυξή μας. Ωστόσο, οι αμφιβολίες, ο φόβος και το ψεύδος μας βλάπτουν, μας καίνε και μας καταστρέφουν… τίποτα περισσότερο.

Έτσι, αν η δυσπιστία έχει ριζώσει μέσα μας, μπορούμε όλοι το ξεπεράσουμε. Είναι φυσιολογικό ότι σε τέτοιες καταστάσεις, η αμφιβολία μεγαλώνει μέσα μας μαζί με τον φόβο. Ωστόσο, αυτό δεν πρέπει να είναι λόγος να είμαστε δύσπιστοι απέναντι στους άλλους.

Με άλλα λόγια, είναι πιθανό να βρεθούμε σε μια τέτοια ανεπιθύμητη κατάσταση αρκετές φορές στη ζωή μας, γι' αυτό πρέπει να καταλάβουμε ότι είναι μια ευκαιρία για μας να ωριμάσουμε ως άτομα και να επιλέγουμε καλύτερα τους ανθρώπους που μας περιβάλλουν.

S. FREUD: Πώς οι άνθρωποι πασχίζουν να αποκτήσουν την ευτυχία και να κρατήσουν μακριά τον πόνο

Η ζωή, όπως μας έχει επιβληθεί, είναι πολύ δύσκολη για εμάς, μας φέρνει πολύ πόνο, πολλές απογοητεύσεις και πολλά άλυτα προβλήματα. Για να την αντέχουμε, δεν μπορούμε να στερηθούμε κάποια μέσα ανακούφισης («Δε γίνεται χωρίς βοηθητικές κατασκευές» μας λέει ο Theodor Fontane). Υπάρχουν ίσως τριών ειδών τέτοια μέσα: ισχυροί περισπασμοί, που μας κάνουν να υποτιμούμε την αθλιότητά μας, υποκατάστατες ικανοποιήσεις, που τη μειώνουν, και ναρκωτικές ουσίες, που μας κάνουν να μην την αντιλαμβανόμαστε. Κάποιο από αυτά τα είδη μάς γίνεται απαραίτητο. Ο Βολταίρος εννοεί τους περισπασμούς, όταν βάζει τον Candide του να δίνει στο τέλος τη συμβουλή να καλλιεργούμε τον κήπο μας. Ένας τέτοιος περισπασμός είναι και η επιστημονική δραστηριότητα. Οι υποκατάστατες ικανοποιήσεις, όπως τις προσφέρει η τέχνη, είναι απέναντι στην πραγματικότητα αυταπάτες, δε δρουν όμως σε λιγότερο βαθμό ψυχικά χάρις στο ρόλο που έχει η φαντασία στην ψυχική ζωή. Οι ναρκωτικές ουσίες επηρεάζουν το σώμα μας, αλλάζουν το χημισμό του.

Το ερώτημα σχετικά με το σκοπό της ανθρώπινης ζωής έχει τεθεί αμέτρητες φορές· δεν έχει ποτέ έως τώρα δοθεί μία ικανοποιητική απάντηση, ίσως και να μην επιδέχεται καθόλου κάτι τέτοιο. Κάποιοι από αυτούς που έθεσαν το ερώτημα πρόσθεσαν: εάν αποδεικνυόταν ότι η ζωή δεν έχει κανέναν σκοπό, τότε θα έχανε κάθε αξία. Αλλά αυτή η απειλή δεν αλλάζει τίποτε. Μοιάζει μάλλον να έχει κάποιος το δικαίωμα να απορρίψει την ερώτηση.

Η προϋπόθεσή της φαίνεται να είναι εκείνη η ανθρώπινη αλαζονεία, από την οποία έχουμε ήδη δει τόσες άλλες εκδηλώσεις. Για το σκοπό της ζωής των ζώων δε συζητούμε, όταν ο προορισμός τους δεν είναι να υπηρετούν τους ανθρώπους. Μόνο που ούτε αυτό είναι βάσιμο, διότι πολλά ζώα ο άνθρωπος δεν μπορεί να τα αξιοποιήσει αλλιώς πέρα από το να τα περιγράφει, να τα ταξινομεί και να τα μελετά, και αμέτρητα είδη ζώων δεν έχουν ούτε και αυτή τη χρήση, καθώς έζησαν και εξαφανίσθηκαν προτού τα δει ο άνθρωπος.

Στρεφόμαστε έτσι σε ένα λιγότερο απαιτητικό ερώτημα: τι αφήνουν οι ίδιοι οι άνθρωποι μέσω της συμπεριφοράς τους να φανεί ως σκοπός και πρόθεση της ζωής τους, τι απαιτούν από τη ζωή και τι θέλουν να επιτύχουν σε αυτή. Η απάντηση εδώ είναι εύκολη: επιδιώκουν την ευτυχία, θέλουν να γίνουν και να παραμείνουν ευτυχισμένοι. Αυτή η επιδίωξη έχει δύο πλευρές, ένα θετικό και έναν αρνητικό στόχο: θέλει από τη μία πλευρά την απουσία πόνου και δυσαρέσκειας και από την άλλη πλευρά την εμβίωση δυνατών αισθημάτων ηδονής. Υπό στενότερη έννοια, η λέξη «ευτυχία» αναφέρεται μόνο στη δεύτερη πλευρά. Αντίστοιχα με αυτόν το διαχωρισμό των στόχων ξεδιπλώνεται και η δραστηριότητα των ανθρώπων προς δύο κατευθύνσεις, ανάλογα με το αν προσπαθεί να πραγματοποιήσει τον ένα ή τον άλλο στόχο κυρίως ή και αποκλειστικά.

Το σκοπό της ζωής τον θέτει, όπως παρατηρούμε, απλώς ,το πρόγραμμα της αρχής της ηδονής. Αυτή η αρχή κυριαρχεί στην επίδοση του ψυχικού μηχανισμού από την αρχή- η σκοπιμότητα της είναι αδιαμφισβήτητη και όμως, το πρόγραμμά της βρίσκεται σε διχόνοια με όλο τον Κόσμο, τόσο με το μακρόκοσμο όσο και με τον μικρόκοσμο. Είναι εντελώς ανέφικτη, κάθε θεσμός του σύμπαντος της αντίκειται- θα μπορούσαμε να πούμε ότι η πρόθεση να είναι ο άνθρωπος ευτυχισμένος δε συμπεριλαμβάνεται στο πλάνο της «δημιουργίας». Αυτό που με τη στενότερη έννοια ορίζουμε ως ευτυχία πηγάζει μάλλον από την ξαφνική ικανοποίηση έντονα συσσωρευμένων αναγκών και είναι από τη φύση του δυνατό μόνο ως επεισοδιακό φαινόμενο. Κάθε διάρκεια μίας κατάποσης πoυ επιδιώκεται από την αρχή της ηδονής δημιουργεί απλώς ένα αίσθημα χλιαρής ευχαρίστησης – είμαστε πλασμένοι ώστε να μπορούμε να απολαμβάνουμε, μόνο την αντίθεση, την κατάσταση μόνο λίγο. Έτσι οι δυνατότητες μας για ευτυχία είναι περιορισμένη ήδη από την ιδιοσυστασία μας.

Ο πόνος μάς απειλεί από τρεις πλευρές: από το ίδιο μας το σώμα, που προορισμένο για την παρακμή και τη διάλυση μας προσφέρει και πόνο και άγχος ως προειδοποιητικά σημάδια, από τον εξωτερικό κόσμο, ο οποίος μπορεί να στραφεί εναντίον μας με ισχυρές, αδυσώπητες, καταστρεπτικές δυνάμεις και, τέλος, από τις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους. Τον πόνο που προέρχεται από αυτή την πηγή τον αισθανόμαστε ίσως πιο οδυνηρά από όλους τους άλλους.

Δεν είναι να απορούμε που υπό την πίεση αυτών των πιθανών πόνων οι άνθρωποι μετριάζουν την αξίωσή τους για ευτυχία. Καθώς θεωρούμε εαυτόν ήδη ευτυχή όταν έχουμε αποφύγει τη δυστυχία, έχουμε αντέξει τον πόνο, όταν γενικότερα το έργο της αποφυγής του πόνου παραμερίζει το έργο της απόκτησης ηδονής. Η σκέψη μάς διδάσκει ότι μπορούμε να επιδιώξουμε την επίλυση αυτού του προβλήματος από πολύ διαφορετικούς δρόμους. Όλοι αυτοί οι δρόμοι έχουν προταθεί από τις μεμονωμένες σχολές της σοφίας της ζωής και έχουν εφαρμοσθεί από τους ανθρώπους. Η απεριόριστη ικανοποίηση κάθε ανάγκης προέχει ως ο πιο δελεαστικός τρόπος ζωής, αλλά αυτό σημαίνει να βάλει κανείς την απόλαυση πριν από τη σύνεση και σύντομα έρχεται η τιμωρία. Οι άλλες μέθοδοι, στις οποίες η κύρια πρόθεση συνιστά την αποφυγή της δυσαρέσκειας, διαφέρουν ανάλογα με την πηγή της δυσαρέσκειας προς την οποία στρέφουν ως επί το πλείστον την προσοχή τους. Υπάρχουν ακραίες και μετριοπαθείς διαδικασίες, μονόπλευρες και διαδικασίες που επιτίθενται ταυτόχρονα σε αρκετά σημεία. 

Η ηθελημένη απομόνωση, η απομάκρυνση από τους άλλους, είναι η πιο εύκολη προστασία έναντι του πόνου που μπορεί να αναπτυχθεί από τις ανθρώπινες σχέσεις. Είναι ευνόητο ότι η ευτυχία που μπορεί να επιτευχθεί μέσω αυτού του δρόμου είναι αυτή της ηρεμίας. Έναντι του τρομακτικού εξωτερικού κόσμου μπορούμε μόνο να αμυνθούμε μέσω κάποιου είδους απόκρουσης, εάν θέλουμε να λύσουμε αυτό το πρόβλημα για εμάς τους ίδιους και μόνο. Υπάρχει βέβαια ένας άλλος και καλύτερος δρόμος, αυτός της συμμετοχής σε μία ανθρώπινη κοινότητα και της επίθεσης στη φύση με τη βοήθεια της τεχνικής που εισάγει η επιστήμη, ώστε να την υποτάξουμε στην ανθρώπινη βούληση. Τότε εργαζόμαστε μαζί με όλους για την ευτυχία όλων. Οι πιο ενδιαφέρουσες μέθοδοι για την προστασία από τον πόνο είναι όμως αυτές που προσπαθούν να επηρεάσουν τον ίδιο μας τον οργανισμό. Σε τελική ανάλυση κάθε πόνος είναι μόνο αίσθηση, υπάρχει μόνο στο βαθμό που τον αισθανόμαστε και τον αισθανόμαστε μόνο ως συνέπεια συγκεκριμένων διατάξεων του οργανισμού μας.

Η πιο ακατέργαστη αλλά και δραστικότερη μέθοδος τέτοιου επηρεασμού είναι η χημική, η μέθη. Δεν πιστεύω ότι μπορεί κανείς να καταλάβει το μηχανισμό της, αλλά γεγονός είναι ότι υπάρχουν ουσίες ξένες στο σώμα, των οποίων η παρουσία στο αίμα και στα κύτταρά μας εξασφαλίζει άμεσες αισθήσεις ηδονής, αλλά αλλάζουν και τις συνθήκες της αισθητηριακής ζωής μας τόσο πολύ, που γινόμαστε ανίκανοι για την πρόσληψη δυσάρεστων αισθημάτων. Οι δύο επιδράσεις δε συμβαίνουν μόνο ταυτόχρονα, αλλά φαίνεται να είναι και στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους. Θα πρέπει όμως να υπάρχουν ουσίες και στον ίδιο μας το χημισμό που να προσφέρουν παρόμοια αποτελέσματα, διότι γνωρίζουμε τουλάχιστον μια νοσηρή κατάσταση, τη μανία, όπου πραγματοποιείται αυτή η συμπεριφορά που μοιάζει με μέθη χωρίς έχει ληφθεί κάποιο ναρκωτική ουσία. Εξάλλου η φυσιολογική ψυχική μας ζωή παρουσιάζει διακυμάνσεις εύκολης ή δύσκολης αποδέσμευσης της ηδονής, με τις οποίες υπάρχει παράλληλα μία μειωμένη ή αυξημένη ευαισθησία απέναντι στη δυσαρέσκεια. Είναι πολύ λυπηρό που αυτή η τοξική πλευρά των ψυχικών διεργασιών διέφυγε μέχρι τώρα της επιστημονικής διερεύνησης. Η επίδραση των ναρκωτικών ουσιών στον αγώνα για την ευτυχία και την απομάκρυνση της αθλιότητας εκτιμάται τόσο πολύ σαν ευεργεσία, που άτομα και Λαοί τής έχουν χαρίσει μία σταθερή θέση στη λιμπιντική οικονομία τους. Δεν τους χρωστάμε μόνο το άμεσο κέρδος οπό ηδονή αλλά και ένα πολυπόθητο κομμάτι ανεξαρτησίας από τον εξωτερικό κόσμο. Γνωρίζουμε ότι με τη βοήθεια του «παυσίλυπου» μπορεί ο καθένας ανά πάσα στιγμή να φύγει από την πίεση της πραγματικότητας και να βρει καταφύγιο σε ένα δικό του κόσμο με καλύτερες συνθήκες αίσθησης. Είναι γνωστό ότι ακριβώς αυτή η ιδιότητα των ναρκωτικών τα καθιστά επικίνδυνα και βλαβερά. Φέρουν σε μερικές περιπτώσεις την ευθύνη για την άσκοπη απώλεια μεγάλων ποσών ενέργειας, που θα μπορούσαν να έχουν χρησιμοποιηθεί για τη βελτίωση της ανθρώπινης μοίρας.

Το πολύπλοκο κτίσμα του ψυχικού μας μηχανισμού επιτρέπει όμως και μια ολόκληρη σειρά άλλων επηρεασμών.

Όπως η ικανοποίηση μίας ενόρμησης είναι ευτυχία, έτσι γίνεται και η αιτία μεγάλου πόνου, όταν ο εξωτερικός κόσμος μας αφήνει να υποφέρουμε, μας αρνείται τον κορεσμό των αναγκών μας. Μπορεί λοιπόν κάποιος να ελπίζει ότι θα απελευθερωθεί από ένα μέρος του πόνου επενεργώντας πάνω σε αυτές τις ορμικές διεγέρσεις. Αυτό το είδος άμυνας έναντι του πόνου δεν επιτίθεται πλέον στο μηχανισμό των αισθήσεων αλλά προσπαθεί να εξουσιάσει τις ενδότερες πηγές των αναγκών. Με ακραίο τρόπο αυτό συμβαίνει εξουδετερώνοντας τις ενορμήσεις, όπως διδάσκει η ανατολική φιλοσοφία και εφαρμόζει η μέθοδος της γιόγκα. Εάν αυτό πετύχει, τότε κάποιος θα έχει σίγουρα παραιτηθεί και από κάθε άλλη δραστηριότητα (θα έχει θυσιάσει τη ζωή), θα έχει αποκτήσει με άλλα λόγια μόνο την ευτυχία της ηρεμίας. Τον ίδιο δρόμο ακολουθεί κάποιος και με πιο μετριοπαθείς στόχους, όταν επιδιώκει μόνο την εξουσία επί της ορμικής ζωής. Οι κυρίαρχες ψυχικές αρχές τότε υπόκεινται στην αρχή της πραγματικότητας. Εδώ δεν παραιτούμαστε με κανέναν τρόπο από την πρόθεση της ικανοποίησης- μία ορισμένη προστασία από τον πόνο επιτυγχάνεται με το ότι η μη ικανοποίηση των ενορμήσεων που βρίσκονται υπό έλεγχο δε γίνεται τόσο οδυνηρά αισθητή όσο αυτή των αδέσμευτων. Εδώ υπάρχει όμως μία αναντίρρητη μείωση της πιθανής απόλαυσης. Το αίσθημα της ευτυχίας από την ικανοποίηση μίας μη δεσμευμένης από το Εγώ ορμικής διέγερσης είναι ασύγκριτα πιο έντονο από αυτό του κορεσμού μίας χαλιναγωγημένης ενόρμησης. Η γοητεία των διαστροφικών παρορμήσεων, ίσως και κάθε απαγορευμένου γενικά, βρίσκει εδώ μία οικονομική εξήγηση.

Μία άλλη τεχνική της άμυνας έναντι του πόνου χρησιμοποιεί τις μεταθέσεις της λίμπιντο που επιτρέπει ο ψυχικός μας μηχανισμός, μέσω των οποίων η λειτουργία του κερδίζει τόσο μεγάλη ελαστικότητα. Το πρόβλημα που πρέπει να λυθεί συνίσταται στη μεταφορά των στόχων της ενόρμησης με τέτοιον τρόπο που να μη μπορούν να πληγούν από την άρνηση του εξωτερικά κόσμου. Η μετουσίωση των ενορμήσεων μας δίνει τη βοήθεια της. Κάποιος καταφέρνει περισσότερα όταν γνωρίζει πώς να αυξήσει επαρκώς το κέρδος από ηδονή από τις πηγές της ψυχικής και διανοητικής εργασίας. Η μοίρα δεν μπορεί τότε να πειράξει κάποιον παρά ελάχιστα. Η ικανοποίηση τέτοιου είδους, όπως η χαρά του καλλιτέχνη για τη δημιουργία, για την αποτύπωση των εικόνων της φαντασίας του, αυτή του ερευνητή για την επίλυση προβλημάτων και για τη γνώση της αλήθειας, έχουν μία ιδιαίτερη ποιότητα, την οποία σίγουρα κάποια μέρα θα μπορούμε να χαρακτηρίσουμε μεταψυχολογική. Προς το παρόν μπορούμε μόνο να πούμε μεταφορικά ότι μας εμφανίζονται πιο «ευγενείς και ανώτερες», αλλά η έντασή τους σε σύγκριση με αυτήν του κορεσμού πιο ωμών, πρωτογενών ορμικών διεγέρσεων είναι εξασθενημένη- δε συγκλονίζουν τη σωματική μας υπόσταση. Η αδυναμία αυτής της μεθόδου έγκειται όμως στο ότι δεν είναι γενικά εφαρμόσιμη, στο ότι είναι προσιτή μόνο σε λίγους ανθρώπους. Προϋποθέτει ιδιαίτερα ταλέντα και χαρίσματα τα οποία δε συναντούμε συχνά σε δραστικό βαθμό. Ακόμη και εκείνοι οι λίγοι δεν μπορούν να εξασφαλίσουν ολοκληρωμένη προστασία από τον πόνο, δεν τους προσφέρει κάποια πανοπλία αδιαπέραστη από τα βέλη της μοίρας και συχνά αποτυγχάνει, όταν το σώμα γίνεται το ίδιο η πηγή του πόνου.

Εάν ήδη κατά τη διαδικασία αυτή γίνεται φανερή η πρόθεση ανεξαρτητοποίησής μας από τον εξωτερικό κόσμο, αναζητώντας τις ικανοποιήσεις μας σε εσωτερικές, ψυχικές διεργασίες, τα ίδια χαρακτηριστικά προβάλλονται ακόμη πιο έντονα στην επόμενη μέθοδο. Εδώ χαλαρώνει ακόμη περισσότερο η σχέση με την πραγματικότητα, η ικανοποίηση αποκτάται από αυταπάτες, τις οποίες κάποιος αναγνωρίζει ως τέτοιες χωρίς να τον ενοχλεί στην απόλαυσή του το γεγονός ότι αποκλίνουν από την πραγματικότητα. To πεδίο οπό το οποίο προέρχονται οι αυταπάτες αυτές είναι αυτό της φαντασίας.

Στην κορυφή αυτών των φαντασιακών ικανοποιήσεων βρίσκεται η απόλαυση των έργων τέχνης, η οποία γίνεται προσιτή ακόμη και σε κάποιον που δεν είναι ο ίδιος δημιουργός, με τη μεσολάβηση του καλλιτέχνη. Όποιος είναι δεκτικός στην επιρροή της τέχνης, γνωρίζει ότι είναι ανεκτίμητη ως πηγή ηδονής και παρηγοριά στη ζωή. Όμως η ήπια νάρκωση, στην οποία μας βάζει η τέχνη, δεν μπορεί να μας δώσει κάτι παραπάνω από μία φευγαλέα φυγή από τις ανάγκες της ζωής και δεν είναι αρκετά δυνατή για να μας κάνει να ξεχάσουμε την πραγματική αθλιότητα.

Πιο ενεργά και ριζικά δρα μια άλλη διαδικασία, η οποία βλέπει τον μοναδικό εχθρό στην πραγματικότητα, που αποτελεί την πηγή κάθε πόνου, που με αυτή δεν μπορεί να ζήσει κανείς και γι’ αυτόν το λόγο πρέπει να διακόψει κάθε σχέση μαζί της, εάν θέλει να είναι ευτυχισμένος κατά κάποια έννοια, Ο ερημίτης γυρνάει την πλάτη σε αυτό τον κόσμο, δε θέλει να έχει καμία επαφή μαζί του. Αλλά μπορούμε να κάνουμε και κάτι περισσότερο, μπορούμε να τον δημιουργήσουμε εκ νέου, να φτιάξουμε έναν άλλον στη θέση του, έναν κόσμο όπου θα εξαλειφθούν τα πιο αβάσταχτα χαρακτηριστικά και θα αντικατασταθούν από άλλα σύμφωνα με τις δικές μας επιθυμίες. Όποιος μέσα στην απελπισία και την οργή του διαλέγει αυτόν το δρόμο – προς την ευτυχία, κατά κανόνα δε θα φτάσει πουθενά, η πραγματικότητα είναι πολύ δυνατή γι’ αυτόν. Θα γίνει ένας παράφρονας που τις περισσότερες φορές δε βρίσκει αρωγό για την επιβολή της παραφροσύνης του. Λέγεται όμως ότι ο καθένας από εμάς φέρεται κατά κάποιον τρόπο παρόμοια με τον παρανοϊκό, διορθώνει μία αβάσταχτη για αυτόν πλευρά του κόσμου μέσω ενός δημιουργήματος της φαντασίας του και μεταφέρει αυτήν τη φαντασίωση στην πραγματικότητα. Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δώσουμε στην περίπτωση όπου ένας μεγαλύτερος αριθμός ανθρώπων αναλαμβάνει από κοινού το εγχείρημα να εξασφαλίσει την ευτυχία και να αποφύγει τον πόνο μέσω του ψευδαισθητικού μετασχηματισμού της πραγματικότητας. Την παραφροσύνη δεν την αναγνωρίζει βεβαίως κανένας, όταν και ο ίδιος αποτελεί μέρος αυτής.

Δεν πιστεύω ότι αυτή η απαρίθμηση των μεθόδων με τις οποίες οι άνθρωποι πασχίζουν να αποκτήσουν την ευτυχία και να κρατήσουν μακριά τον πόνο είναι ολοκληρωμένη, γνωρίζω επίσης ότι αυτό το υλικό επιδέχεται και άλλες διατάξεις. Υπάρχει μία από αυτές τις διαδικασίες που δεν έχω ακόμη αναφέρει- όχι επειδή την ξέχασα, αλλά διότι θα μας απασχολήσει και σε σχέση με άλλα ζητήματα. Πώς θα ήταν εξάλλου δυνατόν να ξεχάσουμε ακριβώς αυτή τη μέθοδο της τέχνης της ζωής! Διακρίνεται μέσω της εκπληκτικής ενσωμάτωσης χαρακτηριστικών ιδιοτήτων. Επιδιώκει φυσικά και αυτή την ανεξαρτητοποίηση από τη μοίρα -αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για να το εκφράσουμε- και μεταθέτει, με αυτή την πρόθεση, την ικανοποίηση σε εσωτερικές φυσικές διεργασίες, χρησιμοποιεί γι’ αυτόν τον σκοπό την προαναφερθείσα ικανότητα μετάθεσης της λίμπιντο, αλλά δεν αποστρέφεται τον εξωτερικό κόσμο, αγκιστρώνεται αντίθετα στα αντικείμενά του και αποκτά μια αισθηματική σχέση με αυτά. Δεν ικανοποιείται με τον τρόπον τινά κουρασμένο και παρατημένο στόχο της αποφυγής της δυσαρέσκειας, αλλά την προσπερνάει μάλλον αδιάφορα και εμμένει στην πρωταρχική, παθιασμένη επιδίωξη για θετική εκπλήρωση της ευτυχίας. Ίσως να πλησιάζει πραγματικά αυτόν το στόχο περισσότερο από κάθε άλλη μέθοδο. Εννοώ φυσικά εκείνη την κατεύθυνση της ζωής που έχει ως κέντρο της την αγάπη, που περιμένει κάθε ικανοποίηση με το να αγαπά και να αγαπιέται. Μια τέτοια ψυχική στάση είναι σε όλους μας αρκετά γνωστή- μία από τις μορφές έκφανσης αυτής της αγάπης, η σεξουαλική αγάπη, μας χάρισε εντονότερη εμπειρία μίας εξαίσιας αίσθησης ηδονής και έγινε έτσι το πρότυπο για την επιδίωξη της ευτυχίας μας. Τι πιο φυσικό από το να επιμένουμε να αναζητούμε την ευτυχία στον ίδιο δρόμο που για πρώτη φορά τη συναντήσαμε. Η αδύναμη πλευρά αυτής της τεχνικής της ζωής είναι εμφανής- ειδάλλως κανένας άνθρωπος δεν θα είχε σκεφτεί να εγκαταλείψει αυτόν το δρόμο προς την ευτυχία για κάποιον άλλον. Ποτέ δεν είμαστε πιο απροστάτευτοι από τον πόνο από όταν αγαπάμε, ποτέ δεν είμαστε πια αβοήθητα δυστυχισμένοι από όταν έχουμε χάσει το αγαπημένο αντικείμενο ή την αγάπη του. Αλλά η τεχνική της ζωής που βασίζεται στην αξία της αγάπης για την ευτυχία δεν τελειώνει με αυτό, υπάρχουν πολλά ακόμη που θα πρέπει να ειπωθούν.

Εδώ μπορούμε να προσθέσουμε την ενδιαφέρουσα περίπτωση κατά την οποία η ευτυχία της ζωής αναζητείται κυρίως στην απόλαυση της ομορφιάς, όπως και αν παρουσιάζεται στις αισθήσεις και στην κρίση μας, στην ομορφιά των ανθρώπινων μορφών και χειρονομιών, στην ομορφιά φυσικών αντικειμένων και τοπίων, καλλιτεχνικών αλλά και επιστημονικών έργων. Αυτή η αισθητική στάση ως στόχος της ζωής προσφέρει ελάχιστη προστασία από τους πόνους που μας απειλούν, μπορεί όμως να αποζημιώσει για πολλά. Η απόλαυση της ομορφιάς έχει έναν ιδιαίτερο, ελαφρά μεθυστικό αισθητικό χαρακτήρα. Δεν είναι φανερή η χρησιμότητα της ομορφιάς, δεν μπορούμε να δούμε την πολιτιστική της αναγκαιότητα και όμως δεν μπορούμε και να μην τη συμπεριλάβουμε στον πολιτισμό. Η επιστήμη της αισθητικής εξετάζει τις προϋποθέσεις με τις οποίες γίνεται αισθητό το ωραίο- δεν έχει μπορέσει να διαφωτίσει τη φύση και την προέλευση της ομορφιάς- όπως συνηθίζεται, αυτή η απουσία αποτελέσματος καλύπτεται με βαρύγδουπα και κενά λόγια. Δυστυχώς ούτε η ψυχανάλυση έχει να πει πολλά σχετικά με την ομορφιά. Μόνο η προέλευση από το πεδίο της σεξουαλικής αίσθησης μοιάζει εξασφαλισμένη- θα ήταν ένα εξαίρετο παράδειγμα μίας ανασταλμένης ως προς το στόχο διέγερσης. Η «ομορφιά» και η «γοητεία» είναι πρωταρχικές ιδιότητες του σεξουαλικού αντικείμενου. Είναι αξιοσημείωτο ότι τα ίδια τα γεννητικά όργανα, των οποίων η θέα πάντα δρα διεγερτικά, σχεδόν ποτέ δε χαρακτηρίζονται ως ωραία, αντίθετα ο χαρακτήρας της ομορφιάς φαίνεται να ταιριάζει σε συγκεκριμένα δευτερεύοντα σεξουαλικά χαρακτηριστικά.

Παρά την έλλειψη πληρότητας, τολμώ να κάνω ήδη από τώρα κάποιες παρατηρήσεις που θα κλείσουν την έρευνά μας. Το πρόγραμμα που μας επιβάλλει η αρχή της ηδονής, το να γίνουμε ευτυχισμένοι, είναι ανέφικτη και όμως μας επιτρέπεται —ή μάλλον μπορούμε- να μην εγκαταλείψουμε τις προσπάθειες να το φέρουμε με κάποιον τρόπο πιο κοντά στην εκπλήρωση. Μπορεί κάποιος να διαλέξει πολύ διαφορετικούς δρόμους, να θέσει προτεραιότητα είτε στο θετικό στόχο, το κέρδος από ηδονή, είτε στον αρνητικό, την αποφυγή της δυσαρέσκειας. Με κανέναν από αυτούς τους τρόπους δεν μπορούμε να επιτύχουμε όλα όσα λαχταρούμε.

Δεν υπάρχει καμία συμβουλή που να ταιριάζει σε όλους- ο καθένας θα πρέπει να προσπαθήσει να βρει μόνος του με ποιον ιδιαίτερο τρόπο θα γίνει ευτυχισμένος. Θα ισχύσουν οι πιο ποικίλοι παράγοντες για να δείξουν το δρόμο στην επιλογή μας. Εξαρτάται από το πόση πραγματική ικανοποίηση μπορεί κανείς να περιμένει από τον εξωτερικό κόσμο και σε ποιο βαθμό βρίσκει αφορμές για να ανεξαρτητοποιηθεί από αυτόν – και τέλος, από το πόση δύναμη πιστεύει ότι έχει για να αλλάξει αυτό τον κόσμο σύμφωνα με τις επιθυμίες του. Ήδη από αυτό το σημείο, εκτός από τις εξωτερικές συνθήκες, γίνεται καθοριστική και η ψυχική ιδιοσυστασία του ατόμου. Ο κατά κύριο λόγο ερωτικός άνθρωπος θα δώσει προτεραιότητα στις αισθηματικές σχέσεις με άλλα άτομα, ο περισσότερο αυτάρκης ναρκισσιστής θα αναζητήσει την πραγματική ικανοποίηση στις δικές του εσωτερικές ψυχικές διεργασίες, ο άνθρωπος της δράσης δε θα απομακρυνθεί από τον εξωτερικό κόσμο όπου μπορεί να δοκιμάσει τη δύναμή του. 

Για τις μεσαίες καταστάσεις αυτών των τύπων, καθοριστικό ρόλο για το πού θα μεταφερθούν τα ενδιαφέροντά τους θα αναλάβει το είδος των ταλέντων τους και το μέγεθος της δυνατής σε αυτούς μετουσίωσης των ενορμήσεων. Κάθε ακραία απόφαση θα έχει ως αποτέλεσμα να εκτεθεί το άτομο στους κινδύνους που φέρει η αποκλειστικά επιλεγμένη τεχνική της ζωής. Όπως ακριβώς ο προσεκτικός έμπορος αποφεύγει να δεσμεύσει όλο του το κεφάλαιο σε ένα σημείο, έτσι ίσως θα μας συμβούλευε και η σοφία της ζωής να μην περιμένουμε όλη την ικανοποίηση από μία και μόνη επιδίωξη.

S. FREUD, Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας

Μία καλή συνείδηση αξίζει περισσότερο από μία καλή φήμη

Ποιός από μας δεν έχει γνωρίσει κάποιον άνθρωπο (ίσως τον ίδιο μας τον εαυτό) που να είναι τόσο στραμμένος προς τα έξω, τόσο απορροφημένος στη συσσώρευση αγαθών ή στο τι σκέφτονται οι άλλοι, ώστε να χάνει κάθε αίσθηση του εαυτού του; Ένας τέτοιος άνθρωπος, όταν του τίθεται κάποιο ερώτημα, αναζητεί την απάντηση προς τα έξω κι όχι προς τα μέσα. Διατρέχει δηλαδή τα πρόσωπα των άλλων, για να μαντέψει ποιά απάντηση επιθυμούν ή περιμένουν.

Για έναν τέτοιον άνθρωπο θεωρώ χρήσιμο να συνοψίσω μια τριάδα δοκιμίων που έγραψε ο Σοπενάουερ προς το τέλος της ζωής του. (Για όποιον έχει φιλοσοφικές τάσεις είναι γραμμένα σε γλώσσα σαφή και προσβάσιμη στον μη ειδικό). Βασικά τα δοκίμια τονίζουν ότι το μόνο που μετράει είναι αυτό που το άτομο είναι.

Ούτε ο πλούτος ούτε τα υλικά αγαθά ούτε η κοινωνική θέση ούτε η καλή φήμη φέρνουν την ευτυχία. Αν και οι σκέψεις αυτές δεν αφορούν συγκεκριμένα τα υπαρξιακά θέματα, παρ’ όλ’ αυτά μας βοηθούν να μετακινηθούμε από ένα επιφανειακό επίπεδο προς βαθύτερα ζητήματα.

1. Αυτό που κατέχουμε. Τα υλικά αγαθά είναι απατηλά. Ο Σοπενάουερ υποστηρίζει πολύ κομψά ότι η συσσώρευση πλούτου και αγαθών είναι ατελείωτη και δεν προσφέρει ικανοποίηση. Όσο περισσότερα κατέχουμε, τόσο πολλαπλασιάζονται οι απαιτήσεις μας. Ο πλούτος είναι σαν το νερό της θάλασσας: όσο περισσότερο πίνουμε, τόσο πιο πολύ διψάμε. Στο τέλος δεν κατέχουμε εμείς τα αγαθά μας – μας κατέχουν εκείνα.

2. Αυτό που αντιπροσωπεύουμε στα μάτια των άλλων. Η φήμη είναι το ίδιο εφήμερη όσο και τα υλικά πλούτη. Ο Σοπενάουερ γράφει: “Οι μισές μας ανησυχίες και αγωνίες έχουν προέλθει από την έγνοια μας για τις γνώμες των άλλων… πρέπει να βγάλουμε αυτό το αγκάθι απ’ τη σάρκα μας”. Είναι τόσο ισχυρή η παρόρμηση να κάνουμε μια καλή εμφάνιση, ώστε για μερικούς φυλακισμένους, την ώρα που βαδίζουν προς τον τόπο της εκτέλεσής τους, αυτό που κυρίως απασχολεί τη σκέψη τους είναι το ντύσιμο και οι τελευταίες τους χειρονομίες.

Η γνώμη των άλλων είναι ένα φάντασμα που μπορεί ανά πάσα στιγμή ν’ αλλάξει όψη. Οι γνώμες κρέμονται από μια κλωστή και μας υποδουλώνουν στο τι νομίζουν οι άλλοι, ή, ακόμα χειρότερα, στο τι φαίνεται να νομίζουν – γιατί ποτέ δεν μπορούμε να μάθουμε τι σκέφτονται πραγματικά.

3. Αυτό που είμαστε. Μόνο αυτό που είμαστε έχει πραγματική αξία. Μια καλή συνείδηση, λέει ο Σοπενάουερ, αξίζει περισσότερο από μια καλή φήμη. Ο μεγαλύτερος στόχος μας θα έπρεπε να είναι η καλή υγεία κι ο πνευματικός πλούτος, ο οποίος οδηγεί σε ανεξάντλητα αποθέματα ιδεών, στην ανεξαρτησία και σε μια ηθική ζωή. Η ψυχική μας γαλήνη πηγάζει από τη γνώση ότι αυτό που μας αναστατώνει δεν είναι τα πράγματα, αλλά η ερμηνεία μας για τα πράγματα.

Αυτή η τελευταία σκέψη – ότι η ποιότητα της ζωής μας προσδιορίζεται από το πως ερμηνεύουμε τις εμπειρίες μας, όχι από τις ίδιες τις εμπειρίες – είναι ένα σημαντικό θεραπευτικό δόγμα που ανάγεται στην αρχαιότητα. Κεντρικό αξίωμα στη σχολή του στωικισμού, πέρασε από τον Ζήνωνα, τον Σενέκα, τον Μάρκο Αυρήλιο, τον Σπινόζα, τον Σοπενάουερ και τον Νίτσε κι έφτασε να γίνει θεμελιώδης έννοια τόσο στην ψυχοδυναμική όσο και στη γνωστική-συμπεριφορική ψυχοθεραπεία.

Η ηχώ του Ευκλείδη, είκοσι τρεις αιώνες μετά τον θάνατό του

Από την Ακαδημία του Πλάτωνα, αποφοίτησαν πολλοί ικανοί μαθηματικοί, και ένας αναντίρρητα σπουδαίος, ο Εύδοξος ο Κνίδιος.

Μεταξύ του Ιπποκράτη και του Ευκλείδη μεσολάβησε ενάμισης αιώνας. Στη διάρκεια αυτού του χρονικού διαστήματος, ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός αναπτυσσόταν και ωρίμαζε, ενώ εμπλουτιζόταν από τα γραπτά του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, του Αριστοφάνη και του Θουκυδίδη, ακόμη και όταν γνώρισε την αναταραχή του Πελοποννησιακού Πολέμου και τη δόξα της ελληνικής αυτοκρατορίας υπό τον Μέγα Αλέξανδρο.

Το 300 π.Χ. ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός είχε διαδοθεί στους λαούς της Μεσογείου και ακόμη πιο μακριά.

Στη Δύση η Ελλάδα ηγεμόνευε πέρα ως πέρα.

Κατά την περίοδο από το 440 έως το 300 π.Χ. πολλοί ήταν εκείνοι που συνεισέφεραν σημαντικά στην ανάπτυξη των μαθηματικών.

Ανάμεσά τους ο Πλάτων (427 – 347 π.Χ.) και ο Εύδοξος (περ. 408 – 355 π.Χ.), παρότι μόνον ο δεύτερος ήταν στ’ αλήθεια μαθηματικός.

Ο Πλάτων ο σπουδαίος φιλόσοφος της Αθήνας, αξίζει να αναφερθεί εδώ όχι τόσο για τα μαθηματικά που δημιούργησε όσο για τον ενθουσιασμό που προκάλεσε το αντικείμενο και την υπόσταση που προσέδωσε σ’ αυτό. Ως νέος, ο Πλάτων σπούδασε στην Αθήνα δίπλα στον Σωκράτη, και φυσικά αποτελεί για εμάς την κύρια πηγή πληροφοριών σχετικά με τον διαπρεπή δάσκαλό του. Για κάποια χρόνια ο Πλάτων περιπλανήθηκε στον κόσμο, συναντώντας μεγάλους διανοητές και διατυπώνοντας τις προσωπικές φιλοσοφικές του θέσεις. Το 387 π.Χ. επέστρεψε στην πατρίδα του, την Αθήνα, και ίδρυσε την Ακαδημία. Αφιερωμένη στη μάθηση και τον στοχασμό, η Ακαδημία προσέλκυσε ταλαντούχους μαθητές από κοντινά και μακρινά μέρη και υπό την καθοδήγηση του Πλάτωνα έγινε το πνευματικό κέντρο του κλασικού κόσμου.

Από τα πολλά αντικείμενα που διδάσκονταν στην Ακαδημία, κανένα δεν έχαιρε μεγαλύτερης υπόληψης από τα μαθηματικά. Ασφαλώς το αντικείμενο έλκυε την αίσθηση του Πλάτωνα περί τάξης και ομορφιάς, και αναπαριστούσε έναν αφηρημένο, ιδανικό κόσμο, ακηλίδωτο από τις πληκτικές ανάγκες της καθημερινότητας. Επιπλέον, ο Πλάτων θεωρούσε τα μαθηματικά τέλεια εκγύμναση του νου, με τη λογική αυστηρότητα τους να απαιτεί τη μέγιστη συγκέντρωση, ευφυΐα και μέριμνα. Σύμφωνα με τον θρύλο, στο υπέρθυρο της εισόδου της αναγνωρισμένου κύρους Ακαδημίας του υπήρχε η επιγραφή “μηδείς ἀγεωμέτρητος εἰσίτω μου τήν στέγην”. Παρά τον ρητά εκφραζόμενο σεξισμό, η φράση αυτή αντανακλούσε την άποψη ότι μόνον όσοι είχαν πρώτα επιδείξει κάποια μαθηματική ωριμότητα ήταν ικανοί να αντικρίσουν τη διανοητική πρόκληση της Ακαδημίας. Μπορούμε να πούμε ότι ο Πλάτων θεωρούσε τη γεωμετρία ιδανικό προαπαιτούμενο για εγγραφή, κάτι σαν τις σημερινές εισαγωγικές εξετάσεις στα πανεπιστήμια.

Παρότι σήμερα ελάχιστα πρωτότυπα μαθηματικά αποδίδονται στον Πλάτωνα, από την Ακαδημία αποφοίτησαν πολλοί ικανοί μαθηματικοί, και ένας αναντίρρητα σπουδαίος, ο Εύδοξος ο Κνίδιος. Ο Εύδοξος έφτασε στην Αθήνα περίπου την εποχή της δημιουργίας της Ακαδημίας και παρακολούθησε τα μαθήματα του ίδιου του Πλάτωνα. Η ένδεια του Ευδόξου τον ανάγκαζε να ζει στον Πειραιά, στα περίχωρα της Αθήνας, και να πηγαινοέρχεται καθημερινά στην Ακαδημία. Αργότερα στη σταδιοδρομία του, ταξίδεψε στην Αίγυπτο και επέστρεψε στην πατρίδα του την Κνίδο, ενώ, καθ’ όλο το διάστημα που μεσολάβησε, αφομοίωνε τις ανακαλύψεις της επιστήμης και επέκτεινε σταθερά τα όριά της.

Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αστρονομία, ο Εύδοξος επινόησε πολύπλοκες εξηγήσεις των σεληνιακών και πλανητικών κινήσεων. Η επιρροή αυτών των εξηγήσεων διήρκησε μέχρι την κοπερνίκεια επανάσταση κατά τον 16ο αιώνα.

Δεν ήταν ποτέ διατεθειμένος να αποδεχθεί θεϊκές ή μυστικιστικές εξηγήσεις για τα φυσικά φαινόμενα· αντ’ αυτών προσπαθούσε πάντα να τα υποβάλει στην παρατήρηση και την ορθολογική ανάλυση.

Στα μαθηματικά, ο Εύδοξος μνημονεύεται για δύο μείζονες συνεισφορές.

Η μια ήταν η θεωρία των αναλογιών και η άλλη η μέθοδος της εξάντλησης.

Η πρώτη αποτέλεσε μια νίκη της λογικής επί του αδιεξόδου που είχε προκαλέσει η ανακάλυψη των ασύμμετρων μεγεθών από τους πυθαγόρειους. Το αδιέξοδο αυτό ήταν ιδιαίτερα εμφανές σε γεωμετρικά θεωρήματα σχετικά με όμοια τρίγωνα, θεωρήματα τα οποία αρχικά είχαν αποδειχθεί στη βάση της υπόθεσης ότι οποιαδήποτε δύο μεγέθη ήταν σύμμετρα. Όταν η υπόθεση αυτή καταρρίφθηκε, το ίδιο έπαθαν και οι υπάρχουσες αποδείξεις ορισμένων από τα πλέον εξέχοντα θεωρήματα της γεωμετρίας. Το αποτέλεσμα ονομάζεται ορισμένες φορές “λογικό σκάνδαλο” της αρχαίας ελληνικής γεωμετρίας. Δηλαδή, ενώ οι άνθρωποι συνέχιζαν να πιστεύουν ότι τα θεωρήματα ήταν σωστά όπως ήταν διατυπωμένα, δεν διέθεταν πλέον έγκυρες αποδείξεις που να στηρίζουν αυτή την πεποίθηση. Ο Εύδοξος ήταν εκείνος που ανέπτυξε μια έγκυρη θεωρία των αναλογιών και με αυτό τον τρόπο παρείχε τις επί μακρόν ζητούμενες αποδείξεις. Η θεωρία του, η οποία πρέπει να προκάλεσε ομαδικό αναστεναγμό ανακούφισης στον αρχαίο ελληνικό μαθηματικό κόσμο, βρίσκεται σήμερα πολύ εύκολα στο βιβλίο V των Στοιχείων του Ευκλείδη.

Η άλλη μείζων συνεισφορά του Εύδοξου, η μέθοδος της εξάντλησης, βρήκε άμεση εφαρμογή στον προσδιορισμό εμβαδών και όγκων πολυπλοκότερων γεωμετρικών σχημάτων. Η γενική στρατηγική ήταν η προσέγγιση ενός ακανόνιστου σχήματος με διαδοχικά, γνωστά στοιχειώδη σχήματα, καθένα από τα οποία παρείχε μια καλύτερη προσέγγιση απ’ ό,τι το προηγούμενο.

Το έργο αυτό άσκησε βαθιά επίδραση στη δυτική σκέψη, καθώς μελετούνταν, αναλυόταν και εκδιδόταν επί αιώνες μέχρι τους νεότερους χρόνους.

Για παράδειγμα, μπορούμε να θεωρήσουμε έναν κύκλο ως ένα απολύτως καμπυλόγραμμο, και άρα αρκετά μη πραγματεύσιμο, επίπεδο σχήμα. Όμως, αν εγγράψουμε στο εσωτερικό του ένα τετράγωνο και κατόπιν διπλασιάσουμε τον αριθμό των πλευρών του τετραγώνου ώστε να πάρουμε ένα οκτάγωνο, και κατόπιν διπλασιάσουμε εκ νέου τον αριθμό των πλευρών ώστε να προκύψει ένα 16γωνο κ.ο.κ., θα διαπιστώσουμε ότι αυτά τα σχετικά απλά πολύγωνα προσεγγίζουν ολοένα και περισσότερο τον ίδιο κύκλο. Με ευδόξειους όρους, τα πολύγωνα “εξαντλούν” τον κύκλο εκ των έσω.

Η διαδικασία αυτή είναι, στην πραγματικότητα, ακριβώς ο τρόπος με τον οποίο ο Αρχιμήδης προσδιόρισε το εμβαδόν του κύκλου.

Στον Εύδοξο χρωστούσε ο Αρχιμήδης αυτό το θεμελιώδες λογικό εργαλείο. Επιπρόσθετα, ο Αρχιμήδης απένειμε τα εύσημα στον Εύδοξο για την χρήση της μεθόδου της εξάντλησης στην απόδειξη ότι “ο όγκος κάθε κώνου είναι το ένα τρίτον του όγκου του κυλίνδρου που έχει την ίδια βάση με τον κώνο και ίσο ύψος”, θεώρημα που σε καμία περίπτωση δεν είναι τετριμμένο. Ο αναγνώστης που είναι εξοικειωμένος με ανώτερα μαθηματικά θα αναγνωρίσει στη μέθοδο της εξάντλησης τον γεωμετρικό πρόδρομο της σύγχρονης έννοιας του ορίου, η οποία με τη σειρά της βρίσκεται στον πυρήνα του απειροστικού λογισμού. Η συνεισφορά του Εύδοξου ήταν σημαντική, και ο ίδιος θεωρείται συνήθως ο καλύτερος μαθηματικός της αρχαιότητας δίπλα στον ανυπέρβλητο Αρχιμήδη.

Στη διάρκεια του τελευταίου τρίτου του 4ου αιώνα π.Χ. ο Μέγας Αλέξανδρος ξεκίνησε από τη Μακεδονία για να κατακτήσει τον κόσμο.

Οι κατακτήσεις του τον έφεραν στην Αίγυπτο όπου, το 332 π.Χ., ίδρυσε την πόλη της Αλεξάνδρειας στις εκβολές του Νείλου. Η πόλη μεγάλωνε γρήγορα και, σύμφωνα με αναφορές, στις επόμενες τρεις δεκαετίες ο πληθυσμός της άγγιξε το μισό εκατομμύριο.

Ιδιαίτερη σημασία είχε η ίδρυση της μεγάλης Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, η οποία παραγκώνισε την Ακαδημία του Πλάτωνα ως το επιφανέστερο κέντρο μαθητείας στον κόσμο.

Σε κάποια χρονική στιγμή, η βιβλιοθήκη διέθετε περισσότερους από 600.000 κυλίνδρους από πάπυρο, συλλογή πιο πλήρη και εκπληκτική από οτιδήποτε είχε δει ο κόσμος μέχρι τότε.

Μάλιστα, η Αλεξάνδρεια θα παρέμενε η πνευματική εστία της Μεσογείου στη διάρκεια των αρχαίων ελληνικών και ρωμαϊκών χρόνων μέχρι την τελική καταστροφή της το 641 μ.Χ. από τους Άραβες.

Ένας από τους λόγιους που προσέλκυσε η Αλεξάνδρεια περί το 300 π.Χ., ήταν ένας άνδρας ονόματι Ευκλείδης, ο οποίος βρέθηκε εκεί για να ιδρύσει μια σχολή μαθηματικών. Γνωρίζουμε ελάχιστα για τη ζωή του είτε πριν είτε μετά την άφιξή του στις βόρειες ακτές της Αφρικής, αλλά φαίνεται πως εκπαιδεύτηκε στην Ακαδημία από μαθητές του Πλάτωνα.

Όπως κι αν έχει, η επιρροή του Ευκλείδη υπήρξε τόσο βαθιά ώστε δυνητικά οι μεταγενέστεροι αρχαίοι Έλληνες μαθηματικοί είχαν τη μια ή την άλλη σύνδεση με τη σχολή της Αλεξάνδρειας.
Αυτό που καθιέρωσε τον Ευκλείδη ως ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα στην ιστορία των μαθηματικών ήταν η συγγραφή των Στοιχείων.

Το έργο αυτό άσκησε βαθιά επίδραση στη δυτική σκέψη, καθώς μελετούνταν, αναλυόταν και εκδιδόταν επί αιώνες μέχρι τους νεότερους χρόνους.

Έχει λεχθεί ότι από όλα τα βιβλία του δυτικού πολιτισμού μόνο η Βίβλος μελετήθηκε πιο εξονυχιστικά από τα Στοιχεία του Ευκλείδη.

Τα ευρέως αποδεκτά Στοιχεία ήταν μια τεράστια συλλογή – συνολικά 13 βιβλίων – αποτελούμενη από 465 προτάσεις σχετικές με τη γεωμετρία του επιπέδου, τη γεωμετρία του χώρου και τη θεωρία αριθμών.

Σήμερα γενικώς πιστεύεται ότι σχετικά λίγα από τα θεωρήματα αυτά επινοήθηκαν από τον ίδιο τον Ευκλείδη. Ο τελευταίος συνέταξε, από το τότε γνωστό σώμα των αρχαίων ελληνικών μαθηματικών, μια υπέροχα οργανωμένη πραγματεία, τόσο πετυχημένη και αξιοσέβαστη ώστε εκμηδένισε εντελώς όλα τα προηγούμενα έργα αυτού του είδους.

Σύντομα το κείμενο του Ευκλείδη έγινε καθιερωμένο. Συνακόλουθα, η αναφορά ενός μαθηματικού στο I.47 μπορεί μόνο να σημαίνει την Πρόταση 47 του πρώτου βιβλίου των Στοιχείων.

Στο διάβα των αιώνων, εμφανίστηκαν περισσότερες από δύο χιλιάδες εκδόσεις των Στοιχείων, αριθμός που κάνει να σκάνε από τη ζήλια τους οι σημερινοί συγγραφείς μαθηματικών συγγραμμάτων.

Όπως αναφέραμε, το έργο ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένο ακόμη και στην εποχή του.

Μετά την πτώση της Ρώμης, οι Άραβες λόγιοι το μετέφεραν στη Βαγδάτη, και όταν επανεμφανίστηκε στην Ευρώπη κατά την Αναγέννηση ο αντίκτυπός του ήταν μεγάλος.

Πρόκειται για την ηχώ του Ευκλείδη, είκοσι τρεις αιώνες μετά τον θάνατό του.

Το έργο μελετήθηκε από τους σπουδαίους Ιταλούς λογίους του 16ου αιώνα και, έναν αιώνα αργότερα, από έναν νεαρό φοιτητή του Καίμπριτζ ονόματι Ισαάκ Νεύτων.

Σε ένα απόσπασμα της βιογραφίας του Αβραάμ Λίνκολν από τον Καρλ Σάντμπεργκ, αναφέρεται πως ο Λίνκολν, ο οποίος σε μεγάλο βαθμό ήταν αυτοδίδακτος, προσπαθώντας ως νεαρός δικηγόρος να οξύνει τις ικανότητές του στην επιχειρηματολογία… αγόρασε τα Στοιχεία του Ευκλείδη, ένα βιβλίο είκοσι τριών αιώνων… [Το βιβλίο] μπήκε στο σακίδιό του καθώς εκείνος έπαιρνε τον δρόμο του. Στη διάρκεια της νύχτας… διάβαζε τον Ευκλείδη υπό το φως ενός κεριού ενώ όλοι οι άλλοι είχαν αποκοιμηθεί.

Έχει συχνά επισημανθεί ότι ο λόγος του Λίνκολν επηρεάστηκε και εμπλουτίστηκε από τη μελέτη του Σαίξπηρ και της Βίβλου. Είναι ομοίως προφανές ότι πολλά από τα πολιτικά επιχειρήματά του απηχούν τη λογική ανάπτυξη μιας ευκλείδειας πρότασης.

Αλλά και ο Μπέρτραντ Ράσελ (1872 – 1970) είχε τις δικές του όμορφες αναμνήσεις από τα Στοιχεία. Στην αυτοβιογραφία του, γράφει την εξής αξιοσημείωτη ανάμνηση:

Στην ηλικία των έντεκα άρχισα να διαβάζω τον Ευκλείδη με τον αδερφό μου ως δάσκαλο. Αυτό ήταν ένα από τα σπουδαία γεγονότα της ζωής μου, εκθαμβωτικό όσο και ο πρώτος έρωτας.

Η μεγαλοφυΐα του Ευκλείδη δεν έγκειτο τόσο στη δημιουργία νέων μαθηματικών όσο στην παρουσίαση των παλαιών μαθηματικών με έναν απολύτως σαφή, οργανωμένο και λογικό τρόπο.
Δεν πρόκειται για μικρό επίτευγμα.

Είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε τα Στοιχεία ως κάτι περισσότερο από απλώς μαθηματικά θεωρήματα και τις αποδείξεις τους· σε τελική ανάλυση, οι μαθηματικοί πίσω στον χρόνο μέχρι τον Θαλή παρέχουν αποδείξεις προτάσεων. Ο Ευκλείδης μας έδωσε μια θαυμάσια αξιωματική ανάπτυξη του αντικειμένου του, και αυτή είναι μια κρίσιμη διάκριση.

Στην αρχή των Στοιχείων παραθέτει λίγα βασικά πράγματα: 23 ορισμούς, 5 αιτήματα και 5 κοινές έννοιες ή γενικά αξιώματα. Αυτά ήταν τα θεμέλια, τα “δεδομένα” του συστήματός του. Μπορούσε να τα χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε στιγμή επιθυμούσε. Από αυτά τα βασικά στοιχεία, απέδειξε την πρώτη του πρόταση και, στη συνέχεια, κατάφερε να αναμείξει τους ορισμούς, τα αιτήματα, τις κοινές έννοιες και την πρώτη του πρόταση ώστε να αποδείξει τη δεύτερη πρόταση. Και συνέχισε με αυτόν τον τρόπο.

Συνακόλουθα, ο Ευκλείδης δεν έδωσε απλώς αποδείξεις· τις έδωσε εντός του αξιωματικού πλαισίου του. Τα πλεονεκτήματα μιας τέτοιας ανάπτυξης είναι σημαντικά. Αν μη τι άλλο, αποφεύγεται ο κυκλικός συλλογισμός.

Κάθε πρόταση έχει μια σαφή, μονοσήμαντη ακολουθία από προκείμενες που οδηγούν πίσω στα αρχικά αξιώματα.

Όσοι είναι εξοικειωμένοι με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές μπορούν να φτιάξουν ακόμη κι ένα λογικό διάγραμμα το οποίο να δείχνει επακριβώς ποια αποτελέσματα εισάγονται στην απόδειξη ενός δοθέντος θεωρήματος. Η προσέγγιση αυτή είναι μακράν ανώτερη από το να προσπαθούμε “στα τυφλά” να αποδείξουμε μια πρόταση, διότι σε μια τέτοια περίπτωση δεν είναι ποτέ σαφές ποια προηγούμενα αποτελέσματα μπορούν και ποια δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Ο μεγάλος κίνδυνος όταν ξεκινάμε από τη μέση, ούτως ειπείν, είναι ότι για να αποδείξουμε το θεώρημα Α ίσως χρειάζεται να χρησιμοποιήσουμε το αποτέλεσμα Β το οποίο, με η σειρά του, ίσως προκύψει ότι δεν μπορεί να αποδειχθεί αν δεν χρησιμοποιήσουμε το ίδιο το θεώρημα Α. Αυτό οδηγεί σε ένα κυκλικό επιχείρημα, το λογικό ισοδύναμο ενός φιδιού που τρώει την ουρά του· στα μαθηματικά είναι βέβαιο πως δεν οδηγεί σε κάτι καλό.

Όμως η αξιωματική προσέγγιση έχει και ένα άλλο όφελος.

Καθώς μπορούμε να επιλέξουμε τις προκείμενες κάθε πρότασης, έχουμε μια άμεση αίσθηση του τι θα συμβεί αν μεταβάλουμε ή εξαλείψουμε ένα από τα βασικά αιτήματά μας. Εάν, για παράδειγμα, έχουμε αποδείξει το θεώρημα Α χωρίς να κάνουμε χρήση είτε του αιτήματος Γ' είτε οποιουδήποτε αποτελέσματος προηγουμένως αποδειγμένου μέσω του αιτήματος Γ', τότε είμαστε βέβαιοι ότι το θεώρημα Α παραμένει έγκυρο ακόμη και αν απορρίψουμε το αίτημα Γ'. Παρότι αυτό ίσως μοιάζει κάπως αποκρυφιστικό, ακριβώς ένα τέτοιο ζήτημα προέκυψε αναφορικά με το αμφιλεγόμενο πέμπτο αίτημα του Ευκλείδη και οδήγησε σε μια από τις πλέον μακροχρόνιες και βαθύτερες διαμάχες στην ιστορία των μαθηματικών.

Επομένως, η αξιωματική ανάπτυξη των Στοιχείων ήταν μείζονος σημασίας. Παρότι ο Ευκλείδης δεν τα κατάφερε εντελώς αψεγάδιαστα, το υψηλό επίπεδο λογικής επιτήδευσης και η προφανής επιτυχία του στην ύφανση των κομματιών των μαθηματικών του σε έναν συνεχή ιστό, από τις βασικές υποθέσεις μέχρι τα πλέον πολύπλοκα συμπεράσματα, χρησίμευσαν ως μοντέλο για όλο τα μαθηματικό έργο που ακολούθησε.

Μέχρι σήμερα, στα απόκρυφα πεδία της τοπολογίας ή της αφηρημένης άλγεβρας και της συναρτησιακής ανάλυσης, οι μαθηματικοί παρουσιάζουν πρώτα τα αξιώματά τους και κατόπιν προχωρούν, βήμα προς βήμα, στην οικοδόμηση των θαυμαστών θεωριών τους.

Ο ΔΙΑΣ ΣΥΝΕΤΡΙΒΕ ΤΟΥΣ ΑΝΕΝΤΙΜΟΥΣ

Μία από τις γυναίκες του Δία ήταν και η Θέμις, που έκανε μαζί του παιδιά τις τρεις Μοίρες, δηλαδή τη Λάχεση, την Κλωθώ και την Άτροπο, και τις τρεις ‘Ωρες, δηλαδή τη Δίκη, την Ευνομία και την Ειρήνη.

Για τη Δίκη μάλιστα έλεγαν πως μόνο αυτή είχε το θρόνο της δίπλα στο θρόνο του πατέρα της, όταν εκείνος δίκαζε. Στον Δία κατέφευγαν οι θεοί όταν είχαν κάποια διαφορά μεταξύ τους ή βρίσκονταν σε δύσκολη θέση, και τον Δία παρακαλούσαν οι άνθρωποι να προστατεύσει το δίκιο τους, κάθε φορά που δεν τα κατάφερναν να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους.

Αλλά και ο ίδιος ο Δίας, χωρίς πάντα να επικαλούνται την επέμβασή του, έμπαινε στη μέση και φανέρωνε τη βουλή του, σαν έβλεπε πως κάποιο ζήτημα έφτανε σε αδιέξοδο ή κάποια υπόθεση ακολουθούσε στραβό δρόμο και γινόταν για το κακό ενός αθώου και για το κέρδος εκείνων που καταπατούσαν το δίκιο και δεν είχαν πάνω τους τον φόβο του θεού.

Έτσι ο Δίας με την κρίση του φρόντιζε πάντα όχι μόνο να λύνει τις διαφορές, χωρίς να δυσαρεστήσει καμιά πλευρά, αλλά και να προστατεύει τους αδύναμους, να σώζει τους απελπισμένους, καμιά φορά ακόμα και να δίνει χάρη σε τιμωρημένους , που για δικό τους φταίξιμο είχαν κακοπαθήσει.

Όταν ο Ερμής έκλεψε τα βόδια του Απόλλωνα, ο Δίας πέτυχε όχι μόνο να πείσει τον Ερμή να τα επιστρέψει αλλά και να κάνει τους δύο αντίδικους φίλους παντοτινούς.

Όταν ο Απόλλων και ο Ηρακλής ήρθαν στα χέρια , γιατί ο Απόλλων αρνιόταν να δώσει χρησμό στον Ηρακλή και ο Ηρακλής άρπαξε τον τρίποδα της Πυθίας και πήγε να στήσει δικό του μαντείο, ο Δίας έριξε ανάμεσά τους έναν κεραυνό, τους χώρισε και έπεισε τον Απόλλωνα να δώσει χρησμό στον Ηρακλή.

Κι όταν πάλι ο Απόλλων πάλευε με τον Ιδα, που του είχε αρπάξει τη Μάρπησσα, την όμορφη κόρη του ποταμού Εύηνου, ο Δίας τους χώρισε και άφησε την ίδια την κοπέλα να διαλέξει όποιον από τους δυο ήθελε και τότε εκείνη προτίμησε τον Ιδα, γιατί σκέφτηκε πως, σαν περνούσαν τα νιάτα της, ο Απόλλων θα την παρατούσε.

Και στη διαφορά του Άδη με τη Δήμητρα, για την αρπαγή της Περσεφόνης, ο Δίας αποφάσισε να μένει η Περσεφόνη το ένα τρίτο του χρόνου στον Κάτω Κόσμο και τα δύο τρίτα κοντά στη μητέρα της.

Και στην περίπτωση του Άδωνη, που τον διεκδικούσαν η Περσεφόνη και η Αφροδίτη, γιατί και οι δυο κατά κάποιον τρόπο τον είχαν αναθρέψει, ο Δίας χώρισε το χρόνο στα τρία και είπε να μένει ο Άδωνις τη μια περίοδο κοντά στην Περσεφόνη, την άλλη κοντά στην Αφροδίτη και την τρίτη μόνος του, όπου ήθελε ο ίδιος και τότε ο Άδωνις αποφάσισε να μένει κοντά στην Αφροδίτη και στο διάστημα που θα έμενε μόνος του.

Όταν όμως μάλωσαν η Αθηνά με τον Ποσειδώνα για την εξουσία της Αθήνας, τότε ο Δίας, που δεν ήθελε να γίνει κακός με κανένα, απέφυγε να βγάλει απόφαση και τους έστειλε να τους δικάσουν οι Δώδεκα θεοί. Και εκείνοι ήταν που, όπως είδαμε, έκριναν πως η Αθήνα ανήκε στην Αθηνά.

Απ’ όλα τα παιδιά του τον Άρη μόνο, που χαιρόταν με τους τσακωμούς, τους πολέμους και τις μάχες, δεν τον χώνευε ο Δίας. Όταν στον Τρωικό Πόλεμο πήγε να παραπονεθεί του Δία πως η Αθηνά είχε βάλει τον ευνοούμενό της τον Διομήδη να εξευτελίζει στη μάχη και τους θεούς, τραυματίζοντας την Αφροδίτη και τον ίδιο, ο Δίας όχι μόνο δεν του έδωσε δίκιο αλλά και τον κατσάδιασε από πάνω.

Αντίθετα όμως, όταν ο Ήλιος, που μόνο το καλό ήξερε να κάνει σε όλους, του παραπονέθηκε πως οι σύντροφοι του Οδυσσέα είχαν φάει από τα ιερά βόδια του, ο Δίας έκρινε πως αυτό δεν έπρεπε να είχε γίνει με κανέναν τρόπο, και έτσι κεραυνοβόλησε το καράβι τους και τους στέρησε τον γυρισμό στην πατρίδα.

Όταν στις Μυκήνες πήρε τη βασιλεία όχι ο Ατρέας, όπως ήταν το κανονικό, αλλά ο Θυέστης, που διατηρούσε κρυφές σχέσεις με τη γυναίκα του Ατρέα και είχε καταφέρει να πάρει με δόλο τη χρυσή προβιά, το σύμβολο της εξουσίας, ο Δίας που είδε από πάνω την αδικία, έστειλε τον Ερμή και είπε στον αδικημένο να κάνει τον αδελφό του να ομολογήσει πως θα έδινε πίσω τη βασιλεία όταν ο ήλιος θα ακολουθούσε αντίθετη πορεία. Ο Θυέστης συμφώνησε, και τότε ο Δίας πρόσταξε τον Ήλιο να δύσει από την ανατολή έτσι ο Θυέστης έχασε, και ο Ατρέας ανέβηκε στο θρόνο κανονικά.

Όταν πάλι σκότωσαν τον Αλκμαίωνα, ο Δίας έκανε τα παιδιά του μέσα σε μια μέρα από βρέφη άντρες για να εκδικηθούν τον φόνο του πατέρα τους.

Ο Δίας όχι μόνο συνέτριβε όσους καταπατούσαν το νόμο του αλλά και τιμούσε όσους είχαν μέσα τους το φόβο του θεού.

Έτσι όταν εξόντωσε τους άθεους Τελχίνες, την κόρη του βασιλιά τους τη Δεξιθέα, που του είχε δείξει όλο τον σεβασμό της, την έσωσε και την αξίωσε να ζευγαρωθεί με τον Μίνωα και να γίνει η μάνα ενός νέου λαού πάνω στο νησί της.

Και τον Κάδμο τον αξίωσε να γίνει βασιλιάς και στην Ήπειρο και, σαν γέρασε, τον έβαλε να ζήσει μακάρια, μαζί με τη γυναίκα του την Αρμονία , στα Ηλύσια Πεδία.

Και για χάρη του ευλαβικού Αμφιάραου, σαν έχασαν τη μάχη οι Επτά στη Θήβα, ο Δίας έκανε τη γη ν’ ανοίξει και να τον δεχτεί μέσα της ολοζώντανο και απείραχτο από το φονικό χέρι του εχθρού του, που ήταν έτοιμος να τον χτυπήσει πισώπλατα. Και τους γιους των Επτά, που φάνηκαν πιο φρόνιμοι και πιο δίκαιοι από τους πατεράδες τους, ο Δίας τούς βοήθησε να πάρουν τη Θήβα.

Ακόμα ο Δίας συμμεριζόταν και τον πόνο των άλλων και καμιά φορά από λύπηση άλλαζε ακόμα και τον φυσικό νόμο για να ανακουφίσει τους δυστυχισμένους.

Έτσι, όταν πέθανε ο ένας από τους δυο Διόσκουρους, ο Κάστωρ, που ήταν θνητός, ο άλλος, ο Πολυδεύκης, που ήταν αθάνατος, δεν ήθελε να ζήσει χωρίς τον αδελφό του, και τότε ο Δίας κανόνισε να ζουν κι οι δυο μαζί για πάντα, από μια μέρα μαζί με τους θεούς κι από μια μέρα μαζί με τους ανθρώπους.

Όταν πάλι ο Μέμνων έπεσε νεκρός από το χέρι του Αχιλλέα, ο Δίας σπλαχνίστηκε τη μητέρα του την Hώ στο σπαραγμό της και τον έκανε αθάνατο.

Ακόμα και για τη Νιόβη ένιωσε λύπηση στη συμφορά της ο Δίας και την έκανε πέτρα, από όπου ακόμα και τώρα τρέχουν τα δάκρυά της.

Η δικαιοσύνη του Δία ήταν τόση, που τον έκανε να δώσει χάρη ακόμα και στους εχθρούς του.

Έτσι ιστορούσαν πως στο τέλος ο Δίας απελευθέρωσε και τους Τιτάνες από τα δεσμά τους, ότι κατά κάποιον τρόπο αποκατέστησε και τον πατέρα του, τον Κρόνο , βάζοντάς τον βασιλιά στα Νησιά των Μακάρων, ότι και τον Προμηθέα αυτός συγκατατέθηκε για να τον λύσει ο Ηρακλής.

Επίσης ιστορούσαν πως όταν ο Δίας κατέστρεψε την ανθρωπότητα με τον κατακλυσμό, ο ίδιος πάλι επέτρεψε στον Δευκαλίωνα να σπείρει ένα νέο ανθρώπινο γένος. Και ο Δίας χάρισε τη μακάρια ζωή στο γένος των ηρώων, ύστερα από τους μεγάλους πολέμους στη Θήβα και στην Τροία. Και τέλος όρισε τρεις μυριάδες φύλακες δικούς του πάνω σ’ όλη τη γη, να επιβλέπουν το σωστό και το δίκαιο.

Όταν ο έρωτας βαριέται τους θεούς πάει και βρίσκει τους ανθρώπους

Αυτό το ξαφνικό, που μοιάζει με κεραυνό εν αιθρία, αυτό το ανεξήγητο που ενώνει τα μάτια, γοητεύει τις ψυχές και δε φθείρεται ποτέ. Και είναι Ο έρωτας που όταν βαριέται τους Θεούς, πηγαίνει στους ανθρώπους. Σου δίνει μια ευκαιρία τη φορά, να δεις το άγνωστο μέλλον. Όσος καιρός και να περάσει, όσο δάκρυα και να χύσεις, όσες πόρτες και να ανοίξεις, αυτό που ήρθε και σε χτύπησε μια ανύποπτη στιγμή δεν ξεφτίζει πότε.

Να, κάπως έτσι συμβαίνει:

«H ώρα ήταν περασμένη και στη Γέφυρα του Καρόλου ήταν χειμώνας. Πώς βρέθηκα εκεί δεν το κατάλαβα.

Περπάτησα μέχρι το αστρονομικό ρολόι. Τα μικρά παραθυράκια άνοιξαν και η παρέλαση των Αποστόλων σήμανε την αλλαγή ώρας.

-Μάλλον περιμένετε κάποιον με ρώτησαν τα χαμογελαστά του μάτια.

-Ναι, ίσως και να περιμένω…!»

«Το τυχαίο είναι που κάνει τέτοια μάγια, όχι το αναγκαίο. Για να είναι ένας έρωτας αλησμόνητος, πρέπει τα τυχαία να συναντιόνται σ’ αυτόν από την πρώτη στιγμή» μαρτυρά ο Κούντερα. Πώς να διαβρώσεις κάτι, που ούτε να το αγγίξεις, ούτε να το μολύνεις μπορείς. Πώς να σβήσει μια ασύλληπτη εικόνα, πώς να ξεχάσεις μια μαγική στιγμή; Μετράς το χρόνο που σταμάτησε για λίγο. Ψάχνεις τη διάρκεια-μα, δεν μπορεί λες, ήταν μόνο στιγμή. Τώρα που εσύ είσαι εδώ, δεν τη βλέπεις μπροστά σου; Δε νιώθεις την ανάσα στο πρόσωπό σου; Δεν ξαναζείς το αμήχανο σφίξιμο στα χέρια σου; Τα μίλια που θα διανύσεις, τα ποτήρια που θα αδειάσουν, τα τραγούδια που θα πεις, δεν είναι ικανά να σβήσουν τον τόσο ιδιαίτερο τρόπο του έρωτα, που όταν συμβαίνει, ρουφάει και το μεδούλι. Κι αυτό είναι ένα γεγονός που δεν το ζουν όλοι.

Μέσα σε μια εποχή στεγνού ρεαλισμού, που όλα πρέπει να εξηγηθούν και να κατανοηθούν, αυτός είναι η απόδειξη της ζωής. Ούτε ενεργοποίηση κυκλωμάτων, ούτε έκρηξη αδρεναλίνης, ούτε οι δέκα τεχνικές της κατάκτησης μπορούν να πάρουν τα ηνία και να τον υποτάξουν. Δεν είναι ευτυχία ο έρωτας. Δεν είναι πόνος, δεν είναι χαρά, δεν είναι πάθος, είναι απλώς έρωτας. Ιδανικός, ελεύθερος. Τα τσίγκινα καλούπια είναι δικά μας. Μέσα στα ελαττώματά μας, ψάχνουμε μια μορφή που να του μοιάζει για να γιατρέψει τα δεινά μας. Μια παρουσία να απαλύνει ότι αιμορραγεί. Και τον εξιδανικεύουμε μετατοπίζοντας την ουσία.

Μα αυτός είναι ορμή, αναστατώνει τις ψυχές και μεταβάλλει τις ζωές. Ένα νου κι ένα σώμα που ζητά ν’ αγαπηθεί και ν’ αποκοιμηθεί πάνω στο κύμα. Πώς να παγιδεύσεις το κύμα; Πώς να εγκλωβίσεις τον έρωτα;

Θυμίζει τον αφοσιωμένο γλύπτη Πυγμαλίων όταν έφτιαχνε τη μαρμάρινη γυναίκα. Κάθε μέρα τη σμίλευε κι αφαιρούσε ό,τι περίσσευε για να φανεί η ωραιότητά της. Δούλευε ακούραστα, μέρα και νύχτα, και ονειρευόταν το πρόσωπο, τα μαλλιά της, τα χέρια της. Ήταν ακριβώς ό,τι είχε φανταστεί. Η Αφροδίτη θαύμασε το δημιούργημα και τού έδωσε ζωή. Ήταν ευτυχισμένος, η γυναίκα των ονείρων του, ήταν ζωντανή. Δεν έμενε τίποτα άλλο παρά να την παντρευτεί.

«Παντρέψου με, ωραία Γαλάτεια», της λέει.

Εκείνη τον κοίταξε και κοίταξε και την πόλη.

«Εσύ που με ξέρεις τόσο καλά, πιστεύεις ότι μπορώ να μείνω με κάποιον σαν εσένα;»

Έτσι κι εμείς, πλάθουμε ανθρώπους, τους δίνουμε τη φωνή που θέλουμε και τους κρεμάμε στον τοίχο. Κι αυτό που περιμένουμε είναι να μας αγαπήσουν. Από την άλλη θέλουμε να ικανοποιούμαστε συνεχώς. Δίνει τον αισθησιασμό του κανείς, για να αγαπηθεί. Κάπου στη μέση συναντιέται με τον άλλο. Αυτός θα πάρει αυτό που τού προσφέρει, χωρίς να νιώθει ότι πρέπει πάντα να το αγαπάει. Ξέρει να διαχωρίζει την επιθυμία από την αγάπη, ο άλλος όμως, όχι. Κι εκεί κάπου, ο έρωτας τελειώνει.

Ζούμε σε ένα σύμπαν πέρα από εμάς όταν είμαστε ερωτευμένοι. Στην αρχή όλα είναι μαγευτικά! μέχρι τη στιγμή που καταλαβαίνεις ότι ο άλλος είναι προϊόν φανταστικό. Και τότε αρχίζεις και πονάς κι απογοητεύεσαι και δίνεις σαρκαστικά επίθετα στον έρωτα και μετατρέπεσαι σε έναν αδιάφορο και σκληρό άνθρωπο.

Και το Strangers In The Night μέσα από τη μαγική φωνή του Σινάτρα παύει να σε συγκινεί. Αυτός όμως επιμένει στο μελωδικό του σκοπό. «Ever since that night, we have been together, lovers from the first sight, in love forever». Κι αυτή είναι η μόνη αλήθεια για τον έρωτα. Όταν σε αγγίξει δεν έχει σημασία αν θα τελειώσει, η σπουδαιότητά του βρίσκεται στο ότι αυτό που έζησες θα υπάρχει για πάντα.

Ένα από τα αριστουργήματα του Τσέχοφ -ίσως και το πιο άρτιο- είναι «Η Κυρία με το σκυλάκι». Η αγάπη κι ό έρωτας εμπνέουν τον Τσέχοφ, παρότι ο ίδιος είναι ψυχρός και απόμακρος.

«Ακούστηκε πως ένα καινούργιο πρόσωπο έκανε την εμφάνισή του στον περίπατο, μια κυρία με σκυλάκι. Ο Ντμίτρι Ντμίτριτς Γκούρωφ, που βρισκόταν ήδη δύο εβδομάδες στη Γιάλτα, είχε αποκτήσει ένα καινούργιο ενδιαφέρον για τις αφίξεις. Είδε να περνάει στον περίπατο μια γυναίκα, ξανθή, μετρίου αναστήματος που φορούσε ένα μπερέ-πίσω της έτρεχε ένα άσπρο λουλού. Φώναξε χαϊδευτικά το λουλού να έρθει κοντά του κι όταν εκείνο πλησίασε, το φοβέρισε με το δάχτυλο. Το σκυλί γρύλισε.

Η κυρία τον κοίταξε κι αμέσως χαμήλωσε τα βλέφαρα. «Δε δαγκώνει» είπε κοκκινίζοντας.

«Μπορώ να του δώσω ένα κόκκαλο;» Κι όταν εκείνη έγνεψε καταφατικά, τη ρώτησε με φιλικό ύφος: «Είστε καιρό στη Γιάλτα;»

Εκείνη γέλασε. Ύστερα συνέχισαν να τρώνε χωρίς να ανταλλάξουν μια λέξη, σαν άγνωστοι. Μετά το γεύμα όμως έφυγαν περπατώντας δίπλα δίπλα κι άρχισαν μια ευχάριστη και ανάλαφρη κουβέντα ελεύθερων κι ευχαριστημένων ανθρώπων, που λίγο τους νοιάζει πού πηγαίνουν και τι λένε. Περπατούσαν και μιλούσαν για την παράξενη φωτεινότητα της θάλασσας…

…Αργότερα στο δωμάτιό του, τη σκεφτόταν, σκεφτόταν πως σίγουρα θα βλεπόταν ξανά την άλλη μέρα. Θυμήθηκε τη λεπτή γραμμή του λαιμού της, τα ωραία γκρίζα της μάτια. «Έχει, πάντως, κάτι που προκαλεί θλίψη» σκέφτηκε κι αποκοιμήθηκε.»

Τα στάδια του έρωτα, τον κάνουν άφθαρτο κι αξεπέραστο. Μην τον ισοπεδώνετε σε μια πεζή πραγματικότητα, δε σας αξίζει, δεν του αξίζει. Και συνεχίζει ο Ντμίτρι τον έρωτά του κι αναρωτιέται αν θα λυθεί από τα δεσμά του. Στο τέλος πιάνει το κεφάλι του και ρωτάει «Πώς; Πώς;». Του φαινόταν ότι λίγο ακόμη και θα έβρισκαν τη λύση και τότε θα άρχιζε μια νέα ζωή, υπέροχη. Αλλά έβλεπαν καλά κι οι δύο πως είχαν μπροστά τους έναν πολύ μακρύ δρόμο και τα δύσκολα και πολύπλοκα μόλις τώρα άρχιζαν.

Αλλά, για μια στιγμή, ήταν ξένοι μέσα στη νύχτα.

Hegel: γιατί μας ενδιαφέρει η φιλοσοφία της τέχνης

Γκέοργκ Χέγκελ: 1770-1831

Η τέχνη και το έργο της

§1. Συμφιλίωση περατού και απείρου

1. Όταν μιλάμε για την τέχνη στον Χέγκελ, ουσιαστικά μιλάμε για τη διαλεκτική φιλοσοφίας και τέχνης, στο πλαίσιο της οποίας (διαλεκτικής) το αισθητικό και το ωραίο δεν περιορίζονται απλώς στην περιοχή των αισθημάτων, που κατά την παραδοσιακή αντίληψη περί τέχνης προκαλούνται στις αισθήσεις. Η τέχνη και οι τέχνες εν γένει, όπως επίσης το ωραίο της τέχνης (das Kunstschöne), εξετάζονται από τον Χέγκελ με βάση την ανάπτυξη της Φιλοσοφίας της τέχνης ή της Φιλοσοφίας των ωραίων [ή των καλών] τεχνών. Πώς κατανοείται επομένως στην ουσία της; Κατανοείται ως μια αυθεντικά ελεύθερη αισθητική δημιουργία, η οποία προορίζεται να συμφιλιώνει την απειρότητα της σκέψης με την περατότητα της ρεαλιστικής πραγματικότητας, να συζευγνύει διαλεκτικά το αισθητό με το υπεραισθητό. Μαζί με τη θρησκεία και τη φιλοσοφία ανήκει στις ανώτερες δραστηριότητες του πνεύματος. Πιο ειδικά είναι αποκαλυπτική, όπως και η θρησκεία με διαφορετικό τρόπο, της γνωσιακής και της κοινωνικο-ηθικής αλήθειας του πνεύματος. Ως τέτοια δραστηριότητα συνιστά, όπως και η θρησκεία, τρόπο εκδήλωσης του απόλυτου πνεύματος.

2. Η τέχνη εκδηλώνει την αλήθεια του πνεύματος υπό αισθητική μορφή, με άλλα λόγια παριστάνει το απόλυτο πνεύμα στο επίπεδο αίσθησης ή της εποπτείας (Anschauung). Γενικότερα συνιστά το «εργαστήρι» των αισθητικών σχέσεων της αλήθειας του πνεύματος, την ίδια στιγμή που η θρησκεία την εκφράζει με τον τρόπο της θρησκευτικής παράστασης (Vorstellung), ήτοι της παραστασιακής σκέψης. Το αισθητικό της υλικό το αντλεί από τη φύση, χωρίς η ίδια να είναι πιστή απομίμησή της. Διευθετεί αυτό το υλικό μέσα σε ένα ανώτερο πνευματικό περιβάλλον, που έχει ως κύριο χαρακτηριστικό τις γνωσιακές και καλλιτεχνικές απαιτήσεις. Έτσι το αισθητικό πεδίο του ανθρώπου προσλαμβάνει έναν έντονο χαρακτήρα σκέψης και γνώσης και συμβάλει καθοριστικά στον εμπλουτισμό της ανθρώπινης εμπειρίας.

3. Συγχρόνως, για την ανάπτυξή της, η τέχνη προϋποθέτει θεμελιώδη εμπειρία του ανθρώπου, πράγμα που υποδηλώνει ότι το έργο τέχνης ανήκει, κατά τον Χέγκελ, στις δημιουργίες του ανθρώπου, ενυπάρχει στην οντολογική του ρίζα και δεν μπορεί να είναι προϊόν της φύσης. Το να ανήκει στις δημιουργίες του ανθρώπου αποτελεί τεκμήριο ότι σχετίζεται με τη δραστηριότητα αυτού του ίδιου «ως ελεύθερου υποκειμένου»[1]. Είναι ελεύθερο αναλογικά προς την πνευματική καλλιέργεια που διαθέτει και την εξ αυτής προερχόμενη ανάγκη να ανυψώνει

«τον εσωτερικό και εξωτερικό του κόσμο σε πνευματική συνείδηση ως ένα αντι-κείμενο, μέσα στο οποίο αναγνωρίζει τον ίδιο του τον εαυτό»[2].

4. Η καλλιτεχνική δημιουργία, σύμφωνα με την ως τώρα θεώρηση, δεν είναι κάποια μηχανιστική πράξη ή μια φορμαλιστική διαδικασία ούτε εδράζεται σε παρορμητικούς απλώς τόνους του δρώντος υποκειμένου παρά προϋποθέτει συνδυασμό θεωρητικής και πρακτικής ενέργειας που αναβλύζει από την πηγή που λέγεται πνεύμα και την οποία ο δημιουργός άνθρωπος δύναται ως εκ της φύσης του, ήτοι ως διεαυτό ή πνευματικό ον, να την μεταμορφώνει εκάστοτε σε συγκεκριμένο έργο με μορφή και περιεχόμενο.

5. Πιο συγκεκριμένα, όντας ο άνθρωπος φυσικό και δυνάμει πνευματικό ον, φέρει μέσα του την ικανότητα, στην αρχή παρορμητικά ή ενστικτωδώς και στη συνέχεια ως σκεπτόμενο υποκείμενο, να εποπτεύει τον εξωτερικό κόσμο, να τον οικειοποιείται λιγότερο ή περισσότερο, να σχηματίζει αντίστοιχες παραστάσεις, να τις μεταπλάθει σε σκέψεις και να μετασχηματίζεται και ο ίδιος. Όλη αυτή η κίνηση μεταμόρφωσης ή μετασχηματισμού του εξωτερικού και εσωτερικού του κόσμου δεν γίνεται ερήμην της πρακτικής, αλλά δι’ αυτής και εντός αυτής. Τούτη την πρακτική μεταλλαγή αισθητοποιεί ο Χέγκελ με το παράδειγμα του μικρού αγοριού που ρίχνει πέτρες στο νερό και θαυμάζει τους σχηματιζόμενους κύκλους ως δικό του έργο, αποκτώντας έτσι την εποπτεία του εαυτού του ως δημιουργού, ως ανθρώπου του πνεύματος.

6. Η τέχνη έχει κι αυτή την ιστορία της και οι εκάστοτε μορφές της δεν χάνονται παρά επαναπροσδιορίζονται, ως πνευματικές σχέσεις, σε κάθε νέα εποχή. Ο χρόνος είναι πάντοτε παρών και αναλογικά κάθε εποχή αποκτά το δικό της νόημα μέσα στον φιλοσοφικό Λόγο του κάθε παρόντος:

«Όταν μια εποχή αποθνήσκει, δεν χάνεται μια για πάντα, αλλά επαναλαμβάνεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ως πραγμάτωση του πνεύματος ή της απόλυτης Ιδέας. Αυτή η πραγμάτωση … ενσαρκώνει τη μετάβαση στην πιο ολοκληρωμένη φιλοσοφικά περίοδο της ιστορίας. Η ολοκλήρωση τούτη είναι ουσιωδώς επανάληψη των εποχών της ιστορίας που έχουν παρέλθει και οι οποίες ωστόσο είναι συγχρόνως παρούσες ως ο επεξεργασμένος πνευματικός πλούτος της νέας εποχής»[3].

Ακριβώς σε αυτόν τον κύκλο της ιστορικότητας κινείται και η ωραία τέχνη, όπως και η έννοια του τέλους της τέχνης κατά τρόπο, που να βρίσκει, δηλ. να επανευρίσκει, τον εαυτό της υπό μια νέα, ανώτερη πνευματική μορφή.

§2. Κείμενα-σχολιασμός

Η τέχνη, το ωραίο και το πνεύμα

1. «Μπορούμε κατ’ αρχήν να υποστηρίξουμε ότι το ωραίο της τέχνης είναι ανώτερο από τη φύση. Πράγματι, η ωραιότητα της τέχνης είναι η ωραιότητα που γεννήθηκε και ξαναγεννήθηκε από το πνεύμα, και το πνεύμα και τα παράγωγά του είναι ανώτερα από τη φύση και τα φαινόμενά της» W 13, 14.

Σχόλιο: από το ωραίο της τέχνης αποκλείεται καθετί που ανήκει στο ωραίο τη φύσης ή σχετίζεται με αυτό. Όταν, για παράδειγμα, μιλάμε για ωραία δέντρα, ωραία φυτά, ωραίους ανθρώπους κ.λπ., αυτό το ωραίο δεν είναι το ωραίο της τέχνης παρά μόνο αφορά την καθημερινή μας κουβέντα. Το ωραίο της τέχνης είναι φαινόμενο του πνεύματος και συναφώς δημιούργημα του ανθρώπου. Επομένως, ως τέτοιο, είναι ανώτερο από οποιοδήποτε φυσικό φαινόμενο.

2. «Ό,τι είναι ανώτερο για το πνεύμα και για την ωραιότητα της τέχνης, που πηγάζει απ’ αυτό, δεν συνιστά απλώς κάτι το σχετικό σε σύγκριση με τη φύση‧ απεναντίας, μόνο το πνεύμα είναι το αυθεντικά αληθινό, που περιλαμβάνει εντός του τα πάντα, έτσι ώστε καθετί το ωραίο να είναι αληθινά ωραίο, στο μέτρο που συμμετέχει σ’ αυτό το ανώτερο και παράγεται απ’ αυτό. Υπ’ αυτό το νόημα, το ωραίο της φύσης εμφανίζεται μόνο ως μια αντανάκλαση του ωραίου που ανήκει στο πνεύμα, ως ένας ατελής, ανολοκλήρωτος τρόπος [του ωραίου], ένας τρόπος, ο οποίος ως προς την υπόστασή του περιέχεται μέσα στο ίδιο το πνεύμα» ό.π., 15.

Σχόλιο: το ωραίο της φύσης υπολείπεται του καλλιτεχνικού ωραίου, διότι δεν συγκροτείται στη βάση του διεαυτό-Είναι, όπως το καλλιτεχνικό ωραίο, το ωραίο της τέχνης. Ο Χέγκελ κατανοεί το εν λόγω διεαυτό ως εκείνο που έχει αυτοσυνείδηση και επομένως μπορεί να κινείται με συνείδηση και επίγνωση στον χώρο της δημιουργίας και της ελευθερίας. Π.χ. το να λέμε ότι ένα δέντρο είναι ωραίο υποδηλώνει κάτι που δεν έχει κάποιο ιδιαίτερο νόημα, γιατί το δέντρο δεν συνάπτεται με καμιά αυτοσυνείδηση πέραν της φυσικής του παρουσίας. Το ίδιο δεν είναι διεαυτό, δεν αυτοπροσδιορίζεται και δεν λαμβάνει οποιαδήποτε ωραιότητα εξ εαυτού. Ανήκει στο ωραίο της φύσης. Το φυσικό ωραίο νομιμοποιείται ως αντανάκλαση του πνευματικού ωραίου, η ενεργοποίηση του οποίου καθιστά το ωραίο της φύσης ένα εξωτερικό ωραίο του ίδιου του πνεύματος.

3. «Μέσα σε τούτη την ελευθερία της λοιπόν η ωραία τέχνη είναι, πρώτα-πρώτα, αληθινή τέχνη∙ και τότε μόνο εκπληρώνει το ύψιστο καθήκον της, όταν έχει πάρει θέση μέσα στην ίδια σφαίρα με τη θρησκεία και τη φιλοσοφία και όταν δεν είναι παρά ένας τρόπος να συνειδητοποιούμε και να εκφράζουμε το θείο, τα βαθύτερα ενδιαφέροντα του ανθρώπου, τις πιο περιεκτικές αλήθειες του πνεύματος. Η τέχνη μοιράζεται αυτή την αποστολή με τη θρησκεία και τη φιλοσοφία, αλλά με την ιδιαιτερότητα ότι ακόμη και το πιο υψηλό το παριστάνει με αισθητό τρόπο και το φέρνει έτσι πιο κοντά στον τρόπο εμφάνισης της φύσης, στις αισθήσεις και στο αίσθημα. Η σκέψη εισδύει στο βάθος ενός υπεραισθητού κόσμου και το εγκαθιστά κατ’ αρχήν ως ένα επέκεινα απέναντι στην άμεση συνείδηση και στο παροντικό αίσθημα‧ πρόκειται για την ελευθερία της γνώσης της σκέψης, που ανυψώνεται πάνω από το εντεύθεν, δηλαδή από την αισθητή πραγματικότητα και περατότητα. Αλλά τούτη τη ρήξη, στην οποία προχωρεί το πνεύμα, ξέρει και να τη θεραπεύει‧ παράγει εξ εαυτού τα έργα της ωραίας τέχνης ως τον πρώτο μέσο όρο της συμφιλίωσης ανάμεσα στο σκέτο εξωτερικό, αισθητό και εφήμερο και στην καθαρή σκέψη, ανάμεσα στη φύση και την περατή πραγματικότητα και την απέραντη ελευθερία της κατανοητικής σκέψης» ό.π., 21.

Σχόλιο: η τέχνη είναι ελεύθερη, αυτοσυνείδητη αισθητική δημιουργία και ως τέτοια είναι αληθινή, δηλ. πνευματικό δημιούργημα, που αναλογικά στέκεται δίπλα σε άλλα παρόμοια δημιουργήματα, όπως είναι η θρησκεία και η φιλοσοφία. Τέχνη, θρησκεία και φιλοσοφία ανήκουν, κατά ταύτα, στις ύψιστες δραστηριότητες του πνεύματος και καθεμιά συνδέεται με συγκεκριμένο, πολύ συγκεκριμένο έργο. Ποια είναι η σχέση της τέχνης με τη θρησκεία και τη φιλοσοφία; Καθιστά αισθητά και αισθητικά τα θεολογικά περιεχόμενα της θρησκείας και τα εννοιολογικά θεμέλια της φιλοσοφίας. Η σκέψη, θεολογική και φιλοσοφική, καθεμιά με τον τρόπο της ανοίγεται προς τον υπεραισθητό κόσμο, προς το επέκεινα. Η ωραία τέχνη, με τη σειρά της, έρχεται για να αναιρέσει τη διάζευξη αισθητού και υπεραισθητού, το μεταξύ τους ρήγμα ή χάσμα, έτσι ώστε η απειρότητα της σκέψης να συμφιλιωθεί με την περατότητα της ανθρώπινης πραγματικότητας.

4. «Tο φαινόμενο της τέχνης έχει το πλεονέκτημα, αυτό το ίδιο να διερμηνεύεται μέσω του εαυτού του και εξ εαυτού να παραπέμπει σε ένα πνευματικό, για το οποίο αυτό μας δίνει μια ιδέα» ό.π., 23.

Σχόλιο: το φαινόμενο της τέχνης, άλλως: το αισθητικό φαινόμενο, δεν είναι απλώς μια επίφαση του πνεύματος παρά η εμφάνιση της ίδιας της ουσίας του τελευταίου. Στην επιστήμη της Λογικής ο Χέγκελ αποφαίνεται προγραμματικά: «η ουσία πρέπει να φαίνεται»[4]. Το φαίνεσθαι στην τέχνη αίρει την τυχαιότητα και την εξαπάτηση, δηλ. την αναλήθεια, που θεωρείται απατηλώς ότι ανήκει στο πνεύμα.

5. «Θα πρέπει κατ’ αρχήν να δεχτούμε ότι το πνεύμα είναι ικανό να εξετάζει τον ίδιο του τον εαυτό, να έχει μια συνείδηση, και μάλιστα μια σκεπτόμενη συνείδηση, για τον ίδιο τον εαυτό του και για καθετί, που προέρχεται απ’ αυτό. Μέσα σε τούτη τη σκεπτόμενη συνείδηση που το πνεύμα έχει για τον εαυτό του και τα προϊόντα του, αυτό συμπεριφέρεται σύμφωνα με την ουσιώδη φύση του. Η τέχνη λοιπόν και τα έργα της, ως προελθόντα και παραχθέντα από το πνεύμα, τα ίδια έχουν πνευματικό χαρακτήρα. Απ’ αυτή την άποψη, η τέχνη βρίσκεται εγγύτερα στο πνεύμα και στη σκέψη του απ’ ό,τι μόνο η εξωτερική, στερημένη πνεύματος φύση» ό.π., 27.

Σχόλιο: η τέχνη που έχει ως πηγή της και αφετηρία το πνεύμα δεν μπορεί να ταυτίζεται με το εξωτερικό ωραίο της φύσης παρά συνδέεται με τη ίδια την εσωτερική εργασία και διεργασία της σκέψης. Ως τέτοια, επομένως, δεν αποβλέπει μόνο και κύρια στην αναπαράσταση κάποιων φαινομενικών μορφών του ωραίου της φύσης, με αποτέλεσμα να αποβαίνει υποδεέστερη αυτού που προέρχεται και παράγεται από τη φύση.

6. «Ένα καλλιτεχνικό έργο είναι τέτοιο μόνο στο βαθμό που, έχοντας εκπηγάσει από το πνεύμα, ανήκει στην περιοχή του πνεύματος, έχει πάρει το βάπτισμα του πνευματικού και παριστάνει μόνο εκείνο που έχει διαμορφωθεί σε εναρμόνιση με το πνεύμα» ό.π., 48.

7. «Πράγματι, το ωραίο της τέχνης δεν είναι ούτε η λογική Ιδέα, δηλαδή η απόλυτη σκέψη έτσι όπως αυτή αναπτύσσεται μέσα στο καθαρό στοιχείο της σκέψης, ούτε αντίστροφα η Ιδέα όπως εμφανίζεται στη φύση∙ αντίθετα, αυτό ανήκει στη σφαίρα του πνεύματος, χωρίς ωστόσο να ακινητοποιείται [ή να περιορίζεται] σε γνώσεις και πράξεις του περατού πνεύματος. Το βασίλειο της ωραίας τέχνης είναι το βασίλειο του απόλυτου πνεύματος» ό.π., 130.

8. «Η τέχνη λοιπόν, καθώς ασχολείται με το αληθές ως το απόλυτο αντι-κείμενο της συνείδησης, ανήκει κι αυτή στην απόλυτη σφαίρα του πνεύματος και ως εκ τούτου, κατά το περιεχόμενό της, βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με τη θρησκεία –με το πιο ειδικό νόημα της λέξης– καθώς και με τη φιλοσοφία» ό.π., 139.

Σχόλιο: το γεγονός ότι η τέχνη ανήκει στο πνεύμα δεν σημαίνει ότι το ωραίο της τέχνης, το έργο της, δεν ενεργοποιείται στο επίπεδο της αισθητικότητας και ταυτίζεται απόλυτα με την Ιδέα του φιλοσοφικού Λόγου. Όσο κι αν π.χ. η αισθητική του γούστου δείχνει να κινείται στην περιοχή του εξωτερικού φαίνεσθαι και να χάνεται μέσα στο αποσπασματικό, στο λεπτομερειακό, στο επιφανειακό, δεν παύει να αποτελεί ενεργό τμήμα της αισθητικής σχέσης και της πνευματικής ενέργειας. Το ίδιο το πνεύμα ενδιαφέρεται για την υλοποίηση των πιο ανώτερων συμφερόντων του και υπ’ αυτή την οπτική έχει ανάγκη από τη δημιουργία καλλιτεχνικών μορφών. Έτσι, η καλλιτεχνική παραγωγή, από την πλευρά της, έχει ανάγκη όχι μόνο την φαντασία του καλλιτεχνικού πνεύματος αλλά και την πειθαρχία τούτου του πνεύματος.
--------------------------------
[1] W 13, 51.
[2] Ό.π., 52.
[3] Hegel: Διαλεκτική του συγκεκριμένου. Εκδ. Διανόηση, Αθήνα 2019, σ. 69.
[4] Χέγκελ: επιστήμη της Λογικής-η διδασκαλία περί της ουσίας. Εκδ. Δωδώνη 1998, σ. 227.

ΠΛΑΤΩΝ: Συμπόσιον (208c-209e)

[208c] Καὶ ἥ, ὥσπερ οἱ τέλεοι σοφισταί, Εὖ ἴσθι, ἔφη, ὦ Σώκρατες· ἐπεί γε καὶ τῶν ἀνθρώπων εἰ ἐθέλεις εἰς τὴν φιλοτιμίαν βλέψαι, θαυμάζοις ἂν τῆς ἀλογίας περὶ ἃ ἐγὼ εἴρηκα εἰ μὴ ἐννοεῖς, ἐνθυμηθεὶς ὡς δεινῶς διάκεινται ἔρωτι τοῦ ὀνομαστοὶ γενέσθαι καὶ κλέος ἐς τὸν ἀεὶ χρόνον ἀθάνατον καταθέσθαι, καὶ ὑπὲρ τούτου κινδύνους τε κινδυνεύειν ἕτοιμοί εἰσι πάντας ἔτι μᾶλλον ἢ ὑπὲρ τῶν [208d] παίδων, καὶ χρήματα ἀναλίσκειν καὶ πόνους πονεῖν οὑστινασοῦν καὶ ὑπεραποθνῄσκειν. ἐπεὶ οἴει σύ, ἔφη, Ἄλκηστιν ὑπὲρ Ἀδμήτου ἀποθανεῖν ἄν, ἢ Ἀχιλλέα Πατρόκλῳ ἐπαποθανεῖν, ἢ προαποθανεῖν τὸν ὑμέτερον Κόδρον ὑπὲρ τῆς βασιλείας τῶν παίδων, μὴ οἰομένους ἀθάνατον μνήμην ἀρετῆς πέρι ἑαυτῶν ἔσεσθαι, ἣν νῦν ἡμεῖς ἔχομεν; πολλοῦ γε δεῖ, ἔφη, ἀλλ᾽ οἶμαι ὑπὲρ ἀρετῆς ἀθανάτου καὶ τοιαύτης δόξης εὐκλεοῦς πάντες πάντα ποιοῦσιν, ὅσῳ ἂν ἀμείνους [208e] ὦσι, τοσούτῳ μᾶλλον· τοῦ γὰρ ἀθανάτου ἐρῶσιν. οἱ μὲν οὖν ἐγκύμονες, ἔφη, κατὰ τὰ σώματα ὄντες πρὸς τὰς γυναῖκας μᾶλλον τρέπονται καὶ ταύτῃ ἐρωτικοί εἰσιν, διὰ παιδογονίας ἀθανασίαν καὶ μνήμην καὶ εὐδαιμονίαν, ὡς οἴονται, αὑτοῖς εἰς τὸν ἔπειτα χρόνον πάντα ποριζόμενοι· οἱ δὲ κατὰ τὴν [209a] ψυχήν —εἰσὶ γὰρ οὖν, ἔφη, οἳ ἐν ταῖς ψυχαῖς κυοῦσιν ἔτι μᾶλλον ἢ ἐν τοῖς σώμασιν, ἃ ψυχῇ προσήκει καὶ κυῆσαι καὶ τεκεῖν· τί οὖν προσήκει; φρόνησίν τε καὶ τὴν ἄλλην ἀρετήν— ὧν δή εἰσι καὶ οἱ ποιηταὶ πάντες γεννήτορες καὶ τῶν δημιουργῶν ὅσοι λέγονται εὑρετικοὶ εἶναι· πολὺ δὲ μεγίστη, ἔφη, καὶ καλλίστη τῆς φρονήσεως ἡ περὶ τὰ τῶν πόλεών τε καὶ οἰκήσεων διακόσμησις, ᾗ δὴ ὄνομά ἐστι σωφροσύνη τε καὶ δικαιοσύνη — τούτων δ᾽ αὖ ὅταν τις ἐκ [209b] νέου ἐγκύμων ᾖ τὴν ψυχήν, ᾔθεος ὢν καὶ ἡκούσης τῆς ἡλικίας, τίκτειν τε καὶ γεννᾶν ἤδη ἐπιθυμῇ, ζητεῖ δὴ οἶμαι καὶ οὗτος περιιὼν τὸ καλὸν ἐν ᾧ ἂν γεννήσειεν· ἐν τῷ γὰρ αἰσχρῷ οὐδέποτε γεννήσει. τά τε οὖν σώματα τὰ καλὰ μᾶλλον ἢ τὰ αἰσχρὰ ἀσπάζεται ἅτε κυῶν, καὶ ἂν ἐντύχῃ ψυχῇ καλῇ καὶ γενναίᾳ καὶ εὐφυεῖ, πάνυ δὴ ἀσπάζεται τὸ συναμφότερον, καὶ πρὸς τοῦτον τὸν ἄνθρωπον εὐθὺς εὐπορεῖ λόγων περὶ ἀρετῆς καὶ περὶ οἷον χρὴ εἶναι [209c] τὸν ἄνδρα τὸν ἀγαθὸν καὶ ἃ ἐπιτηδεύειν, καὶ ἐπιχειρεῖ παιδεύειν. ἁπτόμενος γὰρ οἶμαι τοῦ καλοῦ καὶ ὁμιλῶν αὐτῷ, ἃ πάλαι ἐκύει τίκτει καὶ γεννᾷ, καὶ παρὼν καὶ ἀπὼν μεμνημένος, καὶ τὸ γεννηθὲν συνεκτρέφει κοινῇ μετ᾽ ἐκείνου, ὥστε πολὺ μείζω κοινωνίαν τῆς τῶν παίδων πρὸς ἀλλήλους οἱ τοιοῦτοι ἴσχουσι καὶ φιλίαν βεβαιοτέραν, ἅτε καλλιόνων καὶ ἀθανατωτέρων παίδων κεκοινωνηκότες. καὶ πᾶς ἂν δέξαιτο ἑαυτῷ τοιούτους παῖδας μᾶλλον γεγονέναι ἢ τοὺς [209d] ἀνθρωπίνους, καὶ εἰς Ὅμηρον ἀποβλέψας καὶ Ἡσίοδον καὶ τοὺς ἄλλους ποιητὰς τοὺς ἀγαθοὺς ζηλῶν, οἷα ἔκγονα ἑαυτῶν καταλείπουσιν, ἃ ἐκείνοις ἀθάνατον κλέος καὶ μνήμην παρέχεται αὐτὰ τοιαῦτα ὄντα· εἰ δὲ βούλει, ἔφη, οἵους Λυκοῦργος παῖδας κατελίπετο ἐν Λακεδαίμονι σωτῆρας τῆς Λακεδαίμονος καὶ ὡς ἔπος εἰπεῖν τῆς Ἑλλάδος. τίμιος δὲ παρ᾽ ὑμῖν καὶ Σόλων διὰ τὴν τῶν νόμων γέννησιν, καὶ ἄλλοι [209e] ἄλλοθι πολλαχοῦ ἄνδρες, καὶ ἐν Ἕλλησι καὶ ἐν βαρβάροις, πολλὰ καὶ καλὰ ἀποφηνάμενοι ἔργα, γεννήσαντες παντοίαν ἀρετήν· ὧν καὶ ἱερὰ πολλὰ ἤδη γέγονε διὰ τοὺς τοιούτους παῖδας, διὰ δὲ τοὺς ἀνθρωπίνους οὐδενός πω.

***
[208c] Κι εκείνη, σαν σωστός σοφιστής, είπε: «Να είσαι βέβαιος γι᾽ αυτό, Σωκράτη· γιατί, αν θέλεις να ρίξεις το βλέμμα σου στη φιλοδοξία των ανθρώπων, θα ᾽μενες απορημένος για τον παραλογισμό που δείχνουν στις περιπτώσεις που εγώ ανέφερα, αν δεν κατανοείς τα λόγια μου και δε φέρεις στο νου σου τον φοβερό παροξυσμό στον οποίο πέφτουν, για να γίνουν ξακουστοί και
αθάνατη, αιώνια να θησαυρίσουν δόξα
και, για να την κερδίσουν, είναι πρόθυμοι να μπουν σε κάθε κίνδυνο γι᾽ αυτήν πολύ περισσότερο απ᾽ ό,τι για τα [208d] παιδιά τους, και να ξοδέψουν την περιουσία τους και να καταπονηθούν με κάθε τρόπο και να δώσουν τη ζωή τους γι᾽ αυτήν. Λόγου χάρη, θα φανταζόσουν, μου είπε, ότι η Άλκηστη θα θυσίαζε τη ζωή της για τον Άδμητο ή ότι ο Αχιλλέας θ᾽ ακολουθούσε στο θάνατο τον Πάτροκλο ή ότι ο δικός σας, ο Κόδρος, θα έβρισκε τον θάνατο ως προϋπόθεση για να κρατήσουν τα παιδιά του τη βασιλεία, αν δεν πίστευαν ότι εξασφάλιζαν αιώνια την υστεροφημία για την αρετή τους — που και στις μέρες μας μένει ζωντανή; Κάθε άλλο, είπε, αλλά φρονώ ότι οι πάντες κάνουν τα πάντα, για ν᾽ αποχτήσουν αρετή που δεν ξέρει το θάνατο και μια τέτοια τιμημένη δόξα· κι όσο η αρετή που κατέχουν είναι ανώτερη, [208e] τόσο περισσότερο ζήλο δείχνουν· γιατί κατέχονται από έρωτα αθανασίας. Τώρα, είπε, αυτοί που κυοφορούν σωματικά, στρέφονται κατά προτίμηση προς τις γυναίκες και μ᾽ αυτό τον τρόπο εκδηλώνουν τον έρωτά τους, επιδιώκοντας, όπως φαντάζονται, να εξασφαλίσουν μελλοντική αθανασία και υστεροφημία και παντοτινή ευτυχία με την απόχτηση παιδιών· αντίθετα οι άλλοι, που κυοφορούν στην [209a] ψυχή — γιατί δε λείπουν εκείνοι που κυοφορούν πολύ περισσότερο μες στην ψυχή απ᾽ ό,τι μες στο σώμα τους γόνο που αρμόζει να κυοφορήσει και να φέρει στον κόσμο η ψυχή. Ποιός λοιπόν είναι ο γόνος που της αρμόζει; Η σύνεση και γενικότερα η αρετή — νά, αυτά που φέρνουν στον κόσμο οι ποιητές στο σύνολό τους κι από τους τεχνίτες όσοι φημίζονται ότι είναι εφευρέτες· και το πιο μεγάλο, είπε, και πιο ωραίο δημιούργημα της σύνεσης είναι η νοικοκυρεμένη διακυβέρνηση των πόλεων και των σπιτικών, ό,τι ακριβώς αποκαλούμε σωφροσύνη και δικαιοσύνη. Λοιπόν, όταν κάποιος [209b] απ᾽ τα νεανικά του χρόνια κυοφορεί αυτά στην ψυχή του, με το που γίνεται παλικαράκι και ενηλικιωθεί, κατέχεται πια απ᾽ την επιθυμία του τοκετού και της γέννας· κι αναζητά, φαντάζομαι, γυρνώντας εδώ κι εκεί, την ομορφιά, μες στην οποία θα γεννήσει· γιατί ποτέ δε θα γεννήσει μες στην ασκήμια. Λοιπόν, δείχνει περισσότερη αγάπη στα ωραία σώματα απ᾽ ό,τι στα άσκημα (γιατί, βλέπεις, κυοφορεί), κι αν μέσα σ᾽ αυτά συναπαντήσει ψυχή ωραία και αρχοντική και καλοκαμωμένη, η αγάπη του για τη μια και για την άλλη ομορφιά δυναμώνει εξαιρετικά· και αντικρίζοντας αυτό το πρόσωπο, από την πρώτη στιγμή βρίσκει άφθονα λόγια για την αρετή και για το πρότυπο που πρέπει να ενσαρκώνει [209c] ο προικισμένος με αρετή άντρας και για τις δραστηριότητες που του αρμόζουν, και καταπιάνεται με την πνευματική του καλλιέργεια. Γιατί με την επαφή του με τον ωραίο και με το να τον συναναστρέφεται, φέρνει στον κόσμο και γεννά, φαντάζομαι, αυτό που εδώ και καιρό κυοφορούσε, με τη σκέψη στραμμένη σ᾽ εκείνον, είτε όσο είναι δίπλα του είτε αναπολώντας τον όσο βρίσκεται μακριά του, και ανατρέφει μαζί μ᾽ εκείνον το νεογέννητο, κι έτσι, ανάμεσα σ᾽ ανθρώπους σαν κι αυτούς γεννιέται ένας δεσμός πιο δυνατός και φιλία σταθερότερη απ᾽ ό,τι ανάμεσα στους γονείς των σωματικών παιδιών, μια και τα κοινά παιδιά τους είναι ομορφότερα και με εξασφαλισμένη διαρκέστερη την αθανασία. Κι ο καθένας θα προτιμούσε ν᾽ αποχτήσει τέτοια παιδιά παρά [209d] τα σωματικά, αντικρίζοντας τον Όμηρο και ζηλεύοντας τον Ησίοδο και τους άλλους εμπνευσμένους ποιητές, τί βλαστάρια αφήνουν πίσω τους, που τους εξασφαλίζουν δόξα και υστεροφημία αθάνατη, καθώς αθάνατα είναι και τα ίδια· κι αν θέλεις, μου είπε, τί παιδιά άφησε πίσω του ο Λυκούργος στη Σπάρτη, σωτήρες των Λακεδαιμονίων και, μπορούμε να πούμε, των Ελλήνων! Και τιμημένος στον τόπο σας ο Σόλων, για τους νόμους που γέννησε, και άλλοι άντρες [209e] σε πολλά άλλα μέρη, και στον ελληνικό και στον βαρβαρικό κόσμο, που παρουσίασαν πολλά και ωραία κατορθώματα, δημιουργοί αρετής κάθε είδους· στη χάρη τους μάλιστα ιδρύθηκαν εδώ και καιρό πολλά κέντρα λατρείας, επειδή γέννησαν τέτοια παιδιά — δεν ακούστηκε τίποτα τέτοιο ως τώρα για τους γονείς σωματικών παιδιών.