Δευτέρα 19 Απριλίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Αἴας (333-363)

ΑΙ. ἰώ μοί μοι.
ΤΕΚ. τάχ᾽, ὡς ἔοικε, μᾶλλον· ἢ οὐκ ἠκούσατε
335 Αἴαντος οἵαν τήνδε θωύσσει βοήν;
ΑΙ. ἰώ μοί μοι.
ΧΟ. ἁνὴρ ἔοικεν ἢ νοσεῖν, ἢ τοῖς πάλαι
νοσήμασι ξυνοῦσι λυπεῖσθαι παρών.
ΑΙ. ἰὼ παῖ παῖ.
340 ΤΕΚ. ὤμοι τάλαιν᾽· Εὐρύσακες, ἀμφὶ σοὶ βοᾷ.
τί ποτε μενοινᾷ; ποῦ ποτ᾽ εἶ; τάλαιν᾽ ἐγώ.
ΑΙ. Τεῦκρον καλῶ. ποῦ Τεῦκρος; ἢ τὸν εἰσαεὶ
λεηλατήσει χρόνον, ἐγὼ δ᾽ ἀπόλλυμαι;
ΧΟ. ἁνὴρ φρονεῖν ἔοικεν. ἀλλ᾽ ἀνοίγετε.
345 τάχ᾽ ἄν τιν᾽ αἰδῶ κἀπ᾽ ἐμοὶ βλέψας λάβοι.
ΤΕΚ. ἰδού, διοίγω· προσβλέπειν δ᾽ ἔξεστί σοι
τὰ τοῦδε πράγη, καὐτὸς ὡς ἔχων κυρεῖ.

ΑΙ. ἰώ, [στρ. α]
φίλοι ναυβάται, μόνοι ἐμῶν φίλων
350 μόνοι ἔτ᾽ ἐμμένοντες ὀρθῷ νόμῳ,
ἴδεσθέ μ᾽ οἷον ἄρτι κῦ-
μα φοινίας ὑπὸ ζάλης
ἀμφίδρομον κυκλεῖται.
ΧΟ. οἴμ᾽ ὡς ἔοικας ὀρθὰ μαρτυρεῖν ἄγαν.
355 δηλοῖ δὲ τοὔργον ὡς ἀφροντίστως ἔχει.

ΑΙ. ἰώ, [ἀντ. α]
γένος ναΐας ἀρωγὸν τέχνας,
ἅλιον ὃς ἐπέβας ἑλίσσων πλάταν,
σέ τοι σέ τοι μόνον δέδορ-
360 κα πημονὰν ἐπαρκέσοντ᾽.
ἀλλά με συνδάιξον.
ΧΟ. εὔφημα φώνει· μὴ κακὸν κακῷ διδοὺς
ἄκος πλέον τὸ πῆμα τῆς ἄτης τίθει.

***
ΑΙ. Ουαί κι αλίμονο.
ΤΕ. Φαίνεται πως το πράγμα μάλλον χειροτέρεψε.
Ή μήπως δεν ακούσατε την άγρια φωνή;
ΑΙ. Ουαί κι αλίμονο.
ΧΟ. Δείχνει ο άνθρωπος πάλι να παραφέρεται·
ή μήπως απελπίζεται, βλέποντας τώρα
τί μανία τον βρήκε.
ΑΙ. Ω γιε, ω γιε.
340 ΤΕ. Ιώ, εγώ η δύστυχη· εσένα φωνάζει, Ευρυσάκη.
Τί βάζει πάλι ο νους του; πού να βρίσκεσαι;
Αλίμονο σ᾽ εμένα.
ΑΙ. Τον Τεύκρο εγώ φωνάζω· πού ᾽ναι ο Τεύκρος;
όλον τον χρόνο του κουρσεύοντας τον τρώει,
την ώρα που είμαι εγώ χαμένος;
ΧΟ. Μοιάζει, νομίζω, να ᾽ναι τώρα στα καλά του·
ανοίξετε να δούμε. Μπορεί, όταν με δει μπροστά του,
ίσως από ντροπή να κρατηθεί.
ΤΕ. Ανοίγω. Τώρα μπορούν να δουν τα μάτια σου
τα έργα που έπραξε ο ίδιος με το χέρι του.

ΑΙ. Ιώ,
φίλοι μου ναυτικοί, μόνοι εσείς από τους φίλους
350 μείνατε πιστοί στον νόμο της φιλίας.
Δείτε τί κύμα παραζάλης φονικής με δέρνει,
δείτε τί αίματα με μούσκεψαν.
ΧΟ. Φρίκη. Πόση αλήθεια μαρτυρούν τα λόγια σου.
Το έργο δείχνει μόνο του τον παραλογισμό.

ΑΙ. Ιώ,
γενιά θαλασσινή, έμπειρο χέρι τέχνης ναυτικής,
που με κουπί ευλύγιστο κάνει τα πλοία να πετούν,
360 εσένα μόνο βλέπω πρόθυμο να με συντρέξεις·
σφάξε λοιπόν τώρα κι εμένα, μαζί με τις βοσκές.
ΧΟ. Λέξη μην ξαναπείς· μη θες, σ᾽ ένα κακό φορτώνοντας
άλλο κακό για γιατρικό, να μεγαλώσει η συμφορά σου.

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Προς τα νέα ελληνικά

12.12 Η δημοτική

Η τρίτη λύση που υποστηρίχτηκε αρκετά πριν τη δημιουργία του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους ήταν η υιοθέτηση της ομιλούμενης γλώσσας, αυτής που θα ονομαστεί δημοτική, ως κοινού γλωσσικού οργάνου. Λόγιοι όπως ο Ιώσηπος Μοισιόδακας (1730-1800), ο Δημήτριος Καταρτζής (1720-1807), ο Ιωάννης Βηλαράς (1721-1823) υποστήριξαν με πάθος αυτή τη λύση. Θεωρούσαν ότι μόνο η υιοθέτηση της ομιλούμενης γλώσσας ως εθνικής γλώσσας, όπως έγινε στα άλλα ευρωπαϊκά κράτη της εποχής, θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα επιτυχημένο εκπαιδευτικό σύστημα. Η ομιλούμενη γλώσσα δεν ήταν για τους λόγιους αυτούς ένα «χαλασμένο» γλωσσικό εργαλείο αλλά, αντίθετα, το μόνο ζωντανό όργανο που θα μπορούσε να υπηρετήσει τις ανάγκες του κράτους που θα γεννιόταν.

Στο νεοελληνικό κράτος, που γεννήθηκε από την επανάσταση του 1821, επικράτησε η καθαρεύουσα ως επίσημη εθνική γλώσσα. Μέχρι το 1917 η καθαρεύουσα χρησιμοποιούνταν ακόμη και στο δημοτικό. Θα χρειαστούν οι μακρόχρονοι αγώνες του δημοτικιστικού κινήματος για να κερδίσει έδαφος η δημοτική, πρώτα στη λογοτεχνία, και να αναγνωριστεί επίσημα μόνο το 1976. Η μεγάλη μορφή του δημοτικιστικού κινήματος στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν ο γλωσσολόγος Γιάννης Ψυχάρης (1854-1929), ο οποίος αγωνίστηκε για την επικράτηση της δημοτικής. Αναγνώριζε ότι η δημοτική χρειαζόταν, για να εκφράσει τις σύγχρονες ανάγκες, εμπλουτισμό με νέους όρους, πολλοί από τους οποίους θα προέρχονταν από την αρχαιότερη γλώσσα. Αλλά πίστευε ότι αυτοί οι νέοι όροι θα πρέπει να «διορθώνονται» με βάση τη γραμματική της δημοτικής. Αντέτεινε, δηλαδή, στη «διόρθωση» προς την κατεύθυνση της αρχαίας (θυμηθείτε τον Κοραή) τη «διόρθωση» προς την κατεύθυνση της δημοτικής. Έτσι, η αρχαία λέξη περικεφαλαία έπρεπε να μπει στη δημοτική ως περκεφαλιά, να πάρει δηλαδή τη μορφή που ταιριάζει στη δημοτική. Η λύση αυτή ονομάστηκε, από τους αντιπάλους της, «μαλλιαρή» δημοτική. Και τελικά δεν επικράτησε.

Στις αρχές του 20ού αιώνα θα κινηθεί δραστήρια για την επικράτηση της δημοτικής το κίνημα του εκπαιδευτικού δημοτικισμού (Δημήτρης Γληνός, Αλέξανδρος Δελμούζος, Μανόλης Τριανταφυλλίδης) Έργο του Τριανταφυλλίδη είναι η Νεοελληνική γραμματική (της δημοτικής) του 1941, που είναι και σήμερα ένα βασικό εργαλείο.

Η κατάληξη της μακρόχρονης αυτής γλωσσικής περιπέτειας που άρχισε πριν από 2.000 χρόνια και συνδέθηκε με σημαντικά ιστορικά γεγονότα ήταν η σημερινή κοινή νέα ελληνική. Για έναν ομιλητή του 18ου αλλά και του πρώτου μισού του 19ου αιώνα αυτή η μορφή γλώσσας θα ακουγόταν παράξενα και σε πολλές περιπτώσεις θα του ήταν ακατανόητη. Εκεί που αυτός ήξερε τη λέξη λαβωματιά, θα άκουγε τη λέξη τραύμα, μια λέξη που «μπήκε» στην ομιλούμενη γλώσσα από τα αρχαιότερα ελληνικά. Εκεί που αυτός ήξερε μόνο τη λέξη στοιχειό, θα άκουγε τη λέξη στοιχείο, και αυτή από τα αρχαιότερα ελληνικά, με διαφορετική σημασία από τη λέξη στοιχειό. Εκεί που αυτός ήξερε μόνο τη λέξη δουλειά, θα άκουγε και τη λέξη δουλεία, πάλι από τα αρχαιότερα ελληνικά, που έχει και αυτή διαφορετικό νόημα από τη λέξη δουλειά. Στη θέση πολλών τουρκικών λέξεων που του ήταν γνωστές και αναγκαίες, π.χ. ντοβλέτι, φιρμάνι, ασκέρι, θα άκουγε καινούργιες λέξεις όπως κράτος, νόμος, στρατός.

Οι περισσότερες από αυτές τις νέες λέξεις, οι οποίες «έδιωξαν» τις τουρκικές λέξεις που θύμιζαν την Τουρκοκρατία, μπήκαν στην ομιλούμενη γλώσσα μέσω της καθαρεύουσας. Τί έμεινε από την καθαρεύουσα στην ομιλούμενη, κοινή νέα ελληνική; Ορισμένες «παγωμένες» εκφράσεις όπως π.χ. εν τω μεταξύ, εν πάση περιπτώσει, δούναι και λαβείν. Στις εκφράσεις αυτές, και μόνο σε αυτές, εμφανίζονται (χωρίς να το συνειδητοποιεί συχνά ο μη μορφωμένος ομιλητής) η προ πολλού χαμένη δοτική και το προ πολλού χαμένο απαρέμφατο. Αλλά εμφανίζονται ως «απολιθώματα» και όχι ως ζωντανές γλωσσικές λειτουργίες. Το όνειρο της καθαρεύουσας να «ντύσει» την ομιλούμενη γλώσσα με αρχαιότροπη ενδυμασία δεν άντεξε στον χρόνο και, για όσο χρόνο άντεξε, δεν έγινε ποτέ το ζωντανό γλωσσικό εργαλείο της καθημερινής ζωής. Επικράτησε τελικά η δημοτική.

Και επικράτησε η δημοτική, γιατί μια μορφή γλώσσας που δεν είναι ζωντανή και δεν μιλιέται (όπως η καθαρεύουσα και οι πρόγονοί της ως τα χρόνια του αττικισμού), γίνεται κάποια ιστορική στιγμή εμπόδιο στην κοινωνία και στις ανάγκες της. Και η ιστορική αυτή στιγμή ήρθε με τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους το οποίο, ως σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος, είχε ανάγκη από μια αποτελεσματική εκπαίδευση - για όλους, και όχι μόνο για τους λίγους. Και η ανάγκη αυτή δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί με ένα γλωσσικό εργαλείο που δεν ήταν η μητρική γλώσσα ούτε των μαθητών ούτε των δασκάλων. Θα ερχόταν κάποτε η ώρα (όπως και ήρθε, έστω και με καθυστέρηση) που η καθαρεύουσα θα έδινε τη θέση της στη δημοτική.

Οι γλώσσες είναι φτιαγμένες για να υπηρετούν τις κοινωνίες. Μπορεί κάποτε, και για ιστορικούς λόγους (όπως έγινε με την αρχαΐζουσα γλώσσα στην ελληνική ιστορία), η κοινωνία, ή ένα ισχυρό κομμάτι της, να φτάσει να υπηρετεί τη γλώσσα, ή κάποια μορφή γλώσσας. Αλλά αυτό δεν μπορεί παρά να δημιουργήσει κάποτε σοβαρά προβλήματα. Εδώ ίσως βοηθήσει ένα παράδειγμα. Όπως ξέρετε, μέχρι το 1922 στη Μικρά Ασία ζούσαν πολλοί Έλληνες. Η Μικρασιατική καταστροφή τούς ανάγκασε να γίνουν πρόσφυγες και να έρθουν στην Ελλάδα. Κάποιοι από αυτούς μιλούσαν μόνο τουρκικά - είχαν χάσει τη μητρική τους γλώσσα. Στη διάρκεια του 19ου αιώνα έγιναν προσπάθειες να ξαναγίνουν ελληνόφωνοι. Γι' αυτό πήγαν στα χωριά τους δάσκαλοι, για να διδάξουν στα παιδιά τους ελληνικά. Αλλά οι εντολές που είχαν ήταν να τους διδάξουν την καθαρεύουσα. Η προσπάθεια απέτυχε, γιατί η καθαρεύουσα δεν ήταν η μητρική γλώσσα των δασκάλων, και έτσι δεν μπόρεσαν να πετύχουν στο διδακτικό τους έργο.

Όταν η συνειδητή επιλογή οδηγεί σε εξέλιξη

Κατά τη διάρκεια ενός 24ώρου ένας ενήλικας χρειάζεται να πάρει αρκετές αποφάσεις, άλλες πολύ σημαντικές και άλλες λιγότερο. Με αυτόν τον τρόπο και χωρίς συχνά να το συνειδητοποιούμε, μέσα από το παρόν και τον τρόπο με τον οποίο το διαχειριζόμαστε, χτίζουμε σιγά σιγά το μέλλον μας και οδηγούμαστε αναλόγως τις επιλογές μας στον έναν ή στον άλλο δρόμο.

Η απειλή εξωγενών παραγόντων στον τρόπο λήψης αποφάσεων

Τι γίνεται, όμως, όταν αφήνουμε εξωγενείς παράγοντες να εισβάλουν στις καθημερινές μας αποφάσεις; Όταν επιτρέπουμε τη φωνή της κοινωνίας, της οικογένειας, των φίλων και των γνωστών να διεισδύει μέσα στο μυαλό μας και να επηρεάζει τον τρόπο σκέψης μας και κατά συνέπεια τον τρόπο λήψης αποφάσεων;

… επιφέρει εσωτερικές συγκρούσεις

Σίγουρα τίποτα καλό δεν θα μπορούσε να προκύψει μέσα από επιλογές επηρεασμένες και στηριζόμενες στους λάθος λόγους. Γιατί όταν η αιτία που πράττουμε δεν βασίζεται σε προσωπική μας εσωτερική παρόρμηση αλλά σε λύση ανάγκης ή γνώμες τρίτων, έχουμε ήδη επιλέξει κάτι το οποίο δεν θέλουμε πραγματικά, αλλά αναγκαζόμαστε να κάνουμε. Αυτομάτως κάτι τέτοιο συνεπάγεται μία υποσυνείδητη εσωτερική σύγκρουση μεταξύ επιθυμίας και υποχρέωσης, η οποία μας αδειάζει και μας τοξινώνει ενεργειακά, οδηγώντας μας σε αρνητικές σκέψεις και συναισθήματα που μας υποβαθμίζουν και μειώνουν την αίσθηση αυτοαξίας, αφού διαπιστώνουμε στην πράξη ότι δεν τα καταφέρνουμε όπως θα θέλαμε.

Τα 5 φίλτρα στις αποφάσεις μας

Έτσι λοιπόν, με σκοπό την αποφυγή όλων των παραπάνω συνεπειών περιγράφονται ακολούθως πέντε απλά χαρακτηριστικά, με τα οποία θα ήταν χρήσιμο να φιλτράρουμε κάθε μας απόφαση, ειδικά αν διακυβεύονται πολλά μέσα από αυτήν.

1. Η επιλογή μας πάντα θα πρέπει να γίνεται χωρίς να σκεφτόμαστε τη γνώμη των γύρω μας. Όταν επιτρέπουμε τις φωνές των τρίτων να αλλοιώνουν τις επιθυμίες μας, τότε μόνο δυσαρμονίες μπορεί να προκύψουν. Άλλωστε το μονοπάτι του καθενός μας είναι τελείως προσωπικό και κανείς άλλος δεν θα μπορούσε ποτέ να γνωρίζει ποιο θα ήταν το καλύτερο για εμάς.

2. Δεν θα πρέπει ποτέ να επιλέγουμε με γνώμονα τον φόβο ή την ανασφάλεια. Καμία απόφαση που στηρίχθηκε στον φόβο ή σε οποιοδήποτε άλλο αρνητικό συναίσθημα δεν εξελίχθηκε με αρμονικό τρόπο στην πορεία. Και αυτό γιατί η ίδια η φύση του φόβου είναι καθαρή τοξίνη και προσβάλει τόσο τις οργανικές όσο και τις ψυχικές λειτουργίες μας.

3. Η επιλογή μίας προτίμησης θα πρέπει να γίνεται πάντα με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συναισθηματική αποστασιοποίηση. Βεβαίως, το συναίσθημα είναι σημαντικό και μας διακρίνει ως ανθρώπους, αλλά ιδιαίτερα σε θέματα σημαντικών αποφάσεων καλό θα είναι να μην του επιτρέπουμε να μας παρασύρει σε λάθος δρόμους.

4. Κάθε επιλογή, όποια και αν είναι η βαρύτητά της, θα πρέπει να γίνεται βάσει ειλικρινούς επιθυμίας και όχι στηριζόμενη σε πιεστικές ανάγκες ή εξαρτητικές λειτουργίες. Γιατί οι λύσεις ανάγκης οδηγούν σε διαρκείς συμβιβασμούς και αυτοί με τη σειρά τους σε μειωμένη αυτοεκτίμηση. Και σίγουρα κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε ποτέ να οδηγήσει ένα άτομο σε εξέλιξη. Πράττουμε πάντα λοιπόν με περίσσια πίστη στον εαυτό μας και στις ικανότητές μας.

5. Η καθαρή πρόθεση παίζει τον σημαντικότερο ρόλο στη λήψη μίας απόφασης. Πριν επιλέξουμε κάτι, πρέπει να αναρωτηθούμε εσωτερικά: «Γιατί το θέλω εγώ αυτό; Ποιος ο λόγος που θα το επιλέξω;» Και αν η πρόθεση που κρύβεται στην απάντησή μας έχει θετική χροιά τότε και η επιλογή που θα κάνουμε θα μας οδηγήσει σε εξέλιξη και άνοιγμα σε έναν ή περισσότερους τομείς της ζωής μας. Τώρα αν η πρόθεσή μας βασίζεται σε λάθος κριτήρια θα φανεί εκ των υστέρων δημιουργώντας μας ποικίλα προβλήματα στους τομείς που θα αποδειχθούν ευάλωτοι.

Επομένως, καλό θα ήταν γενικά να μην υποβαθμίζουμε τη βαρύτητα καμίας επιλογής και να την επεξεργαζόμαστε εκτενώς, γιατί κρίνει και καθορίζει όχι μόνο εμάς, αλλά και το ίδιο μας το μέλλον. Είμαστε οι επιλογές μας, γι’ αυτό ας επιλέγουμε πάντα με σύνεση αποφεύγοντας έτσι τις δυσαρμονίες και εστιάζοντας μόνο στη θετική μας εξέλιξη!

Εξουσία και διαστροφή

Σκέφτομαι πολύ καιρό αυτό το θέμα, αλλά δεν καταπιανόμουν. Ο λόγος του δισταγμού έγκειται στο ότι οι δύο όροι «εξουσία» και «διαστροφή» επιδέχονται στη βιβλιογραφία πολλαπλές ερμηνείες, οπότε και δυσκολεύει το εγχείρημα. Εντούτοις, θα προσπαθήσω σήμερα να ξεδιπλώσω τις σκέψεις μου.

Το θάρρος το βρήκα από το άρθρο που διάβασα σχετικά με το βιβλίο του Γιούργκεν Χάμπερμας που αποκαλεί την κατάσταση της απόλυτης εξουσίας των αγορών πάνω στα κράτη και τις ζωές των ανθρώπων «ανωμαλία».

Η μοναδική μορφή φυσικής εξουσίας που υπάρχει στη ζωή, είναι η γονεϊκή εξουσία. Όσο πιο μικρό είναι το παιδί τόσο πιο μεγάλη είναι. Έτσι, η εξουσία που ασκεί το περιβάλλον στο βρέφος είναι τεράστια, αφού το υποκείμενο δεν διαθέτει καμία αυτονομία να τραφεί μόνο του, να φροντίσει την υγιεινή του, να επικοινωνήσει τις ανάγκες του μέσω του λόγου. Σταδιακά, η γονεϊκή εξουσία συρρικνώνεται και ο γονιός με το παιδί του γίνονται ισότιμοι με την εξατομίκευση και ενηλικίωση του τελευταίου.

Οι υπόλοιπες μορφές εξουσίας δεν είναι φυσικές. Σε άλλες μορφές κοινωνιών, ιδιαίτερα στις μητριαρχικές, οι αποφάσεις λαμβάνονται με τη συμμετοχή όλων των μελών της κοινότητας. Μάλιστα, σε κάποιες περιπτώσεις είναι απαραίτητη η ομοφωνία των μελών για τη λήψη μιας απόφασης κι όχι η πλειοψηφία-όπως στις κοινωνίες των Ινδιάνων Χόπι.

Η εξουσία είναι μία θέση που χαρακτηρίζεται από την ισχύ και την ευθύνη για τη λειτουργία της κοινότητας-ομάδας-κράτους-οργανισμού.

Πρέπει να μην συγχέουμε την έννοια της εξουσίας με την έννοια της ηγεσίας. Στην δεύτερη περίπτωση, ο ηγέτης αναδεικνύεται με φυσικό τρόπο σε κάθε μορφή κοινωνικής οργάνωσης. Το άτομο που αναδεικνύεται ηγέτης είναι αυτός που διαθέτει όραμα και κάποιες ιδιαίτερες ικανότητες που αναγνωρίζονται από τα μέλη. Ο ηγέτης δεν έχει απαραίτητα εξουσία, καθώς η εξουσία προκύπτει κυρίως από τη θεσμοποίηση μίας θέσης ισχύος, ελέγχου και ευθύνης.

Η σχέση που έχουμε με κάθε μορφή εξουσίας (εργοδότη, κράτος κλπ) αντανακλά την πρωταρχική προσωπική εμπειρία που είχαμε με τη γονεϊκή εξουσία και ιδιαίτερα τον πατέρα. Έτσι, αν ο πατέρας ήταν για παράδειγμα αδιάφορος , τότε η εμπειρία προς την κάθε μορφή εξουσίας μετέπειτα θα φιλτράρεται μέσα από αυτό το βίωμα. Το κράτος ή ο εργοδότης ή ο θεραπευτής (στον οποίο επίσης προβάλλονται συχνά εξουσιαστικά χαρακτηριστικά) στο συγκεκριμένο παράδειγμα, θα φαίνονται αδιάφοροι προς τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει το άτομο.

Η εξουσία ωστόσο σε σχέση με τον πληθυσμό πάνω στον οποίο ασκείται χαρακτηρίζεται από μία ανισορροπία ισχύος. Η έννοια της εξουσίας-και σ'αυτό συμφωνούν όλοι οι ορισμοί- δεν μπορεί να νοηθεί έξω από μία σχέση. Έτσι, κάποιος εξουσιάζει κάποιον άλλο.

Τα προσωπεία της εξουσίας είναι πολλά (όπως άλλωστε και τα προσωπεία της γονεϊκής εξουσίας) και αλλάζουν ανάλογα με τις περιόδους και τους πολιτισμούς. Μπορεί να είναι περισσότερο ανεκτικά και δημοκρατικά, ή απολυταρχικά και τυραννικά.

'Οποιο κι αν είναι το προσωπείο της εξουσίας, η πηγή της είναι η ισχύς. Για να υπάρχει όμως απαραίτητο είναι να υπακούσουν τα υποκείμενα.

Παρόλο που η εξάρτηση του παιδιού από το γονιό δεν είναι πολιτική υποτέλεια, η διαμόρφωση αυτής της σχέσης με την εξάρτηση καθιστά το παιδί επιρρεπές στην υποτέλεια και την εκμετάλλευση. Έχοντας αυτή την εμπειρία της παιδικής ηλικίας έχουμε εσωτερικεύσει τη σχέση με την εξουσία και άρα είμαστε περισσότερο ευάλωτοι μαζικά πια σε αυτήν.

Για τον G.Mendel (1973) τρία είναι τα χαρακτηριστικά της σχέσης εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου: η ανισότητα, η υποταγή και το μυστήριο-απόσταση (που απαιτείται για να συμβάλλει στην προβολή ασυνείδητων επιθυμιών στο πρόσωπο του εξουσιαστή).

Ας δούμε όμως τα πράγματα και από την άλλη σκοπιά.

Τι είναι αυτό το οποίο κάνει κάποια υποκείμενα να διψούν για εξουσία; Σε τι άραγε χρειάζεται τόση ισχύς η οποία να ξεπερνά τις απαιτήσεις της ζωής του οργανισμού και της προστασίας του παιδιού του; Ποιος είναι ο χαρακτήρας του ανθρώπου που επιθυμεί να ασκεί έλεγχο στις ζωές και των άλλων;

Κι εδώ θα μου επιτρέψετε να συσχετίσω αυτή την επιθυμία με τη διαστροφή. Η διαστροφή, όπως και η εξουσία δεν μπορεί να οριστεί πέρα από τα πλαίσια της σχέσης. Στην πραγματικότητα όμως η διαστροφή είναι μία μορφή παθολογίας της σχέσης. Μία αντί-σχέση που χαρακτηρίζεται από αντικοινωνικότητα

Συνηθίζουμε να χρησιμοποιούμε την έννοια της διαστροφής αναφερόμενοι στη σεξουαλικότητα. Στην περίπτωση αυτή, η διαστροφή ορίζεται ως μία απόκλιση που έχει να κάνει είτε με το αντικείμενο της επιθυμίας (π.χ. παιδιά στην παιδοφιλία), είτε με τον στόχο (π.χ. τη θέαση στην οφθαλμολαγνία), είτε με την ερωτογενή ζώνη (το παράδειγμα του φετιχισμού)είτε με την αναγκαιότητα ύπαρξης συγκεκριμένων ιδιαίτερων συνθηκών προκειμένου να υπάρξει η ερωτική ικανοποίηση.

Εντούτοις, τελευταία βρίσκουμε και ορισμούς της διαστροφής που δεν αφορούν πια αποκλειστικά την σεξουαλική παρεκλίνουσα συμπεριφορά.

Ο Φρόυντ αναφέρει ότι η διαστροφή εμφανίζεται όταν υπάρχει ένα μπλοκάρισμα στην εξέλιξη του παιδιού εξαιτίας του φόβου του ευνουχισμού. Μην μπορώντας να αποχαιρετήσει το παιδί την κατάσταση του ερμαφροδιτισμού-της νιρβάνας ή της παραδεισένιας κατάστασης της απόλυτης αυτάρκειας-προκειμένου να κατακτήσει τη φυλετική του ταυτότητα κατασκευάζει φαντασιακά σενάρια στα οποία έχει τον απόλυτο έλεγχο.

Η σημασία του σταδίου του ευνουχισμού έχει γίνει κατανοητή από όλες τις θρησκείες. Έτσι, για παράδειγμα η περιτομή, το κόψιμο των μαλλιών κατά την ορθόδοξη βάφτιση, ή άλλες τελετές μύησης υπάρχουν για να διαχειριστούν ακριβώς αυτή την ιδέα ότι το υποκείμενο δεν είναι ικανό να διαπράξει το κάθετί εξαιτίας του φαλλού (σύμβολο ισχύος). Όλα αυτά φυσικά πρέπει να τα καταλάβουμε μέσα από τους συμβολισμούς τους κι όχι μέσα από την κυριολεξία τους.

Στην περίπτωση της διαστροφής, το υποκείμενο συνεχίζει να αναζητά τον άλλο, όμως ο άλλος αποπροσωποποιείται και εργαλειοποιείται. Γίνεται μόνο ένας ρόλος που βοηθά στην αναπαράσταση της φαντασίωσης που έχει αντικαταστήσει την πραγματικότητα κι όπου το υποκείμενο αισθάνεται ότι έχει τον πλήρη έλεγχο.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, μία πληθώρα μέσων δια-στρέφονται, αλλάζουν δηλαδή κατεύθυνση. Έτσι, βλέπουμε ανθρώπους που κυνηγούν το χρήμα-που από ανταλλακτικό μέσο φαντασιώνεται ως μέσο που φέρει ισχύ και έλεγχο. Σε καιρό πολέμου οι γυναίκες του εχθρού βιάζονται για να φανεί η κυριαρχία του νικητή, ενώ ο βασιλιάς δικαιούται συνήθως να έχει χαρέμι..

Η εξουσία διαστρέφει τα υποκείμενα. Τα αλλοτριώνει και τα μεθάει. Είναι σαν Διονυσιακή μέθη που αλλοιώνει τη συνείδηση και τον ορθό λόγο. Όχι πάντα βέβαια κι αυτό έχει να κάνει με την ωριμότητα του υποκειμένου που έχει βρεθεί σε θέση εξουσίας-που δυστυχώς είναι σπάνια. Ας θυμηθούμε το παράδειγμα του Μαντέλα-που αποσύρθηκε από την εξουσία λόγω γηρατιών εκκούσια, σε αντιπαράθεση με παραδείγματα άλλων γερόντων που δεν αφήνουν τον «θρόνο» παρά μόνο όταν έρχεται ο θάνατος.

Από την άλλη, βλέπουμε συχνά να υπάρχει μία σύνδεση μεταξύ της εξουσίας και των σεξουαλικών αποκλίσεων. Έτσι τα διάφορα σεξουαλικά σκάνδαλα που ξεσπούν και αφορούν πρόσωπα εξουσίας (από την παιδοφιλία των θρησκευτικών αρχηγών του Βατικανού, ως τις περιπέτειες του Στρος-Καν, του Μπερλουσκόνι κ.ά) μπορεί να προκαλούν αίσθηση, αλλά σίγουρα δεν πρέπει να μας εκπλήσσουν αφού η ρίζα τους είναι κοινή με τη δίψα για την εξουσία.

Είναι ευτυχισμένοι αυτοί οι άνθρωποι; Φυσικά και δεν είναι. Και το βλέπουμε από την κατάχρηση ουσιών, τις κακές σχέσεις με τους δικούς τους ανθρώπους, τον αυτοεξευτελισμό. Πρόκειται για ναρκισσιστικά διαταραγμένες προσωπικότητες που χρήζουν θεραπείας, αλλά ποτέ δεν θα προσέλθουν σε κάποιο γραφείο Ψ. Επειδή κατέχουν υψηλά αξιώματα ο πληθυσμός τείνει να εξιδανικεύει γιατί και όμορφα ρούχα φορούν και χρήματα έχουν και διαθέτουν την (τόσο παρεξηγημένη) ταμπέλα της επιτυχίας.

Η δίψα για εξουσία υπόκειται στη φροϋδική αρχή του θανάτου. Και υπό αυτή την έννοια η έννοια της διαστροφής είναι συνδεδεμένη με την εξουσία. Το υποκείμενο που διψά για κυριαρχία ξεκινά από τη σαγήνη, προχωρά με την επιρροή και καταλήγει στην κυριαρχία. Ο εξουσιαζόμενος λειτουργεί σαν υπνωτισμένος. Ο πόνος του τελευταίου δεν μπορεί να απουσιάζει σε ένα τέτοιο παιχνίδι εξουσίας. Σε αυτό συνηγορούν οι εργασίες του Goffman που μας έδειξαν ότι δεν μπορεί να υπάρχει συναίνεση στον κυρίαρχο λόγο χωρίς κάποια μορφή καταπίεσης και βίας.

Πριν από 12, ήδη, χρόνια η Εταιρεία Κλινικής Κοινωνικής Ψυχολογίας είχε πραγματοποιήσει ένα καταπληκτικό συνέδριο στις Σπέτσες με θέμα: «Εξουσία, βία, πόνος». Τα πρακτικά του συνεδρίου έχουν κυκλοφορήσει σε δύο τόμους από τις εκδ. Καστανιώτη και όποιος ενδιαφέρεται περισσότερο για το θέμα μπορεί να δει ξεκάθαρα σε αυτά τα κείμενα πόσο άρρηκτα συνδεδεμένος είναι ο πόνος με τη βία της εξουσίας.

Βία που εκδηλώνεται άλλοτε απροκάλυπτα με σωματική τιμωρία και προσπάθεια εκμηδενισμού των υποκειμένων κι άλλοτε καλυμμένα μέσα από ψυχολογική βία (π.χ. εκβιασμοί κ.ά.).

Το σίγουρο πάντως είναι ότι έχει τόσο πολύ νομιμοποιηθεί η εξουσία που έχει φυσικοποιηθεί, θεωρείται δηλαδή μία φυσική κατάσταση κι ως τέτοια δεν επιδέχεται γνωστικής επεξεργασίας.

Η νομιμοποίησή της έχει να κάνει τόσο με την πρωταρχική εμπειρία με τη γονεϊκή εξουσία που αναφέραμε, όσο και με την ιδεολογία και το συλλογικό φαντασιακό-που προβάλλεται πάνω στις μορφές εξουσίας και απαρτίζεται από ελπίδες για βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης ή ακόμη και για διάσωση σε περιόδους κρίσεων.

Κλείνοντας θα ήθελα να θυμηθούμε τα λόγια του Πασκάλ: «Αφού δεν κάναμε ισχυρή τη δικαιοσύνη κάναμε δίκαιο ό,τι είναι ισχυρό»...κι ο συνειρμός μου αναπόφευκτα με οδηγεί σε εκείνο το «ό,τι νόμιμο και ηθικό» που είχαμε ακούσει πριν λίγα χρόνια.

Ο νόμος, όμως, όπως μας λέει ο Θ. Λίποβατς διαφοροποιείται από την εξουσία. Διαφοροποιείται γιατί προκύπτει από το λόγο κι όχι από το φαντασιακό.

Τώρα βέβαια τίθεται το ερώτημα ποιος νομοθετεί; Αλλά κι αυτό έγκειται στην εκάστοτε ιστορικοκοινωνική στιγμή, ενώ οι όποιες απαντήσεις ξεπερνούν τα όρια της ταυτότητας του ψυχολόγου.

Η ανάβαση στην αποδοχή

Οι άνθρωποι διακατεχόμαστε από μία επιμονή, να πολεμούμε, για να αλλάξουμε τις καταστάσεις ή τους ανθρώπους.

Η επιμονή, αυτή, έχει επαινεθεί σαν τις προσπάθειες που κάνει ένα παιδί να κατακτήσει κάτι έξω από τη σφαίρα των δυνατοτήτων του· με την αστοχία του να αξιώνεται απ’ την προσπάθειά του.

Είναι, όμως, η επιμονή η απαραίτητη αρετή για να κατακτήσουμε αυτό που λαχταρούμε, ή μας καθιστά ηττημένους από την έννοια της κατάκτησης, που τόσο αυτόματα αναπαράγεται και επανεκκινείται κάθε φορά που δεν τα καταφέρνουμε;

Λαχταρούμε, δηλαδή, την επιτυχία, ή τη διαιώνιση της ήττας αυτής καθώς μας υπόσχεται τη μονιμότητα εκείνου που λαχταρούμε;

Σκεφτείτε πως το να περιμένουμε να αλλάξει κάτι μας δίνει μία σιωπηρή υπόσχεση ότι θα παραμένει στη ζωή μας μέχρις ότου αυτό συμβεί...

Έτσι, όμως, καταλήγουμε να επιζητούμε την κατάσταση περισσότερο από το ποθητό αποτέλεσμα...

Σε αυτή την περίπτωση γινόμαστε μέρη ενός φαύλου κύκλου, ο οποίος, σκοπό έχει, να διαιωνίζει την ύπαρξη του στο βωμό ενός αποτελέσματος που δεν θα έρθει ποτέ.

Ο λόγος που αυτό συμβαίνει, δεν είναι άλλος από την άρνησή μας να δούμε την κατάσταση ως είναι, να δεχτούμε αυτό που συμβαίνει. Να αποτάξουμε εκείνους τους υπαινισσόμενους επαίνους που, οι φωνές μέσα μας δίνουν – τόσο δυνατά που σιωπούν τη δική μας φωνή – για το πείσμα μας και να αποπαγιδεύσουμε, με την κατανόησή μας, όση συναισθηματική ενέργεια βρίσκεται εγκλωβισμένη στα ψυχικά δόκανα του εαυτού.

Να αποδεχτούμε, με λίγα λόγια, ότι δεν περνάει από το χέρι μας να την αλλάξουμε και δεν ευθυνόμαστε που – ως δια μαγείας – δεν βρίσκουμε τον τρόπο να το κάνουμε. Δεν μπορούμε να της δώσουμε το τέλος που θέλουμε, μπορούμε, όμως, να δώσουμε, σε εμάς, το τέλος που αξίζουμε με το να την υπερβούμε. Τι είναι, όμως, η αποδοχή μιας κατάστασης;

Η αποδοχή μιας κατάστασης δεν είναι τίποτε άλλο από την ανάβαση του ανθρώπου στην αλήθεια της. Η διαδρομή του από την προσδοκία στην πραγματικότητα την ώρα που αποδύεται της απόπειράς του να την αλλάξει.

Μοιάζει πολύ, θα μπορούσα να πω, με τη διαδρομή ενός ανθρώπου προς τη δροσερή θάλασσα, σκορπώντας τα ρούχα που τον βαραίνουν στην άμμο αναγνωρίζοντας ότι το νερό, αν και κρύο, δεν μπορεί να τον βλάψει, πλέον, καθώς δεν έχει καμία άλλη πρόθεση από το να το βιώσει ως είναι.

Σε καμία περίπτωση δεν είναι παράδοση... Στην παράδοση δεν μπορείς να κάνεις τίποτε άλλο από το να δεχτείς τη μοίρα σου.

Στην αποδοχή, όμως, μπορείς να κάνεις τα πάντα από τη στιγμή που θα το κάνεις· από τη στιγμή που θα δεχτείς τα πράγματα ως έχουν.

Μέσα σε αυτή τη διαδικασία, τη διαδικασία του εαυτού που ξεκαθαρίσει το τοπίο, που διώχνει την ομίχλη που το καλύπτει και “στρογγυλεύει” τις γωνίες, συμβαίνει κάτι εξίσου μεγαλειώδες. Σιγά – σιγά βλέπει τα πραγματικά χρώματα που το συνθέτουν και αντιλαμβάνεται ότι οι άνθρωποι, που το απαρτίζουν, μοιάζουν να μην ταιριάζουν σε αυτό...

Μοιάζουν να μην ταιριάζουν γιατί, αυτοί οι άνθρωποι, είναι καταχωρημένοι ως κάτι περισσότερο από άνθρωποι μέσα μας. Είναι εξιδανικευμένες φιγούρες, ντυμένες με τις αρετές που είχαμε ανάγκη να έχουν, όταν τις πρωτογνωρίσαμε, σε μία θέση ψηλότερη από τη δική μας, εξυπηρετώντας την ανάγκη μας να μας κρίνουν ώστε να ανέλθουμε κι εμείς στο κύρος τους.

Εξυπηρετώντας την ανάγκη μας να παραμείνουν στη ζωή μας σαν φανοί που φέγγουν όπως φέγγουν οι φάροι και γλιτώνουν τα καράβια από τα βράχια... Η αλήθεια πίσω από αυτό, όμως, είναι πως οι φάροι, με τον ίδιο τρόπο που κρατούν τα καράβια μακριά από τα κοφτερά βράχια, έτσι τα κρατούν και μακριά από τους ίδιους.

Δεν τα αφήνουν να πλησιάσουν στην ακτή, και να γνωριστούν μαζί της, ενώ καταλήγουν εξαρτώμενα από το φως τους για να βρουν το δρόμο προς το συναισθηματικό εκείνο παρελθόν που τα κατέστησε ταξιδευτές.

Με λίγα λόγια καθιστά τις σχέσεις μας πολύ μακρινά από ειλικρινείς, πολύ μακρινά από πραγματικές αφού δημιουργεί απόσταση από τα στοιχεία που τη συνθέτουν.

Ο αδικημένος της υπόθεσης, φυσικά, είναι ο διαπραγματευτικός χώρος που μοιράζονται οι άνθρωποι, οι οποίοι κατέχονται συναισθηματικά, η λεγόμενη μεταξύ τους σχέση...

Για να δοθεί λύση σε αυτό τον ταλανισμό χρειάζεται, κανείς, να κοιτάξει μέσα του· στο εσωτερικό του ευρετήριο και να αλλάξει τις καταχωρήσεις του, επιτρέποντας στα συναισθήματα που συνοδεύουν τα πρόσωπα, εκεί, να αποπαγιδευτούν.

Να αποδεχτεί τους άλλους ως ολότητες, δηλαδή, καθώς οι ανάγκες του έχουν αλλάξει από την πρώτη μέρα που τους καταχώρησε μέσα του.

Αποδοχή, λοιπόν, είναι το απαραίτητο τέντωμα του κορμιού που χρειάζεται, κανείς, να κάνει, στα ράφια του εσωτερικού του κόσμου, για να κατεβάσει τους ανθρώπους από εικονίσματα.

Είναι η αφαίρεση της χρυσής ή ασημένιας επίστρωσης που τους καθιστά ιερούς, η συγκέντρωση στους ίδιους και όχι στην παντοδυναμία που τους απέδωσε η εξιδανίκευσή τους.

Τότε και μόνο τότε θα μπορέσει κάποιος να τους απευθυνθεί ως ίσος και τα λόγια του να μεταφέρουν τη συναισθηματική του ενέργεια η οποία θα ντύσει τη σχέση τους με το ιμάτιο της αλήθειας.

Το ύφασμα μπορεί να είναι “τραχύ” μα όποιος φοβάται ας θυμάται το εξής... Είναι οι τραχιές επιφάνειες που γδέρνουν απαλά το δέρμα και επιβεβαιώνουν πως η επαφή... έχει συμβεί στα αλήθεια...

Rilke: Για κείνον που γίνεται μοναχικός, αλλάζουν όλες οι αποστάσεις και όλα τα μεγέθη

Μιλώντας για μοναξιά γίνεται όλο και πιο σαφές ότι δεν πρόκειται για κάτι που μπορούμε να επιλέξουμε ή να απορρίψουμε.

Είμαστε μόνοι.

Μπορούμε να ξεγελούμε τον εαυτό μας ως προς αυτό, να κάνουμε σαν να μην είναι έτσι. Αλλά αυτό είναι όλο.

Είναι προτιμότερο ωστόσο να κατανοήσουμε ότι είμαστε μόνοι και να ξεκινούμε από κει.

Ίσως βέβαια και να πάθουμε ίλιγγο, γιατί έτσι χάνονται όλα τα σημεία πάνω στα οποία ήταν συνηθισμένο να ακουμπά το βλέμμα μας, παύουν να υπάρχουν τα κοντινά πράγματα κι όλα τα μακρινά βρίσκονται απείρως μακριά.

Αίσθημα παρόμοιο μ' εκείνο που θα δοκίμαζε κάποιος ο οποίος, χωρίς να έχει προηγουμένως προετοιμαστεί ή να έχει περάσει από ένα μεταβατικό στάδιο, θα βρισκόταν ξαφνικά από το δωμάτιό του στην κορυφή ενός υψηλού βουνού.

Η τρομακτική ανασφάλεια, η εγκατάλειψη στο άγνωστο θα τον εκμηδένιζε σχεδόν.

Θα φανταζόταν πως έπεφτε ή πως εκτοξευόταν στο διάστημα ή πως γινόταν χίλια κομμάτια.

Το μυαλό του θα έπρεπε να εφεύρει ένα τεράστιο ψέμα για να μπορέσει να ξαναβρεί ή να ξεκαθαρίσει τα συναισθήματά του.

Έτσι και για κείνον που γίνεται μοναχικός, αλλάζουν όλες οι αποστάσεις και όλα τα μεγέθη.

Πολλές απ' αυτές τις αλλαγές εμφανίζονται ξαφνικά και, όμοια με τον άνθρωπο που απ' τη μια στιγμή στην άλλη βρίσκεται στην κορυφή του βουνού, γεννιούνται μέσα του πρωτόγνωρες φαντασιώσεις και παράξενες αισθήσεις που μοιάζει να αναπτύσσονται πέρα από τα μέτρα που μπορεί να αντέξει.

Rainer Maria Rilke, Τα όρια της αγάπης και του πόνου

Καμί: Έχουμε χάσει το φως, τα πρωινά και την αθωότητα εκείνου που συγχωρεί μόνος του τον εαυτό του

Πρόκειται για τον συγκλονιστικό μονόλογο του Γάλλου δικηγόρου Ζαν-Μπατίστ Κλαμάνς, ευχαριστημένου του ίδιου από τον εαυτό του, από τη ζωή και την επιφανειακή ηθική του θωράκιση απέναντι στην ανελέητη ρουτίνα της καθημερινότητας, που συνθλίβει ψυχές και κορμιά άλλων...

Όχι εκείνου, διότι εκείνος έχει αναπτύξει μια θεατρινίστικη προσαρμοστικότητα, που ξεπερνώντας τα όρια του ηθικοφανούς και παθητικού χαμαιλεοντισμού, τον οποίο εκπαιδεύεται ο τυπικός σύγχρονος μέσος δυτικός, καταφεύγει, για να επιβιώσει στο να τρέφει την (μικρο)αστική ματαιοδοξία του με τις συμφορές των άλλων....αυτά ώσπου μια νύχτα, ο τέλειος αυτός τύπος, το πρότυπο έξυπνου, δραστήριου, κυρίως μη ανέντιμου λευκού και χορτασμένου, αφήνει μια γυναίκα να πέσει στα νερά του ποταμού, χωρίς να κάνει τίποτα, αυτός ο μέχρι πρότινος τόσο σπλαχνικός!

Γιατί, πώς, τί του συνέβη; Τί ψυχή είχε χτίσει όλα αυτά τα χρόνια της μεγαλοστομίας του ο κίβδηλος φιλάνθρωπος; Από πού ξεπήδησαν και ποιά εμπόδια στην κρίσιμη στιγμή και δείλιασε; Δείλιασε;

«Ξέρετε τι είναι η γοητεία; Ένας τρόπος να ακούς να σου απαντούν ναι, χωρίς να ‘χεις κάνει καμιά συγκεκριμένη ερώτηση»

«Μόνο που, να, η επιβεβαίωση δεν είναι ποτέ οριστική, πρέπει να την κάνεις πάλι από την αρχή με κάθε πλάσμα. Κάνοντάς την πάλι από την αρχή, σου γίνεται συνήθεια. Σύντομα σου ‘ρχονται τα λόγια χωρίς να τα σκεφτείς, κι ακολουθεί η κίνηση αντανακλαστικά: μια μέρα βρίσκεσαι να παίρνεις, δίχως να ποθείς πραγματικά. Πίστεψε με, για μερικά τουλάχιστον πλάσματα, το πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο είναι να μην παίρνεις ό,τι δεν ποθείς»

«Να λοιπόν τι δε μπορεί ν’ ανεχτεί κανείς (εκτός από αυτούς που δεν ζουν, θέλω να πω: τους εγκρατείς). Η μόνη άμυνα βρίσκεται στην κακεντρέχεια. Οι άνθρωποι λοιπόν σπεύδουν να κρίνουν για να μην κριθούν οι ίδιοι. Τι τα θέλετε; Η πλέον φυσική ιδέα στον άνθρωπο, αυτή που του έρχεται αυθόρμητα, σαν από τα βάθη της φύσης του, είναι η ιδέα της αθωότητάς του….

Το ουσιώδες είναι να μείνουν αθώοι, να μην μπορούν να τεθούν υπό αμφισβήτησιν οι έμφυτες αρετές τους, και τα σφάλματά τους, αποκυήματα μιας παροδικής δυστυχίας, να είναι πάντοτε προσωρινά. Σας το ‘πα, το ζήτημα είναι να γλιτώσεις απ' την κρίση. Επειδή είναι δύσκολο να της γλιτώσεις και απαιτεί μεγάλη επιδεξιότητα να καταφέρεις να θαυμάζουν και να συγχωρούν ταυτόχρονα τη φύση σου, επιδιώκουν όλοι να’ ναι πλούσιοι.

Γιατί; Αναρωτιέστε; Για τη δύναμη, φυσικά. Κυρίως όμως γιατί ο πλούτος απαλλάσσει από την άμεση κρίση, σε τραβάει από το πλήθος του μετρό για να σε κλείσει σ ένα νικέλινο αμάξι, σε απομονώνει σε απέραντα φυλαγμένα πάρκα, σε βαγκόνλι, σε καμπίνες πολυτελείας. Ο πλούτος, αγαπητέ μου φίλε, δεν είναι ακόμα η αθώωση, αλλά η αναστολή που ‘ναι πάντα καλό να παίρνεις…»

«Καμιά φορά τα χάνεις, αμφιβάλλεις για το ολοφάνερο, ακόμα κι όταν έχεις ανακαλύψει το μυστικό μιας καλής ζωής. Η λύση μου, φυσικά, δεν είναι η ιδανική. Όταν όμως δεν αγαπάς τη ζωή σου, όταν ξέρεις πως πρέπει να αλλάξεις ζωή, δεν έχεις περιθώρια επιλογής, δεν είναι; Τι να κάνεις για να ‘σαι ένας άλλος; Αδύνατο. Θα ‘πρεπε να μην είσαι πια κανένας, να ξεχάσεις τον εαυτό σου για κάποιον, έστω και για μια φορά. Πώς όμως; Μη με παραφορτώνετε. Είμαι σαν εκείνον το γερό-ζητιάνο που δεν ήθελε ν αφήσει το χέρι μου, μια μέρα έξω σ ένα καφενείο:

«Αχ κύριε» έλεγε, «δεν είναι που ‘σαι κακός, είναι που χάνεις το φως σου».

Ναι, έχουμε χάσει το φως, τα πρωινά, την άγια αθωότητα εκείνου που συγχωρεί μόνος του τον εαυτό του.»

Αλμπέρ Καμί, Πτώση

Ρίσκο: το Κλειδί για την Αλλαγή

Αν πλήττεις, αν φοβάσαι, αν δεν σ’ αρέσει το σκηνικό σου, άνοιξε την πόρτα και φύγε!

Ποιος είπε, ότι πρέπει να μείνεις εδώ; Όσο η καρδιά και το μυαλό σου δουλεύουν και το ηθικό είναι ακμαίο, μπορείς να μπεις σε όποιο σκηνικό θελήσεις.

Μπορείς να φτιάξεις το δικό σου. Να δημιουργήσεις ένα νέο. Από αύριο κιόλας τα πράγματα θα είναι διαφορετικά. Κάνε τα διαφορετικά γιατί μόνο η πράξη αλλάζει.

Οι κουβέντες είναι καλές μόνο στην αρχή. Η συνειδητοποίηση είναι μόνο η μισή λύση. Τα υπόλοιπα είναι πράξη...

Διάλεξε το δρόμο της ζωής.

Διάλεξε το δρόμο της αγάπης.

Διάλεξε τον δρόμο του ενδιαφέροντος.

Διάλεξε το δρόμο της ελπίδας.

Διάλεξε το δρόμο της πίστης στο αύριο.

Διάλεξε το δρόμο της εμπιστοσύνης.

Διάλεξε το δρόμο της καλοσύνης.

Από εσένα εξαρτάται. Εσύ θα διαλέξεις.

Μπορείς να διαλέξεις την απελπισία, την δυστυχία. Μπορείς να κάνεις τη ζωή δύσκολη για τους άλλους. Μπορείς να διαλέξεις την θρησκοληψία. Γιατί όμως; Δεν έχει νόημα. Είναι και πάλι αυτομαστίγωμα.

Σε προειδοποιώ όμως ότι, αν αποφασίσεις να πάρεις την πλήρη ευθύνη για τη ζωή σου, δεν πρόκειται να είναι εύκολο πράγμα και θα πρέπει να μάθεις ξανά να ρισκάρεις.

Το ρίσκο – αυτό είναι το κλειδί για την αλλαγή.

«Όταν γελάς, διακινδυνεύεις να περάσεις για ηλίθιος»

Και λοιπόν; Και λοιπόν; Συχνά λέω πως ο κόσμος σε βλέπει σαν ένα είδος τρελού. Είναι πραγματικά τρελό! Εγώ όμως το γλεντάω αφάνταστα, ενώ χιλιάδες γνωστικοί πεθαίνουν από ανία.

«Όταν κλαις, κινδυνεύεις να περάσεις για συναισθηματικός»

Δε φοβάμαι να κλάψω. Κλαίω συχνά. Κλαίω από απελπισία. Κλαίω όταν βλέπω ευτυχισμένους ανθρώπους. Κλαίω όταν βλέπω ανθρώπους να αγαπιούνται. Δε με νοιάζει μήπως φανώ συναισθηματικός. Δεν πειράζει. Μ’ αρέσει. Μου καθαρίζει τα μάτια.

«Όταν ανοίγεσαι στους άλλους, κινδυνεύεις να μπλεχτείς»

Και τι πιο σημαντικό υπάρχει στην ζωή; Δεν έχω καμιά διάθεση να ζήσω μόνος μου σ’ ένα νησί. Το γεγονός ότι βρισκόμαστε μαζί εσείς και εγώ, σημαίνει πως έτσι είμαστε φτιαγμένοι. Ας βρούμε τρόπους να κάνουμε την κατάσταση αυτή μια ευκαιρία χαράς.

«Όταν δείχνεις τα συναισθήματα σου, κινδυνεύεις να αποκαλύψεις την ανθρωπιά σου»

Εγώ χαίρομαι να αποκαλύπτω την ανθρωπιά μου. Μπορείς να αποκαλύψεις πολύ χειρότερα πράγματα από την ανθρωπιά σου.

«Όταν εκθέτεις τις ιδέες και τα όνειρά σου στο κόσμο, κινδυνεύεις να τα χάσεις»

Τι να γίνει. Δεν μπορείς να κερδίζεις τα πάντα. Κι ούτε είναι δυνατόν να σε αγαπούν όλοι. Πάντα θα υπάρχει κάποιος που θα πει «Είναι απατεώνας. Έλα, αρκετά ακούσαμε. Πάμε σπίτι ». Κι αυτό είναι πολύ καλό, ξέρετε, και σωστό. Δεν είναι δυνατόν να σε αγαπούν όλοι.

«Όταν αγαπάς, κινδυνεύεις να μην έχει ανταπόκριση η αγάπη σου»

Δεν είναι κακό αυτό. Αγαπάς για να αγαπάς, και όχι για να πάρεις ανταπόκριση – αυτό δεν είναι αγάπη.

«Όταν ελπίζεις, κινδυνεύεις να πονέσεις» και «’Όταν δοκιμάζεις, κινδυνεύεις να αποτύχεις»

Κι όμως πρέπει να ρισκάρεις, γιατί η μεγαλύτερη ατυχία στη ζωή είναι να μην ρισκάρεις τίποτε. Όποιος δεν ρισκάρει τίποτε δεν κάνει τίποτε, δεν έχει τίποτε και δεν είναι τίποτε. Μπορεί ν’ αποφεύγει τον πόνο και την λύπη, αλλά δεν μαθαίνει, δε νιώθει, δεν αλλάζει, δεν αναπτύσσεται, δεν ζει και δεν αγαπά.

Είναι δούλος αλυσοδεμένος με τις βεβαιότητες και τους εθισμούς του. Έχει ξεπουλήσει το μεγαλύτερο αγαθό του, την ατομική του ελευθερία. Μόνο ο άνθρωπος που ρισκάρει είναι ελεύθερος.

Το να κρατάς κρυμμένο τον εαυτό σου, να τον χάνεις με τις αυτομειωτικές σου ιδέες, είναι θάνατος. Μην αφήσεις να σου συμβεί αυτό.

Η μεγαλύτερή σου υποχρέωση είναι να γίνεις όλα όσα είσαι όχι μόνο για δικό σου όφελος, άλλα και για δικό μου...

Χαλίλ Γκιμπράν: Έτσι έγινα τρελός

Με ρώτησες πώς έγινα τρελός. Να πώς:

Μιαν αυγή, καιρό πολύ πριν γεννηθούνε άμετροι θεοί, ξύπνησα από ένα λήθαργο κι είδα πως μου είχαν κλέψει όλες τις μάσκες μου -τις εφτά μάσκες που είχα δημιουργήσει κι είχα φορέσει σ’ εφτά ζωές.
Έτρεξα τότε ακάλυπτος στους κοσμοπλημμυρισμένους δρόμους φωνάζοντας: “Κλέφτες, κλέφτες, καταραμένοι κλέφτες!”

Πολλοί άντρες και γυναίκες με περιγέλασαν, κι άλλοι έτρεξαν φοβισμένοι στα σπίτια τους.

Σαν έφτασα στην αγορά, ένας νέος πάνω από μια στέγη φώναξε:

“Είναι τρελός!”. Σήκωσα το κεφάλι για να τον δω. Τότε, για πρώτη φορά, ο ήλιος φίλησε το γυμνό πρόσωπό μου και η ψυχή μου γέμισε αγάπη για τον ήλιο, κι απ’ τη στιγμή εκείνη δεν ήθελα πια τις μάσκες μου.
Και εκστασιασμένος φώναξα: “Ευλογημένοι, ευλογημένοι εκείνοι που έκλεψαν τις μάσκες μου!”.

Έτσι έγινα τρελός.

Και μέσα στην τρέλα μου βρήκα και τα δυο: λευτεριά και σιγουριά.
Τη λευτεριά της μοναξιάς και τη σιγουριά πως δεν με καταλαβαίνουν.
Γιατί αυτοί που μας καταλαβαίνουν κάτι υποδουλώνουν μέσα μας.
Αλλά, ας μην είμαι και τόσο περήφανος για τη σιγουριά μου.
Κι ένας κλέφτης ακόμα, όταν είναι φυλακισμένος, είναι προφυλαγμένος από έναν άλλον κλέφτη.

Χαλίλ Γκιμπράν, Ο τρελός

Η ζωή τις περισσότερες φορές μας πιέζει περισσότερο από όσο περιμέναμε

Η ζωή είναι δύσκολη. Τις περισσότερες φορές μας πιέζει περισσότερο από όσο περιμέναμε. Συχνά μας αναγκάζει να γίνουμε κάτι που δεν είμαστε. Μερικές μέρες μας κάνει να νιώθουμε πως είναι πολύ δύσκολο να συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε και άλλες νομίζουμε πως απλώς πρέπει να τα παρατήσουμε.

Υπάρχουν στιγμές που δεν νιώθουμε αρκετά δυνατοί ώστε να αποφύγουμε την πίεση της κοινωνίας. Περνάμε πολλές δοκιμασίες. Σε κάποιες τα πάμε καλά και σε άλλες όχι.

Αλλά ανεξάρτητα από το πόσο δύσκολη γίνει η ζωή μερικοί άνθρωποι πάντα μένουν αληθινοί στον εαυτό τους. Με κάποιον τρόπο επιβιώνουν και γίνονται ακόμα δυνατότεροι. Δεν αφήνουν το βάρος να τους κατεβάσει. Έτσι διαμορφώνουν τον χαρακτήρα τους.

Αυτοί οι άνθρωποι έχουν μια αυθεντική ψυχή και καλλιεργούν τις ηθικές αξίες τους.
  • Δεν αναγκάζουν τους άλλους να τους συμπαθήσουν. Τέτοια άτομα δεν αναγκάζουν κανέναν να είναι φίλος τους ή να τους συμπαθεί. Έτσι δεν χρειάζονται κάποια εξωτερική επιβεβαίωση για να νιώθουν καλά με τον εαυτό τους. Είναι πάντα ανοιχτοί και ειλικρινείς. Δεν τους ενδιαφέρει ποιος τους συμπαθεί και ποιος όχι.
  • Τους αρέσει να βοηθούν όσο περισσότερο μπορούν. Νοιάζονται για τους άλλους. Γι αυτό τους αρέσει να προσφέρουν στην κοινωνία. Είτε με το να είναι εθελοντές είτε με το απλώς να χαμογελούν τις κακές μέρες, αφιερώνουν τον χρόνο τους για να κάνουν τους άλλους χαρούμενους.
  • Συμπεριφέρονται στους άλλους με σεβασμό. Στα μάτια τους κάθε άνθρωπος είναι το ίδιο σημαντικός. Σέβονται κάθε ανθρώπινο ον ανεξάρτητα από τις διαφορές του.
  • Κρατούν τον λόγο τους. Οι ψεύτικοι άνθρωποι συνεχώς υπόσχονται πράγματα για να πάρουν αυτό που θέλουν. Σε αντίθεση με αυτούς, οι άνθρωποι με αυθεντική ψυχή και αγνή καρδιά κρατούν πάντα τον λόγο τους. Όταν υπόσχονται κάτι, το κάνουν επειδή όντως θα το πραγματοποιήσουν.
  • Αναλαμβάνουν την ευθύνη των πράξεων τους. Όλοι κάνουμε λάθη, αλλά δεν αναλαμβάνει ο καθένας την ευθύνη που έχει γι αυτά. Αυτό το χαρακτηριστικό κάνει τους αυθεντικούς ανθρώπους να ξεχωρίζουν από το πλήθος. Δεν φοβούνται να αναλάβουν τις ευθύνες των πράξεων τους όταν είναι ξεκάθαρο πως έχουν κάνει λάθος. Η τακτική τους είναι να βρίσκουν λύση στα προβλήματα, όχι να τα αγνοούν.
  • Έχουν ηθικές αξίες και είναι ακέραιοι. Οι άνθρωποι με αυθεντική ψυχή ακολουθούν στην ζωή τους έναν κανόνα ηθικών αξιών. Μπορούν να κάνουν συμβιβασμούς αλλά ποτέ δεν θα ήταν ενάντια σε κάτι που πιστεύουν απλώς επειδή κανείς άλλος δεν ακολουθεί. Αυτό τους κάνει απίστευτα σπάνιους.
  • Λένε αυτό που εννοούν και εννοούν αυτό που λένε. Αυτοί οι άνθρωποι ποτέ δεν λένε κάτι απλώς για να κάνουν κάποιον να νιώσει καλύτερα ή για να τους συμπαθήσει. Σέβονται την άποψη τους και πάντα λένε αυτό που εννοούν ακόμα και αν κανείς δεν συμφωνεί μαζί τους. Γι αυτό άλλωστε πολλοί σέβονται αυτούς τους ίδιους και τις απόψεις τους.

Οι αντιξοότητες “χτυπούν” περισσότερο εκείνους που δεν τις περιμένουν

Για τους Ρωμαίους Στωικούς, η ζωή είναι γεμάτη αντιξοότητες, και ένα από τα βασικά καθήκοντα της φιλοσοφίας είναι να βοηθήσει τους ανθρώπους να αντιμετωπίσουν τα πάνω και τα κάτω της ζωής.

Κανείς δεν το ξέρει αυτό καλύτερα από τον Σενέκα, που η ζωή του απείχε πολύ από το ιδανικό της γαλήνης που υποστήριζε. Στη διάρκεια του ταραχώδους 1ου αιώνα μ.Χ., ο Σενέκας έπρεπε να αντιμετωπίσει τον θάνατο του γιου του, την εξορία του στην Κορσική για μια δεκαετία περίπου, τη διάσωσή του από την εξορία (αλλά μόνο με τον όρο να αναλάβει τον ρόλο του δασκάλου του νεαρού Νέρωνα), την καριέρα ως συμβούλου του Νέρωνα, την οποία δεν μπορούσε εύκολα να αφήσει, τον θάνατο ενός στενού φίλου και, πάνω απ’ όλα, τη δική του αναγκαστική αυτοκτονία. 

Όταν ο Σενέκας θεωρήθηκε ύποπτος συμμετοχής σε συνωμοσία εναντίον του αυτοκράτορα, ο Νέρωνας απαίτησε τον θάνατο του παλιού του δασκάλου. Η γυναίκα του Σενέκα επέμεινε να ακολουθήσει τη μοίρα του, κι έτσι και οι δύο έκοψαν τις φλέβες τους. Κανείς δεν πέθανε γρήγορα. Η γυναίκα του Παυλίνα επέζησε, ενώ στον Σενέκα έδωσαν τελικά κώνειο και τον αποτέλειωσαν με ένα ατμόλουτρο. Αυτό σίγουρα δεν ήταν μια ήσυχη «φιλοσοφική ζωή».

Κανείς σώφρων άνθρωπος δεν επιζητεί τις αντιξοότητες, ακόμα κι αν μπορούν να μας δώσουν κάποια χρήσιμα μαθήματα. Η ανάπτυξη των δεξιοτήτων, όμως, για να τις αντιμετωπίσουμε όταν προκύψουν –γιατί θα προκύψουν-, μπορεί μόνο να μας ωφελήσει.

Τα πράγματα είναι πιο δύσκολα, λέει ο Σενέκας σε μια επιστολή στη μητέρα του, για όσους δεν τις περιμένουν, αλλά οι αντιξοότητες αντιμετωπίζονται πολύ πιο εύκολα όταν είσαι προετοιμασμένος. Αυτή η ιδέα αναπτύσσεται και σε μια άλλη επιστολή, παρηγορητική αυτή τη φορά, προς τη Μαρκία, μια φίλη του που πάλευε με τη θλίψη. Είχε χάσει έναν από τους γιους της τρία χρόνια νωρίτερα, ωστόσο ο πόνος της δεν είχε υποχωρήσει. Η φυσική περίοδος του πένθους είχε τελειώσει και τώρα ο πόνος της είχε γίνει μια εξουθενωτική πνευματική κατάσταση. Είχε έρθει η ώρα να παρέμβει κάποιος.

Το πιο ενδιαφέρον σημείο της απάντησης του Σενέκα για αυτή την κατάσταση είναι αυτό που συχνά ονομάζουμε πρόβλεψη των μελλοντικών κακών. Είναι κάτι που είχε αναφερθεί νωρίτερα από προγενέστερους Στωικούς, όπως ο Χρύσιππος. Η ιδέα ότι κάποιος πρέπει να σκέφτεται τα άσχημα πράγματα που θα μπορούσαν να συμβούν, ώστε να είναι καλύτερα προετοιμασμένος γι’ αυτά αν τελικά συμβούν. Μέρος του προβλήματος της Μαρκίας, σύμφωνα με τον Σενέκα, είναι ότι δεν αναλογίστηκε ποτέ την πιθανότητα θανάτου του γιου της. Κι όμως, όλοι ξέρουμε ότι από τη στιγμή που γεννιέται κάποιος είναι προορισμένος να πεθάνει. Αυτό δεν είναι κάτι που θα μπορούσε να συμβεί, είναι κάτι που θα συμβεί απαραιτήτως.

Το πένθος χτυπά δυνατά τους ανθρώπους, λέει ο Σενέκας, γιατί δεν το περιμένουν από πριν. Βλέπουμε και ακούμε συνεχώς τον θάνατο και τις κακοτυχίες να χτυπούν τους άλλους, ειδικά στην εποχή της τόσο γρήγορης μετάδοσης των ειδήσεων, αλλά σπάνια αναλογιζόμαστε πώς θα αντιδρούσαμε εμείς σε ανάλογη περίσταση. Ο Σενέκας λέει στη Μαρκία -και σε εμάς μια σειρά από πράγματα που θα προτιμούσαμε να μην ακούσουμε: είμαστε όλοι ευάλωτοι. Οι αγαπημένοι μας θα πεθάνουν αναπόφευκτα, και αυτό θα μπορούσε να συμβεί ανά πάσα στιγμή. Όποια ευημερία και ασφάλεια κι αν απολαμβάνουμε μπορεί να χαθεί ανά πάσα στιγμή από δυνάμεις που δεν είναι υπό τον έλεγχό μας. Ακόμα κι όταν πιστεύουμε ότι τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα, πάντα είναι πιθανόν να γίνουν ακόμα χειρότερα. Πόσο προετοιμασμένοι είμαστε να αντιμετωπίσουμε τα πράγματα αν η τύχη στραφεί εναντίον μας; Θα αντιδράσουμε ήρεμα και αδιάφορα, όπως όταν ακούμε στις ειδήσεις να συμβαίνουν τέτοια πράγματα σε ξένους κάπου μακριά μας; Σε αυτές τις περιπτώσεις συνήθως βλέπουμε τον πόνο αυτό ως κομμάτι της ζωής, κάτι δυσάρεστο αλλά αναπόφευκτο. Είναι εύκολο να «φιλοσοφείς» όταν δεν συμβαίνει σ’ εσένα ή στους αγαπημένους σου, αλλά τι γίνεται όταν έρθει η δική σου σειρά;

Είναι απλώς παράλογο, λέει ο Σενέκας, να σκέφτεται κάποιος ότι «δεν περίμενα να συμβεί σ’ εμένα» κάποια κακοτυχία, ειδικά όταν ξέρει ότι θα μπορούσε να του συμβεί και έχει δει να συμβαίνει σε πολλούς άλλους. Γιατί όχι και σ’ εσάς; Στην περίπτωση του πένθους, ακόμα περισσότερο, δεδομένης της αναπόφευκτης φύσης του θανάτου κάθε ζωντανού πλάσματος στη γη. Θα συμβεί κάποια στιγμή, οπότε γιατί όχι τώρα; Είναι παράλογο να περιμένει κάποιος ότι η τύχη του θα κρατήσει για πάντα. Ο Σενέκας πιστεύει ότι, αν σκεφτόμαστε τις αντιξοότητες που μπορεί να συμβούν μαζί με όσες πρέπει να συμβούν κάποια στιγμή, θα βοηθήσουμε να μειωθεί το χτύπημα όταν τελικά προκύψουν. Θα μειωθεί το σοκ και θα είμαστε καλύτερα προετοιμασμένοι να τις αντιμετωπίσουμε.

Το να μάθεις να ζεις με τους άλλους απαιτεί χειρισμούς επιδέξιους και μελετημένους

Στην πραγματικότητα, αυτοί που φαίνεται ότι κατόρθωσαν να αποδεχτούν τη ζωή όπως είναι, προσδοκούν ελάχιστα πράγματα. Όπως γράφει η Αν Μόροου:

Όταν αγαπάς κάποιους δεν τους αγαπάς όλη την ώρα, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, από στιγμή σε στιγμή. Αυτό είναι αδύνατο. Κι ωστόσο είναι αυτό ακριβώς που οι περισσότεροι αξιώνουμε. Έχουμε ελάχιστη πίστη στο κύμα της ζωής, της αγάπης και των σχέσεών μας. Πηδάμε ορμητικά πάνω στο φουσκωμένο κύμα, αλλά αντιστεκόμαστε με τρόμο όταν υποχωρεί. Φοβόμαστε ότι δεν θα ξαναγυρίσει ποτέ.

Επιμένουμε στη σταθερότητα, στη διάρκεια και στη συνέχεια, τη στιγμή που η μόνη δυνατή συνέχεια, στη ζωή όπως και στην αγάπη, βρίσκεται στην ανάπτυξη, στη ρευστότητα – στην ελευθερία.

Δεν πρόκειται για εύκολη δουλειά. Το να μάθεις να ζεις με τους άλλους και να τους αγαπάς απαιτεί χειρισμούς τόσο επιδέξιους και μελετημένους, όπως οι κινήσεις του χειρούργου, όπως του αρχιμάστορα χτίστη και του αρχιμάγειρα μιας πλούσιας κουζίνας. Κανένας απ’ αυτούς δεν θα μπορούσε να διανοηθεί ότι έκανε σωστά τη δουλειά του αν προηγουμένως δεν είχε εφοδιαστεί με τις αναγκαίες γνώσεις. 

Κι όμως, οι περισσότεροι άνθρωποι, εύθραυστοι και ελάχιστα εξοπλισμένοι, τρέχουμε μπροστά από το άροτρο, δημιουργούμε φιλίες, παντρευόμαστε, κάνουμε οικογένειες, μεγαλώνουμε παιδιά με ελάχιστες ή και καθόλου χειροπιαστές γνώσεις στο ν’ αντιμετωπίσουμε το βαρύ φορτίο αυτών των καταστάσεων. Δεν είναι, λοιπόν, καθόλου περίεργο να βλέπουμε τις σχέσεις μας, που συνήθως αρχίζουν με χαρούμενη διάθεση και αθωότητα, να καταλήγουν πολύ συχνά στην απογοήτευση, την πικρία και την απελπισία. Η πρωταρχική μαγική αύρα φαίνεται να σβήνει σιγά σιγά μέσα στην καθημερινή διαδικασία της ύπαρξης.

Όταν φθάσεις στο διάσελο αλλάζουν αυτά που βλέπεις

Εκεί γύρω στο μέσο της ζωής σου, νιώθεις σαν να φθάνεις σε ένα μεγάλο διάσελο. Είναι κάτι σαν ένα βουνό, που μέχρι τότε το ανεβαίνεις. Δεν βλέπεις το τέλος, παρά μόνο τον ουρανό και την διαδρομή που πρέπει να διανύσεις, που είναι πάντα προς τα πάνω. Και ανεβαίνοντας μαθαίνεις και προσδοκάς. Σκοπός είναι να φθάσεις και μέχρι τότε είσαι αθάνατος.

Και κάποτε πλησιάζεις την κορυφή, το ίσιωμα. Το βουνό που ανεβαίνουμε οι περισσότεροι δεν είναι απότομο. Θυμίζει περισσότερο ένα λόφο, σαν μια καμπάνα, που το ψηλότερο σημείο είναι ένα ήπιο, κυρτό, διάσελο. Στο βάθος υπάρχουν και πανύψηλες κορυφές, για λίγους.

Ζούμε σε ένα κόσμο που οι λίγοι χτίζουν βωμούς στην μοναδικότητά τους. Πιστεύουν ότι έχουν δικαίωμα στην ευτυχία. Και άλλοι, πολλοί, αγωνίζονται για το δικαίωμα να θεωρούνται άνθρωποι και όχι σκύλοι.

Όταν φθάσεις στο διάσελο αλλάζουν αυτά που βλέπεις. Ο ουρανός είναι εκεί αλλά ψηλότερα δεν έχει άλλο. Τώρα ο δρόμος έχει μόνο κάτω, το τέλος το βλέπεις, είσαι θνητός. Το κατέβασμα είναι αλλιώτικο. Αυτά που νόμισες ότι έμαθες πρέπει να τα ξεμάθεις.

Όταν όμως αρχίζεις να ξεμαθαίνεις σε πιάνει θλίψη. Πολλά από αυτά που νομίζεις για σταθερά, παύουν να είναι. Τώρα ξέρω πολύ λιγότερα από αυτά που νόμιζα ότι ήξερα και όταν θυμάμαι τον εαυτό μου που «ήξερε», αλαζόνα και αγέρωχο, ντρέπομαι και στεναχωριέμαι.

Πλάτων: τι είναι ο ἄγροικος;

Πλάτων:428/27‒348/47 π.Χ.

Ο Ἄγροικος χτες και σήμερα

§1. Η εν λόγω λέξη/όρος/έννοια έχει μια διαρκή παρουσία στην πορεία της ανθρώπινης κοινωνίας. Από τότε μέχρι και σήμερα, μέσα από διάφορες παραλλαγές τονισμού ή και ορισμένων σημασιών, χαρακτηρίζει μια κατάσταση ανθρώπων, η οποία δεν ανταποκρίνεται πλήρως στην εύρυθμη και εξελισσόμενη διαρκών ανθρώπινη κοινότητα. Στον Πλάτωνα δεν είναι σπάνια και απαντά με δυο σημασίες, που αντιστοιχούν στη κυριολεκτική και τη μεταφορική της χρήση. Κυριολεκτικά σημαίνει αυτόν που κατοικεί στους αγρούς, στην ύπαιθρο. Σε σχέση όμως με τον εσωτερικό κόσμο της ψυχής, ο Πλάτων τη χρησιμοποιεί συνήθως μεταφορικά για να δηλώσει τον σκληρό, τον τραχύ, τον απαίδευτο, τον αμόρφωτο, τον άξεστο.

§2. Στο Συμπόσιο (218b5-7) γράφει σχετικά:

«και εσείς οι δούλοι και όποιος άλλος είναι εδώ αμύητος και ἄγροικος [=άξεστος], με θυρόφυλλα πολύ μεγάλα φράξετε τ’ αυτιά σας».

Το απόσπασμα είναι από τον λόγο του Αλκιβιάδη, ενός νέου γεμάτου θέλγητρα και εμποτισμένου από ανεξάντλητο διονυσιακό πνεύμα. Μεθυσμένος, κατά τη στιγμή εκφώνησης του λόγου του, και με αστραφτερό πρόσωπο δίνει έναν ενθουσιαστικό, παραληρηματικό τόνο στον περίγυρο των συμποτών, όπου κυριαρχεί ένα στείρο σχεδόν πνεύμα σοφιστικών επιδείξεων, το οποίο τείνει να κάνει σκόνη το συμπόσιο. Με τον λόγο του ο Αλκιβιάδης ταράζει τα λιμνάζοντα νερά του συμποσίου και συγχρόνως πλέκει το εγκώμιο του Σωκράτη. Στο πρόσωπο του Σωκράτη πλέκει ουσιαστικά το εγκώμιο της φιλοσοφίας. Η μύηση στη φιλοσοφία και η απερίγραπτη ευαρέσκεια που συνεπαίρνει τους συμπότες, διακρίνει ρητά τους ανθρώπους με ελεύθερο, στοχαστικό φρόνημα από του άξεστους. Σε όλες τις εποχές και σε όλες τις κοινωνίες, όπως και στη δική μας τη σημερινή, μια αφιλοσόφητη πολιτική κοινότητα είναι πάντοτε άξεστη.

§3. Ο ἄγροικος, ο σημερινός αγροίκος, παραπέμπει στον ανελεύθερο με βάρβαρη ψυχή και συνείδηση, εν τέλει στον άνθρωπο που τα ορμέμφυτά του είναι τελείως αντικοινωνικά.

«Όποιος έχει περάσει τα σαράντα και συνηθίζει να διαπληκτίζεται, να τσακώνεται με άλλους, είτε κάνοντας ο ίδιος την αρχή ή αμυνόμενος, θεωρείται ἄγροικος [= αμόρφωτος, βάρβαρος, άξεστος] και ανελεύθερος» (Νόμοι 880a).

Αυτός ο άξεστος τύπος ανθρώπου, σε συλλογικό ή ατομικό επίπεδο, συμβολίζει την αντικοινωνική νοοτροπία: ερίζει σε [ή με] κάθε ενέργειά του, βλέπει παντού εχθρούς, γκρεμίζει οτιδήποτε το νόμιμο και θεσμικό, τρέφεται με ιδεολογικές αυταπάτες και προκαλεί ή αναπαράγει βίαιες συγκρούσεις‧ ακόμη καθιστά ύψιστο σκοπό της ζωής ψευδή ευδαιμονιστικά ή κηρύγματα, κυρίως για τους άλλους ή και για τον εαυτό του σε επίπεδο ατομικής, κοινωνικής και πολιτικής πράξης. Στην περίπτωση, ας πούμε, των πολιτικών ‒ατόμων, ομάδων ή παρατάξεων‒ όταν θέτουν ως μοναδικό σκοπό της ζωής τους την κατάληψη της εξουσίας, υπόσχονται κάθε είδους μη-πραγματικά, νεφελώδη ευδαιμονιστικά ιδεολογήματα, κι όλα τούτα υπό το προσωπείο της «προόδου», της «ισότητας», της «δικαιοσύνης», της «δημοκρατίας», του «σοσιαλισμού» κ.λπ. Μοναδικό αποτέλεσμα όλων τούτων είναι να αναπαράγεται ο ἄγροικος σε πλείστες όσες μορφές, που όλες συνοψίζονται στη μορφή του λούμπεν σε όλα τα επίπεδα της ζωής.

§ 4. Ο Πλάτων δεν περιορίζεται μόνο στην κοινωνική δράση του ανθρώπου ως μάζας ούτε μιλάει απροϋπόθετα για τον μαζικό ἄγροικο στο κοινωνικό πεδίο [= οὐ περὶ τὴν ἔξω πρᾶξιν τῶν αὑτοῦ] , αλλά προσβλέπει πρωτίστως στον εσωτερικό του κόσμο, στον κόσμο της ψυχής, στην εσωτερική του ευταξία και ημερότητα [= περὶ τὴν ἐντός]:

«η ημερότητα δεν είναι χαρακτηριστικό της φιλοσοφικής φύσης, … που, αν καλλιεργηθεί σωστά, θα είναι ήμερο και κόσμιο; Έτσι είναι. Κι εμείς τώρα υποστηρίζουμε ότι πρέπει κατ’ ανάγκη οι φύλακες να συνδυάζουν και τις δυο αυτές φυσικές προδιαθέσεις… Επομένως δεν είναι απαραίτητο αυτές οι προδιαθέσεις να είναι εναρμονισμένες μεταξύ τους; Πώς όχι; Και δεν συμβαίνει να έχει σωφροσύνη και ανδρεία η ψυχή εκείνου, στον οποίο αυτά τα δυο είναι αρμονικά συνταιριασμένα; Βεβαιότατα. Ενώ όπου αυτά δεν έχουν συνταιριαστεί αρμονικά, εκεί η ψυχή δεν είναι δειλή και ἄγροικος [=άξεστη]; Και πολύ μάλιστα» (Πολιτεία 410e1-411a4).

Σύμφωνα λοιπόν με το ως άνω κείμενο, ο άνθρωπος εμφανίζεται ἄγροικος στην πράξη, ‒ατομική, συλλογική, κοινωνική, πολιτική, πολιτισμική, επιστημονική κ.λπ.‒ όταν η ψυχή του είναι τέτοια, όταν μέσα του κυριαρχεί δυσαρμονία ανάμεσα στην ημερότητα και την κοσμιότητα. Η πράξη του είναι τέτοια ή τέτοια, ανάλογα με το πώς ενεργεί η ψυχή του: με οργή και μίσος ή με ευπρέπεια;

ΛΟΓΓΟΣ: Τὰ κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην (4.33.1-4.35.5)

[4.33.1] Ἐπεὶ δὲ ἅλις ἦν τῶν κατ᾽ ἀγρὸν ἑορτῶν, ἔδοξε βαδίζειν εἰς τὴν πόλιν καὶ τούς τε τῆς Χλόης πατέρας ἀναζητεῖν καὶ περὶ τὸν γάμον αὐτῶν μηκέτι βραδύνειν. [4.33.2] Ἕωθεν οὖν ἐνσκευασάμενοι τῷ Δρύαντι μὲν ἔδωκαν ἄλλας τρισχιλίας, τῷ Λάμωνι δὲ τὴν ἡμίσειαν μοῖραν τῶν ἀγρῶν θερίζειν καὶ τρυγᾶν καὶ τὰς αἶγας ἅμα τοῖς αἰπόλοις καὶ ζεύγη βοῶν τέτταρα καὶ ἐσθῆτας χειμερινὰς καὶ ἐλευθέραν τὴν γυναῖκα· καὶ μετὰ τοῦτο ἤλαυνον ἐπὶ Μιτυλήνην ἵπποις καὶ ζεύγεσι καὶ τρυφῇ πολλῇ. [4.33.3] Τότε μὲν οὖν ἔλαθον τοὺς πολίτας, νυκτὸς κατελθόντες· τῆς δὲ ἐπιούσης ὄχλος ἠθροίσθη περὶ τὰς θύρας ἀνδρῶν, γυναικῶν. Οἱ μὲν τῷ Διονυσοφάνει συνήδοντο παῖδα εὑρόντι, καὶ μᾶλλον ὁρῶντες τὸ κάλλος τοῦ Δάφνιδος· αἱ δὲ τῇ Κλεαρίστῃ συνέχαιρον ἅμα κομιζούσῃ καὶ παῖδα καὶ νύμφην. [4.33.4] Ἐξέπλησσε γὰρ κἀκείνας ἡ Χλόη κάλλος ἐκφέρουσα παρευδοκιμηθῆναι μὴ δυνάμεμον· ὅλη δὲ ἄρα ἐκίττα ἡ πόλις ἐπὶ τῷ μειρακίῳ καὶ τῇ παρθένῳ· καὶ εὐδαιμόνιζον μὲν ἤδη τὸν γάμον, ηὔχοντο δὲ καὶ τὸ γένος ἄξιον τῆς μορφῆς εὑρεθῆναι τῆς κόρης· καὶ γυναῖκες πολλαὶ τῶν μέγα πλουσίων ἠράσαντο θεοῖς αὐταὶ πιστευθῆναι μητέρες θυγατρὸς οὕτω καλῆς.[4.34.1] Ὄναρ δὲ Διονυσοφάνει μετὰ φροντίδα πολλὴν εἰς βαθὺν ὕπνον κατενεχθέντι τοιόνδε γίνεται. Ἐδόκει τὰς Νύμφας δεῖσθαι τοῦ Ἔρωτος ἤδη ποτε αὐτοῖς κατανεῦσαι τὸν γάμον· τὸν δὲ ἐκλύσαντα τὸ τοξάριον καὶ ἀποθέμενον τὴν φαρέτραν κελεῦσαι τῷ Διονυσοφάνει πάντας τοὺς ἀρίστους Μιτυληναίων θέμενον συμπότας, ἡνίκα ἂν τὸν ὕστατον πλήσῃ κρατῆρα, τότε δεικνύειν ἑκάστῳ τὰ γνωρίσματα, τὸ δὲ ἐντεῦθεν ᾄδειν τὸν ὑμέναιον. [4.34.2] Ταῦτα ἰδὼν καὶ ἀκούσας ἕωθεν ἀνίσταται καὶ κελεύσας λαμπρὰν ἑστίασιν παρασκευασθῆναι τῶν ἀπὸ γῆς, τῶν ἀπὸ θαλάσσης καὶ εἴ τι ἐν λίμναις καὶ εἴ τι ἐν ποταμοῖς, πάντας τοὺς ἀρίστους Μιτυληναίων ποιεῖται συμπότας. [4.34.3] Ὡς δὲ ἤδη νὺξ ἦν καὶ πέπληστο ‹ὁ› κρατὴρ ἐξ οὗ σπένδουσιν Ἑρμῇ, εἰσκομίζει τις ἐπὶ σκεύους ἀργυροῦ θεράπων τὰ γνωρίσματα καὶ περιφέρων ἐνδέξια πᾶσιν ἐδείκνυε.
[4.35.1] Τῶν μὲν οὖν ἄλλων ἐγνώρισεν οὐδείς· Μεγακλῆς δέ τις διὰ γῆρας ὕστατος κατακείμενος ὡς εἶδε, γνωρίσας, πάνυ μέγα καὶ νεανικὸν ἐκβοᾷ· «τίνα ὁρῶ ταῦτα; Τί γέγονάς μοι, θυγάτριον; Ἆρα καὶ σὺ ζῇς ἢ ταῦτά τις ἐβάστασε μόνα ποιμὴν ἐντυχών; [4.35.2] Δέομαι, Διονυσόφανες, εἰπέ μοι· πόθεν ἔχεις ἐμοῦ παιδίου γνωρίσματα; Μὴ φθονήσῃς μετὰ Δάφνιν εὑρεῖν τι κἀμέ.» Κελεύσαντος δὲ τοῦ Διονυσοφάνους πρότερον ἐκεῖνον λέγειν τὴν ἔκθεσιν, ὁ Μεγακλῆς οὐδὲν ὑφελὼν τοῦ τόνου τῆς φωνῆς ἔφη· [4.35.3] «ἦν ὀλίγος μοι βίος τὸ πρότερον· ὃν γὰρ εἶχον εἰς χορηγίας καὶ τριηραρχίας ἐξεδαπάνησα. Ὅτε ταῦτα ἦν, γίνεταί μοι θυγάτριον. Τοῦτο τρέφειν ὀκνήσας ἐν πενίᾳ, τούτοις τοῖς γνωρίσμασι κοσμήσας ἐξέθηκα, εἰδὼς ὅτι πολλοὶ καὶ οὕτω σπουδάζουσι πατέρες γενέσθαι. [4.35.4] Καὶ τὸ μὲν ἐξέκειτο ἐν ἄντρῳ Νυμφῶν πιστευθὲν ταῖς θεαῖς, ἐμοὶ δὲ πλοῦτος ἐπέρρει καθ᾽ ἑκάστην ἡμέραν κληρονόμον οὐκ ἔχοντι. [4.35.5] Οὐκέτι γοῦν οὐδὲ θυγατρίου γενέσθαι πατὴρ εὐτύχησα, ἀλλ᾽ οἱ θεοὶ ὥσπερ γέλωτά με ποιούμενοι νύκτωρ ὀνείρους μοι ἐπιπέμπουσι, δηλοῦντες ὅτι με πατέρα ποιήσει ποίμνιον.»

***
[4.33.1] Κάποτε χόρτασαν τα εξοχικά γλέντια κι αποφάσισαν να τραβήξουν για την πόλη και ν᾽ αποζητήσουν τους γονείς της Χλόης, για να μην καθυστερήσει άλλο ο γάμος των παιδιών. [4.33.2] Αφού τέλειωσαν πρωί-πρωί τις ετοιμασίες τους, χάρισαν στον Δρύα άλλες τρεις χιλιάδες δραχμές. Όσο για το Λάμωνα, του έδωσαν το δικαίωμα να θερίζει και να τρυγάει για λογαριασμό του το μισό κτήμα· του χάρισαν και τις γίδες μαζί με τους γιδάδες, καθώς και τέσσερα ζευγάρια βόδια, χειμωνιάτικα ρούχα και την ελευθερία της γυναίκας του. Τέλος ξεκίνησαν για τη Μυτιλήνη με μεγαλόπρεπη συνοδεία από άλογα κι αμάξια. [4.33.3] Την ώρα που έφτασαν στην πόλη είχε κιόλας νυχτώσει, κι οι συμπολίτες τους δεν τους κατάλαβαν· την άλλη μέρα όμως συνάχτηκε πολύς κόσμος, άντρες και γυναίκες, στην πόρτα τους. Οι άντρες συγχαίρονταν τον Διονυσοφάνη που είχε βρει το γιο του, ιδίως που τον έβλεπαν τόσο ωραίο. Οι γυναίκες συμμερίζονταν τη χαρά της Κλεαρίστης, που έφερνε πίσω και γιο και νύφη — [4.33.4] γιατί τα ᾽χαναν κι εκείνες με την ασύγκριτη ομορφιά της Χλόης. Ολόκληρη η πόλη ξετρελάθηκε με τ᾽ αγόρι και το κορίτσι, μακάριζε το γάμο τους κι ευχόταν να βρεθεί η γενιά της κοπέλας ταιριαστή με τη μορφή της· και πολλές από τις πλουσιότερες γυναίκες παρακαλούσαν τους θεούς ν᾽ αποδειχτούν αυτές μητέρες ενός τόσο ωραίου κοριτσιού.
[4.34.1] Ύστερα από πολλή συλλογή ο Διονυσοφάνης αποκοιμήθηκε βαθιά κι είδε τούτο το όνειρο. Οι Νύμφες, λέει, παρακαλούσαν τον Έρωτα να συγκατατεθεί επιτέλους στο γάμο των παιδιών. Κι ο Έρωτας έλυσε το δοξάρι του, το απίθωσε δίπλα στη σαϊτοθήκη και πρόσταξε τον Διονυσοφάνη να καλέσει όλους τους ευπατρίδες της Μυτιλήνης σε συμπόσιο, και την ώρα που θα γεμίσει το τελευταίο κανάτι κρασί να δείξει σ᾽ έναν-έναν καλεσμένο τα σημαδιακά φασκιά· ύστερα απ᾽ αυτό θα ᾽ταν καιρός για το τραγούδι της παντρειάς. [4.34.2] Αφού είδε κι άκουσε αυτά ο Διονυσοφάνης σηκώθηκε πρωί-πρωί, πρόσταξε να ετοιμάσουν περίλαμπρο τραπέζι μ᾽ ό,τι πιο εκλεκτό βγάζουν η στεριά κι η θάλασσα, κι ακόμα κι οι λίμνες και τα ποτάμια, και προσκάλεσε όλους τους ευπατρίδες της Μυτιλήνης να πιούνε μαζί του. [4.34.3] Όταν πια νύχτωσε κι είχε γεμιστεί το κανάτι για τη σπονδή στον Ερμή, έφερε ένας υπηρέτης τα φασκιά πάνω σ᾽ ασημένιο δίσκο και κρατώντας τα στο χέρι τα γύρισε να τα δείξει σ᾽ όλους τους καλεσμένους.
[4.35.1] Άλλος κανένας δεν τ᾽ αναγνώρισε· όταν τα είδε όμως κάποιος Μεγακλής, που ηλικιωμένος καθώς ήταν καθόταν τελευταίος, τ᾽ αναγνώρισε και ξεφώνισε πολύ ζωηρά και δυνατά: «Τί είν᾽ αυτά που βλέπω; Τί έγινες, κορούλα μου; Άραγε ζεις και συ, ή μόνο τούτα κράτησε κάποιος τσοπάνος που σε βρήκε; [4.35.2] Πες μου, Διονυσοφάνη, να χαρείς, πώς έχεις εσύ του παιδιού μου τα φασκιά; Βρήκες εσύ τον Δάφνη — μη ζηλέψεις, αν βρω κι εγώ τίποτα!» Ο Διονυσοφάνης τού ζήτησε να διηγηθεί πρώτος εκείνος για την εγκατάλειψη του μωρού, κι ο Μεγακλής είπε δίχως να χαμηλώσει τη φωνή του: [4.35.3] «Λίγο ήταν το βιος μου στα παλιά τα χρόνια. Ό,τι είχα και δεν είχα το ξόδεψα για το θέατρο και το πολεμικό ναυτικό. Τότε μου γεννήθηκε ένα κοριτσάκι, και δε θέλησα να το μεγαλώσω μέσα στη φτώχεια. Το στόλισα λοιπόν με τούτα τα φασκιά, ξέροντας ότι πολλοί αποζητάνε να υιοθετήσουν τέτοια παιδιά, [4.35.4] κι άφησα το μωρό στη σπηλιά των Νυμφών για να το προστατέψουν οι θεές. Στο μεταξύ γινόμουν κάθε μέρα και πιο πλούσιος, και κληρονόμο δεν είχα — [4.35.5] γιατί μήτε κορούλα δε μου δόθηκε κατόπι ν᾽ αποχτήσω. Μολοτούτο οι θεοί, λες και με κοροϊδεύουν, μου στέλνουν τη νύχτα όνειρα πως τάχα ένα πρόβατο θα με κάνει πατέρα».