Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ἰλιάς (16.257-16.350)

Οἱ δ᾽ ἅμα Πατρόκλῳ μεγαλήτορι θωρηχθέντες
ἔστιχον, ὄφρ᾽ ἐν Τρωσὶ μέγα φρονέοντες ὄρουσαν.
αὐτίκα δὲ σφήκεσσιν ἐοικότες ἐξεχέοντο
260 εἰνοδίοις, οὓς παῖδες ἐριδμαίνωσιν ἔθοντες,
αἰεὶ κερτομέοντες, ὁδῷ ἔπι οἰκί᾽ ἔχοντας,
νηπίαχοι· ξυνὸν δὲ κακὸν πολέεσσι τιθεῖσι.
τοὺς δ᾽ εἴ περ παρά τίς τε κιὼν ἄνθρωπος ὁδίτης
κινήσῃ ἀέκων, οἱ δ᾽ ἄλκιμον ἦτορ ἔχοντες
265 πρόσσω πᾶς πέτεται καὶ ἀμύνει οἷσι τέκεσσι.
τῶν τότε Μυρμιδόνες κραδίην καὶ θυμὸν ἔχοντες
ἐκ νηῶν ἐχέοντο· βοὴ δ᾽ ἄσβεστος ὀρώρει.
Πάτροκλος δ᾽ ἑτάροισιν ἐκέκλετο μακρὸν ἀΰσας·
«Μυρμιδόνες, ἕταροι Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος,
270 ἀνέρες ἔστε, φίλοι, μνήσασθε δὲ θούριδος ἀλκῆς,
ὡς ἂν Πηλεΐδην τιμήσομεν, ὃς μέγ᾽ ἄριστος
Ἀργείων παρὰ νηυσὶ καὶ ἀγχέμαχοι θεράποντες,
γνῷ δὲ καὶ Ἀτρεΐδης εὐρὺ κρείων Ἀγαμέμνων
ἣν ἄτην, ὅ τ᾽ ἄριστον Ἀχαιῶν οὐδὲν ἔτεισεν.»
275 Ὣς εἰπὼν ὄτρυνε μένος καὶ θυμὸν ἑκάστου,
ἐν δὲ πέσον Τρώεσσιν ἀολλέες· ἀμφὶ δὲ νῆες
σμερδαλέον κονάβησαν ἀϋσάντων ὑπ᾽ Ἀχαιῶν.
Τρῶες δ᾽ ὡς εἴδοντο Μενοιτίου ἄλκιμον υἱόν,
αὐτὸν καὶ θεράποντα, σὺν ἔντεσι μαρμαίροντας,
280 πᾶσιν ὀρίνθη θυμός, ἐκίνηθεν δὲ φάλαγγες,
ἐλπόμενοι παρὰ ναῦφι ποδώκεα Πηλεΐωνα
μηνιθμὸν μὲν ἀπορρῖψαι, φιλότητα δ᾽ ἑλέσθαι·
πάπτηνεν δὲ ἕκαστος ὅπῃ φύγοι αἰπὺν ὄλεθρον.
Πάτροκλος δὲ πρῶτος ἀκόντισε δουρὶ φαεινῷ
285 ἀντικρὺ κατὰ μέσσον, ὅθι πλεῖστοι κλονέοντο,
νηῒ πάρα πρύμνῃ μεγαθύμου Πρωτεσιλάου,
καὶ βάλε Πυραίχμην, ὃς Παίονας ἱπποκορυστὰς
ἤγαγεν ἐξ Ἀμυδῶνος ἀπ᾽ Ἀξιοῦ εὐρὺ ῥέοντος·
τὸν βάλε δεξιὸν ὦμον· ὁ δ᾽ ὕπτιος ἐν κονίῃσι
290 κάππεσεν οἰμώξας, ἕταροι δέ μιν ἀμφὶ φόβηθεν
Παίονες· ἐν γὰρ Πάτροκλος φόβον ἧκεν ἅπασιν
ἡγεμόνα κτείνας, ὃς ἀριστεύεσκε μάχεσθαι.
ἐκ νηῶν δ᾽ ἔλασεν, κατὰ δ᾽ ἔσβεσεν αἰθόμενον πῦρ.
ἡμιδαὴς δ᾽ ἄρα νηῦς λίπετ᾽ αὐτόθι· τοὶ δὲ φόβηθεν
295 Τρῶες θεσπεσίῳ ὁμάδῳ· Δαναοὶ δ᾽ ἐπέχυντο
νῆας ἀνὰ γλαφυράς· ὅμαδος δ᾽ ἀλίαστος ἐτύχθη.
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἀφ᾽ ὑψηλῆς κορυφῆς ὄρεος μεγάλοιο
κινήσῃ πυκινὴν νεφέλην στεροπηγερέτα Ζεύς,
ἔκ τ᾽ ἔφανεν πᾶσαι σκοπιαὶ καὶ πρώονες ἄκροι
300 καὶ νάπαι, οὐρανόθεν δ᾽ ἄρ᾽ ὑπερράγη ἄσπετος αἰθήρ,
ὣς Δαναοὶ νηῶν μὲν ἀπωσάμενοι δήϊον πῦρ
τυτθὸν ἀνέπνευσαν, πολέμου δ᾽ οὐ γίγνετ᾽ ἐρωή·
οὐ γάρ πώ τι Τρῶες ἀρηϊφίλων ὑπ᾽ Ἀχαιῶν
προτροπάδην φοβέοντο μελαινάων ἀπὸ νηῶν,
305 ἀλλ᾽ ἔτ᾽ ἄρ᾽ ἀνθίσταντο, νεῶν δ᾽ ὑπόεικον ἀνάγκῃ.
Ἔνθα δ᾽ ἀνὴρ ἕλεν ἄνδρα κεδασθείσης ὑσμίνης
ἡγεμόνων. πρῶτος δὲ Μενοιτίου ἄλκιμος υἱὸς
αὐτίκ᾽ ἄρα στρεφθέντος Ἀρηϊλύκου βάλε μηρὸν
ἔγχεϊ ὀξυόεντι, διαπρὸ δὲ χαλκὸν ἔλασσε·
310 ῥῆξεν δ᾽ ὀστέον ἔγχος, ὁ δὲ πρηνὴς ἐπὶ γαίῃ
κάππεσ᾽· ἀτὰρ Μενέλαος ἀρήϊος οὖτα Θόαντα
στέρνον γυμνωθέντα παρ᾽ ἀσπίδα, λῦσε δὲ γυῖα.
Φυλεΐδης δ᾽ Ἄμφικλον ἐφορμηθέντα δοκεύσας
ἔφθη ὀρεξάμενος πρυμνὸν σκέλος, ἔνθα πάχιστος
315 μυὼν ἀνθρώπου πέλεται· περὶ δ᾽ ἔγχεος αἰχμῇ
νεῦρα διεσχίσθη· τὸν δὲ σκότος ὄσσε κάλυψε.
Νεστορίδαι δ᾽ ὁ μὲν οὔτασ᾽ Ἀτύμνιον ὀξέϊ δουρὶ
Ἀντίλοχος, λαπάρης δὲ διήλασε χάλκεον ἔγχος·
ἤριπε δὲ προπάροιθε. Μάρις δ᾽ αὐτοσχεδὰ δουρὶ
320 Ἀντιλόχῳ ἐπόρουσε κασιγνήτοιο χολωθείς,
στὰς πρόσθεν νέκυος· τοῦ δ᾽ ἀντίθεος Θρασυμήδης
ἔφθη ὀρεξάμενος πρὶν οὐτάσαι, οὐδ᾽ ἀφάμαρτεν,
ὦμον ἄφαρ· πρυμνὸν δὲ βραχίονα δουρὸς ἀκωκὴ
δρύψ᾽ ἀπὸ μυώνων, ἀπὸ δ᾽ ὀστέον ἄχρις ἄραξε·
325 δούπησεν δὲ πεσών, κατὰ δὲ σκότος ὄσσε κάλυψεν.
ὣς τὼ μὲν δοιοῖσι κασιγνήτοισι δαμέντε
βήτην εἰς Ἔρεβος, Σαρπηδόνος ἐσθλοὶ ἑταῖροι,
υἷες ἀκοντισταὶ Ἀμισωδάρου, ὅς ῥα Χίμαιραν
θρέψεν ἀμαιμακέτην, πολέσιν κακὸν ἀνθρώποισιν.
330 Αἴας δὲ Κλεόβουλον Ὀϊλιάδης ἐπορούσας
ζωὸν ἕλε, βλαφθέντα κατὰ κλόνον· ἀλλά οἱ αὖθι
λῦσε μένος, πλήξας ξίφει αὐχένα κωπήεντι.
πᾶν δ᾽ ὑπεθερμάνθη ξίφος αἵματι· τὸν δὲ κατ᾽ ὄσσε
ἔλλαβε πορφύρεος θάνατος καὶ μοῖρα κραταιή.
335 Πηνέλεως δὲ Λύκων τε συνέδραμον· ἔγχεσι μὲν γὰρ
ἤμβροτον ἀλλήλων, μέλεον δ᾽ ἠκόντισαν ἄμφω·
τὼ δ᾽ αὖτις ξιφέεσσι συνέδραμον. ἔνθα Λύκων μὲν
ἱπποκόμου κόρυθος φάλον ἤλασεν, ἀμφὶ δὲ καυλὸν
φάσγανον ἐρραίσθη· ὁ δ᾽ ὑπ᾽ οὔατος αὐχένα θεῖνε
340 Πηνέλεως, πᾶν δ᾽ εἴσω ἔδυ ξίφος, ἔσχεθε δ᾽ οἶον
δέρμα, παρηέρθη δὲ κάρη, ὑπέλυντο δὲ γυῖα.
Μηριόνης δ᾽ Ἀκάμαντα κιχεὶς ποσὶ καρπαλίμοισι
νύξ᾽ ἵππων ἐπιβησόμενον κατὰ δεξιὸν ὦμον·
ἤριπε δ᾽ ἐξ ὀχέων, κατὰ δ᾽ ὀφθαλμῶν κέχυτ᾽ ἀχλύς.
345 Ἰδομενεὺς δ᾽ Ἐρύμαντα κατὰ στόμα νηλέϊ χαλκῷ
νύξε· τὸ δ᾽ ἀντικρὺ δόρυ χάλκεον ἐξεπέρησε
νέρθεν ὑπ᾽ ἐγκεφάλοιο, κέασσε δ᾽ ἄρ᾽ ὀστέα λευκά·
ἐκ δὲ τίναχθεν ὀδόντες, ἐνέπλησθεν δέ οἱ ἄμφω
αἵματος ὀφθαλμοί· τὸ δ᾽ ἀνὰ στόμα καὶ κατὰ ῥῖνας
350 πρῆσε χανών· θανάτου δὲ μέλαν νέφος ἀμφεκάλυψεν.

***
Με τον γενναίον Πάτροκλον εκείνοι συνταγμένοι
κινούνταν μεγαλόψυχα ως πόπεσαν στους Τρώας.
Κι εχύνονταν ορμητικά, καθώς πετιούνται οι σφήκες
260 που την φωλιά τους έστησαν παράμερα του δρόμου,
που, ως συνηθούν, ανόητα παιδιά τες ερεθίζουν
και απ᾽ αγνωσιά τους προξενούν κακό πολλών ανθρώπων·
που αν τες ταράξει αθέλητα διαβάτης ξεπετιούνται
όλες με ανδράγαθην ψυχήν να σώσουν τα μικρά τους.
265 Ομοίως τότε με καρδιάν αδάμαστην και ανδρείαν
οι Μυρμιδόνες χύνονται εμπρός εις τα καράβια·
και αλαλαγμός ασίγητος εβρόντα εις τον αέρα
κι έσυρε ο Πάτροκλος φωνήν μεγάλην στους συντρόφους:
«Ω Μυρμιδόνες, σύντροφοι του θείου Αχιλλέως,
270 άνδρες φανείτε, μ᾽ όλην σας την δύναμιν, ω φίλοι,
ο Αχιλλεύς να δοξασθεί, που των Αργείων όλων
αυτός εξέχει ασύγκριτος και οι σύντροφοί του ανδρείοι,
να μάθει και ο κραταιός Ατρείδης Αγαμέμνων
πόσο έσφαλε που αψήφησε των Αχαιών τον πρώτον».
275 Είπε και εις όλους άναψε το θάρρος της ανδρείας
κι έπεσαν όλοι σύσσωμοι στους Τρώας, και τα πλοία
απ᾽ την βοήν των Αχαιών τρομακτικά βροντήσαν.
Είδαν οι Τρώες στ᾽ άρματα ν᾽ αστράφτουν έμπροσθέν τους
ο Πάτροκλος ο ανδράγαθος με τον θεράποντά του
280 κι ελάκτισε η καρδία τους, και οι τάξεις σαλευθήκαν,
θαρρώντας που εξεθύμωσε κι έκαμε πάλι αγάπην
και από τες πρύμνες όρμησεν ο ανίκητος Πηλείδης.
Και από τον όλεθρον καθείς εκοίτα πού να φύγει.
Την λόγχην πρωτοακόντισεν ο Πάτροκλος στην μέσην
285 οπού εκτυπιούνταν πάμπολλοι, στην άκρην στο καράβι
αυτό που ο Πρωτεσίλαος είχε οδηγήσει ο μέγας,
και τον Πυραίχμην, αρχηγόν των ιππικών Παιόνων,
που απ᾽ τον πλατύροον Αξιόν στην Αμυδώνα πίνουν,
στον δεξιόν ώμον κτύπησε κι έπεσε αυτός με βόγγον.
290 Και οι Παίονες εσκόρπισαν, ως είδαν τρομαγμένοι
που ο Πάτροκλος τους φόνευσε τον μέγαν πολεμάρχον.
Και αφού τους Τρώας έδιωξεν από τες πρύμνες όλους,
σβήνει την φλόγα μένει αυτού μισόκαυτο το πλοίον·
σκορπούν οι Τρώες με κραυγές, οι Δαναοί στα πλοία
295 τους κυνηγούν, και αλαλαγμός μεγάλος εσηκώθη.
Και ως όταν σύγνεφο χοντρό σκεπάζει μέγα όρος,
αν το σηκώσ᾽ η δύναμις του αστραποβόλου Δία,
φαίνεται κάθε κορυφή, κάθ᾽ άκρη, κάθε πλάγι,
κι εσχίσθη από τον ουρανόν απέραντος ο αιθέρας,
300 έτσι αφού διώξαν οι Αχαιοί το πυρ απ᾽ τα καράβια,
ανάπνευσαν, αν και ποσώς δεν έπαυσεν η μάχη·
διότι ακόμη ακράτητα μακράν απ΄ τα καράβια
απ᾽ τους ανδρείους Αχαιούς δεν έφευγαν οι Τρώες,
και αν απ᾽ τες πρύμνες στανικώς αγάλι αναποδίζαν,
305 όμως ακόμη αντίστεκαν. Και αφού σκορπίσθ᾽ η μάχη,
μονόμαχα κάθε αρχηγός έναν εφόνευσ᾽ άνδρα·
με λόγχην ο ανδράγαθος υιός του Μενοιτίου
τρυπά τον Αρηίλυκον, κει που έμπροσθέν του εστράφη,
εις το μερί, το χάλκινο κοντάρι βγαίνει πέρα,
310 του σπα το κόκαλο και αυτός επίστομα βροντάει.
Τον Θόαντα ο Μενέλαος στο στήθος, που εγυμνώθη
απ᾽ την ασπίδα, ελόγχισε και του ᾽λυσε τα μέλη.
Του Αμφίκλου κόφτει την ορμήν ο Μέγης και με λόγχην
τ᾽ οπίσω μέρος κτύπησε του σκέλους, που του ανθρώπου
315 εκεί χοντραίνει ο ποντικός· όλα τα νεύρα η λόγχη
έσχισε, και τους οφθαλμούς τού εσκέπασε μαυρίλα.
Και οι Νεστορίδες — πέρασε την λόγχην στου Ατυμνίου
τον λάγγονα ο Αντίλοχος, κι εμπρός εκείνος πέφτει.
Τον Μάριν τότ᾽ εθύμωσεν ο φόνος του αδελφού του,
320 κι εστήθη εμπρός εις τον νεκρόν ενάντια του Αντιλόχου·
πριν τον κτυπήσει επρόφθασεν ο ισόθεος Θρασυμήδης
και με την λόγχην εύρηκε τον Μάριν εις τον ώμον,
στην άκρην του βραχίονος, τους ποντικούς τού κόφτει
και σπα το κλειδοκόκαλο· κάτω βροντά και σκότος
325 εσκέπασε τα μάτια του κι έτσι απ᾽ αδέλφια δύο
δύο σταθήκαν αδελφοί του ερέβους εις τα βάθη.
Του Σαρπηδόνος σύντροφοι, λαμπροί κονταροφόροι,
του Αμισωδάρου αγόρια, που έθρεψε το τέρας
το λυσσερό, την Χίμαιραν, κακό πολλών ανθρώπων,
330 τον Κλεόβουλον, που σκόνταψε στην ταραχήν της μάχης
έπιασ᾽ ο Οϊλείδης ζωντανόν, αλλά εκεί στον τόπον
τον πάταξε με μάχαιραν στον σβέρκον, και όλ᾽ η σπάθη
από το αίμα εζέστανε, και του ᾽κλεισαν τα μάτια
η μοίρα η παντοδύναμη και του θανάτου ο σκότος.
335 Και ο Λύκων και ο Πηνέλεως πιασθήκαν, ότι πρώτοι
ο ένας τ᾽ άλλου αβόλετα τες λόγχες ακοντίσαν·
με ξίφη πάλι πιάνονται· και ο Λύκων εις τον κώνον
τραβά του κράνους και η λαβή τού εκόπηκε του ξίφους·
στον σβέρκον ο Πηνέλεως του σέρνει, στο ριζαύτι,
340 και όλο το ξίφος βύθισε και από το δέρμα μόνον
δίπλα εκρεμάσθ᾽ η κεφαλή — κι ελύθηκαν τα μέλη.
Και ο Μηριόνης γρήγορα προφθάνει και λογχίζει
στον ώμον τον Ακάμαντα, που ανέβαινε στ᾽ αμάξι·
πέφτει απ᾽ τ᾽ αμάξι, και άπλωσε στα μάτια του σκοτάδι.
345 Στο στόμα τον Ερύμαντα βαρεί με το κοντάρι
ο Ιδομενεύς, κι επέρασεν η λόγχη ως αποκάτω
του εγκεφάλου κι έσπασε τα άσπρα κόκαλά του·
αίμα τα μάτια γέμισαν, τα δόντια πεταχθήκαν
κι αίμα απ᾽ το στόμα ολάνοικτο φυσά και απ᾽ τα ρουθούνια
350 και αυτού τον ζώνει σύννεφον ολόμαυρο θανάτου.

Όλα όσα δεν πρέπει να λέγονται σε άτομα που έχουν κατάθλιψη

Η κατάθλιψη αποτελεί ένα φάσμα δυσάρεστων συναισθηματικών καταστάσεων, οι οποίες μπορεί να είναι φυσιολογικές ή παθολογικές. Πιο συγκεκριμένα, η κατάθλιψη μπορεί να είναι μία φυσιολογική διάθεση απέναντι στην απώλεια αγαπημένων προσώπων, ένα σύμπτωμα, ως αντίδραση στο άγχος, ή μια αντίδραση ασθενών με οργανικά ή ψυχιατρικά προβλήματα. Κάποιες φορές, όμως, πρόκειται για μία σοβαρή ψυχιατρική διαταραχή ή σύνδρομο, όπως είναι η Μείζων Καταθλιπτική Διαταραχή.

Δεν αποτελεί ένα απλό συναίσθημα. Είναι η κατάσταση εκείνη που βιώνει το άτομο, κατά την οποία η στενοχώρια εδραιώνεται στη ψυχή του και δεν επηρεάζεται ακόμη και από ευχάριστα γεγονότα που συμβαίνουν γύρω του. Εμποδίζει την συνήθη λειτουργικότητά του και επιμένει για αρκετές εβδομάδες, μήνες ή και χρόνια.

Μπορεί να διαγνωστεί σε άτομα όλων των ηλικιών, κοινωνικο-οικονομικών στρωμάτων, φύλων και μορφωτικών επιπέδων.

Αιτίες που προκαλούν κατάθλιψη

Οι πιο συχνοί παράγοντες που διαμορφώνουν όλο το φάσμα της κατάθλιψης είναι οι νευροενδοκρινικές διαταραχές, το οικογενειακό περιβάλλον, ψυχοκοινωνικοί παράγοντες (απώλεια προσώπου, ξαφνικός χωρισμός, απώλεια εργασίας), η κληρονομικότητα, τα ψυχοτραυματικά γεγονότα της ζωής του ατόμου, οι προδιαθεσικές καταστάσεις, κάποια σωματικά νοσήματα όπως η δυσλειτουργία του θυρεοειδή, παθήσεις του κεντρικού νευρικού συστήματος, οι οποίες μπορεί να επηρεάσουν το συναίσθημα, μορφές καρκινικής νόσου, φαρμακολογικές ή ψυχοδραστικές ουσίες και σημαντικοί ψυχοπαθολογικοί παράγοντες.
  • Οι παραπάνω αιτίες και παράγοντες ωθούν το άτομο να διαμορφώσει μια συγκεκριμένη ιδέα για τον εαυτό του όπου χαρακτηρίζεται από αρνητισμό.
  • Θεωρεί τον εαυτό του ανάξιο και πιστεύει πως δεν έχει τις ικανότητες να αλλάξει τη ζωή του γιατί δεν αξίζει να το κάνει.
  • Δεν κάνει σχέδια για το μέλλον γιατί πιστεύει ότι δεν υπάρχει λόγος καθώς δεν θα βιώσει όμορφες και ευτυχισμένες στιγμές.
  • Το συναίσθημα της δυστυχίας καλύπτει σαν ένα βαρύ πέπλο κάθε δραστηριότητα και σκέψη και το άτομο είναι πεπεισμένο πως δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να αλλάξει την κατάσταση.
  • Έχει καταληφθεί από ματαιότητα και απελπισία.
Πρώτα συμπτώματα κατάθλιψης

Στα πρώτα σημάδια της κατάθλιψης: «Συχνά συμβαίνουν στη ζωή μας γεγονότα που μας κάνουν να χάνουμε την διάθεσή μας και να νιώθουμε αβοήθητοι, απελπισμένοι και χωρίς ενδιαφέρον. Άλλες πάλι φορές μπορεί να νιώθουμε θλιμμένοι κάποια περίοδο χωρίς να έχει προηγηθεί κάποιο συγκεκριμένο γεγονός.

Αν και στην καθομιλουμένη χρησιμοποιούμε συχνά τον όρο «κατάθλιψη» για μια ποικιλία καταστάσεων που μας προκαλούν κακή διάθεση, οι ειδικοί κάνουν έναν σημαντικό διαχωρισμό μεταξύ των διαγνωστικών κατηγοριών που εμπίπτουν στις Καταθλιπτικές Διαταραχές και διαφοροποιούν σαφώς την Κλινική Κατάθλιψη (Μείζων Καταθλιπτική Διαταραχή) από τις καταθλιπτικές διαταραχές που δεν συναντούν όλα τα κριτήρια προκειμένου να τεθεί η διάγνωση της Μείζονος Καταθλιπτικής Διαταραχής.

Είναι πολύ σημαντικό να τονιστεί ότι αν νιώθετε τα συναισθήματα θλίψης και της έλλειψης ευχαρίστησης να επιμένουν για μεγάλο διάστημα και να σας προκαλούν σημαντική αλλαγή στην λειτουργικότητά σας στην καθημερινή και την εργασιακή σας ζωή τότε είναι πολύ σημαντικό να συμβουλευτείτε ειδικό Κλινικό Ψυχολόγο ή Ψυχίατρο προκειμένου να διερευνήσετε μαζί του καλύτερα και πιο εμπεριστατωμένα το ζήτημά σας».

Τι δεν πρέπει να λέμε… όταν κάποιος είναι αντιμέτωπος με την κατάθλιψη
  • Μα όλα καλά σου πάνε. Ποιο είναι το πρόβλημα σου;
  • Δεν κουράστηκες να είσαι συνέχεια έτσι;
  • Εσύ πρέπει να δώσεις την ώθηση στον εαυτό σου και να βγεις από όλο αυτό.
  • Όλα είναι μέσα στο μυαλό σου. Κακώς είσαι έτσι.
  • Νόμιζα πως είσαι δυνατός/ δυνατή αλλά έκανα λάθος.
  • Κάνεις σα μικρό παιδί.
  • Δε βαρέθηκες να λυπάσαι τον εαυτό σου;
  • Η ευτυχία είναι επιλογή.
  • Νομίζεις ότι εσύ έχεις προβλήματα. Που να ακούσεις τα δικά μου.
  • Και για αυτό είσαι έτσι; Σιγά!
  • Να δοκιμάσεις γιόγκα/ βιταμίνες/ αθλητισμό κ.α. κα θα σου περάσει. Το έκανα εγώ και είμαι μια χαρά.
  • Είμαστε οι σκέψεις μας. Αν αρχίσεις να σκέφτεσαι θετικά όλα θα πάνε καλά.
  • Μην τον/ την πιστεύεται. Τα κάνει όλα για να τραβήξει την προσοχή.
  • Αν θέλεις να σταματήσεις να νιώθεις έτσι πάψε να το σκέφτεσαι.
  • Μου φαίνεται πως σου αρέσει να νιώθεις έτσι.
  • Δεν προσπαθείς αρκετά.
  • Έχουμε βαρεθεί να σε βλέπουμε σε αυτή τη κατάσταση.
  • Σε νιώθω. Και εγώ είχα περάσει πολύ δύσκολα όταν…
  • Τι να πει και η μαμά σου, που έχει περάσει τόσα. Τα δικά σου δεν είναι τίποτα.
΄Ενας δικός μου άνθρωπος με κατάθλιψη με χρειάζεται, πως μπορώ να βοηθήσω;
  • Να του πούμε αυτό που νιώθουμε: «Είμαι εδώ και θέλω να σε βοηθήσω».
  • Να ρωτήσουμε τον φίλο/αδερφό/γονέα/συνάδελφο που πάσχει από Καταθλιπτική Διαταραχή τι μπορούμε να κάνουμε για να τον βοηθήσουμε.
  • Να τον διαβεβαιώσουμε ότι δεν φέρει καμία ευθύνη για αυτό που του συμβαίνει.
  • Όταν μας λέει κάτι σε σχέση με το θέμα που αντιμετωπίζει να τον κατανοούμε και να τον συναισθανόμαστε, να είμαστε παρόν και να τον ακούμε πραγματικά.
  • Δώστε του χρόνο και κάντε υπομονή.
Κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός. Έχει μια ξεχωριστή παιδική ηλικία και μοναδικά βιώματα που δεν μπορεί κανείς να κατανοήσει πλήρως. Μειώνοντας τη σημασία των συναισθημάτων του καταθλιπτικού ατόμου, κάνοντας το να ντρέπεται για όσα χωρίς να επιδιώκει αισθάνεται και λέγοντας του πως επιλέγει να περνά τη ζωή του μέσα στη «μαύρη τρύπα» της κατάθλιψης το μόνο που καταφέρνει κανείς είναι να το κάνει να νιώθει περισσότερες τύψεις, άγχος και απόγνωση.

Τρόποι σκέψης που προκαλούν κατάθλιψη στα παιδιά

Όπως ισχύει και για τους ενηλίκους, οι απαισιόδοξοι τρόποι με τους οποίους ερμηνεύονται οι ήττες της ζωής μοιάζουν να υποθάλπουν την αίσθηση της ανημπόριας και της απελπισίας στην καρδιά των καταθλιπτικών παιδιών.

Το ότι οι ήδη καταθλιπτικοί άνθρωποι σκέφτονται κατ' αυτό τον τρόπο είναι γνωστό από παλιά.

Ένα στοιχείο που προέκυψε μόλις πρόσφατα όμως είναι ότι τα παιδιά που ρέπουν περισσότερο προς τη μελαγχολία έχουν αυτή την απαισιόδοξη άποψη πριν γίνουν καταθλιπτικά.

Μια σειρά ενδείξεων προέρχεται από μελέτες των πεποιθήσεων των ίδιων των παιδιών αναφορικά με την ικανότητά τους να ελέγξουν τι συμβαίνει στη ζωή τους -για παράδειγμα, κατά πόσο είναι ικανά να αλλάξουν τα πράγματα προς το καλύτερο. Η αξιολόγηση γίνεται με βάση τη βαθμολογία που δίνουν τα ίδια τα παιδιά στον εαυτό τους όταν έχουν να αντιμετωπίσουν διάφορες καταστάσεις.

Παραδείγματος χάρη: «Όταν αντιμετωπίζω προβλήματα στο σπίτι, μπορώ να προχωρήσω στην επίλυσή τους πολύ καλύτερα από άλλα παιδιά» και «Όταν προσπαθώ, παίρνω καλούς βαθμούς».

Τα παιδιά που λένε ότι καμιά απ' αυτές τις δύο θετικές περιγραφές δεν τους ταιριάζουν δεν πιστεύουν ότι μπορούν να κάνουν κάτι για να αλλάξουν τα πράγματα. Αυτή η αίσθηση της ανημπόριας είναι εντονότερη στα πιο καταθλιπτικά παιδιά.

Μια εντυπωσιακή μελέτη εξέτασε παιδιά της πέμπτης και της έκτης δημοτικού που μόλις είχαν πάρει τους ελέγχους τους. Όπως θυμόμαστε όλοι, οι έλεγχοι είναι μία από τις σπουδαιότερες πηγές αγαλλίασης ή απόγνωσης στην παιδική ηλικία.

Οι ερευνητές βρήκαν ένα χαρακτηριστικό επακόλουθο στον τρόπο με τον οποίο τα παιδιά αντιμετωπίζουν την κατάσταση όταν πάρουν χειρότερους βαθμούς απ' ό,τι περίμεναν.

Αυτά που θεωρούν ότι ένας κακός βαθμός είναι αποτέλεσμα της προσωπικής τους αδυναμίας («Είμαι ηλίθιος») νιώθουν εντονότερη κατάθλιψη από εκείνα που αντιμετωπίζουν το γεγονός ως κάτι που είναι στο δικό τους χέρι να αλλάξουν («Αν διαβάσω περισσότερο στα μαθηματικά, θα πάρω πιο καλό βαθμό»).

Οι ερευνητές εντόπισαν μια ομάδα παιδιών της τρίτης, της τετάρτης και της πέμπτης τα οποία οι συμμαθητές τους είχαν απορρίψει, και προσπάθησαν να εντοπίσουν ποια από τα παιδιά αυτά εξακολούθησαν να είναι κοινωνικά απόβλητα στην καινούρια τάξη που πήγαν την επόμενη χρονιά.

Το είδος της εξήγησης που έδιναν τα παιδιά στον εαυτό τους για την απόρριψή τους φάνηκε να παίζει ουσιαστικότατο ρόλο στο κατά πόσο θα υπέκυπταν στην κατάθλιψη.

Τα παιδιά που αντιλαμβάνονταν την απόρριψή τους ως αποτέλεσμα κάποιου προσωπικού τους ελλείμματος γινόταν περισσότερο καταθλιπτικά.

Αντίθετα, τα αισιόδοξα παιδιά, που ένιωθαν ότι μπορούσαν να κάνουν κάτι για να αλλάξουν τα πράγματα προς το καλύτερο, δεν ήταν ιδιαίτερα καταθλιπτικά παρά τη συνεχιζόμενη απόρριψη.

Σε μια μελέτη παιδιών τα οποία βρίσκονταν στην εξαιρετικά αγχωτική διαδικασία της μετάβασης στο γυμνάσιο, αυτά που είχαν απαισιόδοξη στάση αντιδρούσαν στις έντονες προκλήσεις στο σχολείο και σε οποιοδήποτε πρόσθετο άγχος στο σπίτι με ακόμα περισσότερη κατάθλιψη.

Η πιο άμεση απόδειξη ότι η απαισιόδοξη στάση κάνει τα παιδιά ιδιαίτερα ευάλωτα στην κατάθλιψη προέρχεται από μια πενταετή μελέτη σε παιδιά τα οποία ξεκινούσαν τη φοίτηση στην τρίτη δημοτικού.

Για τα πιο μικρά παιδιά, ο ισχυρότερος δείκτης πρόβλεψης της μελλοντικής κατάθλιψης ήταν μια απαισιόδοξη στάση συνδυασμένη με κάποιο σημαντικό πήγμα, όπως το διαζύγιο των γονιών ή μια απώλεια στην οικογένεια, που άφηνε το παιδί δυστυχισμένο και αναστατωμένο, ενώ πιθανώς καθιστούσε και τους γονείς όλο και λιγότερο ικανούς να του προσφέρουν παρηγοριά και στήριξη.

Καθώς τα παιδιά μεγάλωναν, σημειωνόταν μια εντυπωσιακή μεταστροφή στον τρόπο με τον οποίο σκέφτονταν τα καλά ή τα άσχημα γεγονότα στη ζωή τους, τα οποία όλο και περισσότερο απέδιδα σε δικά τους ατομικά χαρακτηριστικά: «Παίρνω καλούς βαθμούς επειδή είμαι έξυπνος», «Δεν έχω πολλούς φίλους γιατί δεν είμαι διασκεδαστικός».

Αυτή η μεταστροφή μοιάζει να εδραιώνεται σταδιακά από την τρίτη μέχρι την πέμπτη τάξη του δημοτικού.

Καθώς συμβαίνει αυτό, τα παιδιά που έχουν αναπτύξει μια απαισιόδοξη στάση - αποδίδοντας τις αποτυχίες τους σε κάποιο δικό τους τρομερό ελάττωμα -αρχίζουν να παρασύρονται από τις καταθλιπτικές τους διαθέσεις, προσπαθώντας να αντιδράσουν στις αποτυχίες τους.

Επιπλέον, η εμπειρία της κατάθλιψης από μόνη της μοιάζει να ενισχύσει αυτούς τους απαισιόδοξους τρόπους σκέψης, έτσι ώστε ακόμα και όταν υποχωρήσει η διαταραχή, το παιδί να μένει με μια συναισθηματική πληγή και με πεποιθήσεις που τρέφονται από την κατάθλιψη και σταθεροποιούνται στο νου: πιστεύει ότι δεν μπορεί να τα πάει καλά στο σχολείο, δεν το συμπαθούν και δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να ξεφύγει από τις μελαγχολικές τους διαθέσεις.

Αυτές οι έμμονες ιδέες μπορούν να κάνουν το παιδί όλο και πιο ευάλωτο σε νέα κατάθλιψη.

Αριστοτέλης: Πώς να πείσεις τους ακαλλιέργητους ανθρώπους

Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη οι περισσότεροι άνθρωποι δεν πείθονται με λογικά επιχειρήματα. Αυτό μπορεί να συμβαίνει στην επιστήμη και στη φιλοσοφία, αλλά αν ο ρήτορας θέλει να πείσει ένα κοινό η επιχειρηματολογία δεν αρκεί προκειμένου να φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Ρήτορες υπήρχαν στην Αθήνα και ήταν κι εκείνοι δάσκαλοι. Όμως ο Αριστοτέλης είναι βέβαιος για την αποτελεσματικότητα της δικής του μεθόδου. Οι μαθητές του, οι μελλοντικοί ρήτορες, δεν θα αποστηθίζουν λόγους όπως συμβαίνει στις άλλες σχολές, αλλά θα μιλούν ανάλογα με το ακροατήριο.

«Ακόμη κι αν κατείχαμε την ακριβέστερη γνώση (ἐπιστήμην), μερικούς ανθρώπους δεν θα μπορούσαμε εύκολα να τους πείσουμε μιλώντας· επειδή ο λόγος που αφορά την επιστήμη ανήκει στη διδασκαλία, αυτό όμως είναι αδύνατο εδώ, αλλά είναι αναγκαίο οι αποδείξεις (τὰς πίστεις) και τα επιχειρήματα (τοὺς λόγους) να βασίζονται σε κοινά αποδεκτές αρχές (διὰ τῶν κοινῶν ποιεῖσθαι), όπως είπαμε και στα Τοπικά, όταν μιλούσαμε για τη συναναστροφή με το πλήθος.»
Αριστοτέλης, Ρητορική 1355a24-30

Από τις πίστεις, τις αποδείξεις, άλλες είναι «άτεχνες» δηλαδή δεν εξαρτώνται από την τέχνη του ρήτορα, όπως οι μάρτυρες, τα βασανιστήρια για την απόσπαση μιας ομολογίας και οι γραπτές συμφωνίες. Οι έντεχνες όμως πίστεις είναι εκείνες που οφείλονται στη ρητορική τέχνη του ομιλητή. Ο Αριστοτέλης έχει έτοιμο τον κατάλογο: Οι πρώτες αφορούν το ήθος του ρήτορα, οι δεύτερες τη διαμόρφωση της διάθεσης του ακροατή και οι τρίτες τα επιχειρήματα που είναι ή φαίνονται αληθινά. Είναι γεγονός ότι ο Αριστοτέλης θεωρεί πως δεν απευθυνόμαστε σε όλους τους ανθρώπους με τον ίδιο τρόπο. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα αποταθούμε στον καθένα ξεχωριστά, αλλά στους διαφορετικούς τύπους των ανθρώπων. Ειδικότερα, το απαίδευτο κοινό μπορεί να χειραγωγηθεί πολύ εύκολα.

Η αλήθεια δεν γίνεται από τους περισσότερους κατανοητή. Χρειάζεται πρώτα να αντιληφθείς τον χαρακτήρα του άλλου, να λάβεις υπόψη τις εμπειρίες και τα πιστεύω που έχουν ριζωθεί βαθιά μέσα του και να μιλήσεις στο συναίσθημα. Να πεις αυτά που είναι έτοιμος να ακούσει για να τον πάρεις με το μέρος σου. Ο Αριστοτέλης αφιερώνει μεγάλο μέρος του έργου του στην ανάλυση της ψυχολογίας του ακροατή. Στο Β΄ βιβλίο της Ρητορικής, ωστόσο, παρουσιάζει ένα από τα εργαλεία που αποβαίνει καίριο στη χειραγώγηση των ατόμων. Πρόκειται για τη χρήση της «γνώμης» δηλαδή του αποφθέγματος που είναι τόσο γενικό ώστε να είναι κοινά παραδεκτό. Οι άνθρωποι, ειδικά οι απαίδευτοι, δεν θα μπουν στον κόπο να αναλύσουν την ορθότητα ενός συλλογισμού, αλλά θα δεχτούν ως αληθές αυτό που ήδη πιστεύουν.

Οι γνώμες, τα γνωμικά, παρουσιάζονται ως καθολικές αρχές χωρίς να είναι στην πραγματικότητα. Στόχο έχουν να παρακινήσουν τη διάθεση. Ο Αριστοτέλης θα ανασύρει πλήθος γνωμικών τα οποία ο ρήτορας θα πρέπει να γνωρίζει προσφέροντας παραδείγματα χρήσης τους. Για να δείξει πώς τα γνωμικά μπορούν να καθοδηγήσουν τους ανθρώπους, ανάμεσα σε άλλα, θα χρησιμοποιήσει τρεις φορές το παράδειγμα της παρακίνησης σε πόλεμο. Δηλαδή, αν οι στρατιώτες δεν έχουν θυσιάσει πριν τη μάχη και αισθάνονται αβεβαιότητα για την έκβαση, χρησιμοποιείται η πασίγνωστη φράση «εἷς οἰωνὸς ἄριστος ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης» (ένας είναι ο άριστος οιωνός να αμύνεσθε για την πατρίδα). Αν πάλι ο εχθρός υπερτερεί αριθμητικά, το γνωμικό «Ο θεός του πολέμου είναι ίδιος για όλους» θα φέρει αποτέλεσμα. Τέλος, αν θέλουν να τους πείσουν να δολοφονήσουν και τα παιδιά των εχθρών, παρόλο που δεν έχουν κάνει κανένα κακό, τότε οι στρατιώτες θα ακούσουν το γνωμικό «είναι ανόητος όποιος σκοτώνει τον πατέρα και αφήνει πίσω τα παιδιά».

Όλα αυτά θα συμβούν χωρίς αιτιολογία. Αυτή είναι η ορθή χρήση των γνωμών απέναντι σε ανθρώπους που καταλαβαίνουν μόνο ό,τι οι ίδιοι γνωρίζουν και θεωρούν σωστό. Δεν είναι λίγες οι φορές που ο Αριστοτέλης, μελετητής της ανθρώπινης συμπεριφοράς, θα παροτρύνει τους μαθητές του να μιλήσουν ανάλογα με το ακροατήριο. Σε απαίδευτους ανθρώπους ταιριάζει ιδιαίτερα η χρήση γνωμικών:

«Η χρήση των γνωμικών προσφέρει μεγάλη βοήθεια στους λόγους λόγω της απαιδευσιάς των ακροατών (διὰ τὴν φορτικότητα τῶν ἀκροατῶν)· επειδή χαίρονται αν κάποιος μιλώντας γενικά, πετύχει τις απόψεις που έχουν εκείνοι για ένα συγκεκριμένο θέμα. Αυτό που λέω θα γίνει φανερό από το εξής, καθώς και το πώς πρέπει κάποιος να τα αναζητεί. Το γνωμικό, όπως έχουμε πει, είναι μία απόφανση (ἀπόφανσις) που αφορά το γενικό. Χαίρονται λοιπόν όταν λέγεται κάτι γενικό, το οποίο συμβαίνει να έχουν υποστηρίξει ειδικότερα. Δηλαδή, στην περίπτωση που κάποιος έχει κακούς γείτονες ή παιδιά θα αποδεχόταν με ευχαρίστηση αν του έλεγε κάποιος ότι δεν υπάρχει τίποτε χειρότερο από το να έχεις γείτονες ή πιο ηλίθιο από το να κάνεις παιδιά (ὅτι οὐδὲν ἠλιθιώτερον τεκνοποιίας). Ώστε ο ομιλητής πρέπει να προσπαθεί να μαντέψει τις προσχηματισμένες απόψεις τους ούτως ώστε να μιλήσει γι’ αυτές με γενικό τρόπο.»
Αριστοτέλης, Ρητορική 1395b1-11

Μέρος του χαρακτήρα του ανθρώπου είναι η καλλιέργειά του, ώστε να αντιλαμβάνεται ορθά τους συλλογισμούς και αυτούς θα αναλύσει ο συγγραφέας στη συνέχεια. Ο Αριστοτέλης αποφαίνεται: «οι ακαλλιέργητοι άνθρωποι προτιμούν να μιλούν με γνωμικά και βγάζουν εύκολα συμπεράσματα», γι’ αυτό και θα μιλήσουμε στη γλώσσα τους. Η λογική, που βασίζεται στο ἐνθύμημα, δηλαδή στον συλλογισμό, θα πρέπει να αναμένει το κατάλληλο κοινό, για το οποίο η χρήση γνωμικών χωρίς αιτιολογία δεν είναι αρκετή. Η ρητορική για τον Αριστοτέλη έχει στόχο την πειθώ του ακροατηρίου και την ανεύρεση πιστευτών επιχειρημάτων (Ρητορική 1355b25-26). Ταυτόχρονα είναι και χρήσιμη, επειδή είναι η συνήγορος της αλήθειας και της δικαιοσύνης:

«Η ρητορική είναι χρήσιμη διότι τα αληθή και τα δίκαια είναι από τη φύση τους ανώτερα από τα αντίθετά τους, ώστε αν οι αποφάσεις των δικαστών δεν γίνονται όπως αρμόζει, τότε κατ’ ανάγκη [οι ρήτορες] ηττώνται εξαιτίας των λόγων τους και αυτό είναι αξιοκατάκριτο.»
Αριστοτέλης, Ρητορική 1355a21-24

Eκεί που η παρουσία γίνεται απουσία, τα λόγια περισσεύουν

Κι όταν οι άνθρωποι φεύγουν, τότε τι μένει; Μόνο σιωπή. Αναμοχλεύεις καθημερινά σκέψεις, τις τοποθετείς στη μηχανή του χρόνου κι ύστερα τι μένει; Μόνο αναμνήσεις, ευχάριστες και δυσάρεστες στιγμές, βόλτες, εκδρομές, περίπατοι, οικογενειακά τραπέζια έρχονται στην άκρη του μυαλού για να σου θυμίσουν πόσο ιδανικά ήταν κάποτε τα πράγματα και δυστυχώς δεν το γνώριζες μέχρι τότε.

Αντιλαμβάνεσαι με τον καιρό πόσο πολύ αγαπήθηκες κάτι που μέχρι τώρα το θεωρούσες αυτονόητο και δεδομένο. Ανακαλύπτεις πόσο ευτυχισμένος ήσουν και δεν το ήξερες. Κι ο χρόνος περνάει γρήγορα κι εσύ φοβάσαι ότι θα ξεχάσεις, μα τίποτα δεν ξεχνιέται όσο υπάρχει στην άκρη του μυαλού σου. Είναι κι αυτές οι φωτογραφίες, τα άλμπουμ που ξεφυλλίζεις καθημερινά και συντηρούν το πένθος σου.

Εκεί που η παρουσία γίνεται απουσία, δεν υπάρχουν πια λόγια παρηγοριάς. Και μοιάζει τόσο εγωιστικό να θέλεις να παραμείνεις στη ζωή ένας άνθρωπος που ταλαιπωρείται, που βασανίζεται καθημερινά, ώστε βαθιά μέσα σου το γνωρίζεις. Είναι αμαρτία να υποφέρει. Το κατανοείς. Είναι καλύτερα που έφυγε κι απαλλάχθηκε από τον πόνο κι ας ήθελες βαθιά μέσα σου να τον βοηθήσεις, να του συμπαρασταθείς, να του προσφέρεις. Είχες όλη την καλή διάθεση να δείξεις έμπρακτα αυτή τη φορά την αγάπη σου. Όμως δυστυχώς, τα πράγματα δεν έρχονται πάντα όπως τα έχουμε σχεδιάσει. Πολλές φορές η πραγματικότητα μας εκπλήσσει.

Μόλις βάλεις κάτω τη λογική θα συνειδητοποιήσεις ότι ηρέμησε, ότι ξεκουράστηκε κι ας είναι πολύ επώδυνο που δεν τον βλέπεις που δεν υπάρχει πια στη ζωή σου ως φυσική παρουσία. Γνωρίζεις ωστόσο ότι βρίσκεται στον παράδεισο, στη θέση που του αρμόζει κι αυτή η σκέψη θα σε συντροφεύει για καιρό, θα σε παρηγορεί. Τη στιγμή που δεν υπάρχουν πια λόγια παρηγοριάς. Άλλωστε έχεις ακούσει πολλά, δεν έχεις ανάγκη άλλα.

Έχεις αδειάσει πια, έχεις στεγνώσει από δάκρυα, νιώθεις σκληρός σαν πέτρα. Το συνεχές μπαλαντζάρισμα ανάμεσα σε ζωή και θάνατο, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας σε κούρασε τόσο σωματικά όσο και ψυχικά, σε μάτωσε, σε έκανε πολλές φόρες να λυγίσεις στη μέση της διαδρομής.

Πάρε λοιπόν το χρόνο σου για να βιώσεις το πένθος σου κι όλα θα μπουν σε μια τάξη στην καρδιά και στο μυαλό σου σταδιακά. Κάποτε ήσουν ευτυχισμένος με την παρουσία, τώρα θα μάθεις να ζεις με την απουσία κι αυτό είναι το σκληρό της υπόθεσης. Η σχέση με το αγαπημένο σου πρόσωπο θα εξελιχθεί σε ένα εντελώς μεταφυσικό επίπεδο. Όσο προσπαθείς για αυτή, θα συντηρείται. Είναι στο χέρι σου πια η πορεία της.

Θα περάσεις από πολλά στάδια: άρνηση, θυμός, διαπραγμάτευση, κατάθλιψη, αποδοχή κι αυτό είναι απόλυτα φυσιολογικό μέχρι που στο τέλος θα συμβιβαστείς με τα νέα δεδομένα. Ίσως να πιάσεις πάτο μα και πάλι θα αναδυθείς από τις στάχτες σου, ακριβώς όπως συνέβη και στα Δάκρυα του Φοίνικα του αγαπημένου συγγραφέα Γιάννη Βλαχάκη. Κι όταν πια σηκωθείς, θα αντιληφθείς ότι όλα έγιναν για κάποιο λόγο, νομοτελειακά. Συνειδητοποίησες πόσο δυνατός ήσουν στη διάρκεια αυτής της διαδρομής, πήρες μαθήματα ζωής κι ας ευχόσουν με όλη τη δύναμη της ψυχής σου να μην είχε συμβεί ποτέ αυτή η δοκιμασία σε εσένα.

Η κατάσταση ύπαρξης «Είμαι»

Ποια είναι η κατάσταση ύπαρξης «Είμαι» για την οποία μιλούν σοφοί, δάσκαλοι και μύστες χιλιάδες χρόνια τώρα;

Είναι ένας ψυχο-πνευματικός τόπος έμφυτης γνώσης, αφθονίας, φωτός και απόλυτης ενότητας. Σε αυτόν τον τόπο αναγνωρίζουμε τη φωτεινή φύση μας και συνειδητοποιούμε ότι είμαστε μια ψυχή που εκπέμπει, αναδίδει ζωή στη μήτρα του ανθρώπινου σώματος.

Είναι το αόρατο βασίλειο του πνεύματος που βρίσκεται έξω από το χρόνο και στο οποίο βιώνουμε τον εαυτό μας ως ενεργειακό πεδίο που αιωρείται στην αιθέρια ποιότητα της ζωής. Εδώ συνειδητοποιούμε ότι έχουμε κληθεί να βρεθούμε σε ένα σώμα, σ’ αυτόν τον απειροελάχιστο κόκκο του απέραντου σύμπαντος που ονομάζεται «πλανήτης γη», για να εκφράσουμε τη θεϊκή ομορφιά και αγάπη.

Συνειδητοποιούμε ότι είμαστε πνευματικά όντα που βιώνουν την ανθρώπινη εμπειρία προσπαθώντας να βρουν το δρόμο τους και να εκφραστούν στο πλαίσιο μιας οικογένειας, μιας κοινωνίας, ενός κόσμου και μιας ανθρωπότητας που έχουν χάσει τη σύνδεσή τους με τη φυσική κατάσταση ύπαρξης.

Η στιγμή που βιώνουμε την κατάσταση ύπαρξης «Είμαι» είναι η στιγμή που αναγνωρίζουμε ότι το ταξίδι της ζωής μας είναι τέλειο για μας. Όλα μας οδηγούν στο να ακούμε, να αποδεχόμαστε και να μένουμε ακίνητοι στο κέντρο μας, καθώς ταξιδεύουμε από τη μια στιγμή στην άλλη και κατευθυνόμαστε προς την ενθύμηση της θεϊκής μας ταυτότητας.

Ανεξάρτητα από το πού βρισκόμαστε και τι κάνουμε, είτε περπατάμε στο βουνό, είτε κολυμπάμε στο πέλαγος, είτε είμαστε ξαπλωμένοι στον καναπέ, μπορούμε να μάθουμε να βιώνουμε τα πάντα μέσω της εσωτερικής ησυχίας και ακινησίας που υπάρχουν στον πυρήνα μας. Κι έτσι θα οδηγηθούμε στη βαθύτερη κατανόηση της ομορφιάς και τελειότητας, που είναι ο καμβάς πάνω στον οποίο αποτυπώνονται ο εαυτός και η ζωή μας.

Μέρος του σκοπού μας, ως ανθρώπινα όντα, είναι να θυμηθούμε την αληθινή μας ταυτότητα και να είμαστε μάρτυρες της ομορφιάς της ζωής στις άπειρες μορφές της. Η ουσία της ζωής βρίσκεται μέσα μας. Είμαστε η ζωή! Είμαστε αρκετοί, επειδή η ζωή είναι αρκετή. Είμαστε όμορφοι, επειδή η ζωή είναι όμορφη. Είμαστε πολύπλευροι, επειδή η ζωή είναι πολύπλευρη…

Είμαστε η ζωή. Και είμαστε εδώ για να φροντίσουμε και να υπηρετήσουμε τη ζωή. Είμαστε εδώ για να συμβάλλουμε στο Ερεβοκτόνο φως και την αγάπη. Για να υπερασπιστούμε το φως, την αλήθεια και την ελευθερία για όλα τα πλάσματα και όλο το δίκτυο της ζωής.

Σύνδρομο ψεύτικης ανωτερότητας: Όταν η άγνοια είναι μεταμφιεσμένη ως γνώση

Η ανωτερότητα είναι μια ιδέα που υπάρχει ανεξάρτητα από το επίπεδο εκπαίδευσης, μισθού ή κοινωνικής καταξίωσης.

Από τον Σωκράτη μέχρι τον Δαρβίνο έχουν διεξαχθεί πολλές μελέτες για να προσδιοριστεί τι ξυπνά την ανώτερη συμπεριφορά στους ανθρώπους, η οποία σχεδόν πάντα προέρχεται από μια μεγάλη αίσθηση της εσωτερικής έλλειψης. Μια από τις πιο αποδεκτές θεωρίες είναι το φαινόμενο Dunning Kruger, που υποστηρίζει πως ορισμένοι άνθρωποι είναι εμφανώς ανεπαρκείς σε ορισμένες δραστηριότητες, παρόλα αυτά ισχυρίζονται πως γνωρίζουν τα πάντα, δημιουργώντας το ερώτημα: 

«Είναι δυνατόν το εν λόγω άτομο να μην αντιλαμβάνεται ότι είναι ανίκανο

Ο William Shakespeare αναφέρει: «Ο ανόητος θεωρεί τον εαυτό του σοφό, ενώ ο σοφός άνθρωπος θεωρεί τον εαυτό του ανόητο». Σήμερα, το εν λόγω φαινόμενο είναι γνωστό ως Γνωστική Προκατάληψη Ψευδαισθητικής Ανωτερότητας (Cognitive Bias of Illusionary Superiority).

Οι άνθρωποι με αυτό το σύνδρομο πιστεύουν ότι οι ικανότητές τους είναι πολύ υψηλότερες από το μέσο όρο, ακόμη και όταν δεν καταλαβαίνουν για ποιο πράγματα μιλάνε. Δεν κατέχουν την ταπεινοφροσύνη να αναγνωρίσουν την ανάγκη τους για βελτίωση. Και φυσικά δεν αναγνωρίζουν τις δυνατότητες των γύρω τους, ο εγωισμός τους είναι τόσο μεγάλος που τους εμποδίζει.

Πιθανότατα έχετε συναντήσει κάποια στιγμή στη ζωή σας κάποιον που να είναι παγιδευμένος στην άγνοια του και να πιστεύει πως μπορεί να κρίνει τους πάντες. Και το χειρότερο είναι πως ο συγκεκριμένος τύπος ανθρώπου πιστεύει ότι είναι τόσο ανώτερος που προσπαθεί να αντιστρέψει μέχρι και τα επιχειρήματα των μελετητών και των εμπειρογνώμων.

Όμως για να εξελιχθούμε ως άνθρωποι και ως κοινωνία πρέπει να μάθουμε να συμμετέχουμε σε υγιή διάλογο στον οποίο και οι δυο πλευρές έχουν το ίδιο δικαίωμα να εκφράσουν τις απόψεις τους και να ακουστούν. Η μάθηση από το συνάνθρωπο μας είναι μια πολύ σημαντική δεξιότητα που πρέπει να ενθαρρύνεται. Εξάλλου χρησιμοποιώντας τις εμπειρίες των άλλων μπορούμε να απλοποιήσουμε τη ζωή μας.

Η ανωτερότητα είναι μια ψευδαίσθηση. Στο ταξίδι της ζωής είμαστε όλοι συνεπιβάτες και δεν έχει καμία σημασία το επίπεδο εκπαίδευσης και το εισόδημα. Όλοι μπορούμε να μάθουμε από όλους.

Η ευγένεια συνίσταται στο να εφαρμόζει κανείς τέλεια τους τρόπους καλής συμπεριφοράς;

Θα ήθελα να διερευνήσω μαζί σας σε τι συνίσταται η αληθινή ευγένεια: Είναι άραγε επιστήμη, τέχνη ή αρετή; Κάποιοι φαντάζονται ότι η ευγένεια συνίσταται στο να ξέρεις να χαιρετάς, να μπαίνεις, να βγαίνεις, να κάθεσαι και να τηρείς, σε κάθε περίσταση, τις προσταγές που με τόση αυταρέσκεια παραθέτουμε στους Κώδικες παιδαριωδών και έντιμων τρόπων.

Μένει να μάθουμε, είναι αλήθεια, αν οι καλοί τρόποι συμπλέκονται με την ευγένεια, και αν η αληθινή ευγένεια είναι ιεροτελεστία. Οι ατελείωτες προφυλάξεις με τις οποίες κάποια άτομα περιβάλλουν τον εαυτό τους όταν πρόκειται να σας μιλήσουν μοιάζουν υπολογισμένες για να σας κρατούν σε απόσταση. Η ευγένειά τους είναι ένα βερνίκι, όμως ένα από εκείνα τα πολύ νωπά που φοβάσαι να τα πλησιάσεις. Δεν αισθάνεστε άνετα όταν η τύχη σάς φέρνει κοντά τους. Διαισθάνεστε ότι είναι εγωιστές, αλαζόνες ή αδιάφοροι και, σύντομα, άδικοι πια εσείς οι ίδιοι μαζί τους, ερμηνεύετε άσχημα όλα όσα λένε και όλα όσα κάνουν. Αν χαμογελούν, πιστεύετε πως είναι από οίκτο. Αν συμφωνούν μαζί σας, είναι γιατί βιάζονται να απαλλαγούν από εσάς. Αν σας συνοδεύουν μέχρι την πόρτα, είναι γιατί θέλουν να σιγουρευτούν για τα καλά ότι φύγατε.

Δεν θέλω βέβαια να πω ότι πρέπει κανείς να έρθει σε ρήξη με τους τρόπους και τους τύπους της καλής συμπεριφοράς• το να μην τους λαμβάνεις υπ’ όψιν είναι δείγμα κακής ανατροφής. Όμως, δεν μπορώ και να πιστέψω ότι οι τυποποιημένες αυτές μορφές, που αποστηθίζονται χωρίς τον παραμικρό κόπο, που ταιριάζουν εξίσου στον πιο ανόητο και τον πιο σοφό, είναι το άπαν της ευγένειας. Τι είναι λοιπόν η ευγένεια και πώς θα την ορίσουμε;

Στο βάθος της αληθινής ευγένειας, θα βρείτε ένα συναίσθημα: την αγάπη για την ισότητα. Υπάρχουν, ωστόσο, πολλοί τρόποι να αγαπά κανείς και να κατανοεί την ισότητα. Ο χειρότερος από όλους συνίσταται στο να μην λαμβάνει καθόλου υπ’ όψιν του την ανωτερότητα σε ταλέντο ή σε ηθική αξία. Είναι μια μορφή αδικίας, η οποία προέρχεται από την ζήλεια, τον φθόνο ή μια ασυνείδητη επιθυμία για κυριαρχία. Η ισότητα που απαιτεί η δικαιοσύνη είναι ισότητα σχέσης και, συνεπώς, αναλογία ανάμεσα στην αξία και την ανταμοιβή. Ας αποκαλέσουμε, αν θέλετε, ευγένεια τρόπων μια κάποια τέχνη να εκφράζουμε στον καθένα, με την στάση μας και τα λόγια μας, την εκτίμηση και την υπόληψη που δικαιούται. Δεν θα λέγαμε άραγε ότι η ευγένεια αυτή εκφράζει, με τον τρόπο της, την αγάπη για ισότητα;

ΝΑ ΜΑΘΕΙΣ ΝΑ ΖΗΤΑΣ

Αυτό που ζητάω τώρα από σένα είναι υπεράνθρωπο. Πρώτα πρέπει να μαντέψεις τι ακριβώς περιμένω, κι έπειτα, φυσικά, να μου το δώσεις.

Η απαίτηση εδώ υπονοείται. Εγώ το μόνο που έχω να κάνω είναι να προτείνω διακριτικά την προσδοκία μου κι έπειτα να ξεκουραστώ πέφτοντας πάνω σου με όλο μου το βάρος…

Αν μαντέψεις σωστά, εγώ θα δεχτώ με μεγάλη ευχαρίστηση αυτό που από μόνος σου αποφάσισες να μου δώσεις.

Αν δεν το μαντέψεις, τότε θα έχω πάντα πρόχειρη μια μομφή που θα μου δίνει το δικαίωμα να σου πω: «Θα μπορούσες να το είχες καταλάβει». Να μάθεις να ζητάς, είναι μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για έναν άνθρωπο.

Δεν ξέρει όλος ο κόσμος να ζητάει. Γνωρίζω κάποιους που ποτέ δεν ζήτησαν τίποτα ή που -ακόμα χειρότερα- ποτέ δεν μπόρεσαν να ζητήσουν τίποτα.

Οι άνθρωποι αυτοί νιώθουν πως το να ζητάς ισοδυναμεί με το να παραδίδεσαι στα ξένα χέρια. Δεν μπορούν να δεχτούν πως δεν είναι αυτάρκεις, τρέμουν τις προσωπικές τους αδυναμίες και πολλές φορές τρομοκρατούνται όταν έρχονται σε επαφή με οποιοδήποτε εσωτερικό χαρακτηριστικό τους που -ακόμα και εν μέρει – προϋποθέτει εξάρτηση.

Πολλοί απ’ αυτούς καυχιούνται πως δεν ζητούν ποτέ τίποτα από κανέναν. Ωστόσο, φτάνει να περιπλανηθείς λίγο στην προσωπική τους ιστορία και στη στάση που κρατούν απέναντι στη ζωή και στις πιο κοντινές τους σχέσεις, για να καταλήξεις πάντα στο ίδιο εύρημα: τις συγκαλυμμένες απαιτήσεις. Και πίσω απ’ αυτές, κι άλλες απαιτήσεις.

Το καλύτερο που μπορώ να σου δώσω από μένα είναι αυτό που θέλω να σου δώσω.

Το καλύτερο που μπορείς να μου δώσεις από σένα είναι αυτό που θέλεις να μου δώσεις.

Εγώ δεν θέλω το πιο πολύ.
Εγώ από σένα θέλω το πιο καλό.

ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΑΠΗ: ΕΡΩΤΑΣ, ΦΙΛΙΑ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ

Τους αρχαίους Έλληνες, των οποίων οι ανακαλύψεις και οι εξελίξεις στα μαθηματικά, τη λογική, την ηθική, τις τέχνες και σε πολλά άλλα θέματα συνεχίζουν να ασκούν εξέχουσα επιρροή στον δυτικό πολιτισμό, και επομένως και στο παγκόσμιο χωριό, τους απασχολούσε ζωτικά το θέμα της αγάπης και της σχέσης της με την ανθρώπινη ψυχή. Σε αυτή την προχριστιανική περίοδο, οι Έλληνες ήταν παγανιστές και η άποψή τους για την ψυχή δεν ήταν θρησκευτική, που έχει να κάνει με πνεύματα ή φαντάσματα. Ο Πλάτωνας και οι άλλοι αντιλαμβάνονταν την αγάπη σαν να κατοικεί στην ψυχή και την ψυχή την ίδια (και επομένως την αγάπη) σαν να έχει τρία μέρη ή διαστάσεις. Αυτές οι διαστάσεις αντιστοιχούν στα σπλάχνα, το μυαλό και την καρδιά. Οι Έλληνες ονόμαζαν αυτούς τους τρεις διαφορετικούς τύπους αγάπης έρωτα, φιλία και αγάπη.

Αν και σήμερα χρησιμοποιούμε τη λέξη “ερωτικό” για να εννοήσουμε σεξουαλικό, η ελληνική αντίληψη του έρωτα στην πραγματικότητα αναφερόταν σε όλες τις ανθρώπινες φυσικές επιθυμίες. Η επιθυμία για φαγητό και ποτό ήταν ερωτική (καθώς ανήκαν στον τομέα των σπλάχνων) όσο και η επιθυμία για σεξ. Από αυτή τη σκοπιά, το σεξ είναι άλλη μια από τις ορέξεις, χωρίς να έχει περισσότερη αξία κρίσης συνδεδεμένη με αυτό από ότι το φαγητό. Μόνο όταν οι θρησκείες άρχισαν να ελέγχουν την ανθρώπινη κοινωνική συμπεριφορά είδαμε τη σεξουαλικότητα να τη διαχειρίζονται σαν κάτι διαφορετικό από τις υπόλοιπες σωματικές επιθυμίες, που οδήγησε στο περιορισμένο (και σημερινό) νόημα του έρωτα. “Ερωτική αγάπη”, επομένως, στη σημερινή γλώσσα, σημαίνει σεξουαλική αγάπη και κουβαλάει μαζί της υπονοούμενη έλξης, σαγήνης, ατμόσφαιρα μυστηρίου, χημείας και ζωώδους μαγνητισμού. Δεν μπορούμε να αρνηθούμε τη σημαντικότητά της, αλλά επίσης να επιβεβαιώσουμε τις υψηλότερες πλευρές της αγάπης.

“Φιλία” σημαίνει μια διανοητική έλξη από κάποιον ή κάτι που εξελίσσεται σε κάποιο είδος αγάπης. Η φιλοσοφία η ίδια, που σημαίνει “αγάπη της σοφίας”, συμβαίνει να είναι ένα καλό παράδειγμα.

Φιλία σημαίνει να αγαπάς ανθρώπους, πράγματα ή ιδέες με μη σεξουαλικούς τρόπους. Η σχέση μεταξύ ενός μαθητή και ενός δασκάλου μπορεί να είναι φιλική αγάπη, όπως μπορεί να είναι η έλξη προς ένα φίλο, ένα ποίημα, ένα τοπίο, ένα μαθηματικό θεώρημα, μια ηθική θεωρία, το θέμα μιας μελέτης, ένα επάγγελμα ή έναν κοινωνικό σκοπό. Οι άνθρωποι που αγαπούν τη δουλειά τους έχουν φιλικές σχέσεις με την καριέρα τους. Αγαπάτε και υμνείτε τη ζωή την ίδια; Αυτό είναι επίσης φιλία. Μια από τις πιο ισχυρές εκφράσεις της φιλίας είναι η σχέση που ενώνει δύο φίλους.

Στη φιλία το εγώ δεν διαλύεται μέσα στον άλλο· αντιθέτως, εξελίσσεται. Διαφορετικά από την αγάπη, η φιλία δεν κηρύττει ότι ένα κι ένα κάνουν ένα· αλλά ότι ένα κι ένα κάνουν δύο. Καθένας από τους δύο εμπλουτίζεται από και για τον άλλο. – ΕΛΙ ΓΟΥΙΖΕΛ

Η τρίτη, και πιο υψηλή μορφή αγάπης για τους Έλληνες, είναι η αγάπη – αγάπη που δεν ζητά τίποτα σε αντάλλαγμα.

Είναι η πιο σπάνια και η πιο πολύτιμη μορφή αγάπης. Αυτοί που εκδηλώνουν αγάπη ενεργούν πέρα από τα αγνά ατομικά κίνητρα: Ο κόσμος είναι γεμάτος από πλάσματα που χρειάζονται να αγαπηθούν από μια καλή καρδιά και η αγάπη είναι αγάπη που πηγάζει από μια τέτοια καρδιά. Η αγάπη καθιστά ικανούς τους ανθρώπους να βιώσουν θεϊκή αγάπη οι ίδιοι και να εκπέμψουν συμπόνια για τους άλλους. Επειδή η αγάπη είναι ανιδιοτελής, η έκφρασή της πάντα βοηθά και ποτέ δεν βλάπτει τους άλλους. Εκεί όπου ο έρωτας καθιστά δυνατούς τους ερωτικούς δεσμούς και τη δημιουργία οικογένειας και ο φίλος καθιστά τη φιλία και την κοινωνία δυνατές, η αγάπη καθιστά τη λατρεία και την ανθρωπιά δυνατές. Η αγάπη μπορεί επίσης να επικυρώσει και να δυναμώσει τόσο τη φιλία όσο και τον έρωτα.

Αυτό που κάνει την αγάπη διαφορετική από τον έρωτα και τη φιλία είναι η ανιδιοτέλειά της. Ο έρωτας κάνει τους ανθρώπους να πολεμούν να χάσουν ή να βρουν τους εαυτούς τους μέσα σε άλλους. Η φιλία τούς κάνει να θέλουν να ταυτιστούν με κάποιον άλλο. Η αγάπη εκδηλώνεται χωρίς να μπαίνουν στο δρόμο της το εγώ και τα κίνητρα. Το να δέχεστε αγάπη είναι σαν να νιώθετε τον ακτινοβόλο ήλιο να λάμπει πάνω σας. Δεν σας πειράζει που λάμπει πάνω και σε άλλους επίσης· αντίθετα, θέλετε και οι άλλοι να το νιώθουν. Το να δίνετε αγαπητική αγάπη είναι σαν να παράγετε το ακτινοβόλο φως το ίδιο.

Υπάρχουν πολλοί τρόποι να βιώσετε την αγάπη σαν όφελος και μετά να τη δώσετε και σε άλλους. Μερικοί το κάνουν αυτό μέσω της προσευχής· μερικοί μέσω του διαλογισμού· άλλοι μέσα από τα σκληρά μαθήματα της ζωής και τη βαθμιαία απόκτηση της σοφίας· ακόμη άλλοι μέσα από μυστικιστικές αναζητήσεις. Όπως κι αν έρχεται στη ζωή σας, το κλειδί είναι να απαλείψετε το εγώ από την εξίσωση.

Αυτό ήταν ένα πρόβλημα για τον Φρόιντ – και μια αδυναμία στις θεωρίες του για την αγάπη. Ο Φρόιντ είχε διαβάσει λιγάκι για το “μυστικισμό” και τις υπαρξιακές καταστάσεις που μπορούν να επιτευχθούν μέσω τεχνικών που καταφέρνουν να ηρεμήσουν την απαιτητική, ερωτική ψυχή. Είχε ακούσει μαρτυρίες από ανθρώπους που είχαν βιώσει ταύτιση με το σύμπαν ή ενότητα με τα πράγματα, κατά τη διάρκεια των οποίων το εγώ προσωρινά διαλύεται. Οι άνθρωποι παρομοιάζουν αυτή την εμπειρία με το αίσθημα της σταγόνας που επιστρέφει στον ωκεανό, που συχνά συνοδεύεται από οπτικές εντυπώσεις θεϊκού φωτός ή ακουστικές εντυπώσεις θεϊκής μουσικής ή γευστικές εντυπώσεις θεϊκού νέκταρ ή απτικές εντυπώσεις του το να είναι λουσμένοι σε θεϊκή αγάπη. “Είμαι ανίκανος να ανακαλύψω αυτό το ωκεάνιο αίσθημα στον εαυτό μου”, ομολόγησε ο Φρόιντ, με κάμποση πικρία.

Και είχε δίκιο, γιατί η αγάπη δεν κατοικεί ή απορρέει από το εγώ ούτε από κάποια “κομμάτια” του εαυτού στον ψυχαναλυτικό του χάρτη. Ούτε το Εγώ ούτε το Υπερ-εγώ ούτε το Αυτό μπορεί να δώσει και να δεχθεί αγάπη, όχι περισσότερο από ό,τι μπορούν να μαυρίσουν στον ήλιο.

Είναι αναμφισβήτητα ένα καλό πράγμα να βιώνετε και έρωτα και φιλία, γιατί τότε θα ανακαλύψετε τα προτερήματα, τα ελαττώματα και τους περιορισμούς του εαυτού σας.

Και όταν είστε έτοιμοι για αυτή, η αγάπη θα σας περιμένει.

Τι αντίκτυπο έχουν οι οικογενειακοί καυγάδες στην ψυχολογία των παιδιών

Οι καυγάδες μεταξύ των γονιών επηρεάζουν τη συναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών, υποστηρίζουν νέες μελέτες.

Είτε λοιπόν η μαμά και ο μπαμπάς φωνάζουν μέχρι να κοκκινίσουν τα πρόσωπά τους από την οργή είτε κυκλοφορούν με πετρώδη έκφραση και υπάρχει ηλεκτρισμένη σιωπή μέσα στο σπίτι, η ψυχολογία των παιδιών επηρεάζεται υποστηρίζει ο ψυχολόγος Mark Cummings, από το Πανεπιστήμιο Notre Dame στη Νέα Υόρκη.

Είναι γνωστό βέβαια πώς μια ισχυρή σχέση μεταξύ των γονέων αποτελεί το κλειδί για την ψυχική υγεία των παιδιών και τη κοινωνική προσαρμογή. Η νέα έρευνα δείχνει επίσης πώς όταν οι γονείς έχουν μια καλή σχέση μεταξύ τους, τα παιδιά αισθάνονται ασφάλεια. «Αυτό που δείχνει η έρευνα είναι ότι η συναισθηματική ασφάλεια των παιδιών επηρεάζεται και από τη σχέση μεταξύ των γονέων και όχι μόνο από τη σχέση των γονέων με τα ίδια τα παιδιά», τονίζει χαρακτηριστικά ο Cummings.

Τα παιδιά πλήττονται σε όλες τις ηλικίες

Ο Cummings και ο συν-επικεφαλής της μελέτης Patrick T. Davies, από το Πανεπιστήμιο του Ρότσεστερ της Νέας Υόρκης πραγματοποίησαν ουσιαστικά τρεις νέες μελέτες. Αρχικά μελέτησαν 226 παιδιά (ηλικίας 9 έως 18 ετών) και τους γονείς τους, σχεδόν για τρία χρόνια.

Στη συνέχεια η μελέτη επαναλήφθηκε σε 232 παιδιά νηπιακής ηλικίας.

Οι ερευνητές αξιολόγησαν την οικογενειακή κατάσταση στο σπίτι, την ποιότητα και τακτική των συγκρούσεων καθώς και τις αξιολογήσεις τους από τα παιδιά. Εξέτασαν μάλιστα τα παιδιά για συμπτώματα κατάθλιψης και τους ρώτησαν σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις πώς τα πάνε οι γονείς τους μεταξύ τους.

Τέλος, ακολούθησε μελέτη σε 223 παιδιά 6 ετών και τους γονείς τους για περίπου ένα χρόνο. Εξετάσθηκε ο τρόπος που λύνουν οι γονείς τις διαφωνίες τους , οι αντιδράσεις των παιδιών στους καυγάδες και οι αρνητικές σκέψεις που κάνουν.

Αυτό που βρήκαν οι ερευνητές είναι πώς οι συγκρούσεις δεν αποτελούν πρόβλημα αν οι γονείς λύνουν τις διαφορές τους. Αλλά όταν οι συγκρούσεις παραμένουν ανοιχτές, τότε τα παιδιά ανταποκρίνονται με προβλήματα κατάθλιψης, άγχους και συμπεριφοράς.

«Οι γονείς δεν συνειδητοποιούν ότι τα παιδιά είναι ευαίσθητα στις συγκρούσεις», λέει ο Cummings. «Διαπιστώσαμε όμως ότι είναι ευαίσθητα και μάλιστα σε πολύ μικρή ηλικία - από 1 έτους τουλάχιστον. Όταν οι γονείς ξεπερνούν τις διαφορές τους τα παιδιά το καταλαβαίνουν, όταν πάλι όχι και πάλι το καταλαβαίνουν», συμπληρώνει ο ίδιος.

Μια άλλη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Child Development, έδειξε ότι τα παιδιά που μεγαλώνουν σε ένα περιβάλλον με συχνούς καυγάδες, έχουν πολύ ανήσυχο ύπνο και υπνηλία κατά τη διάρκεια της ημέρας.

Κακοί καυγάδες Vs Καλοί καυγάδες

«Όλοι κατά καιρούς τσακωνόμαστε και αυτό δεν είναι κακό», λέει ο Cummings. «Τα παιδιά επηρεάζονται όμως ψυχολογικά όταν υπάρχει συσσωρευμένη αρνητική ενέργεια και κακό κλίμα στο περιβάλλον τους με αποτέλεσμα να χάνουν την εμπιστοσύνη τους στην συναισθηματική ασφάλεια της οικογένειας.»

Οι καυγάδες που επηρεάζουν αρνητικά τα παιδιά έχουν τα παρακάτω χαρακτηριστικά:
  • Αμυντικότητα
  • Προσωπικές προσβολές
  • Λεκτική επιθετικότητα
  • Μη λεκτική έκφραση της έχθρας
  • Κωλυσιεργία
  • Φυσική επιθετικότητα: Η σωματική βία είναι εξαιρετικά επιζήμια για την παιδική συναισθηματική ευεξία.
Οι καυγάδες που δεν πληγώνουν τα παιδιά έχουν πολλά από τα παρακάτω εποικοδομητικά χαρακτηριστικά:

Επίλυση προβλήματος

Συμβιβασμός

Έκφραση θετικών συναισθημάτων στο πλαίσιο της σύγκρουσης

Υποστηρικτικές δηλώσεις

Λεκτική έκφραση της αγάπης

Τι να κάνουν οι γονείς όταν δεν μπορούν να ελέγξουν τα νεύρα τους;

Ακόμα κι όταν οι γονείς πηγαίνουν σε ένα άλλο δωμάτιο και λύνουν τις διαφορές τους πίσω από κλειστές πόρτες, αν βγουν σαν να έχει επιλυθεί η διαφορά, το παιδί θα το δει ως λύση. Και οι γονείς μπορούν να εξηγήσουν στο παιδί τι συνέβη. Αν μάλιστα οι γονείς μπορέσουν να ελέγξουν το θυμό τους και να μην κατηγορούν ο ένας τον άλλον, η συμπεριφορά τους θα γίνει πρότυπο στο παιδί.

Τι γίνεται με το διαζύγιο;

Δεν μπορούν να επιλυθούν όλες οι συγκρούσεις. Μερικές φορές οι γονείς διαπιστώνουν ότι δεν μπορούν να συνεχίσουν τη σχέση τους. Μήπως αυτή η απόφαση βλάπτει τα παιδιά;

Η Rebecca Jones, ψυχολόγος και ς εμπειρογνώμονας σε παιδιά διαζευγμένων γονέων, λέει ότι τα παιδιά ασφαλώς και στεναχωριούνται και επηρεάζονται ψυχολογικά όταν οι γονείς τους χωρίζουν. Αλλά είναι ακόμα πιο δύσκολο αν οι γονείς μένουν μαζί για χάρη των παιδιών. Ειδικά αν τα παιδιά παρασύρονται σε αυτές τις «μάχες» μπορεί να είναι βλαβερό ακόμα και για την ανάπτυξή τους.

Σε κάθε περίπτωση, αυτό που πρέπει να γνωρίζετε είναι ότι τα παιδιά είναι ευτυχισμένα όταν βλέπουν τους γονείς τους ευτυχισμένους είτε είναι μαζί είτε χώρια.

Εντοπίστηκαν δύο μυστήρια γυάλινα σφαιρίδια στη «σκοτεινή πλευρά» της Σελήνης

Δύο διάφανα μικρά γυάλινα σφαιρίδια μέσα στην ξηρή, γκρίζα σκόνη του εδάφους, ανακάλυψε το κινεζικό rover Yutu-2 το οποίο προσεληνώθηκε στη «σκοτεινή πλευρά» της Σελήνης το 2019.

Είναι τα πρώτα του είδους τους που ανακαλύπτονται στη σεληνιακή επιφάνεια και οι ερευνητές εκτιμούν πως σχηματίστηκαν σχετικά πρόσφατα.

Γυαλί έχει εντοπιστεί ξανά στο παρελθόν από την αποστολή Apollo 16 και δείγματα έχουν επιστρέψει στη Γη. Ωστόσο αυτή είναι η πρώτη φορά που βρίσκονται ολόκληρα γυάλινα σφαιρίδια.

Αν και δε γνωρίζουμε με ακρίβεια την προέλευσή τους, οι ερευνητές εκτιμούν πως δημιουργήθηκαν μάλλον κατά τη σύγκρουση ενός μετεωρίτη.

Τα σφαιρίδια έχουν μέγεθος 15 και 25 χιλιοστά. Είναι μεγαλύτερα από αυτά που βρίσκουμε στη Γη, συνήθως σε τοποθεσίες όπου έχει πέσει μετεωρίτης. 

Η συλλογή αυτών των σφαιριδίων και η μελέτη της σύνθεσής τους μπορεί να βοηθήσει τους επιστήμονες να καταλάβουν την ιστορία των συγκρούσεων της Σελήνης, καθώς και να προσφέρουν πολύτιμες πληροφορίες για πιθανά υλικά κατασκευής που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε στην επιφάνεια της Σελήνης.

Οι ηθικές δυνάμεις στον άνθρωπο – O άνθρωπος, καλός ή κακός;

mmw_ethics_article«Θαύματα υπάρχουν πολλά, και κανένα δεν είναι πιο θαυμαστό από τον άνθρωπο». -Σοφοκλής, Αντιγόνη

O άνθρωπος, καλός ή κακός;

H θέση πού παίρνει ή ουμανιστική ηθική ότι o άνθρωπος είναι σε θέση να γνωρίζει τi είναι καλό και να ενεργεί ανάλογα με τη δύναμη των φυσικών δυνατοτήτων του και της λογικής του θα ήταν αβάσιμη, αν αλήθευε ή θεωρία σχετικά με την έμφυτη κακία τού ανθρώπου. Οι αντίπαλοι της ουμανιστικής ηθικής ισχυρίζονται πώς ή φύση τού ανθρώπου είναι τέτοια, πού τον κάνει να έχει την τάση να είναι εχθρικός με το συνάνθρωπό του, να ζηλεύει και να φθονεί, να είναι οκνηρός, εκτός αν τον χαλιναγωγήσει ό φόβος. Πολλοί εκπρόσωποι της ουμανιστικής ηθικής αντέκρουσαν τον ισχυρισμό αυτό, επιμένοντας ότι o άνθρωπος είναι από φύση καλός κι ότι η καταστροφικότητα δεν αποτελεί απαραίτητο μέρος της ανθρώπινης φύσης.

H λογομαχία ανάμεσα στις δυο αυτές αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις αποτελεί πραγματικά ένα από τα βασικά θέματα της δυτικής σκέψης. Για τον Σωκράτη, πηγή κακού ήταν ή άγνοια κι όχι ή φυσική προδιάθεση του ανθρώπου. Και θεωρούσε σαν κακία το λάθος. Η Παλαιά Διαθήκη μας λέει, απεναντίας, ότι η ιστορία του ανθρώπου ξεκινά με μια αμαρτωλή πράξη κι ότι «οι τάσεις του είναι κακές από την παιδική του ηλικία ως το θάνατο». Στις αρχές του Μεσαίωνα, η μάχη μεταξύ των δυο αλληλοσυγκρουόμενων απόψεων είχε σαν επίκεντρό της το θέμα της ερμηνείας τού βιβλικού μύθου της πτώσης τού Αδάμ. Ο Αυγουστίνος θεωρούσε ότι ή φύση τού ανθρώπου ήταν διεφθαρμένη ύστερα από την πτώση, ότι κάθε γενιά γεννιόταν με την κατάρα πού επέσυρε ή πρώτη ανυπακοή τού ανθρώπου, κι ότι μόνο ή θεία χάρη, πού μεταδίδεται από την Εκκλησία και τα μυστήριά της, μπορούσε να σώσει τον άνθρωπο. Ο μεγάλος αντίπαλος τού Αυγουστίνου, Πελάγιος, υποστήριζε ότι το αμάρτημα τού Αδάμ ήταν καθαρά προσωπικό και δεν είχε επίδραση παρά μόνο στον ίδιο. ‘Ότι κατά συνέπεια, ό άνθρωπος γεννιέται με δυνάμεις τόσο αδιάφθορες, όσο ό Αδάμ πριν την πτώση του, κι ότι το αμάρτημα είναι αποτέλεσμα πειρασμού και κακού παραδείγματος. Τη μάχη κέρδισε ό Αυγουστίνος, και ή έκβαση αυτής της νίκης έμελλε να καθορίσει — και να συσκοτίσει — το πνεύμα τού ανθρώπου επί αιώνες.

Στα τέλη τού Μεσαίωνα παρατηρείται μια ολοένα μεγαλύτερη πεποίθηση στην αξιοπρέπεια, τη δύναμη και τη φυσική καλοσύνη τού ανθρώπου. Οι στοχαστές της Αναγέννησης, καθώς και θεολόγοι όπως ο Θωμάς Ακινάτης τού 13ου αιώνα, δώσανε έκφραση στην πεποίθηση αυτή, μολονότι οι απόψεις τους για τον άνθρωπο παρουσίαζαν διαφορές σε σοβαρά σημεία, και μολονότι ο Ακινάτης ποτέ δεν έφτασε ως τη ριζοσπαστικότητα της αίρεσης τού Πελάγιου. Ή αντίθεση, ή ιδέα για την έμφυτη κακία τού ανθρώπου, εκφράστηκε στα δόγματα τού Λούθηρου και τού Καλβίνου, κι έτσι ήρθε πάλι στο προσκήνιο ή θέση τού Αυγουστίνου.

Ενώ οι Λούθηρος και Καλβίνος επέμειναν σχετικά με την πνευματική Ελευθερία του ανθρώπου και για το δικαίωμά του —αλλά και την υποχρέωσή του— να αντιμετωπίσει το Θεό άμεσα, χωρίς τη μεσολάβηση ενός παπά, από το άλλο μέρος δεν παύαν να καταγγέλλουν την έμφυτη κακία και αδυναμία του ανθρώπου. Σύμφωνα με τον Λούθηρο και τον Καλβίνο, το μεγαλύτερο εμπόδιο για τη σωτηρία του ανθρώπου είναι ή έπαρσή του. Και μπορεί να το ξεπεράσει μόνο με τα αισθήματα ένοχης, τη μετάνοια, τη χωρίς επιφυλάξεις υποταγή του στο Θεό και την πίστη του στο έλεος τού Θεού.

Οι δυο αυτές θέσεις αποτέλεσαν ένα πλέγμα στον καμβά της σύγχρονης σκέψης. Ή ιδέα σχετικά με τη δύναμη και την αξιοπρέπεια τού ανθρώπου διακηρύχτηκε από τη φιλοσοφία τού Διαφωτισμού, από την προοδευτική, φιλελεύθερη σκέψη τού 19ου αιώνα, και πιο ριζοσπαστικά από τον Νίτσε. Η ιδέα της μηδαμινότητας και ασημαντότητας τού ανθρώπου βρήκε μια νέα, και τη φορά αυτή κοσμική έκφραση στα απολυταρχικά συστήματα, όπου το κράτος ή «κοινωνία» γίναν ο ανώτατος άρχοντας, ενώ το άτομο, αναγνωρίζοντας την ασημαντότητα του, υποτίθεται πώς βρίσκει την εκπλήρωση του στην υπακοή και την υποταγή. Οι δυο ιδέες, ενώ διαχωρίζονται ξεκάθαρα στις φιλοσοφίες σχετικά με τη δημοκρατία και την απολυταρχία, συγχωνεύονται στις πιο ακραίες μορφές τους στη σκέψη και ακόμα περισσότερο στο αίσθημα, στον πολιτισμό μας. Σήμερα είμαστε οπαδοί και τού Αυγουστίνου και τού Πελάγιου, και τού Λούθηρου και τού Πίκο ντέλα Μιράντολα, τού Χομπς και τού Τζέφερσον. Συνειδητά πιστεύουμε στη δύναμη και αξιοπρέπεια τού ανθρώπου, αλλά —συχνά ασυνείδητα— πιστεύουμε επίσης στην αδυναμία και στην κακία τού ανθρώπου —και ιδιαίτερα στη δική μας— και την εξηγούμε παραπέμποντας στην «ανθρώπινη φύση».

Στα έργα του Φρόυντ, οι δυο αντιμαχόμενες ιδέες βρήκαν την έκφραση τους στα πλαίσια της ψυχολογικής θεωρίας. Ο Φρόιντ ήταν από πολλές απόψεις χαρακτηριστικός εκπρόσωπος τού πνεύματος τού Διαφωτισμού, πιστεύοντας στη λογική και στο δικαίωμα τού ανθρώπου να προστατεύει τις φυσικές του αξιώσεις από τις κοινωνικές συμβάσεις και την πολιτιστική πίεση. Παράλληλα, όμως, υποστήριζε την άποψη πως ό άνθρωπος ήταν από φύση του οκνηρός και γεμάτος αυταρέσκεια και γι’ αυτό θα πρέπει να υποχρεωθεί να πάρει το δρόμο της κοινωνικά χρήσιμης δραστηριότητας. Την πιο ριζοσπαστική έκφραση της άποψης για την έμφυτη στον άνθρωπο καταστροφικότητα, τη βρίσκουμε στη θεωρία τού «ενστίκτου θανάτου» τού Φρόιντ. Μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, ο Φρόιντ είχε τόσο ‘εντυπωσιαστεί από τη δύναμη τού πάθους καταστροφής, πού αναθεώρησε την παλιά του θεωρία, σύμφωνα με την οποία υπάρχουν δυο τύποι ενστίκτων, τού σεξ και της αυτοσυντήρησης, για να δώσει πρωτεύουσα θέση στην παράλογη καταστροφικότητα. Έκανε την υπόθεση ότι ό άνθρωπος είναι το πεδίο μάχης όπου συναντιόνται δυο ίσης έντασης δυνάμεις: ή παρόρμηση προς τη ζωή και ή παρόρμηση προς το θάνατο. Οι δυνάμεις αυτές —έλεγε— ήταν βιολογικές δυνάμεις, πού τις συναντούμε σ’ όλους τούς οργανισμούς, περιλαμβανομένου και τού ανθρώπου. ’ Αν ή παρόρμηση προς το θάνατο στρεφόταν προς τα εξωτερικά αντικείμενα, τότε εκδηλωνόταν ή παρόρμηση προς την καταστροφή. ’Αν παρέμενε μέσα στον οργανισμό, αποσκοπούσε στην αυτοκαταστροφή.

Η θεωρία τού Φρόιντ είναι δυαδική. Δε βλέπει τον άνθρωπο ούτε σαν ουσιαστικά καλό, ούτε σαν ουσιαστικά κακό, αλλά σαν ένα ον πού οδηγείται από δυο ίσες κι αντίρροπες δυνάμεις. Ή ίδια δυαδική άποψη εκφράζεται σε πολλά θρησκευτικά και φιλοσοφικά συστήματα. ‘Η ζωή κι ο θάνατος, ή αγάπη κι o αγώνας, η μέρα κι ή νύχτα, το άσπρο και το μαύρο, ο Όρμούζντ και ο Αριμάν, να μερικές από τις πολυάριθμες συμβολικές διατυπώσεις αυτής της πολικότητας. Μια τέτοια δυαδική θεωρία είναι πραγματικά πολύ συμπαθής στο μελετητή της ανθρώπινης φύσης. Αφήνει έδαφος στην ιδέα για την καλοσύνη τού ανθρώπου, παράλληλα όμως υπολογίζει την τρομακτική Ικανότητα τού ανθρώπου για καταστροφή, πού μόνο ή επιφανειακή σκέψη κι οι ευσεβείς πόθοι μπορούν ν’ αγνοήσουν. ‘Ωστόσο, ή δυαδική θέση είναι μόνο ή αφετηρία κι όχι ή απάντηση στο ψυχολογικό και ηθικό πρόβλημά μας. Μήπως πρόκειται να εξηγήσουμε ότι ό δυαδισμός αυτός σημαίνει πώς και ή παρόρμηση για ζωή και ή παρόρμηση για καταστροφή είναι έμφυτες και ισοδύναμες Ικανότητες στον άνθρωπο; Σε μια τέτοια περίπτωση, ή ουμανιστική ηθική θα πρέπει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα με ποιό τρόπο είναι δυνατό να καμφθεί ή καταστροφική πλευρά της φύσης τού ανθρώπου, χωρίς κυρώσεις και αυταρχικές εντολές.

Ή μήπως είναι δυνατό να καταλήξουμε σε μια απάντηση πού ταιριάζει περισσότερο με την αρχή της ουμανιστικής ηθικής και είναι δυνατό να κατανοηθεί ή πόλωση ανάμεσα στην παρόρμηση για ζωή και την παρόρμηση για καταστροφή με διαφορετική έννοια; Ή Ικανότητά μας ν’ απαντήσουμε στα προβλήματα αυτά εξαρτιέται από το βαθμό πού διεισδύουμε στη φύση της εχθρότητας και καταστροφικότητας. Πριν όμως ξεκινήσουμε αυτή τη συζήτηση, σκόπιμο είναι να διακριβώσουμε ως ποιο βαθμό συνδέεται ή απάντηση με το πρόβλημα της ηθικής.

Η εκλογή ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο αποτελεί πραγματικά τη βασική εκλογή της ηθικής. Είναι μια εκλογή ανάμεσα στην παραγωγικότητα και την καταστροφικότητα, ανάμεσα στη δραστικότητα και την ανικανότητα, ανάμεσα στην αρετή και την κακία. Για την ουμανιστική ηθική όλες οι κακές επιθυμίες κατευθύνονται ενάντια στη ζωή και όλες οι καλές εξυπηρετούν τη διατήρηση και το ξεδίπλωμα της ζωής.

Πρώτο μας βήμα κατά την εξέταση του προβλήματος της καταστροφικότητας είναι να κάνουμε το διαχωρισμό ανάμεσα σε δυο είδη μίσους: το λογικό «αντενεργό» και το παράλογο, «εξαρτημένο από το χαρακτήρα» μίσος. Το αντενεργό, λογικό μίσος είναι η αντίδραση ενός ατόμου σε μια απειλή ενάντια στη ζωή, την ελευθερία ή τις ιδέες τις δικές του ή ενός άλλου ατόμου. Προϋπόθεσή του είναι ό σεβασμός για τη ζωή. Το λογικό (μίσος ασκεί μια σπουδαία βιολογική λειτουργία: είναι το συγκινησιακό ισοδύναμο δράσης πού εξυπηρετεί την προστασία της ζωής. Εμφανίζεται σαν αντίδραση (αντενέργεια) στις ζωτικές απειλές, και παύει να υπάρχει όταν ή απειλή εξαφανιστεί. Δ έ ν είναι αντίθετο, αλλά σύνδρομο της επιθυμίας γιά ζωή.

Το «εξαρτημένο από το χαρακτήρα μίσος» είναι διαφορετικής ποιότητας. Είναι ένα γνώρισμα χαρακτήρα, μια συνεχής ετοιμότητα για μίσος, πού φωλιάζει μέσα στο άτομο πού είναι εχθρικό κι όχι πού αντιδρά με μίσος σε έναν εξωτερικό ερεθισμό. Το παράλογο μίσος μπορεί να υποκινηθεί από το ίδιο είδος ρεαλιστικής απειλής, πού προκαλεί το αντενεργό μίσος. Συνήθως όμως πρόκειται για αδικαιολόγητο μίσος, πού χρησιμοποιεί κάθε δυνατότητα για να εκδηλωθεί, αιτιολογούμενο σαν αντενεργό μίσος. Το πρόσωπο πού μισεί φαίνεται να έχει ένα αίσθημα ανακούφισης, σα να νιώθει ευχαρίστηση πού βρήκε την ευκαιρία να εκφράσει την εχθρότητα πού φώλιαζε μέσα του. Μπορεί να διακρίνει κανείς στο πρόσωπό του την αγαλλίαση πού νιώθει από την Ικανοποίηση πού του δίνει το μίσος του.

Η ηθική ενδιαφέρεται κατά κύριο λόγο για το πρόβλημα του παράλογου μίσους, για το πάθος της καταστροφής, ή ακρωτηριασμού της ζωής. Το παράλογο μίσος πηγάζει από το χαρακτήρα του ατόμου, και το αντικείμενο του έχει δευτερεύουσα σημασία. Κατευθύνεται ενάντια στους άλλους, καθώς και ενάντια στον ίδιο το φορέα του, μολονότι αντιλαμβανόμαστε ότι μισούμε περισσότερο τούς άλλους παρά τούς ίδιους τούς εαυτούς μας. Το μίσος ενάντια στους εαυτούς μας αιτιολογείται συνήθως σα θυσία, ανιδιοτέλεια, ασκητισμός ή σαν αίσθημα αυτοκατηγορίας και κατωτερότητας.

Η συχνότητα τού αντενεργού μίσους είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ όσο μπορεί να φαίνεται, γιατί συχνά ένα άτομο μπορεί να αντιδρά με μίσος ενάντια σε απειλές κατά της ελευθερίας και της ακεραιότητάς του, απειλές πού δεν είναι φανερές ή σαφείς, αλλά ύπουλες ή καμουφλαρισμένες σαν αγάπη και προστασία. ’Αλλά ακόμη κι έτσι, το εξαρτημένο από το χαρακτήρα μίσος, παραμένει φαινόμενο τέτοιου μεγέθους, ώστε ή δυαδική θεωρία της αγάπης και τού μίσους σαν τις δυο θεμελιώδεις δυνάμεις φαίνεται ν’ ανταποκρίνεται στα γεγονότα. Πρέπει λοιπόν να παραδεχτούμε την ορθότητα αυτού τού δυαδισμού; Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό, θα πρέπει να ερευνήσουμε πιο βαθιά τη φύση αυτού τού δυαδισμού. Είναι το καλό και το κακό ισοδύναμα μεγέθη; ’Αποτελούν και τα -δυο μέρος τού αρχικού εξοπλισμού τού ανθρώπου, ή ποιές άλλες σχέσεις μπορούν να υπάρχουν ανάμεσα τους;

Σύμφωνα με τον Φρόιντ, ή καταστροφικότητα είναι έμφυτη σε όλα τα ανθρώπινα όντα. Διαφέρει κυρίως μόνο ως προς το αντικείμενο της καταστροφικότητας —τούς άλλους ή τούς εαυτούς μας. Ή υπόθεση όμως αυτή έρχεται σε αντίφαση με το γεγονός ότι οι άνθρωποι διαφέρουν ως προς το βαθμό τού συνόλου της καταστροφικότητάς τους, ανεξάρτητα από το αν κατευθύνεται πρωταρχικά ενάντια στους εαυτούς τους ή τούς άλλους. Δε διαπιστώνουμε μεγάλη καταστροφικότητα ενάντια στους άλλους σ’ εκείνους πού νιώθουν λίγη εχθρότητα ενάντια στους εαυτούς τους. ’Απεναντίας, διαπιστώνουμε ότι ή εχθρότητα ενάντια στον εαυτό τού ατόμου και τούς άλλους είναι συναφής. Διαπιστώνουμε ακόμη ότι οι καταστροφικές της ζωής δυνάμεις σ’ ένα άτομο, υπάρχουν σε αντίστροφη αναλογία με τις προωθητικές της ζωής δυνάμεις. “Όσο ισχυρότερες είναι οι πρώτες, τόσο αδύνατες είναι οι δεύτερες, και αντίστροφα. Το γεγονός αυτό προσφέρει Ένα νήμα για την κατανόηση της καταστροφικής για τη ζωή Ενέργειας. Φαίνεται ότι ό βαθμός καταστροφικότητας είναι ανάλογος με το βαθμό στον όποιο παρεμποδίζεται ή ανάπτυξη των Ικανοτήτων τού ατόμου. Δεν αναφέρομαι εδώ στις τυχαίες διαψεύσεις αυτής ή εκείνης της Επιθυμίας, άλλα στην παρεμπόδιση της έκφρασης των αισθητηριακών, συναισθηματικών, φυσικών και διανοητικών ικανοτήτων, στην ανακοπή της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνατοτήτων. Αν ή τάση της ζωής προς την ανάπτυξη, προς τη βίωση ανακόβεται, η Ενέργεια πού δεσμεύεται μ’ αυτό τον τρόπο περνάει μια διεργασία άλλαγής και μετασχηματίζεται σ’ Ενέργεια καταστροφική για τη ζωή. Η καταστροφικότητα είναι το αποτέλεσμα της μη βιωμένης ζωής. Τα άτομα Εκείνα, καθώς και οι κοινωνικές συνθήκες πού συμβάλλουν στη δέσμευση της προωθητικής της ζωής Ενέργειας, παράγουν καταστροφικότητα, πού με τη σειρά της γίνεται ή πηγή απ’ όπου ξεπηδούν οι διάφορες Εκδηλώσεις τού κακού.

Αν αληθεύει πώς η καταστροφικότητα θα πρέπει ν’ αναπτύσσεται σαν αποτέλεσμα δεσμευμένης παραγωγικής ενέργειας, φαίνεται ότι μπορεί πολύ σωστά ν’ αποκληθεί δυνατότητα της φύσης τού ανθρώπου. Μήπως λοιπόν προκύπτει απ’ αυτό ότι και το καλό και το κακό είναι δυνατότητες ίσης δύναμης στον άνθρωπο; Για ν’ απαντήσουμε στο Ερώτημα αυτό ·θα πρέπει να ερευνήσουμε στο νόημα της δυνατότητας. Λέγοντας ότι κάτι υπάρχει με τη μορφή της δυνατότητας («δυνάμει»), όχι μόνο σημαίνει ότι θα υπάρχει στο μέλλον, άλλ’ ότι ή παρουσία της μελλοντικής αυτής ύπαρξης έχει προετοιμαστεί στο παρόν. Ή σχέση αυτή ανάμεσα στο τωρινό και το μελλοντικό στάδιο ανάπτυξης μπορεί να χαρακτηριστεί λέγοντας ότι το μέλλον υπάρχει ουσιαστικά στο παρόν. Μήπως αυτό σημαίνει ότι το μελλοντικό στάδιο θα υπάρξει υποχρεωτικά, αν υπάρχει το τωρινό στάδιο; Προφανώς όχι. Av πούμε πώς το δέντρο υπάρχει δυνητικά στο σπόρο, αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει από κάθε σπόρο να αναπτυχθεί ένα δέντρο. Ή πραγματοποίηση μιας δυνατότητας εξαρτιέται από την παρουσία ορισμένων συνθηκών, οι όποιες στην περίπτωση του σπόρου λόγου χάρη, είναι το κατάλληλο έδαφος, το νερό και το ηλιόφως. Ουσιαστικά, ή έννοια της δυνατότητας δεν έχει νόημα παρά μόνο σε συνδυασμό με τις ειδικές συνθήκες πού απαιτούνται για την πραγματοποίησή της. Ή δήλωση πώς το δέντρο υπάρχει δυνητικά στο σπόρο, πρέπει να διατυπωθεί ειδικότερα να σημαίνει ότι το δέντρο θα βγει από το σπόρο με την προϋπόθεση πώς ό σπόρος θα βρει τις απαραίτητες ειδικές για την ανάπτυξή του συνθήκες. Αν οι συνθήκες αυτές απουσιάσουν, αν, λόγου χάρη, το έδαφος είναι πολύ υγρό και δε συντείνει στην ανάπτυξη τού σπόρου, ό σπόρος δε θα εξελιχθεί σε δέντρο, αλλά θα σαπίσει. ’Αν ένα ζώο στερηθεί την τροφή, δε θα πραγματοποιήσει τις δυνατότητες πού έχει ν’ αναπτυχθεί και θα πεθάνει. Μπορεί να λεχθεί λοιπόν, ότι ό σπόρος ή το ζώο έχουν δυο είδη δυνατότητες, πού από την καθεμιά προκύπτουν ορισμένα αποτελέσματα σε ένα κατοπινό στάδιο ανάπτυξης: πρώτο, μια πρωτεύουσα δυνατότητα πού πραγματοποιείται αν υπάρξουν οι κατάλληλες συνθήκες, και δεύτερο, μια δευτερεύουσα δυνατότητα, πού πραγματοποιείται αν οι συνθήκες βρίσκονται σε αντίθεση με τις υπαρξιακές ανάγκες. Και ή πρωτεύουσα και ή δευτερεύουσα δυνατότητα, αποτελούν μέρος της φύσης ενός οργανισμού. Οι δευτερεύουσες δυνατότητες γίνονται έκδηλες κάτω από την ίδια αναγκαιότητα όπως και οι πρωτεύουσες δυνατότητες. Οι όροι «πρωτεύουσα» και «δευτερεύουσα» χρησιμοποιούνται για να τονιστεί πώς ή ανάπτυξη της δυνατότητας πού ονομάζεται «πρωτεύουσα» εκδηλώνεται μόνο κάτω από κανονικές συνθήκες, και πώς ή «δευτερεύουσα» δυνατότητα εκδηλώνει την ύπαρξή της μόνο στην περίπτωση ανώμαλων, παθογόνων καταστάσεων.

Με την προϋπόθεση ότι εύστοχα υποθέτουμε πώς ή καταστροφικότητα είναι δευτερεύουσα δυνατότητα στον άνθρωπο, πού εκδηλώνεται μόνο αν αποτύχει στην πραγματοποίηση των πρωτευουσών δυνατοτήτων του, δώσαμε απάντηση σε μια μόνο από τις αντιρρήσεις στην ουμανιστική ηθική. Δείξαμε ότι ό άνθρωπος δεν είναι υποχρεωτικά κακός, άλλα γίνεται κακός μόνο αν απουσιάσουν οι κατάλληλες για την ανάπτυξή του συνθήκες. Το κακό δεν έχει ανεξάρτητη δική του ύπαρξη, είναι ή απουσία τού καλού, το αποτέλεσμα της αποτυχίας πραγματοποίησης της ζωής.

Θα πρέπει ν’ αντικρούσουμε μια ακόμη αντίρρηση στην ουμανιστική ηθική, πού λέει ότι στις κατάλληλες συνθήκες για την ανάπτυξη τού καλού και τού κακού πρέπει να περιλαμβάνονται οι αμοιβές κι ή τιμωρία, γιατί ό άνθρωπος δεν έχει μέσα του κανένα κίνητρο για την ανάπτυξη των δυνάμεών του. Θα επιχειρήσω ν’ αποδείξω στις ακόλουθες σελίδες πως το κανονικό άτομο έχει μέσα του την τάση να εξελιχθεί, ν’ αναπτυχθεί και να είναι παραγωγικό, και πως ή παράλυση αυτής της τάσης είναι από μόνη της σύμπτωμα πνευματικής ασθένειας. Ή πνευματική ασθένεια, όπως και ή ψυχική υγεία, δεν είναι σκοπός πού για την επιτυχία του θα πρέπει να ασκηθεί στο άτομο καταναγκασμός από τα έξω, αλλά σκοπός πού το κίνητρό του βρίσκεται μέσα στο άτομο, και πού ή κατάπνιξή του απαιτεί την ύπαρξη ισχυρών δυνάμεων τού περιβάλλοντος πού να ενεργούν εναντίον του.

Η υπόθεση ότι ο άνθρωπος έχει μια έμφυτη παρόρμηση για ανάπτυξη και ολοκλήρωση δεν υπονοεί μια αφηρημένη παρόρμηση για τελειοποίηση σαν ιδιαίτερο χάρισμα με το όποιο είναι προικισμένος. ’Από την ίδια τη φύση τού ανθρώπου συνάγεται ή αρχή, σύμφωνα με την οποία ή δύναμη να ενεργεί το άτομο δημιουργεί μια ανάγκη για τη χρησιμοποίηση αυτής της δύναμης και πώς ή αποτυχία χρησιμοποίησης αυτής της δύναμης έχει σαν αποτέλεσμα τη δυσλειτουργία και τη δυστυχία. Ή εγκυρότητα αυτής της αρχής είναι εύκολο να διαπιστωθεί σχετικά με τις φυσιολογικές λειτουργίες τού ανθρώπου. Ο άνθρωπος έχει τη δύναμη να περπατά και να κινείται. Στην περίπτωση πού δε θα του επιτραπεί να χρησιμοποιήσει αυτή τη δύναμη, το αποτέλεσμα θα είναι έντονη φυσική ανησυχία ή ασθένεια. Οι γυναίκες έχουν τη δύναμη να γεννούν παιδιά και να τα μεγαλώνουν. ’Αν αυτή ή δύναμη παραμείνει ανικανοποίητη, αν μια γυναίκα δε γίνει μητέρα, αν δεν μπορεί να δαπανήσει τη δύναμή της στο να φέρει στον κόσμο και ν’ αγαπήσει ένα παιδί, νιώθει μια απογοήτευση, πού θεραπεύεται μόνο με το να διαθέσει αυξημένες δυνάμεις σε άλλους τομείς της ζωής της. Ο Φρόυντ επέσυρε την προσοχή σε μια άλλη έλλειψη δαπάνης σαν αίτιο βασανισμού, την έλλειψη δαπάνης της σεξουαλικής ενέργειας, αναγνωρίζοντας πώς ή παρεμπόδιση της σεξουαλικής ενέργειας μπορεί ν’ αποτελέσει το αίτιο νευρικών διαταραχών. Ό Φρόυντ υπερεκτιμούσε τη σημασία της σεξουαλικής ικανοποίησης, ή θεωρία του όμως είναι μια βαθιά συμβολική έκφραση τού γεγονότος ότι ή αποτυχία τού ανθρώπου να χρησιμοποιήσει και να δαπανήσει αυτό πού έχει, αποτελεί αιτία ασθένεια; και δυστυχίας. Ή εγκυρότητα της αρχής αυτής είναι καταφανής σε ότι αφορά τις ψυχικές, καθώς και τις φυσικές δυνάμεις. Ο άνθρωπος είναι προικισμένος με τις ικανότητες τού λόγου και της σκέψης. “”Αν αυτές οι δυνάμεις παρεμποδιστούν, το άτομο θα υποστεί σοβαρή ζημιά. Ό άνθρωπος έχει τη δύναμη ν’ αγαπάει, και αν δεν μπορεί να κάνει χρήση της δύναμής του, αν είναι ανίκανος ν’ αγαπήσει, υποφέρει απ’ αυτή τη δυστυχία, μολονότι μπορεί ν’ αγνοήσει αυτό το βασανιστήριο με κάθε είδους αιτιολόγηση, ή χρησιμοποιώντας πολιτιστικά καθορισμένους δρόμους φυγής από την οδύνη πού τού προκαλεί αυτή ή αποτυχία.

O λόγος πού το φαινόμενο της αποτυχίας της χρησιμοποίησης των δυνάμεων του ατόμου προκαλεί δυστυχία, πρέπει ν’ αναζητηθεί στις ίδιες τις συνθήκες της ανθρώπινης ύπαρξης. Ή ύπαρξη τού ανθρώπου χαρακτηρίζεται από τις υπαρξιακές αντιφάσεις πού έχω αναπτύξει σε προηγούμενο κεφάλαιο. Δεν έχει άλλο δρόμο για να γίνει ένα με τον κόσμο και ταυτόχρονα να νιώθει ένα με τον εαυτό του, να συνδέεται με τούς άλλους και να διατηρεί την ακεραιότητά του σαν ξεχωριστή οντότητα, κάνοντας όμως παραγωγική χρήση των δυνάμεών του. ’Αν αποτύχει να το κάνει αυτό, δεν μπορεί να επιτύχει εσωτερική αρμονία και ολοκλήρωση. Βασανίζεται και διχάζεται, οδηγούμενος στο να φύγει από τον εαυτό του, από το αίσθημα της αδυναμίας, της βαριεστιμάρας και της ανικανότητας, πού είναι τα αναπόφευκτα αποτελέσματα της αποτυχίας του. Ό άνθρωπος, όντας ζωντανός, δεν μπορεί παρά να επιθυμεί να ζήσει, και ό μόνος τρόπος πού μπορεί να επιτύχει στην πράξη της ζωής, είναι να χρησιμοποιεί τις δυνάμεις του, να ξοδεύει αυτό πού έχει.

Δεν υπάρχει ίσως άλλο φαινόμενο έκτος από τη νεύρωση, πού να δείχνει πιο καθαρά το αποτέλεσμα της αποτυχίας τού ανθρώπου στο θέμα της παραγωγικής και ολοκληρωμένης ζωής. Κάθε νεύρωση είναι το αποτέλεσμα σύγκρουσης ανάμεσα στις έμφυτες στον άνθρωπο δυνάμεις και στις δυνάμεις πού παρεμποδίζουν την ανάπτυξή τους. Τα νευρωτικά συμπτώματα είναι όπως και τα συμπτώματα μιας φυσικής ασθένειας, ή έκφραση της πάλης πού κάνει το γεμάτο υγεία μέρος της προσωπικότητας ενάντια στις καταστροφικές επιδράσεις πού δρουν ενάντια στην ανάπτυξή του.

Ωστόσο, ή έλλειψη ολοκλήρωσης και παραγωγικότητας δεν οδηγεί πάντοτε στη νεύρωση. ’Αν ήταν έτσι, στην πραγματικότητα, θα έπρεπε να θεωρούμε στη μεγάλη τους πλειονότητα τούς ανθρώπους σα νευρωτικούς. Ποιες, λοιπόν, είναι οι ειδικές συνθήκες πού κάνουν να εκδηλώνεται ή νεύρωση; ‘Υπάρχουν μερικές συνθήκες πού θα μπορούσα ν’ αναφέρω με συντομία: ένα παιδί, λόγου χάρη, είναι δυνατό να συντρίβει πιο ολοκληρωτικά από τα άλλα, και ή σύγκρουση ανάμεσα στο άγχος του και τις βασικές ανθρώπινες επιθυμίες του μπορεί κατά συνέπεια να είναι οξύτερη και πιο ανυπόφορη. ’Ή μπορεί το παιδί να έχει αναπτύξει μια αίσθηση ελευθερίας και πρωτοτυπίας πού να είναι εντονότερη από την αντίστοιχη του μέσου ατόμου, κι έτσι ή ήττα να είναι λιγότερο αποδεκτή.

Αντί όμως να απαριθμήσω άλλες συνθήκες πού συμβάλλουν στη νεύρωση, προτιμώ να αντιστρέφω το ερώτημα και να ερωτήσω ποιες συνθήκες ευθύνονται για το γεγονός ότι μεγάλος αριθμός ατόμων δε γίνονται νευρωτικοί, παρ’ όλη την αποτυχία τους να ζήσουν παραγωγικά και ολοκληρωμένα. Στο σημείο αυτό σκόπιμο θα είναι να κάνουμε μια διάκριση ανάμεσα σε δυο έννοιες: την έννοια της ανεπάρκειας και την έννοια της νεύρωσης.” ’Αν ένα άτομο αποτύχει ν’ αποκτήσει ωριμότητα, αυθορμητισμό και μια αυθεντική εμπειρία τού εαυτού του, μπορεί να θεωρηθεί ότι υποφέρει από σοβαρή ανεπάρκεια, με την προϋπόθεση ότι ή ελευθερία και ό αυθορμητισμός είναι αντικειμενικοί σκοποί πού τούς επιδιώκει κάθε ανθρώπινο ον. Αν ένας τέτοιος σκοπός δεν πραγματοποιηθεί από την πλειονότητα των μελών μιας δοσμένης κοινωνίας, έχουμε τότε το φαινόμενο της κοινωνικά διαμορφούμενης ανεπάρκειας. Το άτομο την έχει από κοινού μαζί με πολλούς άλλους. Δεν το καταλαβαίνει πώς είναι ανεπάρκεια, και ή ασφάλεια του δεν απειλείται από το φόβο μήπως είναι διαφορετικός, μήπως είναι απόβλητος, σα να πούμε. Αυτό πού έχει χάσει σε πλούτο και σε αυθεντική αίσθηση ευτυχίας, αντισταθμίζεται από την ασφάλεια πού νιώθει επειδή ταιριάζει με τούς άλλους ανθρώπους — όπως τούς γνωρίζει. Στην πραγματικότητα, ή ίδια ή ανεπάρκεια του μπορεί να έχει αναδειχτεί σε αρετή από τον πολιτισμό του κι μπορεί να τού δίνει ένα έντονο αίσθημα επιτυχίας. ‘Ένα σχετικό παράδειγμα είναι το αίσθημα ένοχης και άγχους πού δημιούργησαν τα δόγματα τού Καλβίνου στους ανθρώπους. Μπορεί να λεχθεί ότι το άτομο πού καταθλίβεται από το αίσθημα της αδυναμίας και ασημαντότητας του, από την ασίγαστη αμφιβολία αν θα σωθεί ή θα καταδικαστεί στο πυρ το αιώνιο, πού πολύ δύσκολα μπορεί να νιώσει πηγαία χαρά κι έχει μετατραπεί σε τροχό μιας μηχανής πού πρέπει να την υπηρετεί, ένα τέτοιο άτομο πραγματικά έχει σοβαρή ανεπάρκεια. Ή ανεπάρκεια όμως αυτή είχε διαμορφωθεί πολιτιστικά. Τη θεωρούσαν ιδιαίτερα πολύτιμη κι έτσι το άτομο προστατευόταν από τη νεύρωση πού θ’ αποκτούσε σ’ έναν πολιτισμό όπου ή ανεπάρκεια θα τού έδινε ένα έντονο αίσθημα ακαταλληλότητας και απομόνωσης.

Ο Σπινόζα διατύπωσε με μεγάλη σαφήνεια το πρόβλημα της κοινωνικά διαμορφωμένης ανεπάρκειας. ’Αναφέρει σχετικά: «Πολλοί άνθρωποι καταλαμβάνονται από μια και την ίδια επίδραση με μεγάλη επιμονή. ‘Όλες οι αισθήσεις τού ανθρώπου επηρεάζονται τόσο έντονα από ένα αντικείμενο, πού πιστεύει ότι το αντικείμενο αυτό υπάρχει, ακόμη κι όταν δεν υπάρχει. Αν συμβαίνει αυτό ενώ ό άνθρωπος είναι ξύπνιος, τότε πιστεύει ότι είναι τρελός... ’ Αν όμως ό άπληστος σκέφτεται μόνο χρήμα και περιουσία, ο φιλόδοξος μόνο δόξα, δεν τούς θεωρούμε τρελούς, άλλα μόνο ενοχλητικούς. Γενικά νιώθουμε περιφρόνηση γι’ αυτούς. Στην πραγματικότητα όμως, ή απληστία, ή φιλοδοξία και τα λοιπά είναι μορφές τρέλας, μολονότι τις θεωρούμε συνήθως “ασθένεια”». Τα λόγια αυτά γράφτηκαν πριν από μερικές εκατοντάδες χρόνια. Εξακολουθούν να ισχύουν και σήμερα, μολονότι ή ανεπάρκεια διαμορφώνεται σε τέτοιο βαθμό πολιτιστικά, πού δε θεωρείται πια γενικά περιφρονητική ή και ενοχλητική. Σήμερα μπορούμε να συναντήσουμε ένα άτομο πού ενεργεί και αισθάνεται σαν αυτόματο. Διαπιστώνουμε ότι ποτέ δεν αισθάνεται κάτι πού να είναι πραγματικά δικό του. ‘Ότι νιώθει τον εαυτό του σαν το πρόσωπο πού νομίζει πώς υποτίθεται ότι είναι. ‘Ότι τα χαμόγελα έχουν αντικαταστήσει τα γέλια, ή δίχως νόημα φλυαρία τη διαχυτική συζήτηση κι ή μαύρη απελπισία πήρε τη θέση της πραγματικής θλίψης. Δυο δηλώσεις είναι δυνατό να γίνουν σχετικά με το πρόσωπο αυτό. Η μια είναι ότι υποφέρει από ανεπάρκεια αυθορμητισμού και ατομικότητας πού μπορεί να φαίνεται αθεράπευτη. Παράλληλα μπορεί να λεχθεί ότι δε διαφέρει ουσιαστικά από χιλιάδες άλλους πού βρίσκονται στην ίδια θέση. Τούς περισσότερους απ’ αυτούς τούς έσωσε από την εκδήλωση της νεύρωσης το πολιτιστικό σχήμα πού εξασφάλισε την ανεπάρκεια. Για μερικούς απ’ αυτούς το πολιτιστικό σχήμα δε λειτουργεί, κι ή ανεπάρκεια εμφανίζεται σα μια λίγο πολύ σοβαρή νεύρωση. Το γεγονός ότι στις περιπτώσεις αυτές το πολιτιστικό σχήμα δεν επαρκεί για ν’ αποτρέψει την εκδήλωση μιας ολοφάνερης νεύρωσης, είναι αποτέλεσμα είτε της μεγαλύτερης έντασης των παθολογικών δυνάμεων, είτε της μεγαλύτερης δύναμης των δυνάμεων υγείας, πού διεξάγουν αγώνα ακόμη κι όταν το πολιτιστικό σχήμα θα τούς επέτρεπε να μην εκδηλωθούν.

Δεν υπάρχει άλλη κατάσταση πού να μας παρέχει καλύτερα τη δυνατότητα να παρατηρήσουμε τη δύναμη και την ένταση των δυνάμεων πού αγωνίζονται για την επιβολή της υγείας από την κατάσταση της ψυχαναλυτικής θεραπείας. Είναι βέβαιο πώς ό ψυχαναλυτής έχει ν’ αντιπαλέψει με την ένταση των δυνάμεων εκείνων πού ενεργούν ενάντια στην αύτοδημιουργία και ευτυχία ενός ατόμου, όταν όμως μπορεί να κατανοήσει τη δύναμη των συνθηκών εκείνων — ιδιαίτερα στην παιδική ηλικία — πού συντείνουν στον ακρωτηριασμό της παραγωγικότητας, δεν μπορεί παρά να εντυπωσιαστεί από το γεγονός ότι οι περισσότεροι ασθενείς θα είχαν εγκαταλείψει από καιρό τον αγώνα αν δεν ένιωθαν μια παρόρμηση να επιδιώξουν την ψυχική υγεία και την ευτυχία. Αυτή ή παρόρμηση αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση για τη θεραπεία της νεύρωσης. ’Ενώ ή διαδικασία της ψυχανάλυσης συνίσταται στην πραγματοποίηση μιας βαθύτερης ερευνάς στα διχασμένα τμήματα των αισθημάτων και των ιδεών ενός ατόμου, ή διανοητική ερευνά δεν αποτελεί επαρκή προϋπόθεση αλλαγής. Το είδος αυτό ερευνάς δίνει τη δυνατότητα σ’ ένα άτομο ν’ αναγνωρίσει πώς έχει εμπλακεί μέσα σε αδιέξοδο και να καταλάβει γιατί οι προσπάθειές του να λύσει το πρόβλημά του ήταν καταδικασμένες σε αποτυχία. Το μόνο όμως πού κάνει είναι ν’ απελευθερώνει το δρόμο για vet ενεργήσουν και να γίνουν αποτελεσματικές οι δυνάμεις εκείνες πού παλεύουν μέσα του για την ψυχική υγεία και την ευτυχία. Πραγματικά, ή απλή διανοητική έρευνα δεν επαρκεί. Ή θεραπευτική αποτελεσματική έρευνα είναι πειραματική έρευνα, στην οποία ή ποιότητα της γνώσης τού ατόμου για τον εαυτό του δεν είναι μόνο διανοητική, άλλα και συναισθηματική. Ή τέτοια πειραματική έρευνα εξαρτιέται από τη δύναμη της έμφυτης στον άνθρωπο επιθυμίας για υγεία και ευτυχία.

Το πρόβλημα της φυσικής υγείας και της νεύρωσης συνδέονται αδιαχώριστα με το πρόβλημα της ηθικής. Μπορεί να λεχθεί πώς κάθε νεύρωση αντιπροσωπεύει ένα ηθικό πρόβλημα. Ή αποτυχία να φτάσει κανείς στην ωριμότητα και την ολοκλήρωση τού συνόλου της προσωπικότητας του είναι με την έννοια της ουμανιστικής ηθικής, ηθική αποτυχία. Με μια ειδικότερη έννοια, πολλές νευρώσεις είναι ή έκφραση ηθικών προβλημάτων, και τα νευρωτικά συμπτώματα προκαλούνται από άλυτες ηθικές συγκρούσεις. ‘Ένας άνθρωπος, λόγου χάρη, μπορεί να υποφέρει από ιλίγγους πού δεν οφείλονται σε οργανικά αίτια. Εκθέτοντας το σύμπτωμα του στον ψυχαναλυτή, αναφέρει τυχαία ότι αντιμετωπίζει ορισμένες δυσκολίες στην εργασία του. Είναι ένας φτασμένος δάσκαλος, πού υποχρεώνεται να εκφράσει απόψεις πού έρχονται σε αντίθεση με τις πεποιθήσεις του. ‘Ωστόσο πιστεύει ότι από το ένα μέρος έχει λύσει το πρόβλημα της επιτυχίας, κι από το άλλο ότι έχει κατορθώσει να διαφυλάξει την ηθική του ακεραιότητα και «αποδείχνει» στον εαυτό του την ορθότητα αυτού πού πιστεύει, με μια σειρά περίπλοκων δικαιολογιών. Τον ενοχλεί ή υπόθεση πού διατυπώνει ο ψυχαναλυτής πώς το σύμπτωμά του μπορεί να έχει κάποια σχέση με το ηθικό του πρόβλημα. ‘Ωστόσο, ή ψυχανάλυση πού επακολουθεί αποδείχνει πέος είχε πέσει έξω σ’ αυτό πού πιστεύει, γιατί οι ίλιγγοί του ήταν αντίδραση του καλύτερου εαυτού του, της βασικά ηθικής προσωπικότητάς του σ’ ένα σχήμα ζωής πού τον υποχρέωνε να παραβιάζει την ακεραιότητά του και ν! ακρωτηριάζει τον αυθορμητισμό του.

Ακόμη και στην περίπτωση πού ένα άτομο φαίνεται να είναι καταστροφικό μόνο για τούς άλλους, παραβιάζει την αρχή της ζωής τόσο σχετικά με τον εαυτό του, όσο και σχετικά με τούς άλλους. Στη θρησκευτική γλώσσα ή αρχή αυτή εκφράζεται με το ότι ο άνθρωπος πλάστηκε κατ’ εικόνα και ομοίωση τού Θεού, κι έτσι, οποιαδήποτε παραβίαση τού ανθρώπου αποτελεί αμάρτημα ενάντια στο Θεό. Στην κοσμική γλώσσα θα λέγαμε ότι καθετί πού κάνουμε — καλό ή κακό — σε μια άλλη ανθρώπινη ύπαρξη, το κάνουμε και στον εαυτό μας. «Μην κάνεις στους άλλους αυτό πού δε θα ’θελες να σου κάνουν αυτοί» είναι μια απ’ τις πιο θεμελιώδεις αρχές της ηθικής. Είναι όμως το ίδιο δίκαιο να πούμε: Ότι κάνεις στους άλλους να το κάνεις και στον εαυτό σου. Ή παραβίαση σε οποιαδήποτε ανθρώπινη ύπαρξη των δυνάμεων πού κατευθύνονται προς τη ζωή έχει υποχρεωτικά επιπτώσεις στους εαυτούς μας. Ή ανάπτυξή μας, ή ευτυχία μας και ή δύναμή μας βασίζονται στο σεβασμό προς αυτές τις δυνάμεις και δεν μπορεί κανείς να τις παραβιάζει στους άλλους και να παραμένει αυτός άθικτος. Ό σεβασμός για τη ζωή, τη ζωή των άλλων, καθώς και τη δική μας, είναι το σύνδρομο της προόδου της ίδιας της ζωής και προϋπόθεση ψυχικής υγείας. Κατά ένα τρόπο, ή καταστροφικότατα ενάντια στους άλλους είναι παθολογικό φαινόμενο, πού μπορεί να συγκριθεί με παρωθήσεις αυτοκτονίας. Ενώ ένα άτομο μπορεί ν’ αγνοήσει ή να αιτιολογήσει τις καταστροφικές παρωθήσεις, αυτός — και ο Οργανισμός του φυσικά — δεν μπορεί παρά ν’ αντιδράσει σε πράξεις πού έρχονται σε αντίφαση με την ίδια την αρχή πού συντηρεί τη ζωή του και κάθε ζωή, καθώς και να επηρεαστεί από τις πράξεις αυτές. Διαπιστώνουμε πώς το καταστροφικό άτομο είναι δυστυχισμένο, ακόμη κι αν κατορθώσει να επιτύχει τούς σκοπούς της καταστροφικότατης του, πού υπονομεύει την ύπαρξή του. ’Αντίστροφα, ένα άτομο γεμάτο υγεία δεν μπορεί παρά να θαυμάσει, και να επηρεαστεί, από τις εκδηλώσεις της ευπρέπειας, της αγάπης και τού θάρρους. Γιατί αυτές είναι οι δυνάμεις πού πάνω τους στηρίζεται ή ζωή του.

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της

6.3. Η γλυπτική στην Αττική κατά το δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ.: Η συνέχεια της τέχνης του Φειδία


Στην εικοσαετία 450-430 π.Χ. δημιουργείται στη γλυπτική μια νέα τεχνοτροπία, τη διαμόρφωση της οποίας μπορούμε να παρακολουθήσουμε στον γλυπτό διάκοσμο του Παρθενώνα. Είναι μια τεχνοτροπία που συνδυάζει την καθαρότητα των περιγραμμάτων με την επιμέλεια στην απόδοση των λεπτομερειών, αναζητεί την αρμονία στις αναλογίες και αποφεύγει την εκζήτηση και τις θεατρικές κινήσεις. Ενδεικτική είναι η ονομασία «ωραίος ρυθμός», που υιοθέτησαν αρκετοί μελετητές. Τα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά που περιγράψαμε είναι λογικό να τα συνδέσουμε με την τέχνη του Φειδία, που ξέρουμε ότι είχε καθοριστική συμμετοχή στον σχεδιασμό του γλυπτού διακόσμου του Παρθενώνα.

Πόσο σημαντική ήταν η επίδραση του φειδιακού στιλ στην τέχνη και ιδιαίτερα στη γλυπτική από τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. και έπειτα φαίνεται με σαφήνεια στην εξέλιξη του πορτρέτου. Στα χρόνια του «αυστηρού ρυθμού» υπήρχαν πλέον οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία πορτρέτων τα οποία, ξεφεύγοντας από τις συμβάσεις της αρχαϊκής τέχνης, απέδιδαν χωρίς ωραιοποίηση τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά των εικονιζόμενων προσώπων. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι το πορτρέτο του ποιητή Ομήρου, που μας παραδίδεται από αντίγραφα των ρωμαϊκών χρόνων. Το πρωτότυπο τοποθετείται χρονολογικά λίγο πριν από τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. και συμβαδίζει από τεχνοτροπική άποψη με τα γλυπτά των αετωμάτων του ναού του Δία στην Ολυμπία. 


Εντελώς διαφορετική είναι η αντίληψη για την απόδοση της ανθρώπινης φυσιογνωμίας στο πορτρέτο του Περικλή, του οποίου το πρωτότυπο, έργο του γλύπτη Κρησίλα από την Κυδωνία της Κρήτης, ήταν στημένο στην Ακρόπολη της Αθήνας και χρονολογείται πιθανότατα λίγο μετά το 430 π.Χ., δηλαδή αμέσως μετά τον θάνατο του μεγάλου πολιτικού. 

Ο Περικλής εικονίζεται με κράνος στο κεφάλι, επειδή ήταν στρατηγός, αλλά πέρα από αυτό το στοιχείο κανένα φυσιογνωμικό χαρακτηριστικό δεν επιτρέπει να τον αναγνωρίσουμε, καθώς το πρόσωπό του είναι ωραιοποιημένο. Τα ρωμαϊκά αντίγραφα μας παραδίδουν μόνο το κεφάλι του αγάλματος του Περικλή, υπάρχουν όμως βάσιμοι λόγοι να υποθέσουμε ότι το σώμα του εικονιζόταν γυμνό. Έχουμε επομένως στην περίπτωση αυτή μια εξιδανίκευση, που οφείλουμε να την ερμηνεύσουμε ως προσπάθεια του καλλιτέχνη να δηλώσει την πολιτική και ηθική αρετή του εικονιζόμενου. Ο συλλογισμός αυτός οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο «ωραίος ρυθμός» δεν ήταν μόνο μια αισθητική επιλογή, αλλά ότι συνέδεσε συνειδητά την ομορφιά με την αρετή για να εκπέμψει ένα ηθικό και κοινωνικό μήνυμα.

Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι: ΙI. ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΩΚΡΑΤΙΚΟΥΣ ΣΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

14.10. Ελευθερία με κακό ή καλό χωρίς ελευθερία;


Οι κάτοικοι της αυτοκρατορίας (ακόμη και όταν ονομάστηκαν «Ρωμαίοι πολίτες» από το 212 μ.Χ.) ολοένα και περισσότερο ένιωθαν τον εαυτό τους μη προνομιούχο, διωγμένο, περιθωριοποιημένο. Οι περίοδοι πολιτικής αστάθειας, οι εθνικές και κοινωνικές αναταραχές, οι θρησκευτικές αντιπαλότητες δεν ήταν λίγες και πολλοί βίωναν τραυματικά αυτή την κατάσταση. Αρκετοί έβλεπαν ότι δεν είχαν πού να στραφούν. Η «επίσημη» πολιτική θρησκεία με τις δημόσιες τελετές δεν τους υποσχόταν πια τίποτε. Αναζητούσαν, γι᾽ αυτό, τη σωτηρία σε μια νέα πίστη, σε κάποια μυστηριακή λατρεία ή στον χριστιανισμό. Κάποτε έφταναν να αρνηθούν τον πολιτισμό συνολικά.

Με αυτούς τους όρους τέθηκε και στη φιλοσοφία αυτό που ονομάζεται «πρόβλημα του κακού»: η παρουσία του κακού στον κόσμο και η αιτιολόγησή της.

Αν όλα τα έφτιαξε ο θεός και το κακό υπάρχει, τότε ο θεός έφτιαξε και το κακό. Πώς όμως είναι δυνατόν ένας πανάγαθος να φτιάξει κάτι κακό; Μήπως το έκανε για κάποιον καλό τελικό σκοπό; Τότε όμως ο σκοπός δικαιολογεί τα μέσα;

Αν δεν έφτιαξε ο θεός το κακό, τότε υπάρχει κάτι που είναι ανεξάρτητο από αυτόν - και αντίθετό του. Τότε όμως υπάρχει μια ατέλειωτη διαμάχη καλού-κακού και θεός δεν είναι παντοδύναμος.

Αν όλα όσα έφτιαξε ο θεός δεν μπορεί παρά να είναι καλά, τότε μήπως το κακό δεν υπάρχει;

Αν το κακό υπάρχει, τότε μήπως δεν υπάρχει θεός - τουλάχιστον ένας θεός παντοδύναμος και πανάγαθος, που δεν θα επέτρεπε να υπάρχει το κακό στον κόσμο;

Φιλοσοφικά και πνευματικά ρεύματα της εποχής, όπως οι νεοπυθαγόρειοι και οι Γνωστικοί, υποστήριξαν ότι για όλα φταίει η ύλη. Τόσο ήταν το μίσος τους προς την ύλη (και το σώμα), ώστε θέλησαν να απαλλάξουν τον Θεό από την παραμικρή επαφή με αυτόν εδώ τον κόσμο. Δεν είναι δυνατόν, έλεγαν, ο Θεός να έφτιαξε αυτό το βασίλειο του κακού - ο κόσμος είναι δημιούργημα μιας δεύτερης θεότητας ή μιας κακής αρχής. Τι μένει στον άνθρωπο να κάνει; Να αρνηθεί τον κόσμο και το σώμα του, να ασκήσει τη σοφία του και να καθαρίσει την ψυχή του, ώστε να ζήσει μέσα στο καλό.

Οι ακραίες αυτές θέσεις είχαν απήχηση σε ομάδες χριστιανών και διαμόρφωσαν ένα ισχυρό ρεύμα. Για τον Ωριγένη ο κόσμος δεν είναι κακός από τη φύση του και δεν πρέπει να τον αρνηθούμε, όπως οι Γνωστικοί. Είναι η αναγκαία συνθήκη της ύπαρξής μας, όπως και το σώμα. Το καλό και το κακό είναι ζήτημα επιλογής, που ο άνθρωπος μπορεί να την κάνει ελεύθερα. Το μεγαλύτερο κακό που διάλεξε να κάνει ο άνθρωπος (το προπατορικό) είναι ο εγωισμός: επιβεβαίωσε τον εαυτό του, χωρίζοντας από τον Θεό. Αυτή η ρήξη της σχέσης τους είναι τόσο μεγάλη που θεραπεύεται μόνο με τη θεϊκή αγάπη.

Αν ελευθερία σημαίνει και την ελευθερία να κάνεις το κακό, τότε το κακό είναι συνέπεια της άσκησης της ελευθερίας από τον άνθρωπο. Επομένως, ο άνθρωπος επιλέγοντας το κακό, σηματοδότησε την ελευθερία του (ίσως και την αυτοσυνείδησή του), αλλά ανέλαβε και το κόστος της.

Η πίστη του Ωριγένη στην πρόνοια (που είχαν και οι Στωικοί) μοιάζει να είναι και το αποκούμπι του κυνηγημένου - βάλσαμο ή ναρκωτικό, αυτό είναι άλλη ιστορία. Εκείνου που θέλει να ελπίζει ότι παρά το κοσμικό κακό, παρά το κοινωνικό κακό και το προσωπικό κακό (που τα έζησε και ο ίδιος ο Ωριγένης), στο τέλος θα θριαμβεύσει το καλό. Στα έσχατα της ιστορίας τα πάντα θα αποκατασταθούν μέσα στη θεϊκή αγάπη. Αυτή την αισιοδοξία δεν τη συγχώρεσαν στον Αλεξανδρινό οι επαγγελματίες διαχειριστές του μεταφυσικού φόβου.

Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ἰλιάς (16.168-16.256)

Πεντήκοντ᾽ ἦσαν νῆες θοαί, ᾗσιν Ἀχιλλεὺς
ἐς Τροίην ἡγεῖτο Διῒ φίλος· ἐν δὲ ἑκάστῃ
170 πεντήκοντ᾽ ἔσαν ἄνδρες ἐπὶ κληῗσιν ἑταῖροι·
πέντε δ᾽ ἄρ᾽ ἡγεμόνας ποιήσατο τοῖς ἐπεποίθει
σημαίνειν· αὐτὸς δὲ μέγα κρατέων ἤνασσε.
τῆς μὲν ἰῆς στιχὸς ἦρχε Μενέσθιος αἰολοθώρηξ,
υἱὸς Σπερχειοῖο, διιπετέος ποταμοῖο·
175 ὃν τέκε Πηλῆος θυγάτηρ, καλὴ Πολυδώρη,
Σπερχειῷ ἀκάμαντι, γυνὴ θεῷ εὐνηθεῖσα,
αὐτὰρ ἐπίκλησιν Βώρῳ, Περιήρεος υἷι,
ὅς ῥ᾽ ἀναφανδὸν ὄπυιε, πορὼν ἀπερείσια ἕδνα.
τῆς δ᾽ ἑτέρης Εὔδωρος ἀρήϊος ἡγεμόνευε,
180 παρθένιος, τὸν τίκτε χορῷ καλὴ Πολυμήλη,
Φύλαντος θυγάτηρ· τῆς δὲ κρατὺς Ἀργειφόντης
ἠράσατ᾽, ὀφθαλμοῖσιν ἰδὼν μετὰ μελπομένῃσιν
ἐν χορῷ Ἀρτέμιδος χρυσηλακάτου κελαδεινῆς.
αὐτίκα δ᾽ εἰς ὑπερῷ᾽ ἀναβὰς παρελέξατο λάθρῃ
185 Ἑρμείας ἀκάκητα, πόρεν δέ οἱ ἀγλαὸν υἱὸν
Εὔδωρον, πέρι μὲν θείειν ταχὺν ἠδὲ μαχητήν.
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ τόν γε μογοστόκος Εἰλείθυια
ἐξάγαγε πρὸ φόωσδε καὶ ἠελίου ἴδεν αὐγάς,
τὴν μὲν Ἐχεκλῆος κρατερὸν μένος Ἀκτορίδαο
190 ἠγάγετο πρὸς δώματ᾽, ἐπεὶ πόρε μυρία ἕδνα,
τὸν δ᾽ ὁ γέρων Φύλας εὖ ἔτρεφεν ἠδ᾽ ἀτίταλλεν,
ἀμφαγαπαζόμενος ὡς εἴ θ᾽ ἑὸν υἱὸν ἐόντα.
τῆς δὲ τρίτης Πείσανδρος ἀρήϊος ἡγεμόνευε
Μαιμαλίδης, ὃς πᾶσι μετέπρεπε Μυρμιδόνεσσιν
195 ἔγχεϊ μάρνασθαι μετὰ Πηλεΐωνος ἑταῖρον.
τῆς δὲ τετάρτης ἦρχε γέρων ἱππηλάτα Φοῖνιξ,
πέμπτης δ᾽ Ἀλκιμέδων, Λαέρκεος υἱὸς ἀμύμων.
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ πάντας ἅμ᾽ ἡγεμόνεσσιν Ἀχιλλεὺς
στῆσεν ἐῢ κρίνας, κρατερὸν δ᾽ ἐπὶ μῦθον ἔτελλε·
200 «Μυρμιδόνες, μή τίς μοι ἀπειλάων λελαθέσθω,
ἃς ἐπὶ νηυσὶ θοῇσιν ἀπειλεῖτε Τρώεσσι
πάνθ᾽ ὑπὸ μηνιθμόν, καί μ᾽ ᾐτιάασθε ἕκαστος·
“σχέτλιε Πηλέος υἱέ, χόλῳ ἄρα σ᾽ ἔτρεφε μήτηρ,
νηλεές, ὃς παρὰ νηυσὶν ἔχεις ἀέκοντας ἑταίρους·
205 οἴκαδέ περ σὺν νηυσὶ νεώμεθα ποντοπόροισιν
αὖτις, ἐπεί ῥά τοι ὧδε κακὸς χόλος ἔμπεσε θυμῷ.”
ταῦτά μ᾽ ἀγειρόμενοι θάμ᾽ ἐβάζετε· νῦν δὲ πέφανται
φυλόπιδος μέγα ἔργον, ἕης τὸ πρίν γ᾽ ἐράασθε.
ἔνθα τις ἄλκιμον ἦτορ ἔχων Τρώεσσι μαχέσθω.»
210 Ὣς εἰπὼν ὄτρυνε μένος καὶ θυμὸν ἑκάστου.
μᾶλλον δὲ στίχες ἄρθεν, ἐπεὶ βασιλῆος ἄκουσαν.
ὡς δ᾽ ὅτε τοῖχον ἀνὴρ ἀράρῃ πυκινοῖσι λίθοισι
δώματος ὑψηλοῖο, βίας ἀνέμων ἀλεείνων,
ὣς ἄραρον κόρυθές τε καὶ ἀσπίδες ὀμφαλόεσσαι.
215 ἀσπὶς ἄρ᾽ ἀσπίδ᾽ ἔρειδε, κόρυς κόρυν, ἀνέρα δ᾽ ἀνήρ·
ψαῦον δ᾽ ἱππόκομοι κόρυθες λαμπροῖσι φάλοισι
νευόντων, ὡς πυκνοὶ ἐφέστασαν ἀλλήλοισι.
πάντων δὲ προπάροιθε δύ᾽ ἀνέρε θωρήσσοντο,
Πάτροκλός τε καὶ Αὐτομέδων, ἕνα θυμὸν ἔχοντες,
220 πρόσθεν Μυρμιδόνων πολεμιζέμεν. αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς
βῆ ῥ᾽ ἴμεν ἐς κλισίην, χηλοῦ δ᾽ ἀπὸ πῶμ᾽ ἀνέῳγε
καλῆς δαιδαλέης, τήν οἱ Θέτις ἀργυρόπεζα
θῆκ᾽ ἐπὶ νηὸς ἄγεσθαι, ἐῢ πλήσασα χιτώνων
χλαινάων τ᾽ ἀνεμοσκεπέων οὔλων τε ταπήτων.
225 ἔνθα δέ οἱ δέπας ἔσκε τετυγμένον, οὐδέ τις ἄλλος
οὔτ᾽ ἀνδρῶν πίνεσκεν ἀπ᾽ αὐτοῦ αἴθοπα οἶνον,
οὔτε τεῳ σπένδεσκε θεῶν, ὅτε μὴ Διὶ πατρί.
τό ῥα τότ᾽ ἐκ χηλοῖο λαβὼν ἐκάθηρε θεείῳ
πρῶτον, ἔπειτα δ᾽ ἔνιψ᾽ ὕδατος καλῇσι ῥοῇσι,
230 νίψατο δ᾽ αὐτὸς χεῖρας, ἀφύσσατο δ᾽ αἴθοπα οἶνον.
εὔχετ᾽ ἔπειτα στὰς μέσῳ ἕρκεϊ, λεῖβε δὲ οἶνον
οὐρανὸν εἰσανιδών· Δία δ᾽ οὐ λάθε τερπικέραυνον·
«Ζεῦ ἄνα, Δωδωναῖε, Πελασγικέ, τηλόθι ναίων,
Δωδώνης μεδέων δυσχειμέρου, ἀμφὶ δὲ Σελλοὶ
235 σοὶ ναίουσ᾽ ὑποφῆται ἀνιπτόποδες χαμαιεῦναι.
ἠμὲν δή ποτ᾽ ἐμὸν ἔπος ἔκλυες εὐξαμένοιο,
τίμησας μὲν ἐμέ, μέγα δ᾽ ἴψαο λαὸν Ἀχαιῶν,
ἠδ᾽ ἔτι καὶ νῦν μοι τόδ᾽ ἐπικρήηνον ἐέλδωρ·
αὐτὸς μὲν γὰρ ἐγὼ μενέω νηῶν ἐν ἀγῶνι,
240 ἀλλ᾽ ἕταρον πέμπω πολέσιν μετὰ Μυρμιδόνεσσι
μάρνασθαι· τῷ κῦδος ἅμα πρόες, εὐρύοπα Ζεῦ,
θάρσυνον δέ οἱ ἦτορ ἐνὶ φρεσίν, ὄφρα καὶ Ἕκτωρ
εἴσεται ἤ ῥα καὶ οἶος ἐπίστηται πολεμίζειν
ἡμέτερος θεράπων, ἦ οἱ τότε χεῖρες ἄαπτοι
245 μαίνονθ᾽, ὁππότ᾽ ἐγώ περ ἴω μετὰ μῶλον Ἄρηος.
αὐτὰρ ἐπεί κ᾽ ἀπὸ ναῦφι μάχην ἐνοπήν τε δίηται,
ἀσκηθής μοι ἔπειτα θοὰς ἐπὶ νῆας ἵκοιτο
τεύχεσί τε ξὺν πᾶσι καὶ ἀγχεμάχοις ἑτάροισιν.»
Ὣς ἔφατ᾽ εὐχόμενος, τοῦ δ᾽ ἔκλυε μητίετα Ζεύς.
250 τῷ δ᾽ ἕτερον μὲν δῶκε πατήρ, ἕτερον δ᾽ ἀνένευσε·
νηῶν μέν οἱ ἀπώσασθαι πόλεμόν τε μάχην τε
δῶκε, σόον δ᾽ ἀνένευσε μάχης ἒξ ἀπονέεσθαι.
ἤτοι ὁ μὲν σπείσας τε καὶ εὐξάμενος Διὶ πατρὶ
ἂψ κλισίην εἰσῆλθε, δέπας δ᾽ ἀπέθηκ᾽ ἐνὶ χηλῷ,
255 στῆ δὲ πάροιθ᾽ ἐλθὼν κλισίης, ἔτι δ᾽ ἤθελε θυμῷ
εἰσιδέειν Τρώων καὶ Ἀχαιῶν φύλοπιν αἰνήν.

***
Πενήντα οδήγησ᾽ ο Αχιλλεύς ογρήγορα καράβια
στην Τροίαν, και άνδρες κάθονταν πενήντα στο καθένα·
170 πέντε διόρισε αρχηγούς, έναν στα δέκα πλοία,
να είναι όλ᾽ υπήκοοι στην προσταγήν εκείνων,
και αυτός ως πρώτος αρχηγός βασίλευεν εις όλους.
Της σειράς πρώτης ο λαμπρός Μενέσθιος αρχηγούσε·
από την κόρην την καλήν γεννήθη του Πηλέως
175 την Πολυδώρην, που θνητή μ᾽ αθάνατον ενώθη,
τον Σπερχειόν, διογέννητο ποτάμι, αλλά πατέρας
του Περιήρους ο υιός, ο Βώρος ελεγόνταν,
που φανερά με άπειρα δώρα την πήρε νύμφην.
Της δεύτερης ο Εύδωρος ήτο αρχηγός, ο ανδρείος·
180 του Φύλαντος ανύμφευτο κοράσ᾽ η Πολυμήλη
τον γέννησ᾽ η καλόχορη που στον χορόν πιασμένην
της χρυσοτόξου Αρτέμιδος με συνομήλικές της
αγάπησεν ο αντίκακος Ερμής άμα την είδε.
Στ᾽ ανώγι ανέβηκε ο θεός και κρυφοαγκαλιασθήκαν
185 και στον καιρόν του είδε το φως αγόρι ζηλεμένο,
ο Εύδωρος, στον πόλεμον καλός και ανεμοπόδης.
Και αφού εκείνον έβγαλε να ιδεί το φως του ηλίου
η ωδινοφόρα Ειλείθυια, τότε την Πολυμήλην
την πήρε νύμφην σπίτι του ο μέγας Ακτορίδης
190 ο Εχεκλής, με άπειρα που ᾽χε προσφέρει δώρα.
Τον Εύδωρον ανάστησε και ανάθρεψε με πόθον
ο γέρος Φύλας σπίτι του ωσάν παιδί δικό του.
Ο Μαιμαλίδης Πείσανδρος της τρίτης αρχηγούσε
για το κοντάρι ασύγκριτος στους Μυρμιδόνας όλους
195 δεύτερ᾽ από τον Πάτροκλον τον φίλον του Αχιλλέως.
Της τέταρτης ο γέροντας ο Φοίνιξ, και της πέμπτης
αρχηγός ήταν ο λαμπρός Λαερκίδης Αλκιμέδων.
Και όλους αφού τους έστησε σιμά στους αρχηγούς των
μ᾽ ωραίαν τάξιν, αυστηρόν είπε ο Πηλείδης λόγον:
200 «Ω Μυρμιδόνες, όλοι σεις, ενθυμηθείτε πόσες
στες πρύμνες εφωνάζατε φοβέρες προς τους Τρώας,
εις του θυμού μου τον καιρόν και μου επαραπονείσθε:
«Κακέ Πηλείδη, με χολήν θα σ᾽ έθρεψε η μητέρα,
σκληρέ, που στανικώς κρατείς στες πρύμνες τους συντρόφους.
205 Αλλά να το πρυμνήσομε για την πατρίδα οπίσω
αφού ολέθριος έπεσε θυμός εις την ψυχήν σου».
Αυτά μου ελέγετε συχνά· αυτός σας τώρα ο πόθος
γίνεται, ιδού σάς έφεξε δεινού πολέμου ημέρα.
Όθεν καθείς ας ανδρειωθεί τους Τρώας να κτυπήσει».
210 Και στην φωνήν ως άναψαν του βασιλέως όλοι
τες τάξες των επύκνωσαν στενότερ᾽ από πρώτα.
Και ως όταν τοίχον υψηλής οικοδομής με λίθους
δένουν πυκνούς, ακλόνητον εις κάθε ορμήν ανέμου
ομοίως κράνη εδένονταν και ασπίδες, και άνδρας άνδρα,
215 κράνος το κράνος στήριζε και ασπίδα την ασπίδα·
και οι λαμπροί λόφοι ως έσκυφταν τες χαίτες τους εσμίγαν,
τόσο δεμένα ήσαν στενά· κι εμπρός των Μυρμιδόνων
αρματωμένοι, πρόθυμοι στην μάχην άνδρες δύο
με ψυχήν μίαν, Πάτροκλος ελάμπαν και Αυτομέδων.
220 Και στην σκηνήν ο Αχιλλεύς πηγαίνει και σηκώνει
το σκέπασμ᾽ από λάρνακα λαμπρήν που του ᾽χε βάλει
η Θέτις η ασημόποδη να πάρει στο καράβι,
και όμορφα του την στοίβασε με αντάνεμες χλαμύδες
με τάπητες πολύ δασείς και με καλούς χιτώνες.
225 Είχε και κούπαν πλουμιστήν οπού κανείς μ᾽ εκείνην
άλλος κρασί δεν έπινεν ούδ᾽ εις θεόν κανέναν
ο Αχιλλεύς εσπόνδιζεν, ή στον πατέρα Δία·
το επήρε και το εκάθαρε με θειάφι και κατόπι
μ᾽ ωραίο το πλυνε νερό, και αυτός εχερονίφθη
230 και αφού κρασί το εγέμισεν, ορθός εις την αυλήν του,
τα μάτια προς τον ουρανόν, εσπόνδιζε κι ευχόνταν·
και στην φωνήν του επρόσεχεν ο χαιρεβρόντης Δίας.
«Δία, θεέ Πελασγικέ, προστάτη στην Δωδώνην
πέρα την κακοχείμωνην, όπου από σε προφέρουν
235 οι άλουτοι, χαμόκοιτοι Σελλοί ρήματα θεία,
ως έδωκες ακρόασιν εις τες ευχές μου πρώτα,
κι επλήγωσες τους Αχαιούς κι ετίμησες εμένα,
και τώρα πάλιν την εξής ευχήν ευδόκησέ μου.
Ότι αν και μένω εγώ μακράν κλεισμένος στα καράβια,
240 ιδού στέλνω τον φίλον μου με Μυρμιδόνων πλήθη·
δόξαν λαμπρήν, βροντόφωνε Κρονίδη, απόστειλέ του,
θάρρος στα στήθη βάλε του, να μάθει ο Πριαμίδης,
ο ακόλουθός μου, αν μοναχός να πολεμεί γνωρίζει
ή μόνον τότε μαίνονται τ᾽ ανίκητά του χέρια
245 όταν πετιούμ᾽ εγώ μ᾽ αυτόν στου Άρη τον αγώνα.
Και άμα της μάχης την βοήν μακρύνει από τες πρύμνες,
να μου γυρίσει άβλαπτος με όλα τ᾽ άρματά μου
στα πλοία μας και οι σύντροφοι, κονταρομάχοι ανδρείοι».
Ευχήθη και τον άκουσεν ο πάνσοφος Κρονίδης·
250 Και των ευχών του ευδόκησε την μίαν ο πατέρας·
ν᾽ απομακρύνει ευδόκησε την μάχην απ᾽ τα πλοία,
αλλά του αρνήθη άβλαβος να γύρει απ᾽ την μάχην.
Και αφού ευχήθη με σπονδές, εμπήκε στην σκηνήν του
και απόθεσε στην λάρνακα το θαυμαστό ποτήρι,
255 και στην σκηνήν του εστάθη εμπρός με προθυμιά να βλέπει
των Τρώων και των Αχαιών τον φοβερόν αγώνα.