Δευτέρα 29 Απριλίου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ - Ἱππῆς (756-791)

ΧΟ. νῦν δή σε πάντα δεῖ κάλων ἐξιέναι σεαυτοῦ, [στρ.]
καὶ λῆμα θούριον φορεῖν καὶ λόγους ἀφύκτους,
ὅτοισι τόνδ᾽ ὑπερβαλεῖ. ποικίλος γὰρ ἁνὴρ
κἀκ τῶν ἀμηχάνων πόρους εὐμήχανος πορίζειν.
760πρὸς ταῦθ᾽ ὅπως ἔξει πολὺς καὶ λαμπρὸς εἰς τὸν ἄνδρα.

ἀλλὰ φυλάττου καὶ πρὶν ἐκεῖνον προσκεῖσθαί σοι πρότερον σὺ
τοὺς δελφῖνας μετεωρίζου καὶ τὴν ἄκατον παραβάλλου.

ΠΑ. τῇ μὲν δεσποίνῃ Ἀθηναίῃ, τῇ τῆς πόλεως μεδεούσῃ,
εὔχομαι, εἰ μὲν περὶ τὸν δῆμον τὸν Ἀθηναίων γεγένημαι
765βέλτιστος ἀνὴρ μετὰ Λυσικλέα καὶ Κύνναν καὶ Σαλαβακχώ,
ὥσπερ νυνὶ μηδὲν δράσας δειπνεῖν ἐν τῷ πρυτανείῳ·
εἰ δέ σε μισῶ καὶ μὴ περί σου μάχομαι μόνος ἀντιβεβηκώς,
ἀπολοίμην καὶ διαπρισθείην κατατμηθείην τε λέπαδνα.
ΑΛ. κἄγωγ᾽, ὦ Δῆμ᾽, εἰ μή σε φιλῶ καὶ μὴ στέργω, κατατμηθεὶς
770ἑψοίμην ἐν περικομματίοις· κεἰ μὴ τούτοισι πέποιθας,
ἐπὶ ταυτησὶ κατακνησθείην ἐν μυττωτῷ μετὰ τυροῦ
καὶ τῇ κρεάγρᾳ τῶν ὀρχιπέδων ἑλκοίμην εἰς Κεραμεικόν.
ΠΑ. καὶ πῶς ἂν ἐμοῦ μᾶλλόν σε φιλῶν, ὦ Δῆμε, γένοιτο πολίτης;
ὃς πρῶτα μέν, ἡνίκ᾽ ἐβούλευον, σοὶ χρήματα πλεῖστ᾽ ἀπέδειξα
775ἐν τῷ κοινῷ, τοὺς μὲν στρεβλῶν, τοὺς δ᾽ ἄγχων, τοὺς δὲ μεταιτῶν,
οὐ φροντίζων τῶν ἰδιωτῶν οὐδενός, εἰ σοὶ χαριοίμην.
ΑΛ. τοῦτο μέν, ὦ Δῆμ᾽, οὐδὲν σεμνόν· κἀγὼ γὰρ τοῦτό σε δράσω·
ἁρπάζων γὰρ τοὺς ἄρτους σοι τοὺς ἀλλοτρίους παραθήσω.
ὡς δ᾽ οὐχὶ φιλεῖ σ᾽ οὐδ᾽ ἔστ᾽ εὔνους, τοῦτ᾽ αὐτό σε πρῶτα διδάξω,
780ἀλλ᾽ ἢ διὰ τοῦτ᾽ αὔθ᾽ ὁτιή σου τῆς ἀνθρακιᾶς ἀπολαύει.
σὲ γάρ, ὃς Μήδοισι διεξιφίσω περὶ τῆς χώρας Μαραθῶνι,
καὶ νικήσας ἡμῖν μεγάλως ἐγγλωττοτυπεῖν παρέδωκας,
ἐπὶ ταῖσι πέτραις οὐ φροντίζει σκληρῶς σε καθήμενον οὕτως,
οὐχ ὥσπερ ἐγὼ ῥαψάμενός σοι τουτὶ φέρω. ἀλλ᾽ ἐπαναίρου,
785κᾆτα καθίζου μαλακῶς, ἵνα μὴ τρίβῃς τὴν ἐν Σαλαμῖνι.
ΔΗ. ἄνθρωπε, τίς εἶ; μῶν ἔγγονος εἶ τῶν Ἁρμοδίου τις ἐκείνων;
τοῦτό γέ τοί σου τοὔργον ἀληθῶς γενναῖον καὶ φιλόδημον.
ΠΑ. ὡς ἀπὸ μικρῶν εὔνους αὐτῷ θωπευματίων γεγένησαι.
ΑΛ. καὶ σὺ γὰρ αὐτὸν πολὺ μικροτέροις τούτων δελεάσμασιν εἷλες.
790ΠΑ. καὶ μὴν εἴ πού τις ἀνὴρ ἐφάνη τῷ δήμῳ μᾶλλον ἀμύνων
ἢ μᾶλλον ἐμοῦ σε φιλῶν, ἐθέλω περὶ τῆς κεφαλῆς περιδόσθαι.

***
ΧΟΡ. (Το α΄ ημιχόριο. Στον Αλλαντοπώλη:) Τώρα λοιπόν ώρα να ξεδιπλώσεις όλα τα πανιά σου, να κλείσεις στα στήθια σου αρειμάνιο φρόνημα και με ακαταμάχητα επιχειρήματα να τον βάλεις κάτω. Γιατί ο άνθρωπος είναι κατεργάρης και ξέρει να βρίσκει εύκολα διέξοδο μες στ᾽ αδιέξοδα.
[760] Κι έτσι βάλε τα δυνατά σου για να του ριχτείς σα θύελλα και κεραυνοβόλα.

ΚΟΡ. Μόνο πάρε τα μέτρα σου και, πριν πέσει απάνω σου, πρώτος εσύ ύψωσε ανάερα τους καταπέλτες σου και φέρε το πλεούμενό σου κολλητό στο δικό του.

ΠΑΦ. Στη δέσποινά μου, την Αθηνά, την πολιούχο μας, κάνω την προσευχή μου: Αν για τον αθηναϊκό λαό αναδείχτηκα ο πιο χρηστός πολιτικός, ύστερα από τον ζωέμπορο τον Λυσικλή και τις δυο πόρνες, την Κύννα και τη Σαλαβακχώ, να παίρνω το δείπνο μου με δημόσια δαπάνη χωρίς να έχω προσφέρει καμιά υπηρεσία, όπως και τώρα. (Απευθύνεται στον Δήμο:) Όμως, αν σε μισώ κι αν δεν είμαι ο μόνος που δίνω μάχη και που βάζω το στήθος μου μπροστά για σένα, να με φάει το σκοτάδι, να με πριονίσουν πέρα για πέρα και να κόψουν λουρίδες-λουρίδες το δέρμα μου.
ΑΛΛ. Κι εγώ, Δήμε μου, αν δεν σ᾽ αγαπώ και δεν σ᾽ έχω μη στάξει και μη βρέξει, να με κάνουν χίλια κομμάτια
[770] και να με ψήσουν σουβλάκια. Κι αν αυτά δεν σου φτάνουν για να με πιστέψεις, πάνω σε τούτο τον πάγκο να με ξύσουν στον τρίφτη μαζί με τυρί για να με κάνουν σκορδαλιά· κι ας με πάνε σούρνοντας με τσιγκέλι απ᾽ τ᾽ αχαμνά στις μπάρες του Κεραμεικού.
ΠΑΦ. Μπορείς να φανταστείς, Δήμε μου, πολίτη που να σ᾽ αγαπά πιο πολύ από μένα; Που πρώτα-πρώτα, όσο ήμουνα βουλευτής, γέμισα το δημόσιο ταμείο με λεφτά όσο κανένας άλλος, χωρίς να νοιάζομαι για οποιοδήποτε ιδιώτη, φτάνει να σου ᾽κανα την καρδιά: άλλον σακάτευα, άλλον στραγγάλιζα, άλλον του έβγαζα την πίστη ανάποδα για να δώσει λεφτά.
ΑΛΛ. Χαρά στο πράμα, Δήμε μου! γιατί κι εγώ θα σου προσφέρω τις ίδιες υπηρεσίες, δηλαδή θ᾽ αρπάζω τα ψωμιά που άλλοι ζυμώνουν και θα τα φέρνω στο τραπέζι σου. Όμως το πρώτο που θα σου δώσω να καταλάβεις είναι ότι ετούτος δεν σ᾽ αγαπά ούτε θέλει το καλό σου
[780] — ό,τι κάνει το κάνει επειδή σελεμίζει στη ζεστασιά της θρακιάς σου. Γιατί εσένα, που σταύρωσες το ξίφος σου με τους Πέρσες στον Μαραθώνα και που με τη νίκη σου μας έδωσες υλικό για να λέμε μεγάλα λόγια, σ᾽ αφήνει να κάθεσαι πάνω στα σκληρά βράχια της Πνύκας, όπως καληώρα· πού να γνοιαστεί όπως εγώ! έβαλα να ράψουν τούτο εδώ και σ᾽ το χαρίζω (του δίνει ένα μαξιλάρι). Λοιπόν, ανασηκώσου μια στιγμή κι ύστερα κάθισε στα μαλακά, για να μη ξεφλουδίζεται ο Σαλαμινομάχος πισινός σου.
ΔΗΜ. Άνθρωπε, ποιός είσαι; Μήπως είσαι εγγόνι κάποιου απ᾽ τη δοξασμένη συντροφιά του Αρμοδίου; Γιατί βέβαια τούτη σου η χειρονομία δείχνει αρχοντιά κι αγάπη για τον λαό.
ΠΑΦ. Γιά δες με τί τιποτένιες περιποιησούλες κέρδισες κιόλα την εύνοιά του!
ΑΛΛ. Μήπως κι εσύ δεν τον έβαλες στο χέρι με πολύ πιο τιποτένια δολώματα;
ΠΑΦ. [790] Λοιπόν, αν τυχόν βρέθηκε άντρας που ν᾽ αγωνίστηκε πιο πολύ για τον λαό, (απευθύνεται στο Δήμο) ή που να σ᾽ αγαπά περισσότερο, πρόθυμα στοιχηματίζω το κεφάλι μου.

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ, Άμυκος και Αργοναύτες

Ο μύθος του Άμυκου αντανακλά τις συγκρούσεις για την κατοχή του νερού αλλά και την ισχύ του κατόχου του. Ο Άμυκος, γιος του Ποσειδώνα και της Νύμφης Μελίας από τη Βιθυνία, βασιλιάς των Βεβρύκων στην περιοχή του Βοσπόρου, φύλαγε την πηγή και όποιος ήθελε νερό έπρεπε να πυγμαχήσει μαζί του.

Ο νικημένος γινόταν σκλάβος του νικητή. Πάλεψε με τον Πολυδεύκη και μετά την ήττα του αναγκάστηκε να αφήσει το νερό ελεύθερο και για τους ξένους. Σε λουκανική υδρία του ζωγράφου του Άμυκου (420-400 π.Χ.) ο Άμυκος είναι δεμένος στον βράχο της πηγής από τους Αργοναύτες.

Το ίδιο θέμα επεξεργάστηκε καλλιτέχνης στη χάλκινη κίστη Ficoroni της Πραίνεστου (Παλεστρίνα) (350-300 π.Χ.) παριστώντας τον βασιλιά Άμυκο και τους Αργοναύτες -ανάμεσά τους ο Κάστορας και ο Πολυδεύκης.

Ο έλεγχος της εκκλησίας στο σχολείο

Πώς η εκκλησία επιβάλλεται στο εκπαιδευτικό σύστημα.
 
Πώς το κάνει αυτό το σχολείο; Καταρχάς μέσω της σχολικής γνώσης. «Για την κατασκευή των πραγμάτων χρειάζονται εργαλεία. Το εργαλείο με το οποίο κατασκευάζονται οι άνθρωποι είναι η πληροφορία» παρατηρούσε ο Ε.Α. Ράουτερ στο κλασικό βιβλιαράκι του «Η κατασκευή υπηκόων».
 
Αρκεί όμως μόνο η παροχή πληροφοριών στους μαθητές για να διαμορφωθεί η προσωπικότητά τους;
 
Όχι, λένε οι προοδευτικοί παιδαγωγοί και οι κοινωνιολόγοι της εκπαίδευσης, ήδη από τη δεκαετία του ’70. Χρειάζονται και μια σειρά από πρακτικές μέσα στο σχολείο, προκειμένου οι πληροφορίες να αποκτήσουν φυσική και αιώνια υπόσταση, να γίνουν αδιαμφισβήτητες. Τον 17ο αιώνα ο Γάλλος φιλόσοφος Μπλεζ Πασκάλ (1623-1662) παρατήρησε πως αν αναγκάζεις τα παιδιά να γονατίζουν κάθε μέρα για να προσευχηθούν, ανεξάρτητα από την αρχική τους πεποίθηση, στο τέλος θα πιστέψουν στην ύπαρξη του Θεού.
 
Με αυτές τις ελάχιστες εισαγωγικές παρατηρήσεις θα προσπαθήσουμε σύντομα να σκιαγραφήσουμε την ιδεολογική παρέμβαση που προσπαθεί να ασκήσει και εντέλει ασκεί η εκκλησία στο σχολείο. Παρέμβαση σε πολλά επίπεδα που αγγίζει τα αναλυτικά προγράμματα των θρησκευτικών, τον χρόνο που αφιερώνει το ωρολόγιο πρόγραμμα στα θρησκευτικά, τις θρησκευτικές πρακτικές και τελετουργίες –όπως η προσευχή και ο εκκλησιασμός– που αξιώνει να είναι υποχρεωτικές στο σχολείο.
 
Επίσης, να τονίσουμε ότι σε καμία περίπτωση δεν συνηγορούμε στο να μην υπάρχει μάθημα σχετικά με τη θρησκεία στο σχολείο. Το 2001 ο Ρεζίς Ντεμπρέ, στο υπόμνημά του προς τον υπουργό Παιδείας της Γαλλίας Τζακ Λανγκ, πρότεινε –με βάση πάντα τα δεδομένα της γαλλικής κοινωνίας– την προσέγγιση των θρησκειών ως πολιτιστικών φαινομένων και παραγόντων διαμόρφωσης της τέχνης, της ιστορίας, της ηθικής κ.λπ. Προφανώς στην Ελλάδα μπορεί να μην επιτρέπεται άμεσα τέτοια διδακτική προσέγγιση λόγω της επιδραστικότητας της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην πλειονότητα του πληθυσμού.
 
Ομως είναι ανάγκη το μάθημα των θρησκευτικών να εκσυγχρονιστεί μέσα από νέες προσεγγίσεις και ήδη οι νέοι Φάκελοι Μαθήματος, τους οποίους δημιούργησε το υπουργείο Παιδείας πριν από δύο χρόνια, διδάσκονται στα σχολεία. Αυτή η καινοτομία συνάντησε αντιδράσεις από την εκκλησία (όποιος/α θέλει να δει τους Φακέλους Μαθήματος μπορεί να επισκεφτεί την ιστοσελίδα του ΙΕΠ http://iep.edu.gr).
 
Η ιστορία της παρέμβασης της εκκλησίας στο Σχολείο
 
Η Ορθόδοξη Εκκλησία έπαιξε ιστορικά ιδιαίτερο ρόλο στον ελλαδικό χώρο. Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453) ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής έχρισε πατριάρχη Κωνσταντινούπολης τον Γεννάδιο, ηγέτη της αντιδυτικής πτέρυγας της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Στον πατριάρχη ανατέθηκαν όλες οι θρησκευτικές αρμοδιότητες σχετικά με τους ορθόδοξους πληθυσμούς της αυτοκρατορίας. Αυτό σε συνδυασμό με τις φορολογικές ατέλειες που απολάμβανε η Εκκλησία και το δικαίωμα που είχαν τα μοναστήρια να κατέχουν μεγάλες γαίες δημιούργησε μια κατάσταση όπου ο πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης εμφανιζόταν ως ο θρησκευτικός, πνευματικός και πολιτικός αρχηγός των ορθόδοξων λαών.
 
Έτσι, η εκκλησία έγινε ο κύριος οργανωτής της πνευματικής ζωής των υπόδουλων ορθόδοξων χριστιανικών πληθυσμών. Η ορθόδοξη πίστη μετασχηματίζεται κάτω από αυτές τις συνθήκες σε ιδεολογία μέσω της οποίας εκφράζονται τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά αιτήματα των υπόδουλων. Αυτό δεν σημαίνει ότι εντός της εκκλησίας και εντός του κλήρου δεν υπήρχαν διαφοροποιήσεις και αντιπαραθέσεις.
 
Στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπήρξε ένα δίκτυο σχολείων του οποίου την ανάπτυξη δεν εμπόδισαν οι Οθωμανοί. Τα σχολεία αυτά ήταν φανερά και λειτουργούσαν χωρίς προβλήματα. Οι σχολές που ίδρυσε το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης δεν είχαν σκοπό να διαφυλάξουν την εθνική συνείδηση των Ελλήνων, αλλά να δημιουργήσουν ιερείς και διανοούμενους της Εκκλησίας ικανούς να αποκρούσουν τις προσπάθειες του καθολικισμού να διεισδύσει στους χριστιανικούς πληθυσμούς της Ανατολής. Καμία ιστορική μαρτυρία της εποχής δεν κάνει λόγο για κρυφά σχολεία ή για απαγόρευση των σχολείων από τους Οθωμανούς.
 
Αντίθετα, υπάρχουν μαρτυρίες για διώξεις προοδευτικών δασκάλων αλλά και ιερέων από συντηρητικούς εκκλησιαστικούς κύκλους (περιπτώσεις του Βενιαμίν Λέσβιου αλλά και του Θεόφιλου Καΐρη). Απλοί κληρικοί και στελέχη της εκκλησίας, όπως ο Παπαφλέσσας, πολέμησαν στην πρώτη γραμμή της επανάστασης. Όμως την προεπαναστατική περίοδο η κατεύθυνση του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης ήταν ενάντια στην επανάσταση και στις ιδέες του Διαφωτισμού. Έβαλε σε «μαύρη λίστα» τα βιβλία του Ρήγα, κατηγόρησε τον Κοραή σαν «άθεο» και τελικά αφόρισε την Επανάσταση του 1821.
 
Στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, η εκκλησία με τις ενέργειες του Θεόκλητου Φαρμακίδη κατόρθωσε να ανεξαρτητοποιηθεί από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Το βασικό επιχείρημα του Φαρμακίδη ήταν ότι δεν μπορεί η διοίκηση της εκκλησίας να καθορίζεται από έναν πατριάρχη δέσμιο του Τούρκου σουλτάνου. Με αυτόν τον τρόπο η εκκλησία στο ελληνικό κράτος έγινε οργανικό τμήμα του κρατικού μηχανισμού, δομήθηκε στη λογική της δόμησης του κράτους και διαμορφώθηκε μια «κρατική λατρεία», η οποία ανάμεσα στα άλλα έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του περιεχομένου του σχολείου.
 
Η επιλογή της 25ης Μαρτίου, ημέρας της θρησκευτικής εορτής του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, ως επίσημης επετείου της Επανάστασης του 1821 έγινε από το ελληνικό κράτος το 1838 για να υπηρετήσει συγκεκριμένους ιδεολογικούς σκοπούς σύμπλεξης της εκκλησίας με την επανάσταση. Σταδιακά διανοούμενοι της εκκλησίας προσπάθησαν να κατασκευάσουν εικόνες για το παρελθόν. Για παράδειγμα ο πίνακας του Γύζη «Το κρυφό σχολειό» (1886) είναι κλασική περίπτωση «ιδεολογικής διαχείρισης του παρελθόντος» με σκοπό την κατασκευή μιας εικόνας διαφορετικής από την πραγματικότητα, αφού κρυφό σχολειό, όπως το ξέρουμε, ουσιαστικά δεν υπήρξε. Ο μύθος του κρυφού σχολειού διαμορφώθηκε από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και μετά προκειμένου να δείξει ότι η εκκλησία και οι ιερείς ήταν αυτοί που κράτησαν ζωντανή την εθνική συνείδηση των Ελλήνων.
 
Από τα πρώτα βήματα οργάνωσης του ελληνικού σχολείου, η χριστιανική διδασκαλία μπαίνει στα αλληλοδιδακτικά σχολεία ως βασικό μάθημα δίπλα στην ανάγνωση, τη γραφή και την αριθμητική.
 
Από το 1833 η αντιβασιλεία συγκρότησε τη Γραμματεία Εκκλησιαστικών και Δημόσιας Εκπαίδευσης, στην οποία ανέθεσε την οργάνωση και διοίκηση του εκπαιδευτικού συστήματος. Το υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων δημιουργείται από τα πρώτα χρόνια ίδρυσης του ελληνικού κράτους και η σύμπλεξη θεμάτων εκπαίδευσης και εκκλησίας στο ίδιο υπουργείο γίνεται δομικό χαρακτηριστικό της ελληνικής πολιτείας.
 
Στον νόμο του 1836 η κατήχηση είναι από τα βασικά μαθήματα των ελληνικών σχολείων και των γυμνασίων ενώ η Θεολογική Σχολή ήταν ανάμεσα στις τέσσερις πρώτες σχολές που ιδρύθηκαν στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (η Θεολογική το πρώτο έτος λειτουργίας της είχε οκτώ φοιτητές ενώ η Ιατρική Σχολή τέσσερις, η Νομική είκοσι δύο και η Φιλοσοφική δεκαοκτώ).
 
Από το πρώτο ωρολόγιο πρόγραμμα του 1836 μέχρι και σήμερα, το μάθημα των θρησκευτικών αποτελεί βασικό – υποχρεωτικό μάθημα γενικής παιδείας. Ο Χαράλαμπος Νούτσος, στο βιβλίο του «Προγράμματα μέσης εκπαίδευσης και κοινωνικός έλεγχος, 1931- 1973» (Εκδόσεις Θεμέλιο), εξετάζει τα ωρολόγια προγράμματα των σχολείων της μέσης εκπαίδευσης από το 1931 μέχρι το 1973.
 
Σχετικά με το μάθημα των θρησκευτικών επισημαίνει:
 
α) Είναι το μάθημα που διατηρεί σταθερά τον χρόνο διδασκαλίας του με ελάχιστες αυξήσεις ή μειώσεις που δεν υπερβαίνουν τη μία ώρα. Κινείται σταθερά στις δύο ώρες σε κάθε τάξη και κάποιες χρονιές μειώνονται ή αυξάνονται.
 
Από δώδεκα ώρες μειώνονται στις δέκα το 1966 (στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης της 'Ενωσης Κέντρου το 1964) και αυξάνονται στις δεκατρείς το 1969 (επί χούντας, η οποία μαζί με την αύξηση των ωρών διδασκαλίας των θρησκευτικών κατάργησε τη διδασκαλία της κοινωνιολογίας και των στοιχείων οικονομίας στο πλαίσιο της ενίσχυσης του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού»).
 
β) Το μάθημα των θρησκευτικών είναι το μόνο μάθημα που κατέχει σταθερά την πρώτη θέση στη σειρά εμφάνισης σε όλα τα προγράμματα της περιόδου που εξετάζουμε. Κοντολογίς, όλα τα ωρολόγια προγράμματα αυτής της περιόδου ξεκινούν με πρώτο μάθημα τα θρησκευτικά. Τέλος, ας σκεφτούμε ότι τελειώνοντας το σχολείο έχουμε όλοι διδαχτεί τη δημιουργία του κόσμου σύμφωνα με τη θεολογική εκδοχή: ο κόσμος δημιουργήθηκε από τον Θεό σε επτά ημέρες, ο Αδάμ και η Εύα είναι μακρινοί μας πρόγονοι. Έχουμε, αντίστοιχα, διδαχτεί τι λένε οι φυσικές επιστήμες για τη δημιουργία του κόσμου; Ποιες οι βασικές θεωρίες για την προέλευση του σύμπαντος, του πλανήτη και του είδους μας; Αν το σκεφτεί κάποιος/α θα δει ότι η πρώτη εκδοχή, η θεολογική, είναι αυτή που γνωρίζουν όλοι.
 
Άμεσες παρεμβάσεις εκκλησιαστικών κύκλων στην εκπαίδευση
 
Το 1908 ο Αλέξανδρος Δελμούζος διορίστηκε διευθυντής στο Παρθεναγωγείο του Βόλου και εισήγαγε σε αυτό μια σειρά από καινοτομίες όπως η δημοτική γλώσσα, τα υπαίθρια μαθήματα, ο περιορισμός της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών. Ο επίσκοπος Δημητριάδος Γ. Μαυρομμάτης μαζί με συντηρητικούς κύκλους της κοινωνίας του Βόλου αντέδρασαν στη λειτουργία του Παρθεναγωγείου, διέκοψαν τη λειτουργία του και ο Δελμούζος παραπέμφθηκε σε δίκη, η οποία έγινε το 1914 στο Ναύπλιο όπου αθωώθηκε πανηγυρικά. Συνήγορος υπεράσπισης ο Λουκάς Νάκος (1865-1933), δικηγόρος Αθηνών και πατέρας της λογοτέχνιδας Λιλίκας Νάκου. Ανάμεσα στους μάρτυρες υπεράσπισης του Δελμούζου ήταν ο παιδαγωγός Δημήτρης Γληνός, η άποψη του οποίου για την προσευχή –όπως την ανέπτυξε στην κατάθεσή του στο δικαστήριο– είναι επίκαιρη:
 
Γληνός: «Η πρωινή προσευχή είναι εν εκ των παιδαγωγικών μέσων διά των οποίων το σχολείον εκπληροί τον θρησκευτικόν προορισμόν του».
 
Εισαγγελέας: «Είναι μέσον».
 
Γληνός: «Μάλιστα είναι εκ των μέσων. Υπάρχουν όμως παιδαγωγοί οίτινες δεν κάμνουν χρήσιν όλων των μέσων τούτων, όπως είναι η πρωινή προσευχή, ο υποχρεωτικός εκκλησιασμός, αλλά λέγουν ότι εφ’ όσον πρόκειται να γίνει τούτο ούτως ώστε να είναι μηχανικόν μόνο μέσον και να εκπληροί τον σκοπόν τον θρησκευτικόν, δι’ ον άλλως τε εφαρμόζεται, προτιμότερον να λείψη».
 
Το 1985 η Ιερά Σύνοδος είχε διαμαρτυρηθεί για το σχολικό βιβλίο του Λευτέρη Σταυριανού «Ιστορία του ανθρώπινου γένους», το οποίο προσπαθούσε να αφηγηθεί την ιστορία του ανθρώπινου γένους πατώντας στη θεωρία της εξέλιξης, την αντίληψη ότι ο άνθρωπος δημιούργησε πολιτισμό με την εργασία καθώς ήταν το μόνο είδος που μπορούσε να εργαστεί και μέσω της αμφίδρομης σχέσης του με τη φύση και τους συνανθρώπους του εξελίχθηκε. Αντίληψη η οποία ήταν σαφώς στον αντίποδα της θεολογικής απάντησης στο ερώτημα της δημιουργίας του ανθρώπου. Τελικά το βιβλίο αποσύρθηκε.

Άγιος Γεώργιος - Ο προστάτης των απανταχού παπαρολόγων

Γενικό Επιτελείο Στρατού:

Ο 'Αγιος και Μεγαλομάρτυρας Γεώργιος έζησε κατά τα τέλη του γ' και αρχές δ' μ.Χ. αιώνα στους χρόνους του φοβερού διώκτη των χριστιανών Διοκλητιανού. Κατάγονταν από τη χώρα της Καππαδοκίας, από μεγάλη και ένδοξη γενιά. Πρώτα ήταν αξιωματικός στο τάγμα των «Τριβούνων» και λίγο πριν αρχίσουν τα μαρτύρια του πήρε προαγωγή και έγινε Κόμης ένα αξίωμα, που σήμερα θα το λέγαμε Έπαρχος, Ηγεμών ή Στρατηλάτης.

Εκείνους τους χρόνους ο σατανόπληκτος βασιλιάς Διοκλητιανός γεμάτος από θαυμασμό προς τους θεούς των ειδώλων είχε βγάλει αυστηρές διαταγές προς τους υπηκόους του όσοι Χριστιανοί αφήσουν την θρησκεία τους, αρνηθούν τον Χριστό και προσκυνήσουν τα είδωλα, αυτοί ν' απολαμβάνουν βασιλικές τιμές και πολλά άλλα' όσοι χριστιανοί δεν αρνηθούν τον Χριστό και τη θρησκεία του, να θανατώνονται.

Νεότατος τότε ο Άγιος Γεώργιος μόλις είχε περάσει τα είκοσι χρόνια του φανερώνεται μοναχός του πως είναι χριστιανός. Κι όχι μονάχα αυτό, μπροστά στον αυτοκράτορα και τους αξιωματούχους του, γκρεμίζει τα πλανεμένα κι αδύναμα είδωλα των θεών, περιγελώντας όλους τους ειδωλολάτρες, που πιστεύουν στα άψυχα αγάλματα των ψεύτικων αυτών θεών.

Ο τύραννος Αυτοκράτωρ, εκτιμώντας την ένδοξη γενιά και την ανδρειωσύνη του Αγίου Γεωργίου στους πολέμους, άρχισε τα παρακάλια και τις υποσχέσεις να τον μεταπείσει. Μα ο 'Αγιος στέκεται σταθερός κι απαρασάλευτος, δυνατός σα διαμάντι, στη θρησκεία του Χριστού. Αρχίζουν οι απειλές, οι φοβέρες. Ο 'Αγιος τα καταφρονεί όλα. Χτυπούν τον 'Αγιο μ' ένα κοντάρι στην κοιλιά. Μα κατά θαυματουργικό τρόπο, ενώ έτρεξε αίμα πολύ από τη σάρκα του Αγίου, αυτός έμεινε ζωντανός και το κοντάρι λύγισε προς τα πίσω, για να μη διαπεράσει την αγιασμένη σάρκα του.

Από εκεί τον φέρνουν στα μεγαλύτερα μαρτύρια: τον δένουν γυμνό σε ένα τροχό, ο οποίος είχε γύρω του μπηγμένα μαχαίρια κοφτερά και τον κατρακυλούν σ' έναν κατήφορο. Κι ενώ το σώμα του Αγίου καταματώθηκε και κατατεμαχίστηκε, άγγελος Κυρίου στη στιγμή συναρμολόγησε τα κομμάτια του και παρουσιάστηκε πάλι ο 'Αγιος γερός, όπως πρώτα.

Βλέποντας τη θαυματουργούσα παρουσία του αληθινού Θεού, πολλοί από τους ειδωλολάτρες γύρισαν στην πίστη του Χριστού. Μα ο Διοκλητιανός δεν τους άφησε για πολύ να ζήσουν σε τούτο τον κόσμο. Τους αποκεφάλιζε αμέσως απ' το θυμό του. Την ίδια τύχη θα έχει αργότερα και η γυναίκα του η βασίλισσα Αλεξάνδρα, που βλέποντας τα θαύματα, ομολόγησε πως ο Χριστός είναι ο αληθινός θεός, και όχι τα είδωλα.

Και τα μαρτύρια του Αγίου Γεωργίου συνεχίζονται. Τον βάζουν μέσα σε ασβέστη που έβραζε κι εκείνος μένει ανέπαφος. Οι πιστοί προσεύχονται, άλλοι απ' τους ειδωλολάτρες κλονίζονται κι άλλοι προσεύχονται στον Χριστό. Παραγγέλνουν ένα ζευγάρι σιδερένια υποδήματα με καρφιά από μέσα κοκκινισμένα στη φωτιά. Τα φορούν στα πόδια του Αγίου και τον αναγκάζουν να τρέξει. Μα εκείνος δεν χρειάζεται καμιά ώθηση από τους στρατιώτες. Σπρώχνει μόνος του τον εαυτό του, λέγοντας:

«Τρέχε Γεώργιε, τρέχε ίνα φθάσης το ποθούμενον!» Και παρακαλεί τον θεό να τον γιατρεύει και να του δίνει υπομονή ως το τέλος της ζωής του: «Κοίταξε από τους ουρανούς, Κύριε και ιδέ τον κόπον μου και άκουσον τους στεναγμούς του παιδευόμενου δούλου Σου, ότι επερίσσευσαν οι εχθροί μου και μίσος άδικον εμίσησάν με, δια το 'Αγιον Σου όνομα, αλλά ιάτρευσόν με, Δέσποτα, ότι εταράχθησαν τα κόκκαλά μου, και δός μου υπομονήν έως τέλους της ζωής μου, δια να μην ειπούν οι εχθροί μου, ότι με εξεδικήθησαν».

Σαν είδε ο αιμοβόρος τύραννος πως και τα σιδερένια πυρωμένα υποδήματα δεν έβλαψαν τον 'Αγιο, διέταξε να τον δέσουν και να τον δείρουν χειροδύναμοι στρατιώτες άσπλαχνα μέχρι θανάτου με ξερά βούνευρα. Όμως μάταια κουράστηκαν οι στρατιώτες. Ο στρατιώτης του Χριστού, ο «νοερός αδάμας της καρτερίας», έστεκε μπροστά του υγιέστατος. Η τυραννία του Διοκλητιανού περνούσε δύσκολες στιγμές. Κείνη την ώρα ο Μαγνέντιος, φίλος και σύμβουλος του αυτοκράτορα, θέλησε να πειράξει πνευματικά τον 'Αγιο, μια που τα σωματικά μαρτύρια δεν τον πείραζαν σε τίποτε.

Λέγει λοιπόν στον 'Αγιο Γεώργιο ν' αναστήσει, αν είναι αληθινός ο θεός του, ένα νεκρό που κείτονταν εκεί κοντά τους από τα παμπάλαια χρόνια πεθαμένος. Ο 'Αγιος γίνεται μια φωτεινή λαμπάδα τώρα, έτοιμος να καεί για να φωτίσει τους ειδωλολάτρες να πιστέψουν. Γονατίζει πάνω στον τάφο, σηκώνει το νου και τα χέρια του και προσεύχεται στον Θεό. Ώ θεία, ώ αγία πίστη του Αγίου Γεωργίου! Ο νεκρός ανοίγει τον τάφο του, ανασταίνεται, προσκυνάει τον 'Αγιο και δοξάζει τη δύναμη και τη θεότητα του Χριστού. Ο βασιλιάς και η σπείρα του τα 'χουν χαμένα. Ρωτούν τον αναστημένο νεκρό ποιος είναι κι αυτός τους αποκρίνεται πως ζούσε πριν ακόμη έρθει ο Χριστός στον κόσμο. Κι επειδή ήταν ειδωλολάτρης καιγόταν μέσα σε φωτιές τόσα χρόνια που ήταν πεθαμένος. Ο αναστημένος ήταν ένας δυνατός έλεγχος για την ειδωλολατρεία και κόσμος πολύς έρχονταν στην πίστη του Χριστού, γι' αυτό ο Αυτοκράτορας διέταξε να τον σκοτώσουν. Μαζί του κι ένας άλλος πρώην ειδωλολάτρης, που ο 'Αγιος του ανάστησε το νεκρό βόδι του (οϊμέ!!!), για ν' οργώνει το χωράφι του, μαρτύρησε κάτω από τα σπαθιά των απίστων.

Εκείνο, όμως, που έδωσε τη χαριστική βολή στον ειδωλολάτρη αυτοκράτορα και τράβηξε τους περισσότερους ειδωλολάτρες στη θρησκεία του Χριστού, ήταν η επίσκεψη του Αγίου στο ναό των ειδώλων, με την κρυφή ελπίδα του Μαγνετίου πως θα τον γυρίσει στη λατρεία των ειδώλων. Μπαίνοντας στο ναό ο 'Αγιος στάθηκε μπρος στο άγαλμα του Απόλλωνα και το ρώτησε αν ο Χριστός είναι Θεός κι αν πρέπει να Τον προσκυνούμε. Τότε ο δαίμονας που ήταν μέσα στο είδωλο κλαίγοντας σχεδόν και θρηνώντας αποκρίθηκε πως ο Χριστός είναι ο μόνος αληθινός Θεός! Και με το λόγο τούτο, σα να έγινε σεισμός κι ευθύς όλα τα είδωλα έπεσαν κάτω και συντρίφτηκαν. Και γέμισε ο τόπος από μαρμάρινα συντρίμματα των θεών, που δεν μπόρεσαν να σώσουν τον εαυτό τους από τον αφανισμό! Όρμησαν τότε πάνω του οι ιερείς των ειδώλων και τον πήγαν άρον-άρον στον αυτοκράτορα. Εκείνος έδωσε διαταγή να τους βγάλουν έξω από το κάστρο τον 'Αγιο και τη βασίλισσα Αλεξάνδρα, που έβριζε τον αυτοκράτορα και τα είδωλα και να τους αποκεφαλίσουν. Η βασίλισσα εξουθενωμένη, καθώς έκατσε στο δρόμο σ' ένα έναν ξερόλιθο, παρέδωσε στον Κύριο την ψυχή της.

Ο 'Αγιος προχωρούσε. Και σαν έφτασε στον ορισμένο τόπο σήκωσε τ' αγιασμένα χέρια του και προσευχήθηκε μ' αυτά τα λόγια: «Δοξασμένος να είσαι, Κύριε ο Θεός μου, ότι δεν με έδωκες εις κυνήγι εκείνων που με ζητούσαν, ούτε χαροποίησες τους εχθρούς μου κατεπάνω μου αλλά με γλίτωσες, ωσάν το πουλί από την παγίδα των κυνηγών και τώρα επακουσόν μου, Δέσποτα, 'Αγιε και προστάτευσόν με το δούλον Σου εις τούτην την ώρα την υστερινήν και γλύτωσε την ψυχήν μου από την πονηριά του κακού δαίμονος και των υπηρεσιών του και μην ενθυμηθής τα κακά που μου έκαναν οι εχθροί μου, συγχώρησε τους και δός τους ειρήνην και αγάπην και καθοδήγησέ τους εις το θέλημά Σου. Δέξου, Κύριε μου, και τη δική μου ψυχή και ανάπαυσέ την με τις ψυχές των Αγίων Σου· και εκείνους που επικαλούνται το όνομα μου για βοήθεια, χάρισέ τους τα αιτήματά των, ότι Σύ είσαι ευλογητός και δεδοξασμένος εις τους αιώνας. Αμήν». Και σκύβοντας πρόθυμα το λαιμό του, αποκεφαλίσθηκε από τους στρατιώτες και παρέδωσε στα χέρια του θεού το πνεύμα του. Το 'Αγιο Λείψανο του οι χριστιανοί το πήγαν στην Παλαιστίνη, όπου έκαμε άπειρα θαύματα, κι εκεί και σ' όλο το χριστιανικό κόσμο, που καταφεύγει με πίστη στη χάρη του.

Δεν μπορούμε να επεκταθούμε και ν' αναφέρουμε έστω και απλό κατάλογο από τα θαύματα του Αγίου Γεωργίου (σ.σ: γιατί δεν μας αναφέρετε τουλάχιστον, το «θαύμα με τον δράκο»;*). Εκείνο που θα χρειάζονταν να τονίσουμε είναι πως βλέποντας και εμείς σήμερα τα παθήματα, τα μαρτύρια, την καρτερία και την πίστη, με την οποία αγωνίστηκε ως το τέλος ο 'Αγιος, να αναθεωρήσουμε «την έκβαση της αναστροφής», για να μιμηθούμε «την πίστιν εκείνου».

Για να χρησιμοποιηθεί μια φράση του καθηγητή Λιαντίνη, μήπως κατάλαβες τι συμβαίνει εδώ τίμιε αναγνώστη; Η επίσημη ιστοσελίδα του ελληνικού στρατού, μας αραδιάζει ένα κάρο θρησκόληπτα παραμύθια με δράκους και φίδια. Ιστορίες γι' αγρίους δηλαδή, τριτοκοσμικής χώρας, θεοκρατικού καθεστώτος. Να υποθέσουμε λοιπόν η ασφάλεια της χώρας μας επαφίεται στον «προστάτη» του ελληνικού στρατού και όχι στο αξιόμαχόν του (το οποίο πληρώνουμε αδρά);

Ελληνική Βικιπαίδεια:

Το 303 μ.Χ. όταν άρχισαν οι λυσσαλέοι διωγμοί του Διοκλητιανού, ο Άγιος Γεώργιος δε δίστασε να ομολογήσει τη χριστιανική του πίστη, προκαλώντας το αδυσώπητο μένος του Διοκλητιανού, ο οποίος τον υπέβαλε σε σειρά φρικτών βασανιστηρίων. Η πίστη του Αγίου γίνεται αφορμή να βαπτισθούν οι στρατιωτικοί Ανατόλιος και Πρωτολέων, Βίκτωρ και Ακίνδυνος, Ζωτικός και Ζήνωνας, Χριστοφόρος και Σεβιριανός, Θεωνάς, Καισάριος και Αντώνιος, των οποίων την μνήμη εορτάζει η Εκκλησία στις 20 Απριλίου, και η βασίλισσα Αλεξάνδρα, σύζυγος του Διοκλητιανού, μαζί με τους δούλους της Απολλώ, Ισαάκιο και Κοδράτο, των οποίων η μνήμη τιμάται στις 21 Απριλίου.

Ο Διοκλητιανός δεν το περίμενε και έφριξε με την στάση του Γεωργίου. Τότε άρχισε για τον Άγιο μια σειρά φρικτών βασανιστηρίων, αλλά και θαυμάτων, που έφεραν πολλούς ειδωλολάτρες στη χριστιανική πίστη. Αφού τον λόγχισαν, ξέσκισαν τις σάρκες του με ειδικό τροχό από μαχαίρια. Έπειτα, τον έριξαν σε λάκκο με βραστό ασβέστη και κατόπιν τον ανάγκασαν να βαδίσει με πυρωμένα μεταλλικά παπούτσια. Από όλα αυτά ο Θεός τον κράτησε ζωντανό και έγινε αιτία να εξευτελιστούν τα είδωλα και οι εκφραστές τους.

Ο Άγιος μαρτύρησε προσευχόμενος, «απετμήθη την κεφαλήν», την Παρασκευή 23 Απριλίου του έτους 303 μ.Χ. Κατά δε τον υπολογισμό του ιστορικού Ευσεβίου, και σύμφωνα με το μακεδονικό ημερολόγιο, αντιστοιχούσε στην Παρασκευή της Διακαινησίμου, του Πάσχα. Κρυφά σήκωσαν οι Χριστιανοί το πάντιμο λείψανο του και το έθαψαν, μαζί με αυτό της αγίας μητρός του, η οποία μαρτύρησε την ίδια ή την επόμενη ημέρα. Ο πιστός υπηρέτης του Αγίου, Πασικράτης, εκτελώντας την επιθυμία του Αγίου, παρέλαβε το άγιο λείψανο του Μάρτυρα, μαζί με αυτό της μητέρας του, και τα μετέφερε στην Λύδδα της Παλαιστίνης. Από εκεί, όπως βεβαιώνουν οι πηγές, οι Σταυροφόροι πήραν τα ιερά λείψανα της Αγίας Πολυχρονίας και τα μετέφεραν στην Δύση.

Μετά τον μαρτυρικό θάνατο του Αγίου μαρτύρησαν και οι συνδέσμιοί του Ευσέβιος, Νέων, Λεόντιος, Λογγίνος και άλλοι τέσσερις μαζί. Την μνήμη τους τιμά η Εκκλησία στις 23 Απριλίου. Βλέπουμε, ότι με κέντρο την ημέρα του μαρτυρίου του Αγίου, δημιουργείται μέσα στον λειτουργικό χρόνο της Εκκλησίας, ένας εορτολογικός κύκλος, ο οποίος καλλιεργείται περισσότερο από τα Τυπικά της Κωνσταντινούπολης, που ξεκινά στις 20 Απριλίου και τελειώνει στις 24 του αυτού μηνός. Ο εορτολογικός αυτός κύκλος δείχνει την περίοπτη θέση του Μάρτυρος στην ζωή της Εκκλησίας. Από την υμνογραφία της Ορθόδοξης Εκκλησίας κοσμείται με τα επίθετα «ο μαργαρίτης ο πολύτιμος», «ο αριστεύς ο θείος», «ο λέων ο ένδοξος», «ο αστήρ ο πολύφωτος», «του Χριστού οπλίτης», «της ουρανίου στρατιάς ο συνόμιλος».

Καταλαβαίνεις τίμιε αναγνώστη το επίπεδο της εν λόγω διαδικτυακής εγκυκλοπαίδειας; Ξέφραγο αμπέλι, όπου ο κάθε πικραμένος κάνει το κομμάτι του και βγάζει τα σώψυχά του...
 
Αλλά ως Έλληνες έχουμε και έναν σοβαρό λόγο να εορτάζουμε τον άγιο Γεώργιο-μάγο Χουντίνι, καθώς μας έκανε την τιμή να μας... «καθαιρέσει». Στους «Χαιρετισμούς» του αγίου Γεωργίου διαβάζουμε:
 
«Χαίρε, Ελλήνων ο καθαιρέτης».

«Χαίρε, ο ειδώλων εκτίλας την άκανθαν
 
«Χαίρε, θεούς ψευδωνύμους συντρίψας
 
«Χαίρε, ο συντρίψας τα άψυχα είδωλα
 
«Χαίρε, δαιμόνων ο καταλύτης·
 χαίρε, ελλήνων ο καθαιρέτης
 
«Χαίρε, πολυθεΐας πλατυσμόν ο συστείλας.»
 
«Χαίρε, πρηστήρ βωμών φλογερώτατε·
 χαίρε, τυφών ξοάνων σφοδρότατε

«Αλληλούια. Τρόπαιον ανεστήσω, και παγκράτιον μέγα, Ελλήνων κατά πάσης της πλάνης»
(Υμνολόγιον το Χαρμόσυνον).

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ο Άγιος Γεώργιος (γεωργός) ουδέποτε υπήρξε ως φυσικό πρόσωπο, είναι από τους ψευδοάγιους που εφευρέθηκαν για να μεταλλάξουν τις αρχαίες πατροπαράδοτες εορτές, στην προκειμένη περίπτωση την εορτή της άνοιξης και του περιηλίου καθώς και την αντικατάσταση του μύθου του Περσέα. Η καθολική εκκλησία τον διέγραψε από το αγιολόγιό της και το εορτολόγιό της!


-----------------
* Ήταν τέτοιες οι τερατολογίες που περιέβαλαν τον άγιο Γεώργιο, ώστε τον 9ο αιώνα, ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρος Α' αποδοκίμασε δημοσίως τα «θαύματα» του «αγίου» ως «τερατώδεις λήρους» και «φλυαρίας ανάμεστα». Το πλέον πολυθρύλητο βέβαια «θαύμα» του η Δρακοκτονία. «Υπήρξε» λοιπόν ένας φτερωτός δράκοντας, σύμφωνα με την παράδοση, στα περίχωρα της Κυρήνης, περιοχή της σημερινής Λιβύης, ο οποίος έστηνε καρτέρι δίπλα σε μια πηγή και κατασπάρασσε όσους πήγαιναν εκεί για να πιουν νερό. Για να κορέσουν την πείνα του και να τον καλοπιάσουν, οι χωρικοί του έστελναν κάθε μέρα στη σπηλιά του δύο πρόβατα. Ο δράκος όμως σύντομα αποδείχθηκε ανικανοποίητος και άρχισε πάλι τα «γιουρούσια» στην πηγή. Αποφάσισε τότε ο βασιλιάς να του δίνουν ως τροφή από ένα παιδί την ημέρα, έπειτα από κλήρωση, μέχρι να γινόταν κάποιο «θαύμα» που θα τους απάλλασσε από τον «κακό μπελά» που τους είχε βρει. Και ως εκ του θαύματος, την ημέρα που ήταν η σειρά της κόρης του βασιλιά να αποτελέσει το γεύμα του δράκου, ο καλός Θεός τους λυπήθηκε κι έστειλε τον Άγιο Γεώργιο για να εξολοθρεύσει τον δράκο. Ο Άγιος, μετά από φοβερή μονομαχία (στο διαδίκτυο υπάρχουν και λεπτομέρειες της «μάχης» μάλιστα!) με τον δράκο, τον σκότωσε κι έτσι σώθηκε και η κόρη του βασιλιά. Όπως ήταν «φυσικό», μετά από τέτοιοι «θαύμα», όλο το χωριό που ήταν ειδωλολάτρες, βαπτίστηκαν Χριστιανοί.
Λεπτομέρεια: Η Δρακοκτονία παρουσιάζεται στην βιογραφία του Αγίου Γεωργίου μετά τον 12ο αιώνα. Μέχρι τότε η εκκλησιαστική εικονογραφία τον παρουσιάζει πεζό και όχι όπως τον γνωρίζουμε σήμερα, δηλαδή έφιππο σε λευκό άλογο και σκοτώνοντας τον φτερωτό δράκο με το δόρυ του.

ΙΜΜΑΝΟΥΕΛ ΚΑΝΤ: Οι υπολογισμοί του μαγαζάτορα

Σύμφωνα με τον Καντ, η ηθική αξία μιας πράξης δεν εντοπίζεται στις συνέπειες που απορρέουν από αυτήν, αλλά στην πρόθεση με την οποία γίνεται η πράξη. Εκείνο που έχει σημασία είναι το κίνητρο, και το κίνητρο πρέπει να είναι ενός συγκεκριμένου είδους. Εκείνο που έχει σημασία είναι να κάνουμε το σωστό επειδή είναι σωστό, όχι για κάποιο απώτερο κίνητρο.

Για να είναι μια πράξη καλή από ηθική άποψη, «δεν αρκεί να γίνεται σύμφωνα με τον ηθικό νόμο, αλλά πρέπει να γίνεται ένεκα τούτου». Και το κίνητρο που προσδίδει ηθική αξία σε μια πράξη είναι το κίνητρο του καθήκοντος, το οποίο για τον Καντ προϋποθέτει ότι κάνουμε το σωστό για τον σωστό λόγο.

Όταν λέει ότι μόνο το κίνητρο του καθήκοντος προσδίδει ηθική αξία σε μια πράξη, ο Καντ δεν εξηγεί ακόμη ποια ιδιαίτερα καθήκοντα έχουμε. Δεν μας λέει ακόμη τι επιτάσσει η ανώτατη αρχή της ηθικής. Παρατηρεί απλώς πως, όταν αξιολογούμε την ηθική αξία μιας πράξης, αξιολογούμε το κίνητρο με βάση το οποίο έγινε, όχι τις συνέπειες που επιφέρει.

Αν ενεργούμε με βάση κάποιο άλλο κίνητρο πέρα από το καθήκον, π.χ. για ιδιοτελείς λόγους, η πράξη μας στερείται ηθικής αξίας. Αυτό αληθεύει, όπως υποστηρίζει ο Καντ, όχι μόνο για το ιδιοτελές συμφέρον αλλά για οποιαδήποτε προσπάθεια να ικανοποιήσουμε τις επιθυμίες μας, τις προτιμήσεις μας και τις ορέξεις μας. Ο Καντ αντιδιαστέλλει τα κίνητρα αυτού του είδους -τα οποία αποκαλεί «κίνητρα των ορμών»- προς το κίνητρο του καθήκοντος. Και επιμένει ότι μόνο οι πράξεις που υποκινούνται από το κίνητρο του καθήκοντος έχουν ηθική αξία.

Οι υπολογισμοί του μαγαζάτορα και το Γραφείο για καλύτερες δουλειές

Ο Καντ παρουσιάζει διάφορα παραδείγματα που δείχνουν τη διαφορά ανάμεσα στο καθήκον και την ορμή. Το πρώτο αφορά έναν συνετό μαγαζάτορα. Ένας άπειρος πελάτης, ένα παιδί, λ.χ., μπαίνει σε ένα παντοπωλείο για να αγοράσει ένα καρβέλι ψωμί. Ο παντοπώλης θα μπορούσε να χρεώσει το παιδί παραπάνω- παραπάνω από τη συνηθισμένη τιμή για ένα καρβέλι ψωμί- και αυτό δεν θα το καταλάβαινε. Αλλά ο παντοπώλης συνειδητοποιεί ότι, αν οι άλλοι ανακάλυπταν ότι εκμεταλλεύθηκε το παιδί με αυτό τον τρόπο, η είδηση μπορεί να κυκλοφορούσε και αυτό θα έβλαπτε τη δουλειά του. Για τον λόγο αυτό, αποφασίζει να μη χρεώσει παραπάνω το παιδί. Το χρεώνει με την κανονική τιμή. Έτσι ο παντοπώλης κάνει το σωστό, αλλά όχι για τον σωστό λόγο. Ο μόνος λόγος για τον οποίο συναλλάσσεται έντιμα με το παιδί είναι γιατί θέλει να προστατεύσει τη φήμη του. Ο παντοπώλης ενεργεί έντιμα για χάρη του ιδιοτελούς του συμφέροντος· η πράξη του παντοπώλη στερείται ηθικής αξίας.

Ένα σύγχρονο παράδειγμα αντίστοιχο με τον συνετό παντοπώλη του Καντ μας προσφέρει η διαφημιστική εκστρατεία του Γραφείου για καλύτερες δουλειές [Better Business Bureau: ΒΒΒ] της Νέας Υόρκης. Επιδιώκοντας να προσελκύσει νέα μέλη, το Γραφείο ΒΒΒ δημοσιεύει ενίοτε μια ολοσέλιδη διαφήμιση στους New York Times με τον τίτλο «Η τιμιότητα είναι η καλύτερη πολιτική. Είναι επίσης η πιο επικερδής». Το κείμενο της διαφήμισης καθιστά σαφές πέραν πάσης αμφιβολίας το κίνητρο το οποίο επικαλείται.

Τιμιότητα. Είναι εξίσου σημαντική με οποιοδήποτε άλλο κεφάλαιο της επιχείρησης. Επειδή μια επιχείρηση που συναλλάσσεται με ειλικρίνεια, διαφάνεια και ακριβοδικία θα πάει οπωσδήποτε καλά. Για τον σκοπό αυτό υποστηρίζουμε το Γραφείο ΒΒΒ. Γίνετε μέλος μας. Και κερδίστε από αυτό.

Ο Καντ δεν θα καταδίκαζε το Γραφείο ΒΒΒ· η προώθηση τίμιων επιχειρηματικών πρακτικών είναι αξιέπαινη. Αλλά υπάρχει μια σημαντική ηθική διαφορά ανάμεσα στην τιμιότητα ως σκοπό καθεαυτόν και στην τιμιότητα για χάρη του κέρδους. Η πρώτη συνιστά μια θέση αρχής, η δεύτερη μια πραγματιστική στάση. Ο Καντ υποστηρίζει ότι μόνο η θέση αρχής συμβαδίζει με το κίνητρο του καθήκοντος, το μόνο κίνητρο που προσδίδει ηθική αξία σε μια πράξη.

Ας δούμε και αυτό το παράδειγμα: Πριν από μερικά χρόνια, το Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ προσπάθησε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της αντιγραφής που είχε εξαπλωθεί και ζήτησε από τους φοιτητές να δεσμευτούν ενυπόγραφα ότι δεν θα αντιγράφουν. Ως κίνητρο, χάριζε στους φοιτητές που δεσμεύονταν μια εκπτωτική κάρτα που προσέφερε εκπτώσεις 10-25% σε τοπικά καταστήματα. Κανείς δεν γνωρίζει πόσοι φοιτητές υποσχέθηκαν να μην αντιγράφουν για χάρη της έκπτωσης στην τοπική πιτσαρία. Αλλά οι περισσότεροι από εμάς θα συμφωνούσαμε ότι η εντιμότητα επί πληρωμή δεν έχει ηθική αξία. (Οι εκπτώσεις μπορούν ίσως να συμβάλουν στον περιορισμό του φαινομένου της αντιγραφής· το ηθικό ερώτημα, ωστόσο, είναι αν η τιμιότητα που υποκινείται από την επιθυμία να κερδίσουμε μια έκπτωση ή μια χρηματική ανταμοιβή έχει ηθική αξία. Ο Καντ θα έλεγε ότι δεν έχει.)

Αυτά τα παραδείγματα δείχνουν το εύλογο του ισχυρισμού του Καντ ότι μόνο το κίνητρο του καθήκοντος -το να κάνουμε μια πράξη επειδή είναι σωστή, όχι επειδή είναι χρήσιμη ή βολική- προσδίδει ηθική αξία σε μια πράξη. Δύο άλλα, όμως, παραδείγματα αποκαλύπτουν ένα πρόβλημα που παρουσιάζει ο ισχυρισμός του Καντ.

Ο ηθικός μισάνθρωπος

To πιο δύσκολο ίσως πρόβλημα που ταλανίζει την αντίληψη του Καντ εντοπίζεται στις ιδέες του για το καθήκον μας να βοηθάμε τους άλλους. Ορισμένοι άνθρωποι είναι αλτρουιστές. Νιώθουν συμπόνια για τους άλλους και χαίρονται να τους βοηθούν. Αλλά για τον Καντ, η πραγματοποίηση καλών πράξεων από συμπόνια, «όσο σύμφωνη με το καθήκον, όσο αξιαγάπητη και αν είναι αυτή», στερείται ηθικής αξίας. Αυτή η θέση μοιάζει να συγκρούεται με τις διαισθήσεις μας. Καλός άνθρωπος δεν είναι εκείνος που χαίρεται να βοηθά τους άλλους; Ο Καντ θα έλεγε ναι. Ασφαλώς και δεν πιστεύει ότι είναι λάθος να ενεργούμε από συμπόνια. Αλλά διακρίνει αυτό το κίνητρο που έχουμε για να βοηθάμε άλλα πρόσωπα -την ευχαρίστηση από την επιτέλεση καλών πράξεων- από το κίνητρο του καθήκοντος. Και διατείνεται ότι μόνο το κίνητρο του καθήκοντος προσδίδει ηθική αξία σε μια πράξη. Η συμπόνια του αλτρουιστή «αξίζει έπαινο και ενθάρρυνση, όχι όμως και πολλή εκτίμηση».

Τι θα πρέπει, λοιπόν, να χαρακτηρίζει μια ηθική πράξη για να έχει ηθική αξία; Ο Καντ παρουσιάζει ένα σενάριο: φανταστείτε ότι ο αλτρουιστής μας υφίσταται μια κακοτυχία που σβήνει την αγάπη του για την ανθρωπότητα. Γίνεται μισάνθρωπος χωρίς καμία συμπάθεια και συμπόνια για τους άλλους. Αλλά αυτή η ψυχρή καρδιά υπερνικά την αδιαφορία του και ο μισάνθρωπος βοηθά τους συνανθρώπους του. Ενώ δεν έχει καμία επιθυμία να βοηθήσει, το κάνει «μόνο από καθήκον». Τώρα, για πρώτη φορά, η πράξη του έχει ηθική αξία.

Αυτή η κρίση φαίνεται παράδοξη από διάφορες απόψεις. Προβάλλει άραγε ο Καντ τους μισανθρώπους ως ηθικά υποδείγματα; Όχι, όχι ακριβώς. Η ικανοποίηση που νιώθουμε όταν κάνουμε το σωστό δεν υποσκάπτει κατ’ ανάγκην την ηθική του αξία. Το σημαντικό, μας λέει ο Καντ, είναι η καλή πράξη να γίνεται γιατί θα πρέπει να την κάνουμε – είτε μας ικανοποιεί είτε όχι.

Ο ήρωας της προφοράς

Ας εξετάσουμε ένα επεισόδιο που έλαβε χώρα πριν από μερικά χρόνια στον εθνικό διαγωνισμό προφοράς αγγλικών λέξεων στην Ουάσινγκτον. Ζητήθηκε από ένα δεκατριάχρονο αγόρι να προφέρει τη λέξη echolalia [ηχολαλία], η οποία δηλώνει την τάση να επαναλαμβάνουμε ό,τι ακούμε. Αν και δεν πρόφερε σωστά τη λέξη, οι κριτές δεν τον άκουσαν καλά, του είπαν ότι είχε προφέρει σωστά τη λέξη, και του επέτρεψαν να προχωρήσει. Όταν το παιδί έμαθε ότι δεν είχε προφέρει σωστά τη λέξη, πήγε στους κριτές και τους το είπε. Βγήκε λοιπόν εκτός διαγωνισμού. Οι τίτλοι των εφημερίδων την επόμενη μέρα ανακήρυξαν τον έντιμο νεαρό «ήρωα της προφοράς», και η φωτογραφία του δημοσιεύθηκε στους New York Times. «Οι κριτές είπαν ότι ήμουν ένας εξαιρετικά ακέραιος χαρακτήρας», είπε το αγόρι στους δημοσιογράφους. Πρόσθεσε ότι το κίνητρό του ήταν εν μέρει ότι «δεν ήθελα να νιώθω απατεώνας».

Όταν διάβασα αυτή τη φράση του ήρωα της προφοράς, αναρωτήθηκα τι θα σκεφτόταν ο Καντ. Το να μη θέλει κανείς να νιώθει απατεώνας είναι φυσικά μια επιθυμία. Συνεπώς, αν αυτό ήταν το κίνητρο του παιδιού που είπε την αλήθεια, θα υπέσκαπτε την ηθική αξία της πράξης του. Αλλά αυτή η άποψη θα ήταν πολύ σκληρή. Θα σήμαινε ότι μόνο άνθρωποι χωρίς συναισθήματα μπορούν να πραγματοποιήσουν ηθικά άξιες πράξεις. Δεν νομίζω ότι ο Καντ θέλει να πει κάτι τέτοιο.

Αν ο μόνος λόγος για τον οποίο το αγόρι είπε την αλήθεια ήταν ότι ήθελε να αποφύγει τα συναισθήματα της ενοχής, ή μια αρνητική δημοσιότητα σε περίπτωση που ανακάλυπταν το σφάλμα του, τότε η ειλικρίνειά του θα στερούνταν ηθικής αξίας. Αλλά, αν είπε την αλήθεια επειδή γνώριζε ότι αυτό ήταν το σωστό, η πράξη του έχει ηθική αξία ανεξάρτητα από την ευχαρίστηση ή την ικανοποίηση που μπορεί να τη συνοδεύει. Εφόσον έκανε το σωστό για τον σωστό λόγο, το να νιώθει καλά γι’ αυτή του την πράξη δεν υποσκάπτει την ηθική της αξία.

Το ίδιο ισχύει και για τον αλτρουιστή του Καντ. Αν προσφέρει βοήθεια σε άλλους ανθρώπους λόγω της ευχαρίστησης που αποκομίζει και μόνο, τότε η πράξη του στερείται ηθικής αξίας. Αλλά, αν αναγνωρίζει ότι έχει ένα καθήκον να βοηθά τους συνανθρώπους του και δρα με βάση αυτό το καθήκον, τότε η ευχαρίστηση που αντλεί από αυτό δεν είναι ηθικά επιλήψιμη.

Στην πράξη, φυσικά, το καθήκον και η επιθυμία συχνά συνυπάρχουν. Είναι δύσκολο πολλές φορές να ξεδιαλύνουμε τα κίνητρα του ίδιου μας του εαυτού, πόσω μάλλον τα κίνητρα άλλων ατόμων. Ο Καντ δεν αρνείται αυτό το γεγονός. Ούτε πιστεύει ότι μόνο ένας σκληρόκαρδος μισάνθρωπος μπορεί να επιτελέσει ηθικά άξιες πράξεις. Με το παράδειγμα του μισανθρώπου επιδιώκει να απομονώσει το κίνητρο του καθήκοντος – να το διακρίνει πλήρως από τη συμπάθεια ή τη συμπόνια. Και διακρίνοντας το κίνητρο του καθήκοντος μπορούμε να ορίσουμε το χαρακτηριστικό των καλών πράξεων που τους δίνει την ηθική τους αξία – αυτό είναι η αρχή τους, όχι οι συνέπειες τους.

Η άλωση της Τροίας

ΟΙ ΑΧΑΙΟΙ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΟΥΝ ΤΟΝ ΔΟΥΡΕΙΟ ΙΠΠΟ ΚΑΙ ΚΛΕΒΟΥΝ ΤΟ ΠΑΛΛΑΔΙΟ

Ύστερα από τον θάνατο του Ευύπουλου, του τελευταίου συμμάχου που μπορούσε να αναβάλει για λίγο την άλωση του Ιλίου, οι Τρώες κλείνονται απελπισμένοι μέσα στα τείχη, και έτσι μπορούν οι Έλληνες να ζώσουν ακόμα πιο σφιχτά το κάστρο τους.

Ο Έλενος ωστόσο, όταν φανέρωνε στους Αχαιούς τους χρησμούς που καθόριζαν τη μοίρα της Τροίας, είχε δηλώσει πως, έξω από τον Φιλοκτήτη και τον Νεοπτόλεμο, που έπρεπε να μετακαλέσουν οπωσδήποτε, η Τροία δεν μπορούσε να παρθεί όσον καιρό έμενε μέσα στο κάστρο το Παλλάδιο, το ξύλινο δηλαδή άγαλμα (ξόανο), που φυλαγόταν στο ναό της Αθηνάς Παλλάδας.

Πριν οι Έλληνες επιχειρήσουν να αρπάξουν το Παλλάδιο μέσα από την Τροία, η Αθηνά συμβουλεύει τον Οδυσσέα να φτιάξουν ένα μεγάλο ξύλινο άλογο, τον περίφημο Δούρειο Ίππο (δούρειος θα πει ξύλινος). Και ήταν η ίδια η θεά που όρισε να είναι ο Επειός, ο γιος του Πανοπέα από τη Φωκίδα αυτός που θα μαστόρευε το άλογο. Ήθελε με τον τρόπο αυτό να δοξάσει τον Επειό, έναν ήρωα που ήταν τόσο ασήμαντος, ώστε οι αχαιοί βασιλιάδες τον ταπείνωναν όλη την ώρα προστάζοντάς τον να τους κουβαλάει το νερό που χρειάζονταν στις σκηνές τους.

Ο Επειός βλέπει ξαφνικά τον εαυτό του να γίνεται ένα από τα πιο σημαντικά πρόσωπα των Αχαιών γυρεύει λοιπόν να του κουβαλήσουν ένα βουνό ξυλεία από τα δάση της Ίδας. Έτσι, μέσα σε λίγες μόνο μέρες, κατορθώνει να στήσει ένα πελώριο άλογο που είχε κρυφά ανοίγματα από τις δύο πλευρές και η κοιλιά του χωρούσε όχι λιγότερους από τρεις χιλιάδες αρματωμένους Αχαιούς.

Το Ξύλινο Άλογο είναι έτοιμο τώρα έρχεται η σειρά να κλέψουν το Παλλάδιο. Την επιχείρηση θα την πάρει πάνω του πάλι ο Οδυσσέας. Το πρώτο που κρίνει σωστό να κάνει, πριν ακόμα δοκιμάσει να αρπάξει το ξόανο, είναι να μπει κρυφά ολομόναχος μέσα στο κάστρο των αντίμαχων για να γνωρίσει τα κατατόπια του. Βάζει λοιπόν τον Θόαντα, τον αρχηγό των Αιτωλών, να τον δείρει, να τον γρονθοκοπήσει στο πρόσωπο και να τον πληγώσει – όχι βαριά βέβαια -, σκεπάζει έπειτα το κορμί του με κουρέλια και χώνεται μέσα στο Ίλιο, τάχα πως ήταν ζητιάνος.

Όταν παρουσιάζεται μπροστά στους Τρώες και παρακαλεί να τον ελεήσουν, δεν βρίσκεται κανένας να τον αναγνωρίσει. Μοναχά η Ελληνίδα Ελένη καταλαβαίνει γρήγορα ποιος είναι και, για να δείξει στον Οδυσσέα πως και αυτή δεν είναι λιγότερο έξυπνη, αρχίζει να τον βασανίζει μπροστά στους άλλους ψιλορωτώντας τον για την πατρίδα του, για το πώς βρέθηκε στην Τροία και άλλα, μόνο και μόνο για να τον φέρει σε δύσκολη θέση. Από την έξυπνη όμως γυναίκα, πιο έξυπνος είναι ο άντρας- ο Οδυσσέας δεν δυσκολεύεται με τις πετυχημένες απαντήσεις που της δίνει να κρατηθεί στο ρόλο του ζητιάνου και να μην προδοθεί. Φυσικά, δεν ξεχνά να πει στους ανυποψίαστους Τρώες πόσο άσχημα του είχαν φερθεί έξω από το κάστρο οι Αχαιοί. Αυτοί τον είχαν δείρει και πληγώσει: – Να, κοιτάχτε το βασανισμένο μου κορμί! Μα ο Δίας, που προστατεύει τους ικέτες, θα τους τιμωρήσει. Μη θελήσετε τώρα κι εσείς οι Τρώες να φερθείτε το ίδιο μαζί μου!

Όταν η Ελένη καταλαβαίνει πως δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα μαζί του, προφασίζεται μπροστά στους Τρώες πως θέλει αυτόν τον συφοριασμένο ζητιάνο να τον πάρει στο παλάτι της να τον περιποιηθεί, για να τον κάνει να ξεχάσει για λίγο τα βάσανά του. Εκεί τον λούζει, του φοράει καθαρά ρούχα, του δίνει να φάει και έπειτα τον εξορκίζει να της πει την αλήθεια. Για να τον πείσει πως δεν είχε κακούς σκοπούς, του ορκίζεται, πριν υπολογίσει πως έφτασε άβλαβος στο αχαϊκό στρατόπεδο, να μην τον προδώσει στους Τρώες. Τότε ο Οδυσσέας τής φανερώνεται και αποπάνω συζητεί μαζί της τα μελλοντικά σχέδια των Αχαιών, για το πώς θα πατήσουν την Τροία.

Με τη βοήθειά της ο ήρωας κατατοπίζεται στους δρόμους της Τροίας και, πριν βγει έξω από τα τείχη, σκοτώνει όλους τους Τρώες, όσοι φρουρούσαν τις πύλες και δεν περίμεναν βέβαια να τους επιτεθούν από μέσα από την πόλη. Έπειτα γυρίζει στο στρατόπεδό του και δίνει στους δικούς του όσες πληροφορίες είχε συγκεντρώσει. Η επιχείρηση είχε πετύχει.

Στο μεταξύ, μέσα στην Τροία βρίσκουν τους φύλακες σφαγμένους και καταλαβαίνουν, αργά πια, το τέχνασμα του εχθρού. Την ώρα που οι Τρωαδίτισσες κλαίνε τους νεκρούς των, η Ελένη νιώθει να φουντώνει μέσα της η χαρά γιατί από καιρό τώρα είχε μετανιώσει, που άφησε πατρίδα και κόρη μονάκριβη και έναν τόσο μυαλωμένο και όμορφο άντρα, και λαχταρούσε να γυρίσει μια ώρα αρχύτερα στη Σπάρτη.

Η επιχείρηση μπαίνει τώρα στη δεύτερη φάση της, που είναι και πιο κρίσιμη. Είχε φτάσει πια η ώρα να κλέψουν το Παλλάδιο και να στερήσουν την Τροία από την προστασία της θεάς. Τώρα ο Οδυσσέας χρειάζεται βοηθό. Θα τον συνοδέψει, όπως πάντα, ο Διομήδης. Μια νύχτα οι δύο ήρωες περνούν μέσα από έναν υπόνομο και βρίσκονται μέσα στην Τροία, χωρίς να τους πάρει κανένας είδηση, σκοτώνουν τους φύλακες του ναού, αρπάζουν το Παλλάδιο και φεύγουν. Ο Διομήδης κουβαλάει το ξόανο και ο Οδυσσέας τον ακολουθεί με το σπαθί ξεγυμνωμένο για να τον προστατεύει.

Η φιλοδοξία όμως του Οδυσσέα είναι πολύ μεγάλη· θέλει αυτός να κρατάει το Παλλάδιο, για να πάρει αυτός και τη δόξα όταν θα το παραδίδει στον Αγαμέμνονα. Και επειδή ο Διομήδης ούτε να τον ακούσει δεν θέλει, μόνο συνεχίζει το δρόμο του, ο Οδυσσέας υψώνει το σπαθί του για να χτυπήσει το σύντροφό του από πίσω – στους Αχαιούς θα έλεγε έπειτα πως τον Διομήδη τον πρόλαβαν οι Τρώες και τον σκότωσαν. Ο Διομήδης ωστόσο, για καλή του τύχη, βλέπει στο φως του φεγγαριού τη σκιά του υψωμένου σπαθιού, που έπεφτε μπροστά του, γυρίζει απότομα και, καθώς είναι πιο χειροδύναμος, δεν δυσκολεύεται να του αρπάξει το όπλο από τα χέρια. Έπειτα τον υποχρεώνει να μπει μπροστά, ενώ εκείνος, κρατώντας το άγαλμα στο αριστερό του χέρι, τον σπρώχνει από πίσω χτυπώντας τον με τη λεπίδα του σπαθιού.

Η ιστορία αυτή δεν φαίνεται να είχε συνέχεια. Ο Οδυσσέας, ύστερα μάλιστα από την ταπείνωσή του, δεν είχε βέβαια κανένα λόγο να μάθουν οι άλλοι Αχαιοί πως επιβουλεύτηκε τον σύντροφό του. Ο Διομήδης πάλι μπορεί να μη θέλησε να αποκαλύψει στους άλλους βασιλιάδες το άσχημο παιχνίδι που του είχε παίξει ο Οδυσσέας ή, και αν το αποκάλυψε, θα συμφώνησαν όλοι να το αποσκεπάσουν, για να ξεχαστεί γρήγορα γιατί στην κρίσιμη αυτή ώρα του πολέμου δεν ήταν βέβαια καιρός για μαλώματα. Αρκετά άλλωστε είχαν πληρώσει πριν από λίγο τη διχόνοια ανάμεσα στον Αγαμέμνονα και στον Αχιλλέα

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΕΣ

Με τον ερχομό του Φιλοκτήτη και του Νεοπτόλεμου και με το Παλλάδιο στα χέρια τους, οι Αχαιοί είναι πια έτοιμοι για την τελική επιχείρηση. Η ώρα να χρησιμοποιήσουν το Ξύλινο Άλογο έχει φτάσει. Χαράζουν πρώτα πάνω του μια επιγραφή: Έλληνες Αθήνα χαριστήριον. Έπειτα, ξεδιαλεγμένοι ένας ένας από τον Οδυσσέα, που είχε το γενικό πρόσταγμα, ανεβαίνουν και κρύβονται μέσα του οι πιο ψυχωμένοι ήρωες, ανάμεσά τους ο Διομήδης, ο Νεοπτόλεμος, ο Φιλοκτήτης, ο Μενέλαος, ο Ιδομενέας, ο Μηριόνης, ο Σθένελος, ο Τεύκρος, ο Θρασυμήδης, ο Εύμηλος, ο Θόας, ο Ευρύπυλος, ο Λοκρός Αίας. Και ο Επειός, ο κατασκευαστής του Αλόγου, δεν μπορούσε να λείψει, και ας μην ήταν σπουδαίος πολεμιστής, γιατί αυτός ήξερε να ανοιγοκλείνει τις κρυφές πόρτες.

Οι άντρες που είχαν αποφασίσει να πάρουν μέρος στην επιχείρηση, ήξεραν πως η ζωή τους κρεμόταν από μια ψιλή κλωστή γιατί με την παραμικρή υποψία οι Τρώες μπορούσαν να βάλουν φωτιά στο Ξύλινο Άλογο και να τους κάψουν ζωντανούς ως τον τελευταίο, χωρίς καν να τους αφήσουν τη δυνατότητα να υπερασπίσουν τον εαυτό τους.

Να παίρνει κανείς την απόφαση να ριχτεί σ’ έναν τέτοιο κίνδυνο, θα πει πως το λέει η καρδιά του, δεν θα πει όμως και πως δεν φοβάται. Έτσι, οι ψημένοι μέσα στη φωτιά του πολέμου τόσα χρόνια ήρωες, την ώρα που έμπαιναν αμίλητοι στο Άλογο, σκούπιζαν τα δάκρυά τους και ένιωθαν τα γόνατά τους να τρέμουν. Ένας μόνο ούτε έκλαιγε ούτε καν είχε χλωμιάσει, ο Νεοπτόλεμος, αντάξιος γιος του πατέρα του. Όσην ώρα μάλιστα βρισκόταν κλεισμένος μαζί με τους άλλους στο σκοτάδι της προσωρινής φυλακής τους, δεν είχε την υπομονή να περιμένει πότε θα δινόταν το σύνθημα για την έξοδο με το χέρι πότε στο σπαθί και πότε στο κοντάρι, κάθε τόσο παρακαλούσε τον Οδυσσέα να του ανοίξει τις πόρτες για να βγει έξω και να πέσει πάνω στους Τρώες.

Μόλις οι διαλεχτοί Αχαιοί κλείνονται μέσα στο Άλογο, ο υπόλοιπος στρατός βάζει φωτιά στις σκηνές του, ανεβαίνει στα καράβια και ανοίγεται στο πέλαγος, τάχα πως είχε χάσει κάθε ελπίδα πια να πατήσει την Τροία, γι’ αυτό και αποφάσισε να γυρίσει στην Ελλάδα. Καθώς όμως αρμένιζαν μέσα στη νύχτα, πήγαν και κρύφτηκαν στην Τένεδο, σε μιαν ακρογιαλιά που να μη φαίνεται από την Τροία.

Έναν μόνο Αχαιό είχε αφήσει ο Οδυσσέας πίσω, τον εξάδελφό του τον Σίνωνα, αφού του έδωκε οδηγίες πώς να ξεγελάσει τους Τρώες την άλλη μέρα, όταν θα ανακάλυπταν το Ξύλινο Άλογο.

ΟΙ ΤΡΩΕΣ ΑΝΕΒΑΖΟΥΝ ΤΟΝ ΔΟΥΡΕΙΟ ΙΠΠΟ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΙΛΙΟ

Το άλλο πρωί οι Τρώες βλέπουν ψηλά από τα τείχη τους το στρατόπεδο των Αχαιών έρημο και τις σκηνές τους να καπνίζουν ακόμα, και δεν μπορούν να πιστέψουν στα μάτια τους- στην αρχή με κάποιο δισταγμό, έπειτα όμως όλο και πιο θαρρετά, ανοίγουν τις πύλες και αρχίζουν να κατεβαίνουν, άρχοντες και λαός, και να περιεργάζονται τις πυρπολημένες, έρημες σκηνές των Αχαιών. Μια στιγμή βλέπουν το Άλογο να υψώνεται θεόρατο μπροστά τους και το τριγυρίζουν με απορία.

Τι είναι αυτό πάλι; Μερικοί, μόλις διαβάζουν την επιγραφή πάνω στα πλευρά του Αλόγου, ζητούν να το ανεβάσουν αμέσως στην ακρόπολή τους.

Άλλοι, πιο μυαλωμένοι, υποψιάζονται κάποια καινούρια πονηριά των αντίμαχων και επιμένουν να το γκρεμίσουν από τα βράχια ή να το ανοίξουν για να βεβαιωθούν αν κρύβει τίποτα μέσα του.

Πάνω στην ώρα, κάποιοι ντόπιοι βοσκοί βρίσκουν τον Σίνωνα ανάμεσα σε κάτι βούρλα της ακρογιαλιάς. Καταλαβαίνοντας πως είχαν να κάμουνε Αχαιό, τον πιάνουν, τον δένουν και τον οδηγούν με σπρωξιές μπροστά στον Πρίαμο, που είχε και αυτός κατέβει να δει το στρατόπεδο των Αχαιών.

Η ανάκριση αρχίζει αμέσως: Ποιος είσαι συ; Και γιατί έφυγαν οι Έλληνες; Και τι θέλει αυτό το άλογο; – Καλά δασκαλεμένος από τον Οδυσσέα ο αιχμάλωτος αρχίζει μέσα σε άφθονα ψεύτικα δάκρυα να ιστορεί τα πάθη του, που δεν τα είχε βέβαια πάθει. Θα τους μολογήσει, λέει, όλη την αλήθεια, γιατί, ύστερα από όσα είχε τραβήξει από τους συμπατριώτες του, ήταν ελεύθερος να αποκαλύψει τα σχέδιά τους.

Ο ίδιος δεν ήταν λέει παρά ένας φτωχός συγγενής του Παλαμήδη, που τον είχε ακολουθήσει στον πόλεμο. Στα πρώτα χρόνια, όσο ο Παλαμήδης ζούσε τιμημένος από τους Αχαιούς, μπορούσε και αυτός, κάτω από τη σκιά του προστάτη του, να ζει με κάποια υπόληψη μέσα στους άλλους συντρόφους του πολέμου. Όταν όμως εκείνος, με τις δολοπλοκίες του Οδυσσέα, έχασε τη ζωή του , του Σίνωνα δεν του απόμεινε άλλο από το να αποτραβηχτεί και να παραδοθεί στη θλίψη του. Μόνη του παρηγοριά ήταν η σκέψη, αν καμιά φορά γύριζαν στην πατρίδα, να πάρει εκδίκηση για τον άδικο χαμό του Παλαμήδη.

Όταν οι απειλές αυτές έφτασαν κάποτε στα αυτιά των βασιλιάδων, η ζωή του Σίνωνα έγινε πολύ δύσκολη. Ο Οδυσσέας άρχισε να τον κυνηγάει με απειλές και συκοφαντίες. Και δεν άργησε να βρει την ευκαιρία να τον εξοντώσει.

Από την ώρα, συνέχισε ο Σίνωνας, που ο Διομήδης και ο Οδυσσέας σκότωσαν τους φύλακες του ναού της Αθηνάς στο Ίλιο και με χέρια αιματοστάλαχτα άρπαξαν το Παλλάδιο μολύνοντάς το, η Αθηνά θύμωσε και σήκωσε την προστασία της από τους Αχαιούς. Και δεν ήταν λίγα λέει τα σημάδια που έδειχναν το θυμό της: Το ξόανο, μόλις το έστησαν στο αχαϊκό στρατόπεδο, πήδησε τρεις φορές ψηλά σείωντας ασπίδα και κοντάρι, περιλούστηκε στον ιδρώτα και έβγαλε φωτιές από τα μάτια του.

Μπροστά στις κακοσημαδιές αυτές ο Κάλχας ο μάντης βγάζει παρευθύς κρίση: Η Τροία δεν γίνεται να πατηθεί τώρα αμέσως- έπρεπε πρώτα να μεταφέρουν το Παλλάδιο στην Ελλάδα, εκεί να το εξαγνίσουν, και έπειτα να γυρίσουν με καινούριες δυνάμεις, σε μια στιγμή που οι Τρώες δεν θα τους περίμεναν πια.

Στο μεταξύ, με τη συμβουλή του Κάλχα πάλι, οι Αχαιοί έφτιαξαν το Άλογο και το αφιέρωσαν στην Αθηνά για να μαλακώσουν το θυμό της. Και το έφτιαξαν επίτηδες πελώριο, για να μην μπορούν οι Τρώες να το περάσουν από τα τείχη τους- γιατί, από τη στιγμή που θα βρισκόταν μέσα στο κάστρο, θα έπαιρνε τη θέση του κλεμμένου Παλλαδίου και θα προστάτευε την πόλη. Αν πάλι οι Τρώες αποφάσιζαν να το καταστρέψουν, όλος ο θυμός της θεάς θα έπεφτε πάνω τους.

Ύστερα από τα λόγια του Κάλχα οι Αχαιοί ετοιμάστηκαν λέει να φύγουν μια ώρα αρχύτερα, είχαν όμως σηκωθεί ενάντιοι άνεμοι και δεν τους άφηναν να αρμενίσουν. Στην αμηχανία τους έστειλαν τον Ευρύπυλο, το γιο του Ευαίμονα, στους Δελφούς να ζητήσουν τη συμβουλή του μαντείου. Σε λίγες μέρες ο ήρωας τους έφερε την απόκριση του Απόλλωνα: Όπως, όταν φύγατε από την Αυλίδα, εξιλεώσατε τους ανέμους με το αίμα της Ιφιγένειας , το ίδιο και τώρα πρέπει με αίμα ανθρώπου να τους εξιλεώσετε!

Ποιο θα ήταν όμως το εξιλαστήριο θύμα, αυτό δεν το ξεκαθάριζε το μαντείο. Δέκα ολόκληρες μέρες ο Κάλχας σωπαίνει. Στο τέλος, όταν ο Οδυσσέας τον υποχρεώνει να μιλήσει, ύστερα από μυστική μαζί του συμφωνία φαίνεται, ορίζει τον Σίνωνα να οδηγηθεί στο βωμό για τη θυσία. Με τον τρόπο αυτό ο Οδυσσέας όχι μόνο εξαφάνιζε έναν που ήξερε ποιος έφταιγε για την καταδίκη του Παλαμήδη, αλλά και είχε όλους τους Αχαιούς με το μέρος του· γιατί ό,τι φοβόταν τόσες μέρες για τον εαυτό του ο καθένας, έβλεπε τώρα να πέφτει σε άλλου την πλάτη.

Την τελευταία στιγμή το θύμα, δεμένο πια δίπλα στο βωμό, κατορθώνει να λύσει τα δεσμά του και να κρυφτεί μέσα στο σκοτάδι της νύχτας στα βούρλα της ακρογιαλιάς. Εκεί τον είχαν βρει οι βοσκοί, πριν τον φέρουν μπροστά στον Πρίαμο. Δεν είχε καμιά αμφιβολία πως οι Τρώες θα τον σκότωναν για τα όσα είχαν τραβήξει από τους συμπατριώτες του. Και όμως, αν απόμεινε ακόμα στον κόσμο κάποιο σέβας στους θεούς και κάποια εμπιστοσύνη ανάμεσα στους ανθρώπους, άξιζε να τον σπλαχνιστούν ύστερα από τα βάσανα που είχε τραβήξει από τους δικούς του. Η ιστορία του Σίνωνα ήταν απ’ τη μια άκρη ως την άλλη πλαστή, τόσο έξυπνα όμως επινοημένη, ώστε να μη μένει καμιά αμφιβολία στους Τρώες. Οι Αχαιοί είχαν φύγει για την Ελλάδα πίσω. Ποιος ξέρει πόσα χρόνια θα χρειάζονταν πάλι ώσπου να ετοιμαστούν και να ξαναγυρίσουν – αν ξαναγύριζαν! Στο μεταξύ οι Τρώες έπρεπε να βιαστούν να ανεβάσουν το Άλογο στην ακρόπολή τους, για να βρεθούν και πάλι κάτω από τη σκέπη της Αθηνάς. Ο φοβερός πόλεμος, που τους βασάνισε δέκα ολόκληρα χρόνια, είχε τελειώσει και η Τροία δεν είχε πέσει. Πώς να μη χαίρονται;

Το πρώτο που κάνουν είναι να αφήσουν τον Σίνωνα ελεύθερο. Έπειτα, για να μπορέσουν να μετακινήσουν το Άλογο, του βάζουν από κάτω φαλάγγια, το δένουν με σκοινιά από το λαιμό και αρχίζουν να το σέρνουν και να το σπρώχνουν νέοι και γέροι, άντρες και γυναίκες. Μπροστά πήγαινε, ο Πρίαμος, πίσω του ακολουθεί λαός αμέτρητος στεφανωμένος, τραγουδώντας και χορεύοντας. Όταν φτάνουν στις Σκαιές Πύλες και δοκιμάζουν να το περάσουν, βλέποντας πως δεν χωράει, γκρεμίζουν ένα μέρος από το τείχος, ανοίγουν δρόμο και με πολύ κόπο το ανεβάζουν στα Πέργαμα, την ακρόπολή τους, δίπλα στο παλάτι του Πριάμου.

Την ώρα που συζητούν σε ποια ακριβώς θέση να το βάλουν, φτάνει τρέχοντας σαν τρελή η Κασσάνδρα, η μάντισσα κόρη του Πριάμου.

Την ώρα που συζητούν σε ποια ακριβώς θέση να το βάλουν, φτάνει τρέχοντας σαν τρελή η Κασσάνδρα, η μάντισσα κόρη του Πριάμου, και δοκιμάζει να τους συγκρατήσει φωνάζοντας πως μέσα στο Άλογο βρίσκονται κρυμμένοι Αχαιοί. Η κατάρα όμως του Απόλλωνα βαραίνει πάντα πάνω στην κόρη, να προφητεύει αληθινά και να μην την πιστεύει κανένας. Έτσι και τώρα, ποιος να δώσει σημασία στα λόγια μιας τρελής; Και είναι ο ίδιος ο Πρίαμος που προστάζει να την πάρουν με τη βία και να την κλείσουν μέσα στο παλάτι.

Θάνατος του Λαοκόοντα

Μια μάταιη προσπάθεια να εμποδίσει τους Τρώες να προστατέψουν το μοιραίο Άλογο μέσα στο κάστρο, κάνει την τελευταία στιγμή και ο Λαοκόοντας, μάντης και αυτός και ιερέας του Απόλλωνα στη Θύμβρα. Έρχεται βιαστικός από το ναό του θεού και, πριν ακόμα φτάσει μπροστά στο Άλογο, τους φωνάζει: Τι τρέλα είναι αυτή που σας έπιασε; Αληθινά πιστεύετε πως οι Αχαιοί έφυγαν; Τις πονηριές του Οδυσσέα ακόμα δεν τις μάθατε; Μέσα στο Άλογο αυτό πρέπει να βρίσκονται κρυμμένοι Αχαιοί. Αν όχι, τότε μπροστά σας έχετε μια ύπουλη μηχανή, φτιαγμένη για να κατασκοπεύσει την πόλη μας και σε μια ορισμένη στιγμή να γκρεμίσει τα τείχη μας. Μην πιστεύετε στο άλογο. Τρώες! Ό,τι και να είναι, εγώ φοβούμαι τους Έλληνες, ακόμα και όταν φέρνουν δώρα! Ύστερα από τα λόγια αυτά ο Λαοκόοντας σηκώνει το κοντάρι του και το ρίχνει με δύναμη στην κοιλιά του Αλόγου.

Οι γνώμες των Τρώων μοιράζονται ξανά· άλλοι φωνάζουν να γκρεμίσουν το Άλογο ψηλά από τα τείχη, άλλοι να του βάλουν φωτιά και να το κάψουν. Αυτοί όμως που επιμένουν να το κρατήσουν και να το αφιερώσουν στην Αθηνά, είναι περισσότεροι. Σε λίγη ώρα, άλλωστε, ο τραγικός θάνατος του Λαοκόοντα θα τους έδινε να πιστέψουν πως ο ιερέας του Απόλλωνα είχε λαθευτεί στα προγνωστικά του.

Την ώρα που οι Τρώες, συνεπαρμένοι από χαρά, γιορτάζουν τη σωτηρία τους, ο Λαοκόοντας με τους δυο γιους του και άλλον κόσμο πρόσφερε στην ακρογιαλιά θυσία έναν ταύρο στον Ποσειδώνα. Ξαφνικά βλέπουν να πλησιάζουν κολυμπώντας πάνω στα κύματα δυο θεόρατα φίδια, με μάτια που έβγαζαν φωτιές και με στόμα πελώριο. Φτάνοντας, κουλουριάζονται γρήγορα γύρω από το κορμί του Λαοκόοντα και του ενός από τους γιους του και, μέσα στη γενική φρίκη, τους καταβροχθίζουν.

Οι Τρώες, βέβαιοι πια πως ο Λαοκόοντας είχε τιμωρηθεί για την ασέβειά του να χτυπήσει με το κοντάρι το αφιερωμένο στη θεά, Άλογο, σκορπίζονται στα σπίτια τους και το ρίχνουν σε ολοήμερο γλέντι.

Η μεγάλη δοκιμασία

Η νύχτα είχε απλώσει πάνω από την Τροία. Αποκαμωμένοι και θολωμένοι από το κρασί που είχαν πιει διασκεδάζοντας όλη την ημέρα, οι Τρώες έχουν πέσει σε ύπνο βαθύ. Οι Έλληνες από την άλλη, μέσα στον κρυψώνα τους, αποφεύγουν κάθε θόρυβο και κάθε κουβέντα μεταξύ τους, μην τύχει και τους ακούσει κανείς απ’έξω. Ξαφνικά, μέσα στην απόλυτη σιγή, ακούγονται φωνές από το Άλογο, λες και ήταν οι γυναίκες τους και τους φώναζαν έναν έναν με το όνομά του.

Τι είχε γίνει; Σπρωγμένη από κάποιο θεό που ήθελε το καλό των Τρώων, η Ελένη είχε αφήσει κρυφά το σπίτι της και, παίρνοντας μαζί της τον Δηίφοβο, τον καινούριο της άντρα, είχε έρθει κοντά στο Άλογο με τον σκοπό να ξαφνιάσει τους Έλληνες που υποψιαζόταν πως κρύβονται μέσα του, ώστε να προδοθούν άθελά τους.

Τις γυναίκες των πιο αντρειωμένων αχαιών ηρώων τις θυμόταν η Ελένη από τον καιρό που ζούσε στη Σπάρτη, δεν είχε μάλιστα ξεχάσει ούτε τη φωνή της καθεμιάς. Φτάνοντας τώρα μέσα στην ερημιά της νύχτας, το πρώτο που κάνει είναι να φέρει βόλτα τρεις φορές το Άλογο πασπατεύοντάς το. Τα μάγια δεν της ήταν άγνωστα με την κίνησή της αυτή πλέκει ένα αόρατο δίχτυ γύρω από τους έγκλειστους, για να παραλύσει την ψυχική τους αντίσταση και να τους κάνει υποχείριους στη δική της θέληση. Έπειτα αρχίζει να φωνάζει έναν έναν με τη σειρά, παίρνοντας τη φωνή της γυναίκας του.

Μέσα στην αγωνία που περνούν οι φυλακισμένοι στο Άλογο, ακίνητοι και αμίλητοι, καθένας κλεισμένος στον εαυτό του, να αναμετράει τους κινδύνους που τον απειλούσαν, η δοκιμασία που ξαφνικά αντιμετωπίζουν δεν είναι μικρή- γιατί θαρρούν πως ακούν τις ίδιες τους τις γυναίκες να τους καλούν, και αυτό το κάλεσμα γυρίζει απότομα τη σκέψη τους στα σπίτια τους, στις γυναίκες και στα παιδιά τους, που τόσα χρόνια δεν είχαν δει. Οι φωνές που ακούνε ανασταίνουν μέσα τους ένα όραμα ειρήνης και σιγουριάς. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί έναν εξυπνότερο τρόπο για να κόψει τα γόνατα των αντρειωμένων, πάνω ακριβώς στην ώρα που χρειάζονταν να κάνουν την καρδιά τους σίδερο και να συγκεντρώσουν το λογισμό τους στο δύσκολο έργο που τους περίμενε;

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως σε οποιοδήποτε άλλο μέρος μπορούσαν οι Αχαιοί να φανταστούν τις γυναίκες τους, όχι όμως και πάνω στην ακρόπολη της Τροίας, αφού ήταν οι ίδιοι που πολιορκούσαν το κάστρο τόσα χρόνια τώρα. Αν τους δινόταν καιρός να βάλουν το μυαλό τους να δουλέψει, εύκολα θα καταλάβαιναν πως τους είχαν στήσει παγίδα. Ποιος όμως σε τέτοιες στιγμές προφταίνει να αντιδράσει με τη λογική – αν δεν είναι Οδυσσέας!

Μέσα στην κοιλιά του Αλόγου τα έχουν όλοι χαμένα. Πρώτος ο Μενέλαος, ο μόνος που ήξερε τη γυναίκα του μέσα στο Ίλιο, και ο Διομήδης όμως, που την ήξερε στο Άργος, πετάγονται από τη θέση τους και ετοιμάζονται να αποκριθούν από μέσα ή και να βγουν έξω ένα σκούντημα όμως του Οδυσσέα τούς φέρνει στα συγκαλά τους και ξανακάθονται αμίλητοι. Και οι άλλοι ήρωες κατορθώνουν την τελευταία στιγμή να αντισταθούν στη φωνή του πειρασμού. Μοναχά ο Άντικλος, ένας όχι και πολύ σπουδαίος ήρωας, δεν υποψιάζεται το κακό και, στην ξεροκεφαλιά του, θέλει σώνει και καλό να αποκριθεί στη φωνή της γυναίκας του προλαβαίνει όμως ο Οδυσσέας και του βουλώνει το στόμα με τα γερά του χέρια και τον κρατεί φιμωμένο, ως την ώρα που η Αθηνά, η προστάτισσα των Αχαιών, έρχεται και απομακρύνει την Ελένη και τον Δηίφοβο από το Άλογο.
Ο Οδυσσέας είχε άλλη μια φορά γλιτώσει τον αχαϊκό στρατό από την καταστροφή και άλλη μια φορά είχε δείξει πως η εξυπνάδα του ήταν μεγαλύτερη από της Ελένης.

Η NYXTA ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ

Ο θάνατος του Πριάμου.
Η τύχη της Κασσάνδρας

Τα μεσάνυχτα, την ώρα που έβγαινε το φεγγάρι, ανεβαίνει ο Σίνωνας στον τύμβο του Αχιλλέα σηκώνοντας ψηλά έναν αναμμένο πυρσό, δίνει στον Αγαμέμνονα το συμφωνημένο σύνθημα. Ο αχαϊκός στόλος, που κρυμμένος στην Τένεδο έστεκε στα πανιά, ξεκινάει αμέσως και σε λίγο αράζει στην τρωική παραλία.

Την ίδια ώρα ο Οδυσσέας προστάζει τον Επειό να τους ανοίξει τις πόρτες του Αλόγου, και οι Αχαιοί κρεμούν σκοινιά και παίρνουν να κατεβαίνουν. Για έναν μόνο ήρωα, τον Εχίονα, το γιο του Πορθέα, η Μοίρα έγραφε να μην προφτάσει να χαρεί τη νίκη γιατί στη βιάση του, αντί να πιαστεί από σκοινί, πηδάει ψηλά από το Άλογο και σκοτώνεται.

Οι άλλοι, μόλις πατούν στο χώμα, τρέχουν, ανοίγουν από μέσα όλες τις πύλες του κάστρου, για να μπει ο στρατός της Τενέδου, ενώνονται μαζί του και αρχίζουν τη σφαγή. Ο αγώνας είναι άνισος, γιατί οι Έλληνες, καθώς σπάζουν τις πόρτες και χύνονται μέσα στα σπίτια, ξαφνιάζουν τους Τρώες πάνω στον ύπνο τους και τους σφάζουν, χωρίς εκείνοι να προφτάσουν να προβάλουν αντίσταση.

Όταν ο Νεοπτόλεμος παραβιάζει τις πόρτες του παλατιού του Πριάμου, αντικρίζεται με τον Αγήνορα, το γιο του Αντήνορα. Ο Αγήνορας είχε πρώτα πληγώσει τον Λυκομήδη, το γιο του Κρέοντα, στο χέρι και έπειτα είχε τρέξει να παρασταθεί τον Πρίαμο, πέφτει όμως νεκρός από το σπαθί του Νεοπτόλεμου.

Ο Πρίαμος είχε στο μεταξύ καταφύγει στο βωμό που ήταν αφιερωμένος στον Έρκειο Δια. Άδικα δοκιμάζει η κόρη του η Λαοδίκη, η γυναίκα του Ελικάονα, να του φέρει την πανοπλία για να αντισταθεί, ας είναι και για την τιμή των όπλων μόνο, μια και σωτήρια δεν απόμενε πια. Ο Νεοπτόλεμος προφταίνει, κατεβάζει βίαια τον Πρίαμο από το βωμό, τον σέρνει και τον σφάζει μπροστά στις πύλες του παλατιού. Τη Λαοδίκη όμως, που οι θεοί δεν ήθελαν να πέσει σκλάβα στα χέρια των Αχαιών, ανοίγει ξαφνικά η γη και την καταπίνει μπροστά στα μάτια των άλλων.

Ο Πρίαμος και οι γιοι του είχαν εξοντωθεί, εκτός από τον Έλενο. Και τον Αστυάνακτα όμως, το γιο του Έκτορα και της Ανδρομάχης, έπρεπε οι Αχαιοί να τον εξοντώσουν. Και είναι πάλι ο Νεοπτόλεμος, που καθώς οδηγεί την Ανδρομάχη αιχμάλωτη ψηλά από το κάστρο, για να την κατεβάσει στο καράβι του, αρπάζει μια στιγμή το μωρό από την αγκαλιά της παραμάνας του και, πιάνοντάς το από το πόδι, το σφεντονίζει από τα τείχη, για να γίνει κομμάτια πάνω στα βράχια.

Έναν μόνο από τους Τρώες θέλησαν να σεβαστούν οι νικητές, τον Αντήνορα με την οικογένειά του γιατί πολλές φορές ο ήρωας τους είχε δείξει συμπάθεια, καθώς έβλεπε πως το δίκιο ήταν με το μέρος τους. Έτσι τώρα ο Οδυσσέας, όταν βρίσκει το γιο του τον Ελικάονα τραυματισμένο μέσα στη νύχτα, τον βγάζει έξω από τη μάχη και τον γλιτώνει. Και όταν πιο ύστερα ο Οδυσσέας πάλι και ο Μενέλαος, αυτοί που είχαν φιλοξενηθεί άλλοτε από τον Αντήνορα, απάντησαν έναν άλλο γιο του, τον Γλαύκο, να τρέχει για να σωθεί, τον αφήκαν να καταφύγει στο σπίτι του. Με εντολή μάλιστα του ίδιου του Αγαμέμνονα είχαν κρεμάσει μπροστά στο σπίτι του Αντήνορα ένα δέρμα από πάρδαλη, να είναι σημάδι για όλους τους Αχαιούς να μην το λεηλατήσουν ούτε να πειράξουν κανέναν από τους ενοίκους του. Έτσι, ο μόνος από τους Αντηνορίδες που σκοτώθηκε στην Άλωση, ήταν ο Αγήνορας, καθώς βρέθηκε στο παλάτι του Πριάμου.

Στο μεταξύ, ο Μενέλαος και ο Οδυσσέας. είχαν αφήσει τους άλλους να συνεχίσουν τη σφαγή και τη λεηλασία και είχαν τρέξει στο σπίτι του Δηίφοβου να βρουν την Ελένη. Η αντίσταση που βρήκαν εκεί ήταν πολύ μεγάλη- πόσο σκληρός ήταν ο αγώνας, θα έχει και αργότερα να το λέει ο Οδυσσέας. Στο τέλος, με τη βοήθεια της Αθηνάς, oι Τρώες σκοτώνονται όλοι και τελευταίος ο ίδιος ο Δηίφοβος από το χέρι του Μενέλαου.

Ύστερα από είκοσι ολόκληρα χρόνια ο Μενέλαος αντικρίζει πάλι την Ελένη μπροστά του, τη γυναίκα που η απιστία της είχε σταθεί αφορμή να χαθούν τόσα παλικάρια. Ο θυμός τού ανεβαίνει στο κεφάλι και τραβάει το σπαθί να τη σκοτώσει- εκείνη, χωρίς να τα χάσει μπροστά στον κίνδυνο, δεν έχει παρά να του γυμνώσει αμίλητη το στήθος της. Βλέποντας την ομορφιά της ο Μενέλαος συνθηκολογεί: αφήνει το ξίφος να του πέσει από το χέρι, φιλιώνεται μαζί της και την οδηγεί στο καράβι του.

Στην ακολουθία της Ελένης βρισκόταν η Αίθρα, η μητέρα του Θησέα, γιατί η Ελένη την είχε υποχρεώσει να την ακολουθήσει στην Τροία. Τώρα, μέσα στη φασαρία της μάχης, φεύγει κρυφά από το σπίτι του Δηίφοβου και έρχεται στο στρατόπεδο των Αχαιών, όπου αναγνωρίζεται από τα εγγόνια της, τον Δημοφώντα και τον Ακάμαντα. Όταν ο Δημοφώντας γυρεύει την απελευθέρωσή της από τον Αγαμέμνονα, εκείνος είναι πρόθυμος να του κάνει τη χάρη, θέλει όμως πρώτα να ζητήσει την άδεια της Ελένης. Της στέλνει λοιπόν μήνυμα με έναν κήρυκα, και εκείνη, για το χατίρι του κουνιάδου της, χαρίζει την ελευθερία στην Αίθρα.

Από τις κόρες του Πριάμου η μάντισσα Κασσάνδρα, μόλις είδε τους εχθρούς να ορμούν μέσα στο παλάτι, είχε τρέξει και αγκαλιάσει το ξόανο της Αθηνάς για να την προστατέψει ούτε αυτό όμως μπορούσε να τη γλιτώσει από την ατιμία. Ο Λοκρός Αίας χύνεται πάνω της, την αρπάζει από τα μαλλιά, τη ρίχνει κάτω, παρασέρνοντας και το άγαλμα της Αθηνάς μαζί της, και τη βιάζει μέσα στο σηκό του ναού. Μπροστά σε μια τόσο ανίερη πράξη, το ξόανο ζωντανεύει και στυλώνει τα μάτια του στον ουρανό.

Τρομαγμένοι από την κακοσημαδιά αυτή οι Αχαιοί, για να μη χάσουν την αγάπη της θεάς που τους προστάτευε τόσα χρόνια, αποφασίζουν να λιθοβολήσουν τον Αίαντα. Εκείνος καταφεύγει ικέτης στο βωμό της Αθηνάς και γλιτώνει προσώρας το θάνατο. Ο θυμός της θεάς δεν έχει όμως περάσει και, όπως θα δούμε πιο κάτω οι Λοκροί χίλια ολόκληρα χρόνια θα πληρώνουν βαριά για την ιεροσυλία του ήρωά τους.

Ύστερα από τη λεηλασία και αφού σκότωσαν όλο τον ανδρικό πληθυσμό, οι Αχαιοί κατεβάζουν στα καράβια τους τα λάφυρα, μέσα σ’ αυτά και τις γυναίκες των Τρώων, και βάζουν φωτιά από μιαν άκρη ως άλλη στην πόλη. Από την πλούσια, πολύχρυση Τροία του Πριάμου δεν απομένει άλλο από στάχτη και χαλάσματα.

Η Αγάπη απαιτεί να είμαστε δυνατοί

Αγάπη και ουσιαστική πραγματικότητα του κόσμου μας αποτελούν καθώς φαίνεται δυο μεγάλους αντιθετικούς παράγοντες και δυνάμεις. Από τη μια μεριά, ο άνθρωπος μπορεί να ξέρει ότι μόνον όταν είναι ευπρόσιτος μπορεί αληθινά να προσφέρει και ν’ αποδεχτεί αγάπη. Ταυτόχρονα όμως ξέρει ότι αν αποκαλύψει το πόσο ευπρόσιτος είναι στην καθημερινή ζωή συχνά κινδυνεύει να τον εκμεταλλευτούν, να επωφεληθούν απ’ αυτόν. Νιώθει πως αν κρατήσει σε εφεδρία ένα τμήμα του εαυτού του για να προστατέψει το ευπρόσιτο του, θα δέχεται πάντα από τους άλλους μόνο το μέρος της αγάπης που προσφέρει. Έτσι, η μοναδική πιθανότητα που έχει για μια βαθιά αγάπη είναι να προσφέρει όλα όσα διαθέτει. Όμως, ανακαλύπτει πως αν δίνει όλα όσα έχει συχνά μένει μ’ ελάχιστα ή τίποτα από μέρους των άλλων.

Ξέρει ότι πρέπει να εμπιστεύεται και να πιστεύει στην αγάπη. Ωστόσο, αν εκφράσει την εμπιστοσύνη και την πίστη του, η κοινωνία δε διστάζει να τον εκμεταλλευτεί και να τον θεωρήσει τρελό. Αν έχει ελπίδα στην αγάπη και ξέρει ότι μόνο με την ελπίδα, που μπορεί να κάνει το όνειρο, ιας όλο αγάπη ανθρωπότητας, πραγματικότητα η κοινωνία θα τον γελοιοποιήσει σαν έναν ιδεαλιστή ονειροπόλο. Αν δεν αποζητά την αγάπη σαν μανιακός, θα τον υποπτευτούν ότι είναι ανίκανος, ή ότι έχει «παράξενα γούστα». Ωστόσο, ξέρει ότι την αγάπη δεν την επιδιώκεις, υπάρχει παντού, και το να την αναζητάς είναι αυταπάτη, κοροϊδία. Η αγάπη κι η καθημερινή πρακτική του σημερινού κόσμου μοιάζουν απομακρυσμένες καταστάσεις, μίλια μακριά. Δεν είναι ν’ απορούμε λοιπόν που τόσο πολλοί άνθρωποι δεν έχουν το κουράγιο να προσπαθήσουν να γεφυρώσουν αυτό το χάσμα, γιατί από πρακτικής πλευράς το χάσμα μοιάζει αγεφύρωτο. Ο άνθρωπος έχει την κατανόηση και την παρόρμηση για ωρίμανση μέσα στην αγάπη, αλλά η κοινωνία καθιστά αυτή την παρόρμηση δύσκολη στην πράξη. Η πραγματικότητα της κοινωνίας διαφέρει από την πραγματικότητα της αγάπης. Η δύναμη να πιστεύεις στην αγάπη, χωρίς να κινείσαι σ’ έναν ασφαλή περίγυρο, είναι κάτι περισσότερο απ’ αυτό που μπορούν να δεχτούν οι περισσότεροι άνθρωποι. Έτσι, βρίσκουν ότι είναι πιο εύκολο ν’ αφήσουν την αγάπη κατά μέρος, να τη φυλάξουν μόνο για ειδικούς ανθρώπους, ή για μοναδικές ευκαιρίες και να συμμαχήσουν με την κοινωνία.

Για να μένεις ανοικτός στην αγάπη, να εμπιστεύεσαι και να πιστεύεις στην αγάπη, να έχεις ελπίδες στην αγάπη και να ζεις με την αγάπη, χρειάζεσαι την πιο μεγάλη δύναμη. Αυτός ο όρος τόσο σπάνια βιώνεται μέσα στην πραγματική ζωή, ώστε οι άνθρωποι δεν ξέρουν πώς να συμπεριφερθούν μαζί του, ακόμη κι όταν ανακαλύπτουν ότι τον διαθέτουν. Δηλητήριασαν ένα Σωκράτη. Η κοινωνία έχει λίγο χώρο για την τιμιότητα, την τρυφερότητα, την καλοσύνη ή το ενδιαφέρον. Όλ’ αυτά θεωρούνται σαν εμπόδια στην «πορεία του κόσμου». Αυτό το φαινόμενο υπήρξε η βάση για σπουδαία φιλολογικά έργα αρχίζοντας από την Πολιτεία του Πλάτωνα και τον Ηλίθιο του Ντοστογιέφκι, ως τον Αλέξη Ζορμπά του Νίκου Καζαντζάκη και τον Ναζαρηνό του Λιουίς Μπουνιουέλ. Μοιάζει σχεδόν σαν ένα παιχνίδι. Οι άνθρωποι αποζητούν μια φυσιογνωμία για να την εξάρουν. Επιλέγουν προσεχτικά το άτομο αυτό, περνούν λίγο καιρό πεσμένοι στα πόδια του με λατρεία, κι ύστερα βρίσκουν μεγάλη ικανοποίηση σφαγιάζοντάς το. Μοιάζει σα να μη μπορούν ν’ ανεχτούν την τελειότητα σαν να τους αναγκάζει να δουν τον εαυτό τους, σαν να τους παρακινεί ν’ αλλάξουν, – κι όλες αυτές οι σκέψεις είναι τόσο δυσάρεστες κι επίπονες! Είναι πιο εύκολο να μη βλέπουν ούτε να ενδιαφέρονται για τον εαυτό τους, να μην ασχολούνται με την τελειότητα. Έτσι μπορούν να είναι ευχαριστημένοι με τις ατέλειές τους.

Είναι γεγονός ότι ο άνθρωπος δε ζει μέσα σ’ έναν κόσμο όπου όλοι αγαπιούνται. Αν σχετιστεί με τον κόσμο των ανθρώπων είναι το πιο πιθανό ότι θα συναντήσει εγωισμό, σκληρότητα απάτη, εκμετάλλευση και διάθεση για παρασιτικές πράξεις. Αν εξαρτηθεί από τον πραγματικό κόσμο, έξω από τον εαυτό του, για ενίσχυση, θ’ απογοητευτεί και γρήγορα θ’ ανακαλύψει ότι η κοινωνία κι οι άνθρωποι δεν είναι καθόλου τέλειοι. Γιατί η κοινωνία του δημιουργήθηκε από καθόλου τέλειους ανθρώπους. Για να τα βγάλει πέρα μ’ αυτά που ανακαλύπτει και να εξακολουθήσει να ζει μέσα στην αγάπη χρειάζεται μεγάλη δύναμη. Θα επιβιώσει μόνο αν αυτή η δύναμη βρίσκεται μέσα του. Δεν πρέπει να προσφέρει την αγάπη του στον κόσμο, κι αν απορριφθεί να κατηγορεί τον κόσμο για την αναισθησία του. Αν δε βρει καθόλου αγάπη, μπορεί να κατηγορήσει μόνο τον εαυτό του που δεν είχε αγάπη. Πρέπει να έχει την αγάπη εξασφαλισμένη μέσα του. Πρέπει ν’ αφιερώσει τον εαυτό του στην αγάπη, να είναι αποφασιστικός κι ακλόνητος με την αγάπη του.

Δεν πρέπει να είναι σαν τον ανόητο Αφελή του Βολταίρου και ν’ αναγνωρίζει μόνο καλοσύνη ακόμη κι εκεί που υπάρχει το κακό. Πρέπει να γνωρίζει και το κακό, το μίσος και την απάτη σαν πραγματικά φαινόμενα, αλλά πρέπει να βλέπει την αγάπη σαν μεγαλύτερη δύναμη. Δεν πρέπει ν’ αμφιβάλλει γι’ αυτό, έστω και για μια στιγμή, γιατί τότε χάθηκε. Η μοναδική του σωτηρία είναι ν’ αφιερώσει τον εαυτό του στην αγάπη, με τον ίδιο τρόπο όπως έκανε ο Γκάντι κηρύσσοντας τη μη-βία, όπως ο Σωκράτης με την αλήθεια, όπως ο Ιησούς με την αγάπη. Μόνο τότε θα βρούμε τη δύναμη να καταπολεμήσουμε τις δυνάμεις της αμφιβολίας, της σύγχυσης και της αντίθεσης- Ο άνθρωπος δεν πρέπει να εξαρτιέται από κανέναν κι από τίποτα για ενίσχυση κι εξασφάλιση εκτός από τον εαυτό του. Αυτός ο δρόμος μπορεί να είναι μοναχικός, αλλά θα είναι λιγότερο μοναχικός αν ο άνθρωπος κατανοήσει τα παρακάτω:

 Το βασικό του λειτούργημα είναι να βοηθήσει στην αναδίπλωση του αληθινού Εαυτού του.

Ισότιμο μ’ αυτό το λειτούργημα είναι να βοήθα τους άλλους να γίνουν δυνατοί και να τελειοποιηθούν σαν μοναδικά άτομα.

Θα το κάνει αυτό καλύτερα δίνοντας σ’ όλους την ευκαιρία να δείξουν τα αισθήματα τους, να εκφράσουν τις βλέψεις τους και να μοιραστούν τα όνειρά τους.

Πρέπει να βλέπει τις δυνάμεις που χαρακτηρίζονται «κακές» σαν να προέρχονται από άτομα που υποφέρουν και που, όπως ο ίδιος, είναι «ανθρώπινα», ζώντας μέσα στη διαδικασία της προσπάθειας να τελειοποιηθούν σαν «πλάσματα».

Πρέπει να καταπολεμά αυτές τις δυνάμεις του κακού, μέσα από μια δραστήρια αγάπη που βαθιά ασχολείται κι ενδιαφέρεται για την ελεύθερη αναζήτηση της αυτοανακάλυψης του κάθε ατόμου.

Πρέπει να πιστεύει ότι δεν είναι ο κόσμος άσχημος, πικρόχολος και καταστρεπτικός, αλλά είναι έτσι όπως ο άνθρωπος έχει κάνει τον κόσμο να φαίνεται.

Πρέπει να είναι ένα πρότυπο. Όχι πρότυπο τελειότητας – μια κατάσταση που δεν τη φτάνει συχνά ο άνθρωπος – αλλά ένα πρότυπο ανθρώπινου πλάσματος. Γιατί το να είναι ένα καλό ανθρώπινο πλάσμα είναι το σπουδαιότερο που μπορεί να είναι.

Πρέπει να μπορεί να συγχωρεί τον εαυτό του επειδή είναι λιγότερο τέλειος.

Πρέπει να καταλάβει ότι η αλλαγή είναι αναπόφευκτη και πως το να πορεύεται μέσα στην αγάπη και στην αυτο-υλοποίηση, είναι πάντα καλό.

Πρέπει να πειστεί ότι τη συμπεριφορά για να τη μάθει, πρέπει να τη δοκιμάζει. «Ζω σημαίνει κάνω».

Πρέπει να μάθει ότι δεν μπορεί ν’ αγαπηθεί απ’ όλους τους ανθρώπους. Ότι αυτό είναι το ιδανικό. Μέσα στον κόσμο των ανθρώπων, αυτό το ιδανικό δε βρίσκεται συχνά.

Πρέπει να γίνει ο πιο όμορφος καρπός που υπάρχει στον κόσμο, ώριμος, ζουμερός, γλυκός, και να προσφερθεί σε όλους. Αλλά πρέπει και να θυμάται ότι θα υπάρξουν άνθρωποι που δεν τους αρέσουν αυτοί οι καρποί.

Πρέπει να καταλάβει πως αν γίνει ο πιο όμορφος καρπός του κόσμου και σε κάποιον τον οποίο αγαπά δεν αρέσουν αυτοί οι καρποί, έχει την επιλογή ν’ αλλάξει και να γίνει ένας άλλος καρπός. Αλλά πρέπει και να τον προειδοποιήσουμε πως αν γίνει ένας άλλος καρπός θα είναι πάντα δεύτερης ποιότητας. Μόνο ο καρπός που πραγματικά είναι, θα ‘ναι πάντα ο καλύτερος.

Πρέπει να συνειδητοποιήσει πως αν επιλέξει να είναι ένας δεύτερης ποιότητας καρπός, διατρέχει τον κίνδυνο αυτός που αγαπά ν’ ανακαλύψει το δεύτερο της ποιότητας, κι επειδή θέλει μόνο το καλύτερο, να τον απορρίψει. Μπορεί τότε να σπαταλήσει την υπόλοιπη ζωή του προσπαθώντας να γίνει ο καλύτερος άλλος καρπός – πράγμα αδύνατο αφού είναι άλλος – ή μπορεί πάλι να ξαναγίνει αυτό που ήταν.

Πρέπει να προσπαθήσει ν’ αγαπά όλους τους ανθρώπους, έστω κι αν όλοι δεν τον αγαπούν. Δεν αγαπάς για να σ’ αγαπήσουν αγαπάς για χάρη της αγάπης.

Δεν πρέπει ν’ απορρίπτει κανέναν άνθρωπο, γιατί έχει συνειδητοποιήσει ότι είναι τμήμα του κάθε ανθρώπου κι αν απορρίπτει έστω κι έναν άνθρωπο είναι σαν ν’ απορρίπτει τον εαυτό του.

Πρέπει να ξέρει πως αν αγαπά όλους τους ανθρώπους κι απορριφθεί από έναν, δεν πρέπει ν’ αποτραβηχτεί με φόβο, πόνο, απογοήτευση ή θυμό. Δεν είναι λάθος του άλλου. Απλά δεν ήταν έτοιμος γι’ αυτά που του προσφέρονταν. Η αγάπη δεν του προσφέρθηκε με όρους. Έδωσε αγάπη επειδή στάθηκε αρκετά τυχερός ώστε να έχει για να δώσει, επειδή ένιωθε χαρά δίνοντας, και δεν έδωσε μόνο και μόνο επειδή θα ’παίρνε κάτι σαν αντάλλαγμα.

Πρέπει να καταλάβει πως αν κάποιος απόρριψε την αγάπη του, υπάρχουν εκατοντάδες άλλοι που την περιμένουν. Η ιδέα ότι δεν υπάρχει παρά μόνο μια σωστή αγάπη είναι αυταπάτη. Υπάρχουν πολλές σωστές αγάπες.

Αυτές οι σκέψεις θα σας βοηθήσουν ν’ αποκτήσετε δύναμη σαν άτομο που αγαπά, γιατί το ν’ αγαπάς θ’ απαιτήσει να έχεις συνέχεια τη λεπτότητα του πολύ σοφού, την ευελιξία του παιδιού, την ευαισθησία του καλλιτέχνη, την κατανόηση του φιλόσοφου, την ανεκτικότητα του άγιου, την ανεξιθρησκεία του αφοσιωμένου, τη γνώση του λόγιου, και τη γενναιότητα του σίγουρου. Πολλά προτερήματα! Μα όλ’ αυτά θα ωριμάσουν μέσα σ’ αυτόν που επιλέγει ν’ αγαπά, γιατί είναι κιόλας τμήμα του δυναμικού του και θα υλοποιηθούν μέσα από την αγάπη. Το ζήτημα είναι λοιπόν ν’ αγαπάς τον τρόπο με τον οποίο αγαπάς.

Πώς η κλιματική αλλαγή επηρεάζει την οικονομική ανισότητα;

Η κλιματική αλλαγή λόγω της ανόδου θερμοκρασίας του πλανήτη έχει αυξήσει την οικονομική ανισότητα από τη δεκαετία του 1960 μέχρι σήμερα, από τη μία κάνοντας μερικές πλούσιες χώρες ακόμη πλουσιότερες (π.χ. Νορβηγία και Σουηδία) και από την άλλη, «φρενάροντας» την ανάπτυξη πολλών φτωχότερων χωρών (π.χ. Ινδία και Νιγηρία). Αυτό είναι το συμπέρασμα μιας νέας διεθνούς επιστημονικής μελέτης, με επικεφαλής τον κλιματολόγο, Νόα Ντίφενμποου, της Σχολής Γεωεπιστημών και Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Στάνφορντ της Καλιφόρνιας, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ (PNAS).

Η μελέτη εκτιμά ότι κατά τον τελευταίο μισό αιώνα μετά τη δεκαετία του ’60 η κλιματική αλλαγή οδήγησε σε μείωση κατά 17% ως 30% του πλούτου ανά κεφαλή στις φτωχότερες χώρες, με αποτέλεσμα η «ψαλίδα» του ανά κεφαλή πλούτου ανάμεσα στις φτωχότερες και στις πλουσιότερες χώρες να έχει διευρυνθεί κατά περίπου 25% περισσότερο από ότι θα είχε συμβεί χωρίς τις επιπτώσεις της ανόδου της θερμοκρασίας.

«Τα ευρήματα μας δείχνουν ότι οι περισσότερες από τις πιο φτωχές χώρες της Γης είναι σημαντικά φτωχότερες σήμερα από ότι θα ήταν χωρίς την παγκόσμια υπερθέρμανση. Ταυτόχρονα, η πλειονότητα των πλουσίων χωρών είναι πλουσιότερες από ότι θα είχαν υπάρξει χωρίς την κλιματική αλλαγή», δήλωσε ο Ντίφενμποου.

Παρ΄ όλο που, σύμφωνα με τους ερευνητές, η οικονομική ανισότητα μεταξύ των χωρών έχει μειωθεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες, η μείωση θα ήταν ακόμα μεγαλύτερη χωρίς την κλιματική αλλαγή. Η μελέτη δείχνει ότι ο ρυθμός ανάπτυξης (αύξησης του ΑΕΠ) στη διάρκεια των ετών με θερμοκρασίες μεγαλύτερες του μέσου όρου έχει επιταχυνθεί στις πιο κρύες χώρες (που συμβαίνει να είναι συνήθως και οι πιο πλούσιες), αλλά έχει επιβραδυνθεί στις πιο θερμές (που είναι και οι φτωχότερες).

«Τα ιστορικά δεδομένα δείχνουν ότι οι γεωργικές καλλιέργειες είναι πιο αποδοτικές, οι άνθρωποι πιο υγιείς και οι εργαζόμενοι πιο παραγωγικοί, όταν οι θερμοκρασίες δεν είναι ούτε πολύ υψηλές ούτε πολύ χαμηλές. Αυτό σημαίνει ότι στις ψυχρές χώρες μια λίγο υψηλότερη θερμοκρασία μπορεί να βοηθήσει, ενώ το αντίθετο ισχύει για τα μέρη που είναι ήδη πολύ ζεστά», ανέφερε ο επίκουρος καθηγητής του Στάνφορντ, Μάρσαλ Μπερκ.

«Ιδίως οι τροπικές χώρες τείνουν να έχουν θερμοκρασίες κατά πολύ πάνω από τις ιδανικές για οικονομική ανάπτυξη. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι αυτό τις έχει βλάψει. Από την άλλη, μερικές από τις μεγαλύτερες οικονομίες βρίσκονται κοντά στην τέλεια θερμοκρασία για οικονομική ανάπτυξη. Όμως μια μεγάλη άνοδος της θερμοκρασίας θα τις απομακρύνει ολοένα περισσότερο από την άριστη θερμοκρασία», πρόσθεσε.

Μολονότι οι επιπτώσεις της θερμοκρασίας φαίνονται μικρές σε ετήσια βάση, μπορούν να επιφέρουν δραματικές οικονομικές σωρευτικές απώλειες ή κέρδη σε βάθος δεκαετιών. «Όπως με ένα αποταμιευτικό λογαριασμό, οι μικρές διαφορές στο επιτόκιο θα γεννήσουν μεγάλες διαφορές στο υπόλοιπο του λογαριασμού σε 30 ή 50 χρόνια», επεσήμανε ο Ντίφενμποου.

Η μελέτη εκτιμά επίσης ότι οι πέντε οικονομίες που έχουν τις μεγαλύτερες απώλειες μετά το 1961 λόγω της κλιματικής αλλαγής (με βάση τη μέση μεταβολή του ΑΕΠ ανά κεφαλή) είναι το Σουδάν (-36%), η Ινδία (-31%), η Νιγηρία (-29%), η Ινδονησία (-27%) και η Βραζιλία (-25%). Οι πέντε χώρες που έχουν ωφεληθεί περισσότερο από την άνοδο της θερμοκρασίας εκτιμάται ότι είναι η Νορβηγία (+34%), ο Καναδάς (+32%), η Σουηδία (+25%), η Βρετανία (+9,5%) και η Γαλλία (+4,8%).

Το ερώτημα που γεννά η νέα έρευνα -και ζητά απάντηση- είναι κατά πόσο η κλιματική αλλαγή χειροτερεύει την οικονομική ανισότητα και ανοίγει την «ψαλίδα» του πλούτου όχι μόνο μεταξύ των χωρών, αλλά και στο εσωτερικό της κάθε χώρας.

Kant: Λόγος και ύπαρξη

Αναζητώντας τη βεβαιότητα της ύπαρξης

§1

Με τον τρόπο που έζησε τη ζωή του o Kant και με την απαράμιλλη αφοσίωσή του στη μελέτη κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα έργο, που επηρέασε καθοριστικά τη μετέπειτα φιλοσοφική σκέψη. Η επανάσταση που επέφερε στη φιλοσοφία της γνώσης του επέτρεψε να θέσει στο επίκεντρο της στοχαστικής του οξύνοιας τον Λόγο (Vernunft) και την κριτική που αυτός προορίζεται να ασκεί. Χωρίς αυτή την κριτική του ικανότητα αποβαίνει δογματικός και δεν μπορεί να προχωρήσει πέρα από ανεδαφικούς ισχυρισμούς[1]. Όπως ρητά διευκρινίζει ο Kant, ο ανθρώπινος Λόγος επιφορτίζεται από τη φύση του με φορτικά ερωτήματα που δεν μπορεί να τα αποφύγει, αλλά ούτε να τα απαντήσει[2], στο βαθμό που περιορίζεται απλώς στη φαινομενική γνώση. Επομένως δεν εναπομένει τίποτε άλλο σ’ αυτόν παρά να,

«αναλάβει εκ νέου το πιο επίπονο από όλα τα ως τώρα έργα του, δηλ. αυτό της αυτογνωσίας, και να καθιδρύσει ένα δικαστήριο, που από τη μια να του εξασφαλίζει τις νόμιμες διεκδικήσεις, ενώ από την άλλη να αποκρούει κάθε αβάσιμη αξίωσή του … σύμφωνα με αιώνιους και αμετάβλητους νόμους· και αυτό το δικαστήριο δεν είναι άλλο από την ίδια την Κριτική του καθαρού Λόγου» [3].

Αυτό το δικαστήριο το καθιστά αναγκαίο η τραγική κατάσταση, στην οποία έχει περιέλθει ο ανθρώπινος Λόγος. Γι’ αυτό και το ίδιο είναι, σύμφωνα με τον Kant, η αυτο-εξέταση και η αυτο-δικαίωση του Λόγου που δεν μπορεί να περιοριστεί στα ασφυκτικά όρια της εμπειρίας· θεμελιώνεται ανεξάρτητα και πρωτύτερα απ’ αυτήν. Ως γνωσιακή δύναμη είναι a priori. Αυτός ο Λόγος αποκαλύπτει τη δύναμή του, αλλά και την αυτο-οριοθέτησή του στην και με την αυτοκριτική του. Δυνάμει μιας τέτοιας διεργασίας του καθιστά δυνατό και το άνοιγμα του ανθρώπου, ως γνωρίζοντος υποκειμένου, στην αλήθεια του κόσμου. Αξίζει εδώ να διευκρινιστεί πως ο Λόγος συνάπτεται εσωτερικά με όλες τις ανώτερες ικανότητες του ανθρώπινου Λόγου. Αναφέρει συγκεκριμένα ο Kant:

«Λόγος είναι η δύναμη, που μας προσπορίζει τις αρχές της a priori γνώσεως. Καθαρός Λόγος, επομένως, είναι εκείνος, που περιέχει τις αρχές, οι οποίες μας επιτρέπουν να γνωρίζουμε κάτι απόλυτα a priori»[4].

§2

Αναλόγως επιχείρησε να κατανοήσει τον άνθρωπο και την ύπαρξή του, σε πρακτικό επίπεδο, στη βάση μιας ηθικότητας που έχει πάρει οριστικό διαζύγιο από την επιδίωξη εγωιστικών συμφερόντων. Έχοντας επίγνωση ο φιλόσοφος ότι ο άνθρωπος είναι ένα δημιούργημα της φύσης που διακρίνεται για την ιδιοτέλειά του και τα πάθη του, αλλά και για το πάθος του όχι υποχρεωτικά με αρνητικό νόημα, επενδύει κατά κύριο λόγο στη λογική ικανότητα του ανθρώπινου όντος. Ως έλλογο ον, το τελευταίο τούτο φέρει μέσα του τον ηθικό νόμο, που μπορεί να καθορίζει τη βούλησή του και να τη στρέφει προς την ενέργεια του καλού, του αγαθού, δηλαδή να την καθιστά αγαθή βούληση. Από εδώ αντλούσε τη βεβαιότητα ο Kant για να υποστηρίξει ότι δυο πράγματα μπορούν να συγκινήσουν την ψυχή του: ο έναστρος ουρανός πάνω του και η δύναμη του ηθικού νόμου που αναγνωρίζει μέσα του. Τι ήθελε να υπαινιχθεί με τη ρήση αυτή ο φιλόσοφος; Πώς μόνο αυτές οι δύο βεβαιότητες υπάρχουν που μπορούν να συνέχουν την ύπαρξη του ανθρώπου και να κατευθύνουν την (αγαθή του) βούληση. Όσο πιο συστηματικά και εντατικά ασχολείται η σκέψη με αυτές τις βεβαιότητες, τόσο ο άνθρωπος συνειδητοποιεί την αξία τους αλλά και την αξία του. Εκ πρώτης όψεως, ο έναστρος ουρανός είναι μια έννοια αντίθετη σε σχέση με τον ηθικό νόμο: ως συμβολική έκφραση του σύμπαντος, αυτός είναι απέραντος και δημιουργεί στον άνθρωπο μια αίσθηση ασημαντότητας του εαυτού του. Συγχρόνως όμως λειτουργεί ως μια ορατή πραγματικότητα που μιλάει στη συνείδηση του ανθρώπου: του υπαγορεύει να συγκεντρώνεται στον εαυτό του και να ενεργεί προς τα έξω με βάση την επιταγή του ηθικού νόμου που φέρει μέσα του.

§3

Εάν λοιπόν ο έναστρος ουρανός συμβολίζει την απεραντοσύνη της φύσης και τον αιώνιο χαρακτήρα του χρόνου, ο ηθικός νόμος δίνει νόημα και υπόσταση στην προσωπικότητα του ανθρώπου. Υποδηλώνει την αναγκαιότητα του ηθικώς ενεργείν. Η αναγκαιότητα τούτη δεν είναι τυχαία ή τυφλή, όπως μπορεί να είναι εκείνη που εκπορεύεται από την απεραντοσύνη της φύσης και την οποία ο άνθρωπος δεν είναι σε θέση να ελέγξει, αλλά μια καθολική. Από εδώ προκύπτει και μια άλλη σημασία για την ανθρώπινη ύπαρξη. Απέναντι στη φύση ο άνθρωπος λογίζεται, αλλά και ο ίδιος αισθάνεται αδύναμος, περιορισμένος. Δυνάμει όμως του ηθικού νόμου και σε σχέση με αυτόν ανυψώνεται σε ένα ον που διαθέτει άπειρες δυνατότητες. Αυτό το ηθικό ον, με βάση την καθαρότητα και κριτική ικανότητα του Λόγου του και όχι πια εξαρτημένο από θεολογικές εντολές, συνειδητοποιεί τη μοναδικότητά του, αναπτύσσει στο έπακρο τις εγκόσμιες αξίες του, καλλιεργεί τη βεβαιότητα της ύπαρξής του με το να εκλογικεύει τις πράξεις του, να διαφοροποιείται από τη ζωή των ζώων και να διαμορφώνει ελεύθερα την προσωπικότητά του. Έτσι, αν και ερχόμαστε στον κόσμο, χωρίς να έχουμε ερωτηθεί, εν τούτοις μπορούμε να διεκδικούμε την ελευθερία μας και να πράττουμε ως απόλυτοι νομοθέτες του αγαθού, του δικαίου, της ισότητας κ.λπ. Το έργο μιας τέτοιας βούλησης υπερβαίνει τα όρια του περατού, του εφήμερου και προορίζει πάντοτε τον άνθρωπο για το απέραντο καλό. 
----------------------------
[1] I. Kant: Kritik der reinen Vernunft. Meiner Verlag 1990, σ. 53.
[2] Ό.π., σ. 5.
[3] Ό.π., σ. 7.
[4] Ό.π., σ. 55.