Σάββατο 21 Μαρτίου 2015

Η αξία του μέτρου στη ζωή μας

Η αριστοτελική προσέγγιση
 
Σύμφωνα με τον Σταγειρίτη φιλόσοφο οι άνθρωποι όταν γεννιούνται δεν φέρουν κάποια ηθική ποιότητα βάση της οποίας να χαρακτηρίζονται ως καλοί ή κακοί.

Διαθέτουν όμως άπειρες «δυνατότητες», η «ενεργοποίηση» των οποίων κατά ελεύθερη επιλογή να καθορίζει τελικά την ηθική τους συμπεριφορά και υπόσταση. Για παράδειγμα, όλοι οι άνθρωποι «έχουν τη δυνατότητα» να οργίζονται.
 
Αν το υποκείμενο επιλέγει τελικά να αντιδρά με οργή  ή να μετριάζει την οργή του, όταν ένα ερέθισμα την «ενεργοποιεί», είναι κάτι που εξαρτάται από το ίδιο και από το ποια  «δυνατότητα» επιλέγει να «ενεργοποιήσει».
 
Οι ηθικές αρετές πέραν του ότι μας αναβαθμίζουν ποιοτικά ως όντα,  διανοίγουν επιπλέον το δρόμο μας στη βίωση της ευτυχίας. Πιο αναλυτικά αρετές -κατά τον Αριστοτέλη- είναι η σωφροσύνη (= αυτοέλεγχος), η ελευθεριότητα (γενναιοδωρία), η δικαιοσύνη, η ανδρεία. Ο άνθρωπος δεν κατέχει κάποια από αυτές όταν γεννιέται. Η επαφή με τις παραπάνω αρετές συντελείται αποκλειστικά μέσω της έξις (= συνήθειας) σε αυτές. Συνεπώς, «είναι ανάγκη να έχει πάρει κανείς ήδη από μικρός εκείνη την αγωγή που θα τον κάνει να ευχαριστιέται και να δυσαρεστείται με αυτά που πρέπει. Αυτή είναι η σωστή παιδεία κατά τον Αριστοτέλη (Ηθικά Νικομάχεια 1104b13-15)». Ποιος όμως συμβάλλει στο να μπορεί ο άνθρωπος να διακρίνει το καλό από το κακό, ώστε να συνηθίζει τον εαυτό του στο καλό; Η απάντηση είναι ο ορθός λόγος, η λογική μας ικανότητα.

Τι είναι λοιπόν η αρετή –κατά τον Αριστοτέλη- και πως μπορούμε να την προσεγγίσουμε; «Η αρετή είναι μια έξη (= συνήθεια), που α) επιλέγεται ελεύθερα από το άτομο, β) βρίσκεται στο μέσο, στο μέσο όμως το σε σχέση προς εμάς: διότι ο κάθε άνθρωπος ως μια ξεχωριστή οντότητα έχει το δικό του μέτρο. Σε γενικές όμως γραμμές όλοι οι άνθρωποι έχουμε μια κοινή ιδέα για το τι είναι καλό ώστε να το επιδιώκουμε και τι κακό ώστε να το αποφεύγουμε. Θεωρητικά πάντως το μέσο καθορίζεται από τη λογική – και πιο συγκεκριμένα από τη λογική που καθορίζει ο φρόνιμος άνθρωπος (= εκείνος που έχει πρακτική σοφία) 1107a1-2». Και η μεσότητα έχει αξία μόνο όταν βρίσκεται σε ισχύ, μόνο δηλαδή όταν οι πράξεις μας συμβαδίζουν με αυτή.
 
Η αρετή ή αλλιώς το καλό βρίσκεται ανάμεσα σε δυο κακίες: ανάμεσα στην υπερβολή και την έλλειψη. Συνεπώς, η άσκηση μας στο μέσο, στο μέτρο διασφαλίζει την ορθή πράξη. Παρακάτω έχουν επιλεγεί από το έργο του Αριστοτέλη, Ηθικά Νικομάχεια, ορισμένα αντιπροσωπευτικά παραδείγματα όσον αφορά την υπερβολή, την έλλειψη και το μέσο αυτών των δυο άκρων, όπου κυμαίνεται η αρετή:
  • Το μέσο ανάμεσα στη θρασύτητα (= υπερβολή) και την δειλία (έλλειψη) είναι η ανδρεία,
  • το μέσο ανάμεσα στην οργιλότητα (υπερβολή) και την αναλγησία (έλλειψη) είναι η πραότητα,
  • το μέσο ανάμεσα στην ακολασία (υπερβολή) και την αναισθησία (έλλειψη) είναι η σωφροσύνη,
  • το μέσο ανάμεσα στο κέρδος (υπερβολή) και τη ζημία (έλλειψη) είναι το δίκαιο,
  • το μέσο ανάμεσα στην αλαζονεία (υπερβολή) και την ειρωνεία (έλλειψη) είναι η αλήθεια,
  • το μέσο ανάμεσα στην κολακεία (υπερβολή) και την απέχθεια (έλλειψη) είναι η φιλία,
  • το μέσο ανάμεσα στην πανουργία (υπερβολή) και την ευήθεια (έλλειψη) είναι η φρόνηση.
    Όπως προείπαμε κάθε άνθρωπος έχει το δικό του μέτρο απέναντι στα πράγματα. Αυτός δηλαδή που είναι θρασύς ενδέχεται να θεωρεί τον ανδρείο ως δειλό και ο δειλός πάλι ενδέχεται να θεωρεί τον ανδρείο ως θρασύ. Επίσης, κάθε άνθρωπος έχει την ιδιαίτερη ροπή του είτε προς την υπερβολή είτε προς την έλλειψη. Οπότε, στην περίπτωση αυτή προκειμένου να συναντήσουμε το μέσο θα «πρέπει να τραβούμε τον εαυτό μας προς την αντίθετη κατεύθυνση: όσο πιο πολύ απομακρυνόμαστε από το λάθος τόσο πιο εύκολα θα φτάσουμε στο μέσο1109b5-7».
 
 Επιπλέον, ο Αριστοτέλης συνδέει την άσκηση του εαυτού μας στη μεσότητα με τη βίωση της ευδαιμονίας. Πράγματι, πιστεύει ότι όταν ο άνθρωπος πράττει έμμετρα (με κριτήριο το μέτρο-μέσο) η ψυχή του ευφραίνεται, γεμίζει δηλαδή από ωραίες ποιότητες. Δεν απορρίπτει ωστόσο την υποστηρικτική και καθοριστική πολλές φορές ύπαρξη της ευνοϊκής τύχης ή του πλούτου ή της δόξας ή της ομορφιάς για τη βίωση της ευτυχίας. Δεν θεωρεί όμως τα τελευταία ως επαρκή μέσα από μόνα τους για την κατάκτηση της ευτυχίας.
 
Συμπερασματικά, ο Σταγειρίτης θεωρεί ότι η ευδαιμονία, ως μια κατάσταση ψυχικής θέωσης του ανθρώπου, προϋποθέτει κάτι βαθύτερο: την κατανόηση και αποδοχή της αξίας της αρετής στη ζωή μας και τη διηνεκή άσκησή μας (= έξις) σε αυτή. Η αρετή εντοπίζεται στη μέση δυο κακών, της υπερβολής και της έλλειψης. Μιλώντας σε γενικό πλαίσιο – διότι στα ζητήματα αυτά συναντώνται και οι εξαιρέσεις των επιμέρους – η άσκηση στο μέτρο εξασφαλίζει το ποιοτικό γινόμενο της καλής πράξης μιας ευδαίμονος ψυχής, ενώ η απουσία του μέτρου ωθεί σε ατελείς ακρότητες.

Γιατι ο Σωκρατης θα εριχνε μπουνια στον Φρουντ, ή αλλιως, μια κριτικη της ψυχαναλυσης

Σωκράτης: Ο «Χριστός» της Φιλοσοφίας
Πριν θέσουμε οποιοδήποτε ζήτημα προς συζήτηση, καλό θα ήταν να προσεγγίσουμε λίγο το αινιγματικό πρόσωπο του Σωκράτη. Ο εμβληματικός φιλόσοφος έζησε τον 5ο αιώνα π.Χ. στην Αθήνα του «Χρυσού Αιώνα», από την οποία σχεδόν ποτέ δεν μετακινήθηκε, εκτός εάν εξαιρέσουμε την υπηρεσία του σε μερικές πολεμικές εκστρατείες. Ήταν γιος του Σωφρονίσκου και της Φαιναρέτης, και για τη μητέρα του γνωρίζουμε πως ασκούσε το επάγγελμα της μαίας – χαρακτηριστικό που τον σημάδεψε έντονα στη ζωή του.
 
Ο παραλληλισμός με τον Χριστό είναι μία τοποθέτηση στην οποία μπορεί να προβεί κανείς αν παραθέσει τη ζωή τους δίπλα δίπλα. Και οι δύο δεν άφησαν τίποτα σε μορφή γραπτού πίσω τους, είχαν έναν κύκλο (νεαρών σε ηλικία) μαθητών, δεν δέχονταν αμοιβή για τη «διδασκαλία» τους (ο Σωκράτης δεν θα δέχονταν ποτέ τον χαρακτηρισμό του δασκάλου), οι ιδέες τους έθεσαν σε αμφισβήτηση τα πρότυπα σκέψης και τις πιο θεμελιώδεις αντιλήψεις της εποχής τους, και, φυσικά, καταδικάστηκαν στον θάνατο από τις κοινωνίες τους για κατηγορίες ανυπόστατες. 
 
Ένα άλλο ιδιαίτερο στοιχείο είναι η θέσπιση του Σωκράτη ως τη πιο θεμελιώδη μεταστροφή και διχοτόμηση στην ιστορία της φιλοσοφίας – όπως ορίζουμε χρονολογικά την ανθρώπινη ιστορία σε χρόνια προ και μετά Χριστού, έτσι μπορούμε να διαχωρίσουμε τη φιλοσοφία, ή μάλλον τους φιλοσόφους, σε προσωκρατικούς και μετασωκρατικούς, σε «φυσικούς» και «ανθρωπιστές». Το βάρος του φαινομένου του Σωκράτη προκάλεσε τη μετατόπιση του πυρήνα του προβληματισμού των στοχαστών – πριν εκείνον, οι φιλόσοφοι ασχολούνταν με τα φυσικά φαινόμενα, τον κόσμο, το σύμπαν, ενώ μετά από αυτόν επίκεντρο γίνεται ο άνθρωπος κι ο συσχετισμός του με την ύπαρξη. Μία αρκετά γνωστή θέση επί του ζητήματος είναι η εξής: 
«Ο Σωκράτης κατέβασε τη φιλοσοφία από τα άστρα στη Γη, και την έβαλε στα σπίτια των ανθρώπων»
Τελευταίο στοιχείο που θα παραθέσουμε πριν ξεκινήσουμε είναι να προσδιορίσουμε με ποιον Σωκράτη θα ασχοληθούμε. Ακούγεται οξύμωρο, όμως όχι απλώς δεν είναι, αλλά αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους προβληματισμούς στην ιστορία της φιλοσοφίας, γνωστό κι ως «Σωκρατικό Πρόβλημα». Όπως είναι φυσικό, όταν κάποιος δεν αφήνει γραπτά πίσω του, τα λόγια και τα διδάγματά του διαστρεβλώνονται και αλλοιώνονται από το πρίσμα σκέψης των ανθρώπων ή μαθητών που θα τον καταγράψουν στις σελίδες της ιστορίας. Για χάρη του Σωκράτη, αυτό το «χρέος» τέλεσε ο μαθητής του Πλάτωνας, ο οποίος τον όρισε ως πρωταγωνιστή και κεντρικό ομιλητή όλων των διαλόγων/έργων του. 
 
Κι εδώ τίθεται το ζήτημα. Αν πάρουμε από την αρχή ως το τέλος όλων των Πλατωνικών διαλόγων τον Σωκράτη και τον θεωρήσουμε ως ένα πρόσωπο, προφανώς θα έχουμε να κάνουμε με μία προσωπικότητα ολότελα σχιζοφρενική. Γιατί συμβαίνει αυτό; Επειδή στους πρώιμους διαλόγους, βρίσκουμε έναν Σωκράτη βυθισμένο μέσα στην ειλικρίνεια της άγνοιάς του, έναν στοχαστή που βυθίζει τους συνομιλητές του στο χάος του «Ἓν οἶδα ὅτι ουδὲν οἶδα», έναν δάσκαλο που αρνείται να διδάξει και που καλεί τους μαθητές του να βρούνε τη προσωπική τους αλήθεια.
 
Στους μεταγενέστερους όμως διαλόγους, αντικρίζουμε έναν εντελώς διαφορετικό άνθρωπο – ο Σωκράτης πλέον χρησιμοποιεί την άγνοια ως τέχνασμα κι όπλο διαλεκτικής, επιβάλει και κυνηγά απόλυτες έννοιες και αιτιολογικούς ορισμούς. Έχουμε συνεπώς τον Σωκράτη της άγνοιας, και τον Σωκράτη των ορισμών και της αντικειμενικής αλήθειας (αυτόν που αφόρισε ο Νίτσε στο Λυκόφως των Ειδώλων).
Γιατί συμβαίνει αυτό; Μία πιθανή εξήγηση είναι πως ο Πλάτωνας στα πρώιμα έργα του δεν είχε προλάβει να θέσει τον δικό του τρόπο σκέψης και το προσωπικό του αξιακό σύστημα, με αποτέλεσμα να παραθέτει και να οδηγείται από τη σκέψη του δασκάλου του, από την οποία ήταν ακόμη έντονα επηρεασμένος. Και, ύστερα, όταν έφτασε στη σύλληψη του κόσμου των ιδεών, όταν όρισε την ιδανική Πολιτεία, τότε απλώς προσάρμοσε το πρόσωπο του Σωκράτη στα πιστεύω του, τον χρησιμοποίησε ως βάση για να στηρίξει τις δικές του πεποιθήσεις. 
 
Δεν θα το αναλύσουμε άλλο, και η αλήθεια είναι πως ήδη το κουράσαμε αρκετά. Όποιος ενδιαφέρεται περισσότερο για το Σωκρατικό Πρόβλημα, εξαιρετικό είναι το βιβλίο του François Roustang με τίτλο: «Το μυστικό του Σωκράτη για την αλλαγή της ζωής», που αναδεικνύει κυρίως τον Σωκράτη της άγνοιας, με τον οποίο και θα ασχοληθούμε στη συνέχεια αυτού του άρθρου.
 
Η ψυχαναλυτική διαδικασία σήμερα
Η ψυχανάλυση σήμερα, όπως εδραιώθηκε από στοχαστές όπως ο Φρόυντ και ο Γιουνγκ (οι οποίοι φυσικά επηρεάστηκαν από άλλους στοχαστές, όπως τον Ντοστογιέφσκι) ορίζεται ως μία διαδικασία αιτιολογικής ερμηνείας της ανθρώπινης ψυχής, η οποία αποσκοπεί στην εύρεση των βαθύτερων λόγων της σκέψης και της πράξης μας, με στόχο την ουσιαστική κατανόηση του εαυτού και, κατά συνέπεια, τη βελτίωση της ζωής μας μέσα από τη κάθαρση και την ενδογενή αντίληψη που προσφέρει. Με απλά λόγια: μιλάμε, αναλύουμε τις πράξεις μας, αντιλαμβανόμαστε γιατί πράττουμε όπως πράττουμε (και κατ’ επέκταση, γιατί δεν είμαστε ευτυχισμένοι), με στόχο να καταλάβουμε, να συνειδητοποιήσουμε το ά-λογο των κινήσεών μας, και να θέσουμε στη ζωή μας ένα νέο επίπεδο συνειδητότητας στο οποίο είμαστε πιο υγιής και απαλλαγμένοι -όσο το δυνατόν περισσότερο- από τα ψυχολογικά τραύματα και τις «σκιές» του παρελθόντος. 
 
Είναι, συνεπώς, μία διαδικασία στοχασμού πάνω στο «γιατί» – σε ένα «γιατί» προσωπικό και υποκειμενικό. Κατά κάποιο τρόπο φιλοσοφούμε, εκφράζουμε και αναλύουμε το «εγώ» μας, προσπαθώντας να το κατανοήσουμε και να το συνειδητοποιήσουμε. Είναι μία διαδικασία μακροχρόνια, επίπονη και δύσκολη, και όπως έλεγε ο Γιουνγκ: 
«Η συνειδητότητα δεν έρχεται δίχως πόνο» 
Αυτή τουλάχιστον είναι η θέση της πλειοψηφίας της ψυχανάλυσης σήμερα, η οποία όχι απλώς είναι ο πυρήνας του σύγχρονου δυτικού κόσμου, αλλά όπως έλεγε ο Osho: «Η θρησκεία του σημερινού ανθρώπου». Η πεποίθηση δηλαδή ότι κάτω από το εγώ κρύβεται μία άβυσσος ασυνείδητου, ότι την ανθρώπινη ύπαρξη μπορούμε και οφείλουμε να ερμηνεύσουμε αιτιολογικά. Ρίζες έχει αναμφίβολα στην Αριστοτελική σκέψη και, κυρίως, στο Χριστιανισμό. Κι εδώ θα ξεκινήσουμε τη κριτική της και θα εξηγήσουμε γιατί ο Σωκράτης της άγνοιας, ο -πιθανότατα- αυθεντικός Σωκράτης, θα έριχνε σφαλιάρα στον Φρόυντ και θα αφόριζε κάθετα τη διαδικασία της ψυχανάλυσης στο σύνολό της.
 
Πρώτο στοιχείο είναι ότι η ψυχαναλυτική διαδικασία θέτει εξορισμού τον άνθρωπο ως ασθενή – οποιοσδήποτε επιθυμεί σήμερα να παρακολουθήσει συνεδρίες ψυχανάλυσης, δεν μπορεί παρά να αποδεχθεί τον εαυτό του ως «ασθενή» και τον ψυχαναλυτή του ως «θεραπευτή», ή τουλάχιστον ως «γνώστη», κάτοχο μίας ανώτερης συνειδητότητας. Το πράγμα όμως δεν φτάνει ως εκεί, μιας και ένα από τα πιο κομβικά σημεία της διαδικασίας είναι η παραδοχή του «ασθενή» ότι όντως είναι άρρωστος, ότι όντως έχει πρόβλημα που πρέπει να λύσει. Ο άνθρωπος συνεπώς, εξαρχής εγκλωβίζεται στον ορισμό του «προβληματικού», εντάσσεται στο πλαίσιο της δυστυχίας ή -τουλάχιστον- της μη ευτυχίας΄ διαφορετικά, η διαδικασία καθίσταται άλογη. Όπως είπε ο Osho, που άθελά μου, έχει από ότι φαίνεται τη τιμητική του σε αυτό το άρθρο:
«Η ψυχανάλυση δεν έχει να πει τίποτα για τον ευτυχισμένο άνθρωπο»
Με ποια άλλη διαδικασία μπορούμε άραγε να συσχετίσουμε τη ψυχανάλυση; Μία εύλογη απάντηση είναι με τη χριστιανική εξομολόγηση. Οι ομοιότητες και οι συσχετισμοί ποικίλουν: 
α) Ο ορισμός «αμαρτωλού/ασθενή» ως «αμαρτωλό/δυστυχισμένο».
β) Ο «ιερέας/θεραπευτής», ο οποίος μπορεί να τον βοηθήσει να ερμηνεύσει το «θείο θέλημα/υποσυνείδητο» του. 
γ) Η «ευλογία/εξειδίκευση» του «ιερέα/θεραπευτή», που τον καθιστά υπεύθυνο και ικανό να ορίσει τα πλαίσια και την εξέλιξη της διαδικασίας (και, προφανώς, κατά πολλούς τρόπους, «ανώτερο» από τον «αμαρτωλό/ασθενή»).
δ) Η αιτιολογική προσέγγιση του «είναι» του «αμαρτωλού/ασθενή», με τη μορφή του «θείου θελήματος/υποσυνείδητου», η μη-κατανόηση του οποίου και η ανικανότητά του να πράξει με βάση αυτά, τον καθιστά δυστυχισμένο.
ε) Η ρίζα της δυστυχίας του «αμαρτωλού-θεραπευτή» στο παρελθόν του, και συγκεκριμένα στο «προπατορικό αμάρτημα/παιδικά τραύματα», για τα οποία δεν έχει τον παραμικρό λόγο αυτός καθαυτός.
 
Ενδεχομένως μπορούμε να βρούμε κι άλλα, δεν νομίζω όμως πως υπάρχει λόγος. Ίσως είναι τολμηρός ισχυρισμός, αλλά η συγκεκριμένη μορφή ψυχανάλυσης είναι κατά κάποιο τρόπο μία μεταμφιεσμένη εξομολόγηση χριστιανικού τύπου. Αυτό φυσικά δεν ισχύει για το σύνολο των ψυχαναλυτών, μιας και πάντα υπάρχουν αυτοί που αποκλίνουν από τον παραλογισμό της πλειοψηφίας της εκάστοτε τέχνης/τρόπου σκέψης – όπως και ο στάρετς Ζωσιμάς στο «Αδερφοί Καραμαζόφ» του Ντοστογιέφσκι, που ήταν κάθε άλλο παρά «συνηθισμένος» παπάς, μιας κι έδινε απλόχερα το χαμόγελο στους «αμαρτωλούς» και τους συμπεριφέρονταν σαν φυσιολογικούς ανθρώπους, κι όχι σαν υπανθρώπους που κρέμονται στο χείλος της κόλασης. 
 
Έχουμε λοιπόν αυτή τη μορφή ψυχανάλυσης, που εξορισμού γεννάει την αρρώστια του ανθρώπου για να έχει λόγο ύπαρξης και εφαρμογής – μία διαδικασία που δημιουργεί προβλήματα και «βαθιά ριζωμένα ψυχικά τραύματα» (που δεν είναι τίποτα άλλο από ολότελα επιφανειακές ασυναρτησίες) για να συντηρεί το «γίγνεσθαι» της ροής και της εξέλιξής της. Μία διαδικασία που βυθίζει τον άνθρωπο σε έναν βούρκο αναίτιας πολυπλοκότητας (που φυσικά εξυψώνεται ως «ουσιώδες βάθος») και που εξορκίζει την απλή σκέψη ως «επιφανειακή» και ως απόλυτα άχρηστη στην αναζήτηση της συνειδητότητας και της κατανόησης. Ένα σύστημα σκέψης που παράγει «λογικούς βλάκες», που είναι σε θέση να ξεδιπλώσουν μυριάδες αιτίων για τη δυστυχία τους, αλλά που δεν μπορούν να αφεθούν στην ευτυχία ούτε μία στιγμή.
 
Ενάντια όμως σε αυτή τη ψυχανάλυση, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τον διάλογο του Σωκράτη.
 
Ο Σωκρατικός διάλογος, ή αλλιώς η ψυχανάλυση της ευτυχίας
«Ο Σωκράτης ήταν ο πρώτος θεραπευτής»-François Roustang
Ο Σωκράτης ως «θεραπευτής» (πιθανώς, ούτε αυτόν τον ορισμό θα δέχονταν ο ίδιος) δεν έχει καμία σχέση με το σύγχρονο ψυχαναλυτή. Δεν ισχυρίζεται ότι ξέρει κάτι ή πως είναι ανώτερος από τον συνομιλητή του, σε οποιοδήποτε επίπεδο – κι αυτή είναι μία κατάθεση ειλικρινής και ουσιαστική. Αποδέχεται και τονίζει την άγνοιά του σε κάθε ευκαιρία. Ισχυρίζεται και όντως συζητάει και πράττει με την επίγνωση του ότι όντως δεν γνωρίζει απολύτως τίποτα, είτε μιλάμε για τη φυσική πραγματικότητα, είτε για την ύπαρξη του ανθρώπου. Ως εκ τούτου, είναι ανίκανος να επενδύσει νοηματικά πάνω σε οποιαδήποτε έννοια, παρά αρέσκεται μονάχα στο να ρωτάει. 
 
Ερωτήσεις, αλλεπάλληλες ερωτήσεις, αυτό έχει μονάχα να δώσει, κι αυτές λειτουργούν ως πολιορκητικοί κριοί στο αξιακό στερέωμα, τα πιστεύω και τα «ξέρω» του συνομιλητή του, κι όχι σαν αφορμές για να βρει αξίες ή να αντιληφθεί κάτι πέρα από την άγνοιά του. Δεν είναι δυνατή ούτε καν η αντιπαράθεση, μιας κι ο Σωκράτης αρνείται να στηριχθεί και να υποστηρίξει οποιαδήποτε θέση – με τη στάση του, το μόνο που πράττει είναι να αναδεικνύει το άλογο των θέσεων του συνομιλητή του. Το να προσπαθήσεις να έχεις αντιπαράθεση μαζί του, είναι σαν να προσπαθήσεις να αναγκάσεις το είδωλό σου στο καθρέφτη να μη σε ακολουθήσει. Ο συνομιλητής φτάνει σταδιακά μέσω του διαλόγου σε μία κατάσταση αληθινής άγνοιας (ή «νάρκωσης», όπως αναφέρει ο Μένων στον ομώνυμο διάλογο, χαρακτηρίζοντας τον Σωκράτη ως θαλάσσια νάρκη), ενώ ο ασθενής της σύγχρονης ψυχανάλυσης, με το πέρας της συνεδρίας, βρίσκεται σε μία κατάσταση ψεύτικης γνώσης. Ο Σωκράτης συντελεί στο να συνειδητοποιήσει ο συνομιλητής αυτά που δεν ξέρει, ενώ ο ψυχαναλυτής στο να νομίζει πως ξέρει κάτι. Η ροή σκέψης του εκκεντρικού αυτού φιλοσόφου είναι σαν το νερό του Ταοϊσμού, είναι ταυτόχρονα μαλακιά και σκληρή, υποδέχεται αλλά ταυτόχρονα εγκλωβίζει και εξουδετερώνει. 
«Αυτό το πράγμα ξεκίνησε να μου συμβαίνει από τότε που ήμουν παιδί, μια φωνή που ακούω μέσα μου, η οποία όταν ακούγεται, με αποτρέπει να κάνω κάποιες πράξεις, αλλά δεν μου υποβάλλει ποτέ τι να κάνω.»
Και, μιας και αναφέραμε το γνωστό δαιμόνιο του Σωκράτη, ας μείνουμε σε αυτό, αφού σε αυτό συγκεντρώνεται όλη η ουσία της διδασκαλίας του. Καταρχάς, να θέσουμε τη θεμελιώδη αντίθεσή του ως προς τη φωνή της ενοχικότητας του σύγχρονου ασθενή. Ο σύγχρονος άνθρωπος, ο ασθενής, ακούει συνεχώς μέσα του τι θα «έπρεπε» να κάνει – πώς θα μπορούσε να είναι πιο ικανός, πώς η ζωή του θα μπορούσε να είναι καλύτερη, πώς θα έχαιρε περισσότερης εκτίμησης από τους γύρω του, κα.
 
Η ενδογενής φωνή του σύγχρονου ασθενή δεν κάνει τίποτα άλλο από το να τον πνίγει σε ένα τυφώνα ατελείωτων «θα», που με τη σειρά τους τον υποχρεώνουν να φαντάζεται και να επιθυμεί ιδεατές συνθήκες, και φυσικά, να αρνείται τη χειροπιαστή του πραγματικότητα. «Αν δεν είχε γίνει αυτό το ατύχημα, τώρα θα περπατούσα», «Αν δεν είχα χάσει το λεωφορείο, δεν θα είχα αργήσει», «Αν η μητέρα μου ήταν καλύτερη, θα ήμουν πιο υγιής», «Αν ήμουν πιο ενδιαφέρων, θα μπορούσα να έχω αυτόν/η για σύντροφο», αν, αν, αν. Αυτή είναι η εσωτερική φωνή του ανθρώπου σήμερα, ένας ακατάσχετος μονόλογος αλλεπάλληλων Αν.
Έζησα στην άκρη του γκρεμούτης παράνοιας, θέλοντας να γνωρίζω τα αίτια,
χτυπώντας σε μία πόρτα. Ανοίγει.
Χτυπούσα από μέσα.
-Ρουμί
Το δαιμόνιο του Σωκράτη όμως, είναι ολότελα διαφορετικό. Δεν αξιολογεί τη πραγματικότητα, δεν κρίνει καταστάσεις, δεν αναλύει σκέψεις, δεν κυνηγάει αίτια. Έχει μονάχα δύο λειτουργίες: αποδέχεται και καθοδηγεί. 
 
Αποδέχεται, επειδή δεν κρίνει. Και καθοδηγεί, επειδή «φωνάζει» όταν κάτι στέκεται εμπόδιο στα αληθινά «θέλω» του ανθρώπου. Αυτή η τόσο απλή και ουσιαστική καθοδήγηση είναι η ρίζα της πιο αληθινής ηθικής, της ηθικής που -ασχέτως πώς και γιατί- όλοι έχουμε μέσα μας. Αλλά ως ηθική φυσικά δεν ορίζουμε την «ηθική της ενοχής», τη «χριστιανική ηθική», αλλά την ηθική της χαράς, την ηθική του Ζαρατούστρα – την τάση μας να εναντιωνόμαστε απέναντι σε καθετί δεν αισθανόμαστε αυθεντικό, σε οτιδήποτε συγκρούεται με το «είναι» μας και εντός του οποίου δεν μπορούμε να είμαστε ο εαυτός μας.
 
Ο σύγχρονος ψυχαναλυτής ακούγοντας αυτά τα λόγια θα χαζογελάσει, θα μας κοιτάξει αφ’ υψηλού και θα πει πως όλα αυτά είναι σαχλαμάρες, ουτοπίες και εξιδανικευμένες αερολογίες. Κι όμως, πρέπει να έχουμε το θάρρος να τον κοιτάξουμε στα μάτια και να υποστηρίξουμε την αλήθεια μας. Επειδή όλοι μας, μα όλοι ανεξαιρέτως, ξέρουμε όταν κάτι απλώς δεν μας αρέσει. Όπως και Ξέρουμε όταν κάτι μας αρέσει, όταν κάτι είναι αυθεντικό για εμάς, όταν κάτι κάνει το «είναι» μας να χαίρεται. Αισθανόμαστε τη χαρά του να κάνουμε πράγματα που ουσιαστικά μας αρέσουν, και νιώθουμε τη δυσφορία να πράττουμε κάτι που απλώς δεν μας εκφράζει ως οντότητες. Κι αυτό το αίσθημα είναι χίλιες φορές πιο χειροπιαστό, αληθινό και ξεκάθαρο από όλες τις εκλογικευμένες «συνειδητοποιήσεις» που μπορούμε να φτάσουμε μέσω της υποτιθέμενης ανάλυσης του «υποσυνείδητου» εαυτού μας. 
 
Ξέρεις τι σου αρέσει, και τι δεν σου αρέσει – το αισθάνεσαι, είναι τόσο απλό. Αυτός είναι ο ψίθυρος του δαίμονα που προσπαθεί να ξυπνήσει μέσα στους συνομιλητές του ο Σωκράτης, ο οποίος πλέον δεν ακούγεται μέσα την ηχορύπανση που έχει δημιουργηθεί εντός του μυαλού τους. Χαμένοι μέσα στη πολυπλοκότητα και τη δυσλειτουργικότητα της σκέψης τους, οι άνθρωποι
απλώς μπουρδουκλώνονται σε κάθε τους σκέψη, μπερδεύουν τα αισθήματα με τη λογική, προσπαθούν να δώσουν αξία μέσω λογικών διεργασιών – φτάσανε στο απόγειο της παράνοιας, θέλουν να ξέρουν γιατί (!) είναι χαρούμενοι για να επιτρέπουν στον εαυτό τους να είναι χαρούμενοι
«Εάν δεν πάρεις αυτό που θες, υποφέρεις. Εάν πάρεις αυτό που δεν θέλεις, υποφέρεις. Ακόμα κι αν πάρεις ακριβώς αυτό που θες, και πάλι υποφέρεις επειδή δεν μπορείς να το κρατήσεις για πάντα. Το μυαλό σου είναι η αιτία της δυσφορίας σου. Θέλει να είναι ελεύθερο από την αλλαγή. Ελεύθερο από τον πόνο, ελεύθερο από τις υποχρεώσεις απέναντι στο θάνατο και τη ζωή. Όμως η αλλαγή είναι ο νόμος και όλη η υποκρισία του κόσμου δεν αρκεί για να παραμορφωθεί αυτή η πραγματικότητα»
Μέσα από αυτά τα λόγια του Σωκράτη, μπορούμε να αντιληφθούμε την ουσία της άγνοιάς του. Ο Σωκράτης δεν ξέρει τίποτα, επειδή ζει σε μία πραγματικότητα του «γίγνεσθαι», επειδή αποδέχεται ολοκληρωτικά το -αιωνίως μεταβαλλόμενο- τώρα, απαλλαγμένος από τα φαντάσματα του παρελθόντος και τα πυροτεχνήματα του μέλλοντος. Μα αφού ξέρεις κάτι αυτή τη στιγμή, πώς γίνεται αυτή η γνώση να ισχύει την επόμενη στιγμή, που η ζωή η ίδια θα έχει αλλάξει; Δεν μπορείς να περάσεις το ίδιο ποτάμι δυο φορές, επειδή ούτε εσύ θα είσαι ο ίδιος, ούτε κι αυτό. Δεν θα βρεις ποτέ την ιδέα, τη κατάσταση ή τη συνειδητοποίηση που θα σου εξασφαλίσει για πάντα τη χαρά – τη χαρά πρέπει να τη κατακτάς και να της επιτρέπεις να μπει μέσα σου κάθε στιγμή. Απλώς «είσαι» και δεν υπάρχει λόγος να ήθελες να «είσαι» αλλιώς, επειδή δεν υπάρχει αυτό το αλλιώς. Κι αυτή δεν είναι η αιτία να κάτσεις στα αυγά σου, να μείνεις στάσιμος, αλλά η μεγαλύτερη αφορμή να «χορέψεις ανάμεσα στα αστέρια». Η ζωή σε βαφτίζει και σε αποκληρώνει σε κάθε σου βήμα, σου επιτρέπει να εξαγνιστείς και να αναγεννηθείς από τις στάχτες σου κάθε δευτερόλεπτο – ποιος ο λόγος να το φοβάσαι αυτό;
 
Αλλαγή και αποδοχή της αλλαγής – ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο γίγνεσθαι, μία ατελείωτη υπέρβαση δίχως στόχο. Σε αυτή τη διεργασία τελείται η μύηση στη τέχνη την ευτυχίας. 
Αυτό είναι το παράδοξο της ζωής και της ευτυχίας, και τη χαρά τη βρίσκεις μόνο στους παράλογους, κι όχι στους λογικούς. Γιατί, όπως είπε ο Καμύ: 
«Η προσπάθεια αυτή καθαυτή να φτάσει κανείς τα ύψη είναι αρκετή για να γεμίσει τη καρδιά του ανθρώπου. Θα πρέπει κανείς να φανταστεί τον Σίσυφο πραγματικά χαρούμενο»

Η μάχη στη ψυχή του ανθρώπου!

http://i0.wp.com/www.antikleidi.com/wp-content/uploads/2012/09/243001-lykoi.jpg?resize=150%2C132Ένα βράδυ ένας γέρος ινδιάνος της φυλής Τσερόκι, μίλησε στον εγγονό του για τη μάχη που γίνεται μέσα στην ψυχή των ανθρώπων και του είπε…

- Γιε μου, η μάχη γίνεται ανάμεσα σε δυο λύκους που έχουμε όλοι μέσα μας.

Ο ένας είναι το Κακό. Είναι ο θυμός, η ζήλια, η θλίψη, η απογοήτευση, η απληστία, η αλαζονεία, η ενοχή, η προσβολή, τα ψέματα, η ματαιοδοξία, η υπεροψία, και το εγώ.

Ο άλλος είναι το Καλό. Είναι η χαρά, η ειρήνη, η αγάπη, η ελπίδα, η ηρεμία, η ταπεινοφροσύνη, η ευγένεια, η φιλανθρωπία, η συμπόνια, η γενναιοδωρία, η αλήθεια, η ευσπλαχνία.

Ο εγγονός το σκέφτηκε για ένα λεπτό και μετά ρώτησε τον παππού του:

- Και ποιος λύκος νικάει;

Ο γέρος Ινδιάνος Τσερόκι απάντησε απλά:

- Αυτός που ταΐζεις.

Ένα ψάρι-γίγαντας στη θάλασσα της Καλιφόρνια

Πρόκειται για ένα από τα πιο περίεργα ψάρια του κόσμου, το λεγόμενο Μόλα Μόλα, που έκανε την εμφάνιση του στην επιφάνεια των νερών της Καλιφόρνια.
 
Το τεράστιο ψάρι με επίπεδο σώμα και μικροσκοπικά πτερύγια, που συνήθως ζει στα βαθιά νερά των ωκεανών, αποτέλεσε ένα ασυνήθιστο θέαμα για τον φωτογράφο και δύτη Daniel Botelho. 
 
Ο Botelho έχει περάσει χρόνια φωτογραφίζοντας ενδιαφέροντα είδη σε όλο τον κόσμο και παρά το γεγονός ότι έχει τρομακτική όψη, ο θαλάσσιος φίλος του ήταν αρκετά φιλικός και ευγενικός.
 
Σε δήλωση του, ο 34χρονος δύτης, είχε πει: «Συνήθως αυτά τα ψάρια είναι πολύ ντροπαλά, άλλα αν σε συνηθίσουν, σε ακολουθούν, όπως κάνει το κατοικίδιο σου!».
 

ΑΒΑΤΟΝ - Σαπφώ




ΚΕΦΑΛΑΙΟ1
Με λόγια αιθέρια θα αρχίσω
Πως συζητούσα με την Αφροδίτη ονειρεύτηκα
Εμπρός λύρα θεική, με τη φωνή σου μίλησέ (μου)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ2
Να γίνω πλούσιος, δεν το επιθυμώ κι ούτε το εύχομαι,
Μα να μπορούσα να ζώ με λίγα χωρίς στις συμφορές του βίου να μετέχω

ΚΕΦΑΛΑΙΟ3
Μα μόλις για λίγο σε κοιτάξω, και να μιλήσω ύστερα, μου είναι αδύνατον.
Ειλικρινά, να είχα πεθάνει θα ήθελα κι εκείνη, γεμάτη δάκρυα με άφησε.
Στον άνθρωπο, να γίνει απόλυτα ευτυχής-το ξέρουμε καλά- είναι αδύνατο.
Μα να εύχεται έστω κι ένα μερίδιο (στην ευτυχία) .ακόμα κι απροσδόκητα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ4
Για εκείνους που ευτυχούν, όλη η ζωή είναι σύντομη.
Μα για όσους δυστυχούν, και μια νύχτα είναι χρόνος απέραντος.

Από τα δάκρυα της βλάστησαν οι ανεμώνες

adon1 Κινύρας και Σμύρνα, Αφροδίτη και Άδωνις˙ η αμαρτία γεννά την ομορφιά μα φέρνει πάντα την τιμωρία˙ ο έρωτας παλεύει με τον θάνατο˙ η ζωή πεθαίνει και ανασταίνεται ξανά.

Ο Κινύρας, μυθικός βασιλιάς της Πάφου και Αρχιερέας του Ναού της Αφροδίτης είχε μια κόρη που λεγόταν Σμύρνα. 'Ήταν και αυτή πολύ όμορφη κοπέλα, τόσο που τόλμησε να προκαλέσει τη θεά του Έρωτα, την Αφροδίτη. Η θεά εξοργίστηκε και θέλησε να την εκδικηθεί. Εμφύσησε λοιπόν μέσα της ανίερο πόθο για τον ίδιο της τον πατέρα, τον Κινύρα και, ξέροντας ότι εκείνος ήταν ερωτευμένος με τη θεά, μεταμόρφωσε τη Σμύρνα ώστε να της μοιάζει. Έτσι ο Κινύρας δεν μπόρεσε να αναγνωρίσει την κόρη του και πλάγιασε μαζί της.


Ιερό Αφροδίτης στην Παλαίπαφο

Η Σμύρνα από αυτή τη συνεύρεση έμεινε έγκυος. Όταν ο Κινύρας κατάλαβε τι είχε συμβεί εξοργίστηκε και θέλησε να τιμωρήσει την κόρη του. Την κυνήγησε λοιπόν με ένα σπαθί για να τη σκοτώσει. Όμως την ύστατη στιγμή η Αφροδίτη παρενέβη και πάλι και μεταμόρφωσε την άτυχη κοπέλα στο ομώνυμο ευωδιαστό φυτό. Το σπαθί του Κινύρα πρόλαβε και έκοψε τον κορμό του. Από εκεί ξεπήδησε ένα πανέμορφο μωρό: ο Άδωνις.
 
Η ομορφιά του μικρού Άδωνι συγκίνησε την Αφροδίτη. Κρυφά από τους άλλους θεούς έβαλε το μωρό μέσα σε μια λάρνακα και το παρέδωσε στην Περσεφόνη, βασίλισσα του Κάτω Κόσμου, για να τον μεγαλώσει. Ο μικρός Άδωνις όμως καθώς μεγάλωνε γινόταν όλο και πιο όμορφος, με αποτέλεσμα η Περσεφόνη να τον ερωτευτεί. Έτσι λοιπόν όταν ήρθε η ώρα να τον επιστρέψει στην Αφροδίτη, αρνήθηκε.

Αριστερά η θέα Περσεφόνη και δεξιά η θεά Αφροδίτη

 Οι δύο θεές του Έρωτα και του Θανάτου συγκρούστηκαν έντονα για τον όμορφο νέο. Τελικά ζήτησαν από τον πατέρα των Θεών, τον Δία, να λύσει τη διαφωνία τους. Εκείνος αποφάσισε τους τέσσερεις μήνες του χρόνου ο Άδωνις να μένει με την Αφροδίτη, τους άλλους τέσσερεις με την Περσεφόνη και τους τελευταίους τέσσερεις να τους διαθέτει όπως ο ίδιος ήθελε. Επειδή όμως η Αφροδίτη ήταν πιο όμορφη, ο Άδωνις αποφάσισε να μείνει μαζί της. Λέγεται βέβαια πως και εδώ έβαλε το θεϊκό της χέρι η Αφροδίτη, αφού ο Άδωνις την ερωτεύτηκε όταν ήπιε νερό από τη λιμνούλα όπου έκανε εκείνη μπάνιο.


Λουτρά Αφροδίτης

 Αλλά και η Αφροδίτη τον αγάπησε πολύ. Για χάρη του εγκατέλειψε τον Όλυμπο και κατέβηκε στη γη να ζήσει μαζί του. Αυτό όμως προκάλεσε τη ζήλια του Άρη, του θεού του πολέμου. Έτσι, εκμεταλλεύτηκε την αγάπη του Άδωνι για το κυνήγι και έστειλε έναν άγριο κάπρο να τον σκοτώσει. Όταν η Αφροδίτη έμαθε τι είχε συμβεί έτρεξε να αγκαλιάσει το άψυχο κορμί του αγαπημένου της. Τα δάκρυα που κύλησαν από τα μάτια της έσταξαν στη γη κι έκαναν να βλαστήσουν για πρώτη φορά ανεμώνες, ενώ από το αίμα που έτρεξε από τις πληγές του Άδωνι γεννήθηκαν τα κόκκινα τριαντάφυλλα.



  Η Αφροδίτη παρακάλεσε την Περσεφόνη να επιτρέψει στον Άδωνι να ανεβαίνει για λίγο καιρό στη γη για να είναι ξανά μαζί της. Η Περσεφόνη το δέχθηκε και από τότε ο Άδωνις ζει έξι μήνες με την Αφροδίτη πάνω στη γη και τους άλλους έξι μήνες με την Περσεφόνη στον Κάτω Κόσμο. Κάθε χρόνο ο Άδωνις πεθαίνει και ανασταίνεται ξανά.

Τα πιο ερωτικά σημεία του ανθρώπου!

Το στόμα και τα χείλη αποτελούν τα πιο ερωτικά τμήματα του σώματος, ενώ τα πιο απωθητικά είναι τα πέλματα των γυναικών και τα μπράτσα των ανδρών, σύμφωνα με μία νέα έρευνα.

Νευροεπιστήμονες από το Πανεπιστήμιο Bangor στην Ουαλία και το Πανεπιστήμιο του Witwatersrand, στο Γιοχάνεσμπουργκ, ζήτησαν από 800 εθελοντές από Βρετανία και Νότιο Αφρική να βαθμολογήσουν 41 τμήματα του σώματος με βάση τον ερωτισμό που αναδύουν.

Οι απαντήσεις τους έδειξαν ότι οι άκροι πόδες και οι επιγονατίδες είναι ελάχιστα ελκυστικά από σεξουαλικής απόψεως - εύρημα που καταρρίπτει την ευρέως διαδεδομένη θεωρία ότι τα πόδια έχουν αισθητήρια σύνδεση με τα γεννητικά όργανα, γράφουν στην νευροεπιστημονική επιθεώρηση «Cortex».

Η έρευνα έδειξε ακόμα ότι οι άντρες συχνά διεγείρονται από τις γυναικείες γάμπες (οι γυναίκες είναι αδιάφορες απέναντι στις ανδρικές), καθώς και από τα χέρια τους (επίσης δεν εντυπωσιάζουν τις γυναίκες).

Επιπλέον, οι άντρες φαίνεται ότι έχουν σχεδόν εξίσου πολλά ερωτικά σημεία με τις γυναίκες - εύρημα που επίσης αντικρούει την πεποίθηση ότι έχουν μόνο ένα (τα γεννητικά όργανα).
«Πολλοί εικάζουν ότι το γυναικείο σώμα βρίθει ερωτικών σημείων και πως το ανδρικό όχι, με εξαίρεση τα γεννητικά όργανα», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής δρ Όλιβερ Τέρνμπουλ, καθηγητής στη Σχολή Ψυχολογίας του Bangor. «Η έρευνά μας δείχνει ότι αυτό δεν ισχύει».

Εκτός από τα γεννητικά όργανα που ήταν και στα δύο φύλα το πιο ερωτικό τμήμα του σώματος, οι απαντήσεις των εθελοντών για τα υπόλοιπα τμήματα παρείχαν πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία.
Στην πραγματικότητα, με βάση τις βαθμολογίες (σε μία κλίμακα από 0 έως 10) που έδωσαν, οι γυναίκες βρίσκουν ιδιαίτερα ερωτικά το στόμα και τα χείλη των ανδρών (τους έδωσαν την υψηλότερη μέση βαθμολογία - 7 στα 10), το εσωτερικό τμήμα των γοφών τους (5,8 στα 10), τον αυχένα και το πλαϊνό τμήμα του λαιμού (5,6 στα 10), τις θηλές (4,8 στα 10) και ακολούθως το κάτω τμήμα της πλάτης τους (2,8 στα 10).

Αντίστοιχα, οι άνδρες θεωρούν ως πιο ερωτικά το στόμα και τα χείλη των γυναικών (τους έδωσαν μέση βαθμολογία 7,9 στα 10), τον αυχένα και το πλαϊνό τμήμα του λαιμού (7,5 στα 10), τις θηλές των μαστών και τους μαστούς (7,3 στα 10), τους γλουτούς (4,5 στα 10) και τους γοφούς (3,5 στα 10).
Ως το λιγότερο ερωτικό τμήμα ανεδείχθησαν τα ανδρικά μπράτσα και τα γυναικεία πέλματα και δάκτυλα των ποδιών, με μέση βαθμολογία μόλις 1 στα 10 για το καθένα.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, τα ευρήματα αυτά ήταν απρόσμενα σταθερά και ίσχυαν ανεξαρτήτως φύλου, φυλής και σεξουαλικού προσανατολισμού των εθελοντών.

«Αυτό που δείχνει η μελέτη μας είναι ότι οι εκλαμβανόμενες ως ερωτογενείς ζώνες του ανθρώπινου σώματος είναι κοινές στους κατοίκους δύο πολύ διαφορετικών ηπείρων, ανεξάρτητα από το αν ο ερωτηθείς είναι μια μεσήλικη γυναίκα που ζει στο Λονδίνο ή ένας ομοφυλόφιλος νεαρός που ζει σε ένα χωριό της Αφρικής», είπε παραστατικά ο δρ Τέρνμπουλ.

«Αυτό υποδηλώνει ότι οι ερωτικές προτιμήσεις όσον αφορά το ανθρώπινο σώμα είναι εγγενείς, του εγκεφάλου, και δεν βασίζονται στα βιώματα ή τον τρόπο ζωής κάθε ανθρώπου», πρόσθεσε.
Χάρη στα νέα ευρήματα, οι επιστήμονες υποψιάζονται τώρα ότι η σεξουαλική αντίδραση δεν ελέγχεται μόνον από την αίσθηση της αφής, αλλά και από διαφορετικά τμήματα του εγκεφάλου.
«Τα πλάγια του λαιμού έχουν τους ίδιους αισθητήριους υποδοχείς με το μέτωπο, αλλά κανείς δεν είπε ότι είναι ερωτικό το μέτωπο», εξήγησε ο δρ Τέρνμπουλ.

Μένει τώρα να εντοπιστούν αυτά τα τμήματα - κάτι που δεν θα είναι διόλου εύκολο, κατέληξε.

Μπορώ και καλύτερα !

Οι συγκρίσεις στη ζωή μας είναι ένας από τους μεγαλύτερους εχθρούς της υγείας μας. Έχουμε την τάση να συγκρίνουμε σχεδόν πάντα τον εαυτό μας με άλλους καλύτερους σε διάφορους τομείς της ζωής και αυτό είναι φυσικό γιατί με τον τρόπο αυτό αποκτάμε σαν άνθρωποι όλο και περισσότερες ικανότητες και αναπτυσσόμαστε σαν είδος.

Όμως αυτή η συνεχής σύγκριση κρύβει και ένα μεγάλο κακό. Αν κάνει τον άνθρωπο να νιώθει μικρότερος σε ικανότητες μπροστά στους άλλους, δημιουργεί συναισθήματα αρνητικά που λειτουργώντας σαν στρες οδηγούν σε έκκριση ορμονών που καταστρέφουν την υγεία. Πολλές φορές μάλιστα, η καταστροφή δεν αφορά μόνον την υγεία αλλά και τις σχέσεις, φιλικές και κοινωνικές. Γιατί οι ορμόνες του στρες κάνουν το άτομο διεγερτικό και τις αντιδράσεις του βίαιες ή απότομες, πράγμα που καταστρέφει τις σχέσεις του.

Η αγάπη και η εκτίμηση του εαυτού, είναι κάτι που θα έπρεπε να διδάσκεται στα σχολεία από τις πρώτες τάξεις. Είναι απαραίτητο να γνωρίζει κάθε άνθρωπος, οποιασδήποτε κοινωνικής τάξης, κουλτούρας ή θρησκείας την μοναδικότητά του και την μεγάλη αξία που δίνει στον καθέναν αυτή η μοναδικότητα. Ο άνθρωπος που αντιλαμβάνεται την αξία της μοναδικότητας του κάθε ανθρώπου γίνεται μεγαλόψυχος, και όχι εγωιστής, αγαπάει και εκτιμάει εξ ίσου τον εαυτό του και όλους τους άλλους.

Στα διάφορα ορυκτά και τις πέτρες (πολύτιμες και ημιπολύτιμες) δίνουμε αξία, ανάλογα με την σπανιότητά τους. Στους ανθρώπους, αντίθετα, δίνουμε αξία, όσο πιο κοντά στα δικά μας πρότυπα βρίσκονται. Τους διαφορετικούς τους κατακρίνουμε με ευκολία. Πόσο εγωιστικό!!!

Από την μια πιστεύουμε πως όλοι πρέπει να μοιάζουν με τον εαυτό μας (με πρότυπο αυτόν κρίνουμε και κατακρίνουμε όλους τους άλλους) και από την άλλη δεν εκτιμούμε όσο χρειάζεται αυτόν τον εαυτό, ώστε να νιώθουμε επαρκείς και ολοκληρωμένοι και κάνουμε συγκρίσεις που μας δημιουργούν συνεχές στρες. Τι τρέλα !!!

Υπάρχει όμως, νομίζω, ένας τρόπος που μπορεί να βοηθήσει την υγεία και τη ζωή μας.Οι συγκρίσεις μας να αφορούν εμάς και όχι τους άλλους. Να συνειδητοποιήσουμε την μοναδικότητά μας, και κάθε μας πράξη, κάθε μας επίτευγμα, να προσπαθούμε να είναι καλύτερο από κάποιο προηγούμενο. Χωρίς απογοητεύσεις και άγχος.

Να προσπαθούμε, απλά, κάθε μας βήμα στη ζωή να είναι λίγο καλύτερο από το προηγούμενο. Όχι για να δείξουμε κάτι στους άλλους, απλά για να βελτιώνουμε τον δικό μας εαυτό όλο και περισσότερο.

Αυτό οδηγεί στη δημιουργία, την κατανάλωση των ορμονών του στρες και κάνει αυτό το στρες θετικό τόσο για την υγεία όσο και για την ζωή μας.

Σκεφθείτε το λίγο και αν συμφωνείτε, βάλτε τη φράση «μπορώ και καλύτερα!»στην καθημερινότητά σας. Ακόμη και στον τρόπο που προσπαθείτε να βελτιώσετε τη διατροφή σας, ή στον τρόπο που ασκείτε το σώμα σας.

Μάθετέ την και στα παιδιά σας, μαζί με την αξία της μοναδικότητας του κάθε ανθρώπου.

Η κρυφή γοητεία της παθητικότητας

Η ενεργητικότητα και η παθητικότητα είναι δύο διαφορετικοί δρόμοι που οδηγούν προς την ικανοποίηση. Άντρες και γυναίκες θέλουν τόσο να αγαπήσουν όσο και να αγαπηθούν. Στην ουσία μοιράζονται μία αμοιβαία συναισθηματική ανάγκη. Θέλουν να είναι τόσο ενεργητικοί, όσο και παθητικοί.

Επιθυμούν να προκαλέσουν την επιθυμία στον άλλον και συνάμα να παραδοθούν στη σαγήνη του άλλου. Η εμπειρία του έρωτα έχει έναν παθητικό χαρακτήρα.

Όταν κάποιος βρίσκεται υπό το κράτος του έρωτα είναι σαν να μαγεύεται από τον άλλον. Δεν μπορεί να είναι κυρίαρχος του εαυτού του. Τότε είναι που κάτι μέσα του υποχωρεί και δρα με τρόπους που σε άλλες συνθήκες φαντάζουν ανόητοι.

Μπαίνει σε μία τροχιά όπου τα πράγματα μοιάζουν να προχωρούν από μόνα τους, δίχως τη θέλησή του. Του ασκείται μία επιρροή που είναι ακαταμάχητη και στην οποία δεν μπορεί να αντισταθεί. Όσο πιο πολύ αντιστέκεται τόσο πιο πολύ υποτάσσεται σε αυτήν. Ο έρωτας ρίχνει τα βέλη του χωρίς διακρίσεις ανάμεσα στα δύο φύλα.

Ένας άντρας δεν δίνεται λιγότερο στον έρωτα από μία γυναίκα. Ωστόσο κάποιος που ερωτεύεται, είτε είναι άντρας, είτε είναι γυναίκα, βρίσκεται σε μία γυναικεία θέση. Ο έρωτας σε εκθηλύνει.

Γι' αυτό, η κατάσταση ενός άντρα που βρίσκεται υπό το καθεστώς του έρωτα μοιάζει κάπως κωμική. Φοβάται ότι θα χάσει τον ανδρισμό του αν αφεθεί και παρασυρθεί από το συναίσθημά του.

Ακόμη και ένας ερωτευμένος άντρας έχει αναλαμπές αξιοπρέπειας. Φοβάται ότι θα χάσει τον εαυτό του αν εκφράσει τη θηλυκή του πλευρά που αναζωπυρώνεται εκείνην τη στιγμή από μέσα του.

Από τη μία, αυτός ο έρωτας τον γοητεύει, ενώ από την άλλη τον ωθεί σε μία ανυπόφορη παθητικότητα. Γι' αυτό, μπορεί να αναδύεται από μέσα του ένα κύμα επιθετικότητας απέναντι στο αντικείμενο του έρωτά του. Ή να προσπαθεί να ανακτήσει κάτι από το χαμένο έδαφος με το να επιδεικνύει μία αδιάφορη, σκληρή έως και περιφρονητική στάση στο αγαπημένο του πρόσωπο. Ή ακόμα και να επιθυμεί γυναίκες με τις οποίες δεν είναι πραγματικά ερωτευμένος, έτσι ώστε να διατηρήσει την ανδροπρέπειά του ακέραιη.

Όμως, όλες αυτές οι προσπάθειες που κάνει ώστε να αναπληρώσει την ολοσχερή απώλεια του ελέγχου του κάθε άλλο παρά διασφαλίζουν την υπεροχή του.

Όταν ένας άντρας κινείται ενεργητικά προς μία γυναίκα, πολύ σπάνια πηγαίνει προς το μέρος της λειτουργώντας αφ' εαυτού. Ακόμα και αν του αποδίδεται ο ρόλος του κυνηγού, κατά κανόνα ενεργοποιείται ως θύμα της γοητείας που του ασκεί.

Ακριβώς λόγω της σαγηνευτικής της δύναμης η αιώνια γυναίκα χαρακτηρίζεται παραδοσιακά ως μάγισσα. Ο άντρας που αρέσκεται στην ιδέα να είναι κυνηγός, δεν θέλει να βρίσκεται στην θέση του θηράματος. Γι' αυτό, η γυναίκα καταφεύγει σε τεχνάσματα ώστε να τον κάνει να πιστέψει ότι τη διάλεξε αυτός.

Ο άντρας δεν μπορεί παρά να παρασυρθεί στην παγίδα εκείνης που τον ξελογιάζει. Η αποπλάνηση, ως μία απόπειρα να οδηγήσεις τον άλλον μακριά, είναι γένους θηλυκού. Όσο παράδοξο και αν φαίνεται είναι πάντα ο άντρας εκείνος που αποπλανάται.

Σε ό,τι αφορά τη σαγήνη, η γυναίκα δεν είναι ένα παθητικό σεξουαλικό αντικείμενο, αλλά το πλέον ενεργητικό στοιχείο. Προκαλεί την επιθυμία στον άλλον, χωρίς να υιοθετεί μία ωμά αισθησιακή συμπεριφορά.

Πολλοί, και ίσως οι περισσότεροι άντρες βρίσκουν απωθητική τη γυναίκα που συμπεριφέρεται απέναντί τους όπως αυτοί. Μία γυναίκα που υιοθετεί μία στάση που προσομοιάζει στην αντρική, μπορεί να προκαλέσει ακόμα και την αποστροφή.

Σε έναν διαφοροποιημένο άντρα αυτό που του ασκεί τη μεγαλύτερη επιρροή είναι η ειδική αύρα της γοητείας που περιβάλλει τον αγνό και σεμνό τύπο γυναίκας. Όπως αναφέρει και ο Baudrillard, δεν υπάρχει ισχυρότερο αφροδισιακό από την αθωότητα.

Γι' αυτό, κάθε αντίσταση στη γυναίκα προκαλεί τον σεξουαλικό ερεθισμό του άντρα. Εκείνη αποπλανά, καθώς αρνείται να δοθεί. Η συγκράτηση ή η συστολή μπορεί να ασκήσει μία έλξη ακατανίκητη. Ασκεί μία επίδραση που παρόλο που είναι αόρατη, είναι ταυτόχρονα πανίσχυρη.

Μία γυναίκα ενδεχομένως να γνωρίζει ότι η αθωότητα είναι η πεμπτουσία της γοητείας της και για αυτό μπορεί να την προσποιείται ώστε να σκανδαλίσει τη φαντασία του άντρα. Πολύ απλά χρησιμοποιεί την αιδημοσύνη ως δόλωμα για άντρες.

Είναι το προσωπείο που φορά ώστε να υποδυθεί τον θηλυκό της ρόλο. Εκεί, όμως, που πραγματικά η γοητεία της αποκτά τη μεγαλύτερή της δύναμη είναι όταν η εκλεπτυσμένη γοητεία της παθητικότητας δεν περιορίζεται σε ένα συνειδητό τέχνασμα.

Είναι εκεί που η αναστολή δεν είναι απλά προσποιητή, αλλά αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της θηλυκότητάς της. Η γοητεία της μπορεί να γίνει ακόμα και επικίνδυνη.

Από αυτήν τη σκοπιά, οι πόλοι ενεργητικότητας και παθητικότητας αντιστρέφονται στις σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων. Και για την ακρίβεια, σύμφωνα με μία ρήση του Titus Burkhardt, η γυναίκα γίνεται ενεργητικά παθητική, ενώ ο άντρας παθητικά ενεργητικός.

Αυτή η ενεργητικά παθητική έκφραση της θηλυκότητας είναι μία δράση σε ένα εντελώς διαφορετικό επίπεδο από ό,τι η ώθηση στην πράξη για την ικανοποίηση της επιθυμίας που χαρακτηρίζει την αντρική σεξουαλικότητα.

Η ακόρεστη ή και ορισμένες φορές η ζωώδης επιθυμία του άντρα για σεξουαλική επαφή δημιουργεί μία ορμή για δραστηριότητα που μπορεί να γαληνέψει μόνο με καταπράυνση του ερεθισμού. Πρόκειται για μία δραστηριότητα που είναι ενεργητική επειδή στοχεύει ακριβώς στην ευχαρίστηση.

Όμως, σε ένα πιο λεπτό επίπεδο ο άντρας είναι παθητικά ενεργητικός, καθώς ελκύεται από τη γυναικεία γοητεία, όπως ο σίδηρος από τον μαγνήτη. Αρκεί να μπει στην τροχιά του και τότε θα νιώσει μία έλξη που δύσκολα θα καταφέρει να μην τον αναρροφήσει.

Ίσως τελικά, η δύναμη κατορθώνει πολλά και η μη δύναμη κατορθώνει τα πάντα. Η δράση χωρίς δράση πετυχαίνει διόλου αμελητέα αποτελέσματα είτε με το να την ασκήσει κανείς, είτε με το να παραδοθεί στη γοητεία της.

ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΑ: Ο αστρολογικός κώδικας στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό

«Τα άστρα στους ουρανούς παίζουν μία μουσική, αλλά χρειάζεται να έχουμε αυτιά για να την ακούσουμε».

Οι αρχαίοι Έλληνες επινόησαν την σύνταξη αστρολογικών χαρτών, οι οποίοι αντιστοιχούσαν στην ακριβή ώρα γέννησης ενός ανθρώπου. Εισήγαγαν έτσι για πρώτη φορά στην αστρολογία τον όρο «Ωροσκόπος» . Το πρώτο ωροσκόπιο που κατασκευάστηκε κάνοντας χρήση του Ωροσκόπου, χρονολογείται το 4 π.Χ.

Η Αστρολογία στην αρχαία Ελλάδα

Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός ξεκινά σε γενικές γραμμές από το 2600 π.Χ. και φτάνει στην ακμή του μέχρι το 1600 π.Χ. Αυτή είναι η «χρυσή εποχή» της Ελλάδας, η οποία παρήκμασε με την κάθοδο των Δωριέων από τον Βορρά, μετά το 1100 π.χ. Με τους συνεχείς πολέμους, τις επανειλημμένες καταστροφές και την παρατεταμένη κατοχή των Δωριέων, έπαυσε κάθε πνευματική δραστηριότητα. Εκμηδενίστηκε η απήχηση των φιλοσοφικών αντιλήψεων των Ορφικών, και μαζί με αυτές, η αστρολογική γνώση που πήγαζε από τις ουράνιες καταγραφές τους και τις κοσμολογικές παρατηρήσεις τους. Όλος σχεδόν ο προγενέστερος πολιτισμός και η γνώση, εξολοθρεύτηκαν. Έτσι μπορεί να εξηγηθεί το γιατί εμφανίζεται αιώνες αργότερα η αστρολογική εφαρμογή στην χώρα μας, χωρίς γνωσιακή αλληλουχία, με στοιχεία δανεισμένα από την αστρολατρεία των Μεσοποτάμιων λαών, όταν συναντήθηκαν με το αρχαιοελληνικό πνεύμα μέσα από τις κτήσεις του Μέγα Αλέξανδρου.

Ο ελληνικός πολιτισμός ξαναρχίζει με ουσιαστική αφετηρία τους Ολυμπιακούς αγώνες, το 766 π.Χ. Τότε έχουμε την ανάδυση της κλασσικής Ελλάδας. ­ Είναι η εποχή που ο Όμηρος διαδίδει την Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Στην Οδύσσεια διηγείται ότι ο Οδυσσέας επιστρέφει στην Ιθάκη στην διάρκεια μίας Έκλειψης Ηλίου. Την ημέρα που πρόκειται να φανερωθεί για να εξοντώσει τους μνηστήρες της Πηνελόπης, ο μάντης Θεκλύμενος αναφέρει ανάμεσα σε άλλους κακούς οιωνούς, ότι «θα χαθεί ο Ήλιος και θα απλωθεί παντού πυκνή θολούρα». Η φράση αυτή ερμηνεύτηκε από τον Πλούταρχο και τον Ευστάθιο ως πρόγνωση μίας ολικής Έκλειψης Ηλίου (ορισμένοι σύγχρονοι ερευνητές ταύτισαν την Έκλειψη με εκείνη της 16ης Απριλίου 1178 π.Χ., η οποία ήταν ολική στην περιοχή της Ιθάκης). Επίσης ο Όμηρος αναφέρει με λεπτομέρειες τις πλειάδες, τις Υάδες, τον Ωρίωνα, την Μικρή και την Μεγάλη Άρκτο, ενώ ο Ησίοδος τον 7ο π.Χ. αιώνα αναφέρει τις Πλειάδες, τις Υάδες, τον Ωρίωνα και τον Σείριο.

Βλέπουμε συνεπώς ότι, οι αρχαίοι έλληνες άρχισαν να χρησιμοποιούν τα ουράνια φαινόμενα και τον ζωδιακό κύκλο σαν αξιόπιστη μέθοδο προσανατολισμού για τα μακρινά εμπορικά και εξερευνητικά ταξίδια τους. Με το πέρασμα των αιώνων, οι αρχαίοι μας πρόγονοι εξέλιξαν τις διασωθείσες γνώσεις των Ορφικών και άρχισαν να εφαρμόζουν προβολικά τον ζωδιακό κύκλο σε σχέση με την διάταξη των κατάλληλων τόπων επάνω στους οποίους δομούσαν τα ιερά τους. Σύμφωνα με τον αρχαιολόγο Πενρόζ, τουλάχιστον 8 ναοί του Δία και της Αθηνάς που χτίστηκαν από το 1580 π.Χ. έως το 300 π.Χ. ήταν προσανατολισμένοι στο Ζώδιο του Κριού.

Οι πληροφορίες αυτές πέρασαν στους πιο μυημένους αρχαίους μας προγόνους, οι οποίοι προσπαθώντας να μεταφέρουν στα έργα της εποχής τους την αρμονία που έβλεπαν στο Σύμπαν, έχτιζαν τους ιερούς τόπους έτσι, ώστε οι περισσότερες αποστάσεις να ισαπέχουν με νοητά ισοσκελή τρίγωνα, σχηματίζοντας γεωμετρικές αναλογίες στα 2:3. Αυτό θα πρέπει να βάλει σε σκέψεις τους σημερινούς ιστορικούς και να προβληματίσει τους επιστήμονες, ότι ο θεός της γνώσης, ο Ερμής, εκτελεί μία πλήρη περιστροφή γύρω από τον εαυτό του σε 58,65 ημέρες και μία πλήρη περιφορά γύρω από τον Ήλιο σε 87,97 ημέρες. Εάν είστε λίγο προσεκτικοί θα διακρίνετε ότι 2χ87,97 = 175,94 και 3χ58,65 = 175,95. Μπορείτε να παρατηρήσετε λοιπόν ότι υπάρχει ένας «συμπτωματικός» ή «μαγικός» συντονισμός, που είναι ακριβώς στα 2:3.

Μερικές από τις πρώτες αστρολογικές αναφορές βρίσκουμε στο σύγγραμμα τουΗσίοδου «Έργα και Ημέραι», που καταγράφει τις μέρες που προσφέρονται για διάφορες δραστηριότητες όπως ο τρύγος, στο ακόλουθο απόσπασμα: «όταν­ ο Ωρίωνας και ο Σείριος θα μεσουρανήσουν και ο Αρκτούρος θα ανατέλλει την αυγή, τότε, ω Πέρσες, μαζέψτε τα σταφύλια σας και φέρτε τα σπίτι». Σε ένα άλλο σημείο συμβουλεύει τον αδελφό του Πέρση: «όταν ανατέλλουν οι Πλειάδες, οι κόρες του Άτλαντα, ξεκινήστε τον θερισμό, και όταν δύουν, αρχίστε το όργωμα». Η πραγματεία του Ησίοδου παρουσιάζει μία προσπάθεια να ρυθμιστούν οι καλλιέργειες σε συμφωνία με τις εποχές του έτους, θέτοντας έτσι την αρχή της αστρολογικής σκέψης που προπαρασκεύασε την χρήση των άστρων σαν οδηγό αυτοκαθοδήγησης των ανθρώπων, σε όλους τους τομείς.

Αργότερα εμφανίζεται ο Θαλής ο Μιλήσιος (624 -546 π.Χ.), ο οποίος υπολόγισε με επιτυχία το αποτέλεσμα της σοδειάς των ελιών στην Μίλητο, αρκετούς μήνες πρωτύτερα. Ήταν δε τόσο βέβαιος, που νοίκιασε εγκαίρως ελαιουργεία και τα υπενοικίασε όταν η σοδειά της ελιάς ήταν τόσο πλούσια που υπήρξε αυξημένη ζήτηση για ελαιουργεία, όπως ακριβώς το είχε υπολογίσει. Ο Θαλής απόκτησε έτσι αρκετά χρήματα, απαντώντας με αυτόν τον τρόπο στην πρόκληση των συμπολιτών του για το αν η αστρολογία έχει πρακτική χρησιμότητα και αν γίνεται να βγάλει κανείς χρήματα απ' αυτήν.

Ο Θαλής έμεινε στην ιστορία γιατί υπολόγισε επίσης με ακρίβεια την ηλιακή έκλειψη που θα γινόταν στις 28 Μαΐου 585 π.Χ. και το γεγονός αυτό αποτέλεσε αφορμή για να διακοπεί­ ο πόλεμος μεταξύ Μήδων και Ληδών. Δεν γνωρίζουμε σε ποιο ημερολόγιο βασίστηκε ο Θαλής για να κάνει μία τόσο επιτυχημένη πρόγνωση. Διαπιστώνουμε όμως, πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι μία από τις σημαντικότερες δυνάμεις που κατείχαν οι αρχαίοι έλληνες αστρονόμοι ήταν η ικανότητά τους να προαναγγέλλουν τις μέλλουσες εκλείψεις, που κατά τα φαινόμενα, επηρεάζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά.

Βρισκόμαστε στον 6ο π.Χ. αιώνα, όπου σύμφωνα με τον Πλίνιο, ο Κλεόστρατος ο Τενέδιος -αστρονόμος, ποιητής και φιλόσοφος-, εισήγαγε εκείνη την εποχή τους αστερισμούς του ζωδιακού κύκλου στην Ελλάδα. Κατόρθωσε μάλιστα να δώσει ελληνικά ονόματα στα αιγυπτιακά ιδεογράμματα και να εξηγήσει με νέα ονόματα την σημασία των αιγυπτιακών ιερογλυφικών. Ο Κλεόστρατος είναι επίσης ο πρώτος που ερμήνευσε ­την σημασία του αστερισμού του Κριού και του Τοξότη. Η ελληνική εξήγηση και ονομασία των αιγυπτιακών ιδεογραμμάτων δεν άλλαξε την μορφή των αστερισμών, αλλά συμμορφώθηκε με αυτήν. Ετούτο επιβεβαιώνεται στις μέρες μας από έγχρωμες διαφάνειες του μεγάλου τηλεσκοπίου στο αστεροσκοπείο του Πάλομαρ της Καλιφόρνιας, όπου βλέπουμε π.χ. τον αστερισμό του Καρκίνου να σχηματίζει έναν κάβουρα στις παραμικρές λεπτομέρειές του, σαν να έχει γίνει από τον πιο ικανό θεϊκό καλλιτέχνη.

Ένας από τους πιο σημαντικούς φιλοσόφους που ανέπτυξαν τις αστρονομικές γνώσεις της εποχής τους, ήταν και ο Αναξιμένης (585 -528 π.Χ.). Μέσα από την κοσμολογική του θεώρηση, συνειδητοποίησε και διέδωσε την συναφή σχέση που υπάρχει μεταξύ μακρόκοσμου και μικρόκοσμου, μίας πολύ κεντρικής ιδέας στην αστρολογική θεωρία. Πρέπει να τονίσουμε ότι, οι πρώτοι έλληνες φιλόσοφοι ήταν περισσότερο φυσιογνώστες και αστρονόμοι, παρά αστρολόγοι, γιατί η αστρολογία ήταν άγνωστη σε αυτούς με τον τρόπο που την εφαρμόζουμε εμείς. Δημιούργησαν όμως, βήμα προς βήμα, την διανοητική βάση που αργότερα συνδυάστηκε με τις Μεσοποτάμιες θεότητες και παρήγαγε έτσι το σημερινό αστρολογικό μοντέλο.

Μία από τις μεγαλύτερες μορφές της αρχαιότητας, υπήρξε αναμφισβήτητα οΠυθαγόρας (586 -490 π.Χ.). Γεννήθηκε στην Σάμο και ήταν γιος του Αγκαίου και της Παρθενίδος. Ταξίδεψε σε πολλά μέρη. Σπούδασε στην Ιωνία, στην Αίγυπτο και στην Βαβυλώνα, μετά την κατάκτηση της Αιγύπτου από τους Πέρσες, το 535 π.Χ., όπου φημολογείται ότι αιχμαλωτίστηκε. Ως απόρροια όλων αυτών, ήρθε σε επαφή με τις ανατολικές ιδέες, γιατί από το 546 π.Χ. οι Πέρσες είχαν επεκτείνει την αυτοκρατορία τους μέχρι την Ιωνία (σημερινή Τουρκία), αναμειγνύοντας τόσο τον ελληνικό, όσο και τον μεσοποτάμιο πολιτισμό μέσα στην ίδια επικράτεια. Όταν ο Πυθαγόρας επέστρεψε στην Σάμο το 528 π.Χ. ίδρυσε μία φιλοσοφική Σχολή -ως πρωτοπόρος αρχηγέτης νέων θρησκευτικοπολιτικών ιδεών-, διδάσκοντας ότι η γνώση των αριθμών, της γεωμετρίας και της μουσικής οδηγούν στην κατανόηση των κοσμικών φαινομένων. Μολονότι ο Πυθαγόρας δεν έφερε την αστρολογία μαζί του, πίσω στην Ελλάδα, έφερε την φιλοσοφία των μαθηματικών μέσα από την οποία αναπτύχθηκε η αστρολογία. Ο λαμπρός αυτός φιλόσοφος δεν άντεξε την τυραννία του Πολυκράτη, γι’ αυτό ξανάφυγε και αφού περιπλανήθηκε στην Δήλο, στην Κρήτη και στους Δελφούς, κατέληξε στον Κρότωνα της Κάτω Ιταλίας, όπου ίδρυσε μία καινούργια φιλοσοφική Σχολή, το «Ομακοείον» και μεταλαμπάδευσε τις γνώσεις του σε κύκλο επιλεγμένων σπουδαστών -μία κλειστή αδελφότητα-, οι οποίοι γίνονταν δεκτοί έπειτα από αυστηρές δοκιμασίες και υπερβατικές μυήσεις.

Ο Πυθαγόρας πήρε όλη την απαραίτητη γνώση από τον αρχαίο κόσμο και καταπιάστηκε στο να την εφαρμόσει σε ποικίλα πρακτικά προβλήματα. Οδηγήθηκε έτσι σε πολλές ανακαλύψεις και προήγαγε σε μεγάλο βαθμό τα μαθηματικά και την αστρονομία. Εξήγησε τα φαινόμενα των εκλείψεων και των φάσεων της Σελήνης. Ονόμασε το Σύμπαν που περιβάλλει την Γη «Κόσμο», γιατί είναι όντως κόσμημα εξαιρετικό. Η μεγαλύτερη συμβολή του Πυθαγόρα στην αστρολογία βρίσκεται στην θεωρία ότι, οι αριθμητικές σχέσεις αποτελούν την βάση του Σύμπαντος, άρα το Σύμπαν μπορεί να εξηγηθεί μέσω των αριθμών. Κατά συνέπεια, κάθε αριθμός εμπεριέχει μία απόκρυφη σημασία, πέρα από την πραγματική του ­αντιστοιχία με μία συγκεκριμένη ποσότητα. Γιατί την εποχή του Πυθαγόρα, ο φιλόσοφος και ο μαθητής της αστρολογίας ερχόταν σε επαφή με παγκόσμιους ιερούς νόμους, όπως τον νόμο του Τρία ο οποίος καθρεπτίζει τους κόσμους της Ύλης, της Ψυχής και του Πνεύματος, ήτοι τις 3 αστρολογικές ιδιότητες: την Σταθερότητα, την Παρορμητικότητα και την Μεταβλητότητα. Επίσης ερχόταν σε επαφή με τον νόμο του Τέσσερα, ο οποίος εκφράζεται στα 4 σημεία του ορίζοντα, στις 4 όψεις της ανθρώπινης προσωπικότητας και στα 4 δομικά στοιχεία του Σύμπαντος: Γη, Νερό, Αέρας και Φωτιά. Ακόμη ερχόταν σε επαφή με τον νόμο του Επτά, που εκτός από τις 7 νότες και τα 7 επτά χρώματα της ίριδας, καθρεφτιζόταν στις ιδιότητες των 7 βασικών πλανητών. Τέλος ερχόταν σε επαφή με τον νόμο του Δώδεκα ο οποίος εκφράζει γενικά μία πορεία ολοκλήρωσης, μέσα από τον γνωστό μας δωδεκαμερή ζωδιακό κύκλο.

Πιο συγκεκριμένα, ο αριθμός 1 αντιπροσωπεύει τον Νόμο ο οποίος εκφράζει το Ζώδιο. Σχετίζεται δηλαδή με την βασική, ξεχωριστή, ιδιαίτερη, κατάσταση που εκφράζει το κάθε Ζώδιο, και που έχει να κάνει με αυτό που συμβολίζει ο Κυβερνήτης πλανήτης του Ζωδίου. Ο αριθμός 2 σχετίζεται με το Γένος, δηλαδή με την αρσενική ή θηλυκή κατάσταση του Ζωδίου. Αυτό δεν έχει σχέση με το φυσικό γένος του καθενός μας, αλλά με την συμβολική κατάσταση του κάθε Ζωδίου. Ο αριθμός 3 σχετίζεται με τις τρεις ιδιότητες της ύλης, του εκδηλωμένου κόσμου, που τις ξέρουμε σαν Ένταση -Αδράνεια -Ισορροπία, ή σαν Κίνηση -Ακινησία -Ανύψωση, και στην αστρολογία τις βλέπουμε να ορίζουν τα Παρορμητικά -Σταθερά -Μεταβλητά Ζώδια: η Παρόρμηση σχετίζεται με την κίνηση ή το ξεκίνημα, η Σταθερότητα με την εγκατάσταση ή την δημιουργία μορφής, και η Μεταβλητότητα με την Ιδέα, την ανάπτυξη ή την δημιουργία νέας ιδέας. Ο αριθμός 4 σχετίζεται με τα τέσσερα Στοιχεία του εκδηλωμένου κόσμου, που τα γνωρίζουμε σαν Γη -Νερό -Αέρας και Φωτιά: η Γη σχετίζεται με την φυσική μορφή, την στήριξη ενός καθεστώτος ή μίας κατάστασης, θετικά ή αρνητικά. Το Νερό σχετίζεται με τον ψυχισμό, το συναίσθημα, την ιδιότητα της τυραννίας ή του αλτρουισμού. Ο Αέρας σχετίζεται με την λογική και την διάνοια, τον ορθολογισμό ή την τεχνοκρατία. Η Φωτιά σχετίζεται με την έμπνευση, το πάθος, τον ενθουσιασμό του ηγέτη ή του τυχοδιώκτη. Αυτοί οι τέσσερις ξεχωριστοί νόμοι εκφράζονται στο κάθε Ζώδιο σε διαφορετικούς συνδυασμούς, δίνοντας του τελικά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Έτσι, το ένα αντιπροσωπεύει την «ενότητα», το δύο την «δυαδικότητα», κ.ο.κ. Λόγου χάρη, ο 4ος Οίκος αντιπροσωπεύει την οικογένεια στο γενέθλιο ωροσκόπιό μας, γιατί βασίζεται στην πυθαγόρεια αντίληψη ότι το τέσσερα είναι ο αριθμός της συγκρότησης της ζωής μας.

Ο Πυθαγόρας δίδασκε ότι κάθε κινούμενο σώμα, εφόσον κραδαίνεται, παράγει ήχο ανάλογο προς τον όγκο και την ταχύτητά του. Πίστευε ότι οι αποστάσεις των ουρανίων σωμάτων είναι μεταξύ τους διατεταγμένες σύμφωνα με τις αναλογίες της απόκρυφης αρμονίας. Θεωρούσε δε ότι η αέναη κίνηση των πλανητών δημιουργεί κάποιες νότες, που αν καταφέρναμε να τις συγκεντρώσουμε καταγράφοντας τα μυριάδες στίγματα των τροχιών τους, τότε θα ακούγαμε μία θαυμαστή συνήχηση, που την ονόμασε «μουσική των σφαιρών». Έλεγε χαρακτηριστικά: «Τα άστρα στους ουρανούς παίζουν μία μουσική, αλλά χρειάζεται να έχουμε αυτιά για να την ακούσουμε».

Μετά τον Πυθαγόρα, συναντούμε χρονολογικά τον­ Ηράκλειτο τον Εφέσιο (544 -484 π.Χ.). Ο Ηράκλειτος θεωρούσε ότι από το πυρ (την ενέργεια) προέρχονται όλα τα πράγματα, και από τα πράγματα (την ύλη) προέρχεται το πυρ. Δίδασκε ότι όλα βρίσκονται σε συνεχή ροή «τα πάντα ρει και ουδέν μένει». Ανέπτυξε την αντίληψη ότι υπάρχουν δύο καταστάσεις ύπαρξης στο Σύμπαν: το Είναι, μία ιδεατή κατάσταση, και το Γίγνεσθαι, μία κατάσταση συνεχούς αλλαγής που διαμορφώνει τον φυσικό κόσμο. Η θεωρία του Ηράκλειτου θεμελίωσε την συμβολική αρχή της πολικότητας μεταξύ αρσενικών και θηλυκών Ζωδίων, που αρκετοί αστρολόγοι ακολουθούν μέχρι σήμερα για την ερμηνεία ενός ωροσκοπίου.

Φτάνουμε στον 5ο π.Χ. αιώνα, όπου μία νέα διάνοια εμφανίζεται στο πρόσωπο του φυσιογνώστη φιλοσόφου Αναξαγόρα (500 -428 π.Χ.). Ο Αναξαγόρας ήταν κτηματίας, αλλά εγκατέλειψε την πατρίδα του προκειμένου να επιδοθεί στην φιλοσοφία. Έγινε δάσκαλος του Περικλή, του Ευριπίδη και του Σωκράτη. Πραγματεύτηκε τις φάσεις της Σελήνης, διέκρινε ότι υπάρχουν ανωμαλίες στην επιφάνειά της -κοιλάδες & όρη-, και ανακάλυψε τα πραγματικά αίτια των ηλιο-σεληνιακών εκλείψεων. Υποστήριξε ότι η Σελήνη και τα άστρα θα έπεφταν στην Γη, αν δεν υπήρχε κατά την τροχιά τους η φυγόκεντρη δύναμη που τα συγκρατεί. Συνήγαγε ότι η βαρύτητα δεν υπάρχει μόνο στην Γη αλλά σε όλα τα ουράνια σώματα. Διατύπωσε την άποψη ότι υπάρχουν και άλλα ηλιακά συστήματα σαν το δικό μας, γιατί ο Γαλαξίας αποτελείται από αστέρες και νεφελώματα τα οποία στροβιλιζόμενα σχηματίζουν ηλιακά συστήματα. Όταν ένας σπουδαστής ρώτησε τον Αναξαγόρα «γιατί ο άνθρωπος προτιμά να έρθει στον κόσμο παρά να μην έρθει»; εκείνος του απάντησε «για να θαυμάσει το θέαμα του ουρανού και την τάξη που περιβάλει ολόκληρο τον κόσμο». Ο Αναξαγόρας ήταν ο πρώτος που διέδωσε την ιδέα ενός θεϊκού δημιουργού ο οποίος δίνει στην ύλη μορφή, σε αντίθεση με την κρατούσα θεωρία του «υλοζωισμού», που αξίωνε ότι η ύλη περικλείει μία ενστικτώδη μορφή διάνοιας, και επομένως, ικανότητα για αίσθηση. Αυτός ο λογισμός είναι κομβικός, όσον αφορά το αν οι πλανήτες αποτελούν μέσα για την έκφραση της θείας θέλησης ή είναι οι ίδιοι αιτιώδεις παράγοντες.

Την εποχή αυτή έζησε και ο λυρικός ποιητής Πίνδαρος (518 -438 π.Χ.). Σε ένα από τα σωζόμενα ποιήματά του, κάνει λόγο για μία ολική Έκλειψη Ηλίου που έγινε στις 30 Απριλίου 463 π.Χ. και η οποία ήταν ορατή από την Θήβα: «Ακτίνα του Ήλιου! Ω, εσύ που βλέπεις μακριά, τι θα μηχανευτείς τώρα; Ω, μητέρα των ματιών μου! Ω, υπέρτατε αστέρα, που μας κρύφτηκες μέρα μεσημέρι! Γιατί περιέπλεξες έτσι την δύναμη του ανθρώπου και τον τρόπο σοφίας, με το να ορμήσεις μπροστά στο σκιερό μονοπάτι;».

Από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες του αρχαίου κόσμου, υπήρξε και οΕμπεδοκλής (494 -434 π.Χ.) που καταγόταν από την Ακράγαντα της Σικελίας. Ο Εμπεδοκλής υπήρξε από τους βασικότερους εκφραστές της κοσμολογίας. Ενώ οι προηγούμενοι φιλόσοφοι είχαν αναφερθεί στον ρόλο των ξεχωριστών στοιχείων -φωτιά, αέρας, νερό- σαν βάση του φυσικού Σύμπαντος, ο Εμπεδοκλής θεώρησε ότι όλα τα αισθητά αντικείμενα του υλικού κόσμου προέρχονται από την ανάμιξη σε διάφορες αναλογίες, των τεσσάρων στοιχείων: φωτιά, αέρας, Γη, νερό. Ανέπτυξε έτσι την ιδέα ότι όλα τα πράγματα στο Σύμπαν αποτελούνται από τον συνδυασμό αυτών των στοιχείων, τα οποία βρίσκονται σε μόνιμη κατάσταση μεταβολής. Κατά συνέπεια, όλα τα πράγματα στο φυσικό Σύμπαν (η σφαίρα του Γίγνεσθαι), συμπεριλαμβανομένης και της ανθρώπινης προσωπικότητας, μορφοποιούνται από αυτά τα 4 στοιχεία. Μολονότι ο Εμπεδοκλής δεν ήταν αστρολόγος, χάρη σ’ αυτόν θεμελιώθηκε η αστρολογική αρχή του συνδυασμού των τεσσάρων στοιχείων που ακολουθούμε μέχρι σήμερα, για την ερμηνεία ενός ωροσκοπίου.­ Υπάρχει μία δύναμη, εξηγούσε ο Εμπεδοκλής που λέγεται“φιλότητα” (έλξη) και ενώνει αυτά τα 4 στοιχεία, ενώ μία άλλη, αντίθετη δύναμη που λέγεται “νείκος” (άπωση) τα διαχωρίζει, προκαλώντας την φθορά και τον θάνατο. Η δυναμική τάση μεταξύ Φιλότητας και Νείκους παράγει συνεχώς, κύκλους μεταβολών στο Σύμπαν.

Ο Εμπεδοκλής ήταν από τους πρώτους που αντιλήφθηκε ότι πρέπει να υπάρχει μία εξελικτική πορεία στο ανθρώπινο σώμα, γιατί δίδασκε πως τα όργανά του τελειοποιούνται σιγά -σιγά. Η κυριότερη εφαρμογή της θεωρίας του Εμπεδοκλή έγινε από τον πατέρα της σύγχρονης ιατρικής, τον Ιπποκράτη (460 -367 π.Χ.), ο οποίος σπούδασε στο Ασκληπιείο της Κω.

Ο Ιπποκράτης έλεγε ότι: «μόνο ένας μωρός θα θεράπευε ασθενείς χωρίς προηγουμένως να συμβουλευτεί το ωροσκόπιό τους, διότι πρέπει να θεραπεύουμε τον ασθενή και όχι την ασθένεια». Ο Ιπποκράτης συσχέτισε τα 4 στοιχεία του Εμπεδοκλή με τους 4 ιδιοσυγκρασιακούς τύπους του ανθρώπινου σώματος, θέτοντας έτσι τις βάσεις για την ανάπτυξη της ιατρικής αστρολογίας στην χώρα μας. Στο σημαντικότερο κείμενο της Αρχαίας Ελληνικής Ιατρικής, το περίφημο Coprus Hippocraticum, υπάρχει η εξής παράγραφος: «Πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στην Ανατολή των αστέρων, και Ιδιαίτερα του Σείριου και του Αρκτούρου, καθώς και στην δύση των Πλειάδων, γιατί οι περισσότερες αρρώστιες παρουσιάζουν κρίσεις σε αυτές τις περιόδους». Αλλού, στο ίδιο σύγγραμμα, υπενθυμίζεται στους γιατρούς ότι η αστρολογία «δεν είναι δευτερεύουσας αλλά ουσιαστικής σημασίας γνώση για την τέχνη της ιατρικής». Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο Ιπποκράτης είχε προειδοποιήσει για τον ερχομό μίας επιδημίας που θα παρουσιαζόταν στην Αθήνα, και αργότερα εμφανίστηκε η μεγάλη πανώλη που σάρωσε τον πληθυσμό της πόλεως.

Άλλη μία εξέχουσα μορφή της ελληνικής φιλοσοφίας αποτέλεσε ο Πλάτωνας (427 -347 π.Χ.). Μολονότι δεν ήταν μέλος της Πυθαγόρειας Αδελφότητας, συνδέθηκε μαζί τους και συνδύασε τις απόψεις τους με εκείνες των δύο άλλων κυριοτέρων Σχολών, της Ιωνίου και της Ελεατικής, τις οποίες ως έφηβος είχε γνωρίσει από τον δάσκαλό του, τον Σωκράτη. Ο Πλάτωνας δεν υπήρξε αστρολόγος, αλλά ήταν ενήμερος για την χρήση της αστρολογίας από τους βαβυλώνιους που επισκέπτονταν την Αθήνα.

Ο Πλάτωνας εισήγαγε την θεωρία των Ιδεών, η οποία προκάλεσε μία τομή στην ιστορία της φιλοσοφίας. Έχει ενδιαφέρον να δούμε το πως έφτασε ως εκεί: η φιλοσοφική αναζήτηση που είχε ξεκινήσει με τους προσωκρατικούς φιλοσόφους, σχετικά με το πώς μπορούμε να γνωρίσουμε τον κόσμο γύρω μας και τις αρχές λειτουργίας του, είχε φτάσει σε αδιέξοδο την εποχή του Πλάτωνα. Οι Ηρακλείτειοι υποστήριζαν ότι τα πάντα στον κόσμο του χώρου και του χρόνου συνεχώς μεταβάλλονται: ούτε για μία στιγμή δεν σταματά η μεταβολή και τίποτα δεν μένει το ίδιο από την μία στιγμή στην άλλη. Συνέπεια αυτής της θεωρίας φαινόταν να είναι ότι δεν μπορούμε να γνωρίσουμε τον κόσμο, εφόσον δεν μπορεί κανείς να πει ότι γνωρίζει κάτι που είναι διαφορετικό ετούτη την στιγμή από ό,τι ήταν μία στιγμή πρωτύτερα. Γιατί η γνώση απαιτεί την ύπαρξη μίας σταθερής, μετρήσιμης αρχής. Παράλληλα, η ρητορική διαλεκτική χρήση της γλώσσας των Σοφιστών είχε οδηγήσει σε σχετικότητα κάθε φιλοσοφική σημασία. Τότε ήταν που ο Πλάτωνας είπε ότι τα αντικείμενα της γνώσης -τα αντικείμενα που θα μπορούσαν να οριστούν-, υπήρχαν, αλλά δεν θα έπρεπε να ταυτιστούν με τίποτε στον αισθητό κόσμο: υπήρχαν σε έναν νοητό κόσμο, πέρα από αυτόν του χώρου και του χρόνου.

Ο Πλάτωνας μετέδωσε έτσι στην θεωρία των Ιδεών, όπου οι Ιδέες είναι τέλειες, άφθαρτες και αμετάβλητες νοητές οντότητες, στις οποίες μετέχουν όλα τα ατελή, φθαρτά και μεταβλητά αισθητά πράγματα. Δεν είναι οι ιδέες που δημιουργούμε με τον νου μας, αλλά είναι πραγματικές οντότητες τις οποίες μπορούμε να συλλάβουμε μόνο με την νόηση και όχι με τις αισθήσεις μας. ­Με άλλα λόγια, οι Ιδέες συνιστούν έσχατες και αυθυπόστατες οντολογικές και νοηματικές εστίες θεμελίωσης της πραγματικότητας και της γνώσεως. Όλα τα πράγματα που γίνονται αισθητά στον άνθρωπο -στην διάσταση του υλικού κόσμου-, δεν αποτελούν παρά απομιμήσεις, σκιές, είδωλα του αληθινού κόσμου των Ιδεών. Επομένως, ο άνθρωπος δεν ανακαλύπτει, αλλά θυμάται αλήθειες που κάποτε γνώρισε στον κόσμο των Ιδεών. Όλοι έχουμε μέσα μας την γνώση και την αλήθεια και αυτό που πρέπει να γίνει είναι να την ανακαλέσουμε στην μνήμη μας (η ετυμολογία της α-λήθειας σημαίνει άρση της λήθης).

Για να υποστηρίξει ο Πλάτωνας την πεποίθησή του αυτή, επαναδιατύπωσε την θρησκευτική διδασκαλία των Πυθαγορείων -ότι η ψυχή είναι αθάνατη-, ισχυριζόμενος ότι η ψυχή καθρεφτίζει τις Ιδέες. Η θέα των Ιδεών είναι μάλιστα πληρέστερη όσο περισσότερο η ψυχή ελευθερώνεται από το σώμα και τις αισθήσεις μας. Συνεπώς η ψυχή συγγενεύει με το θείο, το αθάνατο, το αόρατο, ενώ το σώμα μας συγγενεύει με το γήινο, το ορατό και το φθαρτό. Άλλη μία απόδειξη της θεωρίας του Πλάτωνα στηρίζεται στην προϋπόθεση ότι, ο κόσμος όπως τον γνωρίζουμε συνίσταται από αντιθέσεις, και καθεμία αντίθεση προκύπτει μέσα από κάποια άλλη. Για παράδειγμα, το μεγαλύτερο γίνεται από το μικρότερο, το ασθενέστερο από το ισχυρότερο κ.ο.κ. Έτσι και η ζωή με τον θάνατο είναι αντίθετα. Και αφού από την ζωή προκύπτει ο θάνατος θα πρέπει να δεχτούμε και ότι από τον θάνατο προκύπτει ζωή. Για να ενισχύσει αυτή την απόδειξη ο Πλάτωνας την συνέδεσε με την ανάμνηση, σύμφωνα με την οποία, η ανθρώπινη ψυχή πριν ενσαρκωθεί γνώρισε τις Ιδέες στην καθαρότητά τους. Όμως με την είσοδό της στο σώμα και την υποταγή της στους φυσικούς νόμους, η ψυχή λησμόνησε αυτά που γνώριζε. Η απόκτηση γνώσεως σε ετούτο τον κόσμο ερμηνεύεται τελικά, ως διαδικασία αναμνήσεως. Τα αισθητά πράγματα δηλαδή, προκαλούν μόνο το έρεισμα για να ανακληθεί στην μνήμη μας η πρότερη γνώση της ψυχής. Η νόηση που κατά τον Πλάτωνα εδράζεται στην ψυχή, είναι αυτή που οδηγεί στην γνώση των Ιδεών, και η γνώση των Ιδεών στην γνώση των πραγμάτων. Συνεπώς οι Ιδέες αποτελούν όχι μόνο την γνωσιολογική αιτία των πραγμάτων, αλλά και την οντολογική προϋπόθεση για την ύπαρξή τους. Κοντολογίς, οι Ιδέες είναι εκείνες που ορίζουν την ουσία κάθε όντος, και όλος ο αισθητός κόσμος αντιστοιχεί στο ασταθές και μεταβλητό Γίγνεσθαι.

Διαπιστώνουμε ότι, ενώ ο Πυθαγόρας ανέπτυξε τις βάσεις της αστρολογίας, ο Πλάτωνας είναι ο κύριος οικοδόμος της, γιατί εδραίωσε την πίστη ότι το Σύμπαν μπορεί να περιγραφεί μέσω των Ιδεών, και ότι κάθε Ιδέα θα μπορούσε να προσδιοριστεί με μία συγκεκριμένη αριθμητική αξία, κατά την πυθαγόρεια αριθμοσοφία. Επηρέασε έτσι την ανάπτυξη της αστρολογίας ως επιστήμης πολύ στενά συνδεδεμένης με την αριθμοσοφία.

Ο Πλάτωνας ίδρυσε στην Αθήνα την ομώνυμη Σχολή του, η οποία ονομάστηκε «Ακαδημία» γιατί ήταν χτισμένη στο άλσος του Ακάδημου, κοντά στον Κηφισό ποταμό. Από την Ακαδημία αποφοίτησαν λαμπρά ονόματα όπως ο Εύδοξος ο Κνίδιος408 -355 π.Χ.), ο Ηρακλείδης ο Πόντιος (390 -310 π.Χ.) και ο Αριστοτέλης (384 -322 π.Χ.). Η Ακαδημία Πλάτωνος απέκτησε με τον καιρό, φήμη ανώτατου πνευματικού ιδρύματος και εκεί παρέμεινε ο Αριστοτέλης για 20 χρόνια. ­ Σε ένα από τα πολλά συγγράμματά του που φέρει τον τίτλο «Μετεωρολογικόν» (κεφ. 6 & 7), βλέπουμε πόσο μεγάλη αξία δίνει ο Αριστοτέλης στον ζωδιακό κύκλο, που έφτασε μάλιστα στο σημείο να γράψει ότι: «οι πλανήτες κινούνται κατά μήκος του ζωδιακού κύκλου, ενώ οι κομήτες κινούνται έξω από αυτόν, συνεπώς δεν πρέπει να θεωρηθούν πλανήτες». Ο ορθολογισμός του Αριστοτέλη απέρριψε πολλές από τις δοξασίες του Πλάτωνα, αλλά υποστήριξε την σημασία της κοσμολογίας του διδασκάλου του. Υιοθέτησε δηλαδή το γεωκεντρικό σύστημα, αλλά απέρριψε την αντίληψη ότι οι πλανήτες είναι θεϊκές διάνοιες: τους θεώρησε περισσότερο ως κανάλια θεϊκής βούλησης, παρά ως κυρίαρχους εκφραστές της. Τοποθέτησε έτσι τον Δημιουργό πέρα από την σφαίρα των απλανών αστέρων, και έθεσε τις βάσεις για την παρατήρηση, ως τρόπο κατανόησης του Σύμπαντος -θεώρηση που βρίσκεται σε απόλυτη ταύτιση με την σημερινή επιστημονική θέση της αστρολογίας-.

Αργότερα ο ιατροφιλόσοφος Θεόφραστος (392 -287 π.Χ.) που υπήρξε μαθητής του Αριστοτέλη και τον διαδέχτηκε μετά τον θάνατό του στην Περιπατητική Σχολή -στο «Λύκειον»-, εξέφραζε περισσότερο ελεύθερα την γνώμη του για την αστρολογία, σε σχέση με τον πρώην δάσκαλό του. Ο Αριστοτέλης είχε αναλάβει το 342 π.Χ. την διαπαιδαγώγηση του Μέγα Αλέξανδρου (356 -323 π.Χ), με τον οποίο συνδέθηκε με στενή φιλία και αλληλοεκτίμηση. Την στιγμή της γέννας του Αλέξανδρου λέγεται ότι υπήρχε ένας αστρολόγος στο παλάτι -ο τελευταίος βασιλιάς της Αιγύπτου-, ο Νεκτανεβώ, ο οποίος εξορίστηκε από την πατρίδα του και εγκαταστάθηκε στην Πέλλα. Ο Νεκτανεβώ που οι φήμες τον φέρουν δίπλα στην μητέρα του Αλέξανδρου, την Ολυμπιάδα, υπολόγισε τις θέσεις των ουρανίων σωμάτων και την πίεζε να μη βιαστεί να γεννήσει, αλλά να περιμένει το σήμα του, γιατί όσο πιο πολύ αργούσε τόσο περισσότερο θα δοξαζόταν το βρέφος, όπερ και εγένετο.

Ο Μακεδόνας στρατηλάτης επηρέασε ένα μεγάλο τμήμα του τότε γνωστού κόσμου, καθώς εξάπλωσε την ελληνική κουλτούρα, από την Ασία μέχρι την βόρεια Ινδία.Όμως ανησύχησε από την πρόγνωση που του είχαν κάνει οι Βραχμάνοι ιερείς -διαβάζοντας με τον δικό τους τρόπο το ωροσκόπιό του-, ότι θα χανόταν από ένα κύπελλο (δηλαδή από δηλητηρίαση) εάν θα έμπαινε στην Βαβυλώνα, και τον προειδοποίησαν λέγοντας: «φύγε μακριά από την πόλη που βασιλεύει το μοιραίο σου άστρο». Ο Μέγας Αλέξανδρος παρέκαμψε αρχικά την Βαβυλώνα, αλλά αργότερα μπήκε στην πόλη όπου συνάντησε τον θάνατο. Παρενθετικά σημειώνουμε ότι, η ιδέα που επικράτησε αρκετούς αιώνες αργότερα στην Ευρώπη,­ ότι δηλαδή ο κάθε άνθρωπος έχει το δικό του άστρο, είναι ανατολικής προέλευσης. Σύμφωνα με την αμφισβητούμενη αυτή θεωρία, το αστέρι του εμφανίζεται όταν κάποιος γεννιέται, και εξαφανίζεται όταν πεθαίνει.

Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος κατέλαβε την Βαβυλώνα το 331 π.Χ., ­ο ιστοριογράφος του, ο Καλλισθένης -ανιψιός του Αριστοτέλη­, έστειλε στον θείο του μεγάλες ποσότητες αστρολογικών παρατηρήσεων, παλίμψηστα έργα που οι Βαβυλώνιοι αστρολόγοι φύλασσαν στα αρχεία τους από το 2233 π.Χ. (από την εποχή των Σουμερίων). Οι Έλληνες παρέλαβαν μεν αυτούς τους ανεκτίμητης αξίας γνωσιακούς θησαυρούς, αλλά τους εμπλούτισαν με ασύγκριτα μεγαλύτερη ποικιλία νοημάτων.

Βρισκόμαστε στον 4ο π.Χ. αιώνα, και συγκεκριμένα στο 335 π.Χ. όπου γεννιέται στο Κίτιο της Κύπρου ο φυσιογνωστικός φιλόσοφος Ζήνωνας. Ο Ζήνων σε ηλικία 22 ετών ήρθε στην Αθήνα και μαθήτευσε κοντά σε μεγάλους διανοητές. Όταν έγινε 30 ετών άρχισε ο ίδιος να διδάσκει. Καταπιάστηκε με τα μετεωρολογικά φαινόμενα και ερμήνευσε την εμφάνιση των εποχών. Αντιλήφθηκε ότι η Γη είναι πεπερασμένη και σφαιρική, ότι η τροχιά της Σελήνης είναι ελικοειδής και ότι ο Ήλιος διαγράφει ελλειπτική πορεία διαμέσου του ζωδιακού κύκλου. Ο Ζήνωνας ο Κιτέας είναι αυτός που εμπλούτισε την φιλοσοφία της σημερινής αστρολογίας, καθώς πίστευε σε ένα Σύμπαν που είναι προκαθορισμένο από τον Δημιουργό, στο οποίο ο άνθρωπος -που αποτελεί μία μικρογραφία του Σύμπαντος-, πρέπει να ενταχθεί αρμονικά. Έγραψε αρκετά έργα που χάθηκαν, μεταξύ των οποίων μία πραγματεία κοσμολογικού περιεχομένου, με τίτλο «Περί του Όλου» (περί του Σύμπαντος). Ο ίδιος έλεγε ότι το φάρμακο για την ψυχή είναι η μελέτη της φιλοσοφίας. Γύρω στο 300 π.Χ. ίδρυσε την Στωική Σχολή, η οποία έμελλε να παίξει σημαντικό ρόλο στην κοσμοθεωρία των μετέπειτα στοχαστών.

Οι Στωικοί αντιλήφθηκαν ότι ο άνθρωπος είναι ένα μικρό Σύμπαν μέσα σε ένα άλλο, την Γη. Αυτή με την σειρά της είναι μέρος του ηλιακού μας συστήματος, και αυτό μέρος του Γαλαξία, και αυτός μέρος του Σύμπαντος. Υπάρχει επομένως μία αλληλεξάρτηση και μία αλληλεπίδραση, καθώς είμαστε όλοι ενταγμένοι στο Όλον, το οποίο κινείται και εξελίσσεται συνεχώς. Οι Στωικοί πίστευαν ότι υπάρχει μία αδιάσπαστη αλυσίδα από αιτίες που ξεκινούν από την Υπέρτατη Αρχή, οι οποίες επηρεάζουν την εξέλιξη κάθε μορφής ζωής στον πλανήτη μας, και θεωρούσαν την πλάση σαν έναν γιγάντιο οργανισμό, όπου οι συμπαθητικές του δυνάμεις δρουν συνεχώς, ενταγμένες σε ένα παγκόσμιο θεϊκό σχέδιο. Υπό αυτό το πρίσμα, οι Στωικοί δέχονταν ότι η μοίρα είναι μεν προδιαγεγραμμένη, αλλά ταυτόχρονα, ότι ο κάθε άνθρωπος έχει ως έλλογο ον την δυνατότητα της ελεύθερης βούλησης για να συμμετάσχει συνειδητά στην πορεία της ζωής του, κατευθύνοντας έτσι το ατομικό του πεπρωμένο.

Από τους τελευταίους μεγάλους Στωικούς φιλοσόφους υπήρξε ο Ποσειδώνιος(135 -45 π.Χ.). Γεννήθηκε στην Απάμεια της Συρίας και έκανε μακρινά ταξίδια λόγω της μεγάλης του οικονομικής άνεσης. Ήρθε στην Αθήνα και σπούδασε στην Σχολή των Στωικών. Διδάχθηκε φιλοσοφία, μαθηματικά, φυσική, αστρονομία, γεωγραφία, ιστορία και θεολογία. Το 90 π.Χ. εγκαταστάθηκε στην Ρόδο και ίδρυσε δική του Σχολή, από την οποία αποφοίτησαν ο Πομπήιος, ο Νιγίδιος Φίγκουλος και άλλοι επιφανείς Ρωμαίοι. Έζησε στην Ρώμη, όπου συνδέθηκε με την αριστοκρατία της εποχής και δίδαξε τον ρήτορα Κικέρωνα. Ο Ποσειδώνιος έγραψε 26 πραγματείες, που χάθηκαν όλες. Στο πρόσωπο του συναντήθηκαν η ελληνική με την ανατολική σοφία, ο μυστικισμός με τον ορθολογισμό, η πίστη στα θαύματα με την αιτιοκρατία, η θεωρητική με την εμπειρική σκέψη. Ο Ποσειδώνιος δίδασκε ότι είμαστε ένα μικρό μόνο μέρος του μεγάλου, κυκλικά επαναλαμβανόμενου συνόλου που ονομάζουμε Σύμπαν, και λόγω της συνάφειας του μακρόκοσμου με τον μικρόκοσμο που ζούμε, οι συμβολικές ενδείξεις αυτού του αντικατοπτρισμού, μπορούν να μας υποδείξουν τις πιο κατάλληλες επιλογές δράσης, ώστε να είμαστε σε αρμονία με όλο τον Κόσμο. ΜΕ ΒΑΣΗ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΣΥΛΛΟΓΙΣΤΙΚΗ, ΠΙΘΑΝΟΛΟΓΟΥΜΕ ΟΤΙ ΘΑ ΠΡΟΧΩΡΗΣΕΙ Η ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΑ ΤΗΝ 3Η Μ.Χ. ΧΙΛΙΕΤΙΑ.

Άλλη μία εξέχουσα μορφή της αρχαιότητας υπήρξε ο αστρονόμος και μαθηματικόςΑρίσταρχος ο Σάμιος (310 -250 π.Χ.). Το 270 π.Χ. ισχυρίστηκε ότι η Γη και οι πλανήτες περιστρέφονται γύρω από τον Ήλιο σε κυκλική τροχιά που περνά από το μέσον του ζωδιακού κύκλου, ενώ ο Ήλιος και οι απλανείς αστέρες μένουν ακίνητοι. Η θεωρία του Ηλιοκεντρικού συστήματος του Αρίσταρχου έγινε γνωστή από τον Αρχιμήδη, στο σύγγραμμά του με τίτλο «Ψαμμίτης». Η ιδέα αυτή ήταν τόσο επαναστατική, που ο Αρίσταρχος κατηγορήθηκε για ασέβεια και καταδικάστηκε σε θάνατο. Χρειάστηκε να παρέλθουν 17 αιώνες για να ωριμάσει η ιδέα, ώσπου την δημοσίευσε ο Πολωνός αστρονόμος Νικολάι Κόπερνικ, το 1543, ­στο σύγγραμμά του με τίτλο «De revolutionibus orbium coelestium», το οποίο κυκλοφόρησε μετά από τον θάνατό του.

Το Ηλιοκεντρικό σύστημα δεν έχει επηρεάσει στο παραμικρό την γεωκεντρική φύση της αστρολογίας, γιατί το Γεωκεντρικό είναι το μοναδικό σύστημα προβολής των Ζωδίων και των πλανητών επάνω στην υδρόγειο σφαίρα. Στην γεωμετρία χρησιμοποιούμε το κέντρο ενός κύκλου ­σαν σημείο αναφοράς, γιατί χωρίς αυτό ο κύκλος είναι ανύπαρκτος. Είναι όμως βέβαιο ότι δεν μπορούμε να υπολογίσουμε τίποτα εάν έχουμε μόνο αυτό το κέντρο. Ας παραλληλίσουμε έναν πλανήτη με μία πεταλούδα που φτερουγίζει, μέσα σε ένα άδειο δωμάτιο. Υποθέτουμε ότι ο διαστημικός μας χώρος είναι ένα τρισδιάστατο δωμάτιο, το ταβάνι του αποτελεί το φόντο των Ζωδίων και το έδαφος την Γη. Αν θεωρήσουμε τον Ήλιο σαν ένα φωτιστικό τοποθετημένο σε μία από τις γωνίες κάποιου τοίχου, τότε η σκιά της πεταλούδας που φτερουγίζει, θα βλέπουμε να διαγράφει συνεχώς, τροχιές στο πάτωμα (δηλαδή στην επιφάνεια της Γης). Αυτό το υπεραπλουστευμένο παράδειγμα εξηγεί την αρχή λειτουργίας του Γεωκεντρικού συστήματος.

Από εκείνη την εποχή ξεχωρίζει ακόμη μία ιστορική φυσιογνωμία, ο Άρατος ο Σολεύς (315 -240 π.Χ.). Ο Άρατος υπήρξε αλεξανδρινός ποιητής, αστρονόμος, μετεωρολόγος, μαθηματικός και γιατρός. Το 275 π.Χ. μετανάστευσε από την Αλεξάνδρεια στο παλάτι του μακεδόνα βασιλιά Αντίγονου Γονατά, όπου ο δεύτερος του ζήτησε να γράψει βιβλία για να συνοψίσει την ουράνια γνώση. ­Ο Άρατος έγραψε 4 έργα με ησιόδειο πνεύμα και με ομηρικό ζήλο, εκ των οποίων σπουδαιότερο είναι το «Φαινόμενα και διοσημείαι», μία έμμετρη ποιητική πραγματεία σε δύο μέρη, που αποτελείται από 732 και 422 εξάμετρους στοίχους.

Σχεδόν μισό αιώνα αργότερα, συναντούμε τον Ερατοσθένη από την Κυρήνη, ο οποίος έγραψε ένα έργο με τίτλο «Καταστερισμοί». Στο έργο του αυτό, ο Ερατοσθένης είναι ο πρώτος που περιέγραψε τι παριστάνουν οι αστερισμοί, μέσα στο περίγραμμα του καθενός. Τους κατέταξε δηλαδή ανάλογα με τους μύθους που τους συνοδεύουν.

Χάρη στους αρχαίους έλληνες και σε ορισμένους ρωμαίους συγγραφείς, έχουν διασωθεί στοιχεία που αποδίδονται σε προγενέστερες εποχές. Ανάμεσα σε αυτά είναι η αναφορά σε έναν από τους ιερείς του ναού του Μαρντούκ της Βαβυλώνας, ονόματι Βηρωσό, ο οποίος κατείχε πολλές γνώσεις σύμφωνα με τις σφηνοειδείς επιγραφές της χώρας του, που αφορούσαν κυρίως τις αστρολογικές προγνώσεις. ­­Ο Βηρωσός θεωρήθηκε αυθεντία στις ερμηνείες των ωροσκοπίων, και τόσο ο ίδιος όσο και οι μαθητές του απέκτησαν πολύ μεγάλη φήμη. Οι οπαδοί του ήταν πολυάριθμοι. Όταν ξέσπασε η μετανάστευση των Χαλδαίων προς την Δύση, μαζί τους έφυγε και ο Βηρωσός το 280 π.Χ. και εγκαταστάθηκε στο νησί της Κω, ιδρύοντας μία Σχολή αστρολογικών και απόκρυφων επιστημών. Έτσι η Κως που με το ξακουστό Ασκληπιείο της είχε ήδη γίνει γνωστή σαν κέντρο ιατρικής έναν αιώνα νωρίτερα, από την εποχή του Ιπποκράτη, αποτέλεσε έναν σύνδεσμο μεταξύ ιατρικής και αστρολογίας, τόσο ισχυρό, όσο σε καμία άλλη εποχή.

Το 270 π.Χ. ο Βηρωσός αφιέρωσε τρεις μεγάλους τόμους με τίτλο «η ιστορία της Βαβυλωνίας» -που δεν έχει διασωθεί-, στον βασιλιά Αντίοχο Α΄, τον 2ο­ ηγεμόνα της δυναστείας των Σελευκιδών. Το έργο του Βηρωσού περιείχε και αποσπάσματα Αστρομυθολογικών εξιστορήσεων της Χαλδαϊκής κοσμολογίας, που δεν αποκλείεται να προήλθαν από την Αίγυπτο. Την ίδια εποχή στην Βαβυλώνα ιδρύθηκε μία ελληνική Σχολή, γιατί η Βαβυλώνα δεν αποτελούσε πλέον πρωτεύουσα, αλλά ένα είδος εκπαιδευτικού κέντρου της ελληνικής δυναστείας των Σελευκιδών. Έτσι η αστρολογία εξαπλώθηκε σύντομα στον ευρύτερο ελληνικό χώρο.

Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε την ιδιαίτερη συμβολή του Μανέθωνα το 263 π.Χ. στην διάδοση των αστρολογικών ιδεών. Το όνομα «Μανέθων» σημαίνει «η αλήθεια του θεού Θωθ». Ο Μανέθωνας υπήρξε αρχειοφύλακας των παπύρων του ναού της Ηλιούπολης και έγραψε ένα αστρολογικό ποίημα με τίτλο «Αποτελεσματικά». Αλλά ο Μανέθωνας δεν υπήρξε επίσημα αστρολόγος. Ήταν αιγύπτιος αρχιερέας του Σέραπι και ιστορικός, που ανέλαβε σε συνεργασία με τον Τιμόθεο-ιερέα και σύμβουλο του βασιλιά Πτολεμαίου Α΄ την μετάφραση των αρχαίων αιγυπτιακών ιερογλυφικών. Έγραψε έτσι την ιστορία της Αιγύπτου στα ελληνικά, κάνοντας φανερό τον παραλληλισμό αρκετών Αστρομυθολογικών συμβολισμών, μεταξύ των παραδόσεων των δύο λαών.

Για να είμαστε αμερόληπτοι στην παρούσα μονογραφία, αναφέρουμε επίσης παραδείγματα σπουδαίων ανθρώπων που τάχθηκαν εναντίον της αστρολογίας, όπως ο Έλληνας φιλόσοφος από την Λιβύη, ο Καρνεάδης (214 -129 π.Χ.). Ο σκεπτικιστής αυτός δεν ασπαζόταν τις θεωρίες του καιρού του και υπέβαλλε τις απόψεις των διάφορων φιλοσόφων σε λεπτομερειακή κριτική, ορίζοντας τρεις βαθμούς πιθανότητας. Ο Καρνεάδης ερεύνησε και το ζήτημα της αστρολογίας και έθεσε δύο ερωτήματα που προκάλεσαν αμηχανία στους αστρολόγους της εποχής του, ενώ δεν παύουν ακόμη και σήμερα να δημιουργούν αμφιβολίες σε όσους ασχολούνται επιφανειακά με την ουράνια Γνώση: α) πως είναι δυνατόν δίδυμοι με το ίδιο ωροσκόπιο να έχουν διαφορετική πορεία, ή αλλιώς, γιατί δεν έχουν την ίδια μοίρα ο γιος ενός βασιλιά και ο γιος ενός σκλάβου που γεννιούνται την ίδια χρονική στιγμή; β) όλοι όσοι σκοτώνονται σε μία μάχη δεν θα έπρεπε να έχουν το ίδιο ωροσκόπιο; Αφήνουμε ελεύθερο τον αναγνώστη καθώς θα προχωρεί στα επόμενα κεφάλαια, να αντλήσει τα δικά του συμπεράσματα.

Από τους τελευταίους μεγάλους αστρονόμους και μαθηματικούς της κλασσικής Ελλάδας, υπήρξε ο Ίππαρχος (190 -120 π.Χ.). Γεννήθηκε στην Νίκαια της Βιθυνίας και έζησε κυρίως στην πόλη που ίδρυσε στην Αίγυπτο ο Μέγας Αλέξανδρος -στην Αλεξάνδρεια-, και μετέπειτα στην Ρόδο. Εκτός από την ανακάλυψη της Μετάπτωσης των Ισημεριών -την οποία αναλύσαμε διεξοδικά σε προηγούμενο κεφάλαιο-, ο Ίππαρχος επινόησε στην νήσο Ρόδο το Ηλιοκεντρικό σύστημα, περιέγραψε την διάρκεια του τροπικού έτους, εφεύρε τον «Αστρολάβο», -ένα εργαλείο για την εξακρίβωση της θέσεως και της κινήσεως των πλανητών-, και συνέταξε έναν κατάλογο από 1080 απλανείς αστέρες σε 49 αστερισμούς. Ο Ίππαρχος ήταν οπαδός της αστρολογίας και εισήγαγε την έννοια του γεωγραφικού μήκους και πλάτους ως συντεταγμένων μέτρησης, χωρίς τις οποίες δεν θα μπορούσαμε να υπολογίσουμε με ακρίβεια κανένα σύγχρονο ωροσκόπιο.

Αργότερα ο αστρονόμος και μαθηματικός Υψικλής από την Αλεξάνδρεια έγραψε γύρω στο 100 π.Χ. μία πραγματεία με τίτλο «Περί της των Ζωδίων αναφοράς». Ο Υψικλής είναι ο πρώτος που διαίρεσε την εκλειπτική σε μοίρες και βαθμούς, παρουσιάζοντας τον Ζωδιακό ως ένα επαναλαμβανόμενο κύκλο, που αποτελείται από 360 μοίρες.

Ακολουθεί ο αστρονόμος και μαθηματικός Γέμινος από την Ρόδο, ο οποίος έγραψε γύρω στο 70 π.Χ. μία πραγματεία με τίτλο «Εισαγωγή εις την Σπουδήν των Ουρανίων Φαινομένων». Στο έργο του αυτό που αποτελείται από 18 κεφάλαια, ο Γέμινος αφιέρωσε το 1ο και το 2ο κεφάλαιο στην αστρολογία. Συγκεκριμένα, ο συγγραφέας στο 1ο κεφάλαιο αναφέρεται στον Ζωδιακό κύκλο και στις Όψεις των πλανητών, ενώ στο 2ο κεφάλαιο αναφέρεται στην αστρολογική πρόγνωση του καιρού.

Σημειώστε ότι το πρώτο αμιγώς ελληνικό ωροσκόπιο που διασώζεται χρονολογείται στις 6 Ιουλίου του 61 π.Χ. Δεν είναι ένας γενέθλιος χάρτης, αλλά αναφέρεται ­στην στέψη του ρυθμιστή­ της Μεσοποταμίας, του βασιλιά Αντίοχου Α΄της Κομμαγηνής, ο οποίος διέταξε να χαράξουν το εν λόγω ωροσκόπιο στα ψηλά όρη Ταύρος, ανάγλυφο στην κορυφή του Νίμρουδ Ντα. Πρόκειται για το αρχαιότερο σωζόμενο πρωτότυπο ελληνικό ωροσκόπιο σε άγαλμα, που δείχνει την σημασία που έδιναν στην αστρολογία οι μονάρχες.

Παρατηρούμε ότι στους αρχαίους Έλληνες την σημαντικότερη θέση κατείχε αυτό που σήμερα ονομάζουμε Εκλεκτική αστρολογία, δηλαδή η επιλογή των κατάλληλων αστρικών συνθηκών για ένα έργο. Τέτοια έργα ήταν η σπορά και ο θερισμός, η αρχή μίας εκστρατείας ή ενός πολέμου, ένας γάμος, η τέλεση μίας θυσίας ή μίας θρησκευτικής εορτής, η στέψη ενός βασιλιά κ.α. Γιατί οι πρόγονοί μας δεν χρησιμοποιούσαν τόσο την αστρολογία σε αυτό που λέμε πρόγνωση, για τον απλούστατο λόγο ότι, όποτε κάποιος ήθελε να ζητήσει συμβουλή περί ενός θέματος που αφορούσε το μέλλον, απευθυνόταν σε Μαντείο.

Οι αρχαίοι Έλληνες υπήρξαν καινοτόμοι, γιατί επινόησαν την σύνταξη αστρολογικών χαρτών οι οποίοι αντιστοιχούσαν στην ακριβή ώρα γέννησης ενός ανθρώπου. Εισήγαγαν έτσι για πρώτη φορά στην αστρολογία τον όρο«Ωροσκόπος» που σημαίνει: παρατηρώ την ώρα. Το πρώτο ωροσκόπιο που κατασκευάστηκε κάνοντας χρήση του Ωροσκόπου χρονολογείται το 4 π.Χ. Τότε άρχισαν να παρατηρούν ότι το Μεσουράνημα απείχε χονδρικά, τρία Ζώδια από τον Ωροσκόπο, παραλείποντας τους χρόνους ανόδου. Αυτή είναι η εποχή που η ελληνική αστρολογία κοσμικοποιήθηκε. Όσοι κατάστρωναν χάρτες δεν ήταν μόνο ιερείς των μαντείων, αλλά και μελετητές και φιλόσοφοι, που συνέτασσαν ωροσκόπια όχι μόνο για βασιλιάδες, αλλά και για πρόσωπα που κατείχαν λιγότερα αξιώματα.

Οι αρχαίοι μας πρόγονοι κατέγραψαν τις ιδιότητες των Ζωδίων και των πλανητών και διέκριναν τους πλανήτες με σύμβολα: παρίσταναν τον Ήλιο ή Φοίβο με ένα δίσκο, την Σελήνη ή Μήνη ή Φοίβη με ένα μηνίσκο, τον Ερμή ή Στίλβων με ένα κηρύκειο, την Αφροδίτη ή Κυθέρεια ή Παφία με ένα κάτοπτρο, τον Άρη ή Θούρο ή Πυρροέοντα με ένα τόξο, τον Δία /Ζευς­ με ένα σκήπτρο και κεραυνό, τον Κρόνο ή Φαίνο ή Νυκτούρο με ένα δρεπάνι. Σταδιακά, οι αρχαίοι έλληνες εξεικόνισαν και τον ανθρώπινο οργανισμό στον ζωδιακό κύκλο, συσχετίζοντας κάθε Ζώδιο με συγκεκριμένα σημεία & όργανα του σώματος, αναπτύσσοντας έτσι την Ιατρική.

Οι αρχαίοι Έλληνες παρέλαβαν την έννοια της εβδομάδας από ανατολικούς λαούς και την προσάρμοσαν στα θρησκευτικά τους δεδομένα, δίνοντας ονόματα πλανητικών θεοτήτων στις 7 ημέρες της εβδομάδος του σεληνιακού κύκλου. Έτσι, η πρώτη ημέρα ήταν αφιερωμένη στον Ήλιο (Κυριακή), η δεύτερη στην Σελήνη (Δευτέρα), η τρίτη στον Άρη (Τρίτη), η τέταρτη στον Ερμή (Τετάρτη), η Πέμπτη στον Δία (Πέμπτη), η έκτη στην Αφροδίτη (Παρασκευή) και η έβδομη στον Κρόνο (Σάββατο). Από τους Έλληνες οι ονομασίες των ημερών πέρασαν στους Ρωμαίους, χωρίς μεταβολές, αλλά μεταφρασμένες στην λατινική γλώσσα. Αργότερα τις συναντούμε και σε άλλες διαλέκτους. Για παράδειγμα, η Δευτέρα ονομάζεται στα ιταλικά Lunedi από το Dies Lunae (ημέρα της Σελήνης), ενώ στα αγγλικά λέγεται Monday από την Μόνα, αρχαία ονομασία της Σελήνης. Η Τρίτη ονομάζεται Martedi από Dies Martis (ημέρα του Άρη), ενώ στα αγγλικά λέγεται Tuesday προς τιμή του θεού του νόμου Tiw. Η Τετάρτη ονομάζεται Mercoledi από το Dies Mercury (ημέρα του Ερμή), ενώ στα αγγλικά λέγεται Wednesday από τον αντίστοιχο θεό των Τευτόνων, τον Βόταν ή Οντίν. Η Πέμπτη ονομάζεται Giovedi από το Dies Jovis (ημέρα του Δία), ενώ στα αγγλικά λέγεται Thursday από τον σκανδιναβό θεό Θορ. Η Παρασκευή ονομάζεται Venerdi από το Dies Veneris (ημέρα της Αφροδίτης), ενώ στα αγγλικά λέγεται Friday και στα γερμανικά Freitag από την θεά του έρωτα Φρυγία, ταυτόσημη της Αφροδίτης. Οι Άγγλοι ονομάζουν το Σάββατο Saturday από το Saturn day (ημέρα του Κρόνου), και λένε την Κυριακή Sunday από το Sun say (ημέρα του Ηλίου).

Οι αρχαίοι Έλληνες επινόησαν και εφάρμοσαν στην αστρολογία τις λεγόμενες«πολυγωνικές Όψεις», ως μαθηματικές επιπτώσεις των ενδοπλανητικών σχέσεων -που ήταν μέχρι τότε άγνωστες στους Χαλδαίους-, οι οποίες στηρίζονται στην θεωρία του Πυθαγόρα. Ο τρόπος που λειτουργούν οι Όψεις είναι ο εξής: οι πλανήτες δεν κινούνται με την ίδια ταχύτητα στον ουρανό. Καθώς τους παρατηρούμε από την Γη, μοιάζουν σαν να συναντιούνται ή να ξεπερνούν ο ένας τον άλλον, κατέχοντας διαφορετικές γωνιακές θέσεις /αποστάσεις. Οι αστρολόγοι πρόγονοί μας, έδιναν ιδιαίτερη σημασία στους πλανήτες όταν οι αποστάσεις τους έφταναν στις κορυφές γνωστών γεωμετρικών σχημάτων, όπως λόγου χάρη το Τετράγωνο, που συμβαίνει εάν ένας πλανήτης βρίσκεται στον ορίζοντα και ένας άλλος πλανήτης βρίσκεται στον μεσημβρινό. Έτσι δημιούργησαν το σύστημα μέτρησης των Όψεων που χρησιμοποιούμε μέχρι σήμερα, για να συντάξουμε ένα ωροσκόπιο.

Οι αρχαίοι Έλληνες αστρολόγοι επιχείρησαν να χρονολογήσουν τα κύρια γεγονότα της ζωής ενός ανθρώπου, είτε ευτυχισμένα είτε όχι. Έπειτα από πολλές έρευνες, παρατήρησαν ότι το ωροσκόπιο μπορεί να μας υποδείξει τους εύκολους ή δύσκολους καιρούς, γιατί τα σημεία του ζωδιακού που καταλαμβάνονται από πλανήτες στην γέννηση ενός βρέφους, παραμένουν ευαίσθητα μέχρι το τέλος της ζωής του. Συμπέραναν ότι όταν οι πλανητικές κινήσεις συνδυάζονται με εκείνα τα ευαίσθητα σημεία του ζωδιακού, υποδεικνύουν θετικά ή αρνητικά γεγονότα για το άτομο. Έτσι ανακάλυψαν και εφάρμοσαν τις πλανητικές Διελεύσεις, που χρησιμοποιούμε μέχρι σήμερα.

Στους ελληνιστικούς χρόνους, οι προπάτορές μας ανέπτυξαν το Κυμβάλειο, ένα εσωτερικό σύστημα αυτογνωσίας και αυτοεξέλιξης. Το Κυμβάλειο -από το οποίο δανείστηκε στοιχεία για να δημιουργηθεί μετέπειτα η εβραϊκή Καββάλα-, είναι ένα από τα λίγα ερμητικά κείμενα που σώθηκαν από την πυρκαγιά της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας και αποτελεί μία από τις κύριες εκφράσεις της σοφίας των αρχαίων παραδοσιακών μυστηρίων. Όσα αποσπάσματα από το Κυμβάλειο έχουν διασωθεί από τον διωγμό του αυτοκράτορα Διοκλητιανούτον 3ο μ.Χ. αιώνα, έφτασαν σε εμάς από τις παραδόσεις που διατήρησαν οι νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι της Περγάμου και της Αλεξάνδρειας. Το Κυμβάλειο περιέχει τις αρχές του Σύμπαντος, ήτοι τους επτά νόμους της Σοφίας. Η παράδοση αναφέρει ότι το Κυμβάλειο μεταδόθηκε στους ανθρώπους δια της εξ’ αποκαλύψεως αλήθειας, από τον θεό Ερμή τον Τρισμέγιστο.

Δεν πρέπει να αντιμετωπίσουμε τον Ερμή­ ή τους άλλους θεούς σαν μία ανθρωποειδή εικόνα -όπως τους παρουσίασαν οι καλλιτέχνες της Αναγέννησης-, αλλά ως μία βαθιά γνωσιακή αντίληψη του μορφογεννητικού τους συμβολισμού, ο οποίος υπερβαίνει την απλή ανθρώπινη συνείδηση. Γιατί η αρχαιοελληνική έννοια των θεών ήταν περισσότερο συσχετισμένη με αόρατες δυνάμεις της φύσεως παρά με συγκεκριμένες εικόνες σε χρωματιστά σύννεφα. Σοφοί όλων των εποχών μίλησαν για τέτοιες αρχές με διαφορετικά ονόματα και σύμβολα, που εμπεριέχονται στο ερμητικό κείμενο του Κυμβάλειου.

Μέσα από την αστρολογία μπορούμε να έρθουμε σε επαφή με τους τρεις πρώτους νόμους του Κυμβάλειου:

1) να αντιληφθούμε ότι το Σύμπαν είναι ένας ζωντανός οργανισμός που όλα του τα μέρη είναι αλληλένδετα,
2) να κατανοήσουμε ότι οι ίδιοι νόμοι ισχύουν σε όλα τα επίπεδα, του ανθρώπου, των άστρων, της πλάσης ολόκληρης,
3) να συνειδητοποιήσουμε ότι τα πάντα στον κόσμο υφίστανται μία δυναμική εξέλιξης, καθώς όλα δονούνται, ρέουν και μεταλλάσσονται.

Όπως είναι επάνω είναι και κάτω, γράφει το παλαιό ερμητικό ρητό. Από όποιον δρόμο και να προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε τον κόσμο, όποιους νόμους κι αν χρησιμοποιήσουμε, μαθηματικούς, μεταφυσικούς, μουσικούς, γεωμετρικούς ή συμβολικούς, θα βρούμε την ίδια νομοτέλεια να ορίζει την ανθρώπινη εξέλιξη, στο κόσμο του πνεύματος, στο κόσμο της ψυχής και στο κόσμο της ύλης. Η εσωτερική ερμηνεία του κάθε Ζωδίου βασίζεται στην κατανόηση ότι το Σύμπαν είναι ένα ζωντανό ον, που διέπεται από παγκόσμια νομοτέλεια, η οποία εκφράζεται τόσο στον μακρόκοσμο, όσο και στον μικρόκοσμο.

Σήμερα γνωρίζουμε ότι οι Έλληνες, οι Αιγύπτιοι, οι Ρωμαίοι, οι Βαβυλώνιοι και οι Άραβες, είχαν αρχίσει να κατασκευάζουν όργανα για να εξακριβώνουν τις κινήσεις των πλανητών στον ουράνιο θόλο. Παρατηρούμε ότι, οι περισσότερες αστρονομικές επινοήσεις στο αρχαίο κόσμο έγιναν σε όλο το πλάτος άνω του 30ου γεωγραφικού παράλληλου -στήλες του Ηρακλή (Γιβραλτάρ), Β. Αίγυπτος, Ελλάδα (Αθήνα, Ρόδος, Σάμος), Βαβυλώνα, Ασσυρία, Περσία, Κασμίρ, σε μέρη δηλαδή που βρήκε γόνιμο έδαφος και αναπτύχθηκε η αστρολογία.