Παρασκευή 2 Αυγούστου 2024

H μάχη της Χαιρώνειας - Ο Φίλιππος Β' κυρίαρχος της Ελλάδας

Στις 2 Αυγούστου 338 π.Χ. έγινε η μάχη της Χαιρώνειας. Πρόκειται για μία από τις πολυσυζητημένες μάχες της αρχαιότητας. Διεξήχθη στην πεδιάδα του Βοιωτικού Κηφισού, κοντά στην οχυρή πόλη της Χαιρώνειας, ανάμεσα στους Μακεδόνες του Φιλίππου Β’ και στις συμμαχικές δυνάμεις των Θηβαίων και των Αθηναίων. Ο Φίλιππος επικράτησε και αναδείχθηκε κυρίαρχος του Ελληνικού χώρου.

Το 339 π.Χ. ο Φίλιππος βρήκε την αφορμή να επέμβει στη Νότιο Ελλάδα. Το αμφικτιονικό συνέδριο των Δελφών κατηγόρησε τους Λοκρούς της Άμφισσας ότι σφετερίστηκαν γη του Μαντείου και ζήτησαν την κήρυξη ιερού πολέμου για την τιμωρία τους. Οι εκπρόσωποι των πόλεων, χωρίς τη συμμετοχή της Αθήνας και της Θήβας, όρισαν αρχιστράτηγο τον Φίλιππο.

Ο Φίλιππος, με 30.000 πεζούς και 2000 ιππείς, με επικεφαλής τον 18χρονο γιο του Αλέξανδρο, εξόρμησε στη Νότια Ελλάδα και αφού πέρασε τις Θερμοπύλες, κατέλαβε την Ελάτεια, όπου και στρατοπέδευσε, ενώ τμήμα του στρατού του κατέστρεψε την Άμφισσα. Η κατάληψη της Ελάτειας παρείχε στον Φίλιππο τον έλεγχο της οδού προς τη Βοιωτία και την Αττική και η κίνησή του έδειχνε πως ήταν αποφασισμένος να τελειώνει τους λογαριασμούς του με την Αθήνα και τη Θήβα. Η είδηση αυτή προκάλεσε ταραχή στους δυο «προαιώνιους» εχθρούς, οι οποίοι με πρωτοβουλία του ρήτορα Δημοσθένη (ηγέτη της αντιμακεδονικής μερίδας στην Αθήνα) παραμέρισαν τις διαφορές τους και συνέπηξαν συμμαχία.

Οι δυο αντίπαλες στρατιές έλαβαν θέση μάχης στην πεδιάδα της Χαιρώνειας στις 2 Αυγούστου 338 π.Χ. Οι Μακεδόνες παρέταξαν 30.000 πεζούς και 2000 ιππείς, ενώ οι σύμμαχοι 30.000 άνδρες και 500 ιππείς. Επικεφαλής των Αθηναίων ήταν οι στρατηγοί Στρατοκλής, Χάρης και Λυσικλής, ενώ των Θηβαίων ο Θεαγένης. Ο στρατός του Μακεδόνων με επικεφαλής τον Φίλιππο υπερτερούσε σε συνοχή και πολεμική πείρα. Επιπλέον, διέθετε ηγήτορες υψηλού επιπέδου, όπως ο Αλέξανδρος, ο Αντίπατρος και ο Παρμενίων, ενώ οι στρατηγοί των συμμάχων ήταν περιορισμένων ικανοτήτων, με ελάχιστη πολεμική εμπειρία. Εξαίρεση στην πολεμική μετριότητα της συμμαχικής δύναμης οι επίλεκτοι Θηβαίοι του Ιερού Λόχου.

Ο Φίλιππος ηγείτο της δεξιάς πτέρυγας και ήταν αντιμέτωπος των Αθηναίων, ενώ ο Αλέξανδρος ήταν επικεφαλής του ιππικού και ήταν αντιμέτωπος με τους Θηβαίους. Με την έναρξη της μάχης, ο Φίλιππος τήρησε αμυντική στάση έναντι των Αθηναίων, ενώ ο Αλέξανδρος ανάγκασε σε υποχώρηση τους Θηβαίους, όταν οι ιερολοχίτες, που μάχονταν με πείσμα, έπεσαν μέχρις ενός. Τότε στράφηκε προς τα δεξιά και πλευροκόπησε τους Αθηναίους, οι οποίοι βαλλόμενοι από δύο σημεία υποχώρησαν. Η μάχη σ’ αυτό το σημείο είχε κριθεί. Οι Αθηναίοι έχασαν 1000 άνδρες, ενώ 2000 αιχμαλωτίσθηκαν. Ανάλογες ήταν και οι απώλειες των Θηβαίων.

Μετά τη μάχη, ο Φίλιππος έδειξε επιείκεια στους Αθηναίους, αφού ελευθέρωσε τους αιχμαλώτους τους και δεν προχώρησε στην κατάκτηση της πόλης τους. Απαίτησε, όμως, να αναγνωρίσουν την ηγεμονία του. Αντίθετα, συμπεριφέρθηκε σκληρά στους Θηβαίους. Θανάτωσε ή εξανδραπόδισε όλους τους πολιτικούς του αντιπάλους και επανέφερε τους εξόριστους φίλους του. Στην Καδμεία εγκατέστησε μακεδονική φρουρά. Μετά τη βαριά ήττα τους στην Χαιρώνεια, οι Θηβαίοι έθαψαν τους νεκρούς του «ιερού λόχου» σ’ ένα κοινό τάφο κι έστησαν στον χώρο αυτό, πάνω σε ψηλό βάθρο, ένα μαρμάρινο λιοντάρι. Είναι ο γνωστός «Λέων της Χαιρωνείας», ο οποίος σήμερα έχει αναστηλωθεί.

Ο Φίλιππος εγκατέστησε μακεδονικές φρουρές στη Χαλκίδα, στην Αμβρακία, τα Μέγαρα και την Κόρινθο, ενώ συνήψε συνθήκες με τους Ηλείους, Αρκάδες και Μεσσηνίους, ενώ τους Σπαρτιάτες τους περιόρισε στην πόλη τους. Έχοντας κατά νου την ένωση των Ελλήνων και την εκστρατεία κατά των Περσών, ο Φίλιππος συγκάλεσε το 337 π.Χ. στην Κόρινθο συνέδριο των Ελλήνων. Όλες οι πόλεις έστειλαν αντιπροσώπους τους εκτός από τη Σπάρτη. Το Συνέδριο αποφάσισε τη διάλυση όλων των συνασπισμών, την επίλυση όλων των διαφορών μεταξύ των πόλεων από διαιτητικό δικαστήριο υπό την προεδρία του Φιλίππου και τη διενέργεια της εκστρατείας στην Περσία υπό την ηγεσία του μακεδόνα στρατηλάτη.

Για πολλούς αιώνες, η Μάχη της Χαιρώνειας οριοθετούσε στην ιστορική αντίληψη και θεώρηση του αρχαίου κόσμου το τέλος τής ελληνικής «πόλεως» και της ελευθερίας. Ας σημειώσουμε εδώ ότι στη Χαιρώνεια συγκρούστηκαν η Μακεδονία υπό μοναρχικό καθεστώς και οι πόλεις της Νότιας Ελλάδας, που άλλες είχαν δημοκρατικό και άλλες ολιγαρχικό πολίτευμα. Για πολλούς, η Χαιρώνεια ήταν το τέλος της πιο αξιόλογης εποχής της ελληνικής ιστορίας, της κλασικής. Πόσοι μετά τον Δημοσθένη πολιτικοί, ιστορικοί και φιλόλογοι δεν θρήνησαν για την ταφόπετρα της Ελλάδας που μπήκε στη Χαιρώνεια! Με μεγαλύτερη νηφαλιότητα και με ευρύτερη προοπτική κρινόμενη η μάχη αυτή μετά τον 19ο αιώνα (καθοριστική η συμβολή του γερμανού ελληνιστή Κ. Γ. Ντρόιζεν), φαίνεται να αποβάλλει μεγάλο μέρος της δραματικότητας που της είχε αποδοθεί και να θεωρείται πια ως ένα γεγονός που ανοίγει μια νέα εποχή, την Ελληνιστική, με ηγεμονεύουσα δύναμη τώρα τον Μακεδονικό Ελληνισμό.

Η συγκεκριμένη σύγκρουση υπήρξε καθοριστική για τη διαμόρφωση της πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα του ύστερου 4ου αιώνα π.Χ. Ο Φίλιππος Β', μονάρχης της Μακεδονίας, κατόρθωσε μετά από πολλά έτη αιματηρών εκστρατειών και έντονων διπλωματικών διαβουλεύσεων να καθυποτάξει και τους τελευταίους πυλώνες αντίστασης στα σχέδια του για επικράτηση στον ελλαδικό χώρο.

Η μάχη της Χαιρώνειας σηματοδοτεί ουσιαστικά την αφετηρία της μακεδονικής κυριαρχίας στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας για σχεδόν έναν αιώνα.

Επίσης, παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον και από στρατιωτική άποψη, αναδεικνύοντας ολοφάνερα την υπεροχή της μακεδονικής φάλαγγας έναντι των προγενέστερων αντίστοιχων τύπων των πόλεων-κρατών.

Ο θριαμβευτής Φίλιππος έστησε τρόπαιο για ανάμνηση της σπουδαίας νίκης και παρέδωσε τους νεκρούς για ταφή. Το αποτέλεσμα της μάχης ανέδειξε το μακεδονικό βασίλειο ως πρωτεύουσα δύναμη και επισφράγισε τις πολυετείς προσπάθειες του Φιλίππου για ένωση του ελληνικού κόσμου.

Γεγονός είναι βέβαια πως οι πόλεις της Αθήνας και της Θήβας εξεγέρθηκαν εναντίον του μακεδονικού ζυγού τρία χρόνια μετά την καταστροφή της Χαιρώνειας, όταν ο Μέγας Αλέξανδρος ανέβηκε στο θρόνο της χώρας του. Η συγκεκριμένη ενέργεια όμως είχε ολέθριες συνέπειες για την παλαιά υπερδύναμη Θήβα, αφού η πόλη ισοπεδώθηκε ολοκληρωτικά από τον νεαρό βασιλιά. Οι Αθηναίοι τρομοκρατήθηκαν από την αμείλικτη πράξη του Αλέξανδρου και αναθεώρησαν την απόφαση τους, συμβιβαζόμενοι και αναγνωρίζοντάς τον ως απόλυτο κυρίαρχο.

ΑΝΝΙΒΑΣ - Ο Α’ Β’ Γ’ ΚΑΡΧΗΔΟΝΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΟΙ ΜΑΧΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ (ΜΕΡΟΣ Α')

ΑΝΝΙΒΑΣ - Ο Α’ Β’ Γ’ ΚΑΡΧΗΔΟΝΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Καρχηδονιακοί Πόλεμοι

Οι τρεις πόλεμοι μεταξύ της Καρχηδόνας και της Ρώμης, οι οποίοι πραγματοποιήθηκαν μεταξύ του 264 π.Χ. και του 146 π.Χ. (264 π.Χ. - 242 π.Χ. ο πρώτος, 219 π.Χ. - 202 π.Χ. ο δεύτερος, 149 π.Χ. - 146 π.Χ. ο τρίτος) και κατέληξαν στην ολοσχερή καταστροφή της Καρχηδόνας. Όταν οι Ρωμαίοι, μετά τη νίκη τους επί του βασιλιά της Ηπείρου, Πύρρου, βρέθηκαν στο στενό της Μεσσήνης, ήταν επόμενο –εφόσον περιέλαβαν στη σφαίρα της επιρροής τους ολόκληρη τη νότια Ιταλία– να αναλάβουν και την υπεράσπιση των συμφερόντων των εκεί Ελληνικών πόλεων.

Ήταν αναπόφευκτη, λοιπόν, η αντίθεση με τους Καρχηδόνιους, με αποτέλεσμα να ξεσπάσουν οι πόλεμοι που διήρκεσαν περισσότερο από έναν αιώνα. Αφορμή για τη σύγκρουση υπήρξε μια διαμάχη που εκδηλώθηκε στη Μεσσήνη μεταξύ δύο πολιτικών παρατάξεων, οι οποίες, για να απαλλαγούν από την πολιορκία του Ιέρωνα, βασιλιά των Συρακουσών, ζήτησαν τη βοήθεια η μία των Καρχηδόνιων και η άλλη των Ρωμαίων. Ο πόλεμος αυτός σύντομα προσέκτησε τον χαρακτήρα πάλης για την κυριαρχία στην κεντρική Μεσόγειο. 

Με αξιοθαύμαστη ταχύτητα η Ρώμη συγκρότησε έναν αξιόλογο στόλο, με τον οποίο πέτυχε δύο νίκες: του 260 π.Χ. κοντά στις Μύλες, χάρη στον Γάιο Δουίλιο, και του 256 π.Χ. κοντά στο ακρωτήριο Έκνομο, χάρη στον Μάρκο Ατίλιο Ρήγουλο. Αυτός μετέφερε κατόπιν τον πόλεμο στο Αφρικανικό έδαφος, αλλά νικήθηκε από τις Καρχηδονιακές δυνάμεις, τις οποίες αναδιοργάνωσε ο Σπαρτιάτης Ξάνθιππος.

Έτσι, για αρκετό διάστημα ο πόλεμος περιορίστηκε κατά μήκος των σικελικών ακτών, με φάσεις που εναλλάσσονταν, έως ότου οι Ρωμαίοι κατόρθωσαν να ναυπηγήσουν νέο ισχυρό στόλο, με τον οποίο ο Λουτάτιος Κάτουλος συνέτριψε το 242 π.Χ. τον καρχηδονιακό στις Αιγάδες. Τότε η Καρχηδόνα σύναψε ειρήνη με τη Ρώμη, αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να πληρώσει πολεμική αποζημίωση και να αποσυρθεί από όλη τη Σικελία (και κατόπιν από τη Σαρδηνία και την Κορσική), η οποία αποτέλεσε την πρώτη Ρωμαϊκή επαρχία.

Ωστόσο, η Καρχηδόνα επεδίωξε να καλύψει με άλλον τρόπο τις απώλειές της, στρέφοντας τις βλέψεις της στην Ισπανία, χώρα με μυθώδη μεταλλευτικό πλούτο. Η διείσδυσή της, που άρχισε με τον Αμίλκα Βάρκα, ο οποίος ίδρυσε εκεί τη Νέα Καρχηδόνα (σημερινή Καρθαγένη), συνεχίστηκε από τον Ασδρούβα, χωρίς να επέμβει η Ρώμη, η οποία τότε αντιμετώπιζε τις Γαλατικές επιδρομές στη βόρεια Ιταλία. 

Όταν όμως το 219 π.Χ. ο Αννίβας, που στο μεταξύ είχε αναλάβει την ηγεσία των Καρχηδονιακών δυνάμεων, κατέλαβε την πόλη Σάγουντο (συμμαχική προς τη Ρώμη), οι Ρωμαίοι συνειδητοποίησαν πόσο επικίνδυνοι είχαν καταστεί οι παλιοί αντίπαλοί τους και τους κήρυξαν τον πόλεμο· αυτή ήταν η έναρξη της δεύτερης φάσης της πολεμικής σύγκρουσης (219 π.Χ.-202 π.Χ.).


Ο Αννίβας, ένας από τους μεγαλύτερους στρατηλάτες της αρχαιότητας, επικεφαλής ενός άριστα εκπαιδευμένου στρατού, εφοδιασμένου με θωρακισμένους ελέφαντες, πραγματοποίησε μια τολμηρή πορεία, διέβη τα Πυρηναία και τις Άλπεις και εμφανίστηκε στην κοιλάδα του Πάδου, όπου τον περίμεναν οι Γαλάτες, προσφέροντάς του αξιόλογη ενίσχυση. 

Έπειτα από μια πρώτη νικηφόρα σύγκρουση στον ποταμό Τιτσίνο, ο Αννίβας διέλυσε τον πολυπληθέστερο ρωμαϊκό στρατό (218 π.Χ.). Τους νίκησε πάλι το επόμενο έτος, κοντά στη λίμνη Τρασιμένη, προξενώντας τους σημαντικές απώλειες. Σε μια υπέρτατη προσπάθεια, το 216 π.Χ., οι Ρωμαίοι αντιμετώπισαν τον Αννίβα –ο οποίος είχε κατέβει στο μεταξύ στα Ν, απ’ όπου ήταν εύκολη η επικοινωνία με την Καρχηδόνα– σε μια μεγαλειώδη μάχη στις Κάννες της Απουλίας και για μία ακόμη φορά, αφού βρέθηκαν μέσα σε έναν θανάσιμο κλοιό, υπέκυψαν, χάνοντας όλο τον στρατό τους. 

Σε αυτή τη δραματική αλληλοδιαδοχή καταστροφών, η Ρώμη κατόρθωσε να επιδείξει θαυμαστή σταθερότητα, κινητοποιώντας όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις της. Ο Αννίβας δεν τόλμησε να πολιορκήσει τη Ρώμη· κυρίαρχος στόχος του ήταν να την εξασθενήσει, απογυμνώνοντάς την από τους συμμάχους της, από τους οποίους γνώριζε ότι προέρχονταν οι ανεξάντλητες ενισχύσεις της. Αντίθετα, η ελευθερία, που ο ίδιος απηύθυνε στους Ιταλιώτες, δεν βρήκε απήχηση παρά σε λίγες ελληνικές πόλεις, όπως στις Συρακούσες, στον Τάραντα καθώς και στην Καπύη. 

Οι Ρωμαίοι κατόρθωσαν έτσι να εφαρμόσουν την τακτική φθοράς του εχθρού, την οποία είχε εγκαινιάσει ο Φάβιος Μάξιμος, ο οποίος επονομάστηκε γι’ αυτό τον λόγο cunctator (= αναβλητικός). Η τακτική αυτή περιλάμβανε μεμονωμένες παρενοχλήσεις φθοράς και παθητική αντίσταση, χωρίς ποτέ να δεχθούν οι Ρωμαίοι την κατά μέτωπο επίθεση, στην οποία ο Αννίβας ήταν ανυπέρβλητος. 

Παράλληλα, με μια έντονη διπλωματική δραστηριότητα στην Ελλάδα (όπου υποκίνησαν εναντίον του συμμάχου του Αννίβα, Φιλίππου Ε’ της Μακεδονίας, την Αιτωλική συμπολιτεία), στην Αφρική και στην Ισπανία, οι Ρωμαίοι κατόρθωσαν να παρεμποδίσουν την αποστολή βοήθειας στον Αννίβα Το 212 π.Χ., οι Ρωμαίοι ανακατέλαβαν την Καπύη και τις Συρακούσες. Εκεί ο Μάρκελλος χρειάστηκε να αντιμετωπίσει ισχυρά αμυντικά έργα, προϊόντα της ιδιοφυΐας του Αρχιμήδη.


Στην Ισπανία, εξάλλου, ο νεαρός στρατηγός Πόπλιος Σκιπίων είχε αξιόλογες επιτυχίες. Το 207 π.Χ., ο Ασδρούβας κατόρθωσε να διαφύγει από την καταδίωξη του Σκιπίωνα και, επαναλαμβάνοντας την πορεία του αδελφού του, Αννίβα, εμφανίστηκε απειλητικός στην Ιταλία με τον εμπειροπόλεμο στρατό του· τελικά όμως νικήθηκε κοντά στον ποταμό Μέταυρο. 

Το γεγονός αυτό αποτέλεσε για τον Αννίβα το τέλος των προσδοκιών του για νικηφόρα έκβαση της εκστρατείας του. Πραγματικά, λίγο αργότερα ανακλήθηκε στην Καρχηδόνα, όπου είχε ήδη αποβιβαστεί ο Σκιπίων, ο οποίος με τον ογκώδη στρατό του –ενισχυμένο από το ισχυρό ιππικό του βασιλιά της Νουμιδίας Μασσανάσση– ανέτρεπε όλο το αμυντικό σύστημα γύρω από την Καρχηδόνα. Στην τελική σύγκρουση, που έλαβε χώρα στη Ζάμα το 202 π.Χ., η νίκη έγειρε προς την πλευρά των Ρωμαίων.

Έτσι έληξε ο πόλεμος· η Καρχηδόνα υποχρεώθηκε να δεχτεί πολύ σκληρούς όρους: απώλεια των κτήσεών της στην Αφρική, καταβολή βαρύτατων φόρων, καταστροφή του στόλου της και εγκατάλειψη κάθε φιλοδοξίας στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής. 
Μετά τη νίκη της, η Ρώμη βρέθηκε μπροστά σε νέες υποχρεώσεις. 

Έπρεπε να οργανώσει τις νέες κτήσεις στην Ισπανία, να επιβάλει τάξη στην Ελλάδα και την υπεροχή της σε όλες τις παραθαλάσσιες χώρες της Ελληνιστικής Ανατολής. Κύριο μέλημά της ήταν να παγιώσει παντού την ειρήνη, την pax romana, εξουδετερώνοντας τις επικίνδυνες εστίες ανταρσίας: μέσα σε αυτά τα πλαίσια τοποθετείται ο Γ’ Καρχηδονιακός πόλεμος (149 π.Χ.-146 π.Χ.). Ο Κάτων, εκπρόσωπος της πιο συντηρητικής μερίδας της ρωμαϊκής αριστοκρατίας, για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν έπαυε να επαναλαμβάνει ότι η Καρχηδόνα αναλάμβανε δυνάμεις και ότι μπορούσε να απειλήσει την πολιτική σταθερότητα της Μεσογείου. 

Όταν το 149 π.Χ. οι Καρχηδόνιοι έκαναν το σφάλμα να κηρύξουν τον πόλεμο κατά της Νουμιδίας, δίχως να ζητήσουν τη συγκατάθεση της Ρώμης, αυτή βρήκε το πρόσχημα για να τη συντρίψει οριστικά: έστειλε στην Αφρική τον Σκιπίωνα Αιμιλιανό, ο οποίος απαίτησε από τους κατοίκους της Καρχηδόνας να εγκαταλείψουν την πόλη τους και να εγκατασταθούν αλλού. Οι Καρχηδόνιοι αρνήθηκαν και κλείστηκαν μέσα στα τείχη για να αμυνθούν μέχρις εσχάτων.

 
Ο Σκιπίων κυρίευσε την πόλη πολεμώντας από συνοικία σε συνοικία και το 146 π.Χ. την ισοπέδωσε. Έτσι, έκλεισε ο κύκλος των Καρχηδονιακών πολέμων και η Ρώμη διατήρησε υπό τον έλεγχό της όλες τις ακτές της Μεσογείου. Ο Καρχηδόνιος στρατηγός Αννίβας.

Καρχηδόνα

Η Καρχηδόνα είναι προάστιο της Τύνιδας, πρωτεύουσας της Τυνησίας, με πληθυσμό της τάξεως των 20.715 (σύμφωνα με την απογραφή του 2004), ενώ αποτέλεσε το κέντρο της Καρχηδονιακής Αυτοκρατορίας κατά την Αρχαιότητα. Η πόλη υπάρχει για χρονικό διάστημα διάρκειας 3.000 ετών, μεταλλασσόμενη από μια απλή Φοινικική αποικία της πρώτης 1000 ετίας π.Χ. στην πρωτεύουσα μιας αρχαίας αυτοκρατορίας.

Ο πρώτος πολιτισμός που αναπτύχθηκε εντός της σφαίρας επιρροής της πόλης αναφέρεται ως "Punic" (μια μορφή της λέξης "Φοινικικός") ή Καρχηδονιακός. Η πόλη της Καρχηδόνας βρίσκεται στην ανατολική πλευρά της Λίμνης Τύνιδας, η οποία βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα της Τυνησίας. Σύμφωνα με Έλληνες ιστορικούς, η Καρχηδόνα ιδρύθηκε από, ομιλούντες την Χαναανική, Φοίνικες αποίκους από την Τύρο (ευρισκόμενη στον σύγχρονο Λίβανο) υπό την ηγεσία της Ελίσσα, η οποία άλλαξε ονομασία (Βασίλισσα Διδώ) στην Αινειάδα του Βιργιλίου. 

Εξελίχθηκε σε μεγάλη και εύπορη πόλη και, ως συνέπεια, κυρίαρχη δύναμη στην Μεσόγειο. Η αντιπαλότητα, που ήρθε ως αποτέλεσμα αυτού, με τις Συρακούσες, την Νουμιδία, και την Ρώμη συνοδεύτηκε από αρκετούς μεταξύ τους πολέμους, στην διάρκεια των οποίων πραγματοποιήθηκαν εκατέρωθεν εισβολές στα εδάφη των άλλων.

Η εισβολή του Αννίβα στην Ιταλία κατά την διάρκεια του Β΄ Καρχηδονιακού Πολέμου είχε ως αποτέλεσμα τη νίκη στις Κάννες, ενώ έθεσε σε σημαντικό κίνδυνο της συνέχιση της Ρωμαϊκής κυριαρχίας στην Ιταλία. Ωστόσο, η Καρχηδόνα βγήκε αποδυναμωμένη από αυτή την σύγκρουση μετά και την ήττα του Αννίβα στην Μάχη της Ζάμας το 202 π.Χ. Μετά το τέλος του Γ΄ Καρχηδονιακού Πολέμου, η πόλη καταστράφηκε ολοσχερώς από τους Ρωμαίους το 146 π.Χ.

Ωστόσο, οι Ρωμαίοι επανίδρυσαν την Καρχηδόνα, η οποία κατέστη η τέταρτη σημαντικότερη πόλη της Αυτοκρατορίας και η δεύτερη σημαντικότερη πόλη στην Λατινική Ανατολή. Αργότερα, αποτέλεσε την πρωτεύουσα του βραχύβιου Βασιλείου των Βανδάλων. Παρέμεινε ως μία από τις σημαντικότερες ρωμαϊκές πόλεις μέχρι και την Μουσουλμανική επέλαση, όταν και καταστράφηκε για δεύτερη φορά το 698 π.Χ..


Ο Αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος Αριστοτέλης περιέγραψε αναλυτικά τους πολιτικούς θεσμούς της Καρχηδόνας, ενώ θεωρούσε πως η πόλη είχε μια από τις καλύτερες πολιτικές οργανώσεις στον κόσμο, μαζί με αυτές των ελληνικών πόλεων-κρατών της Αθήνας, της Σπάρτης και της Κρήτης.

Τοπογραφία

Η Καρχηδόνα χτίστηκε σε ένα ακρωτήριο περιτριγυρισμένο από βορά και νότο από θάλασσα. Η τοποθεσία της πόλης την κατέστησε κυρίαρχο εμπορικό σταθμό στην Μεσόγειο. Όσα πλοία ταξίδευαν υποχρεούνταν να περάσουν μεταξύ της Σικελίας και των ακτών της Τυνησίας, όπου η Καρχηδόνα ήταν χτισμένη, αποκομίζοντάς της, έτσι, μεγάλη δύναμη και επιρροή στην ευρύτερη περιοχή.

Δύο μεγάλα, τεχνητά λιμάνια κατασκευάστηκαν εντός της πόλης, το ένα για την φιλοξενία του πολυάριθμου ναυτικού στόλου των 220 πλοίων που διέθετε η πόλη και το άλλο για εμπορική χρήση. Ένας περιτειχισμένος πύργος επέβλεπε και τα δύο λιμάνια.

Η πόλη διέθετε ισχυρά τείχη, μήκους 37 χιλιομέτρων, μεγαλύτερα των τειχών πόλεων ανάλογου μεγέθους. Το μεγαλύτερο τμήμα των τειχών βρισκόταν από την πλευρά της στεριάς, κάτι που αν και μπορεί, αρχικώς, να φανεί παράξενο, είναι απολύτως λογικό, καθώς η κυριαρχία της Καρχηδόνας στην θάλασσα καθιστούσε ιδιαιτέρως απίθανη οποιαδήποτε περίπτωση επίθεσης από εκείνη την κατεύθυνση. Τα 4 με 4,8 χιλιόμετρα μήκους του τείχους που εκτεινόταν κατά μήκος του ισθμού και προς τα δυτικά ήταν ιδιαιτέρως μεγάλα, κάτι που εξηγεί, ουσιαστικά, τον λόγο για τον οποίο παρέμειναν απαραβίαστα.

Η πόλη είχε μια μεγάλη νεκρόπολη ή χώρο ταφής των νεκρών, περιοχή θρησκευτικών μνημείων και ναών, υπαίθριες αγορές, βουλευτήριο, πύργους, καθώς και έναν θέατρο, ενώ ήταν χωρισμένη σε τέσσερις ισοδύναμες περιοχές κατοικίας, παρόμοιας έκτασης. Στο κέντρο της πόλης έστεκε το υπερυψωμένο φρούριο, γνωστό και ως Μπιρσά.

Η Καρχηδόνα ήταν μια από τις μεγαλύτερες πόλεις κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους (σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, μονάχα η Αλεξάνδρεια ήταν μεγαλύτερη), ενώ παρέμεινε τέτοια μέχρι και λίγο πριν την προ της βιομηχανικής επανάστασης περίοδο.


Ιστορία

Η ιστορική μελέτη της Καρχηδόνας αποδεικνύεται ιδιαιτέρως προβληματική. Κι αυτό γιατί ο πολτισμός καθώψς και τα επίσημα έγγραφά της καταστράφηκαν από τους Ρωμαίους με το τέλος του Γ΄ Καρχηδονιακού Πολέμου, με αποτέλεσμα οι πρωτογενείς Καρχηδονιακές πηγές που έχουν επιζήσει μέχρι σήμερα να είναι ελάχιστες. 

Ενώ υπάρχουν ορισμένες αρχαίες μεταφράσεις Φοινικικών κειμένων στα Ελληνικά και τα Λατινικά, με επιγραφές να διατηρούνται σε διάφορα μνημεία και κτίρια που έχουν ανασκαφεί στην Βόρεια Αφρική, οι κύριες πηγές για την εποχή παραμένουν οι Έλληνες και Ρωμαίοι ιστορικοί, στους οποίους περιλαμβάνονται οι Τίτος Λίβιος, Πολύβιος, Αππιανός, Κορνήλιος Νέπως, Σίλιος Ιταλικός, Πλούταρχος, Δίων Κάσσιος και Ηρόδοτος. Οι συγγραφείς αυτοί ανήκαν σε ανταγωνιζόμενους λαούς, οι οποίοι τις περισσότερες φορές βρίσκονταν σε πόλεμο με την Καρχηδόνα. 

Οι Ελληνικές Πόλεις συγκρούστηκαν με την Καρχηδόνα για την κυριαρχία στην Σικελία, ενώ οι Ρωμαίοι ξεκίνησαν τρεις πολέμους ενάντια της Καρχηδόνας. Δίχως ιδιαίτερη έκπληξη, τα γραφόμενά τους για την Καρχηδόνα είναι ιδιαιτέρως εχθρικά, αν και υπάρχουν ορισμένοι Έλληνες συγγραφείς οι οποίοι είχαν μια πιο θετική ματιά, αν και τα συγγραφικά τους έργα έχουν χαθεί.

Περί Ιδρύσεως Μύθοι

Βασίλισσα Ελίσσα (Διδώ)

Σύμφωνα με τις Ρωμαϊκές πηγές, Φοίνικες άποικοι προερχόμενοι από τον σημερινό Λίβανο, υπό την ηγεσία της Βασίλισσας Διδώς (Ελίσσα), ίδρυσαν την Καρχηδόνα. Η Βασίλισσα Ελίσσα (γνωστή, επίσης, και ως "Αλισσάρ") ήταν εξόριστη πριγκίπισσα της παλιάς Φοινικικής πόλης της Τύρου. Στο απόγειο της δύναμής της, η μητρόπολη την οποία ίδρυσε, η Καρχηδόνα, έφτασε να αποκαλείται ως η "Λαμπερή Πόλη," έχοντας υπό τον έλεγχό της άλλες 300 πόλεις περιμετρικά της Δυτικής Μεσογείου και ηγούμενη του Φοινικικού κόσμου.

Ο αδερφός της Ελίσσα, Βασιλιάς Πυγμαλίων της Τύρου, είχε δολοφονήσει τον σύζυγό της, τον αρχιερέα. Η Ελίσσα κατόρθωσε να ξεφύγει από την τυραννία της ίδιας της της χώρας, ιδρύοντας τη "νέα πόλη" της Καρχηδόνας και, ως αποτέλεσμα, τις μετέπειτα κτήσεις της. Λεπτομέρειες για την ζωή της είναι αποσπασματικές και προκαλούν σύγχυση, όμως το παρακάτω μπορεί να βρεθεί σε αριθμό πηγών. Σύμφωνα με τον Ιουστίνο, η Πριγκίπισσα Ελίσσα ήταν κόρη του Βασιλιά Μάτεν της Τύρου (επίσης γνωστός ως Μπέλος Β΄).

 
Όταν πέθανε, ο θρόνος μεταβιβάστηκε στην ίδια και τον αδερφό της, Πυγμαλίωνα. Παντρεύτηκε τον θείο της Ακέρμπα (επίσης γνωστός ως Σύχος), Αρχιερέα του Μέλκαρτ, έναν άνδρα με ισχύ και πλούτο που θα μπορούσαν να συγκριθούν μονάχα με του βασιλιά. Αυτό οδήγησε στην αύξηση της αντιπαλότητας μεταξύ της θρησκείας και της μοναρχίας.

Ο Πυγμαλίων κυβερνούσε ως τύραννος, με αγάπη τόσο για τα πλούτη όσο και τις δολοπλοκίες, ενώ εποφθαλμιούσε την εξουσία και τα πλούτη του Ακέρμπα. Ο Πυγμαλίων δολοφόνησε τον Ακέρμπα εντός του ναού του και κράτησε κρυφή την εμπλοκή του για καιρό από την αδερφή του, λέγοντάς της σορία ψεμάτων σχετικά με τα αίτια θανάτου του συζύγου της. Τον ίδιο καιρό, οι κάτοικοι της Τύρου απαίτησαν να έχουν έναν μοναδικό άρχοντα.

Αινειάδα του Βιργιλίου

Στο Ρωμαϊκό έπος του Βιργιλίου, την Αινειάδα, η Βασίλισσα Διδώ, η ελληνική ονομασία της Βασίλισσας Ελίσσα, παρουσιάζεται αρχικά ως μια ισχυρή προσωπικότητα που αποπνέει σεβασμό. Σε διάστημα μόλις επτά ετών, μετά την αποχώρησή τους από την Τύρο, οι Καρχηδόνιοι είχαν οικοδομήσει εκ νέου ένα ισχυρό βασίλειο υπό την διοίκησή της. Οι υπήκοοί της την λάτρευαν και τις επιφύλασσαν ιδιαιτέρως κολακευτικά σχόλια για το έργο της. 

Ο ευγενικός της χαρακτήρας αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο από τον Βιργίλιο, όταν αυτή θα προσφέρει άσυλο στον Αινεία και τους άνδρες του, οι οποίοι είχαν μόλις γλιτώσει από την άλωση της Τροίας. Ένα πνεύμα υπό την μορφή του αγγελιοφόρου των θεών, Μερκούριου, σταλμένο από τον Γιούπιτερ, υπενθυμίζει στον Αινεία ότι η αποστολή του δεν είναι να καταλύσει στην Καρχηδόνα με τον νέο του έρωτα, Διδώ, αλλά να ταξιδέψει στην Ιταλία για να ιδρύσει την Ρώμη. 

Ο Βιργίλιος ολοκληρώνει την διήγηση του μύθου για την Διδώ με την ιστορία ότι, όταν ο Αινείας εξηγεί στην Διδώ τους λόγους της αποχώρησής του, εκείνη, ούσα απογοητευμένη, διέταξε να υψωθεί μια πυρά στο σημείο όπου θα έπεφτε πάνω στο ξίφος του Αινεία. Καθώς κοιτώταν ετοιμοθάνατη, καταράστηκε ο λαός του Αινεία να βρίσκεται πάντα σε πόλεμο με τον δικό της: "γεννηθείτε από τα κόκαλά μου, πνεύματα της εκδίκησης" (4.625, trans. Fitzgerald) λέει, σε μια πιθανή προοικονομία για τον Αννίβα.

 
Οι λεπτομέρειες, ωστόσο, της αφήγησης του Βιργιλίου, δεν αποτελούν κομμάτι του αρχικού μύθου και αποτελούν περισσότερο δείγμα των Ρωμαϊκών αισθημάτων απέναντι στην πόλη που μόλις είχαν καταστρέψει, παράδειγμα των οποίων είναι και η διάσημη φράση του Κάτωνα του Πρεσβύτερου, Carthago delenda est, ''Η Καρχηδόνα πρέπει να καταστραφεί''.

Οικονομία

Οι κυριότερες ασχολίες των κατοίκων ήταν η γεωργία και το εμπόριο. Η πόλη έγινε εμπορικό κέντρο και διέθετε σπουδαία ναυτική δύναμη, ώστε να συναγωνίζεται τους Έλληνες και τους Ετρούσκους. Κυριότερος όμως ανταγωνιστής και αντίπαλος ήταν η Ρώμη.

Ιστορία των Πολέμων

Οι δύο πόλεις άρχισαν πόλεμο μεταξύ τους, που διακρίνεται σε τρεις περιόδους:
  • Ο Α΄ Ρωμαιο-Καρχηδονιακός Πόλεμος 264 - 241 π.Χ.,
  • Ο Β΄ Ρωμαιο-Καρχηδονιακός Πόλεμος 218 - 201 π.Χ.Και στους δύο αυτούς πολέμους οι Καρχηδόνιοι νικήθηκαν από το στρατό των Ρωμαίων.
  • Ο Γ΄ Ρωμαιο-Καρχηδονιακός Πόλεμος 149 - 146 π.Χ., ήταν ο μοιραίος για την Καρχηδόνα. Σε αυτόν η πόλη ισοπεδώθηκε και οι κάτοικοί της πωλήθηκαν ως δούλοι.
Ρωμαϊκή Δημοκρατία

Με τον όρο Ρωμαϊκή Δημοκρατία (Res publica Romanorum) εννοούμε εκείνη την περίοδο της Ρωμαϊκής ιστορίας κατά την οποία οι Ρωμαίοι εκδιώκοντας τον τελευταίο βασιλιά τους τον Ετρούσκο Λεύκιο Ταρκύνιο, εγκαθίδρυσαν παράλληλα το πολίτευμα της res publica. Η περίοδος αυτή της δημοκρατίας, ή ρεπουμπλικανική περίοδος ξεκινά με την εκθρόνιση του τελευταίου Ετρούσκου βασιλιά της Ρώμης, του Ταρκύνιου του Υπερήφανου (Tarquinius Superbus), το 509 π.Χ. και τελειώνει με την επικράτηση του Οκταβιανού επί του Μάρκου Αντώνιου στη ναυμαχία του Ακτίου, το 31 π.Χ.

Απόδοση του Όρου στα Ελληνικά

Όσον αφορά τη δημοκρατική περίοδο της Ρωμαϊκής ιστορίας, υπάρχει πρόβλημα με την απόδοση του όρου στα Ελληνικά. Έτσι, ενώ τα παλαιότερα ιστορικά εγχειρίδια προτιμούσαν τους όρους ελεύθερη πολιτεία και Ρωμαϊκή Δημοκρατία, σήμερα προτιμάται ο όρος ρεπουμπλικανική, από το Λατινικό res publica. Είναι ευνόητο ότι στη διάρκεια αυτής της μακράς περιόδου, η Ρώμη μεταβλήθηκε από μία μικρή πόλη-κράτος σε μία υπερπόντια αυτοκρατορία, ενώ αναφύονταν ποικίλα προβλήματα και προκλήσεις, πολιτικής και κοινωνικής φύσης.


Πηγές

Για τους τελευταίους αιώνες της δημοκρατικής περιόδου έχουμε αξιόπιστες πηγές. Ιδιαίτερα για τον τελευταίο αιώνα, από την εποχή των Γράκχων μέχρι τη ναυμαχία στο Άκτιο (133 π.Χ.-31 π.Χ.), υπάρχουν πλούσιες και αξιόπιστες πηγές τόσο από τη φιλολογική παράδοση όσο και από επιγραφές. Δεν πρέπει να παραβλέπουμε, ωστόσο, ότι, ήδη από τα μέσα του 3ου προχριστιανικού αιώνα, η Ρώμη ήταν μία αυτοκρατορία.

Πολιτική Οργάνωση

Με τον όρο res publica αναφερόμαστε γενικά στη μορφή διακυβέρνησης του Ρωμαϊκού κράτους από το 509 π.Χ. έως το 27 π.Χ., όταν ο Οκταβιανός περιβάλλεται με μοναρχική εξουσία και τον τίτλο του Αugustus (Σεβαστός), γεγονός το οποίο, ωστόσο, προβλήθηκε ως η αναβίωση της res publica. Ο όρος αυτός, πάντως, δεν περιγράφει απλώς τους πολιτικούς θεσμούς του κράτους, αλλά ένα ευρύτερο σύνολο κοινωνικών θεσμών που ρυθμίζουν τη λειτουργία του, δηλαδή:

Τον τρόπο δόμησης του πολιτεύματος με τις σύνθετες κοινωνικές διαβαθμίσεις τους θεσμούς της Ρωμαϊκής οικογένειας, της familia τους θρησκευτικούς θεσμούς και τις παραδοσιακές ηθικές αξίες, γνωστές με τον όρο mos maiorum.

Φυσικά, η μορφή διακυβέρνησης δεν παρέμεινε στατική, αλλά υπέστη αλλαγές και μετατροπές, καθώς η μεγέθυνση του Ρωμαϊκού κράτους, επέφερε θεαματική μεταβολή συνθηκών και την ανάδυση νέων προκλήσεων, η μη ανταπόκριση στις οποίες οδήγησε, τελικά, στην κατάρρευση του κυβερνητικού συστήματος, καθώς οι θεσμοί μιας πόλης ήταν ανεπαρκείς για την αυτοκρατορική διακυβέρνηση την οποία ασκούσε η Ρώμη.

Παρά την ανεπάρκεια και την αναξιοπιστία των πηγών των πρώιμων αιώνων της περιόδου αυτής, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι τρία ήταν τα στοιχεία της πολιτικής εξουσίας: οι ύπατοι (consules), η σύγκλητος (senatus) και ο λαός (populus). Οι consules, δύο τον αριθμό, ήταν οι ανώτατοι άρχοντες, των οποίων η θητεία διαρκούσε ένα έτος και ήταν οι φορείς της εκτελεστικής εξουσίας, του imperium. Στις μείζονες αποφάσεις τους, όμως, ακολουθούσαν τη σύγκλητο. Οι προτάσεις των υπάτων υποβάλλονταν σε ψηφοφορία στις λαϊκές συνελεύσεις, τα committia, προκειμένου να καταστούν νόμοι του κράτους.


Ο ιστορικός Πολύβιος θαύμαζε τη σταθερότητα του Ρωμαϊκού πολιτεύματος, η οποία κατά τη γνώμη του οφειλόταν στην ισορροπία των δικαιωμάτων των τριών ομάδων (ύπατοι, σύγκλητος, λαός), καθεμία από τις οποίες αντιπροσώπευε και ένα είδος διακυβέρνησης (μοναρχία, αριστοκρατία, δημοκρατία). Δεν κατανόησε ο Πολύβιος ότι η σταθερότητα δεν οφειλόταν σε αυτό, αλλά στην επικράτηση της αριστοκρατίας. Για τους Ρωμαίους, το κύρος, η αυθεντία της συγκλήτου (auctoritas senatus), αποτελούσε κύριο στοιχείο της πολιτικής ζωής.

Η περιγραφή αυτή του συστήματος διακυβέρνησης, όμως, δεν αποδίδει την πραγματική κατάσταση, διότι τα τρία στοιχεία δεν διατελούσαν ανεξάρτητα το ένα από το άλλο. Και αυτό γιατί η σύγκλητος, τα μέλη της οποίας προέρχονταν από την παραδοσιακή αριστοκρατία, ήταν που εξέλεγε τους υπάτους. Έτσι αυτοί, λόγω της σύντομης διάρκειας της θητείας τους και του ότι ήταν και οι ίδιοι μέλη της συγκλήτου, συνήθως λειτουργούσαν ως εκτελεστικά όργανα της τελευταίας. 

Ακόμα και οι λαϊκές συνελεύσεις ελέγχονταν από την παραδοσιακή αριστοκρατία, εξαιτίας αφενός του τρόπου στάθμισης των ψήφων, σύμφωνα με τον οποίο η ψήφος των πλουσίων είχε πολλαπλάσιο βάρος από εκείνη των φτωχότερων, και αφετέρου των δικτύων πατρωνίας, μέσω των οποίων οι πλούσιοι λειτουργούσαν ως προστάτες των οικονομικά ασθενέστερων με αντάλλαγμα την εξαγορά ψήφων. Ουσιαστικά η παραδοσιακή αριστοκρατία (nobilitas) ασκούσε επομένως απόλυτο έλεγχο στο πολιτικό σύστημα, κάτι που εκφραζόταν με τη μεγάλη ισχύ της συγκλήτου.

Κοινωνική Οργάνωση

Αρχικά, η Ρωμαϊκή κοινωνία χωριζόταν σε δύο ομάδες. Η ανώτερη ήταν οι πατρίκιοι, που κατείχαν το μονοπώλιο σε όλους τους τομείς της εξουσίας, πολιτική, στρατιωτική, δικαστική και θρησκευτική. Ήταν μία αριστοκρατία αίματος, ιδιοκτησίας με σαφώς καθορισμένα προνόμια. Η άλλη ομάδα ήταν οι πληβείοι, αλλιώς plebs (=πλήθος), που παράγεται από το ρήμα pleo (=γεμίζω). Οι πληβείοι ήταν εξαρτημένοι από τους πατρικίους από οικονομική και κοινωνική άποψη. Ήταν μία μεγάλη κοινωνική ομάδα, με ποικίλη σύνθεση, που περιελάμβανε από τα πλέον φτωχά τμήματα έως και ιδιαίτερα πλούσια άτομα. Οι αρκετά πλούσιοι πληβείοι επιθυμούσαν πρόσβαση στα αξιώματα.

Με την εκδίωξη του τελευταίου βασιλιά, οι πατρίκιοι, που αποτελούσαν την αγροτική αριστοκρατία και ήταν οι κεφαλές των εκατό κυριότερων οικογενειών της Ρώμης, οργάνωσαν το νέο πολίτευμα. Στη θέση του βασιλιά τοποθετήθηκαν δύο άρχοντες με ετήσια θητεία, οι ύπατοι, οι οποίοι κυβερνούσαν το κράτος και το στρατό. Σταδιακά θεσπίστηκαν και άλλα ανώτερα αξιώματα, όπως οι δύο κυέστορες που ήταν υπεύθυνοι για τα δημόσια οικονομικά.

 
Όλοι οι αξιωματούχοι ορίζονταν από τη Σύγκλητο, μέλη της οποίας μπορούσαν να γίνουν μόνον πατρίκιοι. Αυτό, βέβαια, δυσαρέστησε πολύ την άλλη κοινωνική ομάδα της Ρώμης, τους πληβείους, δηλαδή τους βιοτέχνες, τους μικροκαλλιεργητές και όλους αυτούς που δεν ανήκαν σε κανένα γένος. Αυτοί, περίπου το 490 π.Χ., συγκεντρώθηκαν σε έναν μικρό λόφο έξω από τη Ρώμη και απείλησαν να ιδρύσουν μία καινούρια, δική τους πόλη αν οι πατρίκιοι συνέχιζαν να τους αγνοούν και να τους καταπιέζουν.

Οι πατρίκιοι υποχώρησαν, καθώς τους χρειάζονταν για στρατιώτες, και έτσι θεσπίστηκε το αξίωμα του τριβούνου (δημάρχου), του οποίου μοναδικό καθήκον ήταν η προστασία των πληβείων από τις πιέσεις των αρχόντων. Σταδιακά, οι πληβείοι κατέκτησαν και άλλα δικαιώματα. Το 450 π.Χ. πέτυχαν να καταγραφεί το δίκαιο, που ως τότε παρέμενε άγραφο και η ερμηνεία του ήταν στα χέρια των πατρικίων, ενώ το 287 π.Χ. πέτυχαν την ψήφιση ενός νόμου που όριζε ότι η συνέλευση των πληβείων μαζί με τους τριβούνους θα μπορούσε να ψηφίσει νόμους που θα ήταν δεσμευτικοί για όλους τους Ρωμαίους.

Αυτοί οι πλούσιοι ενεπλάκησαν σε μία διαμάχη με τους πατρικίους, η οποία διήρκεσε για δύο αιώνες και είναι γνωστή ως η πάλη των ordines. Η διαμάχη κατέληξε με ορισμένες παραχωρήσεις από την πλευρά των πατρικίων. Σε θεσμικό επίπεδο, δημιουργήθηκαν ειδικές συνελεύσεις πληβείων (consilium plebis), στις οποίες προήδρευαν οι 10 δήμαρχοι (tribunibes).

Και οι συνελεύσεις αυτές, όμως, βρίσκονταν κάτω από τον έλεγχο των οικονομικά ισχυρών. Οι πλούσιοι πληβείοι μαζί με την παλαιά αριστοκρατία δημιούργησαν μία νέα αριστοκρατία. Η διαμάχη, λοιπόν, δεν οδήγησε στη δημοκρατικοποίηση της πολιτικής ζωής, όπως είχε συμβεί στις πόλεις της αρχαίας Ελλάδας, αλλά στη διεύρυνση της ομάδας που νεμόταν την εξουσία.

Με την πάροδο του χρόνου, έγινε δύσκολο να διακριθούν οι δύο ομάδες που αποτελούσαν τη νέα αριστοκρατία, καθώς οποιοσδήποτε αναλάμβανε το αξίωμα του υπάτου εξευγένιζε τους απογόνους του, ανεξαρτήτως του εάν ανήκαν στους πατρικίους και στους πληβείους. Μέρος των εξουσιών των υπάτων μεταφέρθηκε σε νέα αξιώματα που δημιουργήθηκαν: στους ταμίες, τους αγορανόμους και τους στρατηγούς (praetores).


Αποτελούσε συνήθη πρακτική να ανεβαίνουν σε όλα τα αξιώματα, ακολουθώντας μία ‘καριέρα’ (cursus honorum). Δεδομένου ότι η θητεία διαρκούσε δώδεκα μήνες, δεν μπορούσε κάποιος να είναι κάτοχος της εκτελεστικής εξουσίας για μεγάλο χρονικό διάστημα. Επίσης, δεν υπήρχε διαφοροποίηση της πολιτικής και της στρατιωτικής εξουσίας, καθώς τη στρατηγία ασκούσαν πολιτικοί άρχοντες, οι στρατηγοί και οι ύπατοι, κάτι το οποίο τους προσέδιδε πρόσθετο κύρος.

Ως στρατιωτικοί άρχοντες είχαν, ακόμη, απόλυτη δικαιοδοσία ποινών στους υφισταμένους τους, κάτι το οποίο αυτομάτως καθιστούσε διστακτικούς τους απλούς πολίτες απέναντι στους κατόχους της εξουσίας. Με τον τρόπο αυτό, η σύγκλητος διασφάλιζε ασφαλή θέση, εφόσον συγκλητικοί κατείχαν τα ανώτερα αξιώματα, ενώ ο ύπατος, ο οποίος ήταν συγκλητικός, καλούνταν να εφαρμόσει τις αποφάσεις των συναδέλφων του.

Όσον αφορά την επίσημη θρησκεία, συγκλητικοί κατείχαν και τα μείζονα ιερατικά αξιώματα. Καθώς το σύνολο του πληθυσμού επιζητούσε την εύνοια των θεών, η επιρροή των ιερέων ήταν μεγάλη, και, επειδή η θρησκεία σχετιζόταν με τη δημόσια ζωή, πολλοί ακολουθούσαν τις οδηγίες τους στον τομέα αυτό. Έτσι, λόγω της ταύτισης των προσώπων που κατείχαν την ιερατική και την πολιτική εξουσία, η θρησκευτική χειραγώγηση αποτελούσε ένα μέσο πρόσθετου ελέγχου. 

Καθώς οι συγκλητικοί ήταν και νομομαθείς, καταλάμβαναν και τα δικαστικά αξιώματα. Αποτέλεσμα όλων των ανωτέρω ήταν οι συγκλητικοί να ασκούν πλήρη έλεγχο στην πολιτική κατάσταση. Οι συγκλητικοί διέθεταν, επιπλέον, πλούτο σε γη. Ήλεγχαν, λοιπόν, και τους αγρότες-μισθωτές της γης τους και, μέσω των εισοδημάτων που αποκτούσαν από το δανεισμό της γης, τις μάζες του αστικού προλεταριάτου, ως πάτρωνες.

Η Ρωμαϊκή Επέκταση

Το Ρωμαϊκό κράτος αυτήν την περίοδο αρχίζει να επεκτείνεται στις γειτονικές περιοχές, και συγκροτεί μία συμμαχία των πόλεων του Λατίου. Αργότερα, οι Ρωμαίοι συγκρούονται με τους Κέλτες της βόρειας Ιταλίας, και τους Σαμνίτες της νότιας. Μέχρι το 280 π.Χ. που εισβάλλει ο Πύρρος, βασιλιάς της Ηπείρου, μετά από την έκκληση για βοήθεια των Ελληνικών πόλεων της Κάτω Ιταλίας, η Ρώμη έχει κυριαρχήσει στην κεντρική Ιταλία. Οι Ρωμαίοι κατάφεραν μετά από αγώνα να αναγκάσουν τον Πύρρο να γυρίσει στην Ελλάδα και κατέλαβαν το 272 π.Χ. την ελληνική πόλη του Τάραντα.


Καρχηδονιακοί Πόλεμοι

Μετά από λίγα χρόνια, ξεσπά ο Α' Καρχηδονιακός πόλεμος (264 π.Χ.-241 π.Χ.). Στο τέλος αυτού του πολέμου οι κουρασμένοι αντίπαλοι, Ρώμη και Καρχηδόνα, κάνουν ειρήνη. Οι Ρωμαίοι κερδίζουν τη Σικελία, τη Σαρδηνία και την Κορσική, και στρέφουν την προσοχή τους στη βόρεια Ιταλία, όπου μέχρι το 220 π.Χ. καταλαμβάνουν την κοιλάδα του Πάδου. Οι Καρχηδόνιοι στρέφονται στην Ισπανία και σύντομα καταλαμβάνουν όλα τα εδάφη μέχρι τον ποταμό Έβρο. 

Όλα έδειχναν ότι οι δύο δυνάμεις είχαν αφήσει ανοιχτούς λογαριασμούς. Εκείνη την εποχή αναλαμβάνει τη διοίκηση των Καρχηδονιακών δυνάμεων ο Αννίβας, που σύντομα θα έδειχνε τη στρατιωτική του ιδιοφυΐα. Περνά τις Άλπεις (218 π.Χ.), μεταφέρει τον πόλεμο στην Ιταλία, και σε δύο φονικές μάχες, στη λίμνη Τρανσιμένη και τις Κάννες (216 π.Χ.) καταφέρνει να συντρίψει τον Ρωμαϊκό στρατό. Οι Ρωμαίοι, όμως, συνήλθαν γρήγορα και κατάφεραν να αντισταθούν και να μεταφέρουν οι ίδιοι τον πόλεμο στην Αφρική.Το 202 π.Χ., ο Αννίβας ηττάται στη Ζάμα από τον Κορνήλιο Σκιπίωνα.

Η Επέκταση στην Ασία

Η Καρχηδόνα υποχρεώθηκε να περιοριστεί στην Αφρική και να πληρώσει μεγάλη χρηματική αποζημίωση. Μόλις τελείωσε ο Β' Καρχηδονιακός πόλεμος, οι Ρωμαίοι εμπλέκονται σε πόλεμο στην Ελληνική ανατολή.Το 197 π.Χ. νίκησαν το Φίλιππο Ε', βασιλιά της Μακεδονίας στις Κυνός Κεφαλαί. Μετά από τέσσερις νικηφόρους Μακεδονικούς πολέμους υποτάσσουν το βασίλειο της Μακεδονίας και το 148 π.Χ. συγκροτούν εκεί την πρώτη τους επαρχία πέρα από την Αδριατική. 

Το 146 π.Χ. νικούν την Αχαϊκή Συμπολιτεία στην μάχη της Λευκόπετρας και κάθε αντίσταση στον Ελληνικό νότο εξουδετερώνεται, ενώ μία εξέγερση της Καρχηδόνας, τον ίδιο χρόνο, συντρίφτηκε. Το 189 π.Χ. νικούν το Σελευκίδη βασιλιά Αντίοχο Γ' στην Μικρά Ασία. Το 133 π.Χ., ο βασιλιάς της Περγάμου, ο Άτταλος Γ' κληροδοτεί το βασίλειό του στη Ρώμη.

Κοινωνικές Συνέπειες

Όμως, οι συνέπειες από αυτές τις επιτυχίες, δεν είναι όλες θετικές για το λαό. Από τη δημιουργία της αυτοκρατορίας, παρουσιάζονται τα πρώτα σημάδια αδυναμίας της συγκλήτου να ασκήσει τον παραδοσιακό της ρόλο, κάτι που οδήγησε στην κρίση της res publica. Με την κατάκτηση τόσων καινούριων εδαφών η εισροή χρυσού και αργύρου γίνεται μαζική, προκαλεί αύξηση των τιμών και ωθεί τους μικροκαλλιεργητές στην χρεωκοπία και τα κατώτερα στρώματα του λαού στη φτώχεια.

 
Η έγγεια περιουσία μαζεύεται στα χέρια μεγάλων γαιοκτημόνων, ενώ η ψαλίδα μεταξύ των φτωχών και των πλουσίων άνοιγε συνεχώς. Αυτή την κατάσταση προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν δύο αδέρφια, οι Γάιος Γράκχος και Τιβέριος Γράκχος, με φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις και ίση διανομή της καλλιεργήσιμης γης σε όλους τους πολίτες. Όμως η αντίδραση των πατρικίων ήταν πολύ μεγάλη και οι Γράκχοι δολοφονήθηκαν. Εν τω μεταξύ το πολίτευμα της Ρώμης βυθιζόταν όλο και πιο πολύ στην ασυδοσία και τη διαφθορά, παρόλο που η Ρώμη συνέχιζε να επεκτείνεται κυρίως λόγω φιλόδοξων στρατηγών.

Νουμιδία

H Νουμιδία ήταν αρχαίο βερβερικό βασίλειο της Βόρειας Αφρικής, στη θέση της σημερινής Αλγερίας και τμήματος της Τυνησίας. Διήρκεσε από το 201 π.Χ. ως το 46 π.Χ. Οι κάτοικοί της χωρίζονταν σε φυλές και φυσιογνωμικά δε διαχωρίζονταν από τους άλλους Βέρβερους της βόρειας Αφρικής. Πρωτεύουσα ήταν η Κίρτη, σημερινή Κωνσταντίνη της Αλγερίας. Αργότερα αποτέλεσε Ρωμαϊκή επαρχία με το ίδιο όνομα.

Θέση

Τοποθετείται γεωγραφικά στα ανατολικά σύνορα της σύγχρονης Αλγερίας και γειτνίαζε με τη Ρωμαϊκή επαρχία της Μαουρετάνια (σημερινά κράτη Αλγερία και Μαρόκο) στα δυτικά, ανατολικά με την επαρχία Άφρικα, ενώ βόρεια βρεχόταν από τη Μεσόγειο και νότια είχε την έρημο Σαχάρα.

Ονομάστηκε έτσι απ' τους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους, πιθανόν γιατί η περιοχή κατοικούνταν από νομάδες.

Βερβερικό Βασίλειο

Το 206 π.Χ., η Νουμιδία χωρίζεται σε δυο βασίλεια: ο βασιλιάς Σύφαξ της δυτικής Νουμιδίας είναι ο πιο ισχυρός και υποστηρίζει τον Αννίβα στους Καρχηδονιακούς Πολέμους, ενώ από εκείνη τη χρονιά ο Μασινίσα της ανατολικής Νουμιδίας άρχισε να υποστηρίζει τους Ρωμαίους, καθώς έχανε έδαφος απέναντι στο Σύφακα.

Το 201 π.Χ. η Ρώμη νικάει την Καρχηδόνα και όλη η Νουμιδία περνάει υπό την εξουσία του Μασινίσα, ο οποίος το 148 π.Χ. πεθαίνει και το βασίλειο διαιρείται σε μικρότερα. Το 113 π.Χ. στην εξουσία ανέρχεται ο Ιουγούρθας.


Στη Ρωμαϊκή Εποχή

Το 46 π.Χ., ολόκληρο το βασίλειο περνάει υπό τη διοίκηση της Ρώμης: το 29 π.Χ., βασιλιάς γίνεται ο σύμμαχος της Ρώμης Ιούβας Β' και τέσσερα χρόνια αργότερα του παραχωρείται και η επαρχία Μαουρετάνια. Ήδη η Νουμιδία έχει φτάσει μέχρι τη Θηβέστη (Τεμπέσα). Οι Νουμίδες αποτελούν συχνά τμήμα του Καρχηδονιακού στρατού.

Δυο αιώνες αργότερα, η Νουμιδία θα γίνει ξεχωριστή επαρχία, ενώ τον 4ο αιώνα θα γίνει το κέντρο του Δονατισμού, εκκλησιαστικού σχίσματος της τοπικής εκκλησίας της Βορείου Αφρικής. Ερημώθηκε ολοκληρωτικά κατά την επιδρομή των Βανδάλων τον 5ο μ.Χ. αι. και το 10ο αιώνα οι Νουμίδες ασπάστηκαν το χριστιανισμό.

Αννίβας Μπάρκα ο Καρχηδόνιος

Ο νικητής των Καννών θεωρείται σήμερα ένας από τους σημαντικότερους στρατηγούς της ιστορίας. Αν και ήταν άτυχος όσον αφορά στα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα των εκστρατειών του, η τακτική του ιδιοφυία δεν είναι δυνατό να αμφισβητηθεί.

Ο Αννίβας γεννήθηκε το 247 π.Χ. στην Καρχηδόνα. Το όνομά του στη γλώσσα του ήταν Hanba’al που σημαίνει “Χάρη” ή “Ευχή” του Μπάαλ. Ο τελευταίος είναι ο κύριος θεός του Φοινικικού πανθέου και η λατρεία του ήταν από τις πλέον αιματηρές, αφού «απαιτούσε» ανθρωποθυσίες.

Η Αννίβας ήταν μάρτυρας, σε τρυφερή ηλικία, της ταπείνωσης της Καρχηδόνας στα χέρια των Ρωμαίων κατά τη διάρκεια του Α΄ Καρχηδονιακού πολέμου, που σηματοδότησε την αρχή της παρακμής της πανίσχυρης εμπορικής αυτοκρατορίας των Φοινίκων της Δύσης.

Ο πατέρας του, Χάμιλκαρ Μπάρκα, ήταν ένας από τους πιο επιτυχημένους Καρχηδόνιους ηγέτες, ιδιαίτερα όσον αφορά στα πολεμικά πράγματα και μέγιστος εχθρός της Ρώμης. Σε αυτό το πλαίσιο αποδίδεται και ο «όρκος του Αννίβα», αφού – όπως διασώζουν Ρωμαϊκές πηγές – ο Χάμιλκαρ έβαλε τον Αννίβα να ορκιστεί ότι θα μισεί για πάντα τους Ρωμαίους.

Μαζί με τον πατέρα του ο Αννίβας μετοίκησε στις κτήσεις της Καρχηδόνας στην Ισπανία, όπου είδε τον Χάμιλκαρ να πεθαίνει το 229 π.Χ. Περίπου την εποχή αυτή ο Αννίβας άρχισε να ενδιαφέρεται περισσότερο για τα στρατιωτικά πράγματα και οκτώ χρόνια μετά, όταν ο διάδοχος του Χάμιλκαρ, Ασδρουβάλ, δολοφονείται, ο Αννίβας ανακηρύσσεται ηγέτης των Καρχηδόνιων στην Ισπανία. Βάζει στόχο του την κατάκτηση της Ιβηρικής, αλλά η προσπάθειά του θα φέρει την Καρχηδόνα σε σύγκρουση με τη Ρώμη για μία ακόμη φορά.

Η αφορμή για τον Β΄ Καρχηδονιακό πόλεμο δόθηκε με την κατάληψη από τον Αννίβα του Σάγουντα και τα γεγονότα που ακολούθησαν μέχρι τις Κάννες μπορείτε να τα διαβάσετε στο κυρίως θέμα.

Μετά τις Κάνες ο Αννίβας δεν θέλησε να πολιορκήσει τη Ρώμη – για λόγους που ακόμη και σήμερα μοιάζουν θολοί – αλλά συνέχισε την τακτική του πολέμου φθοράς, στην οποία ήταν μοιραίο ότι δεν μπορούσε να αντέξει επ’ αόριστον, τόσο μακριά από τη χώρα του και από τις βάσεις στρατολόγησής του.

Ο Αννίβας παρέμεινε για μερικά χρόνια ακόμη στην Ιταλία και συνέχισε να νικά τους Ρωμαίους όπου τους έβρισκε, ωστόσο η «νέα πολιτική» της αιώνιας Πόλης ήταν μια αντιγραφή της στρατηγικής του Αννίβα: Μετέφερε τον πόλεμο στην χώρα του εχθρού, δηλαδή στο κύριο πεδίο στρατολόγησης μισθοφόρων, την Ιβηρική, αλλά και την Αφρική και την ίδια την Καρχηδόνα.

Το 203 π.Χ. ο Αννίβας είχε την ευκαιρία να συναντήσει στο πεδίο της μάχης, έξω από τις πύλες της Καρχηδόνας, στη Ζάμα, έναν στρατηγό σχεδόν ισάξιό του, τον περίφημο Σκιπίωνα τον Αφρικανό.

Η συντριβή του στρατεύματος του Αννίβα σήμανε το οριστικό τέλος της Καρχηδόνας ως εμπορικής αυτοκρατορίας, αν και ο Αννίβας προσπάθησε να αναστυλώσει το κύρος της πατρίδας του με έξυπνες διπλωματικές κινήσεις και οικονομικές μεταρρυθμίσεις λίγα χρόνια μετά το πέρας του πολέμου.

 
Ωστόσο προκάλεσε τη μήνη των προυχόντων της Καρχηδόνας που τον κατέδωσαν στους Ρωμαίους. Για να γλιτώσει στη ζωή του, κατέφυγε στην αυλή του Αντίοχου του Μέγα, του Έλληνα βασιλιά της αυτοκρατορίας των Σελευκιδών, αλλά και εκεί έγινε μάρτυρας της συντριβής των δυνάμεων του Αντίοχου από τους Ρωμαίους στη μάχη της Μαγνησίας (στην οποία δε συμμετείχε).

Ο επόμενος σταθμός της Οδύσσειας του Αννίβα ήταν η αυλή του Αρταξία, τέως σατράπη του Αντίοχου, ενώ το μικρό βασίλειο της Βιθυνίας στη βορειοδυτική Μικρά Ασία έμελλε να είναι ο τελευταίος του σταθμός. Τελικά ο Αννίβας προκειμένου να μην πέσει στα χέρια των Ρωμαίων το 183 π.Χ. αυτοκτόνησε στη Λίμπισα, κοντά στη σημερινή Κωνσταντινούπολη, πίνοντας δηλητήριο.

Ο Αννίβας Συντρίβει τις Λεγεώνες της Ρώμης

Το σχέδιο μάχης του Αννίβα δεν ήταν απλά αριστοτεχνικό – ήταν η τελειότητα αποτυπωμένη σε μία μάχη που έμελλε να μείνει στην ιστορία ως η πλέον άψογη εφαρμογή του ελιγμού της διπλής υπερκέρασης που κατόρθωσε ποτέ κάποιος στρατηγός.

Μέχρι και τις μέρες μας, αμέτρητοι ηγέτες έχουν προσπαθήσει να πετύχουν έναν παρόμοιο ελιγμό. Αρκετοί το έχουν κατορθώσει, αλλά κανείς με την τελειότητα του Αννίβα, με δεδομένη και την αριθμητική υστέρηση των δυνάμεών του έναντι των Ρωμαϊκών!

Τα Παιδικά Χρόνια του Αννίβα και η Εκλογή του στην Αρχιστρατηγία των Καρχηδονιακών Δυνάμεων (247 π. Χ. - 221 π. Χ.)

Μετά το τέλος του Α΄ Καρχηδονιακού πολέμου σχηματίστηκαν δύο παρατάξεις στην πόλη της Καρχηδόνας. Η πρώτη παράταξη ήταν η αριστοκρατική που υποστήριζε με πείσμα την συνέχιση του πολέμου κατά της Ρώμης και είχε ως αρχηγούς την μεγάλη οικογένεια των Βαρκιδών, η δεύτερη παράταξη ήταν φιλειρηνική με πυρήνα της την οικογένεια των Χάννο.

 
Η οικογένεια των Βαρκιδών είχε ως ηγέτη τον Αμίλκα, ο οποίος έθεσε ως στόχο η Καρχηδόνα να καταλάβει την Ιβηρική Χερσόνησσο, ώστε να αναπληρώσει την απώλεια της Σικελίας. Το 236 π.Χ. Ο Αμίλκας αποβίβασε στην Ισπανία στρατό και σε λίγα χρόνια κατάφερε να καθυποτάξει όλη την νοτιοδυτική περιοχή της Ιβηρικής. Το 228 π. Χ. ο Αμίλκας σκοτώθηκε σε μια μάχη εναντίον τοπικών Ισπανικών φυλών και τον αντικατέστησε στην αρχηγία ο γαμπρός του Ασδρούβας.

Ο Ασδρούβας πολύ σύντομα αντιμετώπισε την επέμβαση των Ρωμαίων στην περιοχή που είχαν προσκληθεί από Ελληνικές αποικίες της Ιβηρικής που ένιωθαν ότι η παρουσία των Καρχηδονίων απειλούσε τα οικονομικά τους συμφέροντα αλλά και υπονόμευε την πολιτική τους ανεξαρτησία. Οι Ρωμαίοι απέστειλαν πρεσβευτές στον Ασδρούβα απαιτώντας να σταματήσει η Καρχηδονιακή προέλαση στην περιοχή, κάτι που αποδέχτηκε ο Ασδρούβας γιατί θεώρησε πως η Καρχηδόνα δεν είχε ακόμα την δύναμη να πολεμήσει ξανά την Ρώμη. 

Το 221 π.Χ. ο Ασδρούβας δολοφονήθηκε και ο στρατός των Καρχηδονίων (60.000 πεζοί, 10.000 ιππείς, 80 ελέφαντες) που αποτελούσε την μοναδική σοβαρή υπολογίσιμη στρατιωτική δύναμη τους, αποφάσισε δια βοής να επιλέξει ως νέο στρατιωτικό του ηγέτη τον Αννίβα Βάρκα σε ηλικία μόλις 26 ετών. Η εκλογή του Αννίβα επικυρώθηκε από την πολιτική σύγκλητο της Καρχηδόνας αν και η φιλειρηνική μερίδα την καταψήφισε.

Η επιλογή του Αννίβα από τον στρατό δεν ήταν φυσικά τυχαία. Ο Αννίβας γεννήθηκε το 247 π. Χ. στην Καρχηδόνα και ήταν ένας από τους τέσσερις γιους του Αμίλκα (οι άλλοι τρεις ήταν ο Ασδρούβας, ο Σοφονίβας και ο Μάγωνας). Ο Αμίλκας μεγάλωσε τα παιδιά του με τρεις βασικές αρχές: την αγάπη προς την πατρίδα, την εξοικείωση με τα πολεμικά έργα και το άσβεστο μίσος για την Ρώμη. 

Σύμφωνα με τον Ρωμαίο Ιστορικό Λίβιο, όταν η Καρχηδόνα ηττήθηκε στον Α΄ Καρχηδονιακό πόλεμο και οι Ρωμαίοι την ταπείνωσαν εξαναγκάζοντας την να καταστρέψει τον στόλο της, ο Αμίλκας οδήγησε τα παιδιά του που βρίσκονταν σε εφηβική ηλικία στην αγορά της πόλης και τα όρκισε δημοσίως να μισούν την Ρώμη για όλη τους την ζωή.

 
Σύμφωνα με τον Άγγλο συγγραφέα Ρος Λέκι ο όρκος ήταν: "Μα τις οχτώ φωτιές των Καβείρων, μα τα άστρα, τα μετέωρα και τα ηφαίστεια, μα το Σπήλαιο του Αδρύμητου και το πέρασμα του Άσροκετ, μα τη σφαγή, μα την έρημο, μα τον ήλιο, τη σελήνη και τη γη, ορκίζομαι αυτόν τον μεγάλο όρκο των επτά απεχθειών προς τη Ρώμη, όχι εκεχειρία με τη Ρώμη, όχι έλεος προς τη Ρώμη όσον καιρό ζω ή σε οποιονδήποτε Ρωμαίο βαδίζει πάνω στη γη ή ταξιδεύει στη θάλασσα. 

Μα τη ζωή μου, ορκίζομαι όλα αυτά τα πράγματα» (Αννίβας ο Καρχηδόνιος, Ρ. Λέκι)." Είναι χαρακτηριστικό πως οι τρεις γιοί του Αμίλκα πέθαναν στο πεδίο της μάχης ως στρατηγοί σε μάχες εναντίον των Ρωμαίων, ενώ ο τέταρτος, ο Αννίβας, διεξήγαγε μια από τις εκπληκτικότερες στρατιωτικές εκστρατείες όλων των εποχών εναντίον της Ρώμης.

Υπάρχουν ομολογουμένως λίγες πληροφορίες για τα παιδικά και εφηβικά χρόνια του Αννίβα. Και αυτό γιατί η καθολική καταστροφή της Καρχηδόνας εξαφάνισε κάθε πιθανή πρωτογενή πηγή, σε σημείο να μην γνωρίζουμε ούτε καν πως ήταν η Καρχηδονιακή γλώσσα. Τις περισσότερες πληροφορίες τις έχουμε από τους αιώνιους εχθρούς του, τους Ρωμαίους. Σύμφωνα με των Δίωνα Κάσσιο, ο Αννίβας είχε μελετήσει κατά την εφηβεία του τα έργα των Αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, διδάχτηκε για τον Αλέξανδρο, για τον τρόπο που πολεμούσε, για τις νίκες που πέτυχε.

Διδάχτηκε Ξενοφώντα, Πλάτωνα, Όμηρο, Ευριπίδη, Ερατοσθένη, Αριστοτέλη, Δημοσθένη. Έμαθε αργότερα για το μύθο και τις περιπέτειες του Ηρακλή και για τις μάχες του βασιλιά της Ηπείρου Πύρρο, ενώ σύμφωνα με μια άλλη πηγή, η μόρφωση του Αννίβα περιλάμβανε όλα εκείνα που στην εποχή του ήταν "υπέροχα" και "πανέμορφα". Ο Αννίβας έμαθε για τους θεούς της Καρχηδόνας και την αρχαία γλώσσα των Καρχηδονίων από τον Αμίλαξ, αρχιθαλαμιπόλο, στενό φίλο και συνεργάτη του πατέρα του. 

Ο Έλληνας Σιληνός του δίδαξε Ελληνικά, ενώ ταυτόχρονα εκπαιδεύονταν συνεχώς στις τέχνες του πολέμου προοριζόμενος να γίνει στρατιώτης. Αναμφίβολα ο Αμίλκας καθοδήγησε τα παιδιά του προς τα πολεμικά έργα, παρά το γεγονός ότι η Καρχηδόνα φημιζόταν μάλλον για τους εμπόρους της και όχι για τους πολεμιστές της. Ουσιαστικά ο χαρακτήρας και η μορφή του Αννίβα"παραδόθηκαν άσπιλα στην Ιστορία υπεράνω των προσπαθειών των αντιπάλων του (Ρωμαίων) να τα κηλιδώσουν".


Ο Αννίβας συνόδεψε τον πατέρα του το 236 π.Χ. στην εκστρατεία στην Ισπανία, όπου και παρέμεινε για 9 χρόνια. Σε αυτό το διάστημα ο Αννίβας πολέμησε με γενναιότητα στην πρώτη γραμμή και διακρίθηκε για την αρετή του και την ορθοκρισία του. Επέστρεψε για λίγα χρόνια στην Καρχηδόνα, αλλά ο Ασδρούβας τον μετακάλεσε και του ανέθεσε την αρχηγεία του ιππικού του στρατού του. 

Η παρουσία του Αννίβα ως επικεφαλής του ιππικού τον καθιέρωσε ως τον σημαντικότερο στρατιωτικό ηγήτορα των Καρχηδονίων. Η σοφή καθοδήγηση του Αννίβα στις μάχες και οι σωστές επιλογές του γέμιζαν τους στρατιώτες υπό την διοίκηση του με αυτοπεποίθηση, καθιστώντας τους τολμηρότερους. Αλλά δεν διέπρεψε μόνο ως διοικητής.

Στα χρόνια του Ασδρούβα ως αρχιστρατήγου, ο Αννίβας πολεμούσε συνεχώς στην πρώτη γραμμή αψηφώντας κάθε κίνδυνο και καθοδηγώντας τους στρατιώτες του αυτοπροσώπως. Ο ίδιος σωματικά ήταν ακούραστος στις πορείες και στις κακουχίες των στρατοπέδων, κοιμόταν κατάχαμα μαζί με τους υπόλοιπους στρατιώτες ενώ μοιραζόταν το περιορισμένο τους συσσίτιο Έμοιαζε ανεπηρέαστος από καιρικές συνθήκες, κλιματολογικές αλλαγές, η φυσικά φαινόμενα, κανένα εμπόδιο δεν ανέβαλλε τις επιδιώξεις του στο πεδίο της μάχης. 

Ήταν μακράν ο ικανότερος ιππέας από όλους τους υφισταμένους του, ενώ τα όπλα του και το άλογο του ήταν πάντοτε φροντισμένα, καλογυαλισμένα και σε εξαιρετική κατάσταση. Η συμπεριφορά και οι ικανότητες του Αννίβα έκανε αυτονόητη την εκλογή του μετά τον θάνατο του Ασδρούβα, στην θέση του αρχιστρατήγου όλων των Καρχηδονιακών δυνάμεων στην Ισπανία.

Σε ηλικία 21 ετών περίπου, ο Αννίβας παντρεύτηκε τη Σιμίλκη, τη μοναδική γυναίκα που έβαλε ποτέ στο πλευρό του. Η Σιμίλκη τον στήριξε έντονα στο σκοπό του. Τον ακολούθησε σε όλες τις εκστρατείες του και βοήθησε σημαντικά στη φροντίδα των στρατιωτών σε προβλήματα που αντιμετώπιζαν: τραυματισμοί, ασθένειες, διατροφή, ρουχισμός κ.α. Μαζί απέκτησαν ένα γιο, τον Φουάβα, ο οποίος πέθανε από το κρύο σε βρεφική ηλικία στη διάβαση των Άλπεων.

 
Καρχηδονιακοί Πόλεμοι και η Ακμή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας

Η Ακμή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας

Η Ρώμη και η αυτοκρατορία που ίδρυσε ήταν μια οντότητα γεμάτη αντιθέσεις που έφερε τα σπέρματα της παρακμής της. Από το 1.000.000 κατοίκους οι 400.000 ήταν δούλοι απ’ τους οποίους η αυτοκρατορία ήταν απόλυτα εξαρτημένη. Οι Ρωμαϊκές μάζες (περίπου 320.000) ήταν χωρίς δυνατότητα εργασίας, λόγω των δούλων και παρέμεναν φτωχές. Το κράτος για να αποφεύγει τις εντάσεις κατέφευγε στην πολιτική της προσφοράς άρτου και θεαμάτων. Τη δημοκρατία διαδέχτηκε η μοναρχία και ο στρατός μετατράπηκε σε ένα παντοδύναμο κι επικίνδυνο σώμα.

• Τον 3ο π.Χ. αιώνα η Ρωμαϊκή δημοκρατία είχε επικρατήσει σε όλη σχεδόν τη χερσόνησο. Η πρώτη δημοκρατία ήταν αριστοκρατική, αλλά το 367 π.Χ. οι πληβείοι επέβαλαν σαρωτικές μεταρρυθμίσεις.

• Ο ένας τουλάχιστον ύπατος ήταν πληβείος και η εξουσία τους επεκτάθηκε και στα άλλα αξιώματα μέχρις αυτού των ιερέων.

• Κατακτούν τη συμμετοχή στη σύγκλητο, ωστόσο οι Πατρίκιοι απορροφούν τους πλούσιους πληβείους.

• Ο στρατός έδινε ευκαιρίες στους πλούσιους αλλά κατέστρεφε τους φτωχούς.

• Το 240 π.Χ. η Λατινική ομοσπονδία διαλύεται όταν στρέφεται ενάντια στη Ρώμη. Η τελευταία απορροφά τους πολίτες της ομοσπονδίας με διαφορετικούς τρόπους και ανάλογα την περίσταση.

• Το 280 π.Χ. ο Πύρρος της Ηπείρου νικά σε δύο μάχες τους Ρωμαίους αλλά με τεράστιο κόστος μέχρι που το 275 π.Χ. αλλάζει έκβαση ο πόλεμος.

• Το 272 π.Χ. ο Τάραντας παραδίδεται στη Ρώμη.

• Το 264 π.Χ. η Ρώμη θέτει υπό την κυριαρχία της όλη τη χερσόνησο νότια του Πάδου.

• Το 273 π.Χ. οι Καρχηδόνιοι καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της νότιας και ανατολικής Ισπανίας υπό τον Αμίλκο Βάρκα.

• Το 264 π.Χ. λαμβάνει χώρα ο Α’ Καρχηδονιακός πόλεμος και όταν η Καρχηδόνα ζητά ειρήνη η Ρώμη καταλαμβάνει τη Σικελία και αργότερα Σαρδηνία και Κορσική.

• Το 218 π.Χ. ξεκινάει ο Β’ Καρχηδονιακός πόλεμος. Ο Αννίβας νικά 3 φορές τους Ρωμαίους στη Β. Ιταλία παρακάμπτει τη Ρώμη, καθώς δεν είχε τη δυνατότητα να την πολιορκήσει και κατευθύνεται στο νότο.


• Το 216 π.Χ. στην περίφημη μάχη των Καννών ο Αννίβας συντρίβει τους Ρωμαίους.

• Το 209 π.Χ. ο Σκιπίων καταλαμβάνει τη Νέα Καρχηδόνα και Ισπανικά εδάφη.

• Το 201 π.Χ. ο Αννίβας ηττάται στη Ζάμα έξω από την Καρχηδόνα και η τελευταία ζητά ειρήνη. Το 183 π.Χ. ο Αννίβας αυτοκτονεί στη Βηθυνία πριν συλληφθεί από τους Ρωμαίους διώκτες του. Το 146 π.Χ. η Ρώμη καταστρέφει ολοσχερώς την Καρχηδόνα.

• Το150 π.Χ. Η Βόρειος Ιταλία γίνεται Ρωμαϊκή.

Ανατολικά η Ρώμη μετατρέπει την Ιλλυρία σε πελατειακό κράτος. Κατόπιν καταλαμβάνει τη Μακεδονία και την Μικρά Ασία απωθώντας τον Αντίοχο τον Γ’. Στην Νότιο Ιταλία οι μεγαλογαιοκτήμονες με αρπαγές δημιουργούν απέραντες εκτάσεις τα λατιφούντια, που τα καλλιεργούν δούλοι. Οι δούλοι γνωρίζουν κτηνώδη μεταχείριση, ωστόσο μερικοί για οικονομικούς κυρίως λόγους απελευθερώνονται.

Τα έτη 107π.Χ. - 101 π.Χ. μετά από έντονες ταξικές συγκρούσεις ο Γάιος Μάριος εκλέγεται ύπατος και αλλάζει τη φύση του στρατού, λόγω έλλειψης μικροαγροτών που αποτελούσαν αιμοδότη του. Ο στρατός γίνεται επαγγελματικός με αποτέλεσμα την υπακοή στο στρατηγό και όχι στο κράτος. Έτσι γίνεται πολιτικό όργανο.

• Το 91 π.Χ. οι Ιταλιώτες σύμμαχοι εξεγείρονται και μετά από αγώνα 2 ετών κατακτούν πλήρη δικαιώματα πολιτών.

• Οι ανταγωνισμοί μεταξύ του Λαϊκού Γάιου και του Αριστοκράτη Σύλλα λήγει με το θάνατο του πρώτου και την επιστροφή το 83 π.Χ. του δεύτερου στη Ρώμη. Εν τω μεταξύ είχε νικήσει το Μιθριδάτη στην Ασία. Κατά την επιστροφή του θανατώνει 6.000 οπαδούς του Μάριου Γάιου.

Η διαφθορά στη Ρώμη βασιλεύει και μετά το θάνατο του Σύλλα αναδεικνύονται 3 ηγέτες: 1ος ο Πομπήιος χάρη στις πολυάριθμες νίκες του. 2ος ο Μάρκος Κράσσος, ο οποίος έχει τη φήμη του φιλάργυρου τοκογλύφου, είναι γαιοκτήμονας και υπήρξε ο άνθρωπος που κατέπνιξε την εξέγερση του Σπάρτακου σταυρώνοντας 6.000 δούλους κατά μήκος της Αππίας οδού. 3ος ο Ιούλιος Καίσαρας. Έτσι σχηματίζεται η πρώτη Ρωμαϊκή τριανδρία. Ωστόσο ο Κράσσος σκοτώνεται σε εκστρατεία κατά των Πάρθων.


• Ο Ιούλιος Καίσαρας αναγορεύεται σε διοικητή εντεύθεν και εκείθεν Άλπεων Γαλατίας, αποκτώντας τεράστια περιουσία από την πώληση δούλων που προμηθεύονταν από τις περιοχές που του αντιστέκονταν. Με εννιάχρονους αγώνες καταλαμβάνει όλη τη σημερινή Γαλλία, τμήματα της Ελβετίας και των Κάτω Χωρών. Επίσης εκστρατεύει κατά της Βρετανίας ανοίγοντας το δρόμο για μελλοντικές επιχειρήσεις.

• Ο Πομπήιος και η σύγκλητος φοβούμενοι τις επιτυχίες του Καίσαρα τον ανακαλούν στη Ρώμη.

• Το 49 π.Χ. Ο Καίσαρας (λέγοντας τη γνωστή ρήση «ο κύβος ερρίφθη») βαδίζει κατά της Ρώμης, δεν συναντά αντίσταση και καταδιώκει τον Πομπήιο σε Ελλάδα και Αίγυπτο, όπου δολοφονείται από το βασιλιά Πτολεμαίο Γ’ που επιδιώκει την εύνοια του Καίσαρα.

• Ο Καίσαρας επιβάλει την τάξη στην Αίγυπτο και τοποθετεί στο θρόνο την Κλεοπάτρα.

• Το 43 π.Χ. κατά την επιστροφή του στη Ρώμη ανακηρύσσεται από τη σύγκλητο δικτάτορας.

• Διανέμει γη σε 80.000 Ρωμαίους κολόνους και ανακουφίζει χρεωστές από μέρος των οφειλών τους.

• Δίνει το δικαίωμα του πολίτη στους Γαλάτες εκείθεν των Άλπεων.

• Εισάγει το ημερολόγιο που ίσχυσε επί 15 αιώνες μέχρι που μικρές μεταρρυθμίσεις το μετέτρεψαν στο σύγχρονο Γρηγοριανό.

• Έκανε τη δικτατορία μόνιμη επιβεβαιώνοντας τους φόβους των ευγενών.

• Το 43 π.Χ. 60 συγκλητικοί συνωμότες τον εκτελούν την ώρα που προήδρευε σε συνέλευση με 23 μαχαιριές.


• Το θρόνο διεκδικούν οι: Μάρκος Αυρήλιος Λέπιδος (αρχηγός του ιππικού), ο Μάρκος Αντώνιος(ύπατος) και ο Οκτάβιος (μικρανιψιός και κληρονόμος του Καίσαρα). Σχηματίζουν τη δεύτερη τριανδρίακαι η σύγκλητος τους παραχωρεί πεντάχρονη απολυταρχική εξουσία.

• Ο Μάρκος Αντώνιος και ο Οκτάβιος τους Μάρκο Ιούνιο Βρούτο και Γάιο Κάσσιο, που τους θεωρούν πρωταίτιους για τη δολοφονία του Ιούλιου Καίσαρα. Οι τελευταίοι καταφεύγουν στη Μακεδονία αλλά μετά την στρατιωτική ήττα που υπέστησαν αυτοκτονούν. Κατόπιν, κυρίως λόγω επιμονής τού Αντώνιου, εξοντώνουν 300 συγκλητικούς και 2.000 ιππείς, ανάμεσα στα θύματα ήταν και ο ρήτωρ Κικέρωνας.

• Ο Λέπιδος προσπαθεί να συλλάβει τον Οκτάβιο, όταν αποτυγχάνει τίθεται σε κατ’ οίκον περιορισμό μέχρι το θάνατό του.

• Ο Αντώνιος παντρεύεται την αδελφή του Οκτάβιου, Οκταβία αλλά όταν γνωστοποιείται ο δεσμός του με την Κλεοπάτρα της Αιγύπτου, στην οποία σκόπευε να παραχωρήσει τμήματα της αυτοκρατορίας, η σύγκλητος του κηρύσσει τον πόλεμο. Έτσι ο Οκτάβιος νικά τον Αντώνιο την ναυμαχία του Ακτίου, το 31 π.Χ. με συνέπεια την αυτοκτονία του ζευγαριού Αντωνίου και Κλεοπάτρας.

• Ο Οκτάβιος αρνείται ρόλο του δικτάτορα, προτιμάει τον τίτλο «του πρώτου πολίτη» και με την προσωνυμία Αύγουστος (σεβαστός), το 27 π.Χ. Παρά τους ισχυρισμούς του για το αντίθετο, η δημοκρατία όταν ανέλαβε Αύγουστος είχε ήδη πεθάνει, ωστόσο η Ρώμη θα γνωρίσει τον χρυσό της αιώνα στις δεκαετίες της διακυβέρνησής του.

• Στο εξωτερικό: προσαρτεί την Αίγυπτο (πολύτιμη για το σιτάρι της), επεκτείνει τα βόρεια και κεντρικά σύνορα της αυτοκρατορίας (Ουγγαρία, Αυστρία), τελειώνει τον πόλεμο στην Ισπανία 2 αιώνες μετά την έναρξή του. Όμως αποτυγχάνει να καταλάβει την Γερμανία που θα παραμείνει απειλή.


• Στο εσωτερικό: διορίζει συγκλητικούς αλλά το καθημερινό διοικητικό έργο βασίζεται στους ιππείς, τους απελεύθερους και τους δούλους. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργεί μια αποτελεσματική γραφειοκρατία.Επενδύει στην πολιτική «Άρτος και θεάματα».

• Στα μέσα της θητείας του ονομάζεται Μέγας Ποντίφικας και μπαίνει επικεφαλής της θρησκείας. Αναστηλώνει 82 κατεστραμμένους ναούς και φτιάχνει δημόσια έργα (λουτρά, θέατρα, υδραγωγεία κ.λ.π).

• ‘Έδωσε ισχυρή ώθηση στα γράμματα και τις τέχνες. Έφερε στη Ρώμη ποιητές όπως ο Οβίδιος και οΠροπέρτιος, τον ιστορικό Τίτο Λίβιο, όπως και τους Βιργίλιο (Αινειάδα), Οράτιο.

• Το 14 π.Χ. ο Οκτάβιος πεθαίνει ρωτώντας «έπαιξα καλά στην κωμωδία;».

• Τον Οκτάβιο διαδέχεται, ο θετός του γιός Τιβέριος, που κάνει υπερβολική χρήση «του νόμου του μεγαλείου» εξοντώνοντας εχθρούς πραγματικούς και φανταστικούς. Έπειτα αφήνει την εξουσία στον Σηιανό και λόγω της πολιτικής του δεύτερου γίνεται αντιπαθής.

• Τον Τιβέριο διαδέχεται ο μικρανιψιός του Καλιγούλας που παντρεύεται την αδελφή του Δρουσίλλα (πεθαίνει σύντομα). Το 41 μ.Χ. η δική του πραιτοριανή φρουρά τον δολοφονεί μαζί με τη γυναίκα του και την κόρη του.

• Οι πραιτοριανοί τοποθετούν στη θέση του αυτοκράτορα το θείο του Καλιγούλα, Κλαύδιο. Αυτός στρέφεται κυρίως στα γράμματα. Επίσης προσαρτεί τη Βρετανία και δίνει στους Γαλάτες ευγενείς το δικαίωμα να γίνουν συγκλητικοί.

• Η ανιψιά και σύζυγος του Ιουλία Αγριππίνα τον δηλητηριάζει για να ανέβει στο θρόνο ο γιός της Νέρωνας. Όμως αυτός στη συνέχεια δολοφονεί αδελφό και μητέρα. Το 64 μ.Χ. το μεγαλύτερο μέρος της Ρώμης καταστρέφεται από πυρκαγιά και ο Νέρωνας καθιστά αποδιοπομπαίους τράγους τους χριστιανούς. Τέλος μετά από εξέγερση διοικητών κάποιων επαρχιών και της πραιτοριανής φρουράς αυτοκτονεί.


• Το 69 μ.Χ. 4 άντρες ανέρχονται στο θρόνο της αυτοκρατορίας, όμως οι 2 δολοφονούνται και ο 3ος αυτοκτονεί. Έτσι ο 4ος, ο Βεσπιανός αφού καταπνίγει εξέγερση στην Ιουδαία – το 70 μ.Χ. ο γιός του Τίτος καίει την Ιερουσαλήμ – βαδίζει στη Ρώμη. Ο Βεσπιανός ανορθώνει την οικονομία με αντιλαϊκά όμως μέτρα. Τον διαδέχεται ο Τίτος και αυτόν ο παρανοϊκός αδελφός του Δομητιανού που δολοφονείται το 96 μ.Χ.

• Ακολουθούν 5 αυτοκράτορες που άφησαν καλή υστεροφημία:

1. Νέρβας

2. Τραϊανός, που παρέχει βοήθεια στους φτωχούς.

3. Αδριανός (117 μ.Χ.), που εγκαταλείπει την επεκτατική πολιτική του προκατόχου του και υιοθετεί αμυντική.

4. Αντωνίνος Πίος (138 μ.Χ.), που είναι ειρηνόφιλος.

5. Μάρκος Αυρήλιος (έως 180 μ.Χ.), που είναι και Στωϊκος φιλόσοφος.

Τα επόμενα χρόνια βαρβαρικές φυλές και ασθένειες θέτουν την αυτοκρατορία σε κίνδυνο.

Συμπεράσματα

1. Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία βρίσκεται σε περίοδο ακμής με αξιοσημείωτες αλλαγές στο κοινωνικό και το πολιτικό επίπεδο. Σε πολιτικό επίπεδο έχουμε το πισωγύρισμα στη μοναρχία που μάλλον δίνει ώθηση παρά ανακόπτει το δυναμισμό της Ρώμης. Η οικονομία βασίζεται σε ένα εκτεταμένο σύστημα δουλοκτησίας και έχουμε τον σχηματισμό τεράστιων αγροκτημάτων (Λατιφούντιων) που ανήκουν σε λίγους εύπορους. Οι πληβείοι ελέγχονται με την πολιτική του άρτου και των θεαμάτων και παρότι βρίσκονται στο μέσο της κοινωνικής πυραμίδας δεν αποτελούν παραγωγική τάξη.


2. Σταδιακά φαίνεται πως το σύστημα αναγκάζεται να κάνει διορθωτικές αλλαγές. Η συρρίκνωση της τάξης των αγροτών πιθανά οφείλεται τόσο για την επέκταση του δικαιώματος του πολίτη σε λαούς εκτός της Ρώμης όσο και για την μετάλλαξη του στρατού σε μισθοφορικό. Η Ρώμη επεκτείνεται, όμως οι επιλογές που δίνουν λύσεις στο παρόν, στο μέλλον θα αποτελέσουν λόγους της παρακμής της.

3. Στην εξουσία φαίνεται να ανέρχονται τόσο φωτισμένοι ηγέτες όπως ο Ιούλιος Καίσαρας και ο Οκτάβιος (με τον οποίο η αυτοκρατορία θα γνωρίσει τον χρυσό αιώνα της) όσο και διεφθαρμένοι ή ανίκανοι όπως ο Καλιγούλας και ο Νέρωνας. Σημαντικό ρόλο στην κατάκτηση της εξουσίας παίζει πλέον ο στρατός.

Α΄ Ρωμαιο-Καρχηδονιακός Πόλεμος

Σχέσεις πριν την Σύγκρουση

Οι σχέσεις μεταξύ των δύο πόλεων μέχρι εκείνη την περίοδο θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν αρκετά καλές, αφού οι Καρχηδόνιοι μέχρι και στρατιωτική βοήθεια είχαν προσφέρει στους Ρωμαίους στην διαμάχη τους με τους Έλληνες της Νότιας Ιταλίας, η οποία είναι γνωστή σαν Κάτω Ιταλία. Η βοήθεια αφορούσε κυρίως ναυτικές δυνάμεις, αφού οι Ρωμαίοι εκείνη την περίοδο δεν είχαν αξιόλογο στόλο. 

Μάλιστα, μεταξύ των δυο κρατών είχαν υπογραφεί και συμφωνίες, με τις οποίες καθορίζονταν οι σφαίρες επιρροής τους. Βάσει αυτών των συμφωνιών, οι Καρχηδόνιοι δεσμεύονταν να μην διατηρούν βάση στην Ιταλία. Φαίνεται ξεκάθαρα λοιπόν ότι υπήρχε μεγάλος ανταγωνισμός μεταξύ των δύο πόλεων. Φαίνεται επίσης ότι η Ρώμη θεωρούσε την επεκτατική Καρχηδόνα απειλή για τα συμφέροντά της και ήταν βέβαιο πως μια περαιτέρω επέκταση της τελευταίας στην Σικελία θα αντιμετωπιζόταν δυναμικά από τη Ρώμη.

Αίτια και Αφορμή
 
Τα αίτια της σύγκρουσης των δύο υπερδυνάμεων της δυτικής μεσογείου ήταν: αφενός η επεκτατική πολιτική της Καρχηδόνας, αφού μέχρι τότε είχε κατακτήσει ένα μέρος της Αφρικής, τα Ισπανικά παράλια, τις Βαλεαρίδες νήσους, το μεγαλύτερο μέρος της Σικελίας και τη Σαρδηνία, αφετέρου η ίδια η φύση της Ρωμαϊκής πολιτείας έδινε ώθηση στον επεκτατισμό και στην εξάπλωση εις βάρος των γειτονικών πόλεων. Τελευταία τους κατάκτηση ήταν οι Ελληνικές πόλεις της Νότιας Ιταλίας με την βοήθεια των Καρχηδονίων, όπως αναφέρθηκε παραπάνω.


Ο χώρος της πρώτης σύγκρουσης ήταν η Σικελία, νησί τον έλεγχο του οποίου ζητούσαν και οι Ρωμαίοι αλλά και οι Καρχηδόνιοι, οι οποίοι μάλιστα για τον έλεγχο του είχαν εμπλακεί σε ένοπλη διαμάχη με τις Ελληνικές πόλεις του νησιού. Σε μια από αυτές τις συγκρούσεις με την πόλη των Συρακουσών, πήραν μέρος στην πλευρά των Συρακουσίων και οι Μαμερτίνοι (σαμνίτες μισθοφόροι που κατοικούσαν στην Kαμπανική πεδιάδα). 

Στη συνέχεια, οι Μαμερτίνοι κατέλαβαν την πόλη της Μεσσήνης περίπου το 288 π.Χ., από όπου ενεργούσαν επιδρομές κατά των γειτονικών πληθυσμών, μέχρι που νικήθηκαν σε μάχη από τον τύραννο των Συρακουσών Ιέρωνα το 265 π.Χ. Στην συνέχεια, οι δυνάμεις των Συρακουσίων πολιόρκησαν την πόλη της Μεσσήνης. Με την ήττα αυτήν, οι Μαμερτίνοι βρέθηκαν σε πολύ δύσκολη και επισφαλή θέση και αποφάσισαν να ζητήσουν εξωτερική βοήθεια. Στάλθηκαν πρέσβεις και στην Ρώμη και στην Καρχηδόνα.

Οι Καρχηδόνιοι, βλέποντας μια καλή ευκαιρία να εντείνουν τον έλεγχό τους στο νησί, ανταποκρίθηκαν πρώτοι, στέλνοντας ένα στόλο υπό τον Άννωνα και ένα εκστρατευτικό σώμα, το οποίο έδιωξε τις δυνάμεις των Συρακουσίων και κατέλαβε καίρια σημεία στην πόλη. Οι Μαμερτίνοι πλέον είχαν να αντιμετωπίσουν την νέα απειλή των Καρχηδονίων. Στη Ρώμη, οι απόψεις περί εμπλοκής με την Καρχηδόνα στη Σικελία ήταν διχασμένες. 

Υπήρχαν αυτοί που ήταν υπέρ της στρατιωτικής επέμβασης και αυτοί που είχαν συμφέροντα για εξάπλωση προς τη βόρεια Ιταλία. Πάντως όλοι ήταν σύμφωνοι ότι η κατάληψη της Μεσσήνης αποτελούσε άμεσο κίνδυνο και απειλή για την ίδια την υπόσταση της Ρώμης, οπότε και αποφασίστηκε η στρατιωτική εμπλοκή και η αποστολή στρατιωτικού σώματος για την εκδίωξη των Καρχηδονίων.

Πρώτες Συγκρούσεις στη Σικελία

Από την στιγμή που αποφασίστηκε η επέμβαση, άρχισαν να συγκεντρώνονται οι απαραίτητες δυνάμεις στο Ρήγιο. Τα μεταφορικά μέσα που χρειάζονταν για την μεταφορά στην Σικελία οι Ρωμαίοι θα τα προμηθεύονταν από τις γειτονικές Ελληνικές πόλεις. Επειδή όμως η συγκέντρωση και η προετοιμασία των στρατιωτών απαιτούσε χρόνο, στάλθηκε αιφνιδιαστικά μια μικρή δύναμη πεζικού, η οποία εκδίωξε τις δυνάμεις των Καρχηδονίων από την Μεσσήνη και κατέλαβαν την πόλη.


Έχοντας εξασφαλίσει ένα προγεφύρωμα, οι Ρωμαίοι μετέφεραν και τις υπόλοιπες δυνάμεις τους, περίπου 8000 άνδρες, και μετά από μάχη ανάγκασαν τους Καρχηδόνιους να αποχωρήσουν από την περιοχή της Μεσσήνης. Με σίγουρη πλέον την θέση τους στο νησί, οι Ρωμαίοι ενίσχυσαν περαιτέρω τις δυνάμεις τους, φτάνοντας σε ένα σύνολο περίπου 40.000 ανδρών. Πολλές πόλεις στη Σικελία, Ελληνικές και Φοινικικές, φοβούμενες τη μεγάλη αυτή στρατιωτική δύναμη, έσπευσαν να συνάψουν συνθήκες ανακωχής με την Ρώμη.

Η Καρχηδόνα πλέον, ελέγχοντας μόνο το δυτικό κομμάτι του νησιού, ανασυγκροτήθηκε, μεταφέροντας στον Ακράγαντα μια ισχυρή μισθοφορική δύναμη. Η πόλη πολιορκήθηκε από τους Ρωμαίους, οι οποίοι χρησιμοποίησαν το σύνολο των δυνάμεών τους. Μετά από μια νικηφόρα μάχη, περιόρισαν τις δυνάμεις των Καρχηδονίων μέσα στα τείχη της πόλης και μετά από πεντάμηνη πολιορκία και μία αποτυχημένη προσπάθεια των Καρχηδονίων να ενισχύσουν την πόλη, ο Ακράγαντας εγκαταλείφθηκε από τους Καρχηδόνιους, αφού πλέον ήταν φανερό ότι η ήττα ήταν αναπόφευκτη.

Οι Ρωμαίοι λεηλάτησαν την πόλη και προέβησαν σε αγριότητες κατά του πληθυσμού και, ως αποτέλεσμα, οι περισσότερες πόλεις της Σικελίας πήραν το μέρος της. Έως το 261 π.Χ., και παρά τις επιτυχίες τους και την ανωτερότητα του στρατού τους, οι Ρωμαίοι μετά από 4 χρόνια δεν είχαν καταφέρει να επικρατήσουν πλήρως στην Σικελία. Πολλές πόλεις είχαν διαγνώσει την αδυναμία τους και είχαν σπεύσει να αλλάξουν στρατόπεδο.

Επιπλέον, οι Καρχηδόνιοι, όσο διατηρούσαν το ισχυρό ναυτικό τους, μπορούσαν να ανεφοδιάζονται και να ενισχύονται συνεχώς. Ήταν λοιπόν φανερό για τους Ρωμαίους ότι για να επικρατήσουν στον πόλεμο θα έπρεπε να ναυπηγήσουν ισχυρό ναυτικό.

Ο Πόλεμος στη Θάλασσα

Μετά την διαπίστωση ότι για να επικρατήσουν στην Σικελία, θα πρέπει να θέσουν εκτός μάχης το ισχυρό Καρχηδονιακό ναυτικό, οι Ρωμαίοι ξεκίνησαν την κατασκευή του δικού τους στόλου. Καθώς δεν είχαν προηγούμενη εμπειρία στη ναυπήγηση πολεμικών πλοίων, υπάρχουν αρκετές εκδοχές για τον τρόπο με τον οποίο αποκτήθηκε η απαιτούμενη τεχνογνωσία.

 
Ο ιστορικός Πολύβιος αναφέρει ότι η κατασκευή του Ρωμαϊκού στόλου βασίστηκε σε ένα καρχηδονικό πλοίο που εξώκειλε σε μάχη και αιχμαλωτίστηκε. Άλλες εκδοχές αναφέρουν ότι όχι μόνο την τεχνογνωσία, αλλά και ολόκληρα πλοία οι Ρωμαίοι τα δανείστηκαν από τους Έλληνες της Ιταλίας και τις Συρακούσες. Τα πληρώματα των πλοίων θα προέρχονταν από τις Ελληνικές πόλεις την Ιταλίας αλλά και από τους πιο φτωχούς πολίτες της Ρώμης.

Η πρώτη απόπειρα έγινε το 260 π.Χ., όταν ένας μικρός Ρωμαϊκός στόλος επιχείρησε να καταλάβει τις Αιολίδες νήσους. Η επιχείρηση κατέληξε σε αποτυχία, καθώς ο ισχυρότερος, ποιοτικά και αριθμητικά, καρχηδονιακός στόλος που βρισκόταν στην περιοχή κατόρθωσε να αποκρούσει τους Ρωμαίους. Η συνέχεια δόθηκε ένα χρόνο μετά, σε νέα ναυμαχία έξω από την Σικελία, βορείως του ακρωτηρίου Μύλες. Εκεί, 110 πλοία των Ρωμαίων αναμετρήθηκαν με 130 των Καρχηδονίων.

Σε αυτή τη ναυμαχία, οι Ρωμαίοι χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά ένα νέο όπλο, τον κόρβους (λατ. corvus, κόρακας). Ο Κόρακας ήταν στην ουσία μια γέφυρα, η οποία προσαρμοζόταν κάθετα στην πλώρη του πλοίου και είχε στην άκρη της μια μακριά σιδερένια αιχμή. Η γέφυρα αυτή ήταν περιστρεφόμενη και την κατάλληλη στιγμή έπεφτε είτε στην πλώρη είτε στο πλάι του αντίπαλου πλοίου, ακινητοποιώντας το και επιτρέποντας τους επιτιθεμένους να καταλάβουν το πλοίο πάνω από την γέφυρα και να εξουδετερώσουν το αντίπαλο πλήρωμα.

Με αυτόν τον τρόπο, οι Ρωμαίοι αφενός εκμηδένισαν το πλεονέκτημα της εμπειρίας και ποιοτικής ανωτερότητας πού είχε το καρχηδονιακό ναυτικό, αφού τα ακινητοποιημένα πλοία δεν μπορούσαν να κάνουν ελιγμούς, και αφετέρου μετέφεραν το δικό τους πλεονέκτημα, του ισχυρότερου και καλύτερα εκπαιδευμένου πεζικού, στη θάλασσα.

Η ναυμαχία κατέληξε σε νίκη των Ρωμαίων, αν και το μεγαλύτερο μέρος των πλοίων των Καρχηδονίων κατάφερε να διαφύγει. Παρόλ´αυτά, οι Ρωμαίοι πλέον μπορούσαν να συναγωνιστούν με τους αντιπάλους τους στη θάλασσα επί ίσοις όροις. To επόμενο βήμα για αυτούς ήταν η μεταφορά του πολέμου στην Αφρική, με στόχο τον εξαναγκασμό της Καρχηδόνας σε συνθηκολόγηση. Για το σκοπό αυτό συγκεντρώθηκε μεγάλος στόλος, περίπου 330 πλοία, και ξεκίνησε από το λιμάνι της Μεσσήνης.


Οι Καρχηδόνιοι, γνωρίζοντας το σχέδιο, ετοίμασαν και αυτοί ανάλογο στόλο, με σκοπό να αποτρέψουν το σχέδιο των Ρωμαίων. Οι δύο στόλοι συναντήθηκαν στην Έγκωμη το 256 π.Χ.. Στη ναυμαχία που ακολούθησε, οι Καρχηδόνιοι ηττήθηκαν και πάλι, χάνοντας ένα μεγάλο μέρος του στόλου. Οι περισσότερες από τις απώλειες των Καρχηδονίων αφορούσαν αιχμαλωτισμένα πλοία και όχι βυθισμένα, χάρη στον κόρακα των Ρωμαίων.

Ο Πόλεμος στην Αφρική

Μετά από ένα σύντομο διάστημα αναδιοργάνωσης, οι Ρωμαϊκές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στην Αφρική και μετά από σύντομη πολιορκία κατέκτησαν την πόλη Ασπίς νότια της Καρχηδόνας. Στην συνέχεια, με δυνάμεις που έφταναν περίπου τους 15.000 άνδρες, πολιόρκησαν και την πόλη Άδυτο. Οι Καρχηδόνιοι με 15.000 περίπου άνδρες έσπευσαν να τους αντιμετωπίσουν. Δέχτηκαν όμως αιφνιδιαστική επίθεση από τους Ρωμαίους και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν.

Οι Ρωμαίοι, προχωρώντας ακόμα πιο κοντά στην Καρχηδόνα, κατέλαβαν και την Τύνιδα, αναγκάζοντας έτσι τους Καρχηδόνιους να ζητήσουν συνθηκολόγηση. Οι όροι όμως που τέθηκαν από την Ρώμη ήταν πολύ σκληροί και περιελάμβαναν την εγκατάλειψη της Σικελίας και της Σαρδηνίας από την Καρχηδόνα, την διάλυση του πολεμικού της στόλου και την καταβολή πολεμικής αποζημίωσης και ετήσιας εισφοράς. Οι όροι αυτοί δεν έγιναν δεκτοί και οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν.

Τον επόμενο χρόνο, το 255 π.Χ., οι Καρχηδόνιοι, στην προσπάθειά τους να αναδιοργανωθούν, ενισχύθηκαν από μία δύναμη μισθοφόρων με αρχηγό τον Σπαρτιάτη Ξάνθιππο. Όπως και στην περίπτωση του Γύλιπου κατά την Σικελική εκστρατεία, έτσι και εδώ, ο Ξάνθιππος ήταν ο πρωτεργάτης της αναβάθμισης του καρχηδονιακού στρατού και της ανύψωσης του καταρρακωμένου ηθικού του. Με σκληρή εκπαίδευση κατόρθωσε να τον καταστήσει και πάλι αξιόμαχο και να νικήσει τους Ρωμαίους στην μάχη που ακολούθησε, απομακρύνοντας έτσι τον κίνδυνο από την Καρχηδόνα και τα Αφρικανικά παράλια.

Το Τέλος του Πολέμου

Μετά την ήττα στην Αφρική, οι Ρωμαίοι επικέντρωσαν τις προσπάθειές τους στην κατάληψη ολόκληρης της Σικελίας, την οποία δεν είχαν καταφέρει ακόμα, αν και είχαν περιορίσει κατά πολύ τους αντιπάλους τους.


Οι Καρχηδόνιοι, χάρη στο ανώτερο ναυτικό τους και στην δυνατότητα που αυτό τους παρείχε για ανεφοδιασμό και μεταφορά ενισχύσεων, είχαν κατορθώσει να παραμείνουν στη Σικελία, ελέγχοντας δυο, τις τελευταίες τους, μεγάλες βάσεις: το Λιλύβαιο και τα Δρέπανα στο δυτικό άκρο του νησιού. Οι Ρωμαίοι πολιόρκησαν το Λιλύβαιο, αλλά καθώς δεν μπορούσαν να το αποκλείσουν συστηματικά από την θάλασσα, δεν κατόρθωσαν να το καταλάβουν έως το 241 π.Χ., οπότε και τελείωσε ο πόλεμος.

Επίσης, προσπάθησαν να καταστρέψουν την ναυτική βάση των Δρεπάνων, αλλά χάρη στην παρέμβαση του καρχηδονιακού στόλου, το εγχείρημα απέτυχε. Οι Καρχηδόνιοι επιχείρησαν να πάρουν την πρωτοβουλία στέλνοντας μια στρατιωτική δύναμη υπό τον Αμίλκα Βάρκα, πατέρα του Αννίβα, η οποία όμως περιορίστηκε σε επιδρομές στο δυτικό τμήμα του νησιού χωρίς να καταφέρει κάτι ουσιαστικό.

Η αρχή του τέλους ήταν η απόφαση των Ρωμαίων, το 243 π.Χ., να επαναλάβουν την ναυπήγηση ισχυρού ναυτικού, ώστε να εκμηδενίσουν το κύριο όπλο των Καρχηδονίων, το ναυτικό τους, και να τους αναγκάσουν να συνθηκολογήσουν. Η αποφασιστική ναυμαχία δόθηκε το 241 π.Χ. στα δυτικά παράλια της Σικελίας. Οι Καρχηδόνιοι ηττήθηκαν στη ναυμαχία, χάνοντας μεγάλο μέρος του στόλου τους, το οποίο δεν επιχείρησαν να αναπληρώσουν, καθώς μετά 20 και πλέον χρόνια πολέμου οι οικονομικές τους δυνατότητες ήταν περιορισμένες.

Αποδέχτηκαν λοιπόν την ήττα τους και τους όρους των Ρωμαίων, οι οποίοι περιλάμβαναν την καταβολή πολεμικής αποζημίωσης και, το κυριότερο, την εγκατάλειψη της Σικελίας. Οι Ρωμαίοι είχαν επικρατήσει, πετυχαίνοντας πλήρως τους στόχους τους: την κατάληψη της Σικελίας και την απομάκρυνση της Καρχηδονιακής απειλής. Αυτό που δεν γνώριζαν εκείνη την στιγμή ήταν ότι 25 χρόνια αργότερα θα πλήρωναν βαρύ τίμημα για τη σκληρότητα και την αδιαλλαξία που επέδειξαν.


Β΄ Ρωμαιο-Καρχηδονιακός Πόλεμος

O Β' Καρχηδονιακός πόλεμος έγινε μεταξύ της Ρώμης και της Καρχηδόνας και διήρκεσε από το 218 π.Χ. έως το 202 π.Χ..

Μεσοπόλεμος

Ως μεσοπόλεμος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί άτυπα το διάστημα μεταξύ του Α' και του Β' καρχηδονιακού πολέμου, δηλαδή το διάστημα μεταξύ του 241 π.Χ. και του 219 π.Χ.. Κατά το διάστημα αυτό και αμέσως μετά το τέλος του πρώτου πολέμου, το 241 π.Χ., οι Καρχηδόνιοι αντιμετώπισαν την εξέγερση των μισθοφόρων. 

Επρόκειτο για την εξέγερση ενός σώματος μισθοφόρων, το οποίο με την εγκατάλειψη της Σικελίας, στην οποία στάθμευαν, μεταφέρθηκε στην Αφρικανική ακτή. Εκεί εξεγέρθηκαν, πιθανότατα λόγω της καθυστέρησης των Καρχηδονίων στην καταβολή των μισθών τους, και πολιόρκησαν την ίδια την πόλη της Καρχηδόνας. Οι Καρχηδόνιοι αντεπιτέθηκαν και τους έδιωξαν και μέχρι το 237 π.Χ. κατάφεραν να καταπνίξουν τελείως την εξέγερση.

Από το 237 π.Χ. ξεκίνησε η προσπάθεια των Καρχηδονίων, υπό τον Αμίλκα Βάρκα, αναπλήρωσης των εδαφών που χάθηκαν στον πρώτο πόλεμο και η στρατιωτική και οικονομική αναδιοργάνωση της Καρχηδόνας. Η προσπάθεια αυτή επικεντρώθηκε στα ισπανικά παράλια. Έως το 220 π.Χ., οι Καρχηδόνιοι με στρατηγό τον Αμίλκα κατόρθωσαν να θέσουν υπό την κυριαρχία τους όλη την νότια Ιβηρική χερσόνησο, με πρωτεύουσα της περιοχής την πόλη της Νέας Καρχηδόνας. 

Οι περιοχές αυτές ήταν πλούσιες σε μεταλλεύματα, αλλά κυρίως προσέφεραν στους Καρχηδόνιους άφθονο ανθρώπινο δυναμικό. Οι Καρχηδόνιοι το εκμεταλλεύτηκαν αυτό και προχώρησαν κατά την διάρκεια του πολέμου σε εκτεταμένες στρατολογήσεις πολεμιστών από τις τοπικές φυλές.


Οι σχέσεις με τους Ρωμαίους είχαν επανέλθει περίπου στα ίδια επίπεδα με αυτές πριν το 264 π.Χ., αφού οι τελευταίοι δεν είχαν ζωτικά συμφέροντα στην Ιβηρική και είχαν υιοθετήσει μια μετριοπαθή στάση απέναντι στους Καρχηδόνιους, αποδεχόμενοι την παρουσία τους στην Ισπανία. Μάλιστα, οι δυο πόλεις είχαν επέλθει σε συμφωνία, θέτοντας ως σύνορο των δύο δυνάμεων στην περιοχή τον ποταμό Έβρο στην βορειοανατολική Ισπανία.

Αίτια και Αφορμές

Βλέποντας οι Ρωμαίοι την συνεχή αύξηση της ισχύος της Καρχηδόνας στην περιοχή, ανησύχησαν και αποφάσισαν να αναθεωρήσουν την μετριοπαθή πολιτική τους και να θέσουν εμπόδια στην περαιτέρω εξάπλωση της Καρχηδόνας. Η ευκαιρία δόθηκε, όταν σε μια πόλη νότια του ποταμού Έβρου, το Σαγούντο, η φιλορωμαϊκή παράταξη ζήτησε την βοήθεια της Ρώμης σε μία διαμάχη που είχε με την φιλοκαρχηδονική παράταξη. Οι Ρωμαίοι επενέβησαν δυναμικά και οι αντίπαλοι πολιτικοί διώχθηκαν από την πόλη.

Από την πλευρά των Καρχηδονίων, την διοίκηση των δυνάμεών τους στην Ισπανία είχε αναλάβει από το 221 π.Χ. ο Αννίβας. Αυτός, μεγαλωμένος με τις ιδέες του πατέρα του, Αμίλκα, περί αιώνιου μίσους κατά των Ρωμαίων, έθεσε σε εφαρμογή το φιλόδοξο σχέδιο που είχε συλλάβει: την καταστροφή της ίδιας της Ρώμης. Για να γίνει αυτό όμως έπρεπε να ολοκληρωθεί η κατάκτηση της Ισπανίας. Έτσι, το 219 π.Χ., εκμεταλλευόμενος άλλη μια εσωτερική διαμάχη στο Σαγούντο, πολιόρκησε την πόλη και μετά από οκτάμηνη πολιορκία την κατέλαβε. 

Αμέσως από τους Ρωμαίους στάλθηκε πρεσβεία στην Καρχηδόνα απαιτώντας εξηγήσεις για την πράξη αυτήν και την παράδοση του Αννίβα. Οι Καρχηδόνιοι όμως έδειξαν την υποστήριξη στον στρατηγό τους, αρνούμενοι να τον παραδώσουν. Μάλιστα, αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν την συνθήκη με την οποία καθοριζόταν το σύνορο των σφαιρών επιρροής των δυο πόλεων στον ποταμό Έβρο. Επίσης, από το 219 π.Χ. σταμάτησαν να καταβάλουν την ετήσια πολεμική αποζημίωση, η οποία αποτελούσε όρο της συμφωνίας ειρήνης το 241 π.Χ..

Η θρασύτητα των Ρωμαίων οι οποίοι χωρίς κανένα πρόσχημα απαίτησαν την παράδοση του Αννίβα σε συνδυασμό με την αυξανόμενη ισχύ της Καρχηδόνας έκαναν αναπόφευκτη μια δεύτερη σύγκρουση των δυο υπερδυνάμεων. Μετά την άλωση του Σαγούντου ο Αννίβας αποσύρθηκε στην έδρα των Ιβηρικών κτήσεων ,Νέα Καρχηδόνα, για να προετοιμάσει την εκστρατεία εναντίον της Ρώμης.

 
Ο συσχετισμός των ναυτικών δυνάμεων καθιστούσε απαγορευτική μια προσέγγιση από την θάλασσα. Απέμενε μόνο ο μακρύς δρόμος από την στεριά. Εγχείρημα όμως το οποίο είχε πολλές δυσκολίες. Αφενός ο στρατός του Αννίβα θα έπρεπε να διασχίσει εχθρικές περιοχές στη Γαλατία, αφετέρου απομακρυνόμενος από την ιβηρική έχανε και τις βάσεις ανεφοδιασμού του. Τέλος υπήρχε και το ανυπέρβλητο ,μέχρι τότε τουλάχιστον ,εμπόδιο των Άλπεων, φυσικό οχυρό της Ιταλίας.

Την ικανότητα του αντιπάλου τους διαπίστωσαν οι Ρωμαίοι στην πρώτη μεγάλη μάχη που συνήψαν με τους Καρχηδόνιους (Δεκ. 218 π.Χ.) στον ποταμό Τρεβία. Οι Ρωμαίοι υπέστησαν δεινή ήττα• οι 10.000 περίπου λεγεωνάριοι, που σώθηκαν, με κόπο κατόρθωσαν να διαφύγουν στα οχυρά της Πλακεντίας. Σημαντικές απώλειες είχε και ο Αννίβας χάνοντας πολλούς εμπειροπόλεμους στρατιώτες και όλους τους ελέφαντες, εκτός από ένα.

Μάχη του Ποταμού Τρεβία (218 π.Χ.)

Η Μάχη του ποταμού Τρεβία ήταν η πρώτη μεγάλη μάχη του Β' Καρχηδονιακού Πολέμου και έλαβε χώρα στις 18 Δεκεμβρίου του 218 π.Χ. μεταξύ των Καρχηδονιακών δυνάμεων του Αννίβα και της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας. Μετά την αποφασιστική επιτυχία του Αννίβα στην πολιορκία της Ρωμαϊκής πόλης Σαγούντο που είχε ως αποτέλεσμα την Καρχηδονιακή κυριαρχία στην Ιβηρική χερσόνησο ο Καρχηδόνιος στρατηγός έχοντας δημιουργήσει ένα ισχυρό στράτευμα διέσχισε τα Πυρηναία και τις Άλπεις καταφέρνοντας να εισβάλει στην Ιταλία με σκοπό την καταστροφή της Ρώμης με αποτέλεσμα η Καρχηδόνα να ανακτήσει την ηγεμονία στην Μεσόγειο θάλασσα. 

Ο Αννίβας μετά από μια αποτελεσματική νίκη στην Μάχη του Τικίνιου συμμάχησε με τις Γαλατικές φυλές με σκοπό να προσαρτήσει χιλιάδες Γαλάτες πολεμιστές στον στρατό του με αποτέλεσμα η κυριαρχία της Ρώμης στην Βόρεια Ιταλία να τερματιστεί κάτι που οδήγησε στην Μάχη του Τρέβια μια από τις πιο μελανές σελίδες στην στρατιωτική ιστορία της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας.

Στρατηγικό Πλαίσιο

Ο Αννίβας μετά τη δολοφονία του γαμπρού το Ασδούρβα του Μεγαλοπρεπή ανακηρύχθηκε διοικητής των Καρχηδονιακών στρατευμάτων στην Ιβηρική χερσόνησο με σκοπό την κατάληψη ολόκληρης της Ιβηρικής χερσονήσου. Έτσι πολιόρκησε τη Ρωμαϊκή πόλη Σαγούντο με αποτέλεσμα την έναρξη του Β΄ Καρχηδονιακού Πολέμου. Έτσι μετά από οχτώ μήνες σκληρής πολιορκίας τα τείχη του Σαγούντου έπεσαν με αποτέλεσμα την καταστροφή της πόλης.

 
Ο Αννίβας μετά την επιτυχία στο Σαγούντο αποφάσισε να μεταφέρει τον πόλεμο στην Ιταλία με σκοπό την απόσπαση Ρωμαϊκών στρατευμάτων από την Σικελία με αποτέλεσμα την ανακατάληψη του νησιού κάτι που θα οδηγούσε την Καρχηδόνα σε θαλάσσια κυριαρχία.

Με ένα ισχυρό στράτευμα που αποτελούνταν από 40.000 πεζικό 10.000 ιππικό και 47 ελέφαντες περνά τα Πυρηναία και μετά από δυο μήνες εξαντλητικής πορείας κατέφθασε στο λιμάνι της Μασσαλίας όπου συναντά ένα μικρό εκστρατευτικό σώμα δυο λεγεώνων υπό τον Κορνήλιο Σκιπίωνα (θείος του Σκιπίωνα του Αφρικανού) με σκόπο την αναχαίτιση του στρατεύματός του και την κάμψη του ηθικού των Καρχηδονίων στρατιωτών. 

Ο Αννίβας αποφάσισε να αποφύγει τη σύγκρουση με αποτέλσμα να αναγκαστεί να διασχίσει τις Άλπεις, κάτι που οδήγησε στον χαμό του 1/5 του στρατού του. Ο Καρχηδόνιος στρατηγός γνώριζε ότι η πράξη αυτή θα του κόστιζε και είχε δημιουργήσει σχέδιο για να αναπληρώσει τις απώλειές του το οποίο βασιζόταν στους ελέφαντές του οι οποίοι ελέφαντες έφεραν πάταγο στη βόρεια Ιταλία με αποτέλεσμα οι Γαλάτες της περιοχής να συμμαχήσουν μαζί του. 

Έτσι τον Δεκέμβριο του 218 π.Χ. η δύναμη του Αννίβα αποτελούταν από 40.000 στρατιώτες. Η Ρώμη έχοντας ηττηθεί στον ποταμό Τικίνιο όπου ο Σιπίωνας τραυματίστηκε πολύ άσχημα και αντικαθίσταται από τον Τιβέριο Σεμπρώνιο Λόγκο αποσπώντας τα στρατεύματα της Σικελίας στέλνοντας μια δύναμη 40.000 στρατιωτών για να διώξουν οριστικά τον Αννίβα από την βόρεια Ιταλία.
 
Η Μάχη

Τον Δεκέμβριο του 218 π.Χ.  ένας άριστα οργανωμένος Ρωμαϊκός στρατός είχε σταλεί από τη Ρωμαϊκή σύγκλητο για να διώξει τον Αννίβα Βάρκα από την χερσόνησό του. Οι Ρωμαίοι στρατοπεδεύουν στις όχθες του ποταμού Τρέβια αντικρίζοντας από την απέναντι όχθη τα στρατεύματα του Αννίβα. Την αυγή ο Αννίβας αποφασίζει να προσαρτήσει σε μια παγίδα τον ανυπόμονο Ρωμαίο στρατηγό στέλνοντας 2.000-3.000 ιππείς στο Ρωμαϊκό στρατόπεδο με αποτέλεσμα να προκληθεί σύγχυση στο Ρωμαϊκό στράτευμα.

 
Ο στρατηγός Σεμπρόνιος έγινε έξαλλος και διατάζει ολόκληρο το στράτευμα να περάσει τον ποταμό ένα από τα σημαντικότερα σφάλματα που του κόστισε την μάχη διότι ήταν Δεκέμβριος με αποτέλεσμα τα νερά του ποταμού να ήταν παγωμένα και οι Ρωμαίοι στρατιώτες να χάσουν τη μαχητική τους ικανότητα. Ο Αννίβας είχε εκμεταλλευτεί την σύγχυση κρύβοντας το υπόλοιπο ιππικό του σε βάλτους στα νώτα του Ρωμαϊκού στρατεύματος. Οι στρατιώτες του Αννίβα περίμεναν ξεκούραστοι τους απροετοίμαστους Ρωμαίους λεγεωνάριους. 

Οι Ρωμαίοι παρατάχθηκαν σε σχηματισμό σκακιέρα με αποτέλεσμα το Ρωμαϊκό ιππικό να ήταν απροστάτευτο, έτσι έστειλε τους ελέφαντές του και το ιππικό που είχε κρύψει στους βάλτους με αποτέλεσμα να τρέψει το Ρωμαϊκό ιππικό σε φυγή. Το Καρχηδονιακό πεζικό επιτίθεται στα πλάγια του Ρωμαϊκού στρατού και τον διαλύει. Ο υπόλοιπος στρατός προσπαθεί να ξεφύγει, όμως σφαγιάστηκε από το Καρχηδονιακό ιππικό ενώ οι υπόλοιποι πνίγηκαν στον ποταμό. Ο Αννίβας πέτυχε έναν ολοκληρωτικό θρίαμβο που θα του χάριζε την κυριαρχία στην Βόρεια Ιταλία.

Οι Απώλειες

Οι Ρωμαϊκές απώλειες ήταν τρομερές. 30.000 άνδρες βρίσκονταν στο έλεος των Καρχηδονίων ενώ 10.000 τραυματισμένοι και κουρασμένοι κατάφεραν να ξεφύγουν πετώντας όμως τις πανοπλίες τους και τα όπλα τους. Οι Καρχηδόνιοι έχασαν 4.000-5.000 άνδρες χάνοντας όμως 36 ελέφαντες.

Μάχη της Λίμνης Τρασιμένης (217 π.Χ.)

Η μάχη της λίμνης Τρασιμένης αποτέλεσε άλλη μια αποφασιστική νίκη του Αννίβα Βάρκα ο οποίος εισέβαλλε στην Ιταλία για υποτάξει την παντοδύναμη Ρώμη. Μετά από την νίκη στον ποταμό Τρέβια η σύγκλητος δημιούργησε μια νέα στρατιά αποτελούμενη από 4 νέες λεγεώνες με αρχηγό τον Γάιο Φλαμίνιο. Η στρατιά αυτή έπαθε ολοκληρωτική καταστροφή στις όχθες της λίμνης Τρασιμένης και ο Γάιος Φλαμίνιος σκοτώθηκε. Ο Αννίβας μπορούσε επιτέλους να υποτάξει την Ρώμη αλλά αποφάσισε να ανακόψει την περιοχή που αποτελούσε τον εφοδιασμό της Ρώμης από τρόφιμα, την πεδιάδα των Καννών.

Πριν την Μάχη

Μετά την ήττα του Τιβέριου Σεμπρόνιου Λόγγου στον Τρέβια ποταμό η σύγκλητος εκλέγει δύο νέους ύπατους τον Σερβίλιο Γεμίνιο και τον Γάιο Φλαμίνιο. Αυτοί οι δύο ύπατοι είχαν ώς αποστολή να καταστρέψουν τον Αννίβα και να τον διώξουν από την Ιταλία. Έτσι συγκέντρωσαν περίπου 20.000 άνδρες για να τον αντιμετωπίσουν.

 
Ο Ρωμαϊκός στρατός κινήθηκε προς την πόλη Αριμίνουμ και οχυρώθηκε εκεί. Ο Αννίβας περνά τους βάλτους 7 χιλιόμετρα από το Αριμίνουμ και καίει την πεδιάδα της Τοσκάνης. Όμως, αντί να επιτεθεί στα τείχη της πόλης απλώς κάθεται και χλευάζει το θάρρος του Ρωμαίου στρατηγού και του στρατού του. Ο Φλαμίνιος αποφασίζει να τον αντιμετωπίσει σε ανοιχτό πεδίο.

Η Μάχη

Ο Γάιος Φλαμίνιος αφού παρακολούθησε την λεηλασία της ρωμαϊκής υπαίθρου από το στράτευμα του Αννίβα αποφάσισε να δώσει ένα τέλος και να τον αντιμετωπίσει σε ανοιχτή μάχη. Ο Αννίβας καταδιώχθηκε από τον Ρωμαϊκό στρατό σε όλη την πεδιάδα της Τοσκάνης αλλά τελικά ο εφυής Καρχηδόνιος στρατηγός αποφάσισε να πολεμήσει στις όχθες της λίμνης Τρασιμένης η οποία ήταν περικυκλωμένη από λόφους με πυκνή βλάστηση και με συνεχή ομίχλη. 

Έτσι έστησε ένα ψεύτικο στρατόπεδο οπού τοποθέτησε μια φρουρά 6.000 στρατιωτών ενώ τους υπόλοιπους τους έκρυψε στους γύρω λόφους. Η εμπροσθοφυλακή του Φλαμίνιου είδε τις φωτιές του στρατοπέδου και διατάχθηκε να επιτεθεί εκεί ενώ ο υπόλοιπος στρατός θα στρατοπέδευε στις όχθες της λίμνης. Η λεγεώνα που στάλθηκε περίμενε τους στρατιώτες του Αννίβα απροετοίμαστους για μάχη με απότελεσμα την εύκολη καταστροφή τους. 

Όμως οι Καρχηδόνιοι ήταν έτοιμοι και μάλιστα τους επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά! Κατά την διάρκεια της αψιμαχίας όμως οι δυνάμεις του Αννίβα έκαναν μια ψεύτικη υποχώρηση παρασύροντας τους ανυποψίαστους Ρωμαίους αλλά τότε μέσα από την πυκνή ομίχλη ξεπρόβαλε ολόκληρος ο καρχηδονιακός στρατός ο οποίος τους επιτέθηκε και τους έτρεψε σε φυγή. Ο Αννίβας μετά την επιτυχία του διέταξε μαζική επίθεση στο υπόλοιπο Ρωμαϊκό στρατό ο οποίος δεν ήταν έτοιμος για μάχη, δεν είχε σχηματισμό μάχης και οι λεγεώνες ήταν αποδιορανωμένες. 

Οι Καρχηδόνιοι στρατιώτες τους επιτέθηκαν, τους περικυκλώσαν και τους υποχρέωσαν σε ταπεινωτική ήττα. Η μάχη τελείωσε μέσα σε τρείς ώρες και άλλος ένας Ρωμαϊκός στρατός είχε καταστραφεί. Από τους 20.000 στρατιώτες οι 15.000 έπεσαν νεκροί. Οι Καρχηδονιακές απώλειες ανήλθαν στους 1.500 στρατιώτες.

 
Οι Απώλειες

Ο απροετοίμαστος στρατός των Ρωμαίων έπαθε ολοκληρωτική καταστροφή. Τα 3/4 της Ρωμαϊκής στρατιάς χάθηκαν δηλαδή περίπου 15.000 άνδρες. Ο Καρχηδονιακός στρατός έχασε 1.500 στρατιώτες. Μετά από την ολοκληρωτική νίκη του Αννίβα η Ρωμαϊκή σύγκλητος αποφάσισε να τοποθετήσει στην εξουσία έναν δικτάτορα, το Φλάβιο Μάξιμο ο οποίος εφάρμοσε την στρατηγική της "Καμένης Γής" για έξι μήνες όπου και έληξε η θητεία του! Αργότερα οι Ρωμαίοι κινητοποιήσαν έναν τεράστιο στρατό ο οποίος καταστράφηκε ολοκληρωτικά στην γνωστή μάχη των Καννών.

Φωτογραφικό Υλικό


* ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ: ΜΕΡΟΣ Β'