Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ἰλιάς (12.329-12.399)

Ὣς ἔφατ᾽, οὐδὲ Γλαῦκος ἀπετράπετ᾽ οὐδ᾽ ἀπίθησε·
330 τὼ δ᾽ ἰθὺς βήτην Λυκίων μέγα ἔθνος ἄγοντε.
τοὺς δὲ ἰδὼν ῥίγησ᾽ υἱὸς Πετεῶο Μενεσθεύς·
τοῦ γὰρ δὴ πρὸς πύργον ἴσαν κακότητα φέροντες.
πάπτηνεν δ᾽ ἀνὰ πύργον Ἀχαιῶν, εἴ τιν᾽ ἴδοιτο
ἡγεμόνων, ὅς τίς οἱ ἀρὴν ἑτάροισιν ἀμύναι·
335 ἐς δ᾽ ἐνόησ᾽ Αἴαντε δύω, πολέμου ἀκορήτω,
ἑσταότας, Τεῦκρόν τε νέον κλισίηθεν ἰόντα,
ἐγγύθεν· ἀλλ᾽ οὔ πώς οἱ ἔην βώσαντι γεγωνεῖν·
τόσσος γὰρ κτύπος ἦεν, ἀϋτὴ δ᾽ οὐρανὸν ἷκε,
βαλλομένων σακέων τε καὶ ἱπποκόμων τρυφαλειῶν
340 καὶ πυλέων· πᾶσαι γὰρ ἐπώχατο, τοὶ δὲ κατ᾽ αὐτὰς
ἱστάμενοι πειρῶντο βίῃ ῥήξαντες ἐσελθεῖν.
αἶψα δ᾽ ἐπ᾽ Αἴαντα προΐει κήρυκα Θοώτην·
«ἔρχεο, δῖε Θοῶτα, θέων Αἴαντα κάλεσσον,
ἀμφοτέρω μὲν μᾶλλον· ὃ γάρ κ᾽ ὄχ᾽ ἄριστον ἁπάντων
345 εἴη, ἐπεὶ τάχα τῇδε τετεύξεται αἰπὺς ὄλεθρος.
ὧδε γὰρ ἔβρισαν Λυκίων ἀγοί, οἳ τὸ πάρος περ
ζαχρηεῖς τελέθουσι κατὰ κρατερὰς ὑσμίνας.
εἰ δέ σφιν καὶ κεῖθι πόνος καὶ νεῖκος ὄρωρεν,
ἀλλά περ οἶος ἴτω Τελαμώνιος ἄλκιμος Αἴας,
350 καί οἱ Τεῦκρος ἅμα σπέσθω τόξων ἐῢ εἰδώς.»
Ὣς ἔφατ᾽, οὐδ᾽ ἄρα οἱ κῆρυξ ἀπίθησεν ἀκούσας,
βῆ δὲ θέειν παρὰ τεῖχος Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων,
στῆ δὲ παρ᾽ Αἰάντεσσι κιών, εἶθαρ δὲ προσηύδα·
«Αἴαντ᾽, Ἀργείων ἡγήτορε χαλκοχιτώνων,
355 ἠνώγει Πετεῶο διοτρεφέος φίλος υἱὸς
κεῖσ᾽ ἴμεν, ὄφρα πόνοιο μίνυνθά περ ἀντιάσητον,
ἀμφοτέρω μὲν μᾶλλον· ὃ γάρ κ᾽ ὄχ᾽ ἄριστον ἁπάντων
εἴη, ἐπεὶ τάχα κεῖθι τετεύξεται αἰπὺς ὄλεθρος·
ὧδε γὰρ ἔβρισαν Λυκίων ἀγοί, οἳ τὸ πάρος περ
360 ζαχρηεῖς τελέθουσι κατὰ κρατερὰς ὑσμίνας.
εἰ δὲ καὶ ἐνθάδε περ πόλεμος καὶ νεῖκος ὄρωρεν,
ἀλλά περ οἶος ἴτω Τελαμώνιος ἄλκιμος Αἴας,
καί οἱ Τεῦκρος ἅμα σπέσθω τόξων ἐῢ εἰδώς.»
Ὣς ἔφατ᾽, οὐδ᾽ ἀπίθησε μέγας Τελαμώνιος Αἴας.
365 αὐτίκ᾽ Ὀϊλιάδην ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«Αἶαν, σφῶϊ μὲν αὖθι, σὺ καὶ κρατερὸς Λυκομήδης,
ἑσταότες Δαναοὺς ὀτρύνετον ἶφι μάχεσθαι·
αὐτὰρ ἐγὼ κεῖσ᾽ εἶμι καὶ ἀντιόω πολέμοιο·
αἶψα δ᾽ ἐλεύσομαι αὖτις, ἐπὴν εὖ τοῖς ἐπαμύνω.»
370 Ὣς ἄρα φωνήσας ἀπέβη Τελαμώνιος Αἴας,
καί οἱ Τεῦκρος ἅμ᾽ ᾖε κασίγνητος καὶ ὄπατρος·
τοῖς δ᾽ ἅμα Πανδίων Τεύκρου φέρε καμπύλα τόξα.
εὖτε Μενεσθῆος μεγαθύμου πύργον ἵκοντο
τείχεος ἐντὸς ἰόντες, ἐπειγομένοισι δ᾽ ἵκοντο,
375 οἱ δ᾽ ἐπ᾽ ἐπάλξεις βαῖνον ἐρεμνῇ λαίλαπι ἶσοι
ἴφθιμοι Λυκίων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες·
σὺν δ᾽ ἐβάλοντο μάχεσθαι ἐναντίον, ὦρτο δ᾽ ἀϋτή.
Αἴας δὲ πρῶτος Τελαμώνιος ἄνδρα κατέκτα,
Σαρπήδοντος ἑταῖρον, Ἐπικλῆα μεγάθυμον,
380 μαρμάρῳ ὀκριόεντι βαλών, ὅ ῥα τείχεος ἐντὸς
κεῖτο μέγας παρ᾽ ἔπαλξιν ὑπέρτατος· οὐδέ κέ μιν ῥέα
χείρεσσ᾽ ἀμφοτέρῃς ἔχοι ἀνὴρ οὐδὲ μάλ᾽ ἡβῶν,
οἷοι νῦν βροτοί εἰσ᾽· ὁ δ᾽ ἄρ᾽ ὑψόθεν ἔμβαλ᾽ ἀείρας,
θλάσσε δὲ τετράφαλον κυνέην, σὺν δ᾽ ὀστέ᾽ ἄραξε
385 πάντ᾽ ἄμυδις κεφαλῆς· ὁ δ᾽ ἄρ᾽ ἀρνευτῆρι ἐοικὼς
κάππεσ᾽ ἀφ᾽ ὑψηλοῦ πύργου, λίπε δ᾽ ὀστέα θυμός.
Τεῦκρος δὲ Γλαῦκον, κρατερὸν παῖδ᾽ Ἱππολόχοιο,
ἰῷ ἐπεσσύμενον βάλε τείχεος ὑψηλοῖο,
ᾗ ῥ᾽ ἴδε γυμνωθέντα βραχίονα, παῦσε δὲ χάρμης.
390 ἂψ δ᾽ ἀπὸ τείχεος ἆλτο λαθών, ἵνα μή τις Ἀχαιῶν
βλήμενον ἀθρήσειε καὶ εὐχετόῳτ᾽ ἐπέεσσι.
Σαρπήδοντι δ᾽ ἄχος γένετο Γλαύκου ἀπιόντος,
αὐτίκ᾽ ἐπεί τ᾽ ἐνόησεν· ὅμως δ᾽ οὐ λήθετο χάρμης,
ἀλλ᾽ ὅ γε Θεστορίδην Ἀλκμάονα δουρὶ τυχήσας
395 νύξ᾽, ἐκ δ᾽ ἔσπασεν ἔγχος· ὁ δ᾽ ἑσπόμενος πέσε δουρὶ
πρηνής, ἀμφὶ δέ οἱ βράχε τεύχεα ποικίλα χαλκῷ.
Σαρπηδὼν δ᾽ ἄρ᾽ ἔπαλξιν ἑλὼν χερσὶ στιβαρῇσιν
ἕλχ᾽, ἡ δ᾽ ἕσπετο πᾶσα διαμπερές, αὐτὰρ ὕπερθε
τεῖχος ἐγυμνώθη, πολέεσσι δὲ θῆκε κέλευθον.

***
Το εδέχθη ο Γλαύκος πρόθυμα, και αντάμα των Λυκίων
330 τον μέγαν κίνησαν λαόν· του Πετεώ το τέκνον
άμα τους είδε, ο Μενεσθεύς, επάγωσε· ότι επάνω
ορμούσαν εις τον πύργον του τον όλεθρον να φέρουν.
Και ολόγυρά του εκοίταζε να ιδεί των πολεμάρχων
κανέναν στην ανάγκην τους βοηθός αυτού να δράμει·
335 κι εγγύς είδε τους Αίαντας, λεοντόκαρδο ζευγάρι,
στον πύργον και από την σκηνήν τον Τεύκρον μόλις ήλθε·
αλλά βοήν δια ν᾽ ακουσθεί να σύρει δεν ημπόρει
ότ᾽ ήταν κτύπος πόφθανεν ως τ᾽ ουρανού τον θόλον,
οι ασπίδες ως εκρούοντο και οι περικεφαλαίες.
340 Και οι πύλες, ότ᾽ ήσαν κλειστές και οι Τρώες να τες σπάσουν
επροσπαθούσαν και με ορμήν κατόπιν να περάσουν.
Κι έστειλ᾽ ευθύς στον Αίαντα τον κήρυκα Θοώτην.
«Θοώτη, εδώ τον Αίαντα πετάξου να καλέσεις,
τους δύο μάλιστα· ότι αυτό θα ήταν σωτηρία,
345 ότι φρικτός αφανισμός σ᾽ ολίγο εδώ θα γίνει.
Θα πέσουν μ᾽ όλην την ορμήν οι Λύκιοι πολεμάρχοι
οπού στην μάχην λυσσεροί και πρώτοι εγνωρισθήκαν.
Αλλ᾽ αν και αυτού στον πόλεμον πολύ στενοχωρούνται,
μόνος ο Τελαμώνιος ας έλθει ο μέγας Αίας
350 και ο Τεύκρος εις το πλάγι του εξαίσιος τοξότης».
Είπε και δεν παράκουσεν ο κήρυξ εις τον λόγον,
των χαλκοφράκτων Αχαιών εδιάβηκε το τείχος,
εστήθη εμπρός στους Αίαντας και προς εκείνους είπε:
«Των χαλκοφράκτων Αχαιών ανδρείοι πολεμάρχοι,
355 ω Αίαντες, του Πετεώ το τέκνο αγαπημένο
ολίγο καν σας θέλει εκεί να δράμετε βοηθοί του,
και οι δύο μάλιστα· ότι αυτό θα ήταν σωτηρία·
ότι σ᾽ ολίγο αφανισμός φρικτός εκεί θα γίνει·
θα πέσουν μ᾽ όλην την ορμήν οι Λύκιοι πολεμάρχοι
360 οπού στην μάχην λυσσεροί και πρώτα εγνωρισθήκαν.
Αλλ᾽ αν κι εδώ στον πόλεμον πολύ στενοχωρείσθε,
μόνος ο Τελαμώνιος ας έλθει ο μέγας Αίας
και ο Τεύκρος εις το πλάγι του εξαίσιος εις το τόξον».
Και ο μέγας δεν αρνήθηκεν ο Τελαμώνιος Αίας,
365 και στον Οϊλιάδην έλεγε με λόγια φτερωμένα:
«Ω Αία, συ και ο σύντροφος ανδρείος Λυκομήδης
μείνετ᾽ εδώ τους Δαναούς να σπρώχνετε στην μάχην
κι εγώ πηγαίνω κει βοηθός σ᾽ εκείνον τον αγώνα·
και άμα τους φέρω ανάσασιν, ευθύς εδώ θα γύρω».
370 Τους είπε και ανεχώρησεν, κατόπιν ο αδελφός του
ο Τεύκρος, και το τόξον του βαστούσεν ο Πανδίων.
Και όταν του τείχους έφθασαν από το μέσα μέρος
στον πύργον οπού ο Μενεσθεύς κρατούσεν ο γενναίος,
κι έφθασαν στην ανάγκην τους, διότι των Λυκίων
375 οι μεγαλόψυχοι αρχηγοί κι εξαίσιοι πολεμάρχοι
στον προμαχών᾽ ανέβαιναν, ως μαύρη ανεμοζάλη.
Και άρχισαν αντιμέτωποι μ᾽ αλαλαγμόν την μάχην.
Και πρώτος άνδρα εφόνευσεν ο Τελαμώνιος Αίας
του Σαρπηδόνος σύντροφον, τον μέγαν Επικλήα.
380 Με τρανό μάρμαρο σκληρό που μες στο τείχος ήταν
στους προμαχώνες υψηλά· και δεν θα το βαστούσε
με τα δυο χέρια τωρινός θνητός εις τα καλά του·
και αυτός το σήκωσε υψηλά· στην περικεφαλαίαν
το ᾽ριξε και την άνοιξε κι εσύντριψε όλ᾽ αντάμα
385 της κεφαλής τα κόκαλα· και απ᾽ τον υψηλόν πύργον
έπεσε αυτός, ως βουτηχτής και εβγήκεν η ψυχή του.
Και ο Τεύκρος τον ανδράγαθον υιόν του Ιππολόχου
τον Γλαύκον, ως ανέβαινε το τείχος κι εγυμνώθη
το χέρι, τον ετόξευσε κι έπαυσε από την μάχην
390 και χάμου επήδησε κρυφά μη τους ιδεί κανένας
των Αχαιών και τες φωνές του βάλει που επληγώθη.
Σφόδρα ελυπήθη ο Σαρπηδών που είδε να φεύγει ο Γλαύκος.
Και όμως μ᾽ ορμήν πολεμικήν ευθύς τον Θεστορίδην
Αλκμάονα ελόγχισε και οπίσω το κοντάρι
395 ετράβηξε κι επίστομα κατόπιν εις την λόγχην
έπεσε αυτός κι εβρόντησαν επάνω τ᾽ άρματά του.
Κι έσυρε αυτός με τα βαριά του χέρια προμαχώνα
και όλον τον εκατέβασεν ώστ᾽ εγυμνώθη επάνω
το τείχος όλο και εις πολλούς πλατύν άνοιξε δρόμον.

Οι διαφορές της μητρικής και πατρικής αγάπης μέσα από τα μάτια του Έριχ Φρομ

Ο Έριχ Φρομ όταν μιλά εδώ για μητρική και για πατρική αγάπη, αναφέρεται στους «ιδεατούς τύπους» με την έννοια του Μαξ Βέμπερ ή σε αρχέτυπα με την έννοια του Γιουνγκ. Δεν συνεπάγεται δηλαδή ότι κάθε μητέρα και κάθε πατέρας αγαπούν τα παιδιά τους με αυτόν τον τρόπο.

Σχέση μητέρας - παιδιού

Το βρέφος, ήδη τη στιγμή της γέννησής του θα ένιωθε το φόβο του θανάτου, αν μια μοίρα χαριστική δεν το είχε στερήσει και από την παραμικρή ακόμη επίγνωση της αγωνίας που συνεπάγεται ο αποχωρισμός από τη μητέρα και το τέλος της ζωής του μέσα στη μήτρα.

Ακόμη και μετά τη γέννησή του, το βρέφος ελάχιστα διαφέρει σε σχέση με αυτό που ήταν πριν. Δεν είναι σε θέση να αναγνωρίσει αντικείμενα, δεν έχει συνείδηση ούτε του εαυτού του ούτε του κόσμου ως κάτι έξω από το ίδιο.

Δεν νιώθει, παρά τη θετική διέγερση της θαλπωρής και της τροφής, και ακόμη δεν διαχωρίζει καν τη θαλπωρή και την τροφή από την πηγή τους: τη μητέρα του.

Η μητέρα είναι θαλπωρή, η μητέρα είναι τροφή, η μητέρα είναι αυτή η κατάσταση της ευφορίας, η γεμάτη ικανοποίηση και ασφάλεια. Αυτή η κατάσταση είναι μια κατάσταση ναρκισσισμού -για να χρησιμοποιοήσουμε εδώ έναν φροϊδικό όρο.

Η μητρική αγάπη είναι μια άνευ όρων επιβεβαίωση της ύπαρξης και των αναγκών του παιδιού. Η επιβεβαίωση αυτή της ύπαρξης του παιδιού έχει δύο όψεις: η μία είναι η μέριμνα και η ευθύνη, απόλυτα αναγκαίες για την επιβίωση και την ανάπτυξη του παιδιού. Η άλλη όψη όμως προχωρεί πολύ πιο πέρα από την απλή επιβίωση.

Η άλλη όψη όμως προχωρεί πολύ πιο πέρα από την απλή επιβίωση. Είναι εκείνη η στάση που ενσταλάζει μέσα στο παιδί την αγάπη για τη ζωή, που το κάνει να αισθάνεται πως είναι ωραία που είναι ζωντανό, πως είναι ωραία να είναι αγόρι ή κορίτσι, πως είναι ωραία να βρίσκεται σε αυτή τη γη!

Σε αντίθεση προς την αδερφική και την ερωτική αγάπη, που είναι αγάπη μεταξύ ίσων, η σχέση μητέρας και παιδιού από την ίδια της τη φύση είναι μία σχέση ανισότητας, μία σχέση στην οποία το ένα μέρος χρειάζεται όλη τη βοήθεια και το άλλο την παρέχει.

Είναι χάρη σε αυτό τον αλτρουιστικό, ανιδιοτελή χαρακτήρα της που η μητρική αγάπη έχει θεωρηθεί ως το ανώτερο είδος αγάπης και ως ο ιερότερος συναισθηματικός δεσμός. Φαίνεται, όμως, ότι ο αληθινός άθλος της μητρικής αγάπης δεν βρίσκεται στην αγάπη της μητέρας για το βρέφος, αλλά στην αγάπη της για το παιδί που μεγαλώνει.

Η αλήθεια είναι πως η μεγάλη πλειοψηφία των μητέρων αγαπούν πραγματικά όσο το βρέφος είναι μικρό κι ακόμη απόλυτα εξαρτημένο από αυτές.

Οι περισσότερες γυναίκες επιθυμούν να αποκτήσουν παιδιά, είναι ευτυχισμένες με το νεογέννητό τους και γεμάτες λαχτάρα να το φροντίσουν. Κι αυτό ισχύει, παρότι οι ίδιες δεν «παίρνουν» από το παιδί τίποτα σε αντάλλαγμα, εκτός ίσως από ένα χαμόγελο ή μια έκφραση ικανοποίησης που βλέπουν στο πρόσωπό του.

Φαίνεται ότι αυτή η στάση της αγάπης είναι εν μέρει ριζωμένη σε ένα απόθεμα ενστίκτων που υπάρχει σε όλα τα θηλυκά στη φύση. Όποια όμως κι αν είναι η βαρύτητα αυτού του ενστίκτου, υπάρχουν και κάποιοι άλλοι ιδιαίτεροι ψυχολογικοί παράγοντες, αποκλειστικά ανθρώπινοι, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι γι' αυτό το είδος αγάπης.

Το ναρκισσιστικό στοιχείο της μητρικής αγάπης και η επιθυμία για κατοχή

Ένας από αυτούς μπορεί να εντοπιστεί στο ναρκισσιστικό στοιχείο της μητρικής αγάπης. Στο βαθμό που αισθάνεται ακόμη το βρέφος ως τμήμα του εαυτού της, η φροντίδα της και η παράφορη αγάπη της μπορεί να είναι μία ικανοποίηση του ναρκισσισμού της.

Ένα άλλο κίνητρο αυτής της αγάπης μπορεί να εντοπιστεί στην επιθυμία της μητέρας για δύναμη ή κατοχή. Το παιδί, καθώς είναι ανίσχυρο και υπόκειται ολοκληρωτικά στη δική της βούληση, θα μπορούσε να αποτελεί ένα ζωντανό αντικείμενο ικανοποίησης για μία γυναίκα κυριαρχική και κτητική.

Αλλά το παιδί πρέπει να μεγαλώσει. Πρέπει να αναδυθεί από τη μητρική μήτρα, να αποσπαστεί από το μητρικό στήθος, πρέπει τελικά να γίνει μία εντελώς ξεχωριστή ανθρώπινη ύπαρξη.

Η πιο αληθινή ουσία της μητρικής αγάπης είναι να μεριμνήσει για την ανάπτυξη του παιδιού, και αυτό σημαίνει πως η μητέρα πρέπει να επιθυμεί τον αποχωρισμό της από το παιδί.

Εδώ έγκειται και η βασική διαφορά από την ερωτική αγάπη. Στην ερωτική αγάπη, δυο άνθρωποι που μέχρι τότε ήταν διαχωρισμένοι γίνονται ένα. Στη μητρική αγάπη, δύο άνθρωποι που ήταν ένα διαχωρίζονται.

Το καθήκον της μητρικής αγάπης

Η μητέρα δεν πρέπει απλώς να ανεχτεί αλλά και να επιθυμεί και να υποστηρίζει την απομάκρυνση του παιδιού. Και δεν είναι παρά σε αυτό το στάδιο που η μητρική αγάπη γίνεται ένα τόσο δύσκολο έργο, ένα καθήκον που απαιτεί ανιδιοτέλεια, ικανότητα να δίνεις τα πάντα και να μην επιθυμείς τίποτε, πέρα από τη ευτυχία αυτού που αγαπάς.

Και είναι επίσης σε αυτό το στάδιο που πολλές μητέρες αποτυχαίνουν στο καθήκον τους της μητρικής αγάπης.

Η ναρκισσιστική, η αυταρχική, η κτητική γυναίκα μπορεί να πετύχει να είναι στοργική μητέρα, αλλά για όσο διάστημα το παιδί είναι βρέφος ή νήπιο.

Μόνο η γυναίκα που γνωρίζει αληθινά να αγαπά, η γυναίκα που είναι πιο ευτυχισμένη όταν δίνει παρά όταν παίρνει, που είναι στέρεα ριζωμένη στην ίδια τη δική της ύπαρξη, μπορεί να δίνει αγάπη όταν το παιδί βρίσκεται στο στάδιο της απομάκρυνσης.

Η μητρική αγάπη για το παιδί που μεγαλώνει, αγάπη που απολύτως τίποτα δεν επιθυμεί για τον εαυτό της, είναι ίσως το πιο δύσκολο είδος αγάπης που μπορεί να πετύχει κάποιος, αλλά και μερικές φορές το πιο απατηλό, εξαιτίας της φυσικής άνεσης με την οποία μία μητέρα αγαπά το βρέφος της.

Αλλά ακριβώς επειδή υπάρχει αυτή η δυσκολία που αναφέραμε παραπάνω, μία γυναίκα μπορεί να είναι μία μητέρα η οποία αγαπά πραγματικά, μόνο αν είναι σε θέση να αγαπά έτσι κι αλλιώς. Αν μπορεί να αγαπά το σύζυγό της, τα άλλα παιδία, τους ξένους, κάθε ανθρώπινη ύπαρξη.

Η γυναίκα που δεν είναι ικανή να αγαπήσει με αυτή την έννοια, μπορεί να είναι μία στοργική μητέρα όσο το παιδί είναι μικρό, αλλά δεν μπορεί να είναι μία μητέρα που αγαπά αληθινά -καθώς η αγάπη της δοκιμάζεται από την προθυμία της να υποστεί τον αποχωρισμό και να εξακολουθήσει να αγαπά και μετά από αυτόν.

Ανάπτυξη αντικειμένου αγάπης

Στενά συνδεδεμένη με την ανάπτυξη της ικανότητας για αγάπη είναι η ανάπτυξη του αντικειμένου της αγάπης. Τα πρώτα χρόνια της ζωής του παιδιού είναι αυτά στη διάρκεια των οποίων παραμένει πολύ στενά προσκολλημένο στη μητέρα του. Αυτό το δέσιμο αρχίζει πριν από τη στιγμή της γέννησης, όταν η μητέρα και το παιδί είναι ακόμη ένα, κι ας πρόκειται για δύο οντότητες. Η γέννηση του παιδιού αλλάζει αυτή την κατάσταση μόνο από κάποιες απόψεις, όχι όμως τόσο πολύ όσο φαίνεται αρχικά.

Το παιδί, το οποίο τώρα ζει έξω από τη μήτρα, εξακολουθεί να εξαρτάται απόλυτα από τη μητέρα του. Μέρα με τη μέρα όμως γίνεται όλο και περισσότερο ανεξάρτητο. Η σχέση με τη μητέρα του χάνει κάτι από τη ζωτική της σημασία, ενώ η σχέση με τον πατέρα γίνεται σταδιακά όλο και πιο σημαντική.

Προκειμένου να κατανοήσουμε αυτή τη μετατόπιση από τη μητέρα προς τον πατέρα, πρέπει να διερευνήσουμε τις ουσιώσεις ποιοτικές διαφορές ανάμεσα στη μητρική και στην πατρική αγάπη.

Η μητρική αγάπη, από την ίδια της τη φύση, είναι αγάπη άνευ όρων.

Η μητέρα αγαπά το νεογέννητο βρέφος επειδή είναι το παιδί της και όχι επειδή εκπλήρωσε κάποιο συγκεκριμένο όρο ή κάποια ιδιαίτερη προσδοκία της.

Η άνευ όρων αγάπη ανταποκρίνεται σε έναν από τους βαθύτερους πόθους όχι μόνο του παιδιού, αλλά και κάθε ανθρώπινου όντος.

Από την άλλη πλευρά, το να σε αγαπούν επειδή το κέρδισες με την αξία σου, επειδή το αξίζεις, αφήνει πάντοτε κάποια αμφιβολία: ίσως, αν δεν ευχαρίστησα το άτομο το οποίο θέλω να με αγαπά... ίσως αυτό κι ίσως εκείνο... και πάντα υπάρχει ο φόβος ότι η αγάπη μπορεί να εξαφανιστεί.

Ακόμη περισσότερο, η επάξια «κερδισμένη» αγάπη μάς αφήνει εύκολα το πικρό συναίσθημα ότι δεν μας αγαπούν για εμάς τους ίδιους, αλλά μόνο επειδή προκαλούμε ευχαρίστηση στο άτομο το οποίο μας αγαπά. Σε τελευταία ανάλυση είναι περισσότερο σαν να μας χρησιμοποιούν παρά σαν να μας αγαπούν.

Δεν είναι λοιπόν να απορεί κανείς που όλοι μας μένουμε προσκολλημένοι στον πόθο μας για μητρική αγάπη, όχι μόνο τα παιδιά αλλά και οι ενήλικες. Τα περισσότερα παιδιά είναι αρκετά τυχερά ώστε να δέχονται τη μητρική αγάπη. Για τους ενήλικες, η ίδια αυτή επιθυμία είναι πολύ πιο δύσκολη να εκπληρωθεί.

Στην πιο ικανοποιητική εξέλιξη των πραγμάτων, αυτή η επιθυμία παραμένει μία από τις συνιστώσες της φυσιολογικής ερωτικής αγάπης. Συχνά όμως βρίσκει έκφραση και διέξοδο σε διάφορες θρησκευτικές τάσεις και ακόμη πιο συχνά σε νευρωτικές καταστάσεις.

Η πατρική αγάπη

Η σχέση με τον πατέρα είναι εντελώς διαφορετική. Η μητέρα είναι το σπίτι απ' το οποίο προερχόμαστε, είναι η φύση, η γη, ο ωκεανός. Ο πατέρας δεν αντιπροσωπεύει μια τέτοιους είδους φυσική πατρίδα. Έχει μικρή σύνδεση με το παιδί κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του, και η σπουδαιότητα της παρουσίας του στη διάρκεια της πρώτης αυτής περιόδου δεν μπορεί να συγκριθεί με τη σπουδαίοτητας της παρουσίας της μητέρας.

Ενώ όμως ο πατέρας δεν αντιπροσωπεύει για το παιδί τον φυσικό κόσμο, αντιπροσωπεύει τον άλλο πόλο της ανθρώπινης ύπαρξης. Τον κόσμο της σκέψης, της τεχνολογίας, του νόμου και της τάξης, της πειθαρχίας, του ταξιδιού και της περιπέτειας.

Ο πατέρας είναι αυτός που διδάσκει το παιδί, που του δείχνει το δρόμο της ζωής.

Στενά συνδεδεμένη με αυτή τη λειτουργία είναι και μία άλλη, η οποία αφορά την κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη. Όταν καθιερώθηκε η ατομική ιδιοκτησία και ο θεσμός να κληρονομεί την πατρική περιουσία κάποιος από τους γιους, ο πατέρας άρχισε να προβληματίζεται σχετικά με το ποιος γιος ήταν ο πιο κατάλληλος για να τον κληρονομήσει.

Κι όπως είναι αυτονόητο, ο γιος που κληρονομούσε τελικά ήταν εκείνος τον οποίο ο πατέρας θεωρούσε ως τον καταλληλότερο για να τον διαδεχτεί. Με άλλα λόγια, το γιο που του έμοιαζε περισσότερο, το γιο στον οποίο είχε αδυναμία. Αυτού του είδους η πατρική αγάπη είναι αγάπη με όρους. Έχει αυτό το πρότυπο: «Σε αγαπώ επειδή πληροίς τις προσδοκίες μου, επειδή κάνεις το καθήκον σου, επειδή μου μοιάζεις».

Σε αυτή την υπό όρους πατρική αγάπη βρίσκουμε, όπως και στην άνευ όρων μητρική αγάπη, μία αρνητική και μία θετική όψη.

Η αρνητική όψη έγκειται στο ίδιο το γεγονός πως την πατρική αγάπη «πρέπει να την αξίζει» κανείς και ότι μπορεί να εξανεμιστεί αν το παιδί δεν εκπληρώσει κάποιες προσδοκίες. Στη φύση της πατρικής αγάπης οφείλεται το γεγονός ότι η υπακοή ανάγεται σε ύψιστη αρετή και η ανυπακοή γίνεται το χείριστο αμάρτημα - το οποίο τιμωρείται με την απώλεια της πατρικής αγάπης.

Η θετική όψη όμως είναι εξίσου σημαντική. Αφού η αγάπη του έχει όρους, τότε μπορώ να κάνω κάτι για να την κερδίσω, μπορώ να εργαστώ για να την αποκτήσω. Η δική του αγάπη δεν είναι έξω από τον έλεγχό μου όπως είναι η αγάπη της μητέρας μου.

Ο ρόλος της μητέρας και του πατέρα

Οι στάσεις του πατέρα και της μητέρας απέναντι στο παιδί ανταποκρίνονται στις ίδιες του τις ανάγκες. Το νήπιο χρειάζεται την άνευ όρων μητρική αγάπη και τη φροντίδα της, τόσο σε σωματικό όσο και σε ψυχολογικό επίπεδο. Μετά τα έξι του χρόνια, το παιδί αρχίζει να χρειάζεται την αγάπη του πατέρα του, την εξουσία και την καθοδήγησή του.

Ο ρόλος της μητέρας είναι να κάνει το παιδί να νιώσει ασφάλεια στη ζωή του, ο ρόλος του πατέρα είναι να το διδάξει, να το καθοδηγήσει όσον αφορά την αντιμετώπιση των προβλημάτων εκείνων με τα οποία το φέρνει αντιμέτωπο η συγκεκριμένη κοινωνία στην οποία γεννήθηκε.

Στην ιδανική περίπτωση, η αγάπη της μητέρας δεν προσπαθεί να εμποδίσει το παιδί να ωριμάσει, δεν προσπαθεί να θέσει ένα εμπόδιο στην ενηλικίωσή του. Η μητέρα θα πρέπει να έχει εμπιστοσύνη στη ζωή και συνεπώς να μην είναι υπερβολικά αγχώδης, ώστε να μην επηρεάζει το παιδί με το άγχος της.

Ένα κομμάτι της ίδιας της της ζωής θα πρέπει να είναι η επιθυμία της να γίνει το παιδί της ανεξάρτητο και τελικά να αποχωριστεί από αυτήν.

Η πατρική αγάπη θα πρέπει να καθοδηγείται από αρχές και προσδοκίες. Θα πρέπει συγχρόνως να είναι υπομονετική και ανεκτική και όχι απειλητική και αυταρχική.

Η πατρική αγάπη θα πρέπει να παρέχει στο παιδί που μεγαλώνει μία ολοένα αυξανόμενη αίσθηση ικανότητας και επάρκειας, μέχρι τελικά να το οδηγήσει να γίνει κύριος του εαυτού του και να απελευθερωθεί από την πατρική εξουσία.

Το ώριμο άτομο διαθέτει «μητρική» και «πατρική» συνείδηση

Τελικά, το ώριμο άτομο φτάνει στο σημείο να είναι το ίδιο μητέρα και πατέρας του εαυτού του. Διαθέτει πια «μητρική» και «πατρική» συνείδηση.

Η μητρική συνείδηση λέει: «Δεν υπάρχει κανένα σφάλμα, κανένα έγκλημα ακόμη, που να μπορεί να σε στερήσει από την αγάπη μου, από την επιθυμία μου να είσαι ζωντανός και ευτυχισμένος».

Η πατρική συνείδηση λέει: «Διέπραξες σφάλμα, δεν μπορείς τώρα να αποφύγεις κάποιες συνέπειες από το σφάλμα σου, και κυρίως πρέπει να αλλάξεις συμπεριφορά αν θέλεις να σε εκτιμώ».

Το ώριμο άτομο έχει απελευθερωθεί από τις εξωτερικές φιγούρες του πατέρα και της μητέρας και τους έχει τοποθετήσει σε μία συγκεκριμένη θέση μέσα του.

Σε αντίθεση με τη φροϊδική σύλληψη του «υπερεγώ», το ώριμο άτομο τοποθέτησε μέσα του τον πατέρα του και τη μητέρα του όχι ενσωματώνοντάς τους, αλλά κτίζοντας μία μητρική συνείδηση με θεμέλιο τη δική του λογική και δίκαιη κρίση.

Ακόμα περισσότερο, το ώριμο άτομο αγαπά συγχρόνως και με μητρική και με πατρική συνείδηση, παρά το γεγονός ότι αυτές οι δύο φαίνονται να αντιβαίνουν η μία στην άλλη.

Αν ο άνθρωπος μπορούσε να κρατήσει μόνο την πατρική συνείδηση, θα γινόταν σκληρός, ίσως και απάνθρωπος. Αν μπορούσε να κρατήσει μόνο τη μητρική του συνείδηση, θα ήταν επιρρεπής να χάσει την κρίση του και να γίνει εμπόδιο τόσο στην ίδια τη δική του ανάπτυξη όσο και στων άλλων.

Σε αυτή τη διαδικασία εξέλιξης από τη μητροκεντρική προς την πατροκεντρική προσκόλληση και στη σύνθεσή τους που τελικά προκύπτει, βρίσκεται το θεμέλιο της διανοητικής υγείας και της πετυχημένης πορείας ως την ωριμότητα. Σε μία πιθανή αποτυχία όμως αυτής της διαδικασίας βρίσκεται η βασική αιτία της νεύρωσης.

Νεύρωση και γονείς

Μία αιτία για την ανάπτυξη νεύρωσης ενδεχομένως να έγκειται στο γεγονός ότι ένα αγόρι είχε μια στοργική μητέρα, που όμως είναι είτε υπερβολικά ενδοτική είτε υπερβολικά αυταρχική μαζί του, κι έναν πατέρα με αδύναμο χαρακτήρα και αδιάφορο.

Σε αυτή την περίπτωση, το αγόρι μπορεί να εμείνει στην αρχική του προσκόλληση στη μητέρα του και να εξελιχθεί σε έναν ενήλικα ο οποίος θα είναι εξαρτημένος από τη μητέρα του, θα νιώθει ανίσχυρος και θα έχει τα χαρακτηριστικά του παθητικού ανθρώπου - δέκτη, δηλαδή θα νιώθει την ανάγκη να παίρνει από τους άλλους, να τον προστατεύουν και να τον φροντίζουν, ενώ θα του λείπουν οι πατρικές ιδιότητες -πειθαρχία, ανεξαρτησία και η ανικανότητα να πάρει τη ζωή του στα χέρια του.

Είναι πιθανό να αναζητά μία «Μητέρα» σε οποιοδήποτε πρόσωπο συναντά στη ζωή του, άλλοτε σε γυναίκες και άλλοτε σε άντρες που θα κατέχουν ισχύ και εξουσία.

Αν πάλι, από την άλλη πλευρά, η μητέρα είναι ψυχρή, αδιάφορη και αυταρχική, ενδέχεται το παιδί είτε να μεταφέρει στον πατέρα του και σε άλλες μεταγενέστερες πατρικές φιγούρες την ανάγκη του για μητρική προστασία -με αποτέλεσμα το τελικό αποτέλεσμα να είναι παρόμοιο με αυτό της προηγούμενης περίπτωσης- είτε να εξελιχθεί σε ένα άτομο μονόπλευρα προσανατολισμένο προς τον πατέρα, δοσμένο απόλυτα στις αρχές του νόμου, στην τάξη και στην εξουσία, στερημένο εξ ολοκλήρου από την ικανότητα να αποζητά και να αποδέχεται την άνευ όρων αγάπη.

Αυτού του είδους η εξέλιξη ενισχύεται ακόμη περισσότερο αν ο πατέρας είναι αυταρχικός και συγχρόνως έντονα προσκολλημένος στο γιο.

Εκείνο που είναι κοινό χαρακτηριστικό σε όλες αυτές τις νευρωτικές περιπτώσεις είναι ότι το ένα πρότυπο, το μητρικό ή το πατρικό, αποτυγχάνει να αναπτυχθεί, ή ακόμη -και αυτή είναι η περίπτωση των πιο σοβαρών νευρωτικών καταστάσεων- οι ρόλοι του πατέρα και της μητέρας συγχέονται, τόσο απέναντι στους άλλους όσο και μέσα στο ίδιο το άτομο.

Μία περαιτέρω έρευνα του θέματος ίσως να δείξει πως κάποιες μορφές νεύρωσης, όπως είναι η ιδεοψυχαναγκαστική νεύρωση, προκαλούνται από τη μονόπλευρη προσκόλληση του παιδιού στον πατέρα, ενώ άλλες μορφές, όπως είναι η υστερία, ο αλκοολισμός, η ανικανότητα να βάλει κάποιος τα όριά του και να αντιμετωπίσει τη ζωή με ρεαλιστικό τρόπο και η κατάθλιψη, προκαλούνται από τη μονόπλευρη επικέντρωση στη μητέρα

Έριχ Φρομ, Η τέχνη της αγάπης

Γιατί οι σχέσεις των ανθρώπων είναι δύσκολες;

Υπάρχουν περίοδοι όπου γίνεται μέσα μας ένας απολογισμός πράξεων, σκέψεων και καταστάσεων. Ο απολογισμός αυτός συνειδητά ή υποσυνείδητα γίνεται από όλες και όλους μας. Και το νευραλγικό, κομβικό σημείο, είναι η σχέση μας με τους άλλους και η σχέση μας τελικά με τον ίδιο μας τον εαυτό.

Πώς λειτουργούν οι σχέσεις;

Ας δούμε λοιπόν μαζί πώς μπορούμε να διαχειριστούμε αυτή την κατάσταση. Αρχικά είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε το πεδίο πάνω στο οποίο διαδραματίζεται η κατάσταση με τις ανθρώπινες σχέσεις. Είτε αυτές είναι ερωτικές, ή επαγγελματικές ή και συγγενικές ακόμα.

Πεδίο ορίζουμε τον χώρο όπου οι σχέσεις λαμβάνουν δράση. Και αυτό δεν είναι άλλο παρά η ίδια μας η ζωή. Η ζωή μας κινείται πάνω σε ενα μοτίβο εναλλασσόμενο μεταξύ της εξάρτησης - ανεξαρτησίας και αλληλεξάρτησης.

Όλοι μας αρχίζουμε τη ζωή μας ως βρέφη ολοκληρωτικά εξαρτημένα από άλλους. Μας τρέφουν, μας προσέχουν, μας κατευθύνουν και μας συντηρούν άλλοι. Χωρίς αυτή την φροντίδα δεν θα μέναμε στη ζωή, παρά για λίγες ώρες ή το πολύ για λίγες μέρες.

Περνώντας ο καιρός, σταδιακά, γινόμαστε ολοένα και περισσότερο ανεξάρτητοι, σωματικά, πνευματικά, συναισθηματικά αλλά και οικονομικά, μέχρι που τελικά, μπορούμε κατά βάση να φροντίσουμε τον εαυτό μας έχοντας αποκτήσει αυτοδιαχείριση και αυτοδυναμία.

Ζητήματα ανεξαρτησίας

Δεν είναι απαραίτητο ότι η πλήρης σωματική ωριμότητα μας εξασφαλίζει και τη συναισθηματική ωριμότητα. Εύκολα και κάπως επιπόλαια θεωρούμε ότι η ανεξαρτησία είναι πιο ώριμη από την εξάρτηση, αλλά δεν είναι το μέγιστο δυνατό. Η ανεξαρτησία αποτελεί μεγάλο επίτευγμα από μόνη της. Στην σύγχρονη κοινωνία όμως η έννοια της ανεξαρτησίας, δυστυχώς έχει παρερμηνευθεί.

Λανθασμένα θεωρείται η ανεξαρτησία εφάμιλλη της αυτοπεποίθησης και του δυναμισμού.

Ο ανεξάρτητος θεωρείται δυναμικός και ουσιαστικά τοποθετημένος. Δεν ισχύει. Ανεξάρτητος και ώριμος δεν είναι άρρηκτα συνδεδεμένες έννοιες. Ο ανεξάρτητος μπορεί να έχει εικόνα και αέρα δύναμης αλλά εσωτερικά είναι πιθανό να υπάρχει κενό στη συναισθηματική και υπαρξιακή του υπόσταση.

Στη σύγχρονη εποχή της εναλλαγής εικόνων και γρήγορης πληροφορίας, η επιφάνεια είναι αυτή που υπερισχύει της ουσίας, ως εκ τούτου τα συμπεράσματα είναι βιαστικά. Δίνουμε σημασία στην εικόνα.

Σε αυτό που φαίνεται στο κοινωνικό σύνολο. Και πολλές είναι οι φορές που η εικόνα μπορεί να υπερκαλύψει λανθασμένα την πραγματικότητα. Άνθρωποι επιφανειακά ανεξάρτητοι να είναι ουσιαστικά δέσμιοι της εξωτερικής εικόνας τους και να μην μπορούν να αποδεσμευτούν από αυτή, γιατί τους καθιστά λιγότερο ισχυρούς λιγότερο πετυχημένους.

Στον αντίποδα αυτής της εικόνας βρίσκονται οι αλληλοεξαρτώμενοι, δηλαδή όλοι όσοι έχουμε συνειδητοποιήσει πως όταν είμαστε σε σχέση αλληλένδετη με τους γύρω μας, τότε έχουμε την ευκαιρία να προχωρήσουμε πιο ουσιαστικά μπροστά σε κάθε στόχο.

Η σχέση με τον εαυτό μας

Είναι επιτακτική ανάγκη να καταλάβουμε πώς λειτουργούν οι σχέσεις. Έτσι θα μπορέσουμε να αντιληφθούμε και πού βρίσκεται «η αχίλλειος πτέρνα» που κάνει τις σχέσεις δύσκολες.

Πώς μπορούμε να έχουμε ουσιαστικές σχέσεις όταν δεν έχουμε ουσιαστική σχέση με τον ίδιο μας τον εαυτό;

Πώς μπορούμε να κατανοήσουμε τις ανάγκες των άλλων ανθρώπων αν πρώτα δεν αφουγκραστούμε τις δικές μας;

Πώς θα καταφέρουμε να δούμε πίσω από την επιφάνεια, όταν τα μάτια έχουν μάθει να βλέπουν αυτό που θέλουν οι άλλοι;

Οι σχέσεις είναι δύσκολες γιατί πίσω από το «εμείς» δεν υπάρχει το «εγώ» και ο συμβιβασμός είναι πάντα η εύκολη λύση για να ξεπερνάμε καταστάσεις.

Συμβιβασμός

Συμβιβασμός - μια λέξη που κρατάει τις κοινωνικές επιταγές και διαταράσσει τις εσωτερικές ισορροπίες.

Πόσοι άνθρωποι έχουν συμβιβαστεί προκειμένου να μην έρθουν αντιμέτωποι με την υπεράσπιση των εσωτερικών τους αναζητήσεων;

Πόσοι άνθρωποι δεν έχουν συμβιβαστεί σε σχέσεις μέτριες γιατί θεώρησαν ότι δεν έχουν την δύναμη να ζήσουν κάτι πιο ισχυρό;

Πόσοι άνθρωποι αρκέστηκαν στην έκπτωση και δεν ήθελαν να δουν αν αυτή η έκπτωση τελικά ήταν ουτοπική;

Εσωτερικός διάλογος, η λύση και η επιλογή

Εσωτερικός διάλογος είναι μονόδρομος όταν θέλουμε να βρούμε την αλήθεια μέσα μας.

Γιατί είναι τόσο σημαντικό τελικά να ψάχνουμε την αλήθεια μέσα μας; Γιατί τότε και μόνο θα τα καταφέρουμε να χτίζουμε υγιείς σχέσεις με τους γύρω μας.

Τότε και μόνο οι σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους θα στηρίζονται στην αληθινή σχέση αλληλεξάρτησης. Είναι συνθήκη προαπαιτούμενη - εγώ να έχω υγιή σχέση με εμένα.

Να κοιτάζω το είδωλο μου στον καθρέπτη και να βλέπω ότι σέβομαι τις ανάγκες μου. Δεν στηρίζομαι στην εικόνα των άλλων για εμένα. Δεν μπορεί αυτή η συνθήκη να γίνει πυξίδα προσδιορισμού θέσης. Αναζητώ εμένα και ανακαλύπτω τη θέση μου σε σχέση με τους υπόλοιπους.

Ερωτήσεις που βασίζονται στο «πώς» και όχι στο «γιατί». Ερωτήσεις που έχουν ως βάση τους την επίτευξη της ηρεμίας της ψυχής.

Να επιδιώκουμε την αλήθεια στις σχέσεις μας. Να επιδιώκουμε τον εποικοδομητικό διάλογο που στόχο έχει να μας εξελίξει. Να μην επιλέγουμε το βόλεμα και να κρυβόμαστε πίσω από ταμπέλες όπως αυτή της ανεξαρτησίας.

Ο αλληλοεξαρτώμενος άνθρωπος γνωρίζει πως η πιο ουσιαστική αλληλοεξαρτώμενη σχέση είναι η σχέση με την βαθύτερη σκέψη του. Αυτή μπορεί να γίνει αγκάθι ή κινητήριος δύναμη για να εξελιχθεί. Όταν καταφέρουμε να κάνουμε πράξη τη σκέψη που μας απελευθερώνει τότε θα μπορούμε να έχουμε αληθινές σχέσεις με τους γύρω μας.

Δεν είναι λοιπόν δύσκολες οι σχέσεις, αρκεί να καταφέρουμε να βρούμε την άκρη του νήματος μέσα μας και να μην πιέζουμε τον εαυτό μας να χωρέσει σε παπούτσια που τον στενεύουν.

S. Freud: Η δυσφορία μέσα στον πολιτισμό

Η έρευνά μας για την ευτυχία δεν μας έχει μάθει προσώρας τίποτα που δεν είναι ευρέως γνωστό. Ακόμη κι όταν τη συνεχίζουμε με το ερώτημα γιατί είναι τόσο δύσκολο για τους ανθρώπους να είναι ευτυχισμένοι, η προοπτική να μάθουμε κάτι καινούργιο δεν είναι τόσο μεγάλη.

Έχουμε ήδη δώσει την απάντηση, αφού ήδη μνημονεύσαμε τις τρεις πηγές από τις οποίες προέρχονται τα βάσανά μας: την υπεροχή της φύσης, την αδυναμία του σώματός μας, και τις ατέλειες των θεσμών που ρυθμίζουν τις αμοιβαίες σχέσεις των ανθρώπων στην οικογένεια, το Κράτος και την κοινωνία.

Σε σχέση με τις δύο πρώτες, η κρίση μας δεν μπορεί να ταλαντεύεται περισσότερο· μας αναγκάζει να αναγνωρίσουμε αυτές τις πηγές πόνου και να παραδοθούμε στο αναπότρεπτο. Δεν θα κυριαρχήσουμε ποτέ ολότελα πάνω στη φύση, ο οργανισμός μας, κομμάτι κι ο ίδιος αυτής της φύσης, θα παραμείνει πάντα ένα πρόσκαιρο, ένα περιορισμένης προσαρμογής και απόδοσης μόρφωμα.

Η επίγνωση αυτή δεν λειτουργεί παραλυτικά· τουναντίον, κατευθύνει τη δραστηριότητά μας. Δεν μπορούμε να εξαλείψουμε όλα τα βάσανά μας, αλλά μπορούμε να εξαλείψουμε πολλά από αυτά, ενώ κάποια άλλα να τα ανακουφίσουμε- η εμπειρία χιλιάδων χρόνων μάς το έχει αποδείξει. Διαφορετικά συμπεριφερόμαστε με την τρίτη πηγή, την κοινωνική πηγή του πόνου.

Δεν θέλουμε να την παραδεχτούμε, δεν μπορούμε να αντιληφθούμε γιατί οι θεσμοί που οι ίδιοι δημιουργήσαμε δεν θα έπρεπε να μας προστατεύουν και να μας ωφελούν περισσότερο. Εξάλλου, όταν σκεφτόμαστε πόσο άσχημα έχει λειτουργήσει το ζήτημα της πρόληψης του πόνου, εγείρεται η υποψία ότι πίσω του μπορεί, επίσης, να κρύβεται ένα κομμάτι της ακατανίκητης φύσης, δηλαδή της δικής μας ψυχικής κατασκευής.

Καθώς ασχολούμαστε με τούτη την πιθανότητα, συναντάμε μια τόσο εκπληκτική άποψη, στην οποία θα θέλαμε να σταματήσουμε για λίγο. Σύμφωνα με αυτήν ένα μεγάλο μέρος ευθύνης για την αθλιότητά μας φέρει ο αποκαλούμενος πολιτισμός, που, αν τον αρνούμασταν και επιστρέφαμε στις πρωτόγονες σχέσεις, θα ήμασταν πιο ευτυχισμένοι.

Τη λέω εκπληκτική, διότι – όπως και αν θέλουμε να ορίσουμε την έννοια πολιτισμός – όλα αυτά με τα οποία προσπαθούμε να προστατευτούμε από την απειλή που εκπέμπουν οι πηγές του πόνου ανήκουν στον ίδιο ακριβώς τον πολιτισμό.

Έχουμε εδώ έναν ακόμη παράγοντα απογοήτευσης. Τα τελευταία χρόνια οι άνθρωποι έκαναν εξαιρετικές προόδους στις φυσικές επιστήμες και στις τεχνικές τους εφαρμογές, η κυριαρχία τους επί της φύσεως εδραιώθηκε σε έναν αδιανόητο προηγουμένως βαθμό.

Τα καθέκαστα αυτών των προόδων είναι κοινώς γνωστά, και περιττεύει να τα απαριθμήσουμε. Οι άνθρωποι περηφανεύονται γι’ αυτά τα επιτεύγματα, και όχι αδίκως. Όμως φαίνεται πως έχουν αντιληφθεί ότι η νεοαποκτηθείσα εξουσία επί του χώρου και του χρόνου, η υποταγή των φυσικών δυνάμεων, εκπλήρωση χιλιόχρονων πόθων, δεν αυξάνει τον βαθμό ικανοποίησης της απόλαυσης που προσδοκούν από τη ζωή, δεν τους προσφέρει περισσότερο ευτυχισμένα συναισθήματα.

Έτσι, από τη διαπίστωση αυτή καλό θα ήταν να αντλήσουμε απλώς και μόνο το συμπέρασμα ότι η εξουσία επί της φύσεως δεν είναι η μοναδική προϋπόθεση της η ανθρώπινης ευτυχίας, όπως ακριβώς δεν είναι ο μοναδικός σκοπός των πολιτισμικών επιδιώξεων, αλλά όχι και να συναγάγουμε από αυτήν ότι οι τεχνικές πρόοδοι δεν έχουν αξία για την οικονομία της ευτυχίας μας.

Θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς: δεν αποκομίζω ένα θετικό κέρδος απόλαυσης, δεν αυξάνεται το συναίσθημα της χαράς μου, όταν μπορώ να ακούσω όσο συχνά θέλω τη φωνή του παιδιού μου που ζει χιλιόμετρα μακριά μου, όταν μπορώ να μάθω από τον φίλο μου, αμέσως μετά την άφιξή του, ότι το μακρύ, κουραστικό ταξίδι του πήγε καλά;

Δεν σημαίνει τίποτα ότι η ιατρική κατόρθωσε να μειώσει εντυπωσιακά τη θνησιμότητα των μικρών παιδιών, ότι ο κίνδυνος μόλυνσης για τις λεχώνες έχει υποχωρήσει τόσο σημαντικά, ώστε να επιμηκυνθεί για αρκετά χρόνια ο μέσος όρος ζωής των πολιτισμένων ανθρώπων; Και θα μπορούσαμε να απαριθμήσουμε μια μεγάλη σειρά ευεργετημάτων που οφείλουμε στην τόσο κακολογημένη εποχή των τεχνικών και επιστημονικών επιτευγμάτων.

Όμως, αφήνουμε την φωνή της απαισιόδοξης κριτικής να ακουστεί και να μας προτρέψει ότι οι περισσότερες από τις απολαύσεις αυτές είναι κατά το πρότυπο εκείνης της «φτηνής απόλαυσης» που εγκωμιάζεται σε κάποιο ανέκδοτο.

Η απόλαυση εκείνου, με άλλα λόγια, που βγάζει το πόδι του από το σκέπασμα μέσα στη χειμωνιάτικη νύχτα, για να το ξαναβάλει μέσα.

Αν δεν υπήρχε τρένο για να μειώσει τις αποστάσεις, δεν θα υπήρχε και παιδί για να απομακρυνθεί από τον πατέρα του, και δεν θα χρειαζόταν τηλέφωνο για να ακούσει ο τελευταίος τη φωνή του. Αν δεν υπήρχαν πλοία να διασχίζουν τον ωκεανό, κανείς δεν θα έκανε ένα τέτοιο ταξίδι, και δεν θα χρειαζόταν τηλέγραφος για να ανακουφίσει την έγνοιά μου για το πώς έφτασε ο φίλος μου.

Ποιο το όφελος από τον περιορισμό της παιδικής θνησιμότητας, όταν μας επιβάλλει έναν υπερβολικό περιορισμό των γεννήσεων, με αποτέλεσμα να μη μεγαλώνουμε στο σύνολο περισσότερα παιδιά από όσα κατά την εποχή πριν από την επικράτηση της υγιεινής, ενώ έχουμε δυσχεράνει τη σεξουαλική μας ζωή μέσα στο γάμο και έχουμε πιθανόν δουλέψει αντίθετα σε σχέση με την ευεργετική τάση της φυσικής επιλογής;

Και, τέλος, τι να την κάνουμε τη μακροζωία, όταν ταλαιπωρούμαστε, όταν δεν έχουμε φίλους, όταν ο πόνος μάς φέρνει στο σημείο να καλοδεχόμαστε τον θάνατο σαν λύτρωση;

Φαίνεται βέβαιο ότι δεν νιώθουμε καλά μέσα στον σημερινό πολιτισμό μας, αλλά είναι πολύ δύσκολο να κρίνουμε αν και σε ποιον βαθμό οι άνθρωποι προηγούμενων εποχών αισθάνονταν ευτυχέστεροι και κατά πόσο συνέβαλλαν σ’ αυτό οι πολιτισμικές συνθήκες.

Θα έχουμε πάντα την τάση να αντιλαμβανόμαστε την αθλιότητα αντικειμενικά, δηλαδή να μεταφερόμαστε με την ευαισθησία και τις απαιτήσεις μας σ’ εκείνες τις συνθήκες και, κατόπιν, να αναζητούμε τις αφορμές που θα βρίσκαμε σ’ αυτές για συναισθήματα ευτυχίας ή δυστυχίας.

Τούτος ο τρόπος παρατήρησης, που φαίνεται αντικειμενικός, διότι παραβλέπει τις παραλλαγές της υποκειμενικής ευαισθησίας, είναι φυσικά, και ο πλέον υποκειμενικός που μπορεί να υπάρξει, εφόσον κάποιος τοποθετεί στη θέση όλων των άλλων άγνωστων ψυχικών ιδιοσυγκρασιών τη δική του.

Όμως, η ευτυχία είναι κάτι τελείως υποκειμενικό. Τρομάζουμε ακόμη απέναντι σε ορισμένες καταστάσεις, όπως αυτή του αρχαίου σκλάβου της γαλέρας, του αγρότη κατά τον Τριακονταετή πόλεμο, του θύματος της Ιεράς Εξέτασης, του Εβραίου που περίμενε το πογκρόμ.

Αλλά μας είναι αδύνατον να προσεγγίσουμε εσωτερικά αυτούς τους ανθρώπους, να μαντέψουμε τις μεταβολές που η αρχική απάθεια, η σταδιακή άμβλυνση, η αναστολή των προσδοκιών, οι τραχύτεροι ή λεπτότεροι τρόποι νάρκωσης της ευαισθησίας τους για συναισθήματα ευχαρίστησης ή δυσαρέσκειας έχουν επιφέρει.

Σε περίπτωση ακραίας πιθανότητας πόνου ενεργοποιούνται και κάποιοι προστατευτικοί ψυχικοί μηχανισμοί. Μου φαίνεται άσκοπο να συνεχίσουμε παραπέρα τούτη την πλευρά του ζητήματος.

S. Freud, Η δυσφορία μέσα στον πολιτισμό

Ίψεν: Ας κοιτάξουμε το φως, ας κοιτάξουμε το μέλλον

Νόμιζα πως αυτοί οι άνθρωποι θέλουν το καλό μας.

Αλλά αυτοί είναι αληθινοί δικτάτορες.

Μόνο η εξουσία τους ενδιαφέρει και τίποτα άλλο, ακόμα και να χρειαστεί να δηλητηριάσουν ολόκληρη την πόλη, ακόμα κι αν χρειαστεί να απολύσουν όλο τον κόσμο.

Ο κόσμος δηλητηριάζεται, παιδιά δηλητηριάζονται.

Αν θέλουμε να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση και να κοιτάμε τη βόλεψη μας καλά να πάθουμε.

Αλλά αν θέλουμε να αντισταθούμε ας βγούμε στα χαρακώματα γιατί η αλήθεια έρχεται.

Σε λίγο θα γυρίζει στο δρόμο σα λιοντάρι.

Ένα μόνο θα σας πω και θέλω να το θυμάστε όλοι σας.

Να θυμάστε ότι πολεμάμε για την αλήθεια γι' αυτό είμαστε μόνοι μας, αλλά αυτό μας κάνει δυνατούς.

Είμαστε οι δυνατότεροι άνθρωποι στον κόσμο.

Γιατί νικήσαμε το φόβο.

Ας κοιτάξουμε το φως, ας κοιτάξουμε το μέλλον κι έτσι δε θα επιτρέψουμε να μας διαλύσουν»

Λόγια του γιατρού Στόκμαν από το έργο του Ίψεν

Ερρίκος Ίψεν, Ένας εχθρός του λαού

H Μαγεία της προσοχής

Όταν παρατηρώ με προσοχή αλλάζω την πραγματικότητά μου!

Αφθονία ή πλούτος σημαίνει ότι κάποιος μπορεί με ευκολία να εκπληρώνει τις επιθυμίες του, όποιες κι αν είναι αυτές, είτε αφορούν στη σφαίρα της ύλης είτε στις συναισθηματικές, ψυχολογικές ή πνευματικές μας ανάγκες ή στη σφαίρα των σχέσεων. Η προσοχή ενός αληθινά πλούσιου ατόμου δεν εστιάζεται ποτέ μόνο στο χρήμα. Επιπλέον, ένα πλούσιο άτομο δεν έχει ποτέ χρηματικές ανησυχίες.

Μπορεί να έχετε εκατομμύρια δολάρια στην τράπεζα, εάν όμως σκέφτεστε συνέχεια το χρήμα, εάν σας απασχολεί και ανησυχείτε γι’ αυτό- ότι δεν έχετε αρκετά, πως θα αποκτήσετε περισσότερα ή μην τα χάσετε- τότε ανεξάρτητα από το ποσό δολαρίων που κατέχετε, είστε φτωχός. Όπως είπε κάποτε ο Οscar Wilde, ‘’Υπάρχει μόνο μία τάξη ανθρώπων που σκέφτεται τα λεφτά περισσότερο από τους πλούσιους και αυτοί είναι οι φτωχοί. Ουσιαστικά οι φτωχοί δεν μπορούν να σκεφτούν τίποτε άλλο.

Το να έχεις πραγματικό πλούτο ή να ευημερείς σημαίνει να έχεις μία απόλυτα ξέγνοιαστη στάση για οτιδήποτε στη ζωή, ακόμη και για τα λεφτά. Η αληθινή συνειδητότητα πλούτου είναι συνεπώς συνειδητότητα της πηγής κάθε υλικής πραγματικότητας. Αυτή η πηγή κάθε υλικής πραγματικότητας είναι η καθαρή συνειδητότητα. Είναι η καθαρή επίγνωση. Είναι το ενοποιημένο πεδίο, το πεδίο όλων των δυνατοτήτων.

Δεν μπορούμε να γνωρίσουμε αυτό το πεδίο μόνο στοχαζόμενοι πάνω σ’ αυτό, επειδή είναι, εξ’ ορισμού, υπερβατικό της σκέψης. Μπορούμε, όμως να έχουμε βιωματική γνώση αυτού του πεδίου μέσω της υπέρβασης, γνωρίζοντάς το σαν τη δική μας ενδόμυχη φύση. Όταν υπερβαίνουμε, κατανοούμε μη λεκτικά, χωρίς τη χρήση λέξεων. Αποκτούμε άμεση γνώση, χωρίς την περισπαστική διαμεσολάβηση της ομιλίας. Αυτή είναι η αξία του διαλογισμού, που μας δίνει την εμπειρία του καθαρού Είναι, μολονότι η εμπειρία του καθαρού Είναι, είναι καθεαυτή μία έκφραση αγνής χαράς και μακαριότητας.

Το κύριο πλεονέκτημα της εναλλαγής διαλογισμού και δραστηριότητας είναι ότι όσο περισσότερο βυθιζόμαστε στο πεδίο του καθαρού Είναι, της καθαρής συνειδητότητας και επίγνωσης, τόσο περισσότερο εμποτίζεται με αυτό η δραστηριότητά μας. Και στη συνέχεια η δραστηριότητά μας αποκτά τις ιδιότητες που είναι σύμφυτες του καθαρού Είναι, της καθαρής συνειδητότητας: απειροσύνη, μη οριακότητα, αφθονία, ευημερία και αθανασία.

Ο καλύτερος τρόπος για την απόκτηση της γνώσης αυτού του πεδίου του καθαρού είναι ο διαλογισμός. Μας βοηθάει επίσης να αντιλαμβανόμαστε αυτές τις ιδιότητες διανοητικά και να στρέφουμε την προσοχή μας σε αυτές, επειδή τελικά οτιδήποτε βιώνουμε είναι αποτέλεσμα της ιδιότητας της προσοχής μας.

Ας αναφερθούμε εκτενέστερα στο κβαντικό πεδίο. Οι φυσικοί μας λένε ότι καθώς περνάμε πέρα από τη σφαίρα των υποατομικών σωματιδίων που δομούν το άτομο, και κατ’ επέκταση κάθε τι πραγματικό, πως όταν προσπαθούμε να εξετάσουμε και να κατανοήσουμε αυτά τα σωματίδια- με αστεία ονόματα όπως κουάρκς, μποζόνια, λεπτόνια κ.ο.κ. – τα σωματίδια αυτά είναι τόσο μικρά που πάντα αδυνατούμε να τα μετρήσουμε. Δεν υπάρχουν ούτε θα υπάρξουν ποτέ διαθέσιμα όργανα που να καταμετρήσουν το απειροστικό μέγεθος αυτών των σωματιδίων. Ουσιαστικά είναι τόσο μικρά που μόνο να τα σκεφτούμε μπορούμε.

Συμβαίνει τώρα ένα πολύ ενδιαφέρον γεγονός σχετικά με τα σωματίδια αυτά: δεν τα έχει δει ποτέ κανείς. Επομένως, εάν δεν μπορείτε να παρατηρήσετε αυτά τα υποατομικά σωματίδια, εάν δεν μπορείτε να τα δείτε, πως μπορείτε να ξέρετε εάν καν υπάρχουν; Και η απάντηση είναι ότι γνωρίζουμε την ύπαρξή τους από τα ίχνη που αφήνουν στους επιταχυντές σωματιδίων. Στους χώρους που ερευνούν τις υποατομικές θεωρίες, μπορεί κανείς να δει – ακόμη και να φωτογραφήσει- τα ίχνη που αυτά τα σωματίδια αφήνουν πίσω τους. Και κοιτώντας τα ίχνη αυτά, ξέρει κανείς ότι τα ίχνη αυτά έχουν πράγματι υπάρξει. Υπάρχει όμως και μια άλλη ενδιαφέρουσα όψη αυτών των σωματιδίων, το ότι φαίνεται να υπάρχουν μόνο όταν τα παρατηρούμε.

Επομένως, εάν παρατηρούμε ένα κβαντικό πεδίο, κάθε φορά που το κοιτάμε, τα σωματίδια αυτά αναλάμπουν στιγμιαία σε υπάρξεις. Και κάθε φορά που αποστρέφουμε την προσοχή μας, εξαφανίζονται στο κενό. Ανάβουν και σβήνουν συνέχεια σαν μικροσκοπικά φώτα σε σκοτεινό θάλαμο. Μπορείτε να φανταστείτε τον σκοτεινό θάλαμο σαν τον άπειρο, απεριόριστο χώρο και την αναλαμπή της ύπαρξης των σωματιδίων να γίνεται μόνο μέσω της εστίασης της προσοχής μας στο πεδίο.

Όταν εστιάζετε την προσοχή σας στο πεδίο, τότε αυτά αναδύονται σε υπάρξεις. Όταν η προσοχή σας είναι στραμμένη αλλού, τότε είναι μόνο ένα εύρος πιθανοτήτων στο πεδίο όλων των δυνατοτήτων.

Κάθε σωματίδιο είναι ταυτόχρονα και ένα κύμα. Και είναι ένα κύμα μέχρι τη στιγμή της παρατήρησης. Ένα κύμα δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένη θέση στο χώρο ή στον χρόνο’ είναι κάτι διάχυτο. Γι αυτό ονομάζεται εύρος πιθανοτήτων στο πεδίο όλων των δυνατοτήτων. Καθορίζει τη στατιστική πιθανότητα να βρεθεί ένα σωματίδιο σε ορισμένη θέση τη στιγμή της παρατήρησης- δηλαδή τη στιγμή της προσοχής. Είναι η προσοχή που μεταβάλλει το εύρος πιθανοτήτων, το κύμα, την κατανομή πιθανοτήτων, για μια πιθανή μέτρηση με χρονική συνάρτηση. Η προσοχή παίρνει το εύρος πιθανοτήτων και του δίνει υλική υπόσταση, μόνο με την απλή πράξη της παρατήρησης, και αυτή η πράξη της παρατήρησης, είναι, φυσικά η εστίαση της προσοχής μας σ’ αυτό. Ένα σωματίδιο επομένως κυριολεκτικά δημιουργείται από εσάς και εμένα μέσω της πράξης της παρατήρησης. Πριν παρατηρηθεί ήταν απλά μία μαθηματικά πιθανότητα, μία κατανομή πιθανοτήτων για μια ενδεχόμενη μέτρηση με χρονική συνάρτηση.

Η θεραπευτική δύναμη της οδύσσειας του ομήρου

Η ομηρική Οδύσσεια είναι μια μορφή βαθιάς θεραπείας. Το Ομηρικό έπος είναι ένα ταξίδι αυτογνωσίας που μας καλεί να λύσουμε τα σκοινιά που μας δένουν με την περιορισμένη αντίληψη του εαυτού μας και να ανοιχτούμε στις απέραντες μέσα μας θάλασσες αναζητώντας κάτι πολύτιμο. Τον αληθινό εαυτό μας.

Ποιος είναι ο Οδυσσέας; Είστε, εσείς, εγώ, ο κάθε άνθρωπος. Πλάνητες όπως αυτός, περιπλανώμεθα από εμπειρία σε εμπειρία, γευόμαστε τους γλυκούς καρπούς των Λωτοφάγων, ξεχνιόμαστε από το τραγούδι των Σειρήνων, συντριβόμαστε ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη λαχταρώντας πάντα την επιστροφή μας στην επουράνια μακαριότητα και στην Πηνελόπη-ψυχή μας. Η Οδύσσεια είναι το τραγούδι του νόστου, η λαχτάρα και ο πόνος μας για τον γυρισμό στην Πηγή μας.

Κάθε φορά που ανοίγουμε το κείμενο του Ομήρου, φως βγαίνει από τις σελίδες. Και μυρωδιές και ήχοι. Η γεύση της αρμύρας. Το φουρφούρισμα των πανιών που φούσκωναν στον άνεμο. Το τρίξιμο του θαλασσοδαρμένου σκαριού, ο εκκωφαντικός κρότος από τον τρομερό κεραυνό του Δία που τσάκισε το καράβι, το σφύριγμα του βέλους στον αέρα, οι τσιρίδες σαν των νυχτερίδων που έβγαζαν οι μνηστήρες κατεβαίνοντας στον Άδη, η μεγαλόπρεπη φωνή της, το βροντερό γέλιο του ήρωα και ο βαθύς στεναγμός της νοσταλγίας του.

Το μυστικό των ονομάτων

Ο Οδυσσέας –νους , καλείται σε μια αφύπνιση. Οι δυσκολίες και οι κίνδυνοι τον αναγκάζουν να αναπτύξει ταλέντα και δεξιότητες και πάνω από όλα να ξαναθυμηθεί τον εαυτό του. Να έλθει σε επαφή με το εδώ και τώρα. Όπως μπορεί να έλθει σε επαφή τον βαθύτερο εαυτό του ο καθένας μας αν απλώς τον θυμηθεί. Σε τέτοιες στιγμές που σύσσωμος ο εαυτός μας είναι παρών, μπορούμε να έχουμε τις βαθύτερες ενοράσεις μας. Σαν αυτές που οδήγησαν στην πατρίδα του τον Οδυσσέα. Τον πολυμήχανο, τον νου που είχε αφυπνιστεί, που ήταν έξω από τον ύπνο και γι αυτό έξυπνος.

Το βαθύ μυστικό της Οδύσσειας αποκαλύπτεται στην ετυμολογία των ονομάτων. Ο αρχηγός των μνηστήρων ονομάζεται Αντί-νοος, είναι ο αντινούς και γι' αυτό πόσο ταιριαστά είναι ο γιος του Ευπείθη. Οι δυο άπιστοι δούλοι που προδίδουν τον Οδυσσέα είναι ο Μελάνθιος και η Μελανθώ, τα μαύρα λουλούδια, παιδιά του Δολίου. Αντίθετα οι βοηθοί του Οδυσσέα είναι ο Φρόνιος, ο φρόνιμος δηλαδή και ο Εχένιος, εκείνος που έχει νου. Επτά ολόκληρα χρόνια καθηλώθηκε ο Οδυσσέας σε ένα νησί όπου τον είχε αιχμάλωτό της η Καλυψώ , αυτή η μάγισσα που κάλυψε τη συνείδησή του όπως αποκαλύπτει το όνομά της.

Μεγαλειώδες ανάμεσα στα άλλα θεραπευτικά σύμβολα της Οδύσσειας υψώνεται το κατάρτι. Πάνω του δέθηκε σφιχτά ο Οδυσσέας για να αντισταθεί στο τραγούδι των Σειρήνων και από αυτό αρπάχτηκε ξανά για να σωθεί σαν το καράβι του τσακίστηκε από τον κεραυνό του Δία. Και δεν είναι τάχα παράξενο που και η Πηνελόπη έχει ιστίο στον αργαλειό της; Ταξιδεύει κι αυτή λοιπόν, καράβι είναι ο αργαλειός και πανί το υφαντό της. Ακόμα και μέσα στην μεγάλη αίθουσα του παλατιού υπάρχει το ιστίο. Είναι ο στύλος που στηρίζει τη στέγη και που πλάι του στέκει πάντα η Πηνελόπη όταν είναι να μιλήσει στους μνηστήρες παίρνοντας δύναμη λες και στέκεται πλάι στον άντρα της.

Το κατάρτι της ζωής μας

Σ αυτό το κατάρτι ας σταθούμε για λίγο . Επειδή είναι τόσο κυρίαρχο στην πλοκή, τόσο παρόν στις πιο κρίσιμες στιγμές που μόνο του σηκώνει το βάρος ακόμα και της πιο μεγάλης δυσκολίας, της πιο απύθμενης απελπισίας. Τι είδους μέγα σύμβολο να κρύβει; Τι άλλο από τα ιδανικά μας! Αυτά που πάνω τους προσδένεται η ψυχή μας ακόμα κι όταν τα πάντα κλυδωνίζονται γύρω ή όταν τα μαυλιστικά τραγούδια των Σειρήνων μας δελεάζουν με τα μάταια και τα ευτελή. Για τον Οδυσσέα το κατάρτι ήταν το σύμβολο του ιδανικού του κι αυτό ήταν ο γυρισμός στην Ιθάκη.

Για την Πηνελόπη το δικό της ιστίο ήταν η πίστη της στον Οδυσσέα. Με τον βαθύ αυτό συμβολισμό του μέσα από τους αιώνες ο Όμηρος μας καλεί να αναζητήσουμε το δικό μας κατάρτι. Και μας ρωτά: ψάξε μέσα σου βαθειά και βρες :τι είναι αυτό που στηρίζει την ψυχή σου όταν έρχεσαι αντιμέτωπος με τις ξαφνικές ανατροπές και τις μεγάλες δοκιμασίες της ζωής;

Η απάντηση έχει τη δύναμη να μας θεραπεύσει από την αγωνία και τον μάταιο πόνο και να γίνει η πυξίδα μας για την επιστροφή στην Ιθάκη της ψυχής μας.

Κρίσνα: Η διδασκαλία των μυημένων

Ο Κρίσνα αναγνωρίστηκε από τους αναχωρητές σαν ο αναμενόμενος και διαλεγμένος από την μοίρα διάδοχος του Βασίστα. Έκανε μέσα στο δάσος τη σράντα ή επικήδεια τελετή του άγιου γέροντα και ο γιος της Δεβάκη αφού εκτέλεσε μπροστά στους γεροντότερους αναχωρητές αυτούς που ξέρουν απ έξω τις τρεις Βέδες, τη θυσία της φωτιάς, πήρε το ραβδί με τους επτά κόμπους, σύμβολο αρχηγίας. Μετά αποτραβήχτηκε στο όρος Μερού για να διαλογιστεί εκεί τη διδασκαλία του και την οδό σωτηρίας των ανθρώπων. Οι διαλογισμοί του και οι σκληραγωγίες του κράτησαν εφτά χρόνια. Αντιλήφθηκε τότε πως είχε δαμάσει τη γήινη φύση του με τη Θεία φύση του και πως είχε ταυτιστεί γιος του Θεού. Τότε μονάχα κάλεσε κοντά του τους αναχωρητές και τους νέους και τους παλιούς για να τους αποκαλύψει τη διδασκαλία του. Εκείνοι βρήκαν τον Κρίσνα εξαγνισμένο και μεγαλωμένο. Ο ήρωας είχε μεταμορφωθεί σε Άγιο, δεν είχε χάσει τη δύναμη του λιονταριού, είχε όμως αποκτήσει και την γλυκύτητα των περιστεριών. Ανάμεσα σε αυτούς που έτρεξαν από τους πρώτους ήταν και ο Αρτζούνα, ένας απόγονος των ηλιακών βασιλιάδων, ένας από τους Παντάβας που εκθρόνισαν οι κουράβας ή απόγονοι της σελήνης βασιλιάδες. Ο νεαρός Αρτζούνα ήταν όλο φωτιά, εύκολα όμως αποθαρρυνόταν και τον καταλάμβανε η αμφιβολία. Προσκολλήθηκε με πάθος στον Κρίσνα. Καθισμένος κάτω από τους κέδρους του όρους Μερού, μπροστά στο Χιμαβάτ, ο Κρίσνα άρχισε να μιλάει στους μαθητές του για τις αλήθειες τις απρόσιτες στους ανθρώπους που ζουν αιχμάλωτοι των αισθήσεων.

Δίδαξε το δόγμα της αθάνατης ψυχής, των αναγεννήσεών της και της μυστικής της ένωσης με τον Θεό. Το σώμα, έλεγε, περικάλυμμα της ψυχής που το χρησιμοποιεί για κατοικία της, είναι κάτι πρόσκαιρο. Η ψυχή όμως που κατοικεί μέσα του είναι αόρατη, αστάθμητη, αδιάφορη, αιώνια.

Ο γήινος άνθρωπος είναι τριπλός σαν την Θεότητα που αντικατοπτρίζει: νους, ψυχή και σώμα. Αν ενωθεί η ψυχή με τον νου, κερδίζει την Σάτβα την σοφία και την γαλήνη. Αν ταλαντεύεται ανάμεσα στο νου και στο σώμα, κυριαρχείται από τη Ράγια, το πάθος και τριγυρίζει από το ένα πράγμα στο άλλο μέσα σε ένα μοιραίο κύκλο. Και αν εγκαταλειφθεί στο σώμα, πέφτει στην Τάμα, σαν παραλογισμό, την άγνοια και τον πρόσκαιρο θάνατο. Να τι μπορεί να παρατηρήσει ο κάθε άνθρωπος μέσα στον εαυτό του και γύρω του. –Μα ποια είναι η ψυχή της ψυχής ύστερα από τον Θάνατο; Ρώτησε ο Αρτζούνα. Υπακούει πάντα στον ίδιο νόμο ή μπορεί να του ξεφύγει; Δεν του ξεφεύγει ποτέ και πάντα υπακούει σε αυτόν, απάντησε ο Κρίσνα. Εδώ έγκειται το μυστήριο των αναγεννήσεών της. Όπως ανοίγονται τα βάθη του ουρανού με τις ακτίνες των άστρων, έτσι φωτίζονται και τα βάθη της ζωής με το φως της αλήθειας αυτής. Όπου το σώμα διαλύεται όταν επικρατεί η Σάτβα (η σοφία) η ψυχή πετάει προς τις σφαίρες των αγνών εκείνων όντων που έχουν τη γνώση του Υψίστου. Όταν το σώμα υφίσταται τη διάλυση αυτή ενώ κυριαρχεί η Ράγια (το πάθος) η ψυχή γυρίζει για να κατοικήσει ανάμεσα σε αυτούς που είναι προσκολλημένοι στα πράγματα της γης. Κατά τον ίδιο τρόπο, όταν καταστρέφεται το σώμα ενώ υπερτερεί η Τάμα (η άγνοια) η ψυχή αμαυρώνεται από την ύλη και τραβιέται πάλι από κάποια μήτρα των άλογων όντων.

-Αυτό δεν είναι σωστό, είπε ο Αρτζούνα. Τώρα όμως διδαξέ μας τι απογίνονται στη διαδρομή των αιώνων, εκείνοι που ακολούθησαν τη σοφία και θα κατοικήσουν ύστερα από τον θάνατό τους στους θείους κόσμους.

-Ο άνθρωπος που πεθαίνει μέσα στην ευλάβεια, απάντησε ο Κρίσνα, αφού για πολλούς αιώνες χαρεί στις ανώτερες σφαίρες τις οφειλόμενες στις αρετές του αμοιβές, τελικά ξανάρχεται να κατοικήσει σε ένα σώμα μιας άγιας και σεβάσμιας οικογένειας.

-Αυτό όμως το είδος της αναγέννησης σε τέτοια ζωή το πετυχαίνει κανείς πολύ δύσκολα. Ο άνθρωπος που γεννιέται έτσι, βρίσκεται στον ίδιο βαθμό προσαρμογής και ανάπτυξης που βρισκόταν στο πρώτο του σώμα και αρχίζει πάλι να εργάζεται για να τελειοποιηθεί σε ευλάβεια.

-Έτσι, ακόμα και οι καλοί είναι υποχρεωμένοι να ξαναγεννηθούν και να ξαναρχίσουν τη ζωή του σώματος! Είπε ο Αρτζούνα. Μάθε μας όμως, ω κύριε της ζωής! Δεν υπάρχει κανένα τέρμα στις αιώνιες αναγεννήσεις γι' αυτόν που ακολουθεί τη σοφία;

-Ακούστε λοιπόν ένα πολύ μεγάλο και βαθύ μυστικό, είπε ο Κρίσνα, το υπέρτατο, το ανώτατο και αγνό μυστήριο, Για να φτάσει κανείς στην τελειότητα πρέπει να φτάσει ως την επιστήμη της ενότητας που βρίσκεται πάνω από τη σοφία. Πρέπει να υψωθεί ως το Θείο ον που βρίσκεται απάνω από την ψυχή, πιο πάνω και από την διάνοια ακόμα. Αυτό λοιπόν το Θείο ον, αυτός ο υπέρτατος φίλος, βρίσκεται μέσα στον καθένα μας. Γιατί ο Θεός κατοικεί μέσα στο εσωτερικό όλων των ανθρώπων, λίγοι όμως ξέρουν να τον ανακαλύψουν. Να λοιπόν η οδός της σωτηρίας. Μια και θα χεις αντιληφθεί το τέλειο ον που βρίσκεται απάνω από τον κόσμο και μέσα στον εαυτό σου, φρόντισε να εγκαταλείψεις τον εχθρό που παίρνει τη μορφή επιθυμίας. Δαμάζετε τα πάθη σας. Οι ηδονές που προξενούν οι αισθήσεις μοιάζουν με τις μήτρες των μελλοντικών. Μη κάνετε μόνο το καλό, να είστε και καλοί. Το κίνητρο ας βρίσκεται στην πράξη και όχι στους καρπούς της. Ας παραιτείστε από τον καρπό των έργων σας, κάθε μια όμως από τις πράξεις σας ας είναι μια προσφορά για το υπέρτατο ον. Ο άνθρωπος που θυσιάζει τις επιθυμίες του και τα έργα του στο ον από το οποίο πηγάζουν οι αρχές όλων των πραγμάτων και από το οποίο σχηματίστηκε το σύμπαν, πετυχαίνει με τη θυσία την τελειοποίηση. Ενωμένος πνευματικά, φτάνει στην πνευματική εκείνη σοφία που βρίσκεται πάνω από την λατρεία των προσφορών και νιώθει μεγάλη ευδαιμονία. Γιατί αυτός που βρίσκει μέσα του την ευτυχία του, τη χαρά του και μέσα του επίσης το φως του, είναι ένα με το Θεό. Μάθε λοιπόν πως η ψυχή που βρήκε το Θεό είναι φυτρωμένη απ το ξαναγέννημα και από τον θάνατο, απο τα γηρατειά και από τον πόνο και πίνει το νερό της αθανασίας. Έτσι εξηγούσε ο Κρίσνα τη διδασκαλία του στους μαθητές του και με την εσωτερική μελέτη τους ανέβαζε σιγά σιγά προς τις υπέρτατες αλήθειες που είχαν αποκαλυφθεί στον ίδιο με την αστραπή του οράματός του..

Μιλώντας για τον Μαχαντέβα, η φωνή του γινόταν σοβαρότερη και τα χαρακτηριστικά του φωτίζονταν. Μια μέρα ο Αρζούνα, γεμάτος περιέργεια και τόλμη, του είπε:

-Κάνε μας να δούμε τον Μαχαντέβα στη θεία του μορφή. Δεν μπορούν να τον θαυμάσουν τα μάτια μας;

Ο Κρίσνα τότε σηκώθηκε και άρχισε να μιλάει για το ον που αναπνέει μέσα σε όλα τα όντα, το ον με τις εκατό χιλιάδες μορφές, με τα αναρίθμητα μάτια, με τα πρόσωπα τα γυρισμένα προς όλες τις πλευρές, που τα ξεπερνάει όμως με όλο το μεγαλείο του απείρου. Για το ον που περικλείει μέσα στο ακίνητο και ατέλειωτο σώμα του όλο το κινούμενο σύμπαν με όλες τις υποδιαιρέσεις του. «Αν ξέσπαγε στους ουρανούς η ταυτόχρονη λάμψη χίλιων ηλίων, είπε ο Κρίσνα, μόλις και θα 'μοιαζε με τη λάμψη του μοναδικού Παντοδύναμου». Ενώ μίλαγε έτσι για τον Μαχαντέβα ξεπήδησε από τα μάτια του Κρίσνα μια τέτοια ακτίνα, που οι μαθητές του δεν μπόρεσαν να αντέξουν τη λάμψη και γονάτισαν. Τα μαλλιά του Αρτζούνα σηώθηκαν στητά στο κεφάλι του και σκύβοντας είπε ενώνοντας τα χέρια: «Διδάσκαλε τα λόγια σου μας τρομάζουν και δεν μπορούμε να αντέξουμε τη θέα του μεγάλου Όντος που επικαλείσαι μπροστά στα μάτια μας. Μας κεραυνώνει».

Ο Κρίσνα ξανάρχισε: «Ακούστε αυτά που σας λέει το στόμα μου: εγώ και εσείς γεννηθήκαμε πολλές φορές. Οι δικές μου γεννήσεις δεν είναι γνωστές παρά μόνο σε μένα, εσείς όμως δεν γνωρίζετε ούτε τις δικές σας. Αν και από τη φύση μου δεν υπόκειμαι στη γέννηση ή στο θάνατο, αν και είμαι κύριος όλων των πλασμάτων, επειδή όμως κυριαρχώ στη φύση μου, γίνομαι ορατός με τη δική μου δύναμη και κάθε φορά που η αρετή υποχωρεί στον κόσμο και η κακία και η αδικία υπερισχύουν, τότε φανερώνομαι πάλι, και έτσι παρουσιάζομαι σε διάφορες εποχές για την υπερίσχυση του δικαίου, την καταστροφή του κακού και την αποκατάσταση της αρετής. Αυτός που πραγματικά γνωρίζει τη φύση μου και το θείο μου έργο, όταν εγκαταλείπει το σώμα του δεν ξαναγυρίζει πια σε μια καινούργια γέννηση, μα έρχεται προς εμένα”

Καθώς μίλαγε έτσι ο Κρίσνα, κοίταξε τους μαθητές του με γλύκα και καλοσύνη. Ο Αρτζούνα φώναξε:

-Κύριε είσαι ο δάσκαλός μας, είσαι ο γιος του Μαχαντέβα. Το βλέπω από την καλοσύνη σου, απ την μεγάλη χάρη σου και από την τρομερή σου λάμψη. Δε σε αναζητούν και δεν σε επιθυμούν οι Ντέβα μέσα στους ιλίγγους του απείρου, σε αγαπούν και σε λατρεύουν με την ανθρώπινη μορφή σου. Ούτε η μετάνοια, ούτε η ελεημοσύνη, ούτε οι Βέδες, ούτε οι θυσίες δεν αγγίζουν και ένα μονάχα σου βλέμμα. Είσαι η αλήθεια. Οδήγησέ μας στον αγώνα, στον πόλεμο, στον θάνατο. Θα σε ακολουθήσουμε όπου να ναι!

Οι μαθητές μαζεύτηκαν γύρω από τον Κρίσνα χαμογελαστοί και γοητευμένοι λέγοντας:

-Πώς δε σε είχαμε γνωρίσει νωρίτερα; Ο Μαχαντέβα μιλάει με το στόμα σου.

Εκείνος απάντησε:

-Τα μάτια σας δεν ήταν ανοιχτά. Σας αποκάλυψα το μεγάλο μυστικό. Μη το λέτε παρά μόνο σε εκείνους που μπορούν να το καταλάβουν. Είστε οι εκλεκτοί μου, βλέπετε το τέρμα. Το μεγάλο πλήθος δε βλέπει παρά μια άκρη του δρόμου. Και τώρα ας πορευτούμε να διδάξουμε στο λαό την οδό της σωτηρίας.

Η αποστολή

Τί βλέπεις στη φωτιά;” ρώτησα, χωρίς να περιμένω απάντηση.

“Τί θα ‘κανες αν σου έλεγα ότι δεν είμαι απ’ αυτόν τον πλανήτη;” με ρώτησε.

“Τί;”

“Κι αν σου έλεγα το ίδιο για τον Σωκράτη; Ή και για σένα;”

Δεν ήξερα τι να της πω -κι αν έπρεπε να την πάρω στα σοβαρά.

“Αυτό είδες στη φωτιά;” ήταν το μόνο που μπόρεσα να σκεφτώ και να τη ρωτήσω.

“Κάτσε κάτω,” είπε εκείνη “Δες και μόνος σου.”

Κάθισα και κοίταξα τις φλόγες που χόρευαν. Η Μαμά Τσία σηκώθηκε αργά και άρχισε να μαλάζει τους μυς της πλάτης μου με τα δυνατά της χέρια. “Με ρώτησες γιατί σου στάθηκα. Η απάντηση είναι: γιατί ανήκουμε στην ίδια οικογένεια” μου είπε. “Είμαστε μέλη της ίδιας πνευματικής οικογένειας.”

“Τί εννοείς…” Δεν κατάφερα να τελειώσω την πρότασή μου. Η Μαμά Τσία με χτύπησε δυνατά στο σβέρκο. Είδα αστεράκια και μετά μόνο τις φλόγες, στις οποίες βυθίστηκα όλο και πιο βαθιά…

Είδα την αρχή του χρόνου και των αστεριών, όταν το Πνεύμα έγινε “Τα Δέκα Χιλιάδες Πράγματα”: τα αστέρια, οι πλανήτες και τα βουνά, οι θάλασσες και όλα τα πλάσματα, μικρά και μεγάλα, που κατοικούσαν εκεί.

Αλλά δεν υπήρχαν άνθρωποι. Πριν αρχίσει η ιστορία, σε μια μαγική εποχή, όταν το Πνεύμα το επέτρεψε, γεννήθηκαν οι θρύλοι. Τα ζώα εξελίχτηκαν στη γη, έγιναν διαφορετικά απ’ αυτά που προηγήθηκαν. Αλλά δεν υπήρχαν ανθρώπινες ψυχές στον πλανήτη.

Είχα ένα όραμα του αρχαίου σύμπαντος όπου, μέσα στις καμπύλες του διαστήματος, αγγελικές ψυχές έπαιζαν ελεύθερες και ευτυχισμένες. Αυτή η μνήμη, αποθηκευμένη στα πιο αρχαία αρχεία του ψυχισμού μας, έγινε το αρχέτυπο για το μέρος που ονομάζουμε παράδεισο.

Μια ομάδα απ’ αυτές τις ψυχές κατέβηκε στη γη, γιατί ήταν περίεργες για το βασίλειο της ύλης -για τα ζώα, για την σεξουαλική- δημιουργική ενέργεια- για το πώς θα ήταν να είχαν σώμα.

Και έτσι κατέλαβαν τις πρωτόγονες μορφές που κατέκλυζαν τη γη -μπήκαν μέσα τους, είδαν με τα μάτια τους, ένιωσαν μέσω του δέρματός τους, απέκτησαν εμπειρία της ύλης και της ζωής στη γη. Τις είδα, τις ένιωσα να ετοιμάζονται να εγκαταλείψουν τους οικοδεσπότες τους, τα ζώα, για να επιστρέψουν στην Πηγή τους.

Όμως αυτές οι ψυχές είχαν υποτιμήσει τη μαγνητική έλξη του βασίλειου της ύλης. Ταυτίστηκαν με τη ζωική συνειδητότητα. Έτσι άρχισε η μεγάλη περιπέτεια σ’ αυτόν τον πλανήτη.

Οι ενέργειες αυτών των ψυχών και η ανθρωποειδής, υψηλότερη συνειδητότητά τους που βρισκόταν μεσα στα ζώα, επηρέασε τη δομή του DNA και προκάλεσε άμεσα και δραστικά εξελικτικά άλματα. Αυτό μου αποκαλύφθηκε σε οράματα του ίδιου του γεννετικού σπιράλ. Η επόμενη γενιά πλασμάτων έδωσε τη βάση για τους ελληνικούς μύθους -κένταυροι, γοργόνες, σάτυροι και νύμφες, μισά ζώα, μισοί άνθρωποι, ήταν η πηγή των θρύλων- οι Ολύμπιοι θεοί που κατοικούσαν μαζί με τα ζώα και τους ανθρώπους.

Το πρώτο κύμα ψυχών ξέχασα ότι ήταν μέρος του Πνεύματος και δεν ανήκαν στη σάρκα, είχαν ταυτιστεί με τους οικοδεσπότες τους. Έτσι, ένα δεύτερο κύμα ψυχών κατέβηκε για να σώσει το πρώτο κύμα, για να το ελευθερώσει. Αλλά κι αυτές παγιδεύτηκαν.

Ο χρόνος περνούσε τρομερά γρήγορα, αιώνες μέσα σε μια στιγμή. Ένα δεύτερο κύμα βοηθών στάλθηκε, αυτήν την φορά μόνο οι πιο δυνατές ψυχές το αποπειράθηκαν – πολύ λίγες κατάφεραν να ξεφύγουν. Οι περισσότερες παρέμειναν, παγιδευμένες από την ίδια τους την επιθυμία για δύναμη. Έγιναν οι βασιλιάδες, οι βασίλισσες, οι φαραώ και οι αρχηγοί – οι κυβερνήτες της γης. Μερικοί έμοιαζαν με τον Βασιλιά Αρθούρο – άλλοι στον Αττίλα τον Ούνο.

Τέλος, κατέφτασε μια τρίτη αποστολή. Αυτές οι ψυχές είχαν κάτι το ιδιαίτερο, ήταν πιο θαρραλέες απ’ όλες, οι ψυχές των ειρηνικών πολεμιστών -γιατί ήξεραν πως δεν θα επέστρεφαν. Ήξεραν ότι θα έπρεπε να ζήσουν σ’ ένα θνητό σώμα για αιώνες -υποφέροντας, χάνοντας τους αγαπημένους τους, μέσα στον πόνο των θνητών, στο φόβο -και αυτό μέχρι να ελευθερωθούν όλες οι ψυχές.

Ήταν μια αποστολή εθελοντών. Ήρθαν για να θυμίζουν σε όλους τους άλλους ποιοι είναι πραγματικά. Ανάμεσά τους μαραγκοί, μαθητές, γιατροί, καλλιτέχνες, αθλητές, μουσικοί, ιδιοφυίες και τρελοί, εγκληματίες και άγιοι. Οι περισσότεροι έχουν ξεχάσει την αποστολή τους, αλλά υπάρχει ακόμα μια φλόγα που σιγοκαίει στις καρδιές και τη μνήμη εκείνων που προορίζονται για να ξυπνήσουν και να γίνουν οι υπηρέτες της ανθρωπότητας, ξυπνώντας και τους υπόλοιπους.

Αυτοί οι σωτήρες δεν είναι “καλύτερες” ψυχές -εκτός αν η αγάπη τους κάνει καλύτερους. Αλλά τώρα έχουν αρχίσει να ξυπνούν. Εκατοντάδες χιλιάδες ψυχές σε όλον τον πλανήτη -μια πνευματική οικογένεια.

Η αποστολή…

Συνήλθα απότομα. Τράβηξα το βλέμμα μου απο τις φλόγες και στράφηκα στη Μαμά Τσία που καθόταν ακόμη δίπλα μου. Εκείνη, κοιτάζοντας τη φωτιά μου είπε, “Η ψυχή μου είναι μία απ’ αυτές τις τελευταίας ομάδας. Το ίδιο και του Σωκράτη και η δική σου. Το ίδιο και οι ψυχές εκατοντάδων χιλιάδων άλλων -όλων αυτών που νιώθουν την επιθυμία να υπηρετήσουν. Σκέψου το! Εκατοντάδες χιλιάδες -και όλο και περισσότεροι που έρχονται συνεχώς, μέσω των παιδιών μας – να ξυπνούν και να θυμούνται ποιοί είναι στην πραγματικότητα και τι έχουν να κάνουν.

“Το κοινό μας σημείο είναι η αίσθηση που έχουμε σ’ όλη μας τη ζωή ότι είμαστε “διαφορετικοί“, παράξενοι, αταίριαστοι, ξένοι σε μια ξένη χώρα και ότι ποτέ δεν θα ταιριάξουμε. Νιώθουμε μια επιθυμία να “επιστρέψουμε στο σπίτι μας”, αλλά δεν είμαστε σίγουροι τι σημαίνει αυτό. Είμαστε συχνά πρόθυμοι να προσφέρουμε αλλά και πολύ ανασφαλείς.

“Βέβαια δεν βρισκόμαστε εδώ για να “ταιριάξουμε”, όσο κι αν θα το θέλαμε. Έχουμε έρθει για να διδάξουμε, να οδηγήσουμε, να θεραπεύσουμε, να θυμίσουμε στους άλλους, ακόμα κι αν το κάνουμε αποκλειστικά με παράδειγμα τη ζωή μας.

“Η γη υπήρξε σχολείο για πολλές ανθρώπινες ψυχές, αλλά οι ψυχές μας δεν ανήκουν ολοκληρωτικά σ’ αυτή τη γη. Έχουμε εκπαιδευτεί κάπου αλλού, ξέρουμε πολλά πράγματα χωρίς να ξέρουμε πού τα μάθαμε -υπάρχουν πράγματα που αναγνωρίζουμε, σαν να τα ξαναβλέπουμε. Και φυσικά βρισκόμαστε εδώ για να υπηρετήσουμε.

“Εσύ Νταν, πρέπει να αναζητήσεις τρόπους να αλλάξεις κάποια πράγματα -πρώτα να ξυπνήσεις τον εαυτό σου, μετά να βρεις τον κατάλληλο μοχλό, τα πιο σωστά μέσα, τον πιο φυσικό τρόπο να πλησιάσεις τους άλλους. Έτσι συμβαίνει με όλους τους ειρηνικούς πολεμιστές που μοιράζονται αυτήν την αποστολή. Κάποιος μας μπορεί να γίνει κουρέας, άλλος δάσκαλος, άλλος χρηματιστής, κτηνίατρος ή δικηγόρος. Μερικοί από εμάς μπορεί να γίνουν διάσημοι, άλλοι να παραμείνουν ανώνυμοι. Όμως ο καθένας έχει τον ρόλο του.”

Οι Στωικοί βρίσκονταν σε δριμεία αντιπαράθεση με τους Επικούρειους

Επίκουρος (341-271 π.Χ.)

Οι Στωικοί βρίσκονταν σε δριμεία αντιπαράθεση με τους Επικούρειους. Ο Επίκτητος αποκάλεσε κιναιδολόγον τον Επίκουρο, ο δε Κικέρωνας χλεύαζε τις απόψεις του για τη φύση των θεών. Ο χριστιανός Κλήμης ο Αλεξανδρεύς τον αποκαλούσε «Πρίγκιπα της αθεΐας», και ο Τιμοκράτης στο έργο Ευφρανταί ισχυριζόταν ότι ο Επίκουρος έκανε σκόπιμα εμετό δύο φορές τη μέρα, για να συνεχίσει την απόλαυση του φαγητού. Ο θιγόμενος πάλι, απαντώντας στο Ναυσιφάνη που του είχε φέρει ναυτία με τις ύβρεις του, τον αποκάλεσε «σουπιά και αγράμματο κι απατεώνα και πόρνο» – και ακόμα δεν είχε πάρει μπροστά.

Μερικοί άλλοι Στωικοί είχαν πιο συμβιβαστική διάθεση, όπως ο Σενέκας, που γράφει στο Για μια ευτυχισμένη ζωή ότι δεν του αρμόζουν όλα όσα του καταλογίζονται. Το καταπληκτικό όμως είναι ότι και ο Διογένης Λαέρτιος, που δε φοβόταν καθόλου τον κιτρινισμό και τα διογκωμένα ρεπορτάζ, αναλώνει μεγάλη προσπάθεια και πολύ χώρο στην υπεράσπιση του Επίκουρου. «Είναι τρελοί πέρα για πέρα» λέει για τους επικριτές του, και του αφιερώνει ολόκληρο το δέκατο βιβλίο της Συναγωγής, όπου τον πραγματεύεται τόσο διεξοδικά όσο κανέναν άλλον.

Ο Επίκουρος ήταν πολυγραφότατος, και η βασική πραγματεία του περί φυσικής φιλοσοφίας έφτανε τον δυσθεώρητο όγκο των 37 τόμων. Το μόνο που σώζεται από όλο το έργο του είναι τέσσερις επιστολές -και κάποια σκόρπια αποσπάσματα και μαρτυρίες, τα οποία διέσωσε ο Διογένης Λαέρτιος, λέγοντας γι αυτόν: «Η καλοσύνη του αποδεικνυόταν με κάθε λογής τρόπο».

Ένα μεγάλο μέρος του προβλήματος με τον Επίκουρο είναι οι συνεκδοχές που μας φέρνει στο νου το επίθετο «επικούρειος». Όπως είδαμε νωρίτερα, οι Κυνικοί δεν ήταν κυνικοί με τη σύγχρονη έννοια. Έτσι κι ο Επίκουρος, όχι μόνο δεν έκανε επικούρεια ζωή αλλά προάσπιζε την ολιγάρκεια στα πάντα. Έλεγε ότι θα ήταν πιο ευτυχισμένος κι από το Δία όσο θα είχε λίγο κριθαρένιο ψωμί και νερό. Και συμπλήρωνε: «Στείλτε μου κι ένα μικρό κιούπι με τυρί, και θα μπορώ να τρώω σαν να είναι γιορτή». Η φιλοσοφία του παρέχει μια αγωγή για την επίτευξη της ευτυχίας, την οποία ταυτίζει με μια κατάσταση μακαριότητας που συνοδεύει κάθε ζωή χωρίς ανάγκες, έγνοιες και, πάνω απ’ όλα, άγχη. Κανείς δεν μπορεί να είναι ευτυχής όσο αγχώνεται για ό,τι δεν έχει. Όταν ζούμε χωρίς το άγχος αυτό, απολαμβάνουμε την ευδαιμονία των θεών.

Ο Επικουρισμός λοιπόν δεν είχε σχέση με την έξαλλη ζωή, με το να πίνεις και να γλεντάς, με το να χαίρεσαι τ αγόρια και τις γυναίκες, με το να γεύεσαι τα ψάρια και τις άλλες λιχουδιές. Αφορά τη φρόνηση στα πάντα. Ο συνετός Επικούρειος δεν παντρεύεται, δεν κάνει οικογένεια και ποτέ δε μεθάει τόσο ώστε να χάνει τα λόγια του. Όσο για το σεξ, ο Επίκουρος λέει ότι δεν ωφέλησε κανέναν που το παράκανε. Βέβαια, με μια τόσο ασκητική στάση προς τις ηδονές, είναι απορίας άξιο γιατί να θέλει κανείς να γίνει ηδονιστής με την επικούρεια έννοια. Οι Επικούρειοι ζούσαν σε μικρές κοινότητες με πρότυπο τον «Κήπο», που είχε ιδρυθεί από τον ίδιο στα περίχωρα της Αθήνας. Για τη ζωή στις κοινότητες αυτές γνωρίζουμε μόνο ότι εκχωρούσε ίσα δικαιώματα τόσο στις γυναίκες όσο και στους υπηρέτες των σπιτιών, ενώ έδινε και τεράστια αξία στη φιλία. Ο Επίκουρος λέει πως είναι ύψιστη ευλογία στη ζωή του ανθρώπου να έχει φίλους και ότι ο σοφός «καμιά φορά πεθαίνει για ένα φίλο».

Η οδυνηρή αλήθεια για τη δήθεν ηδονοθηρία του Επίκουρου διακρίνεται καλύτερα αν δούμε το δικό του δεινοπάθημα, εφτά περίπου χρόνια μετά το θάνατο του Πλάτωνα. Από πολύ νωρίτερα είχε βγάλει όνομα ως φιλάσθενος, σε σημείο ώστε ο μαθητής του Μητρόδωρος να γράψει και βιβλίο με τίτλο Περί Επικούρου ασθένειας. Πέθανε λοιπόν με βασανιστικούς πόνους από νεφρική ανεπάρκεια και αφού επί δύο εβδομάδες δεν μπορούσε ούτε να σταθεί από το μαρτύριο που του προξενούσαν οι πέτρες στα νεφρά. Κι όμως εξέπνευσε χαρούμενος ανάμεσα στους φίλους και μαθητές του. Η αποχαιρετιστήρια επιστολή του προς τον Ιδομενέα ξεκίνα ως έξης:

Σου γράφω στην πιο ευτυχισμένη και τελευταία ημέρα της ζωής μου, ενώ υποφέρω από βαρύτατες ασθένειες της κύστης και των εντοσθίων.

Αλλά συνεχίζει με το εξής θαυμαστό:

Όλα αυτά όμως αντισταθμίζονται από τη χαρά της ψυχής μου, καθώς αναθυμάμαι εκείνα που εμείς οι δύο συζητούσαμε και ερευνούσαμε μαζί.

MARCUS AURELIUS: Όλ’ αυτά όμως είναι καλά για τους απαίδευτους

Μοναξιές γυρεύουν οι άνθρωποι, εξοχές και παραθαλάσσια και βουνά και συ πολλάκις τυχαίνει να τα λαχταράς. Όλ’ αυτά όμως είναι καλά για τους απαίδευτους αφού μπορείς, όποια στιγμή θελήσεις v’ αποτραβηχθείς στον εαυτό σου. Γιατί πουθενά ησυχότερα κι αμεριμνότερα δεν αποτραβιέται ο άνθρωπος παρά μέσα στην ψυχή του.

Και μάλιστα εκείνος που έχει τακτοποιημένα τα εσωτερικά του έτσι που, όταν τα βλέπει, καταλαμβάνεται από τέλεια καλή διάθεση. Και καλή διάθεση εννοώ την αρμονική διάθεση. Συχνά λοιπόν δίνε του εαυτού σου του είδους τούτου απομόνωση και ανανέωνέ τον.

Σύντομες να είναι και βασικές oι αρχές εκείνες που, άμα τις συλλογισθείς, αρκούν για να σου πλύνουν την ψυχή και να σε στείλουν πίσω τέτοιον που να μην αγανακτείς μ’ εκείνα στα οποία επιστρέφεις.

Ας δούμε όμως με τι αγανακτείς. Με την κακία των ανθρώπων; Ξανασκέψου την αρχή ότι τα λογικά ζώα έγιναν το ένα χάριν του άλλου και ότι η ανεκτικότης είναι μέρος της δικαιοσύνης και ότι άθελα αμαρτάνουν οι άνθρωποι και ότι τόσους που εχθρεύθηκαν, υποπτεύθηκαν, μίσησαν, τους πήρε ο χάρος κι έγιναν στάχτη και τότε παύσε v’ αγανακτείς.

Μάρκος Αυρήλιος, Τα εις εαυτόν, Δ, 3

ΠΛΑΤΩΝ: Περί Ψυχής

Όσο για το κυρίαρχο μέρος της ψυχής, οφείλουμε να σκεφτόμαστε μ΄ αυτό τον τρόπο, ότι δηλαδή, ο Θεός το έδωσε στον καθένα μας ως Φύλακα Άγγελο (θείον Δαιμόνιον) για να κατοικεί στην κορυφή του σώματός μας, να μας ανυψώνει από τη γη και να μας φτάνει μέχρι τον ουρανό, δεδομένου ότι πιστεύουμε δικαιολογημένα πως είμαστε Ουράνια φυτά και όχι γήινα!..

Στον Ουρανό συνέβη η πρώτη γέννηση της ψυχής και εκεί βρίσκονται οι ρίζες μας – εκεί η θεϊκή ψυχή προσαρτά και ριζώνει το κεφάλι μας και από εκεί ορθώνει προς τα κάτω όλο το σώμα!..

Σε όποιον λοιπόν αρέσουν οι απολαύσεις ή οι φιλονικίες και ασχολείται μ΄ αυτές υπερβολικά, αναγκαστικά έχει μέσα του θνητές απόψεις και γίνεται απόλυτα θνητός, χωρίς να μετέχει ούτε ελάχιστα στην αθανασία, αφού έχει αυξήσει σε τεράστιο βαθμό το θνητό μέρος.

Εκείνος όμως που έχει αφοσιωθεί με συνέπεια στη μάθηση και την κατανόηση της Αλήθειας «γυμνάζοντας» ιδιαίτερα την ικανότητα να σκέπτεται πράγματα Αθάνατα και θεία, κατανοώντας την Αλήθεια, τότε κατά ανάγκη θα μετάσχει ως ανθρώπινη φύση, στην Αθανασία.

Ένας τέτοιος άνθρωπος, που υπηρετεί το «θείο» και τιμά τον «φύλακα άγγελο» που έχει συγκάτοικο μέσα του, θα είναι πάντα εξαιρετικά ευτυχισμένος.

(άτε δε αει θεράποντατα δαίμονα σύνοικον εαυτώ, διαφερόντως ευδαίμονα είναι!)

Η σωστή Φροντίδα για όλα τα πράγματα είναι μία και μοναδική: να προσφέρεις στον καθένα τις οικείες τροφές και κινήσεις.

Οι οικείες όμως και συγγενείς κινήσεις για το θεϊκό στοιχείο που υπάρχει μέσα μας, είναι οι σκέψεις και οι περιφορές του σύμπαντος.

Αυτές πρέπει να ακολουθούμε όλοι…και τους δικούς μας κύκλους, που διαστρεβλώθηκαν κατά την γέννησή μας, πρέπει να τους επαναφέρουμε στην Ορθή τροχιά μαθαίνοντας την Αρμονία και την Ομαλή περιφορά του Σύμπαντος.

Έτσι θα εξομοιώσουμε την Νόησή μας με το αντικείμενό της – ομοιότητα σύμφωνα με την πρωταρχική της Φύση.

Και με την εξομοίωση αυτή θα κατακτήσουμε την προδιαγεγραμμένη άριστη ζωή, έχοντας εκπληρώσει τον σκοπό που έθεσαν και θα συνεχίσουν πάντοτε να θέτουν στους ανθρώπους οι Θεοί!

ΠΛΑΤΩΝ, ΤΙΜΑΙΟΣ

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της

3.4.4. Ναοί και θησαυροί της υστεροαρχαϊκής εποχής με γλυπτό διάκοσμο


Στο ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς, όπως και σε άλλα μεγάλα ιερά, υπήρχαν μικρά ναόσχημα κτίσματα που ονομάζονται θησαυροί, επειδή μέσα σε αυτά φυλάσσονταν πολύτιμα αφιερώματα. Τους θησαυρούς τούς έχτιζαν συνήθως οι πόλεις που έστελναν τα αφιερώματα, δείγμα του σεβασμού τους προς τον θεό, αλλά και του πλούτου τους. Ένας από τους πολυτελέστερους και ομορφότερους θησαυρούς ήταν εκείνος των Σιφνίων. Το νησί της Σίφνου, αν και μικρό, ήταν πολύ πλούσιο στα αρχαϊκά χρόνια, γιατί είχε μεταλλεία αργύρου και χρυσού. Για να δείξουν τον πλούτο τους οι Σίφνιοι, αφού πρώτα στόλισαν την πόλη τους με ωραία μαρμάρινα οικοδομήματα, αποφάσισαν να χτίσουν στους Δελφούς έναν λαμπρό θησαυρό, εξ ολοκλήρου από μάρμαρο, σιφνιακό για τους τοίχους, ναξιακό για τα κυμάτια και παριανό για τα γλυπτά. Πριν όμως καλά καλά τελειώσει το κτήριο, οι Σίφνιοι έπεσαν θύματα μιας επιδρομής εξόριστων Σαμίων που έψαχναν να βρουν χρήματα για να ανατρέψουν τον τύραννο Πολυκράτη. Την ιστορία μάς τη διηγείται ο Ηρόδοτος (3.57-58):

«Οι Σάμιοι που είχαν εκστρατεύσει εναντίον του Πολυκράτη, επειδή ήταν να τους εγκαταλείψουν, έβαλαν πλώρη κι αυτοί για τη Σίφνο· γιατί είχαν ανάγκη από χρήματα και το νησί της Σίφνου γνώριζε ακμή και οι Σίφνιοι ήταν οι πιο πλούσιοι από τους νησιώτες, επειδή το νησί τους είχε μεταλλεία χρυσού και ασημιού, με τέτοια απόδοση, ώστε από το ένα δέκατο των εσόδων που έδιναν να έχει ανεγερθεί ο θησαυρός τους στους Δελφούς που παράβγαινε με τους πιο πλούσιους· κι οι ίδιοι τους μοιράζονταν μεταξύ τους τα χρήματα που συγκέντρωναν κάθε χρόνο. Κι όταν οικοδομούσαν το θησαυρό τους ζητούσαν χρησμό απ᾽ το μαντείο, αν η ευημερία που απολάμβαναν θα μπορούσε να παραμένει για πολύν καιρό· κι η Πυθία τους έδωσε τον εξής χρησμό:

Κι όταν στη Σίφνο κάτασπρο θα δεις το πρυτανείο,
της αγοράς τα φρύδια ασπρισμένα,
τότε ο κάθε γνωστικός τη σκέψη του να στρέψει
στο ξύλινο καρτέρεμα, στον κόκκινο τον κράχτη.
Τότε η αγορά των Σιφνίων και το πρυτανείο ήταν ομορφοχτισμένα από μάρμαρο της Πάρου
.

Μόλις πλησίασαν στη Σίφνο οι Σάμιοι, αμέσως έστειλαν ένα καράβι στην πόλη, που μετέφερε πρεσβευτές. Τον παλιό καιρό όλα τα καράβια ήταν βαμμένα κόκκινα με μίλτο· κι αυτό ήταν το νόημα του χρησμού της Πυθίας που τους προέτρεπε να πάρουν τα μέτρα τους μπρος στο "ξύλινο καρτέρι" και τον "κόκκινο κήρυκα". Λοιπόν, όταν έφτασαν οι αγγελιαφόροι, ζητούσαν από τους Σίφνιους να τους δανείσουν δέκα τάλαντα. Όμως οι Σίφνιοι αρνήθηκαν να τους δανείσουν και τότε οι Σάμιοι διαγούμισαν την ύπαιθρό τους. Όταν το πληροφορήθηκαν οι Σίφνιοι έτρεξαν να υπερασπιστούν τον τόπο τους, ήρθαν στα χέρια μ᾽ αυτούς και νικήθηκαν και πολλούς οι Σάμιοι τούς έκοψαν το δρόμο για την πόλη· κι ύστερα από αυτά πήραν λύτρα γι᾽ αυτούς εκατό τάλαντα.» 

Με βάση όσα γνωρίζουμε για την τυραννία του Πολυκράτη μπορούμε να χρονολογήσουμε την καταστροφή της Σίφνου από τους Σαμίους γύρω στο 525 π.Χ. Από τον Ηρόδοτο μαθαίνουμε ότι ο θησαυρός των Σιφνίων στους Δελφούς μόλις είχε τελειώσει· είναι, επομένως, ένα κτήριο που μπορούμε να το χρονολογήσουμε με ακρίβεια. Για τον ίδιο λόγο μεγάλη σημασία έχει ο πλούσιος γλυπτός διάκοσμος του θησαυρού, που σώζεται σε αρκετά καλή κατάσταση. Το οικοδόμημα (διαστάσεις 6,04 m x 8,41 m, ύψος 4 m ως τον θριγκό και ύψος θριγκού 1,57 m) είναι ιωνικού ρυθμού, δίστυλο εν παραστάσι και έχει την είσοδο στη δυτική πλευρά. Αξιοσημείωτο είναι ότι στην πρόσοψη, αντί για κίονες, έχει δύο ντυμένες γυναικείες μορφές με κάλαθο στο κεφάλι που στηρίζουν τον θριγκό, από τις οποίες σώζεται η μία. Οι μορφές αυτές ονομάζονται καρυάτιδες· πατούσαν επάνω σε ψηλές βάσεις και έφεραν στο κεφάλι ψηλούς πόλους με ανάγλυφες παραστάσεις που βοηθούσαν στη στήριξη των κιονοκράνων και του θριγκού. Το κιονόκρανο που σώζεται δεν είναι ιωνικό, αλλά παραλλαγή δωρικού, και διακοσμείται με δύο ανάγλυφα λιοντάρια που κατασπαράζουν ένα ελάφι. Ο θριγκός περιλαμβάνει ένα επιστύλιο, μια ιωνική ζωφόρο με ανάγλυφες παραστάσεις, γείσα και μια σίμη με λεοντοκεφαλές-υδρορρόες και ανθέμια. Αξιοσημείωτα είναι τα περίτεχνα κυμάτια στη βάση του κτηρίου, στο πλαίσιο της θύρας, στα επίκρανα των παραστάδων και στον θριγκό.

Η ζωφόρος περιτρέχει όλο το κτήριο και σε κάθε πλευρά της εικονίζεται ένα διαφορετικό θέμα. Όταν βρέθηκαν οι πλάκες, σώζονταν ακόμη επάνω τους αρκετά ίχνη από τα αρχικά χρώματα καθώς και επιγραφές με τα ονόματα των εικονιζόμενων προσώπων, που διαβάζονται ακόμη και σήμερα με τη βοήθεια ειδικού φωτισμού. Υπήρχαν επίσης επιγραφές με τα ονόματα των καλλιτεχνών, που δυστυχώς όμως σώζονται αποσπασματικά. Βέβαιο είναι ότι στη ζωφόρο δούλεψαν δύο γλύπτες με τους βοηθούς τους· ο ένας φιλοτέχνησε τις ζωφόρους της βόρειας και της ανατολικής πλευράς και ο άλλος της νότιας και της δυτικής. Τα υπολείμματα χρωμάτων επιτρέπουν μιαν αρκετά πιστή αποκατάσταση της αρχικής πολυχρωμίας της ζωφόρου, η οποία πάντως ξενίζει με τα μέτρα της σημερινής αισθητικής.

Η ζωφόρος της δυτικής πλευράς, δηλαδή της πρόσοψης, αποτελούνταν από τρεις πλάκες, από τις οποίες σώζονται οι δύο· σε καθεμία εικονίζεται ένα τέθριππο άρμα με αναβάτη μια θεά, που ανεβαίνει ή ξεπεζεύει. Με βεβαιότητα αναγνωρίζεται μόνο η πρώτη από τα βόρεια, η Αθηνά, που φοράει την αιγίδα και ίσως κράνος. Το άρμα της Αθηνάς το σέρνουν φτερωτά άλογα και μπροστά τους εικονίζεται ο Ερμής με κοντό χιτώνα, φτερωτά πέδιλα και το κηρύκειο στο χέρι. Πίσω από την Αθηνά διακρίνεται το περίγραμμα μιας ανδρικής μορφής, που θα μπορούσε να είναι ο Ηρακλής. Η ταυτότητα της δεύτερης θεάς είναι δύσκολο να προσδιοριστεί και έτσι το θέμα της ζωφόρου παραμένει αινιγματικό. Στη ζωφόρο της νότιας πλευράς, που σώζεται και αυτή αποσπασματικά, εικονιζόταν μια πομπή με άρματα και ιππείς και η απαγωγή δύο γυναικών. Η διπλή απαγωγή με άρματα οδηγεί στη σκέψη ότι το θέμα ήταν ίσως η αρπαγή των Λευκιππιδών (των κορών του Λευκίππου) από τους Διοσκούρους, τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη.

Στην ανατολική πλευρά η ζωφόρος σώζεται καλύτερα και το θέμα αναγνωρίζεται με τη βοήθεια των επιγραφών. Στα αριστερά εικονίζεται μια σύναξη θεών που κάθονται και συζητούν μεταξύ τους χειρονομώντας έντονα. Το αντικείμενο της συζήτησης είναι η μάχη ανάμεσα σε δύο πολεμιστές, τον Αχιλλέα και τον Μέμνονα, που πλαισιώνονται από δύο συμμάχους τους και από τα άρματά τους. Ανάμεσα στους δύο μονομάχους κείτεται το σώμα του Αντίλοχου, του γιου του Νέστορα. Πρόκειται για ένα επεισόδιο του Τρωικού Πολέμου που το αφηγούνταν ένα χαμένο σήμερα επικό ποίημα, η Αιθιοπίς. Ο βασιλιάς των Αιθιόπων Μέμνων ήρθε να πολεμήσει στο πλευρό των Τρώων και σκότωσε τον Αντίλοχο, όταν αυτός προσπάθησε να υπερασπιστεί τον πατέρα του, τον Νέστορα. Τότε ο Αχιλλέας έτρεξε να εκδικηθεί τον φίλο του και βρέθηκε αντιμέτωπος με τον Μέμνονα. Η μονομαχία ήταν αμφίρροπη, γιατί ο Μέμνων ήταν γιος μιας θεάς, της Ηούς, όπως και ο Αχιλλέας ήταν γιος της Θέτιδας. Ξέρουμε ότι άλλοι θεοί υποστήριζαν τους Αχαιούς και άλλοι τους Τρώες. Τελικά τη λύση την έδωσε ο Δίας, που όρισε να ζυγιστούν οι ψυχές των δύο αντιπάλων. Ο δίσκος της ζυγαριάς με την ψυχή του Μέμνονα έγειρε προς τη γη και τον κάτω κόσμο, και έτσι νίκησε ο Αχιλλέας. Στο κέντρο της παράστασης διακρίνονται οι τρύπες για τη στερέωση των χάλκινων δίσκων της ζυγαριάς που κρατούσε ο Ερμής. Στη ζωφόρο της βόρειας πλευράς, που σώζεται καλύτερα από όλες, παριστάνεται η Γιγαντομαχία, δηλαδή η μάχη των θεών και των Γιγάντων, των γιων της Γης. Οι θεοί προχωρούν προς τα δεξιά, στην κατεύθυνση της νίκης, και πολεμούν ο καθένας με τα δικά του όπλα: στην ανατολική άκρη ο θεός-τεχνίτης Ήφαιστος, μπροστά στο φυσερό του, ετοιμάζεται να πετάξει πυρωμένους μύδρους, ενώ στη μέση της παράστασης η Θέμις (σημαντική θεά για τους Δελφούς, αφού κατείχε το μαντείο πριν από τον Απόλλωνα) οδηγεί τα λιοντάρια που σέρνουν το άρμα της εναντίον των Γιγάντων και αυτά τους κατασπαράζουν. Οι Γίγαντες εικονίζονται ντυμένοι όπως οι οπλίτες.

Γλυπτό διάκοσμο είχαν και τα αετώματα του θησαυρού των Σιφνίων. Στο ανατολικό αέτωμα, που σώζεται σε σχετικά καλή κατάσταση, βλέπουμε έναν δελφικό μύθο, τη μάχη του Απόλλωνα με τον Ηρακλή για τον τρίποδα, που τον συναντήσαμε ήδη σε μιαν αγγειογραφία του «ζωγράφου του Ανδοκίδη», η οποία χρονολογείται στα ίδια χρόνια. Στο κέντρο του αετώματος διακρίνονται ο Δίας, μεγαλύτερος από τις υπόλοιπες μορφές, ο Ηρακλής και ο Απόλλων. Πίσω από τον Απόλλωνα στέκεται η Άρτεμη, που μοιάζει να ενθαρρύνει τον αδελφό της, πιάνοντάς τον από τα μπράτσα. Σώζονται ακόμη θραύσματα από μαρμάρινες Νίκες, που ήταν τοποθετημένες στις γωνίες του αετώματος του θησαυρού, ήταν δηλαδή ακρωτήρια.

Τα γλυπτά του θησαυρού των Σιφνίων και ειδικά η ανάγλυφη ζωφόρος του έχουν σημαντική θέση στην ιστορία της τέχνης της αρχαϊκής εποχής όχι μόνο για την ποιότητά τους, αλλά και επειδή είναι ακριβώς χρονολογημένα. Διαθέτουμε έτσι ένα σταθερό σημείο αναφοράς για την τέχνη των χρόνων 530-525 π.Χ., που μας βοηθάει να χρονολογήσουμε μια σειρά από άλλα γλυπτά. Αλλά οι μορφές της ζωφόρου του θησαυρού των Σιφνίων είναι επίσης στιλιστικά όμοιες με εκείνες των πρώτων ερυθρόμορφων και των δίγλωσσων αγγείων. Η σύγκριση αυτή μας επιτρέπει να χρονολογήσουμε την αρχή του ερυθρόμορφου ρυθμού γύρω στο 525 π.Χ.

Το 548 π.Χ. ο ναός του Απόλλωνα στους Δελφούς, που σύμφωνα με την παράδοση τον είχαν χτίσει ο Τροφώνιος και ο Αγαμήδης, καταστράφηκε από μεγάλη πυρκαγιά. Το ιερατείο των Δελφών και οι Αμφικτίονες, δηλαδή οι πόλεις που επόπτευαν το ιερό, άρχισαν αμέσως να συγκεντρώνουν χρήματα για την κατασκευή νέου ναού και απευθύνθηκαν μάλιστα όχι μόνο σε Έλληνες, αλλά και σε ξένους χρηματοδότες, ανάμεσά τους στον πάμπλουτο βασιλιά της Λυδίας Κροίσο (που όμως έναν χρόνο αργότερα έχασε τον θρόνο του) και στον φαραώ της Αιγύπτου Άμαση, ο οποίος ανταποκρίθηκε στο αίτημα. Για να χτιστεί ο καινούργιος ναός δημιουργήθηκε πρώτα ένα μεγάλο ανάλημμα με τη βοήθεια ενός ισχυρού τοίχου, που συγκρατούσε τα χώματα. Οι εργασίες αυτές καθυστέρησαν αρκετά την ανέγερση. Καθοριστική για την κατασκευή του ναού του Απόλλωνα υπήρξε όμως η συμβολή μιας μεγάλης και ισχυρής αθηναϊκής οικογένειας, των Αλκμεωνιδών, που την εποχή εκείνη ήταν εξόριστη εξαιτίας της διαμάχης της με τους Πεισιστρατίδες. Οι Αλκμεωνίδες ανέλαβαν, ύστερα από διαπραγματεύσεις, την εργολαβία για την αποπεράτωση του ναού, και μάλιστα, όπως μας λέει ο Ηρόδοτος, κατασκεύασαν την πρόσοψη από μάρμαρο και όχι από πωρόλιθο, ξεπερνώντας τις απαιτήσεις της συγγραφής. Η γενναιοδωρία των Αλκμεωνιδών είχε βέβαια τον λόγο της, αφού με αυτό τον τρόπο κατάφεραν να εξασφαλίσουν την εύνοια του μαντείου και αυτό με τη σειρά του τους βοήθησε να επιστρέψουν στην Αθήνα (Ηρόδοτος 5.62):

«Τύραννος ήταν ο Ιππίας και ήταν όλο πίκρα με τους Αθηναίους για το θάνατο του Ιππάρχου, όταν οι Αλκμεωνίδες, γέννημα θρέμμα Αθηναίοι, καθώς η επιχείρησή τους μαζί με τους άλλους Αθηναίους εξορίστους δεν ευοδωνόταν, αλλά έπαθαν πανωλεθρία δοκιμάζοντας να γυρίσουν στην πόλη τους και να ελευθερώσουν την Αθήνα, οχύρωσαν με τείχος το Λειψύδριον που βρίσκεται πάνω από την Παιονία [στην Πάρνηθα]· τότε λοιπόν οι Αλκμεωνίδες έβαλαν σ᾽ ενέργεια κάθε τι που περνούσε από το μυαλό τους εναντίον των Πεισιστρατιδών κι ανάμεσα στ᾽ άλλα έκαναν συμφωνία με τους Αμφικτίονες ν᾽ αναλάβουν εργολαβικά το ναό στους Δελφούς (αυτόν που βλέπουμε τώρα, όμως τότε δεν υπήρχε ακόμη) και να ολοκληρώσουν την οικοδόμησή του. Κι έτσι που τα οικονομικά τους ήταν ανθηρά κι ήταν οικογένεια ανέκαθεν με μεγάλη υπόληψη, το ναό τον έχτισαν ωραιότερο από το πρόπλασμά του σ᾽ όλα τ᾽ άλλα, και μάλιστα, ενώ η συμφωνία ήταν να χτίσουν το ναό με πωρόλιθο, οικοδόμησαν την πρόσοψή του με μάρμαρο της Πάρου.

Και, καταπώς λένε οι Αθηναίοι, αυτοί οι Αλκμεωνίδες μένοντας καιρό πολύ στους Δελφούς δωροδόκησαν την Πυθία, ώστε, κάθε φορά που θα έρχονταν οι Σπαρτιάτες να πάρουν χρησμό, είτε για ιδιωτική είτε για δημόσια υπόθεση, να τους παραγγέλνει να ελευθερώσουν την Αθήνα.»

Η πληροφορία του Ηροδότου (που επιβεβαιώνεται σε γενικές γραμμές και από άλλους αρχαίους συγγραφείς) είναι ιδιαίτερα χρήσιμη, γιατί μας βοηθάει να χρονολογήσουμε με ακρίβεια την κατασκευή της πρόσοψης και των αρχιτεκτονικών γλυπτών του υστεροαρχαϊκού ναού του Απόλλωνα. Η επιχείρηση των Αλκμεωνιδών στο Λειψύδριον έγινε το 514 π.Χ. και η εκδίωξη του Ιππία από την Αθήνα με τη βοήθεια των Σπαρτιατών το 509 π.Χ. Αυτό σημαίνει ότι οι εργασίες στον ναό πρέπει να ολοκληρώθηκαν το αργότερο λίγο μετά το 509 π.Χ.· μπορούμε, επομένως, να χρονολογήσουμε την κατασκευή των αετωματικών γλυπτών του ναού, που τοποθετήθηκαν τελευταία επάνω στο κτήριο, γύρω στο 510 π.Χ.

Ο σωζόμενος ναός του Απόλλωνα στους Δελφούς κατασκευάστηκε τον 4ο αιώνα π.Χ., αλλά έχει, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, τις ίδιες περίπου διαστάσεις και την ίδια εσωτερική διαμόρφωση με τον υστεροαρχαϊκό ναό· είναι δωρικός περίπτερος, μακρύς και στενός (21,7 m x 58,2 m), με έξι κίονες στις στενές πλευρές και δεκαπέντε στις μακρές. Η κάτοψη αυτή, που θυμίζει τους παλαιότερους ελληνικούς ναούς, παραπέμπει πιθανότατα στον αρχικό ναό και ήταν επιταγή της παράδοσης. Ο πρόδομος και ο οπισθόδομος είχαν από δύο κίονες εν παραστάσι, ενώ ο σηκός χωριζόταν από δύο κιονοστοιχίες σε ένα φαρδύ κεντρικό κλίτος και δύο πολύ στενά πλαϊνά. Στο βάθος του σηκού υπήρχε το άδυτο, μια χαμηλή βάθυνση στο έδαφος, όπου κατέβαινε κανείς με μερικά σκαλιά· εδώ δίνονταν οι χρησμοί.

Στο αέτωμα της πρόσοψης, δηλαδή της ανατολικής πλευράς, το θέμα είναι η υποδοχή του Απόλλωνα από μια ομάδα ανθρώπων. Ο θεός εμφανίζεται στο κέντρο της παράστασης επάνω σε τέθριππο άρμα· στα δεξιά του εικονίζονται τρεις όρθιες γυναίκες και στα αριστερά του τρεις άνδρες, από τους οποίους ο πρώτος στρέφεται προς τον Απόλλωνα με υψωμένο το δεξί του χέρι σε μια στάση χαιρετισμού και προσευχής. Στις γωνίες βλέπουμε δύο λιοντάρια, που κατασπαράζουν ένα μοσχάρι το ένα και ένα ελάφι το άλλο. Το θέμα της παράστασης ερμηνεύεται με τη βοήθεια των πρώτων στίχων των Ευμενίδων του Αισχύλου, όπου η Πυθία διηγείται πώς ο Απόλλων ήρθε στους Δελφούς από τη Δήλο, το νησί στο οποίο γεννήθηκε, για να γίνει ο νέος προφήτης του μαντείου, και πώς τον υποδέχθηκε εκεί ο μυθικός βασιλιάς του τόπου, ο Δελφός· αυτός πρέπει να είναι ο άνδρας που χαιρετάει τον Απόλλωνα (Αισχύλος, Ευμενίδες 9-14):

«Κι ήρθε [ο Απόλλωνας] από κει [από τη Δήλο] σ᾽ αυτή του Παρνασσού τη χώρα,
όπου τον ξεπροβόδισαν με πολύ σέβας
οι γιοι του Ηφαίστου [οι Αθηναίοι] ανοίγοντας να διαβεί στράτα
κι ήμερη κάνοντας τη γη που ήταν πριν άγρια·
και με τιμές τον δέχτηκε ο λαός μεγάλες
κι ο βασιλιάς Δελφός της χώρας κυβερνήτης.
»

Στην ανατολική πρόσοψη του ναού υπήρχαν επίσης μαρμάρινα ακρωτήρια, από τα οποία σώζεται το κεντρικό που εικονίζει μια Νίκη. Στο αέτωμα της δυτικής πλευράς, που είναι πώρινο και σώζεται πολύ αποσπασματικά, εικονίζεται η Γιγαντομαχία. Η έντονη δράση δημιουργεί αντίθεση με τη στατική σύνθεση του ανατολικού αετώματος. Ο μύθος της Γιγαντομαχίας ήταν γνωστός σε όλη την Ελλάδα και είδαμε ήδη μιαν απεικόνισή της στους Δελφούς, στη βόρεια πλευρά του θησαυρού των Σιφνίων. Αλλά η μάχη των θεών και των Γιγάντων είχε ιδιαίτερη σημασία για τους Αθηναίους, που την έβλεπαν ως νίκη του πολιτισμού απέναντι στην αγριότητα και την ύφαιναν επάνω στον περίφημο πέπλο που αφιέρωναν στην Αθηνά στα Παναθήναια από το 566 π.Χ. Είναι λοιπόν πολύ πιθανό ότι το θέμα του δυτικού αετώματος του ναού του Απόλλωνα στους Δελφούς το επέλεξαν οι Αλκμεωνίδες που, όπως είδαμε, είχαν αναλάβει την κατασκευή του.

Ένας άλλος σημαντικός ναός του Απόλλωνα χτίστηκε τα ίδια περίπου χρόνια στην Ερέτρια. Ο Απόλλων στην Ερέτρια ονομαζόταν Δαφνηφόρος και ήταν ο μεγάλος θεός της πόλης. Ο χώρος λατρείας του θεού βρισκόταν στο κέντρο της πόλης και ο πρώτος ναός του είχε χτιστεί ήδη τον 8ο αιώνα π.Χ. Αλλά στα τέλη του 6ου αιώνα οι Ερετριείς αποφάσισαν να ιδρύσουν έναν μεγάλο ναό διακοσμημένο με γλυπτά. Από τον γλυπτό διάκοσμο του ναού της Ερέτριας διατηρούνται τμήματα των μορφών του δυτικού αετώματος. Το θέμα της παράστασης είναι η αρπαγή της Αμαζόνας Αντιόπης από τον Θησέα. Το μεγαλύτερο σωζόμενο θραύσμα δείχνει τον νεαρό ήρωα που ανασηκώνει την Αμαζόνα, καθώς ετοιμάζεται να ανεβεί στο άρμα του.

Στην Ακρόπολη της Αθήνας οι Πεισιστρατίδες αντικατέστησαν τα πώρινα γλυπτά των αετωμάτων του ναού της Αθηνάς, που είχε κατασκευαστεί, όπως είδαμε, στα τελευταία χρόνια του Πεισιστράτου, με μαρμάρινα. Στο ανατολικό αέτωμα διατηρήθηκε το θέμα των δύο λιονταριών, αποδόθηκε όμως με τρόπο διαφορετικό: ενώ στην παλαιότερη σύνθεση τα λιοντάρια σκοτώνουν από ένα μοσχάρι, εδώ καταβάλλουν μαζί έναν ταύρο. Επίσης στο νεότερο σύμπλεγμα τα θηρία δεν στρέφουν το κεφάλι με ανοιχτό το στόμα προς τον θεατή καθώς το θύμα τους κείτεται νικημένο στο έδαφος· αντίθετα, ο ταύρος αντιστέκεται ακόμα και προσπαθεί να ανασηκωθεί, ενώ τα δύο θηρία βυθίζουν τα νύχια και τα δόντια τους στις σάρκες του. Με αυτό τον τρόπο η παράσταση έχει χάσει τον συμβολικό και αποτροπαϊκό της χαρακτήρα και απεικονίζει πλέον με τρόπο ρεαλιστικό τον αγώνα για επιβίωση. Σημαντική είναι η μαρμάρινη σύνθεση του δυτικού αετώματος, η οποία σώζεται δυστυχώς πολύ αποσπασματικά και είναι δύσκολο να αποκατασταθεί στο σύνολό της. Βέβαιο είναι ότι εικονιζόταν ένας αγαπητός στους Αθηναίους μύθος, που είχε, όπως είδαμε, ιδιαίτερο συμβολισμό, η Γιγαντομαχία. Σώζονται αρκετά τμήματα από τη μορφή της Αθηνάς σε στάση επίθεσης, ώστε να είναι δυνατή η αποκατάστασή της, ενώ αξιοπρόσεκτος για το μοτίβο και τη συστροφή του σώματος είναι ένας Γίγαντας πεσμένος στο έδαφος. Τα γλυπτά αυτά είναι αρκετά προχωρημένα από τεχνοτροπική άποψη και μπορούν να χρονολογηθούν στην προτελευταία δεκαετία του 6ου αιώνα (520-510 π.Χ.).

Στα ίδια χρόνια οι Πεισιστρατίδες αποφάσισαν να οικοδομήσουν έναν επιβλητικό δωρικό ναό για τον Ολύμπιο Δία στο ιερό του θεού στη νότια πλευρά της πόλης, κοντά στον ποταμό Ιλισό. Οι εργασίες για την κατασκευή του ναού άρχισαν πιθανότατα μετά το 520 π.Χ., αλλά δεν προχώρησαν πολύ, γιατί διακόπηκαν όταν οι Πεισιστρατίδες αναγκάστηκαν να φύγουν από την Αθήνα το 509 π.Χ. Ο ναός, του οποίου τα ερείπια σώζονται ως σήμερα, ξανάρχισε να χτίζεται, ως οικοδόμημα κορινθιακού ρυθμού, τρεισήμισι αιώνες αργότερα με χρήματα του βασιλιά Αντιόχου Δ' της Συρίας και ολοκληρώθηκε τον 2ο αιώνα μ.Χ. από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αδριανό.

Λίγο μεταγενέστερος είναι ο θησαυρός των Αθηναίων στους Δελφούς, που έχει και αυτός αξιόλογο γλυπτό διάκοσμο. Το οικοδόμημα είναι δωρικού ρυθμού (διαστάσεις 9,69 m x 6,62 m), δίστυλο εν παραστάσι, χτισμένο από παριανό μάρμαρο, και αναστηλώθηκε στα χρόνια 1903 ως 1906 με έξοδα του Δήμου Αθηναίων. Οι τοίχοι του θησαυρού είναι γεμάτοι επιγραφές που χαράχθηκαν από τον 3ο αιώνα π.Χ. και έπειτα· ανάμεσά τους υπάρχουν και δύο ύμνοι στον Απόλλωνα γραμμένοι με μουσική σημειογραφία. Από τα αετωματικά γλυπτά σώζονται λίγα μόνο κομμάτια. Μεγάλη σημασία έχουν όμως οι τριάντα συνολικά ανάγλυφες μετόπες (από έξι στις στενές πλευρές και από εννέα στις μακρές), που σώθηκαν σχεδόν όλες, μερικές όμως σε κακή κατάσταση. Οι μετόπες της βόρειας και της δυτικής πλευράς παρίσταναν άθλους του Ηρακλή, ενώ οι μετόπες της νότιας πλευράς, τις οποίες οι επισκέπτες του ιερού έβλεπαν πρώτες καθώς ανηφόριζαν την ιερά οδό προς τον ναό του Απόλλωνα, έδειχναν τα κατορθώματα του Θησέα, του μυθικού βασιλιά που οι Αθηναίοι θεωρούσαν δημιουργό του κράτους τους και θεμελιωτή του δημοκρατικού τους πολιτεύματος. Ανάμεσα στους άθλους του Θησέα ξεχωριστή θέση είχαν οι μάχες του νεαρού ακόμη ήρωα με τους κακούργους (τον Σίνι, τον Σκίρωνα και τον Προκρούστη) που είχαν εγκατασταθεί σε διάφορα σημεία του δρόμου από την Τροιζήνα στην Αθήνα και κακοποιούσαν ή σκότωναν τους ταξιδιώτες. Στις έξι μετόπες της ανατολικής πλευράς (της εισόδου) εικονιζόταν ένα συλλογικό κατόρθωμα, η νίκη των Αθηναίων με αρχηγό τον Θησέα εναντίον των Αμαζόνων, που είχαν εκστρατεύσει εναντίον της πόλης τους.

Ο περιηγητής Παυσανίας μάς λέει ότι οι Αθηναίοι έχτισαν τον θησαυρό για τη νίκη τους εναντίον των Περσών στον Μαραθώνα. Αν είναι σωστή η πληροφορία, το κτίσμα πρέπει να χρονολογηθεί μετά το 490 π.Χ. Η γνώμη του Παυσανία οφείλεται μάλλον στην παρουσία, κολλητά με τη νότια πλευρά του θησαυρού, ενός τριγωνικού βάθρου με επιγραφή των αρχών του 5ου αιώνα π.Χ., ανανεωμένη στα ελληνιστικά χρόνια, που λέει ότι οι Αθηναίοι αφιέρωσαν επάνω του λάφυρα (ἀκροθίνια) της μάχης του Μαραθώνα. Αλλά το βάθρο χτίστηκε χωριστά από τον θησαυρό, αφού τα θεμέλιά τους δεν δένουν, και πρέπει να είναι λίγο μεταγενέστερο. Συνεπώς, ο θησαυρός πρέπει να είναι λίγο παλαιότερος από το 490 π.Χ. Με το συμπέρασμα αυτό συμφωνεί η αρχιτεκτονική του κτηρίου, αλλά και η τεχνοτροπία των γλυπτών, όπως η μετόπη που εικονίζει τον Ηρακλή να συλλαμβάνει την Κερυνῖτιν ἔλαφον. Τα γλυπτά του θησαυρού των Αθηναίων συγκρίνονται πολύ καλά με τα τελευταία σημαντικά έργα της αρχαϊκής εποχής καθώς και με αγγειογραφίες της δεκαετίας 500-490 π.Χ. Τα δεδομένα αυτά οδηγούν σε μια χρονολόγηση του θησαυρού των Αθηναίων γύρω στο 500 π.Χ., αμέσως μετά τις πρώτες μεγάλες πολιτικές και στρατιωτικές επιτυχίες της νέας αθηναϊκής δημοκρατίας.

Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι: ΙI. ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΩΚΡΑΤΙΚΟΥΣ ΣΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

11.6. Γνωρίζεις τη φύση; Γνωρίζεις πώς γνωρίζεις; Καιρός να γνωρίσεις και τον εαυτό σου

Όπως οι Επικούρειοι, έτσι και οι Στωικοί έδιναν μεγάλη σημασία στη φυσική, και ιδιαίτερα στο μέρος της που ονόμαζαν «θεολογία». Ο Χρύσιππος, παρότι έγραψε εκατοντάδες βιβλία λογικής και φυσικής, δεν δίσταζε να γράψει ότι «ο μόνος λόγος για να μελετήσουμε τη φύση είναι για να διακρίνουμε τα αγαθά από τα κακά». Άρα, η γνώση από τη μελέτη αυτή είναι υποταγμένη στον τελικό στόχο, που δεν είναι άλλος από την πρακτική σοφία. Με τις σκέψεις αυτές μοιάζει να υποβιβάζεται η φυσική, επειδή δεν θεωρείται αυτόνομη. Όμως ο υψηλός σκοπός της, που βρίσκεται έξω από αυτή, αναβαθμίζει ουσιαστικά τη φυσική επειδή της δίνει ηθική σκοπιμότητα: η γνώση της φύσης γίνεται προϋπόθεση για την ευτυχία.

Η βασική θέση της στωικής φιλοσοφίας της φύσης είναι ότι ολόκληρος ο κόσμος αποτελεί έναν ενιαίο ζωντανό οργανισμό που συνίσταται από δύο στοιχεία, τη φύση (ή λόγο ή θεό) και την ύλη. Ο θεός ταυτίζεται με τη φύση και είναι ένα είδος φωτιάς, η οποία δίνει ζωή στον κόσμο, που γεννιέται, καταστρέφεται και συνεχώς ξαναγεννιέται. Το μόνο που υπάρχει, υποστήριζαν οι Στωικοί, είναι σώματα· τα σώματα όμως αποτελούνται από ύλη και λόγο.

Αυτές οι απόψεις των Στωικών δεν βασίζονται, όπως φαίνεται άλλωστε, στην παρατήρηση φυσικών φαινομένων, αν και γενικά πίστευαν ότι πηγή της ανθρώπινης γνώσης είναι η εμπειρία των αισθήσεων.

Ποιο είναι το βασικό δίδαγμα της φυσικής που αφορά την ηθική; Ότι υπάρχουν πράγματα που ο άνθρωπος αδυνατεί να ελέγξει, πράγματα αναγκαία που εξαρτώνται από εξωτερικές αιτίες. Γι᾽ αυτό και είμαστε ανυπεράσπιστοι μπροστά στις κακοτυχίες, στις αρρώστιες και στον θάνατο. Κάτι άλλο που παρατηρούμε είναι ότι ο κόσμος βρίσκεται σε αρμονία εσωτερική και κάθε μέρος του έχει σχέση με το άλλο, το ένα χρειάζεται το άλλο.

Η λογική και η τάξη που βασιλεύει στο σύμπαν δείχνει στον άνθρωπο τι πρέπει να κάνει. Ο άνθρωπος είναι ένα ελάχιστο μέρος του κόσμου: γνωρίζοντας και αποδεχόμενος το Όλο στο οποίο ανήκει, μπορεί και αυτός να ζήσει σε αρμονία με τον εαυτό του και με τον κόσμο.